29 Νοεμβρίου 2021

Οἱ δύο προσευχές τῆς Σάρρας. Περί αὐτοκτονίας κ.λ.π.

†.Εἴχαμε μείνει σ’ ἐκείνο  τό ἐπεισόδιο, πού εἶχε συμβεῖ μεταξύ τοῦ Τωβίτ καί τῆς γυναικός του τῆς Ἄννας, ἡ ὁποία βγῆκε νά δουλέψη, ἐφ’ ὅσον φυσικά ὁ σύζυγός της εἶχε τυφλωθεῖ. Kαί ἐκεῖ ἐσημειώθηκε ὅλη αὐτή ἡ δυσπιστία εἰς βάρος της, ὅταν εἶχε φέρη ἐκεῖνο τό κατσικάκι, τό ὁποῖον ἐθεώρησε ὁ Τωβίτ ὅτι ἦτο κλεψιμαίϊκο καί τῆς εἶπε ὁπωσδήποτε νά τό ἐπιστρέψη, ἐνῶ ἐκείνη ἐπέμενε ὅτι δέν ἦτο κλεψιμαίϊκο, ἀλλά ἦταν καρπός τῆς ἐργασίας της. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί σημειώθηκε ἐκείνη ἡ πάρα πολύ πικρή στιχομυθία, πού τοῦ εἶπε σάν ἄλλη γυναῖκα τοῦ Ἰώβ: «νά τό κατάντημά σου, πού κατέληξες ἀπό τίς τρελές σου ἐλεημοσύνες καί ἀπό τήν ἀρετή σου! Θέλησες νά εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νά κοιτάζης τούς πτωχούς καί τούς συμπατριῶτες μας, νά πηγαίνης νά τούς θάβης; Νά τό κατάντημά σου! νά ποιά εἶναι ἡ θέσι σου!»

    Ἤτανε πραγματικά πολύ πικρά λόγια, προπαντός ὅμως ἦταν ἕνας πειρασμός, ἕνας φοβερός πειρασμός! Εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ἕνας ψαλμικός στῖχος: καί μοῦ ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι ὅλη μέρα «ποῦ ἐστίν ὁ Θεός σου;», δηλαδή ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου νά σέ βοηθήση, δέν βλέπει τό κατάντημά σου, δέν βλέπει τά χάλια σου; Ἐάν ὁ Θεός σέ ἔβλεπε θά σέ ἄφηνε ἐσένα πού λές ὅτι σέ ἀγαπᾶ, ἐσύ πού λές ὅτι τόν λατρεύεις, θά σέ ἄφηνε στήν κατάστασι αὐτή νά φθείρεσαι;

  Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, παιδιά, ἐπρόκειτο περί δεινοῦ πειρασμοῦ. Ἕνας πειρασμός πού ἔρχεται νά συγκλονίση τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτά τά θεμέλια της ὑπάρξεώς του, δηλαδή στήν πίστι του. Διότι μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό θέμα τῆς πίστεως εἶναι ὁ θεμέλιος τῆς ζωῆς μας.

  «Καί λυπηθείς» λέγει στό τρίτον κεφάλαιον καί στό ὁποῖο καί προχωροῦμε, «ἔκλαυσα καί προσευξάμην μετ’ ὀδύνης λέγων». Λυπήθηκε, βγῆκε ἔξω ἀπό τό σπίτι του καί ἔκλαψε. Ἒκλαψε μέ πόνο ψυχῆς.

  Ἀλήθεια μία προσευχή, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά βγῆ ἀπό μία καρδιά πού δοκιμάζεται, καί δοκιμάζεται ἀκριβῶς γιά τήν ἀρετή, ἀκριβῶς γιά τήν πίστι, θά μποροῦσε νά μείνη ἀναπάντητη; Ὁπωσδήποτε, ὄχι!

    Ἀλλά ἀξίζει ὁ κόπος νά δοῦμε πραγματικά τό περιεχόμενον τῆς προσευχῆς τοῦ Τωβίτ. Εἶναι μία θαυμάσια προσευχή! Μία ἀπό τίς πέντε ὅλες ὅλες, πού περιέχονται εἰς τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ», προσευχές. Καί μία ἀπό τίς ὡραιότερες!  Περιέχει ὅλα τά εἴδη τῆς προσευχῆς καί τήν εὐχαριστίαν, καί τήν ἐξομολόγησι, καί τήν αἴτησι, καί τήν δοξολογία. Φυσικά, ἄν εἴχαμε πολύ χρόνο, κι ἄν κάναμε μία εἰδική μελέτη τοῦ βιβλίου τοῦ «Τωβίτ», ἡ ἀνάλυσις τῆς προσευχῆς αὐτῆς θά εἶχε νά μᾶς παρουσιάση πολλά ὠφέλιμα. Ὅμως πολύ γρήγορα θά περάσω τήν προσευχή αὐτή, γιατί ἔχομε κάτι ἄλλα σημεῖα νά τονίσωμε:

   «Δίκαιος εἶ, Κύριε, καί πάντα τά ἔργα Σου καί πᾶσαι αἵ ὁδοί Σου ἐλεημοσύναι καί ἀλήθεια καί κρίσιν ἀληθινήν καί δικαίαν Σύ κρίνεις εἰς τόν αἰῶνα.» (Τωβ.3,2) Εἶναι ὁ πρόλογος τῆς προσευχῆς. Δέν μπῆκε ἀκόμη στό κυρίως θέμα. Ἐδῶ, ὅπως κάθε προσευχή, ἔχει τήν προσφώνησί της καί κατόπιν ἔχει τό κύριο θέμα. Κάποτε μία προσευχή μίας σελίδος ὁλοκλήρου, μπορεῖ νά εἶναι ὁλόκληρη ἕνας πρόλογος, καί ἕνας μόνο στῖχος, μόνο μία πρότασι, νά εἶναι τό κύριο θέμα. Μόνο! τίποτε ἄλλο! Μή σᾶς κάνει ἐντύπωσι, διότι ἡ προσευχή εἶναι ταυτόχρονα καί μία λατρεία. Καί ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νά φέρωμε εἰς τή δημοσιότητα τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀναφορά τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖον τελικά θά σταθῆ ὁ δρόμος γιά νά πετύχωμε τό αἴτημά μας. Αὐτό νά μή τό ξεχνᾶτε!

   Ἀλλά προσέξτε ὅμως τό πλαίσιο -στά τρία τελευταῖα θέματά μας προσπαθήσαμε νά τό δοῦμε- μέσα εἰς τό ὁποῖο κινεῖται ὁ Τωβίτ. Εἴμεθα στήν αἰχμαλωσίαν. Αἰχμαλωτεύθηκε ὁ Τωβίτ ἀπό τήν πατρίδα του, τό Ἰσραήλ, ἀπό τήν Θέσβην, ἀπό κεῖ πού κατήγετο καί ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἦλθε ἐκεῖ, παντρεύτηκε, πέρασε ἐκεῖνες τίς περιπέτειες μέ τόν Βασιλέα, μέ ἐκεῖνον τόν νεκρόν πού πῆγε νά θάψη καί λοιπά, καί λοιπά. Τοῦ ἁρπάχτηκε ἡ περιουσία. Τώρα τυφλώνεται. Νά ἀγανακτήση καί νά πῆ: «Ἔ, Θεέ μου!» καί νά ἔλθη εἰς ἐπικουρίαν -εἰς βοήθειαν- αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ αὐτή ἡ ἴδια του ἡ γυναῖκα!

    Αὐτό ἔκανε ὁ Τωβίτ, παιδιά; Κοιτάξτε πῶς ἀρχίζει τήν προσευχή του: «Κύριε, εἶσαι δίκαιος καί ἀληθινός, καί ὅλοι οἱ δρόμοι, αἱ ὁδοί σου, -ὁδός θά πῆ μέθοδος- ὅλαι αἱ μέθοδοι, πού ἀσκεῖς τήν διακυβέρνησι τῶν ἀνθρώπων καί πού ποιμαίνεις τούς ἀνθρώπους, εἶναι ὅλαι αἱ μέθοδοι ἐλεημοσύνη καί ἀλήθεια. -Ἐλεημοσύνη θά πῆ ἔλεος, θά πῆ ἀγάπη καί ἀλήθεια θά πῆ δικαιοσύνη.- Συνεπῶς εἶσαι δίκαιος καί ἐλεήμων, γεμάτος ἀπό ἀγάπη καί γεμάτος ἀπό δικαιοσύνη.» Δέν προσβάλλει καμμιά ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὑφίσταται ὅ,τι ὑφίσταται ὁ Τωβίτ δέν τό ἀποδίδει εἰς τό Θεόν, ἐκεῖνο πού μέ τόση εὐκολία ἐμεῖς ἀποδίδομε εἰς τόν Θεόν. Γι’ αὐτό θά ἀκούσετε καί ἄνδρες καί γυναῖκες, δηλαδή καί πατεράδες καί μητέρες, πού μέ τό παραμικρό, ὅταν τά πράγματα δέν πηγαίνουν καλά στό σπίτι τους, καταφέρονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμοι νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν Θεόν, νά περιφρονήσουν, νά κλωτσήσουν τόν Θεόν.

   Ἐδῶ φαίνεται ἡ πίστις! Μία πίστις, ἡ ὁποία  πρέπει νά περάση ἀπό τό καμίνι τό δοκιμασιῶν. Καί νά μήν ξεχνᾶτε, παιδιά, ὅτι αὐτά πού τά λέμε ἐδῶ θεωρητικά καί ἐγώ κάθομαι σέ μία καρέκλα μπροστά σέ ἕνα τραπεζάκι ἀναπαυτικά καί σεῖς ἀναπαυτικά κάθεστε σέ μία καρέκλα καί ἀκοῦτε αὐτά, ὅτι αὐτά εἶναι φιλολογία. Νά τό ξέρετε, θά περάσωμε καί ὀφείλομε νά περάσωμε ἀπό πολλές δοκιμασίες.

  Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος -καί πότε τό εἶπε! μετά ἀπό τόν λιθοβολισμό του εἰς τό Ἰκόνιο, πού τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο νομίζοντας ὅτι τόν σκότωσαν ὅμως, καί ὅταν σηκώθηκε τή νύχτα πού πήγαιναν οἱ Χριστιανοί νά τόν πάρουν νά τόν θάψουν, ἀφοῦ τόν πέταξαν οἱ εἰδωλολάτραι καί οἱ Ἑβραῖοι σάν ψόφιο σκυλί ἔξω ἀπό τήν πόλι- σηκώθηκε καί τούς εἶπε, μέ τίς πληγές, τούς εἶπε: «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.» (Πράξ. ιδ΄,22) Μέ πολλές θλίψεις, πρέπει νά μποῦμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Δεῖ!», «πρέπει!».

    Αὐτό τό «πρέπει» τό ἔχομε βγάλει ἀπό τή ζωή μας ἐμεῖς σάν Χριστιανοί καί θέλομε νά μᾶς ἔρχωνται ὅλα πάρα πολύ βολικά! Ἄς τό προσέξωμε! Δέν ξέρω τί θά γίνη ἡ καθεμία σας. Ὅ,τι καί νά γίνη, δοκιμασίες θά ὑποστῆ· ὁπωσδήποτε θά ὑποστῆ! Νά τό ξέρετε αὐτό τό πρᾶγμα! Καί ἐκεῖ ἀκριβῶς θά κριθῆ ἡ πίστις σας. Ἡ λυδία λίθος τῆς πίστεως εἶναι οἱ πειρασμοί, εἶναι οἱ θλίψεις!

  Δέν γογγύζει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ὁ Τωβίτ! «Μνήσθητί μου καί ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ», θυμήσου με, κοίταξέ με σπλαχνικά «μή μέ ἐκδικήσης ταῖς ἁμαρτίαις μου καί ταῖς ἀγνοήμασί μου καί τῶν πατέρων μου, ἅ ἥμαρτον ἐνώπιόν σου.» (Τωβ.3,3) Μήν ἔλθης τώρα ἀντίδικος τῶν ἁμαρτιῶν μου, τῶν προσωπικῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων μου. Ἀποδίδει ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑφίσταται στίς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ποιός; Ὁ δίκαιος Τωβίτ! Δίκαιος, εὐσεβέστατος!

    Κι ὅμως, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι εὐσεβής, ἔχει αὐτογνωσία. Εὐσεβής καί χωρίς αὐτογνωσία εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα. Καί βλέπομε σήμερα ἀνθρώπους νά λέγουν: «Ἐγώ; Ἐγώ τί σοῦ ἔκανα, Θεέ μου, καί μέ τυραννᾶς;» Ἀκοῦστε φράσι, ἀκοῦστε φράσι! «Τί σοῦ ἔκανα, Θεέ μου, καί μέ τυραννᾶς!» Ὡς νά εἶναι ὁ Θεός κάποιος ἀντίδικός μας, ὁ ὁποῖος καιροφυλακτεῖ! Τί θά τοῦ κάνωμε, θυμώνει, ἐξαγριώνεται καί ἐπιτίθεται ἐναντίον μας καί τώρα ἐμεῖς εἴμαστε ἀπένταντί του ἀντίδικοι. Καί σάν ἀντίδικοι φυσικά ἔχομε τό δικαίωμα νά σηκώσωμε τή φωνή μας, τή διαμαρτυρία μας, καί νά ποῦμε: «τί εἶναι αὐτά τά ὁποῖα μοῦ κάνεις; Τί σοῦ ἔκανα καί μοῦ τά κάνεις αὐτά;». Φοβερό πρᾶγμα, φοβερό πρᾶγμα παιδιά!

    Νά γιατί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι καθρέπτης τῆς πορείας μας τῆς πνευματικῆς. Αὐτά ἅμα διαβάζομε, λέμε ἔτσι πρέπει νά συντονίζωμε, νά προσαρμόζωμε, τήν ζωή μας μέ τήν ζωή καί τά λόγια τῶν ἁγίων ἀνθρώπων.

    «Παρήκουσαν γάρ τῶν ἐντολῶν Σου, καί ἔδωκας ἡμᾶς εἰς διαρπαγήν καί αἰχμαλωσίαν καί θάνατον καί παραβολήν ὀνειδισμοῦ πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, ἐν οἷς ἐσκορπίσμεθα.» (Τωβ.3,4) Ἐπειδή, λέει, παρέβημεν τίς ἐντολές Σου…, ἐκεῖ ἀποδίδει ὅλα τά δεινά.

    Ἀναφέρει τέσσερα σημεῖα πικρίας. Τό πρῶτον εἶναι ἡ διαρπαγή. Μᾶς ἅρπαξαν τά ἀγαθά μας, δέν ἔχομε τήν περιουσία μας πιά, μᾶς τά ἅρπαξαν ὅλα καί στήν πατρίδα ἀλλά καί ἐδῶ εἰς τήν ξένην. Δεύτερον, ἡ αἰχμαλωσία. Τρίτον πικρό, ὁ θάνατος. Ὅταν μέ τό παραμικρό οἱ κατακτηταί μας, οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς, μᾶς θανατώνουν. Καί τέταρτον γινήκαμεν «παραβολή ὀνειδισμοῦ πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν». Παραβολή θά πῆ ἱστορία, θά πῆ σύγκριμα. Συνεπῶς μᾶς ἔκαναν ἱστορία κοροϊδίας. Ὅπως θά λέγαμε, κάποτε παλαιότερα, τώρα δέν ἔχομε πολλούς Ἀρμενίους στήν Ἑλλάδα, συμπαθεστάτοι εἶναι οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Ἀρμένιοι εἶναι συμπαθέστατοι ἄνθρωποι, ἀλλά τό λέμε σάν παράδειγμα, πού πολλές φορές  θέλαμε νά μιμηθοῦμε τήν προφορά τους, την συμπεριφορά τους καί τά λοιπά καί κοροϊδεύαμε τούς Ἀρμένιους, τούς κοροιδεύαμε σάν λαό μέ τίς συνήθειές του καί τά λοιπά. Αὐτό τώρα λέγει ἐδῶ ὁ Τωβίτ. Σάν λαός γινήκαμε παραβολή, δηλαδή γινήκαμε ἱστορία κοροϊδίας γιά τούς ἄλλους λαούς, πού εἶναι πραγματικά βαρύτερο ἀπό τήν αἰχμαλωσία κι ἀπό τό θάνατο.

   «ἐν οἷς ἐσκορπίσμεθα» καί εἰς τά ὁποῖα ἔθνη ἔχομε σκορπισθεῖ «καί νῦν πολλαί αἱ κρίσεις σου εἰσί καί ἀληθιναί ἐξ ἐμοῦ ποιῆσαι περί τῶν ἁμαρτιῶν μου καί τῶν πατέρων μου, ὅτι οὐκ ἐποιήσαμεν τάς ἐντολάς σου, οὐ γάρ ἐπορεύθημεν ἐν ἀληθείᾳ ἐνώπιόν σου.» (Τωβ. 3, 5) Καί νῦν… Τώρα μπαίνει στό κυρίως θέμα. Προσέξτε, τώρα μπαίνει! Ὅλα ἦταν ἕνα προοίμιον πού, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀναφέρονται οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖο βασικό σέ κάθε προσευχή. «Καί νῦν κατά τό ἀρεστόν ἐνώπιόν σου ποίησον μέτ’ ἐμοῦ». Καί τώρα, λέγει, ἐκεῖνο πού θέλεις, κάνε σέ μένα, κατά τό ἀρεστόν! Αὐτό πού ἔλεγε ὁ Χριστός: «ὄχι ἐκεῖνο πού θέλω Ἐγώ, ἀλλά ἐκεῖνο, Πατέρα μου, πού θέλεις Ἐσύ!» Ἔτσι πάντα πρέπει νά θέτωμε τά θέματά μας καί τά αἰτήματά μας εἰς τόν Θεόν. «Κύριε, θέλεις νά γίνη αὐτό; Ἤ δέν θέλεις;» Ὄχι, «θέλεις δέν θέλεις, τό θέλω ἐγώ!» κατά ἕναν ἐγωϊστικόν καί κατά ἕναν αὐταρχικόν τρόπον. Κι ἄν ὁ Θεός δέν θέλη, ἄν ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέπη, πῶς θά τό ἐπιμείνωμε αὐτό;

  «Ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τό πνεῦμα μου, ὅπως ἀπολυθῶ καί γένωμαι γῆ.» Μία ὡραία περίφρασις πού σημαίνει: «δῶσε νά πεθάνω, δῶσε ἐντολή, ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τό πνεῦμα μου, νά πάρης τήν ψυχή μου!» Βλέπετε! νά πάρη, ἀναλαβεῖν -εἶναι ἀπαρέμφατον- ἐκεῖνος τόν ὁποῖον θά διατάξης! Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τούς Ἀγγέλους πού θά πάρουν τήν ψυχήν. «ὅπως ἀπολυθῶ» -Ἀπολύομαι τῆς ζωῆς σημαίνει ἀποθνήσκω- «καί γένωμαι γῆ» καί λιώσω στό χῶμα, «διότι λυσιτελεῖ μοι ἀποθανεῖν ἤ ζῆν» μέ συμφέρει πιό καλά νά πεθάνω παρά νά ζῶ «ὅτι ὀνειδισμούς ψευδεῖς ἤκουσα» γιατί ἄκουσα συκοφαντικούς ὀνειδισμούς. Ποιούς; Αὐτούς πού εἶπε ἡ γυναῖκα του. Καταλαβαίνετε ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε σέ ἕνα σημεῖον ἀπογνώσεως. «Καί λύπη ἐστί πολλή ἐν ἐμοί» καί ὑπάρχει σέ μένα πολλή λύπη. Κακός σύμβουλος ἡ λύπη, ἔ; κακός σύμβουλος μέσα στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νά πεθάνη. «Ἐπίταξον ἀπολυθῆναί με τῆς ἀνάγκης ἤδη εἰς τόν αἰώνιον τόπον, μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ» (Τωβ. 3,6) καί δῶσε ἐντολή νά πεθάνω καί νά πάω εἰς τόν αἰώνιον τόπον. Πίστι στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς! «μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ» δηλαδή σέ παρακαλῶ πολύ, δῶσε μία λύσι, τί πρέπει νά γίνη, δέν μπορῶ νά ἀντέξω ἄλλο αὐτόν τόν ὀνειδισμό τῆς γυναίκας μου, δέν μπορῶ! Ἢτανε πάρα πολύ βαρύ αὐτό πού μοῦ εἶπε!

    Τίθεται τό ἐρώτημα: «ἔχομε δικαίωμα νά ζητήσωμε ἀπό τό Θεό νά πεθάνωμε;» Ἄκουσα ἕνα ψιθυρισμένο «ὄχι!». Ὁπωσδήποτε ναί, δέν ἔχομε τό δικαίωμα νά τό ζητήσωμε ἀπό τόν Θεό! Ἁπλούστατα γιατί ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος,  ὁ ὁποῖος γνωρίζει τί θά κάνη, καί δέν θά τοῦ ὑποδείξωμε ἐμεῖς τί θά κάνη, ἄν πρέπη νά ζήσωμε ἤ νά πεθάνωμε.

   Λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὅτι, ὅταν εἶναι ἡ ψυχή πολύ ἁγία, πολύ ἁγία, κάτω ἀπό τό βάρος πού δέχεται δέ θά ἦτο ἡμαρτημένον νά ζητοῦσε νά πεθάνη. Καί νά πῶς!  ὅπως ἔχομε τό δικαίωμα νά ποῦμε εἰς τό Θεό νά μᾶς χαρίση ζωή: «λυπήσου με Κύριε, μή μέ πάρης, μή πεθάνω, δῶσε μου ζωή!». Ὁ Ἐζεκίας ἐπί παραδείγματι, προσευχήθη εἰς τόν Θεόν, ὅταν τοῦ εἶπε διά τοῦ προφήτου ὁ Θεός ὅτι θά πεθάνη. Ἄρρωστος στό κρεβάτι, καί ἐκεῖνος γύρισε ἀπό τήν μεριά τοῦ τοίχου, ἔκλαψε… Εἶδε ὁ Θεός τό κλάμα καί τήν παράκλησι τοῦ Ἐζεκία! Ἐπιστρέφει ὁ προφήτης Ἡσαίας καί τοῦ λέει: «θά ζήσης ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια, ἐπειδή παρακάλεσες τόν Θεόν νά ζήσης!».

   Ὅπως λοιπόν, μποροῦμε νά ζητήσωμε νά ζήσωμε, ἐνῶ εἶναι νά πεθάνωμε, ἔτσι θά μπορούσαμε νά ζητήσωμε νά πεθάνωμε. Ἀλλά, πότε ὅμως; Γιά θέματα πάρα πολύ μεγάλα! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: ἐφθάσαμε ἀκόμη εἰς τό νά ἀποροῦμε δι’ αὐτήν τή ζωή μας, φτάσαμε σέ ἕνα βάρος τέτοιο, πού δέν ξέρω, νά μᾶς φαίνεται φοβερά βαριά ἡ ζωή, φοβερά βαριά ἡ ζωή!

   Ἀλλά προσέξατε ὅμως μέ τί νηφαλιότητα ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Τωβίτ! Μέ πολλή μεγάλη ἠρεμία καί νηφαλιότητα! Δέν ἔχει τίποτε τό βίαιον. Δέν ζητάει νά κάνη κακό στόν ἑαυτό του. Τί εἶπε; «Κάνε κατά τό ἀρεστόν, ὅπως τό κρίνεις. Θέλεις νά πεθάνω, θέλεις νά ζήσω! Κατά τήν κρίσι σου. Σοῦ λέγω μόνο ὅτι εἶναι πικρό τό ποτήρι». Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσευχόμενος πρός τόν Πατέρα, τί ζητάει; νά ζήση; Προσέξτε, ζητάει νά ζήση· τό ἀντίστροφο· νά μήν πεθάνη, νά μή δοκιμάση τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου, ἀλλά καί ἐκεῖ, «ὄχι ὅπως ἐγώ θέλω, ἀλλά ὅπως ἐσύ!». Πάντως εἶναι θέσεις ἁγίων καί νηφαλίων ἀνθρώπων παρά τούς πειρασμούς τούς ὁποίους μπορεῖ νά περνοῦν. Κάτι πού θά εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίστροφο γιά μιά στιγμή σέ ἕνα παρακάτω θέμα πού θά δοῦμε.

    Αὐτή παιδιά, ἦταν ἡ προσευχή τοῦ Τωβίτ. Μία προσευχή ἀληθινά ὑπέροχη, πού ἔχει μέσα ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα, πού μποροῦν νά προσελκύσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί πράγματι ἡ προσευχή τοῦ Τωβίτ εἰσηκούσθη, ὅπως θά δοῦμε λίγο πιό κάτω· θά τό ἀναφέρη. Ἀλλά πρίν μᾶς πεῖ ὅτι εἰσηκούσθη ἡ προσευχή τοῦ Τωβίτ, θά μᾶς τοποθετήση τώρα ὁ ἱερός συγγραφεύς νά μᾶς παρουσιάση μίαν ἄλλη εἰκόνα φαινομενικῶς ξεκάρφωτη καί μή ἔχουσα καμμίαν σχέσιν μέ τήν ὅλη ἱστορία ὅπως τήν γνωρίσαμεν ἀπό τήν ἀρχή.

     Μία σκηνή πού συμβαίνει πολύ μακριά ἀπό τή Νινευή, στά Ἐκβάτανα! πολύ μακριά, πάρα πολλά χιλιόμετρα, ἡμέρες ταξίδι! Μία σκηνή πού θά συμβῆ τήν ἰδία ἡμέρα καί τήν ἰδίαν ὥραν σέ ἕνα σπίτι στά Ἐκβάτανα. Ἀλλά ἐνῶ μοιάζει ὅτι εἶναι ξεκρέμαστη ἐκείνη ἡ σκηνή, τήν ὁποία θά ἀναφέρη ὁ ἱερός συγγραφεύς, ὅμως θά μᾶς προετοιμάση νά μᾶς πῆ ὅτι αὐτή ὅλη ἡ ἱστορία, πού ἐκτυλίσσεται σέ μίαν ἄλλη πόλι τόσο μακριά, ἔχει ὁπωσδήποτε μίαν σχέσι μέ τόν Τωβίτ, ἡ ὁποία σχέσις θά δημιουργηθῆ σέ κάποιον κοντινό καιρό.

    Γιά νά δοῦμε αὐτήν τήν εἰκόνα ἡ ὁποία ἐκτυλίσσεται στά Ἐκβάτανα. «Ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρα συνέβη» λέγει τό ἱερόν κείμενον «τῇ θυγατρί Ραγουήλ Σάρρᾳ ἐν Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας καί ταύτην ὀνειδισθῆναι ὑπό παιδισκῶν πατρός αὐτῆς.» (Τωβ. 3, 7)

   Ἐκεῖ ἦταν ἕνα σπίτι ἑνός Ἑβραίου, ὁ ὁποῖος  ἐλέγετο Ραγουήλ καί εἶχε μία κόρη πού τήν ἔλεγαν Σάρρα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν πολύ πλούσιος -προσέξτε ἦτο εἰς τήν Μηδία αὐτός, δηλαδή δέν ἦτο κάτω ἀπό τήν ἐπικράτεια τῶν Ἀσσυρίων, ἀλλά τῶν Μήδων- καί ἦταν πολύ πλούσιος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν παρακάτω ἱστορία. Εἶχε μόνον μία κόρη, μοναδική, καί ὅταν ἦλθε ὁ καιρός νά παντρευτῆ ἡ κόρη, συνέβη κάτι φοβερό. Ὁ σύζυγός της, ἐνῶ ἐγίνετο ὁ γάμος καί ἐγίνετο μία διασκέδασι καί τά λοιπά, ὁ γαμπρός πέθανε. Τότε παντρεύτηκε δεύτερον. Κατά παρόμοιον τρόπον, μόλις ἐτελείωσε ἡ διασκέδασι καί τά λοιπά, ὁ γαμπρός πέθανε. Νά μήν πολυπραγμονῶ, ἑπτά ἄνδρες παντρεύτηκε καί οἱ ἑπτά πέθαναν. Πέθαναν κατά τόν ἴδιο τρόπο. Δηλαδή κάτι φοβερό! Καί θά ἰδῆτε αὐτό, πού πάρα πολλές φορές λέτε ἐσεῖς καί οἱ μητέρες σας, ὅτι ἔχουν κάνει μάγια καί χαλᾶν τά συνοικέσια καί ὁ γάμος δέν πηγαίνει καλά, καί δέν ξέρω  τί ἄλλα!

    Ἀλλά πρίν δοῦμε γιατί χαλοῦσε ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία, θά ἰδοῦμε ὅτι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑπόθεσις ἔγινε ἀντικείμενο νά ὑποστῆ φοβερή θλίψι ἡ Σάρρα, ὄχι ἀπό τόν θάνατο τῶν συζύγων της, πού κάτ’ ἐπανάληψιν ἐπαντρεύετο˙ ἀλλά ἀπό τί λέτε; Κάτι συνέβη φαίνεται μέ τίς δοῦλες -δέ λέω ὑπηρέτριες, δοῦλες ἤτανε τότε, δοῦλες δηλαδή πουλημένοι ἄνθρωποι- κάτι συνέβη. Εἴχανε στενοχωρηθῆ αὐτές δικαίως, ἀδίκως δέν ξέρομε. Δέν μᾶς λέει καί πιό πολλά. Μάλιστα ἐδῶ λέγει: «τί ἡμᾶς μαστιγοῖς» εἶπαν αὐτές. Δηλαδή τίς εἶχε μαλώσει, εἴχανε κάνει κάτι. Καί τί τῆς εἴπανε αὐτές: «οὐ συνιεῖς ἀποπνίγουσά σου τούς ἄνδρας;» τέλος πάντων δέ θά βάλης μυαλό, ὅτι γίνεσαι αἰτία νά γίνεσαι ἀνδροσκοτώστρα; «ἤδη ἑπτά ἔσχες καί ἑνός αὐτῶν οὐκ ὠνομάσθης.» (Τωβ. 3, 8)  ἤδη ἑπτά φορές παντρεύτηκες καί τό ὄνομα κανενός ἀπό αὐτούς δέν πῆρες. «τί ἡμᾶς μαστιγοῖς; Εἰ ἀπέθαναν, βάδιζε μετ’ αὐτῶν, μή ἴδοιμέν σου υἱόν ἤ θυγατέρα εἰς τόν αἰώνα» (Τωβ. 3, 9) Ἄν αὐτοί πέθαναν, ἄντε καί σύ νά πεθάνης μαζί τους! Ἄντε νά κόψης τόν λαιμό σου! ὅπως θά λέγαμε στήν κοινή διάλεκτο σήμερα. Καί παιδί ἀπό σένα νά μή δοῦμε εἰς τόν αἰῶνα! Νά μή σώσης νά παντρευτῆς καί νά μή σώσης παιδί νά κάνης! -νά τό πῶ ἔτσι στήν ἁπλήν ἑλληνικήν-. Αὐτή ἡ εὐκτική: «μή ἴδοιμέν σου», εἴθε νά μή δοῦμε, νά μή σώσης νά δοῦμε παιδί σου, οὔτε ἄνδρα σου νά δοῦμε ποτέ! 

    Καταλαβαίνετε ἦταν πολύ πικρά λόγια. Μία κοπέλα πού δοκιμάστηκε τόσο φοβερά μέ αὐτό τό ἀλλεπάλληλο ἀτύχημα, ὁ σύζυγός της νά πεθαίνη τήν πρώτη μέρα τοῦ γάμου, καί νά ἔρθουν μετά νά τήν κατηγορήσουν τόσο φρικτά! Ἒπαθε ἕνα νευρικό κλονισμό. Στενοχωρήθηκε φοβερά˙ μά φοβερά στενοχωρήθηκε! Ἀλλά πρίν δοῦμε γιατί στενοχωρήθηκε, τί συνέβη καί τί ἔγινε παρακάτω, καλόν εἶναι νά ρίξωμε μία ματιά νά δοῦμε γιατί πέθαναν οἱ σύζυγοι αὐτῆς τῆς κοπέλας. Κάτι πού βέβαια θά τό ἰδοῦμε ἀναλυτικότερα ὅταν θά φτάσωμε σέ ἕνα παρακάτω κεφάλαιο, πού ἐκεῖ θά μᾶς δοθῆ ἀρκετό φῶς νά ἰδοῦμε τί ἦταν ἀκριβῶς αὐτό.

    Σᾶς διαβάζω τό κείμενο: «ὅτι ἦν δεδομένη ἀνδράσιν ἑπτά, καί Ἀσμοδαῖος τό πονηρόν δαιμόνιον ἀπέκτεινεν αὐτούς πρίν ἤ γενέσθαι αὐτούς μετ’ αὐτῆς ὡς ἐν γυναιξί.» (Τωβ.3, 8) Πρίν δηλαδή σταθεῖ ὁ ἄνδρας πού παντρευόταν ἡ γυναῖκα, ἄνδρας της, ἕνα πονηρό δαιμόνιο ὀνόματι Ἀσμοδαῖος ἐθανάτωνε τόν σύζυγον. Καί κάθε φορά πού παντρευόταν, ἐθανάτωνε τόν σύζυγον ὁ δαίμων αὐτός. Ἴσως ἐκ πρώτης ὄψεως θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ κοπέλα αὐτή ἦταν δαιμονισμένη. Κάτι εἶχε, ὥστε νά φτάνη ὁ σύζυγος νά πεθαίνη κατά ἕνα τόσο φοβερό τρόπο. Ἡ κοπέλα, παιδιά, δέν ἦταν δαιμονισμένη. Δαιμονισμένοι ἦσαν οἱ ἄνδρες, πού ἤθελαν νά τήν παντρευτοῦν!

    Ἐδῶ τώρα εἶναι τό σπουδαῖο! Προσέξτε ἕνα λεπτό σημεῖο, πού ξαναλέγω θά ἐπανέλθωμε στό σημεῖο αὐτό, ὅταν τελικά κάποιος θά τήν παντρευτῆ αὐτή τήν κοπέλα. Κάποιος θά τήν παντρευτῆ, ἀλλά θά ἔχουν ληφθεῖ ὅλα τά μέτρα ὥστε τελικά νά μή πεθάνη αὐτός ὁ κάποιος καί ὁ γάμος αὐτός νά εἶναι ἐξαιρετικά εὐτυχισμένος, πού ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἔφταιγε σέ τίποτε ἡ γυναῖκα. Ἁπλούστατα διότι ἐκεῖνο τό παλλικάρι πού τήν παντρεύτηκε, ἤτανε ἕνα εὐλογημένο παλλικάρι.

   Τί συνέβη; Οἱ νέοι αὐτοί -εἶναι ξέρετε αὐτό τό χωρίο τό κλειδί γιά νά ἀντιληφθοῦμε γιατί οἱ γάμοι ἀποτυγχάνουν˙ προσέξτε, παρακαλῶ, γιατί ἀποτυγχάνουν οἱ γάμοι!- οἱ νέοι αὐτοί, ὁπωσδήποτε Ἑβραῖοι πρέπει νά ἦσαν, γιατί οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν κάτι τό πολύ αὐστηρό στό σημεῖο αὐτό. Ποτέ δέν ἐπαντρεύοντο ἄλλους ἀπ’ ἔξω, ὄχι ὅμως ὅτι ἦτο σπάνιο, ἐγίνετο καί αὐτό, ἀλλά κυρίως μεταξύ των ἐπαντρεύοντο. Οἱ νέοι αὐτοί ἀπέβλεπαν σέ δυό πράγματα στήν κοπέλα: στήν ὀμορφιά της καί εἰς τόν πλοῦτο της! Καί δέν ἀπέβλεπαν εἰς τό πρόσωπο, εἰς τήν ψυχήν. Δέν τήν ἔβλεπαν σάν ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ μέ ψυχή· ἀλλά σάν ἕνα ἀντικείμενον, προσέξτε, ἀπολαύσεως.

    Θά λέγαμε ὁ πλοῦτος καί ἡ ὀμορφιά εἶναι ἤ δέν εἶναι αὐτά τά κριτήρια τοῦ γάμου; Εἶναι πλούσια ἡ νύφη; Εἶναι πλούσιος ὁ γαμπρός; Τί δουλειά κάνει ὁ γαμπρός; Ἔχει ὑψηλήν θέσιν, ἔχει ἀξιώματα; Ἔχει ἐπιφάνεια μέσα εἰς τήν κοινωνία; Ἀκόμη, εἶναι ὡραία ἡ νύφη; Εἶναι μία γυναῖκα, ἡ ὁποία θά ἔχη ὅλα ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά –προσέξτε, προσέξτε!- ὄχι τῆς γυναικός ἀλλά τοῦ θηλυκοῦ; Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ γυναῖκα καί ἄλλο πρᾶγμα τό θηλυκόν. Εἶναι δυό διαφορετικά πράγματα. Ὅπως ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνδρας καί ἄλλο πρᾶγμα ὁ ἀρσενικός.

    Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά νά ὑποτιμήση καί τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες πού μετήρχοντο ἁμαρτωλή ζωή, ἀπίθανα ἁμαρτωλή ζωή, ἀπό ἐκείνη τήν ὁποία μετέρχονται καί σήμερα οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες, σέ διαστροφές φοβερές, ἁμαρτίες φοβερές, τούς ἄνδρες δέν τούς ἀποκαλεῖ ἄνδρες -εἶναι παρακαλῶ στό πρῶτο κεφαλαῖο πρός Ρωμαίους- δέν τούς ἀποκαλεῖ ἄνδρες. Τούς ἀποκαλεῖ ἀρσενικούς! Λέγει ἄρρενες, «ἄρσενες ἐν ἄρσεσι», (Ρωμ. 1, 26) ἀρσενικοί μέ ἀρσενικούς. Καί δέν λέγει γιά τίς γυναῖκες, γυναῖκες. Ἀλλά τί λέγει: «αἵ τέ γάρ θήλειαι αὐτῶν» καί οἱ θυληκιές των. Λέει οἱ θυληκιές, δέν λέει γυναῖκες˙ δέν λέει γυναῖκες! Ὁ τίτλος ἄνδρας εἶναι τίτλος τιμῆς, πού ἐκφράζει τήν ἀνδρική προσωπικότητα. Ὁ τίτλος ἀρσενικός, ἕνα πρᾶγμα μόνον ἐκφράζει, αὐτό πού λέμε τό φῦλον. Δηλαδή ἁπλῶς ὅτι εἶναι ἄνδρας, εἶναι ἀρσενικός, τίποτε ἄλλο δέν ἔχει. Δέν βλέπομε δηλαδή οὔτε ψυχή οὔτε ἀρετές, τίποτε. Παρά μόνον ὅτι εἶναι αὐτό πού λέμε «φῦλον». Αὐτό πού λέτε στά σχολεῖα σας ὅλη τήν ὥρα εἶναι μόνον «τό σέξ σου», μόνον «τό σέξ», τίποτε ἄλλο˙ νά μιλήσω στή γλῶσσα πού μιλᾶτε καί σεῖς. Τίποτε ἄλλο!

    Αὐτό εἶναι ὁ ἄνδρας; Καί ἀντιστοίχως ἡ γυναῖκα· αὐτό εἶναι ἡ γυναῖκα; Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει μέ αὐτή τήν αὐστηρή γλῶσσα. Εἶναι ὑποτιμητικότατον, ὑποτιμητικότατον! -Μάλιστα ἡ γυναῖκα, ἡ Εὔα, ξέρετε τί θά πῆ; Ἀνδρίς! Ἡ ἀνδρίς! Ἲσως πρώτη φορά θά τό ἀκοῦτε αὐτό. Εἶναι ὁ ἀνήρ καί ἡ ἀνδρίς. Ὁ ἀνήρ τοῦ ἀνδρός, ἡ ἀνδρίς τῆς ἀνδρίδος.- Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολύ μεγάλη ἀξία, πολύ μεγάλη ἀξία! Εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη προσωπικότης, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναῖκα. Ὅταν ὅμως αὐτά βγαίνουν στό σφυρί, βγαίνουν στήν ἀγορά καί στήν δημοπρασία, ἀντιλαμβάνεσθε, παιδιά, ὅτι πιά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μόνο «σέξ». Τίποτε ἄλλο! Αὐτό καί μόνο˙ ξέφτισμα, ξέφτισμα, ξέφτισμα!

   Κάτω ἀπό τέτοιες προϋποθέσεις μπορεῖ ἕνας γάμος νά εἶναι εὐτυχισμένος; Κάτω ἀπό τέτοιες προϋποθέσεις μπορεῖ ἡ εὐλογία τοῦ γάμου, πού ἐδέχτηκε αὐτός ὁ γάμος ἀπό τό Θεόν, εἶναι δυνατόν νά πιάση; Ἀδύνατον, ἀδύνατον! δέν ἔχομε εὐλογία, παιδιά! δέν ἔχομε εὐλογία, τελείωσε. Θά λέγαμε ὅτι αὐτή ἡ εὐλογία, ἡ ὁποία δίδεται, πέφτει εἰς τό κενό˙ τίποτε ἄλλο˙ διότι θέλει προϋποθέσεις νά γίνη καί νά καρποφορήση αὐτή ἡ εὐλογία τοῦ γάμου. Θέλει προϋποθέσεις!

    Προσέξτε λοιπόν! Τά κριτήρια τοῦ γάμου δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ ὀμορφιά. Δηλαδή οὔτε ἡ προίκα, οὔτε ἡ ὀμορφιά, οὔτε ἡ γνῶσις καί ἡ μόρφωσις, οὔτε ἡ κοινωνική θέσις. Αὐτά εἶναι, ἄν ὑπάρχουν, δευτερεύοντα. Προσέξτε, ἄν ὑπάρχουν!

     Ποιά εἶναι τά πρότυπα; Εἶναι ὁ χαρακτήρ. Τί χαρακτῆρα ἔχει ὁ ἄνδρας καί τί χαρακτῆρα ἔχει ἡ γυναῖκα. Δέν παντρεύεται κανείς οὔτε τόν πλοῦτον, οὔτε τά χωράφια, οὔτε τά αὐτοκίνητα, οὔτε τά διαμερίσματα, ἀλλά παντρεύεται ἄνθρωπον. Καί δέν θά ζήση μέ αὐτά˙ θά ζήση μέ ἄνθρωπο. Ξέρετε τί τραγικόν εἶναι νά βλέπης νά ζῆς μέσα σέ ἕναν πλοῦτον πραγμάτων, νά ἔχης σαλόνια, νά ἔχης... νά ἔχης... νά ἔχης…. καί νά εἶναι ὁ γάμος σου ἀποτυχημένος; Νά εἶναι ὁ ἄνδρας σου -ἀφοῦ μιλάω σέ κοπέλες- ἕνας ἄνθρωπος τιποτένιος, ἐλεεινός, νά μήν ἔρχεται στό σπίτι σου, νά μή σέ κοιτάζη; Φοβερό πρᾶγμα! φοβερό πρᾶγμα! Δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά γάμο κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις. Λοιπόν· ὁ χαρακτήρ! Νά ταιριάζουν οἱ χαρακτῆρες, νά εἶναι καλοί χαρακτῆρες οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι θά παντρευτοῦν˙ καλοί χαρακτῆρες. 

     Μετά ἄλλο στοιχεῖο, ἡ εὐσέβεια. Πρέπει οἱ νέοι νά εἶναι εὐσεβεῖς. Ὑπάρχουν -δέν εἶναι τῆς στιγμῆς νά σᾶς τό πῶ, ἴσως κάποτε ἄλλοτε θά δοθῆ ἡ εὐκαιρία- ὑπάρχουν τόσα προβλήματα μέσα στό γάμο! Προβλήματα πίστεως, ἄν θέλετε, καί πνευματικῆς ζωῆς, πού ἄν δέν ὑπάρχη καί συμφωνία πίστεως, νά εἶναι ὁμόφρονες, ἡ ζωή τῶν συζύγων εἶναι προβληματική˙ προβληματική!

    Πρέπει νά ὑπάρχη μέ ἄλλα λόγια ὁμοφροσύνη στήν πίστι, νά ἔχουν καί οἱ δυό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καί μή νομίζετε ποτέ ὅτι μέσα στό γάμο ἐκεῖ τά πράγματα θά τά διορθώσωμε. Ὁ γάμος δέν εἶναι μπαλωματίδικος. Ὁ γάμος θέλει ἕτοιμους ἀνθρώπους. Δέν θά μποῦμε ἐκεῖ γιά νά ἑτοιμαστοῦμε, ἀλλά πρέπει νά εἴμεθα ἕτοιμοι, πρίν μποῦμε στόν γάμον, γιά νά ἔχωμε ἕναν ἐπιτυχημένο γάμο. Ἀτέλειες θά ὑπάρχουν, ἀλλά οἱ ἀτέλειες εἶναι ἀνθρώπινα πράγματα. Δέν σημαίνει ὅμως μέ αὐτό ὅτι θά μπῶ ξυπόλυτος ἤ μέ τά τσαρούχια, νά πῶ τήν ἔκφρασι αὐτή, μέσα εἰς τόν γάμον, χωρίς νά ἔχω κατάρτισι, χωρίς νά ξέρω τί παντρεύομαι, χωρίς νά ξέρω ποιός εἶναι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος ἤ ποιός εἶμαι ἐγώ πού παντρεύομαι. Πρέπει λοιπόν νά εἶναι αὐτά τά δυό, ἡ εὐσέβεια καί ἡ ταύτησις, ἡ συμφωνία, τῶν χαρακτήρων.

    Τώρα προσέξτε! Ὑπάρχει ὀμορφιά; Ποιός τήν ἔδωσε παρακαλῶ τήν ὀμορφιά; Τήν ἀγοράζομε στά μπακάλικα; Ὁ Θεός τήν ἔδωσε. Συνεπῶς ἀπό τόν Θεόν εἶναι, ἀλλά δέν θά σταθῆ ὅμως κριτήριον ἡ ὀμορφιά, ὅπως εἴπαμε. Ἐάν ὑπάρχη πλοῦτος, ποιός τόν ἔδωσε; Ὁ Θεός ἐπέτρεψε οἱ ἀποθῆκες του νά εἶναι γεμάτες, ἀλλά δέν θά εἶναι ὅμως τό κριτήριον ὁ πλοῦτος. Γι’ αὐτό λέμε στήν εὐχή τοῦ γάμου, στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου λέμε τό ἑξῆς: «ἔμπλισον, Κύριε, τά ταμεῖα αὐτῶν ἀπό καρποῦ σίτου οἴνου καί ἐλαίου»  γιά νά ἔχουν νά δίνουν καί εἰς τούς πτωχούς. 

     Ἐγώ δέ θά σᾶς συνιστοῦσα -ἄν καί θά ποῦμε πολλά γιά τόν γάμο, γι’ αὐτό διάλεξα τό θέμα αὐτό φέτος, ὅταν παρακάτω ἡ Σάρρα θά παντρευτῆ ἕνα καλό παλλικάρι, θά δοῦμε ποιό εἶναι αὐτό τό παλλικάρι. Ἐκεῖ θά ἰδοῦμε νά ὑπάρχη ἀρκετός πλοῦτος, διότι ἡ Σάρρα ἦταν πλούσια.- ἀλλά θά συνιστούσαμε εἰς τούς συζύγους πάντοτε αὐτό πού διαφαίνεται εἰς τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ»: κάθε χρόνο νά μελετοῦν ἤ κάπου κάπου νά μελετοῦν τήν ἀκολουθία τοῦ γάμου. Νά ἔχουν ἕνα μικρό εὐχολόγιο στό σπίτι τους καί νά τή μελετοῦν· αὐτή πού τήν ἄκουσαν μία φορά τότε πού παντρεύτηκαν, καί ἐπειδή βρίσκονται κάτω ἀπό συγκίνησι, ἴσως πολύ λίγο τήν προσέχουν. Νά τήν μελετοῦν καί ἐκεῖ νά βλέπουν ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα γιά τήν εὐόδωσι ἑνός πνευματικοῦ γάμου.

     Ὁ Ἀσμοδαῖος λοιπόν τί ἤτανε τώρα; Ὁ Ἀσμοδαῖος εἶναι ἕνα ὄνομα πιθανότατα ἀπό τήν Ἑβραϊκή ρίζα Σαμάντ, πού σημαίνει καταστρέφω. Ὃπως ὁ Ἀπόλλων, τό ὄνομα Ἀπόλλων, εἶναι ἀπό τό ἀπόλλυμι, ὁ ἀπολύων, ὁ καταστρέφων. Εἶναι λοιπόν, κάτι ἀντίστοιχο… -ἐξάλλου καί τό ὄνομα Ἀπολύων εἶναι καί στό βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως.- Ἐδῶ τώρα στήν ἑβραϊκή γλῶσσα Ἀσμοδαῖος εἶναι ἑλληνικοποιημένη ἑβραϊκή λέξις μέ τή ρίζα Σαμάντ πού θά πῆ: αὐτός πού  καταστρέφει. Συνεπῶς δαίμων καταστρεπτικός, δαίμων ἀπολύων, καταστρέφων. Εἶναι ὁ δαίμων τῆς πορνείας, ὁ ὁποῖος δέν ὑποβάλλει τίποτε ἄλλο παρά μόνο μία σαρκολατρεία.

     Ἀλλά ἀλήθεια πίσω ἀπό τόν γάμον μπορεῖ νά κρύβεται ὁ δαίμων τῆς καταστροφῆς; Βεβαίως. Καί πιάνουν τά μάγια; Βεβαίως. Ὑπάρχουν μάγια; Βεβαίως. Πῶς πιάνουν τά μάγια; Τά μάγια παιδιά, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ Ἀσμοδαίου, τοῦ καταστρεπτικοῦ δαίμονος. Πότε; Ὅταν τό ζεῦγος δέν παντρεύτηκε κατά Θεόν. Προσέξτε, δέν παντρεύτηκε κατά Θεόν!

      Λέγει σέ μία ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας: ὁ γάμος νά γίνεται, λέει, σύμφωνα μέ τήν γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, ἤ τοῦ πρεσβυτέρου θά λέγαμε, γιά νά μήν εἶναι γάμος κατά σάρκα ἀλλά κατά Θεόν.

      Προσέξατε; Ὄχι, γιατί ἐμένα μοῦ ἄρεσε αὐτός, μοῦ ἄρεσε αὐτή, καί δέν ρωτάω κανέναν. Δέν ἐννοεῖ ἐδῶ βέβαια ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος τήν περίπτωσι ὅτι ἀποκλειστικό στοιχεῖο τοῦ γάμου εἶναι τό συνοικέσιο· ὅτι δηλαδή στό γάμο θά ὁδηγηθῆς ὁπωσδήποτε μέ τό συνοικέσιο. Ὄχι, ὄχι! Ἐξάλλου δέν εἰσάγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καμμίαν μέθοδον. Ἔχομε ὅλας τάς μεθόδους μέσα εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἄν τό θέλετε· ἔχομε καί τήν μέθοδον τοῦ συνοικεσίου, ἀλλά ἔχομε καί τήν μέθοδο τό νά δῆ κανείς μία κοπέλα, ἕναν νέο, ξέρω ἐγώ, καί νά τόν ζητήση. 

    Τό θέμα δέν εἶναι στήν μέθοδο. Τό θέμα εἶναι τό πρόσωπο πού σοῦ συνεστήθη ἤ πού εἶδες. Πρίν προχωρήσης, ρώτησε τόν Θεόν. Θά πᾶς στόν πνευματικό σου καί θά πῆς: «τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ἔτσι κι ἔτσι, τί γνώμη ἔχετε;». Διότι ἐκείνη τή στιγμή θά σοῦ μιλήση ὁ πνευματικός ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί θά σέ βοηθήση. Ὁπότε ὁ γάμος θά εἶναι κατά Θεόν, δέν θά εἶναι κατά κόσμον. Καί τότε; Τότε, ὅσες μαγγανεῖες κι ἄν κάνη ὁ διάβολος, καί μαγεῖες καί παγίδες ἄν στήση, ὁ γάμος αὐτός δέν μπορεῖ νά πάθη τίποτε. Ἄν ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί παντρεύτηκαν χωρίς τήν γνώμη τοῦ πνευματικοῦ των, παντρεύτηκαν χωρίς νά ἐξομολογηθοῦν, παντρεύτηκαν χωρίς νά κοινωνήσουν, παντρεύτηκαν μόνον γιά τόν πλοῦτο ἤ τήν ὀμορφιά, ἀπό ἐλατήρια δηλαδή κατώτερα καί ὄχι κατά Θεόν…

     Θά δῆτε κάτι παρακάτω, ὅταν παντρεύτηκε ἡ Σάρα, πῶς ἔκαναν τήν πρώτη βραδιά του γάμων των! Τί λέτε; Γαμήλιο ταξίδι; Τρεχάματα ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, στή Ρόδο καί στή Βιέννη; Ἔκαναν προσευχή· προσευχή! μία προσευχή μνημειώδη. -Θά φτάσωμε, ἄν θέλη ὁ Θεός ἐκεῖ.- Μνημειώδη προσευχή! Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ποῦ νά πειράξη ὁ διάβολος; Μπορεῖ νά πειράξη; Δέν πειράζει γιατί ὑπάρχει τεῖχος πού ὀρθώνεται καί τούς ἀσφαλίζει. Εἶναι τό τεῖχος τῆς πίστεως, τό τεῖχος τῆς προνοίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀσφαλίζει αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή αὐτός γάμος ἔγινε κατά Θεόν.

     Ἀλλά ἄς προχωρήσωμε γιά νά τελειώσωμε αὐτό τό κεφάλαιον. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε ἦταν δυστυχισμένη ἡ κοπέλα. Ἡ Σάρρα ὄχι ἀπό μόνη της, δέν ἔφταιγε ἡ καημένη· δέν ἔφταιγε καθόλου. Ἔφταιγαν οἱ σύζυγοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν τέτοιοι τύποι. Τότε, ὅταν ἄκουσε καί τήν κοροϊδία ἀπό τίς δοῦλες της, τότε ἐγέμισε πράγματι ἀπόγνωσι. Εἶναι ἡ ἀπόγνωσι πού κάποτε φτάνει ἡ ψυχή μιᾶς κοπέλας· εἶναι φοβερό!

     Βεβαίως κι ἕνας νέος φθάνει σέ ἀπόγνωσι. Δέν θά ξεχάσω μία φορά, ἦταν τήν ἡμέρα τῆς κηδείας τῆς μητέρας μου. Πηγαίναμε στό νεκροταφεῖο στό δρόμο, καί ἕνα αὐτοκίνητο σταματημένο -εἶχε αὐτοκτονήσει ἕνας ταλαίπωρος διότι τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ἡ κάποια, δηλαδή ἐκείνη πού ἦταν μαζί του. Μπροστά της αὐτοκτόνησε αὐτός καί μετά αὐτή ἄνοιξε τήν πόρτα καί πῆγε στήν ἀστυνομία.- ἐνθυμοῦμαι αὐτή τή σκηνή, ἐπάνω στό τιμόνι ἔτσι ἤτανε, ἀκουμποῦσε ἐπάνω στό τιμόνι γεμᾶτος ἀπό αἵματα. Ἔδωσε μία σφαῖρα στά μυαλά του καί τά τίναξε στόν ἀέρα. Φοβερό πρᾶγμα! Φθάνουν οἱ ἄνθρωποι λοιπόν σ’ αὐτήν τήν ἀπόγνωσι.

    Σ’ αὐτήν τήν ἀπόγνωσι τώρα φθάνει, παρακαλῶ, ἡ Σάρρα. Προσέξτε ὅμως, βγαίνει νά προσευχηθῆ! Ποῦ; «Ἐδεήθη πρός τῇ θυρίδι» (Τωβ. 3, 11) ἀνέβηκε στό πάνω πάτωμα, ἄνοιξε τό παράθυρο, σάν νά ἐμπόδιζε τρόπον τινά τό παράθυρο -βλέπετε μερικά πράγματα εἶναι ὅπως τά αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος- σάν νά ἐμπόδιζε τό παράθυρο νά ἀκουσθῆ ἡ φωνή της στόν οὐρανό. Ὅπως πολλές φορές θέλομε νά βλέπωμε τόν οὐρανό ὅταν προσευχόμαστε ἤ θέλομε νά εἴμαστε στήν Ἐκκλησία νά προσευχηθοῦμε. Ὁ Θεός βεβαίως εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι αὐτή ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχη μίαν περισσότερη τρόπον τινά, ἐποπτεία τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό «ἐδεήθη πρός τῇ θυρίδι», δηλαδή ἄνοιξε τό παράθυρο.

    «Ταῦτα ἀκούσασα ἐλυπήθη σφόδρα ὥστε ἀπάγξασθαι» (Τωβ. 3, 10), ἐλυπήθη ὑπερβολικά, ὥστε πῆρε τήν ἀπόφασι νά πάη νά αὐτοκτονήση. «Ἀπάγξασθαι» δηλαδή νά πάη νά ἀπαγχονιστῆ, νά βάλη σκοινί νά κρεμαστῆ.

    Ἀλλά ἔκανε ἕνα συλλογισμό· ἐκεῖνο τό συλλογισμό πού μπορεῖ νά κάνη κάθε ἄνθρωπος, ὅταν σκεφθῆ ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή, αἰώνια κόλασι. Βεβαίως ἡ Σάρρα δέν ἔκανε τό συλλογισμό τῆς αἰωνίου κολάσεως γιατί ἀκόμη ἡ κόλασις δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ, δηλαδή εἴμεθα στήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι γνωστό δέ ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀγαπητή, διότι μετά ὁ Ἅδης εἶναι φοβερός. Ἐνῶ τώρα ἡ ζωή δέν ἔχει καί πολλή σημασία διότι ἔχομε τήν αἰωνιότητα. Ὁ Ἅδης πιά δέν εἶναι φοβερός, εἶναι ὁ φωτεινός Ἅδης, ὁ φωτεινός πού ὑπάρχει ἡ πρόγευσις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ γιά τούς εὐσεβεῖς· γιά τούς ἀσεβεῖς εἶναι ὁ φοβερός Ἅδης, ἔ;… εἶναι ἡ πρόγευσι τῆς κολάσεως. Ἀλλά τότε θά ἔλεγε κανείς: «ἔ! νά αὐτοκτονήσωμε». Ναί, ἀλλά ἄν αὐτοκτονήσης ὅμως εἶσαι φταίχτης τοῦ νόμου «οὐ φονεύσεις». Δέν ἔχει σημασία ἄν σκοτώνης τόν ἄλλον ἤ τόν ἑαυτό σου· καί συνεπῶς δέν θά πᾶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε ἡ Σάρρα δέν μποροῦσε νά κάνη αὐτόν τόν συλλογισμό, ὁ συλλογισμός της θά ἤτανε στό ἐπίπεδό της παρούσης ζωῆς. Τί εἶπε;

   Ἕναν λογικόν συλλογισμό. «μία μέν εἰμί τῷ πατρί μου· ἐάν ποιήσω τοῦτο, ὄνειδος αὐτῷ ἔσται, καί τό γῆρας αὐτοῦ κατάξω μετ’ ὀδύνης εἰς Ἅδου»  (Τώβ. 3,  10) Εἶμαι μοναχοκόρη, ἄν λοιπόν ἐγώ αὐτοκτονήσω, θά θλίψω τόν πατέρα μου φοβερά, τόσο φοβερά ὥστε θά τελειώση ἡ ζωή του μέσα στήν θλίψι καί θά πεθάνη πρόωρα ἀπό τή λύπη του, γιατί ἐγώ αὐτοκτόνησα. Καί ἔτσι, ἐδῶ ἡ ὑπερβολική λύπη -κακός σύμβουλος!- ἡ ὑπερβολική λύπη πού ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωσι, ἀποτρέπεται ἀπό αὐτήν τήν λογικήν σκέψιν, ὅπως ἕνας χριστιανός θά ἔλεγε: «ὑπάρχει κόλασις· κι ἄν χάσω τήν ψυχή μου;». Προσέξτε! «κι ἄν χάσω τήν ψυχήν μου;». Αὐτή τή στιγμή αὐτό πού λέγω ἄν τό τυπώσετε, κι ἄν κάποια στιγμή ἔλθη δύσκολη, καί θυμηθῆτε αὐτόν τόν λόγο: «κι ἄν χάσω τήν ψυχή μου», αὐτό εἶναι ἱκανό νά σᾶς σώση· μόνον αὐτό εἶναι ἱκανό νά σᾶς σώση, παιδιά!

     Καί τότε ὁδηγεῖται εἰς τήν ἀληθῆ διέξοδο, τήν προσευχή. Καί τότε ἄνοιξε τό παράθυρο καί εἶπε: «Εὐλογητός εἶ Κύριε ὁ Θεός μου, καί εὐλογητόν τό ὄνομά σου τό ἅγιον καί ἔντιμον εἰς τούς αἰῶνας». Βλέπετε πῶς καί ἐκείνη προσεύχεται; Ωραιότατα! «Εὐλογήσαισαν σέ πάντα τά ἔργα σου εἰς τόν αἰῶνα.» (Τωβ. 3, 11) Καλεῖ, ὅπως καί οἱ τρεῖς παῖδες στό καμίνι, καλεῖ τήν κτίσιν νά εὐλογήση τόν Θεόν.   

     «Καί νῦν», μπαίνει στό θέμα της, «καί νῦν, Κύριε, τούς ὀφθαλμούς μου καί τό πρόσωπόν μου εἰς σέ δέδωκα» (Τωβ. 3, 12)  Αὐτό εἶναι τό πάρα πολύ σπουδαῖο! Καί τά μάτια μου, καί τό πρόσωπό μου, μέ ἄλλα λόγια τήν ψυχήν μου τήν ἔχω δώσει σέ Σένα. Τό μυστικό, ἔ!... τήν ἔχω δώσει σέ σένα, «εἶπον ἀπολύσαι μέ ἀπό τῆς γῆς καί μή ἀκοῦσαι μέ μηκέτι ὀνειδισμόν.» (Τωβ. 3, 13) σέ παρακαλῶ, δῶσε νά πεθάνω καί νά μή ξανακούσω αὐτές τίς βαριές κουβέντες.

    Δέστε παράλληλη προσευχή! Τήν ἴδια μέρα μᾶς λέγει ἔγινε· ἡ μία προσευχή στήν Νινευή ἔγινε ἀπό τόν Τωβίτ, καί ἡ ἄλλη ἔγινε ἀπό τήν Σάρρα εἰς τά Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας μέ ἴδιο περιεχόμενο, πού καί οἱ δυό ὀνειδίστηκαν· ὁ ἕνας ἀπό τήν γυναῖκα του καί ἡ ἄλλη ἀπό τίς δοῦλες.

   «Σύ γινώσκεις, Κύριε, ὅτι καθαρά εἰμί ἀπό πάσης ἁμαρτίας ἀνδρός.» (Τωβ. 3,  14) πώ! πώ!… Νά μείνω σέ αὐτό; «καί οὐκ ἐμόλυνα τό ὄνομά μου οὐδέ τό ὄνομα τοῦ πατρός μου ἐν τή γῆ τῆς αἰχμαλωσίας μου» (Τωβ. 3, 15) Κοιτάξτε τί ὡραῖο πρᾶγμα ἐδῶ! Ἄν καί παντρεύτηκα, ὅμως εἶμαι παρθένος. Οὔτε γύρισα ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Τό σῶμα μου δέν τό ἐμόλυνα μέ ἁμαρτία, λέει, ἀνδρός. Ἀκοῦτε; καί μάλιστα ἀπό πάσης ἁμαρτίας ἀνδρός. Αὐτό τό «ἀπό πάσης» ξέρετε τί σημαίνει; -Ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς μιλάω λιγάκι ἀνοιχτά, γιατί τ’ ἀκοῦτε πανάμικτα στό σχολεῖο σας.- Ἀπό τό φλέρτ, τό πείραγμα τοῦ δρόμου, μέχρι τό βάθος τῆς ἁμαρτίας. Εἴδατε; Αὐτό θά πῆ ἀπό πάσης ἁμαρτίας ἀνδρός· ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ὁ,τιδήποτε. Διότι τί εἶναι παρακαλῶ τό φλέρτ; Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά τά πρόθυρα, εἶναι τά περίχωρα τῆς ἁμαρτίας. Διότι ἄν μπῆκες στά περίχωρα θά μπῆς καί εἰς τήν χώραν. Γι’ αὐτό καί εἶπαν οἱ Ἄγγελοι εἰς τόν Λώτ: «καί ἡ πόλις χάνεται, ἀλλά καί τά περίχωρά της· τά Σόδομα.» Καί τί εἶναι ἡ πόλις; Εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τί εἶναι τά περίχωρα; Εἶναι τά αἴτια τῆς ἁμαρτίας.

    Αὐτό τώρα λέγει λοιπόν ἐδῶ. Τό λέγει μέ ἕνα ἐν Κυρίῳ καύχημα θά λέγαμε, μέ ἕνα ἐν Θεῷ καύχημα «ὁ καυχόμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» πού λέει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό εἶναι! Ἡ Σάρρα λέγει ὅτι δέν ἔκανα καμμίαν ἁμαρτία πού ἀναφέρεται εἰς τό θέμα αὐτό. Οὔτε ἀκόμη προσέβαλα καί ἐμόλυνα καί τό προσωπικό μου ὄνομα, ἀλλά καί τό ὄνομα τοῦ πατέρα μου. Δέν πρόσβαλα τόν πατέρα μου, δέν πρόσβαλα τήν οἰκογένειά μου, ἐστάθηκα εἰς τό ὕψος μου.

     Ποιά κοπέλα σήμερα θά μποροῦσε νά τό λέγη αὐτό; Ποιά κοπέλα; Ἐγώ θά εὐχόμουν ὅσες κοπέλες ἀκοῦτε τά λόγια αὐτά νά τό πῆτε στήν ζωή σας: «ὅτι ἐκράτησα τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου καθαρά ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί τό ὄνομά μου καί τό ὄνομα τοῦ πατέρα μου». Εἶναι ἕνα καύχημα· θά ἔλεγα ἡ καλυτέρα προῖκα πού θά μποροῦσε νά δώση σέ ἕνα νέον μία κοπέλα· ἡ καλυτέρα προῖκα: ἡ σωφροσύνη, ἡ ἁγιότης σώματος καί ψυχῆς!

      Καί κοιτάξτε τί λέγει: «ἐν τῇ γῇ  τῆς αἰχμαλωσίας μου» καί ἐκείνη ἦταν ἐκεῖ στή Μηδία, μακριά καί ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, καί ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς εὐκαιρίες γιά νά ζήση κανείς μία ζωή καθαρότητας. «Μονογενής εἰμί τῷ πατρί μου καί οὔχ ὑπάρχει αὐτῷ παιδίον, ὅ κληρονομήσει αὐτόν, οὐδέ ἀδελφός -ἀδελφός θά πῆ συγγενής- ἐγγύς, οὐδέ ὑπάρχων αὐτῷ υἱός ἵνα συντηρήσω ἐμαυτήν αὐτῷ γυναῖκα. Ἤδη ἀπώλοντό μοι ἑπτά» ἤδη κατεστράφησαν ἑπτά ἄνδρες μου «ἵνα τί μοι ζῆν;» ὡς πρός τί νά ζῶ; «καί εἰ μή δοκεῖ σοι ἀποκτεῖναί με,» καί ἄν δέν νομίζης ὅτι πρέπει νά πεθάνω «ἐπίταξον ἐπιβλέψαι ἐπ’ ἐμέ καί ἐλεῆσαί με καί μηκέτι ἀκοῦσαί με ὀνειδισμόν» (Τωβ. 3, 15) ἄν κρίνης ὅτι δέν πρέπει νά πεθάνω, τοῦτο σέ παρακαλῶ: μήν ἐπιτρέψης πιά νά ἀκούσω βαριά λόγια.

     Ὁπωσδήποτε καί ἡ προσευχή τῆς Σάρρας, κατωτέρα τοῦ Τωβίτ, ἀλλά καί αὐτή ὑπέροχη· κατωτέρα ἀλλά ὑπέροχη!

     Καί τό ἀποτέλεσμα: «καί εἰσηκούσθη προσευχή ἀμφοτέρων ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Ραφαήλ.» (Τωβ. 3, 16) Ἐνθυμεῖσθε τό ὄνομα; Νά τό ἐνθυμῆσθε! Ἀκούστηκε λέγει καί τῶν δυό ἡ προσευχή ἀπό τόν μεγάλον Ραφαήλ -Ἀρχάγγελος Ραφαήλ- «καί ἀπεστάλη  ἰάσασθαι τούς δύο» καί ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεόν νά θεραπεύση καί τούς δύο. «Τοῦ Τωβίτ λεπίσαι τά λευκώματα καί Σάρραν τήν τοῦ Ραγουήλ δοῦνε Τωβία τῷ υἱῷ Τωβίτ γυναῖκα καί δῆσαι Ἀσμοδαῖον τό πονηρόν δαιμόνιον». Τόν μέν Τωβίτ νά τόν θεραπεύση, νά βλέπη, νά μπορῆ νά πάη νά δουλέψη, καί νά σταματήση ἐκείνη ἡ γκρίνια μέ τήν γυναῖκα, ἡ ὁποία κατά τή γνώμη του ὑπόπτως ἐφέρετο· ἀλλά καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὁ Τωβίας, ὁ γιός τοῦ Τωβίτ, νά παντρευτῆ τή Σάρρα. 

     Τόσο μακριά καμμία γνωριμία δέν ὑπῆρχε. Ὁ Θεός ἅμα θέλει!.. ἅμα θέλει ὁ Θεός!... ἅμα θέλει ὁ Θεός, ὑπάρχει τό σταυροδρόμι. Ἡ πορεία σου, ἡ πορεία  του καί ὑπάρχει κάποια τομή· αὐτή ἡ τομή ἀπό τόν Θεόν παρασκευάζεται. Πότε ὅμως; Ὅταν καί ἐκεῖνος καί ἐσύ εἴσαστε κάτω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

     Καί τότε παντρευόμενος ὁ Τωβίας, ὁ γιός τοῦ Τωβίτ, τήν Σάρραν, θά ἐδεσμεύετο τό δαιμόνιον, ὁ Ἀσμοδαῖος, καί θά ἐγλίτωναν.

      Καί «ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἐπιστρέψας Τωβίτ εἰσῆλθεν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ καί Σάρρα ἡ τοῦ Ραγουήλ κατέβη ἐκ τοῦ ὑπερῴου αὐτῆς» (Τωβ. 3, 17).  Ἀφοῦ τελείωσε καί ἐκείνου ἡ προσευχή καί ἐκείνης, ὁ μέν μπῆκε στό σπίτι του μέσα -εἶχε προσευχηθεῖ ἔξω- ἡ δέ Σάρρα καί αὐτή κατέβηκε ἀπό τό ὑπερῶον μέ μίαν ἤρεμη ψυχή, ὅπως καί ὁ Τωβίτ μέν μία ἤρεμη ψυχή ὅτι ὁ Θεός θά εἰσακούση τήν προσευχή των· ὅπως πράγματι καί τήν ἄκουσε.


4η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.