21 Νοεμβρίου 2024

Το κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Ἀναφορά στην ελευθερία τοῦ Ἀδάμ. Ἡ ἀπολογία τοῦ Ἀδάμ..

†.Μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, παιδιά, ἀνοίγεται ἕνας διάλογος ανάμεσα στόν Θεό καί τούς πρωτοπλάστους, αρχικά μέ τόν Αδάμ και κατόπιν μέ τήν Εὔα. Ακούει ὁ Ἀδάμ τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτώση, καί σπεύδει να κρυφτεῖ. Καί ὁ Θεός τοῦ λέει: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Ἄκουσα τήν φωνή σου· γι' αὐτό ἔσπευσα να κρυφτώ, ἐπειδή εἶμαι γυμνός. 

   «Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ' αὐτοῦ ἔφαγες;» (Γέν. 3, 11). Δηλαδή τοῦ λέει ὁ Θεός: Ποιός σοῦ ἀνήγγειλε ὅτι εἶσαι γυμνός; Μήπως ἀπό τό δένδρο ἐκεῖνο, τό μόνο πού σᾶς εἶπα τούς καρπούς του νά μή φᾶτε, μήπως ἀπ' αὐτό ἔφαγες; 

   Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, ὁ Θεός ἔστησε ἕνα δικαστήριο μέσα στον παράδεισο, καί ὑπόδικοι εἶναι ὁ Ἀδάμ, ἡ Εὔα καί ὁ ὄφις. 

   Παρατηροῦμε ἀκόμη ὅτι ἡ δίκη ἀρχίζει μέ ἐρωτήσεις, ὅπως κάθε δίκη, μέ τή διαφορά μόνο ὅτι ἐδῶ οἱ ἐρωτήσεις που τίθενται ἀπό τόν δικαστή Θεό ἔχουν μία ἠπιότητα, μία τρυφερότητα, καί ζητάει ὁ Θεός διευκρινίσεις, όπως κάθε δικαστής, για το όλο θέμα. (Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 138: «Σκόπει, ἀγαπητέ, τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερβολήν, όπως καθάπερ φίλος φίλω διαλεγόμενος, καὶ ἐγκαλῶν ὡς παραβάντι τὰ παρ᾿ αὐτοῦ ἐνταλθέντα, οὕτω πρὸς αὐτὸν τὴν διάλεξιν ποιεῖται»)

   Μήπως ἀγνοοῦσε ὁ Θεός ὅ,τι εἶχε συμβεῖ στόν Αδάμ; Ἀσφαλῶς ὄχι. Μάλιστα, ἂν θέλετε, ὁ Θεός γνώριζε πρό καταβολής κόσμου ὅτι ὁ Ἀδάμ θά ἔπεφτε. Αὐτά ὅλα εἶναι στήν αἰώνια γνώση τοῦ Θεοῦ! Καί ὁ Θεός, ἀκριβῶς ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὁ Ἀδάμ θά ἔπεφτε ἐντελῶς ἐλεύθερα στήν ἁμαρτία, γι' αυτό τελικά δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν μορφή τοῦ ἄρρενος καί τοῦ θήλεως, ὥστε νά μή ματαιωθεῖ ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ θανάτου ὡς τιμωρία τῶν πρωτοπλάστων, γιατί είχε πεῖ ὁ Θεός τήν ἡμέρα πού θά φάτε θα πεθάνετε.

   Ἀλλά ὁ Θεός, ἐπειδή προγνώριζε την πτώση, ἤδη κατασκευάζει τήν φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ἐμβίων, δηλαδή τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων, μέ τήν μορφή τῶν δύο φύλων. Καί μάλιστα εὐλογεῖ αὐτό τό σχῆμα, τοῦ ἄρρενος καί θήλεως, μόνο και μόνο γιά νά ευοδωθεῖ ὅλη αὐτή ἡ ὑπόθεση, επειδή ὁ ἴδιος, ὁ Θεός, θά γινόταν ἄνθρωπος –καί αυτό γνωστό στον Θεό πρό καταβολς κόσμου- καί θά ἐρχόταν να διορθώσει τήν ὅλη αὐτήν κατάσταση, γιά νά δικαιωθεῖ τελικά ὁ ἄνθρωπος καί νά φθάσει στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ –γιά τήν ὁποία ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, ή καλύτερα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο. (Εἶναι ἀσύλληπτη ή γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν δικό μας νοῦ. Εἰναι άπειρη, περιλαμβάνει ὅλα τὰ ὄντα, ὁρατά καί ἀόρατα, ἔσχατα καί ἀρχαῖα. Τά γνωρίζει ὁ Θεός ὅλα μέ ἀκρίβεια, σε όλο το βάθος καί τό πλάτος τους. Ὁ Κύριος γνωρίζει ἐμᾶς πριν γνωρίσουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Γνωρίζει τις διαθέσεις μας καί τήν παραμικρή μας σκέψη, τούς λογισμούς, τις αποφάσεις μας, πριν νά τίς πάρουμε. Αλλά καί πρό τῆς συλλήψεώς μας καί πρό καταβολῆς κόσμου μᾶς γνώριζε καλά. Γι' αυτό ὁ Δαβίδ θαυμάζει και φωνάζει: «Κύριε, ἐδοκίμασάς με καὶ ἔγνως με... σὺ συνήκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν... τὴν τρίβον μου... ἐξιχνίασας καὶ πάσας τὰς ὁδούς μου προείδες... σὺ ἔγνως πάντα τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα... ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα· σὺ ἔπλασας με καὶ ἔθηκας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου.» (Ψαλμ. 138, 1-5). Ὁ Θεός, ἐν τῇ παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του, γνωρίζει τα πάντα, και τα μέλλοντα να συμβούν... Γιά τόν Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ὅλα εἶναι γυμνά καί ξεσκεπασμένα ἐνώπιόν Του. «Πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ» (Εβρ. 4, 13). Ὁ Θεός, ἐν τῇ παντογνωσία Του, γνωρίζει με ὅλη τήν ἀκρίβεια, ὄχι ἁπλῶς ἀπό πριν, αλλά πρό καταβολής κοσμου. (Αγ. Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, ἐκδ. Ίερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγής, Χανιά 2015.) Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 15ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2018, σσ. 74-76, καί Τόμος Α΄, Μάθημα 12ο, Στόμιον Λαρίσης 2017, σ. 288 κ.έ.)

   Ὁ σκοπός λοιπόν τῶν ἐρωτήσεων τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν νά μάθει τί συνέβη, όπως κάνει ἕνας δικαστής στο δικαστήριο, αλλά γιά νά δώσει τήν εὐκαιρία στον Αδάμ, μέ τίς κατάλληλες βεβαίως ερωτήσεις, νά συναισθανθεῖ τήν πτώση του και να μετανοήσει. 

   Μετανόησε ὁ Ἀδάμ; Θά τό δοῦμε στη συνέχεια. 

   Τί λέει ὁ Θεός στον Αδάμ, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι κρύφτηκε ἐπειδή ἦταν γυμνός; «Τις ανήγγειλέ σοι ὅτι γυμνός εἶ;». Ποιός σοῦ ἀνήγγειλε ὅτι εἶσαι γυμνός; Δηλαδή, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πεῖ ὅτι εἶναι γυμνός; Ὑπῆρχε κανείς ἄλλος; Η Εὔα γυμνή, ὁ Ἀδάμ γυμνός, καί οἱ δύο ἔσπευσαν να κρυφτοῦν καί ἔραψαν φύλλα συκιάς να καλύψουν τη γύμνωσή τους· ποιος θα μποροῦσε νὰ τοὺς πεῖ ὅτι είναι γυμνοί, νά τούς ἀναγγείλει τη γύμνωσή τους;

   Παιδιά, κανένας. 

Αλλά τότε πως το κατάλαβαν;

   Μόνοι τους τό είδαν. Καί ἐν προκειμένῳ, ἐπειδή ἐδῶ μιλᾶμε γιά τόν Ἀδάμ, μόνος του εἶδε καί ἀντελήφθη τήν γύμνωσή του, γιατί ὑπῆρχε ἡ αἰδώς, ἡ ντροπή. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔβαλε τη ντροπή μέσα στόν ἄνθρωπο, ὥστε, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι θά συνέβαινε ποτέ κάποια πράξη ἐνοχῆς, να ντρέπεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος· καί αἱσθανόμενος αὐτήν τήν ντροπή, να προστατευθεί στη συνέχεια ἀπό ἕναν κατήφορο ἁμαρτίας. 

   Σημειώστε, ὅπως εἴχαμε πεῖ σέ ἕνα προηγούμενο μάθημα, οἱ πρωτόπλαστοι ήσαν γυμνοί «καὶ οὐκ ἠσχύνοντο», καί δέν ντρέπονταν.(Βλ. Γέν. 2, 25, καί π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Χριστιανική Ανθρωπολογία, Τόμος Γ΄, Μάθημα 33ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, σ. 216 κ.ε.) Ο Θεός όμως τούς ἔβαλε την ντροπή ἐπειδή ὅλα στον άνθρωπο θά ἔπαιρναν τόν κατήφορο, προπαντός όμως ή γενετήσια συμπεριφορά. Προσέξτε αυτό το σημείο· τον κατήφορο θά τόν ἔπαιρνε κυρίως ή γενετήσια συμπεριφορά. Καί τί δέν πῆρε τόν κατήφορο στόν ἄνθρωπο... οἱ αισθήσεις; ή νόηση; τα συναισθήματα; ή βούληση;... ὅλα πῆραν κατήφορο· προπαντός όμως –προσέξτε, θά τό πῶ για τρίτη φορά– ή γενετήσια συμπεριφορά!

   Καταλαβαίνετε λοιπόν τί θά γινόταν, ἄν δέν ὑπῆρχε ἕνας φραγμός στο θέμα αὐτό; Ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη –καί τό ἔχουμε ὡς ἱστορική εικόνα- στα Σόδομα καί τά Γόμορρα... πού δέν ντρέπονταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τίποτα, τίποτα, τίποτα! Ζούσαν σε μία φρικτή ἁμαρτία, μεγάλοι- μικροί, ανακατεμένοι! 

   Γιά νά προστατεύσει λοιπόν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν κατήφορο, ἔβαλε ἔμφυτη τήν αἰδώ, τήν ντροπή, ὥστε ἀμέσως να ντυθεῖ, ὄχι γιατί ζεσταίνεται η κρυώνει, αλλά γιατί ντρέπεται. Βλέπετε κι ένα μικρό παιδάκι, δεν ντρέπεται. Μόλις όμως αρχίσει να καταλαβαίνει μερικά πράγματα, ντρέπεται. Γιατί ντρέπεται; Εἶναι ἔμφυτο. Κι αὐτό εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἀκριβῶς γιά να παρεμποδισθεῖ ἕνα παραπέρα κατρακύλισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἕνεκα αὐτῆς τῆς ἐξαχρειώσεως στην γενετήσια συμπεριφορά του. (Βλ. Γενναδίου Κων/πόλεως, Αποσπάσματα εἰς τὴν Γένεσιν: «Ἐγὼ νομίζω τὸν Δεσπότην Θεὸν ἐνθεῖναι αὐτοῖς τὴν αἰσχύνην μετὰ τὴν παράβασιν, ὡς ἂν καὶ ταύτῃ πρὸς τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ἀνακόπτωνται ἐπίδοσιν.» (PG 85, 1637C), καί π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Ε΄, Μάθημα 58ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2021, σσ. 237-238)

   Ὁ Ἀδάμ εἶπε κρύφτηκα γιατί είμαι γυμνός. Αλλά τό εἶμαι γυμνός εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ἐκφράσεως τοῦ ντρέπομαι. Θά μποροῦσε νά πεῖ ντρέπομαι. Ἀντί δηλαδή νά πεῖ κρύφτηκα γιατί είμαι γυμνός, νά ἔλεγε κρύφτηκα γιατί ντρέπομαι. Ἔτσι, ἡ ντροπή γεννήθηκε ἀπό τήν ἐνοχή. Επειδή λοιπόν ἡ ἐνοχή θα ήταν πια μία μόνιμη κατάσταση στόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ ντροπή θά ἦταν μία μόνιμη κατάσταση.

   Τὸ αἴσθημα αὐτό τῆς γυμνότητος προηγεῖται βεβαίως ἐσωτερικά σαν μια γύμνωση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

   Σᾶς εἶπα σ' ἕνα περασμένο μας μάθημα ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι εἶχαν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· μόλις ὅμως ἁμάρτησαν Τό ἔχασαν καί ἀμέσως ἔνιωσαν αὐτήν τή γύμνωση εσωτερικά. Διότι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο· μή τό ξεχνάμε. Αυτό δίνει ζωή, ὄχι μόνο πνευματική ζωή, αλλά καί αὐτό πού λέμε βιολογική ζωή. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Τόμ. Β΄, Μάθημα 58ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2021, σσ. 233-234)

   Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τή ζωή. Ὅ,τι ζεῖ ζεῖ γιατί υπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού δίνει τή ζωή. Ξαναλέω, κάθε ζωή· ὄχι μόνο τή ζωή τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί πᾶσα πνοή που υπάρχει· κάθε πνοή σ' ὅλη τήν κτίση είναι γιατί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δίνει αὐτήν τή ζωή. Μή ξεχνᾶτε ὅτι «καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1, 2), εφέρετο πάνω ἀπό τά νερά. Γιατίἐπάνω τῶν ὑδάτων, καί ὄχι ἐπάνω τῆς ξηρᾶς; Διότι ἡ πρώτη ζωή ἐμφανίστηκε μέσα στα ὕδατα, στα νερά.

   Φανερό λοιπόν εἶναι ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπώαζε, οὕτως εἰπεῖν, τή ζωή μέσα στα νερά· εἶναι Ἐκεῖνο πού δίνει ζωή. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμ. Α΄, Μάθημα 4ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2017)

   Ἔτσι, οἱ πρωτόπλαστοι ἔνιωσαν αὐτή τή γύμνωση πρῶτα ἐσωτερικά, ὡς ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (Βλ. ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος εἰς τὴν ξηρανθεῖσα συκήν, PG 96, 581Α: «Παρακούσαντες δέ, ἐμακρύνθησαν τῆς σκεπούσης αὐτοὺς χάριτος. Ἐγυμνώθησαν τῆς πρὸς Θεὸν ἐκστάσεως καὶ θεωρίας.»)

   Ἀλλά ἄς προσέξουμε στην ερώτηση πού κάνει ὁ Θεός: «Εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ' αὐτοῦ ἔφαγες;» (Γέν. 3, 11). Μήπως ἔφαγες ἀπό αὐτό τό μοναδικό δένδρο πού σοῦ ἔδωσα ἐντολή νά μή φᾶς; Ποῦ πέφτει ὅλο τό βάρος αὐτῆς τῆς ἐρωτήσεως; τό ἀντιλαμβάνεσθε; Τό βάρος εἶναι ἐπάνω στο «τούτου μόνου». Τί σημαίνει αυτό;

   Ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «Οὐ μικρὰν ἔμφασιν ἔχει καὶ τὸ λέγειν· Τούτου μόνου» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 138). Δέν ἔχει μικρή σημασία τό ὅτι ὁ Θεός τονίζει αὐτό τό σημεῖο στήν ἐρώτησή Του. Γιατί τονίζει το ἀπό αὐτό μόνο πού σᾶς εἶπα νά μή φάτε φάγατε; Γίνεται σαφής υπαινιγμός τῆς ἐλευθερίας που απολάμβανε ὁ Ἀδάμ, καί ὅτι ὁ περιορισμός πού εἶχε θέσει ὁ Θεός στους πρωτοπλάστους ήταν μηδαμινός.

   Σάν νά τούς ἔλεγε: Είχατε ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου νά ἀπολαύσετε, ὅλα ἦσαν δικά σας· ἕνα μόνο δένδρο σᾶς εἶπα νά μή δοκιμάσετε. Ἄρα εἴχατε ἐλευθερία. Αλλά ἡ ἐλευθερία σας ήταν κάτω ἀπό ἕναν ὅρο· ὁ ὅρος αὐτός ἦταν ἐξαιρετικά μικρός, μηδαμινός. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι τό δένδρο ἦταν μηλιά –δέν τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Μήπως δέν εἶχε κι ἄλλες μηλιές ὁ κήπος; ὁ παράδεισος; Γιατί τάχα θά ἔπρεπε νά δοκιμάσει κανείς ἀπό τό συγκεκριμένο δένδρο;

   Ἔτσι βλέπουμε σαφῶς ὅτι ἡ ἐλευθερία τους ταν εξαρτημένη· ἀλλά ἦταν τόσο εξαρτημένη, πού σάν νά μήν ἦταν, διότι ὁ περιορισμός ήταν μηδαμινός, ὅπως θὰ δοῦμε καί λίγο πιο κάτω.

   Ρωτάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Μὴ γὰρ ἐστενοχώρησά σου, φησί, τὴν ἀπόλαυσιν; Οὐχὶ πᾶσαν ἄδειάν σοι παρέσχον, καὶ πάντων τῶν ἐν τῷ παραδείσῳ τὴν ἐξουσίαν δεδωκώς;» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 138). Μήπως σου στέρησα τήν ἀπόλαυση; Δὲν σοῦ πρόσφερα όλη την άνεση, καί δέν σοῦ ἔχω δώσει τήν ἐξουσία όλων όσων ὑπάρχουν μέσα στον παράδεισο; Εγώ σοῦ τήν ἔδωσα τήν ἐξουσία αὐτή. Γιατί λοιπόν πήγες ἐκεῖ πού σοῦ εἶπα ἕνα ὄχι;

   Πραγματικά, παιδιά, είναι ακατανόητο μυστήριο ή ἐλευθερία!

   Αλλά γιατί τέθηκε αὐτός ὁ περιορισμός; Πρίν σᾶς πῶ γιατί τέθηκε ὁ περιορισμός (παρότι ἀρκετά ἔχουμε πεῖ μέχρι τώρα στα μαθήματά μας για τήν ἐλευθερία πού ὁ Θεός έδωσε στους πρωτοπλάστους, πού τούς δημιούργησε μάλιστα κατ᾿ εἰκόνα δική Του)(Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Τόμ. Β΄, Μάθημα 17ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2018) θά ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι πολλοί νομίζουν ὅτι ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων ήταν αὐτός ὁ περιορισμός που τέθηκε. Απεναντίας, ὄχι μόνο δέν ἦταν ἡ αἰτία τῆς πτώσεως αυτός ο περιορισμός, αλλά αυτός τέθηκε, ὅπως θὰ δοῦμε, σαν μια πρόληψη ἑνός ανεπανόρθωτου κακού. Θέλησε να προλάβει ὁ Θεός ἕνα κακό πού θά γινόταν, ἀλλά κακό ανεπανόρθωτο. Ἐνῶ ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων δέν ἦταν ἀνεπανόρθωτο κακό αλλά επανορθώσιμο.

   Γιά νά τό καταλάβετε, θά σᾶς πῶ ἕνα ἐπιχείρημα ἀπό τό λεγόμενο γλωσσικό θέμα τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας. Ὅπως θα ξέρετε, ἕνα προσεχές βῆμα, όπως  φημολογεῖται, ἔτσι λένε, μετά τό μονοτονικό σύστημα θὰ πᾶμε στο ατονικό, καί μετά τό ἀτονικό θά πᾶμε στήν φωνητική ορθογραφία. Τουλάχιστον ἐγώ κατέχω στη βιβλιοθήκη μου δύο βιβλία με αυτή τή γραφή, τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας.

   Φωνητική ορθογραφία είναι να γράφουμε ὅπως ἀκοῦμε. Δηλαδή λέμε ἔχω, καί γράφουμε έχο (ἔψιλον, χι, όμικρον). Ἄν ἔχουμε δυό γράμματα, ὅπως εἶναι τό ὄμικρον καί τό ὠμέγα, διαλέγουμε το συντομότερο –μή τυχόν ξοδεύουμε bic παραπάνω... Η, ἀκόμη, ἄν ἔχουμε διφθόγγους, τέτοια πράγματα, αυτά πᾶνε περίπατο! Τό ου σημειώνεται μέ ἕνα ύψιλον μόνο, σκέτο (υ), γιά νά ἀποφύγουμε να βάλουμε δύο γράμματα.

   Τό ἕνα λοιπόν ἀπ' αὐτά τά βιβλία πού ἔχω –μία ταξιδιωτική περιπέτεια στην Αμερική– καί εἶναι γραμμένο με φωνητική ορθογραφία, ἅμα τό δεῖτε, θά παραξενευτεῖτε· θά πεῖτε ἑλληνικά εἶναι αὐτά;... Ας εἶναι. Τό ἐπιχείρημα τοῦ βιβλίου ξέρετε ποιό είναι; Ἰσχυρίζεται ὅτι μέχρι τώρα οι μαθητές του σχολείου ἔκαναν λάθη ὀρθογραφικά γιατί υπάρχουν ὀρθογραφικοί κανόνες. Ὅταν δέν θά ὑπάρχει θέμα κανόνων, δέν θά ὑπάρχει καί ἡ περίπτωση λάθους! Ἀφοῦ θά γράφονται ὅλα ὅπως τ᾿ ἀκοῦμε, τότε πιά οἱ μαθητές δέν θά κάνουν λάθη, δέν θά πέφτουν σε λάθη! Πέφτω ὅμως σημαίνει ὅτι είμαι κάπου ψηλά καί πέφτω κάτω. Ὅταν ὅμως εἶμαι κάτω στο έδαφος, που παρακάτω να πέσω; Ποῦ νά πάω, ἀφοῦ εἶμαι στό ἔδαφος, κάτω-κάτω;

   Ἔτσι κι ἐδῶ θα λέγαμε, μήπως αἰτία τῆς πτώσεως ὑπῆρξε κάποια απαγόρευση; μήπως γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι;

   Ὄχι, παιδιά, δέν εἶναι αὐτό. Φυσικά δέν γνωρίζουμε, ἄν δέν ἔπεφταν οι πρωτόπλαστοι, τί θά γινόταν. Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε μέ μία βεβαιότητα· μιλάμε με μία πιθανότητα. Ὑπῆρχε κίνδυνος, ἄν δέν ἔμπαινε αὐτός ὁ περιορισμός, οι πρωτόπλαστοι πάλι νά ἔπεφταν, ἀλλά νά ἔπεφταν από μία υπερηφάνεια. Ὅπως ἀκριβῶς ἔπεσε καί ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος ἔπεσε από μία ὑπερηφάνεια. ( Ἒπεσε «ἐκ τῆς ἄνω φωτοφορίας» (Μικρὸν Εὐχολόγιον, Α' ευχή Εξορκισμῶν μεγ. Βασιλείου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ᾿Αθῆναι 1956, σ. 262). Επεσε στόν ὁρατό κτιστό κόσμο, καί βρέθηκε σ' αὐτόν ὡς ὑπόδικος, γκρεμίστηκε! Βλ. Λουκά 10, 18. Ήσ. 14, 12. Πρβλ. Ἰωάν. 12, 31. 16, 11. Αποκ. 12, 7-9) Αυτό θα μπορούσε να συμβεῖ καί στους πρωτοπλάστους, να πέσουν από μία ὑπερηφάνεια.

   Θα μου πείτε: Τό ότι παρέβησαν τήν ἐντολή του Θεοῦ, αὐτό δέν ὑπῆρξε υπερηφάνεια ἐκ μέρους τους; Δέν ὑπερηφανεύθηκαν καί δέν σκέφτηκαν ὅτι μπορούσαν, για μια στιγμή, να γίνουν θεοί, πέρα από τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ;

   Ναί, ἀλλά μέ τήν ἑξῆς λεπτή διαφορά· ὅτι θά μποροῦσε νά εἶχαν σκεφτεί από μόνοι τους τό θέμα τῆς ὑπερηφανείας τῆς αὐτοθεώσεως. Τώρα ὅμως δέν τό σκέφτηκαν από μόνοι τους, αλλά τούς ὑποβλήθηκε από τόν διάβολο. Συνεπῶς ἡ αἰτία ἦρθε ἀπ᾿ ἔξω, ἦρθε ἀπό τον διάβολο. Τί διαφορά ὑπάρχει ἂν ἡ αἰτία ερχόταν από μέσα; Ακοῦστε τί διαφορά υπάρχει. 

   Ὁ διάβολος σκέφτηκε κάποτε το κακό. Αλλά δέν ὑπῆρξε κάποιος άλλος διάβολος πού νά τοῦ τό εἶπε· το σκέφτηκε μόνος του. Επειδή τό σκέφτηκε μόνος του, ύπῆρξε διαστροφή του προσώπου του σε βαθμό πού δέν θα μποροῦσε πιά νά μετανοήσει. Γι' αὐτό, παιδιά, ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά μετανοήσει. Γι' αὐτό καί δέν ἔγινε ἄγγελος ὁ Θεός γιά νά σώσει τους αγγέλους τους πεσμένους, τούς πεπτωκότες, αλλά ἔγινε ἄνθρωπος, ἐπειδή σ' ἐκεῖνον ἦλθε ἀπ᾽ ἔξω ὁ πειρασμός, δηλαδή παρασύρθηκε. Δεν το σκέφτηκε μόνος του τό κακό ό ἄνθρωπος, δέν ἔπαθε διαστροφή τῆς ψυχῆς του, καί γι᾿ αὐτό μπορεῖ νά θεραπευτεί. Γι' αὐτό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε ἄγγελος, ἀλλά ἐνανθρώπησε, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ὑπῆρχε αὐτή ἡ δυνατότητα να σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἕνεκα τοῦ ὅτι δέν διαστράφηκε. (Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν Ἡσαΐαν, 14, 279, PG 30, 609BC, και ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εκδ. Ὀρθ. Πίστεως 2,4, PG 94,877)

   Ὁ Θεός λοιπόν βάζει ἐδῶ τόν περιορισμό, ὥστε, ἄν ἔπεφταν οἱ πρωτόπλαστοι, νά ἔπεφταν ἀπό μία έξωτερική υποβολή –υπάρχει καί ἄλλος λόγος, πού θά δοῦμε λίγο πιο κάτω. Ὑπερηφανεύτηκαν, ναί, ἀλλά ὄχι μόνοι τους· τούς το σφύριξε ὁ διάβολος στ' αυτί αὐτό, καί ἔτσι θα μπορούσαν να διορθωθοῦν. Κοιτάξτε τη σοφία τοῦ Θεοῦ... τήν πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ! Συνεπῶς αὐτή ἡ ἀπαγόρευση, ὁ ὅρος, δέν ἦταν αἰτία να πέσουν, αλλά αἰτία να προστατευθοῦν καί τελικά να σωθοῦν.

   Θα λέγαμε ἀκόμη πώς ὁ Θεός, ἐκτός ἀπό τό ὅτι προστατεύει την κατάσταση με τον τρόπο πού σᾶς ἐξήγησα, ἔρχεται να βάλει κι έναν όρο, ἕναν περιορισμό, για να μάθει ὁ Ἀδάμ ὅτι οφείλει να ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό, αὐτός καί ἡ ἐλευθερία του.

   Ἐδῶ τώρα ἐρχόμαστε σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Επρεπε νά τό μάθει αὐτό ὁ Ἀδάμ. Ναί. Σάν νά τοῦ ἔλεγε ὁ Θεός: Κοίταξε, Ἀδάμ Μποροῦσα νά σοῦ ἀφήσω τά πάντα ἐλεύθερα. Ὅμως κάτι κρατῶ για λογαριασμό μου· καί αὐτό τό κάτι είναι τό ὅτι ἀπ' αὐτό τό δένδρο δὲν θὰ δοκιμάσεις. Αὐτό σημαίνει πώς ἡ ἐλευθερία σου μπαίνει κάτω ἀπό ἕναν περιορισμό δηλαδή εξαρτᾶσαι ἀπό μένα. Εἶναι σπουδαῖο αὐτό; Ναί.

   Ἔχουμε προσέξει, παιδιά, ὅτι μέσα σ' ὅλο τό μήκος τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὁ Θεός πάντα βάζει ἕναν όρο, ἕνα κάτι, ἕναν περιορισμό· πάντα!

   Θὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι ὅταν ἔγινε ὁ κατακλυσμός καί ἐπαναλαμβάνει ὁ Θεός τίς εὐλογίες πού εἶχε δώσει στους πρωτοπλάστους τώρα στον Νῶε καί τήν οἰκογένειά του, στα παιδιά του καί τούς ἀπογόνους του, λέει: Μπορείτε να φάτε ὅ,τι θέλετε... Κοιτάξτε ἐπανάληψη τοῦ θέματος· ὅ,τι εἶχε πεῖ καί στούς πρωτοπλάστους. Θυμᾶστε τί τούς εἶχε πεῖ; Φάτε ὅ,τι θέλετε ἀπό τόν παράδεισο, εκτός από τον καρπό τούτου τοῦ δένδρου. Τώρα στον Νῶε; Μπορείτε να φάτε ὅ,τι θέλετε, ὅ,τι υπάρχει πάνω στή γῆ καί τά ζῶα ἀκόμα μπορείτε να φάτε, εκτός από το αίμα τους. Αὐτό δέν τό εἶχε πεῖ στον Αδάμ' αυτός τρεφόταν μόνο από το φυτικό βασίλειο.

   Με την ευκαιρία, σᾶς ὑπενθυμίζω κάτι πού εἴχαμε πεῖ, (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 28ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019) ὅτι ἡ τροφή του Αδάμ, δηλαδή τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ἀπό τό φυτικό βασίλειο. Απόδειξη, ὅτι ἡ Ἰατρική συνεχῶς ἐπανέρχεται και λέει ότι η ζωική τροφή, το κρέας δηλαδή, εἶναι ἀφύσικο. Ακόμη καί τά δόντια μας δέν εἶναι κατασκευασμένα για να τρώνε κρέας. Απόδειξη ὅτι ὅταν φᾶμε κρέας, μᾶς ἐνοχλεῖ τό κρέας πού μπῆκε ἀνάμεσα στα δόντια, καί χρησιμοποιούμε τίς οδοντογλυφίδες. Οι γάτες, ξέρετε, δέν χρησιμοποιοὖν ὀδοντογλυφίδες... οὔτε οἱ σκύλοι... Προσέξτε τα δόντια τῶν δύο αὐτῶν ζώων πού σᾶς εἶπα· τό στόμα καί τά δόντια τους εἶναι κατασκευασμένα γιά νά τρῶνε κρέας· ὄχι ὅμως τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος ἀρχικά ἦταν φυτοφάγος· κατοπινά ἔγινε καί κρεοφάγος.

   Ὁ Θεός τό συγχωρεῖ, τό παραχωρεῖ, καί λέει στον Νῶε: Ἔχετε τήν εὐλογία να τρώτε κρέας. Ὅπως εὐλόγησα τό φυτικό βασίλειο, ἔτσι εὐλογῶ καί τό ζωικό· μπορεῖτε νὰ τρῶτε ὅ,τι θέλετε. Προσέξτε όμως· όταν θα τρώτε ἕνα ζῶο, ὁποιοδήποτε ζώο, δέν θά τρῶτε τό αἷμα του. Βάζει κι ἐδῶ ἕναν περιορισμό· δέν θά τρῶτε τό αἷμα του. Δηλαδή, ἅμα σφάζετε το ζώο, τό αἷμα του θά τό χύνετε, καί θά τρώτε μόνο το κρέας. (Βλ. Γέν. 9, 3-4. Λευιτ. 3, 17. 7, 25. 17, 14. Πράξ. 15, 29)

   Τί εἶχε πεῖ στούς πρωτοπλάστους; «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17). Τό ἴδιο λέει καί στόν Νῶε: Ἄν φάτε αἷμα –ζώο δηλαδή μέ τό αἶμα του–, τότε θα ζητήσω ἀπό τό χέρι τῶν ζώων τό αἷμα το δικό σας, δηλαδή μ' άλλα λόγια θα κατασπαραχθείτε ἀπό τά ζώα, ἀπό τά ἄγρια θηρία. (Βλ. Γέν. 9, 5)

   Ώστε ὁ Θεός πάντα βάζει ἕναν όρο. Γιατί βάζει αὐτόν τόν ὅρο; Κοιτάξτε ἐδῶ· δέν θά φᾶτε αμα· ζητά κάτι μηδαμινό, τιποτένιο. Το κάνει αυτό γιατί θέλει μέ αὐτόν τόν τρόπο να διδάξει τόν ἄνθρωπο ὅτι πρέπει να ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἐντολή Του, καί αὐτός καί ἡ ἐλευθερία του.

   Καί ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἑνὸς τούτου μόνου ἀπέχεσθαι ἐνετειλάμην, ἵνα εἰδέναι ἔχῃς ὅτι ὑπὸ δεσπότην εἰ καὶ ὀφείλεις ὑπακοήν τινα ἐπιδεικνύναι» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 138). Από ένα καί μόνο σου παρήγγειλα νά ἀπέχεις, γιά νά γνωρίζεις ὅτι εἶσαι κάτω από κύριο, καί ὀφείλεις να δείχνεις ὑπακοή. Σοφό καί αυτό!

   Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν καταλάβει ὅτι εἶναι μόνος του, αἰσθάνεται πολύ άσχημα. Σᾶς εἶχα πει στο παρελθόν ἕνα παράδειγμα· θά σᾶς τό ἐπαναλάβω. Ὑποθέστε ὅτι, στην ηλικία πού εἴσαστε –πού δέν εἴσαστε νήπια, αλλά ολόκληρα παιδιά–, πήγατε κάποτε ἐκδρομή στο βουνό, ἄς ποῦμε στον Ὄλυμπο. Γιά μιά στιγμή, χάνετε τούς δικούς σας καί μένετε μόνοι σας. Αρχίζει να νυχτώνει, καί φωνάζετε τούς γονεῖς σας, τούς φίλους σας, ἀλλά πουθενά ἐκεῖνοι... κανείς! Ἐν τῷ μεταξύ βλέπετε να ἔρχεται καταιγίδα ἤ χιονοθύελλα... Πείτε μου· πῶς θά νιώσετε; Φοβερά ἄσχημα! Γιατί; Γιατί αἰσθάνεστε ὅτι εἴσαστε μόνοι σας.

   Ὁ ἄνθρωπος, μέσα στο σύμπαν, ἄν δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό, αἰσθάνεται μόνος· αὐτή εἶναι ἡ μοναξιά. Θά ἔχετε ἀκούσει ἤ θά ἔχετε διαβάσει, σέ ὅλο τό μῆκος τῆς λογοτεχνίας, στα πεζά και στα ποιήματα, γι' αυτήν τη μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού τόσο πολύ τονίζεται γιατί ὁ ἄνθρωπος έχει βγάλει τόν Θεό από τη ζωή του, καί αἰσθάνεται ἔντονη τη μοναξιά. Εἶναι ἕνα αἴσθημα πού γεννάει πολλές ψυχικές αρρώστιες. Ἔχουμε λοιπόν ἀνάγκη ἀπό παρουσία, από κοινωνία, ὄχι μόνο ανθρώπων, ἀλλά καί τοῦ Θεοῦ, προπαντός τοῦ Θεοῦ.

   Σκεφτεῖτε· ἐάν ἔχω αὐτή τήν αἴσθηση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, τότε μπορῶ νά ζήσω καί στόν Ὄλυμπο. Απόδειξη; χιλιάδες ἀσκητές ἔχουν ζήσει στήν ἔρημο, χωρίς νά δοῦν στή ζωή τους ἄνθρωπο. Πῶς ἔζησαν; Τί ἦσαν; θηρία; Ὄχι είχαν τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐξαρτήσεως ἀπό τόν Θεό. 

   Θέλετε ἀπόδειξη ὅτι τό πράγμα εἶναι ἔτσι καί ὅτι δέν εἶναι ἀρκετό νά ἔχεις κοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους μόνο; Οἱ ἄνθρωποι που δεν πιστεύουν στον Θεό, παρότι ἔχουν κοινωνία μέ πλῆθος ἀνθρώπων γύρω τους, αισθάνονται μοναξιά. Κάνε παρέα όσο θέλεις μέ τούς φίλους σου, μέ τούς γύρω σου, λέμε· τό αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει. Γιατί; Είναι μεταφυσικό τό φαινόμενο· δέν είναι φυσικό.

   Γι' αὐτόν λοιπόν τόν λόγο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι ἐξαρτημένη ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω Κύριο στον Ουρανό, ο Ὁποῖος μοῦ λέει ἕνα ὄχι, ἀλλά καί ταυτόχρονα είναι Πατέρας μου, πού μέ γνωρίζει, μέ βλέπει, μέ προστατεύει. Σπουδαίο αυτό!

   Ἔτσι, ἡ ἐξαρτημένη ἐλευθερία δέν εἶναι ἀπώλεια ἐλευθερίας, ἀλλά εἶναι διάσωση ἐλευθερίας. Καί το λέμε αυτό σέ μιά ἐποχή πού μοῦ φαίνεται ότι την βγάλαμε στο σφυρί τήν ἐλευθερία! Που να ακούσουν για εξαρτημένη ελευθερία σήμερα οἱ ἄνθρωποι...

   Αυτή, ἀκόμη, ἀποτελεῖ καί διάσωση της προσωπικότητος. Μή ξεχνάμε ὅτι ἡ ἐλευθερία σε τοῦτο ἀποβλέπει· στη διάσωση τῆς ὑπάρξεως ἀλλά καί τῆς προσωπικότητος. Ὄχι μόνο τῆς ὑπάρξεως· γιατί μπορεῖ νά εἶμαι δοῦλος, καί νά διασώζω την ύπαρξη, ἀλλά νά μή διασώζω την προσωπικότητά μου. Πρέπει λοιπόν να το καταλάβουμε αὐτό.

   Ἡ ἐλευθερία, λοιπόν, ἡ ἀπό τόν Θεό εξαρτημένη, διασώζει καί τήν ὕπαρξη, διασώζει καί τήν προσωπιότητα. Ὅτι τό ἀντίθετο είναι ἀνάποδο, απόδειξη ἀποτελεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος, μέ τό νά μήν μείνει στήν ἐξαρτημένη ελευθερία αλλά να ζητήσει τήν ἀπόλυτη έλευθερία, μπήκε στην γνωστή περιπέτεια, στην περιπέτεια τῆς πτώσεως και στην περιπέτεια τοῦ θανάτου –ἄχ, αὐτός ὁ θάνατος...

   Παιδιά, μή μοῦ πεῖτε πώς επειδή έχω ήδη ἄσπρα μαλλιά, γι' αυτό καί βλέπω ὅτι εἶναι ἐγγύς ὁ θάνατος. Ὄχι βέβαια ὅτι δέν μπορεῖ νά πεθάνω καί αύριο, σήμερα, απόψε, σέ μιά ώρα, νά μήν προλάβω να τελειώσω το μάθημά μου αυτό· ὄχι γι' αυτό. Αυτό τό αἴσθημα τό ἔχω ἀπὸ ἔφηβος· ὄχι ὅμως μέ μιά απαισιόδοξη τοποθέτηση, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτή ἡ μνήμη του θανάτου δέν σ' αφήνει να πλουτίσεις, να φτιάξεις μεγάλα πράγματα, παρά μόνο ὅ,τι εἶναι ἐν Θεῷ. Προσέξτε· μόνο ὅ,τι εἶναι γιά τόν Θεό! Μπορεῖς νά φτιάξεις μεγάλα πράγματα, ἀρκεῖ νά ὑπηρετήσουν τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τότε μάλιστα,

   Σας βεβαιώνω ότι, παρότι ἀγαπῶ τα λουλούδια, καί τ' ἀγαπῶ πάρα πολύ, σας βεβαιώνω ὅτι, ἄν ἔβλεπα στο γραφείο μου ἐπάνω ἕνα βαζάκι με λουλούδια, κάτι θα με συγκρατούσε· υπάρχει ὁ θάνατος! 

   Μήν το πάρετε ὅτι εἶναι μιά στάση απαισιοδοξίας. Αὐτό τό αἴσθημα, ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος, πρέπει να μᾶς συνοδεύει σέ ὅλη μας τή ζωή, ἄν πραγματικά θέλουμε να αναπτύξουμε πνευματική ζωή· διαφορετικά ξεχνιόμαστε.

   Τί σημαίνει ἡ αἴσθηση του θανάτου; Εἶναι ἐκεῖνο τό «μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ. Σειράχ 7, 36), πού λέει ή Παλαιά Διαθήκη στη Σοφία Σειράχ· νά θυμᾶσαι ὅτι θά πεθάνεις, καί δέν θά ἁμαρτήσεις στον αιώνα. Αυτό βοηθάει στό νά μήν ἁμαρτάνουμε. Το σπουδαῖο: νά μή προσκολλόμαστε σ' αὐτόν τόν κόσμο. Τό ἀκόμη σπουδαιότερο: νά μή γινόμαστε ζητητές τῆς ἀπόλυτης ελευθερίας, αλλά τῆς ἐξαρτημένης ἀπό τόν Θεό. Εξαρτώμαι από τον Θεό, είμαι στα χέρια τοῦ Θεοῦ.

   Ὅταν ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος πέθαινε στον σταυρό, εἶπε: «πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» (Λουκά 23, 46). Τί σημαίνει στα χέρια σου παραθέτω το πνεῦμα μου; Σημαίνει ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ ἐξουσιαστής μου, εἶσαι ὁ Κύριός μου· πάρε λοιπόν τό πνεῦμα μου στα χέρια τα δικά Σου. Αν αὐτό τό ἔλεγε κάθε πιστός, Κύριε, τὸ πνεῦμα μου, την ύπαρξή μου, τήν τωρινή και τήν μελλοντική, πού μέ τήν ἀνάστασή μου θα μου δώσεις, ὅλα τά βάζω στα δικά Σου χέρια... Εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό! Παιδιά, προσέξτε το! Ξαναλέω ἄλλη μία φορά: ἡ ἐξαρτημένη από τόν Ἰησοῦ Χριστό ἐλευθερία διασώζει ύπαρξη και προσωπικότητα!

   Αλλά επειδή ὁ Ἀδάμ ζήτησε αλλότρια, ξένα πράγματα, επειδή ζήτησε απόλυτη ελευθερία, ἦλθε ἡ πεῖρα, ἡ γεύση αὐτῆς τῆς χειραφετημένης του καταστάσεως. Και λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἰδοὺ διὰ τῆς πείρας ὧν πέπονθας, ἔμαθες ὅσον τῆς συμβουλῆς ἐκείνης τὸ ὀλέθριον.» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 138). Από τήν πεῖρα αὐτῶν πού ἔπαθες, ἔμαθες πόσο καταστρεπτική ἦταν ἡ συμβουλή ἐκείνη γιά τήν ἀπόλυτη ελευθερία, γιά τήν αὐτοθέωση.

   Ξέρετε, παρακάτω –θά τό δοῦμε σ' ένα μεταπροσεχές μάθημά μας– λέει ὁ Θεός: «ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἰς ἐξ ἡμῶν» (Γέν. 3, 22), νά, ὁ Ἀδάμ ἔγινε σάν ἕνας ἀπό μᾶς. Εἴδατε, εἶναι σέ Πληθυντικό ἐδῶ, γιατί μιλοῦν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος μεταξύ τους. (Περισσότερα για κάποιους μυστηριώδεις Πληθυντικούς στην Γένεση, βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 13ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον 2018, όπως καί Νικολάου Σωτηροπούλου, Αντιχιλιαστικόν Ἐγχειρίδιον, ἐκδ. Ο Σταυρός, Ἀθῆναι 1978, σσ. 27-30) Ἔγινε σάν ἕνας ἀπό μᾶς. Μήπως εἶναι μία, θα λέγαμε, ὑψηλή εἰρωνεία; Δέν θά ἤθελα νά τό πῶ ἔτσι. Βέβαια δέν θέλω νά τό σχολιάσω τώρα, γιατί θα φθάσουμε ἐκεῖ καί θά δοῦμε τό θέμα ἀπό κοντά· ἀλλά ἐδῶ –ἄς τό ποῦμε ἔτσι– ἔχουμε μιά υψηλή ειρωνεία, πολύ λεπτή... ὅτι νά, ὁ Αδάμ αναζήτησε την απόλυτη ελευθερία, καί ἔγινε σάν ἕνας ἀπό μας, ἔγινε θεός!

   Εἶναι ὅμως ἀπό τήν ἀνάποδη πλευρά. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Πιλάτος, βλέποντας τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἐκείνη τήν ὥρα αντιπροσώπευε ολόκληρη τήν άνθρωπότητα· «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», νά ὁ ἄνθρωπος· πῶς; καθημαγμένος, καταματωμένος, και μάλιστα ντυμένος μέ τήν ψευδή πορφύρα! δηλαδή μία καρικατούρα βασίλική, ἕνα ὑποκατάστατο, μία γελοιογραφία βασιλέως, μιά κατάσταση πού δέν ἦταν αὐθεντική. Ἔτσι καταντά ὁ ἄνθρωπος πού ζητά την απόλυτη ελευθερία. 

   Προσέξτε, παιδιά· δέν χρειάζονται παραδείγματα πρακτικά· εἴσαστε μεγάλα παιδιά, καί καταλαβαίνετε. Ἐάν λέτε στούς γονεῖς σας, ἐπί παραδείγματι, ἐγώ θά κάνω ὅ,τι θέλω, θά πάω ὅπου θέλω, θα γυρίσω ὅ,τι ρα ἐγώ θέλω στο σπίτι... ἂν θέλω θα πάω στο σχολείο ἤ ὅποια ρα θέλω θά φύγω από το σχολεῖο, τότε οὔτε γράμματα θα μάθετε, οὔτε καλοί ἄνθρωποι θά γίνετε, οὔτε θα προκόψετε, αλλά θά ἐφαρμόσετε στον εαυτό σας αὐτό τό «ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἰς ἐξ ἡμῶν» εἰρωνικά, ὅπως καί τό «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», καθημαγμένοι, μέ κομμένα τα φτερά, όπως λέει καί ὁ Λαπαθιώτης σε ἕνα ποίημά του... Καί ἀφοῦ ξεκινήσαμε φουσκωμένοι σαν διάνοι, γυρίσαμε το βράδυ με καταματωμένα τα φτερά! (Βλ. Ναπολέοντος Λαπαθιώτη (1893-1943) Ποιήματα. Οι νικημένοι τῆς ζωῆς, ἐκδ. Μαλλιάρης, Αθήνα 2016: Ἐμεῖς ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι / μέ τά βασιλεμένα ιδανικά... | Κι ἐμεῖς, ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει | μόλις ὁ κάμπος είχε κοκκινίσει | με μάτια πού τά φλόγιζε ή χαρά / κι ὅλοι γεροί καί ἀγέρωχοι σαν Κροῖσου. Μά τά μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει | με καταματωμένα τα φτερά..)

   Λοιπόν, παιδιά, προσέξτε τα κηρύγματα τῆς ἀπόλυτης ελευθερίας. Ζητήστε τήν ἐξαρτημένη ἀπό τόν Θεό ἐλευθερία... ἐξαρτώμαι ἀπό τόν Θεό!

   «Καὶ εἶπεν ὁ Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον.» (Γέν. 3, 12) Τί βλέπουμε ἐδῶ; Ὁ διάλογος συνεχίζεται. Αδάμ, μήπως ἔφαγες ἀπό τόν καρπό ἐκείνου τοῦ μοναδικοῦ δένδρου ποὺ σᾶς εἶπα νά μή φᾶτε; Καί λέει ὁ Ἀδάμ: Η γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες νὰ εἶναι μαζί μου, συντρόφισσά μου, αὐτή μοῦ ἔδωσε καί ἔφαγα ἀπό τόν καρπό ἐκείνου του δένδρου.

   Ἐδῶ βλέπουμε τόν Ἀδάμ νά ἔχει μιά δυνατότητα ἀπολογίας.

   Βλέπετε; γίνεται διάλογος· ρωτάει ὁ Θεός, άπαντάει ὁ Ἀδάμ. Βλέπετε τήν ὀρθή ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, τὸ νὰ μπορεῖς νὰ μιλᾶς, να δικαιολογεῖσαι, καί νά σέ ἀκούει ὁ Θεός! Μήπως δεν ξέρει ὁ Θεός ποιός εἶσαι, τί κάνεις; Καί ὅμως σε ακούει ὅταν δικαιολογεῖσαι!

   Ὄχι ὅπως συμβαίνει πολλές φορές στα ανθρώπινα δικαστήρια, ὅπου θά σοῦ ἔλεγαν: Δεν θέλουμε νά ἀκούσουμε τίποτα. Σέ ἁρπάζουμε καί σέ πηγαίνουμε ἤ στη φυλακή ἢ στὴν ἐκτέλεση· δεν χρειαζόμαστε τήν ἀπολογία σου! Αυτά τα καμώματα μόνο οἱ ἄνθρωποι τά κάνουν. Καί μάλιστα κάποιοι ἄνθρωποι πού πολλές φορές φωνασκούν σαν τους βατράχους περί ελευθερίας, αὐτοί εἶναι οἱ πιό στυγνοί θα λέγαμε δικτάτορες! Ἐκεῖνοι πού οἱ ἴδιοι εἶναι ἀνελεύθεροι, σκλάβοι τῶν παθών τους, σκλαβώνουν καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

   Είδατε τί κάνει ὁ Θεός; ἀνοίγει διάλογο. Τί ώραο! Σήμερα μιλάμε για διάλογο καί πάλι γιά διάλογο, κι όμως είναι φτιαχτό πράγμα. Νομίζουμε ότι μπορούμε να λέμε τη γνώμη μας. Κατά πόσο λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν ἡ γνώμη μας είναι ἄλλη παράγραφος. Καί ἄν ἀκόμη λ αμβάνεται υπόψη ή γνώμη μας, είναι πολλές φορές γιά τήν καταστροφή μας. Ο Θεός ὅμως ἀνοίγει διάλογο γιά τήν ἐπανόρθωσή μας. 

   Καί τί εἶπε ὁ Ἀδάμ; Μήπως είπε συγγνώμη, Κύριε, ἔπεσα, ἁμάρτησα; Τίποτα απ' αυτά. Αλλά τί εἶπε; 

   Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ελεεινὰ τὰ ῥήματα, καὶ πολλοῦ τοῦ οἴκτου γέμοντα». Ελεεινές κουβέντες καί γεμᾶτες ἀπό πολύ οίκτο. Ε, βέβαια· ὅταν λές στον Θεό ή γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες, αυτή με μπέρδεψε, τί ἄλλο εἶναι, παρά αναίδεια, απουσία μετανοίας φυσικά καί λόγια ἐλεεινά καί τρισάθλια.

   Τί ἀπολογήθηκε ὁ Ἀδάμ; Ακούστε πῶς τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀριστοτεχνικότατα: «Οἶδα, φησίν, ἡμαρτηκώς, ἀλλ᾿ ἡ γυνὴ ἦν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, περὶ ἧς αὐτὸς εἶπας, Ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν, αὕτη μοι αἰτία τοῦ ὀλίσθου γέγονεν. Ἡ γυνὴ ἦν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ. Πότε γὰρ προσεδόκησα ταύτην τῇ αἰσχύνῃ με ταύτῃ περιβαλεῖν, τὴν διὰ τοῦτο δημιουργηθεῖσαν, ἵνα μοι τὴν παρ' ἑαυτῆς παραμυθίαν εἰσαγάγῃ;» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, δ΄, PG 53, 139). Δηλαδή: Γνωρίζω, εἶπε ὁ Ἀδάμ, ὅτι ἔχω ἁμαρτήσει· ἀλλά ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες να ζω μαζί της, γιά τήν οποία εἶπες ἂς κάνουμε σ' αυτόν, τόν Ἀδάμ, βοηθό που νά τοῦ μοιάζει, νά εἶναι καί αὐτή δηλαδή ἄνθρωπος, αυτή στάθηκε ἡ αἰτία να γλιστρήσω. Η γυναίκα που μοῦ ἔδωσες νά εἶναι μαζί μου. Γιατί δέν περίμενα ποτέ νά μέ περιβάλει με τόση ντροπή ἐκείνη που δημιουργήθηκε γι' αὐτόν τόν σκοπό, γιά νά μοῦ προσφέρει την παρηγοριά της.

   Αὐτὰ ἀπολογήθηκε ὁ Ἀδάμ, ὅμως τά πλαταίνει γλαφυρότατα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κατηγορώντας τόν Θεό ότι η γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε μαζί του, αυτή του έδωσε να φάει.

   Καὶ ὁ φτωχὸς Ἀδάμ νομίζει ότι δικαιολογήθηκε, ἐπιρρίπτοντας τήν ὅλη ευθύνη τόσο στη γυναίκα, την σύντροφό του, ὅσο καί στόν Θεό. Αυτό είναι δεῖγμα μιᾶς φοβερῆς φιλαυτίας· τόσο φοβερῆς φιλαυτίας, στε να λέει κανείς ὅτι ὁ Ἀδάμ ἔδειξε ἐδῶ μία ἔλλειψη ριμότητος, καί λογικῆς καί συναισθηματικῆς, ἀπέναντι στη γυναίκα, τήν ὁποία τώρα εγκαταλείπει μόνο και μόνο για να σωθεῖ ἀπό τήν καταδίκη τοῦ Θεοῦ.

   Ποιόν ἐγκαταλείπεις, Αδάμ; τήν γυναίκα, πού ἡ ἀπουσία της, όταν ακόμη ὁ Θεός δέν τήν είχε πλάσει, σοῦ εἶχε προκαλέσει μελαγχολία;... τότε πού εἶχες δεῖ να υπάρχουν ὅλα τά ζώα μέσα σε μία κοινωνία, κι ἐσύ δέν εἶχες κοινωνία;... Ὁ Θεός ἀπό τό σῶμα σου, ἀπό τὴν ὕπαρξή σου, ἀπό τά πλευρά σου, ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο όμοιο μ' ἐσένα, νά εἶναι συντροφιά σου και τώρα, με τόση ευκολία, με τόση φιλαυτία, ἔρχεσαι καί ἐπιρρίπτεις τίς εὐθύνες σ' ἐκείνη, λέγοντας αὐτά πού είπες μόνο καί μόνο γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν καταδίκη τοῦ Θεοῦ;... Δηλαδή, ἐκείνη να καταδικαστεί, καί ἐσύ να σωθεῖς;...

   Να γιατί σᾶς εἶπα ὅτι ὑπῆρξε ἔλλειψη ωριμότητος, λογικῆς καί συναισθηματικῆς.

   Ὁ γάμος δυό ἀνθρώπων, παιδιά, ὀφείλει νά ἑδράζεται πάνω στην ωριμότητα τῆς ἀγάπης. Αν δέν ὑπάρχει ωριμότητα αγάπης μέσα στον γάμο, ὁ γάμος αὐτός εἶναι ἀθεμελίωτος. Ὅταν ἕκαστος ζητεῖ τά ἑαυτοῦ, (Πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 24)ὅταν ὁ καθένας μέσα στον γάμο ζητά τα δικά του, τότε λείπει ἡ ἀγάπη. Ὁ ἀπόστολος Παύλος, στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του, λέει «ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἐαυτῆς» (Α΄ Κορ. 13, 5), ἡ ἀγάπη δεν γυρεύει τα δικά της. Βεβαίως! Συνεπῶς ἐδῶ ὁ Ἀδάμ ἔδειχνε απουσία ἀγάπης, δηλαδή καθαρή φιλαυτία.

   Αλλά ὑπάρχουν καί ἄλλοι λόγοι πού ὁ Ἀδάμ εἶπε ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες, αυτή φταίει, δεν φταίω ἐγώ.

   Πρῶτα ὁ Θεός, ὅμως, θα συνεχίσουμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

   Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 1985


62η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

20 Νοεμβρίου 2024

«Αδάμ, ποῦ εἶ;» - Πρόκληση μετανοίας. Ὁ φόβος ἀπό τήν ἐνοχή καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

†.Βρισκόμαστε στο σημεῖο πού οἱ πρωτόπλαστοι κάνουν τήν παράβαση απέναντι στόν Θεό. Ἄκουσαν λοιπόν τα βήματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο καί ἔσπευσαν να κρυφτοῦν ἀνάμεσα στα δένδρα.

   «Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέν. 3, 9). Καί κάλεσε ὁ Κύριος ὁ Θεός τόν Ἀδάμ καί τοῦ εἶπε: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;

   Ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. Πῶς τόν καλεῖ; Τόν καλεῖ ὡς κατηγορούμενο; Ὄχι, παιδιά· τόν καλεῖ ὡς πλάσμα Του, τόν καλεῖ σαν παιδί Του.

   Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι πλάσμα τῶν χεριῶν Του, γι' αὐτό καί τόν καλεῖ καί αὐτοπροσώπως. Ποιός δημιούργησε τόν Ἀδάμ; Ὁ Θεός. «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με» (Ψαλμ. 118, 73) λέει ὁ ψαλμωδός· τά χέρια Σου μέ ἔφτιαξαν καί μέ ἔπλασαν. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός μας καί ὁ πλάστης μας, Αὐτός τώρα αὐτοπροσώπως ἔρχεται να διορθώσει τήν κατάσταση.

   Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Αὐτὸς δι᾿ ἑαυτοῦ καλεῖ»· δηλαδή προσωπικά, ὁ ἴδιος ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. «Ὅρα πόση δύναμις ἐναπόκειται ἐν τῇ βραχείᾳ ταύτῃ λέξει... πολλὴν ἔχει τὴν ἰσχὺν μετὰ τῆς φιλανθρωπίας» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, PG 53, 137). Κοίταξε πόσο νόημα, πόση δύναμη κρύβεται μέσα σ' αὐτή τήν μικρή προτασούλα· «Ἀδάμ ποῦ εἶ», Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔχει πολλή ισχύ, μαζί μέ φιλανθρωπία.

   Πῶς μποροῦμε νά ἀποκρυπτογραφήσουμε αὐτό τό ὕφος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπ' αὐτή τήν παχύτητα τῶν λέξεων; διότι ὁ Θεός ὁμιλεῖ, καί φυσικά χρησιμοποιεῖ τό λεξιλόγιο τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως μποροῦμε, μέσα ἀπό μιά ἀνθρώπινη ατελή γλώσσα, νά ἀποκρυπτογραφήσουμε, να διαισθανθοῦμε πῶς ἀκριβῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός; Εἶναι γνωστό ὅτι πάντοτε ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἐκφράζει τά αἰσθήματα. Αλλά ἡ γλώσσα εἶναι ἀτελής· πῶς θά ἐκφρασθοῦν τά αἰσθήματα τοῦ Θεοῦ; Πῶς λοιπόν ἐμεῖς, μέσα ἀπ' αὐτές τίς ἀνθρώπινες λέξεις, μποροῦμε νά δοῦμε πῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός γιά τούς πρωτοπλάστους;

   Απ' ὅ,τι μποροῦμε νά καταλάβουμε, ἡ μικρή αὐτή φρασούλα, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; περιέχει ὕφος πολύ οἰκεῖο, δηλαδή ἕνα ύφος γεμάτο από φιλανθρωπία, ἀπό αἰσθήματα φιλάνθρωπα. Προσέξατε; τόν καλεῖ μέ τ' ὄνομά του!

   Βέβαια, κατά τήν συνήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὀνόματα δίδονται ἀπό κάποιο περιστατικό, ἀπό κάποιο γεγονός, ἀπό κάποια ιδιότητα, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

   Ἀδάμ σημαίνει χοϊκός. (Βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 21ο, ύποσ. 11, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης, 2018) Συνεπῶς: Χοϊκέ, ποῦ εἶσαι; Αλλά το χοϊκέ ὑπέχει πιά θέση ὀνόματος. Ὅπως καί ἡ Εὔα, πού σημαίνει ἀνδρίς, (Βλ. ἔνθ' άνωτ. Μάθημα 14ο, υποσημ. 23) μεταφράζεται ἐπίσης καί ὡς Ζωή –ὅπως και σήμερα πού δίνουμε ὄνομα σέ μιά κοπέλα καί τή λέμε Ζωή. Τί σχέση ἔχει ἡ Εὔα μέ τήν ζωή; Βεβαίως καί ἔχει κάποια σχέση μέ τή ζωή· γι' αὐτο καί πῆρε αὐτό τό ὄνομα. (Βλ. Γέν. 3, 20, καί Φλαβίου Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκή Αρχαιολογία, Λόγοι Κ΄, 1, 36, 3: «Ἔσσα δὲ καθ᾽ Ἑβραίων διάλεκτον καλεῖται γυνή, τὸ δ' ἐκείνης ὄνομα τῆς γυναικὸς Εὔα ἦν· σημαίνει δὲ τοῦ το πάντων μητέρα») Ἔτσι λοιπόν ἡ ἰδιότητα μεταβάλλεται σε ὄνομα.

   Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;... Εἴδατε πῶς τόν καλεῖ; Μέ τό ὄνομά του!

   Ἐάν εἴχαμε δικαστές, παιδιά, καί εἴχαμε ἕναν κατηγορούμενο στο εδώλιο, στο σκαμνί τοῦ κατηγορουμένου, ὁ δικαστής τί θά ἔλεγε; πῶς θά τοῦ ἀπευθυνόταν; Θά ἔλεγε: ὁ κατηγορούμενος τί ἔχει νά πεῖ; Ἄν πᾶτε ποτέ σέ δικαστήριο, αυτό ακούτε. Δέν λένε τό όνομα στο δικαστήριο, ἀλλά τήν ἰδιότητά του· ὁ κατηγορούμενος.

   Ἐδῶ ὅμως βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποκαλεῖ τόν Ἀδάμ κατηγορούμενο. Δέν λέει: κατηγορούμενε, ποῦ εἶσαι; Ὄχι· ἀλλά: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔτσι, ὁ Θεός καλεῖ τόν Ἀδάμ κατά τρόπο πολύ οἰκεῖο, πολύ συμπαθῆ, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο, παρά τήν πτώση του.

   Αλλά γιατί ὁ Θεός ρωτάει τόν Ἀδάμ ποῦ εἶναι;

   Αυτό δείχνει ότι θα περίμενε ὁ Θεός νά τόν βρεῖ σ' ένα σημεῖο γνωστό· αλλά δέν τόν βρίσκει, καί τόν φωνάζει. Σκεφτείτε τήν εἰκόνα αυτή, τήν τόσο ανθρώπινη, που κι ἐμεῖς, ὅταν δεν βρίσκουμε τόν ἄνθρωπό μας, τον φίλο μας ἐκεῖ πού θέλουμε, ἐκεῖ πού έχουμε ὁρίσει, τοῦ φωνάζουμε· πάμε στην πόρτα τοῦ σπιτιοῦ και φωνάζουμε: Γιάννη, Κώστα, Μαρία, ποῦ εἶσαι;

   Σε μια πρώτη κίνηση λοιπόν θα λέγαμε ὅτι ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ γιατί δέν τόν βρήκε ἐκεῖ πού ἔπρεπε νὰ τόν βρεῖ, κάπου μέσα στον παράδεισο. Ποῦ ἦταν ὁ Αδάμ; Ήταν κρυμμένος. Ὅμως ὁ Θεός ἀγνοεῖ ποῦ εἶναι ὁ Ἀδάμ; Ἀσφαλῶς ὄχι. (Ὁ ἅγ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος βάζει στο στόμα τοῦ Θεοῦ τά ἑξῆς λόγια: «Σὺ θέασαι ποῦ εἶ καὶ ἀπὸ ποίου ὕψους ἐν ποίῳ χάσματι κατηνέχθης· ἐγὼ γὰρ εἶδον καὶ ὁρῶ ποῦ εἰ καὶ ποῦ κατακρύπτη καὶ ἥκω ἀπεριγράπτως πρὸς σὲ κράζων· Ἀδάμ, ποῦ εἰ;» (Σωζόμενα Έργα, Ερμηνεία τῆς Ἐξαημέρου, 8, 8, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Πάφος 1996-2008, σ. 201)) Αλλά, μέ τήν ἐρώτηση που θέτει, θέλει να μάθει από το ίδιο το στόμα τοῦ Ἀδάμ τήν ὅλη υπόθεση, τό τί συνέβη, νά πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀδάμ συνέβη αὐτό καί αὐτό. Συνεπῶς ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ είχε μία πρόκληση μετανοίας, παρακινούσε τόν Ἀδάμ σε μετάνοια.

   Ὅλη αὐτή ἡ σκηνή θυμίζει ἀγαθόν πατέρα, πού θέλει να βοηθήσει τό παιδί του πού ἔχει παρεκτραπεί. 

   «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» ἡ ἐρώτηση αυτή μπορεῖ ἀκόμα να δημιουργήσει και μια βαθιά αυτογνωσία.

   Δέν ξέρω ἄν τό καταλαβαίνουμε αυτό. Ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει πέσει πολύ χαμηλά, μπορούμε κάποτε νά τόν φωνάξουμε μέ ἕναν τέτοιο τρόπο, πού καί μόνο ὁ τόνος τῆς φωνῆς μας μπορεῖ νά δημιουργήσει ὁλόκληρη ἐπανάσταση καί σφοδρό ἔλεγχο μέσα στην ψυχή αὐτοῦ τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.

   Ὅταν ὁ Θεός λέει ποῦ εἶσαι, Αδάμ; θέλει νά τοῦ πεῖ: Τώρα πού εἶσαι; Εγώ περίμενα νά σέ βρῶ ἐδῶ· ὅμως ποῦ εἶσαι; Μ' ἄλλα λόγια: Ποῦ ἤσουν πρώτα; καί ποῦ εἶσαι τώρα; Πρῶτα δεν κρυβόσουν· τώρα όμως κρύβεσαι. Αλλά γιατί εἶσαι κρυμμένος; Πῶς κατάντησες, Ἀδάμ, ἔτσι;...(«Ὤ φιλανθρωπίας Δεσπότου! ὡς ἀγνοῶν ζητεῖ, ἦν αὐτὸς ἐφυγάδευσε, καὶ ὡς οὐχ ὁρῶν καλεῖ ὁ τοῖς πᾶσι παρών. Ἀδάμ, Αδάμ, ποῦ εἶ; Ποῦ μοι τῶν ἐμῶν χειρῶν τὸ πλαστούργημα; ποῦ τῆς ἐμῆς ἀξίας ὁ ἔμψυχος ἀνδριάς; ποῦ τῆς ἐμῆς φυτουργίας ὁ φύλαξ; Αδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶ; Θρηνώδης ἐκ φιλοστοργίας ή κλήσις· Ποῦ εἶ; Ποῦ σοι τῆς ἐμῆς ὁμιλίας ή παρρησία; ποῦ σοι τῆς πρὸς ἐμὲ συνηθείας τὸ θάρσος; ποῦ σοι τὸ τῆς ἀξίας ὕψος; ἀντὶ φίλου δραπέτης; φάνηθι καλοῦντι. Δεῖξον τῷ ἰατρῷ τὸ τῆς παραβάσεως ἕλκος· δεῖξον τὴν πληγὴν τῆς γυμνώσεως· ἔχω γὰρ φάρμακα τοῦ τραύματος ἰσχυρότερα, ἔχω βοηθήματα, δι᾿ ὧν θεραπεύω τὰ τοῦ ὄφεως δήγματα...» (Βασιλείου Σελευκείας, Λόγοι, PG 85, 60BC)

   Θά ἀπαντήσει ὁ Ἀδάμ σε λίγο: Είμαι γυμνός, γι' αὐτό καί κρύφτηκα. Θα τοῦ πεῖ πάλι ὁ Θεός: Εγώ σέ ἔντυσα· ἐσύ πῶς λές ὅτι εἶσαι γυμνός...

   Πῶς εἶχε ντύσει αρχικά ὁ Θεός τόν Ἀδάμ; Τόν εἶχε ντύσει μέ τή θεία δόξα, ὅπως εἴχαμε πεῖ σέ κάποια πολύ παλιά μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμ. Γ', Μαθήματα 33ο και 34ο, εκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, καί Τόμ Δ΄, Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Κομνηνείου, 2020, καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία IC', PG 53, 131; «οὐδὲ γὰρ ἦσαν γυμνοί· ἡ γὰρ ἄνωθεν δόξα παντὸς ἱματίου μᾶλλον αὐτοὺς περιέσκεπε ... τὸ ἱμάτιον ἐκεῖνο τὸ καινὸν καὶ παράδοξον, τὸ τῆς δόξης λέγω καὶ τῆς ἄνωθεν εὐνοίας...») Ὅπως ἀκριβῶς καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παιδιά, ὅταν θά ἐπανέλθουμε, ἂν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, μετά την ανάσταση των νεκρών, φυσικὰ δὲν θὰ φορᾶμε αυτά τα ρούχα που φοράμε τώρα.

   Αὐτά τά ροῦχα, σέ μιά πρώτη διάσταση, εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, πού ὁ Θεός έκανε, καί δέν εἶναι παρά δανεικά· δέν εἶναι δικά μας αυτά τα ρούχα. Αὐτό το ροῦχο ἐδῶ πού φορῶ τώρα είναι μάλλινο, καί εἶναι ἀπό τό τρίχωμα ἑνός προβάτου. Δηλαδή ἔχω ντυθεῖ, ἔχω δανειστεῖ ξένα πράγματα, ξένα στοιχεία, γιά νά ντυθῶ ἐγώ. Ὁ Θεός ἐνέδυσε, λέει, ἔντυσε τούς πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες. Ὅμως δεν πρόκειται γι' αυτό· κατοπινά τούς έντυσε. Μέχρι τώρα τούς εἶχε ντυμένους μέ θεία δόξα· αὐτήν πού θά ἔχουμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φυσικά, δέν θά φορᾶμε ροῦχα· ὅμως θά εἴμαστε ντυμένοι· θά είμαστε ντυμένοι μέ θεία δόξα!

   Αν θέλετε, καί ὁ Χριστός, πού ἀναστήθηκε από τόν τάφο, δέν φοροῦσε ρούχα. Βέβαια, στα μάτια τῶν μαθητῶν Του, ὅπου ἐμφανίσθηκε, φαινόταν ὅτι φοροῦσε ρούχα· στην πραγματικότητα όμως δέν φοροῦσε. Τα ροῦχα μέ τά ὁποῖα τόν είχαν θάψει, τα σάβανα, τά νεκρικά ἱμάτια, παρέμειναν στον τάφο· δέν τά πῆρε μαζί Του, ἀφοῦ ὁ Κύριος βγῆκε ἀπ' αὐτά καί ἀναστήθηκε. Οι μαθητές βρῆκαν τά ρούχα αυτά, τα σάβανα, μέσα στο μνημεῖο. (Λουκά 24, 12. Ιωάν. 20, 4-7) Ὁ ἀναστηθείς Κύριος λοιπόν δέν φορούσε ρούχα. Επειδή όμως οἱ μαθητές σ' αὐτόν τόν κόσμο ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν ὅπως βλέπουμε κι ἐμεῖς, γι' αυτό κατ' οἰκονομίαν ἔβλεπαν τόν Χριστό να φοράει ροῦχα. Ὁ Χριστός εἶχε τό ἔνδυμα τῆς θείας δόξης.

   Συνεπῶς, ἔτσι ήταν ντυμένος καί ὁ Ἀδάμ μέσα στον παράδεισο· δέν ἦταν γυμνός. Αυτή όμως ή στολή ἐξαφανίστηκε ἀμέσως, ἔφυγε, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν· τότε είδαν τη γύμνωσή τους, τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι τούς ἔλειπε.

   Θυμηθεῖτε, στην παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐκεῖ πού ὁ πατέρας, ὅταν γυρίζει πίσω το παιδί του τό νεώτερο, ρακένδυτο, βρώμικο, κουρελιασμένο, λέει στους ὑπηρέτες: φέρετε την στολήν τήν πρώτην. (Βλ. Λουκά 15, 22) Ποιά εἶναι αὐτή ἡ στολή ἡ πρώτη; Εἶναι ἐκείνη πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος στον παράδεισο πρίν ἁμαρτήσει. Αὐτήν ἀποκτοῦμε πάλι στο Βάπτισμα. Μόνο πού ἐκεῖ πιά, ξαναλέω, δέν φαίνεται αὐτή ἡ στολή.

   Ὁ Χριστός ἐπίσης, ὅταν μεταμορφώθηκε στό ὄρος Θαβώρ, αὐτήν τή στολή είχε, τή θεία δόξα. Τι συνέβη τότε μέ τούς μαθητές; Ἄνοιξαν τά μάτια τους καί εἰδαν. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστός απέκτησε τη θεία δόξα ἐκείνη τήν ὥρα· τήν είχε πάντοτε ὁ Χριστός· αλλά τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί εἶδαν αὐτό τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ. (Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Εἰς τὰ Ἄσματα τῶν ἀσμάτων, PG 44, 1005C: «Τὸν ἥλιοειδῆ τοῦ Κυρίου χιτῶνα, τὸν διὰ καθαρότητος καὶ ἀφθαρσίας αὐτῷ περιτεθέντα, οἷον ἐπὶ τῆς τοῦ ὅρους μεταμορφώσεως ἔδειξεν.») Συνεπῶς αὐτή εἶναι ἡ στολή ἡ πρώτη πού παίρνουμε κατά τήν Βάπτισή μας. Σύμβολο αὐτῆς τῆς πρώτης στολῆς εἶναι τά λευκά ρούχα, ὁ λευκός χιτώνας πού φοροῦμε ὅταν βαπτιζόμαστε. (Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖ τόν λευκό χιτῶνα τῶν νεοφωτίστων ὡς σύμβολο τῆς ἐπανακτήσεως τοῦ ἐνδύματος τοῦ φωτός, τοῦ προπτωτικοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἀδάμ (Εἰς τὴν Κυριακὴν προσευχήν, PG 44, 1184Β), ὁ δέ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων ζητά ἀπό τούς νεοφωτίστους τήν περιβολή μέ τά ὄντως λευκά και λαμπρά πνευματικά ενδύματα (Κατήχησις Μυσταγωγική Δ΄, PG 33, 1104Β: «Ἀποδυσάμενον δὲ τὰ παλαιὰ ἱμάτια, καὶ ἐνδυσάμενον τὰ πνευματικῶς λευκά, χρὴ λευχειμονεῖν διαπαντός. Οὐ πάντως τοῦτο λέγομεν, ὅτι σε δεῖ λευκὰ ἱμάτια προβεβλῆσθαι ἀεί, ἀλλὰ τὰ ὄντως λευκὰ καὶ λαμπρὰ καὶ πνευματικά»))

   Ἔτσι, ὁ Θεός, μέ τό ποῦ εἶσαι; εἶναι σάν νά λέει στον Αδάμ: Είπες ότι είσαι γυμνός, γι' αυτό κρύφτηκες· εγώ όμως σε έντυσα, Ὕστερα λες ότι είσαι γυμνός· ἀφοῦ ἐγώ σε έντυσα, ποιός σέ ἔγδυσε; Εγώ σου έδωσα απλότητα, σοῦ ἔδωσα οικειότητα νά μέ συναντὰς· τώρα ἐσύ γιατί κρύβεσαι; Σκέψου ποιός ἤσουν πριν παραβεῖς τὴν ἐντολή. Δεν σου λέω ἂν τήν παρέβῆς ἢ δέν τήν παρέβης· θά σοῦ τό πῶ λίγο αργότερα· ἀλλά σκέψου ποιός ήσουν πρίν και ποιός εἶσαι τώρα, αὐτήν τή στιγμή. Αν θέλεις ακόμη, σκέψου τί μπορεῖς να γίνεις, ἐάν μετανοήσεις.

   Ὅλα αὐτὰ ὑπονοεῖ τό ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἰσχυρό, πολύ ἰσχυρό! Ἄν ζήσετε στή ζωή σας μερικές ἄσχημες καταστάσεις καί ἐπαναλάβετε αὐτό τό ἐρώτημα στόν ἑαυτό σας, τότε θά ἀντιληφθεῖτε πόσο ἰσχυρό ἐρώτημα εἶναι.

   Αλλά θα λέγαμε ἀκόμη ὅτι ὅπως εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ κρυμμένος πιά ἄνθρωπος, ὁ μή δυνάμενος νὰ ἀντέξει τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί κρυβόταν, ἔτσι ἀκριβῶς θά ἐμφανισθεῖ καί ὁ νέος Ἀδάμ, ὡς πεσμένος ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο θὰ δείξει ὁ Πιλάτος στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί θά πεῖ νά ὁ ἄνθρωπος!... νά ὁ βασιλιάς σας!...

   Ὁ Πιλάτος θα βγεῖ στόν ἐξώστη τοῦ δικαστικοῦτου μεγάρου καί θά δείξει τόν Ἰησοῦ νά φοράει ἐκεῖνον τόν κόκκινο χιτώνα, ὡς παρωδία της πορφύρας τῆς βασιλικῆς, ὡς κοροϊδία, ἀφοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔτσι εἶχε πεῖ, ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔντυσαν λοιπόν τόν Χριστό μέ μιά πορφύρα, γιά νά Τόν κοροϊδέψουν ὡς ψευτοβασιλιά. Εἶπε ὅτι εἶναι βασιλιάς, καί θά ἔπρεπε νά φοράει ένα στεφάνι, ἕνα στέμμα. Τοῦ ἔβαλαν λοιπόν ένα στεφάνι, ἀλλά ἀπό ἀγκάθια! Βλέπετε ὅτι ἡ ὅλη ἐμφάνισή Του είναι μία παρωδία. Επίσης, ὁ βασιλιάς κρατάει καί ἕνα σκῆπτρο·  Τοῦ ἔδωσαν κι ἕνα καλάμι! Ἔτσι, σιγά-σιγά, συμπληρώνεται ἡ εἰκόνα τῆς παρωδίας. Ὁ Πιλάτος βγάζει τόν Ἰησοῦ ἔξω στο πραιτώριο, καί σ᾽ ἐκεῖνο τό μαινόμενο πλῆθος, πού ζητοῦσε τήν θανατική Του καταδίκη, λέει: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», νά ὁ ἄνθρωπος... κοιτάξτε τον! (Ιωάν. 19, 4-16)

   Γιατί τό ἔκανε αυτό ο Πιλάτος; Τό ἔκανε φυσικά γιά νά ταπεινώσει τόν Χριστό, καί ἔτσι νά Τόν λυπηθοῦν ἐκεῖνοι πού ζητοῦσαν τή θανατική Του καταδίκη. Σάν νά τούς ἔλεγε: Γιά κοιτάξτε που κατάντησε αυτός ὁ ἄνθρωπος... Κοιτάξτε ἐξευτελισμός!... Θα μπορούσε ποτέ –ὅπως εἴπατε ἐσεῖς ὅτι δέν ἔχετε βασιλέα παρά τόν Καίσαρα– θά ἦταν δυνατόν ποτέ αὐτός, μέσα σ' αὐτή τήν παρωδία βασιλικῆς ἐξουσίας, νά εἶναι ὁ βασιλιάς σας;... Κοιτάξτε τόν ἄνθρωπο αὐτόν, κοιτάξτε το κατάντημά του!... Στο βάθος όμως, παιδιά, στην πραγματικότητα ὁ Πιλάτος ἔδειχνε τόν ἄνθρωπο, τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο –συνεπῶς καί τόν ἑαυτό του– πῶς κατάντησε!

   Ἔτσι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό κατάντημα τοῦ πεσμένου Αδάμ μέσα στον παράδεισο τό παίρνει πάνω του ὁ Ἰησοῦς Χριστός στο πραιτώριο του Πιλάτου, και με το δάκτυλο και το στόμα του Πιλάτου δείχνεται καί προσφωνείται; «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», να ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ παλαιός Ἀδάμ!

   Όταν βεβαίως ὁ Χριστός θά ἀναστηθεῖ, τότε θά δείξει ποιός εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Ὄχι πιά ἐκεῖνος πού ἔχασε τη θεία δόξα, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ Ἀδάμ πού ἔχει τώρα αναφαίρετα τη θεία δόξα, αὐτός πού ἔχει κοινωνία πιά μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματικά εἶναι ὁ Σωτήρας μας, εἶναι ἀληθινά Σωτήρας μας. Δέν εἶναι κατ᾽ ἀπομίμησιν, δέν εἶναι κατά φαντασίαν· εἶναι ὀντολογικός, είναι πραγματικός Σωτήρας μας! (Βλ. άγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολὴ ρα', Πρὸς Κληδόνιον, PG 37, 181C: «Τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται.»)

   Ακόμα, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Βλ. Λουκά 10, 30-37) δείχνει θαυμάσια τήν κατάσταση του Αδάμ. Ὅταν ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης περνοῦν καί βλέπουν ἐκεῖνον τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού κατέβαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στην Ιεριχώ καί ἀδιαφοροῦν, αὐτός ὁ πληγωμένος καί μισοπεθαμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα. Βλέπετε πως διαζωγραφίζεται, παιδιά, ὁ πεσμένος πιά ἄνθρωπος!

   Αλλά προσέξτε. Στην ερώτηση τοῦ Θεοῦ, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; ὑπονοεῖται καί μία ἄλλη ἐρώτηση· καί αὐτή βγαίνει ἀπό τόν διάλογο που σε λίγο θά διαμειφθεί. Θά πεῖ ὁ Ἀδάμ: Ὄχι, δεν φταίω εγώ· ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες! Θά πεῖ καί ἡ Εὔα: Δεν φταίω ἐγώ· φταίει τό φίδι· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε! Συνεπῶς ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ἀπατεώνα, κι αὐτός εἶναι ὁ διάβολος.

   Ρωτάει λοιπόν ὁ Κύριος, ὁ Θεός, –στό ποῦ εἶσαι; περιέχονται ὅλα αὐτά: Αδάμ, εἶσαι σέ ἄθλια κατάσταση. Κάποιος σοῦ εἶπε ὅτι θά μπορούσες να γίνεις ανώτερος ἀπό αὐτό πού σ' έκανα εγώ, δηλαδή να αυτοθεωθεῖς. Ὅμως σέ ἐξαπάτησε. Ποῦ εἶναι αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε; Εξαφανίστηκε!

   Παιδιά, καί σήμερα τό ἴδιο φαινόμενο ἐπαναλαμβάνεται. Θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, πόσους καί πόσους δέν ἐξαπατᾶ ὁ διάβολος μέ τή λογοτεχνία... 

   Πολλοί από σᾶς μέ ρωτᾶτε: Να διαβάσω λογοτεχνία; Πολλές φορές μάλιστα σᾶς ἐπιβάλλεται κι ἀπό τό σχολείο στο μάθημα τῶν Νεοελληνικῶν. Να διαβάσω λογοτεχνία; Σᾶς ἀπαντῶ ὅτι στο μεγαλύτερο μέρος της ἡ λογοτεχνία εἶναι ἐπικίνδυνη. Διότι ὁ τεχνημένος λόγος –αὐτό θά πεῖ λογοτεχνία· ὁ λόγος πού εἶναι ὅμορφα φτιαγμένος– στην πραγματικότητα δέν εἶναι παρά ἕνας φορέας ἰδεῶν. Ἄν λοιπόν μέ τόν ὡραῖο αὐτόν φορέα, το ὡραῖο δοχεῖο, παίρνεις καί ἕνα περιεχόμενο σάπιο, παίρνεις προσανατολισμό πού θά σέ ἀποκλίνει ἀπό τόν ἀληθινό σου προορισμό, τότε τί γίνεται; Τότε δέν εἶναι ἡ λογοτεχνία πραγματικά ένας μεγάλος ἀπατεώνας; Προσέξτε τη λογοτεχνία, παιδιά! Ἡ λογοτεχνία, πραγματικά, ἐξαπατά πολλούς.

   Μήπως καί ἡ φιλοσοφία; δέν ἐξαπατά πολλούς ἀνθρώπους; Ἡ μαγεία; Πόσοι σήμερα καταφεύγουν στη μαγεία... Καί ἐκεῖ ἀπό πίσω, ὁ διάβολος κρύβεται. Ὅπως ἀκριβῶς κρύβεται και στη νομιζόμενη ἐλευθερία μέσα στη ζωή μας· μιά ἐλευθερία πού δέν εἶναι βεβαίως πιά ἐλευθερία· εἶναι ἀσυδοσία. Στην πραγματικότητὰ ὁ διάβολος αυτό είχε υποβάλει στους πρωτοπλάστους· να κινηθούν προς μια αυτοθέωση, χωρίς τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθεροι πιά! (Τήν χωρίς Θεό θέωση ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν όνομάζει ψευδῆ θέωση: «ἐν τούτῳ γὰρ ὁ ὄφις οὐκ ἔσχε παρείσδυσιν, οὐ τῆς ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως, τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (PG 96, 725Α). Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Δ', Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ιερ. Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2020)

   Ξέρετε, για μια στιγμή, όταν κανείς πεῖ δεν υπάρχει ο Θεός, δεν έχω τα δεσμά Του, ὁ πατέρας μου δέν είναι παρών, ή μάνα μου δεν είναι παρούσα, αισθάνεται ελεύθερος άνθρωπος. Έτσι νομίζει· ὅτι εἶναι ἐλεύθερος άνθρωπος. Αυτό όμως είναι απάτη· διότι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἐμπνέει τη δήθεν ελευθερία θα σε αφήσει τελικά καί ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Ἐξηγώ.

   Ἔχω μπροστά μου νέα παιδιά, νέους και νέες. Πόσες φορές, ὅταν οἱ γονεῖς σας σας επέπληξαν για κάτι ἢ σᾶς περιόρισαν, σᾶς εἶπαν δὲν θὰ πᾶς ἐκεῖ, δέν θά κάνεις ἐκεῖνο, δέν αἰσθανθήκατε μέσα σας ἕνα ἄσχημο αίσθημα... Καί ἄν, για μια στιγμή, καταφέρνατε να ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τούς γονεῖς σας, θα λέγατε; , τώρα δέν εἶναι οἱ γονεῖς μου ἐδῶ· θα κάνω ὅ,τι θέλω. ραῖο αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας! Ἄν ὅμως σᾶς ἔλεγαν, εὐθύς μετά, ξέρετε, οἱ γονεῖς σας ἔχουν πεθάνει, τούς ἀπήγαγαν, ἐξαφανίστηκαν, τί αἴσθημα θά εἴχατε; Ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Καί τώρα, πῶς θά ζήσω; πῶς θά φάω; πῶς θά κινηθῶ;... Θά αἰσθανόσασταν μετέωροι, ὅτι εἴσαστε σε έναν κόσμο ἄξενο, ἀφιλόξενο. Τώρα ποιός θά μέ προστατεύσει; ὁ γείτονας; ἡ πολιτεία; ποιός; οἱ γονεῖς μου δέν ὑπάρχουν!

   Αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας, παιδιά, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν στιγμή πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας δολοφονεί μέσα στην ψυχή του τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Λέει: Δέν θέλω να πιστεύω στον Θεό. Ο Θεός δέν εἶναι Πατέρας. Ὁ Θεός δέν εἶναι τίποτα. Δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Μόλις τό πεῖ, αἰσθάνεται ἄνετα· αλλά σέ λίγο αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μόνος μέσα στη δημιουργία, μέ αὐτά τά αἰσθήματα τῆς ἀνασφαλείας.

   Ἡ ἐποχή μας, ὅσο καμμιά άλλη εποχή, ἐπειδή ἔχει μία έξαρση στήν ἀθεΐα, έχει καί τό αἴσθημα αὐτῆς τῆς ἀνασφαλείας. Φυσικά αὐτή ἡ ἀνασφάλεια μεταφράζεται μέ πολλούς τρόπους. Ἕνας απειλούμενος πόλεμος στην πραγματικότητα μου δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀνασφαλείας. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού θά μέ ἔκανε ἐμένα νά νιώθω ασφαλής, ὅταν ξέρω πώς ὁ ἄλλος θα μποροῦσε νά μοῦ κηρύξει τόν πόλεμο, να πατήσει ένα κουμπί και νά μοῦ ἐξαπολύσει μία ατομική βόμβα; Τί εἶναι ἐκεῖνο; Τη στιγμή πού δέν ἔχει Θεό, τί τόν ἐμποδίζει νά τό κάνει; Δέν τόν ἐμποδίζει τίποτε ἀπολύτως. (Βλ. "Χωρίς Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται" (Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ)

   Ποιός λοιπόν θά μέ ἀσφαλίσει ἐμένα; Μήπως ὁ γείτονάς μου πού δέν ἔχει Θεό;... πού ὅταν ἐγώ λείψω γιά λίγο από το σπίτι μου, θα μου κάνει διάρρηξη καί θα μου ξεγυμνώσει ολόκληρο το σπίτι μου;... Μπορώ ἐγώ νά ἔχω κάπου ἐμπιστοσύνη; Γιατί; Διότι λείπει ὁ Θεός.

   Βλέπετε, αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας μεταφέρεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς μας· γιατί; διότι δολοφονήσαμε τον Θεό, ὡς προστάτη, ως πατέρα, ὡς πρόσωπο πού εἶναι πάνω ἀπό τό δικό μας πρόσωπο, ὡς πρόσωπο αυθεντίας, ὡς πρόσωπο κύρους. Τόν δολοφονήσαμε, για να εμφανίσουμε την αυθεντία τῆς ἀφεντιᾶς μας, τῆς ἀφεντομουτσουνάρας μας... –νά σᾶς τὸ πῶ ἔτσι–, για να δείξουμε ὅτι ἐμεῖς μόνον εἴμαστε, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, ὁ Θεός γιά μᾶς δέν ὑπάρχει! Τί ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος...

   Ἔτσι λοιπόν, παιδιά, θά ἔλεγε ἐδῶ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, στον Αδάμ: Ἀδάμ, αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε ποῦ εἶναι τώρα; ποῦ πῆγε; Σέ ἐγκατέλειψε. Εἶδες τόν ἀπατεώνα;...

   Παιδιά, τό ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», τό Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι, θα πρέπει πολύ συχνά νά τό θέτουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ὅταν κάποια στιγμή δέν πηγαίνουμε καλά, δέν μελετάμε σωστά τα μαθήματά μας,τεμπελιάζουμε, ἔχουμε βάλει νερό  στο κρασί μας ὡς προς τις σχέσεις μας μέ τήν Ἐκκλησία, ἤ μέ τούς γονεῖς μας ἢ μέ τό περιβάλλον μας γενικά, πρέπει να θέτουμε τὸ ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Γιάννη, Κώστα, Πέτρο, Μαρία, Κατίνα... ποῦ εἶσαι; τί κάνεις; ποῦ πᾶς; τί φτιάχνεις;... Ξέρετε πόσο σπουδαῖο εἶναι; Εἶναι σπουδαιότατο, γιατί γεννάει τήν αὐτογνωσία, ὅπως εἴπαμε, καί αὐτό ἀκριβῶς σώζει.

   «Καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην.» (Γέν. 3, 10) Καί ἀπαντάει ὁ Ἀδάμ: Ἄκουσα τήν φωνή Σου, καθώς περπατούσες στον παράδεισο, καί φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός, και κρύφτηκα.

   Ὅλα τά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ στίχου τά ἔχουμε ἀναλύσει σε περασμένα μας μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Ε΄, Μαθήματα 59ο και 60ό, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2021) Μόνο ένα σημείο δέν ἀναλύσαμε, μόνο μία λέξη, ἐκεῖνο τό «ἐφοβήθην». 

   Βλέπετε, ἡ ἐνοχή αμέσως γεννάει τόν φόβο· ὁ ἔνοχος πάντα φοβάται. Αλλά ἡ ἐνοχή προϋποθέτει ἔνοχον ἔναντι κάποιου. Ἔχω ἐνοχή, εἶμαι ἔνοχος· αλλά απέναντι σέ ποιόν; Πάντοτε, ὅταν λέμε ὅτι κάποιος εἶναι ἔνοχος, πρέπει νά ποῦμε σε ποιόν, πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος. Αὐτός ὁ κάποιος ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. 

   Προσέξτε όμως· κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Ἔκτοτε, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, ὁ κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Αὐτό πιά εἶναι μία ψυχολογική καί μία ἠθική απόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός κριτής, Θεός προσβληθείς.

   Ὅταν ἐγώ φοβᾶμαι, σημαίνει ὅτι εἶμαι ἔνοχος ἀπέναντι σε κάποιον, ὁπωσδήποτε, είτε αυτή ἡ ἐνοχή εἶναι στή συνείδησή μου εἴτε εἶναι στο υποσυνείδητό μου. Ἄν γιά μιά στιγμή, όπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ξέρεις ότι σε κυνηγάει ἡ Ἀστυνομία καί είσαι στο σπίτι σου, ἀκόμα καί ὁ πιό μικρός θόρυβος, ένας χτύπος στην πόρτα, θα σε βάλει ἀμέσως σε έναν μεγάλο φόβο, ὅτι νά, ήρθαν να με πιάσουν... ήρθαν!... Ἔναντι τίνος εἶναι αὐτή ἡ ἐνοχή; Ἔναντι κάποιου πρός τόν ὁποῖο ἐσύ ἔχεις κάνει κάτι κακό. Ὥστε αυτό δείχνει ὅτι, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τον φόβο μέσα μας, αὐτός ὁ φόβος ἀποτείνεται στον Θεό.

   Ο φόβος κάποτε μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπό τά ζῶα –φοβόμαστε ένα σκυλί, φοβόμαστε τα θηρία σ' ἕνα δάσος. Μπορεῖ ἀκόμη να προέρχεται καί ἀπό τήν ἄψυχη φύση, δηλαδή ἀπό έναν σεισμό, ἀπό μία πλημμύρα, ἀπό έναν κεραυνό. Γιατί όμως φοβόμαστε; Στην πραγματικότητα, στο βάθος, φοβόμαστε τόν Θεό.

   Ἔτσι, ὁ φόβος, μετά την πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἔγινε συμφυής μέ τόν ἄνθρωπο, μπῆκε στο κύτταρο του μέσα.

   Θυμᾶμαι πού κάποτε ήμασταν πολλοί ἱερεῖς στην Αθήνα σέ μιά αἴθουσα, κάναμε ἕνα θέμα, καί ἀκούστηκε μία φοβερή έκρηξη. Φυσικά, όλοι τρομάξαμε, πεταχτήκαμε! Ὅπως καί τώρα, εάν, μή γένοιτο, γίνει μία έκρηξη, καί ποιός δέν θά φοβηθεῖ; Καί ὁ ὁμιλητής, κληρικός καί αὐτός, σταμάτησε καί μᾶς εἶπε: Εἴδατε, πατέρες, εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι. Ὅλοι μέσα μας ἔχουμε τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς· ὅλοι τρομάζουμε.

   Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, γιατί μπήκε ὁ φόβος μέσα στο κύτταρό μας, ἔγινε ἕνα μέ τή φύση μας. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔγινε γιά νά φοβάται. Ο φόβος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ὁ φόβος στην πραγματικότητα ἔχει μία μεταφυσική διάσταση. Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τρομάζει ὄχι μόνο όταν κάτι συμβαίνει μέσα στη φύση, αλλά τρομάζει και από κάτι πού εἶναι ὑπερφυσικό.

   Τώρα μπορείτε να κάνετε μία υπόθεση, χωρίς να σᾶς ὑποβάλλω, γιά νά καταλάβετε ὅσα σᾶς λέω. 

   Αν πηγαίνατε στο σπίτι σας καί μένατε στο δωμάτιό σας μόνοι σας, καί γιά μιά στιγμή εμφανιζόταν ὁ διάβολος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Ἄν ἐμφανιζόταν ἕνας ἄγγελος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Δέν θά τρομάζατε; Ὅ,τι καί ἄν ἐμφανισθεῖ, κάτι πού εἶναι ξένο στή φυσική μας διάσταση, μας τρομάζει. Γιατί; Διότι ἐρχόμαστε σε μία μεταφυσική θα λέγαμε ἐπαφή. 

   Ὁ Ἀδάμ, ρωτάω, φοβόταν ὅταν ἐρχόταν ὁ Θεός καί τόν συναντούσε; Ὄχι. Τώρα ὅμως φοβάται. Πότε; Ὅταν κατέστη ἔνοχος απέναντι στόν Θεό. Πρίν, ὅταν δέν ἦταν ἔνοχος, δέν φοβόταν. Ἐρχόταν μέ τόση οἰκειότητα ὁ Θεός, μέ τόση φυσικότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄνθρωπος κάνει επίσκεψη στον φίλο του· τόσο απλά. 

   Ἐν τούτοις θα λέγαμε ὅτι ὅπως ὁ θάνατος είναι ταυτόχρονα και τιμωρία καί εὐεργεσία –θά τό δοῦμε αὐτό πιό κάτω σέ ἕνα ἑπόμενο μάθημά μας– ἔτσι εἶναι καί ὁ φόβος.

   Γιατί εἶναι τιμωρία ὁ θάνατος; Ὁ Θεός εἶπε: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17), τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε θα πεθάνετε, δηλαδή θα τιμωρηθεῖτε. Τί σημαίνει θα πεθάνετε; Σημαίνει: Εγώ ἔκανα με δυό στοιχεία τήν ύπαρξή σας, σῶμα καί ψυχή. Αὐτά τά στοιχεῖα θα χωρισθοῦν· τό ἕνα θα διαλυθεῖ, τό ἄλλο δέν θά διαλυθεῖ. Αυτό βεβαίως εἶναι μία τιμωρία· ταυτοχρόνως ὅμως ὁ θάνατος είναι καί μία ευεργεσία. Δέν σᾶς λέω τό γιατί· θά τό ποῦμε ὅταν φθάσουμε στο οἰκεῖο σημείο.

   Ἔτσι κι ἐδῶ, παιδιά, ὁ φόβος, ἐνῶ εἶναι ἕνα πτωτικό φαινόμενο, καί συνεπῶς ἕνα κακό στοιχεῖο, ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καί ἕνα ἀγαθό στοιχεῖο, ἕνα ευεργετικό στοιχεῖο. Είναι πολύ ευεργετικό στοιχεῖο ὁ φόβος· ᾶς τό δοῦμε αὐτό. (Βλ. ἱερ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Θ΄, δ΄, PG 53, 79: «Εἰ δὲ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθεν ὁ φόβος, καὶ τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας μέγιστον τεκμήριον»)

   Βλέπουμε τον φόβο όπωσδήποτε να απομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἀδάμ κρύφτηκε γιατί φοβήθηκε. Ταυτοχρόνως όμως ο φόβος κρατάει τόν άνθρωπο να είναι πλάι στον Θεό. Όταν φοβάμαι, που καταφεύγω; στον Θεό. Ο φόβος λοιπόν γίνεται ἕνα στοιχεῖο πού μέ απομακρύνει από τόν Θεό καί ταυτό χρονα μέ ἐλκύει, με τραβάει προς τόν Θεό, καί ἔτσι μέ προστατεύει. Ἐάν ὁ φόβος δεν είχε αυτή την ιδιότητα,νὰ ἀπομακρύνει ἀλλά καί νά ἑλκύει τόν ἄνθρωπο ὥστε να καταφεύγει τελικά στον Θεό επειδή φοβάται, τότε ό ἄνθρωπος θά ἔπεφτε σε μυρίους γκρεμούς!... Εἶναι ὁ περίφημος φόβος τοῦ Θεοῦ!

   Αλλά, θα ρωτούσαμε, γιατί κρύφτηκε ὁ Ἀδάμ;

   Διότι απέκτησε φόβο Θεού.

   Τόν είχε πρώτα;

   Σᾶς εἶπα, ὄχι.

   Αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι κακό;

   Εἶναι καί κακό, εἶναι καί καλό. Κακό γιατί δείχνει ὅτι εἶναι πεσμένος ὁ ἄνθρωπος· καλό γιατί δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή φοβάται τον Θεό, τόν πλησιάζει. Μάλιστα, όσο λιγότερο ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο καί δέν φοβᾶται καί φοβᾶται· καί τά δυό αυξάνονται. Καί δέν φοβάται τόν Θεό –γιατί λέει είναι Πατέρας μου ὁ Θεός– καί ταυτόχρονα αὐξάνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· αὐξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

   Τόν φόβο αυτόν –μή σᾶς κάνει ἐντύπωση– τόν γεννᾶ καί τόν διατηρεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, ὅταν σας ευχήθηκα για την καινούργια χρονιά, καί εἶναι σ' ἕνα ιδιόμελο του Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων: «Φωνή Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα· Δεῦτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεού, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστού.». Φωνή Κυρίου πάνω από τα νερά φωνάζει λέγοντας ἐλᾶτε ὅλοι να πάρετε πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, και πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ πού ἐμφανίστηκε. Το Πνεύμα τό Ἅγιο εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμπνέει τον φόβο τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνον τόν φόβο μᾶς δίνει ὡς δῶρο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἔρχεται νά μᾶς δώσει ὅ,τι θά μᾶς δώσει ἐπειδή «ἐπεφάνη», ἐπειδή παρουσιάστηκε ὁ Χριστός.

   Αὐτός ὁ φόβος εἶναι γονιμοποιός.

   Ὁ Ἡσαΐας, στην Ὠδή του, λέει: «Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας.» ('Hσ. 26, 17-18). Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου Σου, Κύριε, ἐγκυμονήσαμε, πονέσαμε και γεννήσαμε πνεῦμα σωτηρίας· δηλαδή μπήκε ο φόβος μέσα στα σπλάχνα μας, όπως ἀκριβῶς ὑπάρχει τό ἔμβρυο στα σπλάχνα τῆς μάνας του. 

   Δέν θά μπορέσεις ποτέ, παιδί μου, νά ἀποκτήσεις πνεῦμα σωτηρίας, ἐάν δέν κυοφορήσεις στα σπλάχνα σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ! 

   Θυμηθείτε τί συνέβη ανάμεσα στους δύο ληστές στόν σταυρό, ὅταν ἄνοιξαν διάλογο μεταξύ τους. Ενώ ὁ ἕνας συνέχιζε νά βλασφημεῖ, ὁ ἄλλος τοῦ λέει: Γιατί βλασφημᾶς; «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;». Δεν φοβᾶσαι σύ τόν Θεό;... Γιά τήν ἴδια αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς στόν σταυρό μέ τοῦτον τὸν ἀθῶο; Τί τόν βλασφημᾶς;...

   Είδατε τή φράση «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;», δέν φοβᾶσαι τόν Θεό; Καί κοιτάξτε πῶς αὐτός ὁ φόβος γέννησε τη σωτηρία· στράφηκε προς τον Χριστό και είπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκά 23, 40-42).

   Γιατί τό εἶπε αὐτό; Γιατί μέσα του γεννήθηκε ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Νωρίτερα, σαν ληστής, είχε τον φόβο τοῦ Θεοῦ; Δέν τόν εἶχε. Αυτό είναι τό θαῦμα· ἐκείνη την στιγμή γεννήθηκε μέσα του ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Ποιός γέννησε τον φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα στην καρδιά τοῦ ληστοῦ; Το Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καί σώθηκε ὁ ληστής. Αντίθετα, θα λέγαμε, ὁ ἄλλος ληστής ἔμεινε ἀ-θεόφοβος, χωρίς φόβο Θεοῦ. Εἶναι αὐτό πού τό λέμε καί ύβριστικά σε κάποιον ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, δηλαδή δέν ἔχει μέσα του τον φόβο τοῦ Θεοῦ,

   Ακόμη, παιδιά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ τά κεκτημένα, ἐκεῖνα πού ἔχουμε ἀποκτήσει. Ποιά είναι τα κεκτημένα; Εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ σοφία, ὅ,τι ἀγαθό ἔχουμε μέσα μας. Αὐτά τά διατηρεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ απόστολος Παῦλος: «μετά φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε»  (Φιλιπ. 2, 12), μέ φόβο καί τρόμο να κατεργάζεστε την δική σας σωτηρία. Αν θέλετε, αὐτός εἶναι ὁ φόβος τῶν ἁγίων. Οἱ ἅγιοι ἔχουν ἕναν μεγάλο φόβο· ποιόν φόβο; μή πέσουν, μή χάσουν τόν Θεό, μή χάσουν τήν ἀρετή, μή χάσουν τα κεκτημένα. 

   Αν με ρωτήσετε γιά ἐκεῖνο τό χωρίο πού λέει ὁ ευαγγελιστής Ιωάννης ὅτι «η τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τον φόβον,» (Α΄ Ιωάν, 4, 18) αυτό, παιδιά, αναφέρεται στον ἔνοχο φόβο, καί ὄχι στον γονιμοποιό φόβο. Μήπως δέν ἦταν ὁ απόστολος Παῦλος, παρακαλῶ, ἐκεῖνος πού είχε σε ὕψιστο βαθμό τήν τελεία ἀγάπη, πού «έξω βάλλει τον φόβον»; Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος λέει «μετα φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε», που σημαίνει ὅτι ἡ τέλεια αγάπη βγάζει ἔξω τόν ἔνοχο φόβο, τόν φόβο πού γεννιέται από την ενοχή, καί ὄχι αυτόν τόν γονιμοποιό φόβο.

   Τέλος, παιδιά, ο φόβος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σ' αυτήν τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἐνάρετος βίος. 

   Από τίς Παροιμίες, διαβάζουμε: «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. 1, 7). Ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχή δηλαδή τοῦ ἐναρέτου βίου –σοφία θά πεῖ ἐνάρετος βίος– είναι ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Θες να ξεκινήσεις να κτίζεις τό οικοδόμημα τῆς ἀρετῆς μέσα σου; Βάλε μέσα σου τον φόβο τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά ἐπιτύχεις στο τέλος τῆς χρονιᾶς, τῆς σχολικής χρονιάς, καί μάλιστα με πολύ καλό βαθμό; Βάλε τόν φόβο των ἐξετάσεων. Βάλε τόν φόβο από τον Σεπτέμβριο, και πές; Τί θά κάνω τόν Ἰούνιο; πῶς θά γράψω; Ο φόβος θα σε κάνει να καθήσεις να διαβάζεις. Βλέπετε λοιπόν τί εἶναι αὐτός ὁ γονιμοποιός φόβος, ο σπουδαῖος αὐτός φόβος;...

   Καί ἐπειδή ή Σοφία, στην Παλαιά Διαθήκη, παιδιά, εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τότε ἡ ἀρχὴ σοφίας, που τίθεται ἀπό τόν Χριστό στην κάθε ψυχή ὡς ἀρχή πνευματικοῦ βίου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός θά ἔρθει νά σου βάλει αὐτόν τόν φόβο. Βλέπετε λοιπόν ὅτι πρέπει να κρατήσουμε, παρακαλῶ, αὐτόν τόν φόβο;

   Ἀλλά θά μοῦ πεῖτε ὅτι στήν ἐποχή μας θεωρούμε τόν φόβο σάν νά εἶναι μία κατάσταση συμπλεγματική, κομπλεξική. Ὅλοι σήμερα λένε, ἰδίως οἱ ψυχολόγοι, μακριά ὁ φόβος ἀπό τό παιδί, ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ναί, ἀλλά τόν ἔνοχο φόβο· ὄχι τον γονιμοποιό. Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι ταυτίζουμε τόν γονιμοποιό μέ τόν ἔνοχο φόβο, καί ἔτσι μαζί μέ τό κακό πετοῦμε καί τό καλό. Αὐτό ὅμως εἶναι λάθος.

   Ὁ φόβος ὁ σωστός εἶναι στεφάνι στόν ἄνθρωπο. Ἡ Σοφία Σειράχ λέει: «φόβος Κυρίου δόξα καὶ καύχημα καὶ εὐφροσύνη καὶ στέφανος ἀγαλλιάματος» και «φόβος Κυρίου τέρψει καρδίαν, καὶ δώσει εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν» (Σοφ. Σειρ. 1, 11-12). Ὁ φόβος Κυρίου εἶναι δόξα καί καύχημα καί στεφάνι ἀγαλλιάσεως· ὁ φόβος Κυρίου θά γεμίζει μέ εὐχαρίστηση τήν καρδιά καί θά δίνει εὐφροσύνη καί χαρά και μακροζωία.

   Βλέπετε λοιπόν, ὁ Ἀδάμ φοβήθηκε και κρύφτηκε· αὐτός ἦταν ὁ ἔνοχος φόβος. Ἔκτοτε ὅμως, ἐκεῖνος πού πλησιάζει τόν Θεό αποκτάει αὐτόν τόν γονιμοποιό φόβο, γιά νά μή χάσει τόν Θεό, ἀλλά καί τά κεκτημένα από Αὐτόν. Ἀλλά θά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 13 Ἰανουαρίου 1985


61η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

19 Νοεμβρίου 2024

Ὁ Θεός, περιπατῶν στόν παράδεισο, καλεῖ τόν Ἀδάμ· ὁ δέ Ἀδάμ ἐκρύβη.

†.Ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ὁ Μωυσῆς, σημειώνει ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι, μετά τήν πτώση, «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ»  (Γέν. 3, 8). Ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος περπατοῦσε στόν παράδεισο· ὅπως ἀκριβῶς ἀκοῦμε τά βήματα κάποιου πού ἔρχεται.

   Εἴπαμε βέβαια τήν περασμένη φορά ὅτι ὁ Θεός δέν κινεῖται, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν περπατάει, ὁ Θεός δέν ἔχει πόδια· ἐδῶ ἡ ἔκφραση πρέπει νά ἐκληφθεῖ ἀνθρωπομορφικά.

   Πῶς ὅμως ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ; Εἴχαμε πεῖ ὅτι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδηση. Ἄκουσαν ὅμως αληθινά φωνή;

   Οπωσδήποτε ἄκουσαν καί ἐξωτερικά φωνή. Τό φαινόμενο δέν πρέπει νά ἦταν μόνο εσωτερικό· ἦταν καί ἐξωτερικό.

   Παρότι ὅμως τό χωρίο ἐκφράζει ἕναν ἔντονο ἀνθρωπομορφισμό –ὅτι ὁ Θεός περπατάει καί ἔρχεται να συναντήσει τους πρωτοπλάστους–, δέν ἀποκλείεται οἱ πρωτόπλαστοι να δέχθηκαν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφή ἀγγέλου· ὅπως ἀκριβῶς δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφή τριῶν ἀγγέλων καί ὁ Ἀβραάμ. (Βλ. Γέν. 18)

   Φαίνεται λοιπόν ὅτι μᾶλλον –πέρα ἀπό ἕναν έσωτερικό ἔλεγχο– ἔχουμε καί μία ἐξωτερική εμφάνιση τοῦ Θεοῦ.

   Τό ὅτι κρύφτηκαν μέσα στο δάσος δέν εἶναι ἕνα ἀποτέλεσμα μόνο τῶν τύψεων τῆς συνειδήσεως· μᾶλλον δείχνει ὅτι κάτι πρέπει νά εἶδαν. Φαίνεται ὅτι ἦρθε ὁ Θεός πράγματι περιπατῶν, δηλαδή ὡς ἄγγελος. Ἔτσι φαίνεται. Αντελήφθησαν πάντως τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Μέ ποιόν τρόπο δέν τό γνωρίζουμε ἀκριβῶς, δέν μᾶς τό καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή.

   Βέβαια, ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάνω στο σημείο αυτό λέει ὅτι εἶναι χαρακτηριστικό ἐκείνων πού ἔχουν τύψεις συνειδήσεως νά ἐνοχλοῦνται ἀπό τόν πιό μικρό θόρυβο· ὅ,τι νά ἀκούσουν, νομίζουν ὅτι ἔρχεται ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἔχουν κάνει κάποια αβαρία, κάποια ἁμαρτία. (Βλ. Εἰς τὴν Γένεσιν, Ομιλία ΙΖ΄, PG 53, 135 κ.ε.)

   Ωστόσο, δέν θορυβοῦνταν οἱ πρωτόπλαστοι ὅταν ἐρχόταν σ' αὐτούς ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι αὐτές οἱ ἐπισκέψεις ἦταν οἰκεῖες, γνωστές στους πρωτοπλάστους. Τώρα ὅμως, ἐπειδή παρέβησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί θορυβοῦνται, γι' αὐτό καί κρύβονται.

   Πάντως ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς φανερώνει καί μᾶς τό λέει, ὅτι ὁ Θεός, πρό τῆς πτώσεως, πρέπει νά ἐμπεριπατοῦσε –νά χρησιμοποιήσω αυτήν τη λέξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς– καί εντός καί ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός σαφῶς λέει στην Παλαιά Διαθήκη –καί μάλιστα ἐπαναλαμβάνεται καί στήν Καινή Διαθήκη– ὅτι θά κατοικήσω μέσα τους καί θά περπατήσω ἀνάμεσά τους, αὐτοί θά εἶναι παιδιά μου κι ἐγώ πατέρας τους, αὐτοί θά εἶναι λαός μου καί ἐγώ Κύριός τους και Θεός τους, ἐκεῖνο τό ἐμπεριπατήσω πῶς μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε; Πῶς ἐμπεριπατεῖ ὁ Θεός;

   Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πρέπει οπωσδήποτε νά ἔχουμε μία ἐμπεριπάτηση τοῦ Θεοῦ ἐσωτερική. Δέν ἀποκλείεται ὅμως νά εἶναι καί ἐξωτερική, ὅπως σᾶς ἀνέφερα στην περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ. (Βλ. Δευτ. 23, 15. Β' Βασ. 7, 6)

   Ὁ Ἀβραάμ βλέπει μπροστά του τρία πρόσωπα, τρεῖς ἄνδρες. Τούς βάζει να καθήσουν να φάνε. Δέν γνωρίζει στην αρχή ποιοί είναι. Αντιλαμβάνεται ὅμως ὅτι ἔχει να κάνει μέ τόν Θεό. Γι' αυτό, ἐνῶ εἶναι τρεῖς, τούς μιλάει σε Ἑνικό αριθμό· Κύριε, καί ὄχι Κύριοι. Καί ὅταν ὁ Θεός λέει ὅτι θά καταστρέψει τα Σόδομα, δέν αἰσθάνεται ὁ Ἀβραάμ ὅτι ἔχει να κάνει με κάποιον ἄνθρωπο πού τοῦ μιλάει, ἀλλά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό.

   Έτσι, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔχουμε τὴν ἐμπεριπάτηση αυτή κυρίως ὡς ἐσωτερικό φαινόμενο. Στόν παράδεισο ὅμως θά πρέπει ὁ Θεός νά ἐμπεριπατοῦσε καί ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά.

   Ὅταν θα ξαναγυρίσουμε πίσω, μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν εἴσοδό μας στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε πάλι ὁ Θεός θά εἶναι ἐμφανής καί ἐντός καί ἐκτός, καί μέσα μας καί ἀπ᾿ ἔξω μας. Θά δοῦμε τό πρόσωπό Του –μή τό ξεχνούμε ποτέ αὐτό– τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! (Βλ. Αποκ. 22, 4, καί π. Αθαν. Μυτιληναίου Η Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 30ο, ἔκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019) Θά ἔχουμε λοιπόν αὐτή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

   Ἐξ ἄλλου, ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, αυτός πού ἔχει θεοπτίες καί βλέπει τό ἄκτιστο φως, ποῦ τό βλέπει; ἐσωτερικά ἤ ἐξωτερικά; Κάποτε το βλέπει ἐσωτερικά, κάποτε καί ἐξωτερικά.

   Μάλιστα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς πηγαίνει στη Δαμασκό, βλέπει τον Κύριό μας, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα πλέον Υιό τοῦ Θεοῦ. Τόν βλέπει ἐξωτερικά δέν τόν βλέπει ἐσωτερικά. Οἱ συνοδοί του μάλιστα ἀκοῦν τήν φωνή τοῦ Κυρίου, βλέπουν τό φῶς, πέφτουν ὅλοι κάτω· δέν μποροῦν ὅμως νά διακρίνουν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ήθελε να φανεῖ μόνο στον Παύλο· αλλά τα φαινόμενα θά λέγαμε τα περιφερειακά ήταν κοινά. Δέν ἦταν ὑποκειμενικό δηλαδή τό φαινόμενο ἦταν ἀντικειμενικό. Γι' αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει «οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;» (Α΄ Κορ. 9, 1) μήπως δέν ἔχω δεῖ ἐγώ τόν Κύριο Ἰησοῦ; Καί αὐτή βέβαια η περίπτωση καταγράφεται στην Αγία Γραφή· αλλά δέν εἶναι ἡ μόνη. Πολλές φορές ὁ Παῦλος πρέπει νά εἶδε τόν Χριστό –πού φυσικά αὐτές δέν καταγράφονται–, ἄλλοτε έσωτερικά, ὡς ὄραμα, κι ἄλλοτε ἐξωτερικά· ὁ Θεός ξέρει. Δέν μᾶς καταγράφει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πῶς ὁ Παῦλος μπορούσε να βλέπει τόν Ἰησοῦ Χριστό. (Βλ. Β΄ Κορ. 12, 2-3)

   Ἡ Ἐκκλησία μας, κατά ἕναν ποιητικότατο τρόπο, ἀναφέρεται σ' αὐτόν τόν βηματισμό τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μή ξεχνᾶτε ὅτι στον παράδεισο, ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Θεός, δέν εἶναι παρά τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος· εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός μας. Φυσικά, καί τά τρία πρόσωπα δημιουργοῦν τόν ἄνθρωπο ἀλλά ἐκεῖνος πού προβάλλεται στη δημιουργία εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Τά πάντα ἔγιναν διά τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου· ὅ,τι ἔχει γίνει, ἔχει γίνει ἀπό τόν Θεό Λόγο. Εἶπα διά γιατί ὁ Πατήρ δημιουργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄρα ὅλοι εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν»· χωρίς Αὐτόν δέν ἔγινε οὔτε ἕνα ἀπό αὐτά πού ἔχουν γίνει. Τίποτα δέν ἔχει γίνει ἀπ' ὅσα ἔγιναν, χωρίς τόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή τόν Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος κατοπινά ἐνανθρώπησε. (Ιωάν. 1, 3. Βλ. Κολ. 1, 16-17. Στο Σύμβολο τῆς Πίστεως (Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως) μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ «...δι᾿ οὐ τὰ πάντα ἐγένετο». Ὁ μέγας Αθανάσιος ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Όταν δὲ τὰ πάντα ἐνεργῆται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματτι, ἀχώριστον ὁρῶ ἐνέργειαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.» (Περὶ τῆς ἀἰδίου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος σὺν Θεῷ, καὶ πρὸς τοὺς Σαβελλίζοντας, PG 28, 117). Βλ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Συμβολική και Δογματική Θεολογία, Τόμος Α΄, σ. 240, καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες τοῦ Δ΄ αιώνα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 152)

   Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ποιητικότατα ἀναφέρεται στο γεγονός τοῦ Θεοῦ Λόγου πού περπατάει στον παράδεισο, μ' ἐκεῖνο τό θαυμάσιο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού τό χρησιμοποιεῖ ὡς Δοξαστικό τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Λέει ἐκεῖ τό Δοξαστικό: «Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Ενα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Θα καταφιλήσω τά ἄχραντά Σου πόδια καί θά τά σφουγγίσω πάλι μέ τούς βοστρύχους (βόστρυχος εἶναι ἡ μπούκλα), μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου... Αὐτά τά πόδια, πού ἡ Εὔα, ὅταν τά ἄκουσε να περπατάνε το δειλινό στον παράδεισο, θορυβήθηκε ἀπό τόν κρότο τους, καί ἀπό τόν φόβο της κρύφτηκε. Είναι ωραιότατο!

   Αὐτά τά πόδια, πού ἡ Εὔα τά ἄκουσε να βηματίζουν στον παράδεισο το δειλινό καί φοβήθηκε και κρύφτηκε, ἐγώ τώρα δέν ἔχω να φοβηθῶ, ἐγώ τώρα δέν ἔχω να κρυφτώ, λέει ἡ ποιήτρια, δηλαδή ή πόρνη γυναίκα διά στόματος τῆς Κασσιανῆς, ἐκείνη ἡ πόρνη γυναίκα –ξέρετε το περιστατικό–(Βλ. Ματθ. 26, 6-13. Μάρκ. 15, 3-9) πού πῆγε καί ἔπλυνε μέ τό μύρο τα πόδια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά μαλλιά της τά σκούπισε. Βέβαια ή Κασσιανή είναι πολύ μεταγενέστερη, ἀλλά ὡς ποιήτρια αποδίδει το περιστατικό αυτό ποιητικότατα. Αὐτά, λέει, τά πόδια ἐγώ δέν ἔχω πιά νά τα φοβηθῶ· εἶναι πόδια που ήρθαν νά μέ σώσουν· καί αὐτά τά πόδια ἐγώ τώρα τα καταφιλῶ!

   Ἔτσι, βλέπει κανείς πόση εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ... πού τότε μέν, ὅταν ήρθε ὁ Θεός νά δεῖ τί κάναμε, χάσαμε τόν παράδεισο· τώρα ὅμως ἔρχεται να μᾶς ξαναδώσει τόν Παράδεισο ὁ ἐνανθρωπήσας πιά Θεός.

   Ὁ χρόνος ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ στούς πρωτοπλάστους δέν ἦταν ἡ ἑπόμενη ἡμέρα πού ἁμάρτησαν. Δέν ἦρθε ὁ Θεός τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἢ τόν ἑπόμενο μήνα, ἀλλά τήν ἴδια ἡμέρα πού εἶχαν ἁμαρτήσει. Καί ὁ Θεός ἔρχεται κατά τό δειλινόν. Δειλινό εἶναι τό ἀπόγευμα, δηλαδή εἶναι ἡ ὥρα πού ἀκόμα κρατάει ἡ ἡμέρα. (Οἱ Ο' τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ τήν μεταφράζουν ὡς στο δειλινό. Κάποιοι ἑρμηνευτές λένε πως αὐτό εἶναι ἀστήρικτο, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάποια λέξη του κειμένου που να δικαιολογεῖ τή μετάφραση αὐτή (J.H. Sailhamer, T.Ε.Β.C. σ. 52, και Β. Jacob, The First book of the bible, Genesis, σ. 26). Ἡ ἀκριβής απόδοση ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο είναι στον αέρα τῆς ἡμέρας. Προφανώς οἱ Ο΄ μεταφράζουν στο δειλινό ἐπειδή τότε ἀκριβῶς ἀρχίζει να φυσάει ἕνα δροσερό αεράκι, ἡ ἀπογευματινή αύρα)

   Γιατί ὁ Θεός ἔρχεται τήν ἴδια ἡμέρα που παρέβησαν τήν ἐντολή Του νά δεῖ τούς πρωτοπλάστους; Διότι δέν θέλει να χρονίσει το τραύμα πού ἄφησε ἡ ἁμαρτία, ὥστε νά μπορεῖ νά θεραπευθεῖ, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. («Ἵνα μάθης τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπία, ὅτι οὐδὲ τὸ τυχὸν ἀνεβάλετο, ἀλλ᾽ εὐθέως εἶδε τὸ γεγονός, καὶ τοῦ ἔλκους τὸ μέγεθος, καὶ ἐπὶ τὴν ἰατρείαν ἔσπευσεν, ἵνα μὴ νομὴν ἐργασάμενον τὸ ἕλκος, ἀνίατον τὸ τραῦμα κατασκευάσῃ· διὰ τοῦτο προκαταλαμβάνειν ἐπείγεται καὶ εὐθέως πρὸς τὴν νομὴν τοῦ ἔλκους ἴσταται, καὶ οὐδὲ πρὸς βραχὺ κατέλιπεν ἀπρονόητον, τὴν οἰκείαν ἀγαθότητα μιμούμενος.» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΖ΄, PG 53, 136) Ἕνα τραῦμα, ἅμα τό περιποιηθοῦμε ἀμέσως μόλις συμβεῖ, φυσικά θεραπεύεται. Ἀλλά καί δέν ἔρχεται ὁ Θεός ἀμέσως μετά τήν παράβαση, τήν ἴδια στιγμή, ὥστε νά δοθεῖ χρόνος συνειδητοποιήσεως τῆς ἁμαρτίας καί ἀναπτύξεως τῆς μετανοίας· νά ἀρχίσουν να συναισθάνονται από μόνοι τους οἱ πρωτόπλαστοι τί ἔκαναν· δηλαδή να μείνει κάποιος χρόνος.

   Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς που συμβαίνει καί μέ τούς ύποδίκους, πού ὅταν τους βάλουν στη φυλακή, τούς ἀφήνουν κάποιον χρόνο να σκεφτούν γιά νά ἀπολογηθοῦν, ἀλλά καί νά συλλάβουν τό ὅλο τους θέμα, τί πρέπει νά ποῦν, πῶς πρέπει να κινηθούν. Βλέπει κανείς δηλαδή ἐδῶ ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται τήν κατάλληλη στιγμή. Οὔτε χρονίζει, γιά νά μή μείνει το τραῦμα ἀθεράπευτο, οὔτε σπεύδει να συλλάβει τους πρωτοπλάστους τήν ὥρα ἀκριβῶς πού κάνουν τήν ἁμαρτία. Δηλαδή περιμένει ὁ Θεός μιά ωρίμανση.

   Το βλέπουμε πολύ συχνά καί στούς ἀνθρώπους αὐτό, παιδιά, μέσα στη ζωή μας. Το βλέπουμε και λέμε γιά ἕναν ἄνθρωπο ὅτι δέν ὡρίμασε στην πνευματική ζωή. Τόν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεός... τόν ἀφήνει. Βλέπετε, ἀρνεῖται τήν πνευματική ζωή, ἀρνεῖται ἀκόμη κι αυτόν τόν Θεό. Δέν βιάζεται ὁ Θεός νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ξέρετε τί σημαίνει ἐπισκέπτεται ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο; Τόν ἐπισκέπτεται ἤ γιά νά τόν ἐλεήσει ἤ γιά νά τόν κόψει... να πεθάνει! Δέν τό κάνει ὅμως αὐτό ὁ Θεός. Σπάνια θά τό κάνει ὁ Θεός, ὅταν κρίνει ὅτι πρέπει να γίνει αυτό. Αλλά τί κάνει ὁ Θεός συνήθως; Περιμένει. Τι περιμένει; Τήν ωριμότητα. Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δεν περιμένουμε τόν ἄλλο ἄνθρωπο να ὡριμάσει· ὁ Θεός όμως περιμένει. Γιατί; Διότι ὁ Θεός «πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4)· θέλει ὅλοι να σωθοῦν, ἀφοῦ ἔλθουν σε κάποια ἐπίγνωση. Αὐτή ἡ ἐπίγνωση ὅμως καί ἡ μετάνοια εἶναι καρπός, θα λέγαμε, εἶναι συνάρτηση του χρόνου· πρέπει να περάσει κάποιος χρόνος για να γίνει αὐτή ἡ διαδικασία.

   Καί ἐμφανίζεται ὁ Θεός «τὸ δειλινόν».

   Πότε ἄραγε νά ἔγινε ἡ ἁμαρτία; τό πρωί; το μεσημέρι; Πάντως δέν ἔγινε τό δειλινό. Τό δειλινό ἔρχεται ὁ Θεός.

   Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ο Σεβηριανός, λέει: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων, ὅτι τὸ δειλινὸν τότε τὸν Ἀδὰμ ἐπεσκέψατο, καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ δειλινόν. Καὶ γὰρ κατ᾽ ἐκείνας τὰς ὥρας ὑπέμεινεν ὁ Σωτὴρ τὸ πάθος, καθ᾽ ἃς διετέλεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τοῦ φαγεῖν ἕως τῆς παραβάσεως καὶ τῆς κρίσεως, ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης.» (Σεβηριανοῦ Γαβάλων, Εἰς τὴν ἔκτην ἡμέραν τῆς κοσμοποιΐας καὶ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους καὶ εἰς τὸν ὄφιν, PG 56, 490). Ὅπως θα ξέρετε, ἔχουμε μιά ἀκολουθία που λέγεται ἔκτη Ὥρα καί ἄλλη μιά πού λέγεται ἐνάτη. Ἐκεῖ, στήν ἐνάτη Ὥρα, ἀναφέρεται τό περιστατικό αυτό που λέμε τώρα.

   Ἐκεῖνος δηλαδή που περπάτησε στον παράδεισο ἔγινε ἄνθρωπος, καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός καρφώθηκε ἐπί τοῦ σταυροῦ τήν ἔκτη ὥρα, κατά τό ἐβραϊκό ωρολόγιο, (Η ημέρα πάντοτε ἄρχιζε μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο χωρισμοῦ τοῦ εἰκοσιτετραώρου, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε καί ἡ Χριστιανική Εκκλησία) δηλαδή στις δώδεκα το μεσημέρι, καί πέθανε ἐπί τοῦ σταυροῦ τήν ἐνάτη ώρα, στις τρεῖς το μεσημέρι, δηλαδή τό δειλινό. Και λέει τώρα ἐδῶ ὁ Σεβηριανός ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται στον παράδεισο τότε, το δειλινόν. Καί ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι δέν μετανόησαν, τούς καταδίκασε, τούς ἔβγαλε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Τώρα ὅμως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔρχεται καί πεθαίνει αὐτήν τήν ὥρα στον σταυρό, γιά νά τούς ἐπανεισαγάγει στον Παράδεισο.

   Και μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει ὁ Κύριος ἐπί τοῦ σταυροῦ, τοῦ λέει ὁ ληστής: Κύριε, μνήσθητί μου, θυμήσου με στή Βασιλεία Σου. Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Σε βεβαιώνω ότι σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. (Λουκά 23, 42-43) Εἴδατε, σήμερα!

   Βλέπουμε λοιπόν ότι το δειλινό ἔγινε ἡ ἐκδίωξη, ἡ ἀποπομπή τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν παράδεισο, τό δειλινό ἐπίσης ξαναμπήκε ὁ ἄνθρωπος στον Παράδεισο. Ὁ ληστής πέθανε πριν νυχτώσει, πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος. Βεβαίως πέθανε μετά τόν Χριστό. Είναι γνωστό ὅτι εἶχαν σπάσει τα πόδια τῶν δύο ληστῶν γιά νά πεθάνουν. (Βλ. Ιωάν. 19, 32-33) Καί ἔτσι, ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἡ ψυχή τοῦ ληστοῦ, ὅταν ἔφυγε ἀπό τό σῶμα του, εἰσῆλθε στον Παράδεισο.

   Πράγματι, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων, ὅτι τὸ δειλινὸν τότε τὸν Ἀδὰμ ἐπεσκέψατο, καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ δειλινὸν ὑπέμεινεν ὁ Σωτὴρ τὸ πάθος, ... ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης».

   Καί ἀκόμη, ἂν θέλετε, ὅπως σ' ἕναν κήπο, στον παράδεισο, ἔγινε ἡ παράβαση καί εἰσήχθη ὁ θάνατος, ἔτσι καί σέ ἕναν ἄλλον κῆπο, ὅπου τάφηκε ὁ Χριστός, ξαναδόθηκε ή λύτρωση.

   Καί ἐκεῖνα τά πόδια, πού περπάτησαν στόν ἀρχαῖο παράδεισο και φοβήθηκε ἡ Εὔα, αὐτά τά ἴδια πόδια σκύβει τώρα να καταφιλήσει η Μαρία η Μαγδαληνή, σ' ἐκεῖνον τόν κῆπο, ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη! (Βλ. Ιωάν, 20, 1-18)

   Βλέπετε, ὁ ἄναρχος Θεός, ὁ αἰώνιος Θεός, πῶς ὅλα αὐτά τά οἰκονομεῖ; Αὐτά μελετά κανείς στον λόγο τοῦ Θεοῦ, καί γεμίζει ή ψυχή του καί λέει ὅτι εἶναι ἀληθής ὁ Κύριος!

   Καί προχωροῦμε. Ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ οἱ πρωτόπλαστοι, σημειώνει τό ἱερό κείμενο, «καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου» (Γέν. 3, 8)και κρύφτηκαν καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ γυναίκα του, ἡ Εὔα, ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στα δένδρα τοῦ Παραδείσου.

   Κρύφτηκαν λοιπόν οἱ πρωτόπλαστοι, γιά νά μή δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, πού ἐξ ὑπαιτιότητός μας βέβαια χάσαμε το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν τό βλέπουμε πιά. Αλλά κατοπινά καί ὁ Θεός θα κρύψει το πρόσωπό του, γιά νά μήν τό βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Πρώτα κρύφτηκαν οἱ ἄνθρωποι για νά μή δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, καί μετά κρύφτηκε ὁ Θεός γιά νά μή δοῦν οἱ ἄνθρωποι το πρόσωπό Του!

   Αὐτό σέ πλεῖστα σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τό λέει ὁ Θεός ὡς ἑξῆς (σᾶς τό λέω σε μία ἐλεύθερη ἀπόδοση, γιατί στην κάθε περίπτωση έχει καί μιά ξεχωριστη διατύπωση): Δέν μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς το πρόσωπό μου καί νά ζήσει· θα πεθάνει. Πρῶτα οἱ πρωτόπλαστοι ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στον παράδεισο, καί δέν πέθαιναν· τώρα όμως λέει ὁ Θεός: ὅποιος δεῖ το πρόσωπό μου θα πεθάνει.

   Ἐνδεικτικά σᾶς λέω μιά περίπτωση. Ὁ Μωυσῆς κάποτε ζήτησε ἀπό τόν Θεό μία χάρη: Κύριε, μέ ἀποκάλεσες φίλο Σου, μοῦ μιλᾶς καί Σου μιλάω· τό πρόσωπό Σου ὅμως δέν τό ἔχω ἰδεῖ. Σε παρακαλῶ, κάνε μου τη χάρη αυτή· δείξε μου το πρόσωπό Σου! Θα λέγαμε ὅτι εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα πού θά μπορούσε ποτέ ἕνας ἄνθρωπος να απολαύσει! Το μεγαλύτερο πράγμα... το μεγαλύτερο! Δεν υπάρχει πιο μεγάλο από τό νά δεῖ κανείς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ! (Ὁ π. Ἀθανάσιος, σχολιάζοντας τό «καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ» (τοῦ Ἰησοῦ), στο 22ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐπιλέγει: Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στην καρδία τῆς καρδίας ὅλου τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως!... ἀκόμη καί ὁλοκλήρου τῆς Αγίας Γραφῆς!... ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἀγώνων, τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης!... Στην καρδία βρισκόμαστε. Τα πάντα εἶναι ἐδῶ!... Εἶναι ἡ κεκρυμμένη, είναι ἡ ποθητή, είναι ἡ ἐλπιζομένη, εἶναι ἡ ἀποκαραδοκουμένη αἰωνία θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει στην Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 8, 19)! Αυτό είναι! Ὅ,τι καί ἄν κάνουμε στη ζωή μας, κάθε αγώνας, κάθε προσπάθεια, εἶναι για να φθάσουμε κάποτε νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ!)

   Καί τοῦ λέει ὁ Θεός: Δέν μπορεῖ κανείς νά δεῖ τό πρόσωπό μου καί νά ζήσει· θά πεθάνει. Θά δεῖς ὅμως τα οπίσθιά μου. Μπές μέσα σ' ἐκείνη τήν τρύπα –σε μια σπηλιά ἐκεῖ στό βουνό, στο Σινά. Εγώ θα περάσω, θα βάλω το χέρι μου μπροστά στη σπηλιά· δέν θά μέ δεῖς· ἀλλά ὅταν ἐγώ θά ἔχω περάσει, θά ἀποσύρω το χέρι μου, καί θά δεῖς τά ὀπίσω μου. (Βλ. Εξοδ. 33, 12-23)

   Ποιά εἶναι αὐτά τά ὀπίσω τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ! («Κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὀπίσω δόξης αὐτοῦ τυγχάνει τὸ "σάρκα αὐτὸν γενέσθαι" καὶ ὀφθῆναι ἐν σαρκί, πρὸ τῆς τοιαύτης ἐμφανίου δόξης οὔσης "μονογενούς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.» (Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Εἰς τὸν Ζαχαρίαν, 1.141.5-8). «Ἡ μὲν προκόσμιος ὕπαρξίς τε καὶ θειότης δηλοῦται διὰ τοῦ προσώπου· ἡ δὲ δημιουργία καὶ πρόνοια διὰ τῶν ὀπίσω.» (τοῦ ἰδίου, Εἰς τὴν Ὀκτάτευχον, 39.1116.6-8)) Ἔτσι, διά μέσου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ βλέπουμε, τόν Θεό.

   Γιατί, πράγματι, δέν μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν Θεό· εἶναι φύσει ἀδύνατον. Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀδύνατον. Ὅλες οἱ κτιστές ουσίες δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἄκτιστη ουσία τοῦ Θεοῦ, τό πρόσωπό Του. Τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ λοιπόν τό βλέπουμε στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. (Βλ. Ιωάν. 1, 18. 6, 46. 14, 8-9)

   Ἔτσι, οἱ πρωτόπλαστοι, χάνοντας το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ὑπέστησαν τή μεγαλύτερη απώλεια πού θά μποροῦσε νά τούς συμβεί.

   Αλλά προσέξτε κάτι. Μετά τήν ενανθρώπηση, ὅποιος δέν δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ δέν θά ζήσει.

   Ὁ λαός μας τό λέει ὡραιότατα μέ τήν ἑξῆς λαϊκή ἔκφραση: Ὅπως πᾶμε, ὅπως ζοῦμε, ὅπως πολιτευόμαστε, δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Μέ αὐτό, τό δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ πού λέμε, ἐννοοῦμε ὅτι δέν θά ζήσουμε αἰωνίως, δηλαδή στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι τώρα, ἄν δέν δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν θά ζήσω. Τότε ὅμως, ἂν ἔβλεπα τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν θά ζοῦσα.

   Αυτό φανερώνει το μεγάλο προνόμιο πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τό ἀκατανόητο χάρισμα, τό ἀκατανόητο προνόμιο! Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, στην Α΄ Καθολική επιστολή του, σημειώνει: «ὅτι ὀψόμεθα αυτὸν καθώς ἐστι» (Α΄ Ιωάν. 3, 2, θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι! Ποιόν; Τόν Ἰησοῦ Χριστό· γιατί διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε καί τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. (Πρβλ. Ιωάν. 14, 9)

   Ὥστε θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι! Πῶς ὅμως;

   Ὁ Παῦλος, ὅταν Τόν εἶδε ὁδεύοντας πρός Δαμασκόν, τυφλώθηκε. Γιατί; Διότι δέν ήταν ἀκόμη ἕτοιμος ὡς σκεῦος ἐκλογῆς, δέν ήταν  καθαρισμένος, δέν ἄντεχε σ' ἐκεῖνο τό φῶς. Ήταν μεσημέρι, λέει, καί τότε ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τη δόξα τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου τοῦ μεσημεριάτικου! Αλλά εἶδε καί τυφλώθηκε. (Πράξ. 9, 1-16. 26, 13)

   Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «καθώς ἐστι», ἔτσι δοξασμένο, ἀλλά δέν θά τυφλωθοῦμε. Οἱ Μαθητές είδαν το πρόσωπο τοῦ δοξασμένου Χριστοῦ στο Θαβώρ «καθὼς ἡδύναντο» (Βλ. ἀπολυτίκιον ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος). Δέν μποροῦσαν νά δοῦν πολλά πράγματα. Καί μάλιστα ἔπεσαν κάτω, μπρούμυτα, καί ἔκλεισαν τα μάτια τους· δέν μποροῦσαν νά δοῦν, δέν άντεχαν, ἄν καί ἔβλεπαν «καθὼς ἠδύναντο», ὅσο μπορούσαν. (Πρβλ. Α' Κορ. 13, 12. Α΄ Ἰωάν. 3, 2)

   Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅμως τα πράγματα δεν θα εἶναι ἔτσι. Καί νά σκεφτείτε, παιδιά, ὅτι αὐτά εἶναι γεγονότα· δέν εἶναι σεσοφισμένος μύθος, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, αναφερόμενος ἀκριβῶς στό θέμα αὐτό, στη Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή δέν φτιάχτηκε μέ τό μυαλό μας αυτό, δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, δέν εἶναι ἕνας φιλοσοφικός μύθος· ὄχι εἶναι γεγονός! Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ήμασταν θεατές τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ τοῦ δεδοξασμένου, ἤμασταν αυτόπτες, Τόν εἴδαμε, ἔχουμε ἐμπειρία!... (Β΄ Πέτρ. 1, 16) Πραγματικά, είναι καταπληκτικό!

   Μόνο πού γιά νά φτάσουμε νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, θα πρέπει προηγουμένως νά δοῦμε τό πρόσωπο τῶν ἀδελφῶν, τῶν συνανθρώπων μας, ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.

   Πρῶτα πρῶτα, πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι οἱ συνάνθρωποί μας είναι πρόσωπα· δεν είναι res, ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατίνοι, πράγμα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο. Εἴτε εἶναι λευκός, εἴτε μαῦρος, εἴτε κίτρινος, εἴτε πολιτισμένος εἶναι, εἴτε βάρβαρος, ὅποιος κι ἄν εἶναι, εἶναι πρόσωπο. (Πρβλ. Γαλ. 3, 28) Από το νήπιο ἕως τόν ύπερήλικα, ὁ κάθε ἄνθρωπος είναι πρόσωπο. Καί κάθε πρόσωπο ἀδελφοῦ εἶναι ταυτοχρόνως μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρώτα λοιπόν θὰ δοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν, καί μετά θά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πού ἀπαξιεῖ νὰ δεῖ ἔτσι τα πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν, τῶν συνανθρώπων του, οὔτε το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ θά δεῖ. Το λέει αυτό καθαρά ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄ Καθολική του ἐπιστολή. (Α΄ Ιωάν. 4, 20-21)

   Λέει μάλιστα ένα πολύ ὡραῖο, ἀπό τό Γεροντικό, ἀπό τή Λαυσαϊκή Ἱστορία, αριθμός 52 –δὲν σᾶς τό λέω ολόκληρο γιά νά μήν χρονοτριβήσω: «Εἶδες γὰρ τὸν ἀδελφόν σου; εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου» (Αποφθέγματα ἁγίων Γερόντων, Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλώ, 3, PG 65, 136Β. Κατά τόν ἅγιο Σιλουανό, ο αδελφός μας είναι η ζωή μας (Αρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ἔκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σ. 448). Βλ. αγ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματέων, PG 1, 19.94.5.1 και 2, 152. 70.5.2. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ασκητικά, Λόγος Τ΄, 181,5). Ναί, ναί! Εἶδες τόν ἀδελφό σου; εἶδες Κύριο τόν Θεό σου! Διότι σήμερα βλέπεις τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· αὔριο θά δεῖς τό ἴδιο το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

   Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἀγάπη ἀποκαλύπτει τά πρόσωπα, ἐνῶ τό μίσος τά ἀποκρύπτει. Γι' αὐτό, ἂν θέλουμε νά ἀποκαλύπτονται τα πρόσωπα καί τῶν δικῶν μας καί τῶν ἄλλων μέσα μας, πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη. Το μίσος κρύβει τα πρόσωπα, καταστρέφει τα πρόσωπα, ἀπομακρύνει τα πρόσωπα. 

   Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι κρύβονται, τόσο ὁ Αδάμ, ὅσο καί ἡ Εὔα. Γιατί; διότι είναι συνένοχοι. Κρύβονται μαζί, ὡς συνένοχοι. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ἡ κοινή ἐνοχή τους ενώνει. Αλλά ὅταν θά ἀποκαλυφθοῦν, τότε θα σπεύσουν νά ἀλληλοκατηγορηθοῦν, καί ὁ καθένας θὰ ἐπιρρίψει τίς εὐθύνες στόν ἄλλο.

   Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; θά πεῖ στόν Ἀδάμ ὁ Θεός. Μήπως παρέβης τήν ἐντολή μου, τρώγοντας ἀπό τόν καρπόν πού σᾶς εἶπα νά μή δοκιμάσετε;

   Ὄχι ἐγώ· ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες μοῦ εἶπε νά το κάνω!...

   Εὔα, μήπως ἔφαγες από τον καρπό πού σᾶς εἶπα να μή φᾶτε;

   Ὄχι ἐγώ· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε!...

   Βλέπετε λοιπόν ότι στη συνενοχή υπάρχει και μία ἕνωση. Ὅταν ὅμως οἱ συνένοχοι ἀποκαλυφθοῦν, τότε βεβαίως ὁ καθένας σπεύδει νά ἀποκαλύψει τόν ἄλλο. Εἶναι κάτι πού πάντα τό παρατηρούμε, σε κάθε ἁμαρττία, σε κάθε κακία καί σέ κάθε ἔγκλημα· ὁ ἕνας σπεύδει νά ἀποκαλύψει τον άλλο γιατί; διότι ἀκριβῶς ἐδῶ δέν συνδέει, δεν ενώνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἑνώνει ἡ κοινή ενοχή.

   Τί ἔκρυψαν οἱ πρωτόπλαστοι; Ἔκρυψαν το πρόσωπό τους ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Πήγαν να κρυφτουν μέσα στο δάσος από προσώπου Κυρίου τοῦ Θεου, νά μήν τούς δεῖ ὁ Θεός· αλλά ταυτοχρόνως κρύβουν και το δικό τους το πρόσωπο. Έτσι, βλέπουμε ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, μοιραῖα χάνει καί τό δικό του τό πρόσωπο.

   Τόση ὥρα πού σᾶς μιλάω, ἔπρεπε νά σᾶς πῶ –δέν σᾶς τό εἶπα, καί ζητῶ συγγνώμην– ὅτι ὅταν λέμε πρόσωπο, δέν ἐννοοῦμε βεβαίως αὐτό πού ἐγώ τώρα βλέπω σ᾽ ἐσᾶς, κι ἐσεῖς βλέπετε σ᾽ ἐμένα, τήν ὄψη, δηλαδή το μπροστινό μέρος τοῦ κεφαλιού μας, μέ τά μάτια, τη μύτη καί τό στόμα· αὐτό δέν εἶναι τό πρόσωπο. Πρόσωπο εἶναι ἡ προσωπικότητα· εἶναι αὐτό πού ἐννοοῦμε πολλές φορές στίς ἐκφράσεις μας –θά σᾶς τό πῶ ἔτσι ἁπλᾶ– μέ τί πρόσωπο θα παρουσιασθῶ μπροστά σ' έκείνους τούς ἀνθρώπους, δηλαδή πῶς θὰ σταθῶ. Ἄρα ὅταν λέμε πρόσωπο, ἐννοοῦμε τήν προσωπικότητα.

   Βεβαίως, πολλές φορές, ή προσωπικότητα ἐκφράζεται καί διά τοῦ προσώπου τοῦ σώματος, αὐτοῦ δηλαδή πού λέμε μάτια, μύτη, στόμα καί τά λοιπά. Αλλά πρόσωπο δέν εἶναι κυρίως αὐτό πού βλέπω, ὅσο αὐτό πού δέν βλέπω· δηλαδή είναι ἡ προσωπικότητα.

   Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος ὅταν χάσει το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, στην πραγματικότητα χάνει τό δικό του τό πρόσωπο. Τι σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος. Απώλεια ὅμως τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος σημαίνει διάλυση τῶν στοιχείων που συνθέτουν την προσωπικότητα. Καί αὐτή ἡ διάλυση συντελεῖται μέ τήν ἀλληλοκαταφορά αὐτῶν τῶν στοιχείων τῆς νοήσεως, τοῦ συναισθήματος και τῆς βουλήσεως- δηλαδή μέ τό νά στρέφεται το ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Αὐτό λέγεται διάλυση τῆς προσωπικότητος· ὅταν δηλαδή ὁ νοῦς μου καταφέρεται ἐναντίον τοῦ συναισθήματός μου· ὅταν ἡ βούλησή μου καταφέρεται ἐναντίον τοῦ συναισθήματός μουἤ τῆς νοήσεώς μου. Δηλαδή τί κάνω; τί παθαίνω; Διαλύομαι, κομματιάζομαι!

   Ὅταν ὅμως διατηρῶ τό πρόσωπό μου, σημαίνει ὅτι τό ἔχω συγκροτημένο. Αυτές οι δυνάμεις, αὐτές οἱ πτυχές τοῦ προσώπου μου πού τό συνθέτουν –ή νόηση, το συναίσθημα καί ἡ βούληση– συνεργάζονται μεταξύ τους, καί δέν ἀλληλοκαταφέρονται, δέν στρέφεται ή μία ἐναντίον τῆς ἄλλης.

   Ἔρχεται ὁ νοῦς μου καί μοῦ λέει: Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἔρχεται ὅμως τό συναίσθημά μου καί μοῦ λέει: Ἄ, ἐγώ θέλω να κάνω αυτό· ἔτσι μ' αρέσει ἐμένα... Θέλω να κάνω συντροφιά μ' αυτόν τόν ἄνθρωπο. Ας μήν πρέπει, ἂς ζημιωθῶ. Ὁ νοῦς μου λέει ὄχι, αλλά ή καρδιά μου λέει: Ἄ, ἐγώ θέλω να κάνω συντροφιά με αὐτόν τόν ἄνθρωπο... Θέλω νά τόν ἔχω φίλο, φίλη!... Ακόμη, ὅταν ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μέ προτρέπει ζῆσε την πνευματική ζωή, ἔρχεται ἡ βούλησή μου καί λέει στη νόηση: Ἐσύ εἶπες νά ζήσω την πνευματική ζωή, αλλά ἐγώ, ἡ βούληση, δέν θέλω... Δέν μπορῶ, δέν μπορῶ!... Παραλύει ή βούληση. Το λέγαμε την περασμένη φορά πῶς σκοτίσθηκε ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα στη νόηση, στο συναίσθημα και στη βούληση. (Βλ. Μάθημα 58ο, σ. 15 κ.έ)

   Οπότε ἐδῶ τώρα ὁ ἄνθρωπος πραγματικά αὐτοδιαλύεται, χάνει το πρόσωπό του.

   Σπεύδουν λοιπόν οἱ πρωτόπλαστοι να κρυφτούν ἀνάμεσα στα δένδρα τοῦ Παραδείσου!

   Εἶναι περίεργο όμως. Ἀφοῦ ἔχουν διάλυση έσωτερική καί χάνουν το πρόσωπό τους, από ποιόν πᾶνε νά κρυφτοῦν;... Δηλαδή;... Είναι περίεργο! Εἶναι μάλιστα καί ἕνας στρουθοκαμηλισμός, ἂν σκεφθοῦμε, πῶς ὁ σοφός Ἀδάμ, ἀλλά καί ὁ προφήτης Αδάμ, δέν γνώριζε ὅτι ὁ Θεός είναι πανταχού παρών!

   Θυμόσαστε πού παλαιά τό εἴχαμε πεῖ ὅτι εἶναι καί προφήτης ὁ Ἀδάμ, ὅταν είπε γιά τή γυναίκα ὅτι αὐτή εἶναι ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του, καί «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 33ο, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019) καί λοιπά; Προφητικά τά εἶπε αὐτά ὁ Ἀδάμ. Τώρα λοιπόν δέν γνώριζε ὁ Ἀδάμ ὅτι ὁ Θεός είναι πανταχού παρών;...

   Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Πᾶς στο δάσος να κρυφτείς;... Πᾶς να κρυφτεῖς μέσα στο σπίτι σου;... Πᾶς να κρυφτεῖς, ποῦ;... στο κρεβάτι σου;... κάτω ἀπό τό κρεβάτι σου, να κλείσεις καί τά φῶτα;... Ποῦ;... Ο Θεός είναι πανταχού παρών, σε βλέπει!

   Λοιπόν, αὐτός ὁ σοφός Αδάμ, ἐνῶ γνώριζε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχού παρών, τώρα σκοτίζεται, καί μοιάζει σάν νά τό ἀγνοεῖ, ὅτι δέν μπορεῖ νά κρυφτεί ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τόν βλέπει! Ὁ Θεός εἶναι πανταχού παρών!

   Ἔτσι, παιδιά, ὅταν ἁμαρτάνουμε, λέμε: Κύριε, μή μέ βλέπεις, ἕως ὅτου ὁλοκληρώσω τήν ἐπιθυμία μου!... Ἐγώ θέλω νά ἁμαρτήσω· ἀλλά μή μέ βλέπεις!... Εἶναι πραγματικά παράξενο. Βλέπει κανείς τόν ἄνθρωπο να νομίζει ὅτι δέν τόν βλέπει ὁ Θεός· ὅτι μπορεῖ νά ἁμαρτάνει, ἀφοῦ δέν τόν βλέπει ὁ Θεός. Σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι ἕνας στρουθοκαμηλισμός.

   Γνωρίζετε τι κάνει ή στρουθοκάμηλος, αὐτό τό μεγάλο βαρύ πουλί, πού δέν μπορεῖ νά πετάξει; Ὅταν τήν κυνηγοῦν οἱ ἐχθροί της, ἀποκάμνοντας ἀπό τό τρέξιμο, σκάβει ἕνα λακκάκι ἐκεῖ, στο έδαφος, κλείνει τα μάτια καί χώνει το κεφάλι μέσα στο χῶμα ἐκεῖ, στά κλαδιά, νομίζοντας ότι τώρα ὁ ἐχθρός δέν τήν βλέπει! Τό ἴδιο πιστεύει καί ὁ ἄνθρωπος.

   Ωραιότατα ή Σοφία Σειράχ, στο 23ο κεφάλαιο, 18-20 στίχοι, λέει κάτι πού θά μᾶς βοηθήσει να θυμόμαστε αὐτό πού εἴπαμε. Θά σᾶς τό διαβάσω· ἀκοῦστε: 

   «Ἄνθρωπος παραβαίνων ἀπὸ τῆς κλίνης αὐτοῦ, λέγων ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ· τίς με ὁρᾶ; σκότος κύκλῳ μου, καὶ οἱ τοῖχοί με καλύπτουσι, καὶ οὐθείς με ὁρᾷ. τί εὐλαβοῦμαι; τῶν ἁμαρτιῶν μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ Ὕψιστος,». Ἄνθρωπος πού ἀφήνει τήν συζυγική του κλίνη, λέει μέσα του: Ποιός μέ βλέπει; Γύρω μου είναι σκοτάδι, καί οἱ τοίχοι μέ καλύπτουν, καί κανένας δέν μέ βλέπει. Έκλεισα την πόρτα μου, κλείδωσα, ἔβαλα καί κουρτίνες στα παράθυρα, ἔκλεισα καί τά φῶτα· μπορώ τώρα νά ἁμαρτήσω. Ποιός με βλέπει; Γιά ποιόν λόγο νά ἔχω σεμνότητα; τί ἔχω να φοβηθώ; Τίς ἁμαρτίες μου δέν θά θυμηθεῖ ὁ Ὕψιστος.

   »καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων ὁ φόβος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη». Καί ὁ φόβος του είναι μόνο τα μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός φοβᾶται μόνο μήν τόν δοῦν ἀνθρώπινα μάτια. Και δέν γνωρίζει ὅτι τά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι μυριοπλάσια φωτεινότερα από τον ήλιο, που βλέπουν κάθε ενέργεια καί ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντιλαμβάνονται καί τά κρυφά και σκοτεινά μέρη. Ὅλα τά βλέπει ὁ Θεός· ὅπου κι ἂν πᾶς, ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, σε βλέπει ὁ Θεός.

   »πρὶν ἢ κτισθῆναι τὰ πάντα, ἔγνωσται αὐτῷ, οὔτως καὶ μετὰ τὸ συντελεσθῆναι». Πρίν νά κτιστοῦν τά πάντα, ήταν γνωστά σ' Αυτόν· τό ἴδιο ἀκριβῶς καί μετά τήν ὁλοκλήρωσή τους. Ο Θεός τα ξέρει ὅλα ὅσα θά κάνεις πρίν ἀκόμη δημιουργηθεῖς·  πολύ δέ παραπάνω θα ξέρει τί θά κάνεις, ὅταν ἤδη συντελέσεις τήν ἁμαρτία σου.

   Παιδιά, ἐκεῖνο πού διασώζει το πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτό ἀκριβῶς διασώζει τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Οι πρωτόπλαστοι, ἀντί νά σπεύσουν να κρυφτούν, μποροῦσαν νά ὁμολογήσουν τήν ἁμαρτία τους καί νά ζητήσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ἁμαρτήσαμε, συγχώρεσέ μας. Αλλά δέν μετανοοῦν, γι' αὐτό καί κρύβονται.

   Ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος φροντίζει να κρύβει τα άμαρτήματά του καί νά φοβᾶται τη δημοσίευσή τους. Είναι καί αὐτό ἕνα προπατορικό κατάλοιπο.

   Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι πολλές φορές, ὅταν πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος να ομολογήσει τίς ἁμαρτίες του στο μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, καί ἐκεῖ ἀκόμα κρύβεται! Αὐτό εἶναι τό δυστύχημα. Ἔτσι, ἢ θα κρύψουμε μια συγκεκριμένη ἁμαρτία μας ἢ θα κρύψουμε το πρόσωπό μας, δηλαδή θά τό παρουσιάσουμε διαφορετικό.

   Παιδιά, στήν Ἐξομολόγηση πρέπει να παρουσιάζουμε το πρόσωπό μας ὅπως εἶναι. Θέλουμε νά δοῦμε το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «καθώς ἐστι»; τότε κι ἐμεῖς πρέπει να παρουσιάσουμε το πρόσωπό μας «καθώς ἐστι», ὅπως εἶναι· δέν θά τό ἀλλοιώσουμε.

   Ἔτσι, παρατηρῶ πολλές φορές, τό βλέπω, ὅτι ἔρχονται ἄνθρωποι στήν Ἐξομολόγηση, καί δέν παρουσιάζουν τόν ἑαυτό τους ὅπως εἶναι στην πραγματικότητα, ἀλλά τόν γαρνίρουν με ψιμύθια, τόν μακιγιάρουν, ὥστε ὁ πνευματικός νά μή σχηματίσει μιά κακή ιδέα γι' αὐτούς! Εἶναι μία πλάνη, πού τήν ἐμπνέει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ διάβολος.

   Ἐάν ὁ ἄνθρωπος φθάσει νά ἁμαρτάνει πλέον γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δηλαδή χωρίς ἐπιφυλάξεις, χωρίς να ντρέπεται καί χωρίς να κρύβεται, –ὅπως δυστυχῶς ἔχουμε τέτοιους ἀνθρώπους στήν ἐποχή μας–, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει φθάσει στα ἔσχατα τῆς κακίας του. Γι' αὐτόν ἴσως δέν ὑπάρχει πλέον φάρμακο σωτηρίας, ἄν ἀδιάντροπα φτάνει νά ἁμαρτάνει χωρίς τίποτε, μά τίποτε να ντρέπεται. Θυμίζει αυτό που λέει ὁ Κύριος σέ μιά σχετική παραβολή γιά ἐκεῖνον τόν ἄδικο κριτή, πού ἔλεγε τόν Θεό δέν τόν φοβοῦμαι καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς ντρέπομαι. (Λουκά 18, 4) Εἴδατε; τόν Θεό δέν τόν φοβᾶμαι καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς ντρέπομαι!

   Θα λέγαμε ὅτι τό να κρυφτεῖς, ἄνθρωπε, ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, εἶναι καλό, ναί· θα μπορούσες ὅμως νά πεῖς μετανοώ. Παρά ταῦτα, ἂν θέλεις, τό ὅτι κρύβεις τό πρόσωπό σου, στο βάθος εἶναι ἕνα δεῖγμα ὑγείας, πού φανερώνει ὅτι κρατᾶς κάτι μέσα σου. Δέν ἔφυγε ὁλότελα ἡ ντροπή· ντρέπεσαι, κρύβεσαι. Εἶναι καλό σημάδι αὐτό καί εἶναι καλό από τήν ἄποψη ὅτι διατηρεῖς, ἐπαναλαμβάνω, κάποια υγεία ψυχῆς. Ὅπως καί ὁ Ἀδάμ· ἁμάρτησε, αλλά είχε κάποια ὑγεία ψυχῆς· γι' αὐτό καί τρέχει, σπεύδει να κρυφτεί. Αλλά ὅταν, μέ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, βρεθούμε μπροστά στόν Θεό, θά ποῦμε: Κύριε, μετανοῶ! Σοῦ ὁμολογώ τίς ἁμαρτίες μου! Συγχώρεσέ με! Καί τότε Ἐκεῖνος, φιλανθρωπότατα, θά μᾶς συγχωρήσει.

   Παιδιά, εὔχομαι, μέ ὅλη μου την καρδιά – εἶναι τό τελευταῖο θέμα πρό τῶν ἑορτῶν– εὔχομαι ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε, να κοινωνήσουμε, καί ἔτσι νά ἔχουμε αὐτήν τή συνάντηση τοῦ προσώπου μας μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

   Καλές γιορτές!

   Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 1984


60η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.