†.Συνεχίζομε ἀπό τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ· εἴμεθα εἰς τό 24ο κεφάλαιον, εἰς τόν 28ον χωρίον, τό ὁποῖον δέν εἴχαμε τήν περασμένη φορά ὁλοκληρώσει. Λέγει ἐκεῖ: «οὐ συνετέλεσεν ὁ πρῶτος γνῶναι αὐτὴν, καὶ οὕτως ὁ ἔσχατος οὐκ ἐξιχνίασεν αὐτὴν».
Εἴχαμε πεῖ τήν περασμένη φορά ὅτι ἐσταμάτησε νά ὁμιλῆ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία· ὅ,τι τώρα θά λεχθῆ - μόνο ἕνα χωρίο εἶναι λίγο παρακάτω, θά τό δοῦμε αὐτό - θά εἶναι ἀπό μέρους τοῦ σοφοῦ Σειράχ. Δηλ. αὐτό πού σᾶς διάβασα σημαίνει: δέν κατόρθωσε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος νά τήν γνωρίση τελείως - ἐννοεῖται τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν - ἔτσι καί ὁ τελευταῖος χρονικά ἄνθρωπος, δέν θά μπορέση νά ἐξιχνιάση τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Εἶναι ἕνα σπουδαῖο στοιχεῖο αὐτό, σπουδαῖος στίχος καί μάλιστα ἄν θέλετε καί ἀποκαλυπτικός. Ποιός εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού δέν μπόρεσε νά γνωρίση τελείως τήν θείαν Σοφίαν; Εἶναι ὁ Ἀδάμ. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἐδημιούργησε τόν Ἀδάμ, δηλ. τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, αὐτή ὁμίλει μαζί του, αὐτή ἔθεσε τίς τρεῖς ἐντολές, ἐργασίας, φυλακῆς Παραδείσου, δηλ. φυλάγματος Παραδείσου καί νηστείας, καί μετά τήν παράβαση αὐτήν εἶπε εἰς τόν Ἀδάμ, «Ἀδάμ ποῦ εἶ»;, Ἀδάμ ποῦ εἶσαι; καί αὐτή ἐξέβαλεν καί τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα ἀπό τόν Παράδεισον καί κατεδίκασε καί τόν ὄφιν, δηλ. τόν διάβολον. Ὅμως ὁ Ἀδάμ, ὅπως μᾶς λέγει ἐδῶ ἡ Σοφία Σειράχ, «οὐ συνετέλεσεν γνῶναι αὐτὴν», δέν ἔφθασε νά μπορέση νά τή γνωρίση τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Δέν πρόλαβε. Διότι ἡ Ἐνυπόστατος Δοφία θά μποροῦσε νά γνωρισθῆ - τό εἴδαμε σέ προηγούμενα θέματά μας αὐτό - διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν της. Ὅπως καί σήμερα. Μέχρι σήμερα, πάντοτε, γνωρίζεται ὁ νομοθέτης ἀπό τήν τήρηση τοῦ νόμου του. Ἀπό τήν στιγμή πού θ’ ἀρχίσομε νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἀρχίζομε καί νά γνωρίζομε τό νομοθέτη. Διότι ἡ γνωριμία αὐτή εἶναι γνωριμία βιωματική, δέν εἶναι ἁπλῶς γνωσιολογική. Εἶναι βιωματική. Ὅπως ἀκριβῶς λές «χρηστός ὁ Κύριος» δηλ. τί ὡραῖος, τί ἀγαθός, τί ὡραῖος πού εἶναι ὁ Θεός, αὐτό τό λές ἀπό μίαν ἐμπειρία. Ἀλλά ἡ ἐμπειρία ἀρχίζει ἀπό τήν στιγμή πού ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Προσέξατὲ το, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ὅτι ἔχομε τήν πράξη καί τή θεωρία. Θεωρία θά πῆ ὅταν πιά «βλέπεις» -τό «βλέπεις» ἐντός εἰσαγωγικῶν- ἔχεις τή θέα τοῦ Θεοῦ, αὐτό θά γίνη, νά ἔχης τήν θεωρία, ὅταν χρησιμοποιεῖς τήν πράξιν. Ἐάν κάποια φορά ἔχασες ἀπό τόν ὀπτικό σου ὁρίζοντα τόν Θεόν, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ξαναγύρισε πάλι στίς ἐντολές, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἔτσι κερδίζομε τήν θέα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Οὐ συνετέλεσεν, λοιπόν, ὁ Ἀδάμ, γνῶναι αὐτήν». Δέν πρόλαβε, δέν ὁλοκλήρωσε - κατά λέξη τό «συνετέλεσεν» - δέν ὁλοκλήρωσε τήν γνωριμία του αὐτή μέ τήν Ἐνυπόστατο Σοφία, διότι ἤδη παρέβη τήν πρώτην ἐντολήν, - δηλ. τήν πρώτη μία, τῆς νηστείας - ἔφαγε ἀπό τόν καρπόν, δέν ἐφύλαξε τόν Παράδεισον, διότι ὅταν ἐφύλαττε τόν Παράδεισον, θά τηροῦσε καί τήν ἐντολή τῆς νηστείας, γιατί ἡ φυλακή τοῦ Παραδείσου, δέν εἶναι παρά νά φυλάξη ὁ Ἀδάμ τόν Παράδεισο ἀπό τόν Ἀδάμ. Ὁ Παράδεισος ἦτο καί ἐσωτερική ὑπόθεσις καί ἐξωτερική ὑπόθεσις. Ὁ Χριστός εἶπε: «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21) Εἶναι μέσα σας. Ἔτσι καί ὁ Παράδεισος. Ὁ ἐξωτερικός Παράδεισος θά βοηθοῦσε εἰς τήν κατανόηση τοῦ ἐσωτερικοῦ Παραδείσου. Ἀπώλεσε ὁ Ἀδάμ τόν ἐσωτερικόν Παράδεισον, δέν ἐπρόσεξε καί ἐν συνέχεια ἀπώλεσε καί τόν ἐξωτερικόν Παράδεισον, γιατί ὁ Θεός τόν ἐξέβαλε τοῦ Παραδείσου, τόν ἔδιωξε. Ἔτσι λοιπόν, κατά μεγάλη μας δυστυχία, ὁ ἄνθρωπος δέν πρόλαβε νά γνωρίση τόν Θεόν. Κι αὐτή του ἡ γνῶσις, ὅ,τι γνώρισε - διότι ὁ Ἀδάμ ἀσφαλῶς διηγήθηκε εἰς τούς ἀπογόνους του ὅ,τι ἐμπειρίες εἶχε ἀπό τόν Παράδεισον - ὡστόσο ἡ γνῶσις του ἦτο ἐλλιπής. Γι’ αὐτό καί γρήγορα ἔχασε ἀπό τόν ὀπτικό του ὁρίζοντα τόν Θεόν. Ὄχι ὁ Ἀδάμ κυρίως, ὅσο οἱ ἀπόγονοί του. Ὁ Ἀδάμ εἶχε τίς ἐμπειρίες του, αὐτές τόν ἐβοήθησαν, ἀλλά ἐμπειρίες δέν εἶχαν οἱ ἀπόγονοι. Γι’ αὐτό καί πολύ γρήγορα ὁ ἄνθρωπος ἐστράφη εἰς τήν κτίσιν ὡς Θεόν. Ἐλάτρευσε τήν κτίσιν καί ὄχι τόν κτίστην. Δηλ. εἰδωλολάτρησε. Γι’ αὐτό σημειώνει ὁ Παῦλος εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του καί λέγει: «διότι γνόντες τὸν Θεόν, οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν…», «καὶ ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα». (Ρωμ.1, 21&25) Γνόντες τόν Θεόν, λέγει, δέν τόν ἐδόξασαν ὡς Θεόν. Γνόντες, ποιοί; οἱ πρωτόπλαστοι. Παρακάτω ὅμως τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἤ νά τόν εὐχαριστήσουν καί ἐσεβάστηκαν καί ἐλάτρευσαν, λέγει, τήν κτίσιν, παρά τόν κτίσαντα. Αὐτό εἶναι πάρα-πάρα πολύ εὔκολο, διότι μή βλέποντες τόν Θεόν, θεώρησαν ὡς Θεό ἤ Θεούς, ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν κτίσματα τοῦ Θεοῦ, δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Βλέπω ἐπί παραδείγματι τόν ἥλιον, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι αὐτός μέ ζωοποιεῖ, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα βασικότατο στοιχεῖο τῆς ζωῆς ὁ ἥλιος καί στό γύρισμα τοῦ χρόνου, τότε βέβαια ἡ ἀντίληψις ἦταν ὅτι ὁ ἥλιος γυρίζει περί τήν γῆν, ἔτσι τό ἀντιλαμβανόντουσαν - αὐτό θά εἶναι πολύ κατοπινό, ὅτι ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό τό ἥλιο - κι ἔτσι δημιουργήθηκε μία παγία θεωρία, πού τήν συναντοῦμε σέ ὅλα τά εἰδωλολατρικά θρησκευτικά συστήματα καί φιλοσοφικά. Παγία ὑπόθεσις. Τί δηλ.; ὁ ἥλιος γονιμοποιεῖ τήν γῆν. Ὁ Ἥλιος / ὁ Ἀπόλλων, ἡ Γῆ / ἡ Δήμητρα, ὁ Ὄσιρις εἰς τήν Αἴγυπτον εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ Ἴσις εἶναι ἡ θεά τῆς γονιμότητος ἡ μάννα Γῆ. Ὁ Ὧρος στήν Αἴγυπτο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται, γεννιέται, τρέφεται ἀπ’ αὐτή τή σύζευξη τοῦ Ἡλίου καί τῆς Γῆς. Πεθαίνει ὁ ἥλιος, κατά τό χειμερινόν ἡλιοστάσιον, δέν βλαστάνει ἡ Γῆ. Η Γῆ / ἡ Δήμητρα- εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία πενθεῖ τόν σύζυγό της τόν Ἥλιον κ.ο.κ. Σᾶς εἶπα, Ἕλληνες - Αἰγύπτιοι, ἀλλά αὐτή ἡ θέσις εἶναι σέ ὅλα τά εἰδωλολατρικά, θρησκευτικά καί φιλοσοφικά συστήματα. Ναί. Ὅταν πῆγαν οἱ Εὐρωπαῖοι στήν Ἀμερική, ἐδῶ καί 500χρόνια, 1.492, ἄν καλῶς θυμοῦμαι, ἐκεῖ - καί τό χειρότερο ὅτι μέχρι σήμερα παρατηρεῖται τό φαινόμενον - οἱ ντόπιοι, οἱ ἰθαγενεῖς, οἱ γηγενεῖς, λάτρευαν τό καλαμπόκι, γιατί τό καλαμπόκι ἦταν γι’ αὐτούς ἡ τροφή τους. Ἐκεῖνο πού μέ τρέφει, ἐκεεῖνο πού μέ ζωογονεῖ, αὐτό καί λατρεύω. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, πάρα πολύ εὔκολα γίνεται εἰδωλολάτρης. Τά περί εἰδωλολατρείας εἶναι γραμμένα, πολλά - πολλά, μέ πολλές λεπτομέρειες εἰς τήν Π. Δ., ἰδίως εἰς τά σοφιολογικά βιβλία. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά λατρεύση τόν Κτίστην καί Δημιουργόν, πού ἦταν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Θεός Λόγος, εἰς τόν Παράδεισον, πού θά τήν ἐγνώριζαν τήν Ἐνυπόστατον Σοφία πάρα πολύ καλά, τελικά ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν. Ὅταν πέρασαν τά χρόνια, οἱ αἰῶνες, οἱ χιλιετηρίδες, ἦλθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στή γῆ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό, δηλ. τί συγκινητικό, εἶναι συγκλονιστικό. Ἄν κανείς αὐτά τά πράγματα μπορεῖ νά τά μελετάει καί νά τά σκέπτεται εἶναι.. εἶναι.. πολύ συγκλονιστικά πράγματα. Καί ἦρθε τί; Γιατί (λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων) ἦρθε ὁ Θεός Λόγος, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία καί δέν ἦρθε, φερ’ εἰπεῖν νά Ἐνανθρωπήση τό Πνεῦμα τό Ἅγιον; ἤ ὁ Πατήρ. Διότι μᾶς δημιούργησε ὁ Υἱός, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία! Ἔτσι, ἡ θέσις «ὁ Πατήρ δημιουργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅποτε, ὁ Υἱός τρόπον τινά, σάν νά ἦταν ὑπεύθυνος ἀπέναντι εἰς τόν Πατέρα, διά τήν ἐκτροπή τῶν ἀνθρώπων, καί ἦλθε, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά διορθώση τό πρᾶγμα. Διότι, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος, δέν ἠνείχετο νά λατρεύονται τά ξόανα, δηλ. τά ξύλινα ἀγαλμάτια καί τά εἴδωλα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί νά ἀγνοεῖται καί συνεπῶς νά μή λατρεύεται ὁ Πατέρας, ὁ ἀληθινός Θεός. Γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Χριστός· νά διορθώση τό πρᾶγμα. Πάντως, ἄν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀγαπητοί, ἔμεναν στίς τρεῖς ἐντολές πού ἔθεσε ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἰς τόν Παράδεισον, προοδευτικά, διά τῆς πίστεως, θά ἐγνώριζαν περισσότερο καί περισσότερο τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ἀλλά δέν τό ἔκαναν. Διότι ὁ διάβολος ἐσφύριξε στ’ αὐτιά τῶν πρωτοπλάστων τήν ἰσοθεΐα καί τήν αὐτονομία. Αὐτό εἶναι τό ἁμάρτημα τό προπατορικόν. Ἡ ἰσοθεΐα καί ἡ αὐτονομία. «…ἔσεσθε, λέει, ὡς θεοί.» (Γεν. 3, 5) τούς εἶπε ὁ διάβολος. Ὁ ἴδιος ἔτσι εἶχε σκεφθεῖ καί ἔπεσε. Καί γέμισε ἀπό πάθη, καί πρό παντός τόν φθόνον. Καί θέλει τώρα νά ρίξη καί τούς πρωτοπλάστους, νά εἶναι κι ἐκεῖνοι στήν ἴδια κατηγορία. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας μαθητής πού μένει στήν ἴδια τάξη, σίγουρα θά ηὔχετο νά εἴχανε μείνει στή ἴδια τάξη ὅλοι οἱ συμμαθηταί του. Ἔ, αὐτή εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ πράγματος. Ἄν τό σπίτι τό δικό μου γκρέμισε μέ τό σεισμό, γιατί νά μήν γκρεμίση καί τό δικό σου; Ἄν τό δικό μου τό παιδί δέν πέτυχε στίς πανελλήνιες, γιατί νά πετύχη τό δικό σου το παιδί; Τό δικό μου ἀπέτυχε. Νά ἀποτύχη καί τό δικό σου παιδί. Εἶναι αὐτό πού λέγεται φθόνος. Εἶναι πάθος ἀκραιφνῶς δαιμονικό. Καί ἔτσι, ἦρθε - καί λέγω τό ρῆμα «σφύριξε» - καί τούς εἶπε γιά τήν ἰσοθεΐα καί δέν θά εἶχαν ἀνάγκη ἀπό τό Θεό πιά ἄν ἦσαν θεοί. Ἄρα λοιπόν εἶναι τό κήρυγμα τῆς ἀποστασίας, τῆς αὐτονομίας, ὅτι σύ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖς νά ζήσης χωρίς τό Θεό. Ἔκτοτε λοιπόν, ἡ βαθεία γνῶσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε θά εἶναι ἐλλιπής. Ὄχι διότι ὁ Θεός εἶναι ἀνεξιχνίαστος - ναί, ὁ Θεός εἶναι ἀνεξιχνίαστος ἐκ τῆς φύσεώς του - ἀλλά γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε ποτέ νά φθάση νά γνωρίση τόν Θεό, ἔστω κι ἄν περνοῦσαν χιλιάδες χρόνια καί φθάναμε εἰς τόν ἔσχατον ἄνθρωπον, πού θά μποροῦσε νά ἔχη μία γνώση τοῦ Θεοῦ. Οὔτε! Ἔπρεπε νά ἔρθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί νά κάνη αὐτήν τήν ἀποκάλυψη. Πάντως μένει ἡ ὁλοένα τελειούμενη γνώση τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας, στήν αἰωνιότητα. Διαρκῶς τήν γνωρίζομε καί διαρκῶς τήν γνωρίζομε, ἀπό τόν καιρό πού βέβαια Ἐνηνθρώπησε. Οἱ σοφοί ἄνθρωποι - σοφοί κατά Θεόν, οἱ θεόπνευστοι, προφῆται, δίκαιοι - συνέλαβαν, θά λέγαμε, εἰς τούς ἱστούς, στίς κεραῖες τῆς ἀντιλήψεως καί κατανοήσεως, τήν συνέλαβαν τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, καί μίλησαν. Ὅπως ἐδῶ τώρα βλέπομε τό σοφό Σειράχ νά μιλάη διά τήν Ἐνυπόστατον Σοφία κατά ἕναν τρόπο πού μᾶς καταπλήσσει. Ὁ ἀπ. Παῦλος πολλές φορές κάνει λόγο διά τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐπίγνωση, προσέξτε, ἐπίγνωση. Ἐπίγνωσις θά πῆ γνῶσις κατά κράτος, γνῶσις βαθαίνουσα, γνῶσις πλαταίνουσα, γνῶσις αὐξανομένη. Γι’ αὐτό κάνει πάρα πολλές φορές, στίς Ἐπιστολές του λόγο καί λέγει νά φθάσωμε ὅλοι εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, δυστυχῶς, εἰς τή συντριπτική πλειοψηφία του ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μένει χωρίς τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς. Γι’ αὐτό καί αὐτά τά θέματα πού ἀναπτύσσομε ἐδῶ, κι ἔρχεσθε ἐσεῖς καί τά ἀκοῦτε ἀποβλέπουν στήν ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σᾶς τό ’χω πεῖ, καθ’ ὅλο τό μῆκος τῶν θεμάτων αὐτῶν, ὅτι εἶναι ἕνας θαυμάσιος τρόπος, ἰδίως αὐτό τό κεφάλαιον τῆς Σοφίας Σειράχ, τό 24ον, πού μᾶς ὁδηγεῖ κατά θαυμαστόν τρόπον νά γνωρίσουμε τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅσο εἶναι δυνατόν περισσότερο καί περισσότερο. Νά φθάσουμε δηλ. εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ μετέπειτα Ἐνανθρωπήσαντος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καί τώρα προχωροῦμε εἰς τόν ἑπόμενον στίχον, τόν 29ον, πού λέγει: «ἀπὸ γάρ θαλάσσης ἐπληθύνθη διανόημα αὐτῆς καὶ ἡ βουλὴ αὐτῆς ἀπὸ ἀβύσσου μεγάλης». Γιατί τά διανοήματα τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας, λέει ὁ σοφός Σειράχ, εἶναι σέ πλῆθος πιό πολλά ἀπό τά ὕδατα τῆς θαλάσσης καί οἱ συμβουλές της εἶναι βαθύτερες ἀπό τήν πιό μεγάλη ἄβυσσο. Ἐδῶ βλέπομε νά συνεχίζει ὁ ἱερός συγγραφεύς, ὁ σοφός Σειράχ, ὅτι τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας τά διανοήματά της, εἶναι πλατύτερα καί περισσότερα ἀπό τά ὕδατα τῶν θαλασσῶν. Καί οἱ συμβουλές της εἶναι βαθύτερες κι ἄπ’ αὐτές τῆς ἀβύσσου. Καί τό λέγει αὐτό ὁ Σειράχ ὄχι γιά νά ἀπογοητεύση μία τυχόν προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου, γιατί θά ἔλεγε κανείς «τί νά προσεγγίσω τώρα, τί; Πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἀπλησίαστα, ἀπρόσιτα; Τί νά προσεγγίσω τώρα»; Ὄχι, δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπογοητεύεται. Ποτέ βέβαια δέν θά φθάνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τό τέρμα - ἀναμφισβήτητα - ἀλλά ἐδῶ ὁ Σειράχ θέλει νά δείξη τίς ἄπειρες διανοήσεις καί βουλές τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Καί τό παράδειγμα εἶναι πολύ ἁπλοῦν. Δέν μοῦ χρειάζεται ὁλόκληρος ὁ ἥλιος. Δέν χρειάζεται νά πάω στόν ἥλιο νά τόν ἀγκαλιάσω, θά καῶ. Μπορῶ; Εἶναι δυνατόν; Ὅμως δέν μοῦ εἶναι ἀρκετό τό ὅτι μπορῶ νά δέχομαι τίς ἡλιακές ἀκτίνες, ὅσο πρέπει, γιά νά χαίρομαι καί τό φῶς καί τή θερμότητα; ἀλλά καί ὅλα τά’ ἄλλα γνωρίσματα πού ἔχει τό φῶς. Ἔχει πολλά γνωρίσματα τό φῶς, τά ὁποία εἶναι ἄμεσα χρήσιμα καί ἀναγκαία γιά τόν ἄνθρωπο.
Καί πᾶμε στόν ἑπόμενο στίχο, τόν 30ον. «κἀγὼ ὡς διῶρυξ ἀπὸ ποταμοῦ καὶ ὡς ὑδραγωγὸς ἐξῆλθον εἰς παράδεισον·» Νομίζω ὅτι ἡ λέξις «παράδεισος» - περσική λέξις - σημαίνει ἕνας τόπος εὐχάριστος γιά διαμονή, στόν ὁποῖον ὑπάρχει βλάστησις ἄφθονη, νερά, ζῶα, κλπ. Αὐτό θά πῆ παράδεισος. Τόπος εὐχάριστος, διαμονῆς. Περσική λέξις, τό ξαναλέω. Δηλ. ἡ ἀπόδοσις τοῦ χωρίου πού σᾶς διάβασα: κι ἐγώ ἡ Σοφία ἔτρεξα σάν κανάλι πού διακλαδίζεται ἀπό ποτάμι καί σάν αὐλάκι καί ὑδραγωγός βγῆκα σέ κῆπο. Πῶς ἀκριβῶς ἔχομε ἐμεῖς ἐδῶ τόν Πηνειό καί ὑπάρχουν τρόποι - σήμερα ἔχομε ἀντλίες βέβαια, ἐπειδή ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Πηνειοῦ εἶναι πιό κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῶν χωραφιῶν μας - ἀντλοῦμε τό νερό ἀπό τόν Πηνειό καί ποτίζομε τά χωράφια μας. Ἐδῶ ὁ ἱερός συντάκτης περιγράφει τίς ἐμπειρίες του μέ τήν παρουσία τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Κι αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Καί ποιός εἶναι ὁ κῆπος, πού σάν κανάλι πού διακλαδίζεται ἀπό ποτάμι, ἔρχεται νά τόν ποτίση; Ποιόν νά ποτίση; Τόν σοφό Σειράχ! Εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, πού ρέει στήν ψυχή τοῦ ἱεροῦ συντάκτου. Μοιάζει ὅτι ὁμιλεῖ ἐδῶ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Δέν ὁμιλεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἀλλά ὁ συντάκτης. Κι ἐδῶ θέλει νά δείξη τήν ἐμπειρία τήν ὁποία ἔχει ἀπό τήν παρουσία τῆς Σοφίας. Γι’ αὐτό, λέει ὁ προφήτῆς Ἠσαΐας, ἤ καλύτερα λέγει ὁ Θεός διά τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, στό 58ον κεφάλαιο (κατά σύμπτωση τό εἴχαμε κάνει αὐτό τό χειμώνα καί εἶναι στό κεφάλαιο ἐκεῖ πού ἀναφέρεται στό θέμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό θέμα τῆς νηστείας, τῆς ὀρθῆς νηστείας, ἄν τό ἐνθυμεῖσθε ἀπό τόν χειμώνα): «καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ διαπαντός· καί θά εἶναι ὁ Θεός σου πάντα μαζί σου, καί ἐμπλησθήσῃ καθάπερ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, θά χορτάσης, θά γεμίσης, ὅπως ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καί ἔσῃ ὡς κῆπος μεθύων καὶ ὡς πηγή ἥν μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ» ( Ἡσ. 58, 11) καί θά εἶσαι, λέγει, σάν ἕνα περιβόλι. Τό λέμε κι ἐμεῖς. Ἔχω καρδιά περιβόλι, ἔχω ψυχή περιβόλι. Καί θά εἶναι ἡ ψυχή σου σάν κῆπος, σάν περιβόλι μεθυσμένο. Μεθύων. Αὐτή ἡ ἔκφρασις - θά τό δοῦμε καί λίγο πιό κάτω γιά τό θέμα «μεθύω» - θέλει νά δείξη τήν πλησμονήν. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὅτι εἶναι μεθυσμένος κανείς ἀπό κρασί. Ἀλλά αὐτό πού ἔχει, τό ἔχει ἄφθονο. Θά πῆ λίγο πιό κάτω καί θά τό δοῦμε, ὅτι «μεθάω τήν πρασιά». Πρασιές, οἱ γνωστές μας πρασιές, οἱ ἀλέες. Ὅταν λοιπόν ἔχεις πολύ νερό καί τό νερό αὐτό εἶναι καί πηγαῖο μάλιστα, ὅπως συμπίπτει νά εἶναι ἐδῶ στό βουνό μας, πού τά νερά του εἶναι ἀπό τίς πηγές. Ἔρχονται ὅλο τό χρόνο καί ἔτσι κανείς μπορεῖ νά ποτίζη τό περιβόλι του μέ τά πηγαία ὕδατα. Εἶναι πολύ ὡραῖο. Καί τό νερό ἀφοῦ εἶναι ἄφθονο, νά γεμίζη μέσα ἡ ἀλέα, δηλ. νά μεθάη, πολύ νερό, πολύ. Έ, λέει λοιπόν ὁ προφήτης Ἠσαΐας, καί ἔσῃ, - τό λέει ὁ Θεός - ὡς κῆπος μεθύων, καί θά εἶσαι σάν περιβόλι πού ἔχει μεθύσει ἀπό τό νερό καὶ ὡς πηγή ἥν μή ἐξέλιπεν ὕδωρ καί σάν πηγή πού δέν ἔλλειψε τό νερό της. Τό ἔχεις πάντα τό νερό της. Ἔτσι λοιπόν θά εἶναι ἡ ψυχή σου. Εἴδατε, θά εἶναι ἡ ψυχή σου. Ἔτσι, ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, πού θά ἀποδεχθῆ τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, θά μεταβληθῆ σέ παράδεισον, δηλ. σέ ὡραῖο τόπο διαμονῆς, πού θά τόν ἀρδεύη, θά τόν ποτίζη αὐτόν τον Παράδεισον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπου Υἱός ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκεῖ καί ὁ Υἱός. Εἶναι δύο πρόσωπα, δέν ταυτίζονται ἀλλά ὅπου τό ἕνα ἐκεῖ καί τό ἄλλο, μήν τό ξεχνοῦμε αὐτό. Ἡ διώρυγα ὅμως πού θά φέρη τά γόνιμα ἀρδεύματα τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Προσέξτε, ἡ διώρυγα, τό κανάλι.
Καί θά συνεχίση νά λέγη, 31ος στίχος: «εἶπα· ποτιῶ μου τόν κῆπον καὶ μεθύσω μου τὴν πρασιάν· καὶ ἰδοὺ ἐγένετο μοι ἡ διῶρυξ εἰς ποταμόν, καὶ ὁ ποταμός μου ἐγένετο εἰς θάλασσαν». Πρίν προχωρήσω νά σᾶς πῶ τήν ἀπόδοση, πάλι θά σᾶς θυμίσω ὅτι αὐτά πού λέμε τώρα ἐδῶ, πού ἀκοῦτε, μόνο, μόνο δέν εἶναι πράγματα θεωρητικά, πού δέν ἔχουν σχέση μέ μᾶς. Ξέρετε τί σχέση ἔχουν μέ μᾶς; ξέρετε πόσο ἄμεση πρακτική ἀξία ἔχουν γιά μᾶς αὐτά ἐδῶ; Θά τό δεῖτε σ’ αὐτό τό χωρίο πού τώρα λέμε, πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται καινούριος, ἀναγεννημένος, μεταμορφωμένος, ἀληθής Χριστιανός, ἀπό αὐτά τά θέματα. Ναί, ναί. Γι’ αὐτό, ὄχι ὅτι δέν προσέχετε, ὄχι, ὄχι, ἀλλά ἁπλῶς ἐφιστῶ τήν προσοχήν, γιά νά σᾶς πῶ πόσο σπουδαία εἶναι. Μήν τά ἀκοῦμε ἐρήμην καί λέμε «ἔ, τώρα, ἐμένα τί μ’ ἐνδιαφέρουν αὐτά»; Ὄχι, θά τό δῆτε. Λοιπόν, τήν ἀπόδοση τοῦ χωρίου πού σᾶς διάβασα. Ἐγώ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, εἶπα: «θά ποτίσω τόν κῆπο μου, δηλ. τόν ἱερόν συντάκτην, τόν Σειράχ, καί θά μεθύσω μέ ἄφθονο νερό τῶν ἀληθειῶν μου, τή δική του τήν πρασιά, δηλ. τήν ψυχή του. Καί νά, ἔγινε ἡ στενή διῶρυξ ποταμός πλατύς, κι ὁ ποταμός μου ἔγινε θάλασσα. Ποταμός, διῶρυξ, θάλασσα. Ἐδῶ ὁ ἱερός συντάκτῆς βάζει στό στόμα του τό τί θά ἔλεγε ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, γιά τήν ἐπίσκεψή της στήν ψυχή τοῦ ἱεροῦ συντάκτοῦ. Τί θά ἔλεγε; Τί λέει λοιπόν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία γιά τήν ψυχή τοῦ Σειράχ; Ποτιῶ καί μεθύσω. Θά ποτίσω σέ βαθμό μέθης, πλησμονῆς. Εἶναι ἕνας ἔντονος τρόπος ἐκφράσεως τῆς πλησμονῆς τῆς σοφίας, πού μπορεῖ νά ὑπάρχει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ σοφός Σειράχ μᾶς λέγει, σέ μία ἄλλη θέση, στό πρῶτο του κεφάλαιο συγκεκριμένα, τό ἑξῆς: «πλησμονὴ σοφίας φοβεῖσθαι τὸν Κύριον καὶ μεθύσκει αὐτοὺς ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῆς·». (Σ. Σειρ. 1, 16) Πλησμονή σοφίας, δηλ. πολλή σοφία. Αὐτή ἡ πολλή ἡ σοφία, τήν ὁποία, ξέρετε, πάρα πολλοί Χριστιανοί μας τή φοβοῦνται, δέν θέλουν νά εἶναι προχωρημένοι Χριστιανοί, θέλουν νά εἶναι λίγο Χριστιανοί, δέν μποροῦν δέ θέλουν νά προχωρήσουν στά βαθειά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Σοῦ λέει ... «θά γίνω ἀπόκοσμος». Θά γίνη ἀπόκοσμος; Σοῦ λέει.. δέν ξέρω τί ἐπιχειρήματα λένε. Εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα. Θά ἤθελες νά γίνης ἕνας βαθύς ἐπιστήμων, γιατί ὄχι κι ἕνας βαθύς πνευματικός ἄνθρωπος; Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ἔχης πλησμονήν ἀπό σοφία, τότε, τί; Φοβεῖσθαι τὸν Κύριον. Φοβᾶσαι, μπῆκε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεθύσκει αὐτούς, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τήν πολλήν σοφίαν, τούς μεθάει ἀπό τούς καρπούς της. Τί ὡραῖο αὐτό! Ἡ Σοφία τούς μεθάει ἀπό τούς καρπούς της. Δίνει τά δῶρα της, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ ἔκφραση πού λέει ἐδῶ τό χωρίο, «ποτιῶ μου τόν κῆπον καὶ μεθύσω μου τὴν πρασιάν» κλπ., ξεκινάει γιά τό φυσικό νερό κατ’ ἀρχάς καί τό πότισμα τῆς γῆς, γιά νά φθάση μεταφορικῶς τώρα εἰς τό μέθυσμα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ὁ ψαλμωδός εἰς τόν 64ον ψαλμόν λέει τά ἑξῆς, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό νερό τῆς βροχῆς, γιά τά χωράφια, γιά τά περιβόλια. Λέει στό Θεό: «ἐπεσκέψω τὴν γῆν», τό λέει αὐτό ὕστερα ἀπό μία πλουσία, πλουσιωτάτη, εὐεργετική βροχή. Ὅπως ἔχομε τά πρωτοβρόχια κι ὁ Θεός ρίχνει νερό, ἐκείνη τή σιγανή βροχή, πού δέν εἶναι καταστρεπτική, δέν παρασύρει τά χώματα ἀλλά πέφτει ποτίζει, πέφτει ποτίζει, ποτίζει.. Ὕστερα λοιπόν ἀπό μία τέτοια ὡραία πλουσία, καρποφόρον βροχήν, λέγει ὁ ψαλμωδός: «ἐπεσκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας αὐτὴν, ἐπεσκέφτηκες τή γῆ - ἡ παρουσία σου μᾶς ἔδωσε τό νερό - καί τή μέθυσες· ἔδωσες πολύ νερό, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν·», ἔκανες ὥστε νά πλουτίση. Ὅπως ἐσεῖς οἱ γεωργοί, πολλές φορές λέτε ὅτι αὐτή ἡ βροχή εἶναι χρυσάφι. Ἔτσι λέτε. Γιατί; γιατί θά δώση σιτάρι, γιατί θά δώση σταφύλια, γιατί θά δώση βαμβάκι, γιατί θά δώση ὅ,τι θά δώση. «ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ - ποιός εἶναι αὐτός ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ; ὁ Ἰορδάνης ποταμός, πού διέσχιζε κατά μῆκος τή χώρα τοῦ Ἰσραήλ - ἐπληρώθη ὑδάτων», γέμισε ἀπό νερά. Κυρίως κατά τήν ἄνοιξη, πού λιώνουν βόρεια τά χιόνια, ἀπ’ ὅπου καί πηγάζει καί εἶναι βεβαίως γεμάτος. Ξέρετε ὅτι ὁ Ἰορδάνης ποταμός χύνεται εἰς τήν Νεκράν Θάλασσα. «τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς·». (Ψαλμ. 64ος, 10-11) Ἐνῶ λέγει τί ἔχει γίνει, τώρα εὔχεται τί νά γίνεται. Δηλ. τ’ αὐλάκια της, τί εἶναι τ’ αὐλάκια; οἱ διώρυγες, τά πηγάδια, οἱ στέρνες, οἱ πηγές ὅλα ἐκεῖνα πού στέκονται στοιχεῖα πού βγάζουν νερό, παίρνουμε ἀπό κεῖ νερό. Γέμισέ τα ὅλα τά πάντα, νά πληθύνεις τά γεννήματατούς καρπούς τῆς γής. Αὐτό λοιπόν εἶναι μία πάρα πολύ ὡραία εἰκόνα, πού ἀναφέρεται στούς καρπούς τῆς γής, στή φυσική βροχή. Ἀλλά ἔχομε ὅμως καί τό μεταφορικόν μέθυσμα, πού εἶναι τό μέθυσμα τῆς ψυχῆς, πού μεθάει ἡ ψυχή, ὅταν ὁ Θεός μπῆ μέσα στήν ψυχή. Δηλ. μπῆ μέσ’ τήν καρδιά, καί δημιουργεῖ πραγματικά μία μέθη εἰς τήν ψυχήν. Τό κομμάτι πού παίρνω εἶναι ἀπό τό Ἆσμα Ἀσμάτων, στό 5ο κεφάλαιον. Ξέρετε ἐκεῖ ἔχομε κυριώτατα δύο πρωταγωνιστοῦντα πρόσωπα, εἶναι Ἐκεῖνος ~ Ἐκείνη, ὁ ἀγαπημένος ~ ἡ ἀγαπημένη. Ὁ ἀδελφιδούς· θά πῆ ὁ ἀγαπημένος, δηλ. ὁ ἀδελφός μου ὁ ἀγαπημένος μου. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοί. Ὁ Χριστός ~ ἡ ψυχή. Αὐτό τό - ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά τό πῶ - ἕνα σάν «ντουέτο», κάτι τό διπλό. Ὁ Χριστός ~ ἡ ψυχή. «καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ», ἄς κατεβῆ ὁ ἀγαπημένος μου στόν δικό του τόν κῆπο. Ναί, γιατί ἡ ψυχή μου, ἐμένα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δικό του κτῆμα, εἶναι δικό του χωράφι, εἶναι δικός του κῆπος, «καὶ φαγέτω καρπὸν ἀκροδρύων αὐτοῦ» ( Ἆσμα Ἀσμάτων 4, 16) καί ἄς φάη καρπούς ἀπό τά δένδρα. Τά ἀκρόδρυα - προφέρεται σέ πληθυντικό ἀριθμό, δέν ἔχει ἑνικό ἀριθμό - σημαίνει δένδρινοι καρποί, καρποί ἀπό δένδρα. Ἐνῶ, ἀντιθέτως, τά ἄλλα φροῦτα λέγονται ὀπῶραι. Ὀπώρα, δέν λέγεται, φερ’ εἰπεῖν τό ἀμύγδαλον, λέγεται ἀκρόδρυον. Καί νά φάγη, λέγει, ἀπό τούς καρπούς τῶν δένδρων, πού εἶναι στόν κῆπο τόν δικό μου, δηλ. στήν ψυχή μου πού εἶναι δικός του κῆπος, γιατί ἡ ψυχή μου εἶναι δική του. «Εἰσῆλθον εἰς κῆπὸν μου, ἀδελφή μου νύμφη», ἀπαντάει τώρα. Πρῶτα τί ἔλεγε ἡ ψυχή; καταβήτω ἀδελφιδός μου, ὦ ἀγαπημένε μου, κατέβα. Τώρα μιλάει Ἐκεῖνος, μπῆκα στόν κῆπο μου. Εἴδατε; Στόν κῆπο μου, ὄχι στόν κῆπο σου, ὦ ἀδελφή μου, ὦ νύμφη μου, ὦ σύζυγέ μου. Γιατί; γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ ψυχή εἶναι ἡ νύμφη. Τό Πάσχα λέμε ἔχομε τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, γιά νά σᾶς τοποθετήσω. «ἐτρύγησα σμύρναν μου - λέει Ἐκεῖνος - μετὰ ἀρωμάτων μου, δηλ. τρύγησα ἀρώματα - ἡ σμύρνα εἶναι ἄρωμα - ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μελιτός μου», ἔφαγα τό ψωμί μου μέ τό μέλι μου, - μέσα στόν κῆπο μου, πού εἶσαι σύ, ὁ ἄνθρωπος - ἔπιον οἶνον μου μετὰ γάλακτός μου», ἤπια κρασί, ἤπια γάλα. Καί τώρα γίνεται ἐδῶ μία ἔκκλησις, μία πρόσκλησις. «φάγετε, πλησίοι, φᾶτε σεῖς οἱ κοντινοί μου - σέ πληθυντικό ἀριθμό - καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί» (Αὐτόθι 5, 1) καί πιῆτε καί μεθύστε ἀδελφοί. Εἶναι τόσο ὡραῖο! Μοιάζει βέβαια ἐρωτικόν ποιημάτιον. Ἐξ ἄλλου ὅλο τό Ἆσμα Ἀσμάτων, αὐτό τό στύλ ἔχει ἀλλά ἀναφέρεται ἐδῶ εἰς τήν θείαν ἀγάπην. Πῶς ἀγαπᾶ δηλ. ὁ Θεός Λόγος, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τήν ψυχή κι ἐκείνη (ἡ ψυχή) τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, τόν Θεόν Λόγον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἔτσι θά βροῦμε εἰς τήν ὑμνογραφία μας πλῆθος - πλῆθος, γιά νά μήν πῶ ὅλα, τροπάρια πού ἔχουν αὐτήν τήν ἀγαπητικήν σχέσιν. Καί τί λέει εἴπαμε; Πλησίοι μου, ἐλᾶτε, πιῆτε, μεθύσετε ἀδελφοί. Εἶναι ἡ θεία μέθη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Αὐτή εἶναι ἡ μέθη. Εἶναι ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ μέθη τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν νομίζω νά πῆ κανείς ὅτι ἐμένα δέν μ’ ἐνδιαφέρει ἡ Πεντηκοστή. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι Χριστιανός ἄν δέν ἔχεις δεχθεῖ τήν Πεντηκοστήν, ἄν δέν ἔχεις μεθύσει μέ τήν Πεντηκοστή. Τότε ὅλη ἡ σοφία ἐνοικεῖ στήν ψυχή καί ὅλοι οἱ θησαυροί της προσφέρονται εἰς τόν ἄνθρωπον. Σωστά λοιπόν ἀπεκάλεσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, καλύτερα οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄσχετοι μέ τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τούς πνευματοφόρους Ἀποστόλους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, «…ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί». (Πράξ. 2, 13) Ἤπιαν κρασί καί μέθυσαν! Ναί, σωστά τό εἶπαν. Μόνο πού δέν ἦταν τό κρασί πού μέθυσαν. Ἦταν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Κατά τά ἄλλα; Ἦταν μία μέθη, μιά μέθη ἔκδηλη, πού μποροῦσε νά γίνεται τόσο ἔντονα φανερή. Εἶναι ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἔκ-σταση (χώρισα τή λέξη). Ἔκ-στασις θά πῆ φεύγω ἀπό τή θέση πού βρίσκομαι καί πηγαίνω σέ μίαν ἄλλη θέση. Ὑπέστην λέμε ἔκστασιν, δηλ. ἄλλαξα θέση. Ἀλλά τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν παίρνει ἀπό τήν συνήθη καί γήϊνη κατάσταση τόν ἄνθρωπον καί τόν τοποθετεῖ σέ οὐράνιες πραγματικότητες, πού αὐτές μεθοῦν. Αὐτό εἶναι τό μέγα θέμα, τό μέγα θέμα! Κι ὅταν ἡ διώρυγα γίνεται ποτάμι - νά ξαναγυρίσω στό χωρίο - καί τό ποτάμι γίνεται θάλασσα, σημαίνει τήν αὔξηση αὐτῆς τῆς θείας γνώσεως, καί τῶν θείων βιωμάτων πού αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι τό ὀστράκινό του σκεῦος (ἡ λέξις-φράσις εἶναι τοῦ ἀπ. Παύλου· «Ἔχομεν δὲ, λέει, τὸν θησαυρὸν τοῦτον, αὐτόν τόν θησαυρόν - ποιόν θησαυρόν; τόν Χριστόν - ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» (Κορ. Β΄, 7) ὀστράκινο σκεῦος θά πῆ πήλινο σκεῦος, δηλ. εἴμαστε ἐμεῖς πήλινα σκεύη καί φέρομε αὐτόν τόν θησαυρόν μέσα μας - τό Χριστό, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ξαναλέγω - ὡς πήλινα σκεύη, ἀλλά τότε τί μπορεῖ νά γίνη; αὐτό τό πήλινο, τό ὀστράκινο σκεῦος νά συντριβή, νά σπάση. Τότε ἐκεῖνος πού νιώθει αὐτά τά πράγματα, καί θά σᾶς δώσω λίγο πιό κάτω τέτοιες γεύσεις βιωματικές, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, κι ἄλλοι Πατέρες, κραυγάζει, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος: «Φτάνει Κύριε, φτάνει Κύριε, θά διαρραγῶ, θά σπάσω, τό πήλινό μου, τό ὀστράκινό μου σκεῦος θά διαρραγῆ». Καί εἶναι ὡστόσο μία ἀδιάρρηκτος διάρρηξις, μιά διάρρηξη πού δέν σπάει. Κάτι περίεργο. Ἐκεῖ εἶναι πιά, στόν ἄνθρωπον αὐτόν ἡ θάλασσα - περί θαλάσσης μίλησε - τῆς θεολογίας. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ποταμός τῆς θείας γνώσεως. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀνεκλάλητος χαρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γεύεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα κομματάκι ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρίν ἔλθη ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φυσικά «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν», ἔχομε ὅμως κάποιες γεύσεις, εἶναι μικρές γεύσεις αὐτές τίς ὁποῖες ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα αὐτά πού δίδει ὁ Κύριος στήν ψυχή, γιά νά ἔλθη κάποτε ὁ ἄνθρωπος καί εἰς τίς μεγάλες γεύσεις. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, γι’ αὐτές τίς γεύσεις. Λέγει στόν 8ο λόγο του, σελίς 39, ἄν ἔχετε τήν παλιά ἔκδοση, τοῦ Θεοτόκη τοῦ 1895. «Ἀνεπαισθήτως κατά καιρόν καί καιρόν ἐμπίπτει εἰς ὅλον τό σῶμα, (σῶμα λέγει ἔ;) τρυφή τις καί ἀγαλλίασις, κατά καιρούς, λέγει, ἀνεπαίσθητα, χωρίς νά τό καταλάβη ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά ὑπάρχει μία συγκεκριμένη αἰτία, πέφτει σ’ ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ τέτοιου ἀνθρώπου, πέφτει λέει μία, κάποια τρυφή, κάποια ἀπόλαυσις καί κάποια ἀγαλλίασις, ἄπερ γλῶσσα σαρκίνη οὐ δύναται αὐτά ἐξειπεῖν», πού ἀνθρώπινη γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τά περιγράψη. Ἄν κάποιος τά νοιώση αὐτά τά πράγματα, δέν μπορεῖ μέ γλῶσσα νά τά μεταφέρη· δέν μπορεῖ, δέν μεταφέρονται, εἶναι βιώματα προσωπικά. Φερ’ εἰπεῖν, ἕνα τυφλός ἐκ γενετῆς, εἶναι γνωστό ὅτι δέν ἔχει εἰκόνα τοῦ φωτός. Ἕνας πού βλέπει, ὅσο κι ἄν περιγράψη τήν ὀμορφιά τοῦ φωτός, ποτέ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός δέν θά ἀντιληφθῆ τί εἶναι τό φῶς. Ἄν ἕνας ἄνθρωπος - δεύτερο παράδειγμα - δέν δοκίμασε ποτέ του μέλι, ὅτι μπορεῖ αὐτό τό προϊόν νά τό παράγουν κάποια ἔντομα, οἱ μέλισσες, καί λέει στόν ἄλλον ὅτι εἶναι - τό προϊόν τῶν ἐντόμων - μά τί νά σοῦ πῶ; εἶναι γλυκύτατο! Βέβαια ἐδῶ μπορεῖ νά ὑπάρξη μία συγκριτική μονάδα. Δηλ. τί; Ἔ, νά! ἔχει φάει κάτι ἄλλο, ἕναν γλυκό καρπό, ἔχει φάει ζάχαρη κλπ. καί νά πῆ «ἔ, νά, σάν ζάχαρη», ἀλλά τό μέλι, ἐφόσον ὁ ἄλλος δέν τό δοκίμασε, ὅσο νά τό περιγράψομε, δέν περιγράφεται. Πρέπει δηλ. νά δοκιμάση ὁ ἄλλος. Θέλω νά σᾶς πῶ, ὅτι εἶναι πάρα πολλά πράγματα στή ζωή μας, τά ὁποία εἶναι βιώματα, δέν μεταφέρονται δέν περιγράφονται. Ἔτσι κι ἐδῶ, αὐτή ἡ κατάστασις αὐτή ἡ τρυφή, - τρυφή θά πῆ ἀπόλαυσις - πέφτει στό σῶμα.. προσέξτε, ὄχι γενετησία τρυφή, ἄπαγε! Ἀντιθέτως μάλιστα ἡ γενετησία κατάστασις ἔχει ἐκμηδενισθεῖ, προσέξτε, ἔχει ἐκμηδενισθεῖ τελείως, τελείως, τελείως, σάν νά μήν ὑπάρχει, κάπου σάν νά λέγαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος νά παθαίνει μίαν ἐλάφρυνση τοῦ σώματός του, σάν νά μήν εἶναι μέσα σέ σῶμα. Γι’ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἀνέβηκε, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἕως τρίτου οὐρανοῦ, τό λέγει δύο φορές, «μέ τό σῶμα μου»; - μιλάει σέ τρίτο πρόσωπο - ἤ «χωρίς τό σῶμα μου; Δέν ξέρω, ὁ Κύριος γνωρίζει». Τί θά πῆ αὐτό; Δηλ. δέν ἔχει κανείς τήν αἴσθηση, ὅτι μπορεῖ νά ἔχη ἤ νά μήν ἔχη τό σῶμα του. Εἶναι πράγματα, πού πραγματικά δέν περιγράφονται. Καί προχωρεῖ: «ἕως ἄν πάντα τά ἐπίγεια σποδόν καί σκύβαλα ἡγήσηται», ἕως ὅτου, λέγει, ὅλα τά ἐπίγεια, συνεπῶς καί τίς γενετήσιες ἐπιθυμίες, ὅλα αὐτά τά θεωρήση στάχτη καί σκύβαλα, τίποτα, τίποτα... Γι’ αὐτό σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, δέν ὑπάρχουν κατώτερες ἐπιθυμίες. «Ὅταν δέ ἐπιδημήση τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνη ἡ τρυφή, ὅταν λέει φτάση στόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ ἀπόλαυσις, ἡ σφύζουσα ἐν ὅλο τῷ σώματι αὐτοῦ, σφύζει, κυριαρχεῖ σ’ ὅλο του τό σῶμα - σῶμα λέει, δέν λέει ψυχή - ἐννοεῖται καί σῶμα καί ψυχή, οὕτω νομίζει ὁ τοιοῦτος ἐν ἐκείνη τῇ ὥρα, ἔτσι, λέει, νομίζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, ὡς οὐκ ἔστιν ἄλλο τι ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία, ἤ τοῦτο». Ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι δέν εἶναι ἄλλο τίποτα παρά ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μία μικρή γεύση ὀντολογική, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτά δέ, μή νομίσετε πώς εἶναι πράγματα ἀνέφικτα, ἀδύνατα. Ὄχι. Ἡ χοντρή ζωή μας, ἡ ὑλιστική ζωή μας, καί μιά ζωή γεμάτη ἀπό ἡδονές καί τέτοια, πού παρέχει πλούσια ἡ ἐποχή μας, δέν ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν αὐτές οἱ προσεγγίσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δαμάση τόν ἑαυτό του, ὅταν φθάση κάποια στιγμή νά θεωρῆ ὅτι τά πάντα, τά χρήματα, τά πράγματα οἱ ἡδονές, ὅλα, εἶναι σποδός καί σκύβαλα, τότε βεβαίως φθάνει ἐκεῖ. Θά μοῦ πεῖτε ὁ Παῦλος εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες; Ἄφθονες! Ὅταν φθάνη νά λέη ὅτι «δι’ὅν τά ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. 3, 8) θεωρῶ τά πάντα σκύβαλα, γιά νά κερδίσω τόν Χριστόν, κι ὅταν λέει ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ, καί ὅ,τι .. ὅ,τι.. ὅ,τι ἄλλο, μάλιστα κάπου ἀλλοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος τό λέει καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὅτι δέν μπορεῖς ν’ ἀντέξης αὐτόν τόν κόσμο τόν ἁμαρτωλό, τό δυστυχισμένο, ἐάν δέν σοῦ δίδη ὁ Θεός τέτοιες ἐμπειρίες, γιά νά μπορῆς νά προχωρῆς. Ὁ ἀπ. Παῦλος εἶχε φοβερές περιπέτειες. Ἐάν λοιπόν ὁ Χριστός δέν τοῦ ἔδινε τέτοιες γεύσεις, πῶς θά μποροῦσε νά συνεχίση τήν ἱεραποστολή του, τό ἀποστολικό του ἔργον; Θά ἦταν πάρα πολύ δύσκολο, μέσα σ’ ἐκείνους τούς φοβερούς πειρασμούς. Ἀκόμη ὁ αὐτός Πατήρ γράφει εἰς τόν 32ον λόγο του: «Πολλάκις ὅτε ταῦτα ἔγραφον, ὅταν, λέει, πολλές φορές αὐτά τά πράγματα, ποιά; σάν κι αὐτά πού λέμε τώρα, πού διαβάζομε, ὅταν τά ἔγραφα.. ὑπέλιπον τόμου οἱ δάκτυλοι ἐπί τόν χάρτην, χανόνταν τά χέρια μου πάνω στό χαρτί, καί οὐχ ὑπέφερον κατέναντί τῆς ἡδονῆς, δέν μποροῦσα ν’ ἀντέξω μπροστά σ’ αὐτήν τήν ἡδονή - πνευματική τρυφή - τῆς ἐμπιπτούσης ἐν τῇ καρδία μου, πού ἔπεφτε στήν καρδιά μου, καί τάς αἰσθήσεις κατασιγαζούσης», καί μία τέτοια κατάσταση πού κατασιγάζει τίς αἰσθήσεις. Ὅπως ἀκριβῶς «νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει», ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκεντρωθῆ, τότε δέν ἀκούει τίποτα ἀπ’ ἔξω. Θόρυβοι, τοῦτα, ἐκεῖνα.. τίποτα. Ἀπομονώνεται, καί τότε αἰσθάνεται ὅλην αὐτήν τήν ὀμορφιά τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς παρουσίας τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Καί σέ μία του εὐχή, ὁ ἴδιος Πατήρ - ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος - μεταξύ πολλῶν ἄλλων, γράφει τά ἑξῆς, εἶναι στόν 2ο λόγο του: « ὧν ἡ καθαρά καρδία καταγώγιον σου ὑπάρχει - εἶναι σέ μορφή εὐχῆς, δηλ. προσευχῆς - τῶν ὁποίων ἀνθρώπων πού νιώθουν αὐτά τά πράγματα, ἡ καθαρή τους καρδιά ὑπάρχει γιά σένα καταγώγιον, δηλ. τόπος, κατοικία, καί καθορᾶται ἐν αὐτῇ, εἰς αὐτήν τήν καρδιά βλέπεται, ἡ ἔλλαμψις τῶν σῶν ἀποκαλύψεων, οἱ ἀποκαλύψεις οἱ δικές σου, ἥτις ἐστί παράκλησις, παρηγορία καί ἀναψυχή τῶν κοπιασάντων διά σέ ἐν ταῖς θλίψεσιν, γιά κείνους πού κοπιάζουν γιά σένα, στίς θλίψεις, καί ταῖς παντοδαπαῖς αἰκίαις», καί στίς ποικίλες, θά λέγαμε κακοποιήσεις πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος στήν παροῦσα ζωή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ποτίζει τόν κῆπο τῆς ψυχῆς ἐκείνου, καί ἐν προκειμένω τοῦ σοφοῦ Σειράχ, πού τήν ἀγαπᾶ τήν ψυχή αὐτή καί τήν μεθᾶ τήν πρασιά του, τήν ψυχή του δηλαδή μέ τό δικό της μεγαλεῖο. Πῶς μποροῦμε νά φανταστοῦμε - ἐδῶ νά σταθῶ λιγάκι - ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁ σοφός Σειράχ συνέλαβε, ἔπιασε καί ἔγραψε, τουλάχιστον εἰς τό 24ον κεφάλαιον, περί τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας; Λίγο πιό κάτω θά δοῦμε τό ἑξῆς, ὅτι μή νομίσετε γιατί λέγει στήν Π. Δ. ὅτι «ἐγώ δίδω τό ἔλεός μου ἐν σταθμῷ». Σταθμός θά πῆ ζύγι, καί ζύγι θά πῆ: θά σοῦ δώσω θά μοῦ δώσης. «Θέλεις νά σοῦ δώσω τό σῶμα μου καί τό αἷμα μου; Θά μοῦ φέρεις πρόσφορο». Βέβαια συγκριτικά τί εἶναι ἕνα προσφοράκι; Πόσο κάνει ἕνα προσφοράκι; Τί κόπος κατεβλήθη γιά ἕνα προσφοράκι; μπροστά σ’ αὐτό πού παίρνεις, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Λοιπόν αὐτό θά πῆ «ἐν σταθμῷ δίνω τό ἔλεός μου». Ἔλεος καί δικαιοσύνη; Εἶναι δύο, σάν νά μοιάζουν ἀντιφατικά πράγματα. Θά πῆ: θά κοπιάσης - θά μᾶς τό πῆ στόν ἑπόμενο στίχο, στόν πιό κάτω, στόν μεθεπόμενο στίχο ὁ σοφός Σειράχ - θά κοπιάσης, βέβαια θά κοπιάσης δέκα, ἐγώ θά σοῦ δώσω χίλια. Ἐκεῖνο πού θά σοῦ δώσω θά εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐσύ θά ἔχεις κοπιάσει. Μή νομισθῆ λοιπόν ὅτι αὐτά τά πράγματα εἶναι σέ μερικούς εὐνοουμένους. Ὄχι. Ξεκίνα, καθάρισε τήν καρδιά σου, κοπίασε καί θά γίνης κι ἐσύ γνώστης αὐτῶν τῶν πραγμάτων, μέ μία γνώση βιωματική.
Προχωροῦμε λοιπόν εἰς τόν ἑπόμενο στίχο τόν προτελευταῖο τοῦ κεφαλαίου τόν 32ον: «ἔτι παιδείαν ὡς ὄρθρον φωτιῶ καὶ ἐκφανῶ αὐτά ἕως μακράν·» Πού θά πῆ: Ἁπλώνω ἀκόμη τή μόρφωση, ὅπως διαχέεται τό ὀρθρινόν φῶς! Τό πρωΐ εἴδατε, πού πάει ν’ ἀνατείλη ὁ ἥλιος - ἀκόμη δέν ἔχει βγεῖ - καί διαλύεται τό σκοτάδι καί ὅλο τό φῶς ἁπλώνεται - καί θά φανερώσω τά σοφά της διδάγματα - τό λέγει λοιπόν αὐτό ὁ σοφός Σειράχ γιά λογαριασμό τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας - στίς ἐσχατιές τῆς γῆς. Ἔκθαμβος πραγματικά ὁ ἱερός συντάκτης ἀπό τό φῶς τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, ὅταν Ἐκείνη προσφέρει τή δική της παιδεία ἀναφωνεῖ ὅτι θά ἐργασθῆ ὁ ἴδιος γιά νά φθάση τό παιδαγωγικό της φῶς στά ἔσχατα τῆς οἰκουμένης ἀλλά καί στά ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Θά δουλέψω, λέει, Κύριε. Ἐκεῖνα πού ἐγώ δοκίμασα, θέλω νά τά δοκιμάσουν καί ἄλλοι. Ἀλλά, πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Τρίτη.
206η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Σοφία Σειράχ ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Σοφία Σειράχ " εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/sofia-seirax
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oRvQcJSffpry9_VIhWtola
🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Σοφία Σειράχ».🔻
https://drive.google.com/file/d/15yPd5yULQpwqBdVJzrpusJNL6wa2BczM/view?usp=drivesdk
🎥 Βιντεοσκοπημένες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40o1lCOake2wwX61iRYZNi-M
🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1%20%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CF%87.?m=1
🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk
__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0
📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1
📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0
__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share
Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk
†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.