†.Βεβαίως μπορούμε να πούμε ότι ο θάνατος είναι «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. 6,23) όπως λέει στην προς ρωμαίους ο Απόστολος Παύλος. Ο θάνατος είναι ο μισθός της αμαρτίας. Όμως, παρά ταύτα, πρέπει να κατανοήσουμε το μυστήριο του θανάτου, όσο μπορούμε.
Αλλά προσέξτε κάτι, αγαπητοί μου, και μόνο που είπα μυστήριο, σημαίνει ότι δεν θα κατανοήσουμε τίποτα, απλώς μόνο θά ψηλαφήσουμε. Η κατανόηση του μυστηρίου του θανάτου μπορεί να ψηλαφηθεί μόνο στον Θάνατο του Χριστού. Αλλά τι μπορούμε να ψηλαφήσουμε εκεί... Ό,τι και να κάνουμε, μέσα στην καρδιά του μυστηρίου αυτού δέν θα μπορέσουμε ποτέ να μπούμε.
Βλέπουμε τον Κύριο να λέει: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου·»,λ (Ματθ. 26,38) Καταλυπημένη είναι η ψυχή μου! Και: «πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο·» (Ματθ. 26,39)
Ποιό «ποτήριον»; Του θανάτου. Ενώ ξέρει ο Κύριος ότι ακριβώς αυτός ο θάνατος είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη ζωή, όχι μόνο στη δική του ανθρώπινη φύση, αλλά και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Τόν βλέπετε πώς στέκεται μπροστά σ' αυτό το βαθύ μυστήριο του θανάτου, το φοβερό αυτό μυστήριο! Αυτό το μυστήριο εξάλλου περιγράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα νεκρώσιμα τροπάρια, τα οποία είναι ένα αριστούργημα από θεολογικής και λογοτεχνικής απόψεως.
Παρά ταύτα, εξωτερικά -για να μή μένουμε στο μυστήριο αυτό, που δεν μπορούμε να το καταλάβουμε- μπορούμε να ορίσουμε τον θάνατο όπως τον ορίζει ο Νεμέσιος στον Περί φύσεως του ανθρώπου λόγο του, που τον παίρνει από τον Έλληνα Χρύσιππο: «Θάνατος έστι ψυχής χωρισμός από σώματος». Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, και τον ορισμό αυτόν τόν δίνουν όλοι, εκτός από τους υλιστές. Εάν ρωτήσετε έναν υλιστή τι είναι ο θάνατος, ποτέ δεν θα σας πεί ότι ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, γιατί δεν δέχεται την ψυχή. Θα σας πεί ότι κάποιες ενέργειες, κάποιες δυνάμεις του σώματος ατόνισαν πλέον, και δεν έχουμε παρά αυτό που λέμε θάνατο.
Αλλά υπάρχουν ακόμη και κάποιες απλές βιβλικές εκφράσεις για τον θάνατο, που περιγράφουν τον θάνατο σαν μία πραγματικότητα, αλλά φοβερή.
Ποιός είναι εκείνος ο άνθρωπος που μπορεί να ζήσει και να μη δοκιμάσει θάνατο;
Και ο 102ος Ψαλμός λέει: «ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει·» (Ψαλ. 102,15)
Ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι, οι ήμέρες του είναι σαν το χορτάρι. Πόσο κρατάει το χορτάρι; πόσο κρατάει το λουλούδι; Ανθίζει και μαραίνεται. Αυτό είναι ο άνθρωπος.
Λέει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη·» (Ιακ. 4,14)
Ποιά είναι η ζωή μας; Ένα συννεφάκι είναι η ζωή μας, που το βλέπουμε για λίγο στον ορίζοντα και μετά διαλύεται• αυτό είναι η ανθρώπινη ύπαρξη.
Ακόμη ο Απόστολος Παύλος στην Πρός Εβραίους επιστολή λέει: «καὶ καθ᾿ ὅσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν». (Εβρ. 9,27)
Δηλαδή επιφυλάσσεται στον κάθε άνθρωπο να πεθάνει μία φορά.
Και η Γένεση: «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». (Γεν. 3,19)
Δηλαδή χωματένιος είσαι και χώμα θα γίνεις.
Βέβαια σ' αυτές τις εκφράσεις μπορούν να βρούν πολύ ισχυρά ερείσματα οι μηδενιστές, εκείνοι που έχουν φιλοσοφική βάση τον Υπαρξισμό, που καταλήγει στόν Μηδενισμό, ή και οι υλιστές, εξάλλου και μηδενιστής δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον υλιστή. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αλλά περιγράφεται απλώς η ζωή όπως τη βλέπουμε και ο θάνατος όπως τον βλέπουμε. Όλα αυτά είναι μία εξωτερική διαπίστωση και περιγραφή του φαινομένου του θανάτου.
Το φαινόμενο του θανάτου, αγαπητοί μου, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου αλλά και ολόκληρης της δημιουργίας. Επειδή υπάρχει ο θάνατος, γι' αυτό υπάρχει και η φιλοσοφία. Αν δεν υπήρχε και θάνατος, δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία. Προσπαθώ να μάθω, να σκεφθώ, φιλότιμα ίσως, ποιό το μέλλον μου, τι θα γίνω, που βρίσκομαι, ποιός είμαι. Θέλω να μάθω, γιατί με ενδιαφέρει η πορεία της υπάρξεώς μου. Αλλά το πρόβλημα του θανάτου ξεπερνάει κάθε ανθρώπινο πρόβλημα. Έχουμε οικονομικά προβλήματα; Νομίζω ότι αυτά είναι πιο κάτω από το πρόβλημα της ζωής μας, διότι κι αν ζημιώσουμε σε χρήματα, κι αν χάσουμε και την υγεία μας, κι αν ακόμη χάσουμε τους προσφιλείς μας, δεν ξέρω τι άλλο, τα πάντα κι αν χάσουμε, όλα αυτά είναι πιο κάτω από το μεγάλο μας θέμα, τη ζωή μας! Βλέπετε λοιπόν ότι το πρόβλημα του θανάτου ξεπερνάει κάθε άλλο πρόβλημα; Γι' αυτό και λέμε: «Να σωθώ, κι ας τα χάσω όλα! Να σωθώ!», δηλαδή να μην πεθάνω.
Η παρουσία του θανάτου ασχημίζει την κτίση, προπαντός όμως δεν δίνει νόημα ούτε στην ανθρώπινη παρουσία, ούτε σ' αυτό το ίδιο το σύμπαν. Δηλαδή: Γιατί υπάρχω; Για να πεθάνω; Ανικανοποίητη απάντηση. Δέν ζώ για να μην υπάρχω, δέν ζώ για να πεθάνω. Δεν μπορεί, δέν είναι δυνατόν αυτό. Ύστερα, επειδή εγώ ζω, γι' αυτό υπάρχει το σύμπαν. Εάν εγώ πεθαίνω, τότε γιατί να υπάρχει το σύμπαν; Άρα δεν έχει νόημα ούτε η ζωή μου ούτε το σύμπαν, αν υπάρχει ο θάνατος. Με άλλα λόγια: Γιατί πεθαίνουμε; και ποιός είναι ο δημιουργός του θανάτου; Αυτό δέν θα μας το απαντήσει η λογική μας, αλλά θα μας αποκαλυφθεί. Όπως όμοίως δεν ξέρουμε και τη γενεά μας, από πού καταγόμαστε, ποιοί είμαστε, μας αποκαλύπτεται. Βλέπετε, ψάχνοντας μόνοι μας λέμε ότι καταγόμαστε από τα ζώα. Μας αποκαλύπτεται όμως ότι δέν καταγόμαστε από τα ζώα, αλλά ο Θεός δημιούργησε ένα πρώτο ζευγάρι ανθρώπων, και από εκεί καταγόμαστε. Αυτό όμως είναι αποκάλυψη, δέν είναι εύρεση με τη λογική. Έτσι λοιπόν και το θέμα του θανάτου, όπως και το ποιός είναι ο δημιουργός του, θα μας αποκαλυφθεί.
Εάν έπρεπε να δούμε τον θάνατο με τα φυσικά μας μάτια, αγαπητοί μου, θα απαντούσαμε ότι απλούστατα είναι ένα φυσικό φαινόμενο, παρά την τραγικότητα που φέρνει αυτός με την παρουσία του στη ζωή μας. Τότε όμως, ως φυσικό φαινόμενο, καθορίζεται από τον Θεό, και συνεπώς ο Θεός είναι ο δημιουργός του θανάτου. Άλλωστε το λέμε. Δεν το λέμε;
Πάμε σε μιά κηδεία, και τί λέμε γιά νά παρηγορήσουμε; «Τί να κάνουμε, αυτή είναι η ζωή. Έτσι τα όρισε ο Θεός. Ο Θεός έτσι θέλησε, να πεθαίνουν οι άνθρωποι». Ο Θεός λοιπόν έκανε τον θάνατο. Αλλά προσέξτε, σας είπα με τα φυσικά μας μάτια.
Ξέρετε ότι πάρα πολλές φορές όταν λέμε ότι κάτι είναι φυσικό, ότι είναι φυσικός νόμος, θα πει ότι ένα φαινόμενο επαναλαμβάνεται, και αποκτούμε μια εμπειρία από αυτή την επανάληψή του. Αυτός είναι ο ορισμός στο τι είναι φυσικός νόμος, δεν υπάρχει άλλη απάντηση. Πάντα όταν αφήνουμε μια πέτρα και πέφτει πρός τα κάτω και δεν πάει προς τα πάνω, λέμε ότι είναι ο νόμος της βαρύτητος. Πολύ ωραία. 'Ομως τι θα πεί βαρύτητα; Αγνωστον και κρύφιον, και κανείς ποτέ δεν το εξερεύνησε. Τι θα πεί έλξη: Άγνωστον καί κρύφιον, τίποτα δεν ξέρουμε. Αλλά λέμε ο νόμος της βαρύτητος. Το λέμε επειδή βλέπουμε ότι πάντα όταν ρίχνουμε κάτι, αυτό πέφτει προς τα κάτω. Ο νόμος αυτός λοιπόν ορίζεται από την εμπειρία μας, αγαπητοί μου. Και αυτό που λέω, δεν το λέω εγώ• το έχω πάρει από επιστημονικό βιβλίο, ότι έτσι ορίζεται ο φυσικός νόμος. Συνεπώς, όταν λέμε ότι ο θάνατος είναι φυσικό πράγμα, και αφού όλα τα φυσικά πράγματα τα έχει κάνει ο Θεός, άρα και τον θάνατο τον έκανε ο Θεός. Φθάνουμε όμως σε λάθος συμπέρασμα, γιατί αυτό δεν είναι δεδομένο αλλά ζητούμενο. Όταν λέμε ότι πάντα μιά πέτρα πέφτει προς τα κάτω, ποιός μας είπε ότι αυτο είναι φυσικό και συμβαίνει παντού μέσα στο σύμπαν; Άν πάμε κάπου αλλού, στο Φεγγάρι ας πούμε ή στον Άρη και πιο πέρα και πιο πέρα, πιθανώς να βρούμε διαφορετική συμπεριφορά. Άρα λοιπόν εκείνο που βλέπουμε εδώ, που ισχύει πάνω στη Γη μας, και λέμε ότι είναι φυσικό, ίσως να μην ισχύει σε ένα άλλο σημείο του σύμπαντος. Και τότε τι είναι φυσικό; Αλλά από τη στιγμή που θα ρωτήσουμε το τι είναι φυσικό, από τη στιγμή εκείνη αυτό αρχίζει να είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο. Άρα όταν λέμε ότι ο Θεός έκανε τον θάνατο και είναι φυσικό πράγμα, δεν είναι δεδομένο, είναι ζητούμενο. Τότε όμως ρωτάμε: Ποιός τον έκανε τον θάνατο; Είναι φυσικό πράγμα ο θάνατος; Και πώς είναι δυνατόν να είναι φυσικό πράγμα ο θάνατος, όταν αποτελεί την μεγαλύτερη παραφωνία μέσα στην αρμονία της δημιουργίας; Πώς είναι δυνατόν ποτέ να είναι φυσικό πράγμα ο θάνατος και δημιουργός αυτού να είναι ο Θεός, όταν ο θάνατος δέν δίνει νόημα ούτε στον άνθρωπο και τον προορισμό του ούτε και στο σύμπαν; Είναι δυνατόν ποτέ να είναι φυσικό πράγμα ο θάνατος; Και είναι δυνατόν ποτέ ο Θεός να είναι δημιουργός του θανάτου;
Ακόμη και κάτι άλλο. Εάν ο Θεός έκανε τον θάνατο και κατόπιν στέλνει τον Υιό Του να νικήσει τον θάνατο, δεν είναι αντιφατικό αυτό; Έρχεται ο Θεός να τα βάλει με τη φύση που ο ίδιος δημιούργησε; Αλλά όταν ο Ιησούς Χριστός νικά τον θάνατο και ανασταίνει τον Λάζαρο, έστω και προσωρινώς, την κόρη του Ιαείρου, τον γιο της χήρας της Ναΐν και άλλους, σαν δείγμα ότι θα αναστηθούμε κατά την κοινή ανάσταση, θέλει να δείξει ότι δέν είναι φυσικό πράγμα ο θάνατος, γιατί δέν θα υπήρχε μεγαλύτερη αντίφαση στο έργο του Θεού, από τη μιά να δημιουργεί μία φυσική κατάσταση, και από την άλλη να έρχεται ο ίδιος μετά να τη διορθώνει, να την καταργεί. Είναι αδιανόητο. Ώστε λοιπόν ο θάνατος δέν είναι δημιούργημα του Θεού. Αλλά τότε τίνος είναι; Ο Θεός δεν μάχεται τη φύση, αλλά τη διορθώνει.
Ωστόσο θα απαντήσουμε με την ωραιότατη γνώμη του Αγίου Θεοφίλου Αντιοχείας. Ακούστε:
«Αλλά φησί ούν τις ημίν• "Θνητός φύσει εγένετο ο άνθρωπος;" ουδαμώς. "Τί ούν; αθάνατος;" ούδε τούτό φαμεν». Δηλαδή: Ο άνθρωπος έγινε θνητός στη φύση του; Καθόλου. Τι λοιπόν; έγινε αθάνατος ο άνθρωπος στη φύση του; Ούτε αυτό το ισχυριζόμαστε.
Και συνεχίζει: «Αλλ' ερεί τις• “Ουδέν ούν εγένετο;" ουδέ τούτο λέγομεν. ούτε ουν φύσει θνητός εγένετο ούτε αθάνατος». Δηλαδή: Αλλά κάποιος θα πεί: «Τίποτα λοιπόν από τα δύο δεν έγινε;». Ούτε αυτό θα λέγαμε. Τότε λοιπόν τί; Ούτε θνητό έκανε τον άνθρωτο ό Θεός, ούτε αθάνατο.
«Ει γάρ αθάνατον αυτόν απ' αρχής πεποιήκει, θεόν αυτόν πεποιήκει• πάλιν εί θνητόν αύτόν πεποιήκει, έδόκει αν ο Θεός αίτιος είναι του θανάτου αυτού». Εάν ο Θεός έκανε τον άνθρωπο αθάνατο έκ φύσεως, θα τον έκανε θεό• εάν πάλι ο Θεός τον έκανε θνητό τον άνθρωπο, τότε θα φαινόταν ότι ο Θεός είναι ο αίτιος του θανάτου.
Τί λοιπόν τον έκανε; θνητό ή αθάνατο;
«Ούτε ούν αθάνατον αυτόν εποίησεν ούτε μην θνητόν, αλλά, καθώς επάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν αμφοτέρων». Ούτε βέβαια θνητό έκανε ο Θεός τον άνθρωπο ούτε αθάνατο, αλλά δεκτικό, δηλαδή να έχει την δυνατότητα να δεχθεί και το ένα και το άλλο.
«ίνα εί ρέψη επί τά της αθανασίας τηρήσας την εντολήν του Θεού, μισθόν κομίσηται παρ' αυτού την
αθανασίαν και γένηται θεός», για να παραλάβει την αθανασίαν και να γίνει θεός, εάν τηρήσει τις εντολές του Θεού και στραφεί σ' εκείνα που συνιστούν την αθανασία -θυμηθείτε αυτό που είπε ο Μέγας Βασίλειος στη Θεία Λειτουργία, που σας διάβασα προηγουμένως- «εἰ δ᾽ αὖ τραπῇ ἐπὶ τὰ τοῦ θανάτου πράγματα παρακούσας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἐαυτῷ αἴτιος ᾖ τοῦ θανάτου», αν όμως τραπεί πρός εκείνα τα οποία συνιστούν την παρακοή, τότε ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται ο αίτιος του θανάτου, «ελεύθερον γάρ και αυτεξούστον εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον», διότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο και αυτεξούσιο.
Ώστε, αγαπητοί μου, εδώ βλέπουμε ότι ο δημιουργός του θανάτου δεν είναι ο Θεός. Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο δεκτικό και της ζωής και του θανάτου, δηλαδή είτε να ζήσει είτε να πεθάνει. Θυμάστε τι είπε στους πρωτοπλάστους; «Εάν ακούσετε την εντολή μου, θα έχετε αθανασία ζωής, εάν δεν την ακούσετε, θα πεθάνετε». «ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». (Γεν. 2,17)
Πού είναι λοιπόν η αιτία του θανάτου, στόν Θεό ή στη φύση; Ούτε στόν Θεό ούτε στη φύση, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου. Στην προαίρεση! Εκεί είναι. Μόνος του ο άνθρωπος προτίμησε τον θάνατο. Ο θάνατος είναι μη όν, δεν υπάρχει, δεν έχει ουσία, ενώ η ζωή είναι όν, έχει ουσία μην το ξεχνάμε.
Προσέξτε: Ο θάνατος δεν έχει ουσία, όπως και το κακό δεν έχει ουσία. Μόνο το αγαθό έχει ουσία, είναι ο Θεός. Ο Διάβολος δεν είναι κακός στην ουσία του, αλλά στην προαίρεσή του, γιατί την ουσία του την έκανε ο Θεός.
Ούτε ο άνθρωπος είναι κακός ή θνητός στην ουσία του, γιατί τον έκανε ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι κακός ή θνητός στην προαίρεση.
Ωστε λοιπόν, αγαπητοί μου, δεν είναι δημιουργός του θανάτου ο Θεός. Ο θάνατος είναι στην προαίρεση του ανθρώπου.
Απόσπασμα από την 4η ομιλία στην κατηγορία
« Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν ».