†.Η παραβολή του σπορέως, αγαπητοί μου, που κάθε χρόνο τέτοιο καιρό μας δίνει την ευκαιρία να κοιτάξομε τον εαυτό μας, το πώς ακούμε τον λόγο του Θεού και πώς ο λόγος του Θεού, που μοιάζει κατά την παραβολή, με σπόρο, μπορεί να καρποφορεί ή να τελεσφορεί στο χωράφι της ψυχής μας. Είναι λοιπόν μία ευκαιρία να ξανακαθρεπτιστούμε. Και βέβαια η ποιότητα του σπόρου είναι μία. Και δεν υπάρχει καμία αμφισβήτησις, αφού είναι ο λόγος του Θεού.
Αλλά στην αμφισβήτηση μπαίνει το έδαφος. Το τι έδαφος διαθέτει ο κάθε ένας εκ των ακροατών. Δηλαδή τι έδαφος καρδιάς διαθέτει. Και το έδαφος αυτό είναι ποικίλο και συνεπώς τα αποτελέσματα του σπόρου, δηλαδή του θείου λόγου, είναι ποικίλα. Έτσι, ο Κύριος στην παραβολή αυτή αναφέρει τέσσερις κατηγορίες ακροατών.
Είναι οι αναίσθητοι και οι πωρωμένοι που ακούνε τον λόγο του Θεού. Είναι ακόμα οι επιπόλαιοι, που αλλάζουν πάρα πολύ εύκολα αισθήματα. Είναι κι εκείνοι που θέλουν να συμβιβάζουν τον Χριστόν με τον κόσμον. Και είναι, τέλος, τέταρτοι, οι σοβαροί, εκείνοι που έχουν ένα αίσθημα ευθύνης, όταν ακούνε τον λόγο του Θεού, για την αθάνατη ψυχή τους και για την σωτηρία τους. Αυτοί αποδέχονται, -«κατέχουσι», λέει στην παραβολή- αποδέχονται και κρατούν τον λόγον του Θεού. Όχι «έχουν», κατέχουν. Κρατούν τον λόγον του Θεού. Και αποδίδουν καρπόν, με υπομονήν βεβαίως πολλήν, όπως σημειώνει ο Κύριος.
Είναι λοιπόν, αγαπητοί μου, σήμερα μια καλή ευκαιρία να δούμε αυτήν την εδαφικήν ποιότητα της πρώτης κατηγορίας των ακροατών. Δηλαδή ο σπόρος, λέγει, όπως μας σημειώνει εδώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς «Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν…». Ποιος σπέρνει; Σπέρνει το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ως Ενανθρωπήσαν, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που ωμίλει στα πλήθη. Και βγήκε να σπείρει τον σπόρον Αυτού. Βγήκε. Βγήκε. Σημαίνει, βγήκε από την αορασία ο Θεός Λόγος. Και γίνεται ορατός με την Ενανθρώπησή Του. Εξέρχεται από τον εαυτόν Του και έρχεται εις τον κόσμον αυτόν, για να σπείρει τον λόγο Του.
«Ὃ μὲν ἔπεσε …». «Ὃ » θα πει μέρος, όχι ο σπόρος. Θα έπρεπε να πει «ὃς». Μέρος του σπόρου από εκείνο που εσπάρη. Είναι η γνωστή παλιά εικόνα, που ο γεωργός με το δισάκι βάζει το χέρι μέσα στο δισάκι, παίρνει μία χούφτα καρπό, σιτάρι και το σκορπά, το πετά. Ε, αυτό όπως πετιέται, πέφτει σε ποικίλα σημεία στο χωράφι, που το χωράφι αυτό διαφοροποιείται. Ένα, λοιπόν, μέρος από το χωράφι, «ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη». «Έπεσε», λέγει, «πλάι στον δρόμο». Τα χωράφια έχουν πλάι τους κάποια μονοπάτια, που περνούν οι άνθρωποι. Και τα μονοπάτια αυτά βεβαίως είναι πατημένα. Σκληρή γη δηλαδή. Αλλά και επιπλέον εκείνοι που περνούν, πατούν τον σπόρον αυτόν. «Και κατεπατήθη», λέει, «το μέρος αυτό». Εννοείται από τους ανθρώπους. «Καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό». Αυτό δε το μέρος του σπόρου τελικά ήρθαν τα πουλιά και το φάγανε. Το βρήκαν άθαφτο, το βρήκαν στην επιφάνεια και φυσικά το έφαγαν.
Τι σημαίνει αυτό; Την ερμηνεία την δίδει ο ίδιος ο Κύριος. Αφού ερωτήθη από τους μαθητάς Του τι σημαίνει αυτή η παραβολή, είπε: «Οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες». Είναι μια κατηγορία ακροατών που ακούνε τον λόγο του Θεού, που μοιάζουνε με τον σπόρο που είναι «παρὰ τὴν ὁδόν», πλάι στο χωράφι, αλλά στον δρόμο επάνω. «Εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν (:Ύστερα, κατοπινά, έρχεται ο διάβολος) καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν (:Δεν φυτρώνει τίποτα. Παίρνει τον λόγον από την καρδιά τους) ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν(:ώστε να μη φθάσει ο λόγος να τους δημιουργήσει μέσα τους την πίστιν για να σωθούν)».
Είναι οι ακροαταί εκείνοι του λόγου του Θεού, που ακούν μόνο με τα εξωτερικά τους αυτιά, αγαπητοί μου, αλλά τίποτα δεν εισδύει μέσα στην καρδιά τους, μέσα στην ψυχή τους. Δεν γεννιέται μες στην καρδιά τους κανένα αίσθημα συγκινήσεως ή εκπλήξεως ή χαράς, όπως βλέπομε στην δευτέρα κατηγορία των επιπολαίων βέβαια, ανθρώπων. Χαίρονται, εκπλήσσουν, δακρύουν, κατανύγονται, κατανύσσονται· βέβαια σαν επιπόλαιοι το χάνουν αυτό... Η πρώτη κατηγορία, οι πωρωμένοι άνθρωποι, αυτοί δεν αισθάνονται τίποτε απολύτως, μα τίποτε απολύτως. Και θα λέγαμε, έστω και φευγαλέα να ησθάνοντο μία συγκίνηση, μιαν έκπληξη. Τίποτε απολύτως. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Ὅσοι τὸν νοῦν ἔχουσι σκληρόν (: Όσοι έχουν –λέει- τον νουν σκληρόν, την καρδίαν) οὐκ εἰσδύεται ἐν αὐτοῖς θεῖον τί καὶ ἱερὸν νουθέτημα (:δεν μπορεί να μπει τίποτα το ιερό και θείον μέσα στην καρδιά τους. Μα τίποτα). Στείραν καὶ ἄγονον ἔχοντες τὴν καρδίαν (:Έχουν την καρδιά τους –λέει- στείρα και άγονη)». Φοβερό! Φοβερό! Είναι μία κατάστασις της ανθρωπίνης ψυχής, που, πώς να την χαρακτηρίσει κανείς; Πλέον να μην υπάρχει γι’ αυτήν την καρδιά σωτηρία. Δηλαδή η καρδιά τους είναι γη πεπατημένη. Είναι γη πατημένη. Είναι μια καρδιά που δεν φυτρώνει τίποτα, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και το έργον της καταστροφής, το συμπληρώνει αυτός ο διάβολος, που έρχεται και παίρνει από την καρδιά, ό,τι θεϊκό έχει σπαρεί. Τα δε πουλιά που παίρνουν τον υπόλοιπο σπόρο, είναι οι διάφορες θεωρίες· φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, που έρχονται και δεν τους αφήνουν να μείνει στην καρδιά ο θείος σπόρος. Σαρώνουν σαν μια άλλη σκούπα αυτές όλες οι θεωρίες των ανθρώπων, ώστε την ώρα που ακούν, κάνουν κριτική· την ίδια στιγμή. Και δεν αποδέχονται, την ίδια στιγμή. Είναι «τα πουλιά», δηλαδή οι θεωρίες που αρπάζουν τον λόγο του Θεού. Σας είπα, κάνοντας δυσμενή κριτική στον λόγο του Θεού. Κι ο διάβολος τελικά παίρνει κάθε ευκαιρία πίστεως για να σωθεί ο άνθρωπος.
Δύο, λοιπόν, παράγοντες βλέπομε ότι διαμορφώνουν αυτήν την εδαφικήν ποιότητα, αυτής της πρώτης κατηγορίας των ακροατών. Είναι η κακή προαίρεσις και η αναίσθητη καρδιά και ο διάβολος. Εδώ μάλιστα, επιτρέψατέ μου μία παρένθεση, έχομε ένα ισχυρόν επιχείρημα ότι ο διάβολος είναι πρόσωπον. Γιατί αμφισβητούν κάποιοι ότι ο διάβολος δεν είναι πρόσωπον, αλλά είναι απλώς μία προσωποποίησις των κακών δυνάμεων ή των δυνάμεων που έρχονται σε αντίθεση από μέσα μας, μέσα μας. Από μέσα μας, μέσα μας. Δηλαδή καταστάσεις που αναφύονται κι έρχονται σε μία σύγκρουση μέσα στην ίδια την ψυχή μας, την ύπαρξή μας. Όχι. Ο διάβολος είναι απέξω. Είναι πρόσωπον. Έρχεται απέξω. Και ενεργεί μέσα εις τον άνθρωπον. Σας είπα αυτό το σημείο, είναι ένα ισχυρόν επιχείρημα, υπέρ της προσωπικότητος, δηλαδή του προσώπου του διαβόλου, υπέρ του προσωπικού διαβόλου.
Και βλέπομε ότι είναι μια κατηγορία που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατάσταση. Αν με ρωτήσετε, γιατί θίγομε το θέμα αυτό; Οίκοθεν νοείται ότι εσείς που ήρθατε να ακούσετε τον λόγο του Θεού, ε, δεν είσαστε πατημένη γη. Υποτίθεται. Είσαστε με μία καρδιά έτοιμη να δεχθεί τον λόγο του Θεού. Και νομίζω ότι έρχεστε εδώ για να ακούσετε και τον λόγο του Θεού, γιατί φεύγετε πολλά χιλιόμετρα από το σπίτι σας, για να ‘ρθείτε να ακούσετε, πιστεύω ακριβώς τον λόγο του Θεού· και τον λόγο του Θεού. Παραλλήλως με την Θεία Λειτουργία. Άρα λοιπόν ίσως μου πείτε ότι… «Σε μας δεν υπάρχει ούτε ένας πιθανώς, που να έχει καρδίαν αναίσθητη, γη πεπατημένη, το χωράφι του να είναι τέτοιο που να μη φυτρώσει τίποτα. Αντιθέτως έχομε μία πρόσφορη καρδιά». Θα με ρωτήσετε, επαναλαμβάνω, γιατί τότε διαλέξαμε το θέμα αυτό; Αγαπητοί μου, το ξέρετε ότι… σήμερα είμαι χωράφι εύφορον και αύριο ανοίγεται ένα μονοπάτι μέσα στο χωράφι αυτό, όπως συμβαίνει στα φυσικά χωράφια. Όταν κάποια χρονιά δεν σπαρεί, και δεύτερη χρονιά, οι άνθρωποι, για να συντομεύουν κάποιον δρόμον, να μην κάνουν γωνία, μέσα απ’ αυτό το χωράφι που τώρα δεν σπέρνεται, κάνουν μονοπάτι. Περίεργο; Φυσικότατον. Ποιος ξέρει, λοιπόν, αν αύριο, αυτό το καλό χωράφι της καρδιάς μου γίνει μια πατημένη γη; Συνεπώς αυτό που λέμε, δεν είναι για να θεραπεύσει. Γιατί η πατημένη γη δεν θεραπεύεται. Αλλά είναι για να προλάβει. Είναι μία πρόληψις ιατρική. Πρόληψις. Όχι ιατρική θεραπεία. Και το έδαφος αυτό της καρδιάς μπορεί, που σήμερα είναι μαλακό, ωραίο, αύριο να σκληρύνει με μια επίμονη επανάληψη της αμαρτίας, μέσα σε μια απρόσεκτη, χρονίζουσα κοινωνία μας μέσα εις αυτόν τον κόσμον και με μια προοδευτικήν α-θεοφοβία μας· που να φθάσομε να μην έχομε πια τον φόβο του Θεού. Γι'αυτό ας τ’ ακούσουμε, τι μπορούμε να πάθομε εάν δεν προσέξομε: Η καρδιά πρώτα κρυώνει. Δηλαδή σκανδαλίζεται. Ύστερα, αρρωσταίνει. Δηλαδή γεμίζει από πάθη. Κατόπιν σκληραίνει, γίνεται δηλαδή αναίσθητη. Και τέλος, νεκρώνεται.
Αλλά τι είναι αυτή η πνευματική αναισθησία που μπορεί να υπάρχει μες στην καρδιά σαν μία κατάσταση, η οποία βεβαίως επισημαίνεται έντονα από τον Κύριον; Είναι μία νόσος, αγαπητοί μου, βαρυτάτη. Νόσος βαρυτάτη. «Ἀναισθησία ἐστὶ νενεκρωμένη αἴσθησις ἐκ χρονίας νόσου καὶ ἀμελείας εἰς ἀναισθησίαν καταλήξασα», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. «Τι είναι», λέγει, «αναισθησία»; Μια νεκρωμένη αίσθησις, από μια χρόνια αρρώστια, που με τη συνεργία της αμελείας, καταλήγει στην αναισθησία. Αυτό είναι, λέγει. Ο Ιούδας, αγαπητοί μου, ο Ιούδας, ο μαθητής –μαθητής!- είχε τη μεγάλη τιμή, το μέγα προνόμιο να είναι ανάμεσα στους δώδεκα, της πρώτης σειράς απόστολος. Βεβαίως άκουγε την διδασκαλίαν του Κυρίου. Αλλά το πάθος της φιλαργυρίας τον έκανε να μην την προσέχει την διδασκαλίαν του Κυρίου. Γιατί η φιλαργυρία σιγά σιγά του σκλήρυνε την καρδιά. Κι αυτή η κατάστασις, που δεν φρόντιζε να την διορθώσει, δηλαδή από αμέλεια, άρχισε να χρονίζει. Έτσι η καρδιά του νεκρώθηκε και δεν δίστασε, ο ταλαίπωρος αυτός, τραγικός άνθρωπος να προδώσει τον Διδάσκαλον. Σας ανέφερα σαν ένα πολύ χαρακτηριστικό, το παράδειγμα του Ιούδα, για να αντιληφθούμε αυτά τα στάδια, από μια πολύ μεγάλη καλοσύνη να φθάσεις σε μια πολύ μεγάλη κακότητα.
Η αναισθησία, αγαπητοί μου, έχει δύο φάσεις. Και θα ήθελα να τις προσέξομε αυτές τις δύο φάσεις. Η τελευταία φάσις λέγεται πώρωσις. Λέμε: «πωρωμένος άνθρωπος». Σ’ αυτήν την φράση, την τελευταία, δεν υπάρχει πλέον καμία διάκρισις καλού και κακού. Είναι ισοπεδωμένες αυτές οι θέσεις, οι έννοιες, μέσα στην καρδιά του πωρωμένου ανθρώπου. «Τι θα πει καλό, τι θα πει κακό;». Καμία διάκρισις. Μας είναι ακατανόητο. Αν έχομε εμείς λίγη ευαισθησία καρδιάς, να πούμε: «Μα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι, που να μην κάνουν ουδεμία διάκρισιν μεταξύ καλού και κακού;». Είναι περίεργο. Είναι πραγματικά περίεργο. Αλλά είναι πραγματικότης. Είναι αληθινό. Κι ακόμη, δεν διαθέτουν ουδεμίαν αυτογνωσίαν. Διάκρισις και αυτογνωσία είναι στο μηδέν.Αυτή λοιπόν η δευτέρα φάσις, η φοβερή -την βάζομε στην άκρη- είναι αθεράπευτη. Είναι νέκρωσις πριν από την νέκρωση, είναι θάνατος πριν από τον θάνατο, είναι κόλασις πριν από την κόλαση.
Ας έρθομε όμως εις την πρώτην φάσιν της αναισθησίας, διότι αυτή μας ενδιαφέρει πολύ. Εμφανίζεται βέβαια σαν μία πρακτική αμετανοησία. Λέμε στον άλλον να μετανοήσει. Έρχεται στην Εκκλησία, ακούει κήρυγμα, κάθεται, κάθε Κυριακή μπορεί να έρχεται, δεν αποφασίζει όμως να μετανοήσει, να εξομολογηθεί κ.τ.λ. Έχουμε λοιπόν μία κατάσταση πρακτικής αμετανοησίας. Λέω «πρακτικής» γιατί δεν προχωράει να κάνει κάτι που να δείχνει αυτή την επιστροφή του. Ακόμη, σαν μία έλλειψη- παρακαλώ προσέξτε να ιδείτε πόσο θα βρούμε τον εαυτόν μας- σαν μία έλλειψη πνευματικής προόδου. Όταν δηλαδή παρουσιάζομε μια απουσία, θα λέγαμε, προόδου στην πνευματική μας ζωή, μια τελμάτωση. Δηλαδή κάποτε ξεκινήσαμε, εξομολογηθήκαμε πιθανώς, ξέρω ‘γω, αρχίσαμε να κοινωνούμε και μετά μένομε εκεί. Προσέξτε, δεν προχωρούμε. Κι έχομε αυτήν την εικόνα του τελματώδους πνευματικά ανθρώπου. Και αυτή η αμετανοησία, θα λέγαμε, αυτή η ακινησία της ψυχής, περιγράφεται από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, κατά έναν αριστοτεχνικόν τρόπον. Έκανα μία επιλογή, δεν πήρα όλα γιατί έχει πολλά και σας διαβάζω σε μια απόδοση, αυτά που γράφει.
Λέει ο άνθρωπος, ο οποίος υποτίθεται εξωτερικά ότι έχει μία ευσέβεια -αλλά είναι τελματώδης, σας είπα, ε;- λέει αυτός: «Άσχημα κάνω» φωνάζει και με ευχαρίστηση επιμένει στην αμαρτία. Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους, του όποιου πάθους, αλλά το σώμα εύχεται γι'αυτό το πάθος. Περί θανάτου φιλοσοφεί και συμπεριφέρεται σαν να μείνει αθάνατος. Ομιλεί για την εγκράτεια και δίνει αγώνες για τη γαστριμαργία. Μακαρίζει την υπακοή και πρώτος αυτός παρακούει. Διαβάζει για την Κρίση και αρχίζει και χαμογελά. -Ξέρετε πόσες φορές μιλάμε για την κόλαση, για την Κρίση με μία ειρωνεία; «Α! Εσύ… Εμείς… θα πάμε, ουουου… θα πάμε στην Κόλαση». Και γελάμε. Και γελάμε. Κοιτάξτε, θα βρούμε τον εαυτό μας σε όλα αυτά τα σημεία. Εδώ θα πιαστούμε, θα μας πιάσει αυτή η ανάλυση που κάνει ο λόγος του Θεού δια του αγίου πατρός. Θα μας πιάσει… Και γελάμε και αστειευόμεθα και λέμε ανέκδοτα για την κόλαση. Σαν να ‘ναι κάτι που μπορούμε να γελάμε, να αστειευόμεθα-… «Με εμπάθεια ατενίζει στα όμορφα πρόσωπα και ομιλεί για τη σωφροσύνη και την αγνότητα. Πάντοτε γίνεται κατήγορος του εαυτού του, αλλά να συνέλθει δεν θέλει, για να μην πω, δεν μπορεί», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Και ο άγιος Ιωάννης, προσωποποιώντας την αναισθησία, είναι μία συνήθειά του σε όλους τους λόγους του αυτούς, στο τέλος της ομιλίας να προσωποποιεί το κάθε πάθος ή την κάθε αρετή και να δίδει έμφαση σε εκείνα που γράφει. Προσωποποιώντας λοιπόν και λέγει ότι… «Έκανα πολλή προσευχή, να την ζουλήξω να ομολογήσει κι άλλα πράγματα. Έλα εδώ, αναισθησία! Θα μου ομολογήσεις κι άλλα». Κι εκείνη λέει: «Οι δικοί μου οι σύντροφοι όταν βλέπουν νεκρούς, γελούν. ‘’Πάει κι αυτός, ξόφλησε κι αυτός…!’’. Και γελούν. Ενώ βρίσκονται στην προσευχή, είναι πέτρινοι και σκληροί και σκοτεινοί -Αυτό και στην Εκκλησία μέσα στην Λειτουργία- . Αντικρίζουν την αγία Τράπεζα και μένουν αναίσθητοι. Μεταλαμβάνουν τα άγια Δώρα και μοιάζουν σαν να γεύτηκαν απλό ψωμί. Εγώ, η αναισθησία, όταν βλέπω κάποιον να κατανύσσεται, τον περιγελώ. Εγώ, η αναισθησία, είμαι η μάνα του αναίσθητου γέλιου. Εγώ, η αναισθησία, τρέφω τον πολύν ύπνον. Εγώ είμαι η φιλενάδα του χορτασμού. Εγώ, όταν ελέγχομαι, δεν πονάω. Εγώ είμαι σφιχταγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια». Αυτό το τελευταίο, πόσα πράγματα λέει!
Μέσα λοιπόν σε όλα αυτά, τι λέτε; Τι λέτε, αγαπητοί μου; Βρίσκετε τον εαυτό σας; Εγώ τον βρίσκω. Δηλαδή όλοι μας βρίσκουμε τον εαυτό μας. Α, ώστε λοιπόν έχομε μία δόσιν αναισθησίας. Όταν πρωτοδιάβασα αυτόν τον λόγον, δεν είχα την δύναμη, εδώ και χρόνια, να τον τελειώσω, γιατί σας βεβαιώνω, δεν άντεχα. Έβρισκα σε κάθε βήμα τον εαυτό μου. Και είπα: «Είμαι αναίσθητος;». Φαίνεται έχομε μίαν δόσιν, λίγο ή πολύ, μιας κάποιας αναισθησίας.
Και ερωτάμε, σύμφωνα με την παραβολή που είπε ο Κύριος: «Κάτω από τέτοιες συνθήκες αναισθησίας, πώς μπορεί κανείς να ακούει τον λόγο του Θεού; Και τι μπορεί να αποδώσει;». Θα πρέπει να ρωτήσομε, τι πρέπει να κάνομε; Εξαναγκάζει πάλι την αναισθησία κατά τον τρόπο που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, να ομολογήσει και πάλι τι μπορεί να κάνομε για να την διώξομε: «Εμένα», λέγει, «με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει, στερεώσει, η κακή συνήθεια».
Ώστε, λοιπόν, ευρισκόμενοι σε αυτήν την πρώτην φάσιν της αναισθησίας όλοι μας, αγαπητοί, σημαίνει ότι αντιλαμβανόμεθα μεν την κατάστασή μας, παρατηρούμε όμως να εδραιώνονται μέσα μας δύο πράγματα. Να εδραιώνονται αυτά τα δύο. Ποια; Ο πολυκαιρισμός, κάτι που χρονίζει, και η συνήθεια. Και αυτά τα δυο είναι τα φοβερά όπλα της αναισθησίας, που ζει, κινείται και κραταιώνεται. Γι'αυτό πρέπει να πολεμούμε, αγαπητοί μου, αμέσως μόλις κάποιο κακό παρατηρήσουμε στον εαυτό μας και να μην το αφήνουμε ούτε να χρονίζει, ούτε να περνά μέσα εις τον χώρον της συνηθείας. Αυτό που πολλοί λένε: «Συνήθειά μου». Να την κόψεις. «Μα…». Να την κόψεις την συνήθειά σου. Αλλά είναι τόσο δυνατή η συνήθεια, σχοινί, παλαμάρι, που δεν μπορούμε να την κόψομε. Κόβεται. Θέλεις; Στο βάθος - ακούστε με, σας λέω αλήθεια- δεν θέλομε. Γιατί; Αγαπάμε την συνήθειά μας ή τις συνήθειές μας. Τις αγαπούμε.
Και συμπληρώνει εδώ ο άγιος Ιωάννης, δηλαδή η αναισθησία: «Εάν μελετάς επίμονα και με πολλή αγρυπνία την αιωνία Κρίση, ίσως με κάνεις να χαλαρώσω λίγο. Βρες την αιτία που σου συμβαίνουν αυτά. Κοντά στα φέρετρα να προσεύχεσαι συχνά. Έχε έντονη την εικόνα τους. Μένε στην αδιάλειπτη προσευχή, στη νηστεία, στον φόβο του Θεού. Ίσως κάτι καταφέρεις».
Αυτή η αναισθησία, αγαπητοί μου, πρέπει να πούμε ότι κάποτε πιάνει ολόκληρο λαό. Οι Εβραίοι δυστυχώς, δυστυχώς ήταν ένας λαός πωρωμένος. Γι'αυτό, σε μετάφραση σάς διαβάζω αυτό που λέει ο Ησαΐας: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος την δύναμή Του; Ο Θεός παρεχώρησε, από την αναισθησία τους να τυφλωθούν τα μάτια τους και σκότισε τον νου τους έτσι, που να μην μπορούν να δουν τα μάτια τους και με τον νου τους να καταλάβουν και επιστρέψουν σε εμένα για να τους γιατρέψω».
Με μελαγχολία λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο ευαγγέλιό του για τον Χριστό: «Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν». Ήταν πωρωμένοι. Εξάλλου αυτήν την προφητείαν χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για να το δείξει το θέμα.
Και ο απόστολος Παύλος τι λέει για τους Εβραίους; «Ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν ἄχρι της σήμερον(:πωρώθηκαν). Τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει». Τίθεται όμως το ερώτημα, αγαπητοί: Αν και στον νέον Ισραήλ, της χάριτος, δηλαδή στην Εκκλησία, υπάρχει μια τέτοια αναισθησία, θα πρέπει να προσέξουμε ότι υπάρχει σε απελπιστικό βαθμό αυτή η αναισθησία στον λαό μας, τον ορθόδοξο λαό μας… Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ονομάζει την αναισθησία «λιθώδη»-πέτρινη-, «μαινάδα»- δηλαδή μανιασμένη- και «μωράν»-ανόητη. Σήμερα, τον λαό μας, τον ορθόδοξο λαό μας τον βλέπομε να μένει ασυγκίνητος και λιθώδης σε θέματα πίστεως και ζωής. Προσβάλλεται η πίστις; Δεν συγκινείται ο λαός μας. Προσβάλλεται και υπονομεύεται η Εκκλησία του; Τίποτα δεν τον συγκινεί. Δηλαδή λιθώδης. Όσοι δεν είναι ανυποψίαστοι και διαμαρτύρονται για την κατάσταση, θεωρούνται παρεκκλησιαστικοί και φανατικοί. Θα είχα πολλά να πω στο σημείο αυτό αλλά δεν έχω χρόνο. Ακόμη, βλέπομε τον λαό μας να μαίνεται, να είναι τρελός για ό,τι υγιές έχει απομείνει σ’ αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο. Ζητά την αλλαγή, πάντα στο χειρότερο, εν ονόματι όμως της προόδου. Και προσβάλλει κάθε πιστόν που αντιστέκεται, κρατώντας τις παραδόσεις της πίστεως. Ακόμη τον λαό μας τον διακρίνει και μια μωρία, που είναι συνέπεια αυτής του της αναισθησίας. Βλέπει ότι πηγαίνει κατά κρημνού ο λαός μας και δεν ανησυχεί. Αρκεί να έχει να φάει. Εχθροί μας υπονομεύουν μεθοδευμένα και την πατρίδα μας και την Ορθοδοξία μας και ο λαός μας μένει ανυποψίαστος. Αρκεί που έχει να τρώει… Είχε δίκαιο λοιπόν ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος όταν αποκαλεί την αναισθησία «λιθώδη καί μαινάδα καί μωράν».
Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα μας μίλησε για τους αναισθήτους ακροατάς του θείου λόγου. Είναι η χειρότερη κατηγορία ακροατών. Θα σας υπενθυμίσω ότι σε κάποιο βαθμό, το είπαμε, αναισθησίας έχομε όλοι μας. Ας σπεύσομε να την θεραπεύσομε. Ίσως αύριο να φθάσομε στην πώρωσιν, που δεν θεραπεύεται. Ίσως αύριο είναι αργά. Ίσως αύριο είναι πολύ αργά…
413η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.