†.Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει· οἶδά σου τὰ ἔργα· -ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν·- ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου. ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε. ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου. Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι, καὶ γράψω ἐπ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν. Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.» (Αποκ. 3, 7-13)
Λοιπόν: «Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον».
Εἶναι ἡ ἔκτη ἐπιστολή, αγαπητοί μου, πού ἀπευθύνεται πρός τόν ἐπίσκοπο, τόν ἄγγελον, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας, ἡ ὁποία βρισκόταν νοτιοανατολικά τῶν Σάρδεων.
Ἡ πόλη τῆς Φιλαδελφείας ιδρύθηκε ἀπό τόν Ατταλο Β΄ τόν Φιλάδελφο, πού ήταν βασιλιάς τῆς Περγάμου. Επί Τιβερίου ἡ πόλη ονομαζόταν Νεοκαισάρεια, καί ἐπί Ουεσπασιανοῦ πῆρε ἐπί πλέον καί τήν προσωνυμία Φλαβία, δηλαδή Φλαβία Νεοκαισάρεια. (Η Φιλαδέλφεια (τουρκικά Alasehir, πόλη τοῦ Θεοῦ), δεύτερη μεγάλη πόλη τῆς Λυδίας, έχει μακρά και σπουδαία ιστορία. Ήταν κτισμένη στους ΒΑ πρόποδες τοῦ ὄρους Τμώλος (Bozdag), στά νότια τῆς ἡφαιστειογενούς καί ἐξαιρετικά σεισμογενούς κοιλάδας τῶν Σάρδεων, γνωστῆς καί ὡς Κατακεκαυμένης, 45 km. ΝΑ των Σάρδεων, Θεμελιώθηκε το 189 π.Χ. ενώ το 17 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό (Στράβωνος ΙΓ΄ 10). Σταδιακά όμως ανοικοδομήθηκε, σημαντικά δημόσια κτήρια ανεγέρθηκαν, καί ἡ πόλη ἔγινε πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μ. Ασίας, λαμβάνοντας μάλιστα και την προσωνυμία Μικραί ᾿Αθῆναι (Νέα Δομή, τόμ. 34, ἐκδ. Τεγόπουλος - Μανιατέας, 1996, σ. 220))
Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχει δύο ομοιότητες μέ τήν ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο τῆς Σμύρνης. Η πρώτη όμοιότητα εἶναι ὅτι λείπει απ' αυτήν τελείως κάθε ψόγος, κάθε κατηγορία, κάθε ἐπίπληξη· εἶναι ἐπιστολή γεμάτη μόνο ἀπό ἐπαίνους. Η δεύτερη ομοιότητα εἶναι ὅτι καί σ' αυτήν κατακρίνονται οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως καί στήν ἐπιστολή της Σμύρνης, ὡς συναγωγή του Σατανά, εξαιτίας του μίσους πού ἔχουν προς τους Χριστιανούς. (Άξιον παρατηρήσεως ὅτι καὶ ἐν τῇ ὀλίγον βραδύτερον πεμπομένῃ ὑπὸ τοῦ Ἰγνατίου πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Φιλαδελφείας ἐπιστολῇ ἐπαινεῖται αὕτη καὶ κατακρίνονται οἱ Ἰουδαῖοι (Μπρατσιώτης, σ. 105). Βλ. Προς Φιλαδελφείς, ΒΕΠΕΣ 2, 306.)
«Τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει». Εἶναι τὸ προοίμιο τῆς ἐπιστολῆς. Αυτά λέει ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός· αὐτός πού ἔχει τὸ κλειδί τοῦ Δαυίδ· αὐτός πού ἀνοίγει, καί κανένας δέν μπορεί να κλείσει· καί αὐτός πού κλείνει, καί κανένας δέν μπορεῖ νὰ ἀνοίξει.
Τό προοίμιο τῆς ἐπιστολῆς, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀνάλογο μέ τίς περιγραφόμενες συνθήκες ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας, καί ἀναφέρεται στο περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, ὅπως θὰ τὸ δοῦμε στη συνέχεια. Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ὅμως με μία σύντομη ανάλυση αὐτό τό προοίμιο.
«Τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός»
Τά «άγιος» και «ἀληθινός» είναι θεῖες προσωνυμίες, πού ἐδῶ ἀποδίδονται στον Χριστό. Αλλά «άγιος», στην Παλαιά Διαθήκη, χαρακτηρίζεται μόνον ὁ Θεός. Συνεπῶς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος στην Καινή Διαθήκη ἀποκαλεῖται Ἅγιος, εἶναι ὁ Γιαχβέ! εἶναι ὁ Κύριος! εἶναι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης!
Ὤ, νά τό εἴχαμε ἀντιληφθεῖ αὐτό κάποτε... ἤ τουλάχιστον νά τό εἶχαν ἀντιληφθεῖ αὐτό οἱ αἱρετικοί Χιλιαστές... νά εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τόν ὁποῖο βλάσφημα ἀποκαλοῦν κτίσμα τοῦ Θεοῦ!
«Ὁ ἅγιος» καί «ὁ ἀληθινός».
Ομοίως το «ἀληθινός», θεία προσωνυμία, αναφέρεται στον Θεό. (Βλ. Ἔξοδ. 34, 6. Αριθμ. 14, 8. Α' Εσδρα 8, 86. Γ΄ Μακ. 2, 11. 6, 18. Ψαλμ. 85, 15. Ησ. 65, 16. κ.ά.) Αλλά ἐδῶ, ὅταν λέει αληθινός, δέν σημαίνει τον φιλαλήθη, ἐκεῖνον πού λέει τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἐννοεῖ τόν γνήσιο, τον πραγματικό Θεό, αυτό που λέμε ἀληθινό Θεό· όχι τόν Θεό που λέει τήν ἀλήθεια, ἀλλά τόν πραγματικό Θεό. Συνεπώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὄντως Θεός, είναι Θεός αληθινός!
Βέβαια, πάλι οἱ Χιλιαστές λένε: Καί ποῦ τό βλέπετε ἐσεῖς γραμμένο ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός;
Μά, σε ολόκληρη την Αγία Γραφή! Σε ολόκληρη! Αλλά τό πῶς ἑρμηνεύουν οἱ αἱρετικοί τήν Αγία Γραφή πραγματικά δέν τό κατανοούμε!
Λέει ὁ προφήτης Ησαΐας: «ευλογήσουσι γὰρ τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ ὀμνύοντες ἐπὶ τῆς γῆς ὁμοῦνται τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν» ('Hσ. 65, 16.). Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, σᾶς βοηθῶ νά παίρνετε απολογητικά στοιχεία, για να ξέρετε ὄχι μόνο να κατοχυρώνετε τόν ἑαυτό σας, ἀλλά καί τούς γύρω σας, ὅταν ἔχετε να αντιμετωπίσετε αἱρετικές θέσεις.
Ὥστε λοιπόν ὁ Γιαχβέ, κατά τον Ησαΐα, εἶναι ὁ Θεός ὁ ἀληθινός. Αλλά καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κατά τήν Ἀποκάλυψη, λέγεται «ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός». Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ποιός άλλος, παρά ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης! ὁ Κύριος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης!
Ἕνας ἀρχαῖος σχολιαστής γράφει για τον Ἰησοῦ Χριστό, πάνω στο σημεῖο αὐτό τῆς Ἀποκαλύψεως, το ἑξῆς: «Άγιος, ἀληθινὸς ὁ μὴ μετουσίᾳ, ἀλλ᾽ ουσία ὢν τοιοῦτος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς Λόγος». Δηλαδή, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ἅγιος, ἀληθινός» ὄχι ἐκ μετοχῆς, ὄχι ὅπως ἕνας σίδηρος πού δέν εἶναι μαγνήτης, που ἀπό τήν γειτνίασή του μέ ἕναν μαγνήτη, ευρισκόμενος μέσα στο πεδίο το μαγνητικό, αποκτά κι αυτός μαγνητικές ιδιότητες ἐκ μετοχῆς· ὄχι! ὅταν λέει «ὸ ἅγιος, ὁ ἀληθινός», δέν εἶναι ἐκ μετοχῆς, ἀλλά εἶναι στην ουσία «ἅγιος» καί «αληθινός»· δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι αὐτός ὁ Θεός Λόγος! (Περί τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστού, βλ. Νικ. Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικόν ἐγχειρίδιον, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1978, καί Ὁ Ἰησοῦς Γιαχβέ, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1988.)
Ακόμη, σε μια προέκταση τῆς λέξεως, τοῦ χαρακτηρισμοῦ «ὁ ἀληθινός», θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί «ὁ πιστός» (Βλ. Δευτ. 7, 9, 32, 4. Ησ. 49, 9. Ψαλμ. 88, 38, 144, 13. Αποκ. 1. 5. 19, 11 κ.ά.), ὁ ἀξιόπιστος, ὁ πιστός στις υποσχέσεις του Θεός, ὅπως ἐξ ἄλλου συνάγεται καί ἀπό τά ἑπόμενα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός λοιπόν, ὡς Θεός, εἶναι «ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός», ἐνῶ ὡς ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση του, εἶναι «ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ», αὐτός πού ἔχει το κλειδί τοῦ Δαυίδ.
Κοιτάξτε λοιπόν, μέσα σ' ἕναν χαρακτηρισμό, σε μία φράση, περιέχεται ή θεανθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅ,τι εἴπαμε αναφέρεται στη θεία φύση· τώρα στην ανθρώπινη φύση. «Τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ». Τα δυο πρώτα στη θεία φύση τό τρίτο, το τελευταῖο, στήν ἀνθρώπινη φύσση. Διότι, πράγματι, όταν λέει ότι κρατάει το κλειδί του Δαυίδ, δέν μπορεῖ αὐτό νά αναφέρεται στη θεία φύση, ἀλλά στην ανθρώπινη. («Κλεὶς τοῦ Δαυΐδ, ἡ βασιλεία αὐτοῦ κέκληται ἐξουσίας γὰρ αὕτη σύμβολον» (Ανδρέας, σ. 215ΑΒ). «Τὴν μὲν οὖν πρώτην ἐξουσίαν κατὰ ἀνθρωπίνην δέχεται φύσιν, ὡς καὶ αὐτοῦ τοῦτο ἔστιν ἀκοῦσαι· "ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς" φάσκοντος. Τὴν δὲ δευτέραν ἔχει κατὰ τὸ ἄναρχον τῆς θεότητος. Ἔστι γὰρ Ἐμμανουὴλ, Θεὸς ἀληθής.» (Αρέθας, σ. 553BC). Κλείς Δαυίδ (βραχυλογική έκφρασις, ἀντὶ "κλεὶς οἴκου Δαυΐδ") νοείται ή μεσσιακή εξουσία, δεδομένου ὅτι ἡ κλεὶς εἶναι σύμβολον τῆς ἐξουσίας, ὁ δὲ Μεσσίας ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπόγονος καὶ κληρονόμος τῆς δαυϊτικῆς βασιλείας (πρβ. Λουκά α΄ 32. Ματθ. ις' 19). Η μεσσιακὴ αὕτη ἐξουσία περιγράφεται ἐπὶ τὸ παραστατικώτερον διὰ τῶν ἀμέσως επομένων ἡσαϊείων ἐκφράσεων "ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει" κλπ. (Π. Μπρατσιώτης, σ. 106). Βλ. Αρέθα, σ. 557 Α.)
Καί μήν ξεχνάτε, αγαπητοί μου –τό τόνισα, τό τονίζω, καί ὅσο ζῶ νά μέ βοηθάει ὁ Θεός νά τό τονίζω: Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ὁ Θεάνθρωπος! Ούτε μόνο Θεός, οὔτε μόνον ἄνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος! Αν δεχθεῖς τή θεία φύση του καί ἀρνηθεῖς τήν ἀνθρώπίνη –τήν ὁποία βεβαίως προσέλαβε ἐν χρόνῳ–, τότε ἀρνεῖσαι τή σωτηρία σου. Αν δεχθεῖς μόνο τήν ἀνθρώπινη φύση του καί δέν δεχθεῖς τή θεία, τότε τορπίλισες τήν σωτηρία σου. Ἡ σωτηρία σου ἐπιτυγχάνεται μόνο ἐὰν δεχθεῖς τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ο Θεάνθρωπος· τέλειος Θεός καί τέλειος άνθρωπος!
Τί σημαίνει ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατέχει τήν «κλείν τοῦ Δαυΐδ», τό κλειδί τοῦ Δαυίδ;
Το κλειδί, όπως ξέρετε, εἶναι πάντα τό σύμβολο τῆς ἐξουσίας, καί συνεπῶς ἡ κλείς τοῦ Δαυίδ εἶναι μεσσιακή εξουσία.
Μάλιστα ὁ προφήτης Ησαΐας, στο 22ο κεφάλαιο, στίχο 22, μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Καὶ δώσω τὴν δόξαν Δαυίδ αὐτῷ», σέ αὐτόν, «καὶ ἄρξει», καί θά κυβερνήσει, «καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων», δεν θα υπάρχει κανείς αντικείμενος· «καὶ δώσω αὐτῷ τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυίδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ», θά τοῦ δώσω την κλεῖδα τοῦ Δαυΐδ, πού θά φέρει ἐπάνω στον ώμο του, (Τα παλαιά κλειδιά, ἐκ ξύλου, ήταν μεγάλα, καὶ ἔφεραν αὐτά εἰς τόν ώμον των οἱ ἰδιοκτῆται. (π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου. Ο προφήτης Ησαΐας, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1976, σ. 176-177)) τήν ἐξουσία τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, δηλαδή τήν μεσσιανικότητα, κατά την ἀνθρώπινη φύση. Θυμηθείτε, παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ στην υπεραγία Θεοτόκο: Αὐτός πού θα γεννήσεις θά εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, (Λουκά 1, 32.) κατά την ἀνθρώπινη φύση. «καὶ ἀνοίξει –ἀφοῦ θὰ κρατάει τήν «κλεῖδα»– καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων»· ὅταν ἀνοίξει, δεν θα μπορέσει κανένας να κλείσει· καί ὅταν κλείσει, δεν θα μπορέσει κανένας να ανοίξει.
Αὐτό ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία καί ἀξία· θα δεῖτε ὅτι ἀναφέρεται στο περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς. Γι' αυτό, τό προοίμιο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἀντανάκλαση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐπιστολῆς. Δηλαδή ἡ ἔννοια τοῦ ὅλου χωρίου, τοῦ προοιμίου, είναι ἡ ἑξῆς: Εγώ είμαι ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός Θεός, πού ὡς ένανθρωπήσας ἔχω ὅλη τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ἱστορίας. Αὐτό σημαίνει το όλο χωρίο, «τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ».
Ἐάν ἔχετε προσέξει, όλα τα προοίμια τῶν ἐπιστολῶν πού ἔχουμε δεῖ μέχρι τώρα, καί τά ἔξι, ἐὰν ἔπρεπε αὐτά να συρραφοῦν καί νά ἀναλυθούν, θὰ εἴχαμε μία θαυμάσια καί θεολογικότατη εἰκόνα τῆς θεανθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καί τώρα, αγαπητοί, μπαίνουμε στο κύριο θέμα τῆς ἐπιστολῆς.
«Οιδά σου τὰ ἔργα» (Αποκ. 3. 8.), γνωρίζω τά ἔργα σου. Είναι μία πρόταση πού ἐπαναλαμβάνεται διαρκώς σε κάθε επιστολή, και φανερώνει τόν παντεπόπτη Κύριο. Ὁ Χριστός τα ξέρει όλα! Ὁ Κύριος τά ξέρει όλα! καί αὐτά πού γίνονται φανερά, καί αὐτά πού γίνονται κρυφά, καί αὐτά πού ἔρχονται στό φῶς τῆς δημοσιότητος, καί ἐκεῖνα πού ἐπιτελοῦνται καί βυσσοδομούνται στους σκοτεινούς χώρους... τα ξέρει όλα! («Οιδά σου τὰ ἔργα τουτέστιν, ἀποδέχομαι· ὥσπερ καὶ τῷ Μωϋσεϊ λέγει· Οιδά σε παρά πάντας» (Ανδρέας, PG 106, 215CD. Βλ. Εξοδ. 33, 17). Στην Παλαιά Διαθήκη ο μόνος που βλέπει τα ἔργα τῶν ἀνθρώπων είναι ο Γιαχβέ (Δευτ. 31, 21. Ιησ. τοῦ Ναυῆ 22, 22. Ιώβ 11, 11. 23, 10. 31, 6. κ.ά) και στην Καινή Διαθήκη είναι ὁ Χριστός. Πρόκειται γιά τήν κοινή ἄκτιστη ενέργεια τῆς παγγνωσίας, πού ἔχουν καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.)
Ὤ, ἂν τό ξέραμε αυτό... ἄν τό κάναμε συνείδησή μας, ὅτι ὁ Χριστός τα ξέρει όλα! Κι αν φαίνεται πολλές φορές ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά, και μάλιστα να χρονίζουν ὅλα αὐτά, μήν ἀπογοητευόμαστε ὁ Χριστός τα ξέρει όλα!
Καί ἄλλοτε σᾶς τό ἔχω πεῖ, ἀλλά θά τό πῶ πάλι· εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ὑπνοῦντος Κυρίου μέσα στο πλοιάριο που ταξιδεύει στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Ὁ Κύριος κοιμάται. Σηκώθηκε ἄνεμος· πελώρια κύματα ξεσήκωσε στην επιφάνεια τῆς λίμνης· οἱ μαθητές τρομάζουν, ὁ Κύριος κοιμάται. Τον ξυπνοῦν καὶ φωνάζουν: «Κύριε, ἀπολλύμεθα» (Ματθ. 8, 23-27. Μαρκ. 4, 35-41. Λουκά 8, 22-25.), Κύριε, χανόμαστε! Ποῦ ἦταν ὁ Κύριος; Δεν γνώριζε ὅτι γίνεται τρικυμία στη λίμνη; Ο Κύριος κοιμάται –εντός εισαγωγικών–, μοιάζει ὅτι δέν ἀπαντᾶ, μοιάζει ὅτι πράγματι απουσιάζει· εἶναι ὅμως παρών ὁ Κύριος, καί τά γνωρίζει όλα!
«Ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν.» (Αποκ. 3. 8.)
Επειδή τώρα μπαίνει στο κύριο θέμα, τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ μία πόρτα πού ἀνοίγει, γι' αὐτό προηγουμένως είπε. Εγώ είμαι ἐκεῖνος ποὺ κατέχω το κλειδί τοῦ Δαυίδ, πού ὅταν ἐγὼ ἀνοίγω, δεν κλείνει κανένας, καί ὅταν ἐγώ κλείνω, δέν ἀνοίγει κανένας, όπως σημειώνει καί ὁ προφήτης Ησαΐας. Σαν νά ἔλεγε: Ανάτρεξε στην Παλαιά Διαθήκη, στους προφῆτες, νὰ δεῖς· μή φοβᾶσαι. Ἰδού, να! ἔχω δώσει μπροστά σου πόρτα ἀνοιγμένη, τήν ὁποία κανείς δεν μπορεί να κλείσει.
Σημειώστε ότι αυτό το «ανεωγμένη» σημαίνει την διαρκῶς ἀνοιγμένη. Καί ὁ γραμματικός τύπος αὐτό φανερώνει· «ανεωγμένη»· διαρκῶς ἀνοιχτή εἶναι αὐτή ἡ πόρτα.
Ποιά εἶναι λοιπόν αὐτή ἡ ἀνοιχτή πόρτα, που δείχνει στὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας καί τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νὰ κλείσει, εφόσον ο Κύριος τήν διατηρεῖ ἀνοιχτή;
Αὐτή ἡ ἀνοιχτή θύρα εἶναι ἡ ἀκώλυτη ἱεραποστολή, ἡ ἀνεμπόδιστη ἱεραποστολή. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνοιχτή θύρα. («Καὶ θύραν ἐνώπιόν σου τοῦ διδασκαλικοῦ κηρύγματος ἤνοιξα, κλεισθῆναι διὰ πειρασμῶν μὴ δυναμένην» (Ανδρέας, PG 106, 215CD). Ὑπὸ τὴν ἀνεωγμένην θύραν ἄλλοι μὲν νοοῦσι τὴν ἀκώλυτον εἴσοδον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἄλλοι δέ, ἐπὶ τῇ βάσει παρεμφερῶν ῥήσεων τοῦ Ἀπ. Παύλου (Α΄ Κορ. ις' 9, Β' Κορ. 12, Κολ. δ΄ 3), τὴν ἀκώλυτον ἱεραποστολικὴν δρᾶσιν, ὅπερ καὶ τὸ πιθανώτερον (Π. Μπρατσιώτης, σ. 106))
Είναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ἱεραποστολική δράση παριστάνεται ἐδῶ ὡς θύρα ἀνοιχτή. Δέν εἶναι τυχαία ή εἰκόνα τῆς ἀνοιχτής πόρτας πού εἶκονίζει, εκφράζει τήν ἱεραποστολή.
Λίγο πιο κάτω, ὅταν τελειώσουν, στα τρία πρώτα κεφάλαια, οἱ ἑπτά ἐπιστολές που στέλνει ὁ Κύριος, ἀρχίζει το 4ο κεφάλαιο με μία ανάλογη εικόνα. Θά πεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης: Καί νά, εἶδα θύρα ανοιγμένη στον Ουρανό. Μέ τήν διαφορά μόνο πώς ἐκείνη ἡ ἀνοιγμένη πόρτα στον Ουρανό ἔχει άλλη ἔννοια, καί ἐδῶ ἡ ἀνοιχτή πόρτα στην Εκκλησία της Φιλαδελφείας ἔχει άλλη ἔννοια. Ἐκεῖ ἔχει τήν ἔννοια ὅτι τώρα μπορεῖ νά βλέπει κανείς τά θεῖα μυστήρια, τα μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ πρῶτα δέν μποροῦσε· ἐδῶ όμως σημαίνει κάτι ἄλλο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τρεῖς φορές χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς ἀνοιγμένης πόρτας στις επιστολές του, ὅπως κι ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς μία φορά στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. (Βλ. Πράξ. 14, 27.) Θά σᾶς ἀναφέρω μόνο μία, ὅταν ὁ Απόστολος γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του τά ἑξῆς:
«Ἐπιμενῶ ἐν Ἐφέσω» γράφει στην επιστολή του, θα μείνω στην Ἔφεσο, «ἕως τῆς Πεντακοστής» –είχε μείνει δέ τρία περίπου χρόνια ἐκεῖ στήν Ἔφεσο. (Βλ. Πράξ. 20, 31.) «Θύρα γάρ μοι ανέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί» (Α΄ Κορ. 16, 8-9.), γιατί μοῦ ἀνοίχθηκε μεγάλη πόρτα, ή οποία εἶναι ἐνεργής, για πλούσιο έργο· αλλά είναι και πολλοί οἱ ἀντίθετοι. Με άλλα λόγια: Ἔχω δουλειά να κάνω! Γι' αὐτό καί ἔμεινε τρία χρόνια. Ἔχω δουλειά! Ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιλέγουν στο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πολλοί· καί ἔχω δουλειά να κάνω! Αυτό θέλει να πεῖ στούς Κορινθίους.
Ἡ ἀνοιγμένη θύρα λοιπόν φανερώνει ὅτι ἡ πίστη στόν Χριστό είναι μία υπόθεση περιφραγμένη σ' έναν τόπο, βρίσκεται σε ένα περιβάλλον τελείως ξένο προς αυτήν, καί σέ μιά στιγμή ανοίγεται μία πόρτα. Τό καταλάβατε;
Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία είναι σ' έναν τόπο, σ' ένα περιβάλλον, μανδρωμένη, και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα. Αὐτή ἡ πόρτα πού ἀνοίγει ἔχει σκοπό να κάνει γνωστή τήν Πίστη σε οποιονδήποτε εἶναι ἔξω ἀπό τήν πόρτα, καί ποὺ αὐτή ἡ γνώση, ὅ,τι εἶναι, θα προέλθει μέσα ἀπό τήν πόρτα. Μια μάνδρα, καί ἔχει μια πόρτα. Ὅ,τι λοιπόν εἶναι ἀπό μέσα, θα το μάθει ὁ ἀπ᾿ ἔξω χώρος, θα μάθει ὅ,τι υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Και συνεπῶς, ὅταν ὁ ἀπ᾿ ἔξω χώρος μάθει τί υπάρχει μέσα στην Εκκλησία –ἀπό τήν πόρτα–, τότε ὁ ἀπ᾽ ἔξω χώρος θα γίνει καί αὐτός Εκκλησία, καί ἔτσι ὁ περίβολος τῆς Πίστεως θα μεγαλώσει θα βγάλουμε τα παλούκια της μάνδρας –να πω αυτή την έκφραση– και θα τα πάμε πιό έξω, γιατί μεγάλωσε τώρα· γιατί αὐτοί πού εἶναι μέσα, ἀνοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας έξω, μίλησαν γιά τήν Πίστη, προσήλκυσαν τοὺς ἀνθρώπους που ἦταν ἀπ᾿ ἔξω καί τούς ἔφεραν μέσα. Τι σημαίνει τους ἔφεραν μέσα; Τούς ἐνσωμάτωσαν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μεγάλωσε, ὁ περίβολος της διευρύνθηκε.
Αυτή η διεύρυνση δέν σημαίνει ὅτι ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν φραγμοί. Πάλι υπάρχει φραγμός, αλλά είναι πιο ευρύς, καί πάλι ὑπάρχει ἡ πόρτα. Οὔτε ὁ φραγμός λείπει, ἢ μᾶλλον ὀφείλει νά μή λείπει, οὔτε ἡ πόρτα· καί αὐτή ὀφείλει να μή λείπει ποτέ. Γιατί; Διότι ἡ εἴσοδος ἐκείνων πού είναι θύραθεν, ἔξω από την πόρτα, πρέπει να γίνει κατόπιν προϋποθέσεων. Καί γιατί είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Οι προϋποθέσεις είναι για να μήν υπάρξει ποτέ ισοστάθμιση εσωτερικοῦ καί ἐξωτερικοῦ· γιατί ἂν ὑπάρξει ισοστάθμιση, τότε σημαίνει ότι πάγωσε ἡ Ἐκκλησία.
Πολύ εύστοχα κάποιος νεώτερος έρμηνευτής είπε τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας λέβητας που βράζει μέσα νερό –εἶναι ἡ ζέση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Απότομα όμως πέφτει μέσα μια μεγάλη ποσότητα κρύου νερού, σταματάει ἡ βράση, καί μετά δέν εἶναι δυνατόν να ανεβεῖ ἡ θερμοκρασία καί νά δημιουργήσει πάλι βρασμό.
Αὐτό συνέβη ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ελεύθερη και ἄρχισε νά μήν ὑπάρχει αυστηρός έλεγχος στην εἴσοδο τῶν ἀπ᾿ ἔξω, μέ τήν αυστηρότητα τῆς κατηχήσεως. Ἔπειδή ἔγινε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, πολλοί ἔμπαιναν μέσα με κάποια χαλαρότητα. Απότομα έπεσε ἡ βράση, ἐκεῖνος ὁ ζήλος των Χριστιανών, γιατί μπήκαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί πού δέν εἶχαν ζήλο· μπήκαν χωρἰς κατήχηση, μπῆκαν ἀδαεῖς, χωρίς γνώση. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα ισοστάθμισμα έξωτερικοῦ καί ἐσωτερικού χώρου, μία ισοστάθμιση, πίστεως καὶ ἀπιστίας, δηλαδή πάγωσε η Εκκλησία! (Με το τέλος τῶν διωγμών και μετά το διάταγμα της ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.), ή Ἐκκλησία ἄνοιξε την πόρτα της για όλους, και ἔτσι πολλοί ἀλλόθρησκοι γίνονταν Χριστιανοί από ιδιοτελή κίνητρα, προσβλέποντες ίσως σε κρατικά αξιώματα και δημόσιες θέσεις. Αργότερα, όταν στην αυτοκρατορία ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἡ επίσημη θρησκεία, ἕνας τρόπος αντιμετωπίσεως των γειτονικών λαῶν ἦταν καί ὁ ἐκχριστιανισμός τους, ὁ ὁποῖος όμως τις περισσότερες φορές γινόταν όπως - όπως και για άλλους σκοπούς.)
Μην πάτε μακρυά αυτή την στιγμή όλοι οἱ Ἕλληνες είναι βαπτισμένοι. Εἶναι ὅμως ὅλοι πιστοί άνθρωποι; Είναι όλοι πιστοί; Δέν εἶναι. Γιατί; Διότι ἀνοίχθηκαν οἱ μάνδρες –γιά νά μήν πω κάτι ἄλλο, ὅτι περίπου βγήκαν τα παλούκια της μάνδρας καί ἰσοπεδώθηκαν! ἂς μήν τό πῶ ὅμως αὐτό–, ἁπλῶς ἔγινε μία μεγάλη διεύρυνση, μπῆκαν οἱ ἀπ᾽ ἔξω, μέ ἀποτέλεσμα να πέσει ή θερμοκρασία τῆς πίστεως καί τοῦ ζήλου τῶν πιστῶν. Φοβερό αυτό. Προσέξτε: φοβερό! (Στην πρωτοχριστιανική εποχή ή είσοδος στήν Ἐκκλησία αντιμεταπτιζόταν πολύ σοβαρά. Πριν τὸ Βάπτισμα γινόταν συστηματική Κατήχηση και μόνον ἐάν διαπιστωνόταν ὅτι ὁ Κατηχούμενος είναι καλά προετοιμασμένος, τότε προχωρούσαν στη βάπτισή του. Υπήρχε ολόκληρη ποιμαντική μέριμνα για την εισδοχή κάποιου στις τάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο ακόμη ήλεγχαν και την πρόθεση αὐτοῦ πού ζητούσε να βαπτισθεί. Αν κάποιος δεν είχε καλή πρόθεση, δεν μπορούσε να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις τάξεις τῶν Κατηχουμένων.)
Ἡ εἰκόνα τῆς θύρας πού παραμένει «ἀνεωγμένη» περιγράφει παραστατικότατα την κατάσταση τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὀρθῶς ἐλέχθη ὅτι Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή! (Πρβλ. Α΄ Ἰωάν. 1, 3-4. Ματθ. 28, 19-20. Α΄ Κορ. 9, 16. κ.ά.)
Ὁ σκοπός τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι ἡ διαρκής ανανέωση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, με στόχο τήν ἐκκλησιαστικοποίηση του σύμπαντος κόσμου, ἀλλά καί ἡ συνεχής κατάρτιση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Συνεχής κατάρτιση! Γιατί, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἐσεῖς παρακολουθήσατε κάποτε κατήχηση, ως παιδιά από κατηχητικό σχολείο ή γενικά στο σχολεῖο, αυτή ή κατήχηση δέν είναι επαρκής. Δέν μπορεῖτε νὰ πεῖτε ὅτι τα μάθατε όλα στο κατηχητικό σχολεῖο, καί δέν ἔχετε πιά ἀνάγκη. Αὐτή ἡ κατάρτιση ή πνευματική εἶναι ἕνα ἔργο τῆς Ἐκκλησίας διαρκές. Καί πρέπει ὅλοι οἱ πιστοί, μέχρι τον θάνατό τους, διαρκώς να καλλιεργοῦνται καί νά προπαρασκευάζονται γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διαρκώς!
Ἔτσι λοιπόν ἔχουμε δύο ἔργα, δύο κατευθύνσεις: πῶς θά φέρουμε, από την πόρτα, τούς ἀπ᾿ ἔξω μέσα, να τούς προσελκύσουμε στην Πίστη, καί πῶς θά καλλιεργήσουμε ἐκείνους πού ἤδη είναι μέσα στην μάνδρα, μέσα στήν Ἐκκλησία. Συνεπῶς ἐδῶ ἔχουμε δυό καταστάσεις, δυό ἱεραποστολές.
Μάλιστα θα μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἔχουμε τίς ἑξῆς ονομασίες: εσωτερική ιεραποστολή και εξωτερικῇ ἱεραποστολή. Δεν είναι πάρα πολύ σωστή ἡ ἔκφραση αυτή· υπάρχει μία πιο σωστή· λέμε ἱεραποστολή για κάτι πού ἀφορά στούς ἔξω, καί ποιμαντική για κάτι ἀφορᾶ στούς ἔσω.
Αὐτή τήν στιγμή δεν κάνω ἐγώ σ' ἐσᾶς ἱεραποστολή, αλλά κάνω ποιμαντική· ἐνῶ, ἀντιθέτως, ἂν θά πηγαίναμε σε αβάπτιστους ἀνθρώπους, σε ξένες χώρες, σε ανθρώπους πού δέν ἔχουν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θά κάναμε ἱεραποστολή. Παρά ταύτα, εἴτε ποῦμε ποιμαντική εἴτε ποῦμε ἱεραποστολή, ουσιαστικά οἱ ὅροι αὐτοί συμπίπτουν· ἁπλῶς τοὺς ὀνομάζουμε διαφορετικά, για κάποια διάκριση.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος, στις Πράξεις: «Μετά δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι.» (Πράξ. 15. 36.). Πάμε να δοῦμε ἐκεῖ πού κάναμε τήν ἱεραποστολή μας. Πάμε να δούμε πῶς ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες ἐκεῖ. Είναι καλά; ὀρθοτομούν, στέκονται καλά; προοδεύουν;
Αλλά όταν θα πήγαιναν για δεύτερη φορά, θά ἔπρεπε αὐτό νά χαρακτηρισθεί ως ποιμαντικό έργο. Εν τούτοις, στην φρασεολογία μας λέμε: δεύτερη αποστολική περιοδεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνεπώς, εἴτε ποιμαντική εἴτε ἱεραποστολή ποῦμε, στην πραγματικότητα αυτά συμπίπτουν, με μία ελαφρά μόνο, σᾶς εἶπα, διάκριση.
Αλλά, τόσο διότι τα μέλη τῆς στρατευόμενης Εκκλησίας μεταφυτεύονται στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, μέ τόν θάνατο –πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, φεύγουν από την παρούσα ζωή· καταρτίζονται, προετοιμάζονται και ἀποχωροῦν–, ὅσο καί γιά τήν ἀνάγκη τοῦ εὐαγγελισμοῦ νέων ψυχῶν, ἡ ἱεραποστολή γίνεται αναγκαιότατη υπόθεση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θα λέγαμε ὅτι ἡ ἱεραποστολή είναι ἐντολή του ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, και μάλιστα εἶναι ἡ τελευταία του ἐντολή.
Γράφει στο Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν.» (Ματθ. 28, 19-20. Δευτ. 5, 17-19. Ματθ. 19, 18. Μάρκ. 10, 19. Λουκά 18, 20, Ρωμ. 13, 9. Ἰακ. 2, 11.). Διδάσκοντες! Να τους διδάσκετε να φυλάττουν ὅλα ὅσα σᾶς παρήγγειλα, σᾶς διέταξα.
Καί, στις Πράξεις, ὁ Κύριος λέει: «Καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες», θα γίνετε μάρτυρές μου· για μένα θα μαρτυρήσετε στον κόσμο, «ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8.). Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ἱεραποστολή. Τι σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή! Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή!
Ὅπως, ἀδελφοί μου, παίρνουμε τήν ἐντολή «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», «οὐ κλέψεις», «οι μοιχεύσεις», «οὐ φονεύσεις», ἔτσι παίρνουμε καί τήν ἐντολή θα κάνεις ἱεραποστολή. (Έξοδ. 20, 13-15.) Όπως θα εξομολογηθεῖς ὅτι ἔκλεψες, φόνευσες ἤ ἔκανες ανήθικες πράξεις, ἔτσι θα εξομολογηθεῖς καὶ θὰ πεῖς δέν κάνω ἱεραποστολή· εἶμαι βουβός ἄνθρωπος, καί δέν λέω τίποτα.
Προσέξτε: οἱ ἐντολές δεν είναι δέκα· είναι πάρα πολλές. Αν θὰ ἀνοίξετε την Καινή Διαθήκη, από την πρώτη σελίδα ἕως την τελευταία, θα βρίσκετε διαρκώς ἐντολές.
Ὅταν λέει ὁ Κύριος –ἢ μᾶλλον ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιατί είναι μια ειδική περίπτωση ἡ τοῦ Κυρίου– (Βλ. Ματθ. 28, 9,) «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4, 4. 3, 1. Β' Κορ. 13, 11. Α' Θεσ. 5, 16. Α' Πέτρ. 4, 13.), δηλαδή νά ἔχετε χαρά, τί θα λέγατε; ὅτι αὐτό εἶναι προαιρετικό; ὅτι δηλαδή, αν θέλω, ἔχω χαρά· ἄν δέν θέλω, δέν ἔχω χαρά; Ὄχι· εἶναι ἐντολή!
Θὰ μοῦ πεῖτε; Εἶναι ἐντολή νά ἔχω χαρά;
Ναί, εἶναι ἐντολή! Πρέπει νά εἶσαι χαρούμενος Χριστιανός. Εάν δέν εἶσαι ὁ χαρούμενος Χριστιανός, σημαίνει δεν γνώρισες τί σημαίνει είμαι Χριστιανός· δεν γνώρισες τί σημαίνει εἶμαι σωσμένος άνθρωπος· δεν γνώρισες τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μου έδωσε προνόμιο νά μέ υἱοθετήσει, να γίνω κατά χάριν παιδί του καί νά μοῦ δώσει την μακαριότητά του. Αν λοιπόν ἔχω αὐτά ὅλα, καί τήν μεγάλη ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μπορῶ ποτέ να είμαι λυπημένος άνθρωπος;
Τι λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος; Δέν λέει «τῇ ἐλπίδι χαίροντες» (Ρωμ. 12, 12.); Καί μόνο πού θά ἔχετε τήν ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πρέπει να πετάτε ἀπό τή χαρά σας! Δέν λέει τῇ πίστει χαίροντες, αλλά «τῇ ἐλπίδι χαίροντες»! Διότι όταν μοῦ λένε ὅτι θά μοῦ δώσουν ἕνα ἀντικείμενο καί ἐγώ το πιστεύω, αὐτό εἶναι ἁπλῶς πίστη. Ὅταν χαίρομαι ὅμως γιά τό ἀντικείμενο πού θά πάρω, τότε αὐτό δέν εἶναι πίστη· εἶναι ἐλπίδα. Καί ἡ ἐλπίδα δένεται μέ τή χαρά.
Ἡ ἐλπίδα εἶναι ἀρετή. Καί ἡ χαρά εἶναι ἀρετή. Εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (Βλ. Γαλ. 5, 22-23) Θά τό φανταζόσαστε λοιπόν ποτέ ὅτι εἶναι καί ἐντολή; Θα το φανταζόσαστε; Πολύ δέ παραπάνω, αγαπητοί μου, είναι καί ἡ ἱεραποστολή! Καί πλῆθος ἄλλα πράγματα, πλῆθος ἄλλα, πού δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι μπορεῖ καί αὐτά νά εἶναι ἐντολές.
Γι' αὐτό ὑπάρχει αὐτό τό στέγνωμα... το στέγνωμα τῶν Χριστιανῶν μας, να βλέπουν μόνο τις δέκα ἐντολές! Καί τουλάχιστον νά τίς ἔβλεπαν σωστά... γιατί, ἄν τίς ἔβλεπαν σωστά, θά εἶχαν πιο πολλή προκοπή.
Μέ τήν εὐκαιρία μάλιστα σᾶς λέω, αύριο Δευτέρα, πρῶτα ὁ Θεός, θά ἀναλύσουμε τήν ἐντολή οὐ μοιχεύσεις, καί θά παρακαλέσω ιδιαίτερα όλους τους νέους καί τούς ἄνδρες νά ἔλθουν. Δύο λέξεις εἶναι. Ξέρετε τί πλοῦτος καί τί ἔκταση υπάρχει πάνω στο θέμα αὐτό; Καί προσκαλῶ νά ἔρθετε αύριο. Οκτώ μέ ἐννέα οἱ ἀπορίες, ἐννέα μέ δέκα ἡ ὁμιλία, στον Άγιο Στυλιανό. Να φθάσουμε να μήν μᾶς χωράει! να γκρεμίσουμε τα ντουβάρια! να ξεχειλίσουμε ἀπό τόν ναό! Νά ἔρθετε. Μόνο ἄνδρες όμως· ὄχι γυναίκες. Ὄχι ὅτι δέν δεχόμαστε τις γυναῖκες· ἁπλῶς δέν χωράει ὁ ναός. Ἐδῶ πῶς σᾶς δεχόμαστε; Δεν χωράει ὁ ναός· γι' αὐτόν τόν λόγο.
Ἔτσι λοιπόν, ἄν βλέπαμε τίς ἐντολές σωστά, τότε δὲν ὑπῆρχε ἀντίρρηση, αγαπητοί μου, ὅτι πράγματι θα μπορούσε κανείς να βαθύνει. Αλλά δεν βαθαίνουμε· τις εντολές τίς βλέπουμε ξώφαλτσα. Λέμε: Τί; οὐ μοιχεύσεις. Ἄ, ἐγώ δεν μοίχευσα, τελείωσε ἡ ἱστορία. Ἄλλο τώρα ἂν ἀλώνισες στην πορνεία, γιατί λές ὅτι ἄλλη λέξη εἶναι αὐτή, δέν εἶναι μοιχεία αλλά πορνεία... ἄλλο ἄν αλώνισες σε πράξεις διαστροφῆς καί δέν ξέρω σε τί ἄλλο... ἄλλο ἐάν τα μάτια σου ἁλώνισαν δεν ξέρω ποῦ καί πῶς, καί σέ τί λιβάδια βόσκησαν οἱ ἐπιθυμίες σου καί ἡ καρδιά σου! Καί μετά λές ὅτι δέν μοίχευσες! Ἄχ. ἀγαπητοί μου, ἂν μπορούσαμε να ξέρουμε τί βάθος καί πλάτος ἔχουν οἱ ἐντολές... Γι' αὐτόν τόν λόγο γίνονται οἱ ὁμιλίες· γι' αὐτόν ἀκριβῶς τὸν λόγο· για να ἀφυπνιζόμαστε.
Λοιπόν, ἐπανέρχομαι. Καί πρός ποιούς δόθηκε ή ἐντολὴ τῆς ἱεραποστολῆς, ὅταν είπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Δεν βλέπουμε βέβαια κάτι πού νά λέει «ἐντέλλομαι ὑμῖν», ἀλλὰ ἁπλῶς πηγαίνετε. Ἐντολή ὅμως εἶναι! εντολή! Σε ποιούς λοιπόν δόθηκε ἡ ἐντολή αυτή; Πρός τούς ἕνδεκα μόνο; Καί μετά την έξοδο ἀπό τή ζωή αὐτή τῶν ἔνδεκα μαθητῶν –ἤ τῶν δώδεκα, ἂν θέλετε, παρακάτω– θὰ ἀπονοῦσε αυτή ἡ ἐντολή; Ἡ ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι μία ἐντολή εποχική, περιστασιακού χαρακτήρος; Ασφαλώς όχι, αγαπητοί μου. Απλούστατα, ἡ ἐντολή αυτή δίδεται προς όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς.
Ὅπως ἡ ἀγάπη στο πρώτο της στάδιο γίνεται έντολή –αυτό θέλω να προσέξετε–, ἔτσι καὶ ἡ ἱεραποστολή. Ὅταν λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτ. 6, 4. 11, 1. Ματθ. 22, 37. Μάρκ. 12, 30. Λουκά 10, 27.), τί είναι αυτό; Εἶναι ἐντολή! Ὅταν λέει «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου» (Λευίτ. 19, 18. Ματθ. 22, 37.), τί εἶναι αὐτό; Ἐντολή! Για σκεφθείτε τώρα νά πεῖ ὁ σύζυγος στη σύζυγό του: Σου δίνω ἐντολή νά μέ ἀγαπᾶς. Θά πεῖ ἐκείνη: Τί λές ἐκεῖ; τό νά σέ ἀγαπῶ εἶναι θέμα ἐντολῆς; ἢ εἶναι κάτι αυθόρμητο; Δημιούργησέ μου προϋποθέσεις, να σέ ἀγαπῶ. Ἐντέλλεσαι νά σέ ἀγαπῶ;
Φαίνεται παράξενο λοιπόν, αγαπητοί μου, νά μᾶς δίνει ὁ Θεός ἐντολή να αγαπάμε; Ἐντολή; Παράξενο πράγμα. Ε, λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο στάδιο. Από τη στιγμή πού θα πάρεις τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς, κατόπιν δέν θά μείνεις ἐκεῖ· θά προχωρήσεις στο δεύτερο στάδιο· θά σοῦ γίνει ανάγκη νά ἀγαπᾶς. Ἔτσι καί ἡ ἱεραποστολή· ἀπό τήν στιγμή που θα πάρεις τήν ἐντολή καί θά ἀρχίσεις νά ἀγαπᾶς τόν Χριστό, μετά δέν ἔχεις ἀνάγκη νά σοῦ δίνει ὁ Χριστός τήν ἐντολή· θά σοῦ γίνει ανάγκη να κάνεις ἱεραποστολή. (Πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 16. Ιερ. 20, 9. Ρωμ. 1, 14. Α΄ Πέτρ. 5, 2. Πράξ. 4, 20.)
Ἀκοῦστε πῶς τό λέει αυτό ὁ ἀπόστολος Παύλος, στην Α΄ Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του: «Ούτως ὁμειρόμενοι –«ομειρόμενοι» θά πεῖ μέ τέτοια θερμή ἀγάπη– ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε.» (Α' Θεσ. 2, 8.). Λέει ότι φιλοτιμούμαστε καί ἔχουμε θερμή αγάπη ὄχι νά σᾶς φέρουμε τό Εὐαγγέλιο διότι πήραμε εντολή από τον Χριστό να σας εὐαγγελιστούμε· όχι· αλλά μαζί μέ τό Εὐαγγέλιο σας δίνουμε καί τίς καρδιές μας, την καρδιά μας!
Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολή, από ἐντολή, ἔγινε πια συνείδηση. Έγινε συνείδηση, όταν προσφέρεις τον λόγο τοῦ Θεοῦ βουτηγμένο μέσα στην καρδιά σου, μέσα στην αγάπη!
Συνεπώς –προσέξτε– ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος! Αυτό θέλω να κρατήσετε. Άμα σημαίνει συγχρόνως. Την στιγμή πού ἔγινες πιστός, την ίδια στιγμή γίνεσαι καί ἀπόστολος. Τήν ἴδια στιγμή! Αμα πιστός, ἅμα απόστολος! Να το κριτήριο. Αν δέν εἶσαι ἀπόστολος, δεν εἶσαι πιστός. Ἂν εἶσαι ἀπόστολος, εἶσαι πιστός. Αυτό σημαίνει ὅτι ἡ Πίστη σε καίει! Η Πίστη δέν εἶναι γιά σένα μια υπόθεση μόνο ατομική· είναι κάτι που θέλεις να την μεταδώσεις καὶ στὸν ἄλλο· ἀλλιῶς, αἰσθάνεσαι άσχημα.
Μπαίνω, ἀγαπητοί μου, πολλές φορές σ' ένα ταξί (δεν ξέρω ἄν εἶναι παρών κανείς οδηγός ταξί και τώρα μ' ακούει), για να πάω στο 303 Π.Ε.Β. κάθε Δευτέρα το πρωί να προλάβω ἐκεῖ τό μάθημα καί τά λοιπά. (Το 303 Προκεχωρημένο Εργοστάσιο Βάσης (Π.Ε.Β.) εδρεύει από στρατόπεδο "Σχου (ΠΖ) Γεωργίου Α. Χατζηαναγνώστου", πού βρίσκεται στίς ἀνατολικές παρυφές τῆς Λαρίσης.) Φροντίζω να έχω πάντα μέσα στην τσάντα μου κάτι, ενα έντυπο, νά τό δώσω στον οδηγό νά τοῦ πιάσω κουβέντα:
Τί κάνουν τα παιδιά σας; Έχετε παιδιά; Τὰ ἔχετε στον δρόμο τοῦ Θεοῦ τά παιδιά σας; Πάτε στην εκκλησία;
Α, πάτερ, δεν πάω στὴν ἐκκλησία.
Λοιπόν, ἀκοῦστε: Θα πηγαίνετε Κυριακή πρωί στήν ἐκκλησία. Δοκιμάστε, καί θά δεῖτε. Μετά τις δέκα πού τελειώνει ἡ ἐκκλησία, πηγαίνετε στο ταξί σας. Θα δείτε πόση δουλειά θα σας δώσει ὁ Θεός! Καί τά χρήματα θα βρίσκουν τόπο μέσα στο σπίτι σας. Δοκιμάστε το, καί θά τό δεῖτε.
Το αισθάνομαι ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὑπάρχουν ὅμως καί φορές, πού –δέν ξέρω γιατί– δεν θέλω ν' ἀνοίξω τό στόμα μου! ἢ γιατί παίζει το ραδιόφωνο ή γιατί δέν ἔχει διάθεση ν' ακούσει ὁ ὁδηγός, όπως θέλετε πάρτε το. Αισθάνομαι τότε μέσα μου να με τρώει! Αἰσθάνομαι ὅτι μπῆκα –δέκα λεπτά είναι όλο τό ταξίδι· δέν εἶναι παραπάνω– ὅτι μπήκα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, και δεν χρησιμοποίησα αὐτά τά δέκα λεπτά! Καί αἰσθάνομαι τύψεις: γιατί δέν εἶπα μία κουβέντα σ' αυτόν τόν ἄνθρωπο, σ' αὐτόν τόν ὁδηγό! Ετσι πρέπει να αισθανόμαστε· σᾶς τό λέω αλήθεια.
Πάρτε για παράδειγμα τους αἱρετικούς. Δέν τούς βλέπετε τί κάνουν; Μόλις σταθούν δίπλα σας ἀνοίγουν το στόμα τους καί αρχίζουν να λένε. Δέν εἶναι ντροπή μας, ἐμεῖς, πού ἔχουμε τήν ἀλήθεια, νά μήν τήν λέμε στούς ἀδελφούς; νά μήν βοηθάμε τούς ἀδελφούς;
Βλέπετε λοιπόν ὅτι ἡ ἐντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη δέν εἶναι μόνο γιά τούς ἔνδεκα μαθητές, ἀλλά εἶναι γιά ὅλους τούς πιστούς, ὅλων τῶν αἰώνων καί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Καί σᾶς τό εἶπα: ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος! ἀπό τήν στιγμή πού γίνεσαι πιστός, ταυτοχρόνως γίνεσαι καί ἀπόστολος.
Ἱεραποστολή όμως δεν σημαίνει μόνο ὅτι πηγαίνω σ' ἕναν ἄλλο τόπο –όπως ἴσως θα το φαντάζεστε– ή σε ἄγνωστους ἀνθρώπους να κηρύξω τον Χριστό. Αγαπητοί μου, ὁ διπλανός μας άνθρωπος –ακούτε; ὁ διπλανός μας ἄνθρωπος!– περιμένει τον ιεραπόστολο-πιστό να τον οδηγήσει στον Χριστό, ἔστω καί ἄν ὁ διπλανός μας εἶναι βαπτισμένος άνθρωπος. Τον βλέπετε λυπημένο, τὸν βλέπετε μέ πένθος, τον βλέπετε σε μια κατάσταση, δεν ξέρω ποιά... ἀνοίξτε το στόμα σας, πείτε του δυό κουβέντες.
Βέβαια θα μοῦ πεῖτε ὅτι πρέπει να διαθέτουμε και μία τέχνη.
Νὰ σᾶς πῶς. Λέει μια παροιμία: ανάγκη τέχνας κατεργάζεται. Κι ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα, με μία τροποποίηση: ἡ ἀγάπη τέχνας κατεργάζεται! Λέει ὁ ἱερός Αυγουστίνος: Αγάπα, καί κάμε ὅ,τι θέλεις. (Μιά για πάντα, σας δίνεται ἕνας συνοπτικός κανόνας: Άγαπάτε, καί κάνετε ό,τι θέλετε. Εάν σιωπάτε, να σιωπάτε ἀπό ἀγάπὴ· ἐάν φωνάζετε, να φωνάζετε ἀπό ἀγάπη· ἐὰν ἐλέγχετε, να ελέγχετε ἀπό ἀγάπη· ἐὰν δείχνετε ἔλεος, να δείχνετε ἔλεος ἀπό ἀγάπη· ἡ ἀγάπη ᾶς εἶναι ἡ εσωτερική ρίζα γιατί ἀπό αὐτήν τήν ρίζα τίποτε άλλο δεν μπορεί να βλαστήσει παρά μόνο το καλό (αγ. Αὐγουστίνου Ιππώνος, In Epistolam Joannis ad Parthos, 7, 8. PL. 35, 2033, στο Θεραπεία τῆς Ψυχῆς, ἱερομονάχου Αλεξίου Καρακαλλινοῦ, ἐκδ. Αρμός, 2013, σ. 285-286)) Ἂν ἀγαπᾶς, πραγματικά αγαπάς, ἂν ἀγαπᾶς τὸν Θεό, να μήν τόν ζημιώσεις οὔτε καί τή δόξα του, οὔτε τὸν πλησίον σου, τότε, μέσα στήν ἀγάπη σου, θα γίνεις σοφός στην μέθοδο, ἤ στις μεθόδους. Σοφός! Δεν χρειάζεται να ξέρεις γράμματα. Θὰ βρεῖς τίς μεθόδους, θὰ βρεῖς τους τρόπους καί θά μιλήσεις κατάλληλα. Ποιός θὰ σοῦ ὑπαγόρευε να μιλήσεις κατάλληλα; Ἡ ἀγάπη! Αμα ἀγαπᾶς καί δέν θέλεις να κάνεις ζημία, θα μιλήσεις κατάλληλα.
Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἄν πιστέψαμε στον Χριστό, εἴμαστε κι ἐμεῖς ἀπεσταλμένοι τοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε: απεσταλμένοι την κάθε στιγμή. Επαναλαμβάνω: τήν κάθε στιγμή! ἐν παντί τόπῳ, ἐν παντί χρόνῳ! Δέν μπορεῖς νά πεῖς ἐγώ τό εἶπα, καί ἔκανα τό χρέος μου, ξόφλησα. Πόσες φορές λέμε αυτό το ξόφλησα... Ξόφλησες;
Δυστυχῶς τό λέω καμμιά φορά κι ἐγώ. Λέω στούς νέους του 303 Π.Ε.Β. (πού μέ σκάζουν πολλές φορές... εἶναι τά παιδιά τῆς ἐποχῆς) τούς λέω, καί ἴσως θά μέ δικαιολογούν: Παιδιά, το καταλαβαίνετε; Ένα χρέος με φέρνει ἐδῶ πέρα. Ἔτσι, ὅμως, μοῦ ἔρχεται νά μήν ξαναπάω. Αλλά δέν μπορῶ. Δέν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ξόφλησα, ὅτι ἔκανα τό καθήκον μου. Νά, ἄς ποῦμε, ἀφοῦ δέν μέ προσέχουν, δέν μ' ἀκοῦνε, κι ἐγώ δέν ξαναπάω. Δέν μπορῶ... δέν μπορῶ! Θα πάθω αὐτό πού ἔπαθε καί ὁ προφήτης Ἱερεμίας.
Ξέρετε τί ἔπαθε; Διαβάστε το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τοῦ εἶπε ὁ Θεός νά κάνει ἱεραποστολή, να βγεῖ νά προφητεύσει. Κι ἐκεῖνος εἶπε: Κύριε, δεν μπορώ... εἶμαι μικρός. Ακούστε: Είμαι μικρός, ἄγουρος... Δέν μπορῶ! Καί ἔπεσε φωτιά στα κόκκαλα τοῦ Ἱερεμίου! Φωτιά! Ἄρχισαν να τρίζουν τα κόκκαλά του· αισθανόταν πολύ ἄσχημα, καί δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Ἄρχισε νά ὁμιλεῖ, καί ἔπαψαν τα κόκκαλά του να τρίζουν καί νά φλογίζονται. (Βλ. Περ. 1, 6. 20, 9.)
Αὐτό εἶναι. Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό χρέος μου τό ἔκανα, ξόφλησα.
Δεν μου λέτε· ξοφλά ποτέ ἡ ἀγάπη; Αν δέν ξοφλά ἡ ἀγάπη, οὔτε καί ἡ ἱεραποστολή ξοφλάει. Και δεν μπορούμε να μιλάμε για χρέος. Το κίνητρο της ἱεραποστολῆς δέν εἶναι τὸ χρέος, αλλά είναι ἡ ἀγάπη. Κανέναν λογαριασμό, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δεν πρέπει να χρωστάτε...
Ακούστε: κανέναν λογαριασμό! οὔτε οικονομικό λογαριασμό, οὔτε ἄλλον. Να κοιτάμε γρήγορα να ξοφλάμε, ἀγαπητοί μου –τί σπουδαίο πράγμα! Ακούστε: μή χρωστάμε· όσο μπορούμε, μή χρωστάμε. Απλώνουμε τα χέρια μας και τα πόδια μας μόνον όσο μπορούμε. Μή χρωστάμε· μή συνηθίζουμε να χρωστάμε. Καί ἄν καμμιά φορά χρωστάμε, να τρέχουμε γρήγορα να τα ξοφλούμε. Ακούστε: γρήγορα να τρέχουμε να ξοφλούμε! Μήν τά καταχρώμαστε. Μή λέμε στον ἄλλο δώσ' μου χρήματα, καί δέν τοῦ τά ἐπιστρέφουμε ποτέ! Προσέξτε, εἶναι ἁμαρτία! είναι φοβερό πράγμα!
Λοιπόν, λέει ὁ Ἀπόστολος: Κανέναν λογαριασμό δέν θά χρωστάτε, παρά μόνο έναν, πού ἀνεξοφλήτως θά τόν χρωστάτε· τον λογαριασμό τῆς ἀγάπης! «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους.» (Ρωμ. 13, 8.) Τό ἀκούσατε; Σε κανέναν να μή χρωστάτε τίποτα. Ένα χρέος μόνο νά ἔχετε· νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Μόνο ἡ ἀγάπη μένει ανεξόφλητη. Συνεπῶς καί ἡ ἱεραποστολή μένει ανεξόφλητη. Πρέπει να συνειδητοποιεῖ ὁ πιστός ὅτι ἔχει διαρκῶς ἀνεξόφλητο το χρέος τῆς ἴεραποστολῆς.
Δέν χρειάζονται εἰδικά προσόντα πρὸς τοῦτο. Ἂν θέλετε, μόνο τρία χρειάζονται: ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνώση του Θεοῦ! Δεν χρειάζεται οὔτε ἡ ευγλωττία οὔτε ἡ πολλή λεγομένη θύραθεν γνώση και σοφία οὔτε ειδικά διπλώματα οὔτε ἄλλα προσόντα. Ἔχεις φλόγα στην καρδιά σου; Πιστεύεις στον Θεό; Τόν ἀγαπᾶς; Τόν γνωρίζεις τόν Θεό; Ἔχεις ἐμπειρία ἀπό τόν Θεό; Τότε άρχισε να ὁμιλεῖς. Αὐτὸ ποὺ θὰ λὲς θὰ πιάνει στις καρδιές, γιατί είναι καρπός τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. (Πρβλ. άγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Απολογητικά, Λόγος Β΄, ΟΑ΄, PG 35, 480BC: «Καθαρθήναι δεῖ πρώτον, εἶτα καθάραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως».)
Ακόμα –παράξενο!– οὔτε υλικά πράγματα χρειάζονται. Σήμερα, ξέρετε, όταν μιλάμε για ἱεραποστολή, όλο μιλάμε για χρήματα. Ἔχουμε χρήματα; Αγαπητοί μου, τα υλικά πράγματα καί τά χρήματα δεν χρειάζονται γιά τήν ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολῆς.
Θὰ μοῦ πεῖτε ὅτι εἶμαι ουτοπιστής, ὅτι εἶμαι ἐκτός πραγματικότητος. Αλλά μιά γυναίκα, στούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους, εκχριστιάνισε ένα μεγάλο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μέ τί λέτε; μ' ἕναν σταυρό από κληματόβεργες! (Η αγία Νίνα ή Ιεραπόστολος (3ος/4ος μ.Χ. αι.), ἐξαδέλφη τοῦ ἀγ. Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια τῆς Καππαδοκίας. Προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο νά τήν ἀξιώσει να προσκυνήσει τον άρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου. Η Θεοτόκος, εισακούοντάς την, τῆς ἔδωσε στο χέρι έναν σταυρό από κληματόβεργες, ὡς προστασία από ορατούς καί ἀόρατους εχθρούς, λέγοντάς της να πάει στη Γεωργία να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Η Αγία, ὅταν ξύπνησε, είδε να κρατά στο χέρι της τόν σταυρό –ὁ ὁποῖος φυλάσσεται επαργυρωμένος μέχρι σήμερα στον Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Με την βοήθεια αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ, ἡ Ἁγία κήρυξε το Ευαγγέλιο. Επίσης βρήκε τον άγραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου. Έκανε θαύματα πολλά· πίστεψε ἀκόμα καὶ ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιάς Μίριαν ἀπό θαῦμα ποὺ ἔκανε και στον ίδιο, ο οποίος, μαζί με την αγία ζήτησε ἀπό τόν μέγα Κωνσταντίνο ορθόδοξους ιερείς να πάνε στη Γεωργία και να βαπτίσουν ὅλον τὸν λαό στους ποταμούς Κούρα και Αράγβι και να θεμελιώσουν την τοπική Εκκλησία.) Τίποτε ἄλλο δέν εἶχε. Τίποτε! Αλλά καί οἱ ἀπόστολοι κατέκτησαν τον κόσμο με την πτωχεία τους καί τήν ἀσημότητά τους. Τί εἶχαν οι απόστολοι; Εἶχαν υλικά μέσα; εἶχαν συντάξεις; εἶχαν ασφαλίσεις; χρήματα; πιστώσεις; επιχορηγήσεις; Τί εἶχαν οἱ ἀπόστολοι. Τίποτα δεν εἶχαν! Στο βάθος λοιπόν ούτε υλικά πράγματα χρειαζόμαστε.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τό πῶς οἱ ἴδιοι βίωναν τήν ἱεραποστολή: «Διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες, καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοί πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.» (Β΄ Κορ. 6, 8-10.).
Εἶναι χαρακτηριστικό, ακόμη, ὅτι ὁ Κύριος, ἀπευθυνόμενος πρός τόν ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας, του ὑπενθυμίζει καί τοῦ λέει: «ότι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου» (Αποκ. 3, 8). Ποιά εἶναι αὐτή ἡ μικρά δύναμις;
Εἶναι πιθανόν να αναφέρεται στον μικρό αριθμό τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας της Φιλαδελφείας –διότι ήταν άσημη Ἐκκλησία, από πλευρᾶς ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως– εἴτε στην μετριότητα τῶν οἰκονομικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας, εἴτε στα εξωτερικά προσόντα καί προτερήματα τοῦ ἐπισκόπου –όπως εἶναι ἡ σωματική αντοχή, ὅπως εἶναι ἡ εὐγλωττία– εἴτε μάλλον ἀναφέρεται σέ ὅλα αὐτά. Μάλλον σέ ὅλα αὐτά.
Εἴδατε; «ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ετήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου»! Ποιόν «λόγον»; Ὅτι ἄσκησες ἱεραποστολή! Εγώ σοῦ ἄνοιξα πόρτα, ἐσύ άσκησες τήν ἱεραποστολή, καί δέν ἀρνήθηκες τό ὄνομά μου, αλλά το διδάσκεις, τό κηρύσσεις, τό ὁμολογεῖς.
Πολλές φορές ὁ Κύριος δίνει μικρή κατά κόσμον δύναμη –ὅπως εἶναι οἱ γνώσεις, οἱ ρητορίες καί λοιπά– ὥστε οἱ ἐπιτυχίες του κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ νὰ μήν εἶναι ἐπιτυχίες κατά κόσμον, ἀλλά νά εἶναι ἐπιτυχίες κατά Χριστόν. («Τῇ προθέσει γὰρ ἀρκοῦμαι, καὶ οὐκ ἀπαιτῶ τὰ ὑπὲρ δύναμιν.» (Ανδρέας, σ. 215D). Ὅσοι άδρανοῦν καί δέν ἐργάζονται μέ ἅγιο ζήλο για την επέκταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, άς μή δικαιολογοῦνται ὅτι δέν ἔχουν τα μέσα καί τίς ἱκανότητες. Η θεία Χάρις «θεραπεύει τα ασθενή» και «αναπληροῖ τὰ ἐλλείποντα», ὁ δέ Θεός ἀμείβει με γενναιοδωρία την πρόθεσή τους (Ν. Βασιλειάδη, Αποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Αθήνα 2013, σ. 146-147))
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του ἰδιώτη, δηλαδή ἀγράμματο, λέγοντας: «εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ...» (Β΄ Κορ. 11, 6.). Ερμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Ὁ Παῦλος ἰδιώτης; ἀγράμματος;..(Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Δ΄, PG 48, 659-672, PG 60, 394, κ.ά.)
Γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους: «Καγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, –λέει στους Κορινθίους– ἦλθον οὐ καθ' ὑπεροχὴν λόγου ἡ σοφίας», να σας μιλήσω ὅμορφα, με υψηλή ρητορία και σοφία ανθρώπινη, «καταγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ ... καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως.» (Α΄ Κορ. 2, 1-5.), καί ὁ λόγος μου και το κήρυγμά μου δέν ἔγιναν με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας, ἀλλά μέ πειθώ Πνεύματος καί δυνάμεως. Ορίστε!
Ακόμη πρέπει να σημειωθεῖ ὅτι τίς εὐκαιρίες τις δίνει μόνο ὁ Θεός. «Ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεωγμένην»· ἐγώ ἔδωσα σ᾿ ἐσένα θύρα ανοιγμένη. Δέν τήν ἄνοιξες εσύ· εγώ την άνοιξα την πόρτα, λέει ὁ Κύριος. Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρά να ανακαλύπτουμε τις ευκαιρίες αὐτές καί νά τίς ἐκμεταλλευόμαστε.
Αν, ἀκόμη, στο ἱεραποστολικό μας έργο παρουσιάζονται δυσκολίες –που οπωσδήποτε θα παρουσιάζονται· εἶναι ἕνα στοιχείο γνησιότητος τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου να παρουσιάζονται δυσκολίες–, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν». Το εἶπε ὁ Κύριος· δέν μπορεῖ νὰ κλείσει κανένας την πόρτα. Οἱ δυσκολίες, δυσκολίες· αλλά κανείς δέν μπορεῖ να κλείσει την πόρτα, διότι ὁ Χριστός είναι «ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει».
Ακόμη, ἄν πιέζουν το στήθος τοῦ πιστοῦ ὁ ὄγκος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀρνήσεως –όπως στήν ἐποχή μας– δέν ἔχει παρά να μελετήσει αὐτό πού συνέβη στόν ἀπόστολο Παῦλο ὅταν ἐπισκέφθηκε την Κόρινθο, που τρόμαξε από τη διαφθορά της –τότε, στα μισά του 1ου αιώνος, το 51 μ.Χ.– τρόμαξε ἀπό τή διαφθορά τῆς Κορίνθου, τῆς ἀπόλυτα πορνικῆς αὐτῆς πόλεως, καί εἶπε: Πώ πώ! Να φύγω, να φύγω, να φύγω! Ἀλλὰ ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί λέει τοῦ Παύλου: «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσης, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ.» (Πράξ. 18, 9-10.). Κι έμεινε ὁ ἀπόστολος Παῦλος δεκαοκτώ μήνες κηρύσσοντας τον Χριστό στην Κόρινθο.
Επίσης, ὁ προφήτης Ηλίας, αγαπητοί μου, παραπονιόταν ὅτι ἔμεινε «μονώτατος» (Γ' Βασ. 18, 22. 19, 10· 14.), ενώ ένα πλήθος λαου, ἑπτά χιλιάδες άνδρες, δεν είχαν κάμψει γόνυ στον Βάαλ, καί ἔμειναν πιστοί στόν ἀληθινό Θεό. (Βλ. Γ' Βασ. 19, 14-18. Ρωμ. 11, 4.)
Ποτέ λοιπόν δέν πρέπει να καταλάβει ή απογοήτευση τήν ψυχή μας.
Ἴσως νά πεῖ κάποιος: Χαμένος κόπος... Χαμένος! Νά, είπα, είπα... Δεν βλέπεις τώρα τι κάνουν;
Θα είχα πολλές προσωπικές ιστορίες νά σᾶς πῶ, ἀλλά ἀρκοῦμαι σ' αυτό που λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος; Ἴσως μοῦ πεῖς –λέει– ὅτι αὐτός πού ἄκουγε χθές το κήρυγμά σου, τώρα το βράδυ εἶναι στὸ ἀπέναντι καπηλειό και πίνει κρασί. Και τί κατάφερες; Θά σοῦ ἀπαντήσω. Ναί, εἶναι στο καπηλειό καί πίνει κρασί· ἀλλά δέν τό πίνει ὅπως θά τό ἔπινε ἂν δὲν ἄκουγε τό κήρυγμά μου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πίνει το κρασί, αλλά και τον τρώει ὁ λόγος ο δικός μου. Αὐτά πού τοῦ εἶπα τον βασανίζουν, καί αυτά μπορούν να γίνουν αιτία να επιστρέψει. («... Εἰ γὰρ καὶ εἰσῆλθον εἰς καπηλεῖον, ἀλλ' οὐ μετὰ τῆς αὐτῆς αναισχυντίας εἰσῆλθον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς τραπέζης πολλάκις τῶν ἡμετέρων εμνήσθησαν λόγων, τῆς ἐπιτιμήσεως τῆς ἐπιπλήξεως καὶ μνησθέντες ησχύνθησαν, ἠρυθρίασαν κατὰ διάνοιαν οὐ μετὰ τοσαύτης ιταμότητος τὰ εἰωθότα ἔπραξαν. » (Κατὰ μεθυόντων, καὶ περὶ τῶν εἰς καπηλεῖα εἰσιόντων... PG 48, 964-965))
Ἐν τούτοις, ἀγαπητοί μου, το αποτέλεσμα του κόπου μας μπορεί να το δούμε σε τόπο και χρόνο απροσδόκητο. Σᾶς εἶπα, θα είχα πολλές ιστορίες να σας διηγηθῶ· ὅμως δέν μᾶς παίρνει ὁ χρόνος.
Αλλά μην ξεχνάμε ὅτι δέν σταλθήκαμε για να θερίσουμε, αλλά για να σπείρουμε. Ὁ ἱεραπόστολος δεν θερίζει· ὁ Θεός θερίζει. Ἐμεῖς θα σπείρουμε, ἐμεῖς θά μιλήσουμε· το παρακάτω ὁ Θεός θα κάνει. Θα θερίσει ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Αὐτό εἶναι δικό του θέμα· δέν είναι δικό μας. (Βλ. Ματθ. 13, 30. Αποκ. 14, 15. Ἰωάν, 4, 30-37. Α' Κορ. 3, 6-8.)
Στίς ἀντιξοότητες, τέλος, πρέπει νὰ ἀκοῦμε τή βεβαίωση τοῦ Κυρίου πρός τόν ἀπόστολο Παύλο, όταν βρισκόταν στην Κόρινθο και αντιμετώπιζε δυσκολίες: «Μὴ φοβοῦ ... διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ» (Πράξ. 18, 9-10.). Μή φοβάσαι ἐγώ είμαι μαζί σου!
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἂν ἀγαπᾶμε τον Κύριο και πιστεύουμε βαθειά σ' αὐτόν, ἐμεῖς πρῶτοι θα κινήσουμε να κάνουμε ἱεραποστολή, πριν προλάβει ὁ Κύριος νὰ μᾶς πεῖ πήγαινε ἐκεῖ καί πές ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο, γιατί θὰ ἔχουμε φιλοτιμηθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ εἶναι καί φιλότιμος άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν θα σπεύσουμε φιλοτιμούμενοι να μιλήσουμε για τον Χριστό, νὰ τὸν κηρύξουμε παντού· στό σπίτι μας, στον δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στην εξοχή, παντού! εὐκαίρως-ακαίρως. (Βλ. Β' Τιμ. 4, 2.) Ἡ ἱεραποστολή μας θὰ εἶναι ἡ καλύτερη έκφραση τῆς ἀγάπης μας προς Ἐκεῖνον καὶ τὴν Ἐκκλησία του.
Κυριακή, 12 Απριλίου 1981
21η ομιλία στην κατηγορία « Ἱερά Ἀποκάλυψις ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἱερά Ἀποκάλυψις " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/kainh-diauhkh/iera-apokalycis
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_80.html?m=1
🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://drive.google.com/file/d/1A9Q7I5lLBiBm6AUhfYsXAdHckIBgYe7j/view?usp=drivesdk
🔸📜 Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες της σειράς «Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%AC%20%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B9%CF%82.?m=1
💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1
🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk
__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0
Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0
📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0
📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0
__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share
Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk
†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.