30 Νοεμβρίου 2021

Τό ταξίδι τοῦ Τωβία. Συνοδός του ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ.

†.Συνεχίζοντας τά θέματά μας θἀ ἐνθυμεῖσθε ὅτι ἤδη εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σπίτι ὁ Τωβίτ, ὁ πατέρας, ὁ Τωβίας, ὁ γιός, καί ὁ συνοδός ὁ ὁποῖος θά συνόδευε τόν Τωβία εἰς τό μακρινό του ἐκεῖνο ταξίδι, εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας γιά νά πάρη ἐκεῖνο τό ποσόν τῶν χρημάτων, τό ὁποῖον ὁ πατέρας του εἶχε κάποτε ἐμπιστευθεῖ στίς παλιές του καλές ἡμέρες, καί πού τό ποσό αὐτό ἦτο δέκα ἀργυρά τάλαντα. Πολύ σημαντικό ποσόν!

        Ἔτσι διαπραγματεύονται τώρα ὁ πατέρας ὁ Τωβίτ μέ τόν συνοδόν τά περί τοῦ ταξιδίου. Ἀφοῦ διαπίστωσε -διαπίστωσε ὁ πατήρ- ὅτι ὁ συνοδός εἶναι καλός ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως τοῦ εἶπε «ἐκ ρίζης καλῆς εἶ ἀδελφέ», εἶσαι ἀπό καλή ρίζα, ἀπό καλή γενιά, ἡ ὁποία γενιά σου ἦταν εὐσεβής, δέν εἶχε περιπέσει εἰς τήν εἰδωλολατρίαν, θά ἐμπιστευθῶ φυσικά τώρα καί ἐγώ τό παιδί μου νά ἔλθη μαζί σου. Χωρίς φυσικά νά γνωρίζη ὅτι ὁ συνοδός εἶναι αὐτός ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἂγγελος Ραφαήλ· καί πού ὁ Ἂγγελος αὐτός στό τέλος τῆς ἱστορίας θά ἀποκαλυφθῆ ὅτι ἦτο πράγματι Ἂγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος.

           Γιά σκεφτεῖτε τήν περίπτωσι, τήν καταπληκτική περίπτωσι νά ἔχη κανείς κατ’ αἰσθητόν τρόπον ὁδηγόν του ἕναν Ἂγγελον! Ὁπωσδήποτε μή ξεχνᾶμε ὅτι Ἂγγελος μᾶς συνοδεύει πάντοτε· διότι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του. Αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατατεθημένο μέσα εἰς τήν Ἁγία Γραφή. Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του καί τόν προστατεύει καί τόν φυλάττει· ἀλλά προπαντός καί κυρίως ὁ Ἂγγελός μας, ὁ Ἂγγελος τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἐργάζεται τήν σωτηρία μας. Ὅπως λέγει εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι οἱ Ἂγγελοι εἶναι «πνεύματα λειτουργικά εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». (Ἑβρ. 1, 14) Εἶναι, λέει, πνεύματα διακονικά -αὐτό θά πῆ λειτουργικά- γιά ’κείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν Βασιλείαν. Δηλαδή θά σωθοῦν. Συνεπῶς ἐργάζονται οἱ Ἂγγελοι πρωτίστως καί κυρίως καί κατ’ ἐξοχήν τήν σωτηρία μας.

           Ἀλλά τό πρᾶγμα ἐδῶ δέν εἶναι ὅτι τό ξέρομε ὅτι ἔτσι εἶναι· ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἰδιαιτέρα εὔνοιαν, τό ἰδιαίτερο προνόμιον, νά εἶναι ὁ Ἂγγελος καί κατ’ αἰσθητόν τρόπον· ὁ ὁποῖος πράγματι, θά δοῦμε ἐδῶ, πόσες διακονίες  καί πόσες ἐξυπηρετήσεις προσέφερε εἰς τόν Τωβία. Ὁ Τωβίτ ὅμως εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως θά λέγαμε κατά Πλάτωνα «ὁ καλός κἀγαθός». Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι τόν καλόν καί ἀγαθόν ἄνθρωπον μόνον τό Εὐαγγέλιον τόν δημιουργεῖ. Αὐτό νά μή τό ξεχνοῦμε.

            Εἶχε πεῖ ἕνας νεώτερος λόγιος τῆς Γαλλίας -δέν ἐνθυμοῦμαι τό ὂνομά του- ὅτι οἱ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, δέν κατάφεραν νά κάνουν καλύτερους τούς ἀνθρώπους οὔτε τῆς γειτονιᾶς των. Διότι ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά ἐξαγγέλλη ἴσως ἀνθρωπιστικές ἰδέες καί ἀνθρωπιστικά συνθήματα, ἀλλά εἶναι ἀνίκανη νά καταστήση τούς ἀνθρώπους ἱκανούς καί σπουδαίους. Δέν ἔχει δύναμι. Γι’ αὐτό βλέπετε στήν ἐποχή μας πόσα συνθήματα ἀνθρωπιστικά διακηρύσσονται. Ὅλα καταπατοῦνται. Ὅλα! καί ἀπό ἔθνη καί ἀπό ἄτομα. Ποιός τηρεῖ τά ἀνθρωπιστικά αὐτά συνθήματα, τά ὁποῖα ρίπτονται κατά πλησμονήν καί ἀπό ὀργανισμούς, καί ἀπό σχολεῖα, καί ἀπό Διεθνεῖς ὀργανισμούς, καί τά λοιπά; Ὅλα αὐτά τά ἀνθρωπιστικά συνθήματα πᾶνε περίπατο. Κλασσικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἐποχικό θά ἔλεγα, ἡ Κύπρος· ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τά σπίτια τους, οἱ πρόσφυγες  ἀπό τήν Κύπρο καί λοιπά. Κλασσικό παράδειγμα, ἐποχικό. Κι ὅλα αὐτά τά φωνάζομε δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου! καί ξέρω ἐγώ… Τίποτε! φρέσκος ἀέρας. Ὅλοι τά φωνάζουν, ὅλοι τά λέγουν, καί κανείς δέν τά τηρεῖ.  

          Νά τό ξέρετε λοιπόν παιδιά, τόν ἀληθινά τίμιον ἄνθρωπο, τόν ἀληθινά ἀκέραιον ἄνθρωπο τόν κάνει μόνον τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ Τωβίτ … ὅταν λέμε τό Εὐαγγέλιον…, φυσικά δέν ζεῖ στήν ἐποχή τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Τωβίτ, ζεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη· ἀλλά δέν ἔχει σημασία. Εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ τύπος ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τόν Ναθαναήλ: «νά, ἕνας ἀληθινός Ἰσραηλίτης πού δέν ὑπάρχει δόλος εἰς τό στόμα του». Πραγματικά ὁ ἀληθινός Ἰσραηλίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινά ἀκέραιος. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι και ἕτοιμος νά δεχθῆ τό  Εὐαγγέλιο καί νά ὁλοκληρωθῆ.

           Τότε ὁ Τωβίτ λέγει εἰς τόν συνοδόν: «ἀλλά εἰπόν μοί τινά σοί ἔσομαι  μισθόν διδόναι;» (Τωβ. 5, 15) Πές μου τί θά σέ πληρώσω; Ποιός θά εἶναι ὁ μισθός σου; «δραχμήν τῆς ἡμέρας καί τά δέοντα σοί ὡς καί τῷ υἱῷ μου.» Θά σοῦ δώσω μία δραχμή τήν ἡμέρα καί τά ἀναγκαῖα τῆς ἡμέρας· τήν τροφήν καί τά λοιπά, ὅπως αὐτά θά δώσω καί στό παιδί μου. Εἶναι ἐντάξει;

         Ὅταν ἀκοῦτε βέβαια σήμερα μία δραχμή, βέβαια λέτε «μία δραχμή;» Δέν ἔχω παρά νά πάω λίγο πίσω στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σας, καί θά ὑπενθυμίσω ὅτι γύρω στίς πρῶτες δύο δεκαετίες τοῦ αἰῶνος μας ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας, καί συνεπῶς τό μεροκάματο ἦταν γύρω ἀπό μία δραχμή… ὀγδόντα λεπτά… μιάμιση δραχμή… δυό δραχμές... Μάλιστα ἕνα τραγούδι παλιό -νά μοῦ συγχωρεθῆ πού τό λέω- λαϊκό τραγούδι πού λέει «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Τό θυμόσαστε; Τό ἔχετε ἀκούσει; Ἕνα παλιό τραγούδι, λαϊκό· «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Δυό δεκάρες! Ἀλλά προσέξτε! δυό δεκάρες, δέν εἶναι τότε πού ἡ λίρα εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Διότι οἱ ντομάτες ἦταν ἀκόμη φθηνότερες· ἄν λάβετε ὑπόψιν ὅτι τό μεροκάματο, σᾶς εἶπα, ἦταν ἑβδομήντα… ὀγδόντα λεπτά… μία δραχμή καί τά λοιπά.

         Ἔτσι ἔχομε τήν δραχμήν ἐδῶ. Καί ἐπειδή εὑρισκόμεθα πρό Χριστοῦ, θά ὑπολογίσωμε ποία; τήν Ἀττικήν δραχμήν; τήν Ρωμαϊκήν δραχμήν; Ὅ,τι καί νά ὑπολογίσετε τό θέμα εἶναι ὅτι πρόκειται περί μίας τιμῆς καλῆς, ἱκανοποιητικῆς.

          Ἀλλά δέν μένει σέ αὐτό, καί λέγει -αὐτό τώρα εἶναι ἐκ προθέσεως, ἐξ ἀγαθῆς προθέσεως- καί λέγει: «καί ἔτι προσθήσω σοί ἐπί τόν μισθόν, ἐάν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε» (Τωβ. 5, 16) Ἐάν γυρίσετε πίσω ὑγιεῖς, καί ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ὁ σκοπός σας, ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ, τότε θά σοῦ δώσω κι ἄλλα χρήματα. Δηλαδή αὐτό τό «καί ἄλλα χρήματα» ἦταν ἕνας τύπος φιλοδωρήματος.

          Αὐτό τό φιλοδώρημα, παιδιά! -δέν ξέρω, πρέπει κανείς νά μένη, νά μένη σέ κάθε λέξι· πραγματικά, ἀλλά ἴσως θά ἀργούσαμε πολύ- αὐτό τό φιλοδώρημα εἶναι τόσο θαυμάσιο! Ὄχι, βέβαια νά γίνεται πλέον καθεστώς· καί νά βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο, προκειμένου νά σᾶς ἐξυπηρετήση, ὁπωσδήποτε νά πάρη φιλοδώρημα. Εἶναι κάτι πολύ ἄσχημο πρᾶγμα αὐτό, εἶναι τό γνωστό μέ τήν τουρκική λέξι «μπαξίς». Ἐάν δέν τοῦ δώσης -ἰδίως κάτι ξεναγοί, κάτι δέν ξέρω τί- δέν σέ ἐξυπηρετεῖ. Εἶναι πολύ κακό πρᾶγμα αὐτό.

         Εἶναι ὅμως θαυμάσιο νά μποροῦμε νά δίνωμε ἕνα φιλοδώρημα σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καθ’ οἱονδήποτε τρόπον μᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἦρθε τό παιδί τοῦ μπακάλη στό σπίτι μας, τοῦ φαρμακείου, δέν ξέρω τι, νά δώσωμε πάντοτε κάτι· ἕνα γλυκό, κάτι· λίγα χρήματα… Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο! Ἢ σέ ἕνα κατάστημα πήγαμε καί κάναμε ἒτσι σημαντικές ἀγορές, καί μᾶς ἐξυπηρέτησε ἕνας ὑπάλληλος, νά τοῦ δώσωμε κάτι. Σᾶς λέγω εἶναι θέμα ἀνθρωπιᾶς, καί σᾶς τό συνιστῶ αὐτό νά τό γνωρίζετε. Πάντοτε νά ἔχωμε αὐτό τόν τρόπο τοῦ φιλοδωρήματος.

          Ἐμεῖς δέ οἱ Ἕλληνες ἔχομε μία, ἤ τουλάχιστον εἴχαμε, ἄς ποῦμε ὅτι ἔχομε ἀκόμη, μίαν εὐαισθησία γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Κάποτε διάβαζα στήν ἐφημερίδα τό ἑξῆς περιστατικό: κάποιοι ξένοι ζήτησαν ἀπό κάποιον νεαρόν, ἕνα ἀγροτόπαιδο, κάποια πληροφορία γιά κάποιο πρᾶγμα πού γύρευαν στό δρόμο τους· καί ἐπειδή δέν ἦταν εὔκολο νά τούς ἐξηγήση πιό πολλά, ἔκανε τόν κόπο καί πῆγε μαζί τους ἀρκετή ἀπόστασι. Αὐτοί ἐπέμεναν, ἀφοῦ τόν εὐχαριστοῦσαν διά πολλῶν, ἐπέμεναν νά τοῦ δώσουν κάποιο φιλοδώρημα. Αὐτός ἀδύνατον νά τό δεχθῆ. Ἐπέμεναν πάρα πολύ ἐκεῖνοι, καί τελικά τό ἐδέχτηκε. Πέρασε λίγη ὥρα καί ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ξένοι, ὅτι ἀπό πίσω τους κάποιος ἔτρεχε νά τούς φτάση. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἤτανε τό ἀγροτόπαιδο, τό ὁποῖον εἶχε ἐκεῖ κοντά ἕνα ἀμπέλι μέ σταφύλια. Ἔκοψε μερικά σταφύλια καί τούς τά πήγαινε, ἐπειδή τοῦ εἴχανε δώσει φιλοδώρημα.    

           Αὐτό τό «δοῦναι λαβεῖν» μέ αὐτόν τό τρόπον -προσέξτε! μέ αὐτόν τόν τρόπον!- ὄχι νά περιμένης σώνει καί καλά ἀπό τόν ἄλλον νά τόν ἐξυπηρετήσης γιά νά σοῦ δώση φιλοδώρημα -νά φυλάξη ὁ Θεός! εἶναι καί ἁμαρτία, καί εἶναι καί ἀπάνθρωπο- ἀλλά αὐτό τό «ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἀγάπῃ» εἶναι μία ἀρετή τῆς φυλῆς μας, τήν ὁποία ὁπωσδήποτε ἔχομε κυρίως ἀναπτύξει ἀπό τήν ἐνοίκησι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στήν πατρίδα μας.

           «Καί ηὐδόκησαν οὕτως.» Συνεφώνησαν. «Καί εἶπεν πρός Τωβία. Ἕτοιμος γίνου πρός τήν ὁδόν. Καί εὐοδωθείητε»Ἑτοιμάσου, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ πατέρας τοῦ γιοῦ, ἑτοιμάσου γιά τό ταξίδι καί εὔχομαι νά πᾶτε καλά. «Καί ἡτοίμασεν ὁ υἱός αὐτοῦ τά πρός τήν ὁδόν. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ πατήρ αὐτοῦ, πορεύου μετά τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ δέ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεός εὐοδώσει τήν ὁδόν ὑμῶν, καί ὁ γγελος αὐτοῦ συμπορευθήτω ὑμῖν.» (Τωβ. 5,16) Εὔχομαι νά πᾶτε καλά, νά εὐοδώση τό ἔργο σας ὁ Θεός, καί εὔχομαι ἀκόμη ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά συμπορεύεται στό δρόμο σας. Ποῦ νά ἤξερε ὁ Τωβίτ ὅτι πράγματι Ἂγγελος Θεοῦ συνεπορεύετο μέ τό γιό του! Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐδῶ πέρα βάζει τό «ὁ Ἂγγελος» ἔναρθρο. Δέν ἔχει «Ἂγγελος» ἀλλά λέγει «ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ», πού ὑποδηλοῖ πράγματι τήν πίστι στήν Παλιά Διαθήκη ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελό του.

          «Καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καί ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ’ αὐτῶν» (Τωβ. 5, 16) Ἄν κανείς μπορῆ νά καταλαβαίνη!.. ἄν καί εἶναι πάρα πολύ ἁπλό κείμενο· βλέπετε πόσο ἁπλό εἶναι; Σάν, θά λέγαμε, σάν καθαρεύουσα ἁπλό εἶναι. Οὔτε μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό τό πρᾶγμα ἀρχαῖο κείμενο. Σάν καθαρεύουσα εἶναι· πολύ ἁπλό. Ὅταν ὅμως μποροῦμε νά τό καταλαβαίνωμε, ἔχει τόση ἀπόλαυσι! ὅταν δέ ζοῦμε τίς ἰδιαίτερες σκηνές του καί εἰκόνες του ὅπως μᾶς προβάλλονται. Στή φαντασία μας ἄς παραστήσωμε τούτη τή σκηνή: ὅτι εὔχεται ὁ πατέρας στό γιό του καί τόν ὁδηγόν νά πᾶνε καλά· νά γυρίσουν καλά· ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά τούς συνοδεύη· τούς βγάζει ἔξω στήν πόρτα, «καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι». Βγῆκαν ἔξω νά φύγουν καί τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ ἀκολουθεῖ στό ταξίδι αὐτό καί τό γιό.

        Ἡ παρουσία τοῦ σκύλου μέσα στό σπίτι! Εἶναι μία πολύ χαριτωμένη καί γραφική εἰκόνα μέσα στό ὅλο κείμενο· τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Δηλαδή δίνει ἕναν θαυμάσιο τόνο σ’ αὐτήν τήν ὑπέροχη εἰκόνα, πού μας περιγράφει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς τά γεγονότα.

         Τί νά πῶ γιά τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Βλέπετε ὅτι τά κατοικίδια ζῶα γίνονται καί αὐτά μέλη τρόπον τινά τῆς οἰκογένειάς μας. Γι’ αὐτό, πολλές φορές πολλοί ἄνθρωποι πού ἔχουν μία εὐαισθησία, τά ἀγαπᾶνε πάρα πολύ. Αἰσθάνονται ἄσχημα, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἕνα ζωντανό τους μπορεῖ νά διψᾶ ἤ νά πεινᾶ. Διότι τά κατοικίδια ζῶα μᾶς ἐξυπηρετοῦν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο· μέ τή μεταφορά τῶν πραγμάτων… τά ὑποζύγια, μέ τό γάλα τους… μέ τό μαλλί τους… μέ τά αὐγά τους… καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… μέ τήν παρουσία τους. Προσέξτε! μέ τήν παρουσία τους!

        Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τά ζῶα γιά τόν ἄνθρωπο καί ἀνάμεσα στίς ποικίλες ἐξυπηρετήσεις καί διακονίες πού προσφέρουν τά ζῶα στόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί ζῶα τά ὁποῖα τοῦ προσφέρουν μόνο ψυχαγωγία. Προσέξτε! μόνο ψυχαγωγία. Νά βλέπετε μερικά ζῶα, ἰδίως τά ὠδικά πτηνά, τά πουλιά πού κελαηδοῦν, ἀλλά καί ἄλλα ζωάκια τά ὁποῖα δέν ἔχουν τίποτε νά μᾶς προσφέρουν, παρά μόνο μέ τήν παρουσία τους νά διασκεδάζωμε.

           Καί θά ἔλεγα πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀληθινή ψυχαγωγία, ἡ ἀληθινή διασκέδασις εἶναι αὐτή. Νομίζομε ὅτι πρέπει νά πληρώσωμε πολλά χρήματα νά πᾶμε νά διασκεδάσωμε. Μέ μόνη τήν παρουσία ἑνός ζωντανοῦ στό σπίτι μας, τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι λίγο κωμικό, δέν ξέρω πῶς, νά περάσωμε θαυμάσια· νά διασκεδάσωμε θαυμάσια. Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος διασκεδάζει πάρα πολύ εὔκολα καί ἀνέξοδα καί ἀκίνδυνα, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ψυχαγωγία εἶναι τρομερά ἐπικίνδυνη, ἀλλά καί δαπανηρά.

          Ἐδῶ ὅμως βλέπομε τώρα τό σκυλί, πού εἶναι ἕνα ζωντανό πού φυλάει τό σπίτι, πιστός φύλακας, ἀκολουθεῖ καί αὐτό. Ὅταν θά ἐπιστρέψουν πίσω, ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν θά ξεχάση θά τό ξαναθυμηθῆ. Καί θά πῆ ὃτι ἐνῶ τούς περιμένουν καί ἔχουν ἀργήσει -θά ἐπιστρέψουν- καί ἡ μητέρα βγαίνει ἀνήσυχη καί μέ δάκρυα στά μάτια «τί ἔγινε τό παιδί της;», τό πρῶτο πρᾶγμα πού θά δῆ στήν στροφή τοῦ δρόμου θά εἶναι τό σκυλί νά προβάλλη. Προάγγελος ὅτι ἔρχονται. Ἐκεῖ πάλι λοιπόν θά τό ξαναθυμηθῆ.

          Καί ἔφυγαν. Πρέπει νά τούς παρακολούθησε ἡ μητέρα ἲσαμε τή στροφή τοῦ δρόμου κι ἀπό κεῖ ἔφυγαν. Καί ἔμειναν οἱ δυό τους. Ἔμεινε ὁ Τωβίτ καί ἡ Ἄννα. Ἀμέσως ὅμως ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα, ἔνοιωσε τήν ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ· λείπει τό παιδί, ἄδειασε τό σπίτι. 

          Πραγματικά ἕνα μέλος τῆς οἰκογενείας μας, ὅταν εἶναι δεμένο μαζί μας, αἰσθανόμαστε ὅτι τό σπίτι ἀδειάζει, ὅταν ἀπουσιάζει. Βλέπετε τί θά πῆ σπίτι; Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει γίνει ξενοδοχεῖο. Ὅπως μέσα σέ ἕνα ξενοδοχεῖο πηγαίνουν οἱ ἔνοικοι ὅποτε θέλουν, πηγαίνουν ὁποιαδήποτε ὥρα, καί ὅποια ὥρα θέλουν φεύγουν. Νοικιάζεις ἕνα δωμάτιο σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, δέν ξέρεις ποιός εἶναι στό διπλανό σου δωμάτιο· οὔτε πότε ἦρθε ὁ διπλανός σου ὁ γείτονας, οὔτε πότε θά φύγη. Τίποτα! Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει καταλήξει νά εἶναι ἕνα, θά λέγαμε, εὔσχημο ξενοδοχεῖο. Εὔσχημο ξενοδοχεῖο!

          Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά, νά μοῦ τό συγχωρέσετε, ξέρω θά μέ κακίζετε, ἀλλά θά τό πῶ: Κι ὅλα αὐτά ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω. Ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω! Ξέρω, ὑπάρχουν κυρίες δεσποινίδες πού ἐργάζονται ἔξω. Τό ξέρω, ἀλλά μπορῶ ὃμως νά μή τό πῶ αὐτό; Μπορῶ νά μήν τονίσω κάτι τό ὁποῖον ὑπάρχει καί εἶναι μία πληγή τῆς ἐποχῆς μας καί ἡ ὁποία κατέστρεψε, καί καταστρέφει, καί διαρκῶς περισσότερο καταστρέφει, αὐτήν τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ;

       Ὅταν λείπη ἡ μητέρα ἐργαζόμενη ἔξω, φεύγει τό πρωί κι αὐτή μέ τόν ἄνδρα της, τώρα τά παιδιά πῶς θά εἶναι μέσα ἐκεῖ; -Κι αὐτά φεύγουν στό σχολεῖο…- Τί ὥρα θά γυρίση ὁ σύζυγος; Τί ὥρα θά γυρίση ἡ σύζυγος; Κουρασμένη τί νά ἑτοιμάση; Ἀκαταστασία! Ἐκείνη ἡ θαλπωρή τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ζεστασιά ἀμέσως… Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο, πού τά παιδιά μας σήμερα ἤ οἱ ἄνθρωποί μας νά πᾶνε στή Γερμανία νά δουλέψουνε; Ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες! Αὐτή ἡ τάσις μεταναστεύσεως ἡ ὁποία -δόξα τῷ Θεῷ!- ἔχει κοπάσει. Φεύγει ὁ σύζυγος καί μένει ἡ γυναῖκα στό σπίτι μόνη της μέ τά παιδιά· ἤ φεύγουν τά παιδιά, πᾶνε μακριά· ἤ οἱ σπουδές· οἱ ὁποῖες σπουδές, Ἰταλία, Γερμανία, ἀτέλειωτες. Χρόνια περνοῦν, χρόνια ἔρχονται, χρόνια φεύγουν, καί πτυχίο δέν φαίνεται. Οἱ πιό πολλοί δέν παίρνουν πτυχίο. Μπερδεύονται ἐκεῖ, παντρεύονται· ἀκαταστασία, μεγάλη ἀκαταστασία! Κι ἔτσι ὅλα αὐτά σήμερα ἔχουν ἀποδιοργανώσει τό σπίτι, τήν οἰκογένεια. Σήμερα δέν συναντᾶς μέσα στό σπίτι, παρά σέ λίγες περιπτώσεις, ἐκείνη τή θαλπωρή, τή ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ.

            Ἐδῶ τώρα ἡ ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ ἀμέσως γίνεται αἰσθητή. Καί λέγει: «ἔκλαυσε δέ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί εἶπε πρός Τωβίτ, τί ἐξαπέστειλας τό παιδίον ἡμῶν;» Τί τό ἔστειλες τό παιδί μας; Τί τό ἔστειλες; «ἤ οὐχί ἡ ράβδος τῆς χειρός ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτόν καί ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν;» (Τωβ. 5, 18) Γιά μᾶς δέν εἶναι τό ραβδί μας, τό ἀκουμπιστήρι μας -μεταφορικά-, ἡ ἐλπίδα μας, τό στήριγμά  μας, ἡ ἐλπίδα τῶν γηρατειῶν μας; Τί τό ἔστειλες τό παιδί τώρα μακριά νά πάη νά χαθῆ; «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι, ἀλλά περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο» (Τωβ. 5,19) Εἶναι παροιμία αὐτό, ἔκφρασις εἶναι: «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι». Κατά λέξιν θά πῆ «τά λεφτά στά λεφτά νά μή φτάσουν». Δηλαδή θέλει νά πῆ ὅτι τσιμέντο νά γίνουν καί τά λεφτά καί ὅλα· δέν θά θέλαμε τίποτε. «ὡς γάρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρά τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανόν ἡμῖν ὑπάρχει» (Τωβ. 5, 20) Αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ζοῦμε, μᾶς εἶναι ἀρκετό. Δηλαδή εἶναι αὐτή ἡ αὐτάρκεια τοῦ σπιτιοῦ πού δέν θέλει, γιά νά αὐξηθοῦν τά ἔσοδα, κάποιο μέλος του νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό σπίτι. Τό προσέξατε;

            Λυποῦμαι πού θά πῶ ὅτι αὐτά τά πάρα πολύ ὡραῖα, τά γεμάτα εὐαισθησία ἀνήκουν σέ μία -δυστυχῶς!- παρωχημένη ἐποχή. Ὂχι πάρα πολύ παρωχημένη ἐποχή, ὄχι τόν καιρό πού γραφόταν τό ἱερό κείμενο αὐτό. Ὂχι τότε, πού ἔχομε τήν Ἀσσυριακή αἰχμαλωσία τόν ἕβδομο αἰῶνα π.Χ. Ὂχι· δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω· μόλις… μόλις δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω. Αὐτή ἡ ἐποχή θεωρεῖται παρωχημένη, περασμένη πιά. Δυστυχῶς! Ὡραία ἐποχή! πού τό σπίτι πονάει ὅλα τά μέλη του. Καί προτιμάει νά ζῆ μέ λιτότητα καί μέ αὐτάρκεια, παρά νά ἔχη πολλά ἀγαθά καί νά λείπουν τά μέλη τῆς οἰκογενείας σκορπισμένα σάν τοῦ λαγοῦ τά παιδιά.

         «Καί  εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ» τῆς ἀπαντᾶ ὁ Τωβίτ «μή λόγον ἔχε ἀδελφή» μή λές κουβέντες, ἀδελφή «ὑγιαίνων ἐλεύσεται καί οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν» (Τωβ. 5, 21) Θά γυρίση καλά καί θά τόν δοῦν τά μάτια σου. «γγελος γάρ ἀγαθός συμπορεύσεται αὐτῷ, καί εὐοδωθήσεται ἡ ὁδός αὐτοῦ, καί ὑποστρέψει ὑγιαίνων, καί ἐπαύσατο κλαίουσα.» (Τωβ. 5, 22) Καί τοῦτο διότι Ἂγγελος ἀγαθός, λέγει, θά τόν συνοδεύη καί θά γυρίση καλά. Μήν ἀνησυχεῖς. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Εἶναι αὐτό  πού λέμε ὅταν βρεθοῦμε σέ μία πολύ μεγάλη ἀνάγκη. Τί νά κάνωμε; ὁ πατέρας τυφλός· ….. οὐσιαστική παρηγορία. Διάβαζα εἰς τόν Προφήτη Ἱερεμία «περί παρακλήσεως ματαίας». Ἐδῶ δέν ἔχομε ματαία παράκλησιν· ἀλλά τί; οὐσιαστικήν. Διότι Ἂγγελος θά εἶναι μαζί του, καί θά γυρίση καλά. Καί τότε ἐκείνη παρηγορήθηκε πραγματικά, ἡ μητέρα, καί ἐσταμάτησε νά κλαίη.

          Ἐνῶ γίνεται ἡ σκηνή αὐτή μέσα εἰς τό σπίτι, ἔχομε τώρα μία δεύτερη σκηνή. Εἶναι ἡ σκηνή τῶν ὁδοιπόρων μας, πού πηγαίνουν στό ταξίδι τους. Καί λέγει εἰς τό ἕκτο κεφάλαιο, πού τό ἀρχίζομε τώρα, ὅτι «οἱ δέ πορευόμενοι τήν ὁδόν ἦλθον ἑσπέρας εἰς τόν Τίγριν ποταμόν, καί ηὐλίζοντο ἐκεῖ». (Τωβ. 6, 1) Ὅταν ἔφυγαν ἀπό τήν Νινευή- Ἐκεῖ ἔμεναν, εἰς τήν Νινευή- ὅπως θά ξέρετε ἡ Νινευή εἶναι χτισμένη ἐπάνω εἰς τόν Τίγριν ποταμό. Ἀλλά ἐδῶ, γιά νά πᾶνε εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἀφοῦ θά περνοῦσαν βεβαίως ἀπό τά Ἐκβάτανα, θά ἐστρέφοντο σέ μία εὐθεία γραμμή εἶναι βορειοανατολικά· ἀλλά ὁ δρόμος ὅμως ἤτανε κατά τέτοιο τρόπο, πού φεύγοντας ἀπό τήν πόλι, ἔπρεπε νά κατευθυνθοῦν ἀνατολικά καί μετά νά στραφοῦν βορειοανατολικά. Καί ἐδῶ πού λέει ὅτι ἔφτασαν τό ἀπόγευμα (βραδάκι), ἔφτασαν εἰς τόν Τίγρι, δέν ἐννοεῖ βεβαίως τόν Τίγρητα ὁ ὁποῖος εἶναι δίπλα στήν πόλι, τήν ὁποία καί ἄφησαν, ἀλλά ἐννοεῖ ἤ τόν μικρόν ἤ τόν μεγάλον ποταμόν Δαῦ πού εἶναι παραπόταμος τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ.

         Ἔτσι λοιπόν ἔφτασαν ἐκεῖ καί «παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι» (τό «κλυ» μέ υ). Ὅλη μέρα εἴχανε σκονιστεῖ. Τότε οὔτε δρόμοι ὑπῆρχαν, οὔτε καί ἡ ὑπόδησις, τά παπούτσια, ἤτανε ἱκανά, ἀρκετά. Ἀλλά καί ἄσφαλτος νά ἦτο, καί καλά παπούτσια νά φορούσανε, ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, περπατῶντας ὅλη μέρα σκονίζεται ὁ ἄνθρωπος. Καί φαίνεται ἦταν καί καλός καιρός, ἴσως καλοκαιράκι. Δέν μᾶς λέει τί ἐποχή ἦταν· μᾶλλον καλοκαίρι πρέπει νά ἦταν. Θέλησε νά πάη νά κάνη ἕνα μπάνιο εἰς τό ποτάμι. Καί κατέβηκε εἰς τό ποτάμι νά κολυμπήση, νά πλυθῆ ἀπό τήν σκόνη πού εἶχε ὅλη τήν ἡμέρα. Ὅπως κατέβηκε ὅμως στό ποτάμι, τότε ἀνεπήδησε ἕνα πελώριο ψάρι. Καί ἀμέσως τό ψάρι αὐτό ἄνοιξε τό στόμα του νά καταπιῆ τόν Τωβία. Τό ψάρι αὐτό πιθανότατα εἶναι λαυράκι, λαύραξ, ἀλλά μεγέθους ὅσο ἕνας ἄνθρωπος. Διότι μέχρι σήμερα εἰς τόν Τίγριτα ποταμό ὑπάρχουν τά ψάρια αὐτά. Εἶναι πολύ μεγάλα ψάρια· ἔχουν πτερύγια καί λέπια. Εἶναι ἀδηφάγα, τρώγουν τά πάντα. Ἒχουν βρεθεῖ μέσα στό στομάχι τους ἀνθρώπινα μέλη, πού σημαίνει ὅτι σπαράσσουν τόν ἄνθρωπο ὅταν μπῆ στό ποτάμι, ὅπως ὁ κροκόδειλος. Καί ἐπιπλέον ἔχουν νοστιμότατο κρέας. Αὐτά πού σᾶς εἶπα, τά ξέρομε ἀπό σύγχρονα δεδομένα· προσέξτε! ἀπό σύγχρονα δεδομένα.

       Προφανῶς λοιπόν, ἕνα τέτοιο ψάρι ἤτανε αὐτό τό ὁποῖο ἀμέσως ἐπετέθη ἐναντίον τοῦ Τωβία, ὁ ὁποῖος πῆγε νά κολυμπήση. Τό παιδί τρόμαξε φυσικά· ἔβαλε τίς φωνές. Καί τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ὁ ὁποῖος -ὁ συνοδός ὁ Ραφαήλ- δέν κατέβηκε νά κάνη μπάνιο ἐκεῖνος. -Εἶχε ἀνάγκη νά κάνη μπάνιο ὁ Ἂγγελος;- Τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ἀπό τήν ὄχθη: μή φοβᾶσαι «ἐπιλάβου τοῦ ἰχθύους», πιάσε τό ψάρι. Νά πιάσης ἕνα ψάρι μήκους περίπου δυό μέτρων δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μάλιστα ἕνα ψάρι ἐπιθετικό. Ἀλλά ἐδῶ βλέπομε τό ἑξῆς. Ὅταν ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ λέγη «κάνε κάτι», σημαίνει ὅτι ὄχι τό ψάρι μποροῦσες νά πιάσης, ἀλλά καί τό ποτάμι νά στερέψης καί νά γυρίσης τή ροή του πίσω. Διότι ὁ Ἂγγελος ἐνεργεῖ κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Μή σᾶς φαίνεται λοιπόν αὐτό παράξενο. Ἔτσι, ὁ Ἂγγελος λέγοντας αὐτή τήν προτροπή εἰς τόν Τωβία, ἐκεῖνος ἀμέσως ἅρπαξε τό ψάρι τό  ὁποῖο καί  ἔβγαλε ἀπό τό ποτάμι ἔξω στήν ξηρά· ὁλόκληρο ψάρι! Ἀκόμη ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του ὁ Τωβίας. Δέν ρώτησε τίποτε ὁ Τωβίας «γιατί;». Ἔκανε μόνο ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ συνοδός του, καί κατόπιν ἔκοψαν ἕνα κομμάτι κρέας, τό ὁποῖον ἔψησαν ἐκεῖ εἰς τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καί κάθισαν καί ἔφαγαν.

       Συνέχισαν ὅμως τό ταξίδι τους τήν ἑπόμενη πού ξημερώθηκαν. Πέρασαν οἱ ἡμέρες καί κόντευαν νά φτάσουν -ὕστερα ἀπό τό περιστατικό αὐτό, τό ὁποῖο θά παρακαλέσω νά ἐνθυμῆσθε, γιατί ἔχει κάποια σημασία- κόντευαν νά φτάσουν εἰς τά Ἐκβάτανα. Πρίν μποῦν στήν πόλι, λέγει ὁ Τωβίας εἰς τόν Ἂγγελον: «Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστίν ἡ καρδία καί τό ἧπαρ καί ἡ χολή τοῦ ἰχθύος;» ( Τωβ. 6, 7) Δηλαδή, μοῦ εἶπες νά κρατήσω αὐτά τά τρία πράγματα ἀπό τά ἐντόσθια τοῦ ψαριοῦ, γιά πές μου, γιά ποιό λόγο; Γιατί; Ποιός δηλαδή εἶναι ὁ λόγος. «Καί εἶπεν αὐτῷ» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἂγγελος «ἡ καρδία καί τό ἧπαρ, ἐάν τίνα ὀχλῇ δαιμόνιον ἤ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου ἤ γυναικός καί οὐκέτι οὐ μή ὀχληθῆ;» (Τωβ. 6, 8) Λέγει ὅτι ἡ καρδιά καί τό συκώτι, τά ὁποῖα θά πρέπη βεβαίως μέσα στήν πορεία τοῦ ταξιδιοῦ των κατά κάποιο τρόπο νά εἶχαν κάπως ἀποξηράνη, αὐτά λέγει ὅταν κανείς τά βάλη ἐπάνω σέ ἀναμμένα κάρβουνα, ἐπάνω σέ φωτιά, καί μέ τόν καπνό τοῦ συκωτιοῦ καί τῆς καρδιᾶς καπνίσει διαμονισμένον ἄνδρα ἤ δαιμονισμένη γυναῖκα, τότε τό δαιμόνιο φεύγει. Ὡς πρός δέ τή χολή, ἐκεῖνος πού θά χρίση τά μάτια ἑνός τυφλοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει λευκώματα, εἶναι τυφλός, αὐτός θά γίνη καλά.

        Ἐδῶ ὅμως νά μείνωμε λιγάκι. Πιστεύω ὅτι ἴσως νά σκεφθήκατε τό ἑξῆς: ὅτι νά, πού βρήκαμε ἕνα φάρμακο μέσα στήν Ἁγία Γραφή! Κι ἄν πιστεύωμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀληθινή, τότε τό φάρμακο πρέπει νά ’ναι καί θαυμάσιο. Ξέρεις τί πάει νά πῆ, νά καπνίσης μέ ἑνός ψαριοῦ τό συκώτι καί τήν καρδιά ἕναν δαιμονισμένον ἄνθρωπο καί νά γίνη καλά; Ἤ νά βάλης τή χολή του πάνω στά μάτια ἑνός τυφλοῦ καί νά γίνη καλά; Θά λέτε ὁπωσδήποτε «θαυμασία συνταγή αὐτή!»

       Λοιπόν παιδιά, ὅσα ψάρια καί νά πάρετε, καί νά πάρετε καί τά ἐντόσθιά τους, καί νά τά ἐπιθέσετε ἐπάνω σέ κάρβουνα γιά νά διῶξτε τό δαιμόνιο, δαιμόνια, ἤ νά κάνετε τυφλούς καλά, δέν θά πετύχετε ἀπολύτως τίποτε. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα αὐτά ἦταν ἕνας τρόπος, ὁ Θεός στήν εἰδική αὐτή περίπτωσι νά θεραπεύση, ὅ,τι θά θεραπεύση παρακάτω πού θά δοῦμε στήν συνέχεια τῆς διηγήσεως· διότι ἦταν κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόνο κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ὅταν εἶναι ἁπλῶς κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου.

          Ἀλλά πρέπει ὅμως νά δοῦμε μερικά σημεῖα πάνω σ’ αὐτό τό πρᾶγμα. Καί πρῶτον:  ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιῆ ὑλικά στοιχεῖα, προκειμένου νά πετύχη μία θεραπεία ἤ ἕνα σκοπό, δέν πρέπει ποτέ αὐτό νά τό περιφρονοῦμε. Ὅπως ἐπί παραδείγματι εἶναι ὁ ἁγιασμός· πρῶτον καί κύριον καί βασικόν. Τί εἶναι ὁ ἁγιασμός; Νερό, πού τό πήραμε ἀπό τό πηγάδι, ἀπό τή βρύση. Τελοῦμε τόν ἁγιασμόν καί τώρα πιστεύομε ὅτι ἐκεῖνο τό νερό, ὅταν τό ραντίσωμε σέ ἀσθενῆ ἄνθρωπο, ματιασμένον ἄνθρωπο καί λοιπά, γίνεται καλά. Τό νερό ἔχει τίποτα; Ὅπως τό εἴχαμε τήν πρώτη φορά, ἔτσι εἶναι καί τή δεύτερη φορά. Ὅμως ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, καί ἐπειδή ὁ Θεός θέλει νά χρησιμοποιῆ καί τά ὑλικά στοιχεῖα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή λοιπόν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἐπιτυγχάνεται καί ἡ θεραπεία· ὅπως εἶναι τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου, τά λουλούδια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Ὕψωσι, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἤ τήν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως καί οὓτω καθ’ ἑξῆς. Ἕνα σωρό πράγματα  ἔχομε μές στήν Ἐκκλησία, τά ὁποῖα εἶναι καθαρῶς ὑλικά καί τά ὁποῖα θεωροῦμε ἀφιερωμένα, ἁγιασμένα.

         Προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἐνεφανίσθη μπροστά εἰς ἐκείνη τήν βάτο τήν καιομένη ἀλλά μή κατακαιομένη -φλεγομένη ἀλλά μή κατακαιομένη- καί ὁμιλεῖ ὁ Θεός ἀπό τήν βάτο μέ τό Μωυσῆ, καί ὁ ὁποῖος Μωυσῆς ἀμφισβητεῖ ἄν θά μπορέση νά τά βγάλη πέρα ὡς πρός τήν ἀποστολή τήν ὁποία τοῦ ἐνεπιστεύετο ὁ Θεός εἰς τήν Αἴγυπτον, διά νά ἐξαγάγη τόν λαόν ἀπό κεῖ καί νά τόν ὁδηγήση εἰς τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τοῦ λέγει γιά μία στιγμή ὁ Θεός: «Τί κρατᾶς στά χέρια σου;» Τί κρατοῦσε; Ἕνα ραβδί, μία γκλίτσα, ἕνα ποιμενικό ραβδί, διότι ἤτανε μέ τά πρόβατά του ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ στή γῆ Μαδιάμ. Καί ἐνῶ ἔβοσκε τά πρόβατα λίγο παραπέρα μές στό δάσος εἶδε αὐτό τό φαινόμενον· ἡ βάτος νά καίεται, νά φλέγεται, χωρίς νά κατακαίεται καί εἶπε: «τί περίεργο πρᾶγμα εἶναι αὐτό, γιά νά πάω νά δῶ μέχρις ἐκεῖ τί εἶναι αὐτό;» Ἄφησε τά πρόβατα καί πῆγε μέ τό ραβδί του. Καί τότε τοῦ λέει ὁ Θεός: «τί εἶναι αὐτό πού κρατᾶς;» καί λέει ὁ Μωυσῆς «ἡ ράβδος». Καί λέγει ὁ Θεός:  «μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης, θά ἐπιφέρης, δέκα πληγές εἰς τόν Φαραώ. Μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης τά πάντα.» Καί πράγματι, ἐκτός ἀπό τίς δέκα πληγές πού ἐπέφερε ὁ Μωυσῆς εἰς τόν Φαραώ μέ τό ραβδί του, σᾶς θυμίζω καί τήν περίπτωσι πού τό πέταξε κάτω κι ἔγινε φίδι μπροστά στό Φαραώ. Πετάει τό ραβδί κάτω καί γίνεται δράκων, φίδι.

         Ἀλλά θά θυμίσω δυό ἄλλα πολύ σημαντικά. Ὅταν ἔφτασαν πρό τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ὁ Μωυσῆς κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἐκτύπησε τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί τό νερό χωρίστηκε κι ἔγινε ξηρά μία λουρίδα, μία διάβασις, καί πέρασαν ἀπό κεῖ οἱ Ἑβραῖοι. Ὅταν χτύπησε ὁ Μωυσῆς τό νερό, τό χτύπησε -ἐδῶ μπροστά ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, εἶναι δυτικά τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς Αἰγύπτου, ἀπέναντι εἶναι ἡ Ἀραβία· λοιπόν, ἔτσι μπροστά τους εἶναι ἡ Ἐρυθρά θάλασσα- ἐχτύπησε μέ τό ραβδί του μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν, κάθετα πρός τήν θάλασσα κι ἔγινε ἀμέσως ξηρά καί πέρασαν. Ὅταν ἔφτασαν ἀπέναντι, ξαναχτύπησε μέ τό ραβδί του ὁριζόντια ὡς πρός τήν Ἐρυθρά θάλασσα, μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, καί τότε τό νερό ἑνώθηκε καί ἔπνιξε τούς Αἰγυπτίους.

           Λίγο παρακάτω πού δέν εἶχαν νερό οἱ Ἑβραῖοι, μέ τό ραβδί του ἐχτύπησε τό βράχο καί ἐβγῆκε νερό καί ἤπιε ὁ λαός.

          Ἐρώτησις: «τό ραβδί ἦταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἄνοιξε τήν Ἐρυθρά θάλασσα κι ἔγινε ξηρά, καί πού χτυπήθηκε ὁ βράχος κι ἔβγαλε νερό γλυκό καί ἤπιαν οἱ Ἑβραῖοι;» Τό ραβδί ἤτανε; Ὄχι! Τί ἦταν; Ἦταν ὁ Θεός! Ἀλλά ὁ Θεός γιά νά κάνη ἕνα θαῦμα εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἕνα ποιμενικό ραβδί ἑνός ἀνθρώπου; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖον μπορεῖ νά τεθῆ. Καί τίθεται. Μάλιστα ἂν τό θέλετε, τίθεται ἀπό τούς Προτεστάντες αὐτό. Ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπό τούς Ἁγίους του νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τά ὑλικά πράγματα νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἀπό τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου; Ἀπό τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ; Ὁ Θεός δέν δεσμεύεται ἀπό τίποτε καί ὁπωσδήποτε δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ γιά νά κάνη τό θαῦμα νά περάσουν οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα.

          Ἀλλά προσέξτε! ποιός ἔκανε τόν κόσμο; Τόν ὑλικόν κόσμον ποιός τόν ἔκανε; Τόν ἔκανε ὁ Θεός καί συνεπῶς εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· καί μέσα στή σωτηρία μπαίνει καί ὁ ὑλικός κόσμος. Πρῶτον ὡς μέσον γιά τή σωτηρία καί δεύτερον ὡς σκοπός ἡ σωτηρία· δηλαδή πρῶτα πρῶτα ὡς μέσον.

           Καί ἀφήνω τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ κι ἔρχομαι εἰς τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεός γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο, νά γίνη ἄνθρωπος; Δέν μποροῦσε νά τόν σώση κάτ’ ἄλλον τρόπον; Φέρ’ εἰπεῖν, λέγει εἰς τούς ἀνθρώπους «τώρα σᾶς συγχωρῶ κι ἔρχεσθε στήν Βασιλεία μου», καί δέν μεσολαβεῖ ἡ ἐνανθρώπησις. Εἶχε ἀνάγκη νά γίνη ἡ ἐνανθρώπησις; Ἀδυνατοῦσε ὁ Θεός νά γίνη κατ’ ἄλλον τρόπον ἡ σωτηρία;

           Ἀλλά, ὄχι. Τήν κτίσιν τήν ἔκανε ὁ Θεός καί χρησιμοποιεῖ τώρα τήν ἀνθρωπίνη φύσιν, τό σῶμα πού πῆρε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία, ὡς μέσον, ὡς τρόπον, νά σωθῆ ἡ κτίσις. Ἡ κτίσις χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Θεό γιά νά σωθῆ ἡ κτίσις. Καί τοῦτο διότι δέν εἶναι ἔξω ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἡ κτίσις. Διότι ὁ Θεός Γιαχβέ, ὁ Θεός Κύριος, ταυτίζεται μέ τόν Θεόν δημιουργόν. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ δημιουργός καί ἄλλος ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ὁ ἴδιος. Καί ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος, δέν μπορεῖ νά ἐξαιρέση ἀπό τή σωτηρία τήν κτίσιν, μέ ἄλλα λόγια τήν ὕλην.

           Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ τήν ὕλη. Τό πελώριον ἐπιχείρημα ποιό εἶναι; Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θά λέγαμε ὅμως ἐκείνη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ ἤτανε πού ἔσωσε; Δέν ἦταν αὐτή αὕτη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἀλλά ἡ Θεία φύσις πού ἐνοικοῦσε, κατοικοῦσε, μέσα εἰς τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ.

         Ἔτσι καί ἐδῶ, δέν εἶναι οὔτε ἡ χολή, οὔτε ἡ καρδιά, οὔτε τό συκώτι τοῦ ψαριοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός, πού θέλει μέ τόν ὑλικόν αὐτόν τρόπον νά ἐπιφέρη θεραπεία.

          Τώρα τό καταλάβατε; Μή λοιπόν πῆτε: «βρήκαμε μία συνταγή καί ἔτσι θά πᾶμε νά βγάζωμε τά συκώτια τῶν ψαριῶν καί τά λοιπά, καί τά λοιπά». Εἶναι εἰδική περίπτωσις.

          Ἀλλά ἀκόμη κάτι ἄλλο. Στήν Καινή διαθήκη -γιατί πρέπει νά τό κατοχυρώσωμε αὐτό- ἐνθυμεῖσθε ὁ Χριστός, ὅταν πῆγε ἕνας τυφλός προκειμένου νά τόν θεραπεύση, τί τοῦ ἔκανε; Ἔφτυσε χάμω, ἔκανε πυλό, λάσπη, λασπίτσα· πόση λασπίτσα; ὅση μπορεῖ νά κάνη κανείς μέ ἕνα φτύσμα· καί μέ ἐκείνη τή λασπίτσα ἔχρισε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ λέγει: «πήγαινε νά πλυθῆς εἰς τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.» Ὅταν πλύθηκε, ἔμεινε ἐπάνω ἡ λάσπη; Ἔφυγε ἡ λάσπη. Συνεπῶς θά λέγαμε, ὅταν πλενόμενος τά μάτια του ἄνοιξαν, ἡ  λάσπη τοῦ ἄνοιξε τά μάτια; Ὄχι! Ἐκεῖνος πού ἔβαλε τή λάσπη στά μάτια κι ὄχι ἡ λάσπη. Ἀλλά γιατί ἔβαλε ὅμως λάσπη ἐπάνω στά μάτια; Γιά πολλούς λόγους. Πρῶτα πρῶτα νά δείξη τήν ταυτότητά του ὁ Χριστός. Ὅτι ἐκεῖνος πού πῆρε χῶμα ἀπό τήν γῆν νά πλάση τόν ἄνθρωπον εἶναι ὁ Ἴδιος πού τώρα ἀνοίγει τά μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε τήν ταυτότητά του. Ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὅτι πίσω ἀπό τήν ὕλη εἶναι ὁ Κύριος τῆς ὕλης, ὁ Θεός· καί ὅτι ἐνεργεῖ διά τῆς ὕλης· δέν θαυματουργεῖ ἡ ὕλη, ἀλλά θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῆς ὕλης. 

          Ἀκόμη ὁ Θεός θέλει νά μετέχη καί ἡ ὕλη στή σωτηρία. Στό προηγούμενο θά σᾶς ἔλεγα τό χαλκοῦν ὄφιν. Κλασικό παράδειγμα. Θά τό πάρω κι αὐτό, γιατί θά συνδέση μέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἐνθυμεῖσθε τόν χαλκοῦν ὄφιν, τό χάλκινο φίδι, στήν ἔρημο, πού ὅποιος τό ἔβλεπε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι πάνω στό κοντάρι δέν πέθαινε ἀπό τά δείγματα, τά δαγκώματα, τῶν ὀχιῶν; Τί; θά πιστεύατε ὅτι εἶχε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι τίποτα; Ὄχι! Τίποτα· ἦταν ἁπλῶς ἕνα χάλκινο φίδι. Πήρανε χαλκό, τό ἔλιωσε ὁ Μωυσῆς σέ ἕνα καλούπι, ἔκανε ἕνα φίδι -ψεύτικο ἦταν, χάλκινο- τό κρέμασε ἐπάνω σέ κοντάρι καί τίποτα ἄλλο. Ἐκεῖνο ἦταν θαυματουργόν; Ἄπαγε! ἄπαγε! Ἦταν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι ὁ Θεός εἶπε νά γίνη αὐτό.

           Ἀργότερα τό φίδι αὐτό φυλάχθηκε, ὅπως ἕνα σταμνί χρυσό μέ μάνα ἀπό τήν ἔρημον. Φυλάχθηκε τό ραβδί τοῦ Ἀαρῶν, οἱ πλάκες μές στήν κιβωτό· τά ἐνθύμια της ἐρήμου! τά ἐφύλαξαν αὐτά. Ἦταν τά μεγάλα σύμβολα καί τά ἱερότερα τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνάμεσα στά σύμβολα πού εἶχαν φυλάξει, ἤτανε καί τό χάλκινο φίδι. Καί στήν ἐποχή τοῦ Βασιλέως Ἐζεκία, δηλαδή ὕστερα ἀπό ἑπτά περίπου αἰῶνες μετά -περίπου- σιγά σιγά ὁ λαός ἔχασε τήν ἔννοια τῆς παρουσίας, τῆς ἀξίας, τοῦ χάλκινου ἐκείνου φιδιοῦ· ὅτι πίσω ἀπό αὐτό εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔπαιρνε τό φίδι αὐτό καί ἔκανε -τί ἔκανε!- προσπαθοῦσε νά κάνη διάφορες πράξεις θεραπείας καί τά λοιπά. Ὁπότε αὐτό ἦταν πρᾶξις μαγείας. Προσέξτε! πρᾶξις μαγείας! Γι’ αὐτό ὀρθότατα τί ἔκανε ὁ Ἐζεκίας ὁ Βασιλιάς; ὀρθότατα! Ἐπῆρε τό χάλκινο αὐτό φίδι καί τό ἔκανε κομμάτια καί τό πέταξε. Αὐτό τό θαυμάσιο ἐνθύμιον ἀπό τήν ἔρημον -ναί, ναί!- δέν εἶχε πιά θέσιν, ἦταν ἐπικίνδυνο πλέον, διότι ἐγίνετο ἀντικείμενον μαγείας. Καί τώρα τό ἴδιο ἀντικείμενο -τό ἴδιο ἀντικείμενο!- ἐνῶ εἶναι ἀντικείμενον πού ἐπενεργεῖ θεραπεία γιατί τό θέλει ὁ Θεός, τό ἴδιο γίνεται ἀντικείμενον μαγείας ….. ἡ μαγεία ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα διαθέτει ἡ Ἐκκλησία! διότι στήν Ἐκκλησία μέσα ὅ,τι διατίθεται ἀπό πίσω εἶναι ὁ Θεός, ἡ δύναμίς Του· ἐνῶ στή μαγεία εἶναι ἡ δύναμις τοῦ σατανᾶ.

        Ἔτσι, ὅταν ἔπαιρναν τό φίδι τό χάλκινο οἱ Ἑβραῖοι νά κάνουν διάφορες θεραπεῖες, δέν ἦταν αὐτό θέλημα Θεοῦ· γιατί ὁ Θεός εἶχε πεῖ μόνο τότε στήν συγκεκριμένη περίπτωσι νά γλιτώσουν ἀπό τά φίδια εἰς τήν ἔρημο καί ποτέ ἄλλοτε. Ὡς ἐνθύμιον κράτησέ τό, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι τώρα δύνασαι νά τό μεταβάλλης σέ πρᾶξιν μαγείας· διότι ἐκεῖ μετεβλήθη, σέ πρᾶξι μαγείας.

          Γιά νά μήν πῶ κάτι ἄλλο, ἄν καί δέν εἶναι πάρα πολύ, πάρα πολύ συναφές, ἀλλά σέ παράλληλο κύκλο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔσπασε… ἔσπασε… -προσέξτε!- ἔσπασε τίς πλάκες γιά ἕναν ἀνάξιο λαό, δέν θύμωσε ὁ Θεός γι’ αὐτό· ἀλλά γιά κάτι πού εἶναι πολύ πλησίον στό θέμα μας, εἶναι τό χρυσό μοσχάρι. Ξέρετε ὅτι ὁ Ἀαρῶν ἐμάζεψε τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια καί τά λοιπά κι ἔκανε τό χρυσό μοσχάρι; Τό ξέρετε ὅτι αὐτό τό συνέτριψε ὁ Μωυσῆς, καί τό ἔκανε σκόνη, καί τό πέταξε στό νερό μέσα; Ἀλλά προκειμένου νά φτιάξη τήν κιβωτό τῆς διαθήκης πάλι πῆρε ἀπό τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν κι ἔκανε τήν κιβωτό.

         Ἡ μία περίπτωσις χρησιμοποιεῖται γιά νά γίνη ἡ Κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἀντικείμενον πολλῆς λατρείας· διότι ἡ κιβωτός τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό χρυσό δηλαδή κιβώτιο πού εἶχε μέσα τίς πλάκες, ἐθεωρεῖτο τό ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ. Καί ὑπάρχει ἕνας στίχος πού λέει: «προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ». Τί λέγει; Προσκυνεῖτε.

        Ἀντιθέτως ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, τῶν γυναικῶν τά χρυσαφικά, τό χρυσό μοσχάρι ὁ Μωυσῆς τό κατέστρεψε. Γιατί; Διότι ἡ κιβωτός ἀντιπροσώπευε τόν ἀληθινόν Θεό· τό μοσχάρι ἀντιπροσώπευε σκοτεινές δυνάμεις, τόν διάβολο.

         Ἔτσι καί ἡ εἰκόνα. Δέν λατρεύομε τήν εἰκόνα· οὔτε τό ξύλο, οὔτε τή μπογιά πού μᾶς κατηγοροῦν οἱ χιλιασταί ἤ οἱ Προτεστάντες. Ἁπλούστατα ἡ εἰκόνα ἔχει ἀντικείμενον, ἔχει ἀντίκρισμα· εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός -παίρνομε δηλαδή τήν περίπτωσι, γιατί ἐκεῖ εἶναι τό ἐπίμαχον θέμα- εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε. Βλέπετε λοιπόν πόσο σπουδαῖα εἶναι ὅλα αὐτά τά πράγματα;

          Ἀκόμη μία πρᾶξις τέτοια, πού εἶναι θέλημα Θεοῦ -θά τό δοῦμε στή συνέχεια τῆς διηγήσεώς μας- πρέπει νά συνοδεύεται καί μέ προσευχή καί μέ νηστεία καί μέ ἐγκράτεια. –Θά τά δοῦμε αὐτά ὅταν θά φτάσωμε σέ ἕνα ἤ δυό σημεῖα.-

          Ἀλλά κλείνοντας αὐτή τή σημείωσι πού ἔκανα γιά τό θέμα τῶν ἐντοσθίων τοῦ ψαριοῦ, σᾶς σημειώνω ὅτι ὁ διάβολος, ὁ πολυτεχνίτης διάβολος, ὁ παμπόνηρος ὁ ὁποῖος ἔχει αἰῶνες πάνω στήν ράχη του πονηρίας, ἔχει καταφέρει κάτι ἄλλο. Φυσικά δέν εἶναι καινούριο εἶναι πολύ παλιό, εἶναι ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά δυστυχῶς εἰς τήν Καινή Διαθήκη στό σημεῖο αὐτό ὁ διάβολος κάνει θραύσι. Τί κάνει; Κάνει μίξι ἀμείκτων· μίξι ἀμείκτων. Ἄμεικτα πράγματα, πράγματα πού δέν ἀνακατεύονται, τά ἀνακατεύει. Διότι ἄν παρουσιάση κάτι καθαρά μαγικό, αὐτό δημιουργεῖ ἀποτροπιασμόν τῶν Χριστιανῶν· ἀλλά τό καθαρά Χριστιανικό ἐνοχλεῖ τόν διάβολο καί κάνει ἕνα μίγμα.

          Καί ἔτσι βλέπετε, ἐκεῖ ἐμπνέει ὁ διάβολος τούς μάγους καί τούς ἀνθρώπους τοῦ σκοταδιοῦ, προκειμένου νά πετύχουν κάτι κατά μαγικό τρόπο χρησιμοποιοῦν θρησκευτικά ἀντικείμενα ἤ ἁγιασμένα ἀντικείμενα· ὅπως ἐπί παραδείγματι τόν ἁγιασμό· νά τόν πάρη ὁ μάγος καί νά τόν κάνη ἀντικείμενον μαγείας. Νά πάρη ἀκόμη τό Ἅγιον Μῦρο πού εἶναι ὑλικόν σημεῖον -ἀκοῦστε τί λέγω!- ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἦτο καί τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἦτο καί ἡ περιστερά· διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον οὔτε περιστερά εἶναι, οὔτε πῦρ εἶναι, μέ τήν ἔννοιαν πού τό εἶδαν οἱ μαθηταί, ἀλλά εἶναι ὑλικά σημεῖα παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

          Παίρνουν λοιπόν οἱ μάγοι καί τό Ἅγιον Μῦρο, μπαίνουν μέσα στό ἱερό καί κλέβουν τό Ἅγιον Μῦρο ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν πῶ καί τή Θεία Κοινωνία. Ἀκόμη παίρνουν τό ζέον, αὐτό πού περισσεύει στό μικρό ἐκεῖνο δοχεῖο πού βάζομε στό Ἅγιο Ποτήριο στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί χρησιμοποιοῦν πολλάκις σ’ αὐτές τίς δουλειές τούς νεωκόρους καί τίς νεωκόρισσες χρησιμοποιοῦν σ’ αὐτές τίς δουλειές τους, καί λένε «πᾶρε αὐτά τά λεφτά καί νά μοῦ φυλάξης ἐκεῖνο τό νερό τό ζεστό πού θά περισσεύση ἀπό τό ζέον, τό δοχεῖον ἐκεῖνο ἐκεῖ, τό θέλω». Καί ὁ νεωκόρος, εἴτε φιλοχρήματος, εἴτε ἄγνοια ἔχων, πουλάει αὐτά πού δέν πουλιῶνται. Καί τό παίρνουν αὐτό τό νερό καί τό κάνουν μαγικά πράγματα. Ἤ βάζουν κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νυχτερίδες ἤ… ἤ… χίλια «ἤ».

            Καί ἐδῶ βλέπομε νά ἀνακατεύεται ἡ μαγεία μέ τά θρησκευτικά πράγματα. Ἀκόμη -ἄν προχωρήσω τί νά πῶ;- παίρνουν φέρ’ εἰπεῖν τήν Σύνοψιν, τήν Ἁγία Γραφή, τό Εὐαγγέλιον κυρίως παίρνουν -κυρίως τό Εὐαγγέλιον!- καί βάζουν μέσα ἕνα κλειδί καί κάνουν κλειδομαντεία. Καί βλέπετε ἐνῶ ἡ μαντεία εἶναι δαιμονικό πρᾶγμα, χρησιμοποιοῦν ὅμως τό Εὐαγγέλιον.

           Ἤ  ἀκόμα στό λεγόμενο ξεμάτιασμα. Ἐνῶ τό νερό μέ τό λάδι ἤ τό ἁλάτι ἤ τά ἀναμμένα κάρβουνα πού θά βάλουν εἶναι μαγική πρᾶξις -εἶναι μαγική πρᾶξις!- λένε θρησκευτικά λόγια· καί αὐτά δέ ἀνακατωμένα πολλάκις ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ λαοῦ μας κατά ἕναν περίεργο καί ἀνόητο τρόπο μάλιστα, πού οὔτε νόημα βγάζεις, οὔτε τίποτε· ἀλλά ἀνακατεμένα. Χρησιμοποιεῖται ἐκεῖ καί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς Ἁγίας Τριάδας γενικά καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων καί τά λοιπά.

        Βλέπετε; Καί λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Χριστοήθεια», πού ἔχει ἕνα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στό θέμα τῶν μαγειῶν, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μαγεία εἶναι ἡ χειρότερη διότι ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καί μειγνύει, ἀνακατεύει, τά ἄμεικτα· ἐκεῖνα πού δέν ἀνακατεύονται, τά δαιμονικά, τά μαγικά μέ τά ἱερά πράγματα.

         Αὐτά παιδιά, ἄς τά ἔχωμε ὑπόψιν μας διότι ὅλα βγαίνουν μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί θά πρέπη ὁπωσδήποτε νά τά γνωρίζωμε, γιά νά προσέχωμε τήν ζωή μας, νά εἶναι πνευματική ἡ ζωή μας. Γιατί πνευματική ζωή δέν θά πῆ ἁπλῶς πηγαίνω στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ ὅλος τρόπος τῆς ζωῆς μας καί οἱ ἐνέργειες τῆς ζωῆς μας ὅλες νά ἀποπνέουν ὑγείαν καί Εὐαγγέλιον· γιατί ἀλλιώτικα λέμε ὅτι εἴμεθα Χριστιανοί, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἰδωλολατροῦμε.

         Ἀλλά, ἐνῶ πλησιάζουν εἰς τά Ἐκβάτανα, ἐκεῖ λέγει ὁ Ἂγγελος: «ξέρεις τώρα τί θά γίνη; Δέν πᾶμε γιά τά Ἐκβάτανα, πᾶμε γιά τούς Ράγους, ἀλλά θά κάνωμε ἕνα σταθμό στά Ἐκβάτανα, διότι ἐδῶ στά Ἐκβάτανα εἶναι μία οἰκογένεια μέ τήν ὁποία ἐσεῖς εἶστε συγγενεῖς· καί θά μείνωμε στήν οἰκογένεια αὐτή». Καί πραγματικά, ὅπως ἐξελίσσεται ἡ ὅλη ἱστορία, τό κύριον μέρος δέν εἶναι τόσο οἱ Ράγοι τῆς Μηδίας προκειμένου νά παρθοῦν τά χρήματα, ὅσο ἐκεῖνα πού θά διαδραματιστοῦν εἰς τά Ἐκβάτανα. Διότι ἐκεῖ ἦταν τό σπίτι τοῦ Ραγουήλ, πού εἶχε κόρη τήν Σάρρα, γιά τήν ὁποία εἶχε γίνει λόγος εἰς τό δεύτερο κεφάλαιον, ἐνθυμεῖσθε, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα δαιμόνιον.

           Καί ἐκεῖ τώρα ἀρχίζει τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τῆς ὃλης μας ἱστορίας. Ἀλλά θά συνεχίσωμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή πρώτα ὁ Θεός.


9η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εὕρεσις συνοδοῦ τοῦ Τωβία. Περί δανεισμοῦ, περιουσίας, κ.λ.π.

†.Συνεχίζομε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί στήν καινούρια μας χρονιά, δηλαδή ἐννοῶ ὄχι κατηχητική χρονιά ἀλλά μέ τήν ἀλλαγή τοῦ καινούριου χρόνου, συνεχίζομε τήν ἀνάλυσι τοῦ βιβλίου τοῦ «Τωβίτ». Ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τό 4ον κεφάλαιον, πού ἐκεῖ ὁ Τωβίτ ἐν ὄψει ὅτι ἠδύνατο νά πεθάνη, ἄφησε πνευματικές παρακαταθῆκες στό γιό του· ἔκανε δηλαδή μιά πνευματική διαθήκη. Καί ἐκεῖ τοῦ εἶπε θαυμάσια πράγματα, τά ὁποῖα εἴχαμε ἀναλύσει σέ δυό θέματα πρό τῶν Χριστουγέννων.

       Ὁ Τωβίας, ὁ γιός τ’ ἀκούει ὅλα αὐτά. Ἐδῶ φαίνεται τό θαυμάσιο παιδί, ὁ θαυμάσιος νεανίσκος ἤ ὁ νεανίας. Πόσο ἐτῶν ἦτο δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή˙ νά ποῦμε εἴκοσι χρονῶν, νά ποῦμε κάτι παραπάνω; δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἕνα μόνο, ὅτι εἶναι ὁ ὑπάκουος υἱός, ὁ πειθαρχημένος υἱός, ὁ ὁποῖος ἀκούει τόν πατέρα του. Σήμερα δέν ξέρω ἕνα παιδί εἴκοσι καί εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἕνας νέος ἄν θά μποροῦσε ἀκόμη νά ἀκούη τούς γονεῖς του. Ἂς εἶναι.

       «Καί ἀποκριθείς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ˙ πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι˙» (Τωβ. 5, 1) Πατέρα μου, θά τά κάνω ὅλα, ὅσα μοῦ εἶπες.

       Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά καί μεγαλύτερη εὐλογία γιά ἕναν πατέρα καί γιά μιά μητέρα ὅταν ἀκοῦνε ἀπό τά παιδιά τους ὅτι θά ἐφαρμόσουν ὅλες τίς παρακαταθῆκες τους. Εἶναι μιά ἀληθινή εὐλογία. Μάλιστα στήν ἐποχή μας πολλοί γονεῖς ἔχουνε μία ἀγωνία ἀπό τώρα πού τά παιδιά τους εἶναι μικρά, πολύ μικρά, νήπια στήν κούνια ἴσως ἀκόμη, καί λέγουν: «Τά παιδιά μας αὐτά στίς δύσκολες μέρες πού ζοῦμε τί θά γίνουν; Ποῦ θά φθάσουν;».

       Ἐγώ μάλιστα, ἄν δέν εἶναι τολμηρό αὐτό πού κάνω, τούς λέγω ὅτι ἴσως εἶναι εὐτυχέστεροι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς πού σήμερα δέν ἔχουν παιδιά. Βεβαίως τολμηρό -εἶπα- ἀλλά δέν εἶναι τελείως ξεκάρφωτο. Ὑπάρχουν ἐποχές πού ὁπωσδήποτε μία δυσκολία γιά τήν νέα γενεά θά ’τανε τόσο φοβερή, ἡ διαστροφή τόσο φοβερή, πού θά ηὔχετο κανείς νά μήν εἶχε παιδιά. Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν ἐποχές…

        Μία ἐποχή τέτοια φοβερή εἶναι ἡ ἐποχή μας. Ποῦ τό στηρίζω; Ὅταν ὁ Κύριος ἐπήγαινε πρός τόν Γολγοθᾶ καί ἀπό πίσω βέβαια ὁ ὄχλος, οἱ στρατιῶτες καί λοιπά, διά νά τόν σταυρώσουν, στό δρόμο μερικές εὐλαβεῖς γυναῖκες ἔκλαιγαν καί ὀδύρωντο· καί τότε ὁ Κύριος στρέφεται πρός αὐτές καί τίς λέγει: «Θυγατέρες τοῦ λαοῦ, μή κλαῖτε γιά μένα. Ἐάν αὐτά τά ὁποῖα βλέπετε γίνωνται σέ ’μένα πού εἶμαι τό χλωρό, στό ξερό τί θά γίνη;» Δηλαδή, ἄν ἔφθασε ἡ ἐποχή μας ἐμένα νά μέ σταυρώση, ἐσεῖς πού εἶστε ὁ κόσμος ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ μακράν ἀπό τό Θεό, τί ἔχετε νά πάθετε! Καί μή κλαῖτε γιά μένα ἀλλά γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά τά παιδιά σας. Γιατί θά πῆτε: «εὐτυχισμένες οἱ μάνες ἐκεῖνες πού δέν ἐγκυμόνησαν καί δέν ἐθήλασαν». Καί πράγματι ἐκείνη ἡ γενεά! δηλαδή ποιά γενεά; Ἄν ἐπί παραδείγματι αὐτές οἱ γυναῖκες κάνανε παιδιά, τά παιδιά τους ἐγίνοντο τριάντα χρονῶν, γιατί ὕστερα ἀπό μία γενεά, ἢ μᾶλλον πρίν περάση ἐκείνη ἡ γενεά ἦλθε ἡ φοβερή καταστροφή τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ὁμοία της καταστροφή δέν ἔχει στήν ἱστορία, προηγούμενό της ἡ πόλις δέν ἔχει στήν ἱστορία.

       Εἴδατε λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξε μιά ἐποχή γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ’ταν προτιμότερο νά μήν εἲχανε παιδιά γεννήση καί θηλάση; Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο πού εἶπε ἐν προφητείᾳ λίγο πρίν σταυρωθῆ, ὅτι «καί νά εὔχεσθε, λέγει, νά μή γίνη ἡ φυγή σας ἐν καιρῷ χειμῶνος»· ἐννοεῖ πάλι τήν ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ. Καί ἀλλοίμονο στίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού ἔχουν μικρά παιδιά ἢ πού ἐγκυμονοῦν· διότι πῶς θά τρέξουν; Πῶς θά φύγουν; Καί ἀκόμη αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἰώσηππος στήν ἀρχαιολογία του ὅτι σημειώθηκαν καί συμπτώματα κανιβαλισμοῦ μέσα στήν πόλι· μητέρες πού ἔφαγαν τά παιδιά τους ἀπό τήν πεῖνα.

       Εἴδατε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν ἐποχές πού θά λέγαμε ὅτι θά ’ταν καλύτερα οἱ ἄνθρωποι νά μήν εἶχαν παιδιά; Τό βλέπετε αὐτό; Ἐγώ θά ’λεγα -ἔτσι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά τό λέγω αὐτό-  ὅτι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν παιδιά, ἀπ’ αὐτή καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις καί ἀπό πολλές ἄλλες πού δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω τώρα καί ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός δέν τούς ἔδωσε παιδιά ἐννοεῖται, ὄχι ὅτι θά φροντίζουν νά μή κάνουν παιδιά, ἀλλά δέν τούς ἔδωσε ὁ Θεός παιδιά, ἀπό μίαν ἄποψι εἶναι εὐτυχεῖς. Ναί! σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Θά σᾶς παρακαλέσω αὐτό νά τό κρατήσετε πού σᾶς λέγω, γιατί συναντῶ ἀνθρώπους -μή ξεχνᾶτε ὅτι ἕνα ποσοστό τῶν ἀνθρώπων μας δέν κάνουν παιδιά- εἴτε οἱ ἄνδρες εἴτε οἱ γυναῖκες, ὅπου εἶναι ἡ αἰτία, δέν κάνουν παιδιά. Δέν ἀποκλείεται ἀπ’ αὐτόν τόν κύκλο τῶν κοριτσιῶν πού ἔχω ἐδῶ πέρα, κάποιες νά μή γίνουν μητέρες, νά μήν ἀποκτήσουν παιδιά. Νά μήν τό πάρουν ἐπί πόνου τό θέμα αὐτό, νά μή τό θεωρήσουν τόσο φοβερό ὅτι δέν ἀπέκτησαν παιδιά. Θά παρακαλέσω αὐτό νά τό θυμόσαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτά πού λέμε ἐδῶ δέν εἶναι γιά σήμερα εἶναι γιά ὅλη  σας τή ζωή. 

        Ὁ Τωβίας ὅμως εἶναι ἕνα πειθαρχημένο παιδί, παρ’ ὅλου πού ἡ ἐποχή του εἶναι φοβερή, ὅπως ἢδη ἔχομε σημειώσει πιό μπροστά στό πρῶτο θέμα, ἀλλά καί ἐδῶ κάτι πάλι θά μᾶς ἀναφέρη ὁ ἱερός συγγραφεύς, διότι εἶναι ἐν αἰχμαλωσίᾳ. Ὁ λαός τοῦ Βορείου Βασιλείου εἶχε φοβερά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό, εἶχε πέσει στήν εἰδωλολατρία καί εἰς τήν ἔκκλησιν τῶν ἠθῶν. 

       Ἦταν λοιπόν, μιά φοβερά ἐποχή· καί ἐκείνη φοβερή ἐποχή! ἀλλά ὁ Τωβίας παραμένει τό πειθαρχημένο παιδί, τό ἐκλεκτό παιδί. Ἕνας τύπος νέου ἢ νέας θά λέγαμε -ὅπως εἶναι ἡ Σάρρα ἡ ὁποία θά ξαναμπῆ τώρα εἰς τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας μας- ἕνας τύπος νέου ἤ νέας πού θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά στέκεται καλούπι γιά τόν σύγχρονο νέο, καί γιά τήν σύγχρονη νέα στήν ἐποχή μας.

       Καί «πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τό ἀργύριον καί οὐ γινώσκω αὐτόν;» Διότι ἀναφέρεται σέ δύο σημεῖα. Τί εἶπες πατέρα μου; Μοῦ ἔδωσες πολλές συμβουλές. Ἒ, σοῦ λέγω τοῦτο: «θά τά ἐφαρμόσω ὅλα.» Τό παρακάτω, μοῦ εἶπες ὅτι «ἔχεις ἐμπιστευθεῖ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας εἰς τόν Ραγουήλ καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, ἔχεις ἐμπιστευθεῖ ἕνα ποσόν δέκα ἀργυρῶν ταλάντων» -αὐτό ἦτο τό τελευταῖο σημεῖο τῆς ὅλης διαθήκης- «πές μου τώρα πῶς θά μπορέσω αὐτό νά τό πάρω;», γιατί «οὐ γινώσκω αὐτόν»· δέν τόν γνωρίζω τόν ἄνθρωπον αὐτόν.

        Φαίνεται δέ ὅτι ὁ Τωβίας οὔτε κἄν ἐγνώριζε ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ἒτσι φαίνεται· διότι ἄν εἰς τό παρελθόν εἶχε γίνει λόγος γιά τά χρήματα αὐτά, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἔτσι ἡ διατύπωσις αὐτῆς τῆς προτάσεως.

       Τίθεται ἕνα ἐρώτημα -βέβαια ἄν ἔπρεπε νά παίρνωμε στίχο στίχο, στίχο στίχο, λέξι λέξι δέν θά τελειώναμε παρά σέ τρία χρόνια τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ»· ἀλλά παρατρέχω ὅμως. Τί νά κάνω;- τίθεται τό ἐρώτημα: «τά παιδιά πρέπει νά ξέρουν τί ἔχουν οἱ γονεῖς ἀπό πλευρᾶς περιουσίας;»

         Λοιπόν παιδιά, νομίζω ὄχι. Προσέξτε μέ, νομίζω ὄχι! Μπορεῖ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μέ πολύ κόπο νά ἀπέκτησαν κάποια περιουσία, ἴσως κάποτε καί μεγάλη περιουσία, ἀλλ’ ὅταν τά παιδιά συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ γονεῖς των εἶναι πλούσιοι, δηλαδή ὅτι αὐτοί εἶναι πλούσιοι, τά παιδιά εἶναι πλούσια διότι στά παιδιά θά περιέλθουν ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀρχίζουν καί πέφτουν σέ μία… σέ μία ὀκνηρία καί πνευματική, οὔτε γράμματα θέλουν νά μάθουν πολλά, ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ἐργασίας, ἐργατικότητας. Καί ξέρετε τί λέγουν; «Ἔχει ὁ πατέρας μου!».

         Γι’ αὐτό πολλές φορές παιδιά πλουσίων ἀνθρώπων δέν βγαίνουν καλά παιδιά. Ἕνας λόγος, ὄχι βέβαια ὁ μοναδικός, ἕνας λόγος εἶναι καί αὐτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος σιγουριᾶς, ἕνα εἶδος ἀσφαλείας. «Ἀφοῦ ἔχουν οἱ γονεῖς μου, ἀφοῦ ἔχει ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου, γιατί λοιπόν ἐγώ τώρα πρέπει νά ἀνησυχῶ;» Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι οὔτε πρέπει στά παιδιά νά λέμε τί ἔχομε. Βέβαια θά μοῦ πῆτε εἶναι δυνατόν ὅλα νά κρυφτοῦν; Βεβαίως ὄχι. Ἂν ὑποτεθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα πελώριο κτῆμα, μπορεῖς νά τό κρύψης αὐτό; ὄχι. Ἀλλά ὑπάρχουν ὅμως καί πράγματα τά ὁποῖα δυνάμεθα νά κρύψωμε καί νά μή λέμε στά παιδιά μας.

         Κι ἕνα ἄλλο· παρά τόν πλοῦτον, τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν νά ἐργάζωνται καί προπαντός νά ζοῦν μέ λιτότητα· μέ λιτότητα.

         Κάποτε εἶχα διαβάσει ἕνα ἀνέκδοτο· βέβαια ἀνέκδοτο… δέν ἤτανε ἀνέκδοτο ἤτανε -στήν ἐφημερίδα τό εἶχα διαβάσει πρό πολλῶν ἐτῶν- ὡς αὐτά πού λέγονται πρό τριακονταετίας καί τά λοιπά, καί τά λοιπά. Εἶχε ἐκλεγεῖ ἕνας νέος πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν -εἶναι γνωστό ὅτι τό ἀξίωμα τοῦ προέδρου τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν εἶναι πολύ μεγάλο ἀξίωμα καί ἰδίως στήν ἐποχή μας εἶναι ἴσως τό μεγαλύτερο ἀξίωμα πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἤ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀξιώματα- καί ὁ γιός αὐτοῦ τοῦ προέδρου ὁ ὁποῖος ἐξελέγη, εἰργάζετο -αὐτά πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια· γιατί αὐτό τό ἔχω διαβάσει καί πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, βάλτε ἄλλα τριάντα χρόνια πίσω, πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια- εἰργάζετο σ’ ἕνα ὑπόστεγο μέ καπνά, κατεργασία καπνοῦ. Ὅταν ἐξελέγη ὁ πατέρας του πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ὁ γιός εἰργάζετο εἰς τό ὑπόστεγο κόβοντας καπνό. Πᾶνε καί τοῦ λένε: «ὁ πατέρας σου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἐκεῖνος ὅταν τό ἄκουσε εἶπε: «Πολύ καλά, πέστε μου τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω τώρα; Πολύ καλά ὁ πατέρας μου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, αὐτά γιά τόν πατέρα μου. Γιά μένα ὅμως τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω;» Ἔτσι πρέπει νά σκέπτωνται οἱ νέοι· ἀλλά γιά νά φθάσουν νά σκέπτωνται οἱ νέοι ἔτσι, πρέπει οἱ γονεῖς νά καταρτίσουν τά παιδιά τους ἔτσι, πού νά σκέπτωνται τά παιδιά τους μ’ αὐτό τόν τρόπο.

       «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον καί εἶπεν αὐτῷ˙ ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὅς συμπορεύσεταί σοι, καί δώσω αὐτῷ μισθόν ἕως ζῶ˙ καί λαβέ πορευθείς τό ἀργύριον.» (Τωβ. 5, 3) «καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον»· τί ἦτο; Ἦτο παρακαλῶ ἡ ἀπόδειξις· ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ὅταν τά ἐνεπιστεύθη τά χρήματα αὐτά εἰς τόν συγγενῆ του ὁ Τωβίτ πῆρε μίαν ἀπόδειξι τήν ὁποίαν φύλαξε καί τήν ὁποία ὁ Τωβίας, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν ἐγνώριζε καί τώρα τοῦ τήν ἐγχειρίζει, τοῦ τήν δίνει˙ τοῦ λέγει πάρ’ την, πάρε τήν ἀπόδειξι καί θά πᾶς νά πάρης τά χρήματα αὐτά. 

        Νά μείνω στό σημεῖο αὐτό. Θέλω νά μείνω λιγάκι. Ὅπως θά ξέρετε οἱ δοσοληψίες μέ χρήματα εἶναι πάντοτε κάτι τό πολύ πολύ ἐπικίνδυνο. Τό φαινόμενο δέ «τόκος καί τοκογλυφία» εἶναι φοβερό. Ἡ Ἁγία Γραφή καταδικάζει ὄχι μόνο τήν τοκογλυφία ἀλλά καί τό φαινόμενον τοῦ τόκου. Λέει ἐκεῖ ἕνας ψαλμός, ὅπου λέει: «ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν τόκος καί δόλος». Τόκος καί δόλος!

       Ὁ δέ Μ. Βασίλειος κάνοντας μιά ὁμιλία του εἰς τούς ψαλμούς -εἶναι ἡ δευτέρα του ὁμιλία, σ’ ἕναν ψαλμόν αὐτῶν τῶν περί οὗ ὁ λόγος- ἐκεῖ ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ τόκου καί λέγει ὅτι δέν πρέπει κανείς οὔτε νά δανείζη, οὔτε νά δανείζεται. Θά μοῦ πῆτε: «νά μή δανείζη;» Δέν εἶπε ὁ Χριστός «δανείζετε μηδέ ἀπελπίζοντες»; Παιδιά, ναί· ἀλλά τό ρῆμα δανείζω σημαίνει: «δίνω χρήματα μέ προοπτική νά τά πάρω πίσω». Ποῖα; Τό κεφαλαῖον. «Μηδέν ἀπελπίζοντες» εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἀπό καί ἐλπίζω. Σημαίνει ἐλπίζω ἀπό. Συνεπῶς σημαίνει ἔχω κάποιο διάφορον ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐδάνεισα. Εἶναι ὁ τόκος. Κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι ὁ τόκος, καί πάρω ἴσο τό κεφαλαῖο χωρίς τόκο, ὅμως ἐάν ἐδάνεισα τά χρήματά μου μέ μιά ὑστεροβουλία ὅτι «δέν ξέρεις, αὐτός τώρα πού μᾶς ζητάει χρήματα, ἄς τοῦ δώσωμε· μήπως αὔριο ἐμεῖς πᾶμε καί τοῦ ζητήσομε, ἄν ὄχι χρήματα, ἴσως μιά διευκόλυνσι σέ κάποια θέσι, μιά ἐξυπηρέτησι, ἕνα κάτι».

        Ὁ Χριστός ἀποκλύει τίς περιπτώσεις αὐτές καί λέγει: «δῶσε χρήματα νά διευκολυνθῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά δέν θά περιμένης οὔτε ἐξυπηρέτησι, οὔτε τόκο». Προσέξτε ὅμως κάτι! σέ ποιούς τότε θά δανείσωμε; Θά δανείσωμε σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ψωμί κι ἀπό γιατρό κι ἀπό ροῦχα. Δηλαδή ἤ κρυώνουν οἱ ἄνθρωποι, νά πάρουν κάτι νά ντυθοῦν· ἤ πεινοῦν, νά πάρουν ψωμί νά φᾶνε· ἤ εἶναι ἄρρωστοι, νά πᾶνε στό γιατρό ἤ νά πάρουν φάρμακα. Νά δώσωμε χρήματα γιά νά κάνη ὁ ἄλλος ἐπιχειρήσεις καί σοῦ ’πα καί μοῦ πες, ὁπωσδήποτε αὐτός ὁ δανεισμός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖον λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «οὔτε θά δανείζης, οὔτε θά δανείζεσαι». Καί ὁ δανεισμός πού ἀναφέρεται στό νά μή πεθάνη ὁ ἄλλος ἤ νά μή κρυώνη, ἤ νά γίνη καλά ἤ νά μή πεινᾶ, εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες».

        Διότι μέσα σ’ αὐτό τό «δοῦνε λαβεῖν» ὁπωσδήποτε θά ὑπάρξη ἁμαρτία. Καί ἀκόμη ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού νομίζομε δανείζοντάς του χρήματα -ὄχι γιά τόκο, νά φυλάξη ὁ Θεός, ποτέ!- ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μᾶς τά δώση. Καί αὐτά πού θά δώσωμε δέν θά εἶναι τόσα, ὥστε νά εἶναι πολλά· πόσο; ἑκατό δραχμές, χίλιες, δυό χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, πέντε χιλιάδες· τί εἶναι; Δέν εἶναι τίποτα σπουδαῖα πράγματα. Θά τοῦ λέγαμε: «κοίταξε! Σοῦ τά χαρίζω»· «μά…» «καλά, ἄν ἔχης δῶσε μου τα, ἀλλιώτικα δέν πειράζει· σοῦ τά χαρίζω»· ὥστε ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἔχει καί μᾶς βλέπει ἀπό μακριά στό δρόμο, νά μή στρίβη δρόμο καί νά μᾶς λέη καλημέρα καί μᾶς ντρέπεται. Τουλάχιστον νά αἰσθάνεται ἄνετα ὁ ἄνθρωπος. Δέν εἶχε νά μᾶς τά δώση, δέ χάλασε ὁ κόσμος· τοῦ τά χαρίζομε. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια κινεῖται τό ρῆμα «δανείζω» κατά τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ· μ’ αὐτήν τήν ἔννοια.

        Μέ τήν ἄλλην ἔννοια εἶναι ὅπως τήν λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Δέν θά δανεισθῆς, δέν θά δανείσης»· γιά νά τρῶς καλά, νά πίνης καλά, καί μετά νά μή ἔχης νά πληρώσης. Καί νά κάνωμε γάμο μέ τραπέζια καί φιέστες καί δέν ξέρω τί, γιατί δέν μποροῦμε νά παντρέψωμε τά παιδιά μας μέ λίγα χρήματα. Πρέπει νά κάνωμε ἐπίδειξι. Καί γιά νά κάνωμε ἐπίδειξι, ἀφοῦ δέν ἔχομε, πρέπει νά δανεισθοῦμε. Αὐτά δέν τά θέλει ὁ Θεός· δέν τά θέλει ὁ Θεός.

        Ἀλλά σ’ ἐκεῖνο τό «δοῦνε λαβεῖν», ὅταν μάλιστα ὑπάρχει μιά καλή λεγομένη πίστις, δέν ὑπάρχει ἀπόδειξις. «Ἒ, πάρε χρήματα, τώρα καί συγγενεῖς εἴμαστε, καί δέν ξέρω τι, καί πατριῶτες εἴμαστε!» καί δέν παίρνεις ἀπόδειξι. Κι ὕστερα ἀπό λίγο καιρό σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: «πότε μοῦ ’δωσες χρήματα;» «Βρέ παιδάκι μου, δέ σοῦ ’δωσα χρήματα;» «Ἐμένα; Πότε;» Τά ἀγνοεῖ… καί ἐκεῖ ἀρχίζει ὁ καυγάς, κι ὁ τσακωμός, καί τά δικαστήρια, καί οἱ μάρτυρες, καί οἱ ὅρκοι, πού ὅλα αὐτά τ’ ἀπαγορεύει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Γιατί δέν πῆρε ἕνα χαρτί, δέν πῆρε μία ἀπόδειξι.

         Βλέπετε λοιπόν ἐδῶ; «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον.» Ἔδωσε τήν ἀπόδειξι. Γι’ αὐτό θά σᾶς ἔλεγα ἐάν μέν κάτι σᾶς ἐμπιστευθοῦν, ἤ δώσετε ἐσεῖς καί τά λοιπά, πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί. Προσέξτε με! πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί· πάντα νά ὑπάρχη μιά κατοχύρωσι. Θά μοῦ πῆτε: «δέν ὑπάρχει καλή πίστις;» Μά ἄν ὑπῆρχε καί εἴμεθα στόν παράδεισο, οὔτε χαρτιά θά ’χαμε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τίποτε. Ἐφ’ ὅσον, παιδιά μου, οὔτε στόν παράδεισο εἴμαστε -εἴμαστε ἔξω ἀπ’ τόν παράδεισο- οὔτε καλή πίστις ὑπάρχει, καί ἐφ’ ὅσον αὐτά ὅλα μποροῦν νά δημιουργήσουν προβλήματα μετέπειτα στή ζωή μας, γιατί νά μή ὑπάρχη μία κατοχύρωσις; Ἐγώ ἔτσι τό πιστεύω -καί βλέπετε καί στήν Ἁγία Γραφή πῶς ἔχει τό πρᾶγμα- ἔτσι τό πιστεύω, ἀκριβῶς γιά νά μή φθάσουν οἱ ἄνθρωποι σέ τσακωμούς καί δικαστήρια.

      Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀπόδειξι τοῦ εἶπε καί κάτι ἄλλο ὁ πατέρας: «Ψάξε βρές ἕναν ἄνθρωπο σύντροφό σου, ὁδηγό σου, πού νά ξέρη τό δρόμο, πού τυχόν ἤ θά πηγαίνη πρός τά ’κεῖ ἤ ἐπιτέλους ἄν δέν πηγαίνη πρός τά ’κεῖ, νά τόν πληρώσωμε μέ μισθόν, ὅσο θά κρατήση νά πᾶτε καί νά γυρίσετε καί νά σοῦ δείξη τό δρόμο. Εἶσαι καί νέο παιδί ἐσύ, δέν ξέρεις τίποτα παρακάτω, ὥστε νά πᾶτε παρέα μαζί». Σημειώσατε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ποτέ ἕνας ἄνθρωπος δέν ταξίδευε. Καί δύο ἦσαν κάτι πολύ, πολύ λίγο. Ταξίδευαν συνήθως καραβάνια καραβάνια διά τήν ἀντιμετώπισιν ληστῶν καί ποικίλων κινδύνων τοῦ ταξιδιοῦ˙ μιά θύελλα, μιά κακουχία, ἕνα θηρίο, ἕνα φίδι, ἕνα λιοντάρι, ἕνα... ἕνα… ξέρω ’γώ· χίλια πράγματα. Γι’ αὐτό ποτέ ἕνας μόνος του δέν ταξίδευε. Τό ξέρετε ἀπό τήν ἱστορία αὐτό.

       Καί τότε ἐβγῆκε ὁ Τωβίας νά πάη νά βρῆ ἕναν ἄνθρωπο στήν ἀγορά. Ἐβγῆκε ἔξω νά βρῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἄρχισε νά ἐρωτᾶ στήν ἀγορά «μήπως κανείς πηγαίνει πρός τά μέρη ἐκεῖνα πρός τούς Ράγους τῆς Μηδίας;», ἦταν ἀρκετά μακριά, ἦταν πολυήμερο ταξίδι, «μήπως… μήπως;» Νά! μπροστά του βλέπει κάποιον ἄνθρωπο, κάποιον νέον, ὥριμον ἄνθρωπον· νέον, ἀλλά ὥριμον ἄνθρωπον. Τοῦ λέει: «ἐγώ πηγαίνω ἐκεῖ. Ἐγώ ἔρχομαι βοηθός σου». Ὄχι ὅτι πηγαίνω καί μέ τήν εὐκαιρία νά πᾶμε μαζί, ἀλλά ἐγώ διατίθεμαι -διατίθεμαι- νά σέ συνοδέψω.

       Καί λέγει ἐδῶ: «καί ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καί εὗρε τόν Ραφαήλ, ὅς ἦν ἄγγελος, καί οὐκ ᾔδει˙» (Τωβ. 5, 4) Ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν μᾶς ἀφήνει μέ τήν ἀγωνία «ποιός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός». Ἀμέσως μᾶς  λέγει ποιός εἶναι ὁ ὁδηγός, ἀλλά τό κρύβει ὅμως ἀπό τόν ἥρωα τῆς διηγήσεως, τόν Τωβία. Αὐτόν πού βρῆκε οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἦτο Ἄγγελος· ἤτανε ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Δέν τόν ἐγνώρισε. Σημειώσατε ὅτι ὀνόματα Ἀγγέλων στήν Ἁγία Γραφή ἔχομε μόνον τρία˙ Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ. Μόνο τά τρία αὐτά ὀνόματα ἔχομε. Κανένα ἄλλο ὄνομα δέν γνωρίζομε τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι λοιπόν, ἐμφανίζεται ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ ὡς ὁδηγός. Μπροστά του ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα ὁ Τωβίας καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ὑποπτευθῆ ποῖος ἦτο αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος˙ πορεύσομαι μετά σοῦ καί τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καί παρά Γαβαήλ τόν ἀδελφόν ἡμῶν ηὐλίσθην.» (Τωβ. 5, 6) Λέγει, θά ’ρθω μαζί σου. Τόν δρόμο τόν γνωρίζω πολύ καλά καί εἰς τόν Γαβαήλ τόν ἀδελφόν μας ἔχω ἐκεῖ πάει, καί ξέρω καί τό σπίτι του. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Γαβαήλ; Προσέξτε! δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε τά χρήματα, ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε τήν κόρη του τήν Σάρρα, πού εἶχε συμβεῖ ἐκεῖνο τό περιστατικό πού εἴχαμε πεῖ σ’ ἕνα περασμένο μας μάθημα. Γιατί ὅμως ἀναφέρει τόν Γαβαήλ; Τόν ἀναφέρει διότι ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἕνας σταθμός καί μετά θά πήγαιναν παρακάτω γιά νά πάρουν τά χρήματα. Καί πράγματι στό παρακάτω ταξίδι ὁ Τωβίας δέν πῆγε, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίας˙ ὑπόμεινόν με, καί ἐρῶ τῷ πατρί.» (Τωβ. 5, 7) Βλέπει κανένας σέ κάθε σημεῖο τήν ὑπακοή, τήν ταπείνωσι καί τήν πειθαρχία τοῦ υἱοῦ Τωβία. Τί εἶπε στόν συνοδόν του; «Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά πῶ ὅλα αὐτά στόν πατέρα μου· νά τοῦ πῶ ὅτι βρῆκα ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι αὐτός κι αὐτός καί τά λοιπά». Δηλαδή μ’ ἀλλά λόγια νά θέσω ὑπό τήν ἔγκρισι τοῦ πατέρα μου τήν παρουσία σου, τό πρόσωπό σου.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ˙ πορεύου καί μή χρονίσης.» (Τωβ. 5, 8) Πήγαινε, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἀλλά μήν ἀργήσης. «Καί εἰσελθών εἶπε τῷ πατρί˙ ἰδού εὕρηκα ὅς συμπορεύσεταί μοι. Ὁ δέ εἶπε˙ φώνησον αὐτόν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καί εἰ πιστός τοῦ πορευθῆναι μετά σου.» (Τωβ. 5, 9) Πατέρα βρῆκα συνοδόν. Μπράβο, παιδί μου, ἀλλά φώναξε τον νά τόν δῶ κι ἐγώ ποιός εἶναι, νά δῶ ἀπό ποιά φυλή εἶναι, ἐάν εἶναι ἀξιόπιστον πρόσωπον.

           Τί εἶπε; «Νά τόν δῶ!». Μά ὁ Τωβίτ δέν ἦταν τυφλός; Μά νομίζετε ὅτι μόνο μέ τά μάτια βλέπομε; Ἢ θά πιστεύατε ὅτι βλέπουν μόνον αὐτοί πού ἔχουν μάτια; Παιδιά, εἶναι μιά ἄλλη ὅρασις· μιά ἄλλη ὅρασις, τῆς ψυχῆς ἡ ὅρασις, πού μπορεῖς νά βλέπης τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά καταλαβαίνης. Ἐάν ἦταν μόνον τά μάτια, πῶς τήν παθαίνουν παρά πολλοί ἄνθρωποι; Εἶναι μιά ἀπόδειξις αὐτό. Καί τώρα ὁ Τωβίτ πῶς λέγει νά τόν δῶ, ἀφοῦ εἶναι τυφλός; Σήμαινε ὅτι μέ τίς κάποιες ἐρωτήσεις, μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς, μέ τίς ἀπαντήσεις πού θά ἔδινε ὁ ξένος αὐτός, θά μποροῦσε πολλά πράγματα νά καταλάβη ὁ γερο-Τωβίτ. Γι’ αὐτό πολλές φορές θά πρέπη νά βλέπωμε ἕναν ἄνθρωπο· νά τόν βλέπωμε. Νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Καί πάλι ἐπειδή δέν εἴμαθα καρδιογνῶσται, θά ἔχωμε ἕνα κρατούμενο. Ποτέ δέν θά ποῦμε ὅτι «ἂ, ξέρεις ἔνταξει· τόν εἶδα, εἶναι θαυμάσιος ἄνθρωπος»· ἕνα κρατούμενο! Δέν εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ἐμπνέει μιά γενική δυσπιστία, πού ἔχουνε κάποιοι ἄνθρωποι γενικά στή ζωή τους, ἀλλά ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς μᾶς διδάσκει ὅτι δέν πρέπει πάντοτε νά παραδιδώμεθα· πρέπει νά κρατοῦμε πάντα νά κρατοῦμε˙ νά λέμε: «αὐτά μέχρι τώρα, θά ἰδοῦμε παρακάτω»˙ πάντα θά ὑπάρχη ἕνα κρατούμενο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραδίδονται, ἐκεῖνοι πέφτουν πολλές φορές ἔξω καί παθαίνουν καί ζημιές.

         «Καί ἐκάλεσεν αὐτόν, καί εἰσῆλθε, καί ἠσπάσαντο ἀλλήλους» (Τωβ. 5,10) Τόν φώναξε τόν συνοδόν καί αὐτός πῆγε στό σπίτι τοῦ Τωβίτ. Καί τότε χαιρετήθηκαν μέ τόν Τωβίτ ὁ ξένος αὐτός, ὁ Ραφαήλ, ὁ Ἄγγελος.   

        «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καί ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.» (Τωβ. 5, 11) «Ἀδελφέ»· γιατί τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν»; Οἱ Ἑβραῖοι μεταξύ των ὀνομάζοντο «ἀδελφοί». Θυμηθεῖτε τόν Ἀπ. Παῦλο, ὅταν ἔγινε ἐκεῖνο τό φοβερό λυντσάρισμα εἰς τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἀνέβηκε στά σκαλοπάτια ἐκεῖ τοῦ διοικητηρίου τί εἶπε: «ἀδελφοί καί πατέρες». Ἀλλά καί σ’ ὅποια συναγωγή νά πήγαινε, πάντοτε ἔτσι ἄρχιζε τόν λόγον του: «ἀδελφοί καί πατέρες». «Ἀδελφοί» εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν αὐτή περίπου ἡλικία καί «πατέρες» εἶναι οἱ πρεσβύτεροι˙ αὐτοί πού ἔχουνε μεγάλη ἡλικία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντοτε ἐλέγοντο «ἀδελφοί», ἐπειδή οἱ πάντες κατήγοντο ἀπό ἕναν προγονόν, τόν Ἀβραάμ· γι’ αὐτό ἐλέγοντο ἀδελφοί. Γι’ αὐτό καί ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀποκαλεῖ τόν ξένον, τόν συνοδόν, τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν».

           Ἀλλά γιατί τόν ἐρώτησε ἀπό ποιά φυλή εἶναι καί ἀπό ποιά γενιά; Προσέξτε! ἡ φυλή εἶναι τό γενικόν· ἡ πατριά, ἡ γενιά, δηλαδή ἡ οἰκογένεια θά λέγαμε, εἶναι τό εἰδικόν. Νά μέν, εἶσαι ἀπ’ αὐτή τή φυλή, τώρα ἀπό τή φυλή πού μοῦ εἶπες ἀπό ποιά πατριά, ἀπό ποιά οἰκογένεια εἶσαι; Γιατί ἐρώτησε τή φυλή καί τήν οἰκογένεια; Διότι οἱ πιό πολλές φυλές εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν. Ἀλλά καί ἐκεῖνες οἱ φυλές πού δέν εἶχαν ἀποστατήσει, δέν ἦσαν ὅλοι ἀπό τήν φυλήν ἐκείνην πιστοί ἄνθρωποι. Συνεπῶς τί ἐνδιέφερε ἐδῶ τόν Τωβίτ; Τόν ἐνδιέφερε: ὁ συνοδός πιστεύει στό Θεό ἤ δέν πιστεύει στόν Θεό; Εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος ἤ δέν εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος;

          Νομίζω ὅτι ἡ ἐκλογή μιᾶς φιλενάδας -ἀφοῦ μιλάω σέ κοπέλες- μιᾶς φιλενάδας ἡ ἐκλογή αὐτό τό κριτήριο πρέπει νά ἔχη. Ξέρετε πῶς τό ἔθεσε ὁ Χριστος αὐτό; «ὑμεῖς φίλοι μου ἐσται, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ἡμῖν» εἴσαστε φίλοι μου, λέγει, ἐάν κάνετε ὅσα σᾶς λέγω. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε φίλους, ὅταν τηροῦμε ἐκεῖνα πού μᾶς λέγει. Ὅταν ὁ δίπλα μου ἄνθρωπος τηρεῖ καί αὐτός ὅσα ὁ Χριστός λέγει, τότε καί ἐγώ εἶμαι φίλος τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα μπορεῖ νά γίνη καί φίλος μου. Τό καταλάβατε αὐτό; Μπορεῖ νά γίνη καί δικός μου φίλος. Ἐάν αὐτός δέν τηρεῖ ὅσα ὁ Χριστός λέγει καί συνεπῶς δέν εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ νά γίνη δικός μου φίλος;

          Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλο κριτήριο ἔξω ἀπό τό κριτήριο αὐτό. Πολλές φορές ἀκοῦμε ποικίλα κριτήρια. Θυμοῦμαι κάποτε μιά μικρή κοπέλα, χρόνια πολλά εἶναι, ἔλεγα στή μητέρα της -ἤμουνα μαζί μέ τήν μητέρα της, ἤμουνα παιδί ἐγώ ἀκόμη- μπαίνει μέσα καί λέει: «ξέρεις, μαμά, κάνω παρέα μέ τήν τάδε συμμαθήτρια καί τά λοιπά» «Εἶναι καλή κοπέλα;» λέει ἡ μητέρα. Λέει ἡ μικρή: «μαμά, εἶναι πολύ καλή κοπέλα, φοράει καί ρολόϊ». Ποιό ἦταν τό κριτήριο; Ὅτι φοροῦσε ρολόϊ. Αὐτό ἦταν τό κριτήριο ὅτι εἶναι καλή κοπέλα. Ἀλλά αὐτό πού γελάσατε καί πού μοιάζει ἀστεῖο στήν πραγματικότητα, δυστυχῶς αὐτό παραμένει τό κριτήριο: ὅτι ξέρει ξένες γλῶσσες, ὅτι εἶναι καλή μαθήτρια, ὅτι εἶναι πλουσία, ὅτι εἶναι ἀπό μεγάλο τζάκι, ὅτι οἱ γονεῖς της τό καί το. Καί τό κριτήριον «ἐάν ἡ κοπέλα αὐτή ἔχει εὐσέβεια», δυστυχῶς δέν ἐξετάζεται. Ἀκούσατε παιδιά, ποιό εἶναι τό κριτήριον τῆς φιλίας; Τό ἀκούσατε, παιδιά; Προσέχετε πολύ στό σχολεῖο σας! Καί πολλές φορές λέμε: «παιδί μου, μή κάνεις παρέα μ’ ἐκείνη τήν κοπέλα, θά σέ καταστρέψη». Δυστυχῶς δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τήν κακή παρέα -γιατί;- διότι δέν κατενόησαν τό ἀληθινό κριτήριο τῆς φιλίας. Προσέξτε, λοιπόν, παρά πολύ παιδιά.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ» καί ἀπαντάει ὁ συνοδός, ὁ Ραφαήλ «φυλήν καί πατριάν σύ ζητεῖς ἤ μίσθιον, ὅς συμπορεύσεται μετά τοῦ υἱοῦ σου;» Τώρα ἐσύ τί μοῦ γυρεύεις; λέει ὁ Ἄγγελος, φυλή καί γενιά ἤ μισθωτόν ἄνθρωπον πού θά σταθῆ συνοδός τοῦ γιοῦ σου; «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τό γένος σου καί τό ὄνομα.» Ὄχι, παιδί μου, θά μοῦ πῆς ἀπό ποιά γενιά εἶσαι. Θά μοῦ πῆς καί τ’ ὄνομά σου. Ἐπιμένω. Βλέπετε;

        «ὅς δέ εἶπεν˙ ἐγώ Ἀζαρίας Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.» (Τωβ. 5, 12-13) Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ Ραφαήλ; Ἐδῶ προσέξτε, θά κάνω ἕνα σχόλιο. Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου τοῦ μεγάλου τοῦ ὀνομαστοῦ πού εἶναι ἀπό τή δική σου τή φυλή, ἀπό τ’ ἀδέλφια σου. Ἀλλά τό σχόλιο· περιμένετε. Θά πῆτε  εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Περιμένετε. «καί εἶπεν αὐτῷ˙» -γιά νά μή κόψω τή συνέχεια τοῦ θέματος- «ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καί μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου καί τήν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καί σύ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς; ἐπεγίνωσκον γάρ ἐγώ Ἀνανίαν καί Ἰωνάθαν τούς υἱούς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τά πρωτότοκα καί τάς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καί οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ρίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ.» (Τωβ. 5, 14) Τί ὡραῖα πράγματα! Κοιτάξτε! κοιτάξτε ἐδῶ! Νά μέ συμπαθᾶς ἀδελφέ μου, μή ὀργισθῆς λέγει ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου, νά μέ συμπαθᾶς· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι. Πάρε τό γιό μου καί πηγαίνετε. «καί ὑγιαίνων ἔλθοις» τό «ἔλθοις» μέ «οι», εἴθε νά ἔλθης, καί σύ κι ὁ γιός μου νά ’ρθῆτε καλά· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι, ἔνταξει˙ καί νά μέ συμπαθᾶς μή μέ κακίσεις πού ἤμουνα περίεργος νά  μάθω τή γενιά σου καί τ’ ὄνομά σου, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνη. Καί βλέπω ὅτι πράγματι εἶσαι  ἀπό καλή γενιά. Ἀπό καλή φυλή, ἀπό καλή γενιά. Εἶσαι ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς. Ποιᾶς; Ἐκείνης πού δέν ἀπεστάτησε ἀπό τόν Θεόν. Ἐγώ θυμᾶμαι, λέγει, καί τούς ἐγνώριζα αὐτούς καί τόν Ἀνανία καί τόν Ἰωνάθαν πού ’ταν παιδιά τοῦ Σεμεΐ τοῦ μεγάλου καί πηγαίναμε στά Ἱεροσόλυμα πρίν γίνει ἡ αἰχμαλωσία καί πηγαίναμε τά πρωτότοκα ἀπό τά γεννήματά μας, νά προσκυνήσωμε εἰς τόν ναόν τοῦ Σολομῶντος καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρόγονοί σου, παιδί μου, δέν πλανήθηκαν νά πέσουν στήν εἰδωλολατρία.

           Εἴδατε τί τόν ἐνδιέφερε τόν Τωβίτ; Ἄν εἶχε αὐτός ὁ νέος πέσει στήν εἰδωλολατρία, ἄν ἦταν εὐσεβής ἤ ἀσεβής˙ δέν πέσαν στήν εἰδωλολατρία αὐτοί. «οὐκ ἐπλανήθηκαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἀδελφέ ἐκ καλῆς ρίζης εἶ» Εἶσαι ἀπό καλή ρίζα. Ὄχι ἀπό ψηλό τζάκι, μέ τήν ἔννοια πλούσιος ἤ δυνατός ἤ σπουδαῖος· ἀπό καλή ρίζα. Αὐτή ἡ ρίζα τί; Ρίζα εὐσεβείας. Ἀφοῦ λοιπόν ἔχεις ρίζα εὐσεβείας, τότε σοῦ ἐμπιστεύομαι τόν γιό μου τόν Τωβία νά πᾶτε ταξίδι.

        Πραγματικά ὑπέροχα πράγματα, ἀλλά νά κάνωμε ἕνα μικρό σχόλιο ἐδῶ. Εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Δέν ἦτο ὁ Ἀζαρίας ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου· ἦταν ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Ἔ, λοιπόν παιδιά, προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο, πού ἐκεῖνοι πού δέν ξέρουν τήν Ἁγία Γραφή ἤ πού θέλουν πάντα νά βρίσκουν γιά νά κατηγοροῦν τήν Ἁγία Γραφή, εἶπαν ἀμέσως: «ψεῦδος! Ὁ Ἄγγελος εἶπε ψέματα!» Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν ἕνα σημεῖο πού πάρα πολλές φορές σ’ αὐτό ἐπανέρχεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός στέλνει τούς Ἀγγέλους Του ἤ ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων προσώπων. Καί ὅταν εἶναι ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων ἀνθρώπων τότε χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνο τό ὄνομα ἤ τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου οἱ Ἄγγελοι, χωρίς αὐτό νά εἶναι ψεῦδος.

           Καί σᾶς ἀναφέρω παραδείγματα, πλησμονῆ παραδείγματα. Πρῶτα πρῶτα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή· -βέβαια ὅλα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή-. Ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Ἰακώβ ὅλη νύχτα -σέ ὅραμά του νύχτα, σ’ ὄνειρό του- ἐπάλευε μέ κάποιον ἄνθρωπον; Ἦταν, λέει, Ἄγγελος Κυρίου μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε. Ἐντούτοις λέγεται ὅτι ἦταν ὁ Θεός μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε, διότι ἐκεῖ ὁ Θεός τόν εὐλόγησε. Λέγει: «δέν θά σέ ἀφήσω, ἐάν δέν μέ εὐλογήσεις». Καί τότε τόν εὐλόγησε καί τόν ἄφησε ὁ Ἰακώβ· τόν εὐλόγησε τόν Ἰακώβ καί ὁ Ἰακώβ τόν ἄφησε αὐτόν πού πάλευαν ὅλη νύχτα στόν ὕπνο του. Ὄνειρο ἦταν. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται ὁ Θεός, ἀλλά λέγεται ὅτι εἶναι Ἄγγελος.

       Ἄλλο, στή βάτο· στή βατό τήν φλεγομένην καί μή κατακαιόμενην. Μᾶς τό λέγει αὐτό καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἰς τήν ἀπολογία του. Μᾶς λέγει ὅτι ἐκεῖ «Ἄγγελος ὤφθη», Ἄγγελος. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε Ἄγγελος εἰς τήν βάτον. Τί λέγει ὅμως ἐκεῖ ὁ Ἄγγελος; Ἄλλο ὅτι δύναται νά εἶναι καί ὁ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί λέγει ἐκεῖ; «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». Θά μποροῦσε ποτέ νά πῆ ὁ Ἄγγελος «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου»; Ὁ Ἑωσφόρος εἶπε ὅτι εἶναι Θεός καί ξέπεσε. Πῶς λοιπόν θά ἔπεφταν στό ἴδιο ἁμάρτημα οἱ Ἄγγελοι λέγοντας ὅτι εἶναι Θεοί; Ποτέ· ἀλλά ἀποστέλλονται ἀπό τό Θεό, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί λέγουν: «εἶμαι ὁ Θεός σου».

         Ὅπως καί στό ὄρος Σινᾶ. Ξέρετε τί λέγει ἐκεῖ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος; «Σεῖς πού λάβατε τό νόμον εἰς διαταγάς Ἀγγέλων». Κι ὅμως ἔχομε καί τούτη τή μαρτύρια ὅτι ὁ Θεός ἐλάλησε ἐπάνω εἰς τό ὄρος Σινᾶ. Ἄγγελοι ἦσαν· ὑπηρέτησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὥστε λοιπόν -κι ἐκεῖ μάλιστα τί λέγει: «Ἐγώ» γράφει τώρα ὁ Μωυσῆς· τήν πρώτη φορά ἔγραψε δακτύλῳ Θεοῦ. Ἐγράφησαν στήν πλάκα! Μετά ὅμως τή δεύτερη φορά ὅταν ἔσπασαν οἱ πλάκες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, τότε πλέον γράφει ὁ Μωυσῆς «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου καί λοιπά, καί λοιπά. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»- ὣστε βλέπετε πῶς ἀκριβῶς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεός;

         Οἱ Ἄγγελοι οἱ τρεῖς -οἱ τρεῖς!- πού πῆγαν εἰς τόν Ἀβραάμ· τότε τούς προσκυνᾶ ὁ Ἀβραάμ καί μάλιστα λέγει «Κύριε», τό ὁποῖον ἀποδίδεται …  

        Ἕνα ἀκόμη τώρα, αὐτό ὡς πρός τό Θεό, ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο σου καί σοῦ λέγει «τό καί τό»· ἤ σέ ὅραμα καί σοῦ λέγει «τό καί τό» ἡ Παναγία ἤ ὁ Ἃγιος Νικόλαος, ἤ ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Προσέξτε! δέν εἶναι οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε ὁ Ἃγιος Νικόλαος, οὔτε ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Εἶναι Ἄγγελοι πού ὑπηρετοῦν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ Ἁγίου Νικόλαου. Καί τί λέγει ὁ Ἄγγελος ἐκεῖ; «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος», «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀχίλλιος». Δέ λέγει ψέματα· γιατί ἀποστέλλεται ἀπό τόν Θεόν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου.

         Θέλετε ἀκόμη κάτι ἄλλο; Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν βλέπη ἕνα ὅραμα στήν Τρωάδα. Ἐκεῖ ἔκανε τήν προσευχή του, ἤτανε ξυπνητός· ἔκανε προσευχή. Μές στό δωμάτιο του βλέπει ἕναν ἄντρα καί τοῦ λέγει: «Παῦλε, διαβάς εἰς Μακεδόνιαν βοήθησον ἡμῖν». Δηλαδή ἀφοῦ περάσεις τόν Ἑλλήσποντο καί ἔρθεις στήν Μακεδόνια, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης. Τί λέγει ἐκεῖ; «εἶδα» λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἄνδρα Μακεδόνα· εἶδα ἄνδρα Μακεδόνα». Ἀπό πού ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἕνας ἄνδρας Μακεδών; Ἀπό τόν τρόπο τοῦ ντυσίματος. Ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα «εἶδα ἕναν Ἀφρικανό». Ἀπό ποῦ θά τόν γνωρίζαμε ἕναν Ἀφρικανό; Ξέρω ’γώ, ἀπό τήν κελεμπία, ἀπό τά σγουρά τά μαλλιά τά μαῦρα, ἀπ’ τό μαῦρο πρόσωπο. Ὅπως ἀπό τήν ἐνδυμασία ἢ τά χαρακτηριστικά γνωρίζομε ἕναν ἄνθρωπο καί λέμε αὐτός εἶναι -ἄ, τώρα νά μπῆ κάποιος- λέμε αὐτός εἶναι Γερμανός. Ἀμέσως τόν γνωρίζομε. Εἶναι… Ἀφρικανός· ἀμέσως. Ἔτσι λοιπόν ἀναγνωρίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι αὐτός πού στάθηκε μπροστά του εἶναι Μακεδόνας καί τοῦ λέγει: «ἀφοῦ περάσεις τή Μακεδονία, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης». Ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἄνδρας ὁ Μακεδών; Ἦτο Ἄγγελος μέ ἐνδυμασία Μακεδονική.

      Βλέπετε λοιπόν ὅτι -προφανῶς δέν ἦταν κάποιος Μακεδόνας. Ἔ; Ἄγγελος, ἐξ ὀνόματος Μακεδόνος· ἐξ ὀνόματος- δέν ὑπάρχει ψεῦδος. Κανένα ψεῦδος. Ὁ Θεός ὑπηρετεῖ τά σχέδιά Του διά τῶν Ἀγγέλων· διά τῶν Ἀγγέλων! Ἐξ ἄλλου οἱ Ἄγγελοι -θά τό δοῦμε στό βιβλίο αὐτό, ὄχι σήμερα λίγο παρακάτω- οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τίς προσευχές μας στόν Θεό -καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τό ἔχομε αὐτό καί λοιπά, καί λοιπά- οἱ Ἄγγελοι. Ὅπως καί τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ Ἄγγελοι τά φέρουν. Δέν πλανῶνται οἱ Ἅγιοι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Δέν εἶναι ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ Ἁγία Μαρίνα. Δέν γυρίζουν ἐδῶ, οὔτε στόν ὕπνο μας νά τούς βλέπωμε. Οἱ Ἄγγελοι ἐξ ὀνόματος τῶν Ἁγίων!

       «Γιατί αὐτό;» θά ἐρωτήσετε. «Γιατί αὐτό;» Κατ’ ἀρχάς πιστεύω ὅτι καταλάβατε ὅτι δέν πρόκειται περί ψεύδους, διότι τό ψεῦδος ἀναφέρεται στήν πηγή τῶν πραγμάτων· διότι, ἀφοῦ ὁ Θεός στέλνει τόν ἄνθρωπον αὐτόν ἐξ ὀνόματός Του -ἐξ ὀνόματός Του, ἔτσι; Ἐξ ὀνόματός Του- τό ψεῦδος πάντα ἀναφέρεται στό Θεό. Δέν εἶναι λοιπόν ψεῦδος. Καί ἀκόμη δέν εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐκεῖνοι πού μέ τιμοῦν θά τούς τιμήσω;» Δέν ἐμφανίζεται σ’ ἕνα θαῦμα πού γίνεται -τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἕνα θαῦμα- δέν ἐμφανίζεται ὁ Χριστός· ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Γεώργιος, δηλαδή ὁ Ἄγγελος ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί τό θαῦμα γίνεται γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος· γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εἰς τήν ζωήν του ἐτίμησε τόν Χριστόν· καί τώρα ὁ Χριστός τιμᾶ τόν Ἅγιον Γεώργιον, καί τόν τιμᾶ στέλνοντας Ἄγγελο νά κάνη τό θαῦμα.

       Καταλάβατε λοιπόν παιδιά, πῶς ἔχει τό πρᾶγμα;

       Ἀλλά ἐπειδή ἡ ὥρα ἐκτύπησε ἕξι, ἐδῶ θά σταματήσωμε καί θά δοῦμε τή συνέχεια τῶν πραγμάτων παρακάτω. Ἐδῶ τώρα θά ξεκινήσουν νά φύγουν καί εἶναι μιά χαριτωμένη πορεία μέ περιστατικά εἰς τό δρόμο καί περιπέτειες, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.


8η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

29 Νοεμβρίου 2021

Η διαρκής μνήμη του Θεού.

†.Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

   Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

    Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

   Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

  Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

   Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή.


Απόσπασμα από την 7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ, συνέχεια.

†.Παιδιά, ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε μείνει σέ ἕνα τρίτο ὑπόλοιπο, ἀναφερόμενο εἰς τήν θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τό γιό του τόν Τωβία. Καί ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά θέματα -τοῦ εἶπε τό θέμα τοῦ γάμου νά προσέξη, τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης, τό θέμα τῆς σπατάλης, τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τῆς ἀρετῆς ἐν γένει- τώρα ἔρχεται νά συμπληρώση ἕνα τρίτο καί τελευταῖο τμῆμα τῆς ὅλης διαθήκης του.

            «Καί ὅ μισεῖς, μηδενί ποιήσεις» (Τωβ. 4, 15) Aὐτή ἡ φράσις θυμίζει ἐκεῖνο τό τοῦ Εὐαγγελίου «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης». Τό ἐνθυμεῖσθε; ἔ;… «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης» Ἐκεῖνο πού μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης. Ἐγώ θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό τοῦ Τωβίτ μόνο γι’ αὐτή τή φράσι θά μποροῦσε νά ἔχη μία -γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε- μία ἀπεριόριστη ἀξία, πολύ μεγάλη ἀξία, μόνο γι’ αὐτή τή φράσι τήν ὁποία φυσικά ὁ ἀρχαῖος κόσμος δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ, δηλαδή νά φιλοσοφήση. Εἶναι πραγματικά προϊόν ἀποκαλύψεως φυσικά, ἐφ’ ὅσον περιέχεται βεβαίως καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Αὐτή ἡ θέσις εἶναι ἀρνητική, δέν εἶναι θετική, δέν εἶναι «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἡμῶν», ἡ ὁποία εἶναι θετική ὄψις, ἀλλά λέγει τί δέν πρέπει νά κάνης. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐσύ μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης.

          Ἐπί παραδείγματι, δέν θέλεις νά σέ ἐνοχλοῦν σέ μεσημεριανές ὧρες καί βραδινές ὧρες πού κοιμᾶσαι ἀνοίγοντας ραδιόφωνο ἤ νά φωνάζουν ἀπ’ ἔξω. Καί σύ τό ἴδιο! ὧρες πού κοιμοῦνται ἄλλοι ἄνθρωποι μή τούς ἐνοχλεῖς. Εἶναι πραγματικά ἕνας χρυσοῦς κανών, ἀλλά ἀρνητικός. Σᾶς εἶπα: «ἐκεῖνο πού δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, μή τό κάνεις».

           Ὁ θετικός κανών εἶναι ὁ ἑξῆς: «ἐκεῖνο πού θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτό νά κάνης». Ἐπί παραδείγματι: «θέλω νά μέ ἀγαποῦν», «ἀγάπα τούς ἄλλους». «Θέλω νά μέ εὐεργετοῦν», «εὐεργέτει τούς ἄλλους» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ὁπότε βλέπετε τί μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτή ἡ θέσις ἐδῶ. Ἕνας ἄνθρωπος κρατῶντας αὐτό, θά μπορῆ νά ζῆ τό πενήντα τοῖς ἑκατό τῆς εὐσεβείας του.

          «οἶνον εἰς μέθην μή πίῃς καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου» (Τωβ. 4,15) Κρασί πού νά φτάσης σέ μέθη νά μή πιῆς· νά μή πίνης! καί ἀνθρώπους μεθυσμένους παρέα νά μή κάνης. Αὐτό σημαίνει «καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου». Κατά λέξι μεταφραζόμενο σημαίνει: νά μή  περπατήση μαζί σου μέθη στό δρόμο σου. Ἐννοεῖται δηλαδή, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μπεκρής, ἀγαπάει τό κρασί· μή κάνεις παρέα μέ μπεκρῆδες· αὐτό θέλει νά πῆ.

           Νά μείνω λίγο σέ αὐτό. Εἶναι δυνατόν οἱ γυναῖκες νά πίνουν κρασί ἤ νά πίνουν οἰνοπνευματώδη ποτά; Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει εἰς τήν πρός Τίτον ἐπιστολήν του γιά τίς Κρητικές, καί δή τίς ἡλικιωμένες γυναῖκες: «νά παραγγείλης νά μή προσέχουν τό πολύ κρασί!».(Ττ β΄ 3)  Ἔτσι λέγει εἰς τόν Τίτον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

           Δυστυχῶς τό θέμα τοῦ κρασιοῦ ἤ τῶν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν δέν προσβάλλει μόνον τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τίς γυναῖκες, καί τίς νέες γυναῖκες, καί τίς κοπέλες. Πάρα πολλές κοπέλες βγαίνουν ἀπό κέντρα διασκεδάσεως μεθυσμένες. Φυσικά στήν ἐποχή μας ἐδόθηκε ἕνας μεγαλύτερος τόνος· ὄχι μόνον ἡ μέθη ἀπό τά οἰνοπνευματώδη, ἀλλά καί ἡ μέθη ἀπό τά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι ἡ χαριστική βολή. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχη τίποτε χειρότερο. Εἶναι τό τελευταῖο σακαλοπάτι, πού ἔχει νά κατεβῆ ὁ ἄνθρωπος, τά ναρκωτικά. Διότι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά δημιουργῆ  ἕναν παράδεισο, ψεύτικον παράδεισο φυσικά, μέ τά οἰνοπνευματώδη ποτά, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά τοῦ δημιουργοῦσαν μίαν ἄλλη ἀτμόσφαιρα, θά τόν μετέφεραν σέ ἕναν ἄλλον κόσμο, φυσικά ψευδῆ· φυσικά ὅλα αὐτά εἶναι ψευδαισθήσεις. Ἐν γνώσει του ὁ ἄνθρωπος  δημιουργεῖ αὐτές τίς ψευδαισθήσεις, γιά νά δημιουργῆ μία φυγή ἀπό τόν κόσμο τῆς πραγματικότητος.

          Βρῆκε, ἀνεκάλυψε, ὅτι ὑπάρχει ἕνας τρόπος ἀκόμη ἐντονότερος, καί αὐτός εἶναι τά ναρκωτικά. Καί πάρα πολλές κοπέλες -γιατί πρός κοπέλες ὁμιλῶ φυσικά γι’ αὐτό λέω γιά τίς κοπέλες- πάρα πολλές κοπέλες, μαθήτριες ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου χρησιμοποιοῦν καί τά οἰνοπνευματώδη ποτά, καί τά ναρκωτικά. Μάλιστα μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν κάνουν κακό, δέν βλάπτουν. Βλάπτουν φοβερά! Μία κοπέλα μία ἤ δυό φορές…, μία ἤ δυό φορές νά πῆρε ναρκωτικό, τότε θά τό ἀναζητήση πάλι. Φοβερό πρᾶγμα!

            Δέν ξέρω πῶς νά μιλήσω, μέ τί γλῶσσα νά ἐκφραστῶ γιά τό μεγάλο κεφάλαιο αὐτό τῶν ναρκωτικῶν, πού δόλιοι ἐχθροί προσπαθοῦν νά καταστρέψουν ὄχι τούς Ἕλληνες, τήν ὑφήλιο ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνα ὀργανωμένο σχέδιο ἡ ὑπόθεσις αὐτή.

           Γνωρίζετε ὅτι στήν Κίνα, πού κάποτε οἱ Κινέζοι ἔπιναν χασίς, ἀπαγορεύεται νά πιοῦν ναρκωτικά ἐπί ποινῇ θανάτου; Κι ὅμως ἡ μεγαλυτέρα παραγωγή ναρκωτικῶν, χασίς καί λοιπά, παράγεται στήν Κίνα μέ προοπτική τήν ἐξαγωγή! Καί ἐξάγεται παρακαλῶ, στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική μέ σκοπό νά καταστρέψουν τόν δυτικόν κόσμον. Καί ὁ δυτικός κόσμος καταστρέφεται μέ τά ναρκωτικά. Σάν τά χαζοπούλια οἱ ἄνθρωποι, οἱ δυτικοί ἄνθρωποι, πίνουν τά ναρκωτικά καί μή ἀντιλαμβανόμενοι τόν φοβερό κίνδυνο πού ἀπειλεῖ τόν δυτικό κόσμον. Ὁ δυτικός κόσμος θά πέση ἀμαχητί μία ἡμέρα, γιατί θά ἔχη κυλισθῆ εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά καί εἰς τά ναρκωτικά.

         Ἤδη ἕνας φιλόσοφος ὁ Σπράνκερ, Γερμανός, τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό στό πρῶτο τέταρτο τοῦ αἰῶνος μας· τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό τό πρᾶγμα: «ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀργοπεθαίνει γιατί εἶναι βουτηγμένη στήν ἀνηθικότητα καί εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά». Ἄν σήμερα ζοῦσε ὁ Σπράνκερ κι ἔβλεπε ὅτι ἡ Εὐρώπη καί ἡ Ἀμερική χρησιμοποιοῦν τά ναρκωτικά, δέν ξέρω τί θά ἔγραφε. Δέν θά ἔγραφε πλέον «ἀργοπεθαίνει ἡ Δύσις», ἀλλά θά ἔγραφε «γοργοπεθαίνει ἡ Δύσις»!

          Παιδιά, κοπέλες, προσέξτε πολύ τό θέμα τῶν ναρκωτικῶν. Προσέξτε πολύ, πάρα πολύ προσέξτε! Τό πρᾶγμα ξεκινάει ἀπό τό τσιγάρο. Μές στό τσιγάρο θά σᾶς βάλουνε κάτι· θά σᾶς βάλουνε χασίς. Καί τότε, ὅταν δῆτε ὅτι σᾶς ἄρεσε τό τσιγάρο αὐτό, θά ζητήσετε καί δεύτερο· καί ἄν πήρατε καί δεύτερο, πλέον εἴσαστε στόν δρόμο νά κάνετε χρήσι τῶν ναρκωτικῶν. Γιά νά μή πῶ ὅτι αὐτό τό ἴδιο τό τσιγάρο εἶναι ἕνας πρόδρομος τῶν ναρκωτικῶν, διότι τό ἴδιο περιέχει ναρκωτικό. Ἡ νικοτίνη τί εἶναι; Ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος «καπνίζω γιατί στεναχωριέμαι», σημαίνει ὅτι μέ τό τσιγάρο, ὅταν στεναχωριέται, βρίσκει μία διέξοδο· μεταφέρεται ἔστω ἐλαφρά σέ ἕναν ἄλλον κόσμον. Δημιουργεῖται μία, τρόπον τινά λήθη, μία ἄμβλυνσι τῶν προβλημάτων καί τῆς ἀγωνίας πού διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος. Μέ τό τσιγάρο! πού σημαίνει καί ἀπόδειξι διότι ἀκόμη δέν μπορεῖ νά τό κόψη ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος τό πίνει.

           Ἄν σᾶς ποῦν ὅτι «τά σῦκα πού τρώγατε μέχρι τώρα ἦταν σκουληκιασμένα» καί ὅτι «πάντα στό ἐμπόριο τώρα ὅλα σκουληκιασμένα ἔχουν», θά ξαναφᾶτε σῦκα; Ὄχι! Γιατί; Δέν ἔχουν μέσα τίποτε πού νά διεγείρη τό νευρικό σύστημα, καί μέ πολλή εὐκολία τά ἀφήνομε. Ὁποιαδήποτε τροφή μποροῦμε νά ποῦμε δέν τήν ξανατρῶμε αὐτή, μέ πειράζει… τή σιχάθηκα… Ἀλλά τά ναρκωτικά;… Τά ναρκωτικά  δημιουργοῦν ἐθισμόν!

          Κοπέλες μου προσέξτε! κάνω ἔκκλησι στή νοημοσύνη σας· προσέξτε πολύ! μή πῆτε «ἂς πάρω ἕνα τσιγάρο νά καπνίσω!» Θά βρεθῆτε ἐκτεθημένες στόν φοβερότερο κίνδυνο πού μπορεῖ νά βρεθῆ μία κοπέλα, καί ἕνας ἄνθρωπος γενικά.

          Ἀλλά ἐδῶ λέγει ὄχι μόνο πρόσεχε νά μή φθάσης στό θέμα τῆς μέθης -διότι ἐπιτέλους λίγο κρασί δέν ἀπαγορεύεται νά πιῆ κανείς· δέν εἶναι ἁμαρτία τό κρασί αὐτό κάθ’ ἑαυτό, ἀρκεῖ νά μή φτάσωμε νά μεθύσωμε. Ἄν καί θά σᾶς συνιστοῦσα, ὄχι γιατί εἴσαστε κοπέλες, καί ἀγόρια νά εἶχα μπροστά μου, μέχρι πού νά τελειώσετε καί σχολεῖο, Γυμνάσιο, νά μεγαλώσετε, νά μή πίνετε· μή τό συνηθίσετε. Πίνετε νεράκι, τίποτε ἄλλο. Ἀργότερα, ἔ… καμμιά φορά σέ καμμιά γιορτή, λίγο στό τραπέζι, ἕνα ποτήρι κάπου καί ποῦ δέν εἶναι ἁμαρτία· ξαναλέγω δέν εἶναι ἁμαρτία!- ἀλλά ποτέ μή πιεῖτε παραπάνω ἀπό ἕνα ποτήρι τοῦ κρασιοῦ! Ποτέ μά ποτέ! Εἴτε σᾶς πιάνει, εἴτε δέν σᾶς πιάνει. Φυσικά ἄν κάποια κοπέλα ἐζαλίζετο μέ ἕνα ποτήρι, μισό ἤ καθόλου· ἀλλά ποτέ μήν ὑπερβεῖτε τό ἕνα ποτήρι κρασί, ποτέ!

          Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «οἴνῳ ὀλίγῳ  χρῶ διά τόν στόμαχόν σου καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας» (Τιμ. Α΄ 5, 23) «μηκέτι ὑδροπότει». Ἔτσι ἀρχίζει. «Μή πίνεις νερό ἀλλά νά χρησιμοποιεῖς λίγο κρασί γιά τό στομάχι σου καί τίς πυκνές σου ἀρρώστιες»· πού δείχνει ὅτι τό κρασί εἶναι τονωτικό ἐφόσον τό πιεῖ κανείς πολύ λίγο κι ὅπως πρέπει.

           Ὄχι μόνον λοιπόν αὐτό, ἀλλά καί κάτι ἄλλο: «μή κάνεις παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί». Ἕνας πού κάνει παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί, ὁπωσδήποτε θά φτάση κι ἐκεῖνος νά πίνη κρασί. Ἔτσι δέν εἶναι; «Ἐάν κάνη κανείς παρέα μέ στραβό, τό πρωί θά ἀλληθωρίζη». Ἔτσι λέει ἡ παροιμία ἡ ἑλληνική, πού δείχνει τήν ἐπίδρασι τῆς παρέας στή ζωή μας ὁπωσδήποτε. Γι’ αὐτό ἄς προσέξωμε, παιδιά, τό σημεῖο αὐτό παρά πολύ, τῆς κακῆς συναναστροφῆς. Κοπέλα πού καπνίζει ἤ μιλάει γιά τσιγάρα ἤ μιλάει γιά ναρκωτικά ἤ μιλάει γιά ἀνήθικα πράγματα ἤ λέει πράγματα πού ὁ Θεός δέν τά θέλει, νά μήν τήν κάνετε παρέα, γιατί θά χαλάσετε. Τό θέμα τῆς συναναστροφῆς εἶναι πολύ ἰσχυρό. Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος; καί τό ἔχει πάρει ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες: «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄, 33) Καταστρέφουν λέει τά χρηστά ἤθη, οἱ κακές συναναστροφές. -ὁμιλία θά πῆ συναναστροφή-.

          Καί πάλι θά ἐπαναλάβη τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐνῶ πιό πάνω τό εἶπε καί τό ξανάπε καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνει, διότι δείχνει ὅτι τόν συνέχει. Κάτι πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο τό ἀναφέρει πολλές φορές. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐλεήμονα καρδιά, γι’ αὐτό πάλι θά ἐπαναλάβη: «ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καί ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς. Πᾶν ὅ ἐάν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.» (Τωβ. 4, 16)  Δέν τό ἀναλύω, γιατί τό ἔχομε ἀναλύσει τήν περασμένη φορά.

          Καί συνεχίζει: «Συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον καί μή καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης» (Τωβ. 4, 18) Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο, τό ὁποῖον πρέπει ὁμοίως νά προσέξωμε. Λέγει «ἀπό κάθε φρόνιμον ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή». Τό νά μή κάνωμε κάτι μέ μόνη τή γνώμη μας, αὐτό δείχνει μία ἀσφάλεια. Τό νά ἐρωτοῦμε πάντοτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι γνῶσται, εἶναι πάντα μία ἀσφάλεια.

          Πῶς τό ἔλεγε αὐτό ὁ Σωκράτης εἰς τόν Ἱπποκράτη -τό γράφει ὁ Πλάτων στόν Πρωταγόρα ἴσως καί ἀλλοῦ νά τό ἀναφέρη αὐτό- ὅτι τήν γνώμη τήν σωστή τήν ἔχουν οἱ εἰδήμονες, οἱ ἔχοντες γνῶσιν. Διότι, γιά ἕνα θέμα ὁ μή εἰδήμων δέν μπορεῖ νά δώση γνώμη. Ὁ εἰδήμων μόνον, ὁ γνώστης, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά δώση σωστή γνώμη.

           Θά πᾶμε ἐκεῖ -θά ζητήσωμε συμβουλή- πού ξέρομε ὅτι θά πάρωμε σωστή συμβουλή. Ἔτσι μή κάνετε τίποτε, προπαντός σημαντικό, ὄχι ἀσήμαντα πράγματα, ἀλλά κάτι τό σημαντικό, χωρίς νά πάρετε μία γνώμη ἑνός μεγαλυτέρου. Ἀλλά αὐτός ὁ μεγαλύτερος θά διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ. Διότι ἄν δέν ἔχη εὐσέβεια, τότε ἡ γνώμη πού θά πάρετε θά εἶναι μωρή, θά εἶναι ἴσως καταστρεπτική. Μή βλέπετε, γιά νά πάρετε γνώμη, ἄσπρα μαλλιά· γιατί ὑπάρχουν ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι καί ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουνε γεράσει, ἔχουνε ἀσπρίσει, ἀλλά μυαλό δέν ἔχουνε βάλει. Εἶναι δυστύχημα καί μπορεῖ νά συμβουλεύσουν τίς νεώτερες κοπέλες φοβερά πράγματα, καταστρεπτικά πράγματα! Μπορεῖ νά βρῆτε σύνεσι σέ μία κοπέλα δεκαπέντε χρονῶν καί νά μή βρῆτε σύνεσι σέ μία ἡλικιωμένη κυρία τῶν ἑξήντα καί ἑβδομήντα ἐτῶν. Γι’ αὐτό μή βλέπετε πάντοτε τά ἄσπρα μαλλιά. Αὐτό τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐκεῖ ἡ «Σοφία Σολομῶντος»· λέει ὅτι: «ἡ σοφία καί ἡ γνῶσις καί ἡ σύνεσις δέν εἶναι ἀπό τά ἄσπρα μαλλιά». Ἀλλά θά δῆτε, θά μετρήσετε, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐσεβής; Ἔχει βαρύτητα;» Θά πᾶτε νά ἐρωτήσετε μόνον ἐάν διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ καί ἐπί διακριτηκότητι, νά εἶναι διακριτικός ἄνθρωπος, νά ξεχωρίζη τό σωστό καί νά μπορῆ νά σᾶς δώση στήν πρέπουσα περίπτωσι, τήν πρέπουσαν ἀπάντησι.

          Ἔτσι τό νά ἐρωτοῦμε εἶναι ἀσφαλές. Καί νά μήν περιφρονήσης, λέγει ἐδῶ, τήν γνώμη τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου.

          «Καί ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καί πᾶσαι αἱ τρίβοι καί βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τά ἀγαθά καί ὅν ἐάν θέλῃ, ταπεινοῖ καθώς βούλεται» (Τωβ. 4, 19) Καί κάθε στιγμή νά δοξολογῆς τόν Κύριον καί Θεόν σου, καί ἀπό αὐτόν ζήτησε ὅ,τι θέλεις, ὥστε οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου νά σταθοῦν ἴσιοι, καί τά μονοπάτια σου, καί ἡ σκέψις σου, νά εὐοδωθοῦν. Γιατί κάθε λαός δέν ἔχει δική του κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά, καί ὅποιον θέλει ταπεινώνει κι ὅποιον θέλει εὐοδώνει.

           Γιά νά τό ἀναλύσωμε αὐτό.

           Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

           Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

           Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

           Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

           Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

           Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή. Ἀλλά πιό πολλά θά πῶ τό βράδυ· ὅσες κοπέλες μείνετε θ’ ἀκούσετε πάνω στό σημεῖο αὐτό.

            Πάντως κάθε στιγμή πρέπει νά δοξάζωμε τόν Θεό· «ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! νά ἔλεγε κανείς, γιά τό κάθε τί «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἐκεῖ πού βλέπετε ἀνθρώπους νά ἀναστενάζουν, ἰδίως οἱ γυναῖκες μέσα στό σπίτι τους, γιά τό α΄ ἤ β΄ θέμα ἤ πρόβλημα, νά ἀναστενάζουν ἐκ βαθέων, ἔτσι νά καταρῶνται κάποτε, νά ἀγκομαχοῦν. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά μή λέη κανείς «δόξα τῷ Θεῷ»; Τί ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· «δόξα τῷ Θεῷ» γιά ὁ,τιδήποτε, μά εἴτε εὐχάριστο εἶναι, εἴτε δυσάρεστο εἶναι. Ξέρετε τί ὡραῖο κλῖμα δημιουργεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δοξάζη πάντα τόν Θεό;

         «Καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον», νά ζητῆς, λέγει, ἀπό τόν Θεόν πάντοτε ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχεις ἀνάγκη. Ἐάν, παιδιά,  ὁ Θεός δέν εἶναι γιά μᾶς ὁ Πατήρ, τότε τί εἶναι; Τότε ποιός εἶναι ὁ πατέρας μας; Ποιά εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας; Ἡ σιγουριά μας, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας ποιό εἶναι, ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ προνοητής μας, ὁ προστάτης μας, δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας; Πρός ἐκεῖνον θά στρεφώμεθα πάντοτε.

          «Γιά νά εὐοδωθοῦν, λέει, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου, γιά νά πᾶς καλά στή ζωή σου». Ὅταν λέμε τό «καλά» μή πηγαίνει τό μυαλό σας στά ὑλικά πράγματα. Πολλοί ἄνθρωποι εὐσεβοῦν, γιατί λέτε; Γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές τους· οἱ ὑποθέσεις τους· νά ἔχουν ὑγεία· πρῶτα πρῶτα νά ἔχουν ὑγεία, ὕστερα… ὕστερα νά ἔχουν ὑλικά ἀγαθά.

          Δέν ξέρω πῶς θά ἄκουγαν ἐκεῖνο τό πατερικό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Πῶς τό ἀκοῦτε αὐτό; Οἱ Πατέρες τό λένε αὐτό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Γιατί; Διότι πολλές φορές μία πάρα πολύ καλή ὑγεία δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα αὐτονομίας καί αὐτοσιγουριᾶς. Σάν νά μήν ἔχωμεν ἀνάγκη τόν Θεό. Μπορεῖς νά δοξάζης τόν Θεό, λοιπόν, ὅταν κάτι πάντα ἔχης; Ἤ τουλάχιστον νά εὐλαβῆσαι τόν Θεό, νά Τόν ἀγαπᾶς, ὄχι γιατί θά σοῦ δίνη τήν ὑγεία; Ἤ ἀκόμα ὄχι διότι θά σοῦ δίνη ὑλικά ἀγαθά; Αὐτό ἔχει ἀξία! Ἐκεῖ φαίνεται, ὅταν ἔρθη ἕνας πειρασμός, ἐάν τό κριτήριό μας, τό ἐλαττήριό μας ἤτανε τά ὑλικά ἀγαθά. Τότε τί γίνεται; Σέ ἕνα πειρασμό ἐγκαταλείπομε τόν Θεό, στρεφόμεθα ἐναντίον Του, καί ὑβρίζομε τόν Θεόν. Θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά λέγουν: «δέν ὑπάρχει Θεός· γιατί ἄν ὑπῆρχε, λέει, ὁ Θεός θά μέ ἔβλεπε πόσο ἐγώ ὑποφέρω καί θά μέ βοηθοῦσε». Ἀκοῦτε βλάσφημα λόγια; Ἀκοῦτε; Παιδιά, ἡ μεμετριασμένη πτωχεία εἶναι ἀγαθόν.

           Ἄν τό θέλετε μέ τήν εὐκαιρία, ὁ πρῶτος μακαρισμός τό λέγει αὐτό. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὁπωσδήποτε ἔχετε ἀκούσει τήν ἑρμηνεία ὅτι «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες· ἴσως καί στό σχολεῖο σας. Δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Βέβαια πατέρες τό ἑρμηνεύουν καί αὐτό, ὅτι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες. Ἀλλά εἶναι ἄν πάρωμε τό παράλληλον τοῦ Λουκᾶ, πού λέγει ἁπλῶς: «μακάριοι οἱ πτωχοί», δέν λέει «πτωχοί τῷ πνεύματι», «μακάριοι οἱ πτωχοί», παρακάτω λέει: «οὐαί τοῖς πλουσίοις», δέν λέει «τοῖς ὑπερηφάνοις», ἄν ὑποτεθῆ ὅτι πτωχός εἶναι ὁ ταπεινός.

            Συνεπῶς ἀκοῦστε πῶς θά τό ἑρμηνεύσω τώρα. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» θά πῆ: διά τοῦ ἰδίου των πνεύματος, δηλαδή διά τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Εἶναι μετοχή τοῦ μέσου, τοῦ τρόπου ἄν θέλετε. Μέ ποιόν τρόπο θά γίνω μακάριος; Μέ τό νά εἶμαι φτωχός μέ τήν προαίρεσί μου. Νά εἶμαι πτωχός μέ τήν προαίρεσί μου, μέ τή θέλησί μου, δηλαδή νά μή θέλω νά εἶμαι πλούσιος. Ἔτσι, ὅταν δέν θέλω νά εἶμαι πλούσιος, τότε ἡ εὐλάβειά μου δέν θά ἔχη ἐλαττήρια ταπεινά. Δέν θά εὐλαβοῦμαι τό Θεό γιά νά ἔχω ὑγεία, γιά νά ἔχω πλούτη. Δέν θά ἀνάβω τό κεράκι μου γιά νά παρακαλῶ τόν Θεό νά πηγαίνουν ὅλα καλά. Ἀλλά ἡ εὐόδωσις πού λέγει ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται; Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀκεραιότητα καί στήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ: νά προκόβη ἡ ψυχή! νά προκόβη ἡ ψυχή!

           Καί ἑρμηνεύει καί λέγει ὅτι: «οἱ λαοί δέν ἔχουν δική τους, λέει, κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά ὅπου θέλει, καί ὅπου θέλει ταπεινώνει»· πού σημαίνει ὅτι ὅσο νά τρέχη, ὅσο νά θέλη, «οὐ τοῦ τρέχοντος, οὐδέ τοῦ θέλοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Ὅ,τι θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός, καί ὅσο θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός. Ἐσύ ζήτα τήν ἁγιότητα. «Ζητεῖτε, λέγει, πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄, 33). Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια πού ἦρθε νά μᾶς κηρύξη ὁ Χριστός, καί πού ὁ Τωβίτ τώρα τά λέγει αὐτά στό γιό του τόν Τωβία.

            «Καί νῦν παιδίον μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καί μή ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου». (Τώβ. 4, 19) Ἐδῶ τελειώνει. Καί τελειώνει μέ αὐτήν τήν φράσιν τήν ἀνακεφαλαιωτικήν: «καί τώρα, παιδί μου, νά θυμᾶσαι αὐτά πού σοῦ εἶπα. Νά θυμᾶσαι τίς ἐντολές μου, καί νά μή σβήσουν ἀπό τήν καρδιά σου. Γράψε αὐτά πού σοῦ εἶπα βαθειά μέσα στήν καρδιά σου, καί μή τά ξεχάσεις. Γιατί ἄν ἡ καρδιά σου γίνη ὁ πίνακας πού θά γραφτοῦν, τότε θά μπορέσης νά ζήσης ἀληθινά κατά Θεόν εὐτυχισμένος».

            Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ. Ἐνῶ εἶπε τόσα πράγματα -τρεῖς ὧρες μιλήσαμε, τρία θέματα κάναμε γιά τήν διαθήκη αὐτή- δειλά δειλά βάζει κάτω κάτω καί τό ὑλικό στοιχεῖο· δειλά δειλά γιά νά δείξη πόσο κατώτερο εἶναι τό ὑλικό στοιχεῖο πού δέν ἔχει καί πάρα πολλή σημασία.

          «Καί νῦν ὑποδεικνύω σοι τά δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἅ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας». (Τωβ. 4, 20) Κοίταξε, παιδί μου, τώρα σοῦ ὑπενθυμίζω, σοῦ ὑποδεικνύω τά δέκα τάλαντα. Ἐνθυμεῖσθε, πού ὅταν ἠργάζετο στό παλάτι τοῦ Βασιλέως εὐθύς μετά τήν αἰχμαλωσία του -λέγαμε στό πρῶτο κεφάλαιο, καί σᾶς εἶπα νά ἐνθυμεῖσθε αὐτό τό σημεῖο- ὅτι εἶχε κερδίσει ἀρκετά χρήματα. Ἔδινε ἐλεημοσύνες… ἐλεημοσύνες…. ἐλεημοσύνες… ἐντούτοις τοῦ ἐπερίσσευσαν δέκα τάλαντα. Δέκα τάλαντα εἶναι παραπάνω ἀπό τριακόσιες ὀκάδες ἀσήμι. Δηλαδή ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό ποσόν. Τό ἕνα τάλαντο ἦτο περίπου τριάντα ὀκάδες -περίπου- ἀσήμι. Αὐτά τά εἶχε ἐμπιστευτεῖ σέ ἕνα του πατριώτη καί συγγενῆ εἰς τόν Γαβαήλ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἐνῶ τώρα αὐτοί εὑρίσκονται εἰς τήν Ἀσσυρία, στή Νινευή. Ἡ Μηδία εἶναι βορειοανατολικά τῆς Νινευή, πολύ μακρινό ταξίδι, ἀρκετές ἡμέρες ταξίδι, μέ τά πόδια ἐννοεῖται. Ὥστε, ἐκεῖ εἶχε ἐμπιστευτεῖ αὐτά του τά χρήματα.

            Βεβαίως εἶχε πτωχύνει. Δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πάη νά τά πάρη. Τώρα ὅμως τά λέγει στό παιδί τά χρήματα αὐτά, τά ἀποκαλύπτει. Καί λέγει: «παιδί μου, ἐκεῖ ἔχω τά χρήματα αὐτά· θά ἰδοῦμε τώρα πῶς θά γίνη νά πᾶς νά τά πάρης. Ἐγώ πάντως σοῦ λέγω ὅτι ὑπάρχουν τά χρήματα αὐτά· δέν ἔχομε ἄλλη περιουσία παρά μόνον αὐτή». Εἴδατε ποῦ τήν ἔβαλε τήν περιουσία τήν ὑλική; Κάτω κάτω.

             Σέ διαθῆκες πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ περασμένου αἰῶνος, καί τοῦ πρό περασμένου, καί τοῦ πρό πρό περασμένου, δηλαδή  17ου, 18ου, 19ου αἰῶνος καί πολύ πίσω, ὄχι τοῦ 20ου αἰῶνος- καί πού σώζονται τέτοιες διαθῆκες ἐντελῶς ἰδιωτικές, ἂς ποῦμε σέ νησιά, σέ χωριά, σέ ἀρχεῖα ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία, σέ μοναστήρια -σώζονται τέτοια ἀρχεῖα πολλά- θά λέγαμε ἰδιωτικῆς χρήσεως διαθῆκες, ξέρετε πῶς ἄρχιζαν; «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγώ ὁ τάδε, ἔχοντας σωστά τά μυαλά μου -δέν εἶμαι τρελλός δηλαδή νά κάνω ὥστε νά ἀκυρωθῆ ἡ διαθήκη μου, ἔχοντας σῶες τίς φρένες μου- γράφω σήμερα μπροστά στούς τάδε καί τάδε μαρτύρους τή διαθήκη μου. Ἀφήνω ἐκεῖνο τό χωράφι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό ἀμπέλι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό σπίτι μου ἐκεῖ». Ἔδιναν στά παιδιά τους, ἔδιναν στά μοναστήρια, ἔδιναν στίς Ἐκκλησίες, ἔδιναν στούς φτωχούς. Καί μετά στό τέλος λέει: «ἔχομε μπροστά μας τούς μάρτυρες πού θά βάλουν τήν ὑπογραφή τους, ἀλλά ἔχομε καί μάρτυρά μας τόν Θεόν· ἔχομε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο, τόν Ἅγιο τοῦ χωριοῦ, τήν Παναγία». Βλέπετε ὅτι δέν ὑπῆρχε μόνο τό ὑλικό στοιχεῖο. Καί ξεκινοῦσε ἡ διαθήκη μέ τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.

           Σήμερα ἔτσι γράφονται ἄραγε οἱ διαθῆκες; ἔτσι γράφονται; Γι’ αὐτό σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι καί τά παιδιά γίνονται ἀπό πολλά χωριά· ὅσα παιδιά τόσα χωριά γίνονται, πάνω στό θέμα τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας!

           Μέ τήν εὐκαιρία -εἴσαστε πολύ μικρές κοπέλες, ἀλλά ὄχι καί πάρα πολύ μικρές, ἄν λάβη κανείς ὑπόψιν ὅτι μπορεῖ νά ἔχω ἐδῶ κοπέλες τῶν 16, 17 χρόνων, καί ὅτι μπορεῖ τοῦ  χρόνου, τοῦ παραχρόνου νά παντρευτῆτε- παιδιά, προσέξτε μή ζητᾶτε ἀπό τόν πατέρα σας νά σᾶς δίνη ἐκεῖνο πού ἐσεῖς θέλετε. Ἄστε νά σᾶς δώση ὅ,τι θέλει ὁ ἄνθρωπος καί ὅπως εὐκολύνεται· ποτέ μή ζητᾶτε, εἴτε τά ἀγόρια εἴτε τά κορίτσια. Καί ἄν ὁ πατέρας σας ἀφήση διαθήκη, καί κάνει διανομή, ποτέ μήν πῆτε ὅτι στόν τάδε μου ἀδελφό, ἤ στήν τάδε μου ἀδελφή ἔδωσε περισσότερα. Αὐτά σοῦ ἔδωσε, τελείωσε. Κάποτε τά χωράφια δέν εἶναι στάρι νά τά βάλωμε στή ζυγαριά, νά βγάλωμε ἴσια κομμάτια. Ἔ…, αὐτό τό χωράφι μπορεῖ νά εἶναι λίγο πιό μεγάλο ἀπό ἐκεῖνο· ἔ…, τώρα πῶς θά τό κάνωμε; Ἄν τό ἔδινε σέ σένα, θά ζήλευε ἡ ἄλλη ἤ ὁ ἄλλος· ἔ…, πῶς νά γίνη τώρα;

           Προσέξτε! ποτέ μή ζηλέψετε. Καί ποτέ μή φτάσετε σέ κακία μέ τά ἀδέλφια σας, ἤ σέ δικαστήρια. Φοβερό πρᾶγμα! Ἀλλά μέ πολλή ἀγάπη δεχτεῖτε ἐκεῖνο πού θά σᾶς δώσουν οἱ γονεῖς σας, καί τίποτε ἄλλο. Καί τίποτε νά μή σας δώσουν, νά μείνετε εὐχαριστημένοι, γιατί θά ἔχετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Θά ἤξιζε -ἐρωτῶ- θά ἤξιζε σάν ἀδέλφια καί σάν γονεῖς μέ  παιδιά νά εἶναι τσακωμένοι μία ὁλόκληρη ζωή, πού εἶναι τόσο μικρή ἡ ζωή μας, καί νά χάσωμε τήν εἰρήνη μας, καί νά χάσωμε τήν ἀγάπη μας γιά πέντε καί δέκα στρέμματα; Θά ἤξιζε; Ἐρωτῶ! Γι’ αὐτό νά εἴσαστε ἀνώτεροι χρημάτων, ἀνώτεροι κτημάτων, ἀνώτεροι προίκας· ὅ,τι δώσει ὁ πατέρας, τίποτε ἄλλο· κι ἄν δώση, ξαναλέω, ἕως ἐκεῖ· τίποτε ἄλλο! Μή σᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά. Ἀκοῦμε πολλά, γι’ αὐτό λέμε αὐτά τά συμπεράσματα, ἔχοντας δέ καί πάντοτε φυσικά ὁδηγό μας αὐτόν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

            Καί τώρα, ἐνῶ τοῦ ὑποδεικνύει τά χρήματα -τά ὁποῖα σᾶς εἶπα, ἦταν ἕνα σεβαστό ποσόν- τοῦ λέγει κάτι πού νομίζω ὅτι θά ἦταν ἀποπνευμάτωσι τῆς ὑποδείξεως τῶν χρημάτων· ἀποπνευμάτωσι! Αὐτά τά χρήματα πού τοῦ τά ὑποδεικνύει, τώρα τά κάνει καί αὐτά πνεῦμα. Κάτι, πού δέν ξέρω πόσοι γονεῖς θά μποροῦσαν αὐτό νά τό ποῦν στά παιδιά τους σάν ἕνα προνόμιο κάποτε, καί σάν κάτι πού νά τούς κάνη νά ἔχουν τό κεφάλι τους ψηλά.

              Ἀκοῦστε: «καί μή φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν». Καί μή φοβᾶσαι, παιδάκι μου, πού ἔχομε πτωχεύσει· μή φοβᾶσαι. Ἀκούσατε; Τρέμουν τά παιδιά, ὅταν δοῦν τούς γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη· ἤ οἱ γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη γιά τά παιδιά τους τρέμουν. Τί θά κάνωμε; εἴμαστε φτωχοί! «Μή φοβᾶσαι, λέγει παιδί μου, γιατί ἔχομε φτωχύνει». Καί τό σπουδαῖο; «Μή ντρέπεσαι!» Ντρέπονται οἱ ἄνθρωποι νά φανοῦν ὅτι εἶναι φτωχοί. Ντρέπονται.

            Γιατί νά μή φοβηθῆς ἤ νά μή ντραπῆς; «ὑπάρχει σοι πολλά, ἐάν φοβηθῇς τόν Θεόν». Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ἔτσι νά τά διαβάζη κανείς, καί νά συνταράσσεται. «Γιατί σέ σένα ὑπάρχουν πολλά, ὑπάρχει πολλή περιουσία». «Ποιά περιουσία, πατέρα;» θά ἔλεγε ὁ Τωβίας. Προσέξτε! «μή φοβᾶσαι ὅτι φτωχύναμε», καί τώρα «σέ σένα ὑπάρχουν πολλά. Ναί, ὑπάρχουν πολλά, ἔχεις μεγάλο θησαυρό!». Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός; Ὄχι τά δέκα τάλαντα. «Ἐάν φοβηθῆς τόν Θεό, ἐάν ἔχης φόβο Θεοῦ, εἶσαι πλούσιος, παιδί μου». Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει φόβο Θεοῦ, δέν θά πεινάση! δέν θά πεινάση.

           «Καί ἀποστῇς ἀπό πάσης ἁμαρτίας καί ποιήσῃς τό ἀρεστόν ἐνώπιον αὐτοῦ.»  (Τωβ. 4, 21) Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας· ἐάν φοβῆσαι τόν Θεόν, ἐάν ἀπέχης ἀπό κάθε ἁμαρτία, κι ἄν κάνης ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος! Μή γιά μία στιγμή πῆς: «ἄ!... ὥστε πατέρα, ἔχω δέκα τάλαντα; Ὥστε ἡ περιουσία μου ἐμένα εἶναι δέκα τάλαντα;» Ὄχι, μή φοβηθεῖς, μή πεῖς τέτοια πράγματα· τά ἀποπνευματώνει ὁ Θεός. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πλοῦτος σου καί τό κεφάλαιό σου.

           Ἐδῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, τελειώνει ἡ θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία. Καί ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, γιά μᾶς εἶχε νά μᾶς πῆ τόσα… τόσα πολλά πράγματα.

            Ἄς τή διαβάσωμε τώρα ὁλόκληρη σέ μία ἀπόδοσι τρέχουσα, σέ μία μετάφρασι, ὥστε νά πάρωμε μία εἰκόνα ὁλοκλήρου της διαθήκης:

           «Παιδί μου, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνω, φρόντισε γιά τήν ταφή μου. Καί τή μητέρα σου μετά τό θάνατό μου μή τήν περιφρονήσεις, νά τήν τιμᾶς ὅσο ζεῖς. Δῶσε της χαρά κάνοντας αὐτό πού θέλει, καί μή τήν πικροχολιάσεις. Θυμήσου, παιδί μου, πόσο κινδύνεψε ὅσο στά σπλάχνα της σέ κυοφοροῦσε. Ὅταν πεθάνη, φρόντισε γιά τήν ταφή της, καί θάψε την στόν ἴδιο τάφο μέ μένα.

            Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά ἔχης στή μνήμη σου καί στή καρδιά σου τόν Θεό. Μή θελήσεις νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του. Τήν ἁγιότητα νά ἀκολουθῆς καί τῆς κακίας τά μονοπάτια μή βαδίσεις. Γιατί, ὅταν κάνης τό ἀγαθό, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά σφραγίζη τά ἔργα σου, ὅπως καί ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται τό καλό.

            Ἀπό τά ὑπάρχοντά σου κάνε ἐλεημοσύνη καί μή τσιγκουνευτεῖ τό μάτι σου σ’ αὐτό πού δίνεις. Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου ἀπό κάθε φτωχό, γιά νά μήν ἀποστρέψη καί ὁ Θεός τό πρόσωπό Του ἀπό ἐσένα. Ἀνάλογα μέ τήν εὐλογία πού ἔχεις, τά ἀγαθά σου, κάνε τήν ἐλεημοσύνη σου· κι ἄν ἔχης λίγα, ἀπό τά λίγα μή φοβηθεῖς νά δώσης. Ξέρε τό· πρᾶγμα καλό γιά τόν ἑαυτό σου ἀποταμιεύεις γιά τίς δύσκολες πού τυχόν ἡμέρες θά ἔλθουν. Ἡ ἐλεημοσύνη ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο γλιτώνει, καί δέν σ’ ἀφήνει στό σκοτάδι νά μπῆς τῆς κολάσεως· καί τοῦτο, γιατί δῶρο ἀγαθό εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη γιά ὅσους τήν κάνουν μπροστά στό Θεό.

            Παιδί μου, πρόσεξε τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε λογῆς ἁμάρτημα σαρκικό.

            Πάρε σύζυγο ἀπό τήν πατρίδα σου καί ἀπό τή γενιά σου, καί ἀπό χώρα ξενική μή πάρης. Εἴμαστε παιδιά ἁγίων καί προφητῶν: τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ. Θυμήσου, παιδί μου, τό γάμο τό δικό τους καί πόση εὐλογία πῆραν αὐτοί καί τά παιδιά τους, ὥστε οἱ ἀπόγονοί τους φτιάξαν πατρίδα. Καί τώρα, παιδί μου, ἀγάπα τούς συμπατριῶτες σου, καί μή στήνεις καρδιά ὑπερήφανη νά θέλης ἀπό ξενομανία νά πάρης σύζυγο ἀπό χώρα ξενική. Μή ξεχνᾶς ὅτι στήν περηφάνεια χαμός καί ἀκαταστασία ὑπάρχει.

            Στή σπατάλη πάντα λιγόστεμα καί φτώχεια μεγάλη θά βρῆς, γιατί σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας.

           Ὅταν ἄνθρωπος σοῦ δουλέψη, μή τοῦ κατακρατήσεις τή δούλεψί του, ἀλλά εὐθύς νά τόν πληρώσης. Ἐάν δουλέψης τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σου, μισθός θά σοῦ ἀποδοθῆ.

            Παιδί μου, πρόσεχε σέ ὅλες σου τίς πράξεις. Νά εἶσαι εὐγενικός καί πολιτισμένος στίς κοινωνικές σου σχέσεις. Αὐτό πού μισεῖς, σέ κανέναν μή τό κάνεις. Μή πιῆς κρασί γιά νά μεθύσης. Ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶνε τό κρασί μή πορευθεῖς μαζί τους.

            Μοίραζε τό ψωμί σου μέ αὐτόν πού πεινᾶ, καί τά ροῦχα σου μέ αὐτόν πού κρυώνει. Ὅ,τι σοῦ περισσεύει, κάνε το ἐλεημοσύνη χωρίς τσιγκουνιά.

            Ἀπό φρόνιμο ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή καί ποτέ σου μή τήν περιφρονήσεις.

            Κάθε στιγμή δοξολόγει Κύριον τό Θεό σου. Κάνε Του γνωστά τά ζητήματά σου, καί νά περπατᾶς σωστά καί προκομμένα στή ζωή σου. Κάθε λαός δέν ἔχει ἀπό μόνος του γνώμη σωστή. Ὁ Κύριος δίνει ὅλα τά ἀγαθά ἤ κατά τήν κρίσι Του ταπεινώνει.

            Καί τώρα παιδί μου, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα, καί ἀπό τήν καρδιά σου ποτέ νά μήν σβηστοῦν.»     

            Αὐτά.

            Ἀλλά πρίν κλείσωμε θά σᾶς ἔλεγα ἀκόμα δυό λόγια μένοντας ἀκόμη λίγα λεπτά. Βεβαίως θά συνεχίσωμε 8 Ἰανουαρίου, πρῶτα ὁ Θεός.

             Ἀλλά τώρα λίγα λόγια ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν πού ἔρχονται. Θά γιορτάσωμε τά Χριστούγεννα· θά γιορτάσωμε κι ἄλλες γιορτές· καί τήν Πρωτοχρονιά· θά γιορτάσωμε καί τῶν Θεοφανείων· κι ἄλλες γιορτές… καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί τοῦ Ἁγίου Γεδεών -στόν Τύρναβο πού εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος Γεδεών-. Ὅλες αὐτές οἱ γιορτές ὁπωσδήποτε εἶναι πλαισιωμένες μέ ἕνα πανυγηρικό τόνο. Σχολεῖα δέν ἔχετε· πολλά γλυκά ὑπάρχουν, δῶρα πολλά… Τέλος πάντων, αὐτό τό δεκαπενθήμερο ἔχει ἕναν ξεχωριστό τόνο ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες. Πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές; Πῶς θά τίς περάσωμε;

            Ὁ γνώμων, τό κριτήριο, πού θά πρέπη νά στέκεται γιά μᾶς «πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές» εἶναι τό μεγάλο γεγονός, πού θά γιορτάσωμε, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αἰσθανώμαστε τί θά γιορτάσωμε, δέν μπορεῖ νά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά· διότι, ὅταν αἰσθανώμεθα ὅτι αὐτός ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, καί αὐτό τό μεγάλο γεγονός πρέπει νά τό μεταφέρωμε στή ζωή μας, πῶς θά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά;

           Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς βρίσκουν τήν ἀφορμή τῶν Χριστιανικῶν γιορτῶν, νά γιορτάσουν τίς κοσμικές τους γιορτές. Δέν ἔχουν οἱ διασκεδάσεις τῶν ἀνθρώπων καμμιά σχέσι μέ τίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας. Λυποῦμαι πού τό λέγω· δέν ἔχουν καμμία σχέσι! Θά ἔλεγα ὅτι, οἱ πιό ἁμαρτωλές ἡμέρες εἶναι ἐκεῖνες, πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι νά ἁγιάζωνται, πού εἶναι οἱ Χριστιανικές ἑορτές. Καί αὐτές τίς γιορτές τίς βεβηλώνουν οἱ ἄνθρωποι. Φοβερό! Καί τό χειρότερο, μαθαίνουν τά παιδιά τους ἀπό μικρά νά βεβηλώνουν καί αὐτά τίς ἡμέρες αὐτές, καί τά εἰσάγουν στόν τρόπον αὐτόν τῆς ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο θά δώσουν οἱ γονεῖς πολύ μεγάλο λόγο εἰς τόν Θεό.

           Θά ἤθελα τρία σημεῖα νά ὑπογραμμίσω· μόνο τρία σημεῖα ἀπό ἐκεῖνα πού ἐπικρατοῦν, δυστυχῶς, τίς ἡμέρες αὐτές κατά κόρον.

            Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ σπατάλη. Εἴδατε τί λέει ἐδῶ ὁ Τωβίτ στόν Τωβία; Ὅτι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ξέρετε πόσα χρήματα θά ξοδευθοῦν τίς ἡμέρες αὐτές γιά τελείως ἄχρηστα πράγματα; Καί νά ξοδέψωμε τά χρήματά μας σέ κάτι πού εἶναι χρήσιμο; Χαλάλι! δέν τίθεται θέμα. Σέ μία περίοδο γιορτῶν νά ξοδέψωμε κάτι παραπάνω; Χαλάλι! Τό τραπέζι μας νά εἶναι πλουσιότερο ἀπό τίς ἄλλες μέρες; Σωστό! τό θέλει κι ὁ Θεός! Νά πάρωμε ἕνα ροῦχο, ἕνα παπούτσι; ναί· τό θέλει ὁ Θεός! Ἀλλά νά κάνωμε σπατάλη χρημάτων γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἀξία καί πού τήν ἄλλη μέρα θά τά πετάξωμε στό σκουπιδοτενεκέ…, ὡς πρός τί;

            Πόσα πράγματα θά ἀγοραστοῦν! ἀπό χρυσόχαρτα, ἀπό μπαλάκια χρυσᾶ, ἀπό ἐκεῖνα πού στολίζουν τά δένδρα, δωράκια… Ὅλα αὐτά εἶναι ἄχρηστα χρήματα. Πηγαίνετε νά ἰδῆτε ἕνα ἔλατο, φέρ’ εἰπεῖν, πόσο μπορεῖ νά πουλιέται; πολύ ἀκριβά! Καί ὅλα ἐκεῖνα τά στολίδια, νά τά δῆτε στούς σκουπιδοτενεκέδες τῶν σπιτιῶν μετά τίς γιορτές! Πόσα θά μαζεύη ὁ σκουπιδιάρης γιά νά τά πετάξη στά σκουπίδια. Ὅλα αὐτά πᾶνε χαμένα· ὅλα αὐτά! ὅταν μέ ἐκεῖνα τά χρήματα θά μπορούσαμε νά ἀγοράσωμε ἕνα χρήσιμο πρᾶγμα γιά φτωχούς ἀνθρώπους. Ἄν δίνατε ἐπί παραδείγματι πεντακόσιες δραχμές γιά τέτοια ἄχρηστα πράγματα, νά πάρετε ἕνα πουλόβερ, μία ζακέτα καί νά τή δώσετε σέ ἕνα φτωχό κοριτσάκι, ἕνα φτωχό παιδάκι.

            Ναί, παιδιά, προσοχή τή σπατάλη! Σᾶς ξανατονίζω! εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ἄν αὐτό γίνεται, κάποια μέρα, νά τό ξέρετε, γιατί θά ἔχετε μάθει στή σπατάλη, κάποια μέρα θά πεινάσετε.

            Ἕνα δεύτερο σημεῖο εἶναι τό χαρτοπαίγνιο. Τίς ἡμέρες αὐτές τό χαρτοπαίγνιο ὀργιάζει. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει. Δέν εἶναι βεβαίως ἡ περίπτωσι νά παίξωνε τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί νά τελειώνη ἡ ἱστορία. Ἀλλά ἔχει ἤδη ἀρχίσει. Δέν λέγω γιά τήν πόλι, λέω γιά τά χωριά μας. Στά χωριά μας, ξαναλέγω, τό χαρτοπαίγνιο ἤδη ἔχει ξεφαντώσει· ὄχι στά καφενεῖα μόνο ἀλλά καί στά σπίτια. Καί χάνονται πάρα πολλά χρήματα.

          Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου συγκεκριμένο χωριό μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, ὅπου χάνονται εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, ἑβδομήντα, ἑκατό χιλιάδες δραχμές σέ μία περίοδο ὄχι τῆς Πρωτοχρονιᾶς, πιό μεγάλη· ἕνα μῆνα νά παίζουν χαρτιά… δυό μῆνες νά παίζουν χαρτιά… καί νά χάνωνται τόσα χρήματα. Ναί! Παιδιά, πάρα πολλά χρήματα χάνονται. Θά ἔλεγα οἱ χωρικοί μας, οἱ ὁποῖοι  μαζεύουν ἀπό τά χωράφια τους τά προϊόντα τους καί τά πωλοῦν, αὐτή τήν περίοδο τά χάνουν στά χαρτιά. Εἶναι μία φοβερή πληγή.

           Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό χαρτοπαίγνιο πού ἔχουν οἱ μεγάλοι, ἔχουν καί οἱ μικροί. Ἔχουν καί τά παιδιά· καί παίζουν καί οἱ κοπέλες· παίζουν χαρτιά! Βέβαια μία κοπέλα ἄν ἀρχίση νά μαθαίνη νά παίζη χαρτιά, ἐάν γίνη γυναῖκα μεγάλη, θά παίζη ὁμοίως χαρτιά. Πολλές λεγόμενες ἀριστοκράτισσες -λεγόμενες ἀριστοκράτισσες· δέν εἶναι· δέν εἶναι! Ἀριστοκράτισσα εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ξέρει νά κρατάη τό σπίτι της· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτό θά πῆ ἀριστοκράτισσα· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτές κρατοῦν τίς λάσπες- οἱ λεγόμενες λοιπόν ἀριστοκράτισσες, πολλές γυναῖκες καί ἐδῶ στήν πόλι μας καί ἀλλοῦ, σέ ὅλες τίς πόλεις, παίζουν ὅλο τό χρόνο χαρτιά· μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τσιγάρο καί χαρτί!

           Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάξη, μή ποτέ φτάσετε στό σημεῖο, ἔστω καί μία κοπέλα ἀπό σᾶς, νά καταλήξη νά εἶναι μέ τό τσιγάρο καί τό χαρτί. Νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός!

           Ἀναφέρει ἕνας καθηγητής ἐγκληματολογίας -εἶχα πολλά νά σᾶς πῶ ἀλλά δέν χρειάζεται- ἀναφέρει τό ἑξῆς περιστατικόν. Ἐγώ δέ προσωπικά -προσωπικά!- ἔχω ζήσει, ὄχι ὅτι ἔχω παίξει χαρτιά, νά φυλάξη ὁ Θεός, ἀλλά ἔχω δεῖ τέτοιες καταστάσεις. Ἔχω δεῖ σέ σπίτια στήν Κηφισιά, πού ἔπαιζαν χαρτιά, τό κατάντημά τους… τά παιδιά τους… καί τά λοιπά!... Τό ἔχω δεῖ αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶμαι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ πράγματος· ὅσο μποροῦσα νά εἶμαι αὐτόπτης φυσικά γι’ αὐτό τό κατάντημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

           Λοιπόν· ἀναφέρει αὐτός ὁ καθηγητής ἐγκληματολογίας τό ἑξῆς περιστατικό. Παίζουν σέ ἕνα σπίτι οἱ μεγάλοι χαρτιά, παίζουν καί τά παιδιά τους· μαθηταί Γυμνασίου, παίζουν καί αὐτά χαρτιά σ’ ἕνα ἄλλο τραπέζι, σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο. Ἡ μάνα χάνει στά χαρτιά, ὁ γιός κερδίζει στά χαρτιά. Πηγαίνει καί τοῦ ζητάει δανεικά γιά νά συνεχίση νά παίξη. Ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στή μάνα του -ὅτι δίνοντας τά δανεικά χρήματα, θά τοῦ τά ἐπιστρέψη πίσω- τῆς ζητάει ἐνέχειρο τό δαχτυλίδι της, τό ὁποῖο ἐκείνη εὐχαρίστως τοῦ τό δίνει γιά νά πάρη δανεικά ἀπό τό γιό. Καί τήν ἄλλη μέρα στό σχολεῖο ὁ γιός κόμπαζε, ὑπερηφανεύετο, κρατῶντας τό δαχτυλίδι τῆς μάνας του, ὅτι εἶχε δανείσει χρήματα στή μάνα του, ἒ,… γιατί αὐτός εἶχε κερδίσει στά χαρτιά!

          Πέστε μου, κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, τί ἐπίδρασις θά ὑπάρχη τῶν γονιῶν στό παιδί; Πέστε μου; Καί νά πῆ αὐτή ἡ μάνα στό παιδί,… τί; «μήν πᾶς, παιδί μου, σέ ἐκεῖνον τόν κακό τόν τόπο;» Ποιόν;… Ἀφοῦ τό σπίτι της τό μετέβαλε σέ κακό τόπο, σέ βρώμικο τόπο.

          Προσέξτε, αὐτό πού λέμε ἔθιμο ἁγιοβασιλιάτικο, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία εὐκαιρία, ἀφορμή, ἁπλῶς νά κάνωμε τό κέφι μας. Λένε καί ἐκείνη τήν βρώμικη ἱστορία ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, λέγει, ἦταν χαρτοπαίχτης κάποτε, καί σάν χαρτοπαίχτης μετά μετενόησε καί ἔγινε καλός χριστιανός. Καί τώρα εἰς ἀνάμνησιν τῆς χαρτοπαιξίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου παίζομε καί ἐμεῖς χαρτιά, δῆθεν ἴσως γιά νά κλείσωμε τόν κύκλο πού ξεκίνησε, δῆθεν, ὁ Μέγας Βασίλειος.     

          Ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; Ὁ σοφός αὐτός τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; πού ἦταν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Χριστιανός καί ἡ οἰκογένειά του ἔβγαλε τρεῖς ἁγίους; Τρεῖς ἁγίους! Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἡ ἀδελφή του ἡ Μακρίνα ἦσαν τρεῖς ἅγιοι πού βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του καί ἐκεῖνος ἐλέγετο Βασίλειος, ἦταν κι ἐκεῖνος ἐπίσκοπος. Καί ἦταν λοιπόν, ὁ Μέγας Βασίλειος χαρτοπαίκτης; Φοβερά πράγματα αὐτά! Καί οἱ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἀπό αὐτό τό ἔθιμο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ξεκίνησαν. 

            Ἄς προσέξωμε, παιδιά! Μή πιάσετε στά χέρια σας, οὔτε νά τήν ἀγγίξετε τήν τράπουλα. Νά αἰσθάνεσθε ὅτι ἔχει ἐπάνω φοβερά μικρόβια. Μακριά λοιπόν ἀπό τά χαρτιά! Λυπηθεῖτε, ὅταν δῆτε μέσα στό σπίτι σας νά παίζουν χαρτιά. Θά σᾶς πιέσουν ἐνδεχομένως νά παίξετε χαρτιά, δῆθεν γιά τό καλό του χρόνου. Ἀλλά ἐρωτῶ: «τί θά πῆ γιά τό καλό του χρόνου;» Δηλαδή ὅταν παίξω χαρτιά, θά ἔχω καλό μέσα στό χρόνο;

          Τό ξέρετε ὅτι αὐτό εἶναι μία μαγική πρᾶξις; Τί σημαίνει μαγική πρᾶξις; Μαγική πρᾶξις σημαίνει: μέ κάποιο τρόπο νά ἐπιτύχω μίαν εὔνοιαν ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐάν λοιπόν τώρα παίξω χαρτιά, θά πετύχω -αὐτό λέτε: «γιά τό καλό τοῦ χρόνου»- θά πετύχω τήν εὔνοιαν τοῦ καλοῦ, τήν εὔνοιαν τῆς χρονιᾶς.

          Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Ἀπό κεῖ ξεκινάει τό καλό; Ἀπό τά χαρτιά; Εἶναι μαγικός αὐτός ὁ τρόπος. Δηλαδή κατά μαγικόν τρόπον προσπαθῶ νά πετύχω τήν εὐτυχία καί τή χαρά μέσα στή χρονιά. Λοιπόν, μακριά ἀπό αὐτά τά πράγματα! μακριά.

          Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο· ἕνα τρίτο σημεῖο εἶναι οἱ χοροί, τά πάρτυ· τώρα ἔχομε καί τίς ντισκοτέκ… -αὐτά τά φραγκοχιώτικα! εἶναι ἡ λέξις ἑλληνική «δισκοθήκη» καί τή λέμε ντισκοτέκ· φραγκοχιώτικα εἶναι αὐτά. Ἔχετε πάει στή Χίο νά δῆτε πῶς μιλᾶνε τά Φράγκικα; Ἔτσι: μισά Χιώτικα, καί μισά Φράγκικα.- Λοιπόν, θά σᾶς πάρουν συγγενεῖς σας, οἱ γονεῖς σας ἴσως, ξαδέλφια σας, ἀδέλφια σας,… νά πᾶτε σέ δισκοθῆκες, σέ πάρτυ, βεγγέρες καί λοιπά … Πρός Θεοῦ! Μήν πατήσετε σέ τόπους διασκεδάσεων τέτοιους! Ἄλλο μία οἰκογενειακή συντροφιά. Ἄν στό σπίτι σας ἔρθουν συγγενεῖς σας, φίλοι σας, στρῶστε τραπέζι, φᾶτε, πιεῖτε, κουβεντιάστε· ἀλλά ὄχι χορούς…, ὄχι πάρτυ…

 Δέν βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ στήν ἁμαρτία ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδε, ὡς ἀπό ἐκεῖνο πού ἤγγισε, πού ἄγγιξε, πού ἔπιασε. Καί πολύ ὀλιγότερο μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνη ἐγκρατής -πολύ ὀλιγότερο- ἄν  ἤγγιξε ξένο σῶμα, ἀπ’ ὅτι ἄν εἶδε ἤ ἀκόμη περισσότερο ἐάν ἤκουσε. Δηλαδή πρῶτα εἶναι ἡ ἁφή σέ βασανισμό, μετά εἶναι ἡ ὅρασις, καί μετά εἶναι ἡ ἀκοή. Εἶναι τόσο βασανιστική αὐτή ἡ αἴσθησις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη καί τήν ἀφήσει νά δοκιμάση, νά ἀποκτήση ἐμπειρίες ἁμαρτίας.

          Ἔχοντες αὐτά τά πράγματα ὑπ’ ὄψιν, τότε θά τά ἀποφύγωμε. Καί ἀποφεύγοντάς τα θά ἀσκήσωμε τήν ἀρετήν. Θά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, θά ἐξομολογηθοῦμε, θά κοινωνήσωμε, θά παρακολουθήσωμε ὅλες τίς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μέ τό πάρα πολύ πλούσιο ὑμνολογικό τους ὑλικό.

           Θά φᾶμε κάτι περισσότερο, θά χαροῦμε περισσότερο στό σπίτι μας. Θά διαβάσωμε κάτι, θά ξεκουραστοῦμε -θά ξεκουραστῆτε, ἄν ἔχετε κουρασθῆ ἀπό μαθήματα-. Θά συμπληρώσετε μαθήματα ἐκεῖνα πού δέν προλάβατε μέχρι τώρα. Θά καθίσετε κάτι νά διαβάσετε, γιά νά ἀνανεωθῆτε γιά τούς παρακάτω μῆνες στό σχολείο.

            Εἶναι ἕνας θαυμάσιος σταθμός, ἄν ξέρετε ἀπό σχολικῆς πλευρᾶς τώρα, νά τόν ἐκμεταλλευτῆτε. Καί ὅταν θά ἔχουν τελειώση οἱ γιορτές, τότε θά ἔχετε ἕνα πολύ πολύ μεγάλο κέρδος στό ἐνεργητικό σας.

            Σᾶς εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά «Καλές Γιορτές!»   

          Φεύγοντας ὅποια κοπέλα … νά ἑτοιμάσωμε τόν ἑαυτό μας, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά πάρωμε καινούριες ἀποφάσεις γιά τήν καινούρια χρονιά, πού ἔρχεται. Νά ἀρχίση νά γεννιέται μέσα στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη. Ὄχι ἡ πίστις· ἡ ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν! αὐτή πού συντηρεῖ τήν πίστι· αὐτή πού περιφρουρεῖ τήν πίστι. Ἡ ἀγάπη! μία ἰδιαίτερη ἀγάπη, μυστική. Αὐτή πού τή σφραγίζει ἡ χαρά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δίνει τή χαρά! ἀπ’ αὐτή σφραγίζεται ἡ ἀγάπη, ἀπό τή χαρά!

          Εὔχομαι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά αὐτά τά Χριστούγεννα νά εἶναι «ἀληθινά Χριστούγεννα» γιά ὅλους μας, νά εἶναι «ἀφετηριακά Χριστούγεννα».

          Εὔχομαι ἀκόμη ἡ καινούρια χρονιά νά εἶναι «χρονιά μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τόν Χριστόν». Πῶς ἀλλιῶς θά εὐχηθῆ κανείς καλύτερα ἔ;…

           «Καλά Χριστούγεννα!», «Καλή χρονιά!». Ἀμήν.

 
7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.