†. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζουμε. Φέτος τά θέματα πού θά κάνουμε θά εἶναι ἀπό τό Ψαλτήρι, ἀπό τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Ὅπως θα ξέρετε, τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν εἶναι ἕνα ἀπό τά σαράντα ἐννέα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί ὅλοι οἱ Πατέρες, καθώς καί οἱ νεώτεροι Ἑρμηνευτές, συμφωνούν πώς εἶναι ἡ καρδιά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα λέγεται ὅτι τό τί εἶναι τό Ψαλτήρι θά μποροῦσε νά ἐκφραστεῖ μέ δυό μόνο λέξεις: εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος! Καί αὐτό γιατί ἐκεῖ μιλάει ὁ Θεός μέ ἕναν τρόπο ἔντονο· ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος μιλάει πρός τόν Θεό μέ ἕναν τρόπο πολλές φορές δραματικό. Για παράδειγμα, λέει ὁ Θεός: «πρόσχες μοι», πρόσεξέ με κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ἄνθρωπος λέει πρός τόν Θεό: «ἐνώτισε», ἄκουσέ με, βάλε καλά τά αὐτιά Σου να μ' ἀκούσεις. Γίνεται δηλαδή ἕνα εἶδος πάλης ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό. Το Ψαλτήρι θα λέγαμε πώς εἶναι τό πιό δυνατό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Καί ἀπ' αὐτό τό βιβλίο, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ φυσικά, θα κάνουμε φέτος αρκετά θέματα. Αλλά θα αναλύσουμε μόνο μερικούς από τους Ψαλμούς, γιατί ἄν θα θέλαμε νὰ τοὺς ἀναπτύξουμε ὅλους, θα χρειαζόμαστε πολλά χρόνια· ἴσως πέντε... ἕξι... Ξέρετε τί θά πεῖ νὰ κάνεις πέντε-έξι χρόνια, γιὰ νὰ ἀναλύσεις αὐτό το βιβλίο; Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Γι' αὐτό, εἰλικρινά σᾶς λέει, ἡ Ἁγία Γραφή δεν εξαντλείται.
Το Ψαλτήρι, ὅπως σᾶς εἶπα, εἶναι τό βασικότερο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί ἐπιπλέον περιέχει μέσα του κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς! Ἄν θά ἀνοίξει κανείς τό Ψαλτήρι, θά βρεῖ τόν ἑαυτό του.
Ὁ μέγας Αθανάσιος λέει ὅτι σ' ὅποια κατάσταση καί νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, θλιμμένη ἤ χαρούμενη, σέ ἀπόγνωση ἤ σ' ἐνθουσιασμό ἤ σέ ἀπορία ή σε όποιαδήποτε ἄλλη κατάσταση κι ἂν βρίσκεται, το Ψαλτήρι ἔρχεται νά τοῦ ἀπαντήσει, ἔρχεται να ταυτιστεῖ μέ τή δική του ψυχολογική κατάσταση, γιατί απλούστατα γράφτηκε κάτω ἀπό ποικίλες ψυχολογικές συνθήκες. Καί γι' αὐτό εἶναι ἕνα βιβλίο ιδιαίτερα κατάλληλο για όλους, προσαρμόζεται πραγματικά σε κάθε ἀνθρώπινη ψυχή!
Ἔτσι, τό Ψαλτήρι, εκτός από τό ὅτι περιέχει ψυχολογικές καταστάσεις πού ἀνταποκρίνονται στην ανθρώπινη ψυχή, ἔχει καί κάτι ἄλλο: περιέχει πλούσια θεολογία, είναι γεμάτο από χριστολογία. Ὅλοι οἱ Ψαλμοί, καί οἱ ἑκατόν πενήντα, είναι χριστολογικοί. Βέβαια μερικοί εἶναι κυρίως χριστολογικοί, δηλαδή ἄμεσα χριστολογικοί, όπως είναι ο 21ος Ψαλμός, όπως είναι ὁ 109ος Ψαλμός, πού εἶναι καί τό βαρύ πυροβολικὸ ὅλων τῶν Ψαλμών. Είναι μικρός, πολύ μικρός Ψαλμός σε έκταση. Είναι αυτός που λέει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου κάθου ἐκ δεξιῶν μου...» καί τά λοιπά.
Αὐτός ὁ Ψαλμός εἶναι ἡ κορυφή ὅλων τῶν Ψαλμῶν ἀπό πλευράς χριστολογικῆς, προφητικῆς. Ωστόσο, ενώ ἔχουμε ψαλμούς άμεσα χριστολογικούς, ὅλοι ἔμμεσα εἶναι καί χριστολογικοί. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα βιβλίο, πού ἐνῶ εἶναι ποιητικό, ἐνῶ εἶναι συλλογή προσευχῶν, ἐνῶ εἶναι μία κραυγή τοῦ ἀνθρώπου προς τόν Θεό, ταυτόχρονα, μέσα σ' αυτή την κραυγή, διακρίνει κανείς τό προφητικό στοιχεῖο πολύ έντονα, και κυρίως τό χριστολογικό. Το σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης του Ψαλμοῦ ταυτίζεται μέ τόν Χριστό καί ἀποτελεῖ τύπον τοῦ Χριστοῦ.
Βέβαια, δέν σᾶς εἶπα, τό Ψαλτήρι δέν εἶναι γραμμένο μόνο ἀπό τόν Δαβίδ. Ἐπειδή ὅμως οἱ περισσότεροι Ψαλμοί εἶναι τοῦ Δαβίδ, λέγεται Ψαλτήρι τοῦ Δαβίδ. Οἱ Ψαλμοί δέν ἀνήκουν ὅλοι σ' ἐκεῖνον, στή γραφίδα του, ἀλλά ἀνήκουν καί σέ ἄλλα πρόσωπα, καί φυσικά τά πρόσωπα αυτά δέν εἶναι ὅλα σύγχρονα τοῦ Δαβίδ. Ἐκεῖνος πού άρχισε να γράφει τους Ψαλμούς ὁπωσδήποτε εἶναι ὁ Δαβίδ, ἄσχετα ἄν στο Ψαλτήρι ἔχουμε κι ἕναν Ψαλμό πού ανήκει καί στόν Μωυσή.Ἕνας Ψαλμός μόνο ανήκει στον Μωυσή, καί φυσικά αὐτός ὁ Ψαλμός είναι κατά τέσσερις περίπου αιώνες, ἤ πέντε, ἀρχαιότερος. Ὁ Δαβίδ ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού εἶχε μία πολύ σημαντική παραγωγή Ψαλμών. Μετά ἔγραψαν κι ἄλλοι. Ὅλοι αὐτοί λοιπόν οἱ Ψαλμοί συλλέχθηκαν και αποτέλεσαν το βιβλίο των Ψαλμών,
Εἶναι ποιήματα κατά τήν ἑβραϊκή φιλολογία, ὄχι ὅπως τά γνωρίζουμε. Η ποίηση στήν ἑβραϊκή φιλολογία δέν ἔχει οὔτε ὁμοικαταληξία ούτε ἴσως καί κάποιο ρυθμό. Οπωσδήποτε υπάρχει και κάποιος τόνος ρυθμοῦ, ὄχι ὅμως πάρα πολύ έντονος. Εἶναι σάν τα σύνχρονα ποιήματα, ποὺ δὲν ἔχουν ρυθμό, ἂν τὸ ἔχετε προσέξει, καί αὐτό πού τα κάνει να ξεχωρίζουν από τον πεζό λόγο εἶναι ὅτι ἔχουμε επανάληψη μιας φράσεως, πού δίνει ἕναν τόνο ποιητικό. Είναι το μόνο στοιχεῖο ἀπό τό ὁποῖο μπορεί να χαρακτηριστεί ἡ ἐβραϊκή ποίηση. Όμως εἶναι ποιήματα, ποιήματα-προσευχές.
Ἔτσι λοιπόν ἐπανέρχομαι από προηγούμενο που εἶπε, ὅτι ὁ Δαβίδ, ή ο Ψαλμωδός –θά λέμε πάντα ὁ Ψαλμωδός· δὲν θὰ λέμε ὁ Δαβίδ, ἐκτός βέβαια ἂν ἡ ἐπιγραφή από πάνω λέει ότι ανήκει στον Δαβίδ– ο Ψαλμωδός λοιπόν, που στην προκειμένη περίπτωση εἶναὶ ὁ Δαβίδ, ταυτίζεται με το πρόσωπο που προφητεύει, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Όταν πάσχει ὁ Δαβίδ –καί πάσχει φυσικά μέσα σέ ἕνα ἱστορικό πλαίσιο, είναι το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο– πάσχει γιατί αποτελεῖ τύπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Δαβίδ λέει ὅτι ὑποφέρει από τούς ἐχθρούς του, ὅτι τόν κύκλωσαν ἐχθροί πολλοί, ὅτι τόν κύκλωσαν «κύνες πολλοί», σκυλιά, κι ότι τον κύκλωσε «συναγωγή πονηρευομένων» (Ψαλμ. 21, 17.), ὁπωσδήποτε αὐτά εἶναι προσωπικά του στοιχεία· αλλά αυτά τα προσωπικά του στοιχεῖα ποτέ δέν μποροῦν νά σταθοῦν μόνο προσωπικά του, γιατί βάζει καί ἄλλα πράγματα, πού δέν εἶναι προσωπικά του καί πού ξεπερνοῦν τὸν Δαβίδ, ξεπερνοῦν τό πρόσωπο πού τά γράφει.
Όπως, για παράδειγμα, όταν λέει «οῦ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν»(Ψαλμ. 15, 10.), δεν θα δώσεις τῶν ὅσιό σου να δεῖ διαφθορά, μέ ἄλλα λόγια να μπει στον τάφο και να λιώσει, αὐτό τό πράγμα δεν αφορά στον Δαβίδ. Πολύ ὀρθά τό τοποθετεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος σέ μιά ὁμιλία του στους Εβραίους, καί λέει: «Αγαπητοί μου, αὐτό ὁ Δαβίδ δέν τό εἶπε γιά τόν ἑαυτό του· γιατί εἶναι γνωστός ὁ τάφος του. Ὁ Δαβίδ τάφηκε και φθάρθηκε καί ἔλιωσε»(Πράξ. 2, 27-31.). Μάλιστα λέει ότι είναι γνωστός ὁ τάφος τοῦ Δαβίδ, γιατί φαίνεται πώς στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου υποδεικνυόταν ὁ τάφος του. Γιατί ὅμως γράφει ὁ Δαβίδ και λέει «οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν»; Κι ἐκεῖ ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὀρθότατα, ερμηνεύει καί λέει ὅτι αὐτό ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἔχουμε λοιπόν μια ταύτιση, όπως και χθές σας τό ἔλεγα, τοῦ ἀντιτύπου με το πρωτότυπο. Τὸ ἀντίτυπο παίρνει τή θέση τοῦ πρωτοτύπου, μέχρι να παρουσιαστεῖ τό πρωτότυπο. Φυσικά καί τό ἀντίτυπο πάσχει, πάσχει προσωπικά, ἀπό τά προσωπικά του θέματα. Αὐτά ὅμως ὅλα θὰ βροῦν πλήρη εφαρμογή από πρωτότυπο, καί δέν εἶναι μόνον ἐκεῖνα πού ἀφοροῦν στό ἀντίτυπο. Ἔχουμε δηλαδή ένα ξεπέρασμα.
Ἕνα ἄλλο, πού ὁμοίως λέει, ἐκτός ἀπό τό «οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν», εἶναι τό «ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας» (Ψαλμ. 21, 17.), ἔσκαψαν κι ἄνοιξαν τρύπες στα χέρια μου και τα πόδια μου. Καταπληκτικό! Μάλιστα, ἂν θέλετε να ξέρετε, αὐτά εἶναι γραμμένα ὥς τά 1.100 π.Χ.. Ξέρετε τί θά πεῖ 1.100 π.Χ.; Ὁ σταυρικός θάνατος δεν ήταν γνωστός, ἂν καὶ οἱ ἀρχαῖοι λαοἱ πάντα τόν χρησιμοποιοῦσαν, δέν τόν χρησιμοποιοῦσαν μόνον οἱ Ρωμαῖοι. Οἱ Ρωμαῖοι βέβαια τόν σταυρικό θάνατο τὸν εἶχαν πια σε περιοπή· οἱ Εβραίοι όμως οὐδέποτε χρησιμοποίησαν σταυρική εκτέλεση, και αυτό γιατί ἦταν γραμμένο στον Νόμο «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Δευτ. 21, 23. Πρβλ. Γαλ. 3, 13.), και κατά συνέπεια δέν ἤθελαν οὔτε καί τόν χειρότερο κακοῦργο νά τόν ὀνομάσουν ἐπικατάρατο. Ο τρόπος πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Εβραίοι στη θανατική εκτέλεση ήταν ο λιθοβολισμός. Κατά συνέπεια, μέσα σ' αυτό τό κλίμα εἶναι τρομερά παράξενο καί περίεργο να γράφει ὁ Δαβίδ «ὤρυξαν χειράς μου καὶ πόδας». Αὐτό δηλαδή ξεπερνάει το ἀντίτυπο κατά πολύ καί φθάνει στο πρωτότυπο, πού εἶναὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος Εβραίος πού δικάζεται από το Συνέδριο, ζητεῖται ἄδεια ἀπό τον Ρωμαῖο Διοικητή και σταυρώνεται. Είναι ὁ μόνος Εβραίος! Αργότερα βέβαια ο Τίτος, όταν κατέστρεψε τά Ἱεροσόλυμα, σταύρωσε χιλιάδες Ἑβραίους· ἀλλά τότε πλέον, ὡς Ρωμαῖος κατακτητής, δέν θά ρωτοῦσε τί θά κάνει αὐτούς πού ὑπέτασσε. Οἱ Ἑβραῖοι οἱ ἴδιοι ὅ-μως, ἀπό τόν Νόμο τους, ποτέ δέν ἔκαναν σταυρική ἐκτέλεση.
Αυτό σημαίνει ὅτι τό ἀντίτυπο ξεπερνιέται και φθάνει στο πρωτότυπο. Ταυτίζει λοιπόν ο Ψαλμωδός τόν ἑαυτό του, γίνεται προφητικό πρόσωπο, αντιπροσωπεύει, ἄς ποῦμε, ἐκεῖνον πού προφητεύει, μέχρι να ἔλθει αυτός που προφητεύεται. Δεν υπάρχει Ψαλμός πού νά μήν εἶναι προφητικός, εἴτε άμεσα εἴτε ἔμμεσα.
Ακόμη ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέει ὅτι τό Ψαλτήρι τα μέλλοντα προφητεύει, τα πεπραγμένα τῶν ἀρχαίων ὑπενθυμίζει, τόν νόμο τῶν ζώντων προσφέρει καί τόν τρόπο τῶν πρακτέων εκθέτει. Ὁ δέ μέγας Βασίλειος λέει: «Ἐνταῦθα ἔνι θεολογία τελεία, πρόρρησις τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας Χριστοῦ, ἀπειλὴ κρίσεως, αναστάσεως ελπίς, φόβος κολάσεως, επαγγελίαι δόξης, μυστηρίων ἀποκαλύψεις»(Ὁμιλία εἰς τὸν πρῶτον Ψαλμόν, MPG 29.213.18-22.). Δηλαδή τό Ψαλτήρι είναι ένα βιβλίο θεολογικότατο!
Ακόμη κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναφέρθηκε στο Ψαλτήρι ὀνομαστικά. Ὄχι μόνο χρησιμοποίησε χωρία από το Ψαλτήρι, αλλά αναφέρθηκε και στό ὄνομά του, ὅταν εἶπε «γιά μένα γράφει ὁ Νόμος, οἱ Ψαλμοί καί οἱ Προφῆτες» (Λουκ. 24, 44.). Καὶ ὁλόκληρη την Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός τή χώρισε σε τρία τμήματα: πρῶτα στον Νόμο –πού εἶναι τά πέντε πρῶτα βιβλία, δηλαδή ή Πεντάτευχος– μετά στούς Προφῆτες –πού με αὐτή τή λέξη ἐννοοῦσε ὅλους τούς Προφῆτες– και τέλος στό Ψαλτήρι, που το ξεχωρίζει. Βέβαια κάτω ἀπό τό θέμα Ψαλτήρι, σέ μιά εὐρεῖα ἔννοια, θά μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα ποιητικά βιβλία, όπως ή Σοφία Σολομώντος, ὁ Ἐκκλησιαστής, και λοιπά· ωστόσο Ψαλτήρι, σε τελευταία ανάλυση, εἶναι τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Καί ὁ Χριστός τό χρησιμοποίησε εἰδικά μέ τήν ὀνομασία του, ότι δηλαδή το Ψαλτήρι μαρτυρεῖ γι' Αυτόν. «Διαβάστε το Ψαλτήρι, λέει, και θά βρεῖτε ὅτι μιλάει για μένα» (Λουκ. 24, 44.).
Ακόμη, σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι κάθε ἀνθρώπινη ψυχή αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά καταφύγει στο Ψαλτήρι, γιατί ἐκεῖ βρίσκει τόν ἑαυτό της αλλά και κάθε ψυχολογική κατάσταση αντικατοπτρίζεται, ἢ μᾶλλον κάθε Ψαλμός μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ σέ μιά ψυχολογική κατάσταση. Τί γίνεται ὅμως τώρα ἐδῶ; Ἐκεῖνος που διαβάζει το Ψαλτήρι, σε όποια ψυχολογική κατάσταση και να βρίσκεται, ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Συγγραφέα, μέ τόν Ψαλμωδό, καί σιγά-σιγά οἰκειοποιείται τόν Ψαλμό, τόν κάνει δικό του, καί τόν φέρει πρός τόν Θεό. Όπως λοιπόν ἀρχικὰ ἐκεῖνος πού ἔγραψε τόν Ψαλμό, ὁ Δαβίδ, εὐαρέστησε στόν Θεό μέ τα λόγια αὐτά, ἔτσι καί ὁ πιστός, κατ' επέκταση –ἀφοῦ ἔχει κάνει δικό του τόν Ψαλμό, ἔγινε κτῆμα του, ανταποκρίνεται στην ψυχολογική ή στην ηθική του κατάσταση– εὐαρεστεῖ κι αυτός τόν Θεό, γιατί προσεύχεται όπως πρέπει.
Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι σιγά-σιγά ὁ πιστός πού διαβάζει το Ψαλτήρι προσαρμόζει την ψυχή του στην ψυχολογία, την ηθική και τήν πνευματικότητα τῶν Ψαλμών, καί ἔτσι φθάνει να μοιάσει μέ τούς συγγραφεῖς τῶν Ψαλμῶν, μέ τούς Ψαλμωδούς, ἤ μέ τόν Ψαλμωδό, δηλαδή νά γίνει ἅγιος. Γι' αὐτό, πραγματικά, στη λατρεία τῶν Ἑβραίων το Ψαλτήρι ἦταν σε μεγάλη χρήση.
Είναι γνωστό ὅτι οἱ Ψαλμοί είχαν ποικίλη χρήση. Ἄλλοι Ψαλμοί λέγονταν τό πρωί, ἄλλοι τό μεσημέρι, ἄλλοι τό ἀπόγευμα, στις διάφορες θυσίες καί σέ ποικίλες γιορτές. Ὅταν, για παράδειγμα, ἔρχονταν οἱ Εβραίοι ἀπό τήν ἔξω χώρα, από τις επαρχίες, να προσκυνήσουν κατά τη γιορτή του Πάσχα ἤ τῆς Πεντηκοστῆς, τότε στον δρόμο, ὅταν ἔβλεπαν από μακριά τά Ἱεροσόλυμα, έψελναν ορισμένους Ψαλμούς, καί εἶναι αὐτοί πού λέγονται Αναβαθμοί. Κατά μία ἑρμηνεία, ψάλλονταν ὅταν οἱ προσκυνητές ανέβαιναν στά Ἱεροσόλυμα. Ἄλλοι Ψαλμοί ἦταν τῆς μετανοίας, καί οὕτω καθ' ἑξῆς. Στη Λατρεία, αλλά και στην προσωπική χρήση, οἱ Ψαλμοί ἦταν πάντα στήν ἡμερήσια διάταξη. Ἦταν, θα λέγαμε, το βιβλίο τῶν προσευχῶν κάθε Εβραίου, καὶ αὐτῆς τῆς ἐπίσημης Λατρείας.
Ἐπειδή δέ τό Ψαλτήρι εἶναι τόσο σπουδαῖο καί τόσο βαθύ, χρησιμοποιήθηκε καί στή χριστιανική Λατρεία. Είναι γνωστό ὅτι οἱ θυσίες, ο τελετουργικός Νόμας, έχει καταργηθεί, αλλά όχι και το Ψαλτήρι. Σήμερα δέν θυσιάζουμε ζῶα, οὔτε κάνουμε ὅ,τι λέει ὁ παλαιός Νόμος, ὁ τελετουργικός, πού τον συναντάμε στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, στο Λευιτικό, στους Αριθμούς. Έκεῖ γράφει διάφορα στοιχεῖα γιά τό πῶς θά γίνονται οἱ θυσίες κατά τή Λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μέ τό θυμίαμα, μέ τήν ἀναίμακτη θυσία, την αιματηρή θυσία, το πλύσιμο χεριών, ποδιῶν, καί λοιπά και λοιπά. Τέτοια πράγματα δὲν ἔχουμε. Έχει καταργηθεῖ ὁ τελετουργικός Νόμος, γιατί απέβλεπε στη θυσία τοῦ Χριστοῦ, καί ἐφόσον ήρθε το πρωτότυπο, ή σκιά δέν χρειάζεται.
Δεν θέλουμε τώρα φῶς, για παράδειγμα, είτε καμμένη εἶναι ἡ ἀσφάλεια, εἴτε ὄχι, ἂν ἔχουμε τὸν ἥλιο δέν μᾶς ἐνδιαφέρει πιά νά ἔχουμε ἠλεκτρικό. Ἔτσι κι ἐδῶ ἦλθε το πρωτότυπο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καὶ δὲν ἔχουμε ἀνάγκη πλέον ἀπό τόν σκιώδη τελετουργικό Νόμο. Αλλά το Ψαλτήρι έχει παραμείνει. Γιατί; Υπάρχει ἕνας στίχος πού λέει: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν»(Ωσηέ 6, 6. Πρβλ. Ματθ. 9, 13.). Ή, όπως λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος, που τό παίρνει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: «ὁ καρπός τῶν χειλέων εἶναι ἀνώτερος από τη θυσία»(Έβρ. 13, 15-16. Πρβλ. Ωσηέ 14, 3.). Και ξέρετε ποιός εἶναι ὁ καρπός τῶν χειλέων; Εἶναι τὸ νὰ ψάλλεις, να προσεύχεσαι· καί αὐτό εἶναι μιά θυσία λογική, μιά θυσία τῶν χειλέων, μιά θυσία τῆς καρδιᾶς. Καί ἐφόσον στην Καινή Διαθήκη δέν ἔχουμε πλέον τήν παλαιά θυσία, ἔχουμε νέου τύπου θυσίες, τη θυσία τῶν χειλέων, τή θυσία τῆς καρδιᾶς, ἔχουμε δηλαδή τό Ψαλτήρι, πού προσαρμόζεται σ' αυτή τη μορφή θυσίας.
Ἔτσι λοιπόν εἶναι τό μόνο βιβλίο πού περνάει στην καθημερινή χρήση τῆς χριστιανικῆς Λατρείας καί ζωής. Δέν ὑπάρχει Ακολουθία, από τίς ὀκτώ Ἀκολουθίες τοῦ εἰκοσιτετραώρου, καθώς καί ἡ Θεία Λειτουργια –πού βέβαια δεν είναι Ἀκολουθία– που να μήν περριέχει μέσα τουλάχιστον ἕναν ἢ τρεῖς Ψαλμούς.
Θα πάρω τις πιο μικρές Ακολουθίες, πού εἶναι οἱ Ώρες: ἡ Πρώτη, Τρίτη, Έκτη καί Ἐνάτη. Θα ξέρετε ὅτι ἡ κάθε ὥρα περιέχει τρεῖς Ψαλμούς.
Τό Ἀπόδειπνο ἔχει ἐπίσης τρεῖς Ψαλμούς.
Ὁ Ὄρθρος έχει ἕξι Ψαλμούς –ὁ γνωστός μας Ἑξάψαλμος– καί χωριστά στίχους από τούς Ψαλμούς, πού τούς λέμε στούς Αἴνους. Βεβαίως οἱ Αίνοι θα μπορούσαν να λέγονται ὁλόκληροι, και ἕτσι λέγονταν και ἔτσι εἶναι καταχωρημένοι, άσχετα ἂν ἐμεῖς κρατάμε ἕναν δύο στίχους, τους πρώτους πρώτους, και μετά μπαίνουμε αμέσως στα τροπάρια. Οι Ψαλμοί αυτοί τῶν Αἴνων λέγονταν ὁλόκληροι. Άρα λοιπόν δέν εἶναι μόνο οι έξι Ψαλμοί στον Ὄρθρο· είναι περισσότεροι
Βλέπετε ὅτι ἀρχίζουμε τις Ακολουθίες μας με Ψαλμό ἀπό τό Ψαλτήρι καί δέν ὑπάρχει Ἀκολουθία ποὺ νὰ μὴν ἔχει Ψαλμό! Αλλά καί ἡ Θεία Λειτουργία, στα Ἀντίφωνά της, εἶχε Ψαλμούς. Σήμερα ἔχουν μείνει μόνο ψαλμικοί στίχοι, απομεινάρια· είχε όμως Ψαλμούς. Ἅμα θά πᾶμε στο Τυπικό, τα λεγόμενα Τυπικά, πού λέγονται ἐκεῖ στις τρεῖς πρῶτες εὐχές, στά Αντίφωνα, ἔχει Ψαλμούς. Δέν τά λέμε σήμερα πιά για λόγους συντομίας. Ἔτσι βλέπει κανείς ὅτι τό Ψαλτήρι μπήκε στη Λατρεία σε αφθονία! Να προχωρήσω;
Το Ψαλτήρι διαβάζεται στον Ὄρθρο, καί λέγονται ἐκεῖ δύο Καθίσματα. Σημειώστε ὅτι οἱ ἑκατόν πενήντα Ψαλμοί χωρίζονται σέ εἴκοσι Στάσεις, σέ εἴκοσι Καθίσματα. Κάθε Κάθισμα, ανάλογα μέ τό μέγεθος, περιέχει ἕναν, δύο, τρεῖς, τέσσερις, πέντε Ψαλμούς.Ἔτσι τό πρωί στόν Ὄρθρο διαβάζουμε δύο Καθίσματα, δηλαδή τα δύο εἰκοστά ἢ τὸ ἕνα δέκατο τοῦ ὅλου Ψαλτηρίου. Τό ἀπόγευμα στόν Εσπερινό διαβάζουμε ἔνα Κάθισμα. Το Ψαλτήρι πρέπει να τελειώσει μέσα σε μία εβδομάδα. Μόνο την Κυριακή το απόγευμα στον Εσπερινό δέν τό διαβάζουμε. Την Κυριακή το απόγευμα στόν Εσπερινό τό Ψαλτήρι ἀργεῖ...! Δηλαδή το Ψαλτήρι, ἐκτός ἀπό τίς ἐπί μέρους ἄς ποῦμε ἀναγνώσεις πού ἔχουμε στις Ακολουθίες, Ὧρες, Εσπερινο καί τά λοιπά, διαβάζεται ολόκληρο μέσα σε μία έβδομάδα. Καί ἀπό το Σάββατο βράδυ, ἀπό ὅπου καί ἀρχίζουμε, ξεκινάει πάλι το Ψαλτήρι ἀπό τήν ἀρχή. Τή Μεγάλη δέ Σαρακοστή διαβάζεται δυο φορές μέσα στην ἑβδομάδα, γιατί και στις Ώρες βάζουμε καθίσματα. Δηλαδή το Ψαλτήρι υπάρχει συνέχεια μέσα στη Λατρεία μας! Όταν πεθάνει δέ ἕνας ἄνθρωπος, το διαβάζουν όλη νύχτα ολόκληρο, δηλαδή το Ψαλτήρι μας συνοδεύει παντού. Παντού, παντοῦ μᾶς συνοδεύει!
Είναι τόσο πλούσιο, τόσο σπουδαίο, τόσο σημαντικό! Καί ἐκεῖνος πού το διαβάζει πραγματικά και συνειδητά, ἐξαγιάζεται. Σας βεβαιώνω· εἰλικρινά σᾶς το βεβαιώνω. Αφήστε δέ πού ὅταν τὸ ἀκούει κανείς πολύ συχνά, εξοικειώνεται μαζί του. Βέβαια δεν ξέρω ἂν μπορεῖ νὰ τὸ μάθει καί ἀπ' έξω. Δεν ξέρω. Κάποιος πιθανόν ἀπό τήν πολλή χρήση μπορεῖ νά τό μάθει ἀπ' έξω ολόκληρο. Καί μάλιστα όταν το διαβάζει κάποιος ἄλλος καί κάνει ἔστω καί τό πιό μικρό λάθος, ἀμέσως καταλαβαίνεται, φαίνεται ἀμέσως. Προσέξτε: ὄχι ἄν κάποιος είναι μορφωμένος, αλλά από την πολλή χρήση τό αὐτί νά συνήθισε. Εἶναι ὅπως τό αὐτί τοῦ μουσικού, πού ἄν ἀκούσει ἕνα φάλτσο ἀμέσως το καταλαβαίνει, και λέει: «Ἐδῶ εἶναι φάλτσο!».
Όταν αρχίσει κανείς να ακούει πολλές-πολλές. πολλές, πάρα πολλές φορές το Ψαλτήρι, κι ἂν ἀκόμη δέν ξέρει γράμματα, αρχίζει σιγά-σιγά νά τό καταλαβαίνει. Να σημειώσετε δέ ὅτι τό Ψαλτήρι εἶναι ἕνα από τα δυσκολότερα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί, ἐπειδή εἶναι ποιητικό βιβλίο, έχει πυκνή ἔκφραση, πυκνότατη. Ἔτσι, πάρα πολλά πράγματα, ἐνῶ δέν γράφονται, πρέπει κατά κάποιο τρόπο νά τά μαντέψεις. Καί μιά πολύ μικρή φρασούλα τοῦ κειμένου, σε μιά ἀπόδοση μπορεῖ νά γίνει μιά πολύ μεγάλη φράση ή δυό καί τρεῖς φράσεις, γιά νά ἀποδώσουν ἐκεῖνο πού λέει το κείμενο. Είναι λοιπόν δύσκολο βιβλίο. Από τη συνεχή όμως χρήση, αρχίζει κανείς νά τό ἀφομοιώνει καί νά τό καταλαβαίνει. Ἂν ἔχει Πνεῦμα Θεού, τό καταλαβαίνει. Καί τότε, εἰλικρινά σᾶς λέω, τό Ψαλτήρι εἶναι μία απόλαυση!
Εἶναι δυστύχημα ὅμως πού μόνο στα Μοναστήρια διαβάζουν σήμερα το Ψαλτήρι, γιατί στις ενορίες πιά τὸ ἔχουν βάλει στο ντουλάπι! Λυπάμαι που το λέω, ἀλλά ἔτσι γίνεται· το Ψαλτήρι διαβάζεται πλέον μόνο στα Μοναστήρια. Ἀλλά καί σέ πολλά ἀπ' αὐτά, τό διαβάζουν τόσο γρήγορα, πού δέν καταλαβαίνει κανείς τίποτα! «Μπούρ, μπούρ, μπούρι μπούρ...»! Σαν να εἶναι τό πιό ἄχρηστο πράγμα! Μπορεῖ νά διαβάζεται σε κάποιο ταχύ ρυθμό, αλλά τόσο ταχύ, ποὺ ὁ ἄλλος να προλαβαίνει νά ἀκούει καί νά καταλαβαίνει πολύ καλὰ αὐτὰ ποὺ διαβάζονται. Πρέπει ἡ ἀνάγνωση νά εἶναι καθαρή! Καί τότε, σᾶς βεβαιώνω εἰλικρινά, εἶναι μία τρυφή, μία απόλαυση. Τόσο υπέροχο είναι το Ψαλτήρι. Τόσο υπέροχο! Δοκιμάστε το ἐξ ἄλλου αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού θά κάνουμε φέτος το Ψαλτήρι.
Έφθασε νά πεῖ ὁ Λαμαρτίνος: «Ὕστερα ἀπό τήν ἀνάγνωση του Ψαλτηρίου, εἶναι ἀδύνατον να διαβάσω Όμηρο ή Ἡσίοδο»(Alphonse de Lamartine, 1790-1869.). Αὐτός ὁ Γάλλος λογοτέχνης, ποιητής και τα λοιπά, ακούσατε τι είπε; Είναι δύνατον να διαβάσει πιά Ὅμηρο και Ησίοδο μετά το Ψαλτήρι! Κι αυτό το έχω ζήσει κι εγώ, καί πιστεύω να τό ἔχετε ζήσει κι ἐσεῖς, ἄν διαβάζετε το Ψαλτήρι.
Πόσο χάρηκα με μια κοπέλα που σπούδασε Φιλολογία, ἀφοῦ πῆρε το πτυχίο της, μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε: «Πάτερ μου, ή έλληνική Φιλολογία πόσο φτωχή είναι μπροστά στα κείμενα τά ἱερά!...». Σας βεβαιώνω είναι φτωχή! Λυπάμαι δέ, δέν ὑπερβάλλω, λυπάμαι, ὅταν πάρα πολλές φορές βλέπει κανείς ἀνθρώπους πού ἐκθειάζουν τήν ἑλληνική Φιλολογία τόσο... τόσο πολύ! Θα μου πείτε: «Τότε γιατί δεν διδάσκουν τά ἱερά αυτά κείμενα και στο σχολείο;». Βέβαια, θα λέγαμε ὅτι δέν εἶναι ἡ καθαρή Ελληνική, δέν εἶναι ἡ ᾿Αττική διάλεκτος, ὅπως καί στούς Πατέρες, και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να μάθουμε τα σωστά Ελληνικά. Αλλο τώρα ὅτι ἐμεῖς τὰ καταργήσαμε όλα καί πάμε στις μεταφράσεις... Δεν θέλω νά πῶ ὅτι ἡ γλώσσα τῶν Γραφῶν εἶναι ἀμιγής, καθαρή· ὁπωσδήποτε ὄχι· ἀλλά τό ὕψος εἶναι τόσο μεγάλο, ὥστε πραγματικά ή ἑλληνική Φιλολογία ὠχριᾶ, ὑστερεῖ! Αὐτό θά τό νιώσει κανείς μόνο ἄν ἔχει πολύ συχνή επαφή με την Αγία Γραφή.
Καί ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα δέν μπορεί φυσικά να συγκριθεῖ μέ τά ἔργα τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Αριστοτέλους καί τοῦ Ξενοφῶντος ἀπό πλευρᾶς γλώσσας, δεν τίθεται θέμα. Εἶναι ἡ Ἑλληνιστική γλώσσα, ή Δημοτική τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, του 3ου αἰῶνος π.Χ., και μάλιστα, ἂν θέλετε, ἡ Ἀλεξανδρινή. Ὄχι ἐκείνη που μιλοῦσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η Αλεξανδρινή ἦταν ἐκεῖνα τὰ Ἑλληνικά πού θά μιλοῦσαν, ἄς ποῦμε, στη Μικρά Ασία ἢ θα μιλοῦσαν σήμερα στην Αμερική, δηλαδή τα σπασμένα Ἑλληνικά, ὄχι τά σωστά Ἑλληνικά, τά δεύτερα Ἑλληνικά, τά Ἑλληνικά θα λέγαμε τῆς ἀγορᾶς. Δέν εἶναι ἐκείνη ἡ ὡραία γλώσσα τῶν ᾿Αθηνῶν, ἡ γλώσσα των Πανεπιστημίων καί τῶν Σχολῶν τῶν ᾿Αθηνῶν καί τῶν φιλοσόφων· ὁπωσδήποτε δέν εἶναι. Ὅμως, ἂν πάρει κανείς καί διαβάσει Παλαιά ΔιαΘήκη... Θεέ μου, τί ὕψος! «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»(Γέν. 1, 1.) ... Τί ὡραῖο πράγμα! Μόνο ὅταν ἀρχίσει κανείς να μπαίνει στο νόημα, ἀρχίσει να καταλαβαίνει, τότε θ' ανακαλύψει αὐτό τό ὕψος! Ἔχει δίκιο ὁ Λαμαρτίνος, ὅτι δέν μπορεῖς νά διαβάσεις τίποτα ἄλλο, ὅταν διαβάσεις Αγία Γραφή· τούς βρίσκεις φτωχούς ὅλους, καί τούς Φιλοσόφους καί τούς ποιητές...
Καί τέλος –γιατί αὐτά σᾶς τά λέω σάν μια μικρή εἰσαγωγή– ὁ μέγας Αθανάσιος ἔγραψε μία διατριβή –ἄς τήν ποῦμε ἔτσι– διατριβή πραγματικά, ὄχι βέβαια διδακτορική, αλλά γιά τό Ψαλτήρι. Καί ὅπως ἦταν μια συνήθεια στὴν ἐποχή ἐκείνη να δίνουν στη διατριβή μια μορφή διαλογική ή επιστολιμαία, ὁ μέγας Αθανάσιος ἔκανε τή διατριβή του αυτή για το Ψαλτήρι με μορφή ἐπιστολῆς. Καί μάλιστα, για να κρυφτεί ακόμη περισσότερο, στέλνει δῆθεν τήν ἐπιστολή αυτή προς κάποιον Μαρκελλίνο, πιθανῶς ἐπίσκοπο, καί τοῦ λέει.
«Μοῦ ἔφερε ὁ ταχυδρόμος τα νέα σου, ἔμαθα ότι εἶσαι καλά, μοῦ εἶπε ὅτι διαβάζεις πολύ την Αγία Γραφή. Ὕστερα ἀπό τήν ἀρρώστια που πέρασες, διαβάζεις πολύ τήν Ἁγία Γραφή, και μάλιστα μοῦ εἶπε ὅτι διαβάζεις πιο ξεχωριστά το Ψαλτήρι. Και σκέφτηκα νά σοῦ γράψω αὐτήν τήν ἐπιστολή, για να πῶ κι ἐγώ μερικές σκέψεις μου για το Ψαλτήρι, να σε βοηθήσω. Αλλά καλύτερα... –πάλι κρύβεται!– ἂς ἀφήσω να μιλήσει κάποιος γέροντας, που κάποτε τον είχα συναντήσει, σοφός καί πολύ εὐσεβής, καί μοῦ εἶχε πεῖ τόσα καί τόσα καλά πράγματα για το Ψαλτήρι» (Αγ. Αθανάσιος, Πρὸς Μαρκελλίνον, εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμών. MPG 27.12.2-20. «Αγαμαί σε τῆς ἐν Χριστῷ προαιρέσεως, φίλε Μαρκελλίνε. Καὶ γὰρ καὶ τὸν παρόντα πειρασμόν, καίτοι πολλὰ παθὼν ἐν αὐτῷ, καλῶς φέρεις, καὶ τῆς ἀσκήσεως οὐκ ἀμελεῖς. Πυνθανόμενος γὰρ τοῦ κομίσαντος τὴν ἐπιστολήν, πῶς ἄρα καὶ μετὰ τὴν νόσον διάγεις, ἔμαθον πρὸς μὲν πᾶσαν τὴν θείαν Γραφὴν ἔχειν σε τὴν σχολὴν, πυκνότερον δὲ μάλιστα τῇ βίβλῳ τῶν Ψαλμῶν ἐντυγχάνειν, καὶ φιλονεικεῖν τὸν ἐν ἑκάστῳ ψαλμῷ νοῦν ἐγκείμενον καταλαμβάνειν. Καὶ διὰ τοῦτο τοίνυν ἀποδέχομαι σε, πολὺν ἔχων εἰς αὐτὴν τὴν βίβλον κἀγὼ πόθον, ὥσπερ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν Γραφήν. Καὶ γὰρ οὕτως ἔχων, συνέτυχόν τινι φιλοπόνω γέροντι, καὶ βούλομαι καί σοι, ἅπερ ἐκεῖνος κατέχων τὸ Ψαλτήριον περὶ αὐτοῦ μοι διηγήσατο, γράψαι· ἔχει γάρ τινα χάριν καὶ πιθανότητα μετ᾿ εὐλόγου τοῦ διηγήματος.»)
Καί ἀφήνει τώρα να μιλάει ὁ γέροντας μέσα στην ἐπιστολή αυτή, πού στην πραγματικότητα εἶναι ὁ μέγας Αθανάσιος. Μπορεί βέβαια κάποτε κάποιος γέροντας κάτι νὰ τοῦ εἶπε, ἀλλὰ οἱ ἰδέες είναι κυρίως τοῦ μεγάλου Αθανασίου. Είναι πολλές σελίδες. Μέσα στη σειρά τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι περί τίς σαράντα σελίδες κείμενο· είναι μεγάλο κείμενο, μια ολόκληρη διατριβή πραγματικά! Ἐκεῖ, ἀφοῦ κάνει μια ωραία εισαγωγή για τους Ψαλμούς και την αξία τους, αναφέρει τί ἀξία ἔχει ὁ κάθε Ψαλμός, καί μετά προχωρεῖ καί ἑρμηνεύει τους Ψαλμούς, πού στη σειρά που σας είπα εἶναι τρεῖς τόμοι! Αὐτό τό ἔργο πού μᾶς παρέδωσε ὁ μέγας Αθανάσιος, αὐτή ἡ ἑρμηνεία των Ψαλμών, ἔχει πολλή έμβρίθεια, πολύ βάθος, πολλή ἀξία!
Τελειώνει δέ αυτή ή διατριβή ὡς ἑξῆς:«Ταῦτα καὶ σὺ μελετῶν, λέει στον Μαρκελλίνο, καὶ συνετός ἐντυγχάνων· οὕτως τοῖς ψαλμοῖς, τὸν μὲν ἐν ἑκάστῳ νοῦν ὁδηγούμενος ὑπὸ τοῦ Πνεύματος καταλαβεῖν δυνήση. Τοιοῦτον δὲ καὶ σὺ ζηλώσεις βίον, οἷον ἔσχον οἱ ταῦτα θεοφορούμενοι λαλήσαντες ἄνδρες ἅγιοι»(Πρὸς Μαρκελλίνον..., MPG 27.45.36-39.). Δηλαδή: Αὐτά κι ἐσύ νά μελετᾶς καί νά διαβάζεις τούς Ψαλμούς με σύνεση, δηλαδή να τους καταλαβαίνεις, καί θά μπορέσεις μέν να κατανοήσεις τό νόημα καθενός, οδηγούμενος από το Πνεύμα το Άγιο, θα μιμηθεῖς δὲ καὶ ἐσὺ τὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς, πού εἶχαν οἱ θεοφοβούμενοι ἅγιοι ἄνδρες, πού μίλησαν γι' αὐτά. Δηλαδή αυτό που προηγουμένως σας είπα, ὅτι σιγά-σιγά θα μπεί κανείς μέσα στο πνεύμα τῶν Ψαλμών, καί θά γίνει κι ὁ ἴδιος ἕνας Ψαλμωδός, γιατί θά ἔχει ταυτιστεί, δηλαδή θα έχει γίνει δικός του ὁ Ψαλμός, σάν νά τόν ἔχει συνθέσει ὁ ἴδιος, γιατί τόν πονάει, τόν ζεῖ, τόν βιώνει καί τόν ἐκφράζει!
Αὐτά τά πολύ-πολύ λίγα ἤθελα νά σᾶς πῶ σάν μιά μικρή εισαγωγή στο βιβλίο των Ψαλμῶν. Καί στα λίγα λεπτά πού μᾶς μένουν –εἶναι δέκα παρά εἴκοσι πέντε– ὡς κάνουμε μία αρχή από τον 1ο Ψαλμό.
Βέβαια εἶναι πολύ μικρός, πάρα πολύ μικρός, έξι στίχους ἔχει όλους κι όλους: πλήν όμως εἶναι πολύ ωραίος, πολύ γεμάτος, και ευστοχότατα τοποθετήθηκε πρῶτος, ἄν καί δέν γράφτηκε πρῶτος. Είπαμε ὅτι τό Ψαλτήρι εἶναι συλλογή Ψαλμών. Κάποτε μαζεύτηκαν ὅλοι αὐτοί οἱ Ψαλμοί, καί μπῆκε αυτός πρῶτος, γιατί ἔχει κατάλληλο περιεχόμενο γιά νά μπεῖ ὡς πρῶτος Ψαλμός.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ 1ος Ψαλμός ἔχει έξι στίχους· ἀλλά καί ὁ τελευταῖος Ψαλμός, ο 150ος ἔχει πάλι έξι στίχους. Καὶ ὁ πρῶτος ἀρχίζει με το «Μακάριος ἀνὴρ...», εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού... καί τά λοιπά, καί ὁ τελευταῖος τελειώνει μέ τό «Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ... πᾶσα πνοή αινεσάτω τὸν Κύριον, ἀλληλούϊα». Ξεκινάει ἀπό τόν ἄνθρωπο καί φθάνει στον Θεό. Ξεκινάει από τόν εὐτυχισμένο ἄνθρωπο, πού ἀκούει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πού θά γίνει αυτός ἡ ἀφορμή καί ἡ αἰτία για νὰ δοξαστεῖ ὁ Θεός, ἀφοῦ μόνο όταν εἶναι κανείς μέσα στον νόμο τοῦ Θεοῦ θά φθάσει νά δοξολογήσει καί νὰ ὑμνήσει τον Θεό. Εἶναι πραγματικά υπέροχο.
Έτσι λοιπόν ο 1ος Ψαλμός σωστά μπήκε πρώτος, καί ὁ τελευταῖος ἐπίσης σωστά μπήκε τελευταῖος, ὡς ἐπισφράγισμα τοῦ ὅλου Ψαλτηρίου.
Ο Ψαλμός αὐτός εἶναι ἀνεπίγραφος. Ἔχετε δέ υπόψη ὅτι ἡ ἐπιγραφή τοῦ κάθε Ψαλμοῦ –ἂν ἔχει ἐπιγραφή, γιατί δέν ἔχουν ὅλοι ἐπιγραφή– πραγματικά εἶναι μια ολόκληρη φιλολογία ἑρμηνείας. Υπάρχουν πάρα πολλές ερμηνευτικές γνώμες πάνω στίς ἐπιγραφές τῶν Ψαλμῶν. Ἀλλά εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο ἄν ἀναφέρεται ὅτι ἀνήκει στον Δαβίδ, ὅτι εἶναι ἀπό τη γραφίδα τοῦ Δαβίδ. Αὐτό ἔχει κάποια σημασία. Βέβαια δέν εἶναι ἀπόλυτη, γιατί ἕνας Ψαλμός που μπορεῖ νά εἶναι χριστολογικότατος καί νά μήν ἀναφέρεται πώς εἶναι τοῦ Δαβίδ, ἔχει τήν ἴδια ἀξία σάν νά ἦταν τοῦ Δαβίδ· δέν τίθεται θέμα. Πνεῦμα Θεοῦ ἔπνευσε ἐπάνω σὲ ὅλους τούς Ψαλμούς, καί ἡ σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος εἶναι σέ ὅλους τούς Ψαλμούς καί ὅλοι οἱ Ψαλμοί εἶναι θεόπνευστοι. Αλλά ὅμως, παρά ταῦτα, ἔχει μιά ἰδιαίτερη αξία ἂν ξέρουμε ὅτι κάποιος Ψαλμός εἶναι τοῦ Δαβίδ. Ὁ πρῶτος λοιπόν εἶναι ἀνεπίγραφος· ἀλλά ἡ Παράδοση ἡ ἑβραϊκή διατήρησε ὅτι ὁ Ψαλμός αυτός ανήκει στον Δαβίδ. Και πραγματικά οἱ ἰδέες καί τό ὕφος εἶναι μᾶλλον τοῦ Δαβίδ.
Πρέπει νά σᾶς πῶ ἀκόμη ὅτι σ' ἕναν ἀνεπίγραφο Ψαλμό μπορούμε να κρίνουμε περίπου ἂν ἀνήκει ή δέν ἀνήκει στον Δαβίδ ἀπό τό ὕφος τοῦ Ψαλμοῦ. Ὁ 118ος Ψαλμός, ἄς ποῦμε, δέν εἶναι τοῦ Δαβίδ. Εἶναι τόσο φανερό, πού, ἅμα τόν διαβάσεις, λές «Αδύνατον· δέν εἶναι τοῦ Δαβίδ», γιατί εἶναι γραμμένος ἡρεμότατα! Βέβαια ο 118ος Ψαλμός, φαίνεται, εἶναι γραμμένος στη Βαβυλώνα, πιθανότατα, κάτω ἀπό τή βαβυλωνιακή αἰχμαλωσία. Εἶναι ὅμως γραμμένος από γραφίδα ἤρεμου ἀνθρώπου. Δέν ἔχει ἐκεῖνο πού ἔχει ὁ Δαβίδ, πού εἶναι ὁρμητικός, σκοτεινός και πυκνός. Θυμίζει τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Ορμητικός, σκοτεινός και πυκνός! Βλέπετε, έχει μία φοβερή ψυχική δομή, πού τή διατυπώνει με έντονο τρόπο. Η θυμίζει τον απόστολο Παύλο. Καί στόν ἀπόστολο Παύλο θα δείτε πολλές φορές στίς ἐπιστολές του ὅτι δέν βγάζουμε νόημα. Αν δέν ἔχουμε δίπλα μετάφραση, δεν βγάζουμε νόημα· εἶναι δύσκολος, εἶναι κι αυτός ορμητικός. Υπαγορεύει στον γραφέα και γράφει, ἀλλά ἡ ψυχή του Παύλου τρέχει. Ενώ γράφει αὐτά τά κάποια ο γραφέας, ἡ ψυχή τοῦ Παύλου πηδάει σ' ἄλλο θέμα, καίπολλές φορές δέν βλέπουμε να υπάρχει συνοχή ανάμεσα στίς ἐπί μέρους παραγράφους· ὑπάρχει μια δομή. Καί ἀκόμη ὁ Δαβίδ, ἐπειδή περνάει ἀπό τό ἕνα θέμα στο ἄλλο μ' ἕναν ὁρμητικό τρόπο, δέν συνδέει τα θέματα· ἀφήνει ασάφεια και σκοτεινότητα καί λές: «Τί θέλει νά πεῖ τώρα ἐδῶ; Τί σημαίνει αὐτό τώρα ἐδῶ; Εἶναι σκοτεινό!». Κι ακόμα, τό ἄλλο πού σᾶς εἶπα, εἶναι καί πυκνός, πυκνότατος! Δηλαδή μέσα σε δυο λέξεις μπορεῖ νά κρύψει ἕνα ὁλόκληρο νόημα ή συναισθήματα.
Απόσπασμα από την 1η ομιλία στην κατηγορία : "Ἀνάλυσις Ψαλμῶν'.
Τα ἑπτά πνεύματα, πού ἀναφέρονται ἐκεῖ, ἐδῶ τώρα εικονίζονται μέ ἑπτά καιόμενες λαμπάδες. Πρόκειται περί τοῦ ἑνός καί ἐνιαίου Αγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι' αυτὸ καὶ ὁ ὅλος χαιρετισμός που έχει στο προοίμιο του βιβλίου του ὁ Εὐαγγελιστής δεν είναι τίποτε άλλο παρα ο χαιρετισμός ἀπό τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Αναφέρει πρώτα τον Πατέρα, μετά τό Ἅγιο Πνεῦμα, και στο τέλος τον Υιό, για την ανάδειξη του προσώπου του. Επειδή τά παρακάτω ἀναφέρονται στον Υιό, γι' αυτό καί ἀφήνει το πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τελευταίο.
Το Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ ἐμφανίζεται μέ τήν εἰκόνα, μέ τήν μορφή τῶν ἑπτά καιομένων λαμπάδων. Καί είναι φανερό ὅτι ἀναφέρεται στις ποικίλες ενέργειες καί ἐκδηλώσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι ὁ ἀριθμός ἑπτά συμβολίζει τήν ὁλότητα ἀλλά καί τίς πολλές ενέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ Αὐτό εἶναι ἕνα. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Αποκάλυψις, Τόμος Α΄, Ὁμιλία 3η, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2023, ύποσ. 41.📜Ολόκληρη η ομιλία : https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_191.html?m=1) Δεν μερίζεται τό Ἅγιο Πνεῦμα –τὸ Ἅγιο Πνεῦμα είναι ἕνα– αλλά τά χαρίσματα μερίζονται. Καί γιά τήν ἔκφραση του μερισμοῦ τῶν χαρισμάτων –ἢ τῶν ἐνεργειῶν· τό ἴδιο εἶναι– ἐμφανίζεται μέ τήν εἰκόνα τῶν ἑπτά καιομένων λαμπάδων.
«Καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη, όμοία κρυστάλλῳ.» (Αποκ. 4, 6.) Μπροστά στον θρόνο ὑπῆρχε κάτι πού ἔμοιαζε μέ θάλασσα γυάλινη –δέν ἦταν ὅμως θάλασσα– καί ἡ ὁποία ήταν σαν κρύσταλλο.
Πολύ συχνά στις περιγραφές του ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης θά μᾶς λέει ἐκεῖνο τό ὅμοιος, το σάν καί τά λοιπά, πού δείχνει ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά μιά προσπάθεια να δοθεῖ μία εἰκόνα κάποιας πραγματικότητος, ἔστω καί πίσω ἀπό αὐτές τίς ὁμοιώσεις.
Αὐτή ἡ γυάλινη θάλασσα που μοιάζει με κρύσταλλο, ἀφοῦ βρίσκεται μπροστά από τον θρόνο, θα λέγαμε ότι είναι το πάτωμα τοῦ ὅλου σκηνικού. Πάνω σ' αυτό το πάτωμα βρίσκεται ὁ θρόνος τοῦ καθημένου καί οἱ θρόνοι τῶν εἴκοσι τεσσάρων πρεσβυτέρων, πού εἶναι γύρω ἀπό τόν θρόνο του καθημένου.
Αλλά, εάν αυτή ή σάν θάλασσα και κρύσταλλο κατασκευή είναι το πάτωμα, ταυτοχρόνως μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι καί ἡ ὀροφή τῆς γῆς. Διότι, ἂν ὅλα αὐτά λαμβάνουν χώρα στον ουρανό, τότε προφανῶς ἔχουν ένα χώρισμα, ένα πάτωμα. Κι αυτό τό πάτωμα είναι αὐτό πού βλέπει τώρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης, τό ὁποῖο για μᾶς ἐδῶ, γιά ἕναν παρατηρητή ἐπί τῆς γῆς, εἶναι ἡ όροφή. (Γιά τόν Αρέθα, ἡ θάλασσα συμβολίζει «τὸ ἄπειρον καὶ ἀνείκαστον πλῆθος τῶν κυκλούντων θείων δυνάμεων τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ» (Δαν. 7, 10), ενώ είναι γυάλινη και κρυσταλλοειδής γιατί συμβολίζει τὴν διαύγειαν τῶν ἀσωμάτων φύσεων» (σ. 569, 572).)
Προσέξτε! Θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ, ὄχι μόνο γιά τό σημερινό μάθημα, ἀλλά καί γιά κάθε μάθημα πού θά κάνουμε στο βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, μή τυχόν κανείς εκλάβει αυτά κατά γράμμα. Θά τό παρακαλέσω πάρα πολύ. Είναι εικόνες. Καί εἶναι εἰκόνες γιατί εἶναι ἀδύνατον να παρουσιαστεῖ ἡ πραγματικότητα. Αν μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ, νά ἀναφερθεῖ, νά παρουσιαστεί η πραγματικότητα, τότε δέν θά ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκεῖνο τὸ «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπω λαλήσαι» (Β΄ Κορ. 12, 4.), δεν είναι δυνατόν να ειπωθοῦν. Αὐτά τά πράγματα είναι ανέκφραστα, είναι απροσπέλαστα, ἀπρόσιτα. Δεν μπορούμε τίποτα να πούμε, τίποτα... οὔτε να σκεφθούμε τί ακριβώς είναι όλα αυτά στην πραγματικότητα, κι έτσι εμφανίζονται μόνο ως εικόνες. Γι' αὐτό, παρακαλώ, μή δεχθεῖ κανείς αυτά μέ κάποια απλοϊκότητα, ὅτι πράγματι είναι οροφές, πατώματα, θρόνοι... Προσοχή, γιατί θα παρανοήσει πολύ σοβαρά τό όλο θέμα.
Αλλά αυτό το διάμεσο, το διαχωριστικό, αὐτό τό πάτωμα-οροφή εἶναι διαφανές, και σημαίνει ὅτι ἀπό ἐκεῖ μπορεῖ νά ἐποπτεύει ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου, να βλέπει ὅ,τι ὑπάρχει κάτω από αυτό. Δηλαδή είναι μιά πολύ εκφραστική εικόνα, ὅτι ὁ Θεός ἐποπτεύει καί γνωρίζει ὅλα τά ἐπί γῆς γεγονότα. (Η κρυσταλλίνη διαφάνεια τοῦ οὐρανοῦ ἐμφαίνει τὴν διαύγειαν τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπιθεωρήσεως τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ ἐπουρανίου θρόνου αὐτοῦ (Π. Μπρατσιώτης, σ. 121). Βλ. Εβρ. 4, 13.)
Δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά μήν τό γνωρίζει ὁ Θεός. Τά γνωρίζει ὅλα ἀπολύτως. Καί ἐκεῖνα βεβαίως πού δέν γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι. Καί ἐκεῖνα πού ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε γιά τόν ἑαυτό μας, τά γνωρίζει ὁ Θεός. Σκεφθεῖτε αὐτό τό πράγμα. Δεν γνωρίζουμε ούτε τόν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί μου! μήν τό ξεχνοῦμε αὐτό. (Από τους Ψαλμούς ὁ ἄνθρωπος ἀποκαλεῖται ἄβυσσος (στερητικό ά+βυσσός, ποιητικός τύπος τοῦ βυθός), πού σημαίνει κυριολεκτικῶς τή θάλασσα μέ τήν ἔννοια του ωκεάνιου βάθους, αλλά καί μεταφορικῶς κάτι το απύθμενο, το αχανές, τό ἀπροσμέτρητο. Ὁ Γέροντάς μας π. Αθανάσιος, σχολιάζοντας τό ψαλμικό «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται» (41, 8), συσχετίζει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεάνθρωπο: Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἄβυσσος, πού ἐπικαλεῖται τήν ἄλλη ἄβυσσο; Ἡ μία ἄβυσσος εἶναι ἡ ἄβυσσος τοῦ μυστηρίου τοῦ κατ' εἰκόνα πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο. Καί ἡ ἄλλη ἄβυσσος εἶναι ἡ ἄβυσσος τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μία λοιπόν ἄβυσσος –ὁ ἄνθρωπος– ἐπικαλεῖται τήν ἄλλη άβυσσο – τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ! (Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 17ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2018, σ. 139.)) Καί ὄχι μόνο δέν γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας πού βρίσκεται στο παρόν, αλλά πολύ περισσότερο δεν γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας στο μέλλον, τί θά σκέφτεται καί τί θά κάνει. Αὐτό τό γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Γιά τόν Θεό εἶναι ὅλα «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα» (Εβρ. 4, 13.). Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα διάμεσο αδιαφανές. Ὅλα μπροστά του εἶναι ἀνοιχτά, καθαρά.
Πολύ περίεργη καί πολύ μυστηριώδης αὐτή ἡ εἰκόνα! Λέει «ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ κύκλῳ τοῦ θρόνου».
Αὐτό τό «καὶ ἐν μέσῳ» πρέπει να νοηθεῖ ὅτι σημαίνει μπροστά. (Εννοεῖται ὁ οἱονεί πρό τῶν βαθμίδων τοῦ θείου θρόνου χῶρος. (Π. Μπρατσιώτης, σ. 121)) Συνεπῶς γύρω από τον θρόνο τέσσερα ζώα, πολύ μυστηριώδη ζώω... τα οποία ήταν γεμάτα από μάτια, κι εμπρός και πίσω! γεμάτα από μάτια! δηλαδή πολυόμματα ζώα.
Τό πρῶτο ζώο, ὅπως περιγράφει ὁ ἱερός Ευαγγελιστής, έμοιαζε με λιοντάρι. Προσέξτε: δεν λέει ήταν λιοντάρι, αλλά «όμοιον λέοντι», έμοιαζε με λιοντάρι. Τό δεύτερο ἔμοιαζε με μοσχάρι· το τρίτο είχε πρόσωπο ἀνθρώπου· καί τό τέταρτο ήταν ὅμοιο με αετό. Και τό καθένα απ' αυτά τα τέσσερα ζωα είχε έξι φτερούγες καί γύρω-γύρω, καί ἀπό μέσα, ήταν γεμάτα από μάτια. Παντοῦ μάτια... παντοῦ μάτια!
Μια ανάλογη εικόνα μας παρουσιάζει ὁ προφήτης Ησαΐας στο 6ο κεφάλαιό του καί ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ στό 1ο και στο 10ο κεφάλαιο.
Τί εἶναι ὅμως αὐτά τά μυστηριώδη τέσσερα ζώα;
Προφανώς, προφανέστατα, δέν εἶναι ἄλογα ζώα, ἀφοῦ μάλιστα, ὅπως θὰ δοῦμε λίγο πιο κάτω, λένε και ψάλλουν ύμνο πρός τόν καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου.
Τί εἶναι λοιπόν;
Πρόκειται περί ἀγγελικῶν ὄντων· εἶναι, δηλαδή, ἄγγελοι. Καί ἄν δεχθοῦμε τό ὅλο θέμα σε συνδυασμό μέ τά δράματα τοῦ Ἡσαΐου καί τοῦ Ἰεζεκιήλ μαζί με τό ὅραμα τοῦ παρόντος προφήτου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τότε θὰ δοῦμε ὅτι πρόκειται περί τῶν Σεραφείμ και τῶν Χερουβείμ.
Τα ζώα αυτά ἔχουν συμβολικό χαρακτήρα, καί γι' αὐτό ἐμφανίζονται μέ τόν τρόπο αυτό. Σᾶς εἶπα ὅτι δέν εἶναι ζῶα, δέν εἶναι ἄλογα ζῶα.
Τό πολυόμματον τῶν ζῴων αὐτῶν, τό ὅτι δηλαδή ἔχουν πολλά μάτια, φανερώνει τήν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ. Πάλι τήν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ, διότι χρησιμοποιεῖ αὐτά ὡς λειτουργικά όργανά του, τά ὁποῖα καί ἐξαποστέλλει γιά τήν ἐκτέλεση τῶν βουλῶν του· αλλά γιά να τὰ ἐξαποστείλει πρέπει να γνωρίζει που θα τα στείλει. Ὁ Θεός λοιπόν βλέπει τα πάντα. Καί θά ἐκφραστεῖ αὐτό πῶς; μέ τό νά ἐμφανίζονται αὐτά τά ζῶα μέ πολλά μάτια... γεμάτα από μάτια!
Το πολυπτέρυγον τῶν ζῴων αὐτῶν δείχνει τήν εὐκινησία πού ἔχουν για τάχιστη εκτέλεση τῶν βουλών τοῦ Θεοῦ.
Αλλά τί συμβολίζουν τά ζῶα αὐτά;
Ἔχουν δοθεῖ κατά καιρούς πολλές ερμηνείες για τό τί ἀκριβῶς συμβολίζουν. Θα μπορούσαμε νά ποῦμε τις πιθανότερες, ἢ μᾶλλον τὴν πιθανότερη ερμηνεία. Είναι πάμπολλες οἱ ἑρμηνείες πού ἔχουν δοθεῖ.
Καί μάλιστα, ἄν ἔχετε προσέξει, τά τέσσερα αυτά ζῶα ζωγραφίζονται πάνω στα σφαιρικά τρίγωνα, στις τέσσερις γωνίες που κρατοῦν τόν τρούλλο μιᾶς ἐκκλησίας, ἐκεῖ πού συνήθως ζωγραφίζονται οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές, καί μ' αυτό θεωροῦνται ὅτι εἶναι σύμβολα τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν. Γι' αυτό καί δίπλα στον κάθε Εὐαγγελιστή ὑπάρχει καί ἕνα ἀνάλογο ζῶο.
Θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ λέων δείχνει το βασιλικό μεγαλεῖο. Τίνος ὅμως τό βασιλικό μεγαλείο; Τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου. Αλλά μόνο του καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου;
Ξέρετε γιατί ρωτάω; Η εικόνα δεν έχει συμπληρωθεῖ ἀκόμα. Είμαστε στο 4ο κεφάλαιο. Στο 5ο κεφάλαιο, αγαπητοί μου, θα συμπληρωθεῖ ἡ εἰκόνα. Από τό 6ο ἀρχίζει πλέον τό ξετύλιγμα των γεγονότων που πρόκειται να γίνουν.
Στο 5ο κεφάλαιο συμπληρώνεται ἡ εἰκόνα, κι ἐκεῖνο που τη συμπληρώνει εἶναι τὸ ἐσφαγμένον αρνίον. (Αποκ. 5, 6· 12. 13, 8.) Συνεπῶς αὐτές οἱ ἰδιότητες τῶν τεσσάρων ζώων δέν ἀναφέρονται μόνο στον καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου, αλλὰ ἀναφέρονται καί στίς ἑπτά λαμπάδες τις καιόμενες, ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, αναφέρονται και στό ἐσφαγμένον ἀρνίον, πού εἶναι ὁ Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε.
Ἔτσι, γιά νά ἔχουμε μία εἰκόνα, επειδή τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν μία ουσία, εἶναι ὁ ἕνας Θεός, πρέπει να θεωρήσουμε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἰδιότητες –τῆς παγγνωσίας, μέ τά πολυόμματα, ἤ τῆς διεισδυτικότητος, μέ τήν γυάλινη θάλασσα, το πάτωμα αὐτό ἀπό ὅπου ὁ Θεός βλέπει τά πάντα– αναφέρονται και στα τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, που βλέπουν καί γνωρίζουν τά πάντα, γιατί εἶναι ὁ ἕνας Θεός.
Το δεύτερο ζώο, ὁ βούς, δείχνει τη ρώμη, τή δύναμη· ὅπως λέμε, τό βόδι ἔχει δύναμη. Τό ἀποδίδουν στον Λουκᾶ, γιατί θέλουν να δείξουν ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στίς θυσίες –επειδή τό βόδι ἦταν ζῶο πού θυσιαζόταν– αναφέρεται στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί λοιπά.
Καί τό τέταρτο ζώο εἶναι ὁ ἀετός, που δείχνει το οξυδερκές, τό ὑψιπετές, τὸ εὐπετές δηλαδή αυτό που πετάει ψηλά, αὐτό πού βλέπει πολύ καλά. Καί παρουσιάζεται το ζώο αυτό, ή τουλάχιστον το συμβολίζουμε ἐμεῖς, στὸν εὐαγγελιστή Ιωάννη πλάι, για να δείξουμε ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννου εἶναι πολύ οξυδερκής και πολύ υψηλή. Υψηλή θεολογία! Φθάνει στον ουρανό καί ὁμιλεῖ περί τοῦ Θεοῦ Λόγου! (Βλ. Ανδρέα, σ. 255.)
«Καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καὶ ὁ ῶν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Αποκ. 4, 8.) Ανάπαυση δέν ἔχουν μέρα και νύχτα τά ζῶα αὐτά καί λένε διαρκῶς Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτωρ, αὐτός πού ὑπῆρχε κι αυτός που υπάρχει κι αυτός πού ἔρχεται, «ὁ ὴν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἐρχόμενος».
Βλέπουμε ὅτι τά τέσσερα ζῶα ἀναπέμπουν ἀδιάκοπα έναν ὕμνο πρός τόν καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου. Η έκφραση «ανάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς» εἶναι πολύ συγκινητική, πολύ κατανυκτική, και δείχνει τὸ ἀκατάπαυστα τῆς δοξολογίας ἐκ μέρους του αγγελικοῦ κόσμου προς τον Θεό. Δεν σταματούν ποτέ!
Στον ουρανό, αγαπητοί μου, δέν ὑπάρχει ἡμέρα καί νύκτα. Θα ἦταν ἀνόητος κανείς ἂν τὸ ἔλεγε αὐτό καί μάλιστα ἂν ἤθελε να στηρίξει ενδεχομένως θέσεις αποδεικτικές ὑπέρ τοῦ ἑορτολογίου. (Προφανῶς ἐννοεῖ τόν παλαιοημερολογιτισμό και νεοημερολογιτισμό, πού ὑφίστανται από το 1924, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀναθεώρησε τό ως τότε ἰσχύον Ἰουλιανό ημερολόγιο, ώστε να συμπίπτει μέ τό νέο, το Γρηγοριανό, πού εἶχε υιοθετήσει ή πολιτεία. Τότε κάποιοι Χριστιανοί αποτειχίσθηκαν ἀπό τήν θεσμική διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή, σύν τοῖς ἄλλοις, θεώρησαν τήν αλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ὡς πρῶτο βῆμα γιά τήν ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στον Πάπα, αλλά καί ὅτι ἡ ἐπίσημη Εκκλησία ἔχει οἰκουμενιστικό χαρακτήρα. Τό Ἰουλιανό ημερολόγιο ὑπολείπονται τοῦ Γρηγοριανοῦ κατά 13 ἡμέρες.) Ἡ ἡμέρα καί ἡ νύχτα είναι αποτελέσματα, είναι φαινόμενα της περιστροφῆς τῆς γῆς μας γύρω από τόν ἄξονά της. Μπαίνει ἡ σκιά τῆς γῆς, καί ἔχουμε νύκτα· δείχνει το πρόσωπο της ἡ γῆ πρός τόν ἥλιο, καί ἔχουμε μέρα. Στόν οὐρανό ὅμως δέν ὑπάρχει οὔτε ἥλιος οὔτε γῆ, καί ἔτσι δέν ἔχουμε ούτε μέρα ούτε νύχτα. Είναι παρμένες από τη γη αὐτές οἱ εἰκόνες, γιά νά δείξουν αυτό πού καί στήν καθημερινή μας έκφραση λέμε: Μέρα-νύχτα δουλεύει αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Τί θά πεῖ μέρα-νύχτα; Αδιάκοπα. Μέρα-νύχτα δουλεύει αὐτή ἡ μηχανή... πού θά πεῖ ἀδιάκοπα. Συνεπῶς, τό ὅτι ἀνάπαυση δέν ἔχουν τά ζῶα αὐτά «ἡμέρας καὶ νυκτός» σημαίνει ότι αδιάκοπα –τί κάνουν;– δοξολογοῦν τόν Θεό.
Ας δούμε όμως πῶς Τόν δοξολογοῦν.
Είδαμε ότι υπάρχει ένας ύμνος. Αὐτός ὁ ὕμνος είναι στερεότυπος. Θά σᾶς τόν ξαναδιαβάσω: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καὶ ὁ ῶν καὶ ὁ ἐρχόμενος». Είναι ένας ύμνος στερεότυπος, γιατί δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο να ψάλλουν. Ψάλλουν αὐτό, καί ἅμα τελειώσει, ἀρχίζουν πάλι από την αρχή. Ἀφοῦ ὅμως εἶναι ἀκατάπαυστος αὐτός ὁ ὕμνος, τότε ἴσως θα δημιουργοῦσε μία ανία, μία πλήξη.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2025/01/24.html?m=1.), ἔρχονται νά ἀποθέσουν τα χρυσά τους στεφάνια μπροστά στον θρόνο τοῦ καθημένου. Ὅταν ξαναρχίσει ὁ ὕμνος, οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι σαν να ξαναπαίρνουν τα στεφάνια τους· και ἅμα τελειώσει ὁ ὕμνος, πάλι κάνουν τήν ἴδια κίνηση καί ἐναποθέτουν τά στεφάνια μπροστά στον θρόνο.
Ἔτσι, βλέπουμε να υπάρχει ένας στερεότυπος ύμνος και μία στερεότυπη κίνηση. Οι στερεότυπος ύμνος λέγεται από τους αγγέλους, τα τέσσερα ζώα, τα Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, καί ἡ στερεότυπη κίνηση γίνεται ἀπό τούς εἴκοσι τέσσερις πρεσβυτέρους.
Θά δοῦμε λίγο πιό κάτω ὅτι οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, αποθέτοντας τα στεφάνια τους, λένε μία προσφώνηση. Αλλά καί αὐτή ἡ προσφώνηση είναι στερεότυπη. Είναι μία μικρή προσευχή τρόπον τινά, μία προσαγόρευση, κι αυτή στερεότυπη, ἐπαναλαμβάνεται διαρκώς.
Θά ἔλεγε λοιπόν κάποιος: Πώ πώ πώ... φοβερό πράγμα! Ο ουρανός πρέπει να είναι κάτι πάρα πολύ ανιαρό! Διότι, πείτε μου, όταν διαρκώς έχουμε μία έπανάληψη τῶν ἴδιων πραγμάτων, δεν είναι κάτι πολύ ανιαρό; Καί μάλιστα ακαταπαύστως θά πεῖ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, χωρίς τελειωμό! Μά χωρίς τελειωμό, στούς άληκτους αιώνες, θὰ ὑπάρχει ἡ ἴδια κίνηση;
Δεν ξέρουμε ποιες άλλες κινήσεις μπορεί να υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, στόν οὐρανό· ἐδῶ ἔχουμε μία μόνο εἰκόνα. Αλλά με βάση αὐτή τήν εἰκόνα, που έχουμε αυτό το στερεότυπο, θά σᾶς βεβαίωνα τό ἑξῆς: Δέν υπάρχει καμμία ανία! Καὶ δὲν ὑπάρχει, γιὰ τὸν ἑξῆς απλούστατο λόγο.
Ὅταν τελειώσει ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων, τῶν τεσσάρων ζώων, τῶν Χερουβείμ και Σεραφείμ, τότε μπροστά στα μάτια τους ἐμφανίζεται μία καινούργια δόξα τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ Θρόνου. Τήν ἴδια στιγμή, ενώ τοὺς ἀποκαλύπτεται αὐτή ἡ ἐπιπλέον θεία δόξα, ξεσπούν πάλι στόν ἴδιο ὕμνο. Γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτή ἡ νέα ἀποκάλυψη δέν εἶναι παρά ἕνα ἀκόμα πιό πολύ άνοιγμα τῶν ματιῶν τῶν ἀγγελικῶν ὄντων, εφόσον ὁ Θεός ἔχει πάντα τη δόξα του αμετάβλητη.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα και με τους αγγέλους. Ὅταν τελειώσει ο ύμνος τους, ανοίγουν τα μάτια τους πιο πολύ και βλέπουν θεία δόξα παραπάνω από πρίν πού ἔψελναν τον τρισάγιο ύμνο. Και όταν τελειώσει καί αὐτός ὁ ὕμνος, πάλι βλέπουν πιο πολλή δόξα. Αλλά αυτή η δόξα ταυτοχρόνως προσφέρει και βαθύτερη γνώση του Θεού. Αυτή όμως ή βαθύτερη γνώση τοῦ Θεοῦ τούς κάνει να ξεσπάσουν σε επανάληψη του ἴδιου ύμνου, διότι δεν είναι δυνατό να πουν κάτι άλλο. Καί δέν εἶναι δυνατόν να πουν κάτι ἄλλο διότι, απλούστατα, όταν βλέπουν ολοένα καινούργια πράγματα, το μόνο πού τούς μένει είναι να αναφωνούν από έκπληξη. (Ὅπως ὁ δρόμος γιά τήν τελειότητα καί τόν ἁγιασμό στους πιστούς εἶναι ἀτελεύτητα προοδευτικός (Λευιτ. 20, 7· 26. Ματθ. 5, 48. Α΄ Πέτρ. 1, 15-16. Ἑβρ. 6, 1. Αποκ. 21, 11), ἔτσι καί ἡ γνώση καί ἡ δόξα πού θά ἀποκαλύπτεται σ' αυτούς στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θα εἶναι ἀτελεύτητα προοδευτική. Βλ. Β΄ Κορ. 3, 18: «ἡμεῖς δὲ πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν...».)
Το ίδιο συμβαίνει καί μ' ἐμᾶς ὅταν πηγαίνουμε σε μία έκθεση καί βλέπουμε εκθέματα που μας θαμπώνουν από την ομορφιά τους και αναφωνούμε με έκπληξη: Ααα!... Μετά, φεύγοντας ἀπό τό ένα έκθεμα και βλέποντας ἕνα ἄλλο, πάλι λέμε: Ααα!... Αγαπητοί μου, εάν κάποιος μπορούσε να μας παρακολουθεί, χωρίς ὅμως νὰ βλέπει τὰ ἐκθέματα ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε, αλλά μόνο νά μᾶς ἀκούει να λέμε συνεχῶς Ααα!... Ααα!... θά ἔλεγε: Αὐτός ὁ ἄνθρωπος τρελλάθηκε! Γιά νά τό κάνει συνεχῶς, δέν εἶναι καλά! Εἶναι φοβερά ανιαρό να λέει συνεχώς Ααα!... Ααα!...
Μά γιά ἐκεῖνον πού βλέπει δέν εἶναι ἀνιαρό, γιατί ἁπλούστατα βλέπει καινούργια και καινούργια πράγματα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καί στόν οὐρανό· υπάρχει καινούργια και καινούργια αποκάλυψη θείας δόξης, βαθύτερη καί βαθύτερη αποκάλυψη θείας γνώσεως. Ἄρα, ἐνῶ μοιάζει ὅτι αὐτά εἶναι στερεότυπα, στην πραγματικότητα δέν εἶναι ἔτσι.
Νά σᾶς τό πῶ καί μ' ἕνα ἄλλο παράδειγμα.
Σκάψαμε ἕνα ἄνοιγμα στή γῆ τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, ὅσο ένα μεγάλο πηγάδι, καί βρήκαμε μερικά πράγματα. Γιά ἕναν πού είναι στην επιφάνεια τῆς γῆς, ἐξαντλήθηκε τό ἐνδιαφέρον ὡς ἐκεῖ πού σκάψαμε. Σκάψαμε τήν ἐπιφάνεια. Τί ἄλλο μπορεῖ νά βρεῖ κανείς ἐκεῖ; Ἐκεῖνος όμως πού συνεχίζει να σκάβει, βρίσκει διαρκώς καινούργια πράγματα, καί, προχωρώντας στο βάθος, μεταβαίνει ἀπό ἐκπλήξεως σέ ἔκπληξη. Γι' αὐτόν πού εἶναι στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, καί δέν βλέπει τί βρίσκει ἐκεῖνος πού σκάβει και κατεβαίνει κάτω στή γῆ, τό θέμα ἐξαντλήθηκε· ἔ, καλά, σκάψαμε τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, τελείωσε. Γι' αὐτόν ὅμως πού κατεβαίνει, ἐξαντλήθηκε το θέμα; Ὄχι, δέν ἐξαντλήθηκε.
Τό ἴδιο λοιπόν εἶναι καί γιά τόν ἀγγελικό κόσμο, ἀγαπητοί μου· ὅ,τι βλέπουν στον Θεό δέν ἐξαντλεῖται· ὁ Θεός εἶναι στο διηνεκές ανεξάντλητος. Βλέπετε, δέν ξέρουμε μέ ποιά γλώσσα πρέπει να μιλήσουμε για να καταλάβουμε ἐκεῖνα πού δέν μποροῦμε πραγματικά να καταλάβουμε. Ἐμεῖς παθαίνουμε ἀνία, κουραζόμαστε, θέλουμε μιά αλλαγή εικόνων, νυστάζουμε, κοιμόμαστε. Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν ἕναν κορεσμό· αλλά αυτός ο κορεσμός όμως προφανῶς δέν ὑπάρχει στον ουράνιο κόσμο.
Ακόμα, παρατηροῦμε ἀπό αὐτό ἐδῶ τό χωρίο ὅτι ἡ γνώση τῶν ἀγγέλων είναι διαρκώς αύξουσα. Δηλαδή οι ἄγγελοι, μέχρι πρίν έναναθρωπήσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, είχαν μία κάποια γνώση. Ὅμως, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση τῶν ἀγγέλων υπερπλουτίστηκε. Καί διαρκῶς πλουτίζεται ἡ γνώση τῶν ἀγγέλων· ἀλλά καί τῶν ἁγίων.
Ὅπως εἴπαμε καί τήν περασμένη φορά, οἱ εἴκοσιτέσσερις πρεσβύτεροι εἶναι ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία· εἶναι ὅλοι οἱ πιστοί πού βρίσκονται στήν Ἐκκλησία τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἐκεῖνοι, οἱ πρεσβύτεροι, ή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἔχουν αύξηση γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, στή γῆ, μαθαίνουμε μερικά πράγματα· ἀλλά ἐκεῖ, στον ουρανό, ή αύξηση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ θά εἶναι στο διηνεκές. Δέν ὑπάρχει ποτέ περίπτωση ολοκληρώσεως και στατικότητος τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ποῦμε τὰ μάθαμε ὅλα, και τελειώσαμε. Αὐτό δέν ὑπάρχει στόν οὐρανό. (Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικό ότι στην πατερική παράδοση, ἀκόμα καί ἡ ζωή στον Παράδεισο, δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση ἀπαθοῦς νιρβάνας και μακαριότητας, αλλά μια πορεία ἀπό δόξα σέ δόξα ακτίστου φωτός. Αὐτό εἶναι τό "ἀτελές τέλος" τῆς σωτηρίας (= ολοκλήρωσης), τῆς θέωσης καί τῆς εὐτυχίας. (Σ. Δεσπότης, σ. 99-100). Βλ. Α΄ Κορ. 13, 12.)
Ακόμη, ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων, αὐτό τό «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος», ἔχει μία τριπλή εκφορά, ὅπως βλέπετε· ἀφ' ἑνός μέν, ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ἁγιότητος τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου· ἀφ' ἑτέρου δέ, αναφέρεται στα τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αν ἤθελα αυτό να τό παραστήσω με μία κίνηση, θά ἔλεγα ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ Πατήρ, δίπλα εἶναι ὁ Υἱός, πιό δίπλα εἶναι τό Πνεῦμα το Ἅγιο. Κάνω λάθος βέβαια σ' αὐτό πού λέω· αλλά πῶς ἀλλιῶς νά τό πῶ; Εἶναι σάν νά ἔλεγαν οἱ ἄγγελοι τό πρῶτο «ἅγιος» στο πρώτο πρόσωπο, τό δεύτερο «ἅγιος» στο δεύτερο πρόσωπο, καί τό τρίτο «ἅγιος» στο τρίτο πρόσωπο. Συνεπώς, τό «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος» δέν είναι μόνο μία ἐπίταση τῆς ἐννοίας τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ἀλλά εἶναι καί μία φανέρωση τοῦ τριαδικοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδή ἔχουμε τα τρία πρόσωπα τῆς Αγίας Τριάδος, καί πρός τό κάθε πρόσωπο ἀπευθύνεται καί ἕνα «ἅγιος».
Επίσης, εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι αὐτός ὁ ὕμνος πού ψάλλουν τα Σεραφείμ, τόν ὁποῖο ὁ προφήτης Ἡσαΐας μᾶς περιγράφει μεγαλοπρεπέστατα στο 6ο κεφάλαιό του –σᾶς παραπέμπω στην Παλαιά Διαθήκη να τό διαβάσετε– ἄδεται, ψάλλεται καί ἀπό τά Χερουβείμ, ὅπως αὐτά ἐμφανίζονται ἄδοντα στο όραμα τοῦ Ἰεζεκιήλ, στο 1ο και στο 10ο κεφάλαιο· μόνο πού ἐδῶ στον ὕμνο αὐτόν προστίθεται αὐτό τό ἐσχατολογικό του παρόντος βιβλίου, «ὁ ἦν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Αποκ. 1, 4' 8. 4, 8. 11, 17. Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Η Αποκάλυψις, Τόμος Α΄, Ὁμιλία 4η, https://youtu.be/_knWRNvdysg?si=cobEU41NkjLKX8nQ 📜Ολόκληρη η ομιλία : https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2024/12/4.html?m=1 ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2023, σ. 110.). Ετσι, ἐδῶ βλέπουμε πῶς ἀκριβῶς ψάλλουν τα Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ.
Τί εἶναι τά Σεραφείμ; Τί εἶναι τά Χερουβείμ; Η Εκκλησία μας αὐτό μᾶς τό διασώζει κατά έναν θαυμάσιο τρόπο στήν εὐχή τοῦ τρισαγίου ὕμνου, που λέμε το ἑξῆς: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος, ὁ τρισαγίω φωνῇ ὑπὸ τῶν Σεραφεὶμ ἀνυμνούμενος καὶ ὑπὸ τῶν Χερουβείμ δοξολογούμενος –αλλά ή ανυμνώ ή δοξολογῶ εἶναι τό ἴδιο· αλλάζει τα ρήματα ὁ ἱερός συντάκτης τῆς εὐχῆς γιά νά δείξει ότι τον ίδιο ὕμνο λέμε καί τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ– καὶ ὑπὸ πάσης ἐπουρανίου δυνάμεως προσκυνούμενος» ( Ἱερατικόν, Θεία Λειτουργία ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1981, σ. 79.). Καί δέν εἶναι μόνο τα τέσσερα ζώα που ανυμνοῦν· εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι!
Στην αρχαία Εκκλησία ἡ ἁγία Τράπεζα ήταν στη μέση τοῦ ναοῦ. Κατόπιν τοποθετήθηκε στην άκρη για λόγους τεχνικούς. Αυτό ήταν μία αισθητοποίηση τοῦ τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, ὅπου καί ἄν την πᾶμε την αγία Τράπεζα, ο λαός είναι γύρω από αυτήν. Διότι, αφού κοινωνούμε, σημαίνει ότι είμαστε συνδαιτυμόνες. Αλλά τό ὅτι είμαι συνδαιτυμόνας μιας τραπέζης σημαίνει ότι κάθομαι στο τραπέζι, καί δέν ἔχει σημασία που είναι αυτό. Κάθομαι εγώ, κάθεται και ο διπλανός μου, και ο παραπέρα. Ὅλοι λοιπόν εἴμαστε γύρω από το τραπέζι, το κοινό αὐτό τραπέζι –κοινό για μᾶς, δηλαδή ὡς πρός τήν κοινή του χρήση– πού εἶναι ἡ Τράπεζα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ!
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, χωρίς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε, γινόμαστε Χερουβείμ καί Σεραφείμ! Γι' αυτό καί λέει ὁ ὕμνος αὐτός «Οἱ τὰ Χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...»· εἰκονίζουμε με μυστικό τρόπο τα Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, ἐμεῖς οἱ πιστοί! Διότι, σημειώστε, τόν χερουβικό αὐτόν ὕμνο δέν τόν λέμε μόνον ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς μέσα στό ἱερό πεζά, διαβαστά, αλλά τόν ψάλλει ἤδη καί ὁ λαός ἀπ' ἔξω. Εἶναι ὁ χερουβικός ύμνος, μέ τόν ὁποῖο ἑτοιμαζόμαστε για τη μεγάλη Είσοδο. Συνεπῶς δέν εἶναι μόνον οἱ ἱερεῖς κύκλῳ τῆς Τραπέζης· τό ὑπογραμμίζω· ὅλος ὁ λαός καί ὁ κλῆρος εἶναι κύκλῳ τῆς Τραπέζης, του θρόνου τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως εἴμαστε λοιπόν γύρω, μυστικῶς εἰκονίζουμε τα Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, καί στεκόμαστε μπροστα στην ζωοποιό Τριάδα, οι «προσάδοντες», μαζί μέ ἐκείνους, τόν τρισάγιο ὕμνο. Γι' αυτό λέμε παρακάτω, σαν να προτρέπει ὁ ἕνας τόν ἄλλο: Ἂς ἀποθέσουμε κάθε βιοτική μέριμνα. Ας μή σκεφτόμαστε τίποτα γήινο τώρα ἐδῶ πού εἴμαστε.
Αλήθεια, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποί μας πού ἔφυγαν στόν οὐρανό καί δικαιώθηκαν, εἶναι δηλαδή τώρα στη θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, τί λέτε; σκέπτονται τα χωράφια πού εἶχαν ἐδῶ στή γῆ, τούς συγγενεῖς, τή γυναίκα, τά παιδιά τους; Αχ. ἀγαπητοί μου... εἶναι τόση ἡ ἀπασχόληση ἐκεῖ στόν οὐρανό, πού δέν μένουν περιθώρια να σκεφθεῖς τίποτε άλλο! μά τίποτε ἄλλο! Δέν ὑπάρχουν περιθώρια. Καί ὕστερα, τά ἐπίγεια εἶναι τόσο φτωχά, μά τόσο φτωχά... Τι θα θυμᾶται δηλαδή ο σύζυγός σου πού ἔφυγε; ἐσένα; Καί τό παιδί σου πού ἔφυγε ἀπό τήν παροῦσα ζωή, θα θυμᾶται ἐσένα τή μάνα πού κλαῖς καί ὀδύρεσαι; Το παιδί σου, ὁ ἄνδρας σου, ὁ πατέρας σου, ή μάνα σου, ὁ παππούς σου, ὅσοι ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αυτή, καί ἐφόσον φυσικά είναι στη θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ώ, ἐκεῖ δέν ἔχουν καιρό για τίποτε ἄλλο· ἀπολαμβάνουν διαρκῶς τή θεία δόξα!
Καί ἐμεῖς τώρα πού εἴμαστε γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα δεν πρέπει νά ἔχουμε βιοτικές μέριμνες «πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ἄς ἀποθέσουμε όλη μας τη βιοτική μέριμνα, ἀκριβῶς γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν σωτήρα Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται να έναποτεθεῖ ἐπί τοῦ θρόνου του. Διότι τώρα θα γίνει ή μεγάλη Εἴσοδος, θά τοποθετηθεῖ καί κατόπιν θα καθαγιασθεῖ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, καί θά ἔχουμε αὐτόν τόν ἀνακείμενο ἐσφαγμένον Αμνό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, καί τοῦ ὁποίου θα γίνουμε συνδαιτυμόνες.
Το συναντάμε σε πολλούς ἁγίους αυτό που θα σας ἀναφέρω· ἴσως σας είναι γνωστό. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὅταν λειτουργούσε, ἔβλεπε τους αγγέλους. Διαβάστε το απολυτίκιό του (12 Δεκεμβρίου, είναι στο Ωρολόγιο σας, στη Σύνοψή σας), που λέει: «ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοι». Ἀγγέλους! Πώς;
Οἱ ἄγγελοι, καί στήν πιό φτωχή εκκλησία που θα λειτουργήσουμε, μέ τόν πιό ἁμαρτωλό ἱερέα, είναι παρόντες! Οἱ ἄγγελοι δέν τιμοῦν τόν ἱερέα· οἱ ἄγγελοι τιμοῦν τόν ἀνακείμενο Χριστό. Είτε λοιπόν εγώ ὁ ἱερέας εἶμαι ἅγιος εἴτε είμαι ἁμαρτωλός, οἱ ἄγγελοι ὑπάρχουν γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, πρός τιμήν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σᾶς εἶπα.
Ἔτσι λοιπόν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔβλεπε τους αγγέλους. Ὄχι ὅτι οἱ ἄγγελοι ἔρχονταν γιά νά φανοῦν στα μάτια του, ἀλλά γιά νά τιμήσουν τον Χριστό. Καί τούς ἔβλεπε γιατί εἶχε καθαρή καρδιά.
Είδατε, αγαπητοί μου, πόσο μεγάλη, σπουδαία, τρανή, φρικτή (που προκαλεῖ φρίκη) εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία! Πῶς λοιπόν πρέπει να στεκόμαστε κατά τη θεία Λειτουργία! Μιλάμε για αναγέννηση τῆς θείας Λειτουργίας, για αναγέννηση τῶν πιστῶν λειτουργικά. Αλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀναγέννηση· να αποκτήσουμε ἐπίγνωση τοῦ τί σημαίνει θεία Λειτουργία και πόσο ἱερός εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖ, ἡ ἁγία Τράπεζα!
Γι' αὐτό δέν πρέπει να αγγίζουμε τήν ἁγία Τράπεζα. Καί ὁ ἱερέας ακόμα δέν θά τήν ἀγγίζει ἄνευ λόγου. Γι' αὐτό καί δέν πρέπει οἱ ἱερεῖς νά στεκόμαστε μπροστα στήν ἁγία Τράπεζα ἀδεῶς, χωρίς φόβο· πάντα να αἰσθανόμαστε ὅτι εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ! (Τύπος τοῦ χριστιανικοῦ Ναοῦ, στην Παλαιά Διαθήκη, ἦταν ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, καί τύπος τοῦ Ἱεροῦ (ἢ ἁγίου Βήματος) τοῦ χριστιανικοῦ Ναοῦ ἦταν τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπως καί τύπος τῆς ἁγίας Τραπέζης ήταν η Κιβωτός τῆς Διαθήκης, τήν ὁποία δέν ἐπιτρεπόταν κανείς να ακουμπήσει, καί μάλιστα ἐπί ποινῇ θανάτου (Αριθμ. 18, 3. Λευιτ. 16). Πολύ χαρακτηριστική ή περίπτωση τοῦ Ὀζά μέ τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης (Β΄ Βασ. 6, 3-7).)
Ἐάν ἔχετε προσέξει, ὅταν θέλουμε νά πᾶμε ἀπό τήν μία πλευρά τοῦ Ἱεροῦ στήν ἄλλη, δεν περνάμε μπροστά ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, αλλά πᾶμε ἀπό πίσω. Γιατί το κάνουμε αυτό; Μπροστά θεωρεῖται ὅτι εἶναι το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δεν πρέπει να περάσουμε ἀπό μπροστά· θά πᾶμε ἀπό πίσω. Ὁ Θεός βέβαια είναι πανταχού παρών, καί παντοῦ εἶναι το πρόσωπό του· αλλά είναι λειτουργική έκφραση αὐτό, γιά νά ἔχουμε τήν αἴσθηση, τόν σεβασμό, ὅτι πρό τοῦ προσώπου του Θεοῦ προσέχουμε... πολύ προσέχουμε! Θά πᾶμε ἀπό πίσω. Δεν θα σταθοῦμε, δεν θα περάσουμε από μπροστά –το λέω για μας τους ἱερεῖς αὐτό φυσικά– και μάλιστα κατά τρόπον ἀδεῆ, ἀφοβο, ἐκεῖνον που λένε άθεόφοβο, αλλά με φόβο, με ευλάβεια, αισθανόμενοι ανά πάσα στιγμή τί είναι ἡ ἁγία Τράπεζα.
«Καὶ ὅταν δώσι τα ζώα δόξαν καὶ τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ καθημένω ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, πεσοῦνται οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἐνώπιον τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ προσκυνήσουσι τώ ζώντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Αποκ. 4, 9-10). Καί ὅταν τα ζώα αποδώσουν δόξα και τιμή καί εὐχαριστία στον καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου, που ζεῖ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, τότε οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι σηκώνονται από τους θρόνους τους και πέφτουν μπροστά στον καθήμενο ἐπί τοῦ θρόνου και προσκυνοῦν αὐτόν πού ζεῖ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Τόν προσκυνοῦν!
Εἶναι κάτι παρόμοιο –προσέξτε αυτό το σημείο– με αὐτό πού περιέχει καί ἡ εὐχή Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Τό ἐλέησόν με περιέχει ὅλα αὐτά. Ὅλα! Γι' αυτό, τό ἐλέησόν με εἶναι περιεκτικότατη ἐκφώνηση πρός τόν Θεό. Θέλεις να ευχαριστήσεις; πές ἐλέησόν με! Θέλεις να παρακαλέσεις; πές ἐλέησόν με! Γι αὐτό, δέν ἀλλάζει αὐτή ἡ εὐχή· εἶναι στερεότυπη.
Αλλά ἐάν κάποιος τήν ἀκούει για πρώτη φορά να ἐπαναλαμβάνεται συνέχεια –Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με– ἴσως τή βαριέται, καί λέει αὐτό πού ὑπάρχει και σαν παροιμία: Το πολύ το Κύριε ἐλέησον τό βαριέται καί ὁ παπάς! Αλλοίμονο!
Γιά ἐκεῖνον ὅμως που λέει τήν εὐχή αυτή μέ συνείδηση καί μέ συναίσθηση δεν υπάρχει καμμία, μα καμμία μονοτονία· είναι, κατά μεταφοράν, τό ἴδιο πού ύπάρχει καί στόν οὐρανό. Διότι ὅπως δεν αισθάνονται μονοτονία ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι λέγοντας τόν ἴδιο ὕμνο, ἔτσι μονοτονία δέν αἰσθάνεται κι ἐκεῖνος πού λέει το Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!... συνέχεια, χωρίς αλλαγές, τό ἴδιο. Μποροῦν αὐτό νά τό μαρτυρήσουν οἱ πεῖραν εἰληφότες, ὅσοι ἔχουν πεῖρα τοῦ πράγματος. (Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς καρδιακή προσευχή –ή αλλιώς προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἤ νοερά προσευχή– ἔλαβε τήν τελική της μορφή τον 13ο αιώνα στον Ἄθωνα ἀπό τούς νηπτικούς Πατέρες. Σύμφωνα μέ ὅσα μᾶς λένε αὐτοί, ἡ προσευχή αυτή μπορεῖ νὰ συντομευθεῖ στήν ἐπίκληση μόνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ὑπονοώντας ὅλα τά ἄλλα. Τότε ἀκριβῶς εἶναι μονολόγιστη προσευχή, ἀφοῦ ἀποτελεῖται ἀπό μιά καί μόνο λέξη -ἤ τό πολύ ἀπό δύο λέξεις: Ἰησοῦ μου ή Χριστέ μου! Η απόκτηση ἀπό τόν Θεό τοῦ χαρίσματος τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς καί καρδιακῆς προσευχῆς δέν εἶναι γιά τούς πιστούς κυρίως ζήτημα μεθόδου καί τεχνικῆς –ὅπως ἡ χρησιμοποίηση τῆς εἰσπνοῆς καί ἐκπνοῆς– ἀλλά ζήτημα συντετριμμένης καρδιάς, καρδιᾶς πού μετανοεῖ καί πονάει γιά τίς ἁμαρτίες της καί ταπεινώνεται.)
Ἐπίσης καί ἡ θεία Λειτουργία, από τό Εὐλογημέννη ἡ Βασιλεία ἕως τό Δι᾿ εὐχῶν, ὁλόκληρη, εἶναι ταυτοχρόνως δόξα, τιμή, εὐχαριστία, δέηση και δοξολογία πρός τόν Θεό. Είναι όλα αυτά.
Προσέξτε: στη θεία Λειτουργία λέμε έναν μικρό ύμνο, πού τά περιέχει όλα αυτά: «Σε ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογούμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν.» (Ἱερατικόν, Θεία Λειτουργία ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1981, σ. 95.)
Ἔτσι, ἂν πρέπει να παρακαλέσουμε τον Θεό για ένα θέμα μας, κάνουμε μία θεία Λειτουργία. Αν πρέπει νά τόν εὐχαριστήσουμε για το αίτημά μας που ικανοποίησε, κάνουμε πάλι μία θεία Λειτουργία. Αν θέλουμε να δοξάσουμε τον Θεό για οτιδήποτε αισθανόμαστε μέσα μας, κάνουμε πάλι μία θεία Λειτουργία. Αν πρέπει να τιμήσουμε τον Θεό με οποιονδήποτε τρόπο, κάνουμε επίσης μία θεία Λειτουργία. Ὥστε ή Θεία Λειτουργία περιέχει ὅλα αὐτά. Ποῦ τό ξέρουμε; Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἐδῶ τό κείμενο, που λέει ὅτι τό «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος» εἶναι ἀπόδοση τιμῆς, δόξας και εὐχαριστίας πρός τόν Θεό.
Ὅταν τελειώσει ὁ τρισάγιος ὕμνος τῶν τεσσάρων ζώων, τότε, ὅπως σᾶς εἶπα καί προηγουμένως, οἱ εἶκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι πέφτουν μπροστά στον θρόνο τοῦ καθημένου καί προσκυνοῦν τόν ζῶντα Θεό, καί ἐκεῖ ἀποθέτουν τα χρυσά στεφάνια τους μπροστά στον θρόνο.
Αὐτή ἡ ἀπόθεση τῶν στεφάνων δέν εἶναι μόνο ἕνα σημεῖο ὑποταγῆς, ἀλλά καί ἕνα σημεῖο ἀναγνωρίσεως, ὅτι στον Θεό οφείλονται τα στεφάνια αὐτά.
Θα πάρω δυό εἰκόνες από τόν ἀρχαίο κόσμο.
Κάποτε ὁ Σωκράτης συνάντησε στον δρόμο τόν Εὐθύδημο, πού φοροῦσε ἕνα στεφάνι καί πήγαινε να προσευχηθεῖ. Ἡ προσευχή τοῦ Εὐθυδήμου –μπροστά στὸ ἄγαλμα τοῦ Διός, τῆς Ἀθηνᾶς, δεν ξέρω ποῦ θά προσευχόταν, στούς ψεύτικους θεούς– εἶχε τήν ἑξῆς κίνηση· είχε προσευχή, αἰτήσεις, καί ταυτοχρόνως το στεφάνι που φορούσε στο κεφάλι του ὁ προσευχόμενος τό ἔβγαζε καί το τοποθετούσε στη βάση τοῦ βάθρου τοῦ ἀγάλματος.
Τό ἴδιο πράγμα συνέβαινε, αγαπητοί μου, καί ὅταν ὁ νικητής στούς ὀλυμπιακούς αγώνες επέστρεφε στην πατρίδα του και φορούσε τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς· πήγαινε καί τό ἐναπέθετε στο βάθρο, στα πόδια τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ πού λατρευόταν στην πόλη ἐκείνη.
Αὐτό ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Μ' αὐτό ἤθελαν να δείξουν ὅτι ἡ δόξα, ή τιμή, ή νίκη καί ἡ εὐχαριστία ἀνήκουν στον θεό. Εάν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, παρά τήν πυκνή τους εἰδωλολατρία, ἀντιλαμβάνονταν ἔτσι τά πράγματα, και πολύ ὀρθά, πόσο περισσότερο πρέπει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτό ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου!
Μ' αυτή λοιπόν την εναπόθεση των χρυσών στεφάνων είναι σαν να λένε οἱ είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, ή θριαμβεύουσα Εκκλησία: Δεν ανήκει σ' ἐμᾶς ή τιμή καὶ ἡ δόξα. Ανήκει, Άγιε Τριαδικέ Θεέ, σ' ἐσένα! Ἐμεῖς εἴμαστε φτωχά δημιουργήματα. Καὶ ἂν ἔχουμε χρυσά στεφάνια, Κύριε, είναι γιατί ἡ ἀγαθότητά σου μας τά ἔχει προσφέρει.
Η, όπως λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Σύ, φησί, Δέσποτα, τῶν στεφάνων τῆς νίκης αἴτιος και χορηγός γέγονας· καὶ σοὶ παρὰ πάντων ὡς κτισμάτων ή εὐχαριστία ὀφείλεται» (PG 106, 260A.). Σύ είσαι, Δέσποτα, ὁ αἴτιος τῶν στεφάνων της νίκης, καί ἐσύ ἔχεις γίνει ὁ χορηγός αὐτῶν τῶν χρυσῶν στεφανιῶν μας, καὶ σ' ἐσένα όλοι ἐμεῖς, τα κτίσματα, χρωστάμε εὐχαριστία.
Και πράγματι, αὐτή ἡ προσφώνηση, θα λέγαμε, ἡ προσευχή πού ἀπευθύνουν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, περιλαμβάνει αὐτήν τή θέση· ἀκοῦστε την.
Ἄξιος εἶσαι, σύ, ὁ Κύριος καί Θεός μας, να λάβεις τη δόξα, τήν τιμή καί τή δύναμη. Οι πρεσβύτεροι έπαναλαμβάνουν ἐκεῖνο πού ἀναλύθηκε ὡς πρὸς τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων· μόνο πού ἐκεῖ, ἀντί για ευχαριστία, μπαίνει ἡ λέξη δύναμις. Ὅλα αὐτά δείχνουν τὸν πλοῦτο, ὅτι ὅλα αὐτά υπάρχουν στον Θεό ἀνεξάντλητα. Διότι ἐσύ δημιούργησες τα πάντα· καί ἐπειδή το θέλησες ἐσύ, γι' αὐτό ὑπάρχουν και δημιουργήθηκαν.
Βραχεία, αλλά ὡραιότατη και μεστή προσευχή... «Ἄξιος εἶ»! Σύ είσαι ἄξιος!
Πράγματι, ἀγαπητοί μου, μόνο ὁ Θεός εἶναι ὁ ὄντως ἄξιος, σέ ὅλα, καί στή δύναμη καί στήν ἀγαθότητα. Τα κτίσματα ποτέ δέν ἔχουν τήν ἀξιοσύνη, ὅσο ἅγιασμό κι ἂν ἔχουν· τήν ἀξιοσύνη τήν ἔχει μόνο ὁ Θεός.
Κατ' ἐπίδραση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως στη θεία Λειτουργία, στην ευχή τῆς ἁγίας Ἀναφοράς, με τήν ὁποία μπαίνουμε στο κυριότατο θέμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σε Σώμα και Αίμα Χριστοῦ, λέμε: Ἄξιον καὶ δίκαιον εἶναι νά ψαλεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ...
Προηγουμένως ὁ ἱερέας, στήν εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, στράφηκε προς τόν Θεό καί είπε: «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς», κανείς δέν εἶναι ἄξιος ἀπό μας, πού εἴμαστε συνδεδεμένοι μέ τίς σαρκικές επιθυμίες καί ἡδονές, «προσέρχεσθαι, ἤ προσεγγίζειν, ἤ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης», να προσέλθει ἤ νά προσεγγίσει ή νά σέ διακονήσει, να λειτουργήσει, να σε υπηρετήσουμε, Βασιλιά τῆς δόξης· «τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν», γιατί τό νά σέ ὑπηρετεῖ κανείς εἶναι μεγάλο και φοβερό, ὄχι γιά ἐμᾶς, αλλά γι' αὐτές τίς ἐπουράνιες δυνάμεις! πόσο μᾶλλον γιά μᾶς...
Αντιθέτως: Ἐάν ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι, ἀφοῦ «οὐδεὶς ἄξιος», ἐσύ ὅμως... «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σε προσνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου» (Ἱερατικόν, Θεία Λειτουργία ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1981, σ. 93.). Δηλαδή. Είναι άξιο καὶ δίκαιο να σε ὑμνεῖ κανείς να σε ευλογεί, νά σέ αἰνεῖ, να σε ευχαριστεί, να σε προσκυνεῖ, σε κάθε τόπο της δεσποτείας σου, της κυριαρχίας σου, ἐκεῖ πού παντοῦ βρίσκεσαι· γιατί κάθε τόπος είναι τόπος τῆς δεσποτείας σου, σύ εἶσαι ὁ Κύριος παντός τύπου!
Παρατηροῦμε ὅτι ἐν γένει αὐτή ἡ ἐπουράνια Λειτουργία εἶναι τύπος καί ὑπόδειγμα τῆς ἐπίγειας ὀρθόδοξης θείας Λειτουργίας. Εάν κανείς διαβάζει και βαθαίνει σ' ολόκληρο το βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, γρήγορα θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ τύπος, δηλαδή το μοντέλο, το ὑπόδειγμα τῆς ὀρθόδοξης –υπογραμμίζω– θείας Λειτουργίας εἶναι αὐτό πού τελεῖται στόν οὐρανό! Από ἐκεῖ πήραμε καί ἔχουμε τήν θεία Λειτουργία από τον οὐρανό.
Στην Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ὁ ἀπόστολος Παύλος αναφέρει ὅτι ὁ Θεός είπε στον Μωυσή: Πρόσεξε! Θα κάνεις ἐπακριβῶς αὐτά πού σοῦ εἶπα ὡς πρός τίς κατασκευές. (Στὴν Ἔξοδο, ἀπό τό 26ο μέχρι το 40ό κεφάλαιο, αναφέρονται λεπτομερῶς οἱ ὁδηγίες για την κατασκευή, το στήσιμο καί τόν καθαγιασμό τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, καθώς καί τῶν ἀντικειμέννων πού φυλάσσονταν σε αυτή. Επρόκειτο για ξύλινο παράπηγμα σχήματος Π, διαστάσεων 5x15 μέτρων περίπου, τοῦ ὁποίου ὁ σκελετός ἦταν ἀπό ἐπιχρυσωμένα ξύλινα δοκάρια ακακίας. Το στέγαστρο τῆς Σκηνῆς ἦταν ἀπό στρώσεις ταπήτων. Τοποθετημένη σε μια μεγάλη αυλή, χωριζόταν ἀπό τό στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτών με παραπετάσματα κατασκευασμένα από λινό ύφασμα. Μπροστά ἀπό τήν σκηνή βρισκόταν ὁ χάλκινος λουτήρας και το θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Εσωτερικά ένα καταπέτασμα από άνθεκτικό λινό ύφασμα με κεντημένα Χερουβείμ χώριζε την Σκηνή σε δύο μέρη: στα Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου μακριά από τα μάτια τῶν ἀνθρώπων ἦταν τοποθετημένη ή Κιβωτός τῆς Διαθήκης και μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε μία φορά τόν χρόνο, καί στά Ἅγια, ὅπου ήταν τοποθετημένα ή τράπεζα τῶν ἄρτων τῆς προθέσεως, ἡ ἑπτάφωτος λυχνία καί τό θυσιαστήριο τοῦ θυμιάματος.) Διότι αὐτά, λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος, εἶναι ὑποδείγματα μελλόντων ἢ οὐρανίων πραγμάτων, εἶναι ὑποδείγματα, μοντέλα, είναι σκιές. (Έβρ. 8, 1-5.) Οπότε ποῦ εἶναι τά πρότυπα; Στόν οὐρανό. Ἐδῶ τελοῦμε τή θεία Λειτουργία. Ποῦ εἶναι ὅμως τό πρότυπό της; Στον ουρανό· ἐκεῖ εἶναι τό πρότυπο τῆς θείας Λειτουργίας. (Τό ὅτι ἡ ἐπουράνια καί ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία λατρεύουν συμφώνως τόν Θεό τονίζεται ιδιαζόντως στην Προς Εβραίους ἐπιστολή (12, 18-23).)
Ακόμη, ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἄξιος, ὅπως εἴπαμε, να λάβει τή δόξα, τήν τιμή καί τή δύναμη, γιατί εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός, καί ἄν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι φοροῦν χρυσά στεφάνια καί βρίσκονται μαζί μέ τόν Θεό κοντά στον θρόνο του, συμπαρεδρεύουν μετά τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
Ακόμη, ἀξιοπαρατήρητο εἶναι τό ἑξῆς: Τα πάντα κτίσθηκαν γιατί τό ἤθελες σύ, ὁ Θεός. Ὅλα ἔγιναν γιατί τό ἤθελες ἐσύ. Αὐτό τό «ἦσαν καὶ ἐκτίσθησαν» –εἶναι σχῆμα πρωθύστερο– σημαίνει: τίποτα δέν ἔγινε χωρίς νά τό θέλει ὁ Θεός.
Ἡ παρουσία τοῦ κακοῦ στον κόσμο, ἀγαπητοί μου, δέν ἔχει ὀντολογική διάσταση, αλλά ηθική. Συνεπῶς κάθε τί πού ὑπάρχει εἶναι ἀγαθό. Καί ἀφοῦ ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι ἀγαθό, εάν υπάρχει τό κακό, αὐτό εἶναι κατά προαίρεσιν. Στην προαίρεση είναι το κακό δεν είναι οντολογικό. Το θέλημα του Θεού λοιπόν σε κάθε τί ἀγαθό πού ὑπάρχει είναι το κατ' εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Το θέλημα όμως σε κάθε τι κακό που υπάρχει, στις προαιρέσεις των λογικών όντων, αυτό είναι το κατά παραχώρησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι βλέπουμε ότι το «ἦσαν», αντί τοῦ εἰσί, φανερώνει ὅτι τά πάντα συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο διότι τό θέλει ὁ Θεός! Διαφορετικά, ὅ,τι δεν θέλει ὁ Θεός ἐπιστρέφει στο μηδέν, ἀπ' ὅπου ξεκίνησε. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Χριστιανική Κοομολογία, Τόμ. Α΄, Μάθημα 42ο, https://youtu.be/cfDqOSYMhgE?si=0U1wWLyz9LTWKCpF