28 Νοεμβρίου 2021

Ἡ συζυγία καί ἡ μητρότης κάνουν τή γυναῖκα σωστή προσωπικότητα... Περί κηδείας καί ἀκηδείας...

†.Ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε πολύ νά μείνη πιστός εἰς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅτι εὑρίσκετο κάτω ἀπό δυσμενέστατες συνθῆκες, ὅπως ἦταν ἡ αἰχμαλωσία εἰς τήν Νινευή, ὅμως ὁ Θεός τόν ἐβράβευσε  καί προσελήφθη εἰς τό παλάτι τοῦ Βασιλέως ὡς οἰκονόμος. Καί μέ τόν τρόπον αὐτόν εἶχε τήν δυνατότητα νά τρώγη ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τό παλάτι εἶχε τή δυνατότητα νά ἀποκτήση καί περιουσία.

    Καί σημειώνει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ, διότι κατ’ ἐντολή τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ ἔγραψαν αὐτό τό βιβλίον τό ὁμώνυμον μαζί μέ τόν Τωβία τόν γυιό του πολύ κατοπινά, ὕστερα ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς περιπέτειες τίς ὁποῖες εἶχαν περάσει, εἶχε κάνει μία ἀξιόλογο περιουσία δέκα ἀργυρῶν ταλάντων.

     Νά φανταστῆτε τό ἕνα ἀργυροῦν τάλαντον ἦταν κάπου τριάντα ὀκάδες ἀσήμι! Τό ἕνα! Ἄρα ἦταν κάπου τριακόσια κιλά ἀσήμι! Δηλαδή ἡ ἀξία ἑνός ταλάντου ἀργυροῦ, ἡ πραγματική ἀξία, εἶναι ὀκτώμιση χιλιάδες χρυσά φράγκα Γαλλικά· ὄχι σημερινά, προπολεμικά, χρυσά, ὅπως λέμε χρυσῆ δραχμή. Ἅμα διαβάσετε κάπου καί θέλετε νά κάνετε σύγκρισι παλαιῶν νομισμάτων, καί δῆτε ὅτι αὐτό ἀντιστοιχεῖ μέ μία χρυσῆ δραχμή, Ἑλληνική, εἶναι τότε πού ἡ λίρα τῆς Ἀγγλίας εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές! στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας, εἴκοσι πέντε δραχμές· ἦτο ἡ λεγομένη χρυσῆ δραχμή!

    Ἔτσι ὅλη ἡ περιουσία τοῦ Τωβίτ ἦταν 85.000 χρυσά φράγκα. Σᾶς ξαναλέγω, καθόλου εὐκαταφρόνητη περιουσία· σημαντική! Τήν ὁποίαν διά λόγους ἴσως ἀσφαλείας εἶχε καταθέσει σέ ἕναν συγγενῆ του εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας.

    Ἡ Νινευή ἀπεῖχε πολύ μακριά ἀπό τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἡ ὁποία ἦτο νοτιοανατολικά περίπου τῆς Κασπίας Θαλάσσης. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι ἡ θέσις τοῦ Τωβίτ ἦτο ἀξιόλογος μεταξύ τῶν αἰχμαλώτων καί πολύ εὐνοϊκή.

   Ὅμως τά πράγματα δέν συνέχισαν νά εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει πολλές φορές περιόδους μέσα σέ μία οἰκογένεια καί εὐτυχίας καί δυστυχίας, ἀκριβῶς γιά νά φανῆ ἡ μεγάλη ἀξία πίστεως αὐτῆς τῆς οἰκογενείας. Μέ ἄλλα λόγια μπαίνει μέσα στό χωνευτήρι τῆς δοκιμασίας  γιά νά δείξη τήν ἀρετή της.

    Ἔτσι ὁ Τωβίτ παρ’ ὅτι εἶχε τόσο καλή θέσι, παρ’ ὅτι εἶχε τή δυνατότητα νά κάνη περιουσία, δέν ἐξέθεσε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχε δηλαδή ἐκεῖνο πού ἔχουν δυστυχῶς πολλές οἰκογένειες, πού ὅταν πιαστοῦν οἰκονομικά, ξεχνᾶνε τό Θεό. Ὅταν ἀρχίσουν νά ἔχουν τήν τηλεόρασί τους, τά ἔπιπλά τους, τό αὐτοκίνητό τους, τό δικό τους τό σπίτι, διαμέρισμα καί λοιπά, τότε πλέον ἀρχίζουν νά μήν ἔχουν καί πολύ ἀγαθές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τόν Χριστόν, μέ τό Εὐαγγέλιο καί μέ τήν πνευματική ζωή. Ἀρχίζουνε τά κοσμικά ἀνοίγματα.

    Αὐτό ὅμως δέν συνέβη καί εἰς τόν Τωβίτ, παρ’ ὅτι ἦτο καί σέ πλεονεκτική θέσι ἔναντι τῶν συμπατριωτῶν του, ἀλλά καί κάτω ἀπό δυσμενεῖς συνθῆκες ἐθνικές. Ἄν θυμηθοῦμε -ἐσεῖς δέν τό ξέρετε, οἱ μεγάλοι τό ξέρουν αὐτό- μιά ὄχι πάρα πολύ μακρινή ἐποχή, ὅταν περάσαμε ἐθνικές συμφορές -εἴχαμε ἰταλική κατοχή, γερμανική κατοχή καί λοιπά- τότε μερικοί ἄνθρωποι ἐφρόντιζαν...   -Πείνα φοβερή, πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους, στήν ἐπαρχία δέν πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους γιατί λίγο πολύ κάτι εἴχανε νά φᾶνε. Στίς πόλεις ὅμως καί κυρίως στήν Ἀθήνα, στό λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν φοβερά, πέθαιναν, πέθαιναν εἰς τούς δρόμους. Τό κάρο τοῦ Δήμου, ὄχι αὐτοκίνητο τοῦ δήμου, γιατί δέν ὑπῆρχε αὐτοκίνητο οὔτε βενζίνη γιά νά κινηθῆ τό αὐτοκίνητο, τό κάρο τοῦ Δήμου ἐπερνοῦσε κάθε πρωί ἀπό τούς δρόμους τῆς Ἀθήνας νά μαζέψη τούς πεθαμένους καί τούς ἔθαπταν σέ ὁμαδικούς τάφους ἀνά πενήντα καί ἀνά  ἑκατό.-  ...τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, πού βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά γίνουν πλούσιοι! Εἶναι αὐτός ὁ φοβερός μαυραγοριτισμός! Θά τό ἔχετε ἀκούσει ἴσως ἀπό τούς γονεῖς σας. Μαυραγορίτης δηλαδή ἐκεῖνος πού στά χέρια του κρατᾶ τόν ἔλεγχο τῶν τιμῶν τῶν τροφῶν. Ἀνεβάζει ὅσο θέλει. Κρύβει τά τρόφιμα καί τά πουλάει ὅσο κρίνει, ὅσο θέλει, ὅσο γιά νά χορτάση ἡ ψυχή του χρυσάφι!

    Καί ἔτσι μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἐνῶ πέθαιναν ἄνθρωποι, αὐτοί ἔκαναν λίρες, ἔκαναν χρήματα, ἔκαναν περιουσία, τήν ὁποία περιουσία παρουσίασαν ὅταν τά πράγματα ἀποκαταστάθηκαν καί αὐτοί ἐμφανίστηκαν ξαφνικά πλούσιοι! Εἶναι φοβερό πρᾶγμα, παιδιά, ὁ μαυραγοριτισμός! Εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία! Εἶναι τό ἀντίθετό τῆς ἀγάπης· εἶναι τό κλείσιμο τῶν σπλάχνων τῆς ψυχῆς πρός τόν ἀδελφόν, πρός τόν συνάνθρωπο καί ἀγάπη πρός τό ἄψυχο χρῆμα. Φοβερό πρᾶγμα! Αὐτό ὁ Τωβίτ δέν τό ἔκανε.

   Ὁ Τωβίτ, ἐνθυμεῖστε πού λέγαμε τήν περασμένη φορά, ἐπήγαινε νά βρῆ ποιός ὑπάρχει φτωχός νά τοῦ δώση χρήματα. Ἔκανε περιουσία, ἀλλά τήν περιουσία ὅμως δέν τήν ἔκανε ἀφήνοντας τούς ἀνθρώπους νά πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα, ὅπως θά δοῦμε στό σημερινό μας θέμα, ἕνα περιστατικό τό ὁποῖο θά γίνη καί ἀφορμή τῆς πολλῆς του δυστυχίας.

   Ἐνῶ ἦταν ὅλα καλά, ὅλα πήγαιναν θαυμάσια, ὁ Βασιλεύς τῆς Νινευή τῶν Ἀσσυρίων, ἐπειδή εἶχε ἡττηθεῖ σέ μία ἐκστρατεία του ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν γύρισε πίσω, ἐκείνους πού εἶχε αἰχμαλώτους ἤθελε μέ κάθε τρόπο νά τούς ἐκδικηθῆ. Καί πολλάκις ἔδινε ἐντολή, διαταγή, νά τούς σκοτώνουν χωρίς λόγο καί νά τούς πετοῦν σάν τά ψόφια σκυλιά μέ τήν ρητή διαταγή νά μή τούς θάπτουν. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά ἔθαπτε τούς νεκρούς Ἑβραίους, θά ἐτιμωρεῖτο διά θανάτου.

    Ἀλλά εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἄταφος νεκρός εἶναι ὕβρις. Ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ τιμή πρός τόν νεκρόν, εἶναι τιμή πρός τόν ἄνθρωπον, πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέγεται ὅτι μία καλή νοικοκυρά δέν φαίνεται ἀπό τό σαλόνι της, ἀλλά φαίνεται ἀπό τήν κουζίνα καί ἀπό τό ἀποχωρητήριο. Ἔτσι ἕνα καλό χωριό ἤ μία καλή πόλη, ἡ ὁποία ἔχει ἐντίμους ἀνθρώπους πού εὐλαβοῦνται τούς προγόνους, εὐλαβοῦνται τόν τόπο, τήν ἱστορία, εὐλαβοῦνται τά πάντα, τήν παράδοσι, κρίνεται ἀπό τό σέ ποιά κατάστασι βρίσκεται στό νεκροταφεῖο! 

  Πᾶτε πολλές φορές σέ χωνευτήρια ἤ σέ ὀστεοφυλάκια καί βλέπετε θέαμα οἰκτρόν! Οἰκτρόν! Πεταμένα τά κόκαλα κατά ἕνα τρόπο ἀπαίσιον καί φοβερόν! Καί αὐτό λέγεται ἀγάπη πρός τούς προγόνους!…

  Εἶναι τιμή, λοιπόν, ἡ φροντίδα γιά τούς νεκρούς! Εἶναι γνωστό δέ ὅτι τό ρῆμα «κηδεύω» -«κηδεία», «κηδεμών», «κήδομαι»- θά πῆ λυποῦμαι, φροντίζω, περιποιοῦμαι. Γι’ αὐτό ὁ κηδεμών εἶναι αὐτός πού φροντίζει. Λέμε «φέρε τόν κηδεμόνα σου στό σχολεῖο γιατί πρέπει νά κάνης ἕνα παράπονο ἤ νά πῆ κάτι». Εἶναι ἐκεῖνος πού σέ φροντίζει. Κηδεία, λοιπόν, θά πῆ φροντίδα. Κήδομαι θά πῆ λυποῦμαι, φροντίζω. «Ἀκηδία», δηλαδή τό ἀντίστροφο, μέ τό στερητικό (α) θά πῆ ἀνεμελιά, ἀφροντισιά.

   Ὥστε ἡ κηδεία εἶναι τιμή πρός τόν συνάνθρωπο καί πρός τόν Θεόν, πού ὡς ἀνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό βάζομε καί κεριά, παιδιά, στίς κηδεῖες. Γι’ αὐτό βάζομε κεριά καί μία εἰκόνα. Κανονικά πρέπει νά βάλωμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Κανονικά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί κεριά, πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ. Θά ξέρετε ἀκόμη ὅτι αὐτό εἶναι  πανανθρώπινο, δηλαδή δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς Χριστιανός. Εἶναι πανανθρώπινη συνήθεια.

  Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πολύ τιμοῦσαν τούς νεκρούς. Οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι εἶχαν τόν περίφημον Κεραμικόν, ἦταν πραγματικά ἕνα μουσεῖο, ἕνα ἄλσος μέ γλυπτά θαυμάσια πού ἐκεῖ ἔβαζαν τούς νεκρούς των μέ πολλή τιμή. Καί εἶναι ἀκόμη γνωστή ἐκείνη ἡ δίκη τῶν Ἀθηναίων, ἡ δίκη τῶν δέκα στρατηγῶν, πού δέν εἶχαν μαζέψει τούς νεκρούς ἀπό τήν ναυμαχίαν. Ὅλα αὐτά δείχνουν τήν εὐλάβεια πρός τούς νεκρούς.

   Ὁ Τωβίτ ἐπήγαινε κρυφά. Ἐνθυμεῖσθε τήν Ἀντιγόνη μέ τήν Ἰσμήνη, τόν Ἐτεοκλῆ καί τόν Πολυνείκη, πού τά δυό ἀδέλφια σκοτώθηκαν καί εἶχε δώσει ὁ θεῖος τους ὁ Κρέων -στήν «Ἀντιγόνη» τοῦ Σοφοκλέους- ἐντολήν ὅτι ὅποιος θάψει τόν Πολυνείκη αὐτός θά ταφῆ ζωντανός. Ἡ Ἀντιγόνη ἐπῆγε καί ἔθαψε τόν ἀδελφό της καί εἶπε τί; «Εἶναι προτιμότερο νά πειθαρχοῦμε στούς νόμους τοῦ Θεοῦ παρά εἰς τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων!».

    Παιδιά, αὐτό ἔκανε καί ὁ Τωβίτ, ὄχι πιά σάν εἰδωλολάτρης, ἀλλά σάν ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό. Ἐπήγαινε κρυφά νά θάψη τούς νεκρούς.

    Κάποιος τόν εἶδε καί πῆγε καί τό εἶπε στό Βασιλιά. Μόλις πρόλαβε ὁ Τωβίτ νά δραπετεύση ἀπό τήν Νινευή· αὐτός, ἡ γυναῖκα του καί ὁ γιός του. Ἀλλά ἔμεινε στή διάθεσι ὅμως τοῦ Βασιλέως ἡ περιουσία του. Ὄχι τά δέκα τάλαντα, τά ὁποῖα ἤδη εἶχε καταθέσει εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἴσως προνοῶντας ὅτι μποροῦσε κάποτε νά πάθη κάτι κακό. Ἲσως! Δέν μᾶς τό λέει τό ἱερόν κείμενον, τό ὑποθέτομε. Καί τό ὁποῖον ποσόν, θά ἰδῆτε, ἔχει κάποια σημασία, θά παίξη ἕνα ρόλο σπουδαῖο στήν μετέπειτα ἱστορία τοῦ Τωβίτ. Ὁπότε τοῦ ἅρπαξαν τό σπίτι, τοῦ ἅρπαξαν τήν περιουσία ὅλη, καί ὁ Τωβίτ ἔμεινε ἐπί ξύλου κρεμμάμενος. Δέν εἶχε τίποτε.

    Ἀλλά ὕστερα ἀπό πενήντα ἡμέρες, μετά ἀπό αὐτό τό περιστατικό, δυό γιοί τοῦ Βασιλέως τόν ἐφόνευσαν τόν πατέρα των καί διά νά μήν συλληφθοῦν, ἔφυγαν, ἐτράπησαν εἰς τό βουνό τό Ἀραράτ. Ἕνας τρίτος δέ υἱός τοῦ Βασιλέως βασίλευσε ἀντί τῶν δυό πού ἐφόνευσαν τόν πατέρα τους καί τότε τά πράγματα ἀποκαταστάθηκαν.

    Γύρισε πίσω ὁ Τωβίτ μέ τήν γυναῖκα του καί τό γιό του, ἀλλά δέν εἶχε πλέον περιουσία. Ἀρχίζει νά ἐργάζεται. Ὁ εὐλαβής ἄνθρωπος καί ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, δέν ἔχει σημασία ἄν κάποτε ὁ Θεός ἐπιτρέπη νά χάνη τήν περιουσία του. Τήν ξαναποκτᾶ. Ὁ τεμπέλης καί χρήματα νά ἔχη καί περιουσία νά ἔχη, τά χάνει ὅλα. Ὁ προκομμένος τίποτε νά μήν ἔχη, ἀμέσως ἀρχίζει καί ἀποκτάει τό νοικοκυριό του. Δέν πρόκειται περί πλούτου. Δέν θά σᾶς συμβούλευα ποτέ νά γίνετε πλούσιοι ἄνθρωποι, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἀλλά νά εἴσαστε νοικοκυρεμένοι ἄνθρωποι. 

   Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «νά ἐργάζεσθε μέ τά χέρια σας καί νά περιπατῆτε πρός τούς ἔξω». Ποιοί εἶναι οἱ ἔξω; εἶναι οἱ εἰδωλολάτραι˙ «ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πρός τούς ἔξω. Ἀξιοπρεπῶς, χωρίς νά ἔχετε τήν ἀνάγκη κανενός, ἀξιοπρεπῶς!» Εἶναι αὐτή ἡ Χριστιανική ἀξιοπρέπεια. Ὅταν συνιστᾶ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν προτείνει τόν πλοῦτον, τόν ὁποῖον καταδικάζει, ἀλλά προτείνει αὐτό˙ καί μάλιστα λέγει νά ἔχετε τήν δυνατότητα νά δίδετε καί εἰς τούς πτωχούς. Κι ὅταν εἶχε συμπτύξει ἐκεῖνον τόν ἔρανο ὑπέρ τῶν πτωχῶν τῆς Παλαιστίνης, τούς εὔχεται πλούσιαν εὐλογίαν ἀπό τόν Θεόν καί πνευματικήν καί ὑλικήν.

   Ἔτσι θά λέγαμε ὅτι τό νά ’ναι κανείς ὁ νοικοκύρης ἄνθρωπος εἶναι μία εὐλογία, τήν ὁποία ἀποκτᾶ μέ τήν πίστι του στόν Θεό καί μέ τήν προκοπήν του. Προσέξτε ἡ τεμπελιά εἶναι ἁμάρτημα! Ἡ ὀκνηρία εἶναι ἁμάρτημα!

   Καλεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν τεμπέλη ἄνθρωπο καί τόν φέρνει νά παραδειγματισθῆ ἀπό δυό ζωύφια. Ἀπό τή μέλισσα καί τό μυρμήγκι. Ἀπό δυό ἔντομα! Καί λέγει: «τεμπέλη ἄνθρωπε, ἔλα νά δῆς πῶς δουλεύει τό μυρμήγκι, κοίταξε νά δῆς τί κάνει ἡ μέλισσα!»

   Καί λέγει ὁ Πασκάλ ὁ φιλόσοφος καί μαθηματικός: «κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου νά καλῆ ὁ Θεός τήν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων του νά πάρη μαθήματα ἀπό τά ἔντομα, τά ὁποῖα ζῶα ἔγιναν διά τόν ἄνθρωπον. Δέν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τά ζῶα». Κι ὅμως καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά πάρη μάθημα ἀπό τά ζῶα. Αὐτό τό κατάντημα παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παραβαίνη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

   Προσοχή, λοιπόν, παιδιά, ἡ τεμπελιά εἶναι μεγάλο κακό! Κι ἄν τό θέλετε, θά εἴσαστε τεμπέλες -νά μέ συμπαθᾶτε γιά τόν ὡραῖο τίτλο- ἐάν σάν μαθήτριες μένετε μόνον στά μαθήματά σας! Δέν εἶναι ἀρκετή ἡ προκοπή σας νά εἴσαστε μόνον καλές μαθήτριες. Στό σπίτι σας πρέπει νά κάνετε ἐργασία. Μήν ξεχνᾶτε ὅτι μία κοπέλα, ὅ,τι καί νά σπουδάση, ὅ,τι καί νά  κάνη, ὅσο καί νά ἀνέβη ψηλά, δέν παύει ἀπό τοῦ νά εἶναι γυναῖκα καί συνεπῶς σύζυγος καί μητέρα· ἂρα, τό πρόσωπο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο θά κρατήση τό σπιτικό της! Ὅ,τι νά σπουδάσετε, ὅ,τι νά φτιάξετε, ὅ,τι νά κάνετε, θά ἔλεγα ὅτι ὅλα θά ἦταν πάρεργα, πλήν ἑνός πού εἶναι τό κύριον ἔργο σας: ἡ συζυγία καί ἡ μητρότης. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τήν γυναῖκα σωστή. Μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! Ἂλλο θέμα βεβαίως, ἄν ὑπάρχη ἡ περίπτωσις τῆς ἀφιερώσεως στόν Θεόν. Ἔχομε μία ξεχωριστή περίπτωσι.

   Ὅμως, ὅταν μία γυναῖκα θά περιφρονοῦσε καί τόν γάμον καί τήν μητρότητα, μπορεῖ νά παντρευτῆ ἀλλά νά περιφρονήση τήν μητρότητα, ὄχι ἁπλῶς νά μήν κάνη παιδιά, ἄλλο θέμα αὐτό, ἀλλά νά περιφρονήση τήν μητρότητα, αὐτή ἡ γυναῖκα δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνη σωστή προσωπικότητα, σωστό πρόσωπο. Ποτέ!  Ξεκινῆστε ἀπό τώρα πού εἶστε μαθήτριες. Διαβάστε τά μαθήματά σας καί ἀμέσως ἐπιδοθεῖτε σέ ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Νά εἶστε προκομμένες κοπέλες· προκομμένες πάντοτε καί τό χέρι σας νά εἶναι χρυσό γιατί μπορεῖ νά ἔρθουν μέρες, πού θά πρέπη νά δουλέψετε καί ἔξω, ὄχι μέ τά γράμματα πάντοτε. Τά γράμματα δέν ἔχουνε πάντοτε πέραση, μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό. Ὑπάρχουν ἐποχές, πού ἔχει πέραση τό χέρι σου, ἡ δουλειά, ἡ χειρωνακτική ἐργασία, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια μέ τήν γυναῖκα τοῦ Τωβίτ.

   Ἔτσι λοιπόν, ὁ Τωβίτ ξανακάνει τό νοικοκυριό του «ὅτε δέ κατῆλθον εἰς τόν οἶκον μου καί ἀπεδόθη  μοι Ἄννα ἡ γυνή μου, καί ὁ Τωβίας ὁ υἱός μου,» διαβάζομε εἰς τό δεύτερον πλέον κεφάλαιον, «ἐν τῇ πεντηκοστή  ἑορτῇ, ἥ ἐστίν ἁγία ἑπτά  ἑβδομάδων, ἐγενήθη ἄριστον καλόν μοι, καί ἀνέπεσα τοῦ φαγεῖν.» (Τωβίτ 2,1) Ξαναρχίζει τό σπιτικό του ὁ Τωβίτ. Ἦταν ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς,  ἡ γνωστή πού εἶναι ἑπτά ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα. Ὅτι «ἐγενήθη» -ἀπό τό γίγνομαι μέ ἕνα «ν»- «ἄριστον καλόν μοί» δηλαδή καλό τραπέζι, στό σπίτι μου εἶχα ἀπό ὅλα. Ἕνα καλό τραπέζι!

  Παιδιά, δέν εἶναι ἁμαρτία, βλέπετε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἤδη τό ἀναφέρει αὐτό. Δέν εἶναι ἁμαρτία τό τραπέζι μας σέ μεγάλες γιορτές να ’ναι καλοστρωμένο. Θά ὑπάρξουν μέρες πού τό τραπέζι μας θα ’ναι πολύ λιτό. Ὅπως θά ’ναι ἡ  Τετάρτη, ἡ  Παρασκευή καί οἱ Σαρακοστές. Καί οἱ ἄλλες οἱ μέρες, πού δέν εἶναι ἴσως νηστίσιμες νά ’ναι λιτό τό τραπέζι μας, δέν θά πᾶμε ποτέ νά ἀγοράσωμε ἀκριβά πράγματα. Δέν θά βάζωμε στό τραπέζι μας πράγματα πού προκαλοῦν τήν πτωχεία.

  Δέ θά βάλωμε φέρ’ εἰπεῖν χαβιάρι, πού ἔχει δέν ξέρω πόσο, οὔτε αὐγοτάραχο, οὔτε θά βάλωμε πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι πάρα πολύ ἀκριβά, ἄλλο ἐάν εἶναι παραγωγή μας. Μπορεῖ ἔξω νά εἶναι ἀκριβό κάτι, ἀλλά ἐάν εἶναι παραγωγή σου; Λέμε τοῦ πουλιοῦ τό γάλα! Τό πουλί δέν ἔχει γάλα! Εἶναι ἔκφρασις νά δείξωμε τί μπορεῖ νά ἔχη. Ἐάν ἔχεις πουλιά, πού βγάζουν γάλα κι ἔχεις στό τραπέζι σου τώρα τοῦ πουλιοῦ τό γάλα, εἶσαι ἀξιέπαινος γιατί ἐσύ ἔχεις τά πουλιά καί βγάζεις τό γάλα ἀπό τά πουλιά! Εἶναι τό ἔργο τῶν χεριῶν σου, εἶναι θαυμάσιο αὐτό, εἶναι ἀξιέπαινο! Ἀλλά δέν θά σπαταλήσης χρήματα νά πᾶς νά ἀγοράσης ἀκριβά πράγματα.       

    Ἕνα ὅμως καλό τραπέζι, ὄχι σέ πλοῦτο ἀπό πλευρᾶς ἀκριβῶν πραγμάτων, ἀλλά στοιχειώδη πράγματα, τά ὁποῖα νά ’ναι καί χορταστικά καί ὄμορφα, κοινά, αὐτά τά ὁποῖα βρίσκομε στήν ἀγορά συνήθως, τό νά στολίσουν τό τραπέζι μας αὐτά σέ μεγάλες ἡμέρες κυρίως, δέν εἶναι ἐφάμαρτον. Διότι ἐπιτέλους, ἐπιτέλους ὁ Θεός μᾶς στρώνει τό τραπέζι. Καί ὁ Θεός τό ἔστρωσε καί εἰς τήν ἔρημον καί ἔφαγαν, λέει, ψάρι καί ψωμί ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι, καί ἐχορτάσθησαν, χόρτασαν.

   Κάθισε νά φάη ὁ ἄνθρωπος μέ τήν οἰκογένειά του. Εἶδε τό τραπέζι πλούσιο, καί ἡ ἡμέρα τό καλοῦσε. Ἀλλά ἐδῶ τώρα εἶναι ἡ μεγάλη ψυχή, πού ὅσο κι ἄν εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, ὅταν τό μυαλό τρέχη καί κάπου ἀλλοῦ, τότε ἡ ἀρετή μένει ἀρετή.

   Καί λέγει: «καί ἐθεασάμην ὄψα» τί εἶναι τά «ὄψα»; Τά φαγητά τά πολλά, πολλά φαγιά στό τραπέζι, πλούσιο τραπέζι. Γι’ αὐτό κάνομε ἐξάλλου καί προσευχή, παιδιά, γιά να ’ναι πλούσιο τό τραπέζι μας. Ὂχι μέ τήν ἔννοια,  ξαναλέγω, πολυτελές ἀλλά χορταστικόν. Καί στό τέλος λέμε «νά εὐλογήση ὁ Θεός τά περισσεύματα καί νά μή λείψη ποτέ τό ψωμί καί τό φαΐ ἀπό τό τραπέζι». Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος μάλιστα, «τραπέζι πού ἀρχίζει καί τελειώνει μέ προσευχή, δέν μένει ποτέ ἀδειανό»· κι ἔτσι πρέπει νά εἶναι.

   Εἶδε ὅμως πολλά φαγιά στό τραπέζι. Καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πάντα θυμᾶται καί τούς ἄλλους.  Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή! Ἐδῶ! Μπορεῖ νά εἶσαι ὁ πιό πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἄν θυμᾶσαι τούς ἄλλους ἀνθρώπους, εἶσαι κοινωνικός παράγων.

   «Καί εἶπα τῷ υἱῷ μου» εἶπα στό παιδί μου, στό γιό μου «βάδισον καί ἄγαγε ὅν ἄν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου, καί ἰδού μένω σε» (Τωβίτ 2,2) Κάθε λέξι καί θησαυρός. Λέγει, «τρέξε παιδί μου, πήγαινε στήν ἀγορά, πήγαινε ἔξω στήν πόλι. Φέρε ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας τούς πτωχούς, τούς συμπατριῶτες μας, νά γιορτάσουν καί αὐτοί μαζί μας τήν Πεντηκοστή, ἕνας, δυό, τρεῖς, τέσσερεις, πέντε, ἔ… ὅσους βρεῖς φτωχούς, φέρ’ τους ἐδῶ. Τό τραπέζι  ἔχει πολλά!».

   Ὑπάρχει μία ὡραία συνήθεια, ἐγώ τουλάχιστον στό σπίτι μας τήν ἔβλεπα. Πιστεύω εἶναι πανελλήνια αὐτή ἡ συνήθεια, δυστυχῶς ὅμως ἀπομεινάρι, προσέξτε, ἀπομεινάρι. Ὅταν κόβωμε τήν πίτα τήν ἁγιοβασιλιάτικη, λέμε: «τό πρῶτο κομμάτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο κομμάτι λέμε εἶναι τοῦ σπιτιοῦ». Τό τρίτο κομμάτι, ποιανοῦ νά ’ναι ἄραγε; Τοῦ νοικοκύρη; Τοῦ φτωχοῦ; Προσέξτε! «ὄχι τοῦ νοικοκύρη· τοῦ φτωχοῦ!» Εἶναι αὐτό πού λέει ἐδῶ πέρα. Βλέπετε ὁρισμένες συνήθειες ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Λέγει: «θά σέ περιμένω. Πήγαινε νά βρῆς πρῶτα τούς φτωχούς».

  Τί ὡραῖο πρᾶγμα! μέ τήν διαφορά μόνο πού βάζομε τήν μερίδα τοῦ φτωχοῦ στήν ἄκρη και μετά τήν τρῶμε ἐμεῖς πάλι, καί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σπιτιοῦ καί τοῦ φτωχοῦ! Ἀπομεινάρι, ἀλλά αὐτό τό ἀπομεινάρι δέν πρέπει κάτι νά μᾶς θυμίση; Δέν πρέπει, παιδιά, νά ποῦμε ὅτι θά ἔπρεπε σήμερα στό τραπέζι μας νά ἔχωμε κάποιον ἄνθρωπο; Καί προσέξτε, μή νομίσετε ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι μόνο φτωχοί ἀπό πλευρᾶς ὑλικῶν ἀγαθῶν. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι σήμερα φτωχοί καί ἀπό μίαν ἄλλη πλευρά: καί ἀπό συντροφιά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν νά φᾶνε, ἔχουν ἀλλά εἶναι μόνοι τους. Εἶναι μόνοι τους! Καί μπορεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τή μεγάλη, τή γιορτή, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, νά τρώγη καί νά τρέχουνε δάκρυα ἀπό τά μάτια, γιατί εἶναι μόνος ὁ ἄνθρωπος αὐτός, εἴτε ἄνδρας, εἴτε γυναῖκα, καί νά τρέχουν δάκρυα ἀπό τά μάτια καί κόμπος νά στέκεται στό λαιμό καί νά μή κατεβαίνη τό φαΐ κάτω, διότι ὁ ἄνθρωπος θέλει τή συντροφιά τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.

    Ἀγαπητά παιδιά, ἔχω ἀκούσει πάρα πολλές ἱστορίες καί ἔχω διαβάσει, πού πολλές φορές σεῖς καλεῖτε ἄλλα παιδιά, συμμαθήτριές σας φερ’ εἰπεῖν, ἤ φτωχά μικρά παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἤ συγγενεῖς σας ἀκόμη, πού δέν ἔχουνε νά φᾶνε, πού εἶναι φτωχοί ἤ εἶναι μόνα τους τά παιδιά ἤ εἶναι ὀρφανά.

    Ἔτσι στό τραπέζι μας νά παίρνωμε πάντοτε ἀνθρώπους καί νά μήν μένη ὁ τύπος, ἀλλά ὁ τύπος νά ὑπενθυμίζη τήν οὐσία. Νά ἐνθυμούμεθα καί τόν πτωχόν. Καί μήν πῆτε: «θά τοῦ πᾶμε τοῦ πτωχοῦ στό σπίτι του ἕνα πιάτο φαΐ, θά τό φάη πάλι ἐκεῖ μόνος! Ἔχει ἀξία καί σημασία νά βρεθῆ στό τραπέζι μας. Ὁ Χριστός θυμόσαστε τί εἶπε; «Ὅταν καλῆς», εἶπε εἰς τόν Σίμωνα τόν πλούσιον, πού τόν κάλεσε, τόν Σίμωνα τόν Φαρισαῖον, «ὅταν καλῆς, νά μήν καλῆς πλουσίους ἤ συγγενεῖς, πού θά σοῦ ἀνταποδώσουν τά ἴσα, ἀλλά νά καλῆς πτωχούς, πού δέν μποροῦν νά σ’ ἀνταποδώσουν».

   Παρατηρῶ δέ τό ἑξῆς εἰς τούς ἀνθρώπους πού κάνουν τραπέζια γιά νά ἀπολαύσουν καί αὐτοί τά ἴσια. Ἀρχίζουν οἱ παρεξηγήσεις, οἱ παρατηρήσεις καί οἱ δυσαρέσκειες. «Δέ μέ κάλεσε. Δέν τούς καλῶ». «Δέν μᾶς κάλεσαν, δέν τούς καλοῦμε». Ἤ «μᾶς κάλεσαν, ἀλλά δέν μᾶς εἶχαν τραπέζι, ὅσο ἐμεῖς τούς εἴχαμε τραπέζι σπουδαῖο» ἤ «δέν μᾶς ἔφεραν δῶρο», ἤ  «μᾶς ἔφεραν φτωχό δῶρο, πού ἦτο κατώτερό της θέσεώς μας».

    Αὐτά, παιδιά, συμβαίνουν στούς κοσμικούς ἀνθρώπους πού ἀνταλλάσσουν τραπέζια καί ὑπάρχει αὐτή ἡ πικρία καί ἡ ἐπιδειξιομανία, πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά. Κάλεσε τόν φτωχόν ἄνθρωπο, θά σοῦ πῆ χίλια «εὐχαριστῶ», ὅταν τόν πάρης στό τραπέζι σου μέ πολλή ἀγάπη, μέ πολλή ἀδελφοσύνη.

   Τί λέγει ἐδῶ; «Ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας». Εἴδατε; Πῶς ἀποκαλεῖ τούς συμπατριώτας; Ἀδελφούς! «Ἐνδεῆ» πτωχόν. Προσέξτε καί ἀκόμη ἕνα χαρακτηριστικό: «ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου», πού θυμᾶται τόν Κύριον, δηλαδή εὐσεβῆ. Εὐσεβής ἄνθρωπος!

    Θά μοῦ πῆτε δέν μποροῦμε νά πάρωμε ἕναν ἀσεβῆ ἄνθρωπο στό τραπέζι μας; Ἡ Καινή Διαθήκη δέν κάνει διάκρισι. Λέγει ὅτι πρέπει νά εὐεργετοῦμε καί τόν ἕναν καί τόν ἄλλον, ὅποιος καί νά εἶναι. Λέει ὅμως πάλι ἡ Καινή Διαθήκη ὅτι πρέπει νά προνοοῦμε ἰδιαιτέρως διά τούς οἰκείους τῆς πίστεως. Λέγει: «εἰ δέ τίς τῶν ἰδίων καί μάλιστα τῶν οἰκείων». Οἰκείων, ἐννοεῖ τῆς πίστεως «οὐ προνοεῖ τήν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων»(Α΄ Τιμ. ε΄,8).  Ἔχει κατά βάσιν ἀρνηθεῖ τήν πίστιν. Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος πού ἀφήνει τόν ἄλλον, τόν συνάνθρωπον, τόν συνάνθρωπό του, τόν Χριστιανό, τόν εὐσεβῆ; εἶναι σάν νά ἔχη ἀρνηθεῖ τήν πίστι καί εἶναι χειρότερος ἀπό τούς ἀπίστους, διότι δέν ζεῖ ἀκόμη ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά τοῦ ὑπηγόρευε αὐτή ἡ φύσις, αὐτό τό συναίσθημα καί ὄχι αὐτό τό Εὐαγγέλιο.

   Ὅμως δέ θά πάρωμε -φυσικά ὑπάρχει ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως- δέν θά πάρωμε στό τραπέζι μας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μᾶς ἐπιφέρουν ζημίες. Δέν θά πάρωμε κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς κάνη ἠθική ζημία στό σπίτι μας -θέλει προσοχή, θέλει διάκρισι, μά πάρα πολλή διάκρισι, σ’αὐτό τό σημεῖο νά προσέξτε πάρα πολύ, μά πάρα πολύ!- ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν ξέρετε ποιός εἶναι καί σᾶς χτυπᾶ τήν πόρτα γιά νά μείνη τό βράδυ στό σπίτι σας. Ξέρετε τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός; Κι ἄν σᾶς κάνη κακό;

   Δέν θά τόν ἀφήσετε νά μείνη στό δρόμο. Δώσατέ του ὅμως χρήματα  νά πάη νά μείνη σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, διότι δέν τόν ξέρετε καί διότι τό σπίτι σας δέν ἔχει ἕναν ξενῶνα πού νά ἀπομονώνεται. Διότι, τό ξαναλέγω, δέν τόν ξέρομε! Κυκλοφοροῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί ἀνήθικοι ἄνθρωποι. Ποῦ ξέρεις αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ χτυπάει τήν πόρτα, ποιός εἶναι; Τόσα καί τόσα φοβερά  πράγματα γίνονται. Ἔτσι, καί θά ἔχωμε τήν διάκρισι, ἀλλά καί δέν θά τόν  ἀφήσωμε αὐτός  ὁ ἄνθρωπος νά μείνη στό δρόμο!

    Καί τί λέγει; «καί ἰδού μένω σε». Σέ περιμένω. Δέν θά δοκιμάσω φαγητό ἕως ὅτου ἔλθεις μέ ὅποιους βρεῖς στό δρόμο.

    Καί πράγματι βγῆκε ἔξω ὁ Τωβίας, ὁ γιός, εἰς τήν ἀγορά καί σέ λίγο γυρίζει. Δέν ἔφερε κανέναν μαζί του. Δέν βρῆκε κανέναν. Ἀλλά μᾶλλον βρῆκε. «Πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔρριπται ἐν τῇ ἀγορᾷ». (Τωβ.2,3) Βρῆκα ἕναν στραγγαλισμένον, πνιγμένον, πεταμένον στήν ἀγορά. Ἀκοῦτε, ἦταν ἐκείνη ἡ μαύρη ἐποχή τῶν Ἑβραίων πού τόσο φοβερά τούς μετεχερίζοντο οἱ Ἀσσύριοι, πού σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως.

    Καί λέγει τώρα ὁ θαυμάσιος Τωβίτ: «κἀγώ πρίν ἤ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας, ἀνειλόμην αὐτόν εἴς τι οἴκημα ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος.» ( Τωβ.2,4) Ὅταν τό ἄκουσα αὐτό «πρίν ἤ γεύσασθαί με» «δέν κάθισα νά φάγω». Βλέπει κανείς πολλήν ἀρετή. Ὑπογραμμίζω αὐτό: «δέν κάθισα νά φάγω».

    Προσέξτε! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἂγγελός του! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἀρχάγγελος Ραφαήλ˙ καί θά τοῦ τό πῆ ὕστερα ἀπό καιρό, ἀπό χρόνια. Θά τοῦ πῆ: «θυμᾶσαι τότε, ἡμέρα Πεντηκοστή, πού δέν κάθισες νά φᾶς, πετάχτηκες ἀπό τό τραπέζι σου γιά νά πᾶς αὐτόν τόν νεκρόν ἄνθρωπο νά τόν θάψης; Ἐγώ σέ ἔβλεπα».

   Θεέ μου, Θεέ μου, δηλαδή ὅ,τι κάνομε παρακολουθούμεθα; Ναί, τό μάτι τοῦ Θεοῦ! Τό μάτι τῶν Ἀγγέλων! Μᾶς βλέπουν οἱ Ἂγγελοί μας, παιδιά, καί κρατοῦν λογαριασμόν! Εἶναι φοβερόν! φοβερόν καί μέ τήν καλή καί μέ τήν κακή σημασίαν. Μέ τήν κακή, ἄν ἁμαρτάνωμε. Μέ τήν καλή, ὅταν κάνωμε τό ἀγαθόν. Διότι ἐκεῖνο πού κάνω, ὥστε δέν πάει χαμένο; μέ βλέπει ὁ Θεός; Ναί, μέ βλέπει ὁ Θεός! Καί τό κακό, ἀλλοίμονό μου, καί ἐκεῖνο καταγράφεται, ὅπως γράφει καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων.

    Ἔτσι πετάχτηκε «ἀναπηδήσας» βλέπετε τό ρῆμα; Ἀναπηδῶ. Πετάχτηκε χωρίς νά φάη, πῆγε, τόν πῆρε, τόν ἔκρυψε σέ ἕναν τόπο,  σέ ἕνα οἰκίσκον, λέγει ἐδῶ πέρα, «εἴς τι οἴκημα». Κάπου τόν ἔβαλε, τόν ἔκρυψε γιά νά πάη νά τόν θάψη ὅταν θά βασίλευε ὁ ἥλιος, γιά νά μήν τόν δῆ κανένας.

   «Καί ἐπιστρέψας ἐλουσάμην καί ἤσθιον τόν ἄρτον μου ἐν λύπῃ». (Τωβ. 2,5)  Αὐτό ἔκανε· γύρισε, πλύθηκε.

   Αὐτό το «ἐλουσάμην» δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ἐκεῖνο πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν γυρίζουν ἀπό ἕναν νεκρό, πού πλένονται. Αὐτό εἶναι εἰδωλολατρική συνήθεια καί εἶναι ἀπό τόν κύκλο τῆς μαγείας καί τῶν προλήψεων καί λοιπά, πού σπάζουνε κανάτια, σπάζουνε πιάτα, χύνουνε νερό πάνω ἀπό τόν τάφο, μιλᾶνε γιά ἀμίλητο νερό καί ἄλλα πολλά γύρω ἀπό τό θέμα νερό. Εἶναι πολλή ἡ φιλολογία γύρω ἀπό τό θέμα νερό, πολύ μεγάλη! Καμμιά σχέσι δέν εἶχε αὐτό πού λέει «λούστηκα, πλύθηκα» εἶχε νομικόν χαρακτήρα, τό ἔλεγε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἤγγιζε νεκρόν ἦτο ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνη καθαρμούς κατά τόν νόμον.

    Συνεπῶς, αὐτή ἡ λούσις, τό πλύσιμο, ἤτανε νομικοῦ -σύμφωνα με τόν νόμον- νομικοῦ χαρακτῆρος. Ὅπως ἐμεῖς, ἄν ἔχετε προσέξη, ὅταν λειτουργοῦμε, τό πρωί πού θά «πάρομε καιρόν», ὅπως λέμε, θά μποῦμε θά πλυθοῦμε, θά ντυθοῦμε. Μόλις ντυθοῦμε, ἄν ποτέ ἔχετε δεῖ αὐτή τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ ἤ ἄν τό τέμπλο δέν ὑπάρχει καί τό ἔχετε δεῖ στούς ἱερεῖς, πηγαίνουν στόν νιπτήρα καί πλένονται. Θά ξαναπλυθοῦν μετά τήν Θεία Κοινωνία. Καί λένε μάλιστα καί ἕναν ψαλμό. «Νίψομαι ἐν αὐτῷ εἰς τάς χείρας μου». Θά πλυθῶ, λέγει, εἰς τύπον ὅτι τά χέρια μου εἶναι ἀθῶα. Δηλαδή τά χέρια εἶναι ὁ τρόπος πού κάνομε τίς πράξεις, συνεπῶς ἔχω ἀγαθές πράξεις, δέν εἶμαι κακοῦργος ἄνθρωπος, δέν εἶμαι ἄνθρωπος τῆς ἀδικίας «καί κυκλώσας τό θυσιαστήριον».

    Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐλέγετο ὅτι ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δέν θά ἐπλένετο καί θά πήγαινε στή θυσία, αὐτός θά ἀπηλλάσσετο τῆς ζωῆς, θά ἀπέθνησκε.  Βέβαια αὐτό σήμερα δέν ὑπάρχει, διότι ἦτο τύπος τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητας. Ὀφείλομε ὅμως νά πλυθοῦμε. Αὐτή ἡ πλύσις δέν ἔχει κανέναν μαγικό χαρακτήρα, κανένα μαγικό, ὅπως ἔχει στίς κηδεῖες ἤ ὅπου ἀλλοῦ πού πλένονται οἱ ἄνθρωποι ἤ χρησιμοποιοῦν τό νερό κατά ποικίλους, ποικίλους, ποικίλους τρόπους. Σᾶς εἶπα σάν ἀμίλητο νερό, σάν... σάν... σάν…

   Ἐδῶ ἐπλύθηκε διότι ἐθεωρεῖτο νομικά ἀκάθαρτος καί κάθισε νά φάη. Βέβαια τό νά πλυθοῦμε ἀπό τήν ἀγορά καί νά φᾶμε, αὐτό δέν ἔχει οὔτε νομικόν, οὔτε μαγικόν χαρακτήρα, οὔτε θρησκευτικόν. Ἔχει ἁπλῶς ὑγιεινόν χαρακτήρα.

   Καί σᾶς συνιστῶ ὅταν γυρίζωμε ἀπ’ ἔξω, προκειμένου νά καθίσωμε νά φᾶμε, νά πλύνωμε τά χέρια μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πλένονται, ὅταν θέλουν νά φᾶνε; Ναί! δέν πλένονται· δέν πλένονται! Αὐτό γίνεται πολλάκις αἰτία πολλῶν ἀσθενειῶν. Νά πλυθοῦν! Πρώτη μας δουλειά πού θά ἔρθουμε ἀπ’ ἔξω, ξέρετε ποιά εἶναι; Νά κάνωμε τόν σταυρό μας, νά κάνωμε μία μετάνοια ἤ τρεῖς στό εἰκονοστάσι μας, ὅτι γυρίσαμε πίσω, μποροῦσε νά μήν εἴχαμε γυρίσει, μποροῦσε νά μᾶς κάνη λιῶμα ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα δυστύχημα. Γυρίσαμε πίσω, ἔ; Ἤρθαμε στό σπίτι μας. Ὅπως κάναμε τό σταυρό μας φεύγοντας, ἔτσι τώρα θά κάνωμε τό σταυρό μας εὐχαριστῶντας. Μετά θά πᾶμε νά πλυθοῦμε καί μετά θά κάνωμε ὅ,τι θέλομε. Θά πλυθοῦμε ὅμως! Τό πλύσιμο τῶν χεριῶν εἶναι ἀπαραίτητο γιά λόγους ὑγείας μόνο, καί τίποτε ἄλλο.

   Καί κάθισε νά φάη μέ λύπη. Ὤ! τήν ἀρετή πού εἶχε ὁ Τωβίτ, μέ λύπη! «καί ἐμνήσθην τῆς προφητείας Ἀμώς καθώς εἶπε: στραφήσονται αἱ ἑορταί ὑμῶν εἰς πένθος καί πᾶσαι αἱ εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον». (Τωβ. 2,6) ἐκεῖ κάθισα καί θυμήθηκα αὐτό πού λέει ὁ προφήτης Ἀμῶς (Κέφ. 8,10), ὅτι «δέν κάθεστε καλά ἔ; Παραβαίνετε τόν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἔ, λοιπόν οἱ γιορτές σας θά μετατραποῦν σέ πένθος καί οἱ εὐφροσύνες πού νιώθατε, οἱ χαρές σας στίς γιορτές, θά μετατραποῦν σέ θρηνολόϊ». Αὐτό θυμήθηκα, λέει· αὐτό θυμήθηκα. Καί ἔπιασε νά λυπᾶται· ἔτρωγε καί ἔκλαιγε. 

   Λοιπόν, εἶναι νομίζετε μικρῆς σημασίας νά θλίβεται ἕνας ἄνθρωπος ὅταν βλέπη δεινά, τά ὁποῖα ὅμως δέν μπορεῖ νά διορθώση; Βλέπει νά ὑπάρχουν φτωχοί, βλέπει νά ὑπάρχουν ἄρρωστοι. Πᾶς σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί βλέπεις ἀρρώστους˙ μπορεῖς νά τούς κάνης καλά τούς ἀρρώστους; Ὄχι! Ἀλλά νομίζετε ὅτι εἶναι μικρῆς σημασίας νά λυπᾶσαι γιατί οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν; Γίνεσαι κοινωνός τῶν παθημάτων των. Ὅπως γίνεσαι κοινωνός τῆς χαρᾶς των κατά το «χαίρειν μετά χαιρόντων» ἔτσι γίνεσαι καί κοινωνός τῆς λύπης των «καί κλαίειν μετά κλαιόντων».

   Ὕστερα αὐτός ὁ Θεός ἔγινε κοινωνός τῆς θλίψεώς μας. Καί ἔγινε ἄνθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος»(Ἑβρ. 2, 14) ἔγινε μέτοχος  σαρκός καί αἵματος γιά νά πιῆ τό ποτήρι τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως καί τῶν δεινῶν της ἀνθρωπότητος «πλεῖον». «Καί ἔπαθε ἀνθ’ ὧν ἔπαθε». Ἀπέκτησε πεῖραν ἀπ’ ὅ,τι ἔπαθε μέ τήν ἀνθρωπίνη του φύσιν.

   Αὐτή ἡ περίπτωσι, τό νά λυπᾶται κανείς γιατί τίποτε ἄλλο δέν ἔχει νά κάνη, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα! Προσέξτε, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο πρᾶγμα! Βεβαίως, ἄν ἔχη κάτι νά προσφέρη, νά τό προσφέρη. Βλέπεις τόν ἄλλον καί κρυώνει καί πεινᾶ, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς. Τόν βλέπεις τόν ἄλλον καί εἶναι στήν ἄγνοια, δέν ξέρει τόν Θεό, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς, δῶσ’ του ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, πές του δυό καλά λόγια. Βλέπεις ὅτι δέν μπορεῖς ἤ δέν ἔχεις νά τοῦ δώσης κάτι, κλάψε… πόνα….......

    Μᾶλλον ὅλον τό κεφάλαιον θαυμαστόν. Λέγει ἐκεῖ ὅτι πολλά φοβερά πράγματα ἐγίνοντο μέσα στήν Ἱερουσαλήμ καί πολλή εἰδωλολατρία ἀπό τούς ἄρχοντας. Ὅπως τώρα δυστυχῶς εἶναι οἱ μασόνοι, πού πολλοί ἐκ τῶν ἀρχόντων μας εἶναι μασόνοι, καί οἱ ὁποῖοι, παρακαλῶ, εἰδωλολατροῦν. Καί ἀποκαλύπτει ὁ Θεός εἰς τόν Ἰεζεκιήλ ἀκόμη καί ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τότε τοῦ Ἰσραήλ καί ἄρχοντες τοῦ λαοῦ εἰδωλολατροῦσαν, ἐλάτρευαν τόν ἥλιο, ὅπως καί σήμερα οἱ μασόνοι τόν ΜΑΤΣ, τήν φύσιν, τόν ἥλιο, τοῦ τά δείχνει αὐτά ἐν ὀράματι καί κατόπιν ἐξαπολύει ὁ Θεός σφαγήν -σέ ὅραμα αὐτό- σφαγήν εἰς τήν πόλιν ἡ ὁποία θά ἐγίνετο καί πραγματική σφαγή.

    Καί λέγει: ὑπάρχουν Ἂγγελοι ὁλοθρευταί· προηγεῖται κάποιος ὁ ὁποῖος κατά τούς πατέρες εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί λέγει, λέει ὁ πατήρ πρός τόν υἱόν: «δίελθεν μέσην τήν Ἱερουσαλήμ καί δῶς τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν» τό σημεῖον ξέρετε ποιό εἶναι; Τό Τ, εἶναι ὁ σταυρός, διότι εἰς τό Φοινικικόν ἀλφάβητον τό Τ, εἶναι σέ σχῆμα σταυροῦ, γι’ αὐτό καί στό Λατινικό ἀλφάβητο ἔχομε τό μικρό t. Δέν εἶναι σταυρός; Διατηρεῖ τόν Φοινικικόν χαρακτῆρα. Ἐπειδή δέ ἀπό τό Φοινικικόν ἀλφάβητο ἔχουν πάρει καί οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἑβραῖοι, τό Ἑβραϊκό ἀλφάβητο ἔχει μεγάλη συγγένεια μέ τό Ἑλληνικό. Ἄν δῆτε βέβαια τήν γραφή, θά πῆτε καμμιά συγγένεια. Ἄν προσέξετε, μεγάλη συγγένεια. Φέρ’ εἰπεῖν τό πρῶτο εἶναι τό Α, τό Ἑβραϊκό εἶναι τό ἂλεφ. Τό β… εἶναι τό  μπέλ, τό γ… γκίμελ καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Γάμα λέμε ἐμεῖς, Γκίμελ λένε οἱ Ἑβραῖοι. Τό γιώτ (ι), γιώτα λέμε ἐμεῖς καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Λέγει λοιπόν, θά βάλης τό σημεῖον Τ - ποιό εἶναι; τόν σταυρόν!- σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν λατρεύουν τόν ἥλιο, δέν λατρεύουν τήν φύσιν. Ποιοί ὅμως θά εἶναι τώρα αὐτοί μέσα σέ μία πόλι, πού εἰδωλολατρεῖ ἡ πόλις; Οἱ ἄρχοντες εἰδωλολατροῦν. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τῶν κατεστεναζόντων καί τῶν κατοδυνομένων ἐπί πάσαις τάς ἀνομίας ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτοῖς.(Ἱεζ θ’ 4) Εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καταστενάζουν, λένε: «Θεέ μου, τί κακό μας βρῆκε μές στήν πόλι!» Καί τῶν κατοδυνομένων, καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γεμίζουν ἀπό ὀδύνη, ἀπό λύπη γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες πού γίνονται μέσα στήν πόλι.

   Περνᾶτε μέσα στήν πόλι καί βλέπετε ἔκκλυσι ἠθῶν, βλέπετε συμμαθήτριές σας, πού τίς ξέρετε ἀπό τό σχολεῖο, τίς βλέπετε νά γυρίζουν κατά ἕναν ἔξαλλο τρόπο. Τί νά κάνης; Νά βάλης τίς φωνές; Τί νά κάνης; Κλάψε! Πόνεσε! Λυπήσου! Αὐτό ἔχει πολλή ἀρετή! Ἐδῶ μάλιστα, στήν περικοπή πού σᾶς διάβασα, αὐτοί, λέγει, δέν θά σφαγοῦν. Σημαίνει θά σωθοῦν! Βλέπετε, λοιπόν, τί ἀξία ἔχει νά λυπᾶσαι γιά τό κακό πού γίνεται; Ὅταν ὑπάρχη ἀποστασία, ἤ ἀθεΐα νά λυπᾶσαι, νά θλίβεσαι. Ἔχει πάρα πολύ, παιδιά, μεγάλη σημασία!

   Καί λέγει ἐδῶ συνέχεια ὁ Τωβίτ: «καί ἔκλαψα». Πώ πώ! καί ἔκλαψα! Οἱ ἄνδρες κλαίουν; Κλαίουν ὅταν ὑπάρχουν δεινά στούς ἄλλους. Δέν κλαῖνε ὅμως ὅταν οἱ ἴδιοι ὑποφέρουν. Ἡ ἀνδρεία δέν ἀποκλείεται στήν περίπτωσι πού θά κλάψης γιά τόν ἄλλον. Ἡ ἀνδρεία εἶναι ὅταν ξέρης νά κρατᾶς τόν ἑαυτό σου καί νά μήν κλαῖς γιά τά δικά σου τά δεινά. Γιατί ἅμα δέν κλαῖς γιά τά δεινά του ἀλλουνοῦ, εἶσαι ἀνεύθυνος καί αὐτό δέν λέγεται ἀνδρεία. Λέγεται ἀναισθησία.

   «Καί ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος ᾠχόμην καί ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν» (Τωβ.2,7) καί ὅταν βασίλεψε ὁ ἥλιος, ἄρχισε νά πέφτη τό σκότος, ἐπῆγα τόν πῆρα τόν ἄνθρωπο, ἔκανα ἕνα λάκκο καί τόν ἔθαψα.

   «Καί οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντες», μέ εἶδαν κάποιοι. Κάποιοι τόν εἶδαν, ἴσως Ἑβραῖοι, ἴσως καί ὄχι Ἑβραῖοι· πιθανότατα Ἑβραῖοι πού τόν εἶδαν, πιθανότατα Ἑβραῖοι, συμπατριῶτες! «οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περί τοῦ πράγματος τούτου, καί ἀπέδρα, καί ἰδού πάλιν θάπτει τούς νεκρούς». (Τωβ.2,8) Περίεργο πρᾶγμα! καλά, λέει, πότε ἦταν ἐκεῖνο πού ἔθαβε τούς νεκρούς καί τοῦ ἅρπαξαν τήν περιουσίαν καί ἐδραπέτευσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του, πάλι τά ἴδια κάνει; Πάλι πηγαίνει καί θάβει τούς νεκρούς; Δέν ἔβαλε μυαλό; Μά μυαλό βάζομε, παιδιά, στά ἄσχημα πράγματα, στά καλά πράγματα ὑποτίθεται ὅτι βάζομε μυαλό; Δηλαδή πρέπει νά ἀλλάξωμε τώρα τά καλά πράγματα ἐπειδή ἐπάθαμε κάτι ἄσχημο;

    Καί τό χειρότερο «ἐπεγέλων» γελοῦσαν εἰς βάρους του. Τόν κορόιδευαν. Εἶναι αὐτό πού θά δεχτῆτε σάν εἰρωνεία ἐσεῖς, ὅταν θέλετε νά μένετε εἰς τά πατρῶα, θέλετε νά μένετε εἰς τήν παράδοσιν, εἰς τήν πίστιν, εἰς τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί σᾶς λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας: «ποῦ ζεῖς καημένη; ποῦ ζεῖς; στόν περασμένον αἰῶνα; στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σου καημένη ζεῖς; Δέν ξέρεις τώρα ποῦ εὑρισκόμεθα;» Ἔ, ποῦ εὑρισκόμεθα, λοιπόν, τί σημασία ἔχει; Ὁ χρόνος τρέχει, τί σημασία ἔχει; Ἡ πρόοδος εἶναι πάντοτε καί ποιοτική πρόοδος; Δηλαδή, ἡ χρονική πρόοδος εἶναι καί ποιοτική πρόοδος; Ἄν κάναμε μία κριτική τοῦ πράγματος: ὅ,τι καί νεώτερον δέν εἶναι καί καλύτερον; Ἐάν εἶναι καλύτερον, εἶναι ὄντως πρόοδος. Ἐάν ὅμως δέν εἶναι καλύτερον, τότε πῶς θά τό ἀποκαλέσω αὐτό πρόοδον;

  Καί ἔτσι, ὅταν μένω σέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι δοκιμασμένον πρᾶγμα, ἔχει ἀξία, τότε ὁπωσδήποτε, παιδιά, θά γίνω τό ἀντικείμενο νά μέ γελάσουν. Αὐτό τό σημεῖο -προσέξατέ με!- μέ θλίβει πολύ.

    Βλέπω πολλά τέτοια περιστατικά καί κάθομαι καί ἀναρρωτιέμαι καί γιά τόν ἴδιο μου τόν ἑαυτόν. Τό ἔχω προσεγγίσει τό θέμα αὐτό ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Καί ἀναρρωτιέμαι, ἄν κάποτε θά πρέπη νά δώσωμε μία μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ πού θά κόστιζε καί αὐτή τή ζωή, -σήμερα δέν κοστίζει τή ζωή μας μία μαρτυρία· ἄ! τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία· προσέξτε με, τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία!- θά εἴμεθα σέ θέσι νά γίνωμε μάρτυρες; Λυποῦμαι πάρα πολύ, σᾶς τό λέγω ἀλήθεια, δέν θά εἴμεθα σέ θέσι. Τό μαρτύριον παρασκευάζεται. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δίδει τό χάρισμα τοῦ μαρτυρίου. Χάρισμα εἶναι. Προσέξτε με! Χάρισμα εἶναι. Καί αὐτό τό χάρισμα, ὅπως ὅλα τά χαρίσματα παρασκευάζεται, προετοιμάζεται!

    Ἐάν λοιπόν βλέπωμε τούς ἀνθρώπους μας νά μήν εἶναι σέ θέσι νά ἀντέξουν οὔτε ἕνα χαμόγελο εἰρωνικό τῶν ἄλλων, πῶς θά ἀντέξουν ἕνα μαρτύριον τοῦ αἵματος; Εἶναι ἀδύνατον!

    Γι’ αὐτό, καλά μου παιδιά, ἄς προετοιμαζώμεθα· δέν ξέρομε τί θά γεννήση ἡ αὐριανή μέρα, δέν τό ξέρομε. Ἐδῶ πέρα βλέπετε τόσα καί τόσα νά συμβαίνουν στήν ζωή μας. Ἡ ἐποχή μας εἶναι φοβερή ἐποχή! Ἔχει δώσει μαρτυρίες αἵματος ἀπειράριθμες, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἐν βίβλῳ ζωῆς· ὁ Θεός τά ξέρει τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων πού ἔδωσαν μαρτυρίαν αἵματος σέ ὅλην τήν ὑφήλιον ἀπό τό Βόρειο Πόλο μέχρι τό Νότιο Πόλο· σέ ὅλην τήν ὑφήλιον, σέ ὅλα τά γεωγραφικά μήκη καί πλάτη.

    Πρό ὀλίγου καιροῦ στή Μαδαγασκάρη εἶχε ἐξαποληθεῖ ἀπηνής διωγμός ἐναντίων τῶν χριστιανῶν. Στή Μαδαγασκάρη! Δέ λέω ἄλλους τόπους γνωστούς, γνωστοτάτους, πού διαβάζομε σέ ἐφημερίδες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… Ναί! Γι’ αὐτό λοιπόν, ἄς παρασκευαζώμεθα. Θά μοῦ πῆτε ἀπό τί; Νά, ἀπ’ αὐτή τή λύπη πού θά νιώθωμε γιά τό κακό πού θά γίνεται! Νά, ἀκόμα καί γιά μία μαρτυρία πού θά δίνωμε μέ τήν στάσι μας καί πού οἱ ἄλλοι θά γελάσουν, καί ἐμεῖς δέν θά προδώσωμε τόν Χριστό μέ τό χαμόγελο τό δικό τους, νά λυγίσωμε καί νά καμφθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι συμφωνοῦμε μαζί τους!

    Ἔτσι πραγματικά δίνομε δείγματα καλῶν ἐξετάσεων εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ὁποῖον ἔρχεται νά μᾶς ἐγχειρήση, νά μᾶς βάλη στά χέρια, τό τάλαντο τοῦ μαρτυρίου, αὐτό τό χρυσοῦν τάλαντο, πού ἔχουνε μία ξεχωριστή θέσι οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ μέσα στή Βασιλεία Του.                                 

   Κι ἐκείνη τή νύχτα, λέγει, ἐπειδή ἤμουνα νομικά ἀκάθαρτος δέν ἔπρεπε νά μπῶ εἰς τό σπίτι μου νά κοιμηθῶ. Ὁ νομικά ἀκάθαρτος ἔμενε ἄπ’ ἔξω. Βέβαια δέν θά σᾶς κάνω πάρα πολλές ἀναλύσεις τό γιατί καί τό πῶς. Σᾶς λέγω μόνο αὐτό. «Κι ἔμεινα ἄπ’ ἔξω νά κοιμηθῶ».

   Ἄν λάβετε ὕπ’ ὄψιν ὅτι τό Πάσχα ἦταν 30 Μαρτίου, μέ τό δικό μας  Μάρτη, δεκαπέντε τοῦ μηνός Νισσάν. Πενήντα μέρες μετά, εἶναι περίπου δυό μῆνες μετά, συνεπῶς εἶναι Ἀπρίλιος, εἶναι εἴκοσι Μαΐου. Ὁ καιρός εἶναι ἀρκετά ζεστός. Ἔβαλε λοιπόν ὁ Τωβίτ κάτω ἀπό μία κληματαριά τό κρεβάτι του καί ἐκεῖ ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Ἀλλά, ὅπως ἔπεσε νά κοιμηθῆ, ἔβλεπε τά ἀστέρια, ἔβλεπε τόν οὐρανό, ἴσως ἀνελλογίζετο τά γεγονότα τῆς ἡμέρας. Ἴσως ἐσκέπτετο ἐκεῖνον τόν δυστυχισμένο πατριώτη πού τόν εἶχαν στραγγαλίσει οἱ Νινευῖται καί δέν εἶχε κοιμηθεῖ, δέν μποροῦσε νά κοιμηθῆ. Ὅπως λοιπόν εἶχε τά μάτια του ἀνοιχτά, ἦταν κάτι σπουργίτια, τά ὁποῖα δέν εἶχε πάρει εἴδησι, ἐκεῖ στόν τοῖχο εἶχαν μία φωλιά καί κουτσούλησαν ἐπάνω στά μάτια του. Καί ὅπως ἔπεσε ἡ κουτσουλιά πάνω στά μάτια του -εἶναι δέ γνωστό ὅτι ἡ κουτσουλιά περιέχει ἀμμωνία- τί ἔγινε; πῶς ἔγινε; Ἀμέσως, παιδιά, αἰσθάνθηκε ὅτι ἔγινε ζημιά στά μάτια του.

   Σηκώθηκε ἐπάνω, ἐπῆγε τήν ἄλλη μέρα στό γιατρό. Ἐπῆγε, λέγει, εἰς τούς γιατρούς «καί ἐπορεύθην πρός ἰατρούς καί οὐκ ὠφέλησάν με». Τίποτε δέν ἔγινε. Καί τότε ἄρχισαν νά παρουσιάζωνται λευκώματα εἰς τά μάτια του. «Καί ἐγενήθη λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί ἐπορεύθην πρός ἰατρούς καί οὐκ ὠφέλησάν με». (Τωβ. 2,10) Καί ὁ ταλαίπωρος ὁ Τωβίτ ἀρχίζει μέρα μέ τή μέρα νά χάνη τό φῶς του καί νά γίνεται τυφλός. Ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία ἀπό τήν εὐεργεσία πού ἔκανε νά πάη νά θάψη τόν πτωχόν ἐκεῖνον Ἑβραῖον, τόν στραγγαλισμένον. Καί τώρα πληρώνει τήν ἱστορία αὐτή μέ τύφλωσιν.

   Νέα δοκιμασία! Ἀλλά τώρα ἡ ἱστορία τοῦ Τωβίτ ἀρχίζει μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἀπό τή στιγμή πού τυφλώνεται.

   Ἀλλά θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Κυριακή.

 
2α ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.