Καί οἱ μέν «παραπορευόμενοι» (Ματθ. 27, 39. Μάρκ. 15, 29), οἱ περί τόν Ἰησοῦν, δηλαδή οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ φαρισαῖοι, οἱ στρατιῶτες, κι αὐτοί ἀκόμη οἱ ληστές που συσταυρώθηκαν μέ τόν Ἰησοῦ, αὐτά ἔπραξαν· ἔβριζαν και χλεύαζαν πικρότατα. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως πῶς συμπεριφέρθηκε; Μήπως με κατάρες; Μήπως μέ ὕβρεις; μέ ἀπειλές; Ζήτησε τυχόν ἀπό τόν οὐρανό να πέσει πῦρ, φωτιά, καί νά τούς κατακάψει, ὅπως κάποτε ζήτησαν οἱ Μαθητές Του Ἰάκωβος καί Ἰωάννης γιά τήν συμπεριφορά τῶν Σαμαρειτῶν; Καί θυμᾶστε τί τούς ἀπάντησε τότε ὁ Κύριος; «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι»(Λουκᾶ 9, 55-56). Ἐκεῖνος πού ἀπάντησε τότε ἔτσι δέν ἦταν δυνατόν τώρα να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Γι' αὐτό καί ἀπευθυνόμενος πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα λέει: «πάτερ, ἄφεςαὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» πατέρα μου, συγχώρεσέ τους, ἄφησε σ' αὐτούς τούτο τό ἔγκλημά τους, γιατί δέν ξέρουν τί κάνουν.
Το μεγαλύτερο μέρος, ἀγαπητοί μου, τῆς παραμονῆς του ἐπί τοῦ σταυροῦ ὁ Κύριος τό πέρασε σιωπηλά μόνο κατά διαστήματα μιλοῦσε, αλλά πολύ σύντομα καί πολύ ἐπιγραμματικά.
Επτά λόγους εἶπε ἐπί τοῦ σταυροῦ ὁ Κύριος. Οἱ τρεῖς πρῶτοι λόγοι. Του αναφέρονται στο περιβάλλον Του, δηλαδή στους εχθρούς Του, στον ἕνα ἀπό τούς δύο ληστές, στη Μητέρα Του καί τόν Ἰωάννη τον μαθητή Του. Οἱ ἄλλοι τρεῖς λόγοι του αναφέρονται σ' αὐτὸ τὸ πάθος Του, ὅπως το «διψῶ». Τέλος, ὁ ἕβδομος λόγος Του ἀναφέρεται στον Ουράνιο Πατέρα Του, πρός τόν Οποῖο καί ἐμπιστεύεται την ψυχή του. Ἐπίσης, ὁ πρῶτος λόγος, ὅπως καί ὁ τελευταῖος, ἀναφέρονται στον Ουράνιο Πατέρα· δηλαδή ἀρχίζει καί τελειώνει ὁ Κύριος ἐπί τοῦ σταυροῦ μέ προσευχή πρός τόν Πατέρα Του.
Οἱ ἑπτά αὐτοί λόγοι τοῦ Κυρίου, παρά τήν βραχύτητά τους, ἀποτελοῦν ἀνακεφαλαίωση ὁλόκληρης της ἠθικῆς καί δογματικῆς διδασκαλίας Του, ἀλλά καί μία ἐπιτομή τῆς ἁγίας ζωής του, τῆς μοναδικῆς ἁγιότητος πού ποτέ ἔζησε ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ.
Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου, εὐθύς μετά τήν Σταύρωση, καί μέσα σε εχθρικότατο περιβάλλον, ὡς ἀπάντηση σέ ὅ,τι ἔγινε, σέ ὅ,τι ἐγίνετο καί σέ ὅ,τι ἐλέγετο γύρω του ἀπὸ τοὺς παραπορευομένους, δηλαδή τους ἀρχιερεῖς καί γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, τους στρατιώτες καί τούς ληστές, ἦταν ἡ ἀπάντηση: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι.». Τί μεγαλεῖο ἔδειξε ὁ Κύριος! Ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ἔπεφταν ὅλο καί χαμηλότερα και κατέβαιναν ἕνα προς ένα τά σκαλοπάτια τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρεπείας, ὁ Κύριος έμενε πάντοτε στο ὕψος που κατείχε. «πάτερ, ἄφεςαὐτοῖς»· βραχύτατη, ἀλλά περιεκτικότατη προσευχή.
Όπως είναι γνωστό, οἱ Ρωμαῖοι κατεδίκασαν τον Ἰησοῦ μὲ τὸ αἰτιολογικό ότι έλεγε τον Θεό δικό του Πατέρα, δηλαδή ἔλεγε ὅτι ἔχει πατέρα τόν Θεό.
Ὁ Κύριος, μέ τόν λόγο Του αὐτόν, «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι», συνεκεφαλαίωσε όλη τὴν ἠθική διδασκαλία Του, καί ὅσοι ὑπῆρξαν γνήσιοι μαθητές Του, τον μιμήθηκαν. Ο πρωτομάρτυς Στέφανος, λιθοβολούμενος, έκραζε: «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7, 60), μή λογαριάσεις τήν ἁμαρτία που τώρα με λιθοβολούν. Καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, λιθοβολούμενος κι αὐτός, προσευχόταν με τις ἴδιες περίπου λέξεις: «Παρακαλώ, Κύριε, Θεέ Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τι ποιούσι».
Στὸν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ ἀπ' ὅλους, ἀπὸ ὅλο τό περιβάλλον τοῦ Κυρίου, μετεῖχαν, ὅπως θὰ θυμᾶστε, καί οἱ δύο ληστές. Ὅταν ὅμως ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο ληστῶν ἄκουσε αὐτόν τόν λόγο τοῦ Κυρίου, τον θαυμάσιο λόγο, να συγχωρεῖ τούς σταυρωτές Του, νὰ ἔχει μία συμπεριφορά ἐξαίρετη ὁ Κύριος ἐπί τοῦ σταυροῦ, να μὴν ὑβρίζει, νά μήν κακολογεῖ, νά μήν καταρᾶται, να μήν ἀγανακτεῖ, ἀλλά να μένει ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, ὕστερα ἀπ' αὐτό τό φρικτό βασανιστήριο καί τοῦ σταυροῦ καί τοῦ ἐμπαιγμοῦ, ἔγινε μια μεταστροφή μέσα στην ψυχή του, ἔγινε μία ἐπανάσταση, ἕνα ἀναποδογύρισμα καί ὁ ληστής, που προ ολίγου βλασφημοῦσε, πού πρό ὀλίγου λοιδοροῦσε τὸν Κύριο, ἀμέσως ἄλλαξε.
Πράγματι, βλέπουμε ἐδῶ τὸν ληστή, τόν τέως ληστή, τον μετανοημένο ληστή, να ὑπερασπίζεται τόν Ἰησοῦ, ὅταν οἱ πάντες στρέφονται ἐναντίον Του. Είναι ὁ πρῶτος καί ὁ μόνος πού ἀπολογεῖται ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, ὡς ἐπιχείρημα τῆς ἐπιστομήσεως, τοῦ κλεισίματος τοῦ στόματος τοῦ ἄλλου ληστοῦ, ἔχει τον φόβο τοῦ Θεοῦ. Τί λέει; «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;». Δεν φοβᾶσαι σύ τόν Θεό;... Ἐμεῖς μέν δικαίως πάσχουμε, γιατί ὑπήρξαμε κακοῦργοι, φόνους κάναμε, γι' αὐτό καί φόνο βρίσκουμε· αὐτός ὅμως εἶναι ἀθῶος, κανένα ἄτοπο δέν ἔπραξε. Λοιπόν, τόν βλασφημᾶς;... Δεν φοβᾶσαι τόν Θεό;... Είδατε, παρακαλώ, ποιό είναι τὸ ἐπιχείρημα τοῦ ληστοῦ γιά να κλείσει το στόμα τοῦ ἄλλου ληστοῦ; «Δεν φοβᾶσαι τόν Θεό;...». Και πάνω σ' αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ οἰκοδομεῖ ἡ θεία χάρη τὸ καλλιτέχνημα τῆς σωτηρίας τοῦ ληστοῦ.
Αγαπητοί μου, ἄς προσέξουμε τους γύρω μας, καί προπαντός τά παιδιά μας, να τους βάλουμε τον φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἐάν βάλουμε στην ψυχή τῶν παιδιῶν μας τον φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι και να συμβεῖ στή ζωή τους, ὅσο καί νά ἀπεμπολήσουν τὸ ἀγαθό, ὅσο καί νά ξεχάσουν, ὅσο καί νά ἀπομακρυνθούν, θά 'ρθει κάποτε στιγμή –υπάρχει πολλή ἐλπίδα, ὑπάρχει πολύ μεγάλη ἐλπίδα– κάποια στιγμή αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ να βλαστήσει.
Ακόμη, ο ληστής αναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, καί συνεπῶς δικαίως τιμωρεῖται ὑπό τῆς δικαιοσύνης τῶν ἀνθρώπων. «Ἐμεῖς, λέει στον ἄλλο ληστή, ανάλογα με αυτά που πράξαμε τώρα ἀπολαμβάνουμε· αὐτοί εἴμαστε, καί αὐτήν τήν τιμωρία πρέπει νά ἔχουμε». Ακόμη, ὁμολογεῖ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τί λέει; «οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε», αὐτός ὅμως δέν ἔκανε τίποτε τό ἄσχημο.