29 Νοεμβρίου 2021

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ, συνέχεια.

†.Παιδιά, ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε μείνει σέ ἕνα τρίτο ὑπόλοιπο, ἀναφερόμενο εἰς τήν θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τό γιό του τόν Τωβία. Καί ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά θέματα -τοῦ εἶπε τό θέμα τοῦ γάμου νά προσέξη, τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης, τό θέμα τῆς σπατάλης, τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τῆς ἀρετῆς ἐν γένει- τώρα ἔρχεται νά συμπληρώση ἕνα τρίτο καί τελευταῖο τμῆμα τῆς ὅλης διαθήκης του.

            «Καί ὅ μισεῖς, μηδενί ποιήσεις» (Τωβ. 4, 15) Aὐτή ἡ φράσις θυμίζει ἐκεῖνο τό τοῦ Εὐαγγελίου «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης». Τό ἐνθυμεῖσθε; ἔ;… «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης» Ἐκεῖνο πού μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης. Ἐγώ θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό τοῦ Τωβίτ μόνο γι’ αὐτή τή φράσι θά μποροῦσε νά ἔχη μία -γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε- μία ἀπεριόριστη ἀξία, πολύ μεγάλη ἀξία, μόνο γι’ αὐτή τή φράσι τήν ὁποία φυσικά ὁ ἀρχαῖος κόσμος δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ, δηλαδή νά φιλοσοφήση. Εἶναι πραγματικά προϊόν ἀποκαλύψεως φυσικά, ἐφ’ ὅσον περιέχεται βεβαίως καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Αὐτή ἡ θέσις εἶναι ἀρνητική, δέν εἶναι θετική, δέν εἶναι «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἡμῶν», ἡ ὁποία εἶναι θετική ὄψις, ἀλλά λέγει τί δέν πρέπει νά κάνης. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐσύ μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης.

          Ἐπί παραδείγματι, δέν θέλεις νά σέ ἐνοχλοῦν σέ μεσημεριανές ὧρες καί βραδινές ὧρες πού κοιμᾶσαι ἀνοίγοντας ραδιόφωνο ἤ νά φωνάζουν ἀπ’ ἔξω. Καί σύ τό ἴδιο! ὧρες πού κοιμοῦνται ἄλλοι ἄνθρωποι μή τούς ἐνοχλεῖς. Εἶναι πραγματικά ἕνας χρυσοῦς κανών, ἀλλά ἀρνητικός. Σᾶς εἶπα: «ἐκεῖνο πού δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, μή τό κάνεις».

           Ὁ θετικός κανών εἶναι ὁ ἑξῆς: «ἐκεῖνο πού θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτό νά κάνης». Ἐπί παραδείγματι: «θέλω νά μέ ἀγαποῦν», «ἀγάπα τούς ἄλλους». «Θέλω νά μέ εὐεργετοῦν», «εὐεργέτει τούς ἄλλους» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ὁπότε βλέπετε τί μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτή ἡ θέσις ἐδῶ. Ἕνας ἄνθρωπος κρατῶντας αὐτό, θά μπορῆ νά ζῆ τό πενήντα τοῖς ἑκατό τῆς εὐσεβείας του.

          «οἶνον εἰς μέθην μή πίῃς καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου» (Τωβ. 4,15) Κρασί πού νά φτάσης σέ μέθη νά μή πιῆς· νά μή πίνης! καί ἀνθρώπους μεθυσμένους παρέα νά μή κάνης. Αὐτό σημαίνει «καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου». Κατά λέξι μεταφραζόμενο σημαίνει: νά μή  περπατήση μαζί σου μέθη στό δρόμο σου. Ἐννοεῖται δηλαδή, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μπεκρής, ἀγαπάει τό κρασί· μή κάνεις παρέα μέ μπεκρῆδες· αὐτό θέλει νά πῆ.

           Νά μείνω λίγο σέ αὐτό. Εἶναι δυνατόν οἱ γυναῖκες νά πίνουν κρασί ἤ νά πίνουν οἰνοπνευματώδη ποτά; Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει εἰς τήν πρός Τίτον ἐπιστολήν του γιά τίς Κρητικές, καί δή τίς ἡλικιωμένες γυναῖκες: «νά παραγγείλης νά μή προσέχουν τό πολύ κρασί!».(Ττ β΄ 3)  Ἔτσι λέγει εἰς τόν Τίτον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

           Δυστυχῶς τό θέμα τοῦ κρασιοῦ ἤ τῶν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν δέν προσβάλλει μόνον τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τίς γυναῖκες, καί τίς νέες γυναῖκες, καί τίς κοπέλες. Πάρα πολλές κοπέλες βγαίνουν ἀπό κέντρα διασκεδάσεως μεθυσμένες. Φυσικά στήν ἐποχή μας ἐδόθηκε ἕνας μεγαλύτερος τόνος· ὄχι μόνον ἡ μέθη ἀπό τά οἰνοπνευματώδη, ἀλλά καί ἡ μέθη ἀπό τά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι ἡ χαριστική βολή. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχη τίποτε χειρότερο. Εἶναι τό τελευταῖο σακαλοπάτι, πού ἔχει νά κατεβῆ ὁ ἄνθρωπος, τά ναρκωτικά. Διότι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά δημιουργῆ  ἕναν παράδεισο, ψεύτικον παράδεισο φυσικά, μέ τά οἰνοπνευματώδη ποτά, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά τοῦ δημιουργοῦσαν μίαν ἄλλη ἀτμόσφαιρα, θά τόν μετέφεραν σέ ἕναν ἄλλον κόσμο, φυσικά ψευδῆ· φυσικά ὅλα αὐτά εἶναι ψευδαισθήσεις. Ἐν γνώσει του ὁ ἄνθρωπος  δημιουργεῖ αὐτές τίς ψευδαισθήσεις, γιά νά δημιουργῆ μία φυγή ἀπό τόν κόσμο τῆς πραγματικότητος.

          Βρῆκε, ἀνεκάλυψε, ὅτι ὑπάρχει ἕνας τρόπος ἀκόμη ἐντονότερος, καί αὐτός εἶναι τά ναρκωτικά. Καί πάρα πολλές κοπέλες -γιατί πρός κοπέλες ὁμιλῶ φυσικά γι’ αὐτό λέω γιά τίς κοπέλες- πάρα πολλές κοπέλες, μαθήτριες ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου χρησιμοποιοῦν καί τά οἰνοπνευματώδη ποτά, καί τά ναρκωτικά. Μάλιστα μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν κάνουν κακό, δέν βλάπτουν. Βλάπτουν φοβερά! Μία κοπέλα μία ἤ δυό φορές…, μία ἤ δυό φορές νά πῆρε ναρκωτικό, τότε θά τό ἀναζητήση πάλι. Φοβερό πρᾶγμα!

            Δέν ξέρω πῶς νά μιλήσω, μέ τί γλῶσσα νά ἐκφραστῶ γιά τό μεγάλο κεφάλαιο αὐτό τῶν ναρκωτικῶν, πού δόλιοι ἐχθροί προσπαθοῦν νά καταστρέψουν ὄχι τούς Ἕλληνες, τήν ὑφήλιο ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνα ὀργανωμένο σχέδιο ἡ ὑπόθεσις αὐτή.

           Γνωρίζετε ὅτι στήν Κίνα, πού κάποτε οἱ Κινέζοι ἔπιναν χασίς, ἀπαγορεύεται νά πιοῦν ναρκωτικά ἐπί ποινῇ θανάτου; Κι ὅμως ἡ μεγαλυτέρα παραγωγή ναρκωτικῶν, χασίς καί λοιπά, παράγεται στήν Κίνα μέ προοπτική τήν ἐξαγωγή! Καί ἐξάγεται παρακαλῶ, στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική μέ σκοπό νά καταστρέψουν τόν δυτικόν κόσμον. Καί ὁ δυτικός κόσμος καταστρέφεται μέ τά ναρκωτικά. Σάν τά χαζοπούλια οἱ ἄνθρωποι, οἱ δυτικοί ἄνθρωποι, πίνουν τά ναρκωτικά καί μή ἀντιλαμβανόμενοι τόν φοβερό κίνδυνο πού ἀπειλεῖ τόν δυτικό κόσμον. Ὁ δυτικός κόσμος θά πέση ἀμαχητί μία ἡμέρα, γιατί θά ἔχη κυλισθῆ εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά καί εἰς τά ναρκωτικά.

         Ἤδη ἕνας φιλόσοφος ὁ Σπράνκερ, Γερμανός, τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό στό πρῶτο τέταρτο τοῦ αἰῶνος μας· τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό τό πρᾶγμα: «ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀργοπεθαίνει γιατί εἶναι βουτηγμένη στήν ἀνηθικότητα καί εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά». Ἄν σήμερα ζοῦσε ὁ Σπράνκερ κι ἔβλεπε ὅτι ἡ Εὐρώπη καί ἡ Ἀμερική χρησιμοποιοῦν τά ναρκωτικά, δέν ξέρω τί θά ἔγραφε. Δέν θά ἔγραφε πλέον «ἀργοπεθαίνει ἡ Δύσις», ἀλλά θά ἔγραφε «γοργοπεθαίνει ἡ Δύσις»!

          Παιδιά, κοπέλες, προσέξτε πολύ τό θέμα τῶν ναρκωτικῶν. Προσέξτε πολύ, πάρα πολύ προσέξτε! Τό πρᾶγμα ξεκινάει ἀπό τό τσιγάρο. Μές στό τσιγάρο θά σᾶς βάλουνε κάτι· θά σᾶς βάλουνε χασίς. Καί τότε, ὅταν δῆτε ὅτι σᾶς ἄρεσε τό τσιγάρο αὐτό, θά ζητήσετε καί δεύτερο· καί ἄν πήρατε καί δεύτερο, πλέον εἴσαστε στόν δρόμο νά κάνετε χρήσι τῶν ναρκωτικῶν. Γιά νά μή πῶ ὅτι αὐτό τό ἴδιο τό τσιγάρο εἶναι ἕνας πρόδρομος τῶν ναρκωτικῶν, διότι τό ἴδιο περιέχει ναρκωτικό. Ἡ νικοτίνη τί εἶναι; Ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος «καπνίζω γιατί στεναχωριέμαι», σημαίνει ὅτι μέ τό τσιγάρο, ὅταν στεναχωριέται, βρίσκει μία διέξοδο· μεταφέρεται ἔστω ἐλαφρά σέ ἕναν ἄλλον κόσμον. Δημιουργεῖται μία, τρόπον τινά λήθη, μία ἄμβλυνσι τῶν προβλημάτων καί τῆς ἀγωνίας πού διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος. Μέ τό τσιγάρο! πού σημαίνει καί ἀπόδειξι διότι ἀκόμη δέν μπορεῖ νά τό κόψη ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος τό πίνει.

           Ἄν σᾶς ποῦν ὅτι «τά σῦκα πού τρώγατε μέχρι τώρα ἦταν σκουληκιασμένα» καί ὅτι «πάντα στό ἐμπόριο τώρα ὅλα σκουληκιασμένα ἔχουν», θά ξαναφᾶτε σῦκα; Ὄχι! Γιατί; Δέν ἔχουν μέσα τίποτε πού νά διεγείρη τό νευρικό σύστημα, καί μέ πολλή εὐκολία τά ἀφήνομε. Ὁποιαδήποτε τροφή μποροῦμε νά ποῦμε δέν τήν ξανατρῶμε αὐτή, μέ πειράζει… τή σιχάθηκα… Ἀλλά τά ναρκωτικά;… Τά ναρκωτικά  δημιουργοῦν ἐθισμόν!

          Κοπέλες μου προσέξτε! κάνω ἔκκλησι στή νοημοσύνη σας· προσέξτε πολύ! μή πῆτε «ἂς πάρω ἕνα τσιγάρο νά καπνίσω!» Θά βρεθῆτε ἐκτεθημένες στόν φοβερότερο κίνδυνο πού μπορεῖ νά βρεθῆ μία κοπέλα, καί ἕνας ἄνθρωπος γενικά.

          Ἀλλά ἐδῶ λέγει ὄχι μόνο πρόσεχε νά μή φθάσης στό θέμα τῆς μέθης -διότι ἐπιτέλους λίγο κρασί δέν ἀπαγορεύεται νά πιῆ κανείς· δέν εἶναι ἁμαρτία τό κρασί αὐτό κάθ’ ἑαυτό, ἀρκεῖ νά μή φτάσωμε νά μεθύσωμε. Ἄν καί θά σᾶς συνιστοῦσα, ὄχι γιατί εἴσαστε κοπέλες, καί ἀγόρια νά εἶχα μπροστά μου, μέχρι πού νά τελειώσετε καί σχολεῖο, Γυμνάσιο, νά μεγαλώσετε, νά μή πίνετε· μή τό συνηθίσετε. Πίνετε νεράκι, τίποτε ἄλλο. Ἀργότερα, ἔ… καμμιά φορά σέ καμμιά γιορτή, λίγο στό τραπέζι, ἕνα ποτήρι κάπου καί ποῦ δέν εἶναι ἁμαρτία· ξαναλέγω δέν εἶναι ἁμαρτία!- ἀλλά ποτέ μή πιεῖτε παραπάνω ἀπό ἕνα ποτήρι τοῦ κρασιοῦ! Ποτέ μά ποτέ! Εἴτε σᾶς πιάνει, εἴτε δέν σᾶς πιάνει. Φυσικά ἄν κάποια κοπέλα ἐζαλίζετο μέ ἕνα ποτήρι, μισό ἤ καθόλου· ἀλλά ποτέ μήν ὑπερβεῖτε τό ἕνα ποτήρι κρασί, ποτέ!

          Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «οἴνῳ ὀλίγῳ  χρῶ διά τόν στόμαχόν σου καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας» (Τιμ. Α΄ 5, 23) «μηκέτι ὑδροπότει». Ἔτσι ἀρχίζει. «Μή πίνεις νερό ἀλλά νά χρησιμοποιεῖς λίγο κρασί γιά τό στομάχι σου καί τίς πυκνές σου ἀρρώστιες»· πού δείχνει ὅτι τό κρασί εἶναι τονωτικό ἐφόσον τό πιεῖ κανείς πολύ λίγο κι ὅπως πρέπει.

           Ὄχι μόνον λοιπόν αὐτό, ἀλλά καί κάτι ἄλλο: «μή κάνεις παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί». Ἕνας πού κάνει παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί, ὁπωσδήποτε θά φτάση κι ἐκεῖνος νά πίνη κρασί. Ἔτσι δέν εἶναι; «Ἐάν κάνη κανείς παρέα μέ στραβό, τό πρωί θά ἀλληθωρίζη». Ἔτσι λέει ἡ παροιμία ἡ ἑλληνική, πού δείχνει τήν ἐπίδρασι τῆς παρέας στή ζωή μας ὁπωσδήποτε. Γι’ αὐτό ἄς προσέξωμε, παιδιά, τό σημεῖο αὐτό παρά πολύ, τῆς κακῆς συναναστροφῆς. Κοπέλα πού καπνίζει ἤ μιλάει γιά τσιγάρα ἤ μιλάει γιά ναρκωτικά ἤ μιλάει γιά ἀνήθικα πράγματα ἤ λέει πράγματα πού ὁ Θεός δέν τά θέλει, νά μήν τήν κάνετε παρέα, γιατί θά χαλάσετε. Τό θέμα τῆς συναναστροφῆς εἶναι πολύ ἰσχυρό. Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος; καί τό ἔχει πάρει ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες: «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄, 33) Καταστρέφουν λέει τά χρηστά ἤθη, οἱ κακές συναναστροφές. -ὁμιλία θά πῆ συναναστροφή-.

          Καί πάλι θά ἐπαναλάβη τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐνῶ πιό πάνω τό εἶπε καί τό ξανάπε καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνει, διότι δείχνει ὅτι τόν συνέχει. Κάτι πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο τό ἀναφέρει πολλές φορές. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐλεήμονα καρδιά, γι’ αὐτό πάλι θά ἐπαναλάβη: «ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καί ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς. Πᾶν ὅ ἐάν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.» (Τωβ. 4, 16)  Δέν τό ἀναλύω, γιατί τό ἔχομε ἀναλύσει τήν περασμένη φορά.

          Καί συνεχίζει: «Συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον καί μή καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης» (Τωβ. 4, 18) Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο, τό ὁποῖον πρέπει ὁμοίως νά προσέξωμε. Λέγει «ἀπό κάθε φρόνιμον ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή». Τό νά μή κάνωμε κάτι μέ μόνη τή γνώμη μας, αὐτό δείχνει μία ἀσφάλεια. Τό νά ἐρωτοῦμε πάντοτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι γνῶσται, εἶναι πάντα μία ἀσφάλεια.

          Πῶς τό ἔλεγε αὐτό ὁ Σωκράτης εἰς τόν Ἱπποκράτη -τό γράφει ὁ Πλάτων στόν Πρωταγόρα ἴσως καί ἀλλοῦ νά τό ἀναφέρη αὐτό- ὅτι τήν γνώμη τήν σωστή τήν ἔχουν οἱ εἰδήμονες, οἱ ἔχοντες γνῶσιν. Διότι, γιά ἕνα θέμα ὁ μή εἰδήμων δέν μπορεῖ νά δώση γνώμη. Ὁ εἰδήμων μόνον, ὁ γνώστης, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά δώση σωστή γνώμη.

           Θά πᾶμε ἐκεῖ -θά ζητήσωμε συμβουλή- πού ξέρομε ὅτι θά πάρωμε σωστή συμβουλή. Ἔτσι μή κάνετε τίποτε, προπαντός σημαντικό, ὄχι ἀσήμαντα πράγματα, ἀλλά κάτι τό σημαντικό, χωρίς νά πάρετε μία γνώμη ἑνός μεγαλυτέρου. Ἀλλά αὐτός ὁ μεγαλύτερος θά διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ. Διότι ἄν δέν ἔχη εὐσέβεια, τότε ἡ γνώμη πού θά πάρετε θά εἶναι μωρή, θά εἶναι ἴσως καταστρεπτική. Μή βλέπετε, γιά νά πάρετε γνώμη, ἄσπρα μαλλιά· γιατί ὑπάρχουν ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι καί ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουνε γεράσει, ἔχουνε ἀσπρίσει, ἀλλά μυαλό δέν ἔχουνε βάλει. Εἶναι δυστύχημα καί μπορεῖ νά συμβουλεύσουν τίς νεώτερες κοπέλες φοβερά πράγματα, καταστρεπτικά πράγματα! Μπορεῖ νά βρῆτε σύνεσι σέ μία κοπέλα δεκαπέντε χρονῶν καί νά μή βρῆτε σύνεσι σέ μία ἡλικιωμένη κυρία τῶν ἑξήντα καί ἑβδομήντα ἐτῶν. Γι’ αὐτό μή βλέπετε πάντοτε τά ἄσπρα μαλλιά. Αὐτό τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐκεῖ ἡ «Σοφία Σολομῶντος»· λέει ὅτι: «ἡ σοφία καί ἡ γνῶσις καί ἡ σύνεσις δέν εἶναι ἀπό τά ἄσπρα μαλλιά». Ἀλλά θά δῆτε, θά μετρήσετε, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐσεβής; Ἔχει βαρύτητα;» Θά πᾶτε νά ἐρωτήσετε μόνον ἐάν διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ καί ἐπί διακριτηκότητι, νά εἶναι διακριτικός ἄνθρωπος, νά ξεχωρίζη τό σωστό καί νά μπορῆ νά σᾶς δώση στήν πρέπουσα περίπτωσι, τήν πρέπουσαν ἀπάντησι.

          Ἔτσι τό νά ἐρωτοῦμε εἶναι ἀσφαλές. Καί νά μήν περιφρονήσης, λέγει ἐδῶ, τήν γνώμη τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου.

          «Καί ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καί πᾶσαι αἱ τρίβοι καί βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τά ἀγαθά καί ὅν ἐάν θέλῃ, ταπεινοῖ καθώς βούλεται» (Τωβ. 4, 19) Καί κάθε στιγμή νά δοξολογῆς τόν Κύριον καί Θεόν σου, καί ἀπό αὐτόν ζήτησε ὅ,τι θέλεις, ὥστε οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου νά σταθοῦν ἴσιοι, καί τά μονοπάτια σου, καί ἡ σκέψις σου, νά εὐοδωθοῦν. Γιατί κάθε λαός δέν ἔχει δική του κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά, καί ὅποιον θέλει ταπεινώνει κι ὅποιον θέλει εὐοδώνει.

           Γιά νά τό ἀναλύσωμε αὐτό.

           Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

           Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

           Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

           Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

           Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

           Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή. Ἀλλά πιό πολλά θά πῶ τό βράδυ· ὅσες κοπέλες μείνετε θ’ ἀκούσετε πάνω στό σημεῖο αὐτό.

            Πάντως κάθε στιγμή πρέπει νά δοξάζωμε τόν Θεό· «ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! νά ἔλεγε κανείς, γιά τό κάθε τί «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἐκεῖ πού βλέπετε ἀνθρώπους νά ἀναστενάζουν, ἰδίως οἱ γυναῖκες μέσα στό σπίτι τους, γιά τό α΄ ἤ β΄ θέμα ἤ πρόβλημα, νά ἀναστενάζουν ἐκ βαθέων, ἔτσι νά καταρῶνται κάποτε, νά ἀγκομαχοῦν. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά μή λέη κανείς «δόξα τῷ Θεῷ»; Τί ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· «δόξα τῷ Θεῷ» γιά ὁ,τιδήποτε, μά εἴτε εὐχάριστο εἶναι, εἴτε δυσάρεστο εἶναι. Ξέρετε τί ὡραῖο κλῖμα δημιουργεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δοξάζη πάντα τόν Θεό;

         «Καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον», νά ζητῆς, λέγει, ἀπό τόν Θεόν πάντοτε ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχεις ἀνάγκη. Ἐάν, παιδιά,  ὁ Θεός δέν εἶναι γιά μᾶς ὁ Πατήρ, τότε τί εἶναι; Τότε ποιός εἶναι ὁ πατέρας μας; Ποιά εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας; Ἡ σιγουριά μας, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας ποιό εἶναι, ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ προνοητής μας, ὁ προστάτης μας, δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας; Πρός ἐκεῖνον θά στρεφώμεθα πάντοτε.

          «Γιά νά εὐοδωθοῦν, λέει, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου, γιά νά πᾶς καλά στή ζωή σου». Ὅταν λέμε τό «καλά» μή πηγαίνει τό μυαλό σας στά ὑλικά πράγματα. Πολλοί ἄνθρωποι εὐσεβοῦν, γιατί λέτε; Γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές τους· οἱ ὑποθέσεις τους· νά ἔχουν ὑγεία· πρῶτα πρῶτα νά ἔχουν ὑγεία, ὕστερα… ὕστερα νά ἔχουν ὑλικά ἀγαθά.

          Δέν ξέρω πῶς θά ἄκουγαν ἐκεῖνο τό πατερικό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Πῶς τό ἀκοῦτε αὐτό; Οἱ Πατέρες τό λένε αὐτό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Γιατί; Διότι πολλές φορές μία πάρα πολύ καλή ὑγεία δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα αὐτονομίας καί αὐτοσιγουριᾶς. Σάν νά μήν ἔχωμεν ἀνάγκη τόν Θεό. Μπορεῖς νά δοξάζης τόν Θεό, λοιπόν, ὅταν κάτι πάντα ἔχης; Ἤ τουλάχιστον νά εὐλαβῆσαι τόν Θεό, νά Τόν ἀγαπᾶς, ὄχι γιατί θά σοῦ δίνη τήν ὑγεία; Ἤ ἀκόμα ὄχι διότι θά σοῦ δίνη ὑλικά ἀγαθά; Αὐτό ἔχει ἀξία! Ἐκεῖ φαίνεται, ὅταν ἔρθη ἕνας πειρασμός, ἐάν τό κριτήριό μας, τό ἐλαττήριό μας ἤτανε τά ὑλικά ἀγαθά. Τότε τί γίνεται; Σέ ἕνα πειρασμό ἐγκαταλείπομε τόν Θεό, στρεφόμεθα ἐναντίον Του, καί ὑβρίζομε τόν Θεόν. Θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά λέγουν: «δέν ὑπάρχει Θεός· γιατί ἄν ὑπῆρχε, λέει, ὁ Θεός θά μέ ἔβλεπε πόσο ἐγώ ὑποφέρω καί θά μέ βοηθοῦσε». Ἀκοῦτε βλάσφημα λόγια; Ἀκοῦτε; Παιδιά, ἡ μεμετριασμένη πτωχεία εἶναι ἀγαθόν.

           Ἄν τό θέλετε μέ τήν εὐκαιρία, ὁ πρῶτος μακαρισμός τό λέγει αὐτό. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὁπωσδήποτε ἔχετε ἀκούσει τήν ἑρμηνεία ὅτι «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες· ἴσως καί στό σχολεῖο σας. Δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Βέβαια πατέρες τό ἑρμηνεύουν καί αὐτό, ὅτι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες. Ἀλλά εἶναι ἄν πάρωμε τό παράλληλον τοῦ Λουκᾶ, πού λέγει ἁπλῶς: «μακάριοι οἱ πτωχοί», δέν λέει «πτωχοί τῷ πνεύματι», «μακάριοι οἱ πτωχοί», παρακάτω λέει: «οὐαί τοῖς πλουσίοις», δέν λέει «τοῖς ὑπερηφάνοις», ἄν ὑποτεθῆ ὅτι πτωχός εἶναι ὁ ταπεινός.

            Συνεπῶς ἀκοῦστε πῶς θά τό ἑρμηνεύσω τώρα. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» θά πῆ: διά τοῦ ἰδίου των πνεύματος, δηλαδή διά τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Εἶναι μετοχή τοῦ μέσου, τοῦ τρόπου ἄν θέλετε. Μέ ποιόν τρόπο θά γίνω μακάριος; Μέ τό νά εἶμαι φτωχός μέ τήν προαίρεσί μου. Νά εἶμαι πτωχός μέ τήν προαίρεσί μου, μέ τή θέλησί μου, δηλαδή νά μή θέλω νά εἶμαι πλούσιος. Ἔτσι, ὅταν δέν θέλω νά εἶμαι πλούσιος, τότε ἡ εὐλάβειά μου δέν θά ἔχη ἐλαττήρια ταπεινά. Δέν θά εὐλαβοῦμαι τό Θεό γιά νά ἔχω ὑγεία, γιά νά ἔχω πλούτη. Δέν θά ἀνάβω τό κεράκι μου γιά νά παρακαλῶ τόν Θεό νά πηγαίνουν ὅλα καλά. Ἀλλά ἡ εὐόδωσις πού λέγει ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται; Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀκεραιότητα καί στήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ: νά προκόβη ἡ ψυχή! νά προκόβη ἡ ψυχή!

           Καί ἑρμηνεύει καί λέγει ὅτι: «οἱ λαοί δέν ἔχουν δική τους, λέει, κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά ὅπου θέλει, καί ὅπου θέλει ταπεινώνει»· πού σημαίνει ὅτι ὅσο νά τρέχη, ὅσο νά θέλη, «οὐ τοῦ τρέχοντος, οὐδέ τοῦ θέλοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Ὅ,τι θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός, καί ὅσο θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός. Ἐσύ ζήτα τήν ἁγιότητα. «Ζητεῖτε, λέγει, πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄, 33). Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια πού ἦρθε νά μᾶς κηρύξη ὁ Χριστός, καί πού ὁ Τωβίτ τώρα τά λέγει αὐτά στό γιό του τόν Τωβία.

            «Καί νῦν παιδίον μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καί μή ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου». (Τώβ. 4, 19) Ἐδῶ τελειώνει. Καί τελειώνει μέ αὐτήν τήν φράσιν τήν ἀνακεφαλαιωτικήν: «καί τώρα, παιδί μου, νά θυμᾶσαι αὐτά πού σοῦ εἶπα. Νά θυμᾶσαι τίς ἐντολές μου, καί νά μή σβήσουν ἀπό τήν καρδιά σου. Γράψε αὐτά πού σοῦ εἶπα βαθειά μέσα στήν καρδιά σου, καί μή τά ξεχάσεις. Γιατί ἄν ἡ καρδιά σου γίνη ὁ πίνακας πού θά γραφτοῦν, τότε θά μπορέσης νά ζήσης ἀληθινά κατά Θεόν εὐτυχισμένος».

            Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ. Ἐνῶ εἶπε τόσα πράγματα -τρεῖς ὧρες μιλήσαμε, τρία θέματα κάναμε γιά τήν διαθήκη αὐτή- δειλά δειλά βάζει κάτω κάτω καί τό ὑλικό στοιχεῖο· δειλά δειλά γιά νά δείξη πόσο κατώτερο εἶναι τό ὑλικό στοιχεῖο πού δέν ἔχει καί πάρα πολλή σημασία.

          «Καί νῦν ὑποδεικνύω σοι τά δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἅ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας». (Τωβ. 4, 20) Κοίταξε, παιδί μου, τώρα σοῦ ὑπενθυμίζω, σοῦ ὑποδεικνύω τά δέκα τάλαντα. Ἐνθυμεῖσθε, πού ὅταν ἠργάζετο στό παλάτι τοῦ Βασιλέως εὐθύς μετά τήν αἰχμαλωσία του -λέγαμε στό πρῶτο κεφάλαιο, καί σᾶς εἶπα νά ἐνθυμεῖσθε αὐτό τό σημεῖο- ὅτι εἶχε κερδίσει ἀρκετά χρήματα. Ἔδινε ἐλεημοσύνες… ἐλεημοσύνες…. ἐλεημοσύνες… ἐντούτοις τοῦ ἐπερίσσευσαν δέκα τάλαντα. Δέκα τάλαντα εἶναι παραπάνω ἀπό τριακόσιες ὀκάδες ἀσήμι. Δηλαδή ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό ποσόν. Τό ἕνα τάλαντο ἦτο περίπου τριάντα ὀκάδες -περίπου- ἀσήμι. Αὐτά τά εἶχε ἐμπιστευτεῖ σέ ἕνα του πατριώτη καί συγγενῆ εἰς τόν Γαβαήλ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἐνῶ τώρα αὐτοί εὑρίσκονται εἰς τήν Ἀσσυρία, στή Νινευή. Ἡ Μηδία εἶναι βορειοανατολικά τῆς Νινευή, πολύ μακρινό ταξίδι, ἀρκετές ἡμέρες ταξίδι, μέ τά πόδια ἐννοεῖται. Ὥστε, ἐκεῖ εἶχε ἐμπιστευτεῖ αὐτά του τά χρήματα.

            Βεβαίως εἶχε πτωχύνει. Δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πάη νά τά πάρη. Τώρα ὅμως τά λέγει στό παιδί τά χρήματα αὐτά, τά ἀποκαλύπτει. Καί λέγει: «παιδί μου, ἐκεῖ ἔχω τά χρήματα αὐτά· θά ἰδοῦμε τώρα πῶς θά γίνη νά πᾶς νά τά πάρης. Ἐγώ πάντως σοῦ λέγω ὅτι ὑπάρχουν τά χρήματα αὐτά· δέν ἔχομε ἄλλη περιουσία παρά μόνον αὐτή». Εἴδατε ποῦ τήν ἔβαλε τήν περιουσία τήν ὑλική; Κάτω κάτω.

             Σέ διαθῆκες πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ περασμένου αἰῶνος, καί τοῦ πρό περασμένου, καί τοῦ πρό πρό περασμένου, δηλαδή  17ου, 18ου, 19ου αἰῶνος καί πολύ πίσω, ὄχι τοῦ 20ου αἰῶνος- καί πού σώζονται τέτοιες διαθῆκες ἐντελῶς ἰδιωτικές, ἂς ποῦμε σέ νησιά, σέ χωριά, σέ ἀρχεῖα ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία, σέ μοναστήρια -σώζονται τέτοια ἀρχεῖα πολλά- θά λέγαμε ἰδιωτικῆς χρήσεως διαθῆκες, ξέρετε πῶς ἄρχιζαν; «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγώ ὁ τάδε, ἔχοντας σωστά τά μυαλά μου -δέν εἶμαι τρελλός δηλαδή νά κάνω ὥστε νά ἀκυρωθῆ ἡ διαθήκη μου, ἔχοντας σῶες τίς φρένες μου- γράφω σήμερα μπροστά στούς τάδε καί τάδε μαρτύρους τή διαθήκη μου. Ἀφήνω ἐκεῖνο τό χωράφι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό ἀμπέλι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό σπίτι μου ἐκεῖ». Ἔδιναν στά παιδιά τους, ἔδιναν στά μοναστήρια, ἔδιναν στίς Ἐκκλησίες, ἔδιναν στούς φτωχούς. Καί μετά στό τέλος λέει: «ἔχομε μπροστά μας τούς μάρτυρες πού θά βάλουν τήν ὑπογραφή τους, ἀλλά ἔχομε καί μάρτυρά μας τόν Θεόν· ἔχομε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο, τόν Ἅγιο τοῦ χωριοῦ, τήν Παναγία». Βλέπετε ὅτι δέν ὑπῆρχε μόνο τό ὑλικό στοιχεῖο. Καί ξεκινοῦσε ἡ διαθήκη μέ τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.

           Σήμερα ἔτσι γράφονται ἄραγε οἱ διαθῆκες; ἔτσι γράφονται; Γι’ αὐτό σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι καί τά παιδιά γίνονται ἀπό πολλά χωριά· ὅσα παιδιά τόσα χωριά γίνονται, πάνω στό θέμα τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας!

           Μέ τήν εὐκαιρία -εἴσαστε πολύ μικρές κοπέλες, ἀλλά ὄχι καί πάρα πολύ μικρές, ἄν λάβη κανείς ὑπόψιν ὅτι μπορεῖ νά ἔχω ἐδῶ κοπέλες τῶν 16, 17 χρόνων, καί ὅτι μπορεῖ τοῦ  χρόνου, τοῦ παραχρόνου νά παντρευτῆτε- παιδιά, προσέξτε μή ζητᾶτε ἀπό τόν πατέρα σας νά σᾶς δίνη ἐκεῖνο πού ἐσεῖς θέλετε. Ἄστε νά σᾶς δώση ὅ,τι θέλει ὁ ἄνθρωπος καί ὅπως εὐκολύνεται· ποτέ μή ζητᾶτε, εἴτε τά ἀγόρια εἴτε τά κορίτσια. Καί ἄν ὁ πατέρας σας ἀφήση διαθήκη, καί κάνει διανομή, ποτέ μήν πῆτε ὅτι στόν τάδε μου ἀδελφό, ἤ στήν τάδε μου ἀδελφή ἔδωσε περισσότερα. Αὐτά σοῦ ἔδωσε, τελείωσε. Κάποτε τά χωράφια δέν εἶναι στάρι νά τά βάλωμε στή ζυγαριά, νά βγάλωμε ἴσια κομμάτια. Ἔ…, αὐτό τό χωράφι μπορεῖ νά εἶναι λίγο πιό μεγάλο ἀπό ἐκεῖνο· ἔ…, τώρα πῶς θά τό κάνωμε; Ἄν τό ἔδινε σέ σένα, θά ζήλευε ἡ ἄλλη ἤ ὁ ἄλλος· ἔ…, πῶς νά γίνη τώρα;

           Προσέξτε! ποτέ μή ζηλέψετε. Καί ποτέ μή φτάσετε σέ κακία μέ τά ἀδέλφια σας, ἤ σέ δικαστήρια. Φοβερό πρᾶγμα! Ἀλλά μέ πολλή ἀγάπη δεχτεῖτε ἐκεῖνο πού θά σᾶς δώσουν οἱ γονεῖς σας, καί τίποτε ἄλλο. Καί τίποτε νά μή σας δώσουν, νά μείνετε εὐχαριστημένοι, γιατί θά ἔχετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Θά ἤξιζε -ἐρωτῶ- θά ἤξιζε σάν ἀδέλφια καί σάν γονεῖς μέ  παιδιά νά εἶναι τσακωμένοι μία ὁλόκληρη ζωή, πού εἶναι τόσο μικρή ἡ ζωή μας, καί νά χάσωμε τήν εἰρήνη μας, καί νά χάσωμε τήν ἀγάπη μας γιά πέντε καί δέκα στρέμματα; Θά ἤξιζε; Ἐρωτῶ! Γι’ αὐτό νά εἴσαστε ἀνώτεροι χρημάτων, ἀνώτεροι κτημάτων, ἀνώτεροι προίκας· ὅ,τι δώσει ὁ πατέρας, τίποτε ἄλλο· κι ἄν δώση, ξαναλέω, ἕως ἐκεῖ· τίποτε ἄλλο! Μή σᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά. Ἀκοῦμε πολλά, γι’ αὐτό λέμε αὐτά τά συμπεράσματα, ἔχοντας δέ καί πάντοτε φυσικά ὁδηγό μας αὐτόν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

            Καί τώρα, ἐνῶ τοῦ ὑποδεικνύει τά χρήματα -τά ὁποῖα σᾶς εἶπα, ἦταν ἕνα σεβαστό ποσόν- τοῦ λέγει κάτι πού νομίζω ὅτι θά ἦταν ἀποπνευμάτωσι τῆς ὑποδείξεως τῶν χρημάτων· ἀποπνευμάτωσι! Αὐτά τά χρήματα πού τοῦ τά ὑποδεικνύει, τώρα τά κάνει καί αὐτά πνεῦμα. Κάτι, πού δέν ξέρω πόσοι γονεῖς θά μποροῦσαν αὐτό νά τό ποῦν στά παιδιά τους σάν ἕνα προνόμιο κάποτε, καί σάν κάτι πού νά τούς κάνη νά ἔχουν τό κεφάλι τους ψηλά.

              Ἀκοῦστε: «καί μή φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν». Καί μή φοβᾶσαι, παιδάκι μου, πού ἔχομε πτωχεύσει· μή φοβᾶσαι. Ἀκούσατε; Τρέμουν τά παιδιά, ὅταν δοῦν τούς γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη· ἤ οἱ γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη γιά τά παιδιά τους τρέμουν. Τί θά κάνωμε; εἴμαστε φτωχοί! «Μή φοβᾶσαι, λέγει παιδί μου, γιατί ἔχομε φτωχύνει». Καί τό σπουδαῖο; «Μή ντρέπεσαι!» Ντρέπονται οἱ ἄνθρωποι νά φανοῦν ὅτι εἶναι φτωχοί. Ντρέπονται.

            Γιατί νά μή φοβηθῆς ἤ νά μή ντραπῆς; «ὑπάρχει σοι πολλά, ἐάν φοβηθῇς τόν Θεόν». Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ἔτσι νά τά διαβάζη κανείς, καί νά συνταράσσεται. «Γιατί σέ σένα ὑπάρχουν πολλά, ὑπάρχει πολλή περιουσία». «Ποιά περιουσία, πατέρα;» θά ἔλεγε ὁ Τωβίας. Προσέξτε! «μή φοβᾶσαι ὅτι φτωχύναμε», καί τώρα «σέ σένα ὑπάρχουν πολλά. Ναί, ὑπάρχουν πολλά, ἔχεις μεγάλο θησαυρό!». Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός; Ὄχι τά δέκα τάλαντα. «Ἐάν φοβηθῆς τόν Θεό, ἐάν ἔχης φόβο Θεοῦ, εἶσαι πλούσιος, παιδί μου». Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει φόβο Θεοῦ, δέν θά πεινάση! δέν θά πεινάση.

           «Καί ἀποστῇς ἀπό πάσης ἁμαρτίας καί ποιήσῃς τό ἀρεστόν ἐνώπιον αὐτοῦ.»  (Τωβ. 4, 21) Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας· ἐάν φοβῆσαι τόν Θεόν, ἐάν ἀπέχης ἀπό κάθε ἁμαρτία, κι ἄν κάνης ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος! Μή γιά μία στιγμή πῆς: «ἄ!... ὥστε πατέρα, ἔχω δέκα τάλαντα; Ὥστε ἡ περιουσία μου ἐμένα εἶναι δέκα τάλαντα;» Ὄχι, μή φοβηθεῖς, μή πεῖς τέτοια πράγματα· τά ἀποπνευματώνει ὁ Θεός. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πλοῦτος σου καί τό κεφάλαιό σου.

           Ἐδῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, τελειώνει ἡ θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία. Καί ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, γιά μᾶς εἶχε νά μᾶς πῆ τόσα… τόσα πολλά πράγματα.

            Ἄς τή διαβάσωμε τώρα ὁλόκληρη σέ μία ἀπόδοσι τρέχουσα, σέ μία μετάφρασι, ὥστε νά πάρωμε μία εἰκόνα ὁλοκλήρου της διαθήκης:

           «Παιδί μου, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνω, φρόντισε γιά τήν ταφή μου. Καί τή μητέρα σου μετά τό θάνατό μου μή τήν περιφρονήσεις, νά τήν τιμᾶς ὅσο ζεῖς. Δῶσε της χαρά κάνοντας αὐτό πού θέλει, καί μή τήν πικροχολιάσεις. Θυμήσου, παιδί μου, πόσο κινδύνεψε ὅσο στά σπλάχνα της σέ κυοφοροῦσε. Ὅταν πεθάνη, φρόντισε γιά τήν ταφή της, καί θάψε την στόν ἴδιο τάφο μέ μένα.

            Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά ἔχης στή μνήμη σου καί στή καρδιά σου τόν Θεό. Μή θελήσεις νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του. Τήν ἁγιότητα νά ἀκολουθῆς καί τῆς κακίας τά μονοπάτια μή βαδίσεις. Γιατί, ὅταν κάνης τό ἀγαθό, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά σφραγίζη τά ἔργα σου, ὅπως καί ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται τό καλό.

            Ἀπό τά ὑπάρχοντά σου κάνε ἐλεημοσύνη καί μή τσιγκουνευτεῖ τό μάτι σου σ’ αὐτό πού δίνεις. Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου ἀπό κάθε φτωχό, γιά νά μήν ἀποστρέψη καί ὁ Θεός τό πρόσωπό Του ἀπό ἐσένα. Ἀνάλογα μέ τήν εὐλογία πού ἔχεις, τά ἀγαθά σου, κάνε τήν ἐλεημοσύνη σου· κι ἄν ἔχης λίγα, ἀπό τά λίγα μή φοβηθεῖς νά δώσης. Ξέρε τό· πρᾶγμα καλό γιά τόν ἑαυτό σου ἀποταμιεύεις γιά τίς δύσκολες πού τυχόν ἡμέρες θά ἔλθουν. Ἡ ἐλεημοσύνη ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο γλιτώνει, καί δέν σ’ ἀφήνει στό σκοτάδι νά μπῆς τῆς κολάσεως· καί τοῦτο, γιατί δῶρο ἀγαθό εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη γιά ὅσους τήν κάνουν μπροστά στό Θεό.

            Παιδί μου, πρόσεξε τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε λογῆς ἁμάρτημα σαρκικό.

            Πάρε σύζυγο ἀπό τήν πατρίδα σου καί ἀπό τή γενιά σου, καί ἀπό χώρα ξενική μή πάρης. Εἴμαστε παιδιά ἁγίων καί προφητῶν: τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ. Θυμήσου, παιδί μου, τό γάμο τό δικό τους καί πόση εὐλογία πῆραν αὐτοί καί τά παιδιά τους, ὥστε οἱ ἀπόγονοί τους φτιάξαν πατρίδα. Καί τώρα, παιδί μου, ἀγάπα τούς συμπατριῶτες σου, καί μή στήνεις καρδιά ὑπερήφανη νά θέλης ἀπό ξενομανία νά πάρης σύζυγο ἀπό χώρα ξενική. Μή ξεχνᾶς ὅτι στήν περηφάνεια χαμός καί ἀκαταστασία ὑπάρχει.

            Στή σπατάλη πάντα λιγόστεμα καί φτώχεια μεγάλη θά βρῆς, γιατί σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας.

           Ὅταν ἄνθρωπος σοῦ δουλέψη, μή τοῦ κατακρατήσεις τή δούλεψί του, ἀλλά εὐθύς νά τόν πληρώσης. Ἐάν δουλέψης τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σου, μισθός θά σοῦ ἀποδοθῆ.

            Παιδί μου, πρόσεχε σέ ὅλες σου τίς πράξεις. Νά εἶσαι εὐγενικός καί πολιτισμένος στίς κοινωνικές σου σχέσεις. Αὐτό πού μισεῖς, σέ κανέναν μή τό κάνεις. Μή πιῆς κρασί γιά νά μεθύσης. Ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶνε τό κρασί μή πορευθεῖς μαζί τους.

            Μοίραζε τό ψωμί σου μέ αὐτόν πού πεινᾶ, καί τά ροῦχα σου μέ αὐτόν πού κρυώνει. Ὅ,τι σοῦ περισσεύει, κάνε το ἐλεημοσύνη χωρίς τσιγκουνιά.

            Ἀπό φρόνιμο ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή καί ποτέ σου μή τήν περιφρονήσεις.

            Κάθε στιγμή δοξολόγει Κύριον τό Θεό σου. Κάνε Του γνωστά τά ζητήματά σου, καί νά περπατᾶς σωστά καί προκομμένα στή ζωή σου. Κάθε λαός δέν ἔχει ἀπό μόνος του γνώμη σωστή. Ὁ Κύριος δίνει ὅλα τά ἀγαθά ἤ κατά τήν κρίσι Του ταπεινώνει.

            Καί τώρα παιδί μου, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα, καί ἀπό τήν καρδιά σου ποτέ νά μήν σβηστοῦν.»     

            Αὐτά.

            Ἀλλά πρίν κλείσωμε θά σᾶς ἔλεγα ἀκόμα δυό λόγια μένοντας ἀκόμη λίγα λεπτά. Βεβαίως θά συνεχίσωμε 8 Ἰανουαρίου, πρῶτα ὁ Θεός.

             Ἀλλά τώρα λίγα λόγια ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν πού ἔρχονται. Θά γιορτάσωμε τά Χριστούγεννα· θά γιορτάσωμε κι ἄλλες γιορτές· καί τήν Πρωτοχρονιά· θά γιορτάσωμε καί τῶν Θεοφανείων· κι ἄλλες γιορτές… καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί τοῦ Ἁγίου Γεδεών -στόν Τύρναβο πού εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος Γεδεών-. Ὅλες αὐτές οἱ γιορτές ὁπωσδήποτε εἶναι πλαισιωμένες μέ ἕνα πανυγηρικό τόνο. Σχολεῖα δέν ἔχετε· πολλά γλυκά ὑπάρχουν, δῶρα πολλά… Τέλος πάντων, αὐτό τό δεκαπενθήμερο ἔχει ἕναν ξεχωριστό τόνο ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες. Πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές; Πῶς θά τίς περάσωμε;

            Ὁ γνώμων, τό κριτήριο, πού θά πρέπη νά στέκεται γιά μᾶς «πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές» εἶναι τό μεγάλο γεγονός, πού θά γιορτάσωμε, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αἰσθανώμαστε τί θά γιορτάσωμε, δέν μπορεῖ νά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά· διότι, ὅταν αἰσθανώμεθα ὅτι αὐτός ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, καί αὐτό τό μεγάλο γεγονός πρέπει νά τό μεταφέρωμε στή ζωή μας, πῶς θά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά;

           Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς βρίσκουν τήν ἀφορμή τῶν Χριστιανικῶν γιορτῶν, νά γιορτάσουν τίς κοσμικές τους γιορτές. Δέν ἔχουν οἱ διασκεδάσεις τῶν ἀνθρώπων καμμιά σχέσι μέ τίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας. Λυποῦμαι πού τό λέγω· δέν ἔχουν καμμία σχέσι! Θά ἔλεγα ὅτι, οἱ πιό ἁμαρτωλές ἡμέρες εἶναι ἐκεῖνες, πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι νά ἁγιάζωνται, πού εἶναι οἱ Χριστιανικές ἑορτές. Καί αὐτές τίς γιορτές τίς βεβηλώνουν οἱ ἄνθρωποι. Φοβερό! Καί τό χειρότερο, μαθαίνουν τά παιδιά τους ἀπό μικρά νά βεβηλώνουν καί αὐτά τίς ἡμέρες αὐτές, καί τά εἰσάγουν στόν τρόπον αὐτόν τῆς ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο θά δώσουν οἱ γονεῖς πολύ μεγάλο λόγο εἰς τόν Θεό.

           Θά ἤθελα τρία σημεῖα νά ὑπογραμμίσω· μόνο τρία σημεῖα ἀπό ἐκεῖνα πού ἐπικρατοῦν, δυστυχῶς, τίς ἡμέρες αὐτές κατά κόρον.

            Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ σπατάλη. Εἴδατε τί λέει ἐδῶ ὁ Τωβίτ στόν Τωβία; Ὅτι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ξέρετε πόσα χρήματα θά ξοδευθοῦν τίς ἡμέρες αὐτές γιά τελείως ἄχρηστα πράγματα; Καί νά ξοδέψωμε τά χρήματά μας σέ κάτι πού εἶναι χρήσιμο; Χαλάλι! δέν τίθεται θέμα. Σέ μία περίοδο γιορτῶν νά ξοδέψωμε κάτι παραπάνω; Χαλάλι! Τό τραπέζι μας νά εἶναι πλουσιότερο ἀπό τίς ἄλλες μέρες; Σωστό! τό θέλει κι ὁ Θεός! Νά πάρωμε ἕνα ροῦχο, ἕνα παπούτσι; ναί· τό θέλει ὁ Θεός! Ἀλλά νά κάνωμε σπατάλη χρημάτων γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἀξία καί πού τήν ἄλλη μέρα θά τά πετάξωμε στό σκουπιδοτενεκέ…, ὡς πρός τί;

            Πόσα πράγματα θά ἀγοραστοῦν! ἀπό χρυσόχαρτα, ἀπό μπαλάκια χρυσᾶ, ἀπό ἐκεῖνα πού στολίζουν τά δένδρα, δωράκια… Ὅλα αὐτά εἶναι ἄχρηστα χρήματα. Πηγαίνετε νά ἰδῆτε ἕνα ἔλατο, φέρ’ εἰπεῖν, πόσο μπορεῖ νά πουλιέται; πολύ ἀκριβά! Καί ὅλα ἐκεῖνα τά στολίδια, νά τά δῆτε στούς σκουπιδοτενεκέδες τῶν σπιτιῶν μετά τίς γιορτές! Πόσα θά μαζεύη ὁ σκουπιδιάρης γιά νά τά πετάξη στά σκουπίδια. Ὅλα αὐτά πᾶνε χαμένα· ὅλα αὐτά! ὅταν μέ ἐκεῖνα τά χρήματα θά μπορούσαμε νά ἀγοράσωμε ἕνα χρήσιμο πρᾶγμα γιά φτωχούς ἀνθρώπους. Ἄν δίνατε ἐπί παραδείγματι πεντακόσιες δραχμές γιά τέτοια ἄχρηστα πράγματα, νά πάρετε ἕνα πουλόβερ, μία ζακέτα καί νά τή δώσετε σέ ἕνα φτωχό κοριτσάκι, ἕνα φτωχό παιδάκι.

            Ναί, παιδιά, προσοχή τή σπατάλη! Σᾶς ξανατονίζω! εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ἄν αὐτό γίνεται, κάποια μέρα, νά τό ξέρετε, γιατί θά ἔχετε μάθει στή σπατάλη, κάποια μέρα θά πεινάσετε.

            Ἕνα δεύτερο σημεῖο εἶναι τό χαρτοπαίγνιο. Τίς ἡμέρες αὐτές τό χαρτοπαίγνιο ὀργιάζει. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει. Δέν εἶναι βεβαίως ἡ περίπτωσι νά παίξωνε τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί νά τελειώνη ἡ ἱστορία. Ἀλλά ἔχει ἤδη ἀρχίσει. Δέν λέγω γιά τήν πόλι, λέω γιά τά χωριά μας. Στά χωριά μας, ξαναλέγω, τό χαρτοπαίγνιο ἤδη ἔχει ξεφαντώσει· ὄχι στά καφενεῖα μόνο ἀλλά καί στά σπίτια. Καί χάνονται πάρα πολλά χρήματα.

          Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου συγκεκριμένο χωριό μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, ὅπου χάνονται εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, ἑβδομήντα, ἑκατό χιλιάδες δραχμές σέ μία περίοδο ὄχι τῆς Πρωτοχρονιᾶς, πιό μεγάλη· ἕνα μῆνα νά παίζουν χαρτιά… δυό μῆνες νά παίζουν χαρτιά… καί νά χάνωνται τόσα χρήματα. Ναί! Παιδιά, πάρα πολλά χρήματα χάνονται. Θά ἔλεγα οἱ χωρικοί μας, οἱ ὁποῖοι  μαζεύουν ἀπό τά χωράφια τους τά προϊόντα τους καί τά πωλοῦν, αὐτή τήν περίοδο τά χάνουν στά χαρτιά. Εἶναι μία φοβερή πληγή.

           Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό χαρτοπαίγνιο πού ἔχουν οἱ μεγάλοι, ἔχουν καί οἱ μικροί. Ἔχουν καί τά παιδιά· καί παίζουν καί οἱ κοπέλες· παίζουν χαρτιά! Βέβαια μία κοπέλα ἄν ἀρχίση νά μαθαίνη νά παίζη χαρτιά, ἐάν γίνη γυναῖκα μεγάλη, θά παίζη ὁμοίως χαρτιά. Πολλές λεγόμενες ἀριστοκράτισσες -λεγόμενες ἀριστοκράτισσες· δέν εἶναι· δέν εἶναι! Ἀριστοκράτισσα εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ξέρει νά κρατάη τό σπίτι της· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτό θά πῆ ἀριστοκράτισσα· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτές κρατοῦν τίς λάσπες- οἱ λεγόμενες λοιπόν ἀριστοκράτισσες, πολλές γυναῖκες καί ἐδῶ στήν πόλι μας καί ἀλλοῦ, σέ ὅλες τίς πόλεις, παίζουν ὅλο τό χρόνο χαρτιά· μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τσιγάρο καί χαρτί!

           Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάξη, μή ποτέ φτάσετε στό σημεῖο, ἔστω καί μία κοπέλα ἀπό σᾶς, νά καταλήξη νά εἶναι μέ τό τσιγάρο καί τό χαρτί. Νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός!

           Ἀναφέρει ἕνας καθηγητής ἐγκληματολογίας -εἶχα πολλά νά σᾶς πῶ ἀλλά δέν χρειάζεται- ἀναφέρει τό ἑξῆς περιστατικόν. Ἐγώ δέ προσωπικά -προσωπικά!- ἔχω ζήσει, ὄχι ὅτι ἔχω παίξει χαρτιά, νά φυλάξη ὁ Θεός, ἀλλά ἔχω δεῖ τέτοιες καταστάσεις. Ἔχω δεῖ σέ σπίτια στήν Κηφισιά, πού ἔπαιζαν χαρτιά, τό κατάντημά τους… τά παιδιά τους… καί τά λοιπά!... Τό ἔχω δεῖ αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶμαι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ πράγματος· ὅσο μποροῦσα νά εἶμαι αὐτόπτης φυσικά γι’ αὐτό τό κατάντημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

           Λοιπόν· ἀναφέρει αὐτός ὁ καθηγητής ἐγκληματολογίας τό ἑξῆς περιστατικό. Παίζουν σέ ἕνα σπίτι οἱ μεγάλοι χαρτιά, παίζουν καί τά παιδιά τους· μαθηταί Γυμνασίου, παίζουν καί αὐτά χαρτιά σ’ ἕνα ἄλλο τραπέζι, σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο. Ἡ μάνα χάνει στά χαρτιά, ὁ γιός κερδίζει στά χαρτιά. Πηγαίνει καί τοῦ ζητάει δανεικά γιά νά συνεχίση νά παίξη. Ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στή μάνα του -ὅτι δίνοντας τά δανεικά χρήματα, θά τοῦ τά ἐπιστρέψη πίσω- τῆς ζητάει ἐνέχειρο τό δαχτυλίδι της, τό ὁποῖο ἐκείνη εὐχαρίστως τοῦ τό δίνει γιά νά πάρη δανεικά ἀπό τό γιό. Καί τήν ἄλλη μέρα στό σχολεῖο ὁ γιός κόμπαζε, ὑπερηφανεύετο, κρατῶντας τό δαχτυλίδι τῆς μάνας του, ὅτι εἶχε δανείσει χρήματα στή μάνα του, ἒ,… γιατί αὐτός εἶχε κερδίσει στά χαρτιά!

          Πέστε μου, κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, τί ἐπίδρασις θά ὑπάρχη τῶν γονιῶν στό παιδί; Πέστε μου; Καί νά πῆ αὐτή ἡ μάνα στό παιδί,… τί; «μήν πᾶς, παιδί μου, σέ ἐκεῖνον τόν κακό τόν τόπο;» Ποιόν;… Ἀφοῦ τό σπίτι της τό μετέβαλε σέ κακό τόπο, σέ βρώμικο τόπο.

          Προσέξτε, αὐτό πού λέμε ἔθιμο ἁγιοβασιλιάτικο, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία εὐκαιρία, ἀφορμή, ἁπλῶς νά κάνωμε τό κέφι μας. Λένε καί ἐκείνη τήν βρώμικη ἱστορία ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, λέγει, ἦταν χαρτοπαίχτης κάποτε, καί σάν χαρτοπαίχτης μετά μετενόησε καί ἔγινε καλός χριστιανός. Καί τώρα εἰς ἀνάμνησιν τῆς χαρτοπαιξίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου παίζομε καί ἐμεῖς χαρτιά, δῆθεν ἴσως γιά νά κλείσωμε τόν κύκλο πού ξεκίνησε, δῆθεν, ὁ Μέγας Βασίλειος.     

          Ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; Ὁ σοφός αὐτός τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; πού ἦταν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Χριστιανός καί ἡ οἰκογένειά του ἔβγαλε τρεῖς ἁγίους; Τρεῖς ἁγίους! Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἡ ἀδελφή του ἡ Μακρίνα ἦσαν τρεῖς ἅγιοι πού βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του καί ἐκεῖνος ἐλέγετο Βασίλειος, ἦταν κι ἐκεῖνος ἐπίσκοπος. Καί ἦταν λοιπόν, ὁ Μέγας Βασίλειος χαρτοπαίκτης; Φοβερά πράγματα αὐτά! Καί οἱ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἀπό αὐτό τό ἔθιμο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ξεκίνησαν. 

            Ἄς προσέξωμε, παιδιά! Μή πιάσετε στά χέρια σας, οὔτε νά τήν ἀγγίξετε τήν τράπουλα. Νά αἰσθάνεσθε ὅτι ἔχει ἐπάνω φοβερά μικρόβια. Μακριά λοιπόν ἀπό τά χαρτιά! Λυπηθεῖτε, ὅταν δῆτε μέσα στό σπίτι σας νά παίζουν χαρτιά. Θά σᾶς πιέσουν ἐνδεχομένως νά παίξετε χαρτιά, δῆθεν γιά τό καλό του χρόνου. Ἀλλά ἐρωτῶ: «τί θά πῆ γιά τό καλό του χρόνου;» Δηλαδή ὅταν παίξω χαρτιά, θά ἔχω καλό μέσα στό χρόνο;

          Τό ξέρετε ὅτι αὐτό εἶναι μία μαγική πρᾶξις; Τί σημαίνει μαγική πρᾶξις; Μαγική πρᾶξις σημαίνει: μέ κάποιο τρόπο νά ἐπιτύχω μίαν εὔνοιαν ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐάν λοιπόν τώρα παίξω χαρτιά, θά πετύχω -αὐτό λέτε: «γιά τό καλό τοῦ χρόνου»- θά πετύχω τήν εὔνοιαν τοῦ καλοῦ, τήν εὔνοιαν τῆς χρονιᾶς.

          Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Ἀπό κεῖ ξεκινάει τό καλό; Ἀπό τά χαρτιά; Εἶναι μαγικός αὐτός ὁ τρόπος. Δηλαδή κατά μαγικόν τρόπον προσπαθῶ νά πετύχω τήν εὐτυχία καί τή χαρά μέσα στή χρονιά. Λοιπόν, μακριά ἀπό αὐτά τά πράγματα! μακριά.

          Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο· ἕνα τρίτο σημεῖο εἶναι οἱ χοροί, τά πάρτυ· τώρα ἔχομε καί τίς ντισκοτέκ… -αὐτά τά φραγκοχιώτικα! εἶναι ἡ λέξις ἑλληνική «δισκοθήκη» καί τή λέμε ντισκοτέκ· φραγκοχιώτικα εἶναι αὐτά. Ἔχετε πάει στή Χίο νά δῆτε πῶς μιλᾶνε τά Φράγκικα; Ἔτσι: μισά Χιώτικα, καί μισά Φράγκικα.- Λοιπόν, θά σᾶς πάρουν συγγενεῖς σας, οἱ γονεῖς σας ἴσως, ξαδέλφια σας, ἀδέλφια σας,… νά πᾶτε σέ δισκοθῆκες, σέ πάρτυ, βεγγέρες καί λοιπά … Πρός Θεοῦ! Μήν πατήσετε σέ τόπους διασκεδάσεων τέτοιους! Ἄλλο μία οἰκογενειακή συντροφιά. Ἄν στό σπίτι σας ἔρθουν συγγενεῖς σας, φίλοι σας, στρῶστε τραπέζι, φᾶτε, πιεῖτε, κουβεντιάστε· ἀλλά ὄχι χορούς…, ὄχι πάρτυ…

 Δέν βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ στήν ἁμαρτία ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδε, ὡς ἀπό ἐκεῖνο πού ἤγγισε, πού ἄγγιξε, πού ἔπιασε. Καί πολύ ὀλιγότερο μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνη ἐγκρατής -πολύ ὀλιγότερο- ἄν  ἤγγιξε ξένο σῶμα, ἀπ’ ὅτι ἄν εἶδε ἤ ἀκόμη περισσότερο ἐάν ἤκουσε. Δηλαδή πρῶτα εἶναι ἡ ἁφή σέ βασανισμό, μετά εἶναι ἡ ὅρασις, καί μετά εἶναι ἡ ἀκοή. Εἶναι τόσο βασανιστική αὐτή ἡ αἴσθησις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη καί τήν ἀφήσει νά δοκιμάση, νά ἀποκτήση ἐμπειρίες ἁμαρτίας.

          Ἔχοντες αὐτά τά πράγματα ὑπ’ ὄψιν, τότε θά τά ἀποφύγωμε. Καί ἀποφεύγοντάς τα θά ἀσκήσωμε τήν ἀρετήν. Θά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, θά ἐξομολογηθοῦμε, θά κοινωνήσωμε, θά παρακολουθήσωμε ὅλες τίς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μέ τό πάρα πολύ πλούσιο ὑμνολογικό τους ὑλικό.

           Θά φᾶμε κάτι περισσότερο, θά χαροῦμε περισσότερο στό σπίτι μας. Θά διαβάσωμε κάτι, θά ξεκουραστοῦμε -θά ξεκουραστῆτε, ἄν ἔχετε κουρασθῆ ἀπό μαθήματα-. Θά συμπληρώσετε μαθήματα ἐκεῖνα πού δέν προλάβατε μέχρι τώρα. Θά καθίσετε κάτι νά διαβάσετε, γιά νά ἀνανεωθῆτε γιά τούς παρακάτω μῆνες στό σχολείο.

            Εἶναι ἕνας θαυμάσιος σταθμός, ἄν ξέρετε ἀπό σχολικῆς πλευρᾶς τώρα, νά τόν ἐκμεταλλευτῆτε. Καί ὅταν θά ἔχουν τελειώση οἱ γιορτές, τότε θά ἔχετε ἕνα πολύ πολύ μεγάλο κέρδος στό ἐνεργητικό σας.

            Σᾶς εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά «Καλές Γιορτές!»   

          Φεύγοντας ὅποια κοπέλα … νά ἑτοιμάσωμε τόν ἑαυτό μας, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά πάρωμε καινούριες ἀποφάσεις γιά τήν καινούρια χρονιά, πού ἔρχεται. Νά ἀρχίση νά γεννιέται μέσα στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη. Ὄχι ἡ πίστις· ἡ ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν! αὐτή πού συντηρεῖ τήν πίστι· αὐτή πού περιφρουρεῖ τήν πίστι. Ἡ ἀγάπη! μία ἰδιαίτερη ἀγάπη, μυστική. Αὐτή πού τή σφραγίζει ἡ χαρά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δίνει τή χαρά! ἀπ’ αὐτή σφραγίζεται ἡ ἀγάπη, ἀπό τή χαρά!

          Εὔχομαι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά αὐτά τά Χριστούγεννα νά εἶναι «ἀληθινά Χριστούγεννα» γιά ὅλους μας, νά εἶναι «ἀφετηριακά Χριστούγεννα».

          Εὔχομαι ἀκόμη ἡ καινούρια χρονιά νά εἶναι «χρονιά μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τόν Χριστόν». Πῶς ἀλλιῶς θά εὐχηθῆ κανείς καλύτερα ἔ;…

           «Καλά Χριστούγεννα!», «Καλή χρονιά!». Ἀμήν.

 
7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.