26 Νοεμβρίου 2021

Σύγχρονοι Νέοι καί Ἰδανικά.

†.Η παρουσία του πλουσίου νεανίσκου, αγαπητοί μου, που ζητά από τον Κύριον τι να πράξει για να κερδίσει την αιώνιον ζωήν, όντως μας συγκινεί. Ενώ το ερώτημα είναι ένα τεράστιον θέμα, «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;», η απάντησις του Κυρίου μοιάζει ότι είναι πολύ πεζή. Τι του είπε; «Τήρησε τις εντολές». Πολύ απλά. «Τήρησε τις εντολές». Και ο νεανίσκος ίσως νόμισε περί μεγάλων και εκτάκτων και αγνώστων εντολών. Γι΄αυτό ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απαριθμεί εντολές από τον δεκάλογον, πολύ γνωστές.

     Έτσι, πολλοί σύγχρονοί μας, περιφρονούν, αγαπητοί μου, τις δέκα εντολές σαν πολύ γνωστές. Είναι ένα ίδιον του ανθρώπου να θέλει κάτι το γνωστό να το περιφρονεί. Πάντοτε. Ομιλητής είναι; Εντολές είναι; Λειτουργία είναι; Αισθάνεται την ανάγκη να απωθήσει, να περιφρονήσει. Γιατί; «Ε, τα ξέρομε αυτά, είναι γνωστά». Δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο εκείνη η διαρκής, γιατί εκεί μέσα είναι όλη η δουλειά, η διαρκής ανανέωσις, που να δημιουργεί παρθενικότητα ματιών. Να μπορείς να βλέπεις το ίδιο πράγμα κάθε φορά καινούριο! Αυτό είναι μία μεγάλη-μεγάλη υπόθεση. 

Και δεν είναι στην περίπτωση μόνο όσων πνευματικών πραγμάτων. Είναι και εις την γύρω μας φύση. Θέλετε; Και εις τα γύρω μας πρόσωπα. Πόσες φορές βαριόμαστε τα ίδια πρόσωπα, που τα έχουμε δει, τα έχομε ξαναδεί. Κάποτε η γυναίκα μας, ο άνδρας μας, τα παιδιά μας. Ναι, ναι. Οι φίλοι μας. Κάποτε τους βαριόμαστε. Τον πνευματικό μας, τα πνευματικά μας παιδιά. Τα βαριόμαστε. Λέμε: «Ε…». Ενώ έχομε ένα ενδιαφέρον πάντοτε για κάτι καινούριο. Το περιβάλλον, τα βουνά, τα δένδρα, η θάλασσα, τα πάντα. «Ε, τα ξέρομε, τι είναι αυτά;». Δεν βλέπομε με αυτά τα ανανεωμένα μάτια. Να αισθανόμεθα ότι τα βλέπομε για πρώτη φορά. Το θέμα πού βρίσκεται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Έτσι λοιπόν και οι δέκα εντολές. «Α, τις ξέρω». Τι είπε ο νεαρός; «Τις ετήρησα», λέει, «εκ νεότητός μου». Από μικρό μου παιδάκι τις ετήρησα τις εντολές. Και όμως η οδός των εντολών είναι εκείνη που οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν. Εάν τηρούσε τις εντολές όντως, τότε δεν ήταν ανάγκη να ερωτήσει τον Κύριον· διότι θα ήξερε ότι οι εντολές είναι ο δρόμος, η οδός, ο τρόπος για να φθάσουμε εις την αιώνιον ζωήν.

     Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεανίσκου. Και η αποτυχία του. Στις εντολές; Ναι, νεανίσκε μου, υπάρχουν πράγματα που δεν παλιώνουν ποτέ. Οι εντολές του Χριστού. Δεν παλιώνουν. Είναι διαχρονικές. Είναι πάντοτε οι ίδιες. Κι αν θέλετε, ως προς την Καινή Διαθήκη και ως προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», λέει ο Απόστολος Παύλος. Ο Ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο και αιωνίως. Λοιπόν; Λοιπόν. Οι δέκα εντολές πρέπει να βιωθούν.

      Ωστόσο υπάρχει και η υπέρβασις των εντολών. Και ο νεανίσκος εζήτησε αυτήν την υπέρβασιν. Και ο Κύριος του είπε: «Ένα σου λείπει». «Τι, Κύριε;». «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ(:όσα έχεις πούλησέ τα, αφού επιθυμείς να είσαι πιο πάνω και από τις εντολές, πιο πέρα δηλαδή, και τότε θα έχεις θησαυρό στον ουρανό), καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Και έλα να με ακολουθήσεις».

      Το βάρος της προτάσεως πέφτει πού; Όχι στον πλούτο, όχι στο «διάδος πτωχοῖς». Γιατί μπορούσε να ήταν κάποιος και να μην είχε πλούτον. Οπότε να μην έπρεπε, να μην είχε τη δυνατότητα να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα δώσει εις τους πτωχούς. Πού πέφτει το βάρος; Στο «δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Έλα να με ακολουθήσεις». Η περιουσία του πλουσίου νεανίσκου ήταν απλώς ένα εμπόδιον. Κι έπρεπε να φύγει από τη μέση για να ακολουθήσει τον Χριστόν. Τι είναι αυτό; «Έλα να με ακολουθήσεις;». Είναι η αφιέρωσις· που ξεπερνά την τήρηση των εντολών. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω, αλλά ποιος θα έχω γίνει. Θα το ξαναπώ. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω. Αν τήρησα, δεν τήρησα τις εντολές και πόσο τις τήρησα. Αλλά εκ της τηρήσεως των εντολών, εγώ ποιος έχω γίνει, πώς διαμορφώθηκα, πώς φτιάχτηκα.

     Ο νεανίσκος όμως έμενε στο τι θα τηρήσει. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτόν του και τα χρήματά του. Γι΄αυτό ο Κύριος τού είπε να πουλήσει ό,τι έχει, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να ελευθερωθεί από το «ἔχειν» και να περάσει στο «εἶναι». Πάντως, πέραν των αν ο πλούσιος νεανίσκος αστόχησε, εκείνο που συγκινεί σε αυτόν τον νέον είναι η αναζήτησις ενός ιδανικού. Αυτό έχει πολλή σημασία. Κι αυτό είναι η αιώνιος ζωή. «Τι να κάνω για να κερδίσω την αιώνιον ζωήν». Και ο Κύριος, όπως μας πληροφορεί το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, γιατί το θέμα το περιγράφει και ο Ματθαίος και ο Μάρκος, εκεί λέγει ότι ο Κύριος τον συνεπάθησεν τον νέον αυτόν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν». Ήταν συμπαθής νέος. Πού ήτο συμπαθής; Στο ότι ζητούσε ένα ιδανικό. Και μάλιστα ακραίον, ύψιστον ιδανικόν. Την αιώνιον ζωήν.

      Τι είναι τα ιδανικά; Είναι οι αξίες. Είναι όλα εκείνα που έλκουν τον άνθρωπο προς τα άνω. Τον αποσπούν από την πεζότητα της ζωής και του δείχνουν το «εὖ ζῆν» με την πνευματική σημασία του όρου. Γιατί «εὖ ζῆν» δύναται να λογαριαστεί και το να έχω να τρώω και να πίνω καλά. Αλλά με την πνευματική σημασία. Να γίνω πνευματικότερος άνθρωπος, υψηλότερος άνθρωπος. Και τα ιδανικά είναι εκείνα που αξιοποιούν το κατ΄εικόνα, που το έχομε όλοι αναγκαστικά -«κατ΄εικόνα» θα πει «άνθρωπος πια, θέλω δεν θέλω, είμαι άνθρωπος, δεν μπορώ να είμαι κάτι το διαφορετικό»- αξιοποιούν λοιπόν τα ιδανικά, οι αξίες αξιοποιούν το κατ΄εικόνα και το μεταβιβάζουν, το περνούν εις το καθ’ ομοίωσιν. Να φθάσω να μιμηθώ τον Θεόν.

     Τα ιδανικά, οι αξίες, κάνουν τον άνθρωπο να είναι αυτό που πρέπει να είναι. Είναι εκείνο που έλεγε ο Πίνδαρος: «Γένοιο οἷος ἔσῃ». «Να γίνεις αυτό που η δομή σου, από τη δομή σου είσαι». Να γίνεις αυτό που είσαι. Δηλαδή να γίνεις άνθρωπος. «Γένοιο οἷος ἔσῃ». Είθε να γίνεις. Και τα ιδανικά, οι αξίες, είναι πολλά. Η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, η μάθησις, η κοινωνικότης, η εντιμότης, η εργασία. Όλα είναι αξίες αυτά τα πράγματα. Ο Απόστολος Παύλος γράφει εις τους Φιλιππησίους κάτι θαυμάσιον. Δείχνοντας και εκθέτοντας αυτές τις αξίες. Λέγει: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα(:έχουν καλή φήμη), εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος(: ό,τι είναι κάτι που να αφορά την αρετή, οτιδήποτε είναι που αποσπά τον έπαινον), ταῦτα λογίζεσθε(:αυτά να έχετε στον νου σας),ταῦτα πράσσετε». «Αυτά να εφαρμόζετε». Ακόμη θα γράψει στην ίδια επιστολή: «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». «Το πολίτευμά μας είναι στον ουρανό. Ζούμε στη Γη, αλλά στον ουρανό πολιτευόμεθα». Δηλαδή; Δηλαδή, η ακρότης των ιδανικών είναι ο ουρανός. Η ακρότης των ιδανικών, των αξιών είναι η Βασιλεία του Θεού, η αιώνιος ζωή.

    Όλα αυτά σαν αξίες τις έχομε είτε εξ αποκαλύψεως, ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, είτε δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού. Ως άνθρωποι, που έχομε την εικόνα του Θεού, έχομε λογικό και σκεφτόμαστε και έτσι μπορούμε να έχομε μίαν ωραίαν δέσμη αξιών και ιδανικών. Πώς φιλοσοφούσαν οι αρχαίοι; Οι αρχαίοι Έλληνες. Πώς είχε πει αυτό ο Πίνδαρος, «Γένοιο οἷος ἔσῃ», «είθε να γίνεις οἷος ἔσῃ»,κλπ. κλπ. Δεν είναι εξ αποκαλύψεως, αλλά είναι δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού.

    Και θέτομε το ερώτημα: Οι σύγχρονοι νέοι,μια που ο λόγος περί νεανίσκου στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, οι σύγχρονοι νέοι έχουν ιδανικά; Τι ιδανικά έχουν; Την εποχή μας, είναι γνωστό, τη χαρακτηρίζει μία πολιτιστική ή πνευματική καθίζηση. Έχομε κάτι που κατεβαίνει διαρκώς. Και το αποτέλεσμα είναι να έχομε έντονα σημάδια κοινωνικής, ανθρωπιστικής παρακμής. Βαθιά σημάδια. Εκτός βέβαια εξαιρέσεων, οι σύγχρονοι νέοι μας, δεν έχουν ιδανικά. Ή ακριβέστερα, τα ιδανικά τους είναι απαξίες, όχι αξίες. Απαξίες. Δείχνουν την προτίμησή τους σε πράγματα που σε άλλη εποχή θα ησθάνοντο ντροπή οι άνθρωποι. Είναι αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Φιλιππησίους: «ὧν(: των οποίων) ὁ Θεὸς ἡ κοιλία- «Ό,τι αφορά την ικανοποίηση των αισθήσεων, αυτό είναι ο Θεός μας. Τι θα φάω, τι θα πιω, πώς θα αφροδισιάσω. Αυτό είναι ο Θεός μου»- καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν(: η δόξα τους, ο έπαινός τους, είναι σε πράγματα που θα έπρεπε να ντρέπονται), οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες». Αυτοί που φρονούν τα επίγεια. Αυτά είναι τα ιδανικά, σήμερα, των νέων μας.

    Ακόμη ο Παύλος περιγράφει τον αρχαίο κόσμο και το ήθος του· που σήμερα το ήθος του αρχαίου κόσμου, οι Χριστιανοί μας, το ξεπέρασαν. Γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του στο Α΄ κεφάλαιο. Δεν θα το ερμηνεύσω. Θα διαβάσω: «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία·  φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν(:ισχυριζόμενοι ότι είναι σοφοί, αποκαλύπτονται μωροί, ανόητοι). Διὸ(:Γι΄αυτόν τον λόγο) καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς». Αναφέρεται εις την ομοφυλοφιλία ο Απόστολος Παύλος. «Δεν θέλετε, ε; Σας αφήνω στον εαυτό σας. Να πού φθάνετε». «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν -Ω, αυτός ο αδόκιμος νους, αγαπητοί. Ο αδόκιμος νους. Ο αδοκίμαστος, ο παιδαριώδης νους- ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα(:Να πράττουν εκείνα που δεν πρέπει), πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας».

     Μακρύς ο κατάλογος. Αυτά είναι απαξίες. Οι νέοι μας μένουν σε αυτές τις απαξίες. Τι; Να τιμήσουν τους γονείς; «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Είναι η εντολή η πέμπτη και που την ακούσαμε σήμερα. Ποιους γονείς να σεβαστούν;… Για να προσθέσομε ότι τα ιδανικά των σύγχρονων νέων μας, πάντοτε απαξίες είναι μία συστηματοποιημένη και οργανωμένη οκνηρία, ακηδία. Είναι το αμάρτημα του δευτέρου ημίσεος του 20ου αιώνος. Η ακηδία. Η τεμπελιά. Η τεμπελιά. Η ανερμάτιστη, ανελέητη τεμπελιά· που απλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ρίξτε μια ματιά στις πλατείες, κατά τις 10 το πρωί. Χειμώνας είναι, καλοκαίρι είναι, να δείτε στην πόλη μας, στη Λάρισα. Νέοι και νέες. Βγαίνουν…κάαααθονται, κάαααθονται. Μη μου πείτε ότι «υπάρχει ανεργία γι΄αυτό κάθονται». Μη μου το πείτε αυτό. Κάαααθονται. Άπραγοι. Περισσότερον άπραγοι από βατράχους. Ώστε να φαίνονται στην ήσσονα προσπάθεια· ό,τι είναι δυνατόν το λιγότερα να κάνουν. Ταυτόχρονα ζητούν χρήματα. Βέβαια από πού; Από τους γονείς. Ή κλέπτουν. Γι΄αυτό σήμερα η κλοπή είναι πολύ, πολύ, σε μεγάλο δείκτη. Γιατί; Για την σπατάλη στις ηδονές. Ηδονές πάσης μορφής. Το τσιγάρο, τα ναρκωτικά, τα σκληρά οινοπνευματώδη, οι ατέλειωτες χαμένες ώρες στις καφετέριες, στην ντίσκο, στην τηλεόραση, στους χορούς και τα τραγούδια· που έχουν δαιμονικό περιεχόμενο, αλλά και δαιμονικό σχήμα, το ατημέλητον, το ατσούμπαλο, το αλήτικο, με το επίτηδες για τ’ αγόρια ξεφτισμένο παντελόνι. Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες.  Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες. Με σκουλαρίκια τ’ αγόρια. Τ’ αγόρια με σκουλαρίκια. Με δαχτυλίδια και μακριά μαλλιά. Με μιαν ηθελημένη αεργία. Όχι ανεργία. Α-εργία. Θεληματική,δηλαδή, τεμπελιά. Δεν θέλουν να δουλέψουν. Όλα αυτά συνθέτουν τις απαξίες που σήμερα οι νέοι μας επιθυμούν να χορτάσουν την ψυχή τους. Είναι κρίμα. Είναι πολύ κρίμα.

     Αλλά πώς έφθασαν όμως οι νέοι μας σε αυτές τις απαξίες; Τι φταίει; Πολλά. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του αιώνος μας. Οι κοινωνικές ακαταστασίες και ανακατατάξεις. Η ανάπτυξις ενός ακράτου ατομισμού· που φθάνει εις τα όρια της αναρχίας, όπως σήμερα τη ζούμε και τη γνωρίζουμε την αναρχία. Ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός, η θρησκεία, η οικογένεια, η πατρίδα, θεωρήθηκαν άχρηστο κατεστημένο. Και «όπου ο Θεός απουσιάζει, τότε όλα επιτρέπονται», λέγει ο Ντοστογιέφσκι. Ναι. Λείπει ο Θεός; Όλα μου επιτρέπονται.

     Έτσι έχομε ένα γενικό κλίμα βαθιάς παρακμής, που οι νέοι πλέον δεν έχουν ιδανικά. Μάλλον κυνηγούν τις απαξίες. Η οικογένεια δεν μπορεί να βοηθήσει. Γιατί κι αυτή δυστυχώς είναι μπολιασμένη με ιδέες χαλασμένες. Πλην, βεβαίως, εξαιρέσεων. Αλλά και τα παιδιά καλών, χριστιανικών, αν θέλετε, οικογενειών, βρισκόμενα σε αυτό το γενικό, κακό κλίμα, που κατακλύζει τα πάντα, και αυτά υφίστανται φθορά. Το παιδί θα βγει στον δρόμο, θα βγει στην κοινωνία, θα πάει στο σχολειό και εκεί θα πάθει πολύ κακό.

    Τι μπορούμε να κάνουμε; Κάποτε, αγαπητοί, για ένα δαιμονισμένο παιδί είπε ο Κύριος ότι «τό γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία». «Κύριε», λέει, «γιατί δεν μπορέσαμε να θεραπεύσομε εμείς το παιδί;», είπαν οι μαθηταί. «Το γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι άνθρωποι της εποχής μας είναι λεία του διαβόλου. Γι΄αυτό, εκείνοι που καταλαβαίνουν, εκείνοι που πονούν, εκείνοι που ακόμη διατηρούν μέσα τους υγείαν πνευματικήν, ας το κάνουν αυτό. Να νηστεύουν και να προσεύχονται. Μην παραμελούμε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, και τις Σαρακοστές. Να νηστεύομε. Και να παρακαλούμε τον Κύριον να απαλλάξει από τα δαιμόνια που επέπεσαν στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα εις τους νέους μας ανθρώπους. Ακόμη χρειάζεται μαρτυρία προς κάθε κατεύθυνση. Να πούμε, να διασαφήσομε, να διαφωτίσομε. Η παιδεία μας μάλιστα σήμερα όπως προσφέρεται, είναι ένας -και ποιος το αρνείται;- ένας μεγάλος παράλυτος. Δεν μπορεί τίποτε να κάνει η παιδεία. Φοβάμαι μήπως και αρνητικά προσφέρεται. Όσοι όμως εκπαιδευτικοί, που με ακούτε, έχετε μέσα σας μια πνευματική υγεία, τότε να προτάξετε αντίσταση. Να πείτε στα παιδιά, στους μαθητάς σας, μα Δημοτικό, μα Γυμνάσιο, μα Λύκειο, να πείτε το σωστό. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε ωστόσο. Έχομε φθάσει, και το βλέπομε, σε οριακές τιμές, στο μη περαιτέρω…

     Αγαπητοί, χαιρόμαστε βέβαια τον νεανίσκον του Ευαγγελίου, που ζήτησε να κατακτήσει την αιώνιον ζωήν. Βέβαια δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε γιατί η καρδιά του ήταν αιχμάλωτη στο πάθος της φιλαργυρίας. Όμως είχε ενατενίσεις ο πλούσιος νεανίσκος. Είχε ενατενίσεις. Έβλεπε και ποθούσε ιδανικά. Και ανάμεσά μας βέβαια υπάρχουν ακόμη νέοι με ωραία ιδανικά, με υψηλό φρόνημα, με αγάπη εις τον Χριστόν. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Αυτούς τους νέους να τους φυλάξομε, να τους προστατεύσομε, να τους επαινέσομε, να τους δώσομε θάρρος, σε αυτήν την εποχή που τόσο απογοητεύει. Επιτέλους θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Ο καθένας όπως καταλαβαίνει, ό,τι καταλαβαίνει, ό,τι μπορούμε να περισώσομε. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Έστω να δώσουμε τη μαρτυρία μας. Και ας μην μας προσέχει κανείς. Να δώσομε όμως τη μαρτυρία μας. Κάποιοι πάντα θα βρίσκονται, θα είναι το λείμμα, θα είναι ο λαός του Θεού. Θα είναι «το μικρό ποίμνιον», που είπε ο Κύριος. Αυτό θα προσέξει. Αυτό θα ωφεληθεί. Και ο Θεός, αγαπητοί, ας λυπηθεί τη νέα γενεά και ας την ελεήσει.


622α ομιλία στην κατηγορία
« Ομιλίες Κυριακών ».

Όλες οι ομιλίες της κατηγορίας " Ομιλίες Κυριακών " 🔻
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/diafora-uemata/omiliai-kyriakvn
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40r0WAxMpRb0tx6ts1zsQWMh

Πηγές:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Μέγα κεφάλαιο ἡ καλή Γιαγιά. Φοβερό κακό ἡ κακή Γιαγιά.

†.Ὅλες οἱ ἀξίες τῆς ζωῆς περνᾶνε μία κρίσι. Καί ἡ οἰκογένεια  ὁμοίως περνάει μία κρίσι. Ἡ σύγχρονη κοπέλα δέν ἔχει εἰκόνα τῆς παλαιᾶς οἰκογενείας, διότι δυστυχῶς καί οἱ μητέρες σας καί οἱ πατέρες σας λίγο πολύ ἔχουν ἀλλάξει. Ἔχουνε προσαρμοστεῖ εἰς τό καινούριο κλίμα καί ἔχουν χάσει τήν εἰκόνα, δέν τήν ζοῦν πιά, τῆς παλαιᾶς οἰκογενείας.

    Ὅταν λέμε παλαιά οἰκογένεια, βέβαια δέν ἐννοοῦμε ὅτι θά πρέπει ἡ μητέρα νά ψήνη τό φαΐ της μέσα εἰς τό τσουκάλι ἤ στό τζάκι, ἄν καί ἀπεδείχθη τό τσουκάλι -καί ξαναγυρίζομε πάλι πίσω- ὅτι εἶναι πολύ καλύτερο καί ὑγιεινότερο καί κάνει εὐγευστότερο φαγητό ἀπ’ ὅ,τι ἡ κατσαρόλα. Ἀλλά ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δέν ἐννοοῦμε νά γυρίσωμε εἰς τό παλαιό φυσερό, στό τζάκι, στήν πυροστιά. Δέν ἐννοοῦμε αὐτό, ὅταν λέμε γιά τήν εἰκόνα τῆς παλαιᾶς οἰκογένειας, ἀλλά ἐννοοῦμε γιά τούς θεσμούς ἐκείνους, τούς ἀκαταλύτους θεσμούς, πού συνιστοῦν τήν οἰκογένεια. Καί συνισταμένη οἰκογένεια συνιστᾶ ἕνα λαόν ὑγιῆ καί εὔρρωστο, μή διερχόμενον κρίσιν. Σήμερα ὅλοι οἱ λαοί περνᾶνε κρίσι ἐπειδή περνάει ἡ οἰκογένεια κρίσι.

    Αὐτό, παιδιά, εἶναι θεμελιώδους σημασίας, γι’ αὐτό καί τά φετινά μας θέματα, ὅπως εἶπα τήν πρώτη φορά σάν μία εἰσαγωγή, θά στραφοῦν γύρω ἀπό τήν οἰκογένεια. Ἀλλά, ἐπειδή τό νά σᾶς λέγω πράγματα ἀφορῶντα τήν οἰκογένεια καί λοιπά, θά ἦταν κάπως ἀνιαρά καί ὄχι γιά τό ἐπίπεδό σας, θά προσπαθήσωμε ὅλα αὐτά νά τά ντύσωμε μέ μία ὡραία ἱστορία καί μάλιστα ἁγιογραφική καί θά εἴμεθα καί πολύ πολύ ἐντάξει ὡς πρός τό θέμα ἐκθέσεως ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τό βιβλίον τοῦ «Τωβίτ». Ὡραιότατο βιβλίο, θά τό δῆτε, ὡραιότατο βιβλίο! Δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἄλλη μία χρονιά νά κάνω τό θέμα αὐτό, πρόπερσι, τό 1975, σ’ ἕνα κύκλο νέων, καί εἰς τό 303 ΠΕΒ σέ ἕναν ὅμιλο μέ ἀρκετά παιδιά,  ἑκατόν πενήντα παιδιά, νέοι.

    Εἶναι ἕνα βιβλίο πού περιγράφει τή ζωή μίας οἰκογένειας εἰς τήν Ἀσσυριακήν αἰχμαλωσίαν. Μία οἰκογένεια, πού δίνει ὅλα ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά γιά νά ἔχη ὑγεία αὐτή ἡ οἰκογένεια. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι τό κλασσικόν, γι’ αὐτό καί λέγεται κλασσικόν, ποτέ δέ περνᾶ, ποτέ δέν παλιώνει, ποτέ δέν ὑπάγεται εἰς τούς νόμους τῆς μόδας. Καί οἱ ἰδέες καί οἱ θεσμοί πού διέπουν ἕνα πρόσωπο, μία οἰκογένεια, ἕναν λαό εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιοι. Αὐτό πού σήμερα λέμε κατεστημένο νά τό ξηλώσωμε. Δέν ξέρω πάντα τί εἶναι κατεστημένο και φοβᾶμαι ὅτι ἐκεῖνο πού ἴσως λέμε πάλιωσε, κοντά σ’ αὐτό πετᾶμε κι ἐκεῖνα πού δέν παλιώνουν ποτέ.

     Ἔτσι τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ» θά μᾶς δώση, θά μᾶς ξαναζωντανέψη τήν σωστή οἰκογένεια, πού ἄν τώρα, μικρές κοπέλες, πάρετε τά στοιχεῖα αὐτά, τά ἀντιγράψετε εἰς τήν ζωήν σας καί τά ζήσετε, πραγματικά θά ἔχετε μία ἐπιτυχία. Καί θά ἰδῆτε πόσο θά σᾶς εὐλογήση ὁ Θεός καί πόσο θά ἔχετε χαρά εἰς τό ὄμορφο σπιτικό σας. Γιατί ἐκεῖνο πού θά δώση τήν χαρά θά εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.

   Θά κάνωμε μία μικρή εἰσαγωγή εἰς τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ» καί μετά θά μποῦμε στό πρῶτο κεφάλαιο. Μία ἱστορική θά λέγαμε εἰσαγωγή. Τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ» ἐκθέτει γεγονότα, τά ὁποῖα ἔχουν λάβει χώρα εἰς τήν Ἀσσυρία καί τή Μηδία ἀπό τό 721 π.Χ καί ἐντεῦθεν. Συγκεκριμένα, οἱ Ἀσσύριοι μέ πρωτεύουσα τή Νινευή -ὄχι οἱ Σύριοι- οἱ Ἀσσύριοι μέ πρωτεύουσα τή μεγάλη Νινευή, εἶχαν ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, συγκεκριμένα ἐναντίον τοῦ Βορείου Βασιλείου, δυό φορές καί εἶχαν αἰχμαλωτίσει πολλούς Ἑβραίους, τούς ὁποίους ἔσυραν ὡς αἰχμαλώτους εἰς τήν Ἀσσυρίαν καί εἰς τήν Μηδίαν. Ἀρκετοί ἀπ’ αὐτούς εἶχαν ἤδη σταλεῖ καί εἰς τή Νινευή, τήν πρωτεύουσα.

   Μεταξύ αὐτῶν εἶναι ὁ Τωβίτ, ὁ ὁποῖος αἰχμαλωτίζεται. Εἶναι ἀπό τήν φυλή Νεφθαλίμ. Kαί ἐκεῖ εἰς τήν Νινευή παντρεύεται, ἀποκτάει ἕνα παιδί. Kάτω ἀπό τόν ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ ἐκτυλίσσεται ἡ ὅλη ἱστορία, τήν ὁποία θά διηγηθοῦμε.

   Τό βιβλίο αὐτό ἐγράφη εἰς τήν ἑβραϊκή. Ἀπό μία ἐσωτερική μαρτυρία τοῦ βιβλίου μαθαίνομε ὅτι συγγραφεύς τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ, ὁ πατέρας, καί ὁ Τωβίας, ὁ γιός. Ἔγραψαν τήν ἱστορία τους. Καί τοῦτο κατά προτροπήν τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ, ὅπως θά δοῦμε σέ κάποιο κεφάλαιο πού θά φτάσωμε.

   Ἐπειδή ὅμως τό πρωτότυπο δέν σώζεται, σώζεται μόνον ἡ ἑλληνική μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα, γι’ αὐτό καί τό κείμενο αὐτό ὑπέχει θέσιν κώδικος, πρωτοτύπου. Εἶναι πολύ ἑλκυστικό βιβλίο, θά τό ἰδῆτε, θαυμάσιο, μέ ὡραιότατες σκηνές πού διανθίζονται μέ πλῆθος περιστατικά καί γεγονότα καί ἔχουν πλουσίαν θεολογίαν καί ἀνθρωπολογίαν. Ἐκεῖ βλέπει κανείς ἕναν Θεόν Παντοδύναμον, Θεόν Παντεπόπτην, Θεόν Προνοητήν.

   Ὁμιλεῖ ἀκόμα πῶς ὁ Θεός βλέπει τούς ἀνθρώπους, ὅταν βρίσκωνται κάτω ἀπό δύσκολες στιγμές καί ξέρει νά τούς σώζη. Ἀκόμη ὁ Θεός προνοεῖ καί διά τόν γάμον. Ἔχομε ἀρκετές σκηνές πού ἔχομε παρουσία Ἀγγέλου, τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ, ἀλλά καί παρουσία δαίμονος, τοῦ Ἀσμοδαίου. Κι ἔχομε Ἀγγελολογία καί Δαιμονολογία. Θαυμάσια περιστατικά ἀναφερόμενα εἰς τόν γάμον! Θαυμάσια! καί μάλιστα συγκεκριμένα περιστατικά θαυμάσια, πού ἀναφέρονται μεταξύ μόνον τῶν δύο συζύγων, τά ὁποῖα, ἄν τά κατανοήσετε, παιδιά, καί τά κρατήσετε, εἰλικρινά θά σᾶς φανοῦν ἐξαιρετικά πολύτιμα εἰς τήν ζωή σας.

   Ὁμιλεῖ, λοιπόν, γιά τήν προσευχή. Ὁμιλεῖ περί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, περί σεβασμοῦ πρός τούς γονεῖς. Ἔχει προφητικά στοιχεῖα. Ἔχομε ἐκπλήρωσι τῶν προφητικῶν στοιχείων. Ὁμιλεῖ γενικά γιά πλῆθος πράγματα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται καί εἰς τόν Θεόν καί εἰς τόν ἄνθρωπον. Συνεπῶς, εἶναι ἕνα βιβλίο πλούσιο σέ θεολογία καί ἀνθρωπολογία.

   Καί τώρα εἰσερχόμεθα εἰς τό πρῶτο κεφάλαιο. Ὁρισμένα σημεῖα θά σᾶς τά διηγοῦμαι. Ὁρισμένα θά σᾶς τά λέγω σάν κείμενο καί θά μένωμε στά σημεῖα αὐτά τοῦ κειμένου, τά ὁποῖα καί θά ἀναλύωμε. Θά λέγαμε ὅτι στήν πρόοδο τοῦ κειμένου ἤ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ κειμένου, θά γίνεται διήγησις ἤ ἀνάγνωσις τοῦ ἀρχαίου κειμένου καί ἀνάπτυξις, ἀνάλυσις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ  Α΄

    «Βίβλος λόγων Τωβίτ, τοῦ Τωβιήλ, τοῦ Ἀνιήλ, τοῦ Ἀδουήλ, τοῦ Γαβαήλ, ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀσιήλ, ἐκ τῆς φυλῆς Νεφθαλίμ,…» (Τωβ.1,1) Μᾶς δίνει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς τήν γενεαλογίαν του, ὅτι κατάγεται ἀπ’ αὐτούς καί αὐτούς τούς προγόνους καί ὅτι ἀνήκει στή φυλή τοῦ  Νεφθαλίμ, συνεπῶς εἰς τό Βόρειον Βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀποτελεῖτο ἀπό δέκα φυλές.

    Εἶναι γνωστό ὅτι μετά ἀπό τήν Βασιλείαν τοῦ Σολομῶντος οἱ Ἰσραηλίτες χωρίσθησαν σέ δυό Βασίλεια: τό Βόρειο ἀποτελούμενο ἀπό δέκα φυλές, καί τό Νότιο  Βασίλειο ἀποτελούμενο ἀπό δυό φυλές. Τό Νότιο ἦταν ἡ φυλή τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Βενιαμίν καί εἶχε πρωτεύουσα τήν Ἱερουσαλήμ. Τό δέ Βόρειο εἶχε τίς ἄλλες δέκα φυλές καί εἶχε πρωτεύουσα τήν Σαμάρεια. Τό Βόρειο Βασίλειο εἶχε πάρα πολύ ἁμαρτήσει ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Θεμελιώδης καί βασική ἁμαρτία του ἦταν ἡ εἰδωλολατρία. Ὄχι ὅτι τό Νότιον Βασίλειον τοῦ Ἰούδα καί αὐτό δέν παρεκτρέπετο σέ εἰδωλολατρία, ἀλλά σέ μία ὑπερβολή εἰδωλολατρίας λαοῦ καί Βασιλέων ἦταν τό Βόρειο Βασίλειο. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἐπέτρεπε ὅλες αὐτές τίς ταλαιπωρίες καί τίς δοκιμασίες γιά νά παιδαγωγηθοῦν οἱ Ἑβραῖοι καί συνέλθουν  καί ἀντιληφθοῦν ὅτι δέν πρέπει νά εἰδολωλατροῦν.

   «Ὅς,(ὁ ὁποῖος Τωβίτ) ἠχμαλωτεύθη ἐν ἡμέραις Ἐνεμεσσσάρου τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ἐκ Θίσβης ἥ ἔστιν ἐκ δεξιῶν Κυδίως τῆς Νεφθαλί ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ὑπεράνω Ἀσήρ. ἐγώ Τωβίτ ὀδοῖς ἀληθείας ἐπορευόμην καί δικαιοσύνης πάσας τάς ἡμέρας τῆς  ζωῆς μου». (Τωβ.1,2) Λέγει ὅτι αἰχμαλωτίσθηκα ἐγώ ὁ Τωβίτ, πού καταγόμουν ἀπό τήν Θίσβην ἤ Θέσβην, ἀπ’ ὅπου κατήγετο ὁ προφήτης Ἠλίας. Λέμε Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἀπό τήν ἰδία πόλι κατήγετο καί ὁ Τωβίτ, ἡ ὁποία ἦτο εἰς τήν Γαλιλαία. Συνεπῶς ἦτο βορειοανατολικά τῆς Ἱερουσαλήμ ἤ τῆς Ἰουδαίας.

    Καί μέ μία ματιά ὁ Τωβίτ μᾶς λέγει κάτι ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Αὐτά τά παιδικά του χρόνια εἶναι θαυμάσια! Καί τώρα θά κάνωμε καί μερικές σκέψεις πάνω σέ αὐτά, διότι καί ἐσεῖς περνᾶτε κάποια παιδικά χρόνια, ἐφηβικά χρόνια. Καί μπροστά μας θά ἔχωμε ἕνα πρότυπο, τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά μιμηθοῦμε. Γιατί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δίνει πρότυπα τόσο πρός μίμησιν, ὅσον καί πρός ἀποφυγήν, δηλαδή τί πρέπει νά κάνωμε καί τί δέν πρέπει νά κάνωμε.

   Λέγει λοιπόν ὁ Τωβίτ ὅτι, ὅταν ἦταν νέος, πάντοτε ἀκολουθοῦσε τόν δρόμον τῆς ἀρετῆς, δηλαδή δέν εἶχε ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Δηλαδή αὐτό πού θά λέγαμε, ἦταν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εὐσεβής, ἀπό νήπιο ἦταν εὐσεβής. 

   Εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἀπό νήπιο εὐσεβής. Διότι πολλές φορές στά ἐφηβικά μας χρόνια διάφοροι πειρασμοί, πού ἔρχονται νά μᾶς κυκλώσουν, δέν μᾶς ἀφήνουν καί παρασυρόμεθα ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου, τῆς κάθε ἐποχῆς τό ρεῦμα τοῦ κόσμου, μέ ἀποτέλεσμα κάποτε νά ξεχάσωμε τόν Θεόν. Ἕνα μέρος ἀπό αὐτούς πού ἔχουν λίγο ἄτακτη ἐφηβική ζωή γυρίζει πίσω. Ξαναγυρίζει τό μυαλό, συνέρχονται. Ἄλλοτε, πολλάκις μπορεῖ νά κλαῖνε ἐπί ἐρειπίων, καί νά λέγουν: «γιατί νά κάνω ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο; γιατί νά ἁμαρτήσω, γιατί νά μπῶ σ’ ἐκείνη τήν α΄ ἤ β΄ περιπέτεια;» Περιπέτειες πού κάποτε νά ἔχουν ἀφήσει οὐλές, νά ἔχουν ἀφήσει σημάδια, σημάδια πολύ δυνατά γιά τά ὁποῖα μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά θρηνῆ σέ ὁλόκληρη τή  ζωή του.

   Ἄλλοι ὅμως, δέν ξέρω πόσοι, ἄν εἶναι οἱ ὀλιγότεροι ἤ οἱ περισσότεροι, ὁ Θεός τό ξέρει, δέν γυρίζουν πλέον ποτέ. Ὑπῆρξε μία ἐφηβεία ἀνώμαλη, περιπετειώδης καί αὐτή τελικά τούς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό. Ἔτσι, ἄν μία ψυχή μπορῆ νά λέγη ὅτι «ξεκίνησα ἀπό τά παιδικά μου, ἀπό τά νηπιακά μου χρόνια, ἔχοντας τή γνώσι τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δέν παρουσίασα στή ζωή μου οὔτε ἕνα διάλειμμα ἀποστασίας ἀπό τό Θεό», εἰλικρινά πρέπει νά εἶναι πάρα πολύ εὐτυχισμένη αὐτή ἡ ψυχή.

   Ἐδῶ πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι ὑπάρχει κάτι πού εἶναι πάντα τῆς μόδας, ἰδίως θά λέγαμε στήν ἐποχή μας, τήν περασμένη ἐποχή, τόν περασμένο αἰώνα, ἴσως καί πιό πίσω, εἶναι τό ἑξῆς: θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἄξιον λόγου κάποτε νά ἀποστατῆ κανείς ἀπό τόν Θεόν, ἔτσι γιά νά δοκιμάση πολλά πράγματα μέσα στή ζωή καί νά ἀποκτήση πολλές ἐμπειρίες, καί ὅτι κατόπιν νά γυρίση πίσω σέ μία γνήσια ἐμπειρία, στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία ἀπάτη, παιδιά, αὐτό τό πρᾶγμα. Ποτέ νά μή μετέλθετε τέτοιες περιπέτειες, δῆθεν γιά νά γνωρίσωμε τή ζωή.

   Προαγωγοί σ’ αὐτή τή ζωή εἶναι πολλές φορές τά μυθιστορήματα. Ἔτσι μία κοπέλα, ἕνα ἀγόρι, ὅπως προβάλλονται τουλάχιστον στά μυθιστορήματα, θέλει νά δοκιμάση κάτι ἄλλο. Καί ἐνῶ χωρίς νά εἶναι ἡ ψυχή αὐτή, φέρ’ εἰπεῖν, πεσιμιστική, ἀπαισιόδοξη, ἀνήθικη, σάν νά πιέζει κανείς, ὁ ἔφηβος, τόν ἑαυτό του νά μπῆ σέ ἕνα καλούπι τέτοιο, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρουν τό καλούπι αὐτό τά μυθιστορήματα, ἡ σύγχρονη ζωή, γιά νά δείξη ὅτι δέν ὑστερεῖ. Καί τελικά ἐκεῖ χάνεται. Χάνεται!

  Θυμᾶμαι -σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ αὐτό- μία κοπέλα κάποτε ἦλθε -τοῦ γυμνασίου- μέ πολύν ἀέρα νά μοῦ πῆ ὅτι προβληματίζεται. Τό θεωροῦσε δηλαδή πλεονέκτημα τό ὅτι προβληματίζεται. Καί ὑπάρχουν προβληματισμοί πού ἀναφέρονται σέ βαθειά πράγματα, πνευματικά. Καί τό καταλαβαίνω αὐτό γιατί πρέπει νά γίνεται πάντα μία ἀναθεώρησι, ὄχι μέ τήν ἔννοια πετῶ ἐκεῖνα πού ἔχω γιά νά βρῶ κάποια ἄλλα, ἀλλά ἡ ἀναθεώρησι μέ τήν ἔννοια ὅτι σκάβω βαθύτερα σέ ἐκεῖνο πού ἤδη κατέχω. Ὅπως θά λέγαμε, ἔχω ἕνα πηγάδι καί βρῆκα νερό στά δέκα μέτρα, μά τό νερό ἔσωσε, σώθηκε, καί τώρα χτυπάω ἄλλα δέκα μέτρα γιά νά βρῶ μία καλύτερη φλέβα, νά ἔχω πιό πολύ νερό· μ’ αὐτή τήν ἔννοια νά ἔχω προβλήματα. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια, ναί. Ὄχι νά δημιουργῶ προβλήματα γιά νά λέω ὅτι εἶμαι πνευματικός ἄνθρωπος, μόνο καί μόνο γιά νά λέω ὅτι ἔχω προβλήματα. Δηλαδή προβληματίζομαι δέν σημαίνει ὅτι εἶμαι πνευματικός ἄνθρωπος, δέν ἔχει καμμία σχέσι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος μέ τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει διαρκῶς προβλήματα. Καί δή τί προβλήματα; Σχέσεων μέσα στήν κοινωνία. Ὄχι, παιδιά, εἶναι τῆς μόδας πράγματα αὐτά· φτηνά… φτηνά… καί φτωχά· ρηχά καί ἄχαρα!

   Καί τώρα ἐδῶ θά μᾶς πῆ μερικά ἐπιμέρους σημεῖα τῆς νεανικῆς του ζωῆς. Ὅταν, λέγει, πῆγε εἰς τήν Νινευή, ἐκεῖ μέ κάθε τρόπο βοηθοῦσε τούς ἀδελφούς του. Ἀδελφούς ἐννοεῖ τούς συμπατριῶτες του. Καί πράγματι θά ἰδοῦμε στή συνέχεια τῆς ἱστορίας πῶς μετά παντρεύτηκε, πῶς ἀπέκτησε τόν Τωβία, καί λοιπά… Ὅλα αὐτά δείχνουν ποιές ἦταν οἱ σχέσεις του εἰς τήν αἰχμαλωσίαν, εἰς τήν Νινευή. Ἐκεῖ δέν κοιτοῦσε τόν ἑαυτό του, ἀλλά κοιτοῦσε καί τούς συμπατριῶτες του, τούς ὁποίους μέ κάθε τρόπο ἤθελε νά βοηθήση καί νά ἁπαλύνη εἰς τόν πόνο τους.

   Καί λέγει ὅτι, ὅταν ἤμουν στήν πατρίδα μου, «ἐν τῇ γῇ Ἰσραήλ νεωτέρου μου ὄντος» ὅταν ἤμουν νέος, «πᾶσα φυλή τοῦ Νεφθαλίμ τοῦ πατρός μου, ἀπέστη ἀπό τοῦ οἴκου Ἱεροσολύμων τῆς ἐκλεγείσης ἀπό πασῶν τῶν φυλῶν Ἰσραήλ εἰς τό θυσιάζειν πάσας τάς φυλάς, καί ἡγιάσθη ὁ ναός τῆς κατασκηνώσεως τοῦ Ὑψίστου καί ᾠκοδομήθη εἰς πάσας τάς γενεάς τοῦ αἰῶνος.» (Τωβ.1,4) Ὅτι ἡ φυλή τοῦ πατέρα μου, ἡ φυλή Νεφθαλίμ, σιγά σιγά δέν  πήγαινε πιά στά Ἱεροσόλυμα νά προσφέρη τίς νενομισμένες θυσίες.

   Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ἑβραῖοι, ὅλες οἱ φυλές, εἴτε εὑρίσκοντο μέσα εἰς τήν Παλαιστίνην, εἴτε εὑρίσκοντο ἐκτός Παλαιστίνης, τουλάχιστον μία φορά τόν χρόνο ἔπρεπε νά ἀνεβοῦν νά προσφέρουν τά νενομισμένα εἰς τό Θεόν. Κανονικά ἔπρεπε νά ἀνεβοῦν τρεῖς φορές, στίς τρεῖς μεγάλες γιορτές: τοῦ Πάσχα, τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς Σκηνοπηγίας, πού ἦταν τό Σεπτέμβριο. Τό Πάσχα ἦταν κάπου στίς 30 Μαρτίου, κάπου ἐκεῖ, καί κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες, ἡ Πεντηκοστή πενήντα μέρες μετά τό Πάσχα καί ἡ Σκηνοπηγία κάπου τόν Σεπτέμβριο. Ἐάν ὅμως κανείς ἦταν μακριά, τουλάχιστον στή μία γιορτή, καί ἄν ἦταν πάρα πολύ μακριά, ὅπως ἄν ἦταν ἐπί παραδείγματι στήν Ἀφρική ἤ στήν Ἀσία ἤ στήν Ἑλλάδα, ἤ Ἰταλία, Κρήτη καί λοιπά, τότε τουλάχιστον μία φορά στή ζωή του νά πήγαινε νά προσκυνήση εἰς τόν ναόν. Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως πού ἦσαν μέσα εἰς τήν Παλαιστίνη, ὤφειλαν νά πηγαίνουν τακτικά εἰς τόν ναόν καί νά προσφέρουν τίς θυσίες τους.

    Ἐνῶ οἱ συμπατριῶτες μας, ἡ φυλή μας, λέγει «ἀπέστη ἀπό Θεοῦ», δέν πήγαινε πιά εἰς τά Ἱεροσόλυμα, ξέχασαν τόν ἀληθινό Θεό, ἄρχισαν νά πέφτουν, παιδιά, εἰς τήν εἰδωλολατρία, ἐγώ ὅμως, λέγει ὁ Τωβίτ, δέν ἐξέχασα νά πηγαίνω. Ἐπήγαινα εἰς τά Ἱεροσόλυμα καί προσέφερα τίς θυσίες μου. «Καί πᾶσαι αἱ φυλαί αἱ συναποστᾶσαι ἔθυον τῇ Βάαλ τῇ δαμάλει καί ὁ οἶκος Νεφθαλίμ τοῦ πατρός μου.» (Τωβ.1,5) Θά σημειώση αὐτό τό θλιβερόν σημεῖον: ὅτι ὅλες οἱ φυλές καί ἡ δική μας ἡ φυλή, δυστυχῶς, ἐθυσίαζε πλέον εἰς τήν δάμαλην, στό μοσχάρι, Βάαλ!

   Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Βάαλ ἤ ἡ Βάαλ εἶχε διάφορες μορφές. Τέλος πάντων, ἐδῶ ἔχει τήν μορφή τῆς δαμάλεως. Καί ἐθυσίαζαν εἰς τήν δάμαλη Βάαλ καί δέν ἐπήγαιναν πλέον εἰς τά Ἱεροσόλυμα. Εἶχαν πέσει εἰς αὐτό τό βαρύτατο ἁμάρτημα τῆς εἰδωλολατρίας.

    Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη ἕνα ἁμάρτημα κυρίως πλήττει, παιδιά. Βεβαίως τήν ἐνδιαφέρουν καί οἱ δέκα ἐντολές, κι ἄν κάποιος εἶναι ἀσεβής πρός τούς γονεῖς του, ὁ Θεός τόν τιμωρεῖ ἤ ἀκόμη ἄν εἶναι κλέπτης ἤ ἀνήθικος, ὁ Θεός τόν τιμωρεῖ. Ἀλλά ἕνα ἁμάρτημα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὁ Θεός μέ κανέναν τρόπο δέν ἀνέχεται καί τό ὁποῖον πατάσσει φοβερά. Εἶναι ἡ παράβασις τῆς πρώτης ἐντολῆς. Ἡ εἰδωλολατρία! Ἡ εἰδωλολατρία, ἡ ἀποστασία ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί ἡ προσκύνησις ψεύτικων θεῶν!

   Καί ἡ ἐποχή μας, παιδιά, ἔχει ψεύτικους Θεούς. Ἒχει ψεύτικους θεούς! Κατ’ ἄρχάς μέν, κατά μεταφοράν θά λέγαμε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι σήμερα λατρεύουν τήν σάρκα, λατρεύουν τή μόδα, λατρεύουν τήν σύγχρονη τεχνική, τήν σύγχρονη ἐπιστήμη, εἶναι μία εἰδωλολατρία. Ἀλλά καί κατά κυριολεξίαν εἰδωλολατρία, ὅταν σήμερα οἱ ἄνθρωποι, παιδιά, λατρεύουν… λατρεύουν εἴδωλα! λατρεύουν εἴδωλα!

   Διάβαζα σέ ἕνα τυπικό τῶν μασόνων, τό δέκατο ὄγδοο τυπικό -ξέρετε ὅτι ἡ μασονία εἶναι εἰδωλολατρία; ἔ;...ἡ μασονία εἶναι εἰδωλολατρία!- στό δέκατο ὄγδοο λοιπόν βαθμό, εἰς τήν μύησιν τῶν ροδοσταύρων, ὅπως λέγονται οἱ ροδοσταυρῖται ἤ οἱ ροδόσταυροι, γίνεται μία ἀπομίμησις τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά κατά ἕναν πολύ περίεργον τρόπο. Ἀπομίμησις πάνω σέ ἕνα τραπέζι μέ κρασί καί ψωμί. Μία ἀπομίμησις! Ἀλλά αὐτό δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι μία συνέχισις τῶν μυστηρίων τοῦ Μύθρα. Καί δέν ξέρω ἄν ἐνθυμῆσθε πρίν ἀπό πολύ λίγα χρόνια, εἶναι τρία τέσσερα χρόνια κάπου ἐκεῖ, δέν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς, πού εἶχε ἡ Γαλλική νεολαία, οἱ φοιτηταί τοῦ Παρισιοῦ, πού εἶχαν ἀναστατωθεῖ καί κάνανε διαδηλώσεις καί λοιπά, καί λοιπά… μέ ὁδοφράγματα καί λοιπά, καί λοιπά… Εἶχα λάβει μία καρτούλα τότε ἀπό κάποιο πρόσωπο πού εἶχε ἀκούσει κάποιον -καί σέ μένα γνωστόν- πού εἶχε πάει στό Παρίσι καί εἶχε συναντηθεῖ μέ ἕνα μεγάλο Γάλλο ὀρθόδοξο, τόν Κλεμάν Ὀλιβιέ, καί εἶχαν συναντήσει τό ἑξῆς: ἔξω ἀπό τό πανεπιστήμιο τῆς Σορβόννης εἶχαν βγάλει ἕνα πιάνο -ἦταν τότε θυμᾶμαι ἀνάστατη ἡ νεολαία τοῦ Παρισιοῦ, ἀνάστατη!- καί εἶχαν βγάλει ἕνα πιάνο καί ἔπαιζαν μουσική καί μοιράζανε μερικοί, κάποιοι ἐκεῖ, μοιράζανε κρασί καί ψωμί. Καί λέει ὁ Κλεμάν Ὀλιβιέ σέ αὐτόν τόν Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος καί τά μεταφέρει στήν Ἑλλάδα, λέγει: «εἶδες, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μία Θεία Λειτουργία». Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἔχασαν τή Θεία Λειτουργία, ἔχασαν τό νόημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔπεσαν σέ κάτι ἄλλο, διότι αὐτοί παίζοντας μουσική καί μοιράζοντας κρασί καί ψωμί ποιός ξέρει τί εἶχαν διαβάσει, ποιός ξέρει πῶς ἐκινοῦντο; Ἴσως νά ἤθελαν νά μιμηθοῦν τά μυστήρια του Μύθρα! Ἴσως. Διότι ὁ Μασονισμός τό λέγει αὐτό. «Δυστυχῶς, λέγουν οἱ Μασόνοι, ὅτι σήμερα θά ἐπικρατοῦσαν εἰς τήν Εὐρώπη τά μυστήρια τοῦ Μύθρα, ἀλλά τά ἔβγαλε ἀπό τήν μέση ὁ Χριστιανισμός».

   Βλέπετε, παιδιά, ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δέν ἀφίσταται καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Εἶναι μεγάλο προνόμιο γιά τόν ἄνθρωπο νά στέκεται μακριά ἀπό τά εἴδωλα τῆς ἐποχῆς του. Ἡ πρώτη ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ἐνῶ εἶναι τόσο ὑπέροχη, ἐνῶ ὁμιλεῖ θεολογικότατα καί ἀναφέρεται σέ ἕνα ὕψος πολύ μεγάλο, εἶναι τοῦ ὕψους τοῦ Εὐαγγελίου πού λέγει: «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί ὁ Θεός ἦν ὁ Λόγος…»(Ιω α΄1) καί ἀρχίζει ἡ ἐπιστολή «ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν… ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α΄ Ιω α΄1) ἐνῶ ἀρχίζει τόσο θεολογικά, τελειώνει τρομερά πεζά! Ξέρετε μέ τί στῖχο τελειώνει; «τεκνία, φυλάσεσθε ἀπό τῶν εἰδώλων», παιδάκια μου, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, φυλάγεσθε ἀπό τά εἴδωλα.

    Καί θά ἔλεγε κανένας: «ὤ, Ἅγιε Ἰωάννη, μᾶς ἀνέβασες τόσο ψηλά καί μετά στό τέλος μᾶς κατεβάζεις τόσο χαμηλά; καί μᾶς ρίχνεις σέ μία πεζότητα; Ἕνας ἄνθρωπος, πού ἀνεβαίνει τόσο ψηλά θεολογικά, θά ἐκινδύνευε νά πέση εἰς τήν εἰδωλολατρία;» Παιδιά, κινδυνεύει! Γιά νά βάλη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ αὐτή τήν προτροπή ἐκεῖ, σημαίνει ὅτι καί ὁ πιό μεγάλος πιστός κινδυνεύει!

    Μή ξεχνᾶτε, οἱ Ἑβραῖοι ἐπέρασαν μίαν Ἐρυθρά Θάλασσα μέ ἄβροχα πόδια. Μή ξεχνᾶτε ὅτι εἶδαν ἕνα Σινᾶ νά καπνίζη καί νά φλέγεται ὁλόκληρο. Μή ξεχνᾶτε πῶς ἤκουσαν βροντάς καί ἀστραπάς καί τό νόμο πού δόθηκε καί ἔτρεμαν σάν τά ψάρια. Σαράντα μέρες ἔμεινε πάνω ὁ Μωυσῆς. Σαράντα ἡμέρες! Καί δέν περίμεναν… δέν περίμεναν καί εἶπαν: «πρέπει νά πέθανε αὐτός ὁ ἄνθρωπος -ὁ Μωυσῆς-. Λοιπόν, γιά στάσου, νά λατρεύσωμε τούς Θεούς πού ξέρομε ἀπό τή Αἴγυπτο». Καί χώνεψαν ἐκεῖνο τό μοσχάρι -μέ τά ἀσημικά καί τά χρυσαφικά πού μάζεψαν ἀπό δαχτυλίδια καί βραχιόλια καί σκουλαρίκια ἀπό τίς γυναῖκες τους, τά χώνεψαν καί ἔφτιαξαν ἕνα χρυσό μοσχάρι, τό ξέρετε ἀπό τήν ἱστορία- καί ἄρχισαν νά γλεντοκοποῦν γύρω ἀπό τό μοσχάρι αὐτό. Ἔπεσαν εἰς  τήν εἰδωλολατρία μέσα στίς σαράντα ἡμέρες! 

    Καί ὁ Τωβίτ λέγει: «ἐγώ δέν τόν ξέχασα τόν ἀληθινό Θεό. Ἐγώ πήγαινα εἰς τά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσω εἰς τόν ναό τοῦ Σολομῶντος». Μάλιστα λέγει τήν ἑξῆς φράσι: «κἀγώ μόνος ἐπορευόμην πλεονάκις εἰς Ἱεροσόλυμα ἐν ταῖς ἑορταῖς καθώς γέγραπται…» (Τωβ.1,6) Μόνος! Εἶναι ἐκεῖνο πού πολλές φορές, παιδιά, λέτε: «ἐγώ νά πάω στήν Ἐκκλησία; Μάλιστα σέ ἕναν ἑσπερινό πού δέν ἔχει κοπέλες; Ἐγώ νά πάω μόνη μου;» Ἤ σέ μία Λειτουργία πού δέν ἔχει ἀγόρια, θά ἔλεγε ἕνα ἀγόρι: «νά πάω μόνος μου; πού εἶναι ἴσως μόνο γυναῖκες, ἤ μόνο γριές;» Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο θέμα. Νά μπορῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ νέος ἄνθρωπος, νά ἀντιλαμβάνεται αὐτό πού ἔχει ἀξία καί νά μή δίνη σημασία ἐάν αὐτό πού ἔχει ἀξία περιφρονῆται σήμερα, ἤ δέν περιφρονεῖται, ἤ ἐκτιμᾶται ἀπό μερικές ἡλικιωμένες γυναῖκες ἤ ἡλικιωμένους ἀνθρώπους. Αὐτό ἔχει ἀξία! Ὁ ἄνθρωπος, ὁ νέος ἄνθρωπος νά κρατάη γερά -ξαναλέγω- αὐτό πού ἔχει ἀξία!

    Καί τώρα, λέγει ὅτι ἀνερχόμενος  εἰς τά Ἱεροσόλυμα ἔδινε τήν δεκάτην, αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο ὅριζε ὁ νόμος. Ἦταν τό ἕνα δέκατο τῶν προϊόντων καί τῶν πρωτογεννημάτων. Ἔτσι ἔλεγε ὁ νόμος, ἔπρεπε νά δοθῆ εἰς τό ναό τοῦ Θεοῦ ἀφιέρωμα. Ἔτσι μετέφερε ἀπό ὅλα τά προϊόντα πού παρήγαγε, ὡς ἔφηβος πού ἦταν, τά ἔφερνε εἰς τό ναό.

    Ὁ νόμος ἔλεγε καί γιά μίαν δευτέραν δεκάτην, τήν ὁποία κάθε τρία χρόνια μποροῦσαν νά ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι. Αὐτή ἡ δευτέρα δεκάτη δέν ἦταν ἀπολύτως ὑποχρεωτική. Ὁ Θεός ὅμως τήν προέτρεπε· ἦταν τό ἑξῆς. Αὐτή ἡ δεκάτη δέν προσεφέρετο εἰς τό ναόν, τήν κρατοῦσαν στό σπίτι τους. Δηλαδή λέγανε: «ἑκατό δραχμές ἔχομε, βάλε τίς δέκα δραχμές στήν ἄκρη». Προσέξτε, δέκα δραχμές εἶναι γιά τό ναό. Ἂλλες δέκα, δευτέρα δεκάτη. Αὐτή ἦταν κάθε τρία χρόνια, ἐνῶ ἡ ἄλλη κάθε χρόνο. Αὐτή τή δευτέρα δεκάτη τήν φυλοῦσαν στό σπίτι τους σέ ἕνα κουμπαρά, σέ μία λογία, σέ ἕνα ταμεῖο. Καί τά χρήματα αὐτά τά χρησιμοποιούσανε γιά τόν ἑξῆς σκοπό: ἐάν περνοῦσε ἀπό τήν πόλι τους κάποιος Λευΐτης -πού οἱ Λευΐται δέν εἶχαν κλῆρον χωραφιῶν, ὁ Θεός ἐμοίρασε τή γῆ τῆς Παλαιστίνης σέ ἕντεκα τμήματα, εἶναι γνωστό, οἱ Λευΐτες δέν πῆραν γῆ, θά ἐτρέφοντο ἀπό τό ναόν- λέγει, λοιπόν, ἐάν στήν πόλιν σου ἔρθη Λευΐτης ἤ ἱερέας θά τόν φιλοξενήσης μέ τά χρήματα ἐκεῖνα. Ἢ ἔλθει χῆρα γυναῖκα ἤ ὀρφανό παιδί ἤ φτωχός, θά χρησιμοποιήσης ἐκεῖνα τά χρήματα γιά ἐλεημοσύνη.

    Ἐδῶ θά ἤθελα λίγο νά μείνω. Πραγματικά εἶναι θαυμάσιο! θά σᾶς τό διαβάσω πῶς λέγεται αὐτή ἡ δευτέρα δεκάτη. Εἶναι στό Δευτερονόμιον· «Μετά τρία ἔτη ἐξοίσεις πᾶν τό ἐπιδέκατον τῶν γεννημάτων σου. Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνω θήσεις αὐτό ἐν ταῖς πόλεσί σου, καί ἐλεύσεται ὁ Λευίτης, ὅτι οὐκ ἐστίν αὐτῷ μερίς οὐδέ κλῆρος μετά σου καί ὁ προσήλυτος καί ὁ ὀρφανός καί ἡ χήρα ἡ ἐν ταῖς πόλεσί σου καί φάγονται καί ἐμπλησθήσονται, ἵνα εὐλογήσει σέ Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις, οἷς ἐάν ποιῆς.» (Δευτ  ιδ΄ 28-29)

   Παιδιά, εἶχα ὑπόψιν μου κάποτε μία οἰκογένεια πού τό τηροῦσε αὐτό. Τό τηροῦσε! Ἔβαζε τό ἕνα δέκατο, προσέξτε ἦταν ὑπάλληλος σέ κατάστημα ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὑπάλληλος σέ κατάστημα, ἔβαζε τό ἕνα δέκατο τοῦ μισθοῦ στήν ἄκρη καί τό εἶχε γιά τούς φτωχούς. Ἐάν αὐτή τήν συνήθεια τήν ἔχωμε νά βάζωμε τό  ἕνα δέκατο στήν ἄκρη ἤ ἕνα μέρος, τέλος πάντων, στήν ἄκρη!

    Στήν Καινή Διαθήκη δέν μᾶς ὁμιλεῖ γιά δέκατο· ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ τῆς λογίας τῆς Κορίνθου καί τούς Μακεδόνες καί λέγει: «ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης.» (Β΄ Κορ θ΄ 7) Ἀκοῦτε; «ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ  καρδίᾳ» ὅ,τι θέλει!... ὅ,τι ἔχει!... ὅ,τι δυνατότητα ἔχει! Νά βάζη κάτι στήν ἄκρη γιά τούς φτωχούς καί γιά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ! Γιά τούς φτωχούς καί γιά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ! Δηλαδή γιά ἱεραποστολές. Ξέρετε τί ὡραῖο πρᾶγμα εἶναι νά πῆτε ὅτι μέ ἑκατό δρχ. τό μήνα, διακόσιες δρχ. ὅ,τι ἔχει ὁ καθένας πέντε, δέκα δρχ., θά πάω νά ἀγοράσω βιβλιαράκια, πού θά ἀναφέρωνται στήν ἐξομολόγησι, εἰκονίτσες, ἄλλα ἔντυπα γιά μικρά παιδιά ἤ γιά μεγάλους, τά ὁποῖα θά ἔχω μέσα στήν τσάντα μου, καί ὅπου βρῶ εὐκαιρία θά δώσω: στόν εἰσπράκτορα στό λεωφορεῖο μέσα, στόν συμμαθητή μου, στήν συμμαθήτριά μου, στό μπακάλη, στό γείτονα, στή γειτόνισσα, στόν παραθερισμό, στό ταξίδι πού θά πάω. Καί θά κάνω ἱεραποστολή!

    Παιδιά, κρατᾶτε τα αὐτά, νά τά θυμώσαστε. Ὅταν θά γίνεται οἰκογενειάρχισσες  μητέρες καί σύζυγοι θά τά ἐφαρμόσετε αὐτά τά πράγματα, γι’ αὐτό τά λέμε, ἔ; Σᾶς τό εἶπα καί στήν εἰσαγωγή.

     Ἔτσι αὐτή ἡ δεκάτη εἶναι εὐάρεστη εἰς τό Θεόν. Καί λέγει ὅτι ἔτσι θά σέ εὐλογήση ὁ Θεός, λέγει ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀξιόπιστος. Πραγματικά θά σέ εὐλογήση ὁ Θεός! Εἶδα, λέγει ἕνας ψαλμικός στῖχος, εἶδα τόν ἐλεήμονα ἄνθρωπο νά σκορπίζη ὅλη μέρα καί τά παιδιά του, τό σπέρμα του, δέν πείνασαν ποτέ ἀπό τό ψωμί. Εἶδα τόν ἀσεβῆ ὑψωμένο μέχρι ἐκεῖ πάνω. Γύρισα νά δῶ, οὔτε τόν τόπο δέν εἶχα γνωρίσει πού ἦταν ὁ ἀσεβής. Καί τά παιδιά τοῦ ἀσεβοῦς ζητιανεύουν ψωμί. Ὅταν λέη ἀσεβής ἐννοεῖ τόν ἄνθρωπο τόν ἄσπλαχνο, τόν κοιλιόδουλο, τόν ἄνθρωπο τόν ἀτομιστή, τόν φιλήδονο, τόν ἄνθρωπο πού θέλει νά τά μαζεύη ὅλα γιά τόν ἑαυτόν του καί νά ἀγνοῆ τήν παρουσία τοῦ πλησίον. Αὐτά τά ἐντέλεται ὁ νόμος.

   Ἀλλά, ἐδῶ τώρα ἕνα πολύ πολύ ὡραῖο σημεῖο! Πολύ ὡραῖο σημεῖο! Εἶναι τό ἑξῆς: ὁ Τωβίτ εἶχε καί μίαν τρίτην δεκάτην! Ἔδινε πρώτη δεκάτη γιά τόν ναό, δευτέρα δεκάτη γιά τούς φτωχούς, καί μία τρίτη δεκάτη. Συνεπῶς ἦταν ἕνα 30% ἀπό τά προϊόντα του. Τό 30% εἶναι πολύ σημαντικό! Αὐτή ἡ τρίτη δεκάτη -ἐδῶ θέλω νά προσέξετε κάτι πολύ σημαντικό- δέν τήν ἔγραφε ὁ νόμος πουθενά! Ὁ νόμος ὡμίλει μόνον γιά δυό δεκάτες, ἡ μία ὑποχρεωτική, ἡ ἄλλη προαιρετική καί τίποτε ἄλλο. Αὐτή ἡ τρίτη δεκάτη; «καί τήν τρίτην ἐδίδουν οἷς καθήκει» ἐκεῖ πού ἔπρεπε «καθώς ἐνετείλατο Δεββώρα ἡ μήτηρ τοῦ πατρός μου διότι ὀρφανός κατελείφθην ὑπό τοῦ πατρός μου.» (Τωβ.1,8) Ἐδῶ κάτι πολύ ὡραῖο! Αὐτή τήν τρίτη δεκάτη τήν εἶχε μάθει ἀπό τήν γιαγιά του τή Δεββώρα! Προσέξτε αὐτή ἡ Δεββώρα ἡ γιαγιά του δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ἐκείνην τήν Δεββώρα τήν Κριτήν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶναι ἄλλη, ἁπλῶς συνωνυμία. Εἴδατε; Προσέξατε; Εἶχε μάθει ἀπό τή γιαγιά του αὐτή τήν τρίτη δεκάτη, γιατί ἦταν ὀρφανός.

   Ἐδῶ τώρα ὁ ρόλος τῆς γιαγιᾶς μέσα στήν οἰκογένεια. Ἡ γιαγιά ἔχει πολύ σπουδαῖο ρόλο μέσα στό σπίτι. Ὁ ρόλος της δύναται νά εἶναι ἄλλοτε μέν ἀρνητικός, ἄλλοτε δέ θετικός. Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ γονεῖς δέν ἔχουνε πολύ καιρό, ἡ μητέρα καί ὁ πατέρας, νά κοιτάξουν τά παιδιά τους. Ἄν ὑπάρχη στό σπίτι μέσα γιαγιά, ἡ μητέρα μέ τίς δουλειές καί τά λοιπά, πιό πολύ μέ τά ἐγγονάκια ἀσχολεῖται ἡ γιαγιά ἤ ὁ παππούς. Ἐδῶ ὁ λόγος περί τῆς γιαγιᾶς, δύναται νά εἶναι ὅμως καί ὁ παππούς. Καί εὔχομαι βεβαίως νά γεράσετε καί νά γίνεται καί σεῖς γιαγιάδες καί νά ξέρετε πῶς νά κινῆσθε μεθαύριο στά ἐγγονάκια σας, γιατί αὐτά εἶναι διά μακράν παρακαταθήκη, γιά μακρύ χρόνο παρακαταθήκη.

   Ἡ ἀρνητική θέσι πού παίρνουν οἱ γιαγιάδες εἶναι ἡ ἑξῆς: -εἶναι μία γενική κατάστασι ἐκ πρώτης ὄψεως περίεργος, δικαιολογεῖται ὅμως- οἱ ἴδιες ἅμα εἴχανε παιδιά, ἦταν σκληρές σάν μητέρες, τά τιμωροῦσαν τά παιδιά τους καί τά λοιπά, ἦταν αὐστηρές καί σκληρές. Τώρα σάν γιαγιάδες ἤ σάν παπποῦδες ἔχουνε σπάσει καί χαρίζονται στά ἐγγονάκια. Ὅταν ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα θά δείρη τό παιδί, ἐπεμβαίνει ἡ γιαγιά ἤ ὁ παππούς. Τό παίρνει τό παιδί στά χέρια, βάζει φωνές στούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ γιατί δέρνουν τό παιδί, τό ἐγγονάκι, γιατί τό δέρνουν, ὅτι θά τό σκοτώσουν ὅτι... ὅτι... ὅτι… Ἔχουν ξεχάσει ὁλότελα ὅτι οἱ ἴδιοι τά παιδιά τους τά τιμωροῦσαν. Τώρα τρέφουν μία ἀγάπη. Πῶς δικαιολογεῖται αὐτή ἡ ἀγάπη; Τά παιδιά τους τότε δέν τά ἀγαποῦσαν; Ἐπειδή φεύγει ἡ ζωή τους αἰσθάνονται ὅτι προεκτείνεται πλέον στά ἐγγονάκια τους καί ἔτσι τά ἀγαποῦν πολύ, ὑπερβολικά πολύ. Μία ἀγάπη σάν κι ἐκείνη πού ἔχει ὁ κερκοπίθηκος -λέγεται πίθηκος, μαϊμού- πού παίρνει στήν ἀγκαλιά του τό παιδάκι του, τό μαιμουδάκι του, καί ἐπειδή τό ἀγαπάει πάρα πολύ, τό σφίγγει... τό σφίγγει... τό σφίγγει... τό φιλάει... τό φιλάει... τό φιλάει... καί πολλές φορές τό πνίγει ἀπό τό πολύ, τό ὑπερβολικό σφίξιμο!

   Ἔτσι καί δῶ οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες παίζουν ἕνα πολύ κακό ρόλο μέσα στό σπίτι, ὅταν χαρίζωνται στά παιδιά καί τά κακομαθαίνουν τά ἐγγονάκια. Μπορεῖ ἡ μητέρα του ἐπί παραδείγματι νά πῆ: «τό παιδί μου θά νηστεύει». Ποιό παιδάκι; τῶν τεσσάρων, πέντε, ἕξι, ἑπτά χρονῶν! Ἡ γιαγιά κρυφά θά δώση στό παιδί σοκολάτες ἤ ὅ,τι ἄλλα  λέγοντας «φάτα τώρα αὐτά μή τά δῆ ἡ μαμά σου γιατί εἶσαι μικρό καί δέν πειράζει». «Μά, γιαγιά, νηστεύω, ἡ μαμά λέει ὅτι πρέπει νά νηστεύω!» «Καλά δέν πειράζει, ἐσύ εἶσαι τώρα μικρός ἤ μικρή, ἅμα μεγαλώσεις τότε νηστεύεις, τώρα φάε αὐτές τίς σοκολάτες!».

   Οἱ γιαγιάδες μέ τόν τρόπο αὐτό κάνουν κυριολεκτική καταστροφή. Αὐτό εἶναι τό ἀρνητικό ἔργο πού κάνουν οἱ γιαγιάδες καί οἱ παπποῦδες. Καταστρέφουν τά παιδιά. Δίνουν χρήματα πολλές φορές οἱ παπποῦδες στά ἐγγόνια τους καί ξοδεύουν ἔξω, καί ἀσωτεύουν τά παιδιά. Κι ὅταν ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα δέν δίδει χρήματα, γιατί θέλουν νά βοηθήσουν τό παιδί, δυστυχῶς ὁ παππούς ἤ ἡ γιαγιά θά δώση χρήματα καί θά καταστραφῆ τό παιδί, ὁ ἐγγονός.

   Ἡ θετική ὄψις εἶναι, ὅταν ἡ γιαγιά ἤ ὁ παππούς ξέρουν νά κρατοῦν τή θέσι τους, ἐκείνη πού κρατοῦσαν καί στά παιδιά τους. Και ἡ εὐσεβής γιαγιά, ἐπειδή μιλάω σέ κοπέλες, ἡ εὐσεβής γιαγιά εἶναι ἕνα κεφάλαιο μέσα στό σπίτι, εἶναι ἕνας θησαυρός μέσα εἰς τό σπίτι. Θά πάρη τό ἐγγονάκι μέ πολλή ὑπομονή νά τό μάθη πολλά πράγματα. Ἐάν ξέρη γράμματα, θά τό διαβάζη, ἐάν δέν ξέρη…. ὅ,τι ξέρει. Ἀπό τόν θησαυρό τῆς καρδιᾶς της θά πῆ πολλά  πολλά εἰς τό ἐγγονάκι!

   Λέγουν τό ἑξῆς: ὅτι οἱ γιαγιάδες μαγειρεύουν πολύ ὡραῖο φαΐ! Ποῦ ἔγκειται αὐτό; Ὅπως θά ξέρετε τό φαΐ γιά νά γίνη θέλει πήλινο δοχεῖο -τσουκάλι- καί σιγανή φωτιά. Ἅμα μαγειρεύομε μέ πολύ δυνατή φωτιά, γρήγορα γρήγορα, γιατί βιαζόμαστε νά μαγειρέψωμε νά φᾶμε, ἔχομε δουλειές, τό φαΐ δέν γίνεται ὡραῖο. Θέλει πήλινο τσουκάλι καί σιγανή φωτιά. Οἱ γιαγιάδες, λοιπόν, πού ἔχουν χρόνο καί ὑπομονή, κάνουν τό φαΐ ὄμορφο γιατί ἔχουν χρόνο καί ὑπομονή. Ἔ, λοιπόν, τό ἴδιο πρᾶγμα γίνεται καί μέ τά ἐγγονάκια. Ἐπειδή ἔχουν χρόνο καί ὑπομονή, δέν ἔχουν πιά ἄλλα πράγματα νά σκεφτοῦν, ἔφυγε ἀπό τά χέρια τους ἡ διαχείρισι τοῦ σπιτιοῦ, ἄλλοι κυβερνοῦν τό σπίτι.Ἔτσι μέ τήν ὑπομονή τους καί τόν χρόνο πού διαθέτουν μποροῦν να «καλομαγειρέψουν» τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἐγγονοῦ, καί νά τήν κάνουν ὄμορφη ψυχή.

   Ἐδῶ βλέπομε τώρα τόν Τωβίτ νά λέγη: «ἡ γιαγιά μου μέ ἔμαθε νά δίδω αὐτήν τήν τρίτην δεκάτην.» Ἀλλά ἡ τρίτη δεκάτη δέν ἀναφέρεται ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἀποτέλεσμα εὐλαβείας! Καί αὐτή ἡ εὐλάβεια -ὅπως θέλετε πάρτε το, ὅπως θέλετε πεῖτε το- εἶναι παραδοσιακή. Καί παραδοσιακή σημαίνει ὅ,τι λέει ἡ λέξις. Στό παραδίδω, καί σύ τό παίρνεις, καί σύ μέ τήν σειρά σου θά τό παραδώσης παρακάτω γιά νά τό πάρη ἡ παρακάτω γενεά καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

   Αὐτό θά πῆ παραδοσιακή εὐλάβεια! Αὐτή τήν παραδοσιακή εὐλάβεια τήν ὁποία ἔρχεται μέ λοστούς ἀσεβείας νά ξεχαρβαλώση ἡ ἐποχή μας, καί νά πῆ ὅτι αὐτά εἶναι ὅλα σέ μία παλιά ἐποχή, πού δέν τά ἔχομε ἀνάγκη, οὔτε ὀφείλομε νά τά προσέξωμε. Καί το ἀποτέλεσμα -ὅπως θά δοῦμε γιά τόν δαίμονα τόν Ἀσμοδαῖο, πού μπαίνει μέσα στό γάμο καί κάνει καταστροφή, θά φτάσωμε ἐκεῖ! θά ἰδῆτε τί φοβερά πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν μέσα στό γάμο, φοβερά πράγματα- κι ἔχομε τά διαζύγια, ἔχομε τούς τσακωμούς, ἔχομε... ἔχομε... ὅ,τι ἔχομε σάν καταστροφή πιά μέσα εἰς τό γάμον. Γιατί; Γιατί δέν κρατᾶμε τό παραδοσιακό, δέν κρατᾶμε αὐτό πού θά στηρίξη πραγματικά.

   Μέ πολλή συγκίνησι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο: «θυμᾶμαι τά δάκρυά σου, θυμᾶμαι ὅταν μοῦ ’λεγες πῶς σέ μεγάλωσε ἡ μητέρα σου ἡ Εὐνίκη καί ἡ γιαγιά σου ἡ Λωΐδα». Εἴδατε πῶς ἀναφέρει καί τή γιαγιά τοῦ Τιμοθέου τή Λωίδα; -Ἡ Λωΐς, τῆς Λωΐδος-. Εἴδατε πῶς τήν ἀναφέρει; Ξέρετε πόσο θά διεκδικοῦσε κανείς νά ἔχη μία θέσι τό ὄνομά του μέσα στήν Ἁγία Γραφή; Ἀλλά μία θέσις εὐλαβείας, μία θέσις ἐπαίνου! Καί αὐτή τή θέσι τοῦ ἐπαίνου τήν ἔχει, παρακαλῶ, ἡ γιαγιά Λωΐδα! Γιατί, ἄν ὁ Παῦλος βρῆκε στά Λύστρα ἕναν Τιμόθεο, ἕναν νέο ἕτοιμο νά γίνη συνεργάτης ἑνός Παύλου καί νά συγκακοπαθήση μέ τόν Παῦλον, αὐτόν τόν Τιμόθεο τόν ἔφτιαξαν δυό γυναῖκες, ἡ μητέρα καί ἡ γιαγιά. Καί ἡ μητέρα καί ἡ γιαγιά θυσιάστηκαν! Ἡ μητέρα δέν ξαναπαντρεύτηκε. Εἶχε Ἕλληνα πατέρα, γι’ αὐτό ἦταν καί ἀπερίτμητος ὁ Τιμόθεος. Τό λέω αὐτό γιατί ἦταν εἰδωλολάτρης ὁ πατέρας του. Βλέπετε; ἡ μητέρα ἔμεινε πιστή στό Θεό! Δέν ξαναπαντρεύτηκε ἡ Εὐνίκη γιά νά μεγαλώση τό παιδί της! Κοντά καί ἡ γιαγιά!

   Καί λέγει καί τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅτι γνωρίζεις, οἶδας, τά ἱερά γράμματα ἀπό βρέφους» (Β΄ Τιμ γ΄ 15) -ὅταν λέει ἱερά γράμματα ἐννοοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη- τήν γνωρίζεις, λέγει, ἀπό βρέφους. Ξέρετε δέ ἀπό πότε ἂρχίζε ἡ βρεφική ἡλικία; Ἀπό τό τρίτον ἔτος τῆς ἡλικίας. Ἀπό τό τρίτον ἔτος, πού σήμερα τά παιδάκια πᾶνε καί κολλᾶνε τήν μύτη τους στήν τηλεόρασι καί βλέπουνε ὅ,τι βορβορῶδες καί ξέρουνε τόσα πολλά… Ὁ Τιμόθεος ἀπό μικρό παιδάκι ἤξερε τήν Παλαιά Διαθήκη! Καί τήν ἤξερε τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό μικρός ὁ Τιμόθεος, γιατί εἶχε μία εὐλογημένη γιαγιά· μία εὐλογημένη γιαγιά, πού ἤξερε νά παιδαγωγῆ τό ἐγγονάκι της.

   Εἶναι λοιπόν μεγάλος θησαυρός ἡ γιαγιά νά εἶναι εὐσεβής καί νά ξέρη νά παιδαγωγῆ. Προσέξτε, δέν ξέρω αὐτή τήν στιγμή φυσικά, ἐάν κάποια μεγάλη κυρία, ἡλικιωμένη, θά μποροῦσε νά διορθωθῆ αὐτή τήν στιγμή, καί νά γίνη μία εὐλογημένη γιαγιά γιά τά ἐγγονάκια της, θά τό εὐχόμουν μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Ἀλλά αὐτά πού λέμε -γιά τρίτη φορά τό λέγω- εἶναι γιά μακροπρόθεσμες καταστάσεις, ὅταν ἐσεῖς θά γίνετε γιαγιάδες. Καί μήν πεῖτε «ἔχω καιρό τότε! ἔχω καιρό τότε!…» Παιδιά, χαλκευόμαστε ἀνά πᾶσα στιγμή γιά νά φτάσωμε ἐκεῖ! Ὅπως γιά νά φτάσης νά πῆς τό «μετανοῶ», δέν εἶναι μία λέξι, ἀλλά εἶναι ἡ συνισταμένη πολλῶν πολλῶν καταστάσεων πού ἔχουνε βιωθεῖ μέσα στή ζωή σου!

  Ἀλλά, ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτά, καί ρίχνει αὐτή τή ματιά στό παρελθόν γιά νά μᾶς πῆ ποιός ἦταν, μᾶς λέγει κατόπιν ὅτι στήν αἰχμαλωσία ἐπαντρεύτηκε μία γυναῖκα πού τήν ἔλεγαν Ἄννα. Αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν ἀπό τήν ἰδίαν φυλήν, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἀπηγόρευε αὐστηρά ὁ νόμος, ἀλλά προέτρεπε ὅμως, καί συνεπῶς ἦταν καί αὐτό ἕνα δεῖγμα εὐσεβείας. Εἶχε πάρει γυναῖκα ἀπό τήν ἰδίαν φυλήν. Καί ἐκεῖ εἰς τήν ξενιτειά ἐγέννησε καί τόν Τωβία, τό γιό του. Ἕνα παιδί ἔκανε.

  Καί στή συνέχεια, ἀφοῦ μᾶς εἶπε ὅλα αὐτά, τώρα ἔρχεται νά μᾶς διηγηθῆ, ἀπό δῶ καί μπρός πιά σάν αἰχμάλωτος εἰς τή Νινευή, πῶς περνάει ἡ ζωή του.

   Ὅπως εἶναι γνωστό οἱ Ἑβραῖοι δέν ἔτρωγαν ὁποιαδήποτε τροφή. Ὑπῆρχαν ζῶα ἀκάθαρτα, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἦταν ἀπηγορευμένα ἀπό τόν νόμον. Ψάρια πού δέν εἶχαν λέπια δέν ἐτρώγοντο ἀπό τούς Ἑβραίους, ὅπως τό χέλι. Χερσαῖον ζῶον, ὅπως ὁ λαγός, ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτο ζῶο. Δέν λέω βεβαίως γιά τό ἄλογο καί λοιπά, ὄχι ὅτι εἶναι ἀκάθαρτα δέν τά συνηθίζομε νά τά τρῶμε. Προσέξτε, δέν εἶναι ἀκάθαρτα ἁπλῶς εἶναι θέμα συνηθείας. Ὅπως ἐπί παραδείγματι στάς Ἰνδίας τρῶνε τά φίδια. Ἐμεῖς δέν τρῶμε τά φίδια. Στήν Ἰταλία τρῶνε τά βατράχια. Ἐμεῖς δέν τρῶμε τά βατράχια. Τρῶμε ὅμως τά σαλιγκάρια, πού ἅμα μᾶς δοῦνε οἱ Γερμανοί νά τρῶμε σαλιγκάρια, θά ξεράσουνε. Εἶναι θέματα συνηθείας, τίποτε ἄλλο. Ἁπλό!

   Στούς Ἑβραίους ὅμως ὑπήρχαν καθαρά καί ἀκάθαρτα ζῶα, πού ἀπηγορεύοντο ἀπό τόν νόμο νά φαγωθοῦν τά ἀκάθαρτα. Καί τοῦτο διά λόγους παιδαγωγικούς πού ὁ Θεός τό ἔκανε εἰς τούς Ἑβραίους. Γιά λόγους παιδαγωγικούς· ὄχι ὅτι ὑπάρχουν πραγματικά καθαρές καί ἀκάθαρτες τροφές. Ἦταν λόγοι καθαρά παιδαγωγικοί. Ἔτσι ὁ Θεός ἀπαγορεύει!

   Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι βρέθηκαν αἰχμάλωτοι εἰς τήν Νινευή, τί θά ἔτρωγαν ἐκεῖ; Μάλιστα σάν αἰχμάλωτοι, πού δούλευαν σέ ἔργα τῶν Νινευϊτῶν, ἀντιλαμβάνεστε ὅτι δέν μποροῦσαν πλέον νά τηρήσουν τήν ἐντολήν αὐτήν; Ἕνας εὐσεβής Ἑβραῖος τί θά ἔκανε;

    Παιδιά, ἐδῶ ἐλεγχόμεθα, ὅταν καί ἐμεῖς πολλές φορές πᾶμε μία ἐπίσκεψι, ἤ σέ ἕνα μνημόσυνο, ἤ σέ μία γιορτή καί εἶναι Τετάρτη ἤ Παρασκευή κι ἔχουνε κρέας ἤ ἕνα γλυκό ἀρτύσιμο καί λέμε: «μά τί νά κάνω,  βρέθηκα σέ δύσκολη θέσι καί τό πῆρα καί τό ἔφαγα». Δέν ξέρω ἄν δυσκολότερη θέσι θά μποροῦσε νά βρεθῆ ἀπό αὐτήν πού βρέθηκε ὁ Τωβίτ. Νά εἶναι αἰχμάλωτος, νά μήν ἔχη δικά του χρήματα! Πῶς θά φάη; Πῶς θά κοιμηθῆ;

   Γιά νά θυμηθοῦμε μίαν ἄλλη περίπτωσι, ἐκείνη τῶν Τριῶν Παίδων καί τοῦ Δανιήλ. Ὅταν κι ἐκεῖνοι σέ μία μεταγενέστερη αἰχμαλωσία, ὄχι πλέον ἀπό τούς Νινευίτας ἤ τούς Ἀσσυρίους, ἀλλά ἀπό τούς Βαβυλωνίους μέ τόν Ναβουχοδονόσορ α, οἱ ὁποῖοι εἶχαν αἰχμαλωτίσει τό Νότιο Βασίλειο τοῦ Ἰούδα, κι εἶχαν συρθεῖ αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλών α οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι καί ὁ Δανιήλ. Καί ἐκεῖ προέκυψε θέμα πού δέν ἔπρεπε νά φᾶνε, διότι εἶχαν προσληφθεῖ εἰς τό παλάτι καί ἔπρεπε νά σπουδάσουν. Καί μάλιστα μετά ταῦτα ὁ Ναβουχοδονόσορ  τούς ἀνέβασε σέ πολύ ὑψηλά ἀξιώματα καί εἶχε δώσει ἐντολή νά τρώγουν ἀπό τά Βασιλικά φαγητά, χοιρινά παχιά -ἀπηγορεύετο τό χοιρινό κρέας κι ἄλλα πολλά κυνήγια˙ ἀπηγορεύοντο αὐτά-. Τί ἔπρεπε νά κάνουν; Ἐκεῖνος, πού τόν πονᾶ καί τό κάνει αἴτημα στήν προσευχή του, ὁ Θεός ἀνοίγει πόρτα. Καί δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τούς τρεῖς παῖδας ἁπλῶς μνεία ἔκανα, ὑπόμνησι.

   Ἀλλά θά ἔλθω τώρα εἰς τόν Τωβίτ. Ἔκανε προσευχή καί παρεκάλεσε τόν Θεόν: «Κύριε, ἐγώ θέλω νά τηρήσω τήν ἐντολή σου, δέν πρέπει νά φάγω, τό ἐπιθυμῶ πολύ, δῶσε νά τό πετύχω αὐτό, σέ παρακαλῶ πολύ!» Κι ὅταν Τόν παρακαλᾶμε τόν Θεό, ὄχι νά μᾶς δώση χρήματα, ὄχι νά μᾶς δώση δέν ξέρω τί ἀγαθά, ἀλλά ἐκεῖνες τίς προϋποθέσεις γιά νά τηρήσωμε τίς ἐντολές Του, ὁ Θεός μᾶς τίς δίνει ἀμέσως.

   Καί τό θαῦμα ἔγινε. «Ἐγώ δέ συνετήρησα τήν ψυχήν μου μή φαγεῖν» (Τωβ.1,11)  εἶπα δέ θά φάγω,  «καθότι ἐμεμνήμην τοῦ Θεοῦ μου ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ μου.» (Τωβ.1,12) γιατί εἶχα μέσα στήν ψυχή μου τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ! Αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι, παιδιά, ὁ δείκτης! ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ! Αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά μήν ἁμαρτάνωμε ποτέ εἰς τήν ζωήν μας!

   «Καί ἔδωκεν ὁ Ὕψιστος χάριν καί μορφήν ἐνώπιον Ἐνεμεσσάρου, καί ἤμην αὐτοῦ ἀγοραστής.» (Τωβ.1,13) Πῶς ἔγινε; Μέ εἶδε ὁ Ἐνεμέσσαρος, ὁ Βασιλιάς τῆς Νινευή, εἶδε τό πρόσωπό μου καί εἶπε: «ἐσένα θά σέ πάρω ὑπάλληλο μέσα στό παλάτι καί θά σέ κάνω ἀποθηκάριο καί θά πηγαίνης νά ἀγοράζης ἐσύ ὅ,τι θέλω γιά νά φάω». Ὁπότε παρακαλῶ, μπαίνοντας ἀποθηκάριος ὁ Τωβίτ εἰς τήν βασιλική αὐλήν εἶχε τήν δυνατότητα  νά ἀγοράζη καί νά τρώη ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.

   Εἴδατε παρακαλῶ; βρῆκε χάριν, λέγει, ἀπό τόν Βασιλέα. Τό πρόσωπό του!  Ἐκεῖνο τό κάτι! Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού τό κάνει αὐτό!

   Ἔχω ὑπόψιν μου κάποιον κάποτε, νέον πού ὑπηρετοῦσε στρατιώτης σέ μία μονάδα, καί μόλις παρουσιάστηκε στή μονάδα αὐτή, μόλις τόν εἶδε ἕνας ἀξιωματικός καί τοῦ λέγει: «ἔλα ἐδῶ», καί τόν ἔβαλε σέ μία εἰδική ὑπηρεσία πού μποροῦσε νά ἀσκῆ τά πνευματικά του ἔργα ἀνέτως. Καί ἐνῶ ἤτανε στρατιώτης στή μονάδα αὐτή, καί φτωχό παιδί, δέν εἶχε χρήματα νά πάρη ἀπό τό σπίτι νά πάη νά φάη, οὔτε τό σπίτι τοῦ ἔδινε χρήματα νά τρώη ἔξω, νά γυρίζη ἔξω, τίποτε, ἐνήστευε. Καί δέν εἶναι μόνον αὐτός, γνωρίζω κι ἄλλους στρατιῶτες. Ἐνήστευε ἤ ἐνήστευαν ὅλες τίς σαρακοστές. Τό πιστεύετε; Μεγάλη σαρακοστή ἐπί παραδείγματι νά τήν κρατάη ὁ στρατιώτης;... ἤ οἱ στρατιῶτες;.... -γιατί δέν εἶναι ἕνας- νά τήν κρατοῦν ἐξ ὁλοκλήρου;  Πῶς τό κατάφερναν;


1η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.