†.Λέγαμε την περασμένη φορά ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχή στό ἔπακρον ἡδονιστική. Αναφερθήκαμε στήν αἴσθηση τῆς γεύσεως, ἀφοῦ πρῶτα εἴχαμε μιλήσει γιά τήν ὅραση, ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι εἶδαν τόν καρπό και κατόπιν ἡ Εὔα ἅπλωσε το χέρι της σ' αὐτόν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ γυναίκα ἔβαλε πρώτη τό χέρι της στον καρπό, τόν πῆρε τόν ἔφαγε και μετά τόν ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της. Δέν ἅπλωσε ὁ Ἀδάμ τό χέρι του να κόψει τον καρπό. Αὐτό ἔχει πολλή σημασία, καθώς δείχνει μία προπέτεια ἐκ μέρους τῆς γυναικός, ἡ ὁποία προτρέχει, χωρίς πολλή σκέψη. Ὡστόσο ἅπλωσε το χέρι της καί ἔφαγε.
Εἴχαμε λοιπόν ἀναφερθεῖ στήν αἴσθηση τῆς γεύσεως, καί εἴπαμε πώς ἄν δέν προσέξουμε, μπορεῖ αὐτή να δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα· δηλαδή μπορεῖ νά ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ὁλότελα ἀπό τήν πνευματική ζωή. Μπορεῖ ἀκόμα, ἐάν ἡ αἴσθηση αυτή δέν φυλαχθεῖ, νά γίνει ἡ πύλη γιά νά μπουν στην ψυχή σωρηδόν ὅλα τά ἁμαρτήματα! Γι' αὐτό καί ἡ γαστριμαργία –καί ἡ λαιμαργία– θεωρεῖται ὡς τό ἁμάρτημα πύλη τῶν ὑπολοίπων θανάσιμων ἁμαρτημάτων. (Βλ. Κλίμαξ Ἰωάννου, Λόγος ΙΔ΄, Περὶ Γαστριμαργίας, ἔκδ. Ίερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1985, σσ. 185-193) Αυτό μήν τό ξεχάσετε· νά τό θυμόσαστε πάντοτε.
Ἔτσι, εἴχαμε πεῖ ὅτι σέ κάθε ἐποχή ὑπῆρξε ἡ ἀθεΐα. Ἰδιαιτέρως ὅμως ὑπάρχει στήν ἐποχή μας, μέ τήν εὐημερία πού τήν χαρακτηρίζει, σε μια παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστον ὡς πρός τόν δυτικό κόσμο –μέ τήν ἔννοια τήν πολιτιστική– γιατί υπάρχει ἕνας ἄλλος τόσος κόσμος, ἴσως και περισσότερος, πού τήν ἴδια ὥρα πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα· εἶναι καταπληκτικό. Σκεφτεῖτε, παιδιά, ἄκουσα τελευταῖα πώς ἐνενήντα χιλιάδες παιδιά τήν ἡμέρα πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα!
Ωστόσο, σᾶς εἶπα, ὁ δυτικός μας πολιτισμός ἔχει αὐτή τήν εὐημερία, τουλάχιστον αὐτά τά τελευταῖα χρόνια, τίς τελευταῖες μεταπολεμικές δεκαετίες, μέ ἀποτέλεσμα να θεωρεῖται ἡ ἐποχή μας ἡδονιστική στο ἔπακρον. Γι' αὐτό ἀκριβῶς κι ἀπό τόν ὀπτικό ὁρίζοντα τῆς ἐποχῆς μας ὁ Θεός ἔχει ἐξαφανισθεῖ. Διότι, ὅπως λέει θαυμάσια ὁ Θεός, διά τοῦ Μωϋσέως στή β΄ Ὠδή του, ὁ λαός ἔφαγε, ἤπιε, χόρτασε, κλώτσησε· «ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη, καί ἀπελάκτισε» (Βλ. Δευτ. 32, 15)· λιπάνθηκε, πάχυνε, πλάτυνε καί κλώτσησε. Αὐτό τό κλώτσησε, καί ὅπως παρακάτω λέει «καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ», ὅτι ἔφυγε ἀπό τόν Θεό τόν Σωτήρα του, δείχνει τήν ἀποστασία, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, πού συνιστᾶ τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας.
Ἐμεῖς οἱ κάπως μεγαλύτεροι, ἡ περασμένη γενιά ἄς ποῦμε, βλέπουμε το φαινόμενο αυτό στούς νεωτέρους και τρίβουμε τα μάτια μας. Φυσικά δέν εἶναι φαινόμενο τῶν νεωτέρων· εἶναι φαινόμενο τῆς δικῆς μας γενιᾶς· γιατί ὁ τρόπος πού ἐμεῖς ἀναθρέψαμε και παιδαγωγήσαμε τη νεώτερη γενιά μας ἦταν ὁ τρόπος που ὁδηγεῖ στήν ἀθεΐα. Ὁ Θεός ἔχει ἐξαφανιστεῖ πιά ἀπο τόν ὀπτικό ὁρίζοντα τῆς ἐποχῆς μας.
Αὐτό φυσικά δέν εἶναι ἀπόλυτο, διότι ὅπου περισσεύει ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀθεΐα, ἐκεῖ ὑπερπερισσεύει καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ρωμ. 5, 20) Τήν ἴδια στιγμή μπορεῖ νά ἔχουμε καί πολύ πιστούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα ἀπό τήν νέα γενιά, καί μάλιστα σέ καθεστῶτα ἀθεϊστικά, οἱ ὁποῖοι νὰ ζοῦν τόν πρωτοχριστιανικό ἀρχαῖο Χριστιανισμό, τήν πρωτοχριστιανική πνευματικότητα, ἔχοντας πρωτοχριστιανικό ζῆλο καί ἐνθουσιασμό. Τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο μπορεῖ νά εἶναι πλούσιο σ᾽ ἐκείνους τούς νέους μας σήμερα πού ζοῦν ἀκριβῶς κάτω ἀπό πιεστικές ἀθεϊστικές καταστάσεις.
Σήμερα κάθε πνευματική και φιλόσοφη ἐργασία συναντᾶ τήν πνευματική ὀκνηρία. Ὁ ἄλλος βαρύνεται ὅταν τοῦ πεῖς νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν πνευματική ζωή· σου λέει: Δε βαριέσαι τώρα... αὐτά εἶναι παρωχημένα πράγματα!...
Πολύ χαρακτηριστικά ἔγραφε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Νοῦν λεπτὸν ὄγκος ἐκδιώκει γαστέρος» (Επη Ἠθικά, PG 37, 918. Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 54, 581 και 602)· τόν λεπτό νοῦ τόν διώχνει ὁ ὄγκος τῆς κοιλιᾶς, δηλαδή ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τρῶς καί φορτώνεσαι. Ἡ λέξη γαστήρ νοεῖται μέ εὐρεῖα ἔννοια· γιατί δέν εἶναι μόνο τό θέμα τῆς κοιλιᾶς, ἀλλά εἶναι ἡ ὅλη εὐδαιμονία καί ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν· ὄχι μόνο εκείνων πού τρῶμε, ἀλλά καί ἐκείνων πού γενικά ἀπολαμβάνουμε. Ὅλα αὐτά λοιπόν διώχνουν τόν λεπτό νοῦν. Βεβαίως! γιατί ὁ τρόπος πού ζοῦμε σήμερα, ἡ ἐποχή μας, διώχνει τόν λεπτό νοῦν, δηλαδή τό να σκεφτεῖς φιλόσοφα, τό να σκεφτεῖς λεπτά. (Ὁ Αἴσωπος, μέ τόν μύθο τῶν Μυιῶν, μᾶς διδάσκει τό σοφό: ή λιχνεία (γαστριμαργία) πολλῶν κακῶν αἰτία γίνεται» (Fabulae 82.3.5). Ο Ξενοφῶν, στον Οικονομικό του, γράφει ὅτι ἡ λιχνεία, ἡ λαγνεία καί ἡ οἰνοφλυγία εἶναι «χαλεποὶ δεσπόται», δηλαδή δυσβάστακτοι τύραννοι· γι' αυτό συνιστούσε: «μήτε κενὸς μήτε ἄγαν πλήρης διημερεύειν» (Oeconomicus 11.18.5-6)· οὔτε νηστικός οὔτε πολύ χορτασμένος να περνᾶς τήν ἡμέρα σου. Καί ὡς πρός τήν κατανάλωση κρέατος καί κρασιοῦ ὁ Πλούταρχος, στο Περί Εὐθυμίας βιβλίο του, γράφει: «οἶνοί τε καὶ σαρκῶν ἐμφορήσεις σῶμα μὲν ἰσχυρὸν ποιοῦσι καὶ ῥωμαλέον, ψυχὴν δ᾽ ἀσθενῆ» (Ανθολόγιον, 3.21.16)· τό κρασί καί ἡ καταβρόχθιση κρεάτων μπορεῖ νά κάνουν τό σῶμα ρωμαλέο, κάνουν όμως τήν ψυχή ασθενική. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος συμπληρώνει: «παχεῖα γαστήρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον» (PG 62, 569). Βλ. ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, Περὶ γαστριμαργίας καὶ κόρου (PG 95, 1332 κ.ε.)
Σήμερα οἱ νέοι μας δέν σκέπτονται λεπτά, δέν σκέπτονται βαθιά· εἶναι πραγματικά ἕνα δυστύχημα. Βεβαίως φταῖνε καί ἄλλα πράγματα φταίει ἕνας γενικότερος αποπροσανατολισμός τῆς νεολαίας μας. Ἐπί παραδείγματι, βλέπουμε χιλιάδες νέους πού πᾶνε στο γήπεδο και βλέπουν ποδόσφαιρο. Θά μοῦ πεῖτε: νά μήν παίξουμε; Δέν θέλω νά πῶ αὐτό. Θά ἤθελα νά πῶ ὅμως ὅτι ὑπάρχει μιά ἀποκλειστική ενασχόληση μέ πράγματα τά ὁποῖα, στο κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, εἶναι ἀπαξίες, δέν ἔχουν ἀξία. Πᾶς καί βλέπεις ἕνα παιχνίδι. Ε, καί τί βγῆκε ἀπ' αὐτό; Τί βγήκε;... Καί ὅταν μάλιστα διεξάγεται μέ τόσο φανατισμό! Όταν ὑπάρχουν ομαδικά παιχνίδια πού ἔχουν τζόγο, δηλαδή στοιχήματα, καί ὑπάρχει ὁ φανατισμός καί οἱ φατρίες, ὅτι ἐμεῖς νικήσαμε, ἐνῶ ἐσεῖς δέν νικήσατε, ὅλα αὐτά δημιουργοῦν, ὅπως καταλαβαίνετε, ἕναν ἀποπροσανατολισμό ἀπό εὐγενῆ καί ἀνώτερα πράγματα, μέ τά ὁποῖα θάμποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ ἡ νεολαία μας.
Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχει καί ἡ τηλεόραση, οἱ καφετέριες, οἱ ποικίλες διασκεδάσεις καί λοιπά καί λοιπά, πού τελικά αποπροσανατολίζουν τούς νέους μας από τά λεπτά, βαθιά καί σπουδαῖα πράγματα, ἀπό τίς ἀξίες. Καί αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι δυστύχημα, που δείχνει ὡστόσο καί τήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς μας.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής λέει κάτι πολύ ὡραῖο, πού θά ἐπιθυμοῦσα νά τό θυμόσαστε· εἶναι μία μικρή φράση: «εἰσροὴ αἵματος, ἐκροὴν πνεύματος ἀπεργάζεται» (Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, Επιστολή πρός τόν μονάζοντα Νικόλαον, ἐκδ. Παναγ. Τζελάτη, Εν Αθήναις 1893, σ. 78). Αἷμα εἶναι ὅταν τρῶς, ὅταν καλοπερνᾶς... δηλαδή βάζεις αἷμα, ζεῖς τή φυσιολογική σου ζωή· ἔχεις δώσει τόν τόνο στη βιολογική σου ζωή, καί ὄχι στην πνευματική. Ὅσο αἷμα βάζεις, τόσο πνεῦμα βγάζεις. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ὅσο πιό βιολογικός, ζωικός, ζωώδης δηλαδή, ἄνθρωπος γίνεσαι, τόσο λιγότερο πνευματικός ἄνθρωπος ἀπομένεις.
Θα λέγαμε ἀκόμα, παιδιά, ὅτι ἔχουμε καί κάποιες συνέπειες σ᾿ ὅλα αὐτά τά πράγματα καί αὐτές εἶναι πολλές. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἀναφέρω μερικά παραδείγματα ἀπό τήν Ἱστορία γενικά, πού ἔχουν ἐπισημανθεί αὐτά σαν συνέπειες αὐτῆς τῆς καταστάσεως τῆς γαστριμαργίας, τῆς ἀφθονίας τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Τα παιδιά τοῦ Ἰώβ, ὅταν συναντιοῦνταν –καί αὐτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα– ἐκδηλώνοντας τήν μεταξύ τους ὁμόνοια καί ἀγάπη, ἔκαναν ἀπό κοινοῦ συμπόσια· μάλιστα πότε ἔτρωγαν στοῦ ἑνός τό σπίτι και πότε στοῦ ἄλλου. Κάποια φορά ἔτρωγαν στο σπίτι τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ· κι ἐκεῖ ἦλθε ἡ καταστροφή. Ὁ διάβολος ζήτησε ἄδεια ἀπό τόν Θεό νά γκρεμίσει το σπίτι, να πέσει ἡ σκεπή καί νά τούς σκοτώσει ὅλους. Παρότι δέν ἦταν ἀνήθικο το συμπόσιο, ωστόσο ἦταν ἕνα συμπόσιο.
Ὁ σοφός Ωριγένης ἑρμηνεύει πάνω σ' αὐτό καί λέει: «Καιρὸν ἐζήτει (ὁ διάβολος) τοῦ αὐτοὺς ἀπωλέσαι. Εἰ εὑρήκει ἀναγινώσκοντας, οὐκ ἂν ἥψατο τῆς οἰκίας, οὐδὲ τόπον εἶχε τοῦ αὐτοὺς ἀποκτεῖναι. Εἰ εύρήκει προσευχομένους, οὐδὲν ἠδύνατο ποιῆσαι κατ' αὐτῶν. Ἀλλ' ὅτε εὗρεν εὐκαιρίαν, ἴσχυσε. Ποῖος ἦν ὁ καιρός, μέθη ἦν, συμπόσιον ἦν.» (PG 12, 1032, και PG 17, 60). Λέει δηλαδή ὅτι ὁ διάβολος ζητοῦσε μία ευκαιρία γιά νά καταστρέψει τά παιδιά τοῦ Ἰώβ. Ἐάν τά εὕρισκε νά προσεύχονται ἤ να μελετοῦν, δέν θά μποροῦσε νά ἀκουμπήσει τό σπίτι, οὔτε θά εἶχε τόπο γιά νά τά σκοτώσει τά παιδιά· δέν θα μποροῦσε τίποτα να κάνει ἐναντίον τους. Ὅταν ὅμως βρῆκε τήν εὐκαιρία, τά κατάφερε. Ποιά ἦταν ἡ εὐκαιρία; Ήταν ἡ μέθη, ήταν τό συμπόσιο. Τήν εὐκαιρία λοιπόν τή βρῆκε ὁ διάβολος σ' ἕνα συμπόσιο πού εἶχαν τα παιδιά. Ζητούσε καιρό, ευκαιρία, κι αυτός ο καιρός ἦταν τῆς μέθης. Δηλαδή, ἐκεῖ, ὅπως γινόταν το συμπόσιο, ἔτρωγαν βεβαίως καί ἔπιναν και τραγουδούσαν και φυσικά βρίσκονταν σε μία κατάσταση πού ἔδωσε λαβή στον διάβολο.
Ἕνα ἄλλο φοβερό παράδειγμα εἶναι τοῦ Βαλτάσαρ. Αὐτός ἦταν ἕνας ἀπόγονος, πιθανότατα εγγονός, τοῦ Ναβουχοδονόσορος, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς λαμπρής βαβυλωνιακῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶχε πέσει στίς ἡδονές. Κάποια φορά είχε καλέσει στο τραπέζι του ὅλους τούς μεγιστάνες και χιλιάρχους και σπουδαίους στο παλάτι. Ζήτησε δέ νά φέρουν ἀπό τήν κειμηλιοθήκη τά ἱερά σκεύη –ποτήρια καί ἄλλα σκεύη χρυσά καί ἀργυρά– πού είχε συλήσει ὁ παππούς του ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, ὅταν κατέλαβε τήν Ἰουδαία, τούς Ἰσραηλῖτες. Καί βέβαια αὐτό ἦταν ἡ ἐσχάτη ἀσέβεια, τό νά χρησιμοποιοῦν οἱ συνδαιτυμόνες του συμποσίου τά ἱερά σκεύη! Όπως ἀκριβῶς σήμερα τό νά γίνει μιά ἀναμπουμπούλα, νά ἀ ναποδογυρισθοῦν τά πάντα, τά ἱερά σκεύη τῶν ναῶν να περιέλθουν σε χέρια ἀσεβῆ, καί κάποτε να δοθεῖ ἕνα τραπέζι μεγάλο καί νά φέρουν ἐκεῖ τά ἅγια ποτήρια ἀπό τούς ναούς πού ἐσύλησαν!... Καταλαβαίνετε πράγματι ὅτι αὐτό εἶναι ἐσχάτη ἀσέβεια. Αὐτό λοιπόν συνέβη καί τότε· τά ἱερά σκεύη ἔπεσαν σε χέρια ἀσεβῆ, καί οἱ συνδαιτυμόνες τοῦ συμποσίου ἔπιναν μ' αὐτά τό κρασί τους καί διασκέδαζαν ἐκεῖ μέ γυναῖκες κατωτέρου ἤθους!
Τότε ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, λίγο πρίν τά μεσάνυχτα, φάνηκε ἕνα κομμένο χέρι να γράφει στον τοῖχο μία ἐπιγραφή. Κοκκάλωσαν ὅλοι. Ήταν τρεῖς λέξεις, ἀνερμήνευτες: «μανή, θεκέλ, φάρες». Καί τότε ὁ Βαλτάσαρ ζήτησε ἀπό τούς σοφούς νά τίς ἑρμηνεύσουν. Ἐμφανίστηκε λοιπόν ὁ Δανιήλ, ερμήνευσε τί σήμαιναν αὐτές, λέγοντάς του: Βασιλιά, αὐτές οἱ λέξεις σημαίνουν ὅτι ζυγίσθηκες, μετρήθηκες, αλλά βρέθηκες λειψός, ἐλλιπής, γι' αυτό καί θά τιμωρηθεῖς. (Δαν. 5, 25) Παιδιά, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, οἱ Μηδοπέρσες μπῆκαν μέσα στη Βαβυλώνα, καί μέχρι το πρωί ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ συνδαιτυμόνες εἶχαν σφαγεῖ. Ἡ πόλη περιῆλθε ὁριστικά στα χέρια τῶν Μηδοπερσῶν, καί ἡ βαβυλωνιακή αυτοκρατορία δέν ξανάζησε πλέον στήν Ἱστορία. Εἴδατε; Αφορμή στάθηκε ἕνα συμπόσιο!
Ακόμη, θυμηθεῖτε ἐκεῖνο τό ἀσεβέστατο τραπέζι πού παρέθεσε ὁ Ἡρώδης, κατά τη διάρκεια τοῦ ὁποίου χόρεψε ἡ Σαλώμη, ἡ νομιζόμενη κόρη του –κόρη του καί ἀνηψιά του... παράξενα συμπλέγματα– μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκεφαλιστεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Βρωμερό συμπόσιο, βρωμερός χορός, μέ ἐλατήρια καί κίνητρα βρώμικα, ανήθικα, ἐλεεινά, γεμᾶτα ἀπό μίσος καί κακία, ἐκ μέρους τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς φοβερῆς ἐκείνης γυναίκας τοῦ Ἡρώδη, πού δέν ἦταν γυναίκα του, αλλά γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του. Δηλαδή, παιδιά, ὅπως καταλαβαίνετε, ἁμαρτωλές καταστάσεις, μέ αποτελέσματα οδυνηρά και φοβερά.
Θά τό ξέρετε –πολλές φορές τό ἔχουμε δεῖ καί τό ἔχουμε ζήσει καί τό διαβάζουμε καί στίς ἐφημερίδες– στα φαγοπότια, τά άσεμνα φαγοπότια, γίνονται παρεξηγήσεις, φόνοι και φοβερές σαρκικές ἁμαρτίες.
Τί πρέπει λοιπόν να κάνουμε;
Εφόσον, παιδιά, ή βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ μᾶς ἔβγαλε από τον παράδεισο, θα πρέπει τώρα, για να ξαναμπούμε στον Παράδεισο, νά ὑπάρξει ή νηστεία.
Καί βέβαια, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ καιρός τῆς νηστείας δέν εἶναι πάντοτε, αλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε. (Βλ. Κατήχησις ἐσχάτη, Λόγος Ε΄, 1.2, series tertia: «Εἰ καὶ ἡ νηστεία παρῆλθεν, ἀγαπητοί, ἀλλὰ μενέτω ἡ εὐλάβεια. Εἰ καὶ ὁ τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς καιρὸς παρέδραμε, τὴν γοῦν μνήμην αὐτῆς μὴ ἀποθώμεθα. Ἔστι γὰρ καὶ μὴ νηστεύοντα νηστεύειν. Καὶ πῶς; Ἐγὼ λέγω· ὅταν βρωμάτων μὲν μεταλαμβάνωμεν, άμαρτημάτων δὲ ἀπεχώμεθα». «Παρῆλθεν ἡ νηστεία ή σωματική, ἀλλ᾽ οὐ παρῆλθεν ἡ νηστεία ή πνευματική αὕτη βελτίων ἐκείνης, κἀκείνη διὰ ταύτην ἐγένετο.» (Κατὰ μεθυόντων, PG 50, 433)) Δηλαδή δένἀπαγορεύεται να φάει κανείς σ' ἕνα τραπέζι. Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ· ὅταν ἔχουμε κάποια γιορτή, ένα γάμο, ἤ Πάσχα και Χριστούγεννα, καί μᾶς καλοῦν ἤ ἐμεῖς καλοῦμε, δέν μποροῦμε να φάμε, να κάνουμε ἔνα τραπέζι; Ἀσφαλῶς· δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἀλλοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τόν Κύριο δέν τόν κάλεσαν πολλές φορές σε γεύματα καί σέ δεῖπνα; Αναμφισβήτητα, ναί. Αλλά ποῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία; Ὅταν αὐτό τό δεῖπνο, αὐτό τό τραπέζι, τό συμπόσιο, καταλήγει σε ἁμαρτία, σε μέθη, σε γαστριμαργία καί λοιπά, αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Μποροῦμε λοιπόν, ἀναμφισβήτητα μποροῦμε, να παραθέσουμε τραπέζι ἤ νά παρακαθήσουμε σε τραπέζι, αλλά θέλει προσοχή.
Αὐτό ἐννοεῖ τώρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγοντας ὅτι ὁ καιρός τῆς νηστείας δέν εἶναι πάντοτε. Τό Πάσχα δεν νηστεύουμε, καί πάρα πολλές ἡμέρες μέσα στον χρόνο δεν νηστεύουμε· ἀλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε. Δέν θά πιῶ πολύ ὥστε να μεθύσω, οὔτε θα φάω τόσο, πού να φτάσω ν' ἀρρωστήσω ἤ νά σκάσω! Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ὅτι πρέπει νά μπεῖ τό μέτρο τῆς ἐγκρατείας· ἀλλά γιά νά γίνει αυτό, πρέπει νά ἀσκηθοῦμε στο θέμα τῆς νηστείας.
Ὁ μέγας Βασίλειος λέει: «Ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσαμεν τοῦ παραδείσου νηστεύσωμεν τοίνυν, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν.» (PG 31, 168). Ἐπειδή δέν νηστέψαμε, χάσαμε τόν παράδεισο· ἄς νηστέψουμε λοιπόν, γιά νά ξαναγυρίσουμε πίσω στον Παράδεισο.
Βλέπουμε λοιπόν, καί εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ὁ χαλινός, τό χαλινάρι τῆς σωφροσύνης, τῆς πίστεως, τῆς φρονήσεως καί τῆς ἀνδρείας. (Βλ. Χρυσοστόμου, Περὶ νηστείας, PG 62, 732: «Καλὸς ὁ τῆς νηστείας χαλινὸς τοῖς ἀγαπῶσι τὴν ἀπὸ τῆς νηστείας ὠφέλειαν»)Παίρνω αὐτές τίς βασικές αρετές, πού ἤδη εἶχαν ἐπισημάνει καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.
Να θυμόμαστε πάντοτε ὅτι ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του, «καὶ ταύτην (τήν γαστέρα) καὶ ταῦτα (τά βρώματα) καταργήσει» (Α΄ Κορ. 6, 13). Μή ξεχνᾶμε ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν γάμο. Γι' αὐτό μή ρίχνουμε τό βάρος στόν γάμο κάνοντάς τον σκοπό τῆς ζωῆς μας –πολλές φορές σᾶς τό ἔχω πεῖ– ἐπειδή εἶναι ἕνα σχῆμα τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως καί πολλά ἄλλα πράγματα. Ἔτσι καί ἡ κοιλιά, τό νά φᾶμε γιά νά ζήσουμε, εἶναι ἕνα σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. (Βλ. Α΄ Κορ. 7, 31) Δέν θά ζούμε στον αιώνα τρώγοντας. Ο Χριστός εἶχε πεῖ: «οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον» (Ἰωάν. 6, 49)· ἔφαγαν τοῦτο το μάννα, πού ὁ Θεός τούς ἔριχνε στήν ἔρημο, αλλά στο τέλος πέθαναν· ἔζησαν μόνο βιολογικά. Συνεπῶς δέν θα ζήσουμε αἰωνίως τρώγοντας, ἀλλά θα ζήσουμε ὅταν θά ἔχουμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ματθ. 4, 4. Λουκᾶ 4, 4)
Δεν πρέπει λοιπόν νά ξεχνᾶμε ὅτι, ἀφοῦ ζοῦμε σ αὐτό τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου, στο σχῆμα γάμος καί τό σχῆμα κοιλιά, γαστέρα, θα πρέπει νὰ τρῶμε· ἀναμφισβήτητα θα πρέπει νά τρῶμε, γιά νά ζοῦμε νά ζοῦμε ὅμως τήν βιολογική μας ζωή μ' ἕνα μέτρο, ὅπως Θεός θέλει, γιατί Ἐκεῖνος τό ὅρισε ἔτσι. Επίσης δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν θά ἀναστηθοῦμε καί θά πάρουμε τα καινούργια μας σώματα, δέν θά ὑπάρχει πιά τό πεπτικό σύστημα ὡς λειτουργία γιά νά ζοῦμε. Γι' αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος, ὅπως σᾶς ἐξήγησα, «ὁ Θεὸς καὶ ταύτην (τήν γαστέρα) καὶ ταῦτα (τά βρώματα) καταργήσει», θά τά καταργήσει.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τάξεις γιά τό φαγητό: εἶναι ἡ ἐγκράτεια, εἶναι ἡ αὐτάρκεια, εἶναι καί ὁ κόρος. Τί εἶναι αὐτά;
Ἐγκράτεια εἶναι ὅταν κάθεσαι νά φᾶς, καί σηκώνεσαι ὄχι χορτασμένος. Αὐτό θεωρεῖται ἀρετή. Ὅταν δηλαδή φᾶς, ἀλλὰ φᾶς λίγο, καί δέν ἔχεις χορτάσει, σηκώνεσαι κάπως πεινασμένος. Θά μποροῦσες καί ἄλλο νά φᾶς· δέν τρῶς ὅμως, ἀλλά ἐγκρατεύεσαι. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη τάξη, καί θεωρεῖται ἀρετή.
Ἡ δεύτερη τάξη εἶναι ἡ αὐτάρκεια· νά φᾶς τόσο, πού οὔτε νὰ πεινᾶς οὔτε νὰ αἰσθάνεσαι πλήρως χορτάτος. Μάλιστα να φᾶς τόσο, όπως λένε οἱ Πατέρες, που θὰ ἤθελες να φᾶς πέντε - δέκα ἀκόμα κουταλιές για να πεῖς χόρτασα, δηλαδή να νιώθεις μία αὐτάρκεια. Δέν πεινᾶς, καί αἰσθάνεσαι πολύ καλά. Αυτό οὔτε ἀρετή εἶναι οὔτε κακία, ἁμαρτία.
Η τρίτη τάξη εἶναι ὁ κόρος. Κόρος –ἀπό τό κορέννυμι, πού σημαίνει χορταίνω- εἶναι ὁ χορτασμός. Θυμηθεῖτε τοὺς ἀνθρώπους στήν ἔρημο, πού ὅταν ὁ Κύριος τούς παρέθεσε γεῦμα μέ τά ψάρια καί τά ψωμιά, «ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14, 20. Μάρκ. 6, 42. Λουκά 9, 17), δηλαδή ἔφαγαν καλά. Ὁ κόρος λοιπόν δείχνει ὅτι ἔφαγες κι αὐτές τίς πέντε-δέκα κουταλιές, τις πέντε-δέκα παραπάνω πηρουνιές, και χόρτασες. Ἐδῶ βεβαίως δέν ὑπάρχει ἀρετή· δέν ὑπάρχει ὅμως καί ἁμαρτία· μόνο πού λίγο ἀκόμα, καί βρίσκεσαι στήν ἁμαρτία. Ἔτσι, οὔτε στον κόρο ὑπάρχει αμαρτία.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὅπως τό σημειώνει ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἂν δὲν ἠμπορῆς νὰ φυλάξης τὰ δύω», ἄν δηλαδή δέν μπορεῖς να μείνεις οὔτε στην εγκράτεια οὔτε στήν αὐτάρκεια, τότε «κἂν ἂς σταθῆς μέχρι τοῦ τρίτου», να σταθεῖς στον κόρο, «καὶ ἂς μὴ γίνεσαι ὑπερκορής», καί νά μήν τόν ξεπεράσεις, «ἐνθυμούμενος τὸ τοῦ Κυρίου ὁποῦ λέγει: “Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε"» (Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Ὅτι τρεῖς τάξεις ἔχει τὸ φαγητόν, σ. 81. Βλ. Φιλοκαλία, όσ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Πῶς πρέπει τινὰς νὰ τρώγῃ, σ. 1193, καί Λουκά 6, 25), ἀλλοίμονο σ' ἐσᾶς πού ἔχετε χορτάσει, γιατί θά πεινάσετε. Ὑπερκορεῖς εἶναι οἱ χορτάτοι, αυτοί πού ἔφαγαν παραπάνω. Αυτοί θά πεινάσουν κάποτε και στην παρούσα ζωή, αλλά προπαντός στη μέλλουσα ζωή, μέ τήν έννοια δηλαδή ὅτι θά στερηθοῦν τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ ἄνθρωποι πού ὑπερφορτώνουν τόν ἑαυτό τους μέ ἐπίγεια ἀγαθά, αναμφισβήτητα αὐτοί δέν μποροῦν νά ἔχουν τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Σημειώστε το αὐτό, παιδιά, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, τρῶς καί ξανατρῶς, και γυρίζεις και ξανατρῶς καί πηγαίνεις καί κάνεις ἐμετό, καί μετά ξανατρῶς καί πίνεις καί συνεχίζεις τό ίδιο, αυτό βεβαίως, καταλαβαίνετε, εἶναι ὑπερκορεσμός· ἤ, ὅταν σ' ἕνα συμπόσιο, ὅπως σᾶς ἔλεγα τήν περασμένη φορά, τρῶς καί πίνεις λίγο-λίγο, ὅλη τή νύχτα τρῶς καί πίνεις, τρῶς καί πίνεις... Αὐτό δέν εἶναι στήν πραγματικότητα τό φαγητό για να χορτάσεις, ἀλλά εἶναι γιά νά ἔχεις μία τρυφή, μία απόλαυση, μία ἡδονή.
Θά ἔλεγα ὅμως, εἰδικά γιά τήν νεότητα, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως πρέπει να χρησιμοποιεῖται μέ πάρα πολλή προσοχή· διότι ἤδη ὁ κάθε νέος εἶναι ἕνα καμίνι... ἕνα καμίνι ἐπιθυμιῶν καί ὁρμῶν. Ἄν λοιπόν τό καμίνι αὐτό τό ἐνισχύουμε καί μέ εὔφλεκτη ὕλη, ἀντιλαμβάνεστε τί μπορεῖ νά γίνει! (Ὁ μέγας Βασίλειος ὅμως, ὄχι μόνον δὲν συγχωρεῖ τοὺς νέους νὰ χορταίνουν, ἀλλὰ οὐδὲ νὰ τρώγουν πρὸς αὐτάρκειαν, ἀλλὰ νὰ τρώγουν μὲ ἐγκράτειαν. Λέγει γάρ: «ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματτος καὶ ἡ δουλαγωγία ὑπ᾽ οὐδενὸς ἄλλου τοσοῦτον, ὡς ὑπὸ τῆς ἐγκρατείας κατορθοῦται· τὸ γὰρ βράζον τῆς νεότητος καὶ πρὸς τὰς ὁρμὰς δυσκάθεκτον, οἷον χαλινῷ τινι τῇ ἐγκρατείᾳ κατείργεται». (Όσ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Περὶ φυλακῆς τῆς Γεύσεως, σ. 81))
Γι' αὐτόν τόν λόγο, ὅπως λέει τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «οὐ συμφέρει ἄφρονι τρυφή» (Παρ. 19, 10)δεν συμφέρει στον ἄφρονα ή τρυφή, ή απόλαυση. Και ὅπως ἑρμηνεύει ὁ μέγας Βασίλειος, ἄφρων εἶναι ἡ σάρκα τοῦ νέου. Δηλαδή δέν συμφέρει στον νέο ἄνθρωπο νὰ ἐπιδιώκει τήν τρυφή, τήν ἀπόλαυση. Θέλει πάρα πολλή προσοχή. (Βλ. Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Ὅτι ἡ τρυφὴ βλάπτει μάλιστα τοὺς Νέους, σ. 80)
Τό θέμα τοῦ φαγητοῦ γιά τούς νέους είναι πολύ ἐπικίνδυνο, ὄχι τόσο από βιολογικῆς πλευρᾶς, ὅσο από πνευματικῆς πλευρᾶς. Γι' αὐτό θά σᾶς ἔκανα μιά ἔκκληση. Παιδιά, να κάνετε μιά ἀρχή να νηστεύετε! Θα ξεκινήσετε ἀπό τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Πεῖτε στη μητέρα σας ὅτι ἐπιθυμεῖτε να νηστεύετε. Καί ἄν στο σπίτι σας δέν νηστεύουν –θά ἐπιμείνετε ὡστόσο– ἐάν ἡ μητέρα σας προβάλει δικαιολογίες τεχνικῆς φύσεως, ὅτι δέν εἶναι εὔκολο πράγμα να βάζουμε δύο κατσαρόλες γιά φαΐ καί λοιπά καί λοιπά, αὐτά πολύ γρήγορα ξεπερνιούνται, γιατί εἶναι πάρα πολύ εὔκολο να βάλει κανείς δίπλα καί μιά ἄλλη κατσαρόλα μέ ἕνα νηστίσιμο φαγητό, ἕνα λαδερό ή καί ἀλάδωτο, ἀναλόγως τήν περίπτωση. Οπότε, παιδιά, θα παρακαλέσω πάρα πολύ, ξεκινήστε, επιμείνετε στο σημεῖο τοῦτο, νά νηστεύετε Τετάρτη καί Παρασκευή.
Απευθύνομαι καί σ' ἐκεῖνες τις κοπέλες πού φοιτοῦν στό Πανεπιστήμιο, πού εἶναι δηλαδή ἔξω ἀπό τό σπίτι τους καί τρῶνε στις φοιτητικές λέσχες. Σᾶς ὑπενθυμίζω ότι τα τελευταία χρόνια –καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ ευχάριστο– επειδή μαζεύτηκαν στίς φοιτητικές ἑστίες πάρα πολλοί νέοι που νηστεύουν, τούς προσφέρουν και φαγητό νηστίσιμο· αὐτό νά τό ἔχετε υπόψη σας. Καί ἄν ἀκόμη δεν προσφερόταν, ἕνας νέος, ἕνας φοιτητής, μπορεῖ νά βρεῖ τόν τρόπο να νηστεύει και να κρατάει την Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Δέν εἶναι δύσκολο πράγμα. Σας λέω μόνο τοῦτο, ὅτι καί στρατιῶτες ἀκόμη, παρότι εἶναι καθορισμένο το συσσίτιο τους, μποροῦν καί νηστεύουν. Ἔχω πολλές μαρτυρίες στρατιωτῶν πού νηστεύουν. Πολύ δέ παραπάνω ἕνας πού εἶναι καί σέ φοιτητική Εστία, καί μπορεῖ νά βγεῖ καί ἔξω νά φάει, ἤ νά ἔχει μαζί του, στο δωμάτιό του κάτι νά φάει, ἤ νά ἔχει ἴσως ἕνα καμινέτο, να ψήσει κάτι πρόχειρο καί τά λοιπά. Είναι πολύ απλό πράγμα, ὅταν κανείς θέλει να νηστέψει· ἀρκεῖ μόνο νά θέλει.
Λοιπόν, παιδιά, να βάλουμε τήν ἀρχή τῆς νηστείας Τετάρτης καί Παρασκευῆς, καί σιγά-σιγά να βάλουμε καί τίς Τεσσαρακοστές. Θά δεῖτε ὅτι θά ἀποκτήσετε στα χέρια σας ἕνα ὅπλο, τό ὅπλο τῆς ἐγκρατείας.
Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ἐγκράτεια τῆς κοιλιᾶς, τῆς γαστέρας, τοῦ φαγητοῦ, ἀλλά ἡ ἐγκράτεια εἶναι καί σέ ἄλλα θέματα. Θα μάθει κανείς νά λέει τό ὄχι ἐκεῖ πού πρέπει νά λέει τό ὄχι, καί αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο· δηλαδή θα χαλυβδώσετε μία ωραία βούληση. Γιατί σήμερα οἱ νέοι μας δυστυχῶς, παραδομένοι αισθησιακά στίς ἡδονές τῆς ἐποχῆς, μόνο βούληση δέν διαθέτουν. Τούς δίνεις μιά μυρωδιά, μιά λιχουδιά, καί πέφτουν ἀμέσως, καί παραδίνονται... δέν ἔχουν ἰσχυρή βούληση νά ποῦν ὄχι.
Σᾶς θυμίζω μόνο μία περίπτωση που κάποτε ἕναν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ τόν εἶχαν βάλει σ' ἕναν κήπο, πολύ νέο παιδί, τόν εἶχαν δέσει, καί πῆγε μιά ἀνήθικη γυναίκα ἐκεῖ καί μέ κάθε τρόπο προσπαθούσε να του δημιουργήσει πειρασμό. Καί ἐκεῖνος —ὤ, τί βούληση!– ἔκανε κάτι τό καταπληκτικό· δεν ξέρω ποιός από μᾶς θά τό ἔκανε. Δάγκωσε τή γλώσσα του μέ τά δόντια του, τήν ἔκοψε, γιά νά πονάει καί νά ὑπερνικήσει μέ τόν τρόπο αὐτόν τίς ἐπιθυμίες που μποροῦσαν νά δημιουργηθοῦν ἀπό τόν πειρασμό πού τοῦ προκαλεῖτο. Καί μέ το στόμα του γεμάτο αἷμα ἀπό τήν κομμένη γλώσσα, ἔφτυσε αὐτήν τή γυναίκα! Καί ἔτσι, παραιτήθηκαν οἱ διώκτες του ἀπό τήν μέθοδο αυτή, γιά νά κάνουν τόν νέο αὐτόν νά ἁμαρτήσει.
Εἴδατε που φθάνει ἡ βούληση, σέ τί μέτρα ύψηλά; Πότε ὅμως; ὅταν ἔχουμε χαλυβδώσει τη θέλησή μας! Καί ἡ νηστεία πραγματικά χαλυβδώνει τήν βούληση, κάνει ἀνδρείους ἀνθρώπους. Οἱ τρεῖς Παῖδες τό ἴδιο ἔκαναν. Οἱ τρεῖς Παῖδες, ἄν καί αἰχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, δέν ἔτρωγαν από τό βασιλικό παλάτι, μέ τά χοιρινά ἐκεῖνα κρέατα καί τά εἰδωλόθυτα. (Βλ. Δαν. 1) Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο, νά σᾶς διηγηθῶ πλῆθος παραδειγμάτων, γιά νά δεῖτε πόσο ἀξίζει ἡ νηστεία!
Καί τώρα, παιδιά, ἐρχόμαστε νά δοῦμε κάτι ἄλλο. Ὑπάρχει μία αλυσίδα. Μέχρι τώρα μιλήσαμε γιά τίς αἰσθήσεις, μιλήσαμε καί γιά τήν ἡδονή. Οἱ αἰσθήσεις παρέχουν τήν ἡδονή. Δεν τελειώνει ὅμως τό θέμα ἐκεῖ. Μετά τήν ἡδονή ἔρχεται ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, πού λέγεται ὀδύνη, πόνος, θλίψη. Ἔτσι ἐδῶ ἔχουμε τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἁλυσίδας: αἰσθήσεις - ἡδονή-ὀδύνη.
Πράγματι· ἐνῶ πρῶτα οἱ πρωτόπλαστοι ἔβλεπαν τον καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως ἀπαθῶς, χωρίς πάθος, τώρα τόν βλέπουν ἐμπαθῶς, μέ πάθος. Οἱ αισθήσεις, ξέρετε, πάντοτε ζητοῦν τήν ἱκανοποίησή τους· πίσω ὅμως ἀπό τίς αἰσθήσεις εἶναι ἡ ψυχή. Κίνητρο αὐτῆς τῆς ἱκανοποιήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἡδονή· ὅτι ἄν δοκιμάσω, ἄν δῶ, ἂν ἀκούσω, θά εὐχαριστηθώ.
Τί εἶναι ἡ ἡδονή; Ἡ ἡδονή εἶναι ἕνα αἴσθημα εὐχαριστήσεως. Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: ἡ ἡδονή –ή ή τρυφή ἢ ἡ ἀπόλαυση· ὅλα αὐτά εἶναι συνώνυμα– εἶναι μία αίσθηση εὐχαριστήσεως.
Αὐτή διακρίνεται στην πνευματική ηδονή καί στή σωματική ήδονή. Ἡ πνευματική ηδονή, ἡ πνευματική εὐχαρίστηση, εἶναι ἐκείνη πού ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο μία ἄφατη, μία ανείπωτη χαρά, καί στή καρδιά και στόν νοῦ· ἀκόμη θα λέγαμε καί στίς αἰσθήσεις, ὅταν οἱ αἰσθήσεις εἶναι καθαρμένες, δηλαδή καθαρές. Ὅταν δηλαδή ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεοειδής, τότε αὐτή ἡ πνευματική εὐχαρίστηση εἶναι καί στήν ψυχή, εἶναι καί στό σῶμα. Γι' αὐτό καί ὁ ἀρχαῖος παράδεισος (εἶναι στό ἴδιο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως πού τώρα ἀναλύουμε, στο 23ο χωρίο) λεγόταν παράδεισος τῆς τρυφῆς. (Βλ. Γέν. 2, 15. 3, 23-24) Διότι αὐτή ἡ τρυφή, ἡ ἀπόλαυση, δέν ἦταν μόνο στό πνεῦμα τῶν πρωτοπλάστων, αλλά ἦταν καί στό σῶμα τους. Αὐτό ὅμως γίνεται μέ τόν ὅρο, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ὑπάρχει κάθαρση, καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐμπαθής. Τότε ὁλόκληρος αἰσθάνεται αὐτήν τήν εὐχαρίστηση.
Αὐτή ἡ τρυφή, ἡ ἡδονή, εἶναι συμφυής μέ τήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή εἶναι μέσα στο κύτταρό του, καί εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στη θεία εὐφροσύνη, στη θεία χαρά, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μη ξεχνᾶμε ὅτι στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά χαίρεται μόνο ἡ ψυχή μας, αλλά θά χαίρεται καί τό σώμα μας. Ολόκληρος ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι μέσα σέ μία απόλαυση, σε μία εὐφροσύνη ἀνείπωτη. Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε τί ἀκριβῶς θά εἶναι αὐτό. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. 2, 9. Βλ. Ησ. 52, 15. 64, 4). Ἐκεῖ δηλαδή θά εἶναι ὅλα ἐκεῖνα πού μάτι ποτέ δέν εἶδε καί αὐτί ποτέ δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινη καρδιά –ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν μας– ποτέ δέν μπόρεσε να φαντασθεῖ. Δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πῶς ἀκριβῶς θά εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ εὐφροσύνη αυτή θά εἶναι στον ὅλο ἄνθρωπο, καί στό σῶμα του καί στήν ψυχή του.
Θά σᾶς διαβάσω μια μικρή περικοπή ἀπό τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, γιά νά σᾶς δείξω πῶς ἀκριβῶς συμβαίνει αυτό στόν ἄνθρωπο. Λέει στον 8ο λόγο του τά ἑξῆς:
«Ανεπαισθήτως κατὰ καιρὸν καὶ καιρὸν ἐμπίπτει εἰς ὅλον τὸ σῶμα τρυφή τις καὶ ἀγαλλίασις, ἅπερ γλώσσα σαρκίνη οὐ δύναται αὐτὰ ἐξειπεῖν, ἕως ἂν πάντα τὰ ἐπίγεια σποδὸν καὶ σκύβαλα ἡγήσηται, ἐν τῇ μνήμῃ ταύτῃ». Χωρίς να το καταλάβει ὁ ἄνθρωπος, κάπου-κάπου πέφτει επάνω σέ ὅλο τό σῶμα του –συμπεριλαμβανομένης ἐννοεῖται καί τῆς ψυχῆς– μιά απόλαυση καί μία ἀγαλλίαση, πού σάρκινη γλώσσα, ἀνθρώπινη, δέν μπορεῖ νά περιγράψει, ἔτσι ὥστε όλα τα ἐπίγεια νά τά θεωρεῖ ὡς στάχτη καί σκύβαλα, σ' αυτή τήν ἀνάμνηση.
»ἐν καιρῷ, ἐν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ ἐν καιρῷ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐν καιρῷ πάλιν ἐκ τῆς διηνεκούς μελέτης καὶ τοῦ μήκους τῆς διανοίας, θερμαίνεται ὁ νοῦς»· δηλαδή, στή στιγμή αυτή, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά καί τήν ὥρα τῆς συνεχούς μελέτης καί τῆς ἀφοσιώσεως τοῦ νοῦ, δηλαδή ἀπό τήν παρατεταμένη εργασία τοῦ νοῦ πάνω σε πνευματικά θέματα, ζεσταίνεται ὁ νοῦς.
»Ὅταν δὲ ἐπιδημήσῃ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνη ἡ τρυφὴ ἡ σφύζουσα ἐν ὅλῳ τῷ σώματι αὐτοῦ, οὕτω νομίζει ὅτι ὁ τοιοῦτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ὡς οὐκ ἔστιν ἄλλο τι ή τῶν οὐρανῶν βασιλεία ἢ τοῦτο» (Φιλοκαλία, Λόγοι Ασκητικοί, Λόγος Η΄, 6, ΕΠΕ 8Α, ἐκδ. οικος Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 204-205. Βλ. ύποσ. 10 τοῦ ἐκδότου: Σύμφωνα μέ αὐτά, ὑπάρχουν δύο εἴδη πνευματικῆς τρυφῆς. Πρώτη εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς, που συμβαίνει σε συγκεκριμένες εὐκαιρίες, τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης, τοῦ διαλογισμοῦ, καί διαβιβάζεται στον νοῦ. Δεύτερη εἶναι ἡ αισθητική εμπειρία, πού καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἐκτός τοῦ νοῦ καί συγκλονίζει τό σῶμα, καί εἶναι μία όλική εμπειρία που φέρει τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. (ὅ.π.)) Ὅταν δέ ἔλθει ἐκείνη ἡ ἀπόλαυση μέσα στόν ἄνθρωπο, πού γεμίζει ὁλόκληρη την ύπαρξή του, αἰσθάνεται πραγματικά ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτό πού ζεῖ. Ἔχει μία πρόγευση αὐτῆς, γιατί αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα προοίμιο. Πράγματι, εἶναι μία πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὥστε λοιπόν, παιδιά, θα λέγαμε ὅτι ἡ ἡδονή εἶναι συμφυής μέ τόν ἄνθρωπο. Κατασκεύασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νὰ αἰσθάνεται αὐτή τήν ἀπόλαυση. Δηλαδή εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ εὐχαρίστηση, πού χαίρεσαι μέ τόν Θεό, χαίρεσαι μέ ὅ,τι ἀνήκει στον Θεό. Αὐτά ὅμως ὅλα, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔχουν διαστραφεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τώρα, ἀντί νά στρέφεται προς τόν Θεό καί στὰ τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρός τήν κτίση, καί ἔτσι ἔχουμε τήν ἐμπάθεια· τώρα ἔχουμε τήν σαρκική ἡδονή, χωρίς τήν πνευματική τρυφή.
Αλλά αυτή ή σαρκική ηδονή καταχρηστικῶς λέγεται ἡδονή· δέν τῆς ἀνήκει τό ὄνομα αὐτό.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει: «Ἡ δὲ αἰσθητὴ καὶ κατὰ σάρκα ἡδονή, δέν εἶναι, οὔτε λέγεται ἡδονή, ἀλλὰ ψεύδεται τὸ ἑαυτῆς ὄνομα». Δηλαδή, ἡ αἰσθητή καί σαρκική ἡδονή δέν εἶναι οὔτε λέγεται ἡδονή, ἀλλά τό ὄνομά της είναι ψεύτικο, το δικό της όνομα ψεύτικα τό ἔχει, ἀφοῦ δέν εἶναι ἡδονή. Όταν τώρα αἰσθάνεσαι κάποια ἡδονή τοῦ σώματος, καθ' οιονδήποτε τρόπο, αὐτή εἶναι ψεύτικο πράγμα· δέν εἶναι ἡ ἀληθινή ἡδονή. Καί γιατί είναι ψεύτικη; γιατί αὐτή ἡ ἡδονή συνδέθηκε μέ τήν ὀδύνη, συνδέθηκε μέ τόν πόνο. Καί αὐτό εἶναι το πάρα πολύ σημαντικό· ὅτι, μετά τήν ήδονή, ἔρχεται ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος!
Καί ὅπως λέει στη συνέχεια ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ή γὰρ αἴσθησις, ἀφοῦ γνωρίσῃ.. τὴν αἰσθητὴν ἡδονήν, συμπεπλεγμένως, δοκιμάζει καὶ τὸ πονηρόν, δηλαδή τὴν τῆς ἡδονῆς ἀδελφὴν ὀδύνην. καὶ διὰ τοῦτο κοινώς ὅλαι αἱ αἰσθηταὶ ἡδοναὶ συνηθίζονται νὰ ὀνομάζωνται –ἀκοῦστε ἕναν τίτλο:– ἐνώδυνοι ἡδοναί» (Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, σ. 45). Διότι ή αἴσθηση, ἀφοῦ γνωρίσει τήν αἰσθητή ηδονή συμπεπλεγμένα, δοκιμάζει καί τό κακό, δηλαδή τήν ἀδελφή τῆς ἡδονῆς, τήν ὀδύνη. Καί γι' αὐτό ὅλες οἱ αισθητές ἡδονές συνηθίζεται νά ὀνομάζονται ἐπώδυνες ήδονές, ἡδονές πού ἔχουν τόν πόνο. Ὅλες οἱ ἡδονὲς ἔχουν τόν πόνο.
Δέν ξέρω ἄν μπορείτε να μπείτε στο νόημα αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ἄν μπορεῖτε νά θυμηθείτε ἡδονικές καταστάσεις, τί πικρία καί θλίψη και πόνο φέρουν. Μάλιστα υπάρχει καί μία παρεκτροπή, ὁ μαζοχισμός, πού αἰσθάνεται κανείς εὐχαρίστηση ὅταν κακοποιεῖται!... πού αἰσθάνεται ἡδονή ὅταν καθ' οιονδήποτε τρόπο ὑποφέρει καί πονάει!... Αὐτό πιά εἶναι τό ἄκρον ἄωτον δεσίματος ἡδονῆς καί ὀδύνης. Πραγματικά εἶναι καταπληκτικό, είναι φοβερό, εἶναι ἐνδεικτικότατο τῆς ὅλης αὐτῆς καταστάσεως!
Ἔτσι, παιδιά, οἱ πρωτόπλαστοι εἶδαν τον καρπό, τόν ἐπιθύμησαν ἐμπαθῶς, τόν γεύθηκαν, δηλαδή ίκανοποίησαν τίς αἰσθήσεις τους, καί κατόπιν ἦρθε ἡ ὀδύνη, δηλαδή ὁ θάνατος. Προσέξτε: ὁ θάνατος! Τό ἄκρον ἄωτον τῆς ὀδύνης εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Θεός τούς εἶχε προειδοποιήσει: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17). μέ ἄλλα λόγια, ἄν διαστρέψετε τήν αἴσθησή σας, ἄν διαστρέψετε τήν ἡδονή σας, τότε, νά τό ξέρετε, θά μπεῖ ὁ θάνατος, θὰ μπεῖ ἡ οδύνη. Έτσι λοιπόν ἔχουμε τὸ σχῆμα αἴσθηση (όραση, ἀκοή, γεύση), ἡδονή καί μετά ὀδύνη, δηλαδή θάνατος,
Ἡ ἡδονή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μοιάζει μέ ἕνα ρινίον, μία λίμα -ή γνωστή, πού λιμάρουμε τα σίδερα– ἡ ὁποία εἶναι ἀλειμμένη μέ λάδι' καί πηγαίνει μια γάτα για να γλείψει τό λάδι ἐπάνω στή λίμα. Ὅπως ὅμως γλείφει ἡ γάτα τή λίμα, πληγώνεται ἡ γλώσσα της και τρέχει αίμα. Αλλά τό αἷμα είναι γλυκό, καί ἔτσι αἰσθάνεται τώρα μια γλύκα πάνω στή λίμα, πέρα ἀπό τήν εὐχαρίστηση τοῦ λαδιοῦ πού ἦταν ἐκεῖ. Καί προσπαθεί ακόμα πιο πολύ να γλείψει, ἀλλά ὅλο καί πιό πολύ αἷμα τῆς φεύγει, καί ἔτσι γίνεται ἕνας φαύλος κύκλος εὐχαριστήσεως καί ὀδύνης. Χάνει τό αίμα της ή γάτα γλείφοντας τή λίμα –πού εἶναι γλυκιά, ἀφοῦ εἶναι τό ἴδιο της τό αἷμα– και τελικά πεθαίνει. (Καὶ ἵνα μὲ ὁμοίωσιν ἐδικήν μου καὶ ἐγὼ εἴπω: ἡ ἡδονὴ ὁμοιάζει μὲ τὸ ῥινὶ τὸ ἀλειμμένον μὲ ἔλαιον, τὸ ὁποῖον λείχουσα ἡ γαλῇ, ἔλειχεν ἐν ταυτῷ καὶ τὸ αἷμα τῆς γλώσσης της. (Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, σ. 46) Εὐθύς παρακάτω ἀναφέρεται ἀκόμη ἕνα παράδειγμα: Αὐτὴ εἶναι μυῖα εἰς τὸ μέλι, ἡ ὁποία, πίνουσα τὴν γλυκύτητα τοῦ μέλιτος, παγιδεύεται ὁμοῦ εἰς τὸ μέλι καὶ ἀποθνήσκει· καὶ αὐτὴ εἶναι δέλεαρ, εἰς τὴν ἐπιφάνειαν γλυκύ, αλλὰ καταπινόμενον, θάνατος οδυνηρῶς εὑρισκόμενον. (ὅ.π.))
Πραγματικά, ἔτσι εἶναι καί οἱ σαρκικές ἡδονές, ἀφοῦ εἶναι μέσα σ' ἕναν κλειστό κύκλο ξεκινοῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο καί καταλήγουν πάλι στόν ἄνθρωπο –θά σᾶς τό πῶ λίγο πιο κάτω. Και τελικά τί κάνει ἡ ἡδονή; ἐπιφέρει τήν καταστροφή.
Τό ὅτι εἶναι κυκλική ἡ ἡδονή, τό καταλαβαίνουμε ὡς ἑξῆς. Αν λογαριάσετε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἡδονή –η αισθησιακή ἡδονή· ὄχι ἡ πνευματική, γιά τήν οποία σᾶς μίλησα– θα τρομάξετε, παιδιά. Θά δεῖτε ὅτι στις άκρες τῶν αἰσθήσεών μας –ἄς ποῦμε, στη γεύση, στην όραση καί λοιπά– υπάρχει ἕνα εἰδικό νεύρο –τό γευστικό στη γεύση, τό οπτικό στήν ὅραση– πού θά μεταφέρει τήν πληροφορία στον εγκέφαλο, ὅτι τώρα κάτι γίνεται στη γλώσσα, κάτι γίνεται στα μάτια. Ἔτσι ὁ ἐγκέφαλος παίρνει μιά εἴδηση, που λέγεται εὐχαρίστηση. Μιά εἴδηση εἶναι. Αὐτή ἡ εἴδηση μεταδίδεται μέ νευρικές ὤσεις, μέ ἠλεκτρικά κύματα. Αλλά ὅση εὐχαρίστηση μπορεῖ νά αἰσθάνεται κανείς βλέποντας τήν εἰκόνα ἑνός τραπεζιοῦ μέ φαγητά στην τηλεόραση, πού μεταδίδεται μέ τά ἑρτζιανά κύματα –στην πραγματικότητα δέν ὑπάρχει τό φαγητό· αὐτό εἶναι μόνο μία εικόνα– ἄλλο τόσο μπορεῖ νά αἰσθάνεται μιά εὐχαρίστηση, ἀληθινή και πραγματική, ὅταν δίνεται κάποια κυματική εἰδοποίηση στόν ἐγκέφαλο ὅτι κάτι συμβαίνει σε μία αἴσθηση. Ἄρα, σέ τελευταία ανάλυση, ἡ εὐχαρίστηση πού νιώθει κανείς εἶναι μία απάτη... πραγματικά μία ἀπάτη!
Αλλά αὐτό, παιδιά, θά τό δοῦμε στη συνέχεια, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.
Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 1984
52η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r
Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1
🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk
🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1
🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk
__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0
📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1
📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0
__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share
Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk
†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.