†. Ο Κύριος, αγαπητοί μου, βρισκόταν εις την φημισμένην Ιεριχώ, στην πόλη των ρόδων και των φοινίκων. Πλήθος κόσμου έτρεχε στη συνάντησή Του, για να Τον δει. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένας αρχιτελώνης που τον έλεγαν Ζακχαίο. Θα λέγαμε ότι ο Κύριος βρέθηκε στην πόλη αυτή ειδικά για να συναντήσει τον Ζακχαίο. Η πιο κάτω ιστορία μάς το βεβαιώνει αυτό.
Μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι ο Κύριος «εἰσελθὼν εἰς τήν πόλιν διήρχετο τὴν ῾Ιεριχώ». Αφού μπήκε μέσα εις την Ιεριχώ, την «διήρχετο». Δηλαδή από δρόμο σε δρόμο, από δρόμο σε δρόμο. Αυτό θα πει «διήρχετο». Αλλά γιατί «διήρχετο» την πόλιν ο Κύριος; Γιατί ο Κύριος βγήκε εκεί για να σώσει μια ψυχή. Γιατί «ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Και βρήκε την ψυχήν αυτή· που ήταν ο Ζακχαίος. Εάν ο Κύριος επιθυμεί να σώσει μια μόνον ψυχή, όμως και μια ανθρώπινη ψυχή επιθυμεί να γνωρίσει τον Κύριον. Και ο Ματθαίος φλεγόταν από την επιθυμίαν να γνωρίσει τον Ιησούν. Και οι άλλοι μαθηταί το ίδιο.
Εδώ τώρα ο Ζακχαίος είχε ακούσει δια τον Ιησούν. Κι όπως πολλοί έτρεχαν φέροντες τους αρρώστους των, για να τους θεραπεύσει ο Κύριος, έτσι και ο Ζακχαίος ζητά να θεραπεύσει την ψυχή του από την λέπρωση της αμαρτίας και το αβάσταχτο βάρος της. Ήθελε να δει τον Ιησούν ο Ζακχαίος. Αλλά δύο μεγάλα εμπόδια δεν του το επιτρέπουν αυτό. Το ένα, ότι ήταν πολύ κοντός εις το ανάστημα. Και το πλήθος που περιεστοίχιζε τον Ιησούν, στεκόταν εμπόδιο. Το άλλο ήταν η βεβαρυμένη του συνείδηση. Ο Ιησούς ήταν άγιος, αλλά αυτός πολύ αμαρτωλός. Και συνεπώς είχε να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο εμπόδια.
Για να δούμε· το πρώτο εμπόδιο, ότι ήτανε κοντός, «μικρόςτῇἡλικίᾳ». «Ἡλικία» θα πει ανάστημα. Ήταν πολύ χαμηλός. Γι’αυτό σκέφτηκε, γιατί οπωσδήποτε ήθελε να δει τον Ιησούν, σκέφτηκε να σκαρφαλώσει πάνω σε ένα δέντρο, από εκεί που θα περνούσε ο Ιησούς. Δεν υπολογίζει την κοινωνική του θέση. Μπορεί να ήταν αμαρτωλός, μπορεί να ήταν μισητός εις τον λαόν, πλην όμως είχε διακεκριμένη θέση. Ήταν αρχιτελώνης. Το τι δηλαδή θα πει ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. Ούτε ακόμη αν φορούσε, ασφαλώς φορούσε, τα καλά του ρούχα, που τυχόν θα κινδύνευαν με το να ανέβει επάνω σε ένα δέντρο. Ένα τον ενδιαφέρει τον Ζακχαίο. Να δει τον φημισμένον Ιησούν, τον Διδάσκαλο· που τα πλήθη Τον ακολουθούσαν.
Κι εμείς, βέβαια, θέλομε να γνωρίσομε τον Ιησούν Χριστόν και την διδασκαλία Του, τα μεγάλα γεγονότα, ακόμα, της ζωής Του. Να εμβαθύνομε εις αυτά, να τα βιώσομε. Τι θα πει ότι ο Κύριος μετεμορφώθη; Τι θα πει ότι ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού; Τι θα πει ότι ο Κύριος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν; Θέλομε αυτά όλα τα μεγάλα γεγονότα, τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του Κυρίου να τα ζήσομε, να τα κατανοήσομε, να τα βιώσομε. Και όμως, είμεθα τόσο νάνοι στις σκέψεις και τα αισθήματα… Νάνοι μπροστά, γενικώς, θα έλεγα, στο μυστήριον της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Τι καταλαβαίνομε απ΄ αυτό; Για να μπορέσομε να δούμε και να κατανοήσομε και να βιώσομε, πρέπει να παραδεχθούμε, αγαπητοί μου, ότι όντως είμεθα νάνοι. Σε σκέψεις και βιώματα, επαναλαμβάνω. Να μην υπολογίζομε τον παράγοντα κόσμον. Άμα ο κόσμος σε δει να θέλεις να βαθαίνεις περισσότερο, αμέσως σου κολλάει τη ρετσινιά: «Είσαι φανατικός». Ή την άλλη εκείνη ρετσινιά: «Είσαι θρησκόληπτος». Ε, βέβαια, άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με τον Θεό, άσχετοι –άσχετοι!- πώς μπορούν να δουν τον πνευματικόν άνθρωπο; Θα τον δουν ακριβώς με αυτές τις ρετσινιές. Άκου θρησκόληπτος, εκείνος που θέλει να ανεβεί και να προχωρήσει περισσότερο; Θρησκόληπτος! Δηλαδή δεν ξέρουν ακόμη οι άνθρωποι του κόσμου τούτου, και μορφωμένοι, μη νομίσετε, και την έννοια του θρησκολήπτου. Ενώ θρησκόληπτος τι θα πει; Θα πει «εκείνος ο οποίος είναι προσκολλημένος σε κάποιο γράμμα» και είναι η θρησκοληψία, είναι νοσηρά μορφή της πίστεως. Και όμως δεν διστάζουν να σου πουν: «Είσαι θρησκόληπτος».
Ο Κύριος βλέπομε να λέει στον Ζακχαίο: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». «Ω Ζακχαίε, αφού σπεύσεις -να αναλύσομε την μετοχή για να θυμηθούμε και τις μετοχές- κατέβα από το δέντρο. Δηλαδή σε είδα. Και συ με είδες και Εγώ σε είδα. Κατέβα, λοιπόν, τώρα από το δέντρο. Έλα κοντά μου».
Πρώτιστα βλέπομε ότι ο Κύριος τον καλεί με το όνομά του. Θα ήταν πολύ αστείο να ρωτήσομε από πού θα μπορούσε να ξέρει ο Κύριος το όνομα του Ζακχαίου. Αγαπητοί μου, ο Θεός έχει δώσει ονόματα σε όλα. Και στα αστέρια και εις τα ζώα και εις τα πάντα. Γι’αυτό κάλεσε τον Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον, πριν ακόμη γίνει η Εύα, να ονοματίσει ό,τι έβλεπε γύρω του. Και κυρίως το ζωικό βασίλειο. Να ονοματίσει. Εκείνος που καλεί τον Αδάμ να ονοματίσει τα ζώα, ο Ίδιος δεν έχει ονοματίσει τα πάντα; Μας το λέει η Αγία Γραφή. Ότι και τα αστέρια έχει ονοματίσει· όλα τα αστέρια. Πόσα άραγε είναι τα αστέρια; Δισεκατομμύρια; Τρισεκατομμύρια; Θα σας πω έναν αριθμόν. Βάλτε μια μονάδα και αρχίστε να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα αυτή, όχι μπροστά από την μονάδα, και πάμε στους δεκαδικούς, να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα μηδενικά. Πόσα; Τραβάτε, γράφετε, γράφετε, γράφετε… Τόσα είναι τα αστέρια. Και σε όλα αυτά έχει δώσει ο Θεός ονόματα; Μας το λέγει η Αγία Γραφή, η Παλαιά Διαθήκη. Ότι έδωσε ονόματα, παρακαλώ, σε όλα τα αστέρια! Συνεπώς; Θα ήταν δυνατόν τώρα να αγνοεί τον Ζακχαίον; Που είναι άνθρωπος; Δεν είναι ούτε αστέρι, ούτε ζώο, ούτε φυτό. Κι όμως, εδώ τον καλεί. Το όνομά του το πήρε βέβαια την ογδόη ημέρα της περιτομής του, σαν Εβραίος, σύμφωνα με τον νόμο. Πλην όμως, ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν κανείς καλόπιστα θα ήθελε να δει κάθε βήμα του Ιησού Χριστού, όπως βλέπομε -αφήνω την Παλαιά Διαθήκη αυτήν την στιγμή- στην Καινή Διαθήκη, θα μπορούσε να λέει-χωρίς να πέσει έξω-ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός Λόγος. Είναι Θεός. Ο Ιησούς. Ομοούσιος με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον.
Έτσι, λοιπόν, εδώ τώρα ο Κύριος γνωρίζει και το δικό μας όνομα. Κάθομαι πολλές φορές και σκέπτομαι…: «Αλήθεια, αυτήν την στιγμή με βλέπει ο Κύριος; Ξέρει το όνομά μου; Ξέρει τι κάνω;». Ναι. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι… εάν μεν αγαθά, είναι ωραίο πράγμα. Εάν δε πονηρά, οπωσδήποτε με ενοχλεί. Γιατί δεν θα ήθελα να με ξέρει ο Θεός εάν είμαι πονηρός άνθρωπος. Ούτε θα ήθελα να ξέρει τα πονηρά μου σχέδια.
Και τι του λέγει τώρα εδώ του Ζακχαίου; «Σπεύσας κατάβηθι». «Κάνε γρήγορα. Μην περιμένεις άλλο. Όπως συ ανυπομονούσες, Εγώ, προ καταβολής κόσμου, πριν θεμελιωθεί η Δημιουργία, Εγώ ήθελα να σε συναντήσω. Ναι. Προ καταβολής κόσμου. Γιατί σε ξέρω», όπως λέει σε πολλά σημεία στην Παλαιά Διαθήκη, φερειπείν εις τον προφήτη Ιερεμία: «Σὲ ξέρω ἐκ κοιλίας μητρός σου». «Σε ξέρω».
Και τι σημαίνει «σπεύσας κατάβηθι»; Πρέπει να κατεβούμε κι εμείς από το ύψος, αγαπητοί μου, της υπερηφανείας μας, στη στάθμη της ταπεινοφροσύνης. Ο Ζακχαίος έδειξε ταπεινοφροσύνη. Σας είπα, δεν λογάριασε την γνώμη του κόσμου, τι θα πει. «Εσύ; Που είσαι προύχοντας; Που είσαι σπουδαίος παράγων μέσα εις την πόλη, σαν μικρό παιδί σκαρφάλωσες επάνω σε ένα δέντρο;». Ο Ζακχαίος στην πραγματικότητα τα άφησε στην άκρη αυτά. Και έζησε την ταπεινοφροσύνη. Κι εμείς πρέπει να κατεβούμε από το ύψος του εγωισμού μας. Λέμε πολλές φορές ότι «έχω τη μύτη μου ψηλά. Την μύτη μου ψηλά. Ε, να προσγειωθώ, να κατέβω, να δω την πραγματικότητα». Έτσι, αγαπητοί, ο Κύριος τότε μας θέλει και τότε μας καλεί και τότε μας εκπλήσσει, όταν κατεβούμε σε ένα χαμηλό επίπεδο.
Το δεύτερο εμπόδιο. Αυτό δα στάθηκε κατεξοχήν εσωτερικό. Εξάλλου, ήτανε και κάτι που ο κόσμος μπορούσε να το λέει. Μπορούσε να λέει ο κόσμος: «Είδες;- Στον Ζακχαίο μάλιστα, συγκεκριμένα- Παρὰἀνδρὶἁμαρτωλῷ(:Σε άνδρα αμαρτωλό) πήγε να μείνει στο σπίτι του, καταλῦσαι(:πήγε να μείνει στο σπίτι του)». Μπα! Και αυτό το περιφρονεί τώρα εδώ ο Ζακχαίος, αγαπητοί μου. Ήταν η αμαρτωλότητά του, κατά κάποιον τρόπον τον εμπόδιζε να προσεγγίσει τον Κύριον που ήταν Άγιος. Είχε συναίσθηση του τι εσήμαινε να είσαι αρχιτελώνης. Εξάλλου οι Εβραίοι είχαν ταυτίσει τον τελώνη, πολλῷ δὲ μᾶλλον τον αρχιτελώνη, τον τελώνη με τον αμαρτωλό άνθρωπο. Γι’αυτό έλεγαν ότι «ο Χριστός πήγαινε στα σπίτια», λέει, «των τελωνών, των πορνών και των αμαρτωλών». Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά ο Ζακχαίος τις αδικίες που είχε κάνει, εις βάρος πάντοτε, βεβαίως, του λαού. Και τώρα στέκεται έτοιμος να αποκαταστήσει πρώτα πρώτα τις αδικίες που έκανε.
Αφού κατέβηκε, ήρθε κοντά εις τον Ιησούν. Ο κόσμος τώρα δεν τον εμποδίζει. Αλλά ο κόσμος τώρα τον πλαισιώνει μαζί με τον Ιησούν. Και τώρα που ήρθε η ώρα της πνευματικής ωριμότητος και της συναισθήσεως, λέγει: «Ἰδού, Κύριε, τὰἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς(:Από τα υπάρχοντά μου, τα μισά τα δίνω εις τους πτωχούς) καὶ εἰ τινος τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:και όποιον τον αδίκησα με κάποια συκοφαντία, τώρα αποκαθιστώ την ζημίαν, δίδοντας εις αυτόν τετραπλή την ζημία που του προκάλεσα)». Αυτό το «τετραπλοῦν», αγαπητοί μου, δεν είναι τυχαίο. Ο νόμος το έλεγε. Λέει: «Όταν θα ήθελες να αποκαταστήσεις μία αδικία σου, θα έπρεπε να την αποκαταστήσεις κατά τετραπλούν τρόπον». Ο νόμος το έλεγε αυτό. Γι’αυτό τώρα ο Ζακχαίος μιλάει όπως μιλάει.
Και το αποτέλεσμα ήταν η θριαμβευτική απάντησις του Κυρίου, παρά το μουρμούρισμα του όχλου: «Σωτήρια τῷ οἴκῳ τούτῳ σήμερον ἐγένετο». «Να», λέει, «σήμερα έγινε σωτηρία εις αυτό το σπίτι, εις αυτό το σπιτικό». Το σπιτικό, δηλαδή, που ήταν του Ζακχαίου. Και είναι απάντησις του Κυρίου, αγαπητοί, από το ίδιο Του το στόμα στον καθένα από μας, όταν μετανοούμε. Ότι μας συγχωρεί. Ότι έγινε, έγινε ανάστασις σ’ αυτό το σπίτι. Έγινε σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι. Και αν είναι άνδρας… –βέβαια, πρώτιστα για τον κάθε άνθρωπο «οἶκος» είναι η ύπαρξή μας. Αλλά αν είναι άνδρας, βεβαίως το σπίτι ανήκει εις τον άνδρα και όταν ο άνδρας γίνει πνευματικός άνθρωπος, τότε συνήθως ακολουθούν η σύζυγος και τα παιδιά. Συνήθως. Γιατί δυστυχώς δεν είναι πάντοτε.
Πρέπει, όμως, ακόμη να συνειδητοποιήσομε ότι είναι αδύνατον να γνωρίσομε τον Χριστόν αν προηγουμένως δεν τακτοποιήσομε τον εσωτερικό μας κόσμον με την μετάνοια. Όπως είπε ο Ζακχαίος: «Να», λέει, «εις τετραπλούν δίδω στους πτωχούς, εκείνα τα οποία έχω. Τα μισά απ’ ό,τι έχω».
Και η ανταπόκρισις του Κυρίου βλέπομε είναι άμεση. Το βλέπει κανείς αυτό από μία ωραία εικόνα που μας δίνει η Αγία Γραφή. Είναι αυτό που ο Κύριος αναφέρει στην επιστολή Του προς τον επίσκοπο της Λαοδικείας. Τι του λέγει; «Ἰδού, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν(: Να, λέγει, έχω σταθεί έξω από την πόρτα σου)· ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου», λέει ο Κύριος – γιατί ταυτοχρόνως κρούει την θύραν, αλλά λέει και Ποιος είναι: «Ἐγὼ εἰμί». Αν κάποια φωνή, από μέσα, ερωτήσει «Ποιος είναι;» – «Ἐγὼ εἰμί, ὁἸησοῦς, ὁ Σωτῆρας»-«ἐὰν» λοιπόν «τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου, καὶἀνοίξῃ τὴν θύραν» –γιατί το πομολάκι είναι από μέσα. Κάποτε ένας ζωγράφος κάθισε και έφτιαξε αυτήν την σκηνή. Την έχετε δει και την έχω δει κι εγώ πολλές φορές σε μικρές εικόνες. «Α», λέει στον ζωγράφο, «έκανες ένα λάθος. Έβαλες το πόμολο από μέσα».«Όχι», λέει, «δεν έκανα λάθος. Το πόμολο είναι πάντοτε από μέσα». Γιατί δεν θα ανοίξει ο επισκέπτης κρατώντας το πόμολο και να μπει αυθαίρετα μέσα στην ψυχή σου. Αλλά θα ανοίξεις εσύ και θα τον υποδεχθείς. Δεν θα πεις: «Ε, τι γυρεύεις εδώ εσύ;». Αν έμπαινε, υποτίθεται, αυθαιρέτως. Τώρα, όμως, ανοίγεις εσύ το πόμολο. Και λες: «Πέρασε, Κύριε».
Και συνεχίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη να μας λέει αυτά τα λόγια του Χριστού: «… καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτόν (: και θα μπω μέσα στο σπίτι του)καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ(: και θα καθίσουμε στο τραπέζι, θα δειπνήσομε μαζί ,Εγώ μαζί του– δεν είναι πλεονασμός, όταν λέει ‘’Εγώ μαζί του και αυτός μαζί μου’’, όχι. Γιατί δείχνει ότι έχει μία αμοιβαία επιθυμία συνδειπνῆσαι, να συνδειπνήσει κανείς με τον Χριστόν και ο Χριστός με εμένα τον άνθρωπο. Μια εικόνα τρυφερότητος, αλλά και συντροφικότητος. Θέλει να κάνει συντροφιά ο Κύριος μαζί μου. Και η γνωριμία με τον Χριστόν είναι προσωπική. Και η συντροφιά του είναι πόθος ψυχής. Αφού και η ψυχή αναζητά τον Κύριον.
Αυτό πολύ ωραία το εκφράζει ένας σύγχρονος ποιητής, μακαρίτης πλέον, που λέγει σε ένα του μακρύ ποίημα:
«Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ως να φτάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω.
Συντροφιά με τον Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω
την αγάπη Του θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω».
Η αναζήτησις, αγαπητοί μου, του Ιησού Χριστού προϋποθέτει πόθον εις την ψυχήν, αλλά και μία καθαρότητα.
Ή, την πρόθεση να γίνω καθαρός. Ξέρετε ότι κι ο Ηρώδης, μάς λέει εδώ ο Λουκάς στο 9ο κεφάλαιό του, «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ο Ηρώδης αυτός είναι ο εγγονός εκείνου του Ηρώδου που ήθελε να φονεύσει τον Ιησούν, όταν άκουσε ότι γεννήθηκε από την γενιά του Δαβίδ κ.λπ. κ.λπ. και ότι θα εγείρει δικαιώματα και αξιώσεις. Είναι ο εγγονός. Αλλά και ο εγγονός δεν ήταν καλύτερος -γιατί κι αυτός βασιλεύσε- δεν ήταν καλύτερος, αγαπητοί μου, από τον Ηρώδη τον παππού του. Και «ἐζήτει», ωστόσο, «ἰδεῖν», να δει τον Ιησούν. Και τούτο γιατί είχε ακούσει ότι ο Ιησούς έκανε, λέει, θαύματα. Και αφού ο Ηρώδης ήδη είχε φονεύσει τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, τώρα έρχεται να ιδεί τον Ιησούν. Έλεγε μάλιστα τα εξής: «Μπα! Ξέρω, ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο οποίος κάνει τα θαύματα». Μα, δεν είναι ο Πρόδρομος. Κοιτάξτε, παχυλή αντίληψη, παχυλή άγνοια. «Αυτός», λέει, «αναστήθηκε από τους νεκρούς».Καιδεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι άλλο είναι ο Πρόδρομος τον οποίον απεκεφάλισε -και βεβαίως δεν ανεστήθη- και άλλος είναι ο Ιησούς που ήδη είναι στη ζωή και κάνει τα θαύματα.
Και η ευκαιρία δόθηκε, αγαπητοί μου, όταν οδήγησαν τον Ιησούν Χριστόν από τον Πιλάτο στον Ηρώδη. Επειδή είπαν «είναι Γαλιλαίος» και ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς στην Γαλιλαία και επειδή ήταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδου, ε, για να είναι τυπικοί, ο Πιλάτος, ο διοικητής των Ιεροσολύμων, για να είναι τυπικός, έστειλε τον Ιησούν να τον δει και να κρίνει και ο Ηρώδης. Ακούστε εδώ τι σημειώνει ο Λουκάς στο 23ο κεφάλαιο: «Ὁ δὲἩρώδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν». Πω, χαρά που έκανε… Αλλά γιατί έκανε χαρά; «Ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶἤλπιζε τί σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον». «Γιατί άκουσε πολλά». Αυτό που σας είπα προηγουμένως. «Και ήλπιζε να δει κάποιο θαύμα μπροστά του». Ξέρετε, εκείνοι που θέλουν να δουν θαύμα, δεν καταλαβαίνουν ότι υποκρύπτεται μία απιστία. Απόδειξις, ο Ηρώδης· που ζητούσε να δει θαύμα. Πίστεψε ο Ηρώδης; Η ιστορία δεν μας καταθέτει ότι ο Ηρώδης, αγαπητοί μου, επίστευσε. Κάθε άλλο. Να το ξέρετε, άμα ακούσουμε κάπου να γίνει ένα θαύμα, να δακρύει κάποια εικόνα, τρέχομε… Όταν ακούσουμε ότι γίνεται κήρυγμα, δεν τρέχομε… Το μεγάλο θαύμα είναι να ακούσεις κήρυγμα και να σου αλλάξει η καρδιά. Να γίνει, όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη, να γίνει από πέτρινη η καρδιά σου, να γίνει «σαρκίνη», μαλακιά, ωραία. Αυτό είναι θαύμα. Ωστόσο: «Ἐπήρωτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς».«Με πολλά λόγια τον ερωτούσε: ‘’Τι τούτο; Τι εκείνο; Πώς αυτό; Πώς εκείνο; Κάνε μου ένα θαύμα να το δω κι εγώ’’». Το αποτέλεσμα: «Ὁ δὲἸησοῦς οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ». Δεν του έδινε καμία απάντηση. Ακούσατε; Αν θέλετε, θεολογικά, αναλύσατέ την στο μυαλό σας. Γιατί; Διότι ο Ηρώδης δεν είχε καθαρή καρδιά και νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος θαυματοποιός· που μπορούσε να έχει όποιο ήθελε θαύμα, κατά παραγγελία μάλιστα, χωρίς καμία πίστη. Θαύμα κατά παραγγελία…
Ωστόσο, στην ψυχή του Ζακχαίου είχε γίνει μία πραγματική επανάσταση. Ο πόθος να δει τον Ιησούν δεν ήταν ένας πόθος που θα τον γεννούσε η περιέργεια, όπως τον Ηρώδη. Αλλά η ανάγκη της σωτηρίας. Ήταν ο ίδιος πόθος που γεννήθηκε σε δυο άλλους φίλους, που αργότερα έγιναν μαθηταί του Χριστού. Στον Ιωάννη και στον Ανδρέα. Μετά την υπόδειξη του Προδρόμου, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, οι δύο μαθηταί ακολουθούν τον Ιησούν. Κι όταν ο Ιησούς εστράφη, -ήτανε κοντά Του, αλλά από πίσω Του- «Τι θέλετε;», τους ρώτησε. Βρέθηκαν σε αμηχανία. «Κύριε, πού μένεις;». Γιατί αμηχανία; Κάτι άλλο ήθελαν. «Πες μας, Συ που είσαι ο Μεσσίας, πες μας, τι να κάνομε για να σωθούμε;». Και γρήγορα θα γίνουν μαθηταί Του. Το ίδιο συμβαίνει, αγαπητοί μου, και με δυο άλλους φίλους, τον Φίλιππον και τον Ναθαναήλ. Κι αυτοί είχαν λαχτάρα, είχαν πόθο ψυχής. Το ίδιο συμβαίνει τώρα και εις τον Ζακχαίον.
Τι προϋποθέσεις χρειαζόμαστε, λοιπόν, για να βρούμε τον Ιησούν; Να είμεθα εν πορεία στα χνάρια του Ιησού. Ο Ζακχαίος βγήκε στον δρόμο για να συναντήσει τον περιπατούντα μέσα εις την πόλη την δική του. Δεύτερον, να στεκόμαστε ψηλότερα από το πλήθος, τον κόσμο και την νοοτροπία του. Όπως ο Ζακχαίος ανέβηκε επάνω εις την συκομοριά. Και τρίτον, πρέπει να πετύχομε ένα ξεπέρασμα του εαυτού μας. Δεν θα μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Χρειάζεται η εν Χριστώ άσκησις. Εξάλλου, όπως λένε οι Πατέρες: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».
Αγαπητοί, πολλοί ζήτησαν να ιδούν τον Ιησούν. Αλλά τον Λόγον όμως, όπως λέγει ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς, μόνον όσοι επίστευσαν εις Αυτόν, Τον είδαν. Σε πολλούς σήμερα χριστιανούς μας δεν υπάρχουν οι ορθές προϋποθέσεις για να δουν τον Κύριον. Κινούνται ανάμεσα σε σύγχρονα, περίεργα σχήματα και αλλότριες αναζητήσεις, εκτός βέβαια από την γνησία αναζήτηση του Ιησού.Πάντως, η θαυμασία συμπεριφορά του Ζακχαίου στέκεται για μας ένας αληθινός οδοδείκτης. Ας τον μιμηθούμε και δεν θα ζημιώσομε.
Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Θεός γίνεται γνωστός διά τῶν δημιουργημάτων Του. Αλλά οἱ ἄνθρωποι δεν θέλησαν να γνωρίσουν τον Θεό διά μέσου τῆς δημιουργίας Του, γιατί αμαυρώθηκε ἡ νόησή τους. Τα πάθη σκότισαν τό μυαλό τους σε τέτοιο βαθμό, ωστε ἔκαναν σύγχυση –προσέξτε αὐτό τό σημείο– μεταξύ Κτίστου καί κτισμάτων. Καί ἀντί νά δοῦν διά τῶν κτισμάτων τόν Κτίστη, ἔμειναν στα κτίσματα, καί λάτρεψαν αὐτά ἀντί γι' Αυτόν.
Ακοῦστε ἕνα παράδειγμα, πού εἶναι μάλιστα βασικό καί θεμελιῶδες· εἶναι γιά τόν ἥλιο. Ὁ ἥλιος εἶναι ἕνα σῶμα διάπυρο. Βέβαια δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι γνώριζαν ἀκριβῶς τί εἶναι ὁ ἥλιος, ἀλλά δέν εἶναι καί πολύ δύσκολο να σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ἥλιος δέν μπορεῖ νά εἶναι θεός, απλούστατα γιατί ὁ ἥλιος παρέχει μία θερμότητα, εἶναι ἕνα διάπυρο σῶμα, εἶναι μιά φωτιά· μιά φωτιά μάλιστα σε χιλιάδες βαθμούς.
Σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι θά δεῖτε πως δόθηκε ή λύση. Να την η λύση. Είναι καταπληκτικό. Και τώρα βλέπουμε τον Χριστό να παρέχει τον καρπό αὐτόν, τό Σώμα Του και το Αίμα Του, γιά τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος. Τώρα, ὅποιος θέλει μπορεί να φάει τον καρπόν αὐτόν. (Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸν προφήτην Ησαΐαν, κεφ. ΞΕ, PG 81, 488BC: «Γέγονε δὲ ἡμῖν ξύλον ζωῆς ὁ σωτήριος σταυρός ἐδέξατο γὰρ οἷόν τινα καρπὸν τὸ ζωοποιόν σώμα, εἰς ὅ οἱ τὰςχεῖρας ἐκτείνοντες καὶ τοῦ καρποῦ μεταλαμβάνοντες τὴν αἰώνιαν ζώσι ζωήν.»)
Ὁ δρόμος τότε κλείστηκε· αλλά μετά ανοίχθηκε. Κι ὁ δρόμος πού κλείστηκε ήταν ὅτι μέ τόν θάνατό του ὁ Ἀδάμ δεν μπόρεσε ν' ἀνεβεῖ στόν οὐρανό.
Τρία πράγματα ἔκλεισαν τον δρόμο. Τό πρῶτο ἦταν ἡ ἁμαρτία. Δέν μποροῦσε ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά ἔχει πιά μέθεξη τοῦ Θεοῦ. Το δεύτερο ήταν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀθάνατος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος είναι θνητός. Πῶς θά ἦταν δυνατόν ποτέ ὁ ἀθάνατος Θεός νά ἔχει κοινωνία μέ τόν θνητό ἄνθρωπο; Θά πέθαινε ὁ ἄνθρωπος· ὁ Θεός θά ἔμενε. Καί τό τρίτο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕλη, κτιστός, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Πῶς θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχει λοιπόν μία τέτοια κοινωνία; Ο δρόμος εἶναι πραγματικά κλειστός καί ἡ δίοδός του εἶναι παντελῶς ἀδύνατη. Ποιός μπορούσε να νικήσει την ἁμαρτία, τήν ὑλική του κατασκευή καί τόν θάνατο; Κανένας.
Λοιπόν, ἀκοῦστε. Είπε ὁ Θεός να φυλάγεται ὁ δρόμος μέ τήν πύρινη ρομφαία τῶν Χερουβείμ. Θά τό δούμε αυτό όταν θα φθάσουν στο σημεῖα ἐκεῖνο. Δεν εἶναι τό θέμα μας ἐδῶ, ἀλλά ἀκροθιγώς τώρα τό ἀναφέρω, για να ολοκληρώσω αυτό που λέμε καί νά τό δεῖτε καλύτερα. Τώρα πιά ὁ δρόμος αὐτός δέν φυλάγεται. Ξέρετε γιατί; διότι ἀνοίχτηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου. Ἀκοῦστε το.
Ποιός ἄνοιξε τον δρόμο λοιπόν; τόν ἄνοιξε ὁ Χριστός. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός άνοιξε τον δρόμο, με την ἐνανθρώπησή Του, τη σταύρωσή Του, τόν θάνατό Του, τήν ἀνάστασή Του, την ανάληψή Του, τώρα μπορούμε κι ἐμεῖς νά ἀκολουθήσουμε.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός –τοῦ ὁποίου ὅλα αὐτά τα στοιχεῖα εἶναι κατοχυρωμένα με γεγονότα– καί μᾶς λέει: «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς, ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. 6, 53). Τώρα λοιπόν προτρεπόμαστε να φᾶμε τη σάρκα Του και να πιούμε το αίμα Του, δηλαδή παρακινούμαστε να φάμε τον καρπόν τῆς ζωῆς.
Γιατί σπεύδουμε να κοινωνήσουμε ἕναν ἄνθρωπο για τελευταία φορά πριν πεθάνει; Γι' αὐτόν τόν λόγο σπεύδουμε γιά νά πάρει τό ἐφόδιο τῆς ζωῆς καί νά ζήσει αἰωνίως. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέει: «καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», διότι πῆρε ἐμένα τήν ζωή. (Ιωάν. 6, 53-54) Διότι ὁ Χριστός εἶναι ἡ πραγματική ζωή· δέν εἶναι μιά ιδέα. (Ἡ ἰδέα ἐδῶ μέ τήν ἔννοια τοῦ εἰδώλου ἑνός πραγματικοῦ ἀντικειμένου που σχηματίζεται στον νοῦ· κάθε ἀφηρημένη ἔννοια). Προσέξτε ἡ ζωή δέν εἶναι μιά ἔννοια· είναι μια πραγματικότητα. Ὅταν ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος, λέμε ποτέ ὅτι αὐτός ἔχει τήν ἰδέα τῆς ζωῆς, ἢ ὅτι ἔχει τήν ἴδια τή ζωή; Ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ φορέας μιᾶς ιδέας τῆς ζωῆς· εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή! Είπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰωάν. 11, 25. Βλ. Ἰωάν. 14, 6; «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή») Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά φάει τήν σάρκα Του καί θά πιεῖ τό αίμα Του, θά ἔχει τή ζωή. Καί προσθέτει: Ἐγώ αὐτόν, τήν ἐσχάτη ἡμέρα, θά τόν ἀναστήσω. Ποιά εἶναι ἡ ἐσχάτη ἡμέρα; Εἶναι ἡ ἡμέρα πού θά ξανάρθει ὁ Χριστός, είναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς Ἱστορίας. Οπότε ὁ ἄθρωπος θα πάρει πίσω τό ἀναστημένο του σῶμα. Νικήθηκε ὁ θάνατος.
Τί θά πεῖ θάνατος; χωρισμός ψυχῆς καί σώματος. Ἀλλά ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι μαζί Του, νικήθηκε καί ἡ ἁμαρτία του. Οἱ ἁμαρτίες του συγχωρέθηκαν. Κι επειδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος να κάνει συντροφιά μέ τόν Θεό, νά ἔχει μετοχή μέ Αυτόν. Ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, μέ Αὐτόν, τόν Θεάνθρωπο! Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ὁρατός στούς ἀνθρώπους –δέν εἶναι δυνατόν–, ἀλλά εἶναι ὅμως ὁρατός μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του.
Πάνω στο σημεῖο αὐτό πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι ὅταν πρόκειται να κοινωνήσουμε, ἐξομολογούμαστε, ἀλλά καί διαβάζουμε τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως. Πιστεύω νά τό ξέρετε, ὅτι προκειμένου να κοινωνήσουμε, λέμε στη βραδυνή προσευχή μας τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως (είναι στη Σύνοψη ή στον Συνέκδημο ή στο Μέγα Ωρολόγιο). Σας το λέω νά τό ξέρετε αὐτό. Ἀποτελεῖ μιά προετοιμασία γιά τή θεία Κοινωνία, μαζί μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή νηστεία. Πιστεύω, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μία προετοιμασία.
Καί μετά λέει ὁ ἱερέας: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης, προσέλθετε». Αγάπη σε ποιόν; Αγάπη στόν Θεό. Τό ἀκούσατε; ἀγάπη στον Θεό! Μετά εἶναι ἡ ἀγάπη στον πλησίον.
Βέβαια, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι ὅταν προσέρχεσα ινα προσφέρεις τό δώρο σου στον ναό καί θυμηθεῖς ὅτι ἔχεις κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, πήγαινε πρῶτα νά ἔχεις μία καταλλαγή μαζί του, δηλαδή να συμφιλιωθεῖς, καί μετά γυρίζεις και προσφέρεις τό δώρο σου. (Βλ. Ματθ. 5, 23-24) Εἶναι σημαντικά ὅλα αὐτά· ἀλλά τό πρῶτο, τό κορυφαῖο, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄν πάω να κοινωνήσω, καί δέν διακρίνω –αὐτή εἶναι τώρα ἡ ἔννοια του ρήματος διακρίνω, πού λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος– δεν διακρίνω, δέν ξεχωρίζω ὅτι εἶναι τὸ Σῶμα καί το Αίμα του Χριστού, αλλά θεωρῶ, ὅπως λέει στην Προς Εβραίους, ὅτι εἶναι κάτι κοινό, τιποτένιο, κάτι πού δέν ἔχει καμμία αξία, τότε ἔχω κάνει μέγιστη ἁμαρτία. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἁμαρτία, ἡ φοβερή ἁμαρτία! (Βλ. Εβρ. 10, 29)
Βλέπετε λοιπόν, παιδιά, ὅτι ἔχουμε τον καρπό της ζωῆς, τὸ Σῶμα καί τό Αίμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔχουμε τήν ἐντολή να γευθούμε αυτόν τον καρπό· και πρέπει νά τόν γευόμαστε.
Αλήθεια, πρέπει;... Ναί. Πῶς ὅμως; Πότε;
Την υλική τροφή τήν τρώμε τρεις φορές τήν ἡμέρα το λιγότερο. Και τώρα μάλιστα πού ἔχουμε ἀφθονία ύλικῶν ἀγαθῶν, ὅλο τρώμε, ὅλο μασουλάμε, ὅλο μασάμε καί μασάμε!... Τέλος πάντων, τα κανονικά γεύματα ἑνός ἀνθρώπου είναι τρία τήν ἡμέρα. Εάν λοιπόν γιά να συντηρηθεῖ αὐτή ἡ ουσία μας θέλουμε φαγητό τρεῖς φορές τήν ἡμέρα, τότε, πέστε μου, γιά νά συντηρηθεῖ πάλι ἡ ἴδια ουσία, πόσο συχνά πρέπει να κοινωνοῦμε; («Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», δύναται καὶ πνευματικῶς καὶ ἁπλῶς νὰ νοηθῇ, ἐπειδὴ καὶ ἑκατέρα ἡ ἐρμηνεία θεία εὐδοκία λυσιτελεῖ εἰς σωτηρίαν... Καὶ διὰ τοῦτο «τὸν ἄρτον ἡμῶν», τουτέστι τὸν Χριστόν, καθ᾿ ἑκάστην νὰ δίδωται ἡμῖν αἰτούμεθα, ἵνα πάντοτε οἱ ἐν Χριστῷ μένοντες καὶ ζῶντες ἀπό τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ τοῦ σώματος μὴ ἀπομακρυνώμεθα. (Αγίου Νεκταρίου, Μελέται περὶ τῶν Θείων Μυστηρίων, Περὶ Κυριακῆς προσευχῆς, ἐκδοθέν τό πρῶτον κατά το 1915.)
Δέν σᾶς ἀναφέρω βέβαια τεχνικά στοιχεῖα ἐδῶ, γιατί αυτά διαφοροποιούνται στον κάθε ἄνθρωπο, ἀνάλογα μέ τίς διαφορετικές και ποικίλες συνθήκες και περιπτώσεις. Ἕνα μόνο σας ξαναλέω· αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Χριστό δέν ἀφήνει σαράντα ημέρες να περάσουν χωρίς να κοινωνήσει!
Καί νά φανταστεῖτε ὅτι ἔζησε σέ μιά ἐποχή πολύ δύσκολη. Δέν θέλω νά ἀναφερθῶ στά διακόσια τόσα χρόνια πίσω, αλλά σᾶς λέω μόνο τοῦτο· ὅτι ἂν πᾶμε στὴν ἐποχή ἐκείνη, τότε θα δικαιολογούσαμε το πόσο ἀραιά κοινωνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι καί γιατί καί τό πῶς. Ἔτσι, ὁ συγγραφέας του βιβλίου Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως αναγκάζεται νά πεῖ ὅτι ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Ἰησοῦ Χριστό, δέν ἀφήνει σαράντα ημέρες να περάσουν χωρίς να κοινωνήσει!... Αν ζούσε σε μιά ἄλλη ἐποχή, θα μποροῦσε νά πεῖ ὅτι ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Ἰησοῦ Χριστό, δέν ἀφήνει μία ἑβδομάδα να περάσει χωρίς να κοινωνήσει!... Αλλά θα πρέπει ὅμως νά ἔχει ἀνά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις· καί τότε βεβαίως μπορεῖ νά κοινωνεῖ. (Το περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως θέμα ἦταν ἀπό τά πιό ζωτικά του κινήματος τῶν Κολλυβάδων Πατέρων (Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί Ἀθανάσιος ὁ Πάριος). Κατά τον 18ο αιώνα οι περισσότεροι πιστοί κοινωνοῦσαν μόνο μία φορά τον χρόνο, ἐνῶ οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους μία φορά στις 40 ημέρες. Οἱ Κολλυβάδες ἐπεσήμαναν ὅτι αὐτή ἡ πρακτική απομάκρυνε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ετσι, ἦταν προετοιμασμένοι ἀκόμη καί για συγκρούσεις μέ τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, για να συμβάλουν στήν ἐπιστροφή της πατερικῆς καί ἀρχαίας πρακτικῆς τῆς συνεχούς Μεταλήψεως.)
†. «Ποιος είναι ο Θεός;», έλεγε ο αρχαίος κόσμος. «Τι είναι ο Θεός;», ξαναρωτούσε ο αρχαίος κόσμος. Και οι απαντήσεις πολλές. Γιατί δεν υπήρχε απάντησις. Όμως η αγάπη και η φιλανθρωπία του όντως αληθινού Θεού, που έμενε κρυμμένος από τον αμαρτωλό άνθρωπο ή καλύτερα, η αμαρτία ετύφλωσε τον άνθρωπο και δεν μπορούσε να δει, ήλθε και έγινε φανερός. Λέγει ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή αποστολική του περικοπή που ακούσαμε, προς Τίτον: «Ἡ χρηστότης καὶἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ». «Ἐπεφάνη». Έγινε φανερή. Αυτό θα πει «επιφάνεια». Θα πει «φανέρωσις». Η Θεοφάνεια. Θα πει: «Φάνηκε ο Θεός».
Πώς «ἐπεφάνη»; Με την βάπτιση του Ιησού, εις τον Ιορδάνη ποταμό. Με πολύ λιτές γραμμές, ο Ευαγγελιστής Μάρκος μάς πληροφορεί: «Τῷ καιρῷἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ᾿Ιησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶἐβαπτίσθη ὑπὸ᾿Ιωάννου εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην. Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ φωνὴἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶὁ υἱός μου ὁἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα». Έτσι έμαθε ο κόσμος, αγαπητοί, ότι ο Θεός είναι στον ουρανό, αφού απ’ τον ουρανό ηκούσθη η φωνή. Αλλά και εις την γην. Αλλά πανταχού παρών. Δεν έχει όμως καμία σχέση με την κτίσιν Του από πλευράς ουσίας. Δεν είναι δηλαδή η κτίσις ο Θεός. Τότε αντελήφθησαν οι άνθρωποι ότι δεν μπορούσαν να λατρεύουν την κτίσιν ως Θεόν. Ότι ο Θεός είναι Εκείνος που πήρε, προσέλαβε την κτίσιν Του, δεν εταυτίσθη με την κτίσιν Του, προσέλαβε την κτίσιν Του υπό το σχήμα της ανθρωπίνης υπάρξεως και ήλθε από αγάπη πολλή σε μας. Ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός.
Ο Πατήρ τώρα, στα Θεοφάνεια, δίνει τη μαρτυρία Του για τον αγαπητόν Του Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον δείχνει ακριβέστατα του Ποιος είναι ο Υιός. Δείχνει. Δεν γεμίζει τον Ιησούν, εννοείται την ανθρωπίνη φύση, με Πνεύμα Άγιον. Άπαγε. Δείχνει. Δηλαδή πλήρης και εκπληκτική Θεοφανεία. Έτσι ο Υιός αποκαλύπτει τον Πατέρα και ο Πατέρας συστήνει τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον δείχνει τον Υιόν κατ΄εντολήν του Πατρός.
Έτσι ο κόσμος έμαθε τον αληθινόν Θεόν, που μπορούσε τώρα να Τον λατρεύει και να Τον προσκυνά. Είναι η πιο μεγάλη αποκάλυψις στην ανθρωπίνη Ιστορία, που ο άνθρωπος γνωρίζει τον Δημιουργό Του. Η πιο μεγάλη αποκάλυψις. Βέβαια είναι αληθές ότι πολλές φορές ο Θεός απεκαλύφθη, ο Άγιος Τριαδικός Θεός, όπως επί παραδείγματι εις τον Αβραάμ στο Σινά και στη βάτο είναι ο Λόγος, όμως συσκιασμένα. Εδώ έχομε με σαφήνεια την αποκάλυψη του Θεού. Και μάλιστα όταν ο Εις της Τριάδος, παίρνοντας την ανθρωπίνη μορφή, το ανθρώπινο σχήμα, ήλθε ανάμεσά μας κατά έναν ανείπωτα καταπληκτικό τρόπο.
Πλάι όμως σε αυτήν την μεγαλειώδη αποκάλυψη, γιατί έρχεται, όπως σας είπα, ο δεύτερος της Τριάδος, να βαπτιστεί εις τον Ιορδάνη ποταμό, έχομε και πλήθος άλλες αποκαλύψεις. Ώστε να ερωτούμε, γιατί ήρθε ο δεύτερος της Τριάδος να βαπτιστεί εις τον Ιορδάνην ποταμόν; Οι Πατέρες, αγαπητοί μου, αναφέρουν αρκετούς λόγους που ο Ιησούς εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνη. Βέβαια ένας, όχι, θα λέγαμε, κατ’ αξίαν πρώτος, αλλά δεν θα τους πω κατ’ αξίαν πρώτος, δεύτερος, απλώς μερικούς, δυο, τρεις, τέσσερις λόγους να σας αναφέρω. Ήλθε για να καθαρίσει εμένα τον άνθρωπο. Βαπτίζεται δε ο Χριστός, «οὐχ ὡς Αὐτός χρήζων καθάρσεως, ἀλλά τήν ἐμήν οἰκειούμενος κάθαρσιν». Δεν ήρθε επειδή ο Ίδιος είχε ανάγκη να καθαριστεί, αλλά οικειώθηκε την δική μου την κάθαρσιν. Και επήρε το λουτρόν του βαπτίσματος εις τον Ιορδάνη ποταμό.
Το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν βάπτισμα μετανοίας. Έχομε τρία βαπτίσματα. Είναι το βάπτισμα των Ιουδαίων, που ήταν τρόπον τινά, σαν διδασκαλία, εννοείται των Ραβίνων, υποχρεωτικό, προκειμένου κάποιος να φάει. Θυμηθείτε που είπαν στον Κύριον οι Φαρισαίοι για τους μαθητάς: «Γιατί οι μαθηταί σου με άπλυτα χέρια τρώνε τα στάχυα, τρίβοντάς τα με τα χέρια τους;». Οι Εβραίοι, σημειώνει εκεί ο Ευαγγελιστής, δεν κάθονται να φάνε εάν δεν πλυθούν εάν, εάν, εάν… Ήταν ο βαπτισμός ο ιουδαϊκός . Είναι το βάπτισμα του Ιωάννου, βάπτισμα μετανοίας. Και το βάπτισμα το χριστιανικό, που είναι βάπτισμα συγχωρήσεως και υιοθεσίας και μετοχής της ζωής του Χριστού.
Ο Χριστός λοιπόν εβαπτίσθη υπό του Ιωάννου, το μεσαίον βάπτισμα. Το βάπτισμα του Ιωάννου, το οποίον ήταν βάπτισμα μετανοίας. Αλλά πώς εγίνετο; Εβυθίζετο ο βαπτιζόμενος, έμενε βυθισμένος μέσα εις το νερό και έλεγε τις αμαρτίες του. Γι΄αυτό σημειώνει εδώ ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ότι ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος. Αμέσως ανέβηκε από το νερό. Δεν βγήκε από το νερό. Αλλά ανέβηκε από το νερό. Δηλαδή δεν ήταν βυθισμένος εις το νερό, όπως ήσαν οι άλλοι. Γιατί; Δεν είχε αμαρτίες. Ήρθε τις δικές μου τις αμαρτίες να συγχωρήσει. Ήρθε εμένα να καθαρίσει, εμένα τον άνθρωπο. Γι΄αυτό λέγει αυτό το «εὐθύς», αμέσως ανέβη από του ύδατος. Ο Ιησούς βαπτίζεται, για να ανοίξει τον δρόμο στο δικό Του το βάπτισμα, δηλαδή αυτό που θα μας παρέδιδε, και το οποίον είναι βάπτισμα, όπως σας είπα, αφέσεως αμαρτημάτων, τόσο του προπατορικού, όσο και των προσωπικών μας αμαρτημάτων.
Ακόμη, εβαπτίσθη ο Κύριος εις τον Ιορδάνη ποταμό, ένας ακόμη λόγος, για να συντρίψει τις κεφαλές των δρακόντων, δηλαδή των δαιμόνων, μέσα εις το νερό του Ιορδάνου. Ίσως φαίνεται περίεργο αυτό. Η κτίσις, αγαπητοί μου, που έγινε χάριν του ανθρώπου, παρεχωρήθη στην εξουσία του Σατανά, επειδή ο άνθρωπος ήδη από τον Παράδεισον προσεκύνησε τον διάβολον· διότι έκανε το θέλημά του. Έκτοτε η κτίσις είναι δαιμονοκρατουμένη.
Έρχεται λοιπόν ο Κύριος να αγιάσει την κτίσιν, μέσα εις το νερό του Ιορδάνου. Είναι δε εκπληκτικόν, ότι το νερό εδώ είναι αντιπροσωπευτικό ολοκλήρου της κτίσεως. Θέλετε να σας πω κάτι; Όσοι μπορείτε να το συλλάβετε αυτό. Είναι εκπληκτικόν διότι… βέβαια η θεολογία του νερού είναι απέραντη και βαθυτάτη, τώρα εδώ μόνον έναν λόγο σας λέγω, που το νερό είναι H20, υδρογόνο δύο, οξυγόνο. Το υδρογόνο όμως είναι το πρώτο στοιχείο, που όταν του προστίθενται πρωτόνια εις τον πυρήνα του, γίνεται δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, πεντηκοστόν, ενενηκοστόν τόσο…στοιχείον. Όλη η κτίσις, όλος αυτός ο κόσμος, είναι, ας το πούμε, έτσι χοντρικά χοντρικά,όχι επιστημονικά, επανάληψις του ατόμου του υδρογόνου. Συνεπώς το υδρογόνο θα μπορούσε να καυχηθεί ότι είναι εκείνο που εκπροσωπεί ολόκληρη τη Δημιουργία. Αυτό δε το υδρογόνο έγινε από την ενέργεια του φωτός! Εκπληκτικόν! «Εἶπεν ὁ Θεός καί ἐγένετο φῶς». Πρώτα το φως. Μετά το υδρογόνο. Μετά όλη η κτίσις. Έτσι λοιπόν είναι, τρόπον τινά, βρίσκεται να εκπροσωπεί την κτίσιν το υδρογόνο· το οποίον άφθονο βρίσκεται μέσα στο νερό.
Έτσι, αγιάζει ο Χριστός το νερό, τα νερά του ποταμού, δηλαδή αγιάζει ολόκληρη την κτίσιν! Και αγιάζοντάς την, διώχνει τους δαίμονες, που εδαιμονοκράτουν την κτίσιν. Γι΄αυτό γράφει ο άγιος Κοσμάς ο υμνογράφος, στον σημερινό κανόνα, που ακούσαμε στον Όρθρον, στο πρώτο τροπάριο της πρώτης ωδής: «Καί δρακόντων κεφαλάς ἐμφωλευόντων, διαθλάττει, ῥείθροις Ἰορδάνου». «Και τα κεφάλια των δρακόντων, τα σπάζει, στα ρείθρα του Ιορδάνου». Τύπος δε των δαιμονικών κεφαλών ήσαν οι καταποντισθέντες Αιγύπτιοι στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι Αιγύπτιοι, μεταφορικώς, συμβολικώς, θεωρούνται ότι είναι το κράτος και της σκιάς του θανάτου, το κράτος του Άδου, οι δαίμονες. Προσέξτε· δεν είναι οι Αιγύπτιοι οι δαίμονες. Προσέξτε, μην το μπερδέψετε, τύπος είναι. Όταν πήγαν να περάσουν κι αυτοί και επνίγησαν. Έτσι ο Ψαλμωδός λέγει στον 73ον Ψαλμόν: «Σύ συνέτριψας τάς κεφαλάς τῶν δρακόντων ἐπί τοῦὕδατος -Ποιων δρακόντων; Μεταφορικώς. Των Αιγυπτίων, που, τρόπον τινά, αντιπροσωπεύουν τους δαίμονες-. Σύ συνέθλασας -ευθύς παρακάτω- τήν κεφαλήν τοῦ δράκοντος». Γιατί πρώτα ακολουθεί πληθυντικός και μετά ενικός; Διότι είναι οι δαίμονες και ενικός είναι ο διάβολος, ο ένας, ο αρχηγός.
Γι΄αυτό, αγαπητοί μου, δυνάμει της βαπτίσεως του Χριστού μας στον Ιορδάνη, σε κάθε βάπτιση πιστού λέγονται ευχές. Όπως και στον ίδιον τον υπό βάπτισιν, λέγονται αφορισμοί, δηλαδή να φύγουν οι δαίμονες που τυχόν εμφωλεύουν μέσα εις αυτήν την ύπαρξη, αλλά και επί του ύδατος, προκειμένου να γίνει η βάπτισις. Ακούστε τι λέγει μία ευχή. Δυστυχώς ο χρόνος δεν επαρκεί να σας κάνω πιο πολλή ανάλυση. Ανάγνωση θα σας κάνω: «Σύ καί τά Ἰορδάνια ρεῖθρα ἡγίασας, οὐρανόθεν καταπέμψας τό Πανάγιον σοῦ Πνεῦμα, καί τάς κεφαλάς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων. Αὐτός οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ– θα τ’ ακούσετε και στην ακολουθία της Βαπτίσεως που θα ακολουθήσει τώρα εδώ- πάρεσο καί νῦν δια τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦἉγίου σου Πνεύματος, καί ἁγίασον τό ὕδωρ τοῦτο…». «Συντριβήτωσαν – λέει ο ιερεύς- ὑπό τήν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ τιμίου Σταυροῦ Σου(:με το σημάδι του Σταυρού) πᾶσαι αἱἐναντίαι δυνάμεις – οι δαίμονες-. Ὑποχωρησάτωσαν ἡμῖν(: ας υποχωρήσουν σε μας) πάντα τά ἐναέρια καί ἀφανῆ εἴδωλα , καί μή ὑποκρυβήτω τῷὕδατι τούτῳ δαιμόνιον σκοτεινόν(:και να μην κρυφτεί δαιμόνιο σκοτεινό κάτω από το νερό – εκείνο το «ὑπο-κρυβήτω». Δηλαδή στην κτίσιν, με άλλα λόγια)».Έτσι, ο Χριστός ήρθε στον Ιορδάνη να αγιάσει την κτίσιν,αφού θα συνέτριβε τας κεφαλάς των δρακόντων και την κεφαλήν του μεγάλου δράκοντος, του Διαβόλου.
Ο Χριστός, ακόμη, αγαπητοί μου, μέσα στον Ιορδάνη, απέκτεινεν την έχθραν μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Λέγει πάλι ο άγιος Κοσμάς ο υμνογράφος στην 5η ωδή του, στον ειρμό: «Ἰησοῦς, ὁ ζωῆς ἀρχηγός λῦσαι τὸ κατάκριμα ἥκει Ἀδάμ τοῦ πρωτοπλάστου, καθαρσίων δε ὡς Θεός μὴ δεόμενος(:ο Ίδιος δεν είχε ανάγκη να καθαριστεί), τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷἸορδάνη(:έρχεται να καθαρίσει αυτόν που έπεσε, να τον καθαρίσει στον Ιορδάνη), ἐν ᾧ(:εν τω οποίω Ιορδάνη) τὴν ἔχθραν κτείνας». «Ἀπέκτεινε τήν ἔχθραν»· γι΄αυτό λέγεται ότι ο Ιορδάνης ποταμός είναι ο τάφος της έχθρας, είναι ο θάνατος του θανάτου, ο Ιορδάνης θανάτωσε τον θάνατον. Ερωτά κάποιος εκ των Πατέρων: «Πῶς μέν ὁ Παῦλος εἶπεν ὅτι ὁ Χριστός ἀπέκτεινεν τήν ἔχθραν ἐν τῷ Σταυρῷ; Ὁ δέ μελωδός λέγει ἐδῶὅτι ἀπέκτεινεν αὐτή ἐν τῷἸορδάνῃ». Ο Παύλος λέγει «ἀπεκτάνθη», σκοτώθηκε η αμαρτία, η έχθρα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, «στον Σταυρό». Εδώ ο μελωδός λέγει «στο ποτάμι». Τι συμβαίνει; Βέβαια, θα λέγαμε, ο Χριστός έλυσε την έχθραν, με όλα τα μυστήρια της ενσάρκου οικονομίας Του. Όπως με τη σύλληψίν Του, την γέννησή Του, την βάπτισή Του, την Σταύρωσή Του, την Ανάστασή Του. Όλα αυτά είναι σταθμοί της ενσάρκου οικονομίας Του, που αποτελούν και τα μυστήρια, που όλα αυτά απέκτειναν την έχθραν του ανθρώπου με τον Θεό· και τα οποία αποτελούν, κατά τον άγιον Νικόλαο Καβάσιλα, τα «ποιητικά τῆς σωτηρίας μας».Εκείνα τα οποία συντελούν στη σωτηρία μας.
Και ο Παύλος λέγει: «Τοῦτο γινώσκοντες(:αυτό να ξέρετε) ὅτι ὁ παλαιός ἄνθρωπος συνεσταυρώθη – πού συνεσταυρώθη;- ἐν τῷ βαπτίσματι» –λέει ο Παύλος- τῷ Χριστῷ».Συνεσταυρώθη με τον Χριστό, μέσα εις το βάπτισμα.Γι΄αυτό γίνεται μέτοχος των παθημάτων του Χριστού ο άνθρωπος με την βάφτισή Του. Γι΄αυτό και ο Χρυσόστομος λέγει: «Σταυρόν τό βάπτισμα ὀνομάζει». Το βάπτισμα λοιπόν είναι σταυρός. Και ο Σταυρός του Κυρίου εικονίζεται μυστικώς εις το Βάπτισμα.Σταυρός και Βάπτισμα ουσιαστικά είναι ένα. Και εκφράζουν την ίδιαν αλήθεια. Σταυρός και Βάπτισμα. Ένα είναι.
Ακόμη, Αυτός ο Κύριος, όταν μπήκε εις το ποτάμι, γίνεται ο μεσίτης δύο διεστώτων οχθών. Η μία όχθη του ποταμού και η άλλη όχθη του ποταμού. Η μία από δω, η άλλη από κει. Ο Θεός και οι άνθρωποι. Μπαίνει στη μέση στο ποτάμι και ενώνει τα διεστώτα. Γι΄αυτό ο Χριστός λέγεται μεσίτης Θεού και ανθρώπων. Είναι εκπληκτικόν. Το ποτάμι λοιπόν του Ιορδάνου είναι τύπος διαστάσεως Θεού και ανθρώπων. Ο Χριστός ο μεσίτης. Προτύπωσις, αγαπητοί μου, αυτού του πράγματος είναι η μηλωτή του Ηλία, η προβιά που φορούσε ο Ηλίας, την οποία έριξε εις τον Ελισσαίον, αναλαμβανόμενος εις τον ουρανόν και εκείνος εκτύπησε την όχθην του Ιορδάνου κι έγινε ξηρά. Και πέρασε από κει ο Ελισσαίος. Η μηλωτή του Ηλία είναι τύπος της μεσιτείας του Χριστού, που ενώνει τις δύο όχθες, τις δύο πλευρές. Τον Θεό και τους ανθρώπους.
Ακόμη, γιατί εβαπτίσθη ο Χριστός; Για να «πληρώσει» τον νόμον. «Πληρῶ» θα πει «γεμίζω», δηλαδή «ολοκληρώνω, πραγματοποιώ, δεν αφήνω τίποτε που να μην το έχω πραγματώσει». Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το βάπτισμα του Ιωάννου· έπρεπε λοιπόν και ο Ίδιος ως άνθρωπος, να τηρήσει τον νόμον, και γι΄αυτό ήρθε να βαπτιστεί. Μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Τότε παραγίνεται ὁἸησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ.ὁ δὲἸωάννης διεκώλυεν(:τον εμπόδιζε) αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺἔρχῃ πρός με;(:Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα, κι εσύ έρχεσαι σε μένα;)ἀποκριθεὶς δὲὁἸησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι(: Άστο τώρα αυτό)· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». «Δικαιοσύνη» θα πει «όλος ο νόμος». «Πρέπει να εκπληρώσουμε όλο τον νόμον». Και με την εκπλήρωση του παλαιού νόμου στο πρόσωπο του Χριστού, ο Χριστός μάς απάλλαξε του τελετουργικού νόμου, της Παλαιάς, δηλαδή, Διαθήκης, αφού πλέον η δικαίωσις, δηλαδή η σωτηρία, δεν γίνεται με την εκπλήρωση πλέον του νόμου, αλλά με την εκπλήρωση της πίστεως. Φύγαμε από τη διαθήκη του νόμου και περάσαμε στη διαθήκη της πίστεως.
Θέλετε ακόμη; Κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί λόγοι. Αλλά επιτρέψατέ μου έναν ακόμη λόγο, όσο μας παίρνει ο καιρός. Ένας σημαντικότατος. Είναι ότι η φανέρωσις όλου του Αγίου Τριαδικού Θεού για πρώτη φορά, όπως σας είπα ήδη εις την εισαγωγή της ομιλίας, στην Ιστορία της κτίσεως, κατά έναν τρόπο εναργή, φανερό, καθαρό, αλλά μπορούμε κάτι ακόμη να πούμε, που αφορά σε μας. Το τρίτο τροπάριο της 8ης ωδής του ιδίου υμνογράφου, του αγίου Κοσμά, λέγει: «Τριάδος ἡ φανέρωσις, ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν(:Έγινε η φανέρωση της Τριάδος)· αὔτη γὰρ ὑπέρθεος φύσις –άλλη φορά, να εξηγήσομε τι θα πει «ὑπέρθεος φύσις»–, ὁ Πατὴρ ἐφώνησεν(:μίλησε). Οὗτος ὁ βαπτιζόμενος, Υἱὸς ὁἀγαπητός μου, τὸ Πνεῦμα συμπαρῆν τῷὁμοίῳ». Το Πνεύμα το Άγιο ήτο συμπαρόν, μαζί παρόν, με τον όμοιό Του, δηλαδή τον Υιόν. Κ.λπ.
Στο πρώτο δε τροπάριο της Α΄ωδής λέει: «Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει, ῥείθροις Ἰορδάνου»(:Αναπλάττει τον φθαρέντα Αδάμ, εις τα ποταμάκια του Ιορδάνου ποταμού)».
Έχομε λοιπόν εδώ την φανέρωση του Αγίου Τριαδικού Θεού,δια να αναπλάσει τον άνθρωπο, πράγμα που δείχνει ότι του Αγίου Τριαδικού Θεού δημιούργημα είναι ο άνθρωπος! Έρχεται ο όλος Θεός να αναπλάσει τον άνθρωπο. Γιατί; Γιατί ο όλος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο. Τι είπε; «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». «Ποιήσωμεν». «Να κάνομε άνθρωπο». Και ρωτάει ο άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς: «Τίνος δέ ἕνεκεν τοῦἀνθρώπου πλαττομένου τε καί ἀναπλαττομένου τό τῆς Ἁγίας Τριάδος φανεροῦται μυστήριον;». «Ποιος ο λόγος που φανερώνεται η Αγία Τριάς, το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, όταν ο άνθρωπος δημιουργείται και αναδημιουργείται τώρα, τότε εις τον Αδάμ και τώρα εις τον Ιορδάνην;». «Διότι –απαντάει ο ίδιος Πατήρ- ὁἄνθρωπος εἶναι ὄχι μόνον μύστης καί προσκυνητής τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί ὁἀποκλειστικά μόνος δική της εἰκόνα».«Ο άνθρωπος αποκλειστικά εικόνα της Αγίας Τριάδος». Αποκλειστικά. Γιατί; Διότι τα ζώα δεν διαθέτουν ούτε λόγον, ούτε νουν. Και τη ζωή που έχουν, είναι ζωή ζωική, όχι ζωή που προέρχεται από τη ζωή του Αγίου Πνεύματος.Ύστερα οι άγγελοι, ο αγγελικός κόσμος, ομοίως και το ίδιο. Έχουν νουν και λόγον, αλλά δεν έχουν σώματα, για να ζωοποιηθούν από το Πνεύμα το Άγιον. Μόνος ο άνθρωπος έχει ζωοποιήσει από το Πνεύμα το Άγιον, που παίρνει τη ζωή του, η ζωή του ανθρώπου δεν είναι η ζωή των ζώων. Αλλά είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος. Είναι ο νους και ο λόγος. Τρία λοιπόν στοιχεία, τα οποία δίδει, ανακλούν το δόγμα της Αγίας Τριάδος.
«Ἀλλ’ οὐχί καί πνεῦμα ζωοποιοῦν –λέγει για τους αγγέλους ο άγιος Γρηγόριος- ἐπεί μηδέ σῶμα το παρ’ αὐτοῦ ζωοποιούμενον». Δεν έχουν σώμα οι άγιοι άγγελοι. Έτσι λοιπόν: «Ἂνθρωπος –λέει ο άγιος Γρηγόριος- μόνος, μοναδικότατος μόνος κατ’ εἰκόνα τῆς Τρισυποστάτου φύσεως νοῦν ἔχει καί λόγον καί πνεῦμα τοῦ σώματος ζωοποιοῦν».Νους ο Πατήρ, Λόγος ο Λόγος και Πνεύμα το Πνεύμα το Άγιον. Να λοιπόν ο άγιος Τριαδικός Θεός που έρχεται, δημιουργεί τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Του και ανακλά τώρα η εικόνα το πρωτότυπον, διότι πράγματι η φανέρωση της Αγίας Τριάδος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αρχέτυπον, το οποίον αναπλάττει τον κατ΄εικόνα Θεού δημιουργηθέντα άνθρωπον. Το πρώτον και το μεγάλο είναι αυτό. Είναι κι άλλα πολλά.
Αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας προ τόσο μεγάλων γεγονότων, έκθαμβη αναβοά: «Ὁ Θεός ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῆ πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν(:όσα ήθελε, έκανε)». Και ψάλλει η Εκκλησία: «Τίς Θεός μέγας ὡς ὁ Θεός ἡμῶν;(:Ποιος άλλος θεός είναι μεγάλος, όπως είναι ο Θεός μας;)».«Τίς Θεός μέγας ὡς ὁ Θεός ἡμῶν; Σύ εἶὁ Θεός ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». Ναι, αγαπητοί μου· κι ο πιστός διαισθανόμενος το μυστήριον της αγάπης του Θεού, διαρκώς δοξάζει τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν που εργάστηκε τη σωτηρία των ανθρώπων επάνω εις τη Γη.
Εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 6-1-1991. (Γ 126)
Πηγές:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.