†.Πάντοτε εὑρισκόμενοι, εἰς τό βιβλίο τῆς Σοφίας Σειράχ, εἰς τό 24ο κεφάλαιον, εἰς τόν 9ον στίχον, τόν ὁποῖον δέν εἴχαμε ἀγαπητοί μου ὁλοκληρώσει, τήν περασμένη φορά. Σᾶς διαβάζω τόν στίχον αὐτόν - ἐπίμαχος στίχος : «πρὸ τοῦ αἰῶνος ἀπ’ ἀρχῆς ἔκτισέ με, καὶ ἕως αἰῶνος οὐ μὴ ἐκλίπω»., λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ μιλώντας εἰς πρῶτον προσωπικόν πρόσωπον. Προτοῦ ὑπάρξη δηλ. ὁ χρόνος, εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς μέ ἐδημιούργησε - ἐννοεῖται ὁ Θεός Πατήρ - καί δέν θά παύσω ποτέ νά ὑπάρχω.
Τό ἐπίμαχον χωρίον βρίσκεται στό ὅτι ἀναφέρεται ἡ λέξις, τό ρῆμα, «ἔκτισέ με». Ἤδη κάναμε ἀρκετό λόγο τήν περασμένη φορά, ὅτι «κτίζω» θά πῆ δημιουργῶ, συνεπῶς ἀναφέρεται εἰς τά κτίσματα· ἀλλά ἡ σοφία Θεοῦ, δηλ. ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κτίσμα; Ἐπίμαχον σημεῖον, διότι δημιουργήθηκε ἐξ αὐτοῦ καί ἀπό 2-3 ἄλλα χωρία τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν, ὁ Ἀρειανισμός. Εἶναι πραγματικά ἐπίμαχο σημεῖο.
Εἴπαμε ἀρκετά πράγματα τήν περασμένη φορά ἀλλά θά ἐπαναλάβω ὅτι αὐτό τό «ἔκτισέ με» ἀναφέρεται εἰς τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Συνεπῶς τό μέν σῶμα τῆς Ἐνυπόστατου Σοφίας πού «ἐν καιρῷ» θά ἐλάβαινε, αὐτό βεβαίως εἶναι κτιστόν ἀναμφισβήτητα· διότι ἀπό τήν Θεοτόκον προῆλθε, ἡ ὁποία Θεοτόκος, βεβαίως εἶναι κτιστή, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος «Οὕτως, ἔτσι, ἐάν ἀκούσωμεν ἐν ταῖς Παροιμίαις, τὸ ἔκτισεν, οὐ δεῖ κτίσμα τῇ φύσει ὅλον νοεῖν τὸν Λόγον, δέν πρέπει νά θεωρήσωμε ὅτι ὁ Λόγος εἶναι κτίσμα, ἀλλ’ ὅτι τό κτιστόν ἐνεδύσατο σῶμα, καὶ ὑπέρ ἡμῶν αὐτόν ἔκτισεν αὐτόν ὁ Θεός, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς τό κτιστόν σῶμα καί ὁ Θεός ἔδωσε αὐτό τό κτιστόν σῶμα δηλ. πού σημαίνει τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἡμᾶς, τό κτιστόν αὐτῶ καταρτίσας, ὡς γέγραπται, σῶμα, ἵν’ ἐν αὐτῷ ἀνακαινισθῆναι καί θεοποιηθῆναι δυνηθῶμεν» γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά ἀνακαινισθοῦμε καί νά θεοποιηθοῦμε. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς προσέλαβε τό κτιστόν αὐτό σῶμα, τό δικό μας σῶμα, γιά νά γίνωμε ἐμεῖς ὅ,τι εἶναι Ἐκεῖνος. Εἶναι δηλ. ἐκεῖνο τό Πατερικόν, ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο ἴνα ἡ σάρξ γένηται Λόγος», δηλ. ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος Θεός· ἐννοεῖται θεός κατά χάριν. Αὐτό λοιπόν σημαίνει, κι ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀκόμα, ἐκεῖνο τό «ἐθεμελίωσέ με» - πού ἀναφέρεται εἰς τάς Παροιμίας - «ἴσον τῷ εἰπεῖν·, εἶναι τό ἴδιο νά πῆς, Λόγον ὄντα με, περιέβαλε γηίνῳ σώματι» (Μ. Ἀθανασίου κατά Ἀρειανῶν Β΄σελ. 346(Ε.Π.Ε. εκδόσεις Γρηγορίου Παλαμά), εἶναι τό ἴδιο σάν νά λές ὅτι, ἐνῶ Ἐγώ ἤμουν Λόγος, δηλ. Θεός, μέ περιέβαλε μέ ἀνθρώπινο σῶμα, δηλ. κτιστόν. Ἀλλά πρέπει ὅμως νά τό δοῦμε ἀκόμη καλύτερα καί ἀπό τόν χῶρο τῆς Κ. Δ. ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν του· προσέξατέ τα ὅλα αὐτά· ὅλα, νά τά χωνέψωμε μέσα μας, διότι ἡ ἀπιστία εἶναι ἄφθονη σήμερα, καί ἐάν δοῦμε προσβαλλομένη τήν πίστη, νά μήν μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσωμε τήν προσβολή καί τότε και ’μεῖς νά χάσωμε τήν πίστη μας.
Λοιπόν γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του: «καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ». Δηλ. τά πάντα, λέει, ἔχουν κτιστεῖ διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός Λόγος, δηλ. ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί Θεός εἶναι καί ἄνθρωπος καί τά πάντα, λέει, ἔχουνε γίνει, ἔχουν κτιστεῖ ἀπ’ αὐτόν, γιά νά γίνη γνωστό, λέει, στίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες - «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» - σ’ ὅλον τόν ἀγγελικό κόσμο, διά τῆς Ἐκκλησίας· διότι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐφανερώθη ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα Του, εἶναι τό κτιστόν σῶμα Του, ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ. Δηλ. μ’ ἄλλα λόγια οἱ ἄγγελοι ἐγνώρισαν τόν Θεόν διά τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. μέ τήν Ἐνανθρώπηση, πού ἡ Ἐνανθρώπησις εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη θά μᾶς πῆ ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή του: «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τά ὁρατά καὶ τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι·», ὅλα αὐτά ἀναφέρονται εἰς τά λεγόμενα ἐννέα τάγματα, «τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτόν ἔκτισται·» (Κολ. 1, 16)
τά πάντα ἔγιναν διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γιά λογαριασμό τοῦ ὁποίου τά πάντα ἔχουν κτιστεῖ, «καὶ εἰς αὐτόν ἔκτισται·», γιά λογαριασμό του.
Βλέπει λοιπόν κανείς ἐδῶ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν μία κτιστή φύσις νά μπορεῖ νά ἔχει αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς. Ὅτι αὐτή ἡ κτιστή φύσις κάνει τά πάντα καί τά πάντα ἀνήκουν εἰς αὐτήν τήν κτιστήν φύσιν. Ἄπαγε! Συνεπῶς βλέπει κανείς ἐδῶ θαυμάσια ὅτι εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ δέ Ἰωάννης θά πῆ τό γνωστό: «Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν», αὐτός λέγει ἦτο, ὅταν ἐγίνετο ὁ κόσμος, ἐν ἀρχῇ, ὅταν ἐθεμελιοῦτο ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος, ὑπῆρχε, «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, ὅλα ἔγιναν δι’ αὐτοῦ, δηλ. αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν», καί δέν ἔγινε τίποτα, μά τίποτα, οὔτε τό πιό μικρό πρᾶγμα ἀπ’ ὅτι ἔχει γίνει, χωρίς αὐτόν. Καί θά σημειώση συνέχεια ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «καὶ Θεός ἦν ὁ Λόγος…», ὁ Λόγος ἦτο Θεός, πάντοτε, δέν ἔγινε Θεός κάποια στιγμή, «δί οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν·» ( Ἑβρ. 1, 2) γράφει εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του ὁ ἀπ. Παῦλος, διά τοῦ ὁποίου Υἱοῦ, ἐδημιούργησε καί τόν χρόνον, τούς αἰῶνας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει εἰς τήν ἀρχιερατική του προσευχή « …ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» ( Ἰωάν. 17, 24) Γιατί, λέγει, μέ ἠγάπησες - Σύ ὁ Πατήρ, ἐμένα τόν Υἱόν - πρίν θεμελιωθῆ ὁ κόσμος. Εἶναι λοιπόν πρό τῆς δημιουργίας ὁ Υἱός. Ἄκτιστος, Θεός. Γιατί δέν ὑπῆρχε τίποτε τό κτιστό πρό τῆς δημιουργίας. Ὅταν λέει «πρό τῆς δημιουργίας» ἐννοεῖ πρό τῆς δημιουργίας, ὁ,τιδήποτε πού μπορεῖ νά εἶναι κτιστόν.
Ἀκόμη τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν μᾶς λέγει: «πρὸ τοῦ ὅρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δέ πάντων βουνῶν γεννᾶ με», λέει ἡ Σοφία, δηλ. πρίν ἀκόμη ὀργανωθῆ ἡ δημιουργία, «πρὸ τοῦ ὅρη ἑδρασθῆναι» - ἀναφέρεται εἰς τήν γῆν βεβαίως - ὁ Πατήρ μέ γεννᾶ. Μέ γεννᾶ! Προσέξτε τό ρῆμα· «γεννῶ», γεννᾶ. Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἔχει δύο διαστάσεις. Εἶναι ὁ ἀΐδιος Θεός, δηλ. Ἐκεῖνος πού δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος. Σᾶς ἔχω πεῖ κι ἄλλοτε ὅτι «ἀΐδιος» σημαίνει ὁ χωρίς ἀρχήν καί ὁ χωρίς τέλος, ἐνῶ ὁ «αἰώνιος» εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀρχήν ἀλλά δέν ἔχει τέλος· ἔχει μία διαφορά! Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θά εἴμεθα αἰώνιοι, ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος, δέν εἶναι αἰώνιος. Καταχρηστικά βεβαίως λέμε «ὁ αἰώνιος Θεός». Προσέξτε, καταχρηστικά. Καί ἔτσι ὁ ἴδιος Θεός εἶναι ὁ Θεός Λόγος καί χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «γεννῶ» καί ὁ μέλλων, ἐκεῖνος πού πρόκειται νά Ἐνανθρωπήση, κι ἐδῶ χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «κτίζω». Γεννῶ καί κτίζω. Τό «γεννῶ» ἀναφέρεται εἰς τήν θείαν φύσιν καί τό «κτίζω» ἀναφέρεται εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν. Συνεπῶς ἀφοῦ ἐμεῖς σήμερα ζοῦμε μετά τήν Ἐνανθρώπηση τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, ὁ καλύτερος χαρακτηρισμός γιά νά τά συμπεριλάβωμε ὅλα αὐτά τά ὁποία εἴπαμε, εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός». Θεάνθρωπος· τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
Καί κλείνομε τό χωρίον, ἀγαπητοί μου, αὐτό, γιά νά προχωρήσωμε εἰς τό ἑπόμενον χωρίον τό 10ον κατά σειρά.
«ἐν σκηνῇ ἁγίᾳ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐλειτούργησα καὶ οὕτως ἐν Σιὼν ἐστηρίχθην·»
Σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι ὁλόκληρο τό 24ον κεφάλαιον ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν καί ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ὁμιλεῖ εἰς πρῶτον ἑνικόν πρόσωπον. Ἐγώ! Ἐγώ ἡ Σοφία. Ἐγώ. Γι’ αὐτό λέγει «ἐλειτούργησα», «ἐστηρίχθην» κ.ο.κ. Δηλ. νά τό μεταφράσω: Εἰς τήν ἁγία του σκηνή τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ ναοῦ (ἀργότερα) ὑπηρέτησα - λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία - καί ἔτσι μόνιμα ἐγκαταστάθηκα εἰς τήν Σιὼν. Ἀπό τόν στίχον αὐτόν ἕως τέλους τοῦ ὅλου κεφαλαίου, κι εἶναι τά 2/3 του ὅλου κεφαλαίου τά ὑπόλοιπα, ἡ Σοφία αἰνεῖ τόν ἑαυτόν της, περιοριζομένη εἰς τόν λαόν της τόν ὁποῖον ἐξέλεξε.
Ἡ Σοφία ἐλειτούργησε μέ ἱερατικά καθήκοντα, ἀρχικά βέβαια εἰς τήν σκηνήν τοῦ μαρτυρίου, - δηλ. στήν ἔρημο - ὕστερα δε, κατοπινά, εἰς τόν ναόν τοῦ Σολομῶντος. Μή ξεχνᾶτε ὅτι καί στήν Κ. Δ., ὅταν πῆρε τήν ἀνθρωπίνη φύση ὁ Χριστός, στάθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ φράσις, ἡ λέξις, ὁ χαρακτηρισμός, εἶναι στήν Κ. Δ. «οὐ γὰρ ἔχομε ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι εἰς τάς ἀσθενείαις ἡμῶν…» ( Ἑβρ. 4, 15) Λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του. Ὁ Χριστός λοιπόν εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Κι ἐπειδή φέρει τήν ἀνθρωπίνη φύση, εἶναι Ἐκεῖνος πού κινεῖται ὡς πρός τόν Θεόν, δηλ. μέ τήν ἀνθρωπίνη Του φύση, τρόπον τινά, λειτουργεῖ στόν Θεόν Πατέρα. Ἄν θέλετε, ἀκριβέστερα, ἔτσι νά εἴμεθα ἀκριβεῖς - ἀκριβεῖς, μέ τήν ἀνθρωπίνη Του φύση ὁ Υἱός ὑπηρετεῖ τόν Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν! - θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω, ἀπό ἕναν χαρακτηρισμό λειτουργικόν - καί ὅτι «ἐλειτούργησε», λέγει, «πρὸ τοῦ Πατρός», μπροστά στόν Πατέρα. Αὐτό τό κατανοοῦμε (τό πῶς «πρὸ τοῦ Πατρός», ἐννοεῖται πάντοτε μέ τήν ἀνθρωπίνη Του φύση ἤ πρίν Ἐνανθρωπήση δυνάμει τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πού θά ἐλάμβανε ἀργότερα) τό κατανοοῦμε ἀπό τήν Χριστιανική λατρεία ὡς ἑξῆς.
Λατρεία Χριστιανική εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Πάρα πολλά πράγματα ἀποτελοῦν λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό ἀποκορύφωμα, γι’ αὐτό δεν πρέπει ποτέ νά λείπωμε ἀπό τήν θεία Λειτουργία ἀγαπητοί μου! Ἁμαρτάνομε πολύ ὅταν λείπωμε, ἀρκεῖ, να σᾶς ὑπενθυμίσω - κάτι πού τό ξέρετε - ὅτι ἐάν ὁ Χριστιανός λείψη, χωρίς λόγο τρεῖς Κυριακές συνεχεῖς ἀπό τή λατρεία, αὐτός λέγει, ἀφορίζεται. Ἔχει τό ἐπιτίμιον τῆς ἀκοινωνησίας, νά μήν κοινωνήση. Εἶναι πολύ φοβερό πρᾶγμα. Ἐκεῖνοι δέ πού πᾶνε δύο καί τρεῖς φορές τόν χρόνο, κλπ. τί νά ποῦμε; στήν Ἐκκλησία ἐννοεῖται. Ἤ ἐκεῖνοι πού σοῦ λένε: «Ναί, πηγαίνω στήν Ἐκκλησία», κι ἐγώ ἐπειδή ξέρω πῶς κινοῦνται» λέω: «Κάθε Κυριακή»; «Ναί κάθε Κυριακή». «Κάθε Κυριακή»; ἐπαναλαμβάνω τό ἐρώτημά μου. «Ἔ, ὄχι καί κάθε Κυριακή». Προσέξατέ το, εἶναι σοβαρότατον ἁμάρτημα! Σοβαρώτατον! Πρέπει νά ἐκκλησιαζώμεθα, γιατί ἀποποιούμεθα τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀποδοκιμάζομε τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν δέν ἐκκλησιαζώμεθα.
Λοιπόν, λέγει σέ μία εὐχή ἐκεῖ τῆς θείας Λειτουργίας: «Σύ γάρ εἶ, διότι σύ εἶσαι, (ποιός σύ; ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιατί ἡ εὐχή ἀποτείνεται εἰς Αὐτόν, εἶναι πρό τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων αὐτή ἡ εὐχή) ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος Χριστέ ὁ Θεός ἡμών…», Χριστέ,ὦ Θεέ μας. Προσέξτε! Ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος. Σύ ὁ ἴδιος εἶσαι πού προσφέρεις. Γιατί; γιατί εἶσαι ἀρχιερεύς. Ποῦ προσφέρεις; εἰς τόν Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν, ὅπως σᾶς ἐξήγησα προηγουμένως. Καί εἰς τόν Πατέρα καί εἰς τόν Υἱόν καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Γιατί; γιατί ἕνας εἶναι ὁ Θεός, μία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τρία τά πρόσωπα, ἔ; Σύ, λοιπόν, εἶσαι Ἐκεῖνος πού προσφέρει, ἀλλά τί προσφέρει; Τόν Ἑαυτό σου προσφέρεις· εἶσαι ὁ προσφερόμενος. Προσφέρων καί προσφερόμενος.
Δέν εἶναι ἀντιφατικά πράγματα, ξέρεις τί θά πῆ νά προσφέρεις σύ τόν ἑαυτόν σου, νά εἶσαι ὁ ἀρχιερεύς καί τό ἱερεῖον; Ἱερεῖον θά πῆ θύμα, τό σφάγιον. Προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος. Σύ εἶσαι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τελικά προσδέχεσαι τήν θυσία. Θυσιάζεις, θυσιάζεσαι καί προσδέχεσαι τή θυσία, ὁ προσδεχόμενος, καί διαδιδόμενος· διαδίδεσαι, μοιράζεσαι σέ ὅλο τό λαό. Ἐδῶ ὁ ἱερεύς τί ρόλο παίζει; ἁπλῶς, δανείζει τά χέρια του, δανείζει τή γλῶσσα του. Τίποτε ἄλλο. Ἔτσι ἐγίνετο καί εἰς τό παλαιόν ἱερατεῖον, μ’ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἦτο πίσω ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία λειτουργοῦσε πρός τόν Θεόν, τόν Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν. Ξαναλέγω, οἱ ἱερεῖς ἦσαν μπροστά, πίσω ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία γι’ αὐτό λέγει τό χωρίον «ἐγώ, λέγει, ἐλειτούργησα ἐν σκηνῇ καί ἐν ναῷ», καί εἰς τήν σκηνή τοῦ μαρτυρίου τότε στήν ἔρημο - γιατί μέχρι τότε, ὅταν ἔγινε ἡ σκηνή, δέν ὑπῆρχε κανένα δεῖγμα, κανένα σημεῖο ὁρατό, ὑλικό, προσφοράς θυσιῶν - καί τώρα, καί εἰς τόν ναόν, ἐννοεῖται τοῦ Σολομῶντος.
Γι’ αὐτό ἀγαπητοί μου, ἄς τό προσέξωμε αὐτό, πολύ περισσότερο ὅταν ἔχομε πιά στήν Κ. Δ. τήν Ἐνυπόστατον Σοφία Ἐνανθρωπήσασα! Καί αὐτά πού προσφέρομε, τό κρασί καί τό ψωμί, αὐτά μεταβάλλονται σέ σῶμα καί αἷμα τῆς Ἐνανθρωπησάσης Σοφίας τοῦ Θεοῦ, καί εἶναι πραγματικά τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐν μυστηρίῳ! Δέν μποροῦμε βέβαια νά τό ἀντιληφθοῦμε, (γιά τό θέμα αὐτό, ἔχομε πεῖ πάρα - πάρα πολλά), εἶναι σημεῖον ἀναφοράς τῆς πίστεως αὐτό. Προσέξατέ το!
Τό νά πῆς «Πιστεύω εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν» εἶναι μία κουβέντα. Πιστεύεις ὅτι εἶναι τό σῶμα του καί τό αἷμα του πραγματικά; Ἐκεῖ εἶναι τό κριτήριον τῆς πίστεως, ἡ ἀναφορά τῆς πίστεως, γι’ αὐτό, ἐάν κανείς δέν πιστεύει καί κοινωνεῖ, ἔχει ἀμφιβολία, ἁμαρτάνει μέχρι θανάτου!! Προσέξτε, μέχρι θανάτου! Ἀκόμη καί βιολογικοῦ θανάτου! Ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του, πού «ὅποιος, λέγει, κοινωνεῖ ἀναξίως, κι ἐπειδή δέν διέκρινε, δέν ξεχώρισε.. ὅ,τι, ὅ,τι, ὅ,τι.. αὐτός ἀρρωσταίνει ἤ καί πεθαίνει γι’ αὐτό, λέγει, ἀρκετοί ἀπό σᾶς εἶναι ἄρρωστοι καί πεθαίνουν ἀρκετοί, «κοιμῶνται ἱκανοί». (Κορ. Α΄ 11, 30)
Πολύ σοβαρό! Γι’ αὐτό, ὅταν κοινωνοῦμε καί διαβάζωμε τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως μεσ’ τόν ναό τό τμῆμα ἐκεῖνο πού διαβάζομε - ἔχομε σέ τέσσερα κομμάτια τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, τό ἕνα κομμάτι εἶναι ἀποβραδύς στό ἀπόδειπνο πού κάνομε, τό δεύτερο κομμάτι εἶναι τό πρωΐ, τό τρίτο κομμάτι εἶναι λίγο πρίν κοινωνήσωμε καί τό τέταρτο κομμάτι εἶναι ἀφοῦ ἔχομε κοινωνήσει - λίγο πρίν κοινωνήσωμε, λέμε τό ἑξῆς τροπάριον: «Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντο σῶμά σου, καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον αἷμὰ σου» (Εὐχή Ἰωάν. Χρυσοστ.) Εἴδατε; ἔτι πιστεύω, δηλ. ἀκόμη πιστεύω, ὅτι αὐτό πού τώρα θά πάρω σέ ἕνα - δύο λεπτά, πιστεύω ὅτι εἶναι τό σῶμα σου καί τό αἷμα σου. Δέν συμβολίζει τό σῶμα σου καί τό αἷμα σου. Εἶναι τό σῶμα σου καί τό αἷμα σου. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ ἱερεύς λέγει: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», αὐτό τό «πίστεως», δέν ἀναφέρεται γενικά στήν πίστη, ἀναφέρεται εἰδικά εἰς τήν πίστη εἰς τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅτι εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ξέρετε ὅτι ἄν δέν ἔχομε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τότε δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά Ἐκκλησία. Ὅπως καί οἱ Προτεσταντικές κοινότητες, δέν μποροῦν νά μιλᾶνε γιά Ἐκκλησία, γιατί δέν πιστεύουν εἰς τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· τό ἔχουν ὡς σύμβολον γι’ αὐτό καί τό χύνουν - καί ἄλλοτε σᾶς τό ἔχω πεῖ αὐτό - στό νεροχύτη ὅ,τι περισσεύσει. Ἄν δέν εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον ἐξασφαλίζεται μέ τήν ἱεροσύνη, (ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν ἱεροσύνη, δέν μποροῦν νά ἔχουν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, οἱ Προτεστάνται δέν ἔχουν ἱεροσύνη, ἤ ἀκριβέστερα, διαδοχήν ἱεροσύνης) τότε δέν ἔχομε Ἐκκλησία. Γιατί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί τό συνιστοῦμε ἐμεῖς, τρώγοντες καί πίνοντες τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο καί μεγάλο. Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἄς προσέξωμε πολύ, πολύ, πολύ. Εἴδατε ὅτι καί στήν Κ. Δ. ὁ Χριστός εἶναι ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μάλιστα λέγει ὁ ἱερεύς στήν θεία Λειτουργία: «Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς, ἐμεῖς εἴμεθα συγκυλινδούμενοι, δηλ. μπερδευόμενοι, νά τό πῶ ἔτσι χοντρικά, μέ τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί τίς ἡδονές, προσέρχεσθαι, νά προσέλθει κανείς, ἤ προσεγγίζειν, ἤ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης·» (Εὐχή πριν από την Μεγάλη Εἴσοδο τῆς θ. Λειτουργίας) ἤ νά σέ προσεγγίση ἤ νά λειτουργήση σέ σένα, ὤ! Βασιλιά τῆς δόξης. «Εὐχαριστοῦμέν σοι καί ὑπέρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἥν, τήν ὁποίαν, ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας, πού τήν πῆρες ἀπ’ τά χέρια μας, λέγει ὁ ἱερεύς, καὶτοι σοι παρεστήκασι, ἄν καί παρεστάθησαν σέ σένα, χιλιάδες ἀρχαγγέλων, καί μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβείμ, καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά»
(Εὐχή από την Ἁγία Ἀναφορά τῆς θ. Λειτουργίας) ὅλος ὁ ἀγγελικός κόσμος.
Ξέρετε, ὅπου γίνεται, τελεῖται θεία Λειτουργία, εἶναι παρόντες Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι κλπ. Ὅπου τελεῖται! Διαβάστε σπίτι σας τό τροπάριο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ ὁποῖος ἐλειτούργει, κατ’ ὁρατόν τρόπον, μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους. Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος λέει «γνωρίζω ἄνθρωπον - κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού γνωρίζει πιθανότατα εἶναι ὁ ἴδιος - πού ὅταν λειτουργοῦσε ἔβλεπε ἁγίους ἀγγέλους, πρός τιμήν τοῦ κατατεθειμένου σώματος τοῦ Χριστοῦ», στήν ἁγία Τράπεζα. Βεβαίως. Εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ σκηνή καί ὁ ναός, ἡ σκηνή τοῦ μαρτυρίου, στήν Π. Δ. καί ὁ ναός, ἐννοεῖται ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, ἀποκαλοῦνται «ἅγιοι». Ὅπως ἔχομε «τά ἅγια» καί «τά ἅγια τῶν ἁγίων», πολύ δέ περισσότερον ὁ ναός ὁ Χριστιανικός εἶναι τά «ἅγια τῶν ἁγίων». Πολύ περισσότερον! Καί λειτουργία, ὅταν λέγει «λειτούργησα», σημαίνει λατρεία. Λατρεύω, προσφέρω τιμήν.
Καί πηγαίνομε εἰς τόν 11ον στίχον εἰς τόν ἑπόμενον στίχον: «ἐν πόλει ἠγαπημένῃ ὁμοίως μέ κατέπαυσε, καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐξουσία μου·» Δηλ. ὁμοίως μέ ἀνέπαυσε ὁ Πατήρ - πάντα ὁμιλεῖ ἡ Σοφία ἡ Ἐνυπόστατος στό Α΄ ἑνικό πρόσωπο - στήν ἀγαπημένη εἰς Αὐτόν πόλη καί ἡ Ἱερουσαλήμ ἐτέθη στήν ἐξουσία μου. Ἄς προσέξουμε, ἕνα νέο στοιχεῖο.
Ἡ Ἱερουσαλήμ, λέγει, εἶναι ἡ πόλις ἠγαπημένη εἰς τόν Θεόν. Πράγματι, σέ πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Π. Δ., αὐτό τό συναντοῦμε. Γιά παράδειγμα, εἰς τόν 131ον ψαλμόν, λέγει «ὅτι ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιὼν, διάλεξε ὁ Κύριος τήν Σιὼν, Ἡρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἐαυτῷ·» (Ψαλμ. 131ος ,13)
τήν διάλεξε γιά κατοικία του, ὁ δέ 86ος ψαλμός μᾶς πληροφορεῖ: «ἀγαπᾶ Κύριος τὰς πύλας Σιὼν, ὑπέρ πάντα τὰ σκηνώματα Ἰακώβ». (Ψαλμ. 86ος, 2) Τά σκηνώματα Ἰακώβ - ὁ Ἰακώβ εἶναι ὁ Ἰσραήλ, εἶναι ὁ ἐγγονός τοῦ Ἁβραάμ, καί λέγονται Ἰσραηλίται - εἶναι οἱ πόλεις πού ἦταν ἐγκατεσπαρμένες εἰς τή γῆ Χαναάν, πιό πάνω, λέει, ἀπ’ ὅλα τά χωριά καί τίς πόλεις, ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τίς πύλες Σιών. Ἡ Σιών εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, μέχρι λεπτομερειῶν. Τά στοιχεῖα αὐτά τά ἔδωσε εἰς τόν Μωϋσῆ, 500 χρόνια περίπου πρίν κτισθῆ ὁ ναός. Τό σχέδιο δηλ. οἱ λεπτομέρειες.. τά πάντα, τόσο μῆκος, τόσο πλάτος, μέχρι τί στολίδια θά ἔχη ἡ ἑπτάφωτος λυχνία, δύο κολῶνες μπροστά.. κλπ. κλπ. Χάλκινες κολῶνες, ὅλα μέχρι λεπτομερειῶν, πώς θά εἶναι τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τῶν θυμιαμάτων τό θυσιαστήριον, τά ἅγια τῶν ἁγίων, κλπ. κλπ. ὅλα αὐτά εἰπώθηκαν εἰς τόν Μωϋσῆ.
Καί τό καταπληκτικό ξέρετε ποιό εἶναι; Εἶναι τό ἑξῆς: Ὅταν ἐπί μίαν 40ετίαν ὁ Μωϋσῆς ἐλειτούργει, διακονοῦσε τόν Θεόν καί τόν λαόν, τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Κοίταξε, ὅλα αὐτά πού σοῦ λέω διά τόν προσεχῆ ναόν πού θά γίνη, δές τίς λεπτομέρειες»! Ποῦ τίς εἶδε; Δέν τίς ἄκουσε μόνον ἀλλά καί τίς εἶδε, δηλ. τοῦ παρουσίασε ὁ Θεός εἰκόνες. Αὐτό μας τό λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του. Καί τοῦ εἶπε: «Ὅρα, πρόσεξε, κατά τό πῶς τό εἶδες, ὅλα αὐτά πού σοῦ εἶπα, ἀκριβῶς ἔτσι θά κατασκευασθοῦν» ( Ἑβρ. 8, 5) Συνεπῶς τί εἶναι ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα κατασκευάζονται ἐδῶ στή γῆ; Εἶναι ἀντίτυπα - ἡ φράσις εἶναι τοῦ ἀπ. Παύλου - τῶν ἀληθινῶν, τῶν πρωτοτύπων δηλ. Ἡ φράσις εἶναι τοῦ ἀπ. Παύλου. «…ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν…» ( Ἑβρ. 9, 24) Δηλ. ἐκφράζουν μ’ αὐτήν τήν εἰκόνα τῶν ἀντιτύπων, τήν οὐρανία πραγματικότητα! Πῶς; ὁ Θεός τό γνωρίζει. Ὁ Θεός ὅμως θέλει αὐτά νά γίνουν ὅπως Ἐκεῖνος κρίνει καί θέλει. Αὐτό ἔτσι κι ἐκεῖνο ἔτσι. Ἡ λυχνία θά ἦτο ἑπτάφωτος, ὄχι ὀκτάφωτος, ὄχι τρίφωτος, ἑπτάφωτος καί τό ἄλλο ἔτσι, καί τό ἄλλο ἔτσι. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε κάπως ἀναλυτικότερα, ὅτι αὐτά τῆς Π. Δ. ἀποτελοῦσαν ἕνα ἀντίτυπον τῶν τῆς Κ. Δ., καί τῶν τῆς Κ. Δ. ὁπωσδήποτε εἶναι ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν στόν οὐρανό. Ἄρα τά τῆς Π. Δ. εἶναι ἀντίτυπα ἀντιτύπων. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν εἶναι πρωθύστερο χρονικά, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκών - μέ τήν ἀνθρωπίνη Του φύση - «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». (Κολ. 1, 15) Μᾶς τό λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος. Καί συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα εἰκόνος. Ἔτσι κι ἐδῶ· ἀντίτυπα ἀντιτύπων.
Πάντως ὅλα αὐτά, παρακαλῶ, δόθηκαν ἀπό τό Θεό. Κι ἔτσι ἕνα μόνο δέν καθορίστηκε, στόν Μωϋσέα. Ὁ τόπος. Εἶπε καί ἔγραψε, - εἶναι γραμμένα αὐτά, στήν Πεντάτευχον - ὅτι ὅταν θά μπεῖτε εἰς τήν γῆ Χαναάν, τότε θά σᾶς ὑποδείξη, λέει, ὁ Θεός, σέ ποιόν τόπον θά κτιστῆ ὁ ναός. Κι αὐτός ὁ τόπος πού ἐπροτάθη ἀργότερα, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν λόφο Σιών ἐν Ἱερουσαλήμ.
Εἶναι γνωστό ὅτι προϋπῆρχε ἡ Ἱερουσαλήμ, τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, καί δέν τήν ἔκτισαν συνεπῶς οἱ Ἰσραηλίται τήν Ἱερουσαλήμ. Ἀλλά ἐδῶ λέγει ὅτι «τὰ σκηνώματα Ἰακώβ», ἤ ἀκόμη «ᾑρετίσατο αὐτὴν - τήν Σιών - εἰς κατοικίαν ἐαυτῷ·». Ἀγάπησε τόσο πολύ... γιατί ἀγάπησε ὁ Θεός τόσο πολύ αὐτήν τήν πόλιν καί μάλιστα ἐφ’ ὅσον δέν ἐκτίσθη ἀπό τούς Ἑβραίους; Προσέξτε.
Ἡ πόλις αὐτή, κατ’ ἀρχάς, στάθηκε ἔχουσα βασιλέα της τόν Μελχισεδέκ. Ὁ Μελχισεδέκ βεβαίως εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἁβραάμ. Ὁ Ἁβραάμ ὅταν ἦλθε εἰς τή γῆ Χαναάν, τόν βρῆκε τόν Μελχισεδέκ. Αὐτό τό μυστηριῶδες - συμβολικόν πρόσωπον - τοῦ ὁποίου ἡ ἱεροσύνη θά ἦτο ἡ ἱεροσύνη τῆς Ἐνανθρωπήσεως τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Γραμμένος τόν 10ον αἰῶνα, ὁ 109ος ψαλμός, ἀπό τόν Δαυΐδ, καθαρά Δαυϊτικός ὁ ψαλμός αὐτός, λέγει: «Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τόν αἰῶνα,
- ποιός σύ, εἶσαι ἱερεύς; γιατί ὁ Μελχισεδέκ ἔζησε 1.000 χρόνια πρό τοῦ Δαυΐδ, αὐτό τό σύ εἶ, σύ εἶσαι, ποιός; Ἐσύ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία - κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ». (Ψαλμ. 109ος, 4) δηλ. ὄχι κατά τήν τάξιν Ἀαρών, ἀπ’ ὅπου προέρχεται ἡ ἱεροσύνη τῆς Π. Δ. ἀλλά κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, ἡ ὁποία εἶναι τάξις τῆς Κ. Δ. Γιατί; Διότι ὁ Μελχισεδέκ, αὐτό τό ἐπίτηδες μυστηριῶδες πρόσωπον, ἐπίτηδες δηλ. ἀποσιωπᾶται ὁ πατέρας του, ἡ μητέρα του, πότε γεννήθηκε, ἡ γενεαλογία του, τό λέγει σαφῶς ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀπάτωρ», «ἀμήτωρ». Ἀπάτωρ γιατί κατά τήν ἀνθρωπίνη του φύση, ὁ Χριστός δέν θά εἶχε πατέρα. Ἀμήτωρ, γιατί κατά τή θεία του φύση δέν θά εἶχε μητέρα. Ἀγενεαλόγητος. Καί τό «ἀγενεαλόγητος» ἀναφέρεται εἰς τήν θείαν φύσιν κ.ο.κ., διότι κατά τήν ἀνθρωπίνη φύσιν εἶναι γενεαλογημένος. «Ἁβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ ἐγέννησε τόν Ἰακώβ» κ.ο.κ. Εἶναι λοιπόν τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ Μελχισεδέκ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐγνώριζε τόν ἀληθινόν Θεόν. Πῶς; Ἀγνοοῦμε. Ἤσαν μερικά πρόσωπα στόν πρό τοῦ Ἁβραάμ χρόνο, πού ἐγνώριζαν τόν ἀληθινό Θεό, ἀπό παράδοση, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Αὐτή βέβαια ἡ πίστις παρέμεινε σέ πολύ - πολύ λίγα πρόσωπα. Τά πρόσωπα αὐτά ζοῦσαν τήν διαθήκην τῆς πίστεως. Ὅπως ὁ Ἁβραάμ ἐπίστευσεν καί ἐλογίσθῃ αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην· λογαριάστηκε γιά ἀρετή καί γιά δικαίωση. Καί ὁ Μελχισεδέκ ἦταν πρόσωπο τῆς πίστεως. Μάλιστα βλέπομε μία σχέση ἐδῶ τοῦ Ἁβραάμ καί τοῦ Μελχισεδέκ. Νά γίνεται μία προσφορά ἄρτου καί οἴνου. Κι αὐτό εἶναι πολύ ἐνδεικτικόν κ.ο.κ. Εὐλογήθηκε δέ ὁ Ἁβραάμ ἀπό τόν Μελχισεδέκ, σημειῶστε κι αὐτό, ἄρα λοιπόν ὁ εὐλογῶν εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν εὐλογούμενο. Ἔτσι ὁ Ἁβραάμ εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Μελχισεδέκ. Δηλ. ὁ Χριστός, μ’ ἄλλα λόγια, στήν ἱεροσύνη εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν Ἁβραάμ, πού ἐγέννησε τόν Ἀαρών, ἀπ’ ὅπου προέρχεται ἡ ἱεροσύνη. Ὅλα εἶναι καταπληκτικά αὐτά καί πολύ σπουδαία. Εἶναι μία, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νά πῶ, σ’ ἕναν ἄλλο χῶρο, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ ἕναν ἄλλο χῶρο, δηλ. σ’ ἕναν χῶρο ἀνύποπτον, πού τά περνᾶμε αὐτά καί δέν καταλαβαίνομε περί τίνος πρόκειται. Ἔτσι ἦταν ἀγαπητοί ἡ πόλις αὐτή, διότι ὁ Μελχισεδέκ - ὁ Βασιλεύς Σαλήμ ὅπως λέει ἐκεῖ ἡ Ἁγία Γραφή - ἦτο πρόσωπον πίστεως καί τό πρόσωπό του θά ἦτο ἐκεῖνο πού θά ἀπετέλει τύπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ ἡ ἱεροσύνη Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἀγαπᾶ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τήν πόλη Ἱερουσαλήμ.
Ἀλλά καί ὁ Ἁβραάμ, ἄνθρωπος πίστεως. Ἀλλά καί ὁ Δαυΐδ, ἄνθρωπος πίστεως. Κατά τήν παράδοση, ὁ Ἁβραάμ ἐπῆγε εἰς τόν λόφον Σιών (ἤ Μωρία) νά θυσιάση τόν Ἰσαάκ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πόλις αὐτή ἔκειτο ἐπάνω σέ ἑφτά λόφους. Ἐκεῖ ἐπῆγε νά θυσιάση τόν Ἰσαάκ τό γιό του, ἀρκετά μακριά ἀπό τό σπίτι του. Ὁπότε ἐκεῖ ὁ Ἁβραάμ, ὀνομάστηκε ὁ πατήρ τῆς πίστεως, ὁ ἄνθρωπος τῆς διαθήκης τῆς πίστεως. Ἀργότερα καί ὁ τόπος ἔγινε ἀγαπητός. Ἀργότερα ὁ Δαυΐδ. Θυμηθεῖτε ἐκεῖ στήν ἐπί τοῦ ὅρους ὁμιλία, πού λέει ὁ Χριστός τό ἑξῆς, δέν μπορεῖς νά ὁρκισθῆς εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, εἰς τήν πόλη Σιών γιατί εἶναι ἡ πόλις τοῦ μεγάλου βασιλέως. Γιατί εἶναι ἡ πόλις τοῦ μεγάλου βασιλέως δηλ. τοῦ Δαυΐδ; Διότι ὕστερα ἀπό 500 χρόνια οἱ Ἑβραῖοι κατέκτησαν τήν Ἱερουσαλήμ. Καί τήν κατέκτησε ὁ Δαυΐδ. Ἦταν ὀχυρά πόλις.
Γι’ αὐτούς ὅλους τους λόγους , θά λέγαμε, ἡ πόλις αὐτή ἦτο ἀγαπητή εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Τήν πῆρε τήν πόλη ἀπό τούς Ἰεβουσαίους ὁ Δαυΐδ. Ἀλλά μή λησμονοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ «ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Κι ἔφ’ ὅσον ὑπῆρξαν ἅγια πρόσωπα εἰς τήν πόλιν αὐτήν, ἔστω ἀκόμη καί πρό τοῦ Ἁβραάμ, ἔτσι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν τόπον αὐτόν, γιατί ἀγαπᾶ τούς ἁγίους του. Ἔτσι ἡ Ἱερουσαλήμ γίνεται ὑπό τήν ἐξουσίαν τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Στήν πόλη αὐτή θά δείξη ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὅταν θά Ἐνανθρωπήση, ὅλη της τήν ἀγάπη καί εἰς τούς κατοίκους τῆς πόλεως, προπαντός δέ μέ τήν Ἐνανθρώπησή της καί μέ τή Σταύρωσή της. Κι ὅμως, ἄν θέλετε ἕνα παιδαγωγικό στοιχεῖο, δέν διστάζει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, - νά ξέρετε ὅτι ἡ δική μας ἡ παιδαγωγική εἶναι ἀνώτερη ἀπό τοῦ Θεοῦ μή τό ξεχνᾶτε! - δε διστάζει νά πάρη ἀπό τ’ αὐτί τούς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ καί νά τούς στείλη στή Βαβυλώνα αἰχμαλώτους. Δέ διστάζει. Καί ἡ πόλις αὐτή ἐπανειλημμένως νά λεηλατηθῆ καί νά πυρποληθῆ. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ τήν ἐλεηλάτησε, ἐπέτρεψε δέ κι ὁ ναός νά λεηλατηθῆ. Ναί, δέν διστάζει.
Εἶπα ἡ δική μας ἡ παιδαγωγική εἶναι θεϊκότερη τοῦ Θεοῦ! Ὅταν ἐμεῖς λέμε "μήν ἀγγίξης τό παιδί, γιατί θά ἀποκτήση αἰσθήματα καταπιέσεως κλπ" Εἴμαστε θεϊκότεροι τοῦ Θεοῦ, ἀναμφισβήτητα! Ξέρετε πόσα παιδαγωγικά στοιχεῖα, ἀγαπητοί μου, βγαίνουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, Π. Δ. καί Κ.Δ; Ἄς τό ξερωμε αὐτό.
Καί προχωροῦμε εἰς τόν 12ον στίχον. Λέγει ἐδῶ (πάντα στό πρῶτο πρόσωπο ὑπενθυμίζω): «καὶ ἐῥῤίζωσα ἐν λαῷ δεδοξασμένῳ, ἐν μερίδι Κυρίου κληρονομίας αὐτοῦ».
Λέγει ἡ Σοφία. Καί ἔριξα ρίζες, σέ λαό δοξασμένο, πού ἦταν μερίδιο τῆς κληρονομίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἕνα πολύ ὡραῖο χωρίον ὅπως θά τό δῆτε. Ἡ Σοφία ἐδῶ κατοικεῖ, δηλ. ριζώνει - ριζώνω θά πῆ ρίχνω ρίζες, ἔχει σημασία αὐτό - «ἐν λαῷ δεδοξασμένῳ». Ἀλλά τί εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον θά μποροῦσε νά κάνει τόν λαόν τοῦ Ἰσραήλ ἔνδοξον; Τί θά ἦταν ἐκεῖνο; Μήπως ἡ μεγάλη του ἐδαφική ἔκτασις; Καθόλου. Ἀφοῦ μᾶς ἐκπλήσσει, τό γιατί ὁ Θεός δέν αὔξησε τά ἐδαφικά ὅρια τοῦ λαοῦ Του. Ἦταν πάντοτε μικρά. Μόνο στήν ἐποχή, θά λέγαμε τοῦ Σολομῶντος ζῆσαν οἱ Ἑβραῖοι τήν μεγαλυτέρα των, ἐδαφική ἔκταση. Ἦταν πάντοτε τά ὅρια μικρά. Ποιά, πόσα; Ἐκεῖνα πού συναντοῦμε καί σήμερα. Οἱ ἐχθροί δε τοῦ Ἰσραήλ ἦταν πάντοτε γύρω καί πάντοτε ἀπειλοῦσαν τήν ἐδαφική ἀκεραιότητά του. Γνωστό αὐτό. Θά ’λεγε κανείς, μία ὁλόκληρη γῆ, «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τό πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23ος , 1) γιατί κατοικεῖ σ’ ἕναν λαό τέτοιον, τόσο μικρό καί δέν τοῦ δίνει κάποια ἄνεση ἐδαφική; Εἶναι μερικά ἐρωτήματα πού μᾶς μπερδεύουν λίγο. Μήπως ἀκόμα οἱ ἱστορικές περιπέτειες τοῦ λαοῦ ἤσανε τόσο σπουδαῖες; Μίζερες ἦσαν. Μήπως ἀκόμη ἦταν ἔνδοξος λαός ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τοῦ λαοῦ; Καθόλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν πάντοτε ὀλιγάριθμοι, μέχρι σήμερα. Ξέρετε πόσοι εἴν’ οἱ Ἑβραῖοι σ’ ὅλον τόν κόσμο;Ὄχι στό Ἰσραήλ, σ’ ὅλο τόν κόσμο. Ξέρετε πόσοι εἶναι οἱ Ἑβραῖοι; Ἕνδεκα ἑκατομμύρια. Μόνον! Ἐδῶ βέβαια νά σᾶς πῶ ὅτι Ἰσραήλ καί Ἑλλάς ἔχουν παράλληλες Ἱστορίες. Εἶναι καταπληκτικό. Γιατί καί ἐμεῖς εἴμεθα περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό. Ξέρετε, ὅταν ὁ Θεός θέλει νά παιδαγωγεῖ, δέν δίνει πλουσιοπάροχα τ’ ἀγαθά του. Ὄχι. Εἶσαι πατέρας πλούσιος; καί θέλεις νά δώσης παιδί σου στό ἀγόρι σου, αὐτοκίνητα.. μοτοσυκλέτες.. χρήματα.. λίρες νά διασκεδάζη. Ὄχι, ἄν εἶσαι καλός πατέρας, θά παιδαγωγήσης μέ λιτότητα τό παιδί σου. Κι ἐπειδή ἀγαποῦσε ὁ Θεός τόν Ἰσραήλ - καί τήν Ἑλλάδα - πάντοτε ἐπέτρεπε ὅλες αὐτές τίς περιπέτειες, γιά νά μᾶς παιδαγωγεῖ. Ἄν θέλετε δεχτεῖτε το. Μήπως ἀκόμα οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν νικηφόρους πολέμους, γιά νά εἶναι ἔνδοξος λαός; γιατί ἔτσι τόν ἀποκαλεῖ ἐδῶ ἡ Ἁγία Γραφή, λαό δεδοξασμένο. Καί τό λέει ἡ ἴδια ἡ Σοφία.
Ὅποτε νικοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι, πάντοτε νικοῦσαν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Πῶς τό λέει ἐκεῖ ἕνας ψαλμικός στίχος; Ὄχι, λέει, μέ ἅρματα ἡ νίκη μας, οὔτε μέ τά χέρια μας, οὔτε μέ τά σπαθιά μας. Ὁ Κύριος, λέει, πάντα μᾶς βοηθοῦσε. Πού εἶναι λοιπόν ἡ δόξα αὐτουνοῦ τοῦ λαοῦ; Καί εἶχαν ὄχι λίγες ἧττες οἱ Ἑβραῖοι στούς πολέμους των. Εἴχανε καί αἰχμαλωσίες. Πρῶτα τό βόρειο βασίλειο αἰχμαλωτίστηκε εἰς τούς Ἀσσυρίους (Νινευΐτας), μετά τό νότιο βασίλειο ὕστερα ἀπό 120 χρόνια εἰς τούς Βαβυλωνίους. Ἕνας λαός μέ περιπέτειες ἱστορικές, πού ἐμεῖς θά τίς κρίναμε «παθητικῆς διαστάσεως».
Μήπως ὁ λαός αὐτός στάθηκε ἔνδοξος στίς τέχνες στίς ἐπιστῆμες, στόν πολιτισμό;
Οἱ Ἑβραῖοι ποτέ δέν διεκρίθησαν, ἀγαπητοί μου γιά πολιτισμό. Ποτέ. Μάλιστα ἐμιμήθησαν τούς ἀπογόνους τοῦ Σήθ.
Εἶναι γνωστό αὐτό, ὅτι ἀπ’ ὅλα τά παιδιά τοῦ Ἀδάμ πού διεκρίθησαν (δύο παιδιά), ἀντί τοῦ Ἄβελ ὁ Σήθ, - τό ὄνομα Σήθ θά πεῖ ἀντικατάστασις δηλ. ὁ Δήθ ἦτο ἐκεῖνο πού θά ἦτο ὁ Ἄβελ - καί ὁ Κάϊν.
Αὐτά τά δύο παιδιά διεκρίθησαν. Ἔκανε πολλά παιδιά ὁ Ἀδάμ, πολλά ἀγόρια καί πολλά κορίτσια. Τό λέει ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή. Εἶπα ἁπλῶς διεκρίθησαν. Ἔγιναν δύο λαοί. Καί ἀπό τήν γενεά τοῦ Κάϊν ἀνεπτύχθη ὁ πολιτισμός. Ἐνῶ δέν ἀναφέρει, ἐπίτηδες σιωπᾶ ἡ Γραφή, ὅτι δημιουργήθηκε πολιτισμός ἀπό τήν γενεά τοῦ Σήθ. Οὔτε κἄν ἀναφέρεται ὅτι κτίζει πόλεις ὁ Σήθ. Ἐνῶ ἀντιθέτως ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κάϊν κτίζει πόλεις. Φθάνομε μάλιστα σ’ ἕναν ἀπόγονό τοῦ Κάϊν, τόν Λάμεχ· αὐτός εἶχε τέσσερα παιδιά, τρία ἀγόρια, ἕνα κορίτσι.
Ὁ πρῶτος, ὁ Ἰωβήλ, σᾶς τό λέω γιά τήν Ἱστορία, ἤτανε κτηνοτρόφος. Ξέρετε ἦταν μεγάλη ἡ ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου νά συλλάβη καί νά ἐξημερώση ζῶα, κι ἔτσι νά εἶναι κτηνοτρόφος. Νά ἐκμεταλλευτή τό γάλα τους, τό τυρί τους ἄν θέλετε, τήν προβιά τους ὁ,τιδήποτε ἤ μεταφορικά μέσα νά εἶναι, νά τόν βοηθάει σέ διάφορες δουλειές, μεταφορές του κλπ. (τόν ἄνθρωπο).
Ὁ Ἰουβάλ ἤτανε μουσικός. Καλές τέχνες.
Ὁ Θόβελ ἦτο χαλκεύς. Βλέπετε ἀναφέρει μετ’ ἀκριβείας τόν χαλκόν. Προηγεῖται ὁ χαλκός τοῦ σιδήρου, ἀπό πλευρᾶς ἐννοεῖται, ἐπεξεργασίας.
Ἡ Νοεμά, ἡ γυναίκα, ἡ ἀδελφή τους. Νοεμά θά πῆ ὡραία. Ἦταν ὑφαντουργός. Ἐπενόησε τήν ὑφαντουργικήν, δηλ. τό νά πλεχτοῦν ἴνες καί νά ἀποτελέσουν ὕφασμα. Θεωρεῖται πολύ σπουδαία ἐπινόησις αὐτή. Δηλ. στοιχεῖα πολιτιστικά.
Οἱ Ἑβραῖοι ποτέ, ὅμως, δέν διεκρίθησαν πολιτισμικά. Ὁ ἀνεικονισμός τους δέν ἄφηνε περιθώρια ἀναπτύξεως τῆς γλυπτικῆς, τῆς ζωγραφικῆς κλπ. διότι ἀπηγορεύετο ὁ εἰκονισμός. Δέν ἔπρεπε τίποτα νά ζωγραφίσουν. Κι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στό ναό, ἦσαν λίγα καί λιτά. Ὅπως φερ’ εἰπεῖν στήν ἑπτάφωτη λυχνία, λέγει ἐκεῖ ὁ Θεός, θά ὑπάρχουν λουλούδια τῆς ροδιᾶς, ἀπό χρυσό φτιαγμένα κλπ. Πολύ λίγα, στοιχειώδη. Οὔτε ἀνέπτυξαν ἀρχιτεκτονικήν. Μοναδική ἀρχιτεκτονική εἶναι ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, κι ἄν τό θέλετε, τά στοιχεῖα τά ἔδωσε ὁ Θεός. Ὅ,τι κατεσκεύασαν, πάντοτε τό κατασκευάζουν οἱ Ἑβραῖοι βάσει σχεδίων ἀπό τόν Θεόν. Δέν ὑπάρχει εἰς τούς Ἑβραίους καμμία ἔμπνευσις πολιτιστική. Οὔτε ἀθλητισμός.
Θυμηθεῖτε, στούς Χρόνους τούς Ἑλληνιστικούς, τότε πού γράφτηκε τό βιβλίο τῆς Σοφίας Σειράχ, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἤθελαν νά καθιερώσουν τόν ἀθλητισμό στούς Ἑβραίους, γιατί ἦταν ἕνα μέσον - ἀκοῦστε τή φράση πού θά πῶ - ἕνα μέσον πού θά ὁδηγοῦσε εἰς τήν εἰδωλολατρείαν! Παραβάλατε τόν Ὀλυμπισμόν τῆς ἐποχῆς μας. Παραβάλατε, τίποτε ἄλλο δέ λέγω.. ἁφή, ἄναμμα φωτιᾶς ἀπό τήν Ὀλυμπία κλπ. κλπ.. Καί ἐκεῖ ἀντιστάθηκαν οἱ Ἑβραῖοι διότι ποτέ δέν ἔζησαν τόν ἀθλητισμό· οὔτε γυμναστήρια, ποτέ. Στίς μέρες ἐκεῖνες μαρτύρησαν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι, ὁ Ἐλεάζαρος, ὁ διδάσκαλος των, ἡ Σολομωνή ἡ μητέρα τῶν ἑπτά Μακκαβαίων κ.ο.κ. Μήπως ἀνέπτυξαν φιλοσοφία; Ποσῶς. Φιλοσοφία οἱ Ἑβραῖοι; Ποτέ. Οἱ Ἑβραῖοι ἔμεναν πάντοτε στήν Ἁγία Γραφή. Βεβαίως εἶχαν μίαν ἐπίδοση μόνο φιλολογική. Ἀπό φιλολογικῆς πλευρᾶς, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα μνημεῖον! Ἕνα μνημεῖο ὄχι μόνο τῶν Ἑβραίων ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Μήν τό ξεχνᾶμε. Οἱ ψαλμοί θεωροῦνται μνημεῖον φιλολογικόν, κ.ο.κ.
Τότε ποῦ εἶναι ἡ ἔνδοξος διάστασις τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, δέν ἔκαναν, δέν δημιούργησαν, δέν εἶχαν ἐπιδόσεις; Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες, εἶναι γνωστό, ὅτι ὅλα αὐτά πού ἀναφέραμε, βεβαίως τά ἀνέπτυξαν. Ὅλα αὐτά. Ὅλα καί περισσότερα ἀκόμα. Ἀλλά τότε, θά ἐπαναλάβω, πῶς λέγονται οἱ Ἑβραῖοι ἔνδοξος λαός; λαός δεδοξασμένος, ὅπως λέει ἐδῶ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Ἀγαπητοί, ὅλη ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ βρίσκεται στήν ἐκλογή του. Βρίσκεται στήν ἐκλογή του. Ἐκεῖ εἶναι ἡ δόξα του, ὅτι αὐτόν ἐξέλεξε ὁ Θεός, αὐτό τό λαό. Καί ἡ ἐκλογή του βρίσκεται στόν Ἁβραάμ, πού ἦταν ἐνάρετος, προπαντός ὅμως πιστός. Μέ βάση τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό, ὁ λαός αὐτός κατέγραψε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ! στήν ἀποκάλυψη τῆς ἱστορίας τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος καί τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καὶ τήν γῆν…». Μνημεῖον φιλολογικόν καταγραφῆς, μοναδικόν! Δεῖτε παρακαλῶ στούς λαούς, λίγο - πολύ γράψαν ὅλοι μία κοσμογονία καί μία ἀνθρωπογονία. Μύθος, μύθος, μύθος. Ἐδῶ βλέπει κανείς ἕνα μνημεῖον, πού σήμερα, (σήμερα!) δηλ. τά σημερινά ἐπιστημονικά δεδομένα, τά καταγραφόμενα, νά ἀντέχουν! Μνημεῖον!
Ἀκόμη στήν ἀποκάλυψη τῆς Ἐνανθρωπήσεως τῆς θείας Ἐνυποστάτου Σοφίας. Ἐκεῖ ἀπεκαλύφθη ἡ θεία Σοφία. Στήν ἀποκάλυψη τοῦ νοήματος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, καί τοῦ σύμπαντος. Γιατί ἔγινε τό σύμπαν; Γιατί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος; μπόρεσε ποτέ ν’ ἀπαντήσει ἡ ἔνδοξη Ἑλληνική φιλοσοφία; δέν μπόρεσε ν’ ἀπαντήση. Ἀλλά ἀκόμα καί εἰς τή θεολογία τῆς Ἱστορίας. Οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν τήν φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας.. δέν ἀκριβολογῶ ἐδῶ· καί οἱ Ἑβραῖοι δημιούργησαν τήν θεολογία τῆς Ἱστορίας. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Ἐπειδή ὁ Πλάτων θεωροῦσε τήν Ἱστορία συμβεβηκότα, γεγονότα μή σταθερά, δέν ἄξιζε ὁ κόπος, ἔλεγε, νά φιλοσοφήση κανείς ἐπί τῆς Ἱστορίας. Βέβαια δέν εἶχε δίκαιο, διότι ἀργότερα θ’ ἀναπτυχθῆ. Σήμερα ὑπάρχει ἡ φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας. Θ’ ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοσοφία αὐτή. Γιατί αὐτό καί γιατί ἐκεῖνο. Πῶς αὐτό τό γεγονός καί γιατί ἐκεῖνο καί γιατί ἐκεῖνο. Εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας. Αὐτά ὅμως κινούμενα ἴσως - ἴσως ἀπό τήν εἱμαρμένην, ἀπό τήν ἀνθρωπίνη ἱκανότητα ἤ μή ἱκανότητα. Γιά τόν Ἑβραῖο εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἱστορίας. Τήν Ἱστορία, χωρίς νά παραβιάζη τίς ἐλεύθερες βουλήσεις ὁ Θεός, Ἐκεῖνος κατευθύνει τήν Ἱστορία. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη διαφορά. Πολύ μεγάλη διαφορά.
Τό θέμα εἶναι ἀκόμη, τέλος, ὅτι ὁ λαός αὐτός ἔφερε τήν Πάναγνον Μαρίαν! Πού ἦταν αὐτή ἡ Θεοτόκος, ὁ ἐλεύθερος καρπός τῆς βαθείας εὐσεβείας τοῦ λαοῦ. Καί ἐξ’ αὐτῆς, ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς Ἐνυπόστατου Δοφίας. Ἐκεῖ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Μπορεῖ νά βλέπομε τόν Παρθενώνα, μπορεῖ νά μελετοῦμε τούς φιλοσόφους τους Ἕλληνας, μπορεῖ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά τό θέμα εἶναι ὅτι ὑπερβάλλει ὁ Ἰσραήλ σέ δόξα, γιατί ἐκεῖ Ἐνηνθρώπησε ὁ Θεός Λόγος. Συνεπῶς ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ.
Ἀλλά θά δοῦμε κι ἄλλα πού δείχνουν τή δόξα τοῦ Ἰσραήλ, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Τρίτη.