30 Νοεμβρίου 2021

Τρεῖς τρόποι συνοικεσίων.

†.Ἡ πορεία τῶν δύο, τοῦ Τωβία καί τοῦ συνοδοῦ του, τοῦ Ἀγγέλου Ραφαήλ, συνεχίζεται καί ἤδη προσεγγίζουν πρός τά Ἐκβάτανα. Λέγει ὁ στίχος δύο τοῦ ἕκτου κεφαλαίου: «ὡς δέ προσήγγισαν τῇ Ράγῃ». Ἐπειδή πιστεύω θά πᾶτε νά διαβάσετε εἰς τό κείμενον, καί ἐλπίζω ὅτι αὐτά πού λέμε ἐδῶ πηγαίνετε εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη νά μελετήσετε, διότι ὁ σκοπός πού κάνομε ἐδῶ τά θέματά μας εἶναι νά ’χωμε καί μία προσέγγισι μέ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, μέ τήν Ἁγία Γραφή -πρωτοτύπως ἐννοῶ- εἶναι ἀντιγραφικόν λάθος καί ἀντί νά γραφῆ «τοῖς Ἐκβατάνοις» γράφει «τῇ Ράγῃ». Εἶναι στό κείμενο ἕνα ἀντιγραφικόν λάθος. Διότι τά Ἐκβάτανα προσήγγιζαν, ἐνῶ οἱ Ράγοι τῆς Μηδίας ἦταν ἀκόμη βορειοανατολικότερα καί ἀρκετά μακρύτερα.

    «Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος τῷ παιδαρίῳ, ἀδελφέ, σήμερον αὐλισθησόμεθα παρά Ραγουήλ, καί αὐτός συγγενής σου ἐστι, καί ἔστιν αὐτῷ θυγάτηρ ὀνόματι Σάρρα» (Τωβ. 6, 10) Ἀδελφέ λέγει· εἴδατε ὡραία ὀνομασία; ἔ; προσωνυμία: «ἀδελφέ!». Οἱ Ἑβραῖοι ὀνομάζονται μεταξύ των ἀδελφοί διότι ἔχουν κοινήν τήν καταγωγήν· καταγωγήν αἵματος ὡς καταγώμενοι ὅλοι ἀπό τόν Ἀβραάμ, ἀλλά καί καταγωγήν πίστεως. Διότι καί οἱ Χριστιανοί λέγονται ἀδελφοί, ὄχι ἔχοντες καταγωγήν αἵματος ἐκ τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά καταγωγήν πίστεως. Ὅλοι μετέχομε τοῦ ἑνός ποτηρίου καί τοῦ ἑνός ἄρτου. Συνεπῶς ἔχομε ὅλοι ἕνα αἷμα, ἕνα σῶμα· τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, καί συνεπῶς εἴμεθα μεταξύ μας ἀδελφοί· ἀδελφοί, δυνάμει τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας· κατά χάριν παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί φύσει ἀδελφοί ὡς καταγόμενοι ἐξ ἑνός ζεύγους, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας.

    Θά μείνωμε, λέει ὁ Ἄγγελος εἰς τόν Τωβία, θά μείνωμε ἐδῶ εἰς τά Ἐκβάτανα διότι ἐδῶ ὑπάρχει κάποιος συγγενής σου, πού τόν λέγουν Ραγουήλ καί αὐτός ἔχει μιά κόρη πού τήν λέγουν Σάρρα.

    Ὅταν λέγει βέβαια «καί αὐτός συγγενής σου ἐστίν» δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά εἶναι μέ τήν ἔννοια πού ἐμεῖς σήμερα λέμε «συγγενής»· ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι καί ὁ Ραγουήλ ἦταν ἀπό τήν αὐτήν φυλήν. Καί συνεπῶς τῆς αὐτῆς φυλῆς οἱ ἄνθρωποι ἐλέγοντο μεταξύ των συγγενεῖς. Ἐάν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι μεταξύ των ἦσαν ἀδελφοί, ἡ κάθε μιά φυλή βεβαίως εἶχε ξεχωριστούς λόγους νά αἰσθάνωνται τά μέλη της πιό κοντινά, χωρίς ὅμως νά ἀποκλείεται νά ἦταν πράγματι καί συγγενής του. Ἀλλά τό πιθανότερον εἶναι ὅτι ὁ Ραγουήλ ἦταν τῆς αὐτῆς φυλῆς. 

   «Λαλήσω περί αὐτῆς τοῦ δοθῆναι σοί αὐτήν εἰς γυναῖκα, ὅτι σοί ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία αὐτῆς καί σύ μόνος εἶ ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, καί κοράσιον καλόν καί φρόνιμόν ἐστι» (Τωβ. 6, 12) «Λαλήσω περί αὐτῆς τοῦ δοθῆναι σοί αὐτήν εἰς γυναῖκα», ἐγώ θά μιλήσω, λέγει, γιά σένα εἰς τούς γονεῖς της, ὥστε νά σοῦ δοθῆ αὐτή γιά γυναῖκα σου. Ἐδῶ βλέπομε ὅτι ὑπάρχει ἕνα πάρα πολύ ἐνδιαφέρον σημεῖον. Αὐτό τό «λαλήσω περί αὐτῆς τοῦ δοθῆναι σοί αὐτήν εἰς γυναῖκα» εἶναι αὐτό πού λέμε συνοικέσιον. Μέ ἄλλα λόγια θά κάνω ἕνα συνοικέσιο, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τρόπον ὥστε θά ζητήσω ἐγώ τήν κοπέλα νά γίνη γυναῖκα σου.

    Ἀλήθεια μέ ποιόν τρόπον θά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νά ἔρχωνται εἰς γάμου κοινωνίαν; Θά μποροῦσε νά τεθῆ τό ἐρώτημα αὐτό. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλοί τρόποι. Θά λέγαμε βασικά τρεῖς. Ὅπως θά μποροῦσε νά γίνη ἕνας μικτός τρόπος αὐτῶν τῶν τριῶν.

    Ἕνας τρόπος εἶναι νά γίνη ἕνα συνοικέσιο προκειμένου νά δημιουργηθῆ ἕνας γάμος. Τό συνοικέσιο θά πῆ: νά μιλήσουν κάποιοι ἄνθρωποι γιά δυό ὑποψηφίους, ἕναν ἄνδρα καί μία γυναῖκα, κάποιοι τρίτοι νά μιλήσουν ἀπ’ ἔξω.

    Ἕνας ἄλλος τρόπος εἶναι οἱ δύο ὑποψήφιοι σύζυγοι νά γνωριστοῦν μεταξύ τους, κάπου… Μάλιστα αὐτός ὁ τρόπος γνωριμίας νά εἶναι ἠθικός τρόπος· ἠθικός. Θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω.

    Καί ἕνας τρίτος τρόπος εἶναι τό πεζοδρόμιον. Προσέξτε με! εἶναι τό πεζοδρόμιον· ὁ ὁποῖος καί αὐτός ὁδηγεῖ σέ μία γνωριμία μεταξύ δυό νέων, καί πολλάκις ὁδηγεῖ εἰς τόν γάμον· ὄχι πάντοτε, πολλάκις. Ἐάν θά ἔπρεπε νά ἐρωτηθῆ ἐδῶ «ποιά εἶναι ἡ καλυτέρα μέθοδος;», «ποιός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος, ὁ ἐπιτυχέστερος ἀλλά καί ἀσφαλέστερος;»· ἐπιτυχέστερος μέν ἀπό πλευρᾶς τοῦ νά βρεθῆ τό κατάλληλο πρόσωπο, ἀσφαλέστερος δέ νά μή πάθη οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος τίποτε κατά τήν διάρκεια τῶν διαπραγματεύσεων, διότι μπορεῖ κάποια ζημιά νά συμβῆ καί μάλιστα κάποτε φοβερή ζημία, καί κάποτε καί ἀνεπανόρθωτη ζημιά.

   Τό συνοικέσιο ὁπωσδήποτε ἔχει πολλά ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια, ὅταν γίνη λόγος σ’ ἕνα πρόσωπο γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο ἀπό τρίτους, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά δῆ κανείς, νά ἐρευνήση, νά ἐρωτήση καί τά λοιπά. Ὑπάρχει μόνο ἕνα μειονέκτημα, εἶναι τό ἑξῆς: ὅτι μᾶς προτείνουν ἕνα πρόσωπο, ἐνῶ δέν εἶναι τό πρόσωπο αὐτό τῆς δικῆς μας τῆς ἐκλογῆς. Τώρα ἂν συμπέση νά γίνη καί τῆς ἐκλογῆς μας, ὁπωσδήποτε ἡ περίπτωσις εἶναι ἐπιτυχής. Δηλαδή σάν νά μᾶς λέγουν ὅτι στό τάδε κατάστημα στήν προθήκη του εἴδαμε ἕνα ὕφασμα α΄ ποιότητας, καί ὅτι ἀπό αὐτό θά μποροῦσαν νά μᾶς κάνουν δῶρο ἕνα κουστούμι, μιά φορεσιά καί τά λοιπά. Τώρα ὁπωσδήποτε πρέπει ἀπ’ αὐτό νά πάρωμε, γιατί ἄλλοι τό εἶδαν αὐτό. Ἄν ἐμεῖς πᾶμε καί τό δοῦμε -ἔχομε τή δυνατότητα νά πᾶμε νά τό δοῦμε- ὁπωσδήποτε μπορεῖ νά συμπέση νά μᾶς ἀρέση πάρα πολύ· ἡ ἐκλογή τῶν τρίτων νά εἶναι καί ἐκλογή δική μας. Μπορεῖ ὅμως νά μήν εἶναι καί προτίμησι δική μας. Βεβαίως θά εἴχαμε τήν δυνατότητα νά ποῦμε ἕνα «ὄχι»· ὁπωσδήποτε!

    Ἀλλά πολλές φορές, σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν εἶναι πάντοτε μία σύμπτωσις ἐκλογῆς. Καί πολλές φορές μπορεῖ νά πῆ τό ἕνα πρόσωπο εἰς τό ὁποῖον προτείνεται ἡ γνώμη, νά πῆ ἕνα «ναί» κάποτε μέ λίγο ἐρωτηματικό, καί μετά διάφοροι λόγοι, μία πίεσι ἐπί παραδείγματι τῶν τρίτων προσώπων -ἔτσι ἔρχονται τά πράγματα πού μπορεῖ νά προχωρήση αὐτός ὁ γάμος- καί τά πράγματα νά μή εἶναι πάρα πολύ καλά. Δηλαδή ἐνῶ ἔχει ἡ μέθοδος αὐτή ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ της πολλά πλεονεκτήματα, ἔχει ὅμως καί κάποιο μειονέκτημα. Εἶναι αὐτό, πού σᾶς ἀνέφερα.

    Μετά πᾶμε στή δεύτερη μέθοδο, τό νά γνωριστοῦν οἱ ἄνθρωποι μόνοι τους· ἀλλά νά γνωριστοῦν ὅμως φρονίμως καί συνετῶς. Καί μάλιστα ἡ ἐποχή μας προσφέρει πάρα πολύ αὐτή τή δευτέρα δυνατότητα, αὐτή τή δευτέρα μέθοδο, διότι σέ παλιότερα χρόνια ἡ κοπέλα δέν ἔβγαινε ποτέ ἀπό τό σπίτι. Ποτέ, ποτέ! Καί μάλιστα μόνη της, ποτέ! Πρῶτα πρῶτα ἡ κοπέλα δέν ἠργάζετο· ἔμεινε εἰς τό σπίτι μέ τά οἰκιακά, καί στό δρόμο δέν ἔβγαινε ποτέ. Ἔβγαινε πάντοτε συνοδευομένη ἀπό ἀλλά πρόσωπα τοῦ σπιτιοῦ της. Συνεπῶς ἔμενε ἀποκλειστική ἡ πρώτη μέθοδος.

    Στήν ἐποχή μας ἡ κοπέλα βγαίνει ἔξω. Πηγαίνει καί ἐργάζεται· πηγαίνει σχολεῖο· πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο. Εὑρίσκονται σέ κοινούς χώρους μικτά οἱ ἄνθρωποι, καί ἀγόρια καί κορίτσια. Μπορεῖ λοιπόν καί ὑπάρχει ἡ δυνατότητα, ἐφ’ ὅσον θά ὑπάρχη φυσικά καί ἡ κατάλληλη ἡλικία γιά γάμο, ἕνα πρόσωπο νά προσέξη ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Μπορεῖ φέρ’ εἰπεῖν ἕνας νέος νά προσέξη μία νέα ἤ στό Πανεπιστήμιο ἤ ἄν θέλετε στό γραφεῖο, στήν ἐργασία, ἤ στό δρόμο· πολλές φορές νά περνάη μία κοπέλα ἀπ’ τόν ἴδιο δρόμο καί νά τήν προσέξη κάποιος νέος, νά τήν παρακολουθήση, νά ἰδῆ ὅτι εἶναι καλή κοπέλα, νά ἐρωτήση -νά ἐρωτήση!- καί ἀφοῦ τήν δεῖ, νά πάη νά τήν ζητήση. Προσέξτε μέ! νά πάη νά τήν ζητήση.

   Αὐτή ἡ μέθοδος ἔχει κάτι τό πιό ἐλευθερότερο, κάτι τό πιό προσωπικό, μία ἐκλογή πιό προσωπική, διότι δέν εἶναι κατά παραγγελία ὅπως εἶναι ἡ πρώτη μέθοδος. Ἔχει βέβαια τούς κινδύνους της ἡ μέθοδος αὐτή. Εἶναι οἱ ἑξῆς κίνδυνοι: ὅτι μπορεῖ, ἐάν δέν ἔχουν ἀρχές οἱ νέοι αὐτοί, δέν ἔχει ἀρχές ἡ κοπέλα, δέν ἔχει ἀρχές ὁ νέος, τό πρᾶγμα νά ἐκφυλισθῆ σέ πεζοδρόμιο καί νά πάθη πολλές ζημιές ἡ κοπέλα. 

    Ἄν ἔχη βεβαίως τή σύνεσι ἡ κοπέλα καί μπορεῖ νά τῆς προταθῆ καί τῆς ἰδίας ἀφοῦ συγχρωτίζονται, ἀφοῦ ἐνδεχομένως ἔχει δημιουργηθεῖ μία γνωριμία, νά πῆ: «ἐάν πραγματικά ἐνδιαφέρεσαι γιά μένα» -καί ἐφ’ ὅσον καί ἡ ἰδία κρίνει ὅτι θά ἐνδιαφερότανε- νά πῆ: «ἔλα εἰς τό σπίτι νά μέ ζητήσης ἀπό τούς γονεῖς μου. Ἐγώ δέν ἔχω τίποτε νά σοῦ πῶ ἐδῶ εἰς τό δρόμο ἤ εἰς τό γραφεῖο, ἔλα εἰς τό σπίτι νά κουβεντιάσωμε», κι ἄν πραγματικά εἶναι σοβαρός ἄνθρωπος, θά ’ρθῆ νά κουβεντιάσουν. Ἀλλά σᾶς εἶπα, ἔχει ἐπικίνδυνα σημεῖα. Νά λάβετε ἀκόμη ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό συνοικέσιο πάντα προχωρεῖ, ἀφοῦ κριθεῖ καί ἡ κατάλληλη ἡλικία, καί ὑπόθεσις νά γίνη ὁ γάμος. Παράδειγμα: ὅτι, ὅταν γίνη ἕνα συνοικέσιο σέ μία κοπέλα, πού εἶναι δεκαπέντε χρονῶν ἤ ἔστω καί δεκαοχτώ ἀλλά θά ἤθελε νά σπουδάση ἐνδεχομένως, οἱ γονεῖς λέγουν: «ἡ κόρη μας δέν θά παντρευτῆ τώρα, θά παντρευτῆ ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια. Συνεπῶς εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ, δέν ἐνδιαφερόμεθα». Μπορεῖ λοιπόν νά γίνη αὐτό.

   Στήν ἄλλη περίπτωσι, ὅταν ἀρχίση ἡ ἱστορία ἀπό τήν καρδιά κι ὄχι ἀπό τήν λογική, ἀρχίση ἡ ἱστορία ἀπό τήν καρδιά, τό ξαναλέγω, ὄχι ἀπό τήν λογική, τότε ἔχομε ἐκπλήξεις. Μπορεῖ βέβαια νά ’χη ἡ μέθοδος αὐτή κάπως περισσότερο τό προσωπικό στοιχεῖο τῆς ἐκλογῆς, ἀλλά ἔχει ἐκπλήξεις. Ἔτσι συναντᾶμε πλεῖστες φορές, ἰδίως στήν ἐποχή μας, φοιτητάς καί φοιτήτριες νά παντρεύωνται, νά ζητοῦν νά παντρευτοῦν, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχουν πάρει οὔτε πτυχίο, οὔτε τίποτε. Καί πολλές φορές δημιουργοῦν πολλά προβλήματα· πολλά προβλήματα! Αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Προσέξτε με! εἶναι ἐπικίνδυνο. Καί ναί μέν, νά προλάβουν κάποιοι ἄνθρωποι, ἤ ἡ κοπέλα νά ἐξομολογεῖται ἤ ὁ νέος νά ἐξομολογεῖται καί τό πρᾶγμα νά γλιτώση κατά κάποιο τρόπο. Ἐάν δέν ἐξομολογοῦνται; Ἐάν δέν ἔχουν πνευματικόν; Ἐάν τά πράγματα δημιουργήσουν καταστάσεις ἀπαραδέκτους ἀνάμεσά τους; Τότε τί γίνεται; Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, θά πῶ γιά τρίτη φορά, αὐτή ἡ μέθοδος ἔχει μέν ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ της τό προσωπικό στοιχεῖο περισσότερο, ὄχι σάν τήν προηγούμενη τοῦ συνοικεσίου πού δέν ἔχει τόσο τό προσωπικό στοιχεῖο τοὐλάχιστον στήν ἀφετηρία, ἀλλά ἔχει κινδύνους.  

   Σᾶς τά λέγω διότι πρέπει αὐτά νά εἰπωθοῦν· πρέπει νά ξέρετε. Κι ἔτσι συναντᾶμε πολλές φορές ἄγουρα πράγματα, ἀνώριμες καταστάσεις· καί κοπέλες ἀνώριμα νά παντρεύωνται, ἀλλά καί ἀγόρια ἀνώριμα νά παντρεύωνται. Καί ὅπως καταλαβαίνετε πολλές φορές αὐτές οἱ ἀνώριμες καταστάσεις ὁδηγοῦν καί σέ ἐκπλήξεις παρακάτω· πολλές φορές καί σέ διαζύγιο, διότι μέ τήν εὐκολία πού ξεκίνησαν νά παντρευτοῦν χωρίς νά σκεφθοῦν κάποιες προϋποθέσεις, ἔτσι μέ τήν ἴδια εὐκολία σκέπτονται καί νά πάρουν καί τό διαζύγιο. Δέν τούς ἐμποδίζει, δέν σκέπτονται πιό πολλά, δέν σκέπτονται ὅτι ὁ γάμος εἶναι μία ἰσοβία κατάστασις, ἕνα μυστήριον πού εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό καί δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότης, ἡ περίπτωσις χωρισμοῦ· μόνον ὁ θάνατος χωρίζει. Ὅλα αὐτά δέν τά ὑπολογίζουν οἱ νέοι καί ἔτσι δημιουργοῦν καί στόν ἑαυτό τους ἀλλά καί στήν οἰκογένειά τους πάρα πολλά προβλήματα· φοβερά κάποτε προβλήματα.

    Δέν θά ἤθελα νά προχωρήσω περισσότερο νά σᾶς ἀναφέρω τί προβλήματα δημιουργοῦνται σ’ αὐτές τίς καταστάσεις. Τά οἰκονομικά προβλήματα εἶναι τά λιγότερα καί τά τελευταῖα. Ἠθικά προβλήματα δημιουργοῦνται· φοβερά προβλήματα! Σ’ αὐτό λοιπόν τό σημεῖο θέλει πάρα πολύ προσοχή· πάρα πολύ προσοχή! Δέν ἀποκλείεται ἡ περίπτωσις, σᾶς εἶπα, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει μία ὡριμότης καί ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει σύνεσις· ἀλλά ἐφ’ ὅσον καί καθ’ ὅσον.

    Καί ἡ τρίτη μέθοδος τό πεζοδρόμιο· πού γνωρίζει ἡ νέα τόν νέον στό πάρτυ, στή διασκέδασι, στό «δρόμο» -ὄχι στό δρόμο αὐτόν πού λέμε ἄσφαλτος καί πεζοδρόμιον, ἀλλά ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ «στό δρόμο»- στό ζαχαροπλαστεῖο, μέ τίς παρέες καί δέν ξέρω τί, καί τά πράγματα ξεκινᾶνε πολύ ἄσχημα. Ἐκεῖ αὐτή ἡ μέθοδος εἶναι τελείως ἀπαράδεκτη ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς, ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς· τελείως! Δηλαδή μιά κοπέλα πού ἔχει ἀρχές, μιά κοπέλα πού ἀγαπάει τόν Χριστόν, μιά κοπέλα πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία της καί γιά τήν μελλοντική της οἰκογένεια, ποτέ δέν ξεκινάει μέ τήν μέθοδον αὐτή νά παντρευτῆ. Καί τό δυστύχημα εἶναι ὅτι σ’ αὐτή τή μέθοδο πολλάκις -τήν τελευταία, τήν ἀπαράδεκτην- σπρώχνουν καί οἱ ἴδιες οἱ μαμάδες γιατί ἔχουν βάλει ἰδανικό τους σώνει καί καλά -δέν ἐνδιαφέρει ἡ μέθοδος, δέν ἐνδιαφέρει ὁ τρόπος- σώνει καί καλά νά παντρέψουν τά κορίτσια τους. Τώρα, ἐάν θά τά βγάλουν στό πεζοδρόμιο τά κορίτσια τους, ἐάν θά κλείσουν τά μάτια οἱ μαμάδες σέ ἀβαρίες πού μποροῦν νά πάθουν οἱ κοπέλες τους, αὐτή εἶναι ἄλλη παράγραφος· αὐτή εἶναι ἄλλη παράγραφος. Πηγαίνουν δηλαδή, πῶς νά σᾶς τό πῶ, σάν μέ τήν τύχη, σάν μέ τά ζάρια· ἄν πιάσωμε. Ἔτσι εἶναι; Ἄν πιάσης; Κι ἄν δέν πιάσης, τί γίνεται; Καί ἐκεῖ εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος νά βρῆς τό κατάλληλο πρόσωπο; Καί θά γυρίση μετά ἡ κόρη σου, θά γυρίση σπίτι μέ ἐκπλήξεις φοβερές! Λοιπόν κοπέλες, προσέξτε! Νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός! νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός!

    Βλέπει κανείς ἐδῶ στό ἱερό κείμενο -γι’ αὐτό τά ἱερά κείμενα, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τά πρότυπα. Ὡραιότατα!– βλέπει κανείς ἐδῶ πέρα ὅτι γίνεται μία λογική μέθοδος, τό συνοικέσιο μέ κάποιες ἐλευθερίες, ὅπως θά δοῦμε λίγο πιό κάτω. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τόν Ἰσαάκ, ὅταν ἔφυγε ὁ Ἐλεάζαρος, ἀφοῦ τόν ὅρκισε ὁ κύριός του ὁ Ἀβραάμ ὅτι ὁπωσδήποτε θά ἔφερνε νύφη ἀπό τήν περιοχή τους. Καί ἔφερε τήν θαυμασία Ρεβέκκα, ἡ ὁποία ἀπεδέχθη διότι ἦταν σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα ὄχι ἁπλῶς ἦταν ἀπό τόν ἴδιο τόπο, ἀλλά ἦσαν καί συγγενεῖς.

     Κατά τό Βαβυλωνιακόν δίκαιον ὁ γάμος μποροῦσε νά γίνη μέ συγγενεῖς, αὐτό μή σᾶς ἐκπλήσσει. Σήμερα βεβαίως δέν ἐπιτρέπεται. Καί τότε ὁ Ἀβραάμ ἐκινεῖτο βεβαίως κατά τόν Βαβυλωνιακόν δίκαιον, διότι ἀκόμη δέν ὑπῆρχε οὔτε νόμος, οὔτε ἐντολές· τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά· ἒ; Μόνο ὁ Ἀβραάμ ξεκίνησε μέ ὁδηγό τήν πίστιν νά κατοικήση σέ κάποιον ἄλλον τόπο, πού ὁ Θεός τοῦ ὑπέδειξε.   

    Ἔτσι, ὅταν γυρίζη ὁ Ἐλεάζαρος μέ τήν Ρεβέκκα, πού τήν εἶχε φορτώσει μέ πολλά δῶρα, μέ καμῆλες καί λοιπά, κάθε μέρα ὁ Ἰσαάκ -ὁ ὁποῖος νά σημειώσετε, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἦταν γύρω ἀπό σαράντα ἐτῶν, βέβαια ἔζησε ὁ Ἰσαάκ ἑκατόν ἑβδομήντα πέντε χρόνια· συνεπῶς σαράντα ἐτῶν δέν δύναται νά θεωρηθῆ ὅτι ἦταν γέρων, ὅπως σήμερα ἡ ζωή μας τελειώνει στά ἑξήντα καί στά ἑβδομήντα- ἔτσι ὁ Ἰσαάκ κάθε μέρα πήγαινε ἔξω ἀπό τήν κατασκήνωσί τους ἀναμένοντας τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἐλεαζάρου. Τί ἔγινε…; Ἦταν κρυμμένος κάπου καί εἶδε τήν Ρεβέκκα· καί ἡ Ρεβέκκα τόν εἶδε ἀπό μακριά καί λέει στόν Ἐλεάζαρο: «Αὐτός ποιός εἶναι;» γιατί ξεπετάχθηκε ἀπό κάπου. Λέγει: «αὐτός εἶναι ὁ γιός τοῦ Κυρίου μου τοῦ Ἀβραάμ». Καί ἀμέσως κουκουλώθηκε –φοροῦσε ἕνα μαντίλι καί κουκουλώθηκε- ἀπό ντροπή. Καί τότε τήν εἶδε  ὁ Ἰσαάκ «καί ἠγάπησεν αὐτήν», λέγει. Τήν ἠγάπησε. Καί ὑπάρχει ἐκεῖ μία ὡραιοτάτη σκηνή, διότι δέν μποροῦσε νά βρῆ μία παρηγορία ἀπό τόν θάνατον τῆς μητέρας του ὁ Ἰσαάκ, τόν θάνατον τῆς Σάρρας. Διότι ἐπειδή ἦταν μοναχοπαίδι -ξέρετε τίς συνθῆκες πού γεννήθηκε ὁ Ἰσαάκ καί τά λοιπά- εἶχε συνδεθεῖ πάρα πολύ μέ τήν μητέρα του τήν Σάρρα. Γι’ αὐτό καί αὐτός ὁ γάμος ἔγινε σάν μιά ἀναπλήρωσι ἀπό τήν ἀπουσία τῆς μητέρας του. Ἦταν δηλαδή κάτι πάρα πολύ συναισθηματικό καί πάρα πολύ ψυχολογικό γιά τόν Ἰσαάκ. Ἄν θέλετε πηγαίνετε στήν Ἁγία Γραφή θά τό βρῆτε, νά τό διαβάσετε.

    Αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά πῆ κανένας «ναί μέν ὑπάρχει τό συνοικέσιο, ὑπάρχει ὅμως καί ἡ προσωπική σφραγίς». Θά τό δῆτε τώρα ἐδῶ καί εἰς τόν Τωβία μέ τήν ἄλλη Σάρρα, τήν κόρη τοῦ Ραγουήλ.

    Καί λέγει στή συνέχεια: «καί οὐ μόνος εἶ ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι σοί ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία αὐτῆς». (Τωβ. 6, 14) Ἐφ’ ὅσον εἶναι συγγενής σου, τότε κατά τόν νόμο, ἡ κληρονομία τοῦ πατέρα της ἀνήκει σέ σένα, διότι ἡ κοπέλα αὐτή ἦτο μοναχοκόρη. Καί σάν μοναχοκόρη ἔπρεπε νά πάρη ἄνθρωπο ἐκ τῆς συγγενείας της. Ἦταν ὁ νόμος ὁ Μωσαϊκός.

    Ἄν θέλετε καί ἐφ’ ὅσον ἔχετε διαβάσει, σᾶς θυμίζω τό ἄλλο ἐκεῖνο περίφημο βιβλίο τῆς «Ρούθ», πού ἄν τελειώσωμε φέτος τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ», ἴσως νά πιάσωμε τό βιβλίο τῆς «Ρούθ» -ἄν τό τελειώσωμε, δηλαδή ἄν προλάβωμε νά τό τελειώσωμε- διότι καί ἐκεῖ ὑπάρχει μία ἀνάλογη ἱστορία, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός νέου μέ τή γνωστή μας περιπέτεια ἐδῶ, ἀλλά ἡ ἱστορία μιᾶς γυναικός καί μάλιστα ἐγγάμου πού πέθανε ὁ σύζυγός της καί λοιπά. Ἡ Ρούθ μέ τήν πεθερά της τήν Νωεμίν καί λοιπά.

    Καί λέγει λοιπόν τώρα ἐδῶ ὅτι «τό κοράσιον καλόν καί φρόνιμόν ἐστι». (Τωβ. 6, 12) προσέξτε δυό γνωρίσματα, δυό χαρακτηριστικά, βάσει τῶν ὁποίων στηρίζεται ὁ Ἄγγελος -καί μάλιστα ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει τό συνοικέσιον! ἕνας Ἄγγελος, ὄχι ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος!Ἕνας Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καί ὁ ὁποῖος ἐπιτέλους ἐξυπηρετεῖ τά σχέδια τοῦ Θεοῦ-. Ποιά λοιπόν εἶναι τά γνωρίσματα; Τό θέμα τοῦ πλούτου της -ἦταν πολύ πλουσία ἡ Σάρρα- τό θέμα τοῦ πλούτου της δέν τίθεται ὡς κίνητρον· ἁπλῶς μόνο σάν ἕνα θέμα τό ὁποῖον ἔπρεπε νά τακτοποιηθῆ σύμφωνα μέ τό κληρονομικόν δίκαιο πού εἶχε ἀφήσει ὁ Μωυσῆς· ὅτι ἡ περιουσία αὐτή ἔπρεπε νά περιέλθη σέ ἄνθρωπο τῆς φυλῆς της, ἀκόμα δέ καλύτερα σέ ἄνθρωπο τοῦ συγγενικοῦ της κύκλου. Συνεπῶς, ἐδῶ δέν εἶναι τό ἐλατήριο ὁ πλοῦτος. Δέν λέγει δηλαδή ὁ Ἄγγελος «ξέρεις εἶναι πλουσία!», δέν λέγει αὐτό, ἀλλά ὅτι «ὁ πλοῦτος της θά περιέλθη σέ σένα κατά τόν νόμον, διότι ἔτσι πρέπει». Ὅπως τό συναντοῦμε τό ἴδιο ἀκριβῶς γεγονός, τό ἴδιο πρᾶγμα, τό ἴδιο φαινόμενο εἰς τό βιβλίο τῆς «Ρούθ».   

    Συνεπῶς δυό μένουν τά κριτήρια «καλόν καί φρόνιμον τό κοράσιον». Καλόν -ὅπως θά ξέρετε ἀπό τά ἀρχαῖα … Κάνετε ἀρχαῖα Ἑλληνικά; Κάνετε… ἔ; Κάνετε· ὑποτίθεται- καλόν θά πῆ ὡραῖον. «Καλός τῇ ὄψει», ὡραῖος στό πρόσωπο. Καλόν καί ὡραῖον. Ὡραία κοπέλα καί μυαλωμένη. Νά λοιπόν δυό γνωρίσματα. Λέγει τήν ὀμορφιά, ἀλλά λέγει καί τήν φρονιμάδα. Δέν λέγει μόνο τήν ὀμορφιά! Ἄν εἴχαμε μόνο τήν ὀμορφιά χωρίς τήν φρονιμάδα θά μπορούσαμε νά ἔχωμε κριτήριον γάμου; Ποτέ! Θά σημειώσετε ὅτι κάτι ἀνάλογο μπορεῖ νά πῆτε ἐσεῖς γιά ἕναν νέον. Ποτέ κριτήριον δέν μπορεῖ νά σταθῆ αὐτό. Ἀλλά μπορεῖ νά σταθῆ ἡ φρονιμάδα χωρίς τήν ὀμορφιά; Μπορεῖ νά σταθῆ.

    Ὅπως θά ξέρετε τό θέμα τῆς ὀμορφιᾶς εἶναι ὑποκειμενικό. Πρέπει νά κάνω μία διάκρισι ἐδῶ, μία διαφοροποίησι καί πιστεύω θά μέ καταλάβετε. Ὑπάρχουν πολύ ὡραῖοι ἄνθρωποι, εἴτε ἄνδρες εἴτε γυναῖκες. Πολύ ὡραῖοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν εἶναι συμπαθεῖς. Θά λέγαμε ὡραῖοι πού θά μετρούσαμε τήν ὀμορφιά τους μέ τήν μεζούρα καί μέ τόν διαβήτη, ὅπως γίνεται στά παζάρια τῆς ὀμορφιᾶς πού λέγονται καλλιστεῖα· ἐκεῖ μετρᾶνε τήν ὀμορφιά μέ τήν μεζούρα. Τόσο λέει πλάτος, τόσο φάρδος, τόσο τοῦτο, τόσο ἐκεῖνο, γιά νά βγάλουν τό τελικό συμπέρασμα, τόν τελικό λογαριασμό ὅτι αὐτή ἡ κοπέλα εἶναι ἡ ὡραιότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες κοπέλες.

   Ἡ ὀμορφιά…ἡ ὀμορφιά, ἡ ἀληθινή ὀμορφιά δέν εἶναι σούμα μαθηματικῶν δεδομένων. Ἡ ὀμορφιά εἶναι ἕνα κάτι ἄλλο. Αὐτό πού λέει ὁ λαός μας «συμπαθής ἄνθρωπος»· «συμπαθής»! Μπορεῖ νά βρῆτε ἕναν ἄσχημον ἄνθρωπο -ἄσχημον δηλαδή κοινόν τύπον, δηλαδή κοινό πρόσωπο- καί νά ’ναι συμπαθέστατος ἄνθρωπος. Καί ἐνῶ ὁ ὡραῖος ἄνθρωπος νά μή σᾶς προκαλῆ καμμιά ἐντύπωσι· μία πρώτη μόνο ἐντύπωσι καί μετά μία ἀποστροφή. Ὁ συμπαθής ἄνθρωπος σέ μία πρώτη ἐντύπωσι νά μή προκαλέση τίποτε, ἀλλά μετά ν’ ἀγαπηθῆ· νά γίνη ἀξιαγάπητος ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο. Ἡ ὀμορφιά λοιπόν εἶναι ὑποκειμενικό στοιχεῖο. Μπορεῖ νά ἀρέση ἕνα πρόσωπο, πού στόν ἄλλον, ἤ ἀντικειμενικῶς νά μήν εἶναι ὡραῖο πρόσωπο, κι ὅμως νά ’ναι συμπαθές πρόσωπο καί νά ἀρέση στό ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο.

   Αὐτό τό θέμα ἄς τό ξέρωμε· ἄς τό προσέξωμε. Δηλαδή προσέξτε πάρα πολύ τό θέμα τῆς ὀμορφιᾶς. Εἶναι μέν σημαντικό σημεῖον, ἀλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι καί ὑποκειμενικόν. Εἶπα σημαντικό στοιχεῖο. Ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι γίνεται ἕνα συνοικέσιο μέ ἕνα πρόσωπο τό ὁποῖον εἶναι πολύ ἄσχημο καί πού δέν θά μποροῦσε νά προκαλέση οὐδεμίαν συμπάθειαν στό ἄλλο πρόσωπο, αὐτό τό πρᾶγμα θά δημιουργήση φοβερή πληγή· ἐάν δέν ὑπάρξη συμπάθεια. Ποτέ δέν πρέπει νά προχωρήση ἕνας γάμος, ἐάν αὐτό τό στοιχεῖο δέν ὑπάρχη. Θά εἶναι φοβερός γάμος! Δηλαδή, εἴδατε; Τό θέτει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν τό θέτω ἐγώ. Δέν τό θέτω ἐγώ, διότι στό κάτω κάτω τῆς γραφῆς ἕνας γάμος δέν εἶναι γάμος ψυχῶν, εἶναι γάμος ἀνθρώπων. Καί ἐπιτέλους δέν εἶναι μία φιλία ἁπλή, εἶναι γάμος ἀνθρώπων. Καί τό θέμα λοιπόν τῆς σωματικῆς διαπλάσεως γενικά δέν εἶναι πάρα πολύ ἀμελητέα ποσότης. Δύναται νά μπῆ δευτερεῦον στοιχεῖον, ἀλλά ὄχι νά παραγνωρισθῆ τελείως. Διότι μπορεῖ νά δημιουργήση φοβερά πληγώματα μέσα εἰς τόν γάμο.

    Καί μία πού ἀναφέραμε τό θέμα ἐδῶ τῆς ὀμορφιᾶς νά πῶ καί κάτι γιά τήν ὑγεία. Δέν λέει τίποτε ἐδῶ.

    Τό θέμα τῆς ὑγείας εἶναι πολύ σπουδαῖο, παιδιά. Προσέξατε αὐτό τό σημεῖο: τό θέμα τῆς ὑγείας εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ἔχω μία γνώμη· προσέξτε με, εἶναι δική μου γνώμη αὐτή, ἄν θέλετε τήν ἀκοῦτε, ἄν θέλετε πετάξτε τήν στό καλάθι τῶν ἀχρήστων. Εἶναι ἡ ἐξῆς: ἐφ’ ὅσον ἔχομε πνευματικόν ἄνθρωπο... ἐφ’ ὅσον ἔχομε πνευματικόν ἄνθρωπο, δηλαδή θέλει προϋπόθεσι τήν πνευματικότητα, καί τό πρόσωπο γνωρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα γάμου γιατί ἡ ὑγεία δέν εἶναι καλή, νά μή παντρεύεται. Ὑπάρχουν μερικές ἀσθένειες οἱ ὁποῖες εἶναι χρόνιες. Φέρ’ εἰπεῖν μία σοβαρή καρδιοπάθεια, ἕνας διαβήτης σέ νεαρά ἡλικία, ἤ μία σοβαρή ἀναιμία, σοβαρή ἀναιμία· προσέξτε, σοβαρή ἀναιμία! Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά νομίζω ὅτι πρέπει νά λαβαίνωμε μερικά πράγματα ὑπ’ ὄψιν μας. Οὔτε νά παντρεύεται κανείς ἕνα πρόσωπο πού εἶναι ἀσθενές καί μπορεῖ καί νά μᾶς εἰπωθῆ κιόλας, ἄλλο ἄν δέν εἰπωθῆ καί γίνει ἀπάτη -φοβερό πρᾶγμα αὐτό, φοβερό!- ἀλλά κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἄν ἔχωμε κάτι, πού νομίζομε ὅτι μέσα στό γάμο τά πράγματα δέν θά πήγαιναν πολύ καλά, καλύτερα εἶναι νά μήν παντρευτοῦμε. Νά ἀναπτύξωμε τήν πνευματικότητά μας καί νά ζήσωμε ἔτσι. Οἱ γονεῖς μας ἐνδεχομένως -μιλῶ γιά κοπέλες- νά ἐξασφαλίσουν ἕνα κάτι, ὥστε ἡ κοπέλα αὐτή νά ἔχη νά ζήση. Ξέρω ’γω ἕνα κάτι· νά νοικιάζη ἕνα σπίτι, νά παίρνη τά ἐνοίκια καί νά ζῆ. Παράδειγμα. Ἤ μερικά χωράφια, δέν ξέρω τί. Νά μήν παντρευτῆ ὅμως, διότι δέν θά μπορέση νά σηκώση τό βάρος τοῦ γάμου, καί θά δημιουργηθοῦν τόσα προβλήματα, πού οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς θά πονέσουν καί θά κλάψουν, ὅταν δώσουν τήν κόρη τους κάπου, πού θά δοῦν ὅτι ἡ βία λυγίζει πρό τοῦ βάρους τοῦ γάμου. Εἶναι μία προσωπική γνώμη αὐτή.

    Ἐπειδή ἔχω δεῖ πολλές περιπτώσεις, ὑπάρχει μιά μανία σάν νά νομίζουν ὅτι ὁ μοναδικός σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ὁ γάμος. Μία φοβερή μανία στούς γονεῖς σώνει καί καλά κάτω ἀπό τίς δυσμενέστερες συνθῆκες κι ἄν βρίσκεται τό παιδί τους , ἤ ἀγόρι, ἤ κορίτσι, νά τό παντρέψουν. Νά βάλουν, θά λέγαμε, τσιρότα -νά μή φαίνεται τό ἄσχημο ἐκεῖνο τό ὅποιον ὑπάρχει, τό ἐλάττωμα- νά βάλουν τσιρότα  καί χρυσόχαρτα καί νά πλασάρουν τρόπον τινά τό πρόσωπο γιά παντρειά. Ναί, καί παρακάτω; Ἄν ὑπάρχη φέρ’ εἰπεῖν σεληνιασμός καί πρέπει ἡ κοπέλα νά παίρνη φάρμακα κάθε μέρα, πῶς θά ἐγκυμονήση νά φέρη στόν κόσμο παιδιά, ὅταν πρέπη νά παίρνη φάρμακα κάθε μέρα; Καί τό παιδί, τό ἔμβρυο θά πάθη βλάβη μέσα εἰς τά σπλάχνα της, ὅταν παίρνη αὐτά τά φοβερά φάρμακα τά ὁποῖα εἶναι διά τόν σεληνιασμόν. Καί λοιπά, καί λοιπά, καί λοιπά.

    Λοιπόν παιδιά, αὐτό ἔχω νά σᾶς πῶ: εὔχομαι νά εἶστε ὅλες ὑγιεῖς, ἐξ ἄλλου δέν εἶναι ὅλα γιά σᾶς, εἶναι καί γιά τούς παρά πέρα ἀνθρώπους. Μπορεῖτε νά πῆτε μία κουβέντα στούς παρά πέρα ἀνθρώπους. Αὐτά νά τά ἔχωμε ὑπόψιν μας καί νά τά ξέρωμε, νά τά προσέχωμε.

    Καλόν λοιπόν καί φρόνιμον τό κοράσιον. Φρόνιμον εἶναι ἡ φρονιμάδα. Εἶναι ἡ φρονιμάδα τήν ὁποία ἡ ἰδία ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει πλέξει τό ἐγκώμιον εἰς τήν γυναῖκα. Ποιός, λέγει, βρῆκε γυναῖκα φρόνιμη; Βρῆκε θησαυρό. Φρόνιμη ἔχει βέβαια μία πλατειά διάστασι. Δέν εἶναι ἡ γυναῖκα ἐκείνη πού λέμε «κάθεται καλά». Προσέξτε! «κάθεται καλά». Λέμε φρόνιμο κορίτσι. Σήμερα ἅμα λέμε φρόνιμο κορίτσι, ἐννοοῦμε «κάθεται καλά». Σημαίνει δέν βγῆκε στό πεζοδρόμο νά χοροπηδήση, δέν πῆρε κακό δρόμο. Ἡ λέξις φρόνιμος, φρόνιμη δέν σημαίνει αὐτό. Σημαίνει ἡ κοπέλα πού ἔχει φρόνησιν, ἔχει μυαλό, κόβει τό μυαλό της. Εἶναι ἡ γυναῖκα ἡ ὁποία ξέρει νά διευθετῆ τά πάντα στή ζωή της. Ξέρει νά κρατήση σπιτικό· ξέρει νά κρατήση οἰκογένεια· ξέρει νά κρατήση νοικοκυριό· ξέρει νά κρατήση οἰκονομικά· ξέρει νά κρατήση μπόρες πού θά τύχουν στό σπίτι της ἐπάνω· ξέρει νά κρατήση τόν ἄνδρα της· ξέρει νά κρατήση τά παιδιά της· ξέρει νά σταθῆ μέσα στήν κοινωνία· ξέρει τά πάντα. Αὐτή εἶναι ἡ φρόνησις· ἡ μυαλωμένη γυναῖκα. Ἡ μυαλωμένη!

    Μή ξεχνᾶμε δέ ὅτι αὐτό δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν εὐφυΐα. Ἄν θά θέλαμε νά δώσωμε τόν ὁρισμό τῆς εὐφυΐας, εἶναι κάτι διαφορετικό ἡ εὐφυΐα. Μπορεῖ νά ὑπάρχη κοινός νοῦς· προσέξτε! κοινός νοῦς, καί νά ἔχωμε φρόνησι. Νά ἔχωμε εὐφυΐα καί νά μήν ἔχωμε φρόνησιν. Ἔχω γνωρίσει εὐφυεῖς ἀνθρώπους, πού δυστυχῶς τούς ἔλειπε ἡ φρόνησις. Καί θά ἔλεγε κανένας «ὡς πρός τί ἡ εὐφυΐα τους;» 

    Εἶχα κάποιον κοντοσυμμαθητή ὁ ὁποῖος πέθανε τήν Πρωτοχρονιά. Ἔγινε μεγάλος καί τρανός αὐτός στήν κοινωνία· μεγάλος καί τρανός! Εἶχε πολύ μεγάλην εὐφυΐαν, καταπληκτικήν εὐφυΐαν. Ἀπ’ τό γυμνάσιο θυμᾶμαι τόν θαυμάζαμε. Δέν κατάφερε ὅμως νά κάνη τίποτε στήν ζωή του, γιατί εἶχε μόνον εὐφυΐα, δέν εἶχε φρόνησιν. Καί τόν μνημονεύω βεβαίως καί τόν σκέπτομαι πολλές φορές -ἔτσι περασμένα τῆς ἐφηβικῆς καί πέρα ἡλικίας- καί λέγω: ὡς πρός τί ὅλα ἐκεῖνα: σοφία, γνῶσι, πτυχία; ὡς πρός τί; Τίποτα! Δέν εἶχε φρόνησι· δέν εἶχε. Ἡ φρόνησις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἐπαινεῖται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὄχι ἡ εὐφυΐα. Διαβάστε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τέλους τήν Παλαιά Διαθήκην καί τήν Καινήν Διαθήκην, πρό παντός τήν Παλαιά πού ἀναφέρεται στά θέματα αὐτά, πουθενά δέν θά δῆτε νά ἐπαινῆται ἡ εὐφυΐα, ἡ ὁποία ἐπιτέλους ἐπιτέλους εἶναι ἕνα θέμα πού τό δίνει ὁ Θεός. Ὅπως θά ἦταν περίεργο νά ἐπαινῆ ἡ Ἁγία Γραφή τούς ψηλούς ἀνθρώπους ἤ τούς ὡραίους ἀνθρώπους ἤ τούς μελαχρινούς ἤ τούς ξανθούς· θά ’ναι πολύ περίεργο. Ἁπλούστατα διότι αὐτά τά δίνει ὁ Θεός· εἶναι ἐκ φύσεως.

    Ἐπαινεῖ τήν φρόνησιν γιατί ἡ φρόνησις εἶναι δῶρο μέν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅμως καί προσωπικόν ἔργο. Εἶναι κάτι πού κανείς θά ἤθελε νά τό ἐπαυξήση καί νά τό καλλιεργήση. Γι’ αὐτό ἡ φρόνησις ἰδιαιτέρως τονίζεται καί ἐπαινεῖται καί ἐγκωμιάζεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν. Θά σᾶς ἔλεγα ὅτι -δέν ξέρω βέβαια ἂν μάθετε γράμματα, ὅσα θέλετε μάθετε κατά τήν ἔφεσίν σας, κατά τήν ὄρεξίν σας μάθετε γράμματα- ἐκεῖνο πού πρέπει ἰδιαιτέρως νά ἐπιδιώξετε, εἶναι νά ἀποκτήσετε φρόνησιν, μυαλωσύνη, ἡ ὁποία ἔχει πολλά στοιχεῖα γιά νά ἀποκτηθῆ. Νά ’ναι ἐπί παραδείγματι ὁ ἄνθρωπος ἀντικειμενικός, παρατηρητικός, νά παρατηρῆ «πῶς αὐτό γίνεται;», «πῶς ἐκεῖνο γίνεται;», νά ἔχη μέσα του τήν διεργασία τῶν συνδυασμῶν· εἶναι πολλά στοιχεῖα, τά ὁποῖα τελικά προσπορίζουν τήν φρόνησιν. Εἶναι πολλά στοιχεῖα! Νά ξέρης «πῶς θά διαβάσης», «τί θά πάρης ἀπό αὐτά πού θά διαβάσης!». Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι διαβάζουν καί δέν κρατᾶνε τίποτα· τρύπια πιθάρια! Καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού διαβάζουν λίγα πράγματα καί τά ἀξιοποιοῦν. Γιατί; Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον διαβάζουν.

     Εἶναι λοιπόν πολλά ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα κάνουν τούς ἀνθρώπους νά γίνωνται φρόνιμοι. Θά σᾶς τό εὐχόμουνα μέ ὅλη μου τήν καρδιά, νά ἀποκτήσετε φρονιμάδα. Καί ἡ μέν ὀμορφιά εἶναι ἐκείνη πού πήραμε. Τήν πήραμε ἐφ’ ἅπαξ. Τελείωσε· ὅ,τι εἶναι. Διαθέτομε τήν φυσιογνωμία, τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ἔχομε, ἐφ’ ἅπαξ· τελείωσε. Ὅσα θές ψιμύθια βάλε, δέν θά γίνης ὡραιότερο πρόσωπο ἤ ἀσχημότερο· μᾶλλον ἀσχημότερο. Ἀλλά ἡ φρόνησις ὅμως ἀποκτᾶται καί καλλιεργεῖται.

      Καί μία πού ἀνέφερα τά ψιμύθια, θά σᾶς ἔλεγα ὅτι ἄν ὑπάρχη μιά ὀμορφιά ἤ τέλος πάντων ὅ,τι ὁ Θεός ἔχει δώσει στό πρόσωπο, ἄστε το αὐτό τό φυσικό. Ἐκείνη ἡ προσπάθεια νά ψιμυθιώνωμε, νά μπογιατίζωμε, τό πρόσωπο εἶναι φοβερή. Βεβαίως εἶναι παναρχαία. Τήν συναντᾶμε σ’ ὅλους τους λαούς, σ’ ὅλες τίς ἐποχές· οἱ γυναῖκες νά σοβατίζωνται στό πρόσωπο. Ὅμως θά ἔλεγα ὅτι ἡ γυναῖκα γίνεται πραγματικά ἄσχημη. Καί μοῦ φαίνεται ἀπ’ ὅλα τά ψιμύθια ἐκεῖνο πού κάνει τήν γυναῖκα ἀληθινά γελοία, καί πού δυστυχῶς πολλές μαθήτριες τό κάνουν αὐτό, εἶναι τό ἑξῆς: ὅταν ξυρίζουν τά φρύδια τους καί βάφουν τά μάτια τους μπλέ. Δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ἔχουν φάει γροθιά κι ἔχουν μελανώσει τά μάτια τους. Ναί! Εἶναι ἕνα οἰκτρόν θέαμα νά βλέπης μελανωμένα μάτια· εἶναι φοβερό πρᾶγμα! Ἔτσι πού νά λέη κανείς «κοπέλα μου, δέν βρέθηκε ἕνας μυαλωμένος ἄνθρωπος νά σοῦ πῆ ὅτι εἶσαι ἄσχημη; Δέν βρέθηκε;» Δέν βρέθηκε. Γιατί φαίνεται ὅτι ἡ φρόνησις πουλιέται ἀκριβά. Ἔτσι φαίνεται. Λοιπόν, ὄχι ψιμύθια. Τά καλύτερα ψιμύθια δέν εἶναι παρά τό περιποιημένο πρόσωπο μέ τήν ἔννοια τό καθαρό, τό χτενισμένο κεφάλι -προσέξτε!- τό χτενισμένο κεφάλι, τά χτενισμένα μαλλιά, ὄχι κομμωτήριο, τά χτενισμένα μαλλιά, τά λουσμένα καί χτενισμένα.

    Ἄκουσον ἄκουσον! πού λέγει κι ἡ φράσις ἡ ἀρχαιοπρεπής. Τ’ ἄκουσα ἐδῶ καί δυό ἑβδομάδες, μάλιστα τήν ἴδια ἡμέρα δυό φορές κι ἔμεινα ἔκπληκτος. Ἔχει ἐπινοηθεῖ περούκα γιά τίς γυναῖκες πού βαριοῦνται νά χτενίζωνται. Βάζουν τήν περούκα στό κεφάλι, βγαίνουν μέ ἄλλο κεφάλι ψεύτικο, γιατί βαριοῦνται νά χτενιστοῦν. Ὅταν τό ἄκουσα ἔμεινα ἔκπληκτος· ἔμεινα ἔκπληκτος! Λοιπόν παιδιά, λουσμένο καθαρό κεφάλι, χτενισμένο σεμνά, καί στό πρόσωπο τίποτε· ὅπως σᾶς ἔκανε ὁ Θεός ἁπλά. Ἐπιτέλους νά καταλάβωμε ὅτι ἡ καθαριότης -ὄχι μέ τά ἀρώματα νά κρύβωμε μυρωδιές- ἡ καθαριότης εἶναι ἀρχοντιά καί ὀμορφιά. Τά ροῦχα σεμνά, καλοραμμένα -προσέξτε! καλοραμμένα, δέν θά βάλωμε τίποτα ἔ…, ἀτσούμπαλοι νά βγοῦμε στό δρόμο- καλοραμμένα, ἀλλά προσέξτε, σεμνά. Οὔτε τίς ἐπιταγές τῆς μόδας θά ἀκολουθοῦμε. Ὅλα θά εἶναι σεμνά, ὅπως ὁ Χριστός θά μᾶς ἤθελε. Οὔτε κοσμήματα.

    Λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅτι οὔτε πλοκή τριχῶν, ἐννοεῖ δηλαδή ἐκεῖνα τά κατσαρώματα πού γίνονται στά κομμωτήρια, οὔτε πλοῦτος ἱματισμοῦ, ἐννοεῖ τά ἁπλά ροῦχα, οὔτε ἀκόμη τά κοσμήματα. Αὐτά τά τρία ἀναφέρει γιά τήν γυναῖκα. Καί μάλιστα λέγει ὅτι ὁ ἀληθινός πλοῦτος τῆς γυναικός εἶναι ὁ ἔσωθεν πλοῦτος, ὁ κρυπτός πλοῦτος τῆς καρδίας της. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός πλοῦτος τῆς γυναικός, τῆς κοπέλας. Ἄν ξέρατε κοπέλες… ἄν ξέρατε τί θησαυρός εἶναι αὐτός! ἄν μπορούσατε νά τόν ἐκτιμήσετε! Πραγματικά θά μένατε πολύ ἁπλές κοπέλες σέ ὅλη σας τή ζωή μέχρι πού νά γεράσετε. Πολλές ὡς μαθήτριες μένουν ἁπλές, ὅταν παντρευτοῦν ὅμως δέν ξέρω σέ τί κύκλο περίεργο μπαίνουν, καί ἀρχίζουν τά ψιμύθια καί οἱ ἐπιτηδεύσεις. Ὄχι, παιδιά. Μείνετε ἁπλές πάντοτε. Θά ἔχετε πολλά νά κερδίσετε.

    Πάντως ἐκεῖνο πού ἤθελα νά καταλάβετε εἶναι: ποιά τά κριτήρια ἐκλογῆς. Καλόν τό κοράσιον καί φρόνιμον· οὔτε μορφωμένο, ὄχι ὅταν ὑπάρχη μόρφωσις θά τήν ὑποτιμήσωμε, ἀλλά δέν δύναται νά σταθῆ ὅμως αὐτή τό κριτήριο ἐκλογῆς, οὔτε πλούσιο, δεν δύναται νά σταθῆ κριτήριον ὁ πλοῦτος, ἤ ἡ καταγωγή. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ἄν ὑπάρχουν, ἒ, ὑπάρχουν· ἀκόμη καλύτερα. Ἄν ὑπάρχουν· ἀλλά δέν θά εἶναι ὅμως τά κριτήρια αὐτά.

   «Καί νῦν ἄκουσόν μου καί λαλήσω τῷ πατρί αὐτῆς» (Τωβ. 6, 13) Καί τώρα ἄκουσέ με, λέγει ὁ Ἄγγελος εἰς τόν Τωβία, καί θά μιλήσω στόν πατέρα της. Ὄμορφα πράγματα, καθαρά. Πολλές φορές βάζουν τρίτους καί πέμπτους ἀνθρώπους νά μιλήσουν καί δημιουργεῖται ἕνα κουτσομπολιό… καί δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος, πού πολλάκις δημιουργεῖ πολλή σύγχυσι εἰς τούς ἀνθρώπους. Κοιτάξτε! εὐθέως «θά μιλήσω εἰς τόν πατέρα της». Γιατί; Εἶναι κατάλληλο πρόσωπο. Κατευθείαν· οὔτε στό γείτονα, οὔτε στή γειτόνισσα· στόν πατέρα της κατευθείαν. Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Εἶναι κάτι, θά λέγαμε, εἶναι κάτι ἀπό τήν δευτέρα μέθοδο πού σᾶς εἶπα: νά πάη ἕνα ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο νά πῆ. Ἀφοῦ συστήνει, καί μάλιστα συστήνει τόσο πολύ καλά ὁ Ἄγγελος: «ἐγώ θά πάω  στόν πατέρα της νά μιλήσω γιά σένα!»

    «Καί ὅταν ὑποστρέψωμεν ἐκ Ραγῶν» -εἴδατε ἐδῶ πού λέγει ἐκ Ραγῶν; Ἄρα λοιπόν ὑπονοεῖ τά Ἐκβάτανα, γι’ αὐτό προηγουμένως σᾶς εἶπα εἶναι ἀντιγραφικό λάθος- «ποιήσομεν τόν γάμον». (Τωβ. 6, 13) θά μιλήσωμε· θά κλείση τό συνοικέσιο, ἡ πρότασις· θά φύγουμε· θά πᾶμε στούς Ράγους, θά πάρωμε τά χρήματα, ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁ πατέρας σου εἶχε δανείσει, τά δέκα τάλαντα τά ἀργυρά, καί θά γυρίσωμε πίσω νά κάνωμε τόν γάμον.

   Ὅπως θά δοῦμε λίγο πιό κάτω, τό ταξίδι αὐτό ἦταν λίγες μέρες· τρεῖς τέσσερεις μέρες γιά νά πάη κανείς ἀπό τά Ἐκβάτανα εἰς τούς Ράγους. Συνεπῶς ὅλη ἡ ὑπόθεσις ἦταν μία ἑβδομάδα μέ δέκα μέρες· τό πήγαινε ἔλα. Ἄρα τό διάστημα μεταξύ τῆς προτάσεως καί τοῦ γάμου ἦταν δέκα ἡμερῶν. Ἐδῶ βεβαίως εἶναι εἰδικές συνθῆκες. Τό προτείνει ἔτσι ὁ Ἄγγελος, γιατί εἶναι ὁ Ἄγγελος. Κι ἀκόμη τό θέμα γίνεται, πραγματοποιεῖται, σέ μία πορεία. Διότι δέν θά μποροῦσε νά μείνη κανείς μῆνες ἐκεῖ πέρα, προκειμένου νά ἐξετάση περισσότερα πράγματα καί τά λοιπά καί τά λοιπά. Θά λέγαμε εἶναι ὁ χρόνος τοῦ ἀρραβῶνος.

    Πόσο ἀλήθεια πρέπει νά κρατήση ἕνας χρόνος ἀρραβῶνος; Οὔτε πολύ γρήγορα, οὔτε πολύ ἀργά. Ἐάν εἶναι πολύ γρήγορα, μπορεῖ νά δημιουργηθοῦν ἐκπλήξεις. Νά πῆ κανείς δέν ἠρεύνησα -κάτι πού θά δοῦμε λίγο πιό κάτω- δέν ἠρεύνησα· τί ἔπαθα! Πρέπει λοιπόν, ὄχι πολύ γρήγορα, ἀλλά ὄχι καί πολύ ἀργά· διότι ἕνας ἀρραβών πού χρονίζει δημιουργεῖ κόπωσιν ψυχολογικήν, ψυχικήν κόπωσιν, ἀλλά καί ἐπί πλέον πολλά προβλήματα δυσάρεστα μέ ἠθικήν διάστασιν. Ὄχι λοιπόν μακρύς ἀρραβών, ἀλλά ὄχι καί σύντομος. Πάντοτε θά ὑπάρχη ἕνα λογικό χρονικό ὅριο.

   Μία πού τό ἔφερε ἐδῶ τό θέμα, νά σᾶς πῶ καί κάτι ἐν παρεκβάσει, ὅτι ὁ ἀρραβών δέν εἶναι γάμος. Ἄν ὑποτεθῆ ὅτι κάποτε τά πράγματα δέν πηγαίνουν καλά μέσα στόν ἀρραβώνα, νά μήν διστάσωμε νά διαλύσωμε τόν ἀρραβώνα. Ἄν τό θέλετε λέγεται ἀρραβών, δέν εἶναι ὅμως ἀρραβών· διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος γίνεται συναπτά μέ τήν ἀκολουθία τοῦ γάμου. Ἄν ἔχετε προσέξη, προηγεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος· γίνεται ἡ ἀνταλλαγή τῶν δακτυλιδιῶν. Ἐπειδή ὅμως ἀμέσως ἀκολουθεῖ τό μυστήριόν του γάμου, δέν κάνωμε ἀπόλυσι· ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τόν ὄρθρον. Ἡ ἀπόλυσις γίνεται μυστικά ἀπό τόν ἱερέα καί μόλις εἰπωθεῖ τό ἀπολυτίκιον μετά τήν δοξολογία, ἀκοῦτε τό «εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». Καί πολλοί νομίζουν ὅτι εἶναι ἕνα πρᾶγμα συνέχεια. Ἐγώ προσωπικά σταματῶ μερικές στιγμές χρόνου, ὥστε νά ἀντιληφθῆ ὁ κόσμος ὅτι ἐδῶ κάτι τελείωσε καί τώρα ἀρχίζει κάτι ἄλλο. Ἔτσι νά καταλάβετε ὅτι ὁ ἀρραβών, ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος  συνάπτεται μέ τό μυστήριον τοῦ γάμου. Καί ὅταν δυό νέοι «δίνουν λόγο», αὐτό δέν εἶναι ἀρραβών· καταχρηστικῶς λέγεται ἀρραβών. Διότι ὁ ἀληθινός ἀρραβών ὡς ἀκολουθία συνεπάγεται διαζύγιον σέ περίπτωσιν διαλύσεως, γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύεται νά γίνη. Ἀλλά «ὁ λόγος», αὐτό πού λέμε «δίνω λόγο», δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τόν ἀρραβώνα. Γι’ αὐτό νά μήν διστάσωμε νά διαλύσωμεν αὐτόν τό λεγόμενον ἀρραβώνα, ἐάν κριθῆ ὅτι πρέπει νά διαλυθῆ. Ἔχω ἀκούσει πάμπολλες φορές τό ἑξῆς πάρα πολύ φοβερό ἐπιχείρημα: «Τί θά πῆ ὁ κόσμος, ἄν διαλύσωμε;» «Εἶναι προτιμότερο λοιπόν, λέγουν, νά προχωρήσωμε εἰς τόν γάμον, κι ἄς πάρωμε διαζύγιον». Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δηλαδή ἕνας ἀρραβών -λεγόμενος ἀρραβών- πού δέν εἶναι τίποτε ἱερολογημένο, καί διαλυόμενο δέν ἔχομε καμμία εὐθύνη οὔτε ἔναντι ἀνθρώπων οὔτε ἔναντι Θεοῦ, τό θεωροῦμε ντροπή, καί τό διαζύγιο πού εἶναι ἐνώπιον Θεοῦ καί ἐνώπιον ἀνθρώπων -φοβερό πρᾶγμα!- τό κρίνομε ὅτι εἶναι τίποτα; Καί προτιμοῦμε τό δεύτερο ἀπό τό πρῶτο; Ποτέ αὐτό τό πρᾶγμα νά μή γίνη!  Νά τό προσέξετε πάρα πολύ.

    Βεβαίως ὑπάρχει ἕνα ἄσχημο σημεῖο, εἶναι τό ἑξῆς: δημοσιεύουν ἐδῶ στήν ἐπαρχία -δέν ξέρω πού ἀλλοῦ μπορεῖ νά γίνεται- ἀμέσως στήν ἐφημερίδα καί δημιουργεῖ προβλήματα κοινωνικά, γι’ αὐτό δημιουργεῖται καί ἡ ντροπή. Γιατί νά δημοσιεύσωμε στήν ἐφημερίδα; Εἶμαι ἐναντίον τῆς δημοσιεύσεως στήν ἐφημερίδα. Ἐάν ἔχετε τό ἐπιχείρημα «καί τί θά πῆ ὁ κόσμος, ἄν δῆ τούς ἀνθρώπους ἔξω μαζί;», θά ποῦν σ’ ἐκείνους πού τούς εἶδαν: «ἡ ἀρραβωνιαστικιά μου», «ὁ ἀρραβωνιαστικός μου». Τελείωσε· αὐτό εἶναι ὅλο. Αὐτό θά ποῦν. Πρέπει νά δημοσιεύωμε στήν ἐφημερίδα, νά πάρη ὅλος ὁ κόσμος χαμπάρι; Κι ἅμα διαλύσει τό πρᾶγμα, μετά νά δημοσιεύωμε ὅτι διαλύσαμε; Γιατί; Γιά ἀσυμφωνία, λέει, χαρακτῆρος. Ἄσχημα πράγματα. Ὄχι λοιπόν δημοσιεύσεις. Καί αὐτό εἶναι μία γνώμη. Ἄν θέλετε. Ὅπως τό κρίνετε.

    Ἐδῶ τώρα θά δικαιολογήση ὁ Ἄγγελος τό γιατί ἐπιμένει ὁ Τωβίας νά παντρευτῆ τή Σάρρα «διότι ἐπίσταμαι» διότι γνωρίζω, λέγει «Ραγουήλ ὅτι οὐ μή δῶ αὐτήν ἀνδρί ἑτέρῳ κατά τόν νόμον Μωυσῆ ἤ ὀφειλήσει θάνατον» ἀκόμη οὔτε καί ἐπί ποινῇ θανάτου δέν θά δώση τό κορίτσι του σέ κάποιον ἄλλον κατά τόν νόμον τοῦ Μωυσῆ «ὅτι τήν κληρονομίαν σοί καθήκει λαβεῖν ἤ πάντα ἄνθρωπον»  ( Τωβ. 6, 13) γιατί σέ σένα ἀνήκει ἡ κληρονομιά αὐτῆς τῆς κοπέλας ἀπό κάθε ἄλλον ἄνθρωπον. Τό αἰτιολογεῖ. Εἶναι ἐκεῖνο πού προηγουμένως σᾶς εἶπα.

    «Τότε τό παιδάριον εἶπε τῷ ἀγγέλῳ» ὁ Τωβίας ἀπαντάει «Ἀζαρία ἀδελφέ, ἀκήκοα ἐγώ τό κοράσιον δεδόσθαι ἑπτά ἀνδράσι καί πάντας ἐν τῷ νυμφώνι ἀπολωλότας». (Τωβ. 6, 14) Ἀδελφέ Ἀζαρία, ἄκουσα ὅτι αὐτή ἡ κοπέλα παντρεύτηκε ἑπτά φορές καί μόλις ἐγίνετο ὁ γάμος, ἀμέσως πέθαινε ὁ γαμπρός· μόλις ἐγίνετο ὁ γάμος ἐπέθαινε ὁ γαμπρός! «καί νῦν ἐγώ μόνος εἰμί τῷ πατρί καί φοβοῦμαι μή εἰσελθών ἀποθάνω, καθώς καί οἱ πρότεροι, ὅτι δαιμόνιον φιλεῖ αὐτήν, ὅ οὐκ ἀδικεῖ οὐδένα πλήν τῶν προσαγόντων αὐτή». Καί εἶμαι μοναδικό παιδί ἐγώ στή μάνα μου καί τόν πατέρα μου. Καί ἔχω ἀκούσει ὅτι ὑπάρχει, ὅτι ἐμφυλοχωρεῖ, ἕνα δαιμόνιο εἰς τήν κοπέλα αὐτή καί πού πνίγει τρόπον τινά, θανατώνει τόν κάθε γαμπρό πού προσέρχεται, καί συνεπῶς φοβᾶμαι μή πεθάνω. Καί δέ φοβᾶμαι βεβαίως ἐγώ νά μήν πεθάνω, ἀλλά μέ τόν θάνατό μου «κατάξω τήν ζωήν τοῦ πατρός μου καί τῆς μητρός μου μετ’ ὀδύνης ἐπ’ ἐμοί εἰς τόν τάφον αὐτῶν» θά ὁδηγήσω σάν μοναχοπαίδι πού εἶμαι στό θάνατο τούς γονεῖς μου ἀπό τήν λύπη τους, γιατί ἐγώ θά ἔχω πεθάνει «καί υἱός ἕτερος οὔχ ὑπάρχει αὐτοῖς, ὅς θάψει αὐτούς.» (Τωβ. 6, 15) Δέν ὑπάρχει ἄλλο παιδί, εἶμαι τό μοναδικό παιδί τους, εἶμαι μοναχοπαίδι τους. Ἔτσι λοιπόν, γιατί μοῦ λές αὐτό, γιατί μοῦ κάνεις τέτοιου εἴδους συνοικέσιο; Διότι εἶναι ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Αὐτά ἔχω ἀκούσει. 

   Ἐπάνω σ’ αὐτά θά εἴχαμε νά κάνωμε τήν ἑξῆς σκέψι: ἐκεῖνο τό «ἀκήκοα ἐγώ» ἔχω ἀκούσει. Τώρα, ἀπό ποῦ τό εἶχε ἀκούσει; Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν στή διασπορά αἰχμάλωτοι. Δέν ἀποκλείεται νά ἀκούστηκε μία τέτοια φήμη, ἄν καί δέν ὑπῆρχαν φυσικά τά μέσα ἐνημερώσεως τήν ἐποχή ἐκείνη πού ὑπάρχουν στήν ἐποχή μας· ἀλλά κάποιοι ἄνθρωποι ἀπό κεῖ κάποτε θά ’ρθαν στήν Νινευή, ἔγινε κουβέντα· ὅπως πολλές φορές μαθαίνομε νέα τοῦ χωριοῦ μας, πού εἶναι πολύ μακριά, καί ἐμεις μένονε στήν πρωτεύουσα, καί μαθαίνομε τά νέα τοῦ χωριοῦ μας ἀπό πρόσωπα πού πᾶνε κι ἔρχονται.

   Αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο πού λέγει ὁ Τωβίας. Τί σημαίνει αὐτό τό στοιχεῖο; Ὅτι ὁ Τωβίας δέν ἀρκεῖται εἰς τό συνοικέσιον πού τοῦ κάνει ὁ Ἄγγελος, ἀλλά ἐρευνᾶ. Ἔχει τήν προσωπική του γνώμη. Δέν εἶναι μέ ἀλλά λόγια ἕνα πρόσωπο τό ὁποῖον εἶναι ἄβουλον, δέν ἔχει γνώμη νά πῆ: «ἔ, ἀφοῦ μοῦ τό λές, ἐντάξει». Ὄχι! Θά εἶχα νά σᾶς πῶ ἐδῶ, ἐάν χρησιμοποιηθῆ ἡ μέθοδος τοῦ συνοικεσίου, ἀλλά καί ἡ ἄλλη ἡ δευτέρα μέθοδος, θά πρέπη νά ὑπάρξη ἔρευνα. Θά πρέπη νά ὑπάρξη ἔρευνα!

    Καί σημειῶστε ἀκόμη κάτι ἄλλο. Τό συνοικέσιο νά σᾶς τό κάνη ἡ ἰδία σας ἡ μητέρα, νά μήν ἐμπιστευθεῖτε, διότι τά κριτήρια τῆς μητέρας εἶναι προσωπικά καί ὑποκειμενικά. Στό κάτω κάτω τῆς γραφῆς δέν θά  ζήση ἡ μητέρα σας μέ τό πρόσωπο πού θά παντρευτεῖτε, ἀλλά θά ζήσετε ἐσεῖς καί πρέπει συνεπῶς νά ἔχετε προσωπική ἀντίληψι, καί νά κάνετε οὕτως εἰπεῖν μία προσωπική ἔρευνα, καί μία προσωπική διαπίστωσι, καί μία προσωπική βυθομέτρησι. Διότι ἄν δέν ὑπάρξη αὐτή ἡ προσωπική βυθομέτρησι, θά δημιουργήση ἐκπλήξεις.

    Ἀκόμη ἐάν σᾶς συστήση, κάνει συνοικέσιο πνευματικός ἄνθρωπος -αὐτό ἰδιαιτέρως σᾶς τό τονίζω, σᾶς κάνει συνοικέσιο πνευματικός ἄνθρωπος- ἤ ἱερεύς ἤ κατηχητής ἤ κατηχήτρια ἤ πνευματικός ἄνθρωπος γενικά, μή κλείσετε τά μάτια καί πεῖτε «ἀφοῦ τό πρόσωπο αὐτό εἶναι πνευματικό πρόσωπο καί μοῦ κάνει συνοικέσιο, ὁπωσδήποτε μέ κλειστά μάτια θά πάω, μέ ἐμπιστοσύνη ὅτι ἀφοῦ μοῦ τό λέει τό πρόσωπο αὐτό, πάει τελείωσε». Ὄχι! Καί σ’ αὐτό ἔχω γνωρίσει πολλές ἐκπλήξεις.

   Ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ νά κατέβη, ὅπως κατέβη κι εἰς τόν Τωβία, ὁ Ραφαήλ, ἡ προσωπική γνώμη πάντοτε θά ἔχη τή θέσι της. Ἡ προσωπική ἔρευνα, ἡ ἀντίρρησι ἤ ὅ,τι εἶναι τέλος πάντων, ἔχει πάντα τή θέσι του αὐτό. Πρέπει νά ἐρευνήσωμε· νά ποῦμε: «νά γνωρίσω τό πρόσωπο», «νά κουβεντιάσω μαζί του», «νά τό δῶ», «νά τό βυθομετρήσω», «νά δῶ ποιό εἶναι», «πῶς σκέπτεται», «τί ἰδέες ἔχει», «πῶς ἐκφράζεται». Ὅλα αὐτά πρέπει νά εἶναι προσωπικά. 

   Ἀλλά ὅπως καταλαβαίνετε, τά θέματα αὐτά εἶναι ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέροντα καί ἐπειδή ἡ ὥρα πέρασε θά συνεχίσωμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.


10η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ).

" εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

"ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν". (Τωβ. 4,19)

†.«ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! νά ἔλεγε κανείς, γιά τό κάθε τί «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἐκεῖ πού βλέπετε ἀνθρώπους νά ἀναστενάζουν, ἰδίως οἱ γυναῖκες μέσα στό σπίτι τους, γιά τό α΄ ἤ β΄ θέμα ἤ πρόβλημα, νά ἀναστενάζουν ἐκ βαθέων, ἔτσι νά καταρῶνται κάποτε, νά ἀγκομαχοῦν. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά μή λέη κανείς «δόξα τῷ Θεῷ»; Τί ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· «δόξα τῷ Θεῷ» γιά ὁ,τιδήποτε, μά εἴτε εὐχάριστο εἶναι, εἴτε δυσάρεστο εἶναι. Ξέρετε τί ὡραῖο κλῖμα δημιουργεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δοξάζη πάντα τόν Θεό;

  «Καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον», νά ζητῆς, λέγει, ἀπό τόν Θεόν πάντοτε ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχεις ἀνάγκη. Ἐάν, παιδιά,  ὁ Θεός δέν εἶναι γιά μᾶς ὁ Πατήρ, τότε τί εἶναι; Τότε ποιός εἶναι ὁ πατέρας μας; Ποιά εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας; Ἡ σιγουριά μας, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας ποιό εἶναι, ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ προνοητής μας, ὁ προστάτης μας, δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας; Πρός ἐκεῖνον θά στρεφώμεθα πάντοτε.

   «Γιά νά εὐοδωθοῦν, λέει, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου, γιά νά πᾶς καλά στή ζωή σου». Ὅταν λέμε τό «καλά» μή πηγαίνει τό μυαλό σας στά ὑλικά πράγματα. Πολλοί ἄνθρωποι εὐσεβοῦν, γιατί λέτε; Γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές τους· οἱ ὑποθέσεις τους· νά ἔχουν ὑγεία· πρῶτα πρῶτα νά ἔχουν ὑγεία, ὕστερα… ὕστερα νά ἔχουν ὑλικά ἀγαθά.

    Δέν ξέρω πῶς θά ἄκουγαν ἐκεῖνο τό πατερικό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Πῶς τό ἀκοῦτε αὐτό; Οἱ Πατέρες τό λένε αὐτό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Γιατί; Διότι πολλές φορές μία πάρα πολύ καλή ὑγεία δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα αὐτονομίας καί αὐτοσιγουριᾶς. Σάν νά μήν ἔχωμεν ἀνάγκη τόν Θεό. Μπορεῖς νά δοξάζης τόν Θεό, λοιπόν, ὅταν κάτι πάντα ἔχης; Ἤ τουλάχιστον νά εὐλαβῆσαι τόν Θεό, νά Τόν ἀγαπᾶς, ὄχι γιατί θά σοῦ δίνη τήν ὑγεία; Ἤ ἀκόμα ὄχι διότι θά σοῦ δίνη ὑλικά ἀγαθά; Αὐτό ἔχει ἀξία! Ἐκεῖ φαίνεται, ὅταν ἔρθη ἕνας πειρασμός, ἐάν τό κριτήριό μας, τό ἐλαττήριό μας ἤτανε τά ὑλικά ἀγαθά. Τότε τί γίνεται; Σέ ἕνα πειρασμό ἐγκαταλείπομε τόν Θεό, στρεφόμεθα ἐναντίον Του, καί ὑβρίζομε τόν Θεόν. Θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά λέγουν: «δέν ὑπάρχει Θεός· γιατί ἄν ὑπῆρχε, λέει, ὁ Θεός θά μέ ἔβλεπε πόσο ἐγώ ὑποφέρω καί θά μέ βοηθοῦσε». Ἀκοῦτε βλάσφημα λόγια; Ἀκοῦτε; Παιδιά, ἡ μεμετριασμένη πτωχεία εἶναι ἀγαθόν.

    Ἄν τό θέλετε μέ τήν εὐκαιρία, ὁ πρῶτος μακαρισμός τό λέγει αὐτό. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».  Ὁπωσδήποτε ἔχετε ἀκούσει τήν ἑρμηνεία ὅτι «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες· ἴσως καί στό σχολεῖο σας. Δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Βέβαια πατέρες τό ἑρμηνεύουν καί αὐτό, ὅτι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες. Ἀλλά εἶναι ἄν πάρωμε τό παράλληλον τοῦ Λουκᾶ, πού λέγει ἁπλῶς: «μακάριοι οἱ πτωχοί», δέν λέει «πτωχοί τῷ πνεύματι», «μακάριοι οἱ πτωχοί», παρακάτω λέει: «οὐαί τοῖς πλουσίοις», δέν λέει «τοῖς ὑπερηφάνοις», ἄν ὑποτεθῆ ὅτι πτωχός εἶναι ὁ ταπεινός.

    Συνεπῶς ἀκοῦστε πῶς θά τό ἑρμηνεύσω τώρα. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» θά πῆ: διά τοῦ ἰδίου των πνεύματος, δηλαδή διά τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Εἶναι μετοχή τοῦ μέσου, τοῦ τρόπου ἄν θέλετε. Μέ ποιόν τρόπο θά γίνω μακάριος; Μέ τό νά εἶμαι φτωχός μέ τήν προαίρεσί μου. Νά εἶμαι πτωχός μέ τήν προαίρεσί μου, μέ τή θέλησί μου, δηλαδή νά μή θέλω νά εἶμαι πλούσιος. Ἔτσι, ὅταν δέν θέλω νά εἶμαι πλούσιος, τότε ἡ εὐλάβειά μου δέν θά ἔχη ἐλαττήρια ταπεινά. Δέν θά εὐλαβοῦμαι τό Θεό γιά νά ἔχω ὑγεία, γιά νά ἔχω πλούτη. Δέν θά ἀνάβω τό κεράκι μου γιά νά παρακαλῶ τόν Θεό νά πηγαίνουν ὅλα καλά. Ἀλλά ἡ εὐόδωσις πού λέγει ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται; Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀκεραιότητα καί στήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ: νά προκόβη ἡ ψυχή! νά προκόβη ἡ ψυχή!

     Καί ἑρμηνεύει καί λέγει ὅτι: «οἱ λαοί δέν ἔχουν δική τους, λέει, κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά ὅπου θέλει, καί ὅπου θέλει ταπεινώνει»· πού σημαίνει ὅτι ὅσο νά τρέχη, ὅσο νά θέλη, «οὐ τοῦ τρέχοντος, οὐδέ τοῦ θέλοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Ὅ,τι θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός, καί ὅσο θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός. Ἐσύ ζήτα τήν ἁγιότητα. «Ζητεῖτε, λέγει, πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄, 33). Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια πού ἦρθε νά μᾶς κηρύξη ὁ Χριστός, καί πού ὁ Τωβίτ τώρα τά λέγει αὐτά στό γιό του τόν Τωβία.


Απόσπασμα από την 7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ).

" εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Τό ταξίδι τοῦ Τωβία. Συνοδός του ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ.

†.Συνεχίζοντας τά θέματά μας θἀ ἐνθυμεῖσθε ὅτι ἤδη εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σπίτι ὁ Τωβίτ, ὁ πατέρας, ὁ Τωβίας, ὁ γιός, καί ὁ συνοδός ὁ ὁποῖος θά συνόδευε τόν Τωβία εἰς τό μακρινό του ἐκεῖνο ταξίδι, εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας γιά νά πάρη ἐκεῖνο τό ποσόν τῶν χρημάτων, τό ὁποῖον ὁ πατέρας του εἶχε κάποτε ἐμπιστευθεῖ στίς παλιές του καλές ἡμέρες, καί πού τό ποσό αὐτό ἦτο δέκα ἀργυρά τάλαντα. Πολύ σημαντικό ποσόν!

        Ἔτσι διαπραγματεύονται τώρα ὁ πατέρας ὁ Τωβίτ μέ τόν συνοδόν τά περί τοῦ ταξιδίου. Ἀφοῦ διαπίστωσε -διαπίστωσε ὁ πατήρ- ὅτι ὁ συνοδός εἶναι καλός ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως τοῦ εἶπε «ἐκ ρίζης καλῆς εἶ ἀδελφέ», εἶσαι ἀπό καλή ρίζα, ἀπό καλή γενιά, ἡ ὁποία γενιά σου ἦταν εὐσεβής, δέν εἶχε περιπέσει εἰς τήν εἰδωλολατρίαν, θά ἐμπιστευθῶ φυσικά τώρα καί ἐγώ τό παιδί μου νά ἔλθη μαζί σου. Χωρίς φυσικά νά γνωρίζη ὅτι ὁ συνοδός εἶναι αὐτός ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἂγγελος Ραφαήλ· καί πού ὁ Ἂγγελος αὐτός στό τέλος τῆς ἱστορίας θά ἀποκαλυφθῆ ὅτι ἦτο πράγματι Ἂγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος.

           Γιά σκεφτεῖτε τήν περίπτωσι, τήν καταπληκτική περίπτωσι νά ἔχη κανείς κατ’ αἰσθητόν τρόπον ὁδηγόν του ἕναν Ἂγγελον! Ὁπωσδήποτε μή ξεχνᾶμε ὅτι Ἂγγελος μᾶς συνοδεύει πάντοτε· διότι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του. Αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατατεθημένο μέσα εἰς τήν Ἁγία Γραφή. Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του καί τόν προστατεύει καί τόν φυλάττει· ἀλλά προπαντός καί κυρίως ὁ Ἂγγελός μας, ὁ Ἂγγελος τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἐργάζεται τήν σωτηρία μας. Ὅπως λέγει εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι οἱ Ἂγγελοι εἶναι «πνεύματα λειτουργικά εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». (Ἑβρ. 1, 14) Εἶναι, λέει, πνεύματα διακονικά -αὐτό θά πῆ λειτουργικά- γιά ’κείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν Βασιλείαν. Δηλαδή θά σωθοῦν. Συνεπῶς ἐργάζονται οἱ Ἂγγελοι πρωτίστως καί κυρίως καί κατ’ ἐξοχήν τήν σωτηρία μας.

           Ἀλλά τό πρᾶγμα ἐδῶ δέν εἶναι ὅτι τό ξέρομε ὅτι ἔτσι εἶναι· ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἰδιαιτέρα εὔνοιαν, τό ἰδιαίτερο προνόμιον, νά εἶναι ὁ Ἂγγελος καί κατ’ αἰσθητόν τρόπον· ὁ ὁποῖος πράγματι, θά δοῦμε ἐδῶ, πόσες διακονίες  καί πόσες ἐξυπηρετήσεις προσέφερε εἰς τόν Τωβία. Ὁ Τωβίτ ὅμως εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος, εἶναι ὅπως θά λέγαμε κατά Πλάτωνα «ὁ καλός κἀγαθός». Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε ὅτι τόν καλόν καί ἀγαθόν ἄνθρωπον μόνον τό Εὐαγγέλιον τόν δημιουργεῖ. Αὐτό νά μή τό ξεχνοῦμε.

            Εἶχε πεῖ ἕνας νεώτερος λόγιος τῆς Γαλλίας -δέν ἐνθυμοῦμαι τό ὂνομά του- ὅτι οἱ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, δέν κατάφεραν νά κάνουν καλύτερους τούς ἀνθρώπους οὔτε τῆς γειτονιᾶς των. Διότι ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά ἐξαγγέλλη ἴσως ἀνθρωπιστικές ἰδέες καί ἀνθρωπιστικά συνθήματα, ἀλλά εἶναι ἀνίκανη νά καταστήση τούς ἀνθρώπους ἱκανούς καί σπουδαίους. Δέν ἔχει δύναμι. Γι’ αὐτό βλέπετε στήν ἐποχή μας πόσα συνθήματα ἀνθρωπιστικά διακηρύσσονται. Ὅλα καταπατοῦνται. Ὅλα! καί ἀπό ἔθνη καί ἀπό ἄτομα. Ποιός τηρεῖ τά ἀνθρωπιστικά αὐτά συνθήματα, τά ὁποῖα ρίπτονται κατά πλησμονήν καί ἀπό ὀργανισμούς, καί ἀπό σχολεῖα, καί ἀπό Διεθνεῖς ὀργανισμούς, καί τά λοιπά; Ὅλα αὐτά τά ἀνθρωπιστικά συνθήματα πᾶνε περίπατο. Κλασσικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἐποχικό θά ἔλεγα, ἡ Κύπρος· ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τά σπίτια τους, οἱ πρόσφυγες  ἀπό τήν Κύπρο καί λοιπά. Κλασσικό παράδειγμα, ἐποχικό. Κι ὅλα αὐτά τά φωνάζομε δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου! καί ξέρω ἐγώ… Τίποτε! φρέσκος ἀέρας. Ὅλοι τά φωνάζουν, ὅλοι τά λέγουν, καί κανείς δέν τά τηρεῖ.  

          Νά τό ξέρετε λοιπόν παιδιά, τόν ἀληθινά τίμιον ἄνθρωπο, τόν ἀληθινά ἀκέραιον ἄνθρωπο τόν κάνει μόνον τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ Τωβίτ … ὅταν λέμε τό Εὐαγγέλιον…, φυσικά δέν ζεῖ στήν ἐποχή τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Τωβίτ, ζεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη· ἀλλά δέν ἔχει σημασία. Εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ τύπος ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τόν Ναθαναήλ: «νά, ἕνας ἀληθινός Ἰσραηλίτης πού δέν ὑπάρχει δόλος εἰς τό στόμα του». Πραγματικά ὁ ἀληθινός Ἰσραηλίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινά ἀκέραιος. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι και ἕτοιμος νά δεχθῆ τό  Εὐαγγέλιο καί νά ὁλοκληρωθῆ.

           Τότε ὁ Τωβίτ λέγει εἰς τόν συνοδόν: «ἀλλά εἰπόν μοί τινά σοί ἔσομαι  μισθόν διδόναι;» (Τωβ. 5, 15) Πές μου τί θά σέ πληρώσω; Ποιός θά εἶναι ὁ μισθός σου; «δραχμήν τῆς ἡμέρας καί τά δέοντα σοί ὡς καί τῷ υἱῷ μου.» Θά σοῦ δώσω μία δραχμή τήν ἡμέρα καί τά ἀναγκαῖα τῆς ἡμέρας· τήν τροφήν καί τά λοιπά, ὅπως αὐτά θά δώσω καί στό παιδί μου. Εἶναι ἐντάξει;

         Ὅταν ἀκοῦτε βέβαια σήμερα μία δραχμή, βέβαια λέτε «μία δραχμή;» Δέν ἔχω παρά νά πάω λίγο πίσω στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σας, καί θά ὑπενθυμίσω ὅτι γύρω στίς πρῶτες δύο δεκαετίες τοῦ αἰῶνος μας ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές ἡ χρυσῆ λίρα Ἀγγλίας, καί συνεπῶς τό μεροκάματο ἦταν γύρω ἀπό μία δραχμή… ὀγδόντα λεπτά… μιάμιση δραχμή… δυό δραχμές... Μάλιστα ἕνα τραγούδι παλιό -νά μοῦ συγχωρεθῆ πού τό λέω- λαϊκό τραγούδι πού λέει «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Τό θυμόσαστε; Τό ἔχετε ἀκούσει; Ἕνα παλιό τραγούδι, λαϊκό· «κόκκινες, καλές ντομάτες, δυό δεκάρες τήν ὀκά». Δυό δεκάρες! Ἀλλά προσέξτε! δυό δεκάρες, δέν εἶναι τότε πού ἡ λίρα εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές. Διότι οἱ ντομάτες ἦταν ἀκόμη φθηνότερες· ἄν λάβετε ὑπόψιν ὅτι τό μεροκάματο, σᾶς εἶπα, ἦταν ἑβδομήντα… ὀγδόντα λεπτά… μία δραχμή καί τά λοιπά.

         Ἔτσι ἔχομε τήν δραχμήν ἐδῶ. Καί ἐπειδή εὑρισκόμεθα πρό Χριστοῦ, θά ὑπολογίσωμε ποία; τήν Ἀττικήν δραχμήν; τήν Ρωμαϊκήν δραχμήν; Ὅ,τι καί νά ὑπολογίσετε τό θέμα εἶναι ὅτι πρόκειται περί μίας τιμῆς καλῆς, ἱκανοποιητικῆς.

          Ἀλλά δέν μένει σέ αὐτό, καί λέγει -αὐτό τώρα εἶναι ἐκ προθέσεως, ἐξ ἀγαθῆς προθέσεως- καί λέγει: «καί ἔτι προσθήσω σοί ἐπί τόν μισθόν, ἐάν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε» (Τωβ. 5, 16) Ἐάν γυρίσετε πίσω ὑγιεῖς, καί ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ὁ σκοπός σας, ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ, τότε θά σοῦ δώσω κι ἄλλα χρήματα. Δηλαδή αὐτό τό «καί ἄλλα χρήματα» ἦταν ἕνας τύπος φιλοδωρήματος.

          Αὐτό τό φιλοδώρημα, παιδιά! -δέν ξέρω, πρέπει κανείς νά μένη, νά μένη σέ κάθε λέξι· πραγματικά, ἀλλά ἴσως θά ἀργούσαμε πολύ- αὐτό τό φιλοδώρημα εἶναι τόσο θαυμάσιο! Ὄχι, βέβαια νά γίνεται πλέον καθεστώς· καί νά βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο, προκειμένου νά σᾶς ἐξυπηρετήση, ὁπωσδήποτε νά πάρη φιλοδώρημα. Εἶναι κάτι πολύ ἄσχημο πρᾶγμα αὐτό, εἶναι τό γνωστό μέ τήν τουρκική λέξι «μπαξίς». Ἐάν δέν τοῦ δώσης -ἰδίως κάτι ξεναγοί, κάτι δέν ξέρω τί- δέν σέ ἐξυπηρετεῖ. Εἶναι πολύ κακό πρᾶγμα αὐτό.

         Εἶναι ὅμως θαυμάσιο νά μποροῦμε νά δίνωμε ἕνα φιλοδώρημα σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καθ’ οἱονδήποτε τρόπον μᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἦρθε τό παιδί τοῦ μπακάλη στό σπίτι μας, τοῦ φαρμακείου, δέν ξέρω τι, νά δώσωμε πάντοτε κάτι· ἕνα γλυκό, κάτι· λίγα χρήματα… Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο! Ἢ σέ ἕνα κατάστημα πήγαμε καί κάναμε ἒτσι σημαντικές ἀγορές, καί μᾶς ἐξυπηρέτησε ἕνας ὑπάλληλος, νά τοῦ δώσωμε κάτι. Σᾶς λέγω εἶναι θέμα ἀνθρωπιᾶς, καί σᾶς τό συνιστῶ αὐτό νά τό γνωρίζετε. Πάντοτε νά ἔχωμε αὐτό τόν τρόπο τοῦ φιλοδωρήματος.

          Ἐμεῖς δέ οἱ Ἕλληνες ἔχομε μία, ἤ τουλάχιστον εἴχαμε, ἄς ποῦμε ὅτι ἔχομε ἀκόμη, μίαν εὐαισθησία γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Κάποτε διάβαζα στήν ἐφημερίδα τό ἑξῆς περιστατικό: κάποιοι ξένοι ζήτησαν ἀπό κάποιον νεαρόν, ἕνα ἀγροτόπαιδο, κάποια πληροφορία γιά κάποιο πρᾶγμα πού γύρευαν στό δρόμο τους· καί ἐπειδή δέν ἦταν εὔκολο νά τούς ἐξηγήση πιό πολλά, ἔκανε τόν κόπο καί πῆγε μαζί τους ἀρκετή ἀπόστασι. Αὐτοί ἐπέμεναν, ἀφοῦ τόν εὐχαριστοῦσαν διά πολλῶν, ἐπέμεναν νά τοῦ δώσουν κάποιο φιλοδώρημα. Αὐτός ἀδύνατον νά τό δεχθῆ. Ἐπέμεναν πάρα πολύ ἐκεῖνοι, καί τελικά τό ἐδέχτηκε. Πέρασε λίγη ὥρα καί ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ξένοι, ὅτι ἀπό πίσω τους κάποιος ἔτρεχε νά τούς φτάση. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἤτανε τό ἀγροτόπαιδο, τό ὁποῖον εἶχε ἐκεῖ κοντά ἕνα ἀμπέλι μέ σταφύλια. Ἔκοψε μερικά σταφύλια καί τούς τά πήγαινε, ἐπειδή τοῦ εἴχανε δώσει φιλοδώρημα.    

           Αὐτό τό «δοῦναι λαβεῖν» μέ αὐτόν τό τρόπον -προσέξτε! μέ αὐτόν τόν τρόπον!- ὄχι νά περιμένης σώνει καί καλά ἀπό τόν ἄλλον νά τόν ἐξυπηρετήσης γιά νά σοῦ δώση φιλοδώρημα -νά φυλάξη ὁ Θεός! εἶναι καί ἁμαρτία, καί εἶναι καί ἀπάνθρωπο- ἀλλά αὐτό τό «ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἀγάπῃ» εἶναι μία ἀρετή τῆς φυλῆς μας, τήν ὁποία ὁπωσδήποτε ἔχομε κυρίως ἀναπτύξει ἀπό τήν ἐνοίκησι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στήν πατρίδα μας.

           «Καί ηὐδόκησαν οὕτως.» Συνεφώνησαν. «Καί εἶπεν πρός Τωβία. Ἕτοιμος γίνου πρός τήν ὁδόν. Καί εὐοδωθείητε»Ἑτοιμάσου, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ πατέρας τοῦ γιοῦ, ἑτοιμάσου γιά τό ταξίδι καί εὔχομαι νά πᾶτε καλά. «Καί ἡτοίμασεν ὁ υἱός αὐτοῦ τά πρός τήν ὁδόν. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ πατήρ αὐτοῦ, πορεύου μετά τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ δέ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεός εὐοδώσει τήν ὁδόν ὑμῶν, καί ὁ γγελος αὐτοῦ συμπορευθήτω ὑμῖν.» (Τωβ. 5,16) Εὔχομαι νά πᾶτε καλά, νά εὐοδώση τό ἔργο σας ὁ Θεός, καί εὔχομαι ἀκόμη ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά συμπορεύεται στό δρόμο σας. Ποῦ νά ἤξερε ὁ Τωβίτ ὅτι πράγματι Ἂγγελος Θεοῦ συνεπορεύετο μέ τό γιό του! Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐδῶ πέρα βάζει τό «ὁ Ἂγγελος» ἔναρθρο. Δέν ἔχει «Ἂγγελος» ἀλλά λέγει «ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ», πού ὑποδηλοῖ πράγματι τήν πίστι στήν Παλιά Διαθήκη ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελό του.

          «Καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καί ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ’ αὐτῶν» (Τωβ. 5, 16) Ἄν κανείς μπορῆ νά καταλαβαίνη!.. ἄν καί εἶναι πάρα πολύ ἁπλό κείμενο· βλέπετε πόσο ἁπλό εἶναι; Σάν, θά λέγαμε, σάν καθαρεύουσα ἁπλό εἶναι. Οὔτε μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό τό πρᾶγμα ἀρχαῖο κείμενο. Σάν καθαρεύουσα εἶναι· πολύ ἁπλό. Ὅταν ὅμως μποροῦμε νά τό καταλαβαίνωμε, ἔχει τόση ἀπόλαυσι! ὅταν δέ ζοῦμε τίς ἰδιαίτερες σκηνές του καί εἰκόνες του ὅπως μᾶς προβάλλονται. Στή φαντασία μας ἄς παραστήσωμε τούτη τή σκηνή: ὅτι εὔχεται ὁ πατέρας στό γιό του καί τόν ὁδηγόν νά πᾶνε καλά· νά γυρίσουν καλά· ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ νά τούς συνοδεύη· τούς βγάζει ἔξω στήν πόρτα, «καί ἐξῆλθαν ἀμφότεροι». Βγῆκαν ἔξω νά φύγουν καί τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ ἀκολουθεῖ στό ταξίδι αὐτό καί τό γιό.

        Ἡ παρουσία τοῦ σκύλου μέσα στό σπίτι! Εἶναι μία πολύ χαριτωμένη καί γραφική εἰκόνα μέσα στό ὅλο κείμενο· τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Δηλαδή δίνει ἕναν θαυμάσιο τόνο σ’ αὐτήν τήν ὑπέροχη εἰκόνα, πού μας περιγράφει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς τά γεγονότα.

         Τί νά πῶ γιά τό σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ! Βλέπετε ὅτι τά κατοικίδια ζῶα γίνονται καί αὐτά μέλη τρόπον τινά τῆς οἰκογένειάς μας. Γι’ αὐτό, πολλές φορές πολλοί ἄνθρωποι πού ἔχουν μία εὐαισθησία, τά ἀγαπᾶνε πάρα πολύ. Αἰσθάνονται ἄσχημα, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἕνα ζωντανό τους μπορεῖ νά διψᾶ ἤ νά πεινᾶ. Διότι τά κατοικίδια ζῶα μᾶς ἐξυπηρετοῦν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο· μέ τή μεταφορά τῶν πραγμάτων… τά ὑποζύγια, μέ τό γάλα τους… μέ τό μαλλί τους… μέ τά αὐγά τους… καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… μέ τήν παρουσία τους. Προσέξτε! μέ τήν παρουσία τους!

        Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τά ζῶα γιά τόν ἄνθρωπο καί ἀνάμεσα στίς ποικίλες ἐξυπηρετήσεις καί διακονίες πού προσφέρουν τά ζῶα στόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί ζῶα τά ὁποῖα τοῦ προσφέρουν μόνο ψυχαγωγία. Προσέξτε! μόνο ψυχαγωγία. Νά βλέπετε μερικά ζῶα, ἰδίως τά ὠδικά πτηνά, τά πουλιά πού κελαηδοῦν, ἀλλά καί ἄλλα ζωάκια τά ὁποῖα δέν ἔχουν τίποτε νά μᾶς προσφέρουν, παρά μόνο μέ τήν παρουσία τους νά διασκεδάζωμε.

           Καί θά ἔλεγα πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀληθινή ψυχαγωγία, ἡ ἀληθινή διασκέδασις εἶναι αὐτή. Νομίζομε ὅτι πρέπει νά πληρώσωμε πολλά χρήματα νά πᾶμε νά διασκεδάσωμε. Μέ μόνη τήν παρουσία ἑνός ζωντανοῦ στό σπίτι μας, τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι λίγο κωμικό, δέν ξέρω πῶς, νά περάσωμε θαυμάσια· νά διασκεδάσωμε θαυμάσια. Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος διασκεδάζει πάρα πολύ εὔκολα καί ἀνέξοδα καί ἀκίνδυνα, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ψυχαγωγία εἶναι τρομερά ἐπικίνδυνη, ἀλλά καί δαπανηρά.

          Ἐδῶ ὅμως βλέπομε τώρα τό σκυλί, πού εἶναι ἕνα ζωντανό πού φυλάει τό σπίτι, πιστός φύλακας, ἀκολουθεῖ καί αὐτό. Ὅταν θά ἐπιστρέψουν πίσω, ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν θά ξεχάση θά τό ξαναθυμηθῆ. Καί θά πῆ ὃτι ἐνῶ τούς περιμένουν καί ἔχουν ἀργήσει -θά ἐπιστρέψουν- καί ἡ μητέρα βγαίνει ἀνήσυχη καί μέ δάκρυα στά μάτια «τί ἔγινε τό παιδί της;», τό πρῶτο πρᾶγμα πού θά δῆ στήν στροφή τοῦ δρόμου θά εἶναι τό σκυλί νά προβάλλη. Προάγγελος ὅτι ἔρχονται. Ἐκεῖ πάλι λοιπόν θά τό ξαναθυμηθῆ.

          Καί ἔφυγαν. Πρέπει νά τούς παρακολούθησε ἡ μητέρα ἲσαμε τή στροφή τοῦ δρόμου κι ἀπό κεῖ ἔφυγαν. Καί ἔμειναν οἱ δυό τους. Ἔμεινε ὁ Τωβίτ καί ἡ Ἄννα. Ἀμέσως ὅμως ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα, ἔνοιωσε τήν ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ· λείπει τό παιδί, ἄδειασε τό σπίτι. 

          Πραγματικά ἕνα μέλος τῆς οἰκογενείας μας, ὅταν εἶναι δεμένο μαζί μας, αἰσθανόμαστε ὅτι τό σπίτι ἀδειάζει, ὅταν ἀπουσιάζει. Βλέπετε τί θά πῆ σπίτι; Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει γίνει ξενοδοχεῖο. Ὅπως μέσα σέ ἕνα ξενοδοχεῖο πηγαίνουν οἱ ἔνοικοι ὅποτε θέλουν, πηγαίνουν ὁποιαδήποτε ὥρα, καί ὅποια ὥρα θέλουν φεύγουν. Νοικιάζεις ἕνα δωμάτιο σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, δέν ξέρεις ποιός εἶναι στό διπλανό σου δωμάτιο· οὔτε πότε ἦρθε ὁ διπλανός σου ὁ γείτονας, οὔτε πότε θά φύγη. Τίποτα! Τό σύγχρονο σπίτι ἔχει καταλήξει νά εἶναι ἕνα, θά λέγαμε, εὔσχημο ξενοδοχεῖο. Εὔσχημο ξενοδοχεῖο!

          Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά, νά μοῦ τό συγχωρέσετε, ξέρω θά μέ κακίζετε, ἀλλά θά τό πῶ: Κι ὅλα αὐτά ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω. Ὅταν ἡ μητέρα ἐργάζεται ἔξω! Ξέρω, ὑπάρχουν κυρίες δεσποινίδες πού ἐργάζονται ἔξω. Τό ξέρω, ἀλλά μπορῶ ὃμως νά μή τό πῶ αὐτό; Μπορῶ νά μήν τονίσω κάτι τό ὁποῖον ὑπάρχει καί εἶναι μία πληγή τῆς ἐποχῆς μας καί ἡ ὁποία κατέστρεψε, καί καταστρέφει, καί διαρκῶς περισσότερο καταστρέφει, αὐτήν τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ;

       Ὅταν λείπη ἡ μητέρα ἐργαζόμενη ἔξω, φεύγει τό πρωί κι αὐτή μέ τόν ἄνδρα της, τώρα τά παιδιά πῶς θά εἶναι μέσα ἐκεῖ; -Κι αὐτά φεύγουν στό σχολεῖο…- Τί ὥρα θά γυρίση ὁ σύζυγος; Τί ὥρα θά γυρίση ἡ σύζυγος; Κουρασμένη τί νά ἑτοιμάση; Ἀκαταστασία! Ἐκείνη ἡ θαλπωρή τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ζεστασιά ἀμέσως… Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο, πού τά παιδιά μας σήμερα ἤ οἱ ἄνθρωποί μας νά πᾶνε στή Γερμανία νά δουλέψουνε; Ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες! Αὐτή ἡ τάσις μεταναστεύσεως ἡ ὁποία -δόξα τῷ Θεῷ!- ἔχει κοπάσει. Φεύγει ὁ σύζυγος καί μένει ἡ γυναῖκα στό σπίτι μόνη της μέ τά παιδιά· ἤ φεύγουν τά παιδιά, πᾶνε μακριά· ἤ οἱ σπουδές· οἱ ὁποῖες σπουδές, Ἰταλία, Γερμανία, ἀτέλειωτες. Χρόνια περνοῦν, χρόνια ἔρχονται, χρόνια φεύγουν, καί πτυχίο δέν φαίνεται. Οἱ πιό πολλοί δέν παίρνουν πτυχίο. Μπερδεύονται ἐκεῖ, παντρεύονται· ἀκαταστασία, μεγάλη ἀκαταστασία! Κι ἔτσι ὅλα αὐτά σήμερα ἔχουν ἀποδιοργανώσει τό σπίτι, τήν οἰκογένεια. Σήμερα δέν συναντᾶς μέσα στό σπίτι, παρά σέ λίγες περιπτώσεις, ἐκείνη τή θαλπωρή, τή ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ.

            Ἐδῶ τώρα ἡ ἀπουσία τοῦ παιδιοῦ ἀμέσως γίνεται αἰσθητή. Καί λέγει: «ἔκλαυσε δέ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί εἶπε πρός Τωβίτ, τί ἐξαπέστειλας τό παιδίον ἡμῶν;» Τί τό ἔστειλες τό παιδί μας; Τί τό ἔστειλες; «ἤ οὐχί ἡ ράβδος τῆς χειρός ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτόν καί ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν;» (Τωβ. 5, 18) Γιά μᾶς δέν εἶναι τό ραβδί μας, τό ἀκουμπιστήρι μας -μεταφορικά-, ἡ ἐλπίδα μας, τό στήριγμά  μας, ἡ ἐλπίδα τῶν γηρατειῶν μας; Τί τό ἔστειλες τό παιδί τώρα μακριά νά πάη νά χαθῆ; «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι, ἀλλά περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο» (Τωβ. 5,19) Εἶναι παροιμία αὐτό, ἔκφρασις εἶναι: «ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μή φθᾶσαι». Κατά λέξιν θά πῆ «τά λεφτά στά λεφτά νά μή φτάσουν». Δηλαδή θέλει νά πῆ ὅτι τσιμέντο νά γίνουν καί τά λεφτά καί ὅλα· δέν θά θέλαμε τίποτε. «ὡς γάρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρά τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανόν ἡμῖν ὑπάρχει» (Τωβ. 5, 20) Αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ζοῦμε, μᾶς εἶναι ἀρκετό. Δηλαδή εἶναι αὐτή ἡ αὐτάρκεια τοῦ σπιτιοῦ πού δέν θέλει, γιά νά αὐξηθοῦν τά ἔσοδα, κάποιο μέλος του νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό σπίτι. Τό προσέξατε;

            Λυποῦμαι πού θά πῶ ὅτι αὐτά τά πάρα πολύ ὡραῖα, τά γεμάτα εὐαισθησία ἀνήκουν σέ μία -δυστυχῶς!- παρωχημένη ἐποχή. Ὂχι πάρα πολύ παρωχημένη ἐποχή, ὄχι τόν καιρό πού γραφόταν τό ἱερό κείμενο αὐτό. Ὂχι τότε, πού ἔχομε τήν Ἀσσυριακή αἰχμαλωσία τόν ἕβδομο αἰῶνα π.Χ. Ὂχι· δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω· μόλις… μόλις δυό-τρεῖς δεκαετίες πίσω. Αὐτή ἡ ἐποχή θεωρεῖται παρωχημένη, περασμένη πιά. Δυστυχῶς! Ὡραία ἐποχή! πού τό σπίτι πονάει ὅλα τά μέλη του. Καί προτιμάει νά ζῆ μέ λιτότητα καί μέ αὐτάρκεια, παρά νά ἔχη πολλά ἀγαθά καί νά λείπουν τά μέλη τῆς οἰκογενείας σκορπισμένα σάν τοῦ λαγοῦ τά παιδιά.

         «Καί  εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ» τῆς ἀπαντᾶ ὁ Τωβίτ «μή λόγον ἔχε ἀδελφή» μή λές κουβέντες, ἀδελφή «ὑγιαίνων ἐλεύσεται καί οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν» (Τωβ. 5, 21) Θά γυρίση καλά καί θά τόν δοῦν τά μάτια σου. «γγελος γάρ ἀγαθός συμπορεύσεται αὐτῷ, καί εὐοδωθήσεται ἡ ὁδός αὐτοῦ, καί ὑποστρέψει ὑγιαίνων, καί ἐπαύσατο κλαίουσα.» (Τωβ. 5, 22) Καί τοῦτο διότι Ἂγγελος ἀγαθός, λέγει, θά τόν συνοδεύη καί θά γυρίση καλά. Μήν ἀνησυχεῖς. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Εἶναι αὐτό  πού λέμε ὅταν βρεθοῦμε σέ μία πολύ μεγάλη ἀνάγκη. Τί νά κάνωμε; ὁ πατέρας τυφλός· ….. οὐσιαστική παρηγορία. Διάβαζα εἰς τόν Προφήτη Ἱερεμία «περί παρακλήσεως ματαίας». Ἐδῶ δέν ἔχομε ματαία παράκλησιν· ἀλλά τί; οὐσιαστικήν. Διότι Ἂγγελος θά εἶναι μαζί του, καί θά γυρίση καλά. Καί τότε ἐκείνη παρηγορήθηκε πραγματικά, ἡ μητέρα, καί ἐσταμάτησε νά κλαίη.

          Ἐνῶ γίνεται ἡ σκηνή αὐτή μέσα εἰς τό σπίτι, ἔχομε τώρα μία δεύτερη σκηνή. Εἶναι ἡ σκηνή τῶν ὁδοιπόρων μας, πού πηγαίνουν στό ταξίδι τους. Καί λέγει εἰς τό ἕκτο κεφάλαιο, πού τό ἀρχίζομε τώρα, ὅτι «οἱ δέ πορευόμενοι τήν ὁδόν ἦλθον ἑσπέρας εἰς τόν Τίγριν ποταμόν, καί ηὐλίζοντο ἐκεῖ». (Τωβ. 6, 1) Ὅταν ἔφυγαν ἀπό τήν Νινευή- Ἐκεῖ ἔμεναν, εἰς τήν Νινευή- ὅπως θά ξέρετε ἡ Νινευή εἶναι χτισμένη ἐπάνω εἰς τόν Τίγριν ποταμό. Ἀλλά ἐδῶ, γιά νά πᾶνε εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἀφοῦ θά περνοῦσαν βεβαίως ἀπό τά Ἐκβάτανα, θά ἐστρέφοντο σέ μία εὐθεία γραμμή εἶναι βορειοανατολικά· ἀλλά ὁ δρόμος ὅμως ἤτανε κατά τέτοιο τρόπο, πού φεύγοντας ἀπό τήν πόλι, ἔπρεπε νά κατευθυνθοῦν ἀνατολικά καί μετά νά στραφοῦν βορειοανατολικά. Καί ἐδῶ πού λέει ὅτι ἔφτασαν τό ἀπόγευμα (βραδάκι), ἔφτασαν εἰς τόν Τίγρι, δέν ἐννοεῖ βεβαίως τόν Τίγρητα ὁ ὁποῖος εἶναι δίπλα στήν πόλι, τήν ὁποία καί ἄφησαν, ἀλλά ἐννοεῖ ἤ τόν μικρόν ἤ τόν μεγάλον ποταμόν Δαῦ πού εἶναι παραπόταμος τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ.

         Ἔτσι λοιπόν ἔφτασαν ἐκεῖ καί «παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι» (τό «κλυ» μέ υ). Ὅλη μέρα εἴχανε σκονιστεῖ. Τότε οὔτε δρόμοι ὑπῆρχαν, οὔτε καί ἡ ὑπόδησις, τά παπούτσια, ἤτανε ἱκανά, ἀρκετά. Ἀλλά καί ἄσφαλτος νά ἦτο, καί καλά παπούτσια νά φορούσανε, ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, περπατῶντας ὅλη μέρα σκονίζεται ὁ ἄνθρωπος. Καί φαίνεται ἦταν καί καλός καιρός, ἴσως καλοκαιράκι. Δέν μᾶς λέει τί ἐποχή ἦταν· μᾶλλον καλοκαίρι πρέπει νά ἦταν. Θέλησε νά πάη νά κάνη ἕνα μπάνιο εἰς τό ποτάμι. Καί κατέβηκε εἰς τό ποτάμι νά κολυμπήση, νά πλυθῆ ἀπό τήν σκόνη πού εἶχε ὅλη τήν ἡμέρα. Ὅπως κατέβηκε ὅμως στό ποτάμι, τότε ἀνεπήδησε ἕνα πελώριο ψάρι. Καί ἀμέσως τό ψάρι αὐτό ἄνοιξε τό στόμα του νά καταπιῆ τόν Τωβία. Τό ψάρι αὐτό πιθανότατα εἶναι λαυράκι, λαύραξ, ἀλλά μεγέθους ὅσο ἕνας ἄνθρωπος. Διότι μέχρι σήμερα εἰς τόν Τίγριτα ποταμό ὑπάρχουν τά ψάρια αὐτά. Εἶναι πολύ μεγάλα ψάρια· ἔχουν πτερύγια καί λέπια. Εἶναι ἀδηφάγα, τρώγουν τά πάντα. Ἒχουν βρεθεῖ μέσα στό στομάχι τους ἀνθρώπινα μέλη, πού σημαίνει ὅτι σπαράσσουν τόν ἄνθρωπο ὅταν μπῆ στό ποτάμι, ὅπως ὁ κροκόδειλος. Καί ἐπιπλέον ἔχουν νοστιμότατο κρέας. Αὐτά πού σᾶς εἶπα, τά ξέρομε ἀπό σύγχρονα δεδομένα· προσέξτε! ἀπό σύγχρονα δεδομένα.

       Προφανῶς λοιπόν, ἕνα τέτοιο ψάρι ἤτανε αὐτό τό ὁποῖο ἀμέσως ἐπετέθη ἐναντίον τοῦ Τωβία, ὁ ὁποῖος πῆγε νά κολυμπήση. Τό παιδί τρόμαξε φυσικά· ἔβαλε τίς φωνές. Καί τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ὁ ὁποῖος -ὁ συνοδός ὁ Ραφαήλ- δέν κατέβηκε νά κάνη μπάνιο ἐκεῖνος. -Εἶχε ἀνάγκη νά κάνη μπάνιο ὁ Ἂγγελος;- Τότε φωνάζει ὁ Ἂγγελος ἀπό τήν ὄχθη: μή φοβᾶσαι «ἐπιλάβου τοῦ ἰχθύους», πιάσε τό ψάρι. Νά πιάσης ἕνα ψάρι μήκους περίπου δυό μέτρων δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μάλιστα ἕνα ψάρι ἐπιθετικό. Ἀλλά ἐδῶ βλέπομε τό ἑξῆς. Ὅταν ὁ Ἂγγελος τοῦ Θεοῦ λέγη «κάνε κάτι», σημαίνει ὅτι ὄχι τό ψάρι μποροῦσες νά πιάσης, ἀλλά καί τό ποτάμι νά στερέψης καί νά γυρίσης τή ροή του πίσω. Διότι ὁ Ἂγγελος ἐνεργεῖ κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Μή σᾶς φαίνεται λοιπόν αὐτό παράξενο. Ἔτσι, ὁ Ἂγγελος λέγοντας αὐτή τήν προτροπή εἰς τόν Τωβία, ἐκεῖνος ἀμέσως ἅρπαξε τό ψάρι τό  ὁποῖο καί  ἔβγαλε ἀπό τό ποτάμι ἔξω στήν ξηρά· ὁλόκληρο ψάρι! Ἀκόμη ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του ὁ Τωβίας. Δέν ρώτησε τίποτε ὁ Τωβίας «γιατί;». Ἔκανε μόνο ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ συνοδός του, καί κατόπιν ἔκοψαν ἕνα κομμάτι κρέας, τό ὁποῖον ἔψησαν ἐκεῖ εἰς τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καί κάθισαν καί ἔφαγαν.

       Συνέχισαν ὅμως τό ταξίδι τους τήν ἑπόμενη πού ξημερώθηκαν. Πέρασαν οἱ ἡμέρες καί κόντευαν νά φτάσουν -ὕστερα ἀπό τό περιστατικό αὐτό, τό ὁποῖο θά παρακαλέσω νά ἐνθυμῆσθε, γιατί ἔχει κάποια σημασία- κόντευαν νά φτάσουν εἰς τά Ἐκβάτανα. Πρίν μποῦν στήν πόλι, λέγει ὁ Τωβίας εἰς τόν Ἂγγελον: «Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστίν ἡ καρδία καί τό ἧπαρ καί ἡ χολή τοῦ ἰχθύος;» ( Τωβ. 6, 7) Δηλαδή, μοῦ εἶπες νά κρατήσω αὐτά τά τρία πράγματα ἀπό τά ἐντόσθια τοῦ ψαριοῦ, γιά πές μου, γιά ποιό λόγο; Γιατί; Ποιός δηλαδή εἶναι ὁ λόγος. «Καί εἶπεν αὐτῷ» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἂγγελος «ἡ καρδία καί τό ἧπαρ, ἐάν τίνα ὀχλῇ δαιμόνιον ἤ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου ἤ γυναικός καί οὐκέτι οὐ μή ὀχληθῆ;» (Τωβ. 6, 8) Λέγει ὅτι ἡ καρδιά καί τό συκώτι, τά ὁποῖα θά πρέπη βεβαίως μέσα στήν πορεία τοῦ ταξιδιοῦ των κατά κάποιο τρόπο νά εἶχαν κάπως ἀποξηράνη, αὐτά λέγει ὅταν κανείς τά βάλη ἐπάνω σέ ἀναμμένα κάρβουνα, ἐπάνω σέ φωτιά, καί μέ τόν καπνό τοῦ συκωτιοῦ καί τῆς καρδιᾶς καπνίσει διαμονισμένον ἄνδρα ἤ δαιμονισμένη γυναῖκα, τότε τό δαιμόνιο φεύγει. Ὡς πρός δέ τή χολή, ἐκεῖνος πού θά χρίση τά μάτια ἑνός τυφλοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει λευκώματα, εἶναι τυφλός, αὐτός θά γίνη καλά.

        Ἐδῶ ὅμως νά μείνωμε λιγάκι. Πιστεύω ὅτι ἴσως νά σκεφθήκατε τό ἑξῆς: ὅτι νά, πού βρήκαμε ἕνα φάρμακο μέσα στήν Ἁγία Γραφή! Κι ἄν πιστεύωμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀληθινή, τότε τό φάρμακο πρέπει νά ’ναι καί θαυμάσιο. Ξέρεις τί πάει νά πῆ, νά καπνίσης μέ ἑνός ψαριοῦ τό συκώτι καί τήν καρδιά ἕναν δαιμονισμένον ἄνθρωπο καί νά γίνη καλά; Ἤ νά βάλης τή χολή του πάνω στά μάτια ἑνός τυφλοῦ καί νά γίνη καλά; Θά λέτε ὁπωσδήποτε «θαυμασία συνταγή αὐτή!»

       Λοιπόν παιδιά, ὅσα ψάρια καί νά πάρετε, καί νά πάρετε καί τά ἐντόσθιά τους, καί νά τά ἐπιθέσετε ἐπάνω σέ κάρβουνα γιά νά διῶξτε τό δαιμόνιο, δαιμόνια, ἤ νά κάνετε τυφλούς καλά, δέν θά πετύχετε ἀπολύτως τίποτε. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα αὐτά ἦταν ἕνας τρόπος, ὁ Θεός στήν εἰδική αὐτή περίπτωσι νά θεραπεύση, ὅ,τι θά θεραπεύση παρακάτω πού θά δοῦμε στήν συνέχεια τῆς διηγήσεως· διότι ἦταν κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόνο κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ὅταν εἶναι ἁπλῶς κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου.

          Ἀλλά πρέπει ὅμως νά δοῦμε μερικά σημεῖα πάνω σ’ αὐτό τό πρᾶγμα. Καί πρῶτον:  ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιῆ ὑλικά στοιχεῖα, προκειμένου νά πετύχη μία θεραπεία ἤ ἕνα σκοπό, δέν πρέπει ποτέ αὐτό νά τό περιφρονοῦμε. Ὅπως ἐπί παραδείγματι εἶναι ὁ ἁγιασμός· πρῶτον καί κύριον καί βασικόν. Τί εἶναι ὁ ἁγιασμός; Νερό, πού τό πήραμε ἀπό τό πηγάδι, ἀπό τή βρύση. Τελοῦμε τόν ἁγιασμόν καί τώρα πιστεύομε ὅτι ἐκεῖνο τό νερό, ὅταν τό ραντίσωμε σέ ἀσθενῆ ἄνθρωπο, ματιασμένον ἄνθρωπο καί λοιπά, γίνεται καλά. Τό νερό ἔχει τίποτα; Ὅπως τό εἴχαμε τήν πρώτη φορά, ἔτσι εἶναι καί τή δεύτερη φορά. Ὅμως ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, καί ἐπειδή ὁ Θεός θέλει νά χρησιμοποιῆ καί τά ὑλικά στοιχεῖα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή λοιπόν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἐπιτυγχάνεται καί ἡ θεραπεία· ὅπως εἶναι τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου, τά λουλούδια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Ὕψωσι, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἤ τήν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως καί οὓτω καθ’ ἑξῆς. Ἕνα σωρό πράγματα  ἔχομε μές στήν Ἐκκλησία, τά ὁποῖα εἶναι καθαρῶς ὑλικά καί τά ὁποῖα θεωροῦμε ἀφιερωμένα, ἁγιασμένα.

         Προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἐνεφανίσθη μπροστά εἰς ἐκείνη τήν βάτο τήν καιομένη ἀλλά μή κατακαιομένη -φλεγομένη ἀλλά μή κατακαιομένη- καί ὁμιλεῖ ὁ Θεός ἀπό τήν βάτο μέ τό Μωυσῆ, καί ὁ ὁποῖος Μωυσῆς ἀμφισβητεῖ ἄν θά μπορέση νά τά βγάλη πέρα ὡς πρός τήν ἀποστολή τήν ὁποία τοῦ ἐνεπιστεύετο ὁ Θεός εἰς τήν Αἴγυπτον, διά νά ἐξαγάγη τόν λαόν ἀπό κεῖ καί νά τόν ὁδηγήση εἰς τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τοῦ λέγει γιά μία στιγμή ὁ Θεός: «Τί κρατᾶς στά χέρια σου;» Τί κρατοῦσε; Ἕνα ραβδί, μία γκλίτσα, ἕνα ποιμενικό ραβδί, διότι ἤτανε μέ τά πρόβατά του ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ στή γῆ Μαδιάμ. Καί ἐνῶ ἔβοσκε τά πρόβατα λίγο παραπέρα μές στό δάσος εἶδε αὐτό τό φαινόμενον· ἡ βάτος νά καίεται, νά φλέγεται, χωρίς νά κατακαίεται καί εἶπε: «τί περίεργο πρᾶγμα εἶναι αὐτό, γιά νά πάω νά δῶ μέχρις ἐκεῖ τί εἶναι αὐτό;» Ἄφησε τά πρόβατα καί πῆγε μέ τό ραβδί του. Καί τότε τοῦ λέει ὁ Θεός: «τί εἶναι αὐτό πού κρατᾶς;» καί λέει ὁ Μωυσῆς «ἡ ράβδος». Καί λέγει ὁ Θεός:  «μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης, θά ἐπιφέρης, δέκα πληγές εἰς τόν Φαραώ. Μέ αὐτό τό ραβδί θά κάνης τά πάντα.» Καί πράγματι, ἐκτός ἀπό τίς δέκα πληγές πού ἐπέφερε ὁ Μωυσῆς εἰς τόν Φαραώ μέ τό ραβδί του, σᾶς θυμίζω καί τήν περίπτωσι πού τό πέταξε κάτω κι ἔγινε φίδι μπροστά στό Φαραώ. Πετάει τό ραβδί κάτω καί γίνεται δράκων, φίδι.

         Ἀλλά θά θυμίσω δυό ἄλλα πολύ σημαντικά. Ὅταν ἔφτασαν πρό τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ὁ Μωυσῆς κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἐκτύπησε τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί τό νερό χωρίστηκε κι ἔγινε ξηρά μία λουρίδα, μία διάβασις, καί πέρασαν ἀπό κεῖ οἱ Ἑβραῖοι. Ὅταν χτύπησε ὁ Μωυσῆς τό νερό, τό χτύπησε -ἐδῶ μπροστά ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, εἶναι δυτικά τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς Αἰγύπτου, ἀπέναντι εἶναι ἡ Ἀραβία· λοιπόν, ἔτσι μπροστά τους εἶναι ἡ Ἐρυθρά θάλασσα- ἐχτύπησε μέ τό ραβδί του μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν, κάθετα πρός τήν θάλασσα κι ἔγινε ἀμέσως ξηρά καί πέρασαν. Ὅταν ἔφτασαν ἀπέναντι, ξαναχτύπησε μέ τό ραβδί του ὁριζόντια ὡς πρός τήν Ἐρυθρά θάλασσα, μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, καί τότε τό νερό ἑνώθηκε καί ἔπνιξε τούς Αἰγυπτίους.

           Λίγο παρακάτω πού δέν εἶχαν νερό οἱ Ἑβραῖοι, μέ τό ραβδί του ἐχτύπησε τό βράχο καί ἐβγῆκε νερό καί ἤπιε ὁ λαός.

          Ἐρώτησις: «τό ραβδί ἦταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἄνοιξε τήν Ἐρυθρά θάλασσα κι ἔγινε ξηρά, καί πού χτυπήθηκε ὁ βράχος κι ἔβγαλε νερό γλυκό καί ἤπιαν οἱ Ἑβραῖοι;» Τό ραβδί ἤτανε; Ὄχι! Τί ἦταν; Ἦταν ὁ Θεός! Ἀλλά ὁ Θεός γιά νά κάνη ἕνα θαῦμα εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἕνα ποιμενικό ραβδί ἑνός ἀνθρώπου; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖον μπορεῖ νά τεθῆ. Καί τίθεται. Μάλιστα ἂν τό θέλετε, τίθεται ἀπό τούς Προτεστάντες αὐτό. Ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπό τούς Ἁγίους του νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τά ὑλικά πράγματα νά κάνη ἕνα θαῦμα; Ἀπό τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου; Ἀπό τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ; Ὁ Θεός δέν δεσμεύεται ἀπό τίποτε καί ὁπωσδήποτε δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ γιά νά κάνη τό θαῦμα νά περάσουν οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα.

          Ἀλλά προσέξτε! ποιός ἔκανε τόν κόσμο; Τόν ὑλικόν κόσμον ποιός τόν ἔκανε; Τόν ἔκανε ὁ Θεός καί συνεπῶς εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· καί μέσα στή σωτηρία μπαίνει καί ὁ ὑλικός κόσμος. Πρῶτον ὡς μέσον γιά τή σωτηρία καί δεύτερον ὡς σκοπός ἡ σωτηρία· δηλαδή πρῶτα πρῶτα ὡς μέσον.

           Καί ἀφήνω τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ κι ἔρχομαι εἰς τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεός γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο, νά γίνη ἄνθρωπος; Δέν μποροῦσε νά τόν σώση κάτ’ ἄλλον τρόπον; Φέρ’ εἰπεῖν, λέγει εἰς τούς ἀνθρώπους «τώρα σᾶς συγχωρῶ κι ἔρχεσθε στήν Βασιλεία μου», καί δέν μεσολαβεῖ ἡ ἐνανθρώπησις. Εἶχε ἀνάγκη νά γίνη ἡ ἐνανθρώπησις; Ἀδυνατοῦσε ὁ Θεός νά γίνη κατ’ ἄλλον τρόπον ἡ σωτηρία;

           Ἀλλά, ὄχι. Τήν κτίσιν τήν ἔκανε ὁ Θεός καί χρησιμοποιεῖ τώρα τήν ἀνθρωπίνη φύσιν, τό σῶμα πού πῆρε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία, ὡς μέσον, ὡς τρόπον, νά σωθῆ ἡ κτίσις. Ἡ κτίσις χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Θεό γιά νά σωθῆ ἡ κτίσις. Καί τοῦτο διότι δέν εἶναι ἔξω ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἡ κτίσις. Διότι ὁ Θεός Γιαχβέ, ὁ Θεός Κύριος, ταυτίζεται μέ τόν Θεόν δημιουργόν. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ δημιουργός καί ἄλλος ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ὁ ἴδιος. Καί ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος, δέν μπορεῖ νά ἐξαιρέση ἀπό τή σωτηρία τήν κτίσιν, μέ ἄλλα λόγια τήν ὕλην.

           Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ τήν ὕλη. Τό πελώριον ἐπιχείρημα ποιό εἶναι; Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θά λέγαμε ὅμως ἐκείνη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ ἤτανε πού ἔσωσε; Δέν ἦταν αὐτή αὕτη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἀλλά ἡ Θεία φύσις πού ἐνοικοῦσε, κατοικοῦσε, μέσα εἰς τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ.

         Ἔτσι καί ἐδῶ, δέν εἶναι οὔτε ἡ χολή, οὔτε ἡ καρδιά, οὔτε τό συκώτι τοῦ ψαριοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός, πού θέλει μέ τόν ὑλικόν αὐτόν τρόπον νά ἐπιφέρη θεραπεία.

          Τώρα τό καταλάβατε; Μή λοιπόν πῆτε: «βρήκαμε μία συνταγή καί ἔτσι θά πᾶμε νά βγάζωμε τά συκώτια τῶν ψαριῶν καί τά λοιπά, καί τά λοιπά». Εἶναι εἰδική περίπτωσις.

          Ἀλλά ἀκόμη κάτι ἄλλο. Στήν Καινή διαθήκη -γιατί πρέπει νά τό κατοχυρώσωμε αὐτό- ἐνθυμεῖσθε ὁ Χριστός, ὅταν πῆγε ἕνας τυφλός προκειμένου νά τόν θεραπεύση, τί τοῦ ἔκανε; Ἔφτυσε χάμω, ἔκανε πυλό, λάσπη, λασπίτσα· πόση λασπίτσα; ὅση μπορεῖ νά κάνη κανείς μέ ἕνα φτύσμα· καί μέ ἐκείνη τή λασπίτσα ἔχρισε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ λέγει: «πήγαινε νά πλυθῆς εἰς τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.» Ὅταν πλύθηκε, ἔμεινε ἐπάνω ἡ λάσπη; Ἔφυγε ἡ λάσπη. Συνεπῶς θά λέγαμε, ὅταν πλενόμενος τά μάτια του ἄνοιξαν, ἡ  λάσπη τοῦ ἄνοιξε τά μάτια; Ὄχι! Ἐκεῖνος πού ἔβαλε τή λάσπη στά μάτια κι ὄχι ἡ λάσπη. Ἀλλά γιατί ἔβαλε ὅμως λάσπη ἐπάνω στά μάτια; Γιά πολλούς λόγους. Πρῶτα πρῶτα νά δείξη τήν ταυτότητά του ὁ Χριστός. Ὅτι ἐκεῖνος πού πῆρε χῶμα ἀπό τήν γῆν νά πλάση τόν ἄνθρωπον εἶναι ὁ Ἴδιος πού τώρα ἀνοίγει τά μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε τήν ταυτότητά του. Ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὅτι πίσω ἀπό τήν ὕλη εἶναι ὁ Κύριος τῆς ὕλης, ὁ Θεός· καί ὅτι ἐνεργεῖ διά τῆς ὕλης· δέν θαυματουργεῖ ἡ ὕλη, ἀλλά θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῆς ὕλης. 

          Ἀκόμη ὁ Θεός θέλει νά μετέχη καί ἡ ὕλη στή σωτηρία. Στό προηγούμενο θά σᾶς ἔλεγα τό χαλκοῦν ὄφιν. Κλασικό παράδειγμα. Θά τό πάρω κι αὐτό, γιατί θά συνδέση μέ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἐνθυμεῖσθε τόν χαλκοῦν ὄφιν, τό χάλκινο φίδι, στήν ἔρημο, πού ὅποιος τό ἔβλεπε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι πάνω στό κοντάρι δέν πέθαινε ἀπό τά δείγματα, τά δαγκώματα, τῶν ὀχιῶν; Τί; θά πιστεύατε ὅτι εἶχε ἐκεῖνο τό χάλκινο φίδι τίποτα; Ὄχι! Τίποτα· ἦταν ἁπλῶς ἕνα χάλκινο φίδι. Πήρανε χαλκό, τό ἔλιωσε ὁ Μωυσῆς σέ ἕνα καλούπι, ἔκανε ἕνα φίδι -ψεύτικο ἦταν, χάλκινο- τό κρέμασε ἐπάνω σέ κοντάρι καί τίποτα ἄλλο. Ἐκεῖνο ἦταν θαυματουργόν; Ἄπαγε! ἄπαγε! Ἦταν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι ὁ Θεός εἶπε νά γίνη αὐτό.

           Ἀργότερα τό φίδι αὐτό φυλάχθηκε, ὅπως ἕνα σταμνί χρυσό μέ μάνα ἀπό τήν ἔρημον. Φυλάχθηκε τό ραβδί τοῦ Ἀαρῶν, οἱ πλάκες μές στήν κιβωτό· τά ἐνθύμια της ἐρήμου! τά ἐφύλαξαν αὐτά. Ἦταν τά μεγάλα σύμβολα καί τά ἱερότερα τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνάμεσα στά σύμβολα πού εἶχαν φυλάξει, ἤτανε καί τό χάλκινο φίδι. Καί στήν ἐποχή τοῦ Βασιλέως Ἐζεκία, δηλαδή ὕστερα ἀπό ἑπτά περίπου αἰῶνες μετά -περίπου- σιγά σιγά ὁ λαός ἔχασε τήν ἔννοια τῆς παρουσίας, τῆς ἀξίας, τοῦ χάλκινου ἐκείνου φιδιοῦ· ὅτι πίσω ἀπό αὐτό εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔπαιρνε τό φίδι αὐτό καί ἔκανε -τί ἔκανε!- προσπαθοῦσε νά κάνη διάφορες πράξεις θεραπείας καί τά λοιπά. Ὁπότε αὐτό ἦταν πρᾶξις μαγείας. Προσέξτε! πρᾶξις μαγείας! Γι’ αὐτό ὀρθότατα τί ἔκανε ὁ Ἐζεκίας ὁ Βασιλιάς; ὀρθότατα! Ἐπῆρε τό χάλκινο αὐτό φίδι καί τό ἔκανε κομμάτια καί τό πέταξε. Αὐτό τό θαυμάσιο ἐνθύμιον ἀπό τήν ἔρημον -ναί, ναί!- δέν εἶχε πιά θέσιν, ἦταν ἐπικίνδυνο πλέον, διότι ἐγίνετο ἀντικείμενον μαγείας. Καί τώρα τό ἴδιο ἀντικείμενο -τό ἴδιο ἀντικείμενο!- ἐνῶ εἶναι ἀντικείμενον πού ἐπενεργεῖ θεραπεία γιατί τό θέλει ὁ Θεός, τό ἴδιο γίνεται ἀντικείμενον μαγείας ….. ἡ μαγεία ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα διαθέτει ἡ Ἐκκλησία! διότι στήν Ἐκκλησία μέσα ὅ,τι διατίθεται ἀπό πίσω εἶναι ὁ Θεός, ἡ δύναμίς Του· ἐνῶ στή μαγεία εἶναι ἡ δύναμις τοῦ σατανᾶ.

        Ἔτσι, ὅταν ἔπαιρναν τό φίδι τό χάλκινο οἱ Ἑβραῖοι νά κάνουν διάφορες θεραπεῖες, δέν ἦταν αὐτό θέλημα Θεοῦ· γιατί ὁ Θεός εἶχε πεῖ μόνο τότε στήν συγκεκριμένη περίπτωσι νά γλιτώσουν ἀπό τά φίδια εἰς τήν ἔρημο καί ποτέ ἄλλοτε. Ὡς ἐνθύμιον κράτησέ τό, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι τώρα δύνασαι νά τό μεταβάλλης σέ πρᾶξιν μαγείας· διότι ἐκεῖ μετεβλήθη, σέ πρᾶξι μαγείας.

          Γιά νά μήν πῶ κάτι ἄλλο, ἄν καί δέν εἶναι πάρα πολύ, πάρα πολύ συναφές, ἀλλά σέ παράλληλο κύκλο· ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔσπασε… ἔσπασε… -προσέξτε!- ἔσπασε τίς πλάκες γιά ἕναν ἀνάξιο λαό, δέν θύμωσε ὁ Θεός γι’ αὐτό· ἀλλά γιά κάτι πού εἶναι πολύ πλησίον στό θέμα μας, εἶναι τό χρυσό μοσχάρι. Ξέρετε ὅτι ὁ Ἀαρῶν ἐμάζεψε τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια καί τά λοιπά κι ἔκανε τό χρυσό μοσχάρι; Τό ξέρετε ὅτι αὐτό τό συνέτριψε ὁ Μωυσῆς, καί τό ἔκανε σκόνη, καί τό πέταξε στό νερό μέσα; Ἀλλά προκειμένου νά φτιάξη τήν κιβωτό τῆς διαθήκης πάλι πῆρε ἀπό τά χρυσαφικά τῶν γυναικῶν κι ἔκανε τήν κιβωτό.

         Ἡ μία περίπτωσις χρησιμοποιεῖται γιά νά γίνη ἡ Κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἀντικείμενον πολλῆς λατρείας· διότι ἡ κιβωτός τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό χρυσό δηλαδή κιβώτιο πού εἶχε μέσα τίς πλάκες, ἐθεωρεῖτο τό ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ. Καί ὑπάρχει ἕνας στίχος πού λέει: «προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ». Τί λέγει; Προσκυνεῖτε.

        Ἀντιθέτως ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, ἀπό τά ἴδια χρυσαφικά, τῶν γυναικῶν τά χρυσαφικά, τό χρυσό μοσχάρι ὁ Μωυσῆς τό κατέστρεψε. Γιατί; Διότι ἡ κιβωτός ἀντιπροσώπευε τόν ἀληθινόν Θεό· τό μοσχάρι ἀντιπροσώπευε σκοτεινές δυνάμεις, τόν διάβολο.

         Ἔτσι καί ἡ εἰκόνα. Δέν λατρεύομε τήν εἰκόνα· οὔτε τό ξύλο, οὔτε τή μπογιά πού μᾶς κατηγοροῦν οἱ χιλιασταί ἤ οἱ Προτεστάντες. Ἁπλούστατα ἡ εἰκόνα ἔχει ἀντικείμενον, ἔχει ἀντίκρισμα· εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός -παίρνομε δηλαδή τήν περίπτωσι, γιατί ἐκεῖ εἶναι τό ἐπίμαχον θέμα- εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε. Βλέπετε λοιπόν πόσο σπουδαῖα εἶναι ὅλα αὐτά τά πράγματα;

          Ἀκόμη μία πρᾶξις τέτοια, πού εἶναι θέλημα Θεοῦ -θά τό δοῦμε στή συνέχεια τῆς διηγήσεώς μας- πρέπει νά συνοδεύεται καί μέ προσευχή καί μέ νηστεία καί μέ ἐγκράτεια. –Θά τά δοῦμε αὐτά ὅταν θά φτάσωμε σέ ἕνα ἤ δυό σημεῖα.-

          Ἀλλά κλείνοντας αὐτή τή σημείωσι πού ἔκανα γιά τό θέμα τῶν ἐντοσθίων τοῦ ψαριοῦ, σᾶς σημειώνω ὅτι ὁ διάβολος, ὁ πολυτεχνίτης διάβολος, ὁ παμπόνηρος ὁ ὁποῖος ἔχει αἰῶνες πάνω στήν ράχη του πονηρίας, ἔχει καταφέρει κάτι ἄλλο. Φυσικά δέν εἶναι καινούριο εἶναι πολύ παλιό, εἶναι ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά δυστυχῶς εἰς τήν Καινή Διαθήκη στό σημεῖο αὐτό ὁ διάβολος κάνει θραύσι. Τί κάνει; Κάνει μίξι ἀμείκτων· μίξι ἀμείκτων. Ἄμεικτα πράγματα, πράγματα πού δέν ἀνακατεύονται, τά ἀνακατεύει. Διότι ἄν παρουσιάση κάτι καθαρά μαγικό, αὐτό δημιουργεῖ ἀποτροπιασμόν τῶν Χριστιανῶν· ἀλλά τό καθαρά Χριστιανικό ἐνοχλεῖ τόν διάβολο καί κάνει ἕνα μίγμα.

          Καί ἔτσι βλέπετε, ἐκεῖ ἐμπνέει ὁ διάβολος τούς μάγους καί τούς ἀνθρώπους τοῦ σκοταδιοῦ, προκειμένου νά πετύχουν κάτι κατά μαγικό τρόπο χρησιμοποιοῦν θρησκευτικά ἀντικείμενα ἤ ἁγιασμένα ἀντικείμενα· ὅπως ἐπί παραδείγματι τόν ἁγιασμό· νά τόν πάρη ὁ μάγος καί νά τόν κάνη ἀντικείμενον μαγείας. Νά πάρη ἀκόμη τό Ἅγιον Μῦρο πού εἶναι ὑλικόν σημεῖον -ἀκοῦστε τί λέγω!- ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὑλικόν σημεῖον παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἦτο καί τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἦτο καί ἡ περιστερά· διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον οὔτε περιστερά εἶναι, οὔτε πῦρ εἶναι, μέ τήν ἔννοιαν πού τό εἶδαν οἱ μαθηταί, ἀλλά εἶναι ὑλικά σημεῖα παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

          Παίρνουν λοιπόν οἱ μάγοι καί τό Ἅγιον Μῦρο, μπαίνουν μέσα στό ἱερό καί κλέβουν τό Ἅγιον Μῦρο ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν πῶ καί τή Θεία Κοινωνία. Ἀκόμη παίρνουν τό ζέον, αὐτό πού περισσεύει στό μικρό ἐκεῖνο δοχεῖο πού βάζομε στό Ἅγιο Ποτήριο στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί χρησιμοποιοῦν πολλάκις σ’ αὐτές τίς δουλειές τούς νεωκόρους καί τίς νεωκόρισσες χρησιμοποιοῦν σ’ αὐτές τίς δουλειές τους, καί λένε «πᾶρε αὐτά τά λεφτά καί νά μοῦ φυλάξης ἐκεῖνο τό νερό τό ζεστό πού θά περισσεύση ἀπό τό ζέον, τό δοχεῖον ἐκεῖνο ἐκεῖ, τό θέλω». Καί ὁ νεωκόρος, εἴτε φιλοχρήματος, εἴτε ἄγνοια ἔχων, πουλάει αὐτά πού δέν πουλιῶνται. Καί τό παίρνουν αὐτό τό νερό καί τό κάνουν μαγικά πράγματα. Ἤ βάζουν κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νυχτερίδες ἤ… ἤ… χίλια «ἤ».

            Καί ἐδῶ βλέπομε νά ἀνακατεύεται ἡ μαγεία μέ τά θρησκευτικά πράγματα. Ἀκόμη -ἄν προχωρήσω τί νά πῶ;- παίρνουν φέρ’ εἰπεῖν τήν Σύνοψιν, τήν Ἁγία Γραφή, τό Εὐαγγέλιον κυρίως παίρνουν -κυρίως τό Εὐαγγέλιον!- καί βάζουν μέσα ἕνα κλειδί καί κάνουν κλειδομαντεία. Καί βλέπετε ἐνῶ ἡ μαντεία εἶναι δαιμονικό πρᾶγμα, χρησιμοποιοῦν ὅμως τό Εὐαγγέλιον.

           Ἤ  ἀκόμα στό λεγόμενο ξεμάτιασμα. Ἐνῶ τό νερό μέ τό λάδι ἤ τό ἁλάτι ἤ τά ἀναμμένα κάρβουνα πού θά βάλουν εἶναι μαγική πρᾶξις -εἶναι μαγική πρᾶξις!- λένε θρησκευτικά λόγια· καί αὐτά δέ ἀνακατωμένα πολλάκις ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ λαοῦ μας κατά ἕναν περίεργο καί ἀνόητο τρόπο μάλιστα, πού οὔτε νόημα βγάζεις, οὔτε τίποτε· ἀλλά ἀνακατεμένα. Χρησιμοποιεῖται ἐκεῖ καί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς Ἁγίας Τριάδας γενικά καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων καί τά λοιπά.

        Βλέπετε; Καί λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Χριστοήθεια», πού ἔχει ἕνα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στό θέμα τῶν μαγειῶν, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μαγεία εἶναι ἡ χειρότερη διότι ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καί μειγνύει, ἀνακατεύει, τά ἄμεικτα· ἐκεῖνα πού δέν ἀνακατεύονται, τά δαιμονικά, τά μαγικά μέ τά ἱερά πράγματα.

         Αὐτά παιδιά, ἄς τά ἔχωμε ὑπόψιν μας διότι ὅλα βγαίνουν μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί θά πρέπη ὁπωσδήποτε νά τά γνωρίζωμε, γιά νά προσέχωμε τήν ζωή μας, νά εἶναι πνευματική ἡ ζωή μας. Γιατί πνευματική ζωή δέν θά πῆ ἁπλῶς πηγαίνω στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ ὅλος τρόπος τῆς ζωῆς μας καί οἱ ἐνέργειες τῆς ζωῆς μας ὅλες νά ἀποπνέουν ὑγείαν καί Εὐαγγέλιον· γιατί ἀλλιώτικα λέμε ὅτι εἴμεθα Χριστιανοί, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἰδωλολατροῦμε.

         Ἀλλά, ἐνῶ πλησιάζουν εἰς τά Ἐκβάτανα, ἐκεῖ λέγει ὁ Ἂγγελος: «ξέρεις τώρα τί θά γίνη; Δέν πᾶμε γιά τά Ἐκβάτανα, πᾶμε γιά τούς Ράγους, ἀλλά θά κάνωμε ἕνα σταθμό στά Ἐκβάτανα, διότι ἐδῶ στά Ἐκβάτανα εἶναι μία οἰκογένεια μέ τήν ὁποία ἐσεῖς εἶστε συγγενεῖς· καί θά μείνωμε στήν οἰκογένεια αὐτή». Καί πραγματικά, ὅπως ἐξελίσσεται ἡ ὅλη ἱστορία, τό κύριον μέρος δέν εἶναι τόσο οἱ Ράγοι τῆς Μηδίας προκειμένου νά παρθοῦν τά χρήματα, ὅσο ἐκεῖνα πού θά διαδραματιστοῦν εἰς τά Ἐκβάτανα. Διότι ἐκεῖ ἦταν τό σπίτι τοῦ Ραγουήλ, πού εἶχε κόρη τήν Σάρρα, γιά τήν ὁποία εἶχε γίνει λόγος εἰς τό δεύτερο κεφάλαιον, ἐνθυμεῖσθε, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα δαιμόνιον.

           Καί ἐκεῖ τώρα ἀρχίζει τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τῆς ὃλης μας ἱστορίας. Ἀλλά θά συνεχίσωμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή πρώτα ὁ Θεός.


9η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εὕρεσις συνοδοῦ τοῦ Τωβία. Περί δανεισμοῦ, περιουσίας, κ.λ.π.

†.Συνεχίζομε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί στήν καινούρια μας χρονιά, δηλαδή ἐννοῶ ὄχι κατηχητική χρονιά ἀλλά μέ τήν ἀλλαγή τοῦ καινούριου χρόνου, συνεχίζομε τήν ἀνάλυσι τοῦ βιβλίου τοῦ «Τωβίτ». Ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τό 4ον κεφάλαιον, πού ἐκεῖ ὁ Τωβίτ ἐν ὄψει ὅτι ἠδύνατο νά πεθάνη, ἄφησε πνευματικές παρακαταθῆκες στό γιό του· ἔκανε δηλαδή μιά πνευματική διαθήκη. Καί ἐκεῖ τοῦ εἶπε θαυμάσια πράγματα, τά ὁποῖα εἴχαμε ἀναλύσει σέ δυό θέματα πρό τῶν Χριστουγέννων.

       Ὁ Τωβίας, ὁ γιός τ’ ἀκούει ὅλα αὐτά. Ἐδῶ φαίνεται τό θαυμάσιο παιδί, ὁ θαυμάσιος νεανίσκος ἤ ὁ νεανίας. Πόσο ἐτῶν ἦτο δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή˙ νά ποῦμε εἴκοσι χρονῶν, νά ποῦμε κάτι παραπάνω; δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἕνα μόνο, ὅτι εἶναι ὁ ὑπάκουος υἱός, ὁ πειθαρχημένος υἱός, ὁ ὁποῖος ἀκούει τόν πατέρα του. Σήμερα δέν ξέρω ἕνα παιδί εἴκοσι καί εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἕνας νέος ἄν θά μποροῦσε ἀκόμη νά ἀκούη τούς γονεῖς του. Ἂς εἶναι.

       «Καί ἀποκριθείς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ˙ πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι˙» (Τωβ. 5, 1) Πατέρα μου, θά τά κάνω ὅλα, ὅσα μοῦ εἶπες.

       Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά καί μεγαλύτερη εὐλογία γιά ἕναν πατέρα καί γιά μιά μητέρα ὅταν ἀκοῦνε ἀπό τά παιδιά τους ὅτι θά ἐφαρμόσουν ὅλες τίς παρακαταθῆκες τους. Εἶναι μιά ἀληθινή εὐλογία. Μάλιστα στήν ἐποχή μας πολλοί γονεῖς ἔχουνε μία ἀγωνία ἀπό τώρα πού τά παιδιά τους εἶναι μικρά, πολύ μικρά, νήπια στήν κούνια ἴσως ἀκόμη, καί λέγουν: «Τά παιδιά μας αὐτά στίς δύσκολες μέρες πού ζοῦμε τί θά γίνουν; Ποῦ θά φθάσουν;».

       Ἐγώ μάλιστα, ἄν δέν εἶναι τολμηρό αὐτό πού κάνω, τούς λέγω ὅτι ἴσως εἶναι εὐτυχέστεροι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς πού σήμερα δέν ἔχουν παιδιά. Βεβαίως τολμηρό -εἶπα- ἀλλά δέν εἶναι τελείως ξεκάρφωτο. Ὑπάρχουν ἐποχές πού ὁπωσδήποτε μία δυσκολία γιά τήν νέα γενεά θά ’τανε τόσο φοβερή, ἡ διαστροφή τόσο φοβερή, πού θά ηὔχετο κανείς νά μήν εἶχε παιδιά. Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν ἐποχές…

        Μία ἐποχή τέτοια φοβερή εἶναι ἡ ἐποχή μας. Ποῦ τό στηρίζω; Ὅταν ὁ Κύριος ἐπήγαινε πρός τόν Γολγοθᾶ καί ἀπό πίσω βέβαια ὁ ὄχλος, οἱ στρατιῶτες καί λοιπά, διά νά τόν σταυρώσουν, στό δρόμο μερικές εὐλαβεῖς γυναῖκες ἔκλαιγαν καί ὀδύρωντο· καί τότε ὁ Κύριος στρέφεται πρός αὐτές καί τίς λέγει: «Θυγατέρες τοῦ λαοῦ, μή κλαῖτε γιά μένα. Ἐάν αὐτά τά ὁποῖα βλέπετε γίνωνται σέ ’μένα πού εἶμαι τό χλωρό, στό ξερό τί θά γίνη;» Δηλαδή, ἄν ἔφθασε ἡ ἐποχή μας ἐμένα νά μέ σταυρώση, ἐσεῖς πού εἶστε ὁ κόσμος ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ μακράν ἀπό τό Θεό, τί ἔχετε νά πάθετε! Καί μή κλαῖτε γιά μένα ἀλλά γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά τά παιδιά σας. Γιατί θά πῆτε: «εὐτυχισμένες οἱ μάνες ἐκεῖνες πού δέν ἐγκυμόνησαν καί δέν ἐθήλασαν». Καί πράγματι ἐκείνη ἡ γενεά! δηλαδή ποιά γενεά; Ἄν ἐπί παραδείγματι αὐτές οἱ γυναῖκες κάνανε παιδιά, τά παιδιά τους ἐγίνοντο τριάντα χρονῶν, γιατί ὕστερα ἀπό μία γενεά, ἢ μᾶλλον πρίν περάση ἐκείνη ἡ γενεά ἦλθε ἡ φοβερή καταστροφή τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ὁμοία της καταστροφή δέν ἔχει στήν ἱστορία, προηγούμενό της ἡ πόλις δέν ἔχει στήν ἱστορία.

       Εἴδατε λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξε μιά ἐποχή γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ’ταν προτιμότερο νά μήν εἲχανε παιδιά γεννήση καί θηλάση; Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο πού εἶπε ἐν προφητείᾳ λίγο πρίν σταυρωθῆ, ὅτι «καί νά εὔχεσθε, λέγει, νά μή γίνη ἡ φυγή σας ἐν καιρῷ χειμῶνος»· ἐννοεῖ πάλι τήν ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ. Καί ἀλλοίμονο στίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού ἔχουν μικρά παιδιά ἢ πού ἐγκυμονοῦν· διότι πῶς θά τρέξουν; Πῶς θά φύγουν; Καί ἀκόμη αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἰώσηππος στήν ἀρχαιολογία του ὅτι σημειώθηκαν καί συμπτώματα κανιβαλισμοῦ μέσα στήν πόλι· μητέρες πού ἔφαγαν τά παιδιά τους ἀπό τήν πεῖνα.

       Εἴδατε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν ἐποχές πού θά λέγαμε ὅτι θά ’ταν καλύτερα οἱ ἄνθρωποι νά μήν εἶχαν παιδιά; Τό βλέπετε αὐτό; Ἐγώ θά ’λεγα -ἔτσι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά τό λέγω αὐτό-  ὅτι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν παιδιά, ἀπ’ αὐτή καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις καί ἀπό πολλές ἄλλες πού δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω τώρα καί ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός δέν τούς ἔδωσε παιδιά ἐννοεῖται, ὄχι ὅτι θά φροντίζουν νά μή κάνουν παιδιά, ἀλλά δέν τούς ἔδωσε ὁ Θεός παιδιά, ἀπό μίαν ἄποψι εἶναι εὐτυχεῖς. Ναί! σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Θά σᾶς παρακαλέσω αὐτό νά τό κρατήσετε πού σᾶς λέγω, γιατί συναντῶ ἀνθρώπους -μή ξεχνᾶτε ὅτι ἕνα ποσοστό τῶν ἀνθρώπων μας δέν κάνουν παιδιά- εἴτε οἱ ἄνδρες εἴτε οἱ γυναῖκες, ὅπου εἶναι ἡ αἰτία, δέν κάνουν παιδιά. Δέν ἀποκλείεται ἀπ’ αὐτόν τόν κύκλο τῶν κοριτσιῶν πού ἔχω ἐδῶ πέρα, κάποιες νά μή γίνουν μητέρες, νά μήν ἀποκτήσουν παιδιά. Νά μήν τό πάρουν ἐπί πόνου τό θέμα αὐτό, νά μή τό θεωρήσουν τόσο φοβερό ὅτι δέν ἀπέκτησαν παιδιά. Θά παρακαλέσω αὐτό νά τό θυμόσαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτά πού λέμε ἐδῶ δέν εἶναι γιά σήμερα εἶναι γιά ὅλη  σας τή ζωή. 

        Ὁ Τωβίας ὅμως εἶναι ἕνα πειθαρχημένο παιδί, παρ’ ὅλου πού ἡ ἐποχή του εἶναι φοβερή, ὅπως ἢδη ἔχομε σημειώσει πιό μπροστά στό πρῶτο θέμα, ἀλλά καί ἐδῶ κάτι πάλι θά μᾶς ἀναφέρη ὁ ἱερός συγγραφεύς, διότι εἶναι ἐν αἰχμαλωσίᾳ. Ὁ λαός τοῦ Βορείου Βασιλείου εἶχε φοβερά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό, εἶχε πέσει στήν εἰδωλολατρία καί εἰς τήν ἔκκλησιν τῶν ἠθῶν. 

       Ἦταν λοιπόν, μιά φοβερά ἐποχή· καί ἐκείνη φοβερή ἐποχή! ἀλλά ὁ Τωβίας παραμένει τό πειθαρχημένο παιδί, τό ἐκλεκτό παιδί. Ἕνας τύπος νέου ἢ νέας θά λέγαμε -ὅπως εἶναι ἡ Σάρρα ἡ ὁποία θά ξαναμπῆ τώρα εἰς τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας μας- ἕνας τύπος νέου ἤ νέας πού θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά στέκεται καλούπι γιά τόν σύγχρονο νέο, καί γιά τήν σύγχρονη νέα στήν ἐποχή μας.

       Καί «πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τό ἀργύριον καί οὐ γινώσκω αὐτόν;» Διότι ἀναφέρεται σέ δύο σημεῖα. Τί εἶπες πατέρα μου; Μοῦ ἔδωσες πολλές συμβουλές. Ἒ, σοῦ λέγω τοῦτο: «θά τά ἐφαρμόσω ὅλα.» Τό παρακάτω, μοῦ εἶπες ὅτι «ἔχεις ἐμπιστευθεῖ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας εἰς τόν Ραγουήλ καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, ἔχεις ἐμπιστευθεῖ ἕνα ποσόν δέκα ἀργυρῶν ταλάντων» -αὐτό ἦτο τό τελευταῖο σημεῖο τῆς ὅλης διαθήκης- «πές μου τώρα πῶς θά μπορέσω αὐτό νά τό πάρω;», γιατί «οὐ γινώσκω αὐτόν»· δέν τόν γνωρίζω τόν ἄνθρωπον αὐτόν.

        Φαίνεται δέ ὅτι ὁ Τωβίας οὔτε κἄν ἐγνώριζε ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ἒτσι φαίνεται· διότι ἄν εἰς τό παρελθόν εἶχε γίνει λόγος γιά τά χρήματα αὐτά, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἔτσι ἡ διατύπωσις αὐτῆς τῆς προτάσεως.

       Τίθεται ἕνα ἐρώτημα -βέβαια ἄν ἔπρεπε νά παίρνωμε στίχο στίχο, στίχο στίχο, λέξι λέξι δέν θά τελειώναμε παρά σέ τρία χρόνια τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ»· ἀλλά παρατρέχω ὅμως. Τί νά κάνω;- τίθεται τό ἐρώτημα: «τά παιδιά πρέπει νά ξέρουν τί ἔχουν οἱ γονεῖς ἀπό πλευρᾶς περιουσίας;»

         Λοιπόν παιδιά, νομίζω ὄχι. Προσέξτε μέ, νομίζω ὄχι! Μπορεῖ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μέ πολύ κόπο νά ἀπέκτησαν κάποια περιουσία, ἴσως κάποτε καί μεγάλη περιουσία, ἀλλ’ ὅταν τά παιδιά συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ γονεῖς των εἶναι πλούσιοι, δηλαδή ὅτι αὐτοί εἶναι πλούσιοι, τά παιδιά εἶναι πλούσια διότι στά παιδιά θά περιέλθουν ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀρχίζουν καί πέφτουν σέ μία… σέ μία ὀκνηρία καί πνευματική, οὔτε γράμματα θέλουν νά μάθουν πολλά, ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ἐργασίας, ἐργατικότητας. Καί ξέρετε τί λέγουν; «Ἔχει ὁ πατέρας μου!».

         Γι’ αὐτό πολλές φορές παιδιά πλουσίων ἀνθρώπων δέν βγαίνουν καλά παιδιά. Ἕνας λόγος, ὄχι βέβαια ὁ μοναδικός, ἕνας λόγος εἶναι καί αὐτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος σιγουριᾶς, ἕνα εἶδος ἀσφαλείας. «Ἀφοῦ ἔχουν οἱ γονεῖς μου, ἀφοῦ ἔχει ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου, γιατί λοιπόν ἐγώ τώρα πρέπει νά ἀνησυχῶ;» Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι οὔτε πρέπει στά παιδιά νά λέμε τί ἔχομε. Βέβαια θά μοῦ πῆτε εἶναι δυνατόν ὅλα νά κρυφτοῦν; Βεβαίως ὄχι. Ἂν ὑποτεθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα πελώριο κτῆμα, μπορεῖς νά τό κρύψης αὐτό; ὄχι. Ἀλλά ὑπάρχουν ὅμως καί πράγματα τά ὁποῖα δυνάμεθα νά κρύψωμε καί νά μή λέμε στά παιδιά μας.

         Κι ἕνα ἄλλο· παρά τόν πλοῦτον, τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν νά ἐργάζωνται καί προπαντός νά ζοῦν μέ λιτότητα· μέ λιτότητα.

         Κάποτε εἶχα διαβάσει ἕνα ἀνέκδοτο· βέβαια ἀνέκδοτο… δέν ἤτανε ἀνέκδοτο ἤτανε -στήν ἐφημερίδα τό εἶχα διαβάσει πρό πολλῶν ἐτῶν- ὡς αὐτά πού λέγονται πρό τριακονταετίας καί τά λοιπά, καί τά λοιπά. Εἶχε ἐκλεγεῖ ἕνας νέος πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν -εἶναι γνωστό ὅτι τό ἀξίωμα τοῦ προέδρου τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν εἶναι πολύ μεγάλο ἀξίωμα καί ἰδίως στήν ἐποχή μας εἶναι ἴσως τό μεγαλύτερο ἀξίωμα πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἤ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀξιώματα- καί ὁ γιός αὐτοῦ τοῦ προέδρου ὁ ὁποῖος ἐξελέγη, εἰργάζετο -αὐτά πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια· γιατί αὐτό τό ἔχω διαβάσει καί πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, βάλτε ἄλλα τριάντα χρόνια πίσω, πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια- εἰργάζετο σ’ ἕνα ὑπόστεγο μέ καπνά, κατεργασία καπνοῦ. Ὅταν ἐξελέγη ὁ πατέρας του πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ὁ γιός εἰργάζετο εἰς τό ὑπόστεγο κόβοντας καπνό. Πᾶνε καί τοῦ λένε: «ὁ πατέρας σου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἐκεῖνος ὅταν τό ἄκουσε εἶπε: «Πολύ καλά, πέστε μου τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω τώρα; Πολύ καλά ὁ πατέρας μου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, αὐτά γιά τόν πατέρα μου. Γιά μένα ὅμως τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω;» Ἔτσι πρέπει νά σκέπτωνται οἱ νέοι· ἀλλά γιά νά φθάσουν νά σκέπτωνται οἱ νέοι ἔτσι, πρέπει οἱ γονεῖς νά καταρτίσουν τά παιδιά τους ἔτσι, πού νά σκέπτωνται τά παιδιά τους μ’ αὐτό τόν τρόπο.

       «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον καί εἶπεν αὐτῷ˙ ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὅς συμπορεύσεταί σοι, καί δώσω αὐτῷ μισθόν ἕως ζῶ˙ καί λαβέ πορευθείς τό ἀργύριον.» (Τωβ. 5, 3) «καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον»· τί ἦτο; Ἦτο παρακαλῶ ἡ ἀπόδειξις· ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ὅταν τά ἐνεπιστεύθη τά χρήματα αὐτά εἰς τόν συγγενῆ του ὁ Τωβίτ πῆρε μίαν ἀπόδειξι τήν ὁποίαν φύλαξε καί τήν ὁποία ὁ Τωβίας, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν ἐγνώριζε καί τώρα τοῦ τήν ἐγχειρίζει, τοῦ τήν δίνει˙ τοῦ λέγει πάρ’ την, πάρε τήν ἀπόδειξι καί θά πᾶς νά πάρης τά χρήματα αὐτά. 

        Νά μείνω στό σημεῖο αὐτό. Θέλω νά μείνω λιγάκι. Ὅπως θά ξέρετε οἱ δοσοληψίες μέ χρήματα εἶναι πάντοτε κάτι τό πολύ πολύ ἐπικίνδυνο. Τό φαινόμενο δέ «τόκος καί τοκογλυφία» εἶναι φοβερό. Ἡ Ἁγία Γραφή καταδικάζει ὄχι μόνο τήν τοκογλυφία ἀλλά καί τό φαινόμενον τοῦ τόκου. Λέει ἐκεῖ ἕνας ψαλμός, ὅπου λέει: «ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν τόκος καί δόλος». Τόκος καί δόλος!

       Ὁ δέ Μ. Βασίλειος κάνοντας μιά ὁμιλία του εἰς τούς ψαλμούς -εἶναι ἡ δευτέρα του ὁμιλία, σ’ ἕναν ψαλμόν αὐτῶν τῶν περί οὗ ὁ λόγος- ἐκεῖ ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ τόκου καί λέγει ὅτι δέν πρέπει κανείς οὔτε νά δανείζη, οὔτε νά δανείζεται. Θά μοῦ πῆτε: «νά μή δανείζη;» Δέν εἶπε ὁ Χριστός «δανείζετε μηδέ ἀπελπίζοντες»; Παιδιά, ναί· ἀλλά τό ρῆμα δανείζω σημαίνει: «δίνω χρήματα μέ προοπτική νά τά πάρω πίσω». Ποῖα; Τό κεφαλαῖον. «Μηδέν ἀπελπίζοντες» εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἀπό καί ἐλπίζω. Σημαίνει ἐλπίζω ἀπό. Συνεπῶς σημαίνει ἔχω κάποιο διάφορον ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐδάνεισα. Εἶναι ὁ τόκος. Κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι ὁ τόκος, καί πάρω ἴσο τό κεφαλαῖο χωρίς τόκο, ὅμως ἐάν ἐδάνεισα τά χρήματά μου μέ μιά ὑστεροβουλία ὅτι «δέν ξέρεις, αὐτός τώρα πού μᾶς ζητάει χρήματα, ἄς τοῦ δώσωμε· μήπως αὔριο ἐμεῖς πᾶμε καί τοῦ ζητήσομε, ἄν ὄχι χρήματα, ἴσως μιά διευκόλυνσι σέ κάποια θέσι, μιά ἐξυπηρέτησι, ἕνα κάτι».

        Ὁ Χριστός ἀποκλύει τίς περιπτώσεις αὐτές καί λέγει: «δῶσε χρήματα νά διευκολυνθῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά δέν θά περιμένης οὔτε ἐξυπηρέτησι, οὔτε τόκο». Προσέξτε ὅμως κάτι! σέ ποιούς τότε θά δανείσωμε; Θά δανείσωμε σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ψωμί κι ἀπό γιατρό κι ἀπό ροῦχα. Δηλαδή ἤ κρυώνουν οἱ ἄνθρωποι, νά πάρουν κάτι νά ντυθοῦν· ἤ πεινοῦν, νά πάρουν ψωμί νά φᾶνε· ἤ εἶναι ἄρρωστοι, νά πᾶνε στό γιατρό ἤ νά πάρουν φάρμακα. Νά δώσωμε χρήματα γιά νά κάνη ὁ ἄλλος ἐπιχειρήσεις καί σοῦ ’πα καί μοῦ πες, ὁπωσδήποτε αὐτός ὁ δανεισμός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖον λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «οὔτε θά δανείζης, οὔτε θά δανείζεσαι». Καί ὁ δανεισμός πού ἀναφέρεται στό νά μή πεθάνη ὁ ἄλλος ἤ νά μή κρυώνη, ἤ νά γίνη καλά ἤ νά μή πεινᾶ, εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες».

        Διότι μέσα σ’ αὐτό τό «δοῦνε λαβεῖν» ὁπωσδήποτε θά ὑπάρξη ἁμαρτία. Καί ἀκόμη ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού νομίζομε δανείζοντάς του χρήματα -ὄχι γιά τόκο, νά φυλάξη ὁ Θεός, ποτέ!- ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μᾶς τά δώση. Καί αὐτά πού θά δώσωμε δέν θά εἶναι τόσα, ὥστε νά εἶναι πολλά· πόσο; ἑκατό δραχμές, χίλιες, δυό χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, πέντε χιλιάδες· τί εἶναι; Δέν εἶναι τίποτα σπουδαῖα πράγματα. Θά τοῦ λέγαμε: «κοίταξε! Σοῦ τά χαρίζω»· «μά…» «καλά, ἄν ἔχης δῶσε μου τα, ἀλλιώτικα δέν πειράζει· σοῦ τά χαρίζω»· ὥστε ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἔχει καί μᾶς βλέπει ἀπό μακριά στό δρόμο, νά μή στρίβη δρόμο καί νά μᾶς λέη καλημέρα καί μᾶς ντρέπεται. Τουλάχιστον νά αἰσθάνεται ἄνετα ὁ ἄνθρωπος. Δέν εἶχε νά μᾶς τά δώση, δέ χάλασε ὁ κόσμος· τοῦ τά χαρίζομε. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια κινεῖται τό ρῆμα «δανείζω» κατά τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ· μ’ αὐτήν τήν ἔννοια.

        Μέ τήν ἄλλην ἔννοια εἶναι ὅπως τήν λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Δέν θά δανεισθῆς, δέν θά δανείσης»· γιά νά τρῶς καλά, νά πίνης καλά, καί μετά νά μή ἔχης νά πληρώσης. Καί νά κάνωμε γάμο μέ τραπέζια καί φιέστες καί δέν ξέρω τί, γιατί δέν μποροῦμε νά παντρέψωμε τά παιδιά μας μέ λίγα χρήματα. Πρέπει νά κάνωμε ἐπίδειξι. Καί γιά νά κάνωμε ἐπίδειξι, ἀφοῦ δέν ἔχομε, πρέπει νά δανεισθοῦμε. Αὐτά δέν τά θέλει ὁ Θεός· δέν τά θέλει ὁ Θεός.

        Ἀλλά σ’ ἐκεῖνο τό «δοῦνε λαβεῖν», ὅταν μάλιστα ὑπάρχει μιά καλή λεγομένη πίστις, δέν ὑπάρχει ἀπόδειξις. «Ἒ, πάρε χρήματα, τώρα καί συγγενεῖς εἴμαστε, καί δέν ξέρω τι, καί πατριῶτες εἴμαστε!» καί δέν παίρνεις ἀπόδειξι. Κι ὕστερα ἀπό λίγο καιρό σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: «πότε μοῦ ’δωσες χρήματα;» «Βρέ παιδάκι μου, δέ σοῦ ’δωσα χρήματα;» «Ἐμένα; Πότε;» Τά ἀγνοεῖ… καί ἐκεῖ ἀρχίζει ὁ καυγάς, κι ὁ τσακωμός, καί τά δικαστήρια, καί οἱ μάρτυρες, καί οἱ ὅρκοι, πού ὅλα αὐτά τ’ ἀπαγορεύει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Γιατί δέν πῆρε ἕνα χαρτί, δέν πῆρε μία ἀπόδειξι.

         Βλέπετε λοιπόν ἐδῶ; «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον.» Ἔδωσε τήν ἀπόδειξι. Γι’ αὐτό θά σᾶς ἔλεγα ἐάν μέν κάτι σᾶς ἐμπιστευθοῦν, ἤ δώσετε ἐσεῖς καί τά λοιπά, πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί. Προσέξτε με! πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί· πάντα νά ὑπάρχη μιά κατοχύρωσι. Θά μοῦ πῆτε: «δέν ὑπάρχει καλή πίστις;» Μά ἄν ὑπῆρχε καί εἴμεθα στόν παράδεισο, οὔτε χαρτιά θά ’χαμε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τίποτε. Ἐφ’ ὅσον, παιδιά μου, οὔτε στόν παράδεισο εἴμαστε -εἴμαστε ἔξω ἀπ’ τόν παράδεισο- οὔτε καλή πίστις ὑπάρχει, καί ἐφ’ ὅσον αὐτά ὅλα μποροῦν νά δημιουργήσουν προβλήματα μετέπειτα στή ζωή μας, γιατί νά μή ὑπάρχη μία κατοχύρωσις; Ἐγώ ἔτσι τό πιστεύω -καί βλέπετε καί στήν Ἁγία Γραφή πῶς ἔχει τό πρᾶγμα- ἔτσι τό πιστεύω, ἀκριβῶς γιά νά μή φθάσουν οἱ ἄνθρωποι σέ τσακωμούς καί δικαστήρια.

      Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀπόδειξι τοῦ εἶπε καί κάτι ἄλλο ὁ πατέρας: «Ψάξε βρές ἕναν ἄνθρωπο σύντροφό σου, ὁδηγό σου, πού νά ξέρη τό δρόμο, πού τυχόν ἤ θά πηγαίνη πρός τά ’κεῖ ἤ ἐπιτέλους ἄν δέν πηγαίνη πρός τά ’κεῖ, νά τόν πληρώσωμε μέ μισθόν, ὅσο θά κρατήση νά πᾶτε καί νά γυρίσετε καί νά σοῦ δείξη τό δρόμο. Εἶσαι καί νέο παιδί ἐσύ, δέν ξέρεις τίποτα παρακάτω, ὥστε νά πᾶτε παρέα μαζί». Σημειώσατε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ποτέ ἕνας ἄνθρωπος δέν ταξίδευε. Καί δύο ἦσαν κάτι πολύ, πολύ λίγο. Ταξίδευαν συνήθως καραβάνια καραβάνια διά τήν ἀντιμετώπισιν ληστῶν καί ποικίλων κινδύνων τοῦ ταξιδιοῦ˙ μιά θύελλα, μιά κακουχία, ἕνα θηρίο, ἕνα φίδι, ἕνα λιοντάρι, ἕνα... ἕνα… ξέρω ’γώ· χίλια πράγματα. Γι’ αὐτό ποτέ ἕνας μόνος του δέν ταξίδευε. Τό ξέρετε ἀπό τήν ἱστορία αὐτό.

       Καί τότε ἐβγῆκε ὁ Τωβίας νά πάη νά βρῆ ἕναν ἄνθρωπο στήν ἀγορά. Ἐβγῆκε ἔξω νά βρῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἄρχισε νά ἐρωτᾶ στήν ἀγορά «μήπως κανείς πηγαίνει πρός τά μέρη ἐκεῖνα πρός τούς Ράγους τῆς Μηδίας;», ἦταν ἀρκετά μακριά, ἦταν πολυήμερο ταξίδι, «μήπως… μήπως;» Νά! μπροστά του βλέπει κάποιον ἄνθρωπο, κάποιον νέον, ὥριμον ἄνθρωπον· νέον, ἀλλά ὥριμον ἄνθρωπον. Τοῦ λέει: «ἐγώ πηγαίνω ἐκεῖ. Ἐγώ ἔρχομαι βοηθός σου». Ὄχι ὅτι πηγαίνω καί μέ τήν εὐκαιρία νά πᾶμε μαζί, ἀλλά ἐγώ διατίθεμαι -διατίθεμαι- νά σέ συνοδέψω.

       Καί λέγει ἐδῶ: «καί ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καί εὗρε τόν Ραφαήλ, ὅς ἦν ἄγγελος, καί οὐκ ᾔδει˙» (Τωβ. 5, 4) Ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν μᾶς ἀφήνει μέ τήν ἀγωνία «ποιός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός». Ἀμέσως μᾶς  λέγει ποιός εἶναι ὁ ὁδηγός, ἀλλά τό κρύβει ὅμως ἀπό τόν ἥρωα τῆς διηγήσεως, τόν Τωβία. Αὐτόν πού βρῆκε οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἦτο Ἄγγελος· ἤτανε ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Δέν τόν ἐγνώρισε. Σημειώσατε ὅτι ὀνόματα Ἀγγέλων στήν Ἁγία Γραφή ἔχομε μόνον τρία˙ Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ. Μόνο τά τρία αὐτά ὀνόματα ἔχομε. Κανένα ἄλλο ὄνομα δέν γνωρίζομε τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι λοιπόν, ἐμφανίζεται ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ ὡς ὁδηγός. Μπροστά του ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα ὁ Τωβίας καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ὑποπτευθῆ ποῖος ἦτο αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος˙ πορεύσομαι μετά σοῦ καί τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καί παρά Γαβαήλ τόν ἀδελφόν ἡμῶν ηὐλίσθην.» (Τωβ. 5, 6) Λέγει, θά ’ρθω μαζί σου. Τόν δρόμο τόν γνωρίζω πολύ καλά καί εἰς τόν Γαβαήλ τόν ἀδελφόν μας ἔχω ἐκεῖ πάει, καί ξέρω καί τό σπίτι του. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Γαβαήλ; Προσέξτε! δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε τά χρήματα, ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε τήν κόρη του τήν Σάρρα, πού εἶχε συμβεῖ ἐκεῖνο τό περιστατικό πού εἴχαμε πεῖ σ’ ἕνα περασμένο μας μάθημα. Γιατί ὅμως ἀναφέρει τόν Γαβαήλ; Τόν ἀναφέρει διότι ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἕνας σταθμός καί μετά θά πήγαιναν παρακάτω γιά νά πάρουν τά χρήματα. Καί πράγματι στό παρακάτω ταξίδι ὁ Τωβίας δέν πῆγε, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίας˙ ὑπόμεινόν με, καί ἐρῶ τῷ πατρί.» (Τωβ. 5, 7) Βλέπει κανένας σέ κάθε σημεῖο τήν ὑπακοή, τήν ταπείνωσι καί τήν πειθαρχία τοῦ υἱοῦ Τωβία. Τί εἶπε στόν συνοδόν του; «Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά πῶ ὅλα αὐτά στόν πατέρα μου· νά τοῦ πῶ ὅτι βρῆκα ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι αὐτός κι αὐτός καί τά λοιπά». Δηλαδή μ’ ἀλλά λόγια νά θέσω ὑπό τήν ἔγκρισι τοῦ πατέρα μου τήν παρουσία σου, τό πρόσωπό σου.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ˙ πορεύου καί μή χρονίσης.» (Τωβ. 5, 8) Πήγαινε, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἀλλά μήν ἀργήσης. «Καί εἰσελθών εἶπε τῷ πατρί˙ ἰδού εὕρηκα ὅς συμπορεύσεταί μοι. Ὁ δέ εἶπε˙ φώνησον αὐτόν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καί εἰ πιστός τοῦ πορευθῆναι μετά σου.» (Τωβ. 5, 9) Πατέρα βρῆκα συνοδόν. Μπράβο, παιδί μου, ἀλλά φώναξε τον νά τόν δῶ κι ἐγώ ποιός εἶναι, νά δῶ ἀπό ποιά φυλή εἶναι, ἐάν εἶναι ἀξιόπιστον πρόσωπον.

           Τί εἶπε; «Νά τόν δῶ!». Μά ὁ Τωβίτ δέν ἦταν τυφλός; Μά νομίζετε ὅτι μόνο μέ τά μάτια βλέπομε; Ἢ θά πιστεύατε ὅτι βλέπουν μόνον αὐτοί πού ἔχουν μάτια; Παιδιά, εἶναι μιά ἄλλη ὅρασις· μιά ἄλλη ὅρασις, τῆς ψυχῆς ἡ ὅρασις, πού μπορεῖς νά βλέπης τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά καταλαβαίνης. Ἐάν ἦταν μόνον τά μάτια, πῶς τήν παθαίνουν παρά πολλοί ἄνθρωποι; Εἶναι μιά ἀπόδειξις αὐτό. Καί τώρα ὁ Τωβίτ πῶς λέγει νά τόν δῶ, ἀφοῦ εἶναι τυφλός; Σήμαινε ὅτι μέ τίς κάποιες ἐρωτήσεις, μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς, μέ τίς ἀπαντήσεις πού θά ἔδινε ὁ ξένος αὐτός, θά μποροῦσε πολλά πράγματα νά καταλάβη ὁ γερο-Τωβίτ. Γι’ αὐτό πολλές φορές θά πρέπη νά βλέπωμε ἕναν ἄνθρωπο· νά τόν βλέπωμε. Νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Καί πάλι ἐπειδή δέν εἴμαθα καρδιογνῶσται, θά ἔχωμε ἕνα κρατούμενο. Ποτέ δέν θά ποῦμε ὅτι «ἂ, ξέρεις ἔνταξει· τόν εἶδα, εἶναι θαυμάσιος ἄνθρωπος»· ἕνα κρατούμενο! Δέν εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ἐμπνέει μιά γενική δυσπιστία, πού ἔχουνε κάποιοι ἄνθρωποι γενικά στή ζωή τους, ἀλλά ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς μᾶς διδάσκει ὅτι δέν πρέπει πάντοτε νά παραδιδώμεθα· πρέπει νά κρατοῦμε πάντα νά κρατοῦμε˙ νά λέμε: «αὐτά μέχρι τώρα, θά ἰδοῦμε παρακάτω»˙ πάντα θά ὑπάρχη ἕνα κρατούμενο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραδίδονται, ἐκεῖνοι πέφτουν πολλές φορές ἔξω καί παθαίνουν καί ζημιές.

         «Καί ἐκάλεσεν αὐτόν, καί εἰσῆλθε, καί ἠσπάσαντο ἀλλήλους» (Τωβ. 5,10) Τόν φώναξε τόν συνοδόν καί αὐτός πῆγε στό σπίτι τοῦ Τωβίτ. Καί τότε χαιρετήθηκαν μέ τόν Τωβίτ ὁ ξένος αὐτός, ὁ Ραφαήλ, ὁ Ἄγγελος.   

        «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καί ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.» (Τωβ. 5, 11) «Ἀδελφέ»· γιατί τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν»; Οἱ Ἑβραῖοι μεταξύ των ὀνομάζοντο «ἀδελφοί». Θυμηθεῖτε τόν Ἀπ. Παῦλο, ὅταν ἔγινε ἐκεῖνο τό φοβερό λυντσάρισμα εἰς τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἀνέβηκε στά σκαλοπάτια ἐκεῖ τοῦ διοικητηρίου τί εἶπε: «ἀδελφοί καί πατέρες». Ἀλλά καί σ’ ὅποια συναγωγή νά πήγαινε, πάντοτε ἔτσι ἄρχιζε τόν λόγον του: «ἀδελφοί καί πατέρες». «Ἀδελφοί» εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν αὐτή περίπου ἡλικία καί «πατέρες» εἶναι οἱ πρεσβύτεροι˙ αὐτοί πού ἔχουνε μεγάλη ἡλικία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντοτε ἐλέγοντο «ἀδελφοί», ἐπειδή οἱ πάντες κατήγοντο ἀπό ἕναν προγονόν, τόν Ἀβραάμ· γι’ αὐτό ἐλέγοντο ἀδελφοί. Γι’ αὐτό καί ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀποκαλεῖ τόν ξένον, τόν συνοδόν, τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν».

           Ἀλλά γιατί τόν ἐρώτησε ἀπό ποιά φυλή εἶναι καί ἀπό ποιά γενιά; Προσέξτε! ἡ φυλή εἶναι τό γενικόν· ἡ πατριά, ἡ γενιά, δηλαδή ἡ οἰκογένεια θά λέγαμε, εἶναι τό εἰδικόν. Νά μέν, εἶσαι ἀπ’ αὐτή τή φυλή, τώρα ἀπό τή φυλή πού μοῦ εἶπες ἀπό ποιά πατριά, ἀπό ποιά οἰκογένεια εἶσαι; Γιατί ἐρώτησε τή φυλή καί τήν οἰκογένεια; Διότι οἱ πιό πολλές φυλές εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν. Ἀλλά καί ἐκεῖνες οἱ φυλές πού δέν εἶχαν ἀποστατήσει, δέν ἦσαν ὅλοι ἀπό τήν φυλήν ἐκείνην πιστοί ἄνθρωποι. Συνεπῶς τί ἐνδιέφερε ἐδῶ τόν Τωβίτ; Τόν ἐνδιέφερε: ὁ συνοδός πιστεύει στό Θεό ἤ δέν πιστεύει στόν Θεό; Εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος ἤ δέν εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος;

          Νομίζω ὅτι ἡ ἐκλογή μιᾶς φιλενάδας -ἀφοῦ μιλάω σέ κοπέλες- μιᾶς φιλενάδας ἡ ἐκλογή αὐτό τό κριτήριο πρέπει νά ἔχη. Ξέρετε πῶς τό ἔθεσε ὁ Χριστος αὐτό; «ὑμεῖς φίλοι μου ἐσται, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ἡμῖν» εἴσαστε φίλοι μου, λέγει, ἐάν κάνετε ὅσα σᾶς λέγω. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε φίλους, ὅταν τηροῦμε ἐκεῖνα πού μᾶς λέγει. Ὅταν ὁ δίπλα μου ἄνθρωπος τηρεῖ καί αὐτός ὅσα ὁ Χριστός λέγει, τότε καί ἐγώ εἶμαι φίλος τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα μπορεῖ νά γίνη καί φίλος μου. Τό καταλάβατε αὐτό; Μπορεῖ νά γίνη καί δικός μου φίλος. Ἐάν αὐτός δέν τηρεῖ ὅσα ὁ Χριστός λέγει καί συνεπῶς δέν εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ νά γίνη δικός μου φίλος;

          Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλο κριτήριο ἔξω ἀπό τό κριτήριο αὐτό. Πολλές φορές ἀκοῦμε ποικίλα κριτήρια. Θυμοῦμαι κάποτε μιά μικρή κοπέλα, χρόνια πολλά εἶναι, ἔλεγα στή μητέρα της -ἤμουνα μαζί μέ τήν μητέρα της, ἤμουνα παιδί ἐγώ ἀκόμη- μπαίνει μέσα καί λέει: «ξέρεις, μαμά, κάνω παρέα μέ τήν τάδε συμμαθήτρια καί τά λοιπά» «Εἶναι καλή κοπέλα;» λέει ἡ μητέρα. Λέει ἡ μικρή: «μαμά, εἶναι πολύ καλή κοπέλα, φοράει καί ρολόϊ». Ποιό ἦταν τό κριτήριο; Ὅτι φοροῦσε ρολόϊ. Αὐτό ἦταν τό κριτήριο ὅτι εἶναι καλή κοπέλα. Ἀλλά αὐτό πού γελάσατε καί πού μοιάζει ἀστεῖο στήν πραγματικότητα, δυστυχῶς αὐτό παραμένει τό κριτήριο: ὅτι ξέρει ξένες γλῶσσες, ὅτι εἶναι καλή μαθήτρια, ὅτι εἶναι πλουσία, ὅτι εἶναι ἀπό μεγάλο τζάκι, ὅτι οἱ γονεῖς της τό καί το. Καί τό κριτήριον «ἐάν ἡ κοπέλα αὐτή ἔχει εὐσέβεια», δυστυχῶς δέν ἐξετάζεται. Ἀκούσατε παιδιά, ποιό εἶναι τό κριτήριον τῆς φιλίας; Τό ἀκούσατε, παιδιά; Προσέχετε πολύ στό σχολεῖο σας! Καί πολλές φορές λέμε: «παιδί μου, μή κάνεις παρέα μ’ ἐκείνη τήν κοπέλα, θά σέ καταστρέψη». Δυστυχῶς δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τήν κακή παρέα -γιατί;- διότι δέν κατενόησαν τό ἀληθινό κριτήριο τῆς φιλίας. Προσέξτε, λοιπόν, παρά πολύ παιδιά.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ» καί ἀπαντάει ὁ συνοδός, ὁ Ραφαήλ «φυλήν καί πατριάν σύ ζητεῖς ἤ μίσθιον, ὅς συμπορεύσεται μετά τοῦ υἱοῦ σου;» Τώρα ἐσύ τί μοῦ γυρεύεις; λέει ὁ Ἄγγελος, φυλή καί γενιά ἤ μισθωτόν ἄνθρωπον πού θά σταθῆ συνοδός τοῦ γιοῦ σου; «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τό γένος σου καί τό ὄνομα.» Ὄχι, παιδί μου, θά μοῦ πῆς ἀπό ποιά γενιά εἶσαι. Θά μοῦ πῆς καί τ’ ὄνομά σου. Ἐπιμένω. Βλέπετε;

        «ὅς δέ εἶπεν˙ ἐγώ Ἀζαρίας Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.» (Τωβ. 5, 12-13) Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ Ραφαήλ; Ἐδῶ προσέξτε, θά κάνω ἕνα σχόλιο. Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου τοῦ μεγάλου τοῦ ὀνομαστοῦ πού εἶναι ἀπό τή δική σου τή φυλή, ἀπό τ’ ἀδέλφια σου. Ἀλλά τό σχόλιο· περιμένετε. Θά πῆτε  εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Περιμένετε. «καί εἶπεν αὐτῷ˙» -γιά νά μή κόψω τή συνέχεια τοῦ θέματος- «ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καί μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου καί τήν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καί σύ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς; ἐπεγίνωσκον γάρ ἐγώ Ἀνανίαν καί Ἰωνάθαν τούς υἱούς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τά πρωτότοκα καί τάς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καί οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ρίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ.» (Τωβ. 5, 14) Τί ὡραῖα πράγματα! Κοιτάξτε! κοιτάξτε ἐδῶ! Νά μέ συμπαθᾶς ἀδελφέ μου, μή ὀργισθῆς λέγει ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου, νά μέ συμπαθᾶς· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι. Πάρε τό γιό μου καί πηγαίνετε. «καί ὑγιαίνων ἔλθοις» τό «ἔλθοις» μέ «οι», εἴθε νά ἔλθης, καί σύ κι ὁ γιός μου νά ’ρθῆτε καλά· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι, ἔνταξει˙ καί νά μέ συμπαθᾶς μή μέ κακίσεις πού ἤμουνα περίεργος νά  μάθω τή γενιά σου καί τ’ ὄνομά σου, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνη. Καί βλέπω ὅτι πράγματι εἶσαι  ἀπό καλή γενιά. Ἀπό καλή φυλή, ἀπό καλή γενιά. Εἶσαι ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς. Ποιᾶς; Ἐκείνης πού δέν ἀπεστάτησε ἀπό τόν Θεόν. Ἐγώ θυμᾶμαι, λέγει, καί τούς ἐγνώριζα αὐτούς καί τόν Ἀνανία καί τόν Ἰωνάθαν πού ’ταν παιδιά τοῦ Σεμεΐ τοῦ μεγάλου καί πηγαίναμε στά Ἱεροσόλυμα πρίν γίνει ἡ αἰχμαλωσία καί πηγαίναμε τά πρωτότοκα ἀπό τά γεννήματά μας, νά προσκυνήσωμε εἰς τόν ναόν τοῦ Σολομῶντος καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρόγονοί σου, παιδί μου, δέν πλανήθηκαν νά πέσουν στήν εἰδωλολατρία.

           Εἴδατε τί τόν ἐνδιέφερε τόν Τωβίτ; Ἄν εἶχε αὐτός ὁ νέος πέσει στήν εἰδωλολατρία, ἄν ἦταν εὐσεβής ἤ ἀσεβής˙ δέν πέσαν στήν εἰδωλολατρία αὐτοί. «οὐκ ἐπλανήθηκαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἀδελφέ ἐκ καλῆς ρίζης εἶ» Εἶσαι ἀπό καλή ρίζα. Ὄχι ἀπό ψηλό τζάκι, μέ τήν ἔννοια πλούσιος ἤ δυνατός ἤ σπουδαῖος· ἀπό καλή ρίζα. Αὐτή ἡ ρίζα τί; Ρίζα εὐσεβείας. Ἀφοῦ λοιπόν ἔχεις ρίζα εὐσεβείας, τότε σοῦ ἐμπιστεύομαι τόν γιό μου τόν Τωβία νά πᾶτε ταξίδι.

        Πραγματικά ὑπέροχα πράγματα, ἀλλά νά κάνωμε ἕνα μικρό σχόλιο ἐδῶ. Εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Δέν ἦτο ὁ Ἀζαρίας ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου· ἦταν ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Ἔ, λοιπόν παιδιά, προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο, πού ἐκεῖνοι πού δέν ξέρουν τήν Ἁγία Γραφή ἤ πού θέλουν πάντα νά βρίσκουν γιά νά κατηγοροῦν τήν Ἁγία Γραφή, εἶπαν ἀμέσως: «ψεῦδος! Ὁ Ἄγγελος εἶπε ψέματα!» Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν ἕνα σημεῖο πού πάρα πολλές φορές σ’ αὐτό ἐπανέρχεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός στέλνει τούς Ἀγγέλους Του ἤ ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων προσώπων. Καί ὅταν εἶναι ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων ἀνθρώπων τότε χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνο τό ὄνομα ἤ τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου οἱ Ἄγγελοι, χωρίς αὐτό νά εἶναι ψεῦδος.

           Καί σᾶς ἀναφέρω παραδείγματα, πλησμονῆ παραδείγματα. Πρῶτα πρῶτα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή· -βέβαια ὅλα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή-. Ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Ἰακώβ ὅλη νύχτα -σέ ὅραμά του νύχτα, σ’ ὄνειρό του- ἐπάλευε μέ κάποιον ἄνθρωπον; Ἦταν, λέει, Ἄγγελος Κυρίου μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε. Ἐντούτοις λέγεται ὅτι ἦταν ὁ Θεός μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε, διότι ἐκεῖ ὁ Θεός τόν εὐλόγησε. Λέγει: «δέν θά σέ ἀφήσω, ἐάν δέν μέ εὐλογήσεις». Καί τότε τόν εὐλόγησε καί τόν ἄφησε ὁ Ἰακώβ· τόν εὐλόγησε τόν Ἰακώβ καί ὁ Ἰακώβ τόν ἄφησε αὐτόν πού πάλευαν ὅλη νύχτα στόν ὕπνο του. Ὄνειρο ἦταν. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται ὁ Θεός, ἀλλά λέγεται ὅτι εἶναι Ἄγγελος.

       Ἄλλο, στή βάτο· στή βατό τήν φλεγομένην καί μή κατακαιόμενην. Μᾶς τό λέγει αὐτό καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἰς τήν ἀπολογία του. Μᾶς λέγει ὅτι ἐκεῖ «Ἄγγελος ὤφθη», Ἄγγελος. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε Ἄγγελος εἰς τήν βάτον. Τί λέγει ὅμως ἐκεῖ ὁ Ἄγγελος; Ἄλλο ὅτι δύναται νά εἶναι καί ὁ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί λέγει ἐκεῖ; «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». Θά μποροῦσε ποτέ νά πῆ ὁ Ἄγγελος «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου»; Ὁ Ἑωσφόρος εἶπε ὅτι εἶναι Θεός καί ξέπεσε. Πῶς λοιπόν θά ἔπεφταν στό ἴδιο ἁμάρτημα οἱ Ἄγγελοι λέγοντας ὅτι εἶναι Θεοί; Ποτέ· ἀλλά ἀποστέλλονται ἀπό τό Θεό, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί λέγουν: «εἶμαι ὁ Θεός σου».

         Ὅπως καί στό ὄρος Σινᾶ. Ξέρετε τί λέγει ἐκεῖ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος; «Σεῖς πού λάβατε τό νόμον εἰς διαταγάς Ἀγγέλων». Κι ὅμως ἔχομε καί τούτη τή μαρτύρια ὅτι ὁ Θεός ἐλάλησε ἐπάνω εἰς τό ὄρος Σινᾶ. Ἄγγελοι ἦσαν· ὑπηρέτησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὥστε λοιπόν -κι ἐκεῖ μάλιστα τί λέγει: «Ἐγώ» γράφει τώρα ὁ Μωυσῆς· τήν πρώτη φορά ἔγραψε δακτύλῳ Θεοῦ. Ἐγράφησαν στήν πλάκα! Μετά ὅμως τή δεύτερη φορά ὅταν ἔσπασαν οἱ πλάκες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, τότε πλέον γράφει ὁ Μωυσῆς «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου καί λοιπά, καί λοιπά. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»- ὣστε βλέπετε πῶς ἀκριβῶς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεός;

         Οἱ Ἄγγελοι οἱ τρεῖς -οἱ τρεῖς!- πού πῆγαν εἰς τόν Ἀβραάμ· τότε τούς προσκυνᾶ ὁ Ἀβραάμ καί μάλιστα λέγει «Κύριε», τό ὁποῖον ἀποδίδεται …  

        Ἕνα ἀκόμη τώρα, αὐτό ὡς πρός τό Θεό, ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο σου καί σοῦ λέγει «τό καί τό»· ἤ σέ ὅραμα καί σοῦ λέγει «τό καί τό» ἡ Παναγία ἤ ὁ Ἃγιος Νικόλαος, ἤ ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Προσέξτε! δέν εἶναι οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε ὁ Ἃγιος Νικόλαος, οὔτε ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Εἶναι Ἄγγελοι πού ὑπηρετοῦν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ Ἁγίου Νικόλαου. Καί τί λέγει ὁ Ἄγγελος ἐκεῖ; «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος», «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀχίλλιος». Δέ λέγει ψέματα· γιατί ἀποστέλλεται ἀπό τόν Θεόν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου.

         Θέλετε ἀκόμη κάτι ἄλλο; Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν βλέπη ἕνα ὅραμα στήν Τρωάδα. Ἐκεῖ ἔκανε τήν προσευχή του, ἤτανε ξυπνητός· ἔκανε προσευχή. Μές στό δωμάτιο του βλέπει ἕναν ἄντρα καί τοῦ λέγει: «Παῦλε, διαβάς εἰς Μακεδόνιαν βοήθησον ἡμῖν». Δηλαδή ἀφοῦ περάσεις τόν Ἑλλήσποντο καί ἔρθεις στήν Μακεδόνια, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης. Τί λέγει ἐκεῖ; «εἶδα» λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἄνδρα Μακεδόνα· εἶδα ἄνδρα Μακεδόνα». Ἀπό πού ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἕνας ἄνδρας Μακεδών; Ἀπό τόν τρόπο τοῦ ντυσίματος. Ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα «εἶδα ἕναν Ἀφρικανό». Ἀπό ποῦ θά τόν γνωρίζαμε ἕναν Ἀφρικανό; Ξέρω ’γώ, ἀπό τήν κελεμπία, ἀπό τά σγουρά τά μαλλιά τά μαῦρα, ἀπ’ τό μαῦρο πρόσωπο. Ὅπως ἀπό τήν ἐνδυμασία ἢ τά χαρακτηριστικά γνωρίζομε ἕναν ἄνθρωπο καί λέμε αὐτός εἶναι -ἄ, τώρα νά μπῆ κάποιος- λέμε αὐτός εἶναι Γερμανός. Ἀμέσως τόν γνωρίζομε. Εἶναι… Ἀφρικανός· ἀμέσως. Ἔτσι λοιπόν ἀναγνωρίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι αὐτός πού στάθηκε μπροστά του εἶναι Μακεδόνας καί τοῦ λέγει: «ἀφοῦ περάσεις τή Μακεδονία, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης». Ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἄνδρας ὁ Μακεδών; Ἦτο Ἄγγελος μέ ἐνδυμασία Μακεδονική.

      Βλέπετε λοιπόν ὅτι -προφανῶς δέν ἦταν κάποιος Μακεδόνας. Ἔ; Ἄγγελος, ἐξ ὀνόματος Μακεδόνος· ἐξ ὀνόματος- δέν ὑπάρχει ψεῦδος. Κανένα ψεῦδος. Ὁ Θεός ὑπηρετεῖ τά σχέδιά Του διά τῶν Ἀγγέλων· διά τῶν Ἀγγέλων! Ἐξ ἄλλου οἱ Ἄγγελοι -θά τό δοῦμε στό βιβλίο αὐτό, ὄχι σήμερα λίγο παρακάτω- οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τίς προσευχές μας στόν Θεό -καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τό ἔχομε αὐτό καί λοιπά, καί λοιπά- οἱ Ἄγγελοι. Ὅπως καί τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ Ἄγγελοι τά φέρουν. Δέν πλανῶνται οἱ Ἅγιοι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Δέν εἶναι ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ Ἁγία Μαρίνα. Δέν γυρίζουν ἐδῶ, οὔτε στόν ὕπνο μας νά τούς βλέπωμε. Οἱ Ἄγγελοι ἐξ ὀνόματος τῶν Ἁγίων!

       «Γιατί αὐτό;» θά ἐρωτήσετε. «Γιατί αὐτό;» Κατ’ ἀρχάς πιστεύω ὅτι καταλάβατε ὅτι δέν πρόκειται περί ψεύδους, διότι τό ψεῦδος ἀναφέρεται στήν πηγή τῶν πραγμάτων· διότι, ἀφοῦ ὁ Θεός στέλνει τόν ἄνθρωπον αὐτόν ἐξ ὀνόματός Του -ἐξ ὀνόματός Του, ἔτσι; Ἐξ ὀνόματός Του- τό ψεῦδος πάντα ἀναφέρεται στό Θεό. Δέν εἶναι λοιπόν ψεῦδος. Καί ἀκόμη δέν εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐκεῖνοι πού μέ τιμοῦν θά τούς τιμήσω;» Δέν ἐμφανίζεται σ’ ἕνα θαῦμα πού γίνεται -τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἕνα θαῦμα- δέν ἐμφανίζεται ὁ Χριστός· ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Γεώργιος, δηλαδή ὁ Ἄγγελος ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί τό θαῦμα γίνεται γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος· γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εἰς τήν ζωήν του ἐτίμησε τόν Χριστόν· καί τώρα ὁ Χριστός τιμᾶ τόν Ἅγιον Γεώργιον, καί τόν τιμᾶ στέλνοντας Ἄγγελο νά κάνη τό θαῦμα.

       Καταλάβατε λοιπόν παιδιά, πῶς ἔχει τό πρᾶγμα;

       Ἀλλά ἐπειδή ἡ ὥρα ἐκτύπησε ἕξι, ἐδῶ θά σταματήσωμε καί θά δοῦμε τή συνέχεια τῶν πραγμάτων παρακάτω. Ἐδῶ τώρα θά ξεκινήσουν νά φύγουν καί εἶναι μιά χαριτωμένη πορεία μέ περιστατικά εἰς τό δρόμο καί περιπέτειες, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.


8η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.