†.Συνεχίζοντας τά θέματά μας θἀ ἐνθυμεῖσθε ὅτι ἤδη εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σπίτι ὁ Τωβίτ, ὁ πατέρας, ὁ Τωβίας, ὁ γιός, καί ὁ συνοδός ὁ ὁποῖος θά συνόδευε τόν Τωβία εἰς τό μακρινό του ἐκεῖνο ταξίδι, εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας γιά νά πάρη ἐκεῖνο τό ποσόν τῶν χρημάτων, τό ὁποῖον ὁ πατέρας του εἶχε κάποτε ἐμπιστευθεῖ στίς παλιές του καλές ἡμέρες, καί πού τό ποσό αὐτό ἦτο δέκα ἀργυρά τάλαντα. Πολύ σημαντικό ποσόν!
Ἔτσι διαπραγματεύονται τώρα ὁ πατέρας ὁ Τωβίτ μέ τόν συνοδόν τά περί τοῦ ταξιδίου. Ἀφοῦ διαπίστωσε -διαπίστωσε ὁ πατήρ- ὅτι ὁ συνοδός εἶναι καλός ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως τοῦ εἶπε «ἐκ ρίζης καλῆς εἶ ἀδελφέ», εἶσαι ἀπό καλή ρίζα, ἀπό καλή γενιά, ἡ ὁποία γενιά σου ἦταν εὐσεβής, δέν εἶχε περιπέσει εἰς τήν εἰδωλολατρίαν, θά ἐμπιστευθῶ φυσικά τώρα καί ἐγώ τό παιδί μου νά ἔλθη μαζί σου. Χωρίς φυσικά νά γνωρίζη ὅτι ὁ συνοδός εἶναι αὐτός ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἂγγελος Ραφαήλ· καί πού ὁ Ἂγγελος αὐτός στό τέλος τῆς ἱστορίας θά ἀποκαλυφθῆ ὅτι ἦτο πράγματι Ἂγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος.
Γιά σκεφτεῖτε τήν περίπτωσι, τήν καταπληκτική περίπτωσι νά ἔχη κανείς κατ’ αἰσθητόν τρόπον ὁδηγόν του ἕναν Ἂγγελον! Ὁπωσδήποτε μή ξεχνᾶμε ὅτι Ἂγγελος μᾶς συνοδεύει πάντοτε· διότι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του. Αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατατεθημένο μέσα εἰς τήν Ἁγία Γραφή. Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του καί τόν προστατεύει καί τόν φυλάττει· ἀλλά προπαντός καί κυρίως ὁ Ἂγγελός μας, ὁ Ἂγγελος τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἐργάζεται τήν σωτηρία μας. Ὅπως λέγει εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι οἱ Ἂγγελοι εἶναι «πνεύματα λειτουργικά εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». (Ἑβρ. 1, 14) Εἶναι, λέει, πνεύματα διακονικά -αὐτό θά πῆ λειτουργικά- γιά ’κείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν Βασιλείαν. Δηλαδή θά σωθοῦν. Συνεπῶς ἐργάζονται οἱ Ἂγγελοι πρωτίστως καί κυρίως καί κατ’ ἐξοχήν τήν σωτηρία μας.
Ἀλλά τό πρᾶγμα ἐδῶ δέν εἶναι ὅτι τό ξέρομε ὅτι ἔτσι εἶναι· ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἰδιαιτέρα εὔνοιαν, τό ἰδιαίτερο προνόμιον, νά εἶναι ὁ Ἂγγελος καί κατ’ αἰσθητόν τρόπον· ὁ ὁποῖος πράγματι, θά δοῦμε ἐδῶ, πόσες διακονίες καί πόσες ἐξυπηρετήσεις προσέφερε εἰς τόν Τωβία. Ὁ Τωβίτ ὅμως εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως θά λέγαμε κατά Πλάτωνα «ὁ καλός κἀγαθός». Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι τόν καλόν καί ἀγαθόν ἄνθρωπον μόνον τό Εὐαγγέλιον τόν δημιουργεῖ. Αὐτό νά μή τό ξεχνοῦμε.
Εἶχε πεῖ ἕνας νεώτερος λόγιος τῆς Γαλλίας -δέν ἐνθυμοῦμαι τό ὂνομά του- ὅτι οἱ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, δέν κατάφεραν νά κάνουν καλύτερους τούς ἀνθρώπους οὔτε τῆς γειτονιᾶς των. Διότι ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά ἐξαγγέλλη ἴσως ἀνθρωπιστικές ἰδέες καί ἀνθρωπιστικά συνθήματα, ἀλλά εἶναι ἀνίκανη νά καταστήση τούς ἀνθρώπους ἱκανούς καί σπουδαίους. Δέν ἔχει δύναμι. Γι’ αὐτό βλέπετε στήν ἐποχή μας πόσα συνθήματα ἀνθρωπιστικά διακηρύσσονται. Ὅλα καταπατοῦνται. Ὅλα! καί ἀπό ἔθνη καί ἀπό ἄτομα. Ποιός τηρεῖ τά ἀνθρωπιστικά αὐτά συνθήματα, τά ὁποῖα ρίπτονται κατά πλησμονήν καί ἀπό ὀργανισμούς, καί ἀπό σχολεῖα, καί ἀπό Διεθνεῖς ὀργανισμούς, καί τά λοιπά; Ὅλα αὐτά τά ἀνθρωπιστικά συνθήματα πᾶνε περίπατο. Κλασσικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἐποχικό θά ἔλεγα, ἡ Κύπρος· ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τά σπίτια τους, οἱ πρόσφυγες ἀπό τήν Κύπρο καί λοιπά. Κλασσικό παράδειγμα, ἐποχικό. Κι ὅλα αὐτά τά φωνάζομε δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου! καί ξέρω ἐγώ… Τίποτε! φρέσκος ἀέρας. Ὅλοι τά φωνάζουν, ὅλοι τά λέγουν, καί κανείς δέν τά τηρεῖ.
Νά τό ξέρετε λοιπόν παιδιά, τόν ἀληθινά τίμιον ἄνθρωπο, τόν ἀληθινά ἀκέραιον ἄνθρωπο τόν κάνει μόνον τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ Τωβίτ … ὅταν λέμε τό Εὐαγγέλιον…, φυσικά δέν ζεῖ στήν ἐποχή τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Τωβίτ, ζεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη· ἀλλά δέν ἔχει σημασία. Εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ τύπος ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τόν Ναθαναήλ: «νά, ἕνας ἀληθινός Ἰσραηλίτης πού δέν ὑπάρχει δόλος εἰς τό στόμα του». Πραγματικά ὁ ἀληθινός Ἰσραηλίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινά ἀκέραιος. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι και ἕτοιμος νά δεχθῆ τό Εὐαγγέλιο καί νά ὁλοκληρωθῆ.
Τότε ὁ Τωβίτ λέγει εἰς τόν συνοδόν: «ἀλλά εἰπόν μοί τινά σοί ἔσομαι μισθόν διδόναι;» (Τωβ. 5, 15) Πές μου τί θά σέ πληρώσω; Ποιός θά εἶναι ὁ μισθός σου; «δραχμήν τῆς ἡμέρας καί τά δέοντα σοί ὡς καί τῷ υἱῷ μου.» Θά σοῦ δώσω μία δραχμή τήν ἡμέρα καί τά ἀναγκαῖα τῆς ἡμέρας· τήν τροφήν καί τά λοιπά, ὅπως αὐτά θά δώσω καί στό παιδί μου. Εἶναι ἐντάξει;
Ὅταν ἀκοῦτε βέβαια σήμερα μία δραχμή, βέβαια λέτε «μία δραχμή;» Δέν ἔχω παρά νά πάω λίγο πίσω στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σας, καί θά ὑπενθυμίσω ὅτι γύρω στίς πρῶτες δύο δεκαετίες τοῦ αἰῶνος μας ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας, καί συνεπῶς τό μεροκάματο ἦταν γύρω ἀπό μία δραχμή… ὀγδόντα λεπτά… μιάμιση δραχμή… δυό δραχμές... Μάλιστα ἕνα τραγούδι παλιό -νά μοῦ συγχωρεθῆ πού τό λέω- λαϊκό τραγούδι πού λέει «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Τό θυμόσαστε; Τό ἔχετε ἀκούσει; Ἕνα παλιό τραγούδι, λαϊκό· «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Δυό δεκάρες! Ἀλλά προσέξτε! δυό δεκάρες, δέν εἶναι τότε πού ἡ λίρα εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Διότι οἱ ντομάτες ἦταν ἀκόμη φθηνότερες· ἄν λάβετε ὑπόψιν ὅτι τό μεροκάματο, σᾶς εἶπα, ἦταν ἑβδομήντα… ὀγδόντα λεπτά… μία δραχμή καί τά λοιπά.
Ἔτσι ἔχομε τήν δραχμήν ἐδῶ. Καί ἐπειδή εὑρισκόμεθα πρό Χριστοῦ, θά ὑπολογίσωμε ποία; τήν Ἀττικήν δραχμήν; τήν Ρωμαϊκήν δραχμήν; Ὅ,τι καί νά ὑπολογίσετε τό θέμα εἶναι ὅτι πρόκειται περί μίας τιμῆς καλῆς, ἱκανοποιητικῆς.
Ἀλλά δέν μένει σέ αὐτό, καί λέγει -αὐτό τώρα εἶναι ἐκ προθέσεως, ἐξ ἀγαθῆς προθέσεως- καί λέγει: «καί ἔτι προσθήσω σοί ἐπί τόν μισθόν, ἐάν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε» (Τωβ. 5, 16) Ἐάν γυρίσετε πίσω ὑγιεῖς, καί ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ὁ σκοπός σας, ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ, τότε θά σοῦ δώσω κι ἄλλα χρήματα. Δηλαδή αὐτό τό «καί ἄλλα χρήματα» ἦταν ἕνας τύπος φιλοδωρήματος.
Αὐτό τό φιλοδώρημα, παιδιά! -δέν ξέρω, πρέπει κανείς νά μένη, νά μένη σέ κάθε λέξι· πραγματικά, ἀλλά ἴσως θά ἀργούσαμε πολύ- αὐτό τό φιλοδώρημα εἶναι τόσο θαυμάσιο! Ὄχι, βέβαια νά γίνεται πλέον καθεστώς· καί νά βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο, προκειμένου νά σᾶς ἐξυπηρετήση, ὁπωσδήποτε νά πάρη φιλοδώρημα. Εἶναι κάτι πολύ ἄσχημο πρᾶγμα αὐτό, εἶναι τό γνωστό μέ τήν τουρκική λέξι «μπαξίς». Ἐάν δέν τοῦ δώσης -ἰδίως κάτι ξεναγοί, κάτι δέν ξέρω τί- δέν σέ ἐξυπηρετεῖ. Εἶναι πολύ κακό πρᾶγμα αὐτό.
Εἶναι ὅμως θαυμάσιο νά μποροῦμε νά δίνωμε ἕνα φιλοδώρημα σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καθ’ οἱονδήποτε τρόπον μᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἦρθε τό παιδί τοῦ μπακάλη στό σπίτι μας, τοῦ φαρμακείου, δέν ξέρω τι, νά δώσωμε πάντοτε κάτι· ἕνα γλυκό, κάτι· λίγα χρήματα… Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο! Ἢ σέ ἕνα κατάστημα πήγαμε καί κάναμε ἒτσι σημαντικές ἀγορές, καί μᾶς ἐξυπηρέτησε ἕνας ὑπάλληλος, νά τοῦ δώσωμε κάτι. Σᾶς λέγω εἶναι θέμα ἀνθρωπιᾶς, καί σᾶς τό συνιστῶ αὐτό νά τό γνωρίζετε. Πάντοτε νά ἔχωμε αὐτό τόν τρόπο τοῦ φιλοδωρήματος.
Ἐμεῖς δέ οἱ Ἕλληνες ἔχομε μία, ἤ τουλάχιστον εἴχαμε, ἄς ποῦμε ὅτι ἔχομε ἀκόμη, μίαν εὐαισθησία γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Κάποτε διάβαζα στήν ἐφημερίδα τό ἑξῆς περιστατικό: κάποιοι ξένοι ζήτησαν ἀπό κάποιον νεαρόν, ἕνα ἀγροτόπαιδο, κάποια πληροφορία γιά κάποιο πρᾶγμα πού γύρευαν στό δρόμο τους· καί ἐπειδή δέν ἦταν εὔκολο νά τούς ἐξηγήση πιό πολλά, ἔκανε τόν κόπο καί πῆγε μαζί τους ἀρκετή ἀπόστασι. Αὐτοί ἐπέμεναν, ἀφοῦ τόν εὐχαριστοῦσαν διά πολλῶν, ἐπέμεναν νά τοῦ δώσουν κάποιο φιλοδώρημα. Αὐτός ἀδύνατον νά τό δεχθῆ. Ἐπέμεναν πάρα πολύ ἐκεῖνοι, καί τελικά τό ἐδέχτηκε. Πέρασε λίγη ὥρα καί ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ξένοι, ὅτι ἀπό πίσω τους κάποιος ἔτρεχε νά τούς φτάση. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἤτανε τό ἀγροτόπαιδο, τό ὁποῖον εἶχε ἐκεῖ κοντά ἕνα ἀμπέλι μέ σταφύλια. Ἔκοψε μερικά σταφύλια καί τούς τά πήγαινε, ἐπειδή τοῦ εἴχανε δώσει φιλοδώρημα.
Αὐτό τό «δοῦναι λαβεῖν» μέ αὐτόν τό τρόπον -προσέξτε! μέ αὐτόν τόν τρόπον!- ὄχι νά περιμένης σώνει καί καλά ἀπό τόν ἄλλον νά τόν ἐξυπηρετήσης γιά νά σοῦ δώση φιλοδώρημα -νά φυλάξη ὁ Θεός! εἶναι καί ἁμαρτία, καί εἶναι καί ἀπάνθρωπο- ἀλλά αὐτό τό «ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἀγάπῃ» εἶναι μία ἀρετή τῆς φυλῆς μας, τήν ὁποία ὁπωσδήποτε ἔχομε κυρίως ἀναπτύξει ἀπό τήν ἐνοίκησι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στήν πατρίδα μας.
«Καί ηὐδόκησαν οὕτως.» Συνεφώνησαν. «Καί εἶπεν πρός Τωβία. Ἕτοιμος γίνου πρός τήν ὁδόν. Καί εὐοδωθείητε». Ἑτοιμάσου, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ πατέρας τοῦ γιοῦ, ἑτοιμάσου γιά τό ταξίδι καί εὔχομαι νά πᾶτε καλά. «Καί ἡτοίμασεν ὁ υἱός αὐτοῦ τά πρός τήν ὁδόν. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ πατήρ αὐτοῦ, πορεύου μετά τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ δέ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεός εὐοδώσει τήν ὁδόν ὑμῶν, καί ὁ Ἂγγελος αὐτοῦ συμπορευθήτω ὑμῖν.» (Τωβ. 5,16) Εὔχομαι νά πᾶτε καλά, νά εὐοδώση τό ἔργο σας ὁ Θεός, καί εὔχομαι ἀκόμη ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά συμπορεύεται στό δρόμο σας. Ποῦ νά ἤξερε ὁ Τωβίτ ὅτι πράγματι Ἂγγελος Θεοῦ συνεπορεύετο μέ τό γιό του! Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐδῶ πέρα βάζει τό «ὁ Ἂγγελος» ἔναρθρο. Δέν ἔχει «Ἂγγελος» ἀλλά λέγει «ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ», πού ὑποδηλοῖ πράγματι τήν πίστι στήν Παλιά Διαθήκη ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελό του.
«Καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καί ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ’ αὐτῶν» (Τωβ. 5, 16) Ἄν κανείς μπορῆ νά καταλαβαίνη!.. ἄν καί εἶναι πάρα πολύ ἁπλό κείμενο· βλέπετε πόσο ἁπλό εἶναι; Σάν, θά λέγαμε, σάν καθαρεύουσα ἁπλό εἶναι. Οὔτε μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό τό πρᾶγμα ἀρχαῖο κείμενο. Σάν καθαρεύουσα εἶναι· πολύ ἁπλό. Ὅταν ὅμως μποροῦμε νά τό καταλαβαίνωμε, ἔχει τόση ἀπόλαυσι! ὅταν δέ ζοῦμε τίς ἰδιαίτερες σκηνές του καί εἰκόνες του ὅπως μᾶς προβάλλονται. Στή φαντασία μας ἄς παραστήσωμε τούτη τή σκηνή: ὅτι εὔχεται ὁ πατέρας στό γιό του καί τόν ὁδηγόν νά πᾶνε καλά· νά γυρίσουν καλά· ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά τούς συνοδεύη· τούς βγάζει ἔξω στήν πόρτα, «καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι». Βγῆκαν ἔξω νά φύγουν καί τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ ἀκολουθεῖ στό ταξίδι αὐτό καί τό γιό.
Ἡ παρουσία τοῦ σκύλου μέσα στό σπίτι! Εἶναι μία πολύ χαριτωμένη καί γραφική εἰκόνα μέσα στό ὅλο κείμενο· τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Δηλαδή δίνει ἕναν θαυμάσιο τόνο σ’ αὐτήν τήν ὑπέροχη εἰκόνα, πού μας περιγράφει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς τά γεγονότα.
Τί νά πῶ γιά τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Βλέπετε ὅτι τά κατοικίδια ζῶα γίνονται καί αὐτά μέλη τρόπον τινά τῆς οἰκογένειάς μας. Γι’ αὐτό, πολλές φορές πολλοί ἄνθρωποι πού ἔχουν μία εὐαισθησία, τά ἀγαπᾶνε πάρα πολύ. Αἰσθάνονται ἄσχημα, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἕνα ζωντανό τους μπορεῖ νά διψᾶ ἤ νά πεινᾶ. Διότι τά κατοικίδια ζῶα μᾶς ἐξυπηρετοῦν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο· μέ τή μεταφορά τῶν πραγμάτων… τά ὑποζύγια, μέ τό γάλα τους… μέ τό μαλλί τους… μέ τά αὐγά τους… καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… μέ τήν παρουσία τους. Προσέξτε! μέ τήν παρουσία τους!
Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τά ζῶα γιά τόν ἄνθρωπο καί ἀνάμεσα στίς ποικίλες ἐξυπηρετήσεις καί διακονίες πού προσφέρουν τά ζῶα στόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί ζῶα τά ὁποῖα τοῦ προσφέρουν μόνο ψυχαγωγία. Προσέξτε! μόνο ψυχαγωγία. Νά βλέπετε μερικά ζῶα, ἰδίως τά ὠδικά πτηνά, τά πουλιά πού κελαηδοῦν, ἀλλά καί ἄλλα ζωάκια τά ὁποῖα δέν ἔχουν τίποτε νά μᾶς προσφέρουν, παρά μόνο μέ τήν παρουσία τους νά διασκεδάζωμε.
Καί θά ἔλεγα πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀληθινή ψυχαγωγία, ἡ ἀληθινή διασκέδασις εἶναι αὐτή. Νομίζομε ὅτι πρέπει νά πληρώσωμε πολλά χρήματα νά πᾶμε νά διασκεδάσωμε. Μέ μόνη τήν παρουσία ἑνός ζωντανοῦ στό σπίτι μας, τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι λίγο κωμικό, δέν ξέρω πῶς, νά περάσωμε θαυμάσια· νά διασκεδάσωμε θαυμάσια. Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος διασκεδάζει πάρα πολύ εὔκολα καί ἀνέξοδα καί ἀκίνδυνα, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ψυχαγωγία εἶναι τρομερά ἐπικίνδυνη, ἀλλά καί δαπανηρά.
Ἐδῶ ὅμως βλέπομε τώρα τό σκυλί, πού εἶναι ἕνα ζωντανό πού φυλάει τό σπίτι, πιστός φύλακας, ἀκολουθεῖ καί αὐτό. Ὅταν θά ἐπιστρέψουν πίσω, ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν θά ξεχάση θά τό ξαναθυμηθῆ. Καί θά πῆ ὃτι ἐνῶ τούς περιμένουν καί ἔχουν ἀργήσει -θά ἐπιστρέψουν- καί ἡ μητέρα βγαίνει ἀνήσυχη καί μέ δάκρυα στά μάτια «τί ἔγινε τό παιδί της;», τό πρῶτο πρᾶγμα πού θά δῆ στήν στροφή τοῦ δρόμου θά εἶναι τό σκυλί νά προβάλλη. Προάγγελος ὅτι ἔρχονται. Ἐκεῖ πάλι λοιπόν θά τό ξαναθυμηθῆ.
Καί ἔφυγαν. Πρέπει νά τούς παρακολούθησε ἡ μητέρα ἲσαμε τή στροφή τοῦ δρόμου κι ἀπό κεῖ ἔφυγαν. Καί ἔμειναν οἱ δυό τους. Ἔμεινε ὁ Τωβίτ καί ἡ Ἄννα. Ἀμέσως ὅμως ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα, ἔνοιωσε τήν ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ· λείπει τό παιδί, ἄδειασε τό σπίτι.
Πραγματικά ἕνα μέλος τῆς οἰκογενείας μας, ὅταν εἶναι δεμένο μαζί μας, αἰσθανόμαστε ὅτι τό σπίτι ἀδειάζει, ὅταν ἀπουσιάζει. Βλέπετε τί θά πῆ σπίτι; Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει γίνει ξενοδοχεῖο. Ὅπως μέσα σέ ἕνα ξενοδοχεῖο πηγαίνουν οἱ ἔνοικοι ὅποτε θέλουν, πηγαίνουν ὁποιαδήποτε ὥρα, καί ὅποια ὥρα θέλουν φεύγουν. Νοικιάζεις ἕνα δωμάτιο σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, δέν ξέρεις ποιός εἶναι στό διπλανό σου δωμάτιο· οὔτε πότε ἦρθε ὁ διπλανός σου ὁ γείτονας, οὔτε πότε θά φύγη. Τίποτα! Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει καταλήξει νά εἶναι ἕνα, θά λέγαμε, εὔσχημο ξενοδοχεῖο. Εὔσχημο ξενοδοχεῖο!
Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά, νά μοῦ τό συγχωρέσετε, ξέρω θά μέ κακίζετε, ἀλλά θά τό πῶ: Κι ὅλα αὐτά ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω. Ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω! Ξέρω, ὑπάρχουν κυρίες δεσποινίδες πού ἐργάζονται ἔξω. Τό ξέρω, ἀλλά μπορῶ ὃμως νά μή τό πῶ αὐτό; Μπορῶ νά μήν τονίσω κάτι τό ὁποῖον ὑπάρχει καί εἶναι μία πληγή τῆς ἐποχῆς μας καί ἡ ὁποία κατέστρεψε, καί καταστρέφει, καί διαρκῶς περισσότερο καταστρέφει, αὐτήν τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ;
Ὅταν λείπη ἡ μητέρα ἐργαζόμενη ἔξω, φεύγει τό πρωί κι αὐτή μέ τόν ἄνδρα της, τώρα τά παιδιά πῶς θά εἶναι μέσα ἐκεῖ; -Κι αὐτά φεύγουν στό σχολεῖο…- Τί ὥρα θά γυρίση ὁ σύζυγος; Τί ὥρα θά γυρίση ἡ σύζυγος; Κουρασμένη τί νά ἑτοιμάση; Ἀκαταστασία! Ἐκείνη ἡ θαλπωρή τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ζεστασιά ἀμέσως… Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο, πού τά παιδιά μας σήμερα ἤ οἱ ἄνθρωποί μας νά πᾶνε στή Γερμανία νά δουλέψουνε; Ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες! Αὐτή ἡ τάσις μεταναστεύσεως ἡ ὁποία -δόξα τῷ Θεῷ!- ἔχει κοπάσει. Φεύγει ὁ σύζυγος καί μένει ἡ γυναῖκα στό σπίτι μόνη της μέ τά παιδιά· ἤ φεύγουν τά παιδιά, πᾶνε μακριά· ἤ οἱ σπουδές· οἱ ὁποῖες σπουδές, Ἰταλία, Γερμανία, ἀτέλειωτες. Χρόνια περνοῦν, χρόνια ἔρχονται, χρόνια φεύγουν, καί πτυχίο δέν φαίνεται. Οἱ πιό πολλοί δέν παίρνουν πτυχίο. Μπερδεύονται ἐκεῖ, παντρεύονται· ἀκαταστασία, μεγάλη ἀκαταστασία! Κι ἔτσι ὅλα αὐτά σήμερα ἔχουν ἀποδιοργανώσει τό σπίτι, τήν οἰκογένεια. Σήμερα δέν συναντᾶς μέσα στό σπίτι, παρά σέ λίγες περιπτώσεις, ἐκείνη τή θαλπωρή, τή ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ.
Ἐδῶ τώρα ἡ ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ ἀμέσως γίνεται αἰσθητή. Καί λέγει: «ἔκλαυσε δέ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί εἶπε πρός Τωβίτ, τί ἐξαπέστειλας τό παιδίον ἡμῶν;» Τί τό ἔστειλες τό παιδί μας; Τί τό ἔστειλες; «ἤ οὐχί ἡ ράβδος τῆς χειρός ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτόν καί ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν;» (Τωβ. 5, 18) Γιά μᾶς δέν εἶναι τό ραβδί μας, τό ἀκουμπιστήρι μας -μεταφορικά-, ἡ ἐλπίδα μας, τό στήριγμά μας, ἡ ἐλπίδα τῶν γηρατειῶν μας; Τί τό ἔστειλες τό παιδί τώρα μακριά νά πάη νά χαθῆ; «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι, ἀλλά περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο» (Τωβ. 5,19) Εἶναι παροιμία αὐτό, ἔκφρασις εἶναι: «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι». Κατά λέξιν θά πῆ «τά λεφτά στά λεφτά νά μή φτάσουν». Δηλαδή θέλει νά πῆ ὅτι τσιμέντο νά γίνουν καί τά λεφτά καί ὅλα· δέν θά θέλαμε τίποτε. «ὡς γάρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρά τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανόν ἡμῖν ὑπάρχει» (Τωβ. 5, 20) Αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ζοῦμε, μᾶς εἶναι ἀρκετό. Δηλαδή εἶναι αὐτή ἡ αὐτάρκεια τοῦ σπιτιοῦ πού δέν θέλει, γιά νά αὐξηθοῦν τά ἔσοδα, κάποιο μέλος του νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό σπίτι. Τό προσέξατε;
Λυποῦμαι πού θά πῶ ὅτι αὐτά τά πάρα πολύ ὡραῖα, τά γεμάτα εὐαισθησία ἀνήκουν σέ μία -δυστυχῶς!- παρωχημένη ἐποχή. Ὂχι πάρα πολύ παρωχημένη ἐποχή, ὄχι τόν καιρό πού γραφόταν τό ἱερό κείμενο αὐτό. Ὂχι τότε, πού ἔχομε τήν Ἀσσυριακή αἰχμαλωσία τόν ἕβδομο αἰῶνα π.Χ. Ὂχι· δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω· μόλις… μόλις δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω. Αὐτή ἡ ἐποχή θεωρεῖται παρωχημένη, περασμένη πιά. Δυστυχῶς! Ὡραία ἐποχή! πού τό σπίτι πονάει ὅλα τά μέλη του. Καί προτιμάει νά ζῆ μέ λιτότητα καί μέ αὐτάρκεια, παρά νά ἔχη πολλά ἀγαθά καί νά λείπουν τά μέλη τῆς οἰκογενείας σκορπισμένα σάν τοῦ λαγοῦ τά παιδιά.
«Καί εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ» τῆς ἀπαντᾶ ὁ Τωβίτ «μή λόγον ἔχε ἀδελφή» μή λές κουβέντες, ἀδελφή «ὑγιαίνων ἐλεύσεται καί οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν» (Τωβ. 5, 21) Θά γυρίση καλά καί θά τόν δοῦν τά μάτια σου. «Ἂγγελος γάρ ἀγαθός συμπορεύσεται αὐτῷ, καί εὐοδωθήσεται ἡ ὁδός αὐτοῦ, καί ὑποστρέψει ὑγιαίνων, καί ἐπαύσατο κλαίουσα.» (Τωβ. 5, 22) Καί τοῦτο διότι Ἂγγελος ἀγαθός, λέγει, θά τόν συνοδεύη καί θά γυρίση καλά. Μήν ἀνησυχεῖς. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Εἶναι αὐτό πού λέμε ὅταν βρεθοῦμε σέ μία πολύ μεγάλη ἀνάγκη. Τί νά κάνωμε; ὁ πατέρας τυφλός· ….. οὐσιαστική παρηγορία. Διάβαζα εἰς τόν Προφήτη Ἱερεμία «περί παρακλήσεως ματαίας». Ἐδῶ δέν ἔχομε ματαία παράκλησιν· ἀλλά τί; οὐσιαστικήν. Διότι Ἂγγελος θά εἶναι μαζί του, καί θά γυρίση καλά. Καί τότε ἐκείνη παρηγορήθηκε πραγματικά, ἡ μητέρα, καί ἐσταμάτησε νά κλαίη.
Ἐνῶ γίνεται ἡ σκηνή αὐτή μέσα εἰς τό σπίτι, ἔχομε τώρα μία δεύτερη σκηνή. Εἶναι ἡ σκηνή τῶν ὁδοιπόρων μας, πού πηγαίνουν στό ταξίδι τους. Καί λέγει εἰς τό ἕκτο κεφάλαιο, πού τό ἀρχίζομε τώρα, ὅτι «οἱ δέ πορευόμενοι τήν ὁδόν ἦλθον ἑσπέρας εἰς τόν Τίγριν ποταμόν, καί ηὐλίζοντο ἐκεῖ». (Τωβ. 6, 1) Ὅταν ἔφυγαν ἀπό τήν Νινευή- Ἐκεῖ ἔμεναν, εἰς τήν Νινευή- ὅπως θά ξέρετε ἡ Νινευή εἶναι χτισμένη ἐπάνω εἰς τόν Τίγριν ποταμό. Ἀλλά ἐδῶ, γιά νά πᾶνε εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἀφοῦ θά περνοῦσαν βεβαίως ἀπό τά Ἐκβάτανα, θά ἐστρέφοντο σέ μία εὐθεία γραμμή εἶναι βορειοανατολικά· ἀλλά ὁ δρόμος ὅμως ἤτανε κατά τέτοιο τρόπο, πού φεύγοντας ἀπό τήν πόλι, ἔπρεπε νά κατευθυνθοῦν ἀνατολικά καί μετά νά στραφοῦν βορειοανατολικά. Καί ἐδῶ πού λέει ὅτι ἔφτασαν τό ἀπόγευμα (βραδάκι), ἔφτασαν εἰς τόν Τίγρι, δέν ἐννοεῖ βεβαίως τόν Τίγρητα ὁ ὁποῖος εἶναι δίπλα στήν πόλι, τήν ὁποία καί ἄφησαν, ἀλλά ἐννοεῖ ἤ τόν μικρόν ἤ τόν μεγάλον ποταμόν Δαῦ πού εἶναι παραπόταμος τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ.
Ἔτσι λοιπόν ἔφτασαν ἐκεῖ καί «παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι» (τό «κλυ» μέ υ). Ὅλη μέρα εἴχανε σκονιστεῖ. Τότε οὔτε δρόμοι ὑπῆρχαν, οὔτε καί ἡ ὑπόδησις, τά παπούτσια, ἤτανε ἱκανά, ἀρκετά. Ἀλλά καί ἄσφαλτος νά ἦτο, καί καλά παπούτσια νά φορούσανε, ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, περπατῶντας ὅλη μέρα σκονίζεται ὁ ἄνθρωπος. Καί φαίνεται ἦταν καί καλός καιρός, ἴσως καλοκαιράκι. Δέν μᾶς λέει τί ἐποχή ἦταν· μᾶλλον καλοκαίρι πρέπει νά ἦταν. Θέλησε νά πάη νά κάνη ἕνα μπάνιο εἰς τό ποτάμι. Καί κατέβηκε εἰς τό ποτάμι νά κολυμπήση, νά πλυθῆ ἀπό τήν σκόνη πού εἶχε ὅλη τήν ἡμέρα. Ὅπως κατέβηκε ὅμως στό ποτάμι, τότε ἀνεπήδησε ἕνα πελώριο ψάρι. Καί ἀμέσως τό ψάρι αὐτό ἄνοιξε τό στόμα του νά καταπιῆ τόν Τωβία. Τό ψάρι αὐτό πιθανότατα εἶναι λαυράκι, λαύραξ, ἀλλά μεγέθους ὅσο ἕνας ἄνθρωπος. Διότι μέχρι σήμερα εἰς τόν Τίγριτα ποταμό ὑπάρχουν τά ψάρια αὐτά. Εἶναι πολύ μεγάλα ψάρια· ἔχουν πτερύγια καί λέπια. Εἶναι ἀδηφάγα, τρώγουν τά πάντα. Ἒχουν βρεθεῖ μέσα στό στομάχι τους ἀνθρώπινα μέλη, πού σημαίνει ὅτι σπαράσσουν τόν ἄνθρωπο ὅταν μπῆ στό ποτάμι, ὅπως ὁ κροκόδειλος. Καί ἐπιπλέον ἔχουν νοστιμότατο κρέας. Αὐτά πού σᾶς εἶπα, τά ξέρομε ἀπό σύγχρονα δεδομένα· προσέξτε! ἀπό σύγχρονα δεδομένα.
Προφανῶς λοιπόν, ἕνα τέτοιο ψάρι ἤτανε αὐτό τό ὁποῖο ἀμέσως ἐπετέθη ἐναντίον τοῦ Τωβία, ὁ ὁποῖος πῆγε νά κολυμπήση. Τό παιδί τρόμαξε φυσικά· ἔβαλε τίς φωνές. Καί τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ὁ ὁποῖος -ὁ συνοδός ὁ Ραφαήλ- δέν κατέβηκε νά κάνη μπάνιο ἐκεῖνος. -Εἶχε ἀνάγκη νά κάνη μπάνιο ὁ Ἂγγελος;- Τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ἀπό τήν ὄχθη: μή φοβᾶσαι «ἐπιλάβου τοῦ ἰχθύους», πιάσε τό ψάρι. Νά πιάσης ἕνα ψάρι μήκους περίπου δυό μέτρων δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μάλιστα ἕνα ψάρι ἐπιθετικό. Ἀλλά ἐδῶ βλέπομε τό ἑξῆς. Ὅταν ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ λέγη «κάνε κάτι», σημαίνει ὅτι ὄχι τό ψάρι μποροῦσες νά πιάσης, ἀλλά καί τό ποτάμι νά στερέψης καί νά γυρίσης τή ροή του πίσω. Διότι ὁ Ἂγγελος ἐνεργεῖ κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Μή σᾶς φαίνεται λοιπόν αὐτό παράξενο. Ἔτσι, ὁ Ἂγγελος λέγοντας αὐτή τήν προτροπή εἰς τόν Τωβία, ἐκεῖνος ἀμέσως ἅρπαξε τό ψάρι τό ὁποῖο καί ἔβγαλε ἀπό τό ποτάμι ἔξω στήν ξηρά· ὁλόκληρο ψάρι! Ἀκόμη ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του ὁ Τωβίας. Δέν ρώτησε τίποτε ὁ Τωβίας «γιατί;». Ἔκανε μόνο ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ συνοδός του, καί κατόπιν ἔκοψαν ἕνα κομμάτι κρέας, τό ὁποῖον ἔψησαν ἐκεῖ εἰς τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καί κάθισαν καί ἔφαγαν.
Συνέχισαν ὅμως τό ταξίδι τους τήν ἑπόμενη πού ξημερώθηκαν. Πέρασαν οἱ ἡμέρες καί κόντευαν νά φτάσουν -ὕστερα ἀπό τό περιστατικό αὐτό, τό ὁποῖο θά παρακαλέσω νά ἐνθυμῆσθε, γιατί ἔχει κάποια σημασία- κόντευαν νά φτάσουν εἰς τά Ἐκβάτανα. Πρίν μποῦν στήν πόλι, λέγει ὁ Τωβίας εἰς τόν Ἂγγελον: «Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστίν ἡ καρδία καί τό ἧπαρ καί ἡ χολή τοῦ ἰχθύος;» ( Τωβ. 6, 7) Δηλαδή, μοῦ εἶπες νά κρατήσω αὐτά τά τρία πράγματα ἀπό τά ἐντόσθια τοῦ ψαριοῦ, γιά πές μου, γιά ποιό λόγο; Γιατί; Ποιός δηλαδή εἶναι ὁ λόγος. «Καί εἶπεν αὐτῷ» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἂγγελος «ἡ καρδία καί τό ἧπαρ, ἐάν τίνα ὀχλῇ δαιμόνιον ἤ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου ἤ γυναικός καί οὐκέτι οὐ μή ὀχληθῆ;» (Τωβ. 6, 8) Λέγει ὅτι ἡ καρδιά καί τό συκώτι, τά ὁποῖα θά πρέπη βεβαίως μέσα στήν πορεία τοῦ ταξιδιοῦ των κατά κάποιο τρόπο νά εἶχαν κάπως ἀποξηράνη, αὐτά λέγει ὅταν κανείς τά βάλη ἐπάνω σέ ἀναμμένα κάρβουνα, ἐπάνω σέ φωτιά, καί μέ τόν καπνό τοῦ συκωτιοῦ καί τῆς καρδιᾶς καπνίσει διαμονισμένον ἄνδρα ἤ δαιμονισμένη γυναῖκα, τότε τό δαιμόνιο φεύγει. Ὡς πρός δέ τή χολή, ἐκεῖνος πού θά χρίση τά μάτια ἑνός τυφλοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει λευκώματα, εἶναι τυφλός, αὐτός θά γίνη καλά.
Ἐδῶ ὅμως νά μείνωμε λιγάκι. Πιστεύω ὅτι ἴσως νά σκεφθήκατε τό ἑξῆς: ὅτι νά, πού βρήκαμε ἕνα φάρμακο μέσα στήν Ἁγία Γραφή! Κι ἄν πιστεύωμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀληθινή, τότε τό φάρμακο πρέπει νά ’ναι καί θαυμάσιο. Ξέρεις τί πάει νά πῆ, νά καπνίσης μέ ἑνός ψαριοῦ τό συκώτι καί τήν καρδιά ἕναν δαιμονισμένον ἄνθρωπο καί νά γίνη καλά; Ἤ νά βάλης τή χολή του πάνω στά μάτια ἑνός τυφλοῦ καί νά γίνη καλά; Θά λέτε ὁπωσδήποτε «θαυμασία συνταγή αὐτή!»
Λοιπόν παιδιά, ὅσα ψάρια καί νά πάρετε, καί νά πάρετε καί τά ἐντόσθιά τους, καί νά τά ἐπιθέσετε ἐπάνω σέ κάρβουνα γιά νά διῶξτε τό δαιμόνιο, δαιμόνια, ἤ νά κάνετε τυφλούς καλά, δέν θά πετύχετε ἀπολύτως τίποτε. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα αὐτά ἦταν ἕνας τρόπος, ὁ Θεός στήν εἰδική αὐτή περίπτωσι νά θεραπεύση, ὅ,τι θά θεραπεύση παρακάτω πού θά δοῦμε στήν συνέχεια τῆς διηγήσεως· διότι ἦταν κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόνο κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ὅταν εἶναι ἁπλῶς κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά πρέπει ὅμως νά δοῦμε μερικά σημεῖα πάνω σ’ αὐτό τό πρᾶγμα. Καί πρῶτον: ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιῆ ὑλικά στοιχεῖα, προκειμένου νά πετύχη μία θεραπεία ἤ ἕνα σκοπό, δέν πρέπει ποτέ αὐτό νά τό περιφρονοῦμε. Ὅπως ἐπί παραδείγματι εἶναι ὁ ἁγιασμός· πρῶτον καί κύριον καί βασικόν. Τί εἶναι ὁ ἁγιασμός; Νερό, πού τό πήραμε ἀπό τό πηγάδι, ἀπό τή βρύση. Τελοῦμε τόν ἁγιασμόν καί τώρα πιστεύομε ὅτι ἐκεῖνο τό νερό, ὅταν τό ραντίσωμε σέ ἀσθενῆ ἄνθρωπο, ματιασμένον ἄνθρωπο καί λοιπά, γίνεται καλά. Τό νερό ἔχει τίποτα; Ὅπως τό εἴχαμε τήν πρώτη φορά, ἔτσι εἶναι καί τή δεύτερη φορά. Ὅμως ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, καί ἐπειδή ὁ Θεός θέλει νά χρησιμοποιῆ καί τά ὑλικά στοιχεῖα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή λοιπόν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἐπιτυγχάνεται καί ἡ θεραπεία· ὅπως εἶναι τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου, τά λουλούδια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Ὕψωσι, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἤ τήν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως καί οὓτω καθ’ ἑξῆς. Ἕνα σωρό πράγματα ἔχομε μές στήν Ἐκκλησία, τά ὁποῖα εἶναι καθαρῶς ὑλικά καί τά ὁποῖα θεωροῦμε ἀφιερωμένα, ἁγιασμένα.
Προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἐνεφανίσθη μπροστά εἰς ἐκείνη τήν βάτο τήν καιομένη ἀλλά μή κατακαιομένη -φλεγομένη ἀλλά μή κατακαιομένη- καί ὁμιλεῖ ὁ Θεός ἀπό τήν βάτο μέ τό Μωυσῆ, καί ὁ ὁποῖος Μωυσῆς ἀμφισβητεῖ ἄν θά μπορέση νά τά βγάλη πέρα ὡς πρός τήν ἀποστολή τήν ὁποία τοῦ ἐνεπιστεύετο ὁ Θεός εἰς τήν Αἴγυπτον, διά νά ἐξαγάγη τόν λαόν ἀπό κεῖ καί νά τόν ὁδηγήση εἰς τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τοῦ λέγει γιά μία στιγμή ὁ Θεός: «Τί κρατᾶς στά χέρια σου;» Τί κρατοῦσε; Ἕνα ραβδί, μία γκλίτσα, ἕνα ποιμενικό ραβδί, διότι ἤτανε μέ τά πρόβατά του ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ στή γῆ Μαδιάμ. Καί ἐνῶ ἔβοσκε τά πρόβατα λίγο παραπέρα μές στό δάσος εἶδε αὐτό τό φαινόμενον· ἡ βάτος νά καίεται, νά φλέγεται, χωρίς νά κατακαίεται καί εἶπε: «τί περίεργο πρᾶγμα εἶναι αὐτό, γιά νά πάω νά δῶ μέχρις ἐκεῖ τί εἶναι αὐτό;» Ἄφησε τά πρόβατα καί πῆγε μέ τό ραβδί του. Καί τότε τοῦ λέει ὁ Θεός: «τί εἶναι αὐτό πού κρατᾶς;» καί λέει ὁ Μωυσῆς «ἡ ράβδος». Καί λέγει ὁ Θεός: «μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης, θά ἐπιφέρης, δέκα πληγές εἰς τόν Φαραώ. Μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης τά πάντα.» Καί πράγματι, ἐκτός ἀπό τίς δέκα πληγές πού ἐπέφερε ὁ Μωυσῆς εἰς τόν Φαραώ μέ τό ραβδί του, σᾶς θυμίζω καί τήν περίπτωσι πού τό πέταξε κάτω κι ἔγινε φίδι μπροστά στό Φαραώ. Πετάει τό ραβδί κάτω καί γίνεται δράκων, φίδι.
Ἀλλά θά θυμίσω δυό ἄλλα πολύ σημαντικά. Ὅταν ἔφτασαν πρό τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ὁ Μωυσῆς κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἐκτύπησε τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί τό νερό χωρίστηκε κι ἔγινε ξηρά μία λουρίδα, μία διάβασις, καί πέρασαν ἀπό κεῖ οἱ Ἑβραῖοι. Ὅταν χτύπησε ὁ Μωυσῆς τό νερό, τό χτύπησε -ἐδῶ μπροστά ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, εἶναι δυτικά τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς Αἰγύπτου, ἀπέναντι εἶναι ἡ Ἀραβία· λοιπόν, ἔτσι μπροστά τους εἶναι ἡ Ἐρυθρά θάλασσα- ἐχτύπησε μέ τό ραβδί του μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν, κάθετα πρός τήν θάλασσα κι ἔγινε ἀμέσως ξηρά καί πέρασαν. Ὅταν ἔφτασαν ἀπέναντι, ξαναχτύπησε μέ τό ραβδί του ὁριζόντια ὡς πρός τήν Ἐρυθρά θάλασσα, μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, καί τότε τό νερό ἑνώθηκε καί ἔπνιξε τούς Αἰγυπτίους.
Λίγο παρακάτω πού δέν εἶχαν νερό οἱ Ἑβραῖοι, μέ τό ραβδί του ἐχτύπησε τό βράχο καί ἐβγῆκε νερό καί ἤπιε ὁ λαός.
Ἐρώτησις: «τό ραβδί ἦταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἄνοιξε τήν Ἐρυθρά θάλασσα κι ἔγινε ξηρά, καί πού χτυπήθηκε ὁ βράχος κι ἔβγαλε νερό γλυκό καί ἤπιαν οἱ Ἑβραῖοι;» Τό ραβδί ἤτανε; Ὄχι! Τί ἦταν; Ἦταν ὁ Θεός! Ἀλλά ὁ Θεός γιά νά κάνη ἕνα θαῦμα εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἕνα ποιμενικό ραβδί ἑνός ἀνθρώπου; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖον μπορεῖ νά τεθῆ. Καί τίθεται. Μάλιστα ἂν τό θέλετε, τίθεται ἀπό τούς Προτεστάντες αὐτό. Ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπό τούς Ἁγίους του νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τά ὑλικά πράγματα νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἀπό τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου; Ἀπό τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ; Ὁ Θεός δέν δεσμεύεται ἀπό τίποτε καί ὁπωσδήποτε δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ γιά νά κάνη τό θαῦμα νά περάσουν οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα.
Ἀλλά προσέξτε! ποιός ἔκανε τόν κόσμο; Τόν ὑλικόν κόσμον ποιός τόν ἔκανε; Τόν ἔκανε ὁ Θεός καί συνεπῶς εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· καί μέσα στή σωτηρία μπαίνει καί ὁ ὑλικός κόσμος. Πρῶτον ὡς μέσον γιά τή σωτηρία καί δεύτερον ὡς σκοπός ἡ σωτηρία· δηλαδή πρῶτα πρῶτα ὡς μέσον.
Καί ἀφήνω τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ κι ἔρχομαι εἰς τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεός γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο, νά γίνη ἄνθρωπος; Δέν μποροῦσε νά τόν σώση κάτ’ ἄλλον τρόπον; Φέρ’ εἰπεῖν, λέγει εἰς τούς ἀνθρώπους «τώρα σᾶς συγχωρῶ κι ἔρχεσθε στήν Βασιλεία μου», καί δέν μεσολαβεῖ ἡ ἐνανθρώπησις. Εἶχε ἀνάγκη νά γίνη ἡ ἐνανθρώπησις; Ἀδυνατοῦσε ὁ Θεός νά γίνη κατ’ ἄλλον τρόπον ἡ σωτηρία;
Ἀλλά, ὄχι. Τήν κτίσιν τήν ἔκανε ὁ Θεός καί χρησιμοποιεῖ τώρα τήν ἀνθρωπίνη φύσιν, τό σῶμα πού πῆρε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία, ὡς μέσον, ὡς τρόπον, νά σωθῆ ἡ κτίσις. Ἡ κτίσις χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Θεό γιά νά σωθῆ ἡ κτίσις. Καί τοῦτο διότι δέν εἶναι ἔξω ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἡ κτίσις. Διότι ὁ Θεός Γιαχβέ, ὁ Θεός Κύριος, ταυτίζεται μέ τόν Θεόν δημιουργόν. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ δημιουργός καί ἄλλος ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ὁ ἴδιος. Καί ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος, δέν μπορεῖ νά ἐξαιρέση ἀπό τή σωτηρία τήν κτίσιν, μέ ἄλλα λόγια τήν ὕλην.
Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ τήν ὕλη. Τό πελώριον ἐπιχείρημα ποιό εἶναι; Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θά λέγαμε ὅμως ἐκείνη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ ἤτανε πού ἔσωσε; Δέν ἦταν αὐτή αὕτη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἀλλά ἡ Θεία φύσις πού ἐνοικοῦσε, κατοικοῦσε, μέσα εἰς τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι καί ἐδῶ, δέν εἶναι οὔτε ἡ χολή, οὔτε ἡ καρδιά, οὔτε τό συκώτι τοῦ ψαριοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός, πού θέλει μέ τόν ὑλικόν αὐτόν τρόπον νά ἐπιφέρη θεραπεία.
Τώρα τό καταλάβατε; Μή λοιπόν πῆτε: «βρήκαμε μία συνταγή καί ἔτσι θά πᾶμε νά βγάζωμε τά συκώτια τῶν ψαριῶν καί τά λοιπά, καί τά λοιπά». Εἶναι εἰδική περίπτωσις.
Ἀλλά ἀκόμη κάτι ἄλλο. Στήν Καινή διαθήκη -γιατί πρέπει νά τό κατοχυρώσωμε αὐτό- ἐνθυμεῖσθε ὁ Χριστός, ὅταν πῆγε ἕνας τυφλός προκειμένου νά τόν θεραπεύση, τί τοῦ ἔκανε; Ἔφτυσε χάμω, ἔκανε πυλό, λάσπη, λασπίτσα· πόση λασπίτσα; ὅση μπορεῖ νά κάνη κανείς μέ ἕνα φτύσμα· καί μέ ἐκείνη τή λασπίτσα ἔχρισε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ λέγει: «πήγαινε νά πλυθῆς εἰς τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.» Ὅταν πλύθηκε, ἔμεινε ἐπάνω ἡ λάσπη; Ἔφυγε ἡ λάσπη. Συνεπῶς θά λέγαμε, ὅταν πλενόμενος τά μάτια του ἄνοιξαν, ἡ λάσπη τοῦ ἄνοιξε τά μάτια; Ὄχι! Ἐκεῖνος πού ἔβαλε τή λάσπη στά μάτια κι ὄχι ἡ λάσπη. Ἀλλά γιατί ἔβαλε ὅμως λάσπη ἐπάνω στά μάτια; Γιά πολλούς λόγους. Πρῶτα πρῶτα νά δείξη τήν ταυτότητά του ὁ Χριστός. Ὅτι ἐκεῖνος πού πῆρε χῶμα ἀπό τήν γῆν νά πλάση τόν ἄνθρωπον εἶναι ὁ Ἴδιος πού τώρα ἀνοίγει τά μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε τήν ταυτότητά του. Ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὅτι πίσω ἀπό τήν ὕλη εἶναι ὁ Κύριος τῆς ὕλης, ὁ Θεός· καί ὅτι ἐνεργεῖ διά τῆς ὕλης· δέν θαυματουργεῖ ἡ ὕλη, ἀλλά θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῆς ὕλης.
Ἀκόμη ὁ Θεός θέλει νά μετέχη καί ἡ ὕλη στή σωτηρία. Στό προηγούμενο θά σᾶς ἔλεγα τό χαλκοῦν ὄφιν. Κλασικό παράδειγμα. Θά τό πάρω κι αὐτό, γιατί θά συνδέση μέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἐνθυμεῖσθε τόν χαλκοῦν ὄφιν, τό χάλκινο φίδι, στήν ἔρημο, πού ὅποιος τό ἔβλεπε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι πάνω στό κοντάρι δέν πέθαινε ἀπό τά δείγματα, τά δαγκώματα, τῶν ὀχιῶν; Τί; θά πιστεύατε ὅτι εἶχε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι τίποτα; Ὄχι! Τίποτα· ἦταν ἁπλῶς ἕνα χάλκινο φίδι. Πήρανε χαλκό, τό ἔλιωσε ὁ Μωυσῆς σέ ἕνα καλούπι, ἔκανε ἕνα φίδι -ψεύτικο ἦταν, χάλκινο- τό κρέμασε ἐπάνω σέ κοντάρι καί τίποτα ἄλλο. Ἐκεῖνο ἦταν θαυματουργόν; Ἄπαγε! ἄπαγε! Ἦταν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι ὁ Θεός εἶπε νά γίνη αὐτό.
Ἀργότερα τό φίδι αὐτό φυλάχθηκε, ὅπως ἕνα σταμνί χρυσό μέ μάνα ἀπό τήν ἔρημον. Φυλάχθηκε τό ραβδί τοῦ Ἀαρῶν, οἱ πλάκες μές στήν κιβωτό· τά ἐνθύμια της ἐρήμου! τά ἐφύλαξαν αὐτά. Ἦταν τά μεγάλα σύμβολα καί τά ἱερότερα τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνάμεσα στά σύμβολα πού εἶχαν φυλάξει, ἤτανε καί τό χάλκινο φίδι. Καί στήν ἐποχή τοῦ Βασιλέως Ἐζεκία, δηλαδή ὕστερα ἀπό ἑπτά περίπου αἰῶνες μετά -περίπου- σιγά σιγά ὁ λαός ἔχασε τήν ἔννοια τῆς παρουσίας, τῆς ἀξίας, τοῦ χάλκινου ἐκείνου φιδιοῦ· ὅτι πίσω ἀπό αὐτό εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔπαιρνε τό φίδι αὐτό καί ἔκανε -τί ἔκανε!- προσπαθοῦσε νά κάνη διάφορες πράξεις θεραπείας καί τά λοιπά. Ὁπότε αὐτό ἦταν πρᾶξις μαγείας. Προσέξτε! πρᾶξις μαγείας! Γι’ αὐτό ὀρθότατα τί ἔκανε ὁ Ἐζεκίας ὁ Βασιλιάς; ὀρθότατα! Ἐπῆρε τό χάλκινο αὐτό φίδι καί τό ἔκανε κομμάτια καί τό πέταξε. Αὐτό τό θαυμάσιο ἐνθύμιον ἀπό τήν ἔρημον -ναί, ναί!- δέν εἶχε πιά θέσιν, ἦταν ἐπικίνδυνο πλέον, διότι ἐγίνετο ἀντικείμενον μαγείας. Καί τώρα τό ἴδιο ἀντικείμενο -τό ἴδιο ἀντικείμενο!- ἐνῶ εἶναι ἀντικείμενον πού ἐπενεργεῖ θεραπεία γιατί τό θέλει ὁ Θεός, τό ἴδιο γίνεται ἀντικείμενον μαγείας ….. ἡ μαγεία ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα διαθέτει ἡ Ἐκκλησία! διότι στήν Ἐκκλησία μέσα ὅ,τι διατίθεται ἀπό πίσω εἶναι ὁ Θεός, ἡ δύναμίς Του· ἐνῶ στή μαγεία εἶναι ἡ δύναμις τοῦ σατανᾶ.
Ἔτσι, ὅταν ἔπαιρναν τό φίδι τό χάλκινο οἱ Ἑβραῖοι νά κάνουν διάφορες θεραπεῖες, δέν ἦταν αὐτό θέλημα Θεοῦ· γιατί ὁ Θεός εἶχε πεῖ μόνο τότε στήν συγκεκριμένη περίπτωσι νά γλιτώσουν ἀπό τά φίδια εἰς τήν ἔρημο καί ποτέ ἄλλοτε. Ὡς ἐνθύμιον κράτησέ τό, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι τώρα δύνασαι νά τό μεταβάλλης σέ πρᾶξιν μαγείας· διότι ἐκεῖ μετεβλήθη, σέ πρᾶξι μαγείας.
Γιά νά μήν πῶ κάτι ἄλλο, ἄν καί δέν εἶναι πάρα πολύ, πάρα πολύ συναφές, ἀλλά σέ παράλληλο κύκλο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔσπασε… ἔσπασε… -προσέξτε!- ἔσπασε τίς πλάκες γιά ἕναν ἀνάξιο λαό, δέν θύμωσε ὁ Θεός γι’ αὐτό· ἀλλά γιά κάτι πού εἶναι πολύ πλησίον στό θέμα μας, εἶναι τό χρυσό μοσχάρι. Ξέρετε ὅτι ὁ Ἀαρῶν ἐμάζεψε τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια καί τά λοιπά κι ἔκανε τό χρυσό μοσχάρι; Τό ξέρετε ὅτι αὐτό τό συνέτριψε ὁ Μωυσῆς, καί τό ἔκανε σκόνη, καί τό πέταξε στό νερό μέσα; Ἀλλά προκειμένου νά φτιάξη τήν κιβωτό τῆς διαθήκης πάλι πῆρε ἀπό τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν κι ἔκανε τήν κιβωτό.
Ἡ μία περίπτωσις χρησιμοποιεῖται γιά νά γίνη ἡ Κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἀντικείμενον πολλῆς λατρείας· διότι ἡ κιβωτός τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό χρυσό δηλαδή κιβώτιο πού εἶχε μέσα τίς πλάκες, ἐθεωρεῖτο τό ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ. Καί ὑπάρχει ἕνας στίχος πού λέει: «προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ». Τί λέγει; Προσκυνεῖτε.
Ἀντιθέτως ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, τῶν γυναικῶν τά χρυσαφικά, τό χρυσό μοσχάρι ὁ Μωυσῆς τό κατέστρεψε. Γιατί; Διότι ἡ κιβωτός ἀντιπροσώπευε τόν ἀληθινόν Θεό· τό μοσχάρι ἀντιπροσώπευε σκοτεινές δυνάμεις, τόν διάβολο.
Ἔτσι καί ἡ εἰκόνα. Δέν λατρεύομε τήν εἰκόνα· οὔτε τό ξύλο, οὔτε τή μπογιά πού μᾶς κατηγοροῦν οἱ χιλιασταί ἤ οἱ Προτεστάντες. Ἁπλούστατα ἡ εἰκόνα ἔχει ἀντικείμενον, ἔχει ἀντίκρισμα· εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός -παίρνομε δηλαδή τήν περίπτωσι, γιατί ἐκεῖ εἶναι τό ἐπίμαχον θέμα- εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε. Βλέπετε λοιπόν πόσο σπουδαῖα εἶναι ὅλα αὐτά τά πράγματα;
Ἀκόμη μία πρᾶξις τέτοια, πού εἶναι θέλημα Θεοῦ -θά τό δοῦμε στή συνέχεια τῆς διηγήσεώς μας- πρέπει νά συνοδεύεται καί μέ προσευχή καί μέ νηστεία καί μέ ἐγκράτεια. –Θά τά δοῦμε αὐτά ὅταν θά φτάσωμε σέ ἕνα ἤ δυό σημεῖα.-
Ἀλλά κλείνοντας αὐτή τή σημείωσι πού ἔκανα γιά τό θέμα τῶν ἐντοσθίων τοῦ ψαριοῦ, σᾶς σημειώνω ὅτι ὁ διάβολος, ὁ πολυτεχνίτης διάβολος, ὁ παμπόνηρος ὁ ὁποῖος ἔχει αἰῶνες πάνω στήν ράχη του πονηρίας, ἔχει καταφέρει κάτι ἄλλο. Φυσικά δέν εἶναι καινούριο εἶναι πολύ παλιό, εἶναι ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά δυστυχῶς εἰς τήν Καινή Διαθήκη στό σημεῖο αὐτό ὁ διάβολος κάνει θραύσι. Τί κάνει; Κάνει μίξι ἀμείκτων· μίξι ἀμείκτων. Ἄμεικτα πράγματα, πράγματα πού δέν ἀνακατεύονται, τά ἀνακατεύει. Διότι ἄν παρουσιάση κάτι καθαρά μαγικό, αὐτό δημιουργεῖ ἀποτροπιασμόν τῶν Χριστιανῶν· ἀλλά τό καθαρά Χριστιανικό ἐνοχλεῖ τόν διάβολο καί κάνει ἕνα μίγμα.
Καί ἔτσι βλέπετε, ἐκεῖ ἐμπνέει ὁ διάβολος τούς μάγους καί τούς ἀνθρώπους τοῦ σκοταδιοῦ, προκειμένου νά πετύχουν κάτι κατά μαγικό τρόπο χρησιμοποιοῦν θρησκευτικά ἀντικείμενα ἤ ἁγιασμένα ἀντικείμενα· ὅπως ἐπί παραδείγματι τόν ἁγιασμό· νά τόν πάρη ὁ μάγος καί νά τόν κάνη ἀντικείμενον μαγείας. Νά πάρη ἀκόμη τό Ἅγιον Μῦρο πού εἶναι ὑλικόν σημεῖον -ἀκοῦστε τί λέγω!- ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἦτο καί τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἦτο καί ἡ περιστερά· διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον οὔτε περιστερά εἶναι, οὔτε πῦρ εἶναι, μέ τήν ἔννοιαν πού τό εἶδαν οἱ μαθηταί, ἀλλά εἶναι ὑλικά σημεῖα παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Παίρνουν λοιπόν οἱ μάγοι καί τό Ἅγιον Μῦρο, μπαίνουν μέσα στό ἱερό καί κλέβουν τό Ἅγιον Μῦρο ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν πῶ καί τή Θεία Κοινωνία. Ἀκόμη παίρνουν τό ζέον, αὐτό πού περισσεύει στό μικρό ἐκεῖνο δοχεῖο πού βάζομε στό Ἅγιο Ποτήριο στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί χρησιμοποιοῦν πολλάκις σ’ αὐτές τίς δουλειές τούς νεωκόρους καί τίς νεωκόρισσες χρησιμοποιοῦν σ’ αὐτές τίς δουλειές τους, καί λένε «πᾶρε αὐτά τά λεφτά καί νά μοῦ φυλάξης ἐκεῖνο τό νερό τό ζεστό πού θά περισσεύση ἀπό τό ζέον, τό δοχεῖον ἐκεῖνο ἐκεῖ, τό θέλω». Καί ὁ νεωκόρος, εἴτε φιλοχρήματος, εἴτε ἄγνοια ἔχων, πουλάει αὐτά πού δέν πουλιῶνται. Καί τό παίρνουν αὐτό τό νερό καί τό κάνουν μαγικά πράγματα. Ἤ βάζουν κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νυχτερίδες ἤ… ἤ… χίλια «ἤ».
Καί ἐδῶ βλέπομε νά ἀνακατεύεται ἡ μαγεία μέ τά θρησκευτικά πράγματα. Ἀκόμη -ἄν προχωρήσω τί νά πῶ;- παίρνουν φέρ’ εἰπεῖν τήν Σύνοψιν, τήν Ἁγία Γραφή, τό Εὐαγγέλιον κυρίως παίρνουν -κυρίως τό Εὐαγγέλιον!- καί βάζουν μέσα ἕνα κλειδί καί κάνουν κλειδομαντεία. Καί βλέπετε ἐνῶ ἡ μαντεία εἶναι δαιμονικό πρᾶγμα, χρησιμοποιοῦν ὅμως τό Εὐαγγέλιον.
Ἤ ἀκόμα στό λεγόμενο ξεμάτιασμα. Ἐνῶ τό νερό μέ τό λάδι ἤ τό ἁλάτι ἤ τά ἀναμμένα κάρβουνα πού θά βάλουν εἶναι μαγική πρᾶξις -εἶναι μαγική πρᾶξις!- λένε θρησκευτικά λόγια· καί αὐτά δέ ἀνακατωμένα πολλάκις ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ λαοῦ μας κατά ἕναν περίεργο καί ἀνόητο τρόπο μάλιστα, πού οὔτε νόημα βγάζεις, οὔτε τίποτε· ἀλλά ἀνακατεμένα. Χρησιμοποιεῖται ἐκεῖ καί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς Ἁγίας Τριάδας γενικά καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων καί τά λοιπά.
Βλέπετε; Καί λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Χριστοήθεια», πού ἔχει ἕνα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στό θέμα τῶν μαγειῶν, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μαγεία εἶναι ἡ χειρότερη διότι ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καί μειγνύει, ἀνακατεύει, τά ἄμεικτα· ἐκεῖνα πού δέν ἀνακατεύονται, τά δαιμονικά, τά μαγικά μέ τά ἱερά πράγματα.
Αὐτά παιδιά, ἄς τά ἔχωμε ὑπόψιν μας διότι ὅλα βγαίνουν μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί θά πρέπη ὁπωσδήποτε νά τά γνωρίζωμε, γιά νά προσέχωμε τήν ζωή μας, νά εἶναι πνευματική ἡ ζωή μας. Γιατί πνευματική ζωή δέν θά πῆ ἁπλῶς πηγαίνω στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ ὅλος τρόπος τῆς ζωῆς μας καί οἱ ἐνέργειες τῆς ζωῆς μας ὅλες νά ἀποπνέουν ὑγείαν καί Εὐαγγέλιον· γιατί ἀλλιώτικα λέμε ὅτι εἴμεθα Χριστιανοί, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἰδωλολατροῦμε.
Ἀλλά, ἐνῶ πλησιάζουν εἰς τά Ἐκβάτανα, ἐκεῖ λέγει ὁ Ἂγγελος: «ξέρεις τώρα τί θά γίνη; Δέν πᾶμε γιά τά Ἐκβάτανα, πᾶμε γιά τούς Ράγους, ἀλλά θά κάνωμε ἕνα σταθμό στά Ἐκβάτανα, διότι ἐδῶ στά Ἐκβάτανα εἶναι μία οἰκογένεια μέ τήν ὁποία ἐσεῖς εἶστε συγγενεῖς· καί θά μείνωμε στήν οἰκογένεια αὐτή». Καί πραγματικά, ὅπως ἐξελίσσεται ἡ ὅλη ἱστορία, τό κύριον μέρος δέν εἶναι τόσο οἱ Ράγοι τῆς Μηδίας προκειμένου νά παρθοῦν τά χρήματα, ὅσο ἐκεῖνα πού θά διαδραματιστοῦν εἰς τά Ἐκβάτανα. Διότι ἐκεῖ ἦταν τό σπίτι τοῦ Ραγουήλ, πού εἶχε κόρη τήν Σάρρα, γιά τήν ὁποία εἶχε γίνει λόγος εἰς τό δεύτερο κεφάλαιον, ἐνθυμεῖσθε, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα δαιμόνιον.
Καί ἐκεῖ τώρα ἀρχίζει τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τῆς ὃλης μας ἱστορίας. Ἀλλά θά συνεχίσωμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή πρώτα ὁ Θεός.
9η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.
Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.
__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0
📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1
📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0
__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share
Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk
†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.