03 Δεκεμβρίου 2024

Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες.

†.Όλα πλέον εἶχαν τελειώσει, παιδιά, μέσα στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος, στη μορφή του φιδιοῦ, καταδικάστηκε· τό ἴδιο καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα. Ακόμη δόθηκε καί ἡ μεγάλη ἐκείνη ἐλπίδα, ὅπως λέγαμε την περασμένη φορά, ὅτι δέν θά ἦταν ἡ κατάσταση αυτή αἰώνια, αλλά προσωρινή· ὅτι δηλαδή μποροῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι νά ἐλπίζουν ὅτι θά εἶχαν τήν δυνατότητα να ξαναγυρίσουν πίσω στον παράδεισο. Ἐδῶ ἦταν ἡ μεγάλη ἐλπίδα.
   Καί, ὅπως σᾶς ἔλεγα, ὅταν ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, κατέβηκε ἕως αὐτόν τόν Ἅδη γιά νά συναντήσει τόν Ἀδάμ, πρός τόν ὁποῖο εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θά τόν σώσει. Γι᾿ αὐτό κατέβηκε ὁ Χριστός στόν Ἅδη· ὄχι φυσικά μόνο γιά τόν Ἀδάμ, ἀλλά καί γιά τόν Αδάμ. Ὅλα λοιπόν εἶχαν τελειώσει.

   Οἱ πρωτόπλαστοι, μετά τήν παρακοή τους, διαπίστωσαν ὅτι ἦταν γυμνοί. Ὁ Ἀδάμ εἶχε πεῖ προ ολίγου ὅτι εἶναι γυμνός, γι' αυτό και κρύφτηκε, ὅταν ὁ Θεός τόν ρώτησε Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Δηλαδή κατανόησαν τήν γύμνωσή τους μετά τήν πτώση· ἐνῶ πρῶτα δέν ὑπῆρχε ἡ γύμνωση. Ὑπῆρχε βεβαίως, ἀλλά δέν τήν κατανοοῦσαν ἐπειδή εἶχαν τή θεοΰφαντη στολή τῆς θείας δόξης· ἐκείνη τή στολή τῆς ἁπλότητος, ἐκείνη τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὁποία θά ξαναπάρουμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί δέν θά ἔχουμε ἀνάγκη πλέον ἀπό ἐνδύματα. (Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει πώς οἱ πρωτόπλαστοι «τῇ ἄνωθεν ἦσαν δόξῃ ἡμφιεσμένοι... ἡ ἄνωθεν δόξα παντὸς ἱματίου μᾶλλον αὐτοὺς περιέσκεπε» (Ομιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΕ΄, δ΄, PG 53, 123). Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συμπληρώνει: «Ἀλλ᾿ εἰ καὶ γυμνοὶ ἦσαν τῷ σώματι, ἐσκέποντο τῇ θείᾳ χάριτι. Οὐκ ἦν αὐτοῖς σωματικὸν περιβόλαιον, ἀλλ᾽ ἦν αὐτοῖς ἔνδυμα ἀφθαρσίας ὅσον γὰρ διὰ τῆς ὑπακοῆς ᾠκειοῦντο τῷ Θεῷ, τοσοῦτον τῷ τῆς ἀφθαρσίας ἐνδύματι. Παρακούσαντες δέ, ἐμακρύνθησαν τῆς σκεπούσης αὐτοὺς χάριτος. Ἐγυμνώθησαν τῆς πρὸς Θεὸν ἐκστάσεως καὶ θεωρίας.» (PG 96, 581A). Ὁ ἅγ. Ανδρέας Κρήτης, στον Κανόνα του, κάνει λόγο για αμαύρωση του ωραίου τῆς ψυχῆς, για τήν απώλεια τοῦ πρωτοκτίστου κάλλους καί τῆς εὐπρεπείας, για σπίλωση του χιτώνος τῆς σαρκός και καταρρύπωση του κατ' εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν, για διάρρηξη της πρώτης στολῆς, τήν ὁποία ἐξύφανε «ὁ Πλαστουργὸς ἐξ ἀρχῆς, καὶ ἔνθεν κείμαι γυμνός», για ἔνδυση μέ τόν «διερρηγμένον χιτώνα», για ἔνδυση μέ τούς δερματίνους χιτώνας, που κατέρραψε ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ προηγουμένως τόν γύμνωσε «τῆς θεοϋφάντου στολῆς» (Ωδή β΄))

   Ἐπειδή, λοιπόν, ἀφαιρέθηκε αὐτή ἡ θεοΰφαντη στολή, γι᾽ αὐτό ἀντελήφθησαν οἱ πρωτόπλαστοι ὅτι ἦταν γυμνοί, καί ἀπό τή γύμνωση προκλήθηκε ἡ ντροπή. Ντροπή δέν ἔνιωσαν μόνο μεταξύ τους –γι' αυτό και ἔραψαν φύλλα συκιᾶς καί ἔβαλαν περιζώματα–, αλλά ἔνιωσαν ντροπή καί ἀπέναντι στόν Θεό, ὅταν κάλεσε τόν Ἀδάμ γιά νά τόν ρωτήσει που βρίσκεται.

   Ἔτσι τώρα ὁ Θεός, σημειώνει η Αγία Γραφή, σάν στοργικός Πατέρας, φιλάνθρωπος Κύριος, τί ἔκανε; «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.» (Γέν. 3, 21) Κατασκεύασε, ἔφτιαξε, ὁ Κύριος καί Θεός, γιά τόν Αδάμ καί τήν γυναίκα του, δερμάτινους χιτώνες, δερμάτινες φορεσιές, καί τούς ἔντυσε.

   Δεν ξέρω πως βλέπετε αὐτό τό χωρίο, καί πῶς εἶδατε μέχρι τώρα όλα τα χωρία πού ἔχουμε αναλύσει στα τρία αυτά πρῶτα κεφάλαια της Γενέσεως, τα τόσο βαθιά καί σπουδαία.

   Βρισκόμαστε σ' ἕνα χωρίο ἄκρως πλούσιο, αλλά καί δυσερμήνευτο. Ωστόσο θα κάνουμε μία προσπάθεια νά τό ἑρμηνεύσουμε, σύμφωνα μέ ὅ,τι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οι γνήσιοι αυτοί διερμηνεῖς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἑρμηνεύουν. Γι' αυτό, νά τό γνωρίζετε, ὅταν θέλουμε να μελετήσουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει πάντα να καταφεύγουμε στην ἑρμηνεία τήν κατατεθειμένη στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων. (Ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα χαρακτηριστικά τοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου ήταν καί ἡ ἀκρίβεια ἀλλά καί ἡ ἀπόλυτη κατοχύρωση τῶν λεγομένων του. Εἴτε στίς ἐπίσημες ομιλίες του είτε στίς κατ' ἰδίαν συζητήσεις του, πάντοτε τεκμηρίωνε τις θέσεις του, παραπέμποντας στούς ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, στην επίσημη έρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν Γραφών, ποτέ δέν αυθαιρετοῦσε οὔτε καί αυτοσχεδίαζε. Πράγματι, κατά κοινή ὁμολογία, ὁ π. Ἀθανάσιος ήταν το στόμα καί ἡ φωνὴ τῶν ἁγίων Πατέρων!)

   Τί εἶναι αὐτοί οἱ δερμάτινοι χιτῶνες;

   Μερικοί ερμηνευτές, ὄχι Ορθόδοξοι, αλλά αἱρετικοί –Γνωστικοί καί λοιποί–, εἶπαν ὅτι δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι τό σῶμα! Δέν θά ὑπῆρχε ὅμως πιό ἀβάσιμο πράγμα. Καί τότε πῶς θά ἦταν αὐτό τό σῶμα, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς μέ σῶμα; Δέν εἶχε λάβει χοῦν ἀπό τῆς γῆς γιά νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο; Πῶς εἶναι δυνατόν τώρα οἱ δερμάτινοι χιτῶνες νά εἶναι τό ἴδιο τό ἀνθρώπινο σῶμα; (Διοδώρου Ταρσοῦ, Ἀποσπάσματα εἰς τὴν Γένεσιν, PG 33, 1569Α: «Ἔνιοι τὴν σάρκα φασὶν εἶναι τοὺς χιτῶνας τοὺς δερματίνους, κακῶς νοοῦντες. Πρὸ γὰρ τούτου φησὶν ὁ Μωϋσῆς· Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ γῆς· νυνὶ δὲ ἐπειδὴ τὴν γύμνωσιν συνιέντες, καὶ αἰδεσθέντες ἐπ᾿ αὐτῇ φύλλα συκῆς ἔρραψαν, δίδωσιν αὐτοῖς ὁ Θεὸς χιτῶνας ἐκ τῶν ἀῤῥήτων αὐτοῦ θησαυρῶν κατασκευάσας. Οὐδὲ γὰρ δεῖ ζητεῖν ὅθεν, ἀλλ᾽ ὅτι ἐποίησε, δείξας ὅτι χρήζει τὸ θνητὸν τῆς φύσεως τῆς ἀπὸ τῶν ἱματίων βοηθείας.»)

   Μήν ξεχνᾶτε ὅτι οἱ αἱρετικοί αὐτοί, ἰδίως οἱ Γνωστικοί ὅπως σᾶς εἶπα, ἤθελαν τόν ἄνθρωπο μόνο ὡς πνεῦμα. Θυμηθείτε τήν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος και τῶν Νεοπλατωνικῶν, πού ἔλεγαν ὅτι φυλακή τῆς ψυχῆς εἶναι τό σῶμα, ἐνῶ φυλακή ψυχῆς καί σώματος εἶναι ὁ Ἅδης. (Κατά τόν Πλάτωνα, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἰώνια, ἔχει θεία καταγωγή, προϋπήρχε τοῦ σώματος, ξέπεσε στή γῆ ἀπό τόν ουράνιο χώρο, τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ὅπου κατοικοῦσε, καί περιβλήθηκε υλικό σώμα, στο οποίο τελικά εγκλωβίζεται (Κρατύλος, 400c. Γοργίας, 493a. Φαίδων, 62b, 82e). Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος μόνο μετά τον θάνατό του ζεῖ πραγματικά, ὅταν ἡ ψυχή του ἐπιτέλους ἐλεύθερα ἀτενίζει τήν ἀλήθεια ὁλόκληρη, χωρίς νά ἐνοχλεῖται ἀπό τίς αισθήσεις, καί ἀπαλλάσσεται ἀπό τά ἐπαχθῆ δεσμά του σώματος (Κρίτων, 118a· Νόμοι, ΧΙΙ, 959b). Η ψυχή ἐπιδιώκει συνεχώς τή φυγή της από τό σῶμα: «καὶ ἡμεῖς τῷ ὄντι ἴσως τέθναμεν· ἤδη γάρ του ἔγωγε καὶ ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡς νῦν  ἡμεῖς τέθναμεν καὶ τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα..» (Γοργίας 493a 3-3))

   Αν λοιπόν τώρα τό σῶμα εἶναι φυλακή τῆς ψυχῆς, τότε, ὑπό τήν θεώρηση της Αγίας Γραφῆς, θα λέγαμε ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι τά ἀνθρώπινα σώματα. Τρόπον τινά, ὁ Θεός, κατά τήν πλατωνική θεωρία, να πῆρε ψυχές καί νά τίς ἔβαλε μέσα –ᾶς μοῦ ἐπιτραπεί νά πῶ τή φράση– σε κάποια δερμάτινα σακκιά, σε κάποια τομάρια... γιατί το σακκί τό δερμάτινο λέγεται καί τομάρι! Ἔβαλε λοιπόν μέσα σέ αὐτά τά τομάρια ἀνθρώπινες ψυχές. Οπότε ἁμάρτησαν, λέει, οἱ ψυχές πού ἦταν σέ ἕναν νοητό παράδεισο –ὄχι αισθητό καί πραγματικό– καί πῆρε ὁ Θεός τώρα αὐτές τίς ψυχές καί τίς ἔβαλε μέσα σ' αὐτά τά δέρματα· καί αὐτά τά δέρματα δέν εἶναι παρά τό ἀνθρώπινο σώμα!

   Μόλις καί εἶναι ἀνάγκη νά σᾶς πῶ –ἀπό μακριά φαίνεται αὐτό– ὅτι εἶναι μία πέρα για πέρα αιρετική θέση αὐτή. Ὅλοι οἱ Πατέρες τό λένε, ἀλλά ἀντιπροσωπευτικά σᾶς ἀναφέρω τόν ἅγιο Επιφάνιο Κύπρου, πού λέει τό ἑξῆς: «Ἄνθρωπος δὲ ἀληθέστατα λέγεται κατά φύσιν οὔτε ψυχὴ χωρὶς σώματος οὔτ᾽ αὖ σῶμα χωρίς ψυχῆς, ἀλλὰ τὸ ἐκ συστάσεως ψυχῆς καὶ σώματος εἰς μίαν τὴν τοῦ καλοῦ μορφὴν συντεθέν.» (Πανάριον, Κατὰ Αἱρέσεων II, PG 41, 1097D). Δηλαδή ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἀληθέστατα λέγεται ὅτι δέν εἶναι οὔτε μόνο ψυχή χωρίς τό σῶμα, οὔτε πάλι σῶμα χωρίς τήν ψυχή· ἀλλά καί τά δυό μαζί, ψυχή καί σῶμα, συνθέτουν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

   Νά τό γνωρίζετε αυτό. Καί μάλιστα ποτέ μήν πεῖτε κάτι εἰς βάρος τοῦ σώματος, δίνοντας αξία στην ψυχή, διότι ὁ ἄνθρωπος είναι ολόκληρος μέ ψυχή καί σῶμα.

   Ἴσως μοῦ πεῖτε ὅτι ἡ ἴδια ἡ 'Αγία Γραφή περιέχει κάποιες ἐκφράσεις που δείχνουν ὅτι τό σῶμα εἶναι κατώτερο τῆς ψυχῆς· ὅπως, ἐπί παραδείγματι, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής» (Ματθ. 26, 41), ἤ, ἀλλοῦ: «ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ιωάν. 6, 63), ἡ σάρκα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα.

   Ναί, ἀλλά δέν πρέπει να ξεχνάμε ὅτι δέν ἀναφέρεται σ' αὐτό τό σῶμα ὅπως τό δημιούργησε ὁ Θεός, αλλά στό σῶμα το μεταπτωτικό, το μετά την πτώση, τό βαρύ πιά σῶμα, ἐκεῖνο τό σῶμα που έχει τη ροπή στο κακό, στη νωχέλεια, στην τεμπελιά, καί οὕτω καθεξῆς.

   Ἔτσι, δέν πλήττει ὁ Κύριος τό σῶμα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, (Βλ. Ιωάν. 1, 14) αλλά πλήττει την κατάσταση ἐκείνη πού δημιουργήθηκε στο ανθρώπινο σώμα μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Να το γνωρίζετε· σῶμα καί ψυχή μαζί, ενωμένα, θα γίνουν κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σῶμα καί ψυχή! γιατί απλούστατα ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἀναστασή του, θα κληρονομήσει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

   Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ο Ὡριγένης, λέει τό ἑξῆς: «Εἰ γὰρ οἱ δερμάτινοι χιτῶνες σάρκες καὶ ὀστέα εἰσί, πῶς πρὸ τούτων φησὶν ὁ Ἀδάμ Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου, καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου;» (Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 12, 101Β). Αν υποτεθεῖ ὅτι τό ἀνθρώπινο σώμα εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες πού ἔκανε ὁ Θεός, τότε πῶς, πρίν ἀπ' ὅλα αὐτά, εἶπε ὁ Ἀδάμ στη γυναίκα του, τήν Εὔα, είσαι ὀστοῦν ἀπό τά ὀστᾶ μου και σάρκα από τη σάρκα μου; Διότι ὅλα αὐτά ὑπῆρχαν πρό τῆς πτώσεως· ὑπῆρχαν πρίν ὁ Θεός δημιουργήσει τούς δερμάτινους χιτώνες.

   Συνεπῶς, ὅπως λέει ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου, «μὴ εἶν και τους δερματίνους χιτῶνας τα σώματα» (Μεθοδίου Ολύμπου, Ἐκ τοῦ περὶ Ἀναστάσεως, PG 18, 268), δέν είναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες τά ἀνθρώπινα σώματα.

   Ὡστόσο, τί εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες; Δηλαδή ο Θεός κατασκεύασε δερμάτινους χιτῶνες, ὅπως οἱ γοῦνες, θα λέγαμε, πού πηγαίνετε καί ἀγοράζετε ἐσεῖς οἱ γυναῖκες; Γιατί τί εἶναι ἡ γούνα; δερμάτινος χιτώνας. Καί τό χειρότερο· καυχόμαστε γι' αὐτούς τούς δερμάτινους χιτῶνες, δηλαδή γιά τήν προβιά κάποιου ζώου πού τό γδάραμε, καί τώρα τό φορᾶμε ἐμεῖς, καί λέμε μάλιστα ὅτι εἶναι πολύ ακριβό, καί φιγουράρουμε ἔξω ὅτι ἔχουμε γούνα –περίεργο πράγμα!

   Ἄν θέλετε ὅμως νά πᾶμε καί σέ ἄλλα ἐνδύματα, τί εἶναι, παρακαλῶ, τά μάλλινα ρούχα που βάζουμε; Τά φτιάξαμε ἀπό τό μαλλί τῶν ζώων που πήραμε. Καί τί εἶναι τά μεταξωτά που φοράμε; –γιά νά πάρω τα πλέον πολύτιμα. Κάποια σκουλήκια βγάζουν κάποια ουσία πού ἔχουν, ἡ ὁποία ὅταν ἔρθει σε επαφή μέ τόν ἀέρα γίνεται κλωστή. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀράχνη. Ἡ ἀράχνη βγάζει ένα υγρό ἀπό τό πίσω μέρος· μόλις ἔλθει σε επαφή μέ τόν ἀέρα, ἀμέσως γίνεται κλωστή. Και καυχόμαστε, παιδιά, ὅτι φοράμε πολύτιμα ἐνδύματα! Αλλά είναι δυστύχημα να καυχάται κανείς για κάτι πού θά έπρεπε να ντρέπεται.

   Αλλά, τότε, τί εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες;

   Θά ἤθελα νά προσέξετε πολύ το σημερινό θέμα· ἔχει βάθος, όπως σᾶς εἶπα στην αρχή.

   Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ἐκφράζουν τήν νεκρότητα πού περιβλήθηκε ὁ ἄνθρωπος σαν δεύτερη φύση του μετά την πτώση.

   Τί εἶναι αὐτή ἡ νεκρότητα,

   Μην ξεχνᾶτε ὅτι τό δέρμα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ζῶο νεκρό. Κατ' αρχάς είναι ζῶο· ἕνα ζῶο πού μᾶς δίνει τήν προβιά του. Εἶναι ὅμως νεκρό. Ἔτσι, ἐμεῖς φορᾶμε τήν προβιά του ζώου, πού πρῶτον εἶναι άλογο, δηλαδή μή λογικό, και δεύτερον εἶναι νεκρό. Τί ἐκφράζει λοιπόν ὁ δερμάτινος χιτώνας; Εκφράζει τήν νεκρότητα που φοράει ὁ ἄνθρωπος, πραγματικά σάν δεύτερη φύση του, μετά την πτώση του στον παράδεισο τοῦ Θεοῦ. (Βλ. άγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1021D: «Συνδιεξῆλθε ταῖς τῶν τικτομένων διαδοχαῖς ἡ νεκρότης. Ὅθεν νεκρὸς ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης.». Πρβλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον, Αθήνα 1979, σ. 49)

   Ὅπως λέει πολύ περιληπτικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ δερμάτινος χιτώνας εἶναι τό φρόνημα της σαρκός· «τοὺς δερματίνους χιτῶνας, τουτέστι τὸ φρόνημα τῆς σαρκός» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ παρθενίας, ΙΒ', PG 46, 376Β. Πρβλ. Ρωμ. 8, 12). Εἶναι ὁ ἄλογος καί ἐμπαθής βίος. Εἶναι ὁ βίος ὁ παράλογος. Ἤ, καλύτερα, ὄχι ὁ παράλογος· ὁ ἄλογος, ὁ μή λογικός, ὁ ἐμπαθής βίος, ὁ κατά σάρκα βίος· εἶναι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Αυτό σημαίνει φορῶ χιτώνα δερμάτινο. Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο.

   Τί εἶναι τό φρόνημα τῆς σαρκός; Τό νά σκέπτομαι σαρκικά. Σημειῶστε δέ ὅτι ἡ περίπτωση δέν εἶναι μόνο στό σῶμα, ἀλλά καί στήν ψυχή. Μπορεῖ καί ἡ ψυχή νά σκέπτεται σαρκικά, νά ἔχει δηλαδή σαρκικό φρόνημα. Δέν ἀναφέρεται στό σῶμα μόνο ὁ δερμάτινος χιτώνας ἀναφέρεται καί στήν ψυχή.

   Θυμηθεῖτε τί λέει ὁ Θεός ὅταν βλέπει τήν γενεά τοῦ Νῶε. Τί λέει; «Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γέν. 6, 3). Δέν θά μείνει τό Πνεῦμα μου τό Ἅγιο σ' αυτούς, δέν μπορεῖ νά ἀναπαυθεῖ σ' αὐτούς, διότι εἶναι σαρκικοί ἄνθρωποι. Τί ἐννοοῦσε λέγοντας σαρκικοί; Μήπως δέν φοροῦσαν πρῶτα σάρκα, καί τώρα ἔβαλαν σάρκα; Εννοοῦσε ὅτι εἶχαν σαρκικό φρόνημα, ζωῶδες φρόνημα, νεκρό φρόνημα, φρόνημα μή ζωοποιό, πού δέν εἶχε ζωή μέσα του. Αυτό σημαίνει τώρα ὅτι ὁ Θεός ἐνδύει τούς πρωτοπλάστους μέ αὐτά τά δέρματα τῶν ζώων.

   Μήν ξεχνᾶτε ἀκόμη τό θέμα τῆς ἀλογίας. Ὁ Ἀδάμ δέν ἦταν ἄλογος· ἦταν ἔλλογος, εἶχε λογική καί, γιά τήν ἀκρίβεια, ἦταν μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Θεός Λόγος εἶναι ὁ λόγος τῶν πάντων, ὁ δημιουργός τῶν πάντων, ἡ αἰτία τῶν πάντων. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός λόγος, εἶναι ἕνα κατασκεύασμα ἔλλογο, καί ἀνακλᾶ τόν Θεό Λόγο, καί πρίν τήν ἐνανθρώπηση ἂν θέλετε. Πολύ δέ παραπάνω, ὁ Ἀδάμ, ὡς ὁλόκληρη ϋπαρξη, ἀνακλᾶ τόν Θεό Λόγο πού ἐνανθρώπησε. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔλλογος, δηλαδή λογικός. Από τήν στιγμή ὅμως πού χάνει τόν παράδεισο, ἀποκτάει σαρκικό φρόνημα. Από τήν στιγμή ἐκείνη γίνεται ἄλογος, χωρίς λογική. Αλλά αυτό είναι κατάντημα... πραγματικά κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου! (Βλ. Ψαλμ. 48, 13· 21: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ἱερ. Χρυσοστόμου, Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν πολιτεύεσθαι, γ', PG 51, 44· Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία Δ΄, PG 57, 49· Λόγος Κ', Περὶ ὀργῆς καὶ θυμοῦ, PG 63, 692, ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 253CD, ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, ὁ λεγόμενος τὰ Μακρίνια, PG 46, 148CD-149Α: «δέρμα δὲ ἀκούων τὸ σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως νοεῖν μοι δοκῶ, ᾧ πρὸς τὸ πάθος οἰκειωθέντες περιεβλήθημεν». Πρβλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 36ο, υποσημ. 26, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2019, σ. 293)

   Νά σᾶς πῶ μία ἀλογία· εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει να πιστεύει στον Θεό καί οὔτε θέλει να δέχεται τά τοῦ Θεοῦ· εἶναι μία ἀλογία αὐτό τό πράγμα. Ὅπως ἀκριβῶς τά ζῶα δέν ἔχουν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θεληματικά δέν θέλει να ἔχει αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέσα στήν ἀλογία.

   Προσέξτε ὅμως κάτι πολύ σημαντικό.

   Τό χωρίο λέει σαφῶς ὅτι «ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς». Ποιός ἐποίησε τους χιτῶνας; –τό ρῆμα ποιῶ σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω. Ποιός; Ὁ Θεός. Ὁ Θεός έκανε τούς χιτῶνες αὐτούς; Ὥστε λοιπόν, θα λέγαμε, ὁ Θεός ὑπηρέτησε την περίπτωση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός; Δηλαδή, ὁ Θεός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει φρόνημα σαρκικό, ἀφοῦ λένε οἱ Πατέρες ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι τό φρόνημα τῆς σαρκός;

   Ὄχι, παιδιά, δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. Ἡ παρουσία τῶν δερματίνων χιτώνων ἔχει ἕναν δίμορφο χαρακτήρα. Ἐδῶ προσέξτε λίγο. Από τή μιά, εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Πότε φοροῦν δερμάτινο χιτώνα οἱ πρωτόπλαστοι; Από τη στιγμή που χάνουν τόν θεοΰφαντο χιτώνα. Τόν θεοϋφαντο!

   Το ξέρετε ὅτι ὁ πρῶτος χιτώνας ἦταν ἀκατασκεύαστος; δηλαδή ἄκτιστος; Ἦταν ἄκτιστος, ἦταν ἡ θεία δόξα! Ἦταν ἄκτιστος ὁ πρῶτος χιτώνας! Χάνοντας οἱ πρωτόπλαστοι τόν πρῶτο χιτώνα, ὁ Θεός τώρα τούς δίνει δεύτερο χιτώνα, αλλά κτιστό· και όχι μόνο κτιστό, ἀλλά καί ἄλογο χιτώνα, γιατί εἶναι ἀπό ζώα νεκρά, δηλαδή ἀπό ζῶα πού ἔχουν χάσει πιά τή ζωή τους. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἰδίᾳ προαιρέσει, μέ τή δική του προαίρεση, μέ τήν δική του ἐλευθερία, φθάνει να χάσει τόν πρῶτο χιτώνα και να ντυθεῖ τόν δεύτερο χιτώνα, αυτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε μια έκφραση ἐξαχρειώσεως τῶν διαστάσεων τοῦ κατ' εἰκόνα (Περισσότερα γιά τήν ἀρχέγονη κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων ἀλλά καί τήν μετέπειτα γυμνότητά τους, βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Μαθήματα 31ο, 32ο, 33ο καί 34ο, Τόμος Γ΄, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019)

   Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό κατ᾿ εἰκόνα, καί πρῶτο στοιχεῖο του εἶναι ἡ λογικότητα, εἶναι τό ἔλλογον. Ἀπό τή στιγμή πού χάνει αὐτό τό στοιχεῖο, μέ τήν πτώση, μέ τήν ἁμαρτία του, ἐξαχρειώνεται, καί φοράει τόν δερμάτινο χιτώνα. Ἄρα ἡ πρώτη πλευρά τοῦ θέματος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τό ὅτι φοράει δερμάτινο χιτώνα.

   Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, πράγματι ὁ Θεός κατασκευάζει τους δερμάτινους χιτῶνες· κι αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, πού ἐπεμβαίνει νά κατασκευάσει αὐτούς τούς χιτῶνες –αὐτό ὑπονοεῖ τό «ἐποίησε». Πῶς δηλαδή;

   Εἴπαμε ὅτι ὁ δερμάτινος χιτώνας ἐκφράζει τή νέκρωση· καί αὐτή ἡ νέκρωση σημαίνει ὅτι αὐτό πού θά φοράει τώρα ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω του θά τόν κάνει νά εἶναι θνητός, να καθίσταται νεκρός, να πεθαίνει γιατί; ἀκριβῶς γιά νά μή μείνει τό κακό αθάνατο! (Βλ. άγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνεια: «ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν» (PG 36, 324D)· καί άγ. Επιφανίου Κύπρου, Κατὰ Ὠριγένους, ΚϚ΄: «Ώσπεροῦν ἀλεξιφαρμάκου γὰρ τρόπον ὑπὸ τοῦ ἀλεξιτῆρος ἡμῶν ἀληθῶς καὶ ἰατροῦ Θεοῦ πρὸς ἐκρίζωσιν τῆς ἁμαρτίας παρελήφθη ὁ θάνατος καὶ ἀφανισμόν, να μὴ διαιωνίζον ἐν ἡμῖν εἴη τὸ κακόν, ἀθάνατον ἅτε ἐν ἀθανάτοῖς ἀνατείλαν, αὐτοὶ δὲ λελωβημένοι καὶ ἐκστάντες νοσούντων τρόπον τῆς οἰκείας ἀρετῆς ἐπὶ πολὺ διατρίβωμεν, ἅτε ἐν ὑφεστηκόσιν ἀεὶ καὶ ἀθανάτοις σώμασι τὴν κατὰ τὸ ἁμάρτημα μεγάλην τρέφοντες νόσον. διὸ δὴ καλῶς ταύτην πρὸς ἄμφω σωτηρίαν καὶ ψυχῆς καὶ σώματος φαρμακευτικῆς τρόπον καθάρσεως τὸν θάνατον ὁ Θεὸς ηὕρατο, ἵνα πανάμωμοι καὶ ἀσινεῖς οὕτως ἐξεργασθῶμεν.» (PG 41, 1112BC))

   Μπορεῖτε να φανταστείτε τόν Ἀδάμ πάνω στή γῆ σε μία ἄφατη ταλαιπωρία, ἐνῶ θα κυριαρχοῦσε ἡ φθορά; Καί φθορά θά πεῖ ἀρρώστια, θά πεῖ πληγές, θά πεῖ γηρατειά, θά πεῖ πολλά πράγματα, θά πεῖ καί θάνατος. Αλλά βγάλτε τόν θάνατο ἀπό τή φθορά, καί ἀφῆστε ὅλα τ' ἄλλα. Μπορείτε να φανταστείτε τόν Ἀδάμ, ἄν ζοῦσε μέχρι σήμερα, ἕναν υπέργηρο ἄνθρωπο, πού να ὑποφέρει καί νά πονᾶ καί νά ζεῖ τόσα χρόνια σε μία κατάσταση ἀθλιότητος; Μπορεῖτε νά τό φανταστεῖτε αὐτό;... Διότι αὐτά ἐπέσυρε, προκάλεσε ἡ ἁμαρτία τοῦ Αδάμ.

   Ὁ Θεός ὅμως ἀγαπᾶ καί τόν ἀπαλλάσσει. Τί λέμε ὅταν κάποιος ἄνθρωπος πεθαίνει; Λέμε ἀναπαύτηκε. Τώρα, ἂν αὐτός εἶναι γιά τήν Κόλαση, ἄν ἀναπαύτηκε ἐκεῖ πού πῆγε ἤ ὄχι, εἶναι ἄλλη παράγραφος· ἀλλά τί λέμε; ἀναπαύτηκε. Μάλιστα, πολλές φορές, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πονάει, ἔχει ἀρρώστιες βαριές, δέν μπορεῖ πλέον νά ὑποφέρει από τίς ἀρρώστιες, καί πεθαίνει, λέμε ἀναπαύτηκε. Συνεπῶς ὁ θάνατος τί εἶναι; Λύτρωση!

   Μή μοῦ πεῖτε ὅτι καί ἡ αὐτοκτονία εἶναι λύτρωση... να φυλάξει ὁ Θεός! Μόνο ὁ θάνατος πού δίνεται ἀπό τόν Θεό εἶναι λύτρωση. Ὄχι βεβαίως ὅτι ὁ Θεός εἶναι ποιητής τοῦ θανάτου. («Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1, 13)) Δέν εἶναι ποιητής τοῦ θανάτου ὁ Θεός· ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων. Ωστόσο ή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μεταβάλλει τόν θάνατο από στοιχεῖο τιμωρίας σε στοιχείο φιλανθρωπίας, γιά νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή φθορά τήν ἄφθαρτη, δηλαδή από την αιώνια φθορά, ὅπου θά φθειρόταν χωρίς να πεθαίνει, καί τό κακό θά γινόταν ἀθάνατο.

   Νά πῶς λέει ὁ Μεθόδιος Ολύμπου ὅλα αὐτά πού σᾶς εἶπα: «Τοὺς δερματίνους χιτῶνας διὰ τοῦτο κατεσκεύασεν (ὁ Θεός), οἱονεὶ νεκρότητι περιβαλὼν αὐτόν, ὅπως διὰ τῆς λύσεως τοῦ σώματος πᾶν τὸ ἐν αὐτῷ γενηθὲν κακὸν ἀποθάνῃ.» (Ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως λόγου, PG 18, 293C). Γι' αὐτόν τόν λόγο κατασκεύασε ὁ Θεός τούς δερμάτινους χιτῶνες, ὥστε νά περιβάλλει τόν ἄνθρωπο σαν μέ μιά νέκρωση, καί μέ τόν θάνατο, μέ τή λύση τοῦ σώματος, τή διάλυση, ὅ,τι κακό δημιουργήθηκε, να τελειώσει κι αυτό.

   Καί ὅταν θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀγαπητά μου παιδιά, τότε τα σώματά μας θά εἶναι ἄφθαρτα, δηλαδή δέν θά ὑπόκεινται σε φθορά, οὔτε θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τίς ἀνάγκες τίς γνωστές, να φάνε, νά πιοῦν, να κοιμηθοῦν, καί ἐπιπλέον θά εἶναι καί ἀθάνατα. Άφθαρτα καί ἀθάνατα! Οὔτε πόνος θά ὑπάρχει, οὔτε κραυγή θά ἀκούγεται. Ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, δέν θά ὑπάρχει πιά πόνος ή κραυγή ἤ θλίψη. Τό λέει αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, τό λέει καί ὁ Ἡσαΐας σέ μιά προφητεία του. (... καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὁφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Αποκ. 21, 4). «... ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ λαῷ μου καὶ οὐκέτι μὴ ἀκουσθῇ ἐν αὐτῇ φωνῇ κλαυθμοῦ οὐδὲ φωνὴ κραυγῆς» (Ησ. 65, 19))

   Ακόμη, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ὡς στοιχεῖο νεκρώσεως –ἐδῶ τώρα προσέξτε καί θά δεῖτε, θά ἐκπλαγεῖτε– εἶναι ἡ μετατροπή τῆς ζωῆς σέ ἐπιβίωση.

   Τί θά πεῖ ἐπιβίωση; Ἄλλο εἶναι τό ρῆμα ζῶ καί ἄλλο τό ἐπιβιῶ. Ζῶ θά πεῖ ζῶ μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως. Ἐπιβιῶ θά πεῖ προσπαθῶ νά ζω. Σέ μιά πόλη πού ὑπάρχουν καυσαέρια καί ἄλλα πολλά δηλητηριώδη στήν ἀτμόσφαιρα, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ δέν ζοῦν· ἐκεῖ ἐπιβιώνουν, δηλαδή προσπαθοῦν νά ζήσουν.

   Γιά να καταλάβετε ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ ζῶ καί τοῦ ἐπιβιῶ, θά σᾶς πῶ μιά ἄλλη παράλληλη περίπτωση· εἶναι ή διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐργασίας καί τοῦ βιοπορισμοῦ. Ἐργάζομαι, ἐλεύθερα, γιατί μ' αρέσει νά ἐργάζομαι, γιατί ὁ Θεός μέ ἔκανε να ἐργάζομαι, χωρίς να περιμένω νά ζήσω ἀπό αὐτό πού ἐργάζομαι. Ἄν πρέπει ὅμως νά ἐργάζομαι γιά νά ζήσω, καί ἄν δέν πάω στο μεροκάματο θα πεθάνω από τήν πεῖνα, αυτό λέγεται βιοπορισμός.

   Βλέπετε, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐργασία, μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔγινε βιοπορισμός –ἡ ἐργασία εἶναι προπτωτικό φαινόμενο, ὁ βιοπορισμός μεταπτωτικό– ἔτσι καί ἡ ζωή εἶναι προπτωτικό φαινόμενο, ἐνῶ ἡ ἐπιβίωση μεταπτωτικό φαινόμενο.

   Αλλά δερμάτινοι χιτῶνες ἀκόμη, παιδιά, τί νομίζετε ὅτι εἶναι; –ἄν μπορεῖτε νά τό φανταστείτε ποτέ!– εἶναι καί ἡ μάθηση! εἶναι καί ἡ ἐπαγγελματική δραστηριότητα! εἶναι, ἀκόμη, ἐν γένει ὁ πολιτισμός! Δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι ὅλα αὐτά. Ντύνομαι δερμάτινο χιτώνα σημαίνει ὅτι πρέπει τώρα να πάω να μάθω, πρέπει να δουλέψω, νά ἔχω μία ἐπαγγελματική δραστηριότητα, καί πρέπει να μπω μέσα στα κανάλια του πολιτισμοῦ.

   Θά μοῦ πεῖτε: Πως γίνεται αυτό;

   Τα γράμματα, ὅπως ξέρετε, γιά τά ὁποῖα καυχόμαστε, –όπως καυχόμαστε καί γιά τίς γούνες μας!– τά γράμματα βεβαίως εἶναι ὡραῖα. Δέν ὑπάρχει γλυκύτερο πράγμα ἀπό τό νά εἶσαι μορφωμένος ἄνθρωπος, να ξέρεις γράμματα, γραμματιζούμενος ἄνθρωπος –νά τό πῶ ἔτσι. Ὅμως τό ξέρετε ὅτι εἶναι ἕνα κατάντημα τά γράμματα;

   Μή μοῦ πεῖ τώρα κάποιος από σᾶς, μαθητής ἤ μαθήτρια, Α, ὡραῖα λοιπόν... ὡραῖα! από δῶ κι ἐμπρός δέν θά διαβάζω πιά, γιατί είναι κατάντημα τά γράμματα! Μακριά λοιπόν τα βιβλία, μακριά καί τά σχολεία!

   Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι.

   Στο προοίμιό του, στο Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει τό ἑξῆς: Εἶναι κατάντημα τό ὅτι δέν ἔχουμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ ἄμεσα, αλλά πρέπει νά τόν διαβάζουμε. Κατάντημα είναι! Ξέρετε γιατί ὁ Θεός ἔδωσε γραπτό νόμο; γιατί ὁ νόμος, ὁ ἐγγεγραμμένος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἔμφυτος νόμος τῆς συνειδήσεως, ξεθώριασε μέ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Καί τώρα τί κάνει ὁ Θεός; δίνει γραπτό νόμο. Αλλά, πρίν δώσει τόν γραπτό νόμο, δημιουργεῖ προϋποθέσεις νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος να φτιάξει τά γράμματα γιά νά τόν διαβάζει. Δεν φτάνει λοιπόν, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πού εἴμαστε στο κατάντημα να πρέπει να μαθαίνουμε γράμματα γιά νά διαβάζουμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά φτάνουμε καί στό σημεῖο, ἔστω καί σ' αὐτήν τή συγκατάβαση πού κάνει ὁ Θεός, νά μήν ἀνταποκρινόμαστε, νά μή διαβάζουμε τον λόγο τοῦ Θεοῦ! («Ἐννόησον οὖν ἡλίκον ἐστὶ κακόν, τοὺς οὕτως ὀφείλοντας ζῆν καθαρῶς, ὡς μηδὲ δεῖσθαι γραμμάτων, ἀλλ᾽ ἀντὶ βιβλίων παρέχειν τὰς καρδίας τῷ Πνεύματι, ἐπειδὴ τὴν τιμὴν ἀπωλέσαμεν ἐκείνην, καὶ κατέστημεν εἰς τὴν τούτων χρείαν, μηδὲ τῷ δευτέρῳ πάλιν κεχρῆσθαι φαρμάκῳ εἰς δέον. Εἰ γὰρ ἔγκλημα τὸ γραμμάτων δεηθῆναι, καὶ μὴ τὴν τοῦ Πνεύματος ἐπισπάσασθαι χάριν, σκόπησον ἡλίκη κατηγορία, τὸ μηδὲ μετὰ τὴν βοήθειαν ταύτην ἐθέλειν κερδαίνειν, ἀλλ᾽ ὡς εἰκῆ καὶ μάτην κείμενα τὰ γράμματα περιορᾷν, καὶ μείζονα ἐπισπᾶσθαι τὴν κόλασιν.» (άγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία Α', PG 57, 13))

   Θά ἔλεγα δηλαδή, μ' ἄλλα λόγια, ὅτι θά πρέπει να μάθουμε γράμματα. Θα πρέπει! Αλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἀποτελοῦν καί τά γράμματα, ἡ μάθηση, ἡ ποικίλη μάθηση, δερμάτινους χιτῶνες. Μή σᾶς ἐκπλήσσει αὐτό.

   Γιατί τό λέω αυτό; ποῦ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ πράγματος; Γιά νά μή καυχόμαστε ὅτι ξέρουμε γράμματα, ὅτι εἴμαστε μορφωμένοι, καί γυαλίζουμε, καί λέμε στους ἄλλους, ξέρεις; ἐγώ εἶμαι μορφωμένος ἄνθρωπος! Ε, καί;... Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά ὑπάρχουν σχολεῖα καί γράμματα; Ὄχι, παιδιά· ὄχι!

   Ἀλλά καί τό ἐπάγγελμα τό ἴδιο εἶναι. Ὅλα αὐτά εἶναι ἐπί μέρους σκοποί τῆς παρούσας ζωῆς, εἶναι σχήματα τῆς παρούσας ζωῆς. Ὅπως καί ὁ πολιτισμός, ὁ ὁποῖος, προσέξτε, εἶναι ἕνας τρόπος νά ἐπιβιώσουμε.

   Τώρα, ὅταν τρέμω από το κρύο, πρέπει να φοράω ροῦχα. Κάπου λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτά: Καί τί θά νόμιζες; ὅτι θά φορᾶς πάντα προβιές; Ὄχι. Εἶδες; ὁ Θεός σέ δίδαξε καί πῶς νά ὑφαίνεις. («Τί οὖν; δερματίνους ἡμᾶς χιτῶνας κελεύεις περιβαλέσθαι; Οὐ τοῦτο λέγω· οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνοι εἰς τὸ διηνεκὲς ἐκείνοις τοῖς χιτῶσιν ἐκέχρηντο· ὁ γὰρ φιλάνθρωπος Δεσπότης ἀεὶ ταῖς προλαβούσαις εὐεργεσίαις ἑτέρας προστίθησιν. Ἐπειδὴ γὰρ λοιπὸν ὑπευθύνους ἑαυτοὺς κατέστησαν ταῖς σωματικαῖς ἀνάγκαις, τῆς ἀπαθείας ἐκείνης καὶ τῆς ἀγγελικής διαγωγῆς ἀποστερηθέντες, μετὰ ταῦτα ᾠκονόμησεν, ἀπὸ τῶν ἐρίων τῶν προβάτων τὰ ἐνδύματα τοῖς ἀνθρώποις κατασκευάζεσθαι, οὐδενὸς ἑτέρου ἕνεκεν, ἤ ὥστε σκέπην γενέσθαι, καὶ μὴ τὸ λογικὸν τοῦτο ζῶον κατὰ τὸ αὐτὸ τοῖς ἀλόγοις ἐν γυμνότητι καὶ ἀσχημοσύνῃ διάγειν.» (Όμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΗ΄, β΄, PG 53, 150)) Διότι, βλέπουμε παρακάτω τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, πολύ γρήγορα νά ἐπινοοῦν τήν υφαντική. Είναι σπουδαῖο στοιχεῖο ή υφαντική πάρα πολύ σπουδαίο.

   Ἡ Νοεμά ἐπινόησε τήν υφαντική. (Κατά τήν ἑβραϊκή παράδοση, ἡ Νοεμά, ἀδελφή τοῦ σφυροκόπου χαλκέως και σιδηρουργοῦ Θόβελ, έφηὗρε τό γνέσιμο τῶν μαλλιῶν καί τήν ὕφανση. Βλ. Γέν. 4, 22 καί Ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου Ἡ Γένεσις, Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1976, σ. 72) Αλλά γιατί; Διότι τώρα κρυώνει ὁ ἄνθρωπος. Κρύωνε πρώτα στον παράδεισο; Ὄχι. Πρῶτα καλλιεργοῦσε ὁ Ἀδάμ μέσα στον παράδεισο τή γῆ; Ὄχι. Τώρα θα ὑφαίνει, θα καλλιεργεῖ. Θά δοῦμε στο προσεχές μάθημα ὅτι τόν στέλνει ὁ Θεός νά καλλιεργεῖ τή γῆ.

   Να πού πραγματικά ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα πού τά ὀνομάζουμε σήμερα πολιτισμό εἶναι ἁπλῶς μία κάποια ἄνεση μέσα στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμώνος (Μ' αὐτή τήν ἁγιογραφική φράση ἐννοεῖται καί παρομοιάζεται ὁ παρών βίος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ γεμάτος από κλαυθμό, δηλαδή θρῆνο καί κλάμα. Ὁ Μ. Αθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τόν Ψαλμό 83, 7, λέει: «Κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος τὸν θνητὸν βίον φησί.» (Ερμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 27, 369 Α. Βλ. Βασ. Β' 5, 23-24)), ἔξω ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο δεν πρέπει να ξεχνοῦμε ὅτι ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τούς δερμάτινους χιτῶνες.

   Νὰ πῶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα· ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁ προπτωτικός ζουσε «ζωῇ τῇ ἀτέχνῳ, καὶ δίχα παντὸς ἐπικαλύμματος καὶ προβλήματος»· ζοῦσε μιά ἄτεχνη ζωή· δέν εἶχε ούτε ἐπικαλύμματα οὔτε προβλήματα –ἐμεῖς ὅμως εἶμαστε γεμάτοι από προβλήματα· ἀπό τό πρωί μέχρι το βράδυ εἴμαστε μέ προβλήματα... «τοιοῦτον γὰρ ἔπρεπεν εἶναι τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς» (Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος ΜΕ', η', PG 36, 632CD)· τέτοιος ἔπρεπε νά εἶναι ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρχή· αλλά δυστυχῶς δέν εἶναι τώρα, κι αυτό είναι κατάντημα!

   Ωστόσο, παιδιά, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, εἶναι μία πραγματικότητα, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, μ' ὅλα αὐτά πού εἴπαμε. Πῶς ὅμως πρέπει να χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτοί;

   Στούς δερμάτινους χιτῶνες, μέ τήν ἔννοια πού δώσαμε σ' αὐτούς, ὑπάρχουν δύο ὄψεις· ἡ μία εἶναι ἀρνητική καί ἡ ἄλλη θετική. Φυσικά οι δερμάτινοι χιτῶνες σε τίποτα δεν φταῖνε· ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο ἀσκήσεως τῆς ἐλευθερίας μας ἐπάνω σ' αὐτές τίς δύο ὄψεις, πῶς δηλαδή θα σταθοῦμε ἀπέναντι στούς δερμάτινους χιτώνες.

   Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα, πού τό ἀναφέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ Νῶε φύτεψε αμπελώνα, ἔκανε κρασί, τό ἤπιε καί μέθυσε. Τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ἤπιε κρασί καί μέθυσε; Σημαίνει ὅτι ἔφταιγε τό ἀμπέλι; Τό ἀμπέλι, ἐν προκειμένῳ, καί τό κρασί τί θά ἦταν γιά τόν Νῶε; Θά ἦταν ἡ ἐκπλήρωση μιᾶς ἀνάγκης του, ἕνας δερμάτινος χιτώνας. Μήπως ἔφταιγε τό κρασί, μήπως τὸ ἀμπέλι; Απαντᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ τὸ φυτὸν κακόν, οὔτε ὁ οἶνος πονηρόν, αλλ' ή παρά το δέον χρήσις.» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΚΘ', γ', PG 53, 265). Ούτε το φυτό ήταν κακό, ούτε το κρασί ήταν πονηρό, ἀλλά ἡ πέρα ἀπό τό πρέπον χρήση που ἔγινε ἀπό τόν Νῶε· αυτό ήταν το κακό. Αυτή είναι η αρνητική ὄψη του δερμάτινου χιτώνα· ὅταν δηλαδή κάνουμε ὄχι τήν χρήση, αλλά την παράχρηση.

   Αντιθέτως, ἡ ἄλλη ὄψη, ή θετική, στο ίδιο παράδειγμα, τό κρασί ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας μας, γιατί μέ τό κρασί ἔχουμε το μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ ἕνας μεθᾶ καί χάνεται, ὁ ἄλλος κοινωνεῖ Αἷμα Χριστοῦ καί σώζεται· τό ἴδιο πράγμα, τό γέννημα τῆς ἀμπέλου, στις δύο του ὄψεις. Υπάρχει λοιπόν ἡ ἀρνητική όψη, υπάρχει καί ἡ θετική όψη. Γι' αὐτό θά πρέπει, ανά πάσα στιγμή, νά ὑπάρχει ἡ σωστή χρήση, το μέτρο.

   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ἕνα πανέξυπνο παράδειγμα –πού ὅταν τό διάβασα γέλασα! «Τὸ μεῖζον τῆς χρείας, περιττὸν τῆς χρείας ἐστὶ καὶ ἄχρηστον. Ὑπόδησαι ὑπόδημα τοῦ ποδὸς μείζον· ἀλλ᾽ οὐκ ἀνέξῃ ἐμὲποδίζει γάρ σοι πρὸς τὴν βάδισιν» (Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, Ὁμιλία Β΄, PG 49, 41). Το περισσότερο ἀπό τήν ἀνάγκη σου εἶναι περιττό γιά τήν ἀνάγκη σου καί ἄχρηστο. Φόρεσε παπούτσι στο πόδι σου σε μεγαλύτερο μέγεθος· δέν θά τό ἀνεχθεῖς, γιατί θά σέ ἐμποδίσει να περπατήσεις. Από την πλεονεξία σου, πήγαινε στον τσαγκάρη και παράγγειλε παπούτσια πολύ μεγάλα, 80 νούμερο... γιατί εἶσαι πλεονέκτης! Τσαγκάρη μου, θέλω μεγάλα παπούτσια. Βάλε τα μεγάλα παπούτσια· σέ ἐμποδίζουν να περπατήσεις! Είναι πανέξυπνο παράδειγμα αὐτό, καί δείχνει ὅτι τό παραπάνω δέν μᾶς χρειάζεται. Πρέπει να μάθουμε το μέτρο. (Πρβλ. καί ἀρχαία ἑλληνικά γνωμικά: «Μέτρον ἄριστον» (Κλεοβούλου, Διογέν. Λαερτ. Βίοι Φιλ. Ι, 93). «Μέτρον δ᾽ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστον» (Πυθαγόρα, Χρυσά Ἔπη, 38). «Τὸ μέτριον ἄριστον καὶ τὸ μέσον» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1295b). «Μέτρῳ χρώ» (Πιττακού, Ανθ. Στοβ. Γ., 79δ). «Μέτρα φυλάσσεσθαι» (Ἡσιόδου, Έργα καὶ Ἡμέραι 694), «Πάντων μέτρον ἄριστον· ὑπερβασίη δ' άλγεινόν» (Φωκυλίδου, Γνώμαι, 36 ). «Έντεχνον δὲ τὸ τὴν μέσην ἐν ἅπασι τέμνειν» (Πλουτάρχου, Ἠθικά, 7β). «Παιδός, οὐκ ἀνδρὸς τὸ ἀμέτρως ἐπιθυμεῖν» (Δημοκρίτου, Απόσπ. 70). «Καλὸν ἐν παντὶ τὸ ἴσον ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις ου μοι δοκέει» (Δημοκρίτου, Απόστ. 102), «Πάντων μέσ᾽ ἄριστα» (Θέογνι Ἐλεγεῖαι, 335). «Αδικοῦσί γε τὰ μέγιστα διὰ τὰς ὑπερβολὰς, ἀλλ' οὐ διὰ τὰ ἀνναγκαία» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1267α). «Η μεσότης ἐν πᾶσιν ἀσφαλεστέρα» (Τραγικών, Αδ. Απόσπ. 457). «Μηδὲν ἄγαν» (Χίλωνος Λακεδαιμ. Διογ. Λαέρτ. Βίοι Φιλ. Ι. 41) κ.ά.)

   Ἐξ ἄλλου τὴν ἴδια σημασία ἔχουν κι ἐκεῖνα πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι» (Α΄ Κορ. 7, 31), αὐτοί πού κάνουν χρήσση τούτου τοῦ κόσμου νά μήν κάνουν κατάχρηση. Και «ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6, 8), ἔχοντας τροφές για να φάμε καί σκεπάσματα για να ντυθοῦμε καί νά σκεπαστοῦμε, σ' αυτά νὰ ἀρκεστούμε· ὄχι παραπάνω.

   Ακόμη, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι μία ὑπόμνηση. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάνω σ' αὐτό λέει: «Ἡ τῶν ἱματίων περιβολὴ ὑπόμνησις ἡμῖν γινέσθω διηνεκὴς τῆς τῶν ἀγαθῶν ἐκπτώσεως.» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΗ΄, β΄, PG 53, 150). Να θυμᾶσαι, ἅμα βάζεις τὰ ροῦχα, ὅτι αὐτά κάποτε δέν τά φοροῦσες, οὔτε θα τα ξαναφορέσεις στη Βασιλεία του Θεού· τα φοράς γιατί είσαι τιμωρημένος, γιατί ἁμάρτησαν οι πρόγονοί σου μέσα στον παράδεισο, καί ὄχι για καύχημα.

   Πρέπει ἀκόμη, παιδιά, να δούμε τους δερμάτινους χιτῶνες καί μέ ἐντελῶς ἱστορικά κριτήρια, ή γραμματικά, ὅ,τι λέει τό ἱερό κείμενο· ὁ Θεός έκανε χιτώνες για να ντύσει τους πρωτοπλάστους. Πράγματι, ἐνδύει τους πρωτοπλάστους· γιατί; διότι οι πρωτόπλαστοι πρώτοι ἔκαναν μιά φορεσιά με φύλλα συκιάς, περιζώματα, σκεπάσματα, ανεπαρκή ὅμως. Καί ὁ Θεός τώρα κάνει δερμάτινους χιτῶνες, πού είναι πολύ επαρκέστεροι ἀπό τά φύλλα τῆς συκιᾶς, ἀκριβῶς διότι ἀπό ἐδῶ κι ἐμπρός το ἀνθρώπινο σώμα θά εἶναι εὐπαθές, κι ἔτσι θά ἔχει ἀνάγκη καλύψεως ἀπό τίς καιρικές μεταβολές.

   Ἀλλά ἄς λογαριάσουμε και κάτι ακόμη. Μεταξύ τοῦ σώματος καί τῶν δερματίνων χιτώνων υπάρχει και ἕνα ἄλλο ἔνδυμα· ὅπως θά λέγαμε, τά ἐσώρουχά μας. Φορᾶμε τά ἐξώρουχα, αλλά φοράμε καί τά ἐσώρουχα. Τά ἐσώρουχα εἶναι ἀνάμεσα στά ἐξώρουχα καί τό σῶμα. Νοητά ἐσώρουχα αυτά. Ξέρετε ποιά είναι; Εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς ντροπής,

   Ὁ Θεός, λοιπόν, ντύνει τους πρωτοπλάστους, να μένουν πάντα ντυμένοι, για να διατηρηθεῖ τό ἔνδυμα τῆς ντροπῆς· γιατί ἄν βγάλουμε τα ρούχα μας, μαζί με τὰ ροῦχα βγάζουμε καί τήν ντροπή! (Πρβλ. Ηροδότου, Ἱστορίας, Κλειώ, 1.8.14: «Ἅμα δὲ κιθῶνι ἐκδυσμένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή.») Καί ἄν θέλετε, γιά νά μήν ἐξαχρειωθεῖ καί τό γενετήσιο ἔνστικτό μας –πράγμα πού τό λέγαμε σέ ἕνα περασμένο μάθημα– (Βλ. Γέν. 2, 25, καί π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Χριστιανική Ανθρωπολογία, Τόμος Γ΄, Μάθημα 33ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, σ. 216 κ.έ. Επίσης βλ. καί Μάθημα 62ο, σσ. 36-38) γι' αὐτό δέν πρέπει νά ἀπογυμνωνόμαστε. Διότι καί τό γενετήσιο ἐξαχρειώνεται, καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κτήνος, ἕνα ζῶο... καί μάλιστα χειρότερος καί ἀπό ἕνα ζῶο, γιατί τα ζῶα γνωρίζουν και τους καιρούς τους, ενῶ ὁ ἄνθρωπος δεν γνωρίζει τίποτε πιά!

   Ἐξ ἄλλου τό ὅτι ἡ ντροπή πρέπει να διατηρηθεῖ, τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀδάμ. Ὅταν ἔπεσε καί τόν ἀναζητοῦσε ὁ Θεός, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; ἐκεῖνος ἀπάντησε: «έφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην» (Γέν. 3, 10). Ὅμως γιατί εἶπε «γυμνός εἰμί»; Ντρεπόταν γιά τήν γυμνότητά του. Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι πρέπει να ντύνεται ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μήν ἀποβάλει την ντροπή.

   Χαρακτηριστικό ακόμα τῆς ἐποχῆς μας, δυστυχῶς, εἶναι ὅτι ἀφαιροῦμε τα ρούχα μας· καί μαζί μέ τά ρούχα μας, ἀφαιροῦμε καί τήν ντροπή! Δέν ντρεπόμαστε πιά για τίποτα... ἔχουμε γίνει ξετσίπωτοι!

   Ἀλλά θά ἤθελα νά τελειώσω μέ κάτι πολύ σημαντικό. Αὐτοί οἱ δερμάτινοι χιτῶνες μεταποιήθηκαν.

   Κάποτε, ξέρετε, δίναμε τα ρούχα μας στόν ράφτη καί λέγαμε: Γύρισε το μέσα ἔξω, γιατί πάλιωσε, τρίφτηκε τό μέσα βάλε το ἀπ᾽ ἔξω. Παλιά ἔτσι κάναμε, παιδιά. Ἄνδρες καί γυναῖκες δίναμε τα ρούχα στον ράφτη, στη μοδίστρα, νά μᾶς τά γυρίσει τό μέσα-ἔξω. Αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι πολύ ωραία, ὅταν λέει ὁ Θεός ὅτι τό σύμπαν θά τό γυρίσει μέσα-έξω σάν ἱμάτιο καί θά τό κάνει καινούργιο. 35 (Βλ. Ψαλμ. 101, 27. Εβρ. 1, 11)

   Λοιπόν, κι αὐτούς τούς δερμάτινους χιτώνες τώρα τούς γυρίζουμε μέσα-έξω! Πῶς γίνεται; Αυτό γίνεται, παιδιά, μέ τή σάρκωση τοῦ Λόγου, τοῦ Θεοῦ Λόγου.

   Ὁ Χριστός φόρεσε ἀνθρώπινο σώμα. Αλλά και κάτι περισσότερο φόρεσε κόκκινη χλαμύδα, ἐμπαικτικά, γιά νά ἀνανεώσει τους δερμάτινους χιτῶνες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε στο ἑξῆς χιτώνας τῶν ἀνθρώπων να εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!

   Γι' αυτό λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν χιτῶνα τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνη· Ἰησοῦν δὲ λέγει εἶναι τὸ ἔνδυμα.» (Εἰς τὸ Ἄσμα Ασμάτων, Ὁμιλία ΙΑ', PG 44, 1005 AB). Τό ἔνδυμα εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὁ ἴδιος γίνεται ἔνδυμα! Βγάζουμε τους δερμάτινους χιτῶνες καί τούς ἀλλάζουμε μέ τό ἔνδυμα Ἰησοῦς Χριστός! (Στο μυστήριο τῆς Βαπτίσεως ψάλλουμε: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.». Βλ. Γαλ. 3, 27)

   Καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἑρμηνεύοντας τό ἁγιογραφικό χωρίο «γυμνὸς ἤμην, καὶ περιεβάλετέ με» (Ματθ. 25, 36), πού ὁ Χριστός θά πεῖ στήν ὥρα τῆς Κρίσεως, λέει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νά ντύσουμε τόν Χριστό μέ τίς ἀγαθές μας πράξεις. Ακούστε το σε μετάφραση: Γυμνός ἤμουν ἀπό τίς δικές σου ἐνάρετες πράξεις, και δέν μέ ἔντυσες μέ αὐτές! («Γυμνὸς ἤμην τῶν σῶν ἐναρέτων πράξεων, καὶ οὐκ ἐνέδυσας με αυτάς.» (Άπαντα, Τόμος Β΄, Βίβλος τῶν ἠθικῶν, Λόγος Ι΄, Περὶ τῆς φοβερᾶς τοῦ Κυρίου ἡμέρας καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως)

   Ἐδῶ βλέπουμε δηλαδή κάτι πολύ σημαντικό. Θυμηθεῖτε ἀκόμα τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων. Κάποιος μπαίνει μέσα, καί τοῦ λέει ὁ οἰκοδεσπότης: «Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» (Ματθ. 22, 12) Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ, καί δέν ἔχεις ἔνδυμα, χιτώνα, γάμου; Βγάλτε τον ἔξω! διότι ὄφειλε, μπαίνοντας από την πόρτα, να ζητήσει ἔνδυμα γάμου. Δηλαδή, πῶς πᾶς νά μπεῖς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες;... Ὄχι πρέπει πρώτα να μεταποιηθοῦν. Καί τό ἔνδυμα ἐδῶ στήν παραβολή, παιδιά, εἶναι –ἀκοῦστε– ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! (Βλ. ἁγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Τόμος Β΄, Βίβλος τῶν ἠθικῶν, Λόγος Γ΄: «Πάντα ἡμῖν ὁ Χριστὸς ὁμοῦ γένηται... στολή ... καὶ εἴ τι οὖν ἕτερον πρὸς τρυφὴν ἢ δόξαν καὶ τερπνότητα ἐπιτήδειον, ... ὁ αὐτὸς καὶ ἔνδυμα πᾶσιν ἔσται, ὡς μηδενὸς ἐν τῷ μυστικῷ γάμω εἰσερχομένου μὴ τὸν ἀπρόσιτον τοῦτον φοροῦντος χιτῶνα» καί τοῦ ἰδίου, Ἕτερα κεφάλαια γνωστικά τε καὶ θεολογικά, νθ', PG 120, 632ΑΒ: «Καθάπερ ὁ ἀπὸ πτωχείας ἐσχάτης ὑπὸ τοῦ βασιλέως εἰς πλοῦτον ἀνενεχθείς, καὶ περιφανὲς ἀξίωμα στολήν τε παρ' αὐτοῦ ἐνδυθεὶς ... βλέπει ἀεὶ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος τὴν περιλάμπουσαν αὐτόν, ἥτις ἔνδυμα καλεῖται καὶ βασίλειος αλουργίς· μᾶλλον δέ, ὅπερ αὐτός ἐστι Χριστὸς ὁ Κύριος, εἴπερ αὐτὸν οἱ εἰς αὐτὸν πιστεύοντες ἐπενδύονται.». Πρβλ. Γαλ. 3, 27)

   Γι' αυτό στο ἑξῆς –νά τό ξέρουμε– θα πρέπει να ἀρχίσουμε, σιγά-σιγά, να μεταβάλλουμε τους δερμάτινους χιτῶνες σε χιτώνα που λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. (Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου, PG 59, 519, καί Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Περὶ τοῦ ἀποδημήσαντος εἰς χώραν μακράν, PG 123, 957ΑΒ: «καὶ στολὴν πρώτην περιτιθέντας, τὸν Χριστὸν αὐτὸν (ὅσοι γὰρ ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν, Χριστὸν ἐνεδυσάμεθα)», Γαλ. 3, 27. Λουκά 15, 22) Καί ἔτσι φεύγουμε, παιδιά, ἀπό ἐκείνη τήν νέκρωση, τό φρόνημα τῆς σαρκός, φεύγουμε, καί ἐνδυόμαστε τόν Χριστό· καί ἀρχίζουμε να ντυνόμαστε πάλι τήν θεία δόξα, να ντυνόμαστε τόν Ἰησοῦ Χριστό.

   Πάντως, ἄς τό ξέρουμε όλοι μας, δεν θα μπούμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἄν ἀπό τήν παρούσα ζωή δέν ἔχουμε ντυθεῖ τό καινούργιο μας ἔνδυμα, τόν Ἰησοῦ Χριστό! (Βλ. άγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, τόμ. Β΄, Βίβλος τῶν ἠθικῶν, Λόγος Ι΄, Περὶ τῆς φοβερᾶς τοῦ Κυρίου ἡμέρας καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως, ὅτι καὶ πρὸ τοῦ θανάτου ἐν ἡμῖν ἔνθεν ἤδη καθαιρομένοις διὰ δακρύων ἐνεργεῖται ἐν οἷς ἂν ἐγγένηται κατὰ τὴν παροῦσαν ζωήν, κατὰ τὴν μέλλουσαν οὐχ ὑπαντᾶ)

   Βλέπετε λοιπόν τώρα πῶς ὁ Χριστός ἔρχεται να διορθώσει τους δερμάτινους χιτώνες; Ξέρετε ποιός ἀκριβῶς ἦταν ὁ Θεός ἐκεῖ στόν παράδεισο; Ὁ Θεός Λόγος ἦταν! Αὐτός ἐνανθρώπησε. (Ὁ ἅγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως γράφει σχετικά: «Το Τριαδικὸν τῆς θεότητος διδάσκεται κεκαλυμμένως πως ὑπὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· ἐν αὐτῇ ἀποκαλύπτεται πάντοτε τὸ δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπερ ἐστὶ καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.» (Ορθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, Ἀθῆναι 1899, σ. 87). Βλ. Νικολάου Ι. Σωτηροπούλου, Ὁ Ἰησοῦς Γιαχβέ, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1976, καί π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Γένεσις, Χριστιανική Κοσμολογία, Τόμος Α΄, Μάθημα 3ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2017) Τότε ἔδωσε τους δερμάτινους χιτῶνες, ἐνῶ τώρα δίνει τόν ἑαυτό του καί λέει: Ἄνθρωποι, ντυθεῖτε ἐμένα. Καί ἐνδυόμενοι ἐμένα, σώζεστε γίνεστε πάλι ὅπως πρῶτα, καί κληρονομεῖτε τόν κρείττονα Παράδεισο, τόν καλύτερο Παράδεισο, τόν ἀγαθότερο Παράδεισο, αὐτή τήν ἴδια τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!... Ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχουν πλέον καθόλου ανάγκες, ὅπως ὑπῆρχαν τότε, ἔστω καί προπτωτικά, πού ὁ Ἀδάμ ἔπρεπε νά φάει καί νά πιεῖ καί να κοιμηθεῖ.

   Στήν καινούργια αυτή κατάσταση βασιλεύει ή μακαριότητα, τό ἀνενδεές καί ἡ εὐτυχία τῆς θεωρίας τοῦ προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου!

   Ἀλλά, πρῶτα ὁ Θεός, θα συνεχίσουμε.

   Κυριακή, 24 Μαρτίου 1985


70η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.