Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεός Λόγος ~ Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεός Λόγος ~ Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Απριλίου 2021

Ἀνάγκη νά ἐξιχνιάσωμε τήν ταυτότητα τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. ~ 13/14 ~

†.Συνεχίζομε ἀπό τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ· εἴμεθα εἰς τό 24ο κεφάλαιον, εἰς τόν 28ον χωρίον, τό ὁποῖον δέν εἴχαμε τήν περασμένη φορά ὁλοκληρώσει. Λέγει ἐκεῖ: «οὐ συνετέλεσεν ὁ πρῶτος γνῶναι αὐτὴν, καὶ οὕτως ὁ ἔσχατος οὐκ ἐξιχνίασεν αὐτὴν».

   Εἴχαμε πεῖ τήν περασμένη φορά ὅτι ἐσταμάτησε νά ὁμιλῆ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία· ὅ,τι τώρα θά λεχθῆ - μόνο ἕνα χωρίο εἶναι λίγο παρακάτω, θά τό δοῦμε αὐτό - θά εἶναι ἀπό μέρους τοῦ σοφοῦ Σειράχ. Δηλ. αὐτό πού σᾶς διάβασα σημαίνει: δέν κατόρθωσε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος νά τήν γνωρίση τελείως - ἐννοεῖται τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν - ἔτσι καί ὁ τελευταῖος χρονικά ἄνθρωπος, δέν θά μπορέση νά ἐξιχνιάση τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Εἶναι ἕνα σπουδαῖο στοιχεῖο αὐτό, σπουδαῖος στίχος καί μάλιστα ἄν θέλετε καί ἀποκαλυπτικός. Ποιός εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού δέν μπόρεσε νά γνωρίση τελείως τήν θείαν Σοφίαν; Εἶναι ὁ Ἀδάμ. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἐδημιούργησε τόν Ἀδάμ, δηλ. τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, αὐτή ὁμίλει μαζί του, αὐτή ἔθεσε τίς τρεῖς ἐντολές, ἐργασίας, φυλακῆς Παραδείσου, δηλ. φυλάγματος Παραδείσου καί νηστείας, καί μετά τήν παράβαση αὐτήν εἶπε εἰς τόν Ἀδάμ, «Ἀδάμ ποῦ εἶ»;, Ἀδάμ ποῦ εἶσαι; καί αὐτή ἐξέβαλεν καί τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα ἀπό τόν Παράδεισον καί κατεδίκασε καί τόν ὄφιν, δηλ. τόν διάβολον. Ὅμως ὁ Ἀδάμ, ὅπως μᾶς λέγει ἐδῶ ἡ Σοφία Σειράχ, «οὐ συνετέλεσεν γνῶναι αὐτὴν», δέν ἔφθασε νά μπορέση νά τή γνωρίση τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Δέν πρόλαβε. Διότι ἡ Ἐνυπόστατος Δοφία θά μποροῦσε νά γνωρισθῆ - τό εἴδαμε σέ προηγούμενα θέματά μας αὐτό - διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν της. Ὅπως καί σήμερα. Μέχρι σήμερα, πάντοτε, γνωρίζεται ὁ νομοθέτης ἀπό τήν τήρηση τοῦ νόμου του. Ἀπό τήν στιγμή πού θ’ ἀρχίσομε νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἀρχίζομε καί νά γνωρίζομε τό νομοθέτη. Διότι ἡ γνωριμία αὐτή εἶναι γνωριμία βιωματική, δέν εἶναι ἁπλῶς γνωσιολογική. Εἶναι βιωματική. Ὅπως ἀκριβῶς λές «χρηστός ὁ Κύριος» δηλ. τί ὡραῖος, τί ἀγαθός, τί ὡραῖος πού εἶναι ὁ Θεός, αὐτό τό λές ἀπό μίαν ἐμπειρία. Ἀλλά ἡ ἐμπειρία ἀρχίζει ἀπό τήν στιγμή πού ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Προσέξατὲ το, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ὅτι ἔχομε τήν πράξη καί τή θεωρία. Θεωρία θά πῆ ὅταν πιά «βλέπεις» -τό «βλέπεις» ἐντός εἰσαγωγικῶν- ἔχεις τή θέα τοῦ Θεοῦ, αὐτό θά γίνη, νά ἔχης τήν θεωρία, ὅταν χρησιμοποιεῖς τήν πράξιν. Ἐάν κάποια φορά ἔχασες ἀπό τόν ὀπτικό σου ὁρίζοντα τόν Θεόν, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ξαναγύρισε πάλι στίς ἐντολές, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἔτσι κερδίζομε τήν θέα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Οὐ συνετέλεσεν, λοιπόν, ὁ Ἀδάμ, γνῶναι αὐτήν». Δέν πρόλαβε, δέν ὁλοκλήρωσε - κατά λέξη τό «συνετέλεσεν» - δέν ὁλοκλήρωσε τήν γνωριμία του αὐτή μέ τήν Ἐνυπόστατο Σοφία, διότι ἤδη παρέβη τήν πρώτην ἐντολήν, - δηλ. τήν πρώτη μία, τῆς νηστείας - ἔφαγε ἀπό τόν καρπόν, δέν ἐφύλαξε τόν Παράδεισον, διότι ὅταν ἐφύλαττε τόν Παράδεισον, θά τηροῦσε καί τήν ἐντολή τῆς νηστείας, γιατί ἡ φυλακή τοῦ Παραδείσου, δέν εἶναι παρά νά φυλάξη ὁ Ἀδάμ τόν Παράδεισο ἀπό τόν Ἀδάμ. Ὁ Παράδεισος ἦτο καί ἐσωτερική ὑπόθεσις καί ἐξωτερική ὑπόθεσις. Ὁ Χριστός εἶπε: «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21) Εἶναι μέσα σας. Ἔτσι καί ὁ Παράδεισος. Ὁ ἐξωτερικός Παράδεισος θά βοηθοῦσε εἰς τήν κατανόηση τοῦ ἐσωτερικοῦ Παραδείσου. Ἀπώλεσε ὁ Ἀδάμ τόν ἐσωτερικόν Παράδεισον, δέν ἐπρόσεξε καί ἐν συνέχεια ἀπώλεσε καί τόν ἐξωτερικόν Παράδεισον, γιατί ὁ Θεός τόν ἐξέβαλε τοῦ Παραδείσου, τόν ἔδιωξε. Ἔτσι λοιπόν, κατά μεγάλη μας δυστυχία, ὁ ἄνθρωπος δέν πρόλαβε νά γνωρίση τόν Θεόν. Κι αὐτή του ἡ γνῶσις, ὅ,τι γνώρισε - διότι ὁ Ἀδάμ ἀσφαλῶς διηγήθηκε εἰς τούς ἀπογόνους του ὅ,τι ἐμπειρίες εἶχε ἀπό τόν Παράδεισον - ὡστόσο ἡ γνῶσις του ἦτο ἐλλιπής. Γι’ αὐτό καί γρήγορα ἔχασε ἀπό τόν ὀπτικό του ὁρίζοντα τόν Θεόν. Ὄχι ὁ Ἀδάμ κυρίως, ὅσο οἱ ἀπόγονοί του. Ὁ Ἀδάμ εἶχε τίς ἐμπειρίες του, αὐτές τόν ἐβοήθησαν, ἀλλά ἐμπειρίες δέν εἶχαν οἱ ἀπόγονοι. Γι’ αὐτό καί πολύ γρήγορα ὁ ἄνθρωπος ἐστράφη εἰς τήν κτίσιν ὡς Θεόν. Ἐλάτρευσε τήν κτίσιν καί ὄχι τόν κτίστην. Δηλ. εἰδωλολάτρησε. Γι’ αὐτό σημειώνει ὁ Παῦλος εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του καί λέγει: «διότι γνόντες τὸν Θεόν, οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν…», «καὶ ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα». (Ρωμ.1, 21&25) Γνόντες τόν Θεόν, λέγει, δέν τόν ἐδόξασαν ὡς Θεόν. Γνόντες, ποιοί; οἱ πρωτόπλαστοι. Παρακάτω ὅμως τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἤ νά τόν εὐχαριστήσουν καί ἐσεβάστηκαν καί ἐλάτρευσαν, λέγει, τήν κτίσιν, παρά τόν κτίσαντα. Αὐτό εἶναι πάρα-πάρα πολύ εὔκολο, διότι μή βλέποντες τόν Θεόν, θεώρησαν ὡς Θεό ἤ Θεούς, ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν κτίσματα τοῦ Θεοῦ, δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Βλέπω ἐπί παραδείγματι τόν ἥλιον, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι αὐτός μέ ζωοποιεῖ, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα βασικότατο στοιχεῖο τῆς ζωῆς ὁ ἥλιος καί στό γύρισμα τοῦ χρόνου, τότε βέβαια ἡ ἀντίληψις ἦταν ὅτι ὁ ἥλιος γυρίζει περί τήν γῆν, ἔτσι τό ἀντιλαμβανόντουσαν - αὐτό θά εἶναι πολύ κατοπινό, ὅτι ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό τό ἥλιο - κι ἔτσι δημιουργήθηκε μία παγία θεωρία, πού τήν συναντοῦμε σέ ὅλα τά εἰδωλολατρικά θρησκευτικά συστήματα καί φιλοσοφικά. Παγία ὑπόθεσις. Τί δηλ.; ὁ ἥλιος γονιμοποιεῖ τήν γῆν. Ὁ Ἥλιος / ὁ Ἀπόλλων, ἡ Γῆ / ἡ Δήμητρα, ὁ Ὄσιρις εἰς τήν Αἴγυπτον εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ Ἴσις εἶναι ἡ θεά τῆς γονιμότητος ἡ μάννα Γῆ. Ὁ Ὧρος στήν Αἴγυπτο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος  δημιουργεῖται, γεννιέται, τρέφεται ἀπ’ αὐτή τή σύζευξη τοῦ Ἡλίου καί τῆς Γῆς. Πεθαίνει ὁ ἥλιος, κατά τό χειμερινόν ἡλιοστάσιον, δέν βλαστάνει ἡ Γῆ. Η Γῆ / ἡ Δήμητρα- εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία πενθεῖ τόν σύζυγό της τόν Ἥλιον κ.ο.κ. Σᾶς εἶπα, Ἕλληνες - Αἰγύπτιοι, ἀλλά αὐτή ἡ θέσις εἶναι σέ ὅλα τά εἰδωλολατρικά, θρησκευτικά καί φιλοσοφικά συστήματα. Ναί. Ὅταν πῆγαν οἱ Εὐρωπαῖοι στήν Ἀμερική, ἐδῶ καί 500χρόνια, 1.492, ἄν καλῶς θυμοῦμαι, ἐκεῖ - καί τό χειρότερο ὅτι μέχρι σήμερα παρατηρεῖται τό φαινόμενον - οἱ ντόπιοι, οἱ ἰθαγενεῖς, οἱ γηγενεῖς, λάτρευαν τό καλαμπόκι, γιατί τό καλαμπόκι ἦταν γι’ αὐτούς ἡ τροφή τους. Ἐκεῖνο πού μέ τρέφει, ἐκεεῖνο πού μέ ζωογονεῖ, αὐτό καί λατρεύω. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, πάρα πολύ εὔκολα γίνεται εἰδωλολάτρης. Τά περί εἰδωλολατρείας εἶναι γραμμένα, πολλά - πολλά, μέ πολλές λεπτομέρειες εἰς τήν Π. Δ., ἰδίως εἰς τά σοφιολογικά βιβλία. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά λατρεύση τόν Κτίστην καί Δημιουργόν, πού ἦταν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Θεός Λόγος, εἰς τόν Παράδεισον, πού θά τήν ἐγνώριζαν τήν Ἐνυπόστατον Σοφία πάρα πολύ καλά, τελικά ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν. Ὅταν πέρασαν τά χρόνια, οἱ αἰῶνες, οἱ χιλιετηρίδες, ἦλθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στή γῆ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό, δηλ. τί συγκινητικό, εἶναι συγκλονιστικό. Ἄν κανείς αὐτά τά πράγματα μπορεῖ νά τά μελετάει καί νά τά σκέπτεται εἶναι.. εἶναι..  πολύ συγκλονιστικά πράγματα. Καί ἦρθε τί; Γιατί (λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων) ἦρθε ὁ Θεός Λόγος, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία καί δέν ἦρθε, φερ’ εἰπεῖν νά Ἐνανθρωπήση τό Πνεῦμα τό Ἅγιον; ἤ ὁ Πατήρ. Διότι μᾶς δημιούργησε ὁ Υἱός, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία! Ἔτσι, ἡ θέσις «ὁ Πατήρ δημιουργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅποτε, ὁ Υἱός τρόπον τινά, σάν νά ἦταν ὑπεύθυνος ἀπέναντι εἰς τόν Πατέρα, διά τήν ἐκτροπή τῶν ἀνθρώπων, καί ἦλθε, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά διορθώση τό πρᾶγμα. Διότι, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος, δέν ἠνείχετο νά λατρεύονται τά ξόανα, δηλ. τά ξύλινα ἀγαλμάτια καί τά εἴδωλα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί νά ἀγνοεῖται καί συνεπῶς νά μή λατρεύεται ὁ Πατέρας, ὁ ἀληθινός Θεός. Γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Χριστός· νά διορθώση τό πρᾶγμα. Πάντως, ἄν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀγαπητοί, ἔμεναν στίς τρεῖς ἐντολές πού ἔθεσε ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἰς τόν Παράδεισον, προοδευτικά, διά τῆς πίστεως, θά ἐγνώριζαν περισσότερο καί περισσότερο τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ἀλλά δέν τό ἔκαναν. Διότι ὁ διάβολος ἐσφύριξε στ’ αὐτιά τῶν πρωτοπλάστων τήν ἰσοθεΐα καί τήν αὐτονομία. Αὐτό εἶναι τό ἁμάρτημα τό προπατορικόν. Ἡ ἰσοθεΐα καί ἡ αὐτονομία. «…ἔσεσθε, λέει, ὡς θεοί.» (Γεν. 3, 5) τούς εἶπε ὁ διάβολος. Ὁ ἴδιος ἔτσι εἶχε σκεφθεῖ καί ἔπεσε. Καί γέμισε ἀπό πάθη, καί πρό παντός τόν φθόνον. Καί θέλει τώρα νά ρίξη καί τούς πρωτοπλάστους, νά εἶναι κι ἐκεῖνοι στήν ἴδια κατηγορία. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας μαθητής πού μένει στήν ἴδια τάξη, σίγουρα θά ηὔχετο νά εἴχανε μείνει στή ἴδια τάξη ὅλοι οἱ συμμαθηταί του. Ἔ, αὐτή εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ πράγματος. Ἄν τό σπίτι τό δικό μου γκρέμισε μέ τό σεισμό, γιατί νά μήν γκρεμίση καί τό δικό σου; Ἄν τό δικό μου τό παιδί δέν πέτυχε στίς πανελλήνιες, γιατί νά πετύχη τό δικό σου το παιδί; Τό δικό μου ἀπέτυχε. Νά ἀποτύχη καί τό δικό σου παιδί. Εἶναι αὐτό πού λέγεται φθόνος. Εἶναι πάθος ἀκραιφνῶς δαιμονικό. Καί ἔτσι, ἦρθε - καί λέγω τό ρῆμα «σφύριξε» - καί τούς εἶπε γιά τήν ἰσοθεΐα καί δέν θά εἶχαν ἀνάγκη ἀπό τό Θεό πιά ἄν ἦσαν θεοί. Ἄρα λοιπόν εἶναι τό κήρυγμα τῆς ἀποστασίας, τῆς αὐτονομίας, ὅτι σύ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖς νά ζήσης χωρίς τό Θεό. Ἔκτοτε λοιπόν, ἡ βαθεία γνῶσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε θά εἶναι ἐλλιπής. Ὄχι διότι ὁ Θεός εἶναι ἀνεξιχνίαστος - ναί, ὁ Θεός εἶναι ἀνεξιχνίαστος ἐκ τῆς φύσεώς του - ἀλλά γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε ποτέ νά φθάση νά γνωρίση τόν Θεό, ἔστω κι ἄν περνοῦσαν χιλιάδες χρόνια καί φθάναμε εἰς τόν ἔσχατον ἄνθρωπον, πού θά μποροῦσε νά ἔχη μία γνώση τοῦ Θεοῦ. Οὔτε! Ἔπρεπε νά ἔρθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί νά κάνη αὐτήν τήν ἀποκάλυψη. Πάντως μένει ἡ ὁλοένα τελειούμενη γνώση τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας, στήν αἰωνιότητα. Διαρκῶς τήν γνωρίζομε καί διαρκῶς τήν γνωρίζομε, ἀπό τόν καιρό πού βέβαια Ἐνηνθρώπησε. Οἱ σοφοί ἄνθρωποι - σοφοί κατά Θεόν, οἱ θεόπνευστοι, προφῆται, δίκαιοι - συνέλαβαν, θά λέγαμε, εἰς τούς ἱστούς, στίς κεραῖες τῆς ἀντιλήψεως καί κατανοήσεως, τήν συνέλαβαν τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, καί μίλησαν. Ὅπως ἐδῶ τώρα βλέπομε τό σοφό Σειράχ νά μιλάη διά τήν Ἐνυπόστατον Σοφία κατά ἕναν τρόπο πού μᾶς καταπλήσσει. Ὁ ἀπ. Παῦλος πολλές φορές κάνει λόγο διά τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐπίγνωση, προσέξτε, ἐπίγνωση. Ἐπίγνωσις θά πῆ γνῶσις κατά κράτος, γνῶσις βαθαίνουσα, γνῶσις πλαταίνουσα, γνῶσις αὐξανομένη. Γι’ αὐτό κάνει πάρα πολλές φορές, στίς Ἐπιστολές του λόγο καί λέγει νά φθάσωμε ὅλοι εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, δυστυχῶς, εἰς τή συντριπτική πλειοψηφία του ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μένει χωρίς τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς. Γι’ αὐτό καί αὐτά τά θέματα πού ἀναπτύσσομε ἐδῶ, κι ἔρχεσθε ἐσεῖς καί τά ἀκοῦτε ἀποβλέπουν στήν ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σᾶς τό ’χω πεῖ, καθ’ ὅλο τό μῆκος τῶν θεμάτων αὐτῶν, ὅτι εἶναι ἕνας θαυμάσιος τρόπος, ἰδίως αὐτό τό κεφάλαιον τῆς Σοφίας Σειράχ, τό 24ον, πού μᾶς ὁδηγεῖ κατά θαυμαστόν τρόπον νά γνωρίσουμε τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅσο εἶναι δυνατόν περισσότερο καί περισσότερο. Νά φθάσουμε δηλ. εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ μετέπειτα Ἐνανθρωπήσαντος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

   Καί τώρα προχωροῦμε εἰς τόν ἑπόμενον στίχον, τόν 29ον, πού λέγει: «ἀπὸ γάρ θαλάσσης ἐπληθύνθη διανόημα αὐτῆς καὶ ἡ βουλὴ αὐτῆς ἀπὸ ἀβύσσου μεγάλης». Γιατί τά διανοήματα τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας, λέει ὁ σοφός Σειράχ, εἶναι σέ πλῆθος πιό πολλά ἀπό τά ὕδατα τῆς θαλάσσης καί οἱ συμβουλές της εἶναι βαθύτερες ἀπό τήν πιό μεγάλη ἄβυσσο. Ἐδῶ βλέπομε νά συνεχίζει ὁ ἱερός συγγραφεύς, ὁ σοφός Σειράχ, ὅτι τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας τά διανοήματά της, εἶναι πλατύτερα καί περισσότερα ἀπό τά ὕδατα τῶν θαλασσῶν. Καί οἱ συμβουλές της εἶναι βαθύτερες κι ἄπ’ αὐτές τῆς ἀβύσσου. Καί τό λέγει αὐτό ὁ Σειράχ ὄχι γιά νά ἀπογοητεύση μία τυχόν προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου, γιατί θά ἔλεγε κανείς «τί νά προσεγγίσω τώρα, τί; Πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἀπλησίαστα, ἀπρόσιτα; Τί νά προσεγγίσω τώρα»; Ὄχι, δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπογοητεύεται. Ποτέ βέβαια δέν θά φθάνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τό τέρμα - ἀναμφισβήτητα - ἀλλά ἐδῶ ὁ Σειράχ θέλει νά δείξη τίς ἄπειρες διανοήσεις καί βουλές τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Καί τό παράδειγμα εἶναι πολύ ἁπλοῦν. Δέν μοῦ χρειάζεται ὁλόκληρος ὁ ἥλιος. Δέν χρειάζεται νά πάω στόν ἥλιο νά τόν ἀγκαλιάσω, θά καῶ. Μπορῶ; Εἶναι δυνατόν; Ὅμως δέν μοῦ εἶναι ἀρκετό τό ὅτι μπορῶ νά δέχομαι τίς ἡλιακές ἀκτίνες, ὅσο πρέπει, γιά νά χαίρομαι καί τό φῶς καί τή θερμότητα; ἀλλά καί ὅλα τά’ ἄλλα γνωρίσματα πού ἔχει τό φῶς. Ἔχει πολλά γνωρίσματα τό φῶς, τά ὁποία εἶναι ἄμεσα χρήσιμα καί ἀναγκαία γιά τόν ἄνθρωπο.

  Καί πᾶμε στόν ἑπόμενο στίχο, τόν 30ον. «κἀγὼ ὡς διῶρυξ ἀπὸ ποταμοῦ καὶ ὡς ὑδραγωγὸς ἐξῆλθον εἰς παράδεισον·» Νομίζω ὅτι ἡ λέξις «παράδεισος» - περσική λέξις - σημαίνει ἕνας τόπος εὐχάριστος γιά διαμονή, στόν ὁποῖον ὑπάρχει βλάστησις ἄφθονη, νερά, ζῶα, κλπ. Αὐτό θά πῆ παράδεισος. Τόπος εὐχάριστος, διαμονῆς. Περσική λέξις, τό ξαναλέω. Δηλ. ἡ ἀπόδοσις τοῦ χωρίου πού σᾶς διάβασα: κι ἐγώ ἡ Σοφία ἔτρεξα σάν κανάλι πού διακλαδίζεται ἀπό ποτάμι καί σάν αὐλάκι καί ὑδραγωγός βγῆκα σέ κῆπο. Πῶς ἀκριβῶς ἔχομε ἐμεῖς ἐδῶ τόν Πηνειό καί ὑπάρχουν τρόποι - σήμερα ἔχομε ἀντλίες βέβαια, ἐπειδή ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Πηνειοῦ εἶναι πιό κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῶν χωραφιῶν μας - ἀντλοῦμε τό νερό ἀπό τόν Πηνειό καί ποτίζομε τά χωράφια μας. Ἐδῶ ὁ ἱερός συντάκτης περιγράφει τίς ἐμπειρίες του μέ τήν παρουσία τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Κι αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Καί ποιός εἶναι ὁ κῆπος, πού σάν κανάλι πού διακλαδίζεται ἀπό ποτάμι, ἔρχεται νά τόν ποτίση; Ποιόν νά ποτίση; Τόν σοφό Σειράχ! Εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, πού ρέει στήν ψυχή τοῦ ἱεροῦ συντάκτου. Μοιάζει ὅτι ὁμιλεῖ ἐδῶ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Δέν ὁμιλεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἀλλά ὁ συντάκτης. Κι ἐδῶ θέλει νά δείξη τήν ἐμπειρία τήν ὁποία ἔχει ἀπό τήν παρουσία τῆς Σοφίας. Γι’ αὐτό, λέει ὁ προφήτῆς Ἠσαΐας, ἤ καλύτερα λέγει ὁ Θεός διά τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, στό 58ον κεφάλαιο (κατά σύμπτωση τό εἴχαμε κάνει αὐτό τό χειμώνα καί εἶναι στό κεφάλαιο ἐκεῖ πού ἀναφέρεται στό θέμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό θέμα τῆς νηστείας, τῆς ὀρθῆς νηστείας, ἄν τό ἐνθυμεῖσθε ἀπό τόν χειμώνα): «καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ διαπαντός· καί θά εἶναι ὁ Θεός σου πάντα μαζί σου, καί ἐμπλησθήσῃ καθάπερ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, θά χορτάσης, θά γεμίσης, ὅπως ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καί ἔσῃ ὡς κῆπος μεθύων καὶ ὡς πηγή ἥν μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ» ( Ἡσ. 58, 11) καί θά εἶσαι, λέγει, σάν ἕνα περιβόλι. Τό λέμε κι ἐμεῖς. Ἔχω καρδιά περιβόλι, ἔχω ψυχή περιβόλι. Καί θά εἶναι ἡ ψυχή σου σάν κῆπος, σάν περιβόλι μεθυσμένο. Μεθύων. Αὐτή ἡ ἔκφρασις - θά τό δοῦμε καί λίγο πιό κάτω γιά τό θέμα «μεθύω» - θέλει νά δείξη τήν πλησμονήν. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὅτι εἶναι μεθυσμένος κανείς ἀπό κρασί. Ἀλλά αὐτό πού ἔχει, τό ἔχει ἄφθονο. Θά πῆ λίγο πιό κάτω καί θά τό δοῦμε, ὅτι «μεθάω τήν πρασιά». Πρασιές, οἱ γνωστές μας πρασιές, οἱ ἀλέες. Ὅταν λοιπόν ἔχεις πολύ νερό καί τό νερό αὐτό εἶναι καί πηγαῖο μάλιστα, ὅπως συμπίπτει νά εἶναι ἐδῶ στό βουνό μας, πού τά νερά του εἶναι ἀπό τίς πηγές. Ἔρχονται ὅλο τό χρόνο καί ἔτσι κανείς μπορεῖ νά ποτίζη τό περιβόλι του μέ τά πηγαία ὕδατα. Εἶναι πολύ ὡραῖο. Καί τό νερό ἀφοῦ εἶναι ἄφθονο, νά γεμίζη μέσα ἡ ἀλέα, δηλ. νά μεθάη, πολύ νερό, πολύ. Έ, λέει λοιπόν ὁ προφήτης Ἠσαΐας, καί ἔσῃ, - τό λέει ὁ Θεός - ὡς κῆπος μεθύων, καί θά εἶσαι σάν περιβόλι πού ἔχει μεθύσει ἀπό τό νερό καὶ ὡς πηγή ἥν μή ἐξέλιπεν ὕδωρ καί σάν πηγή πού δέν ἔλλειψε τό νερό της. Τό ἔχεις πάντα τό νερό της. Ἔτσι λοιπόν θά εἶναι ἡ ψυχή σου. Εἴδατε, θά εἶναι ἡ ψυχή σου. Ἔτσι, ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, πού θά ἀποδεχθῆ τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, θά μεταβληθῆ σέ παράδεισον, δηλ. σέ ὡραῖο τόπο διαμονῆς, πού θά τόν ἀρδεύη, θά τόν ποτίζη αὐτόν τον Παράδεισον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπου Υἱός ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκεῖ καί ὁ Υἱός. Εἶναι δύο πρόσωπα, δέν ταυτίζονται ἀλλά ὅπου τό ἕνα ἐκεῖ καί τό ἄλλο, μήν τό ξεχνοῦμε αὐτό. Ἡ διώρυγα ὅμως πού θά φέρη τά γόνιμα ἀρδεύματα τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Προσέξτε, ἡ διώρυγα, τό κανάλι.

  Καί θά συνεχίση νά λέγη, 31ος στίχος: «εἶπα· ποτιῶ μου τόν κῆπον καὶ μεθύσω μου τὴν πρασιάν· καὶ ἰδοὺ ἐγένετο μοι ἡ διῶρυξ εἰς ποταμόν, καὶ ὁ ποταμός μου ἐγένετο εἰς θάλασσαν». Πρίν προχωρήσω νά σᾶς πῶ τήν ἀπόδοση, πάλι θά σᾶς θυμίσω ὅτι αὐτά πού λέμε τώρα ἐδῶ, πού ἀκοῦτε, μόνο, μόνο δέν εἶναι πράγματα θεωρητικά, πού δέν ἔχουν σχέση μέ μᾶς. Ξέρετε τί σχέση ἔχουν μέ μᾶς; ξέρετε πόσο ἄμεση πρακτική ἀξία ἔχουν γιά μᾶς αὐτά ἐδῶ; Θά τό δεῖτε σ’ αὐτό τό χωρίο πού τώρα λέμε, πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται καινούριος, ἀναγεννημένος, μεταμορφωμένος, ἀληθής Χριστιανός, ἀπό αὐτά τά θέματα. Ναί, ναί. Γι’ αὐτό, ὄχι ὅτι δέν προσέχετε, ὄχι, ὄχι, ἀλλά ἁπλῶς ἐφιστῶ τήν προσοχήν, γιά νά σᾶς πῶ πόσο σπουδαία εἶναι. Μήν τά ἀκοῦμε ἐρήμην καί λέμε «ἔ, τώρα, ἐμένα τί μ’ ἐνδιαφέρουν αὐτά»; Ὄχι, θά τό δῆτε. Λοιπόν, τήν ἀπόδοση τοῦ χωρίου πού σᾶς διάβασα. Ἐγώ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, εἶπα: «θά ποτίσω τόν κῆπο μου, δηλ. τόν ἱερόν συντάκτην, τόν Σειράχ, καί θά μεθύσω μέ ἄφθονο νερό τῶν ἀληθειῶν μου, τή δική του τήν πρασιά, δηλ. τήν ψυχή του. Καί νά, ἔγινε ἡ στενή διῶρυξ ποταμός πλατύς, κι ὁ ποταμός μου ἔγινε θάλασσα. Ποταμός, διῶρυξ, θάλασσα. Ἐδῶ ὁ ἱερός συντάκτῆς βάζει στό στόμα του τό τί θά ἔλεγε ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, γιά τήν ἐπίσκεψή της στήν ψυχή τοῦ ἱεροῦ συντάκτοῦ. Τί θά ἔλεγε; Τί λέει λοιπόν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία γιά τήν ψυχή τοῦ Σειράχ; Ποτιῶ καί μεθύσω. Θά ποτίσω σέ βαθμό μέθης, πλησμονῆς. Εἶναι ἕνας ἔντονος τρόπος ἐκφράσεως τῆς πλησμονῆς τῆς σοφίας, πού μπορεῖ νά ὑπάρχει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ σοφός Σειράχ μᾶς λέγει, σέ μία ἄλλη θέση, στό πρῶτο του κεφάλαιο συγκεκριμένα, τό ἑξῆς: «πλησμονὴ σοφίας φοβεῖσθαι τὸν Κύριον καὶ μεθύσκει αὐτοὺς ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῆς·». (Σ. Σειρ. 1, 16) Πλησμονή σοφίας, δηλ. πολλή σοφία. Αὐτή ἡ πολλή ἡ σοφία, τήν ὁποία, ξέρετε, πάρα πολλοί Χριστιανοί μας τή φοβοῦνται, δέν θέλουν νά εἶναι προχωρημένοι Χριστιανοί, θέλουν νά εἶναι λίγο Χριστιανοί, δέν μποροῦν δέ θέλουν νά προχωρήσουν στά βαθειά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Σοῦ λέει ... «θά γίνω ἀπόκοσμος». Θά γίνη ἀπόκοσμος; Σοῦ λέει.. δέν ξέρω τί ἐπιχειρήματα λένε. Εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα. Θά ἤθελες νά γίνης ἕνας βαθύς ἐπιστήμων, γιατί ὄχι κι ἕνας βαθύς πνευματικός ἄνθρωπος; Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ἔχης πλησμονήν ἀπό σοφία, τότε, τί; Φοβεῖσθαι τὸν Κύριον. Φοβᾶσαι, μπῆκε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεθύσκει αὐτούς, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τήν πολλήν σοφίαν, τούς μεθάει ἀπό τούς καρπούς της. Τί ὡραῖο αὐτό! Ἡ Σοφία τούς μεθάει ἀπό τούς καρπούς της. Δίνει τά δῶρα της, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ ἔκφραση πού λέει ἐδῶ τό χωρίο, «ποτιῶ μου τόν κῆπον καὶ μεθύσω μου τὴν πρασιάν» κλπ., ξεκινάει γιά τό φυσικό νερό κατ’ ἀρχάς καί τό πότισμα τῆς γῆς, γιά νά φθάση μεταφορικῶς τώρα εἰς τό μέθυσμα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ὁ ψαλμωδός εἰς τόν 64ον ψαλμόν λέει τά ἑξῆς, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό νερό τῆς βροχῆς, γιά τά χωράφια, γιά τά περιβόλια. Λέει στό Θεό: «ἐπεσκέψω τὴν γῆν», τό λέει αὐτό ὕστερα ἀπό μία πλουσία, πλουσιωτάτη, εὐεργετική βροχή. Ὅπως ἔχομε τά πρωτοβρόχια κι ὁ Θεός ρίχνει νερό, ἐκείνη τή σιγανή βροχή, πού δέν εἶναι καταστρεπτική, δέν παρασύρει τά χώματα ἀλλά πέφτει ποτίζει, πέφτει ποτίζει, ποτίζει..  Ὕστερα λοιπόν ἀπό μία τέτοια ὡραία πλουσία, καρποφόρον βροχήν, λέγει ὁ ψαλμωδός: «ἐπεσκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας αὐτὴν, ἐπεσκέφτηκες τή γῆ - ἡ παρουσία σου μᾶς ἔδωσε τό νερό - καί τή μέθυσες· ἔδωσες πολύ νερό, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν·», ἔκανες ὥστε νά πλουτίση. Ὅπως ἐσεῖς οἱ γεωργοί, πολλές φορές λέτε ὅτι αὐτή ἡ βροχή εἶναι χρυσάφι. Ἔτσι λέτε. Γιατί; γιατί θά δώση σιτάρι, γιατί θά δώση σταφύλια, γιατί θά δώση βαμβάκι, γιατί θά δώση ὅ,τι θά δώση. «ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ - ποιός εἶναι αὐτός ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ; ὁ Ἰορδάνης ποταμός, πού διέσχιζε κατά μῆκος τή χώρα τοῦ Ἰσραήλ - ἐπληρώθη ὑδάτων», γέμισε ἀπό νερά. Κυρίως κατά τήν ἄνοιξη, πού λιώνουν βόρεια τά χιόνια, ἀπ’ ὅπου καί πηγάζει καί εἶναι βεβαίως γεμάτος. Ξέρετε ὅτι ὁ Ἰορδάνης ποταμός χύνεται εἰς τήν Νεκράν Θάλασσα. «τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς·». (Ψαλμ. 64ος, 10-11) Ἐνῶ λέγει τί ἔχει γίνει, τώρα εὔχεται τί νά γίνεται. Δηλ. τ’ αὐλάκια της, τί εἶναι τ’ αὐλάκια; οἱ διώρυγες, τά πηγάδια, οἱ στέρνες, οἱ πηγές ὅλα ἐκεῖνα πού στέκονται στοιχεῖα πού βγάζουν νερό, παίρνουμε ἀπό κεῖ νερό. Γέμισέ τα ὅλα τά πάντα, νά πληθύνεις τά γεννήματατούς καρπούς τῆς γής. Αὐτό λοιπόν εἶναι μία πάρα πολύ ὡραία εἰκόνα, πού ἀναφέρεται στούς καρπούς τῆς γής, στή φυσική βροχή. Ἀλλά ἔχομε ὅμως καί τό μεταφορικόν μέθυσμα, πού εἶναι τό μέθυσμα τῆς ψυχῆς, πού μεθάει ἡ ψυχή, ὅταν ὁ Θεός μπῆ μέσα στήν ψυχή. Δηλ. μπῆ μέσ’ τήν καρδιά, καί δημιουργεῖ πραγματικά μία μέθη εἰς τήν ψυχήν. Τό κομμάτι πού παίρνω εἶναι ἀπό τό Ἆσμα Ἀσμάτων, στό 5ο κεφάλαιον. Ξέρετε ἐκεῖ ἔχομε κυριώτατα δύο πρωταγωνιστοῦντα πρόσωπα, εἶναι Ἐκεῖνος ~ Ἐκείνη, ὁ ἀγαπημένος ~ ἡ ἀγαπημένη. Ὁ ἀδελφιδούς· θά πῆ ὁ ἀγαπημένος, δηλ. ὁ ἀδελφός μου ὁ ἀγαπημένος μου. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοί. Ὁ Χριστός ~ ἡ ψυχή. Αὐτό τό - ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά τό πῶ - ἕνα σάν «ντουέτο», κάτι τό διπλό. Ὁ Χριστός ~ ἡ ψυχή. «καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ», ἄς κατεβῆ ὁ ἀγαπημένος μου στόν δικό του τόν κῆπο. Ναί, γιατί ἡ ψυχή μου, ἐμένα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δικό του κτῆμα, εἶναι δικό του χωράφι, εἶναι δικός του κῆπος, «καὶ φαγέτω καρπὸν ἀκροδρύων αὐτοῦ» ( Ἆσμα Ἀσμάτων 4, 16) καί ἄς φάη καρπούς ἀπό τά δένδρα. Τά ἀκρόδρυα - προφέρεται σέ πληθυντικό ἀριθμό, δέν ἔχει ἑνικό ἀριθμό - σημαίνει δένδρινοι καρποί, καρποί ἀπό δένδρα. Ἐνῶ, ἀντιθέτως, τά ἄλλα φροῦτα λέγονται ὀπῶραι. Ὀπώρα, δέν λέγεται, φερ’ εἰπεῖν τό ἀμύγδαλον, λέγεται ἀκρόδρυον. Καί νά φάγη, λέγει, ἀπό τούς καρπούς τῶν δένδρων, πού εἶναι στόν κῆπο τόν δικό μου, δηλ. στήν ψυχή μου πού εἶναι δικός του κῆπος, γιατί ἡ ψυχή μου εἶναι δική του. «Εἰσῆλθον εἰς κῆπὸν μου, ἀδελφή μου νύμφη», ἀπαντάει τώρα. Πρῶτα τί ἔλεγε ἡ ψυχή; καταβήτω ἀδελφιδός μου, ὦ ἀγαπημένε μου, κατέβα. Τώρα μιλάει Ἐκεῖνος, μπῆκα στόν κῆπο μου. Εἴδατε; Στόν κῆπο μου, ὄχι στόν κῆπο σου, ὦ ἀδελφή μου, ὦ νύμφη μου, ὦ σύζυγέ μου. Γιατί; γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ ψυχή εἶναι ἡ νύμφη. Τό Πάσχα λέμε ἔχομε τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, γιά νά σᾶς τοποθετήσω. «ἐτρύγησα σμύρναν μου - λέει Ἐκεῖνος - μετὰ ἀρωμάτων μου, δηλ. τρύγησα ἀρώματα - ἡ σμύρνα εἶναι ἄρωμα - ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μελιτός μου», ἔφαγα τό ψωμί μου μέ τό μέλι μου, - μέσα στόν κῆπο μου, πού εἶσαι σύ, ὁ ἄνθρωπος - ἔπιον οἶνον μου μετὰ γάλακτός μου», ἤπια κρασί, ἤπια γάλα. Καί τώρα γίνεται ἐδῶ μία ἔκκλησις, μία πρόσκλησις. «φάγετε, πλησίοι, φᾶτε σεῖς οἱ κοντινοί μου - σέ πληθυντικό ἀριθμό - καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί» (Αὐτόθι 5, 1) καί πιῆτε καί μεθύστε ἀδελφοί. Εἶναι τόσο ὡραῖο! Μοιάζει βέβαια ἐρωτικόν ποιημάτιον. Ἐξ ἄλλου ὅλο τό Ἆσμα Ἀσμάτων, αὐτό τό στύλ ἔχει ἀλλά ἀναφέρεται ἐδῶ εἰς τήν θείαν ἀγάπην. Πῶς ἀγαπᾶ δηλ. ὁ Θεός Λόγος, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τήν ψυχή κι ἐκείνη (ἡ ψυχή) τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, τόν Θεόν Λόγον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἔτσι θά βροῦμε εἰς τήν ὑμνογραφία μας πλῆθος - πλῆθος, γιά νά μήν πῶ ὅλα, τροπάρια πού ἔχουν αὐτήν τήν ἀγαπητικήν σχέσιν. Καί τί λέει εἴπαμε; Πλησίοι μου, ἐλᾶτε, πιῆτε, μεθύσετε ἀδελφοί. Εἶναι ἡ θεία μέθη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Αὐτή εἶναι ἡ μέθη. Εἶναι ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ μέθη τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν νομίζω νά πῆ κανείς ὅτι ἐμένα δέν μ’ ἐνδιαφέρει ἡ Πεντηκοστή. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι Χριστιανός ἄν δέν ἔχεις δεχθεῖ τήν Πεντηκοστήν, ἄν δέν ἔχεις μεθύσει μέ τήν Πεντηκοστή. Τότε ὅλη ἡ σοφία ἐνοικεῖ στήν ψυχή καί ὅλοι οἱ θησαυροί της προσφέρονται εἰς τόν ἄνθρωπον. Σωστά λοιπόν ἀπεκάλεσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, καλύτερα οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄσχετοι μέ τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τούς πνευματοφόρους Ἀποστόλους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, «…ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί». (Πράξ. 2, 13) Ἤπιαν κρασί καί μέθυσαν! Ναί, σωστά τό εἶπαν. Μόνο πού δέν ἦταν τό κρασί πού μέθυσαν. Ἦταν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Κατά τά ἄλλα; Ἦταν μία μέθη, μιά μέθη ἔκδηλη, πού μποροῦσε νά γίνεται τόσο ἔντονα φανερή. Εἶναι ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἔκ-σταση (χώρισα τή λέξη). Ἔκ-στασις θά πῆ φεύγω ἀπό τή θέση πού βρίσκομαι καί πηγαίνω σέ μίαν ἄλλη θέση.  Ὑπέστην λέμε ἔκστασιν, δηλ. ἄλλαξα θέση. Ἀλλά τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν παίρνει ἀπό τήν συνήθη καί γήϊνη κατάσταση τόν ἄνθρωπον καί τόν τοποθετεῖ σέ οὐράνιες πραγματικότητες, πού αὐτές μεθοῦν. Αὐτό εἶναι τό μέγα θέμα, τό μέγα θέμα! Κι ὅταν ἡ διώρυγα γίνεται ποτάμι - νά ξαναγυρίσω στό χωρίο - καί τό ποτάμι γίνεται θάλασσα, σημαίνει τήν αὔξηση αὐτῆς τῆς θείας γνώσεως, καί τῶν θείων βιωμάτων πού αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι τό ὀστράκινό του σκεῦος (ἡ λέξις-φράσις εἶναι τοῦ ἀπ. Παύλου· «Ἔχομεν δὲ, λέει, τὸν θησαυρὸν τοῦτον, αὐτόν τόν θησαυρόν - ποιόν θησαυρόν; τόν Χριστόν - ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» (Κορ. Β΄, 7) ὀστράκινο σκεῦος θά πῆ πήλινο σκεῦος, δηλ. εἴμαστε ἐμεῖς πήλινα σκεύη καί φέρομε αὐτόν τόν θησαυρόν μέσα μας - τό Χριστό, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ξαναλέγω - ὡς πήλινα σκεύη, ἀλλά τότε τί μπορεῖ νά γίνη; αὐτό τό πήλινο, τό ὀστράκινο σκεῦος νά συντριβή, νά σπάση. Τότε ἐκεῖνος πού νιώθει αὐτά τά πράγματα, καί θά σᾶς δώσω λίγο πιό κάτω τέτοιες γεύσεις βιωματικές, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, κι ἄλλοι Πατέρες, κραυγάζει, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος: «Φτάνει Κύριε, φτάνει Κύριε, θά διαρραγῶ, θά σπάσω, τό πήλινό μου, τό ὀστράκινό μου σκεῦος θά διαρραγῆ». Καί εἶναι ὡστόσο μία ἀδιάρρηκτος διάρρηξις, μιά διάρρηξη πού δέν σπάει. Κάτι περίεργο. Ἐκεῖ εἶναι πιά, στόν ἄνθρωπον αὐτόν ἡ θάλασσα - περί θαλάσσης μίλησε - τῆς θεολογίας. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ποταμός τῆς θείας γνώσεως. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀνεκλάλητος χαρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γεύεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα κομματάκι ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρίν ἔλθη ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φυσικά «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν», ἔχομε ὅμως κάποιες γεύσεις, εἶναι μικρές γεύσεις αὐτές τίς ὁποῖες ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα αὐτά πού δίδει ὁ Κύριος στήν ψυχή, γιά νά ἔλθη κάποτε ὁ ἄνθρωπος καί εἰς τίς μεγάλες γεύσεις. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, γι’ αὐτές τίς γεύσεις. Λέγει στόν 8ο λόγο του, σελίς 39, ἄν ἔχετε τήν παλιά ἔκδοση, τοῦ Θεοτόκη τοῦ 1895. «Ἀνεπαισθήτως κατά καιρόν καί καιρόν ἐμπίπτει εἰς ὅλον τό σῶμα, (σῶμα λέγει ἔ;) τρυφή τις καί ἀγαλλίασις, κατά καιρούς, λέγει, ἀνεπαίσθητα, χωρίς νά τό καταλάβη ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά ὑπάρχει μία συγκεκριμένη αἰτία, πέφτει σ’ ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ τέτοιου ἀνθρώπου, πέφτει λέει μία, κάποια τρυφή, κάποια ἀπόλαυσις καί κάποια ἀγαλλίασις, ἄπερ γλῶσσα σαρκίνη οὐ δύναται αὐτά ἐξειπεῖν», πού ἀνθρώπινη γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τά περιγράψη. Ἄν κάποιος τά νοιώση αὐτά τά πράγματα, δέν μπορεῖ μέ γλῶσσα νά τά μεταφέρη· δέν μπορεῖ, δέν μεταφέρονται, εἶναι βιώματα προσωπικά. Φερ’ εἰπεῖν, ἕνα τυφλός ἐκ γενετῆς, εἶναι γνωστό ὅτι δέν ἔχει εἰκόνα τοῦ φωτός. Ἕνας πού βλέπει, ὅσο κι ἄν περιγράψη τήν ὀμορφιά τοῦ φωτός, ποτέ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός δέν θά ἀντιληφθῆ τί εἶναι τό φῶς. Ἄν ἕνας ἄνθρωπος - δεύτερο παράδειγμα - δέν δοκίμασε ποτέ του μέλι, ὅτι μπορεῖ αὐτό τό προϊόν νά τό παράγουν κάποια ἔντομα, οἱ μέλισσες, καί λέει στόν ἄλλον ὅτι εἶναι - τό προϊόν τῶν ἐντόμων - μά τί νά σοῦ πῶ; εἶναι γλυκύτατο! Βέβαια ἐδῶ μπορεῖ νά ὑπάρξη μία συγκριτική μονάδα. Δηλ. τί; Ἔ, νά! ἔχει φάει κάτι ἄλλο, ἕναν γλυκό καρπό, ἔχει φάει ζάχαρη κλπ. καί νά πῆ «ἔ, νά, σάν ζάχαρη», ἀλλά τό μέλι, ἐφόσον ὁ ἄλλος δέν τό δοκίμασε, ὅσο νά τό περιγράψομε, δέν περιγράφεται. Πρέπει δηλ. νά δοκιμάση ὁ ἄλλος. Θέλω νά σᾶς πῶ, ὅτι εἶναι πάρα πολλά πράγματα στή ζωή μας, τά ὁποία εἶναι βιώματα, δέν μεταφέρονται δέν περιγράφονται. Ἔτσι κι ἐδῶ, αὐτή ἡ κατάστασις αὐτή ἡ τρυφή, - τρυφή θά πῆ ἀπόλαυσις - πέφτει στό σῶμα.. προσέξτε, ὄχι γενετησία τρυφή, ἄπαγε! Ἀντιθέτως μάλιστα ἡ γενετησία κατάστασις ἔχει ἐκμηδενισθεῖ, προσέξτε, ἔχει ἐκμηδενισθεῖ τελείως, τελείως, τελείως, σάν νά μήν ὑπάρχει, κάπου σάν νά λέγαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος νά παθαίνει μίαν ἐλάφρυνση τοῦ σώματός του, σάν νά μήν εἶναι μέσα σέ σῶμα. Γι’ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἀνέβηκε, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἕως τρίτου οὐρανοῦ, τό λέγει δύο φορές, «μέ τό σῶμα μου»; - μιλάει σέ τρίτο πρόσωπο - ἤ «χωρίς τό σῶμα μου; Δέν ξέρω, ὁ Κύριος γνωρίζει». Τί θά πῆ αὐτό; Δηλ. δέν ἔχει κανείς τήν αἴσθηση, ὅτι μπορεῖ νά ἔχη ἤ νά μήν ἔχη τό σῶμα του. Εἶναι πράγματα, πού πραγματικά δέν περιγράφονται. Καί προχωρεῖ: «ἕως ἄν πάντα τά ἐπίγεια σποδόν καί σκύβαλα ἡγήσηται», ἕως ὅτου, λέγει, ὅλα τά ἐπίγεια, συνεπῶς καί τίς γενετήσιες ἐπιθυμίες, ὅλα αὐτά τά θεωρήση στάχτη καί σκύβαλα, τίποτα, τίποτα... Γι’ αὐτό σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, δέν ὑπάρχουν κατώτερες ἐπιθυμίες. «Ὅταν δέ ἐπιδημήση τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνη ἡ τρυφή, ὅταν λέει φτάση στόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ ἀπόλαυσις, ἡ σφύζουσα ἐν ὅλο τῷ σώματι αὐτοῦ, σφύζει, κυριαρχεῖ σ’ ὅλο του τό σῶμα - σῶμα λέει, δέν λέει ψυχή - ἐννοεῖται καί σῶμα καί ψυχή, οὕτω νομίζει ὁ τοιοῦτος ἐν ἐκείνη τῇ ὥρα, ἔτσι, λέει, νομίζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, ὡς οὐκ ἔστιν ἄλλο τι ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία, ἤ τοῦτο». Ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι δέν εἶναι ἄλλο τίποτα παρά ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μία μικρή γεύση ὀντολογική, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτά δέ, μή νομίσετε πώς εἶναι πράγματα ἀνέφικτα, ἀδύνατα. Ὄχι. Ἡ χοντρή ζωή μας, ἡ ὑλιστική ζωή μας, καί μιά ζωή γεμάτη ἀπό ἡδονές καί τέτοια, πού παρέχει πλούσια ἡ ἐποχή μας, δέν ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν αὐτές οἱ προσεγγίσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δαμάση τόν ἑαυτό του, ὅταν φθάση κάποια στιγμή νά θεωρῆ ὅτι τά πάντα, τά χρήματα, τά πράγματα οἱ ἡδονές, ὅλα, εἶναι σποδός καί σκύβαλα, τότε βεβαίως φθάνει ἐκεῖ. Θά μοῦ πεῖτε ὁ Παῦλος εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες; Ἄφθονες! Ὅταν φθάνη νά λέη ὅτι «δι’ὅν τά ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. 3, 8) θεωρῶ τά πάντα σκύβαλα, γιά νά κερδίσω τόν Χριστόν, κι ὅταν λέει ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ, καί ὅ,τι .. ὅ,τι.. ὅ,τι ἄλλο, μάλιστα κάπου ἀλλοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος τό λέει καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὅτι δέν μπορεῖς ν’ ἀντέξης αὐτόν τόν κόσμο τόν ἁμαρτωλό, τό δυστυχισμένο, ἐάν δέν σοῦ δίδη ὁ Θεός τέτοιες ἐμπειρίες, γιά νά μπορῆς νά προχωρῆς. Ὁ ἀπ. Παῦλος εἶχε φοβερές περιπέτειες. Ἐάν λοιπόν ὁ Χριστός δέν τοῦ ἔδινε τέτοιες γεύσεις, πῶς θά μποροῦσε νά συνεχίση τήν ἱεραποστολή του, τό ἀποστολικό του ἔργον; Θά ἦταν πάρα πολύ δύσκολο, μέσα σ’ ἐκείνους τούς φοβερούς πειρασμούς. Ἀκόμη ὁ αὐτός Πατήρ γράφει εἰς τόν 32ον λόγο του: «Πολλάκις ὅτε ταῦτα ἔγραφον, ὅταν, λέει, πολλές φορές αὐτά τά πράγματα, ποιά; σάν κι αὐτά πού λέμε τώρα, πού διαβάζομε, ὅταν τά ἔγραφα.. ὑπέλιπον τόμου οἱ δάκτυλοι ἐπί τόν χάρτην, χανόνταν τά χέρια μου πάνω στό χαρτί, καί οὐχ ὑπέφερον κατέναντί τῆς ἡδονῆς, δέν μποροῦσα ν’ ἀντέξω μπροστά σ’ αὐτήν τήν ἡδονή - πνευματική τρυφή - τῆς ἐμπιπτούσης ἐν τῇ καρδία μου, πού ἔπεφτε στήν καρδιά μου, καί τάς αἰσθήσεις κατασιγαζούσης», καί μία τέτοια κατάσταση πού κατασιγάζει τίς αἰσθήσεις. Ὅπως ἀκριβῶς «νοῦς ὁρᾶ  καί νοῦς ἀκούει», ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκεντρωθῆ, τότε δέν ἀκούει τίποτα ἀπ’ ἔξω. Θόρυβοι, τοῦτα, ἐκεῖνα.. τίποτα. Ἀπομονώνεται, καί τότε αἰσθάνεται ὅλην αὐτήν τήν ὀμορφιά τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς παρουσίας τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Καί σέ μία του εὐχή, ὁ ἴδιος Πατήρ - ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος - μεταξύ πολλῶν ἄλλων, γράφει τά ἑξῆς, εἶναι στόν 2ο λόγο του: « ὧν ἡ καθαρά καρδία καταγώγιον σου ὑπάρχει - εἶναι σέ μορφή εὐχῆς, δηλ. προσευχῆς - τῶν ὁποίων ἀνθρώπων πού νιώθουν αὐτά τά πράγματα, ἡ καθαρή τους καρδιά ὑπάρχει γιά σένα καταγώγιον, δηλ. τόπος, κατοικία, καί καθορᾶται ἐν αὐτῇ, εἰς αὐτήν τήν καρδιά βλέπεται, ἡ ἔλλαμψις τῶν σῶν ἀποκαλύψεων, οἱ ἀποκαλύψεις οἱ δικές σου, ἥτις ἐστί παράκλησις, παρηγορία καί ἀναψυχή τῶν κοπιασάντων διά σέ ἐν ταῖς θλίψεσιν, γιά κείνους πού κοπιάζουν γιά σένα, στίς θλίψεις, καί ταῖς παντοδαπαῖς αἰκίαις», καί στίς ποικίλες, θά λέγαμε κακοποιήσεις πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος στήν παροῦσα ζωή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ποτίζει τόν κῆπο τῆς ψυχῆς ἐκείνου, καί ἐν προκειμένω τοῦ σοφοῦ Σειράχ, πού τήν ἀγαπᾶ τήν ψυχή αὐτή καί τήν μεθᾶ τήν πρασιά του, τήν ψυχή του δηλαδή μέ τό δικό της μεγαλεῖο. Πῶς μποροῦμε νά φανταστοῦμε - ἐδῶ νά σταθῶ λιγάκι - ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁ σοφός Σειράχ συνέλαβε, ἔπιασε καί ἔγραψε, τουλάχιστον εἰς τό 24ον κεφάλαιον, περί τῆς Ἐνυποστάτοῦ Σοφίας; Λίγο πιό κάτω θά δοῦμε τό ἑξῆς, ὅτι μή νομίσετε γιατί λέγει στήν Π. Δ. ὅτι «ἐγώ δίδω τό ἔλεός μου ἐν σταθμῷ». Σταθμός θά πῆ ζύγι, καί ζύγι θά πῆ: θά σοῦ δώσω θά μοῦ δώσης. «Θέλεις νά σοῦ δώσω τό σῶμα μου καί τό αἷμα μου; Θά μοῦ φέρεις πρόσφορο». Βέβαια συγκριτικά τί εἶναι ἕνα προσφοράκι; Πόσο κάνει ἕνα προσφοράκι; Τί κόπος κατεβλήθη γιά ἕνα προσφοράκι; μπροστά σ’ αὐτό πού παίρνεις, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Λοιπόν αὐτό θά πῆ «ἐν σταθμῷ δίνω τό ἔλεός μου». Ἔλεος καί δικαιοσύνη; Εἶναι δύο, σάν νά μοιάζουν ἀντιφατικά πράγματα. Θά πῆ: θά κοπιάσης - θά μᾶς τό πῆ στόν ἑπόμενο στίχο, στόν πιό κάτω, στόν μεθεπόμενο στίχο ὁ σοφός Σειράχ - θά κοπιάσης, βέβαια θά κοπιάσης δέκα, ἐγώ θά σοῦ δώσω χίλια. Ἐκεῖνο πού θά σοῦ δώσω θά εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐσύ θά ἔχεις κοπιάσει. Μή νομισθῆ λοιπόν ὅτι αὐτά τά πράγματα εἶναι σέ μερικούς εὐνοουμένους. Ὄχι. Ξεκίνα, καθάρισε τήν καρδιά σου, κοπίασε καί θά γίνης κι ἐσύ γνώστης αὐτῶν τῶν πραγμάτων, μέ μία γνώση βιωματική.

   Προχωροῦμε λοιπόν εἰς τόν ἑπόμενο στίχο τόν προτελευταῖο τοῦ κεφαλαίου τόν 32ον: «ἔτι παιδείαν ὡς ὄρθρον φωτιῶ καὶ ἐκφανῶ αὐτά ἕως μακράν·» Πού θά πῆ: Ἁπλώνω ἀκόμη τή μόρφωση, ὅπως διαχέεται τό ὀρθρινόν φῶς! Τό πρωΐ εἴδατε, πού πάει ν’ ἀνατείλη ὁ ἥλιος - ἀκόμη δέν ἔχει βγεῖ - καί διαλύεται τό σκοτάδι καί ὅλο τό φῶς ἁπλώνεται - καί θά φανερώσω τά σοφά της διδάγματα - τό λέγει λοιπόν αὐτό ὁ σοφός Σειράχ γιά λογαριασμό τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας - στίς ἐσχατιές τῆς γῆς. Ἔκθαμβος πραγματικά ὁ ἱερός συντάκτης ἀπό τό φῶς τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, ὅταν Ἐκείνη προσφέρει τή δική της παιδεία ἀναφωνεῖ ὅτι θά ἐργασθῆ ὁ ἴδιος γιά νά φθάση τό παιδαγωγικό της φῶς στά ἔσχατα τῆς οἰκουμένης ἀλλά καί στά ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Θά δουλέψω, λέει, Κύριε. Ἐκεῖνα πού ἐγώ δοκίμασα, θέλω νά τά δοκιμάσουν καί ἄλλοι. Ἀλλά, πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Τρίτη.


206η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Σοφία Σειράχ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Σοφία Σειράχ " εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/sofia-seirax
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oRvQcJSffpry9_VIhWtola

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Σοφία Σειράχ».🔻
https://drive.google.com/file/d/15yPd5yULQpwqBdVJzrpusJNL6wa2BczM/view?usp=drivesdk

🎥 Βιντεοσκοπημένες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40o1lCOake2wwX61iRYZNi-M

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1%20%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CF%87.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἀνάγκη νά ἐξιχνιάσωμε τήν ταυτότητα τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. ~ 12/14 ~

†.Ἀγαπητοί μου, συνεχίζομε ἀπό τό βιβλίο τῆς Σοφίας Σειράχ, εὐρισκόμενοι πάντοτε, εἰς τό 24ον κεφάλαιον, εἰς τόν 22ον στίχον. Ἤδη ξεκινήσαμε τήν ἀνάλυση τοῦ στίχου αὐτοῦ ἀλλά δέν τήν ὁλοκληρώσαμε. Ξαναδιαβάζω:
«ὁ ὑπακούων μου οὐκ αἰσχυνθήσεται, καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοὶ οὐχ ἁμαρτήσουσι».
Δηλ. ὅποιος μέ προσέχει, λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, καί ὑπακούει στούς λόγους μου, ποτέ δέ θά ντροπιαστῆ. Καί ὅσοι ἐργάζονται ὑπό τήν ἔμπνευσή μου, δέν θά περιπέσουν σέ σφάλματα. Αὐτή εἶναι ἡ μετάφρασις τοῦ χωρίου. Καί εἴδαμε πράγματι ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑπακούει εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, δηλ. εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, πού μετέπειτα Ἐνηνθρώπησε, ποτέ βεβαίως δέ ντροπιάζεται.
Ποιός πίστεψε εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί ντροπιάστηκε; λέγαμε τήν περασμένη φορά. Βεβαίως κανείς.
Ἀλλά εἶναι καί τό δεύτερον ἡμιστίχιον, πού λέγει ὅτι «οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοὶ οὐχ ἁμαρτήσουσι». Αὐτό δέν τό εἴχαμε ἀναλύσει τήν περασμένη φορά. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται στή δική μου τη διακονία, αὐτοί, λέγει, δέν θ’ ἁμαρτήσουν. Δηλ. ὅσοι ἐργάζονται κάτω ἀπό τήν ἔμπνευση τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας δέν θά περιπέσουνε σέ σφάλματα, καί τοῦτο γιατί ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ποτέ δέν κάνει λάθος, δέν λανθάνει, ἀρκεῖ ἐκεῖνος πού ἐργάζεται κάτω ἀπό τή δική της ἔμπνευση, νά ἔχη βεβαίως ταπείνωση. Καί δικό της ἔργον, κανείς ὅταν τό μετῆλθε, δέν μετενόησε. Καί εἶναι τό μόνο πού ἀξίζει, ἀπ’ ὅλα τά ἔργα πού ὑπάρχουνε πάνω στή γῆ, τοῦ πολιτισμοῦ ἤ τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς κοινωνίας. Εἶναι τό μόνο ἔργον πού δέν θά χαθῆ εἰς τήν αἰωνιότητα. Ὅλα τά ἄλλα θά χαθοῦν. Καί οἱ πολιτισμοί θά χαθοῦν καί οἱ ἐπιστῆμες θά χαθοῦν, ὅλα θά χαθοῦν, ὅταν τελειώση ἡ Ἱστορία καί ὁ κόσμος ἀλλάξη, γίνη καινούριος. Τότε δέν θά ὑπάρχουν βεβαίως, ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα πού σήμερα κοσμούν κατά κάποιον τρόπο τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἐκεῖνο πού θά μείνη θά εἶναι ἡ διακονία πού θά προσφέρομε εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ἀλλά καί ἡ ἀφιέρωσή μας εἰς Αὐτήν.
Κάποιος σύγχρονος στοχαστής λέγει ὅτι «ἡ μόνη ἀξιοποίηση τῆς ζωῆς σου, εἶναι ἡ ἀφιέρωση σου στό ἔργο τό δικό της». Ἡ μόνη ἀξιοποίησις, αὐτή πού θά μείνη εἰς τήν αἰωνιότητα. «Ἄν αὐτό, λέγει ὁ στοχαστής, τό ἀρνηθῆς καί κάνης ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐργασία, τοῦ σπουδαίου καί τοῦ τρανοῦ ἐπιστήμονος ἤ τοῦ ἐκπολιτιστοῦ κλπ., τότε γρήγορα, λέγει, θά ἀντιληφθῆς ὅτι αὐτό πού κάνεις - σύγχρονα μέ σένα - τό ἔχουν κάνει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι τό ἔκαναν καί πρίν ἀπό σένα, καί ἑκατομμύρια ἄνθρωποι θά τό κάνουν μετά ἀπό σένα». Κι αὐτό τό ἔργο Ἐκείνης, εἶναι μόνο ἡ ἀφιέρωσις. Εἴτε αὐτή ἡ ἀφιέρωσις στή διακονία τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας εἶναι ὁλοκληρωτική, εἴτε κάποιο μέρος τοῦ χρόνου σου, ἀπό τή ζωή σου. Ὅλα τ’ ἄλλα θά περάσουν. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι ἁπλῶς ἐπαναλαμβανόμενα φαινόμενα, πού δέ θ’ ἀντέξουν εἰς τήν αἰωνιότητα. Εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Χριστός «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». (Ματθ. 4, 19) Ἐλᾶτε μαζί μου καί θά σᾶς καταστήσω ἁλιεῖς τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι ἀκόμη ὅ,τι εἶπε σ’ ἕνα πολύ ἁπαλό τόνο ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς εἰς τόν ἀπ. Πέτρον: «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς μέ πλεῖον τούτων»; Κι ὁ ἀπ. Πέτρος τοῦ ἁπαντά:  «ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε». Σύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Καί σ’ αὐτή τή σχέση ἀγάπης ἀνάμεσα στόν Πέτρον καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Κύριος ἀναθέτει τό ἔργο του: «βόσκε τὰ ἀρνία μου». ( Ἰωάν. 21, 15) Αὐτή εἶναι ἡ διακονία τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Ποιός θά ἐγνώριζε τόν ἀπ. Παῦλον ἐάν δέν εἶχε δεχθεῖ, δέν εἶχε ἀποδεχθεῖ, τήν κλῆσιν πού τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Γι’ αὐτό τί λέγει εἰς τόν Βασιλέα Ἀγρίππα; «Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθής τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ». (Πραξ. 26, 19)
Ἄ! ὥστε μποροῦσες νά γίνης ἀπειθής; Βέβαια. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος καί πρῶτος ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού σέβεται τήν ἐλευθερία πού ἔδωσε εἰς τόν ἄνθρωπον. Βέβαια. Μποροῦσες νά γίνης ἀπειθής. Γιατί ὄχι; Ἀλλά θά ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ὁ Παῦλος καί σήμερα ποιός θά τόν ἐγνώριζε; Ὑπάρχει ἕνας πειρασμός σ’ ὅλους μας, μέσα στήν Ἱστορία, ὅτι ἄν ταπεινωθοῦμε καί προσφερθοῦμε εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας - λέω αὐτόν τόν χαρακτηρισμόν, γιατί αὐτός ἐπικρατεῖ εἰς τό κεφάλαιο, πάντα σᾶς θυμίζω, ὅτι πρόκειται περί τοῦ Θείου Λόγου, δηλ. τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλ. τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάντα σᾶς το ὑπενθυμίζω αὐτό ἐπειδή ἔχομε καί νέους ἀκροατάς - νομίζομε ὅτι ταπεινούμενοι, θά χαθοῦμε, θά ἐξαφανιστοῦμε, δέν θά ἔχομε μίαν ἐπιφάνειαν. Εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο λάθος αὐτό. Καί εἰς τήν παροῦσα ζωή ἀκόμα, μπορεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία νά μᾶς ἀναδείξη, δηλ. μεσ’ τήν Ἱστορία. Ἀλλά πρό παντός εἰς τήν Βασιλεία τή δική της. Αὐτό λοιπόν τό φοβόμαστε· ὅτι θά χαθοῦμε. Δέν χανόμαστε ἀγαπητοί μου. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος θέλει νά περισώζη ὄχι μόνο τήν ὕπαρξή του, τό εἶναι του, ἀλλά θέλει νά περισώζη καί τό ὄνομά του. Αὐτό εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου, πού θά πιστέψη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Μπορῶ νά σᾶς πῶ, ὅσοι ἀπέρριψαν τόν Ἰησοῦν Χριστόν μεσ’ τήν Ἱστορία, γιά νά ἔχουνε μεγαλύτερη ἐπιφάνεια μέσ’ τήν Ἱστορία, αὐτοί θά χαθοῦν. Ἀπό τόν φόβον μήπως χαθοῦν, αὐτοί θά χαθοῦν. Θέλετε νά σᾶς τό πῶ πῶς τό λέει αὐτό ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Εἶναι μία περικοπή πού κάπως συχνά τήν ἀκοῦμε μέσα στό ἔτος (τό ἐκκλησιαστικόν ἔτος). «Αὐτός πού θέλει νά σώση τήν ψυχήν του, θά τήν χάση, κι αὐτός ὁ ὁποῖος χάνει τήν ψυχή του, θά τήν σώση». Ἐδῶ βέβαια «ψυχή» ἐννοεῖ τή ζωή. Ἄν θέλετε, εἶναι καί ἡ «ὑπόστασή σου», τ’ ὄνομά σου. Ἄν θέλης νά σώσης τ’ ὄνομα σου, θά τό χάσης. Ἄν ὅμως τό θυσιάσης στήν διακονία τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἀκολουθήσης, γιατί ἐκεῖ εἶναι τό θέμα, νά τόν ἀκολουθήσης τόν Ἰησοῦν Χριστόν αὐτός, λέει, θά κερδίση τήν ψυχήν του, δηλ. τή ζωή του, τήν ἀληθινή ζωή του καί τό ὄνομά του τό καλό, τή φήμη του. Εἶναι δύσκολο, - κανείς δέν τό ἀρνεῖται αὐτό - ὁ Χριστός ἦλθε μέ φοβερές ἀπαιτήσεις. Ἄν κανείς τίς ψαχουλέψη, θά τό ἀντιληφθῆ αὐτό. Δέν θά τόν νοιάζη, θά τό κάνη αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός, γιατί τόν ἀγαπᾶ καί ὅταν δέν τόν νοιάζη γιά τήν ἐπιφάνεια τῆς παρούσης ζωῆς, δηλ. ἔχει ταπείνωση. Αὐτόν, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, ἄν ἀγαπητοί μου γνωρίσωμε βαθύτατα καί ἀγαπήσωμε, τότε τά πάντα θά ἔχωμε κερδίσει.
Μέ αὐτόν τόν στίχον κλείνει ἡ διακήρυξη, πῶς νά τό πῶ, τό διάγγελμα, ἡ προβολή τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας πρός τούς ἀνθρώπους. Ἐδῶ κλείνει με αὐτό τό στίχο. Οἱ ὑπόλοιποι στίχοι τοῦ 24ου κεφαλαίου, δέν εἶναι παρά τήν σύσταση πού θά κάνη ὁ ἱερός συγγραφεύς, στήν ἔρευνά του διά τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, καί λέγοντας: «Ἐγώ τήν ἔζησα τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν· συνεπῶς σᾶς τήν συνιστῶ. Ἐγκολπωθῆτε την, ἀποδεχθῆτε την καί θά δῆτε τί ἔχετε νά κερδίσετε».
Καί σημειώνει τώρα ὁ ἱερός συντάκτης, ὁ σοφός Σειράχ, μεταφράζει δέ στά Ἑλληνικά ὁ ἐγγονός τοῦ σοφοῦ Σειράχ, ὅπως  μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος στήν εἰσαγωγή τοῦ ὅλου βιβλίου:
«ταῦτα πάντα βίβλος διαθήκης Θεοῦ Ὑψίστου, νόμον ὅν ἐνετείλατο ἡμῖν Μωϋσῆς κληρονομίαν συναγωγαῖς Ἰακὼβ».
Αὐτά ὅλα πού μέχρι τώρα ἐλέχθησαν, περιέχει ἡ βίβλος τῆς διαθήκης τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁ Νόμος δηλ. πού διέταξε σέ μᾶς ὁ Μωϋσῆς, ἡ ὡραία αὐτή κληρονομία του εἰς τούς ἑκάστοτε ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ. Μετάφραση σᾶς διάβασα. Αὐτά θέλει νά πῆ τό χωρίο. Δηλ. ποιά εἶναι ἡ βίβλος τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ; εἶναι ἡ Πεντάτευχος. Τά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Π. Δ. τά ὁποία ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς. Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ἡ Ἑβραϊκή, ὅτι συγγραφεύς τῶν πέντε πρώτων βιβλίων, ἀπό τή θαυμασία Γένεση ἕως τό Δευτερονόμιον, εἶναι συγγραφικόν ἔργον τοῦ θεοπνεύστου Μωϋσέως. Αὐτή λοιπόν ἡ Πεντάτευχος περιέχει τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρεται βεβαίως ἡ διαθήκη τῆς πίστεως, πού ἔκανε ὁ Θεός μέ τόν Ἁβραάμ· εἶναι στή Γένεση. Μετά, τό πῶς ὁ Θεός ἐργάζεται τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ Σου, βγάζοντας τον ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιά νά τόν φέρη εἰς τήν γῆν τῆς ὑποσχέσεως, τῆς Ἐπαγγελίας. Αὐτό εἶναι γραμμένο εἰς τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου. Ἐκεῖ ἀκριβῶς δίδεται καί ὁ Νόμος καί γράφεται εἰς τό βιβλίον τῆς Ἐξόδου, πού ἔδωσε ὁ Θεός εἰς τό Σινά.
Στή συνέχεια εἶναι τό Λευϊτικόν, εἶναι οἱ Ἀριθμοί. Εἶναι διάφορα περιστατικά στήν ἔρημο, πού καταγράφονται καί πού φαίνεται ἡ προσπάθεια τοῦ λαοῦ νά ἀποστατήση καί ἡ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ εἰς τό λαό Σου.
Καί τέλος τό Δευτερονόμιον, πού εἶναι ἡ δευτέρωσις - τό λέει τ’ ὄνομά του - τοῦ Νόμου. Ὅ,τι εἰπώθηκε εἰς τήν Ἔξοδον, ξαναλέγεται στό βιβλίον Δευτερονόμιον. Καί τοῦτο διότι γίνεται διαρκής ὑπενθύμισις.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι κυρίως εἰς τήν Πεντάτευχον, ἐπαναλαμβάνει ὁ Θεός κάτι, καί πάλι τό λέει πιό κάτω, καί τό ξαναλέει, καί τό ξαναλέει. Μήν ξεχνᾶμε, ὅτι αὐτό πού μπορεῖ νά μοιάζη σάν ἕνα μειονέκτημα τουλάχιστον συγγραφικόν, εἶναι πολύ σημαντικόν. Λέγεται ὅτι ἡ
ἐπανάληψις εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν Ἐπιστημῶν. Εἶναι ἀλήθεια.
Τότε ἑδραιώνεται μία γνῶσις, ὅταν ἐπαναλαμβάνεται. Γι’ αὐτό ἔργο τῶν παιδαγωγῶν εἶναι ἡ ἐπανάληψις. Καί τῶν γονιῶν, - εἶναι οἱ πρῶτοι παιδαγωγοί τοῦ παιδιοῦ - ἀλλά καί τῶν ἐκπαιδευτικῶν. Εἶναι ἡ ἐπανάληψις. Μέ τήν διαφορά μόνο πώς ἡ ἐπανάληψη χρειάζεται μία τέχνη, γιά νά μήν βαρεθῆ ὁ παιδαγωγούμενος. Κατά τά ἄλλα; Θά ἐπαναλαμβάνομε. Ἄν τό θέλετε, ἄν ἔπρεπε νά μαζέψουμε ἀπό τά 49 βιβλία τῆς Π. Δ. καί τά 27 βιβλία τῆς Κ. Δ., τό νόημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιατί ὁ Χριστιανισμός εἶναι συνέχεια τῆς Π. Δ. - μία εἶναι ἡ θρησκεία, μία, ὁ Χριστιανισμός - πού εἶναι ἡ Π. Δ., στήν τελειοτάτη της πλέον μορφή, δέν ξέρω πόσα φύλλα θά γράφαμε γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Τότε ὅλα αὐτά τά βιβλία τί γράφουν; Οὐσιαστικά ἐπαναλαμβάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί τή διαθήκη τοῦ Θεοῦ. Πού εἶναι δύο διαθῆκες. Εἶναι ἡ διαθήκη τοῦ Νόμου καί ἡ διαθήκη τῆς πίστεως. Κι ἄν τό θέλετε ἀκριβέστερα, εἶναι ἡ διαθήκη τῆς πίστεως, - προηγεῖται - πού ἔγινε μέ τούς πρωτοπλάστους, ἔγινε μέ τόν Νῶε, τώρα γίνεται, ἡ διαθήκη τοῦ Νόμου μέ τό Μωϋσῆ, κι ἐπανέρχεται ἡ διαθήκη τῆς πίστεως μέ τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Οὐσιαστικά λοιπόν, αὐτά τά 49 καί 27 βιβλία τά 76 δηλ. βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἐπανάληψις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ὅλο. Γι’ αὐτό μή λησμονοῦμε, ὅταν προσφέρομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά ποῦμε καί νά ξαναποῦμε. Ἴσως μ’ ἄλλο τρόπο, ἴσως μ’ ἄλλα λόγια. Ἴσως μ’ ἄλλες εἰκόνες. Τό ἴδιο καί τό ἴδιο. Ἔτσι τρέφεται ὁ λαός καί ἑδραιώνεται ὁ λαός. Κι αὐτή ἡ μέθοδος, ἐπαναλαμβάνω, πρέπει νά περάση εἰς τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας. Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ σοφός Σειράχ ὅτι ὅσα μᾶς εἶπε γιά τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, - ὅ,τι εἶπε μέχρι τώρα, ἀφῆστε ὅτι σκόρπια μέσα σ’ ὅλο του τό βιβλίο, στά προηγούμενα 23 κεφάλαια, γιά νά μήν πῶ ἀναφορά εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν κάνει ἤδη ἀπό τό πρῶτο του κεφάλαιο - ταῦτα πάντα, μᾶς λέγει, ὅλα αὐτά τά ὁποία ἐγώ σᾶς γράφω, περιέχονται εἰς τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως. Πῶς περιέχονται ὅμως; Δηλ. νά δῆ κανείς τώρα, πώς ἀκριβῶς μποροῦν αὐτά τά πράγματα νά διατυπώνονται ποικιλοτρόπως κι ἔτσι νά κερδίζεται ἡ πίστις τῶν ἀκροατῶν. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ νόμος ἐδόθη ἀπό τόν Θεόν Λόγον, τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, εἰς τό Σινά. Προσέξτε, στό Σινά ἐπάνω πού ἐμφανίζεται ὁ Θεός καί δίδει τό νόμο Του καί τίς ἐντολές Του, δέν εἶναι ὁ Θεός Πατήρ ἀλλά εἶναι ὁ Υἱός, εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Ἔτσι ὁ νομοθέτης εἶναι κρυμμένος μέσα στό νόμο. Νομοθέτης, καταχρηστικά λέγεται ὁ Μωϋσῆς. Νομοθέτης εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός λοιπόν Νομοθέτης, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, εἶναι κρυμμένη μέσα εἰς τόν νόμο, τόν ὁποῖον δίδει. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κρυμμένος ὁ διαθέτης μιάς διαθήκης, ὁ πατέρας μου, ἄς ποῦμε, ὅταν ἀφήνει κληρονομιά στά παιδιά του, καί ἀφήνει τήν τελευταία του ἐπιθυμία, - γιατί, τί εἶναι διαθήκη; τελευταία ἐπιθυμία τοῦ διαθέτου - «θέλω αὐτό.. θέλω ἐκεῖνο.. ἐκεῖνο θά τό πάρη τό χωράφι ὁ γιός μου ὁ πρῶτος, ἐκεῖνο τό χωράφι ὁ γιός μου ὁ δεύτερος, ἐκεῖνο τό σπίτι ἡ κόρη μου κ.ο.κ».. Τί εἶναι; ἡ ἐπιθυμία τοῦ διαθέτου. Αὐτό εἶναι, ἡ ἐπιθυμία τοῦ διαθέτου. Λοιπόν σέ μία διαθήκη τήν ὁποιαδήποτε διαθήκη, καί μάλιστα ὅταν ὑπάρχουν καί κάποιες συμβουλές εἰς τήν διαθήκη αὐτή.. «καί θά παρακαλέσω τά παιδιά μου νά ἔχουν ἀγάπη καί ὁμόνοια μεταξύ των».. «θά παρακαλέσω αὐτό ἤ ἐκεῖνο», στήν πραγματικότητα, ἀγαπητοί, στή διαθήκη εἶναι κρυμμένος ἐκεῖνος πού κάνει τή διαθήκη. Ἔτσι κι ἐδῶ, εἶναι πάρα πολύ φυσικό, τό ἀντιλαμβανόμεθα. Στό νόμο πού δίδεται στόν Μωϋσῆ γιά τό λαό του, εἶναι κρυμμένη ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Γι’ αὐτό εἶπε ἐδῶ «ταῦτα πάντα βίβλος διαθήκης Θεοῦ Ὑψίστου» κλπ. Ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα τώρα ἐγώ σᾶς γράφω, εἶναι στή διαθήκη τοῦ Ὑψίστου, ἐκεῖ πού ἔδωσε στόν Μωϋσῆ, γιά νά μήν πῶ καί εὐρύτερα, ὅ,τι κατά καιρούς ὁ Θεός εἶπε εἰς τήν ἀνθρωπότητα.
Ὅ,τι εἶπε· στούς δικαίους τῆς Π. Δ., τούς πρό τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ, σ’ ὅλους ἐκείνους τούς σπουδαίους ἀνθρώπους ἐκ τῶν ὁποίων κορυφαῖος τίθεται ὁ Νῶε ὁ «δεύτερος Ἀδάμ», μετά εἶναι ὁ Ἁβραάμ. Λέγω, δεύτερος Ἀδάμ», γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατεστράφησαν μέ τόν κατακλυσμό καί συνεπῶς ἔχομε ἀρχίνισμα, ἀρχή μιάς νέας ἀνθρωπότητος μέ τόν Νῶε κλπ. Ὅ,τι ὁ Θεός εἶπε λοιπόν σ’ ὅλους αὐτούς, ἀποτελοῦν διαθήκην, καί κρύπτεται ὁ Θεός πίσω ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκριβῶς λέγει. Ἔτσι ἀγαπητοί, ἐκεῖνος πού θά τηρήση τό νόμο, αὐτός θά εὕρισκε τόν νομοθέτην. Προσέξατέ το θά τό πῶ δεύτερη φορά. Ἐκεῖνος πού θά τηροῦσε τίς ἐντολές, τό νόμο τοῦ νομοθέτου, τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, ἐκεῖ ἀκριβῶς θά εὕρισκε τόν νομοθέτη. Σάν.. πῶς νά τό πῶ; Ἕνα μάτσο χαρτιά - τότε ἦταν τά εἰλητάρια - ἄνοιγες, ἄνοιγες, ἄνοιγες καί διάβαζες. Δέν ἤτανε στή μορφή τοῦ βιβλίου τοῦ γνωστοῦ μας μέ τά φύλλα, ἦταν εἰλητάρια. Λοιπόν ξετυλίγεις, διαβάζεις, ξετυλίγεις διαβάζεις. Κατά τό ξετύλιγμα, ἐνῶ διαβάζεις, γράμματα διαβάζεις, ὅμως κάπου - κάπου ἐκεῖ, μέσα στό ξετύλιγμα, βρίσκεις τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τό Νομοθέτη. Τί εἶναι λοιπόν ὁ νόμος; Εἶναι τά σπάργανα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἤ τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Τά σπάργανα, οἱ φασκιές. Αὐτό εἶναι τά βιβλία, τά χαρτιά. Ἐκεῖ θά βρῆς τόν Νομοθέτην. Γι’ αὐτό λέμε εἰς τήν θεία Λειτουργία, ὅταν ὁ ἱερεύς πηγαίνει κάπου ἐκεῖ στό τέλος πιά τῆς θείας Λειτουργίας - αὐτό ἐσεῖς δέν τό ἀκοῦτε - τό λέμε εἰς τήν προσκομιδή πού ἔχομε ἤδη ἀποθέσει τό Ἅγιο Ποτήριο καί τό Ἅγιο Δισκάριον, λέμε μία μικρή εὐχή - τή λέει ὁ ἱερεύς - καί λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. Τό πλήρωμα, δηλ. τό συμπλήρωμα, τό γέμισμα, ἡ ἐκπλήρωσις καί τοῦ νόμου - τῆς Πεντατεύχου - καί τῶν Προφητῶν, πού εἶναι τά ὑπόλοιπα προφητικά βιβλία. Ἐκτός αὐτοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς εἶπε στό λαό - ὅ,τι σᾶς εἶπα κρατήσατέ το, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό - τά ἑξῆς βαρυσήμαντα λόγια, γι’ αὐτόν τόν μοναδικό νομοθέτην, τόν μοναδικό Προφήτην, τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Μέ τήν διαφορά βέβαια ὅτι αὐτός ὁ νομοθέτης, ὅπως μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Μωϋσῆς, φεύγει ἀπό τόν παλαιόν Νόμον καί πηγαίνει εἰς τόν καινούριο Νόμο, πού λέγεται Καινή Διαθήκη. Αὐτό μή σᾶς παραξενεύει, φεύγει ἀπό τόν παλαιό καί πηγαίνει στόν καινούριο! Ἤδη τό προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας αὐτό, εἶναι στό δεύτερο κεφάλαιό του, καί λέγει: «ἐκ γάρ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ». ( Ἡσ. 2, 3) Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι - «ἐξελεύσεται» ἐδῶ εἶναι μέλλων, θά, «θά βγῆ» - ὅτι ὁ νόμος βγῆκε ἀπό τό Σινά. Ἐδῶ ὁ Ἠσαΐας λέγει, 8 αἰῶνες πρό Χριστοῦ, ὅτι ὁ νόμος «θά - προσέξτε θά, μέλλων - θά βγῆ λέει ἀπό τήν Σιών, δηλ. ἀπό τά Ἱεροσόλυμα». Μπά! Περίεργον! Καί στή συνέχεια, «λόγος Κυρίου», εἴτε ποῦμε «νόμος» εἴτε ποῦμε «λόγος», εἶναι τό ἴδιο περιεχόμενο, μέ διαφορετικές λέξεις. Θά βγῆ, λέει, ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι, λέει, νόμος, λόγος, εἶναι συνώνυμα. Λέγει «Σιών, Ἱερουσαλήμ» εἶναι συνώνυμα, καί ὑπαινίσσεται τή διαθήκη τήν καινούρια, πού διαθέτει ὁ Χριστός καί εἶναι διαθήκη πίστεως. Αὐτό εἶναι! Λοιπόν, θά βρῆς τόν παλαιό νομοθέτη, ναί, θά βρῆς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀκοῦστε πώς τό λέγει ὁ Μωϋσῆς αὐτό εἰς τό Δευτερονόμιον, πού εἶναι πάρα - πάρα πολύ σημαντικό. Εἶναι γραμμένα αὐτά πού θά σᾶς πῶ, στό 18ον κεφάλαιον τοῦ Δευτερονομίου, καί νά δῆτε πῶς ἀκριβῶς ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό ἴδιο πρόσωπο. Ὁπότε Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη εἶναι ἕνα. Ἕνα! προσέξτε, δέν τά χωρίζουμε αὐτά. Λέγει λοιπόν ὁ Μωϋσῆς στό λαό: «προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα». Προφήτη ἀπό τ’ ἀδέλφια σου, δηλ. ἀπό τούς συμπατριῶτες σου, δηλ. ἀπό τό λαό τοῦ Ἰσραήλ, θά ἀναδείξη Κύριος ὁ Θεός σου ὅπως ἐμένα. Γιατί λέγει «ὡς ἐμέ»; γιά νά δείξη μία ἰδιότητα Ἐκείνου πού πρόκειται νά ἔλθη, θά εἶναι τοῦτο· ὅτι θά εἶναι νομοθέτης. Γιατί ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης στήν Π. Δ. Καταχρηστικῶς, ξαναλέγω εἶναι ὁ Μωϋσῆς, καταχρηστικῶς! Νομοθέτης εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλά ἐδῶ λέγει, δέν ὑπάρχει ἄλλος νομοθέτης στήν Π. Δ., θά ἀναστήση λοιπόν νομοθέτην σάν κι ἐμένα. Αὐτόν, λέει, θά ἀκούσετε, ὅ,τι θά σᾶς πῆ. «ὅσα Ἠτήσῳ παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας λέγοντες·», ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐζήτησες σύ λαέ, - ναί, ζήτησε, προσέξτε, ζήτησε! - τήν ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ σου, τήν ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας - ἐκκλησία θά πῆ συγκέντρωσις - ὅταν συγκεντρώθηκες κάτω εἰς τούς πρόποδες τοῦ Σινᾶ. Χωρήβ εἶναι μία κορυφή τοῦ Σινᾶ. «οὐ προσθήσομεν ἀκοῦσαι τὴν φωνήν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὸ πῦρ τοῦτο τὸ μέγα οὐκ ὀψόμεθα ἔτι, οὐδέ μὴ ἀποθάνωμεν». (Δευτ. 18, 15-18)
Τότε λαέ εἶπες τό ἑξῆς· δέν μποροῦμε ν’ ἀντέξωμε, δέν μποροῦμε ν’ ἀκούσωμε τήν φωνήν τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καί τό πῦρ τό μεγάλο, αὐτό πού εἴδαμε στό Σινά, δέν τό ἀντέχομε, θά πεθάνωμε. Πράγματι ἔτσι ἔγινε, ἔτσι τό εἶδε ὁ λαός καί εἶπαν· θά πεθάνωουμε. Γι’ αὐτό ὁ Μωϋσῆς ἀναγκάστηκε νά βάλη μία καλύπτρα, γιατί πῆρε θεία δόξα, ἀπό τό Σινά. Δέν μποροῦμε ν’ ἀντέξωμε οὔτε στ’ αὐτιά μας τό λόγο τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἰς τά μάτια μας τή θέα του, ἐννοεῖται πού ἔβλεπαν καπνίζον καί πυρπολούμενον τό ὅρος Σινά, τήν κορυφή του πυρπολουμένη. Αὐτά μοῦ τά εἴπατε ὅταν σᾶς μάζεψα κάτω στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. «καὶ εἶπε Κύριος πρός με·», κι ὁ Κύριός μοῦ εἶπε. Δηλ. ποιός; Ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, μοῦ εἶπε σέ μένα τό Μωϋσῆ, «ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν πρὸς σε·», ὅ,τι σοῦ εἶπαν, σωστά εἶναι. Δέν μποροῦν ν’ ἀντέξουν, οἱ αἰσθήσεις των δέν μποροῦν, θά αἰσθάνονται ὅτι θά πεθάνουν. «προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, Ἐγώ θά ἀναδείξω ἄνδραν (καί εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία πού θά ἀναδειχθῆ μέσα στό λαό), ὥσπερ σέ, σάν κι ἐσένα, τόν Μωϋσῆ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καί θά δώσω τά λόγια αὐτά εἰς αὐτόν - εἶναι πάντοτε ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία - καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ’ ὅ,τι ἄν ἐντείλωμαι αὐτῷ», καί θά μιλήση σ’ αὐτούς, τόν λαό, ὅ,τι ἐγώ θά τοῦ πῶ. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μετέπειτα. Δηλ. ἄν καταλαβαίνομε, μία κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνεφανίσθη στό Σινά, τό νά ἔχη ὁ λαός κοινωνία μέ τό Θεό του, θά ἦταν ἀνέφικτος, ἀδύνατος. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, πῶς μπορεῖ νά ’χη κοινωνία ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό; Ἀδύνατον! Θά αἰσθάνεται πώς θά διαλύση ὁ ἄνθρωπος, θά πεθάνη. Καί ζήτησαν ἕναν ἄλλον τρόπον κοινωνίας. Οἱ Ἑβραῖοι τό ζήτησαν. Οἱ ἴδιοι. Νά σοῦ μιλάη, λέει, σ’ ἐσένα ὁ Θεός κι ἐσύ σέ μᾶς. Δέν μποροῦμε ν’ ἀντέξωμε. Κι ὁ Θεός εἶπε: «Σωστά». Κι αὐτός ὁ ἄλλος τρόπος, ποιός ἦταν;
Ἡ Ἐνανθρώπησις τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας! πού θά ρθῆ τόσο ὄμορφα ἀνάμεσα στό λαό του. Νά μήν ὑπάρχει ἐκεῖνος ὁ φόβος τοῦ Σινᾶ. Στό βάθος λοιπόν ὁ λαός ἐζήτησε τήν Ἐνανθρώπηση! Τό φανταζόσαστε; Δηλ. οἱ ἄνθρωποι ζήτησαν τήν Ἐνανθρώπηση, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐζήτησε τήν Ἐνανθρώπηση. Αὐτό ζήτησαν οὐσιαστικά. Καί ὁ Θεός ἀπάντησε: «ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν πρὸς σε·» εἶπε στό Μωϋσῆ. Σωστά ἐκεῖνα τά ὁποῖα σοῦ ζήτησαν ἀπό σένα. Σωστά! Δηλ. θά γίνη ἡ Ἐνανθρώπησις. Καί θά ὑπάρχει μιά  οὕτως εἰπεῖν ἀνθρώπινη κοινωνία, ἤ ἄν θέλετε ἀκριβέστερα, μία θεανθρώπινη κοινωνία. Εἶναι καταπληκτικό! Βλέπετε, παρακαλῶ, πῶς εἶναι ἡ ὅλη ὑπόθεσις τῆς Κ. Δ. μέσα εἰς τήν Π. Δ.; Βλέπετε πῶς ἐκεῖ εἰς τόν νόμον εἶναι κρυμμένος ὁ νομοθέτης; Καλά λοιπόν μᾶς εἶπε ὁ σοφός Σειράχ ὅτι ὅλα αὐτά πού σᾶς λέγω, εἶναι, λέει, στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ναί, ἐκεῖ εἶναι γραμμένα, πραγματικά. Καί ἐγώ, τί ἄλλο, ξέρετε τί κάνω ἐγώ σέ σᾶς; Ἁπλῶς τά ἀναλύομε περισσότερο, νά τά καταλάβωμε περισσότερο. Αὐτό εἶναι ὅλο.
Ἔτσι, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία βρίσκεται εἰς τό βιβλίον διαθήκης Θεοῦ  Ὑψίστου, γιά νά χρησιμοποιήσω τά λόγια τοῦ Σειράχ. Κι ἐκεῖ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία δίδει τή διαθήκη τοῦ νόμου. Ὥστε ἀργότερα νά δώση τή διαθήκη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό γράφει ὁ Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους· «δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως». Ὄχι ἐκ νόμου. Δικαιώνομαι θά πῆ σώζομαι. Δικαιωθέντες, σωθέντες, «οὖν ἐκ πίστεως». Δέν λέει «ἐκ νόμου». Γιατί κανείς δέν μπόρεσε νά δικαιωθῆ ἀπό τόν νόμο, ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τό λέγει αὐτό, ἄν καί φαίνεται καί μέσα στήν Π. Δ. αὐτο· οὔδ’ αὐτός ὁ Μωϋσῆς σώθηκε ἀπό τό νόμο. Κανείς. Κανείς. Κι ὅπως λέει ὁ Παῦλος, «ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν…» (Γαλ. 3, 24) ὁ παλαιός νόμος, ἁπλῶς παιδαγώγησε, προετοίμασε. Γιατί ἡ ἀληθινή διαθήκη εἶναι ἡ διαθήκη τῆς πίστεως. «Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως, εἰρήνην ἔχομεν πρός τόν Θεὸν, διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». (Ρωμ. 5, 1) Ἀφοῦ λοιπόν σωθήκαμε, δικαιωθήκαμε μέ τήν πίστη, ἔχομε εἰρήνη μέ τό Θεό, δέ φοβόμαστε πιά, πῶς θά ἐμφανιστῆ ὁ Θεός; θά εἶναι κάτι τρομερό γιά μᾶς. Γι’ αὐτό λέει «διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ Χριστοῦ» αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ προφήτου καί νομοθέτου, πού πῆρε τήν ἀνθρωπίνη φύση καί ἐκάλυψε τή θεία φύση, γιά νά μποροῦμε νά ἔχομε μίαν θεανθρώπινη κοινωνία. Εἶναι κάτι καταπληκτικόν! Ἄν μποροῦμε νά τό νοιώσουμε αὐτό τό πρᾶγμα.

Καί προχωροῦμε, ἀγαπητοί μου, εἰς τό 24ον χωρίον, πάντα τοῦ 24ου κεφαλαίου:
«μὴ ἐκλύεσθε ἰσχὺν ἐν Κυρίῳ, κολλῆσθε δέ πρὸς αὐτόν, ἵνα κραταιώσῃ ὑμᾶς, Κύριος παντοκράτωρ Θεὸς μόνος ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ σωτήρ». ή παραλύετε, λέει ὁ σοφός Σειράχ καί μή χάνετε τή δύναμή σας ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου, ἀλλά προσκολληθῆτε σ’ αὐτόν, γιά νά σᾶς ἐνισχύση γιατί ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος παντοκράτωρ Θεός καί κανείς ἄλλος Σωτήρ πλήν αὐτοῦ δέν ὑπάρχει. Ἐδῶ ἴσως σημειώνει ὁ ἱερός συγγραφεύς, τά μέχρι τώρα, τά ἀφορώντα τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν καί τήν προσέγγισή της. Δηλ. τί; Ἴσως, ὅτι νά προσεγγίσωμε· μά πῶς νά προσεγγίσωμε; Ὁ παλαιός νόμος, ὁ Μωϋσῆς τό μήνυσε αὐτό, ὅτι δέν μποροῦμε, πῶς μπορῶ νά κάνω ἐγώ ὁ ἄνθρωπος, ὁ σκέτος, τό κτίσμα, ὁ πεπερασμένος, συντροφιά, κοινωνία μέ τόν ἄπειρον Θεόν, τόν Ἅγιον Θεόν. Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄν αὐτό τό πρᾶγμα πού μοῦ λές, δέν μοῦ δημιουργεῖ μία ἀπογοήτευση στήν πραγμάτωση. Πῶς εἶναι δυνατόν; Ὄχι, λέει ὁ σοφός Σειράχ. Μήν ἀπογοητεύεσθε, ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος. Θά σᾶς βοηθήση, προσκολληθῆτε εἰς τόν Θεόν.
Εἶναι πολύ φυσικό λοιπόν, ἀφοῦ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου κατακαλύπτει, καί μάλιστα στήν ἐποχή μας, ἡ ἀκηδία. Εἶναι ἡ πνευματική τεμπελιά. Πῶς νά πετύχω κάτι τέτοιο; Σήμερα λέμε εἰς τούς ἀνθρώπους νά ζήσουν τήν πνευματική ζωή καί δέν μποροῦν, δέ μποροῦν. Εἶναι, ἐπιτρέψατέ μου νά πῶ, εἶναι ἡ ἁμαρτία - θανάσιμος ἁμαρτία - τοῦ αἰῶνος τούτου. Κι ὅταν λέω «τοῦ αἰῶνος τούτου», δέν ἐννοῶ τήν Ἱστορία γενικότερα, ἀλλά ἐννοῶ τόν 21ον αἰῶνα. Καί ὁ 21ος, προχωρώντας σ’ αὐτόν, θά εἶναι ἀκόμη χειρότερος. Θά αἰσθανόμεθα μία φοβερή ἀκηδία, δηλ. μία πνευματική τεμπελιά νά προχωρήσουμε στήν πνευματική ζωή. Ἔτσι αἰσθανόμεθα ὅτι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ κι ἄν θέλετε, ὄχι ὁ παλαιός νόμος ἀλλά τό Εὐαγγέλιον, νά ὀρθώνεται σάν ἕνα μέγα Σινικόν τεῖχος. Ποῦ νά προσπεράσης, ποῦ νά προχωρήσης, τί νά κάνης; ποιός μπορεῖ νά πραγματώση - τό ἀκοῦμε ἐξ ἄλλου - ποιός μπορεῖ σήμερα νά πραγματώση τό Εὐαγγέλιον; Νομίζουνε μάλιστα ὅτι τό Εὐαγγέλιον πιά εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, δέν εἶναι κἄν γιά τούς Χριστιανούς, πού ἔμειναν μόνο «ψιλῷ ὀνόματι», μέ σκέτο τό ὄνομα, στίς πόλεις. Ἐδῶ λοιπόν ἔρχεται τώρα ὁ ἱερός συγγραφεύς νά τονίση ὅτι δέν πρέπει νά παραλύουν καί νά ἀποκάμνουν οἱ ἀναγνῶσται ἤ οἱ ἀκροαταί. Δέν πρέπει νά παραλύουν. Ὄχι. Ἀλλά τί; Συνιστᾶ νά προσκολληθοῦμε στόν Κύριο, γιά νά μᾶς ἐνισχύση. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ Παῦλος καί λέγει: «πᾶσα δὲ παιδεία πρὸς μὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, κάθε παιδαγωγία, ὅταν ἀσκεῖται αὐτή ἡ παιδαγωγία, μοιάζει ὅτι δέν εἶναι ὑπόθεσις χαρᾶς. Ὅταν πρέπει νά κάθομαι νά μάθω γράμματα καί νά μουχλιάζω στήν καρέκλα, ὅταν ἔξω εἶναι ὡραία ἡμέρα κλπ., ὅταν πρέπει νά μάθω ὁ,τιδήποτε, κι αὐτό εἶναι πικρό, ἀναμφισβήτητα, ἀλλὰ λύπης, στενοχωρίας, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικόν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμένοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης». Ὕστερα ὅμως, ὅταν κανείς παιδαγωγηθῆ, ὅλα εἶναι πολύ ὡραία! Αὐτό ἰσχύει ἰδιαιτέρως στήν πνευματική ζωή. «Διὸ - γι’ αὐτό, λέει ὁ Παῦλος - τὰς παρειμένας χείρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα ἀνορθώσατε, τά παράλυτα χέρια, τά παράλυτα γόνατά σας, πόδια σας, ἀνορθώσατε, πάρετε θάρρος, καὶ τροχιὰς ὀρθὰς ποιήσατε τοῖς ποσὶν ὑμῶν», καί νά κάνετε, λέει, ἴσιες τροχιές. Τροχιά εἶναι αὐτό πού διανύω μέ τά πόδια μου, δηλ. ἡ διαδρομή. Νά εἶναι, λέει, ἴσια ἡ διαδρομή, νά μήν εἶναι μιά ἀπό δῶ καί μιά ἀπό κεῖ, «ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον» ( Ἑβρ. 12, 11-12) ὥστε ἐκεῖνο πού εἶναι κουτσό - τά παραλελυμένα γόνατα - νά μήν ἐκτραποῦν, πάν’ ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ ἀλλά μᾶλλον νά ἰαθοῦν.
Σηκωθῆτε, δυναμῶστε χέρια καί πόδια καί προχωρῆστε. Αὐτό λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μή λοιπόν ἀπογοητευόμεθα. Μή λέμε ὅτι αὐτά εἶναι γιά κάποιες ἄλλες ἐποχές καί γιά κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Ὄχι! Τό Εὐαγγέλιον εἶναι γιά κάθε ἐποχή, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιατί; Γιατί χθές καί σήμερον Χριστός εἰς τούς αἰῶνας. Καί χθές καί σήμερον καί πάντοτε εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας, ὁ ἀναλλοίωτος καί τό Εὐαγγέλιό του. Ἀκόμα θά μᾶς βοηθήση ὁ Κύριος. Γιατί; γιατί εἶναι Παντοκράτωρ. Σ’ Αὐτόν τίποτα δέν ἀδυνατεῖ ἀφοῦ εἶναι Παντοκράτωρ; Κι ἐπί πλέον εἶναι κι ὁ μοναδικός μας σωτήρας. Ἄν τόν χάσωμε; Δέν ἔχομε ἄλλον στόν ὁποῖο μποροῦμε νά καταφύγωμε. Εἶναι συνεπῶς θέμα πίστεως κι ἐμπιστοσύνης ὅτι ὁ Κύριός μας ἐνισχύει. Ἀρκεῖ βέβαια ἐμεῖς νά δείξωμε τήν ἀγαθή μας προαίρεση, νά θέλομε καί νά ξεκινήσομε. Νά ποῦμε: «Κύριε θέλω»! Θά ’ρθῆ νά βοηθήση. Ναί. Κύριε, θέλω! Μάλιστα ὁ ψαλμωδός τό λέει μέ μία πολύ ὡραία εἰκόνα· εἶναι στόν 80ον ψαλμόν: «ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου… - λέγει ὁ Θεός - πλάτυνον τὸ στόμα σου καί πληρώσω αὐτό». (Ψαλμ. 80ος , 11) Ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου. Ἄνοιξε τό στόμα σου - πλάτυνον θά πῆ ἄνοιξε το τό στόμα σου - κι ἐγώ θά τό γεμίσω. Ναί. Πῶς θά τό γεμίσης Κύριε; καί μέ τροφή ἀλλά καί μέ τόν λόγο του ἀκόμα. Ναί. Ἐσύ μόνο ἕνα. Θ’ ἀνοίξης τό στόμα σου. Κύριε, ποῦ νά δουλέψω, κάνει ζέστη ἤ ὑπάρχει ἀνεργία ἤ Κύριε τί νά κάνω; Ξεκίνα τά ποδαράκια σου κι ἐγώ θά σέ βοηθήσω. Ναί, αὐτό θέλει νά πῆ. Θά σοῦ δώσω νά φᾶς. Θά σοῦ γεμίσω τό στόμα μέ φαγητό, θά σοῦ τό γεμίσω καί μέ τό λόγο τό δικό μου. Ὅπως τό ’λεγα ἐγώ: «Κύριε τί νά πῶ σ’ αὐτό τό λαό σου, τί νά πῶ.. τί νά πῶ; Σπουδαία, μεγάλα πράγματα, ἐγώ ποιός εἶμαι, τί νά πῶ»; Ἄνοιξε τό στόμα σου κι ἐγώ θά σοῦ βάλω μεσ’ τό στόμα σου τό λόγο τόν δικό μου καί θά τόν πῆς! Αὐτό εἶναι. Εἶναι δηλ. θέμα πίστεως, πραγματικά θέμα πίστεως.

   Κι ἐρχόμεθα τώρα στά τρία ἑπόμενα χωρία, τό 25ον, 26ον καί 27ον. Λέγει τά ἑξῆς:
«ὁ πιμπλῶν ὡς Φεισὼν σοφίαν καὶ ὡς Τίγρης ἐν ἡμέραις νέων, ὁ ἀναπληρῶν ὡς Εὐφράτης σύνεσιν καὶ ὡς Ἰορδάνης ἐν ἡμέραις θερισμοῦ, ὁ ἐκφαίνων ὡς φῶς παιδείαν, ὡς Γηὼν ἐν ἡμέραις τρυγητοῦ». Εδῶ παίρνει τέσσερα ποτάμια.. καλύτερα νά σᾶς πῶ τή μετάφραση, καί μετά θά τό ἀναλύσωμε. Αὐτός εἶναι - ποιός; ὁ Θεός - πού γεμίζει καί πλημμυρίζει τούς ἀνθρώπους μέ σοφία· σάν τόν ποταμό Φεισὼν, καί σάν τόν ποταμό Τίγρη κατά τήν ἐποχή τῆς νέας ἀνθίσεως καί καρποφορίας, δηλ. τήν ἄνοιξη, τότε πού τά χιόνια λιώνουν καί κατεβάζουν πολλά νερά. Ἔτσι ὁ Θεός ὑπερχειλίζει καί ὑπερεκχύνει τή σύνεση, σάν τόν Εὐφράτη καί σάν τόν Ἰορδάνη στίς ἡμέρες τοῦ θερισμοῦ. Αὐτός ὁ Θεός εἶναι πού κάνει νά λάμπη καί νά φανερώνεται σάν φῶς ἡ γνώση, πού παιδαγωγεῖ καί μορφώνει τούς ἀνθρώπους σάν τόν πλημμυρισμένο ποταμό Γηὼν, κατά τήν ἐποχή τοῦ τρυγητοῦ. Ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς, γιά νά δείξη αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, τήν παρομοιάζει μέ τά μεγάλα γνωστά στόν Ἰσραήλ ποτάμια τῆς περιοχῆς. Ὀνοματίζει αὐτά τά 4 μεγάλα ποτάμια, πού ἀναφέρονται καί εἰς τό βιβλίον τῆς Γενέσεως, πού περιέκλειαν, λέγει, τόν Παράδεισον, πού ἦταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα. Ὁ πασίγνωστος Τίγρης, ὁ Εὐφράτης, ὁ πασίγνωστος Εὐφράτης, αὐτά τά δύο ποτάμια πού περικλείουν σήμερα τήν λεγομένη - παλιά - Μεσοποταμία, γι’ αὐτό καί ἐλέγετο «Μέσο - ποταμία», στό μέσον δύο ποταμῶν, ὁ Εὐφράτης εἶναι ἀπό δῶ, εἶναι δυτικά, ὁ Τίγρης εἶναι ἀνατολικά καί περιέκλειαν τήν περιοχήν αὐτήν, τό σημερινό Ἰράκ. Ἀκόμη εἶναι ὁ Γηών καί ὁ Φεισών. Αὐτά τά δυό ποτάμια δέν ξέρομε ποιά εἶναι. Οἱ ὀνομασίες τους μᾶς εἶναι ἄγνωστες. Δέν εἶναι ὁ Νεῖλος ποταμός, ὅπως μερικοί ἐρμηνευταί λέγουν - εἶναι πολύ μακριά ὁ Νεῖλος - ἀλλά εἶναι φαίνεται δύο μεγάλα παραποτάμια, πού ἤνωναν, τρόπον τινά, τά δύο μεγάλα Τίγρη καί Εὐφράτη. Πιθανῶς ἔτσι εἶναι. Ὁ Γηών καί ὁ Φεισών. Ἔτσι μᾶς τά λέγει τό βιβλίον τῆς Γενέσεως. Καί ἀκόμη ὀνοματίζεται καί ὁ Ἰορδάνης. Ὁ Ἰορδάνης δέν εἶναι μεγάλο ποτάμι. Ὄχι. Πολλοί πού θά ἔχετε πάει ἴσως στήν Παλαιστίνη, θά τόν ἔχετε δεῖ. Νά ποῦμε ὅτι εἶναι περίπου, ἐγώ τό κρίνω - δέν ἔχω πάει - κρίνω ἀπό φωτογραφίες, σάν τόν Πηνειό μας, τό Λαρισαϊκό μας Πηνειό; γιατί ὑπάρχει καί ἕνας ποταμός Πηνειός ποταμός στήν Πελοπόννησο, θά τό γνωρίζετε. Κάπως ἔτσι εἶναι δέν εἶναι μεγάλο ποτάμι. Ὡστόσο, ἐπειδή τό ποτάμι αὐτό - ὁ Ἰορδάνης - διέσχιζε τή χώρα τοῦ Ἰσραήλ καί τόν εἶχαν καθημερινή θέα, οὕτως εἰπεῖν, οἱ Ἑβραῖοι, γι’ αὐτό ἀναφέρει καί τό πέμπτο ποτάμι, τόν Ἰορδάνη. Ἀλλά τά ἄλλα ποτάμια ἦσαν γνωστά εἰς τούς Ἑβραίους, γιατί κάποτε εἴτε ἀπό κεῖ ξεκίνησε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα, εἴτε διότι αὐτοί πέρασαν τόν Εὐφράτη ποταμό καί πῆγαν εἰς τήν Βαβυλώνα, ἡ ὁποία Βαβυλώνα ἦταν ἀνάμεσα στόν Τίγρη καί στόν Εὐφράτη, πάντως ἤτανε γνωστά τά ποτάμια αὐτά εἰς τούς Ἑβραίους, ὁ Ἰορδάνης ὅμως ἤτανε μία καθημερινή, οὕτως εἰπεῖν, ὑπόμνηση εἰς τούς Ἑβραίους. Καί ἀναφέρει τά ποτάμια αὐτά στό καιρό τῆς Ἀνοίξεως, πού λιώνουν τά χιόνια κι ἔχουν ἄφθονα νερά, πού πλημμυρίζουν τά ποτάμια αὐτά. Καί θέλει νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δίδει τή σοφία του καί τή σύνεση καί τήν παιδεία, τόσο ἄφθονα, ὅσο ἄφθονα εἶναι τά νερά αὐτῶν τῶν ποταμῶν, τήν ἐποχή πού λιώνουν τά χιόνια, τήν Ἄνοιξη. Τόσο λοιπόν πλουσία εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πολύ πλουσία. Εἶναι μία εἰκόνα δηλ. ὅπως τό ἀντιλαμβανόμεθα. Συνεπῶς γιατί διστάζεις ἄνθρωπε νά τή γνωρίσης τήν σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά τήν προσλάβης; Γιατί; Σοῦ τήν προσφέρει ὁ Θεός. Γιά νά σοῦ τήν προσφέρει, πάει νά πῆ ὅτι σ’ ἔκανε ἱκανόν νά μπορῆς νά τήν προσλάβης. Ἁπλούστατο. Ναί. Ἔχει ὁ ἄνθρωπος τίς δυνατότητες, ἀρκεῖ νά προσφέρει ὁ Θεός. Κι ἄν ὁ Θεός προσφέρη, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσλάβη. Αὐτά μας λένε τά τρία αὐτά χωρία πού ἀναφέραμε.

   Καί πηγαίνομε εἰς τό 28ον χωρίον: «οὐ συνετέλεσεν ὁ πρῶτος γνῶναι αὐτὴν, καὶ οὕτως ὁ ἔσχατος οὐκ ἐξιχνίασεν αὐτὴν».
Δέν κατόρθωσε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος νά γνωρίση τελείως, ἔτσι κι ὁ τελευταῖος χρονικά ἄνθρωπος δέν θά μπορέση νά ἐξιχνιάση τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἕνα ὡραῖο χωρίον καί ἀποκαλυπτικόν. Μᾶς λέει ὅτι οὔτε ὁ πρῶτος οὔτε ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος μπόρεσαν νά γνωρίσουν τέλεια καί νά ἐξιχνιάσουν τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ποιός εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού δέν κατάφερε, δέν μπόρεσε νά γνωρίση τήν θείαν Σοφίαν; Εἶναι ὁ Ἀδάμ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἐδημιούργησε, ἔπλασε τόν Ἀδάμ. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι βουλή τῶν τριῶν προσώπων εἶναι ἡ δημιουργία τῶν πάντων καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά, οὕτως εἰπεῖν, ἐκτελεστής - εἶπα, οὕτως εἰπεῖν - γιατί δέν μποροῦμε νά συλλάβωμε πώς ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κτιστόν κόσμον, μία οὐσία ἡ ὁποία εἶναι ἔξω ἀπό τήν οὐσία τή δική του. Ὁ Θεός εἶναι οὐσία ἄκτιστος καί δημιουργεῖ τήν κτιστήν δημιουργίαν. Πῶς γίνεται αὐτό; Δέν μποροῦμε πολλά πράγματα νά ποῦμε. Σχεδόν τίποτα. Λέμε «διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν» κλπ., κλπ. δέν καταλαβαίνομε. Σχεδόν τίποτα δέν καταλαβαίνομε. Ὅπως δέν καταλαβαίνομε παντελῶς ἐκεῖνο τό «ἐκ τοῦ μηδενός ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν κόσμον». Τήν ἔννοια τοῦ μηδενός δέν τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «εἶναι», τοῦ «μηδενός» ὄχι. Στά Μαθηματικά, τό μηδέν πού ἔχομε, εἶναι σύμβολον. Ἡ ἔννοια ὅμως τοῦ μηδενός εἶναι ἀκατανόητος. Δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τό μηδέν. Πῶς λοιπόν τώρα ὁ Θεός ἐκ τοῦ μηδενός δημιουργεῖ;
Ἀλλά τρόπον τινά, ἐκτελεστής αὐτοῦ τοῦ θείου σχεδίου, ἐκτελεστής τῆς δημιουργίας καί ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ὁ μετέπειτα Ἰησοῦς Χριστός. Ὑπάρχει ἡ ἑξῆς δογματική διατύπωσις καί εἶναι ἡ πρώτη διατύπωση πού ἔχομε, εἰς τόν Θεόφιλον Ἀντιοχείας, τοῦ 3ου αἰῶνος. Εἶναι ἡ πρώτη διατύπωσις. «Ὁ Θεός Πατήρ δημιουργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτό βγαίνει βέβαια πάλι ἀπό τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δηλ. νά τό πῶ ἔτσι. «Ὁ Πατήρ θέλει, ὁ Υἱός δημιουργεῖ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον συντηρεῖ». Τό βλέπομε δέ αὐτό ἀκόμη ἀπό τούς πρώτους στίχους τῆς Γενέσεως, πού λέγει ἐκεῖ: «Εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς.. ». Τό «εἶπεν» εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατήρ λοιπόν θέλει καί κάνει τό φῶς διά τοῦ Υἱοῦ. Προσέξτε διά τοῦ Υἱοῦ. «καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τῶν ὑδάτων.. », εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ὁποῖον ἔρχεται, οὕτως εἰπεῖν, νά ἐπωάση τήν δημιουργίαν καί νά ἀποδοθῆ ἡ ζωή. Καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον συντηρεῖ. Ἔτσι, ὁ - ἄς τό ποῦμε - ἄμεσος δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος λοιπόν εἶναι ὅπως σᾶς εἶπα ὁ Ἀδάμ. Καί ὁ Ἀδάμ ἐπεκοινώνει μέ τό Θεό Λόγο, τήν Ἐνυπόστατον Σοφία. Ἐπικοινωνοῦσε. Ὁμίλει μαζί του ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, καί Αὐτή ἔθεσε τίς τρεῖς ἐντολές στόν Ἀδάμ, ὅταν ἔδωσε τήν ἐντολήν τῆς ἐργασίας, «ἐργάζεσθαι αὐτόν - τόν παράδεισον - τήν ἐντολήν τῆς φυλακῆς τοῦ παραδείσου, δηλ. τοῦ φυλάγματος, «καὶ φυλάσσειν» τόν παράδεισον καί τήν ἐντολή τῆς νηστείας, «οὐ φάγεσθε απ’αὐτοῦ·» (Γεν. 2, 15-17) δέ θά δοκιμάσετε ἀπό τόν καρπόν αὐτόν. Ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τά ἔδωσε αὐτά. Μετά ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, ἔρχεται ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, «περιπατοῦντος, λέει, ἐν τῷ παραδείσῳ τό δειλινόν…». Ἐκεῖνο τό «περιπατοῦντος» δέν τό καταλαβαίνομε. «Ἀδάμ ποῦ εἶ»; φώναξε στόν Ἀδάμ. Ἀδάμ ποῦ εἶσαι; Ὁ Ἀδάμ κρύφτηκε, μαζί μέ τήν Εὕα. Λέει: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα …. καὶ ἐφοβήθην…καὶ ἐκρύβην» (Γεν. 3, 8-10) ἄκουσα τήν φωνήν σου καί κρύφτηκα, γιατί φοβήθηκα »! Ἄκουσα τή φωνή σου! Μέ ποίαν αἴσθησιν ἄκουσε ὁ Ἀδάμ; Μ’ αὐτήν πού τοῦ ’κανε ὁ Θεός. Αὐτό πού λέμε «αὐτιά», μέ τήν σωματικήν αἴσθησιν, ἄκουσε τό «Ἀδάμ, ποῦ εἶ»; Μή σᾶς κάνει ἐντύπωση· γιατί ἑτοιμάζεται ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία νά Ἐνανθρωπήση. Θά Ἐνανθρωπήση. Ἄν ὁ Ἀδάμ ἔγινε τό 7.000 θέλετε,  τό 10.000 θέλετε, πότε θέλετε, τό 20.000 θέλετε πρό Χριστοῦ; Ἑτοιμάζεται ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία νά Ἐνανθρωπήση. Ἔτσι λοιπόν ἀγαπητοί μου, λέγει μέ μίαν φωνήν πού εἶναι ἀκουστή εἰς τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα: «Ἀδάμ ποῦ εἶσαι»; καί τότε ἐκεῖνος λέει, «κρύφτηκα, γιατί ἄκουσα τή φωνή σου καί φοβήθηκα». Εἶναι τό ἴδιο πρόσωπον πού ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα. Ἤτανε μία προσωρινή τιμωρία. Ὅπως καί ὁ θάνατος, μία προσωρινή τιμωρία ἀλλά καί λύτρωσις! Λένε οἱ Πατέρες, «γιά νά μήν γίνη τό κακό ἀθάνατο». Εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο πού κατεδίκασε καί τόν διάβολον καί τοῦ εἶπε ὅ,τι τοῦ εἶπε, ἐκεῖ πού εἶναι γραμμένα στήν Γένεσιν. Συνεπῶς ὁ Ἀδάμ ἐδῶ, κατά τόν σοφό Σειράχ «οὐ συνετέλεσεν γνῶναι αὐτὴν». Θηλυκοῦ γένους, ἔ; Δέν ἔφθασε - κατά δυστυχία του- δέν ἔφθασε νά ὁλοκληρώση τή γνώση του διά τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ἦτο συνεπῶς ἡ γνῶσις αὐτή ἐλλιπής. Ἀσφαλῶς ὁ Ἀδάμ εἶπε εἰς τούς ἀπογόνους του ὅτι «ἐγώ μίλησα μέ τόν Θεό». Ἀλλά πολύ ἐλλιπής γνώση. Γι’ αὐτό, καί πολύ γρήγορα αὐτός καί κυρίως οἱ ἀπόγονοί του, ἔχασαν ἀπό τόν ὀπτικό τους ὁρίζοντα τό Θεό. Καί ἐστράφησαν εἰς τήν κτίσιν καί ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν παρά τόν κτίστην, δηλ. τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν.
Ἀλλά πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Τρίτη.

205η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης 
« Σοφία Σειράχ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Σοφία Σειράχ " εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/sofia-seirax
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oRvQcJSffpry9_VIhWtola

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Σοφία Σειράχ».🔻
https://drive.google.com/file/d/15yPd5yULQpwqBdVJzrpusJNL6wa2BczM/view?usp=drivesdk

🎥 Βιντεοσκοπημένες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40o1lCOake2wwX61iRYZNi-M

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1%20%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CF%87.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἀνάγκη νά ἐξιχνιάσωμε τήν ταυτότητα τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. ~ 11/14 ~

†.Ἀγαπητοί, εὐρισκόμεθα πάντοτε εἰς τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ εἰς τό 24ον κεφάλαιον, εἰς τόν 18ον στίχον: «ἐγώ, μήτηρ της ἀγαπήσεως της καλῆς, καὶ φόβου καὶ γνώσεως καὶ της ὁσίας ἐλπίδος, δίδομαι οὗν πάσι τοῖς τέκνοις μου, ἀειγενὴς τοῖς λεγομένοις ὑπ’ αὐτοῦ».

Εγώ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, εἶμαι ἡ μητέρα τῆς καλῆς καί ἁγνῆς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, τοῦ θείου φόβου, τῆς ὀρθῆς γνώσεως, τῆς ἁγίας ἐλπίδος. Ἐγώ λοιπόν χαρίζομαι ὑπό τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα τά τέκνα μου, γεννωμένη διαρκῶς - δηλ. ἀναγεννιέμαι - ἀπό τήν διδασκαλία πού παρέχουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι ἕνα πολύ ὡραῖος στίχος, πολύ ὡραῖος!

Ἐδῶ ἐνθυμεῖσθε, μέχρι τώρα εἴχαμε κάποιες εἰκόνες παρμένες ἀπό τήν φύση· τή φύση τῆς Παλαιστίνης, ἀπό τό φυτικό κυρίως βασίλειο, πού ἐκεῖ ἔδειχνε τή μεγαλοπρέπεια, τήν ὠφελιμότητα, χρησιμότητα τῆς Σοφίας, τήν ὡραιότητα, ἀπό τό φυτικό αὐτό βασίλειο τῆς Παλαιστίνης. Τώρα μεταφέρεται ἀπό τίς εἰκόνες τῶν φυτῶν, στήν εἰκόνα τῆς μητέρας. Ὅλα εἶναι εἰκόνες. Καί εἶναι ὄντως ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλπίδος, ἐφόσον ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἄκτιστες ἐνέργειες! Πολλές φορές ἔχομε μιλήσει γιά τίς ἄκτιστες ἐνέργειες. Φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πηγή της ἔχει τό Θεό. Φεύγει ἀπό κεῖ ὡς ἐνέργεια, ἀπό τήν θεία οὐσία γι’ αὐτό καί οἱ ἐνέργειες εἶναιλ θεῖες καί λέγονται ἄκτιστες, ὅπως καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, μόνο πού οἱ ἐνέργειες αὐτές ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ ὅ,τι κτιστόν, ἐνῶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει οὐδεμίαν σχέση μέ ὅ,τι κτιστόν. Φεύγουν λοιπόν ἀπό τήν ἄκτιστην οὐσία τοῦ Θεοῦ - οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες - καί ἔρχονται ἐδῶ εἰς τόν κόσμον, εἰς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός, διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κτιστόν κόσμον. Ἔτσι ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἕνα φαινόμενο αὐτοφυές εἰς τόν ἄνθρωπο. Ἔρχεται ἔξωθεν. Στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ περίπτωσις τῆς ἀνταποκρίσεως. Ἐάν δηλ. ὁ ἄνθρωπος θ’ ἀνταποκριθῆ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται λοιπόν ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται ἀπό τό Θεό. Ἀνακλᾶ ἡ ἀνθρώπινη προαίρεσις τήν θεία ἐνέργεια. Ὅταν λέγω «ἀνακλᾶ» σημαίνει, ἀποδέχομαι καί ἐπιστρέφω - ὄχι κατά βλάσφημον τρόπον - ἀλλά κατά τρόπον πού δείχνω τήν ἀποδεκτικότητά μου στό Θεό, δηλ. ἀνταποκρίνομαι. Στέλνει ὁ Θεός τήν ἄκτιστον ἐνέργεια τῆς ἀγάπης Του, ἀποδέχομαι ἐγώ καί ἀνταποδίδω, ἀνακλῶ, δηλ. ἀγαπῶ τό Θεό. Αὐτή ἡ ἀγάπη στόν Θεό, δέν εἶναι αὐτογενής, ἀλλά ἔρχεται ἀπ’ ἔξω καί ἀποτείνεται πρός τό Θεό. Ὅπως καί ἡ πίστις. Ὅταν θά ἔπρεπε νά πιστέψω, ἡ πίστις εἶναι ἐνέργεια ἄκτιστος, ἔρχεται ἀπό τό Θεό. Ἐγώ ἐκεῖνο πού ’ναι δικό μου, εἶναι κατά πόσο θ’ ἀνταποκριθῶ, μέ τήν ἐλευθέρα μου προαίρεση εἰς αὐτήν τήν ἄκτιστον ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δηλαδή αὐτή τή συμπεριφορά τοῦ Θεοῦ κ.ο.κ.

Ἐδῶ λοιπόν ὁμιλεῖ περί ἀγάπης, ὁμιλεῖ περί θείου φόβου, περί ὀρθῆς γνώσεως, περί ἁγίας ἐλπίδος. Ὅλα αὐτά ἔρχονται ἀπό τόν Θεό. Ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἀλλά ὅταν λέγει, ὅτι αὐτές οἱ ἐνέργειες φεύγουν ἀπό μένα - λέει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὅτι Ἐγώ εἶμαι ἡ μητέρα αὐτῶν τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν - δείχνει καθαρά ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Ἀφοῦ φεύγουν ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ τήν ἄκτιστη; Ἄρα λοιπόν ἐδῶ σαφῶς ἀφοῦ φεύγουν καί ἀποτελοῦν τή μητέρα πού εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἄρα λοιπόν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Μιάς οὐσίας. Φαίνεται ἀπό δῶ καθαρά. Ξέρετε πόσες καί πόσες τέτοιες περιπτώσεις ἔχομε, σημεῖα, Π. καί Κ. Δ. πού δείχνουν τό Τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, τό ὁμοούσιον τῶν τριῶν προσώπων, κ.ο.κ.; Πράγματι λοιπόν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ, δηλ. ὁ Θεός Λόγος, εἶναι, ἀφοῦ λέγει, ἀπό μένα φεύγει ἡ ἀγάπη, ἀπό μένα φεύγει ἡ ἐλπίδα, εἶναι ἡ Αὐτοζωή, εἶναι τό Αὐτοφῶς, ἡ Αὐτοδικαιοσύνη, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοαθανασία. Δηλ. ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Θεός Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι αὐτό, πού εἶναι, ὡς πηγή. Ἐγώ δέν ἔχω τήν ἀλήθειαν. Ἐγώ εἶμαι ἀποδέκτης τῆς ἀλήηθείας. Ἐγώ δέν ἔχω τήν ζωή, ἀλλά εἶμαι ἀποδέκτης τῆς ζωῆς, κ.ο.κ. Τώρα μποροῦμε νά καταλάβωμε πιό καίρια ἐκεῖνο πού λέγει ἡ Κ. Δ., τό λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·» ( Ἰωάν. 8, 12) Κατ’ ἀπόλυτον ἐκτίμησιν. «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια». Κατ’ ἀπόλυτον ἐκτίμησιν. «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» ( Ἰωάν. 11, 25)

ἤ «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς» ( Ἰωάν. 14, 6) Δηλ. εἶμαι καί τό τέρμα καί ὁ τρόπος γιά τό τέρμα. Μ’ ἄλλα λόγια, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» σημαίνει «ἐγώ εἶμαι τό τέρμα». Διότι ἐκεῖ θά καταλήξωμε, στήν ἀλήθεια. Ἀλλά ἐάν λέγη «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός», λέει ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί ὁ τρόπος νά φθάσω στήν ἀλήθεια. Καί τό τέρμα καί ἡ ὁδός. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» νά τά βάλω ὅλα μαζί αὐτά, ὅπως ἀκριβῶς διατυπώνονται. Ὅλα αὐτά ἀναφέρονται στόν χαρακτηρισμό ἐδῶ τῆς Σοφίας Σειράχ, πού λέει «ἐγώ μήτηρ». Ἐγώ εἶμαι ἡ μητέρα, δηλ. καί τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης κλπ. Ἐγώ. Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο. Πάρα πολύ σπουδαῖο.

Ἀλλά ἐνῶ εἶναι μήτηρ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ταυτόχρονα εἶναι καί θυγατέρα. Προσέξτε. Αὐτό τό δίπολο, μήτηρ - θυγάτηρ, εἶναι συνηθέστατο σάν σχῆμα στόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ἄν διαβάσετε ἐκεῖ τίς ὁμιλίες του, θά δῆτε ὅτι αὐτή ἡ ἀρετή γεννάει ἐκείνη τήν ἀρετή, ἤ ἡ ἐναλλαγή μεταξύ μητρός καί θυγατρός. Δηλ. ἐκεῖνο πού εἶναι μάνα εἶναι καί κόρη, γίνεται θυγατέρα, κι αὐτό πού εἶναι θυγατέρα, γίνεται μάνα. Αὐτό τό σχῆμα, αὐτό τό δίπολο «μήτηρ - θυγάτηρ», σᾶς εἶπα εἶναι συνηθέστατο εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί ὅσοι τόν διαβάζετε, πρέπει νά τό ἔχετε παρατηρήσει.

Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅταν ὁ Πατήρ ἀναφέρεται εἰς τούς λόγους τοῦ Υἱοῦ, κι αὐτοί γίνονται ἀποδεκτοί ἀπό τά τέκνα τοῦ Θεοῦ - οἱ λόγοι - τότε ὁ Υἱός «γεννᾶται ἀεί», πάντοτε, στίς καρδιές τῶν τέκνων. Θά σᾶς ξαναδιαβάσω τό χωρίον, τή μετάφρασή του. «Ἐγώ λοιπόν χαρίζομαι ὑπό τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα τά τέκνα μου». Χαρίζομαι, μέ κάνουν ἰδιοκτησία τους, μέ κάνουν κτῆμα τους. Ἐγώ γεννῶ, ἀλλά καί ταυτόχρονα γεννῶμαι, γεννιέμαι. Γεννωμένη διαρκῶς - στήν μετάφραση πάντα - ἀπό τήν διδασκαλία πού παρέχουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ - σᾶς διαβάζω τή μετάφραση τοῦ χωρίου πού σᾶς εἶπα - ἔτσι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, γεννᾶ (μήτηρ) καί γεννᾶται (θυγάτηρ). Ποιόν γεννᾶ; Τόν πιστόν ἄνθρωπον. Ποῦ γεννᾶται; στόν πιστόν ἄνθρωπον!

Τό θέμα αὐτό θυμίζει τούς στίχους τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐου, πού λέγαμε τό χειμώνα, θά ἐνθυμεῖσθε, αὐτή ἡ θαυμασία ὠδή. Λέγει: «καὶ ὡς ἡ ὠδίνουσα ἐγγίζει τοῦ τεκεῖν καὶ ἐπί τῆ ὠδῖνι αὐτῆς ἐκέκραξεν, οὕτως ἐγενήθημεν τῷ ἀγαπητῷ σου διά τὸν φόβον σου, Κύριε, - ἀποτεινόμενοι στόν Πατέρα, ἀναφερόμενοι στόν Υἱόν - ἔτσι, λέει γινήκαμε εἰς τόν ἀγαπημένο σου, τόν Υἱό σου, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν», ποιόν ἐλάβαμε ἐν γαστρί; δηλ. πήραμε τρόπον τινά ἕνα σπέρμα, γιά νά ἐγκυμονήσωμε. Ποιόν; Τόν Θεόν Λόγον. Ἐκεῖνος μᾶς γέννησε, τώρα θά τόν γεννήσομε ἐμεῖς. Τόν προσλαμβάνομε δίκην σπέρματος. Εἴδατε; Ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν. Τόν πήραμε στήν κοιλιά μας, στά σπλάχνα μας, κι ὠδινήσαμε. Ἄρχισε νά ’ναι ζωντανό πρᾶγμα αὐτό, γιατί ὅταν μεγαλώνει τό ἔμβρυον, τότε ἀναμφισβήτητα προκαλεῖται πόνος στή γυναίκα. Ὅταν ἑτοιμάζεται ἰδίως νά γεννήση, «καὶ ἐτέκομεν· καί γεννήσαμε, πνεῦμα σωτηρίας σου ἐποιήσαμεν ἐπὶ τῆς γῆς…» ( Ἡσ. 26, 17-18)

Βλέπει λοιπόν κανένας σαφῶς ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία μᾶς γεννᾶ καί τή γεννᾶμε. Μᾶς δίνει καί τῆς δίνομε. Αὐτό ὅμως εἶναι μία πάρα πολύ στενή σχέσις ἀνάμεσα στήν Ἐνυπόστατο Σοφία τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦν Χριστόν - διαρκῶς σᾶς τό ὑπενθυμίζω αὐτό - καί ἡμῶν τῶν πιστῶν. Εἴμαστε τέκνα Του καί μητέρες Του.

Θά σᾶς θυμίσω ἀκόμη κάτι ἄλλο, - τώρα τό θυμήθηκα - ὅταν κάποτε ἡ Θεοτόκος, μέ τά ὑπόλοιπα ἐκεῖνα παιδιά τοῦ Ἰωσήφ - δέν ἦταν δικά της παιδιά - κάπου πῆγαν, ἀναζητοῦντες τόν Κύριον. Ἤτανε σ’ ἕνα σπίτι καί δίδασκε. Ἤτανε τόσος κόσμος, ἦταν ἀδύνατον νά προσεγγίση ἡ Θεοτόκος, καί τότε τοῦ λέγουν ὅτι «ἡ μητέρα σου ἀπ’ ἔξω σέ ζητάει καί τ’ ἀδέλφια σου». (Μάρκ. 3, 32)

Κι ὁ Κύριος ἀπήντησε - ὄχι ὅτι ἀρνεῖται τή μητέρα του ἀλλά γιά νά δείξη αὐτό τό σχῆμα πού λέμε ἐδῶ - καί μάλιστα αὐτή ἡ περικοπή ἀναφέρεται καί τώρα στό Δεκαπενταύγουστο, ὡς Εὐαγγελική περικοπή: «Ποιά εἶναι ἡ μητέρα μου καί τά’ ἀδέλφια μου; Νά ἡ μητέρα μου, ὁ καθένας ἀπό σᾶς, λέει, εἶναι μητέρα μου καί ὁ καθένας ἀπό σᾶς εἶναι ἀδέλφια μου, ἐάν τηρῆτε τό λόγο μου». Ὥστε τί εἶπε; Ὁ καθένας ἀπό σᾶς εἶναι μάνα μου. Δέν ὑποτιμᾶ τήν Θεοτόκον. Ἀλλά θέλει ν’ ἁπλώση νά ἐπεκτείνη τό πρᾶγμα, μ’ αὐτό τό σχῆμα πού σᾶς εἶπα. Ὅ Ἰησοῦς Χριστός γεννᾶ καί γεννᾶται. Ἔτσι, λέμε ὅτι γεννιέται μεσ’ τήν καρδιά μας ὁ Χριστός, ἐκεῖνος μᾶς γέννησε, δηλ. μᾶς δημιούργησε, Ἐκεῖνος τώρα γίνεται παιδί μας καί τόν γεννᾶμε ἐμεῖς. Γιά νά ἐννοήσωμε καί νά καταλάβωμε αὐτό τό ἀμοιβαῖον τοῦ σχήματος.

   Καί προχωροῦμε εἰς τόν ἑπόμενον στίχον, τόν 19ον:

«προσέλθετε πρός με, οἱ ἐπιθυμοῦντές μου, καὶ ἀπὸ τῶν γεννημάτων μου ἐμπλήσθητε·». Λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, - πάντοτε στό α΄ ἑνικόν πρόσωπον - δηλ. πλησιάσατέ με ὅσοι μέ ἐπιθυμεῖτε, καί χορτάσατε ἀπό τούς καρπούς καί τά γεννήματά μου. Μετά ἀπό τίς εἰκόνες - θά ξαναποῦμε - τοῦ φυτικοῦ βασιλείου τῆς Παλαιστίνης, πού εἴπαμε καί προηγουμένως, ἐδῶ προβαίνει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, σέ μία πρόσκληση. Προσέξτε, σέ μία πρόσκληση. Ὕστερα ἀπό τήν αὐτοσύστασή Της καί τή θαυμαστή αὐτοπροβολή της, θυμόσαστε πώς ἄρχισε τό κεφάλαιο, «Ἐγώ ἡ Σοφία θά ἐγκωμιαστῶ, θά ἐγκωμιάσω τόν Ἑαυτό μου, κ.ο.κ»., καί λέμε ἀπό τήν αὐτοπροβολή της ἐλπίζει ὅτι κάποιοι θά τήν ἐπιθυμούσαν νά τήν καταστήσουνε κοινωνό τους. Τό ἐλπίζει αὐτό ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Ξέρετε, ὅπως καί κάθε φιλόσοφος, ὅταν πῆ ὡραία πράγματα, κι ἄν ζῆ σέ μία ἐποχή πού δέν τόν καταλαβαίνει ἡ ἐποχή του, ὅμως ἄν αὐτά γραφτοῦν, κάποτε μέσα στούς αἰῶνες, θά ἔχει ὁ φιλόσοφος αὐτός τούς θαυμαστάς του. Σίγουρα. Ἔτσι καί δῶ, μέσα στούς αἰῶνες, θά ἔχη ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τούς θαυμαστάς της. Εἶναι πάρα πολύ ὡραῖο αὐτό. Γι’ αὐτό λοιπόν ἔρχεται ἐδῶ νά δημιουργήση μίαν πρόσκλησιν. Προβαίνει λοιπόν στήν ἑξῆς πρόσκληση: «προσέλθετε πρός με, οἱ ἐπιθυμοῦντές μου», ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μέ ἐπιθυμεῖτε. Ἐκεῖνοι πού στήν καρδιά τους γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία ἡ δική μου, δηλ. μέ ἐπεθύμησαν. Αὐτοί, ἐλᾶτε σ’ ἐμένα. Ὁ καλύτερος τρόπος, ὅπως βλέπομε ἐδῶ, νά πλησιάση ὁ ἄνθρωπος τό Θεό, εἶναι νά τόν ἐπιθυμήση. Αὐτό τό καταλαβαίνομε μέ πάρα - πάρα πολλά γήϊνα πράγματα. Μιά κοπέλα πού γνώρισες καί τήν ἐπεθύμησες προκειμένου νά τήν παντρευτῆς, τήν ἀγαπᾶς, ἀφοῦ προηγουμένως τήν ἐπεθύμησες, κ.ο.κ. Μύρια παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινότητα, δέ χρειάζεται νά ἐξηγήσωμε πιό πολύ, ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος νά πλησιάσει κανείς τό Θεό, εἶναι νά τόν ἐπιθυμήση. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τόν Θεό, τότε καί ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ τόν ἄνθρωπο. Καί τότε γίνεται μία συνάντηση θείας καί ἀνθρωπίνης ἐπιθυμίας, μία συνάντησις ἀμοιβαίας ἐπιθυμίας. Μία σειρά θέσεων ἀγάπης καί ἐπιθυμίας τῆς Σοφίας - τῆς Ἐνυποστάτου πάντοτε - παραθέτει ἡ Σοφία Σολομῶντος. Ἀκοῦστε τί γράφει, ἡ Σοφία Σολομῶντος: «ἐπιθυμήσατε οὖν τῶν λόγων μου, ποθήσατε καὶ παιδευθήσεσθε», λέγει, ἐπιθυμήσατε τά λόγια μου, ποθήσατε τά λόγια μου καί θά παιδαγωγηθεῖτε. «Λαμπρὰ καὶ ἀμάραντος ἐστιν ἡ σοφία καὶ εὐχερῶς θεωρεῖται, - λέει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς - ὅτι εἶναι λαμπρά καί ἀμάραντη, λέγει, ἡ σοφία, δέν μαραίνεται ποτέ καί θεωρεῖται (βλέπεται) - ἀπό τό θεωρῶ (βλέπω) - μέ εὐχέρεια, ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων αὐτὴν - ἀπό ποιούς; - ἀπό κείνους πού τήν ἀγαποῦν, καὶ εὑρίσκεται ὑπό τῶν ζητούντων αὐτήν» (Σ. Σολ. 6, 11-12) καί βρίσκεται ἀπό κείνους πού τήν ζητοῦν. Τί νά σᾶς θυμίσω ἀπό τήν Κ. Δ.; νά σᾶς θυμίσω τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή; Δέ μποροῦσε νά ἡσυχάση. Δέ μποροῦσε! Πῆγε στό μνημεῖον ἔκλαιγε. «Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς»; ποιόν ζητᾶς; νόμισε ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός. Λέει τόν «Ἰησοῦν». Ἤξερε βέβαια ὅτι εἶχε πεθάνει. Διότι τόν εἴχανε θάψει ἐκεῖ, ἐνταφιάσει ἐκεῖ, ἤτανε παροῦσα, τά παρακολουθοῦσε ὅλα. Κι ἐκεῖνο τό «Μαρία…». Γυρίζει νά δῆ καλύτερα· γιατί ἀκόμα ἤτανε καί αὐγή, δέν εἶχε φωτίσει καλά. «Ραββουνί»!( Ἰωάν. 20, 16) Διδάσκαλε! Πότε τόν εὑρίσκ юει; Ὅταν ἔχει δείξει τόν πόθο της, τόν πόθο της. Ναί. Τήν ἀγάπη της. Καί πόσα ἄλλα μπορεῖ νά πῆ κανένας! Ἔτσι «εὑρίσκεται ὑπὸ τῶν ζητούντων αὐτήν, φθάνει τοὺς ἐπιθυμοῦντας προγνωσθῆναι, καταφθάνει αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν νά τή γνωρίσουν καί νά τήν κατανοήσουν, ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα» (Σ. Σολ. 6, 16) γιατί τούς ἄξιους γι’ αὐτήν περιέρχεται, γυρίζει, τριγυρνᾶ καί τούς ζητάει. Γι’ αὐτό καί ὁ σοφός Σολομών ἔφθασε νά λέγει ὅτι: «ὑπέρ ὑγίειαν καὶ εὐμορφίαν ἠγάπησα αὐτὴν καὶ προειλόμην αὐτὴν ἀντὶ φωτός ἔχειν, ὅτι ἀκοίμητον τὸ ἐκ ταύτης φέγγος» (Σ. Σολ. 7, 10) Πιό πάνω ἀπ’ τήν ὑγεία, πιό πάνω ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀγάπησα τήν Ἐνυπόστατον Σοφία τοῦ Θεοῦ. «καί προειλόμην», τήν προτίμησα ἀντί ἀκόμη τοῦ φωτός, γιατί λέγει εἶναι ἀκοίμητο, δέν σβήνει ποτέ τό φέγγος, τό φεγγοβόλημα τό δικό της. Μάλιστα ἐδῶ γιά νά δεῖτε πόσο ἀμοιβαία εἶναι τά πράγματα, χρησιμοποιώντας τό ρῆμα «ἐπιθυμῶ», (ἀγαπῶ - ἐπιθυμῶ), ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητᾶς του - πιστεύω ὅτι καταλάβατε μέχρι τώρα, ὅτι κινοῦμαι παράλληλα ἀνάμεσα στήν Ἐνυπόστατο Σοφία τῆς Π. Δ. καί μέ τόν Ἰησοῦν Χριστόν τῆς Κ. Δ. γιά νά δείχνεται ἀνά πάσα στιγμή ἡ ταυτότητα· ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπο. Πιστεύω ἔχω γίνει ἀντιληπτός σ’ αὐτό τό σημεῖο - λοιπόν ὁ Χριστός εἶπε λίγο πρό τοῦ Πάσχα: «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα, τοῦτο το πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν.. ». «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα», ἑβραϊσμός. «χαίρω χαρά». «Ἐπιθυμῶ ἐπιθυμία», δίνει τόνο στήν ἐπιθυμία, ἀφοῦ μπαίνει καί τό ρῆμα, πού εἶναι τό ἴδιο. Τί; Νά φάγω, λέει, τό Πάσχα, δηλ. νά σταθῶ ὁμοτράπεζος μέ σᾶς μαζί σας. Γιατί; Ἀλλοῦ λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι τούς ἠγάπησε μέχρι τέλους. Τούς μαθητᾶς του. Κι ἐκεῖνοι τόν ἀγάπησαν. Κι ἔτσι βλέπει κανείς, μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη, τήν ἀμοιβαία, κινεῖται μία ἀμοιβαία ἐπιθυμία. Εἶναι πάρα πολύ σπουδαία πράγματα αὐτά. Ἐδῶ μποροῦμε νά μιλᾶμε, ἀγαπητοί μου, γιά πνευματική ζωή.

Τί νομίζετε; νά μήν πῶ ψέματα, νά μήν κλέψω; Δέν σᾶς μοιάζουν πολύ χοντρά αὐτά τά πράγματα; Τώρα.. νά κλέψω; Νά πῶ ψέματα; Δέν εἶναι χοντρά αὐτά τά πράγματα; Αὐτό θά μέ κάνει Χριστιανό, νά μήν πῶ ψέματα καί νά μή κλέψω; Μοῦ τό λένε καί οἱ φιλόσοφοι αὐτό θά ἔλεγα σέ τελευταία ἀνάλυση. Μοῦ τό λέει καί ἡ ἀνάγκη ἡ κοινωνική. Νά μήν εἶμαι ἕνας ψεύτης μέσα στήν κοινωνία καί ἕνας κλέφτης. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μοῦ λέει ἡ Κ. Δ., αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη μέ τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀφοῦ ἀνακαλύψω ποιός εἶναι.

Ἀκόμα ἡ Σοφία ἡ Ἐνυπόστατος θά πῆ: «ἐγώ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὐρήσουσι χάριν»

(Παρ. Σολ. 8, 17)

Ἐγώ, λέει, ἀγαπάω ἐκείνους πού μέ ἀγαποῦν, κι ἐκεῖνοι πού μέ ζητοῦν, θά βροῦν χάρη. Ἔτσι, μία εἰκόνα προσκλήσεως, ἐπειδή μᾶς τό εἶπε τό χωρίον πού διαβάσαμε, σᾶς τό ξαναθυμίζω «προσέλθετε πρός με, οἱ ἐπιθυμοῦντές μου» κλπ., πρόσκληση. Ἔτσι, μία εἰκόνα προσκλήσεως μᾶς παρέχει ἀγαπητοί τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Εἶναι πασίγνωστο αὐτό τό χωρίον καί μάλιστα τό ἀκοῦμε συνήθως τίς παραμονές τῶν μεγάλων γιορτῶν τῶν Θεομητορικῶν. Ὅποτε γιορτάζομε τήν Παναγία μας, στόν Ἑσπερινό, ἔχομε στερεότυπα αὐτήν τήν περικοπή, τή γνωρίζετε. «Ἡ σοφία, λέγει, ᾠκοδόμησεν ἐαυτῇ οἶκον». Ἔκτισε τό σπίτι της, ἔκτισε γιά τόν ἑαυτό της σπίτι, καί ξέρετε ποιό εἶναι τό σπίτι τῆς Σοφίας. Ἔκτισε, προσέξτε, γιατί εἶναι κτιστό. Εἶναι ἡ Θεοτόκος καί βεβαίως σάν ἄνθρωπος εἶναι κτιστή. Τήν προετοίμασε γιά νά γίνη τό κατοικητήριο τῆς Σοφίας, ἡ Θεοτόκος! «καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά·» καί τή στερέωσε τήν οἰκία της, τόν οἶκον αὐτῆς, ἐπάνω σέ ἑπτά στύλους. Δηλ. τό 7, ἀριθμός ἀπέραντος, δείχνει ὅτι ἐδῶ ἡ Σοφία στερεώνεται ἐπάνω σ’ ἕνα πρόσωπο, τήν Παναγία, ἡ ὁποία εἶναι τόσο στερεωμένη στήν ἁγιότητα<, «ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν, (κεράννυμι ~ ἀναμιγνύω) ἀνέμειξε, νερό μέ κρασί - δέν ἔπιναν οἱ ἀρχαῖοι τό κρασί ἄκρατον ἀλλά κεκραμμένον, τό ξέρετε αὐτό - εἰς κρατήρα, σ’ ἕνα ποτήρι μεγάλο, τὸν ἑαυτῆς οἶνον, τό δικό της κρασί, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν·», ποιά εἶναι ἡ τράπεζα; Εἶναι ἡ μυστική τράπεζα. Ποιό εἶναι τό κρασί; Εἶναι τό αἷμα τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, ὅταν θά Ἐνηνθρώπιζε. Ποιά εἶναι τά ἑαυτῆς σφάγια; Εἶναι τό καθαυτό σφάγιον, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, ἡ ἴδια Σοφία, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὡς θυσία. «ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς  δούλους

συγκαλοῦσα  μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατήρα λέγουσα·», κι ἔστειλε, λέει, τούς δούλους Της, μέ ὑψηλόν κήρυγμα, δηλ. κήρυγμα πού δέν ἀκούστηκε ἄλλοτε στή γῆ. Θά τό ἔχετε δεῖ πολλές φορές, σέ μία πρόποση, σηκώνει κανείς τό ποτήρι, μάλιστα ὁ οἰκοδεσπότης, τυχόν ἕνα τιμώμενον πρόσωπον, κρατάει τό ποτήρι κι ἐκεῖ λέει κάποια πράγματα, μία προσφώνηση. Αὐτό θά πῆ «ἐπὶ κρατήρα λέγουσα», τί; «ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με, ὅποιος δέν ἔχει πολύ μυαλό, ἄς ἀλλάξη κατεύθυνση δρόμου καί νά ’ρθῆ σέ μένα, καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· κι ἐκεῖνοι πού εἶναι φτωχοί στό μυαλό τούς εἶπε, ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, τούς ἄρτους μου, τό κρασί μου, ὅν ἐκέρασα ὑμίν·»

(Παρ. Σολ. 9, 1)

πού ἔχω ἀναμείξει μέ νερό γιά σᾶς. Βλέπετε λοιπόν ὅτι ἔχομε ἐδῶ ἕνα θαυμάσιον προσκλητήριον τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Θαυμάσιο!

Καί συνεχίζει τό χωρίον ἀπό τήν Σοφίαν Σειράχ, «καὶ ἀπὸ τῶν γεννημάτων μου ἐμπλήσθητε·» καί ἀπ’ τά γεννήματά μου νά χορτάσετε. Καί ποιά εἶναι αὐτά τά γεννήματα; Ὅπως λέμε - οἱ χωρικοί τό λένε - «πῶς πῆγαν φέτος τά γεννήματά σου»; λέει ὁ ἕνας στόν ἄλλον. δηλ. ἡ καρποφορία. Εἶχες καρποφορία; Ποιά εἶναι τά γεννήματα; Θά μᾶς ἀπαντήση ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία: «τὰ δὲ ἐμὰ γεννήματα κρείσσω ἀργυρίου ἐκλεκτοῦ», εἶναι πιό καλύτερα κι ἀπ’ τό πιό καλό ἀσήμι, τά δικά μου γεννήματα. Γιατί, θά πῆ στή συνέχεια «βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπέρ χρυσίον καὶ λίθον»

(Παρ. Σολ. 8, 19)

γιατί εἶναι πολύ - πολύ καλύτερο νά καρπίζεσθε ἐμένα ἀπό τό χρυσάφι καί τούς πολυτίμους λίθους.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, δηλ. τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὄντως τά ἔχει ὅλα. Καί ὑλικά καί πνευματικά. Λέγει ὁ Παῦλος: «ἐν ᾧ, ἐν τῷ ὁποίῳ, Χριστῷ δηλ., εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»

(Κολ. 2, 3)

ἐκεῖ εἶναι κρυμμένοι, λέει, ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως. Στόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἔχεις τόν Χριστό; Ἔχεις τόν θησαυρόν αὐτόν τόν ἀπόκρυφον. Πράγματι ὡς πρός τήν πρόσκλησιν, ἀκοῦμε τώρα τόν Ἰησοῦν Χριστόν, νά λέγει, στήν Κ. Δ. : «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»

(Ματθ. 12, 28)

Ἐλᾶτε σέ μένα ὅλοι ἐκεῖνοι πού κοπιάζετε, ἐκεῖνοι πού εἴσαστε φορτωμένοι, ὄχι μόνο ἀπό τή ζωή ἀλλά καί ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἀπό τά ὑπαρξιακά σας, λεγόμενα προβλήματα, κι ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Εἴδατε; Θά σᾶς ἀναπαύσω. Προσκλητήριον, πρόσκλησις. Ἐξ ἄλλου, ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιον, ὅπου φθάση, εἶναι ἕνα προσκλητήριον σέ ἀνθρώπους, λαούς καί ἔθνη, σέ ὅλους τους αἰῶνες, ἕως τό τέλος τῆς Ἱστορίας. Αὐτό εἶναι τό Εὐαγγέλιον. Ἕνα διαρκές προσκλητήριον, ἐννοεῖται, προσκλητήριον, πάντοτε σωτηρίας. Γι’ αὐτό Ἐνηνθρώπησε, γιά νά κάνη αὐτό τό προσκλητήριο τῆς σωτηρίας αἰσθητότερον. Πάντως διακρίνομε, καί πάλι θά πῶ καί θά ξαναπῶ, τήν ταύτιση τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, μέ τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Γι’ αὐτό κάνομε τά θέματα αὐτά, γι’ αὐτό ἐπιμένω πολύ. Εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο, πάντα τό ἴδιο πρόσωπο. Ἔτσι, θά λέγαμε γιά τόν ἑαυτό μας, τί πλοῦτος καί τί εὐτυχία, γιά τόν ἑαυτό μας, πού πιστέψαμε εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν! Πόσο δυστυχισμένοι ἐκεῖνοι πού τόν ἀπέπεμψαν το Χριστό ἀπ’ τή ζωή τους, τοῦ γύρισαν τήν πλάτη τους. Τί κρίμα!

   Καί πηγαίνομε εἰς τόν 20ον στίχον:

«το γάρ μνημόσυνόν μου ὑπὲρ το μέλι γλυκύ, καὶ ἡ κληρονομία μου ὑπὲρ μέλιτος κηρίον».

Γιατί καί μόνη ἡ θύμισή μου, εἶναι γλυκύτερη ἀπό τό μέλι καί ἡ κληρονομία πού χαρίζω εἶναι γλυκύτερη ἀπό ὁλόκληρη τήν κηρήθρα τοῦ μελιοῦ. Ἐδῶ δικαιολογεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, τήν πρόσκλησή της, σ’ ἐκείνους πού τήν ἐπιθυμοῦν. Τό γιατί δηλ. τούς καλεῖ. Λέγει ὅτι καί μόνη - ἐδῶ νά προσέξουμε, κι εἶναι τόσο ἀληθινό - ἡ θύμισή της, δίδει γλυκύτητα καί μακαριότητα.

Πράγματι τό βεβαιώνει αὐτό ὁ ψαλμωδός: «Ἐπιθυμητά - ἐννοεῖται τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου - ὑπέρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» (Ψαλμ. 18ος , 11) Κηρίον θά πῆ κηρύθρα, πού ἔχει μέσα τό μέλι. Ἀκόμη θά πῆ, στόν ἴδιο ψαλμό. «τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν», πού εὐφραίνουν τήν καρδιά. Καί θά πῆ στόν 118ον ψαλμό: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγιὰ σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψαλμ. 118, 103) Πόσο γλυκά, λέει, τά λόγια σου στό στόμα μου ἤ στό λάρυγγά μου καί τό στόμα μου. Πιό πάνω ἀπό τό μέλι. Κι αὐτό εἶναι μία ἀλήθεια. Ἄν δῆτε, πολλές προσευχές ἁγίων καί στήν Π. Δ. θά δῆτε, ναί, προσευχές ἁγίων, προφητῶν, τοῦ Δαυΐδ, ἐκεῖνο πού σᾶς ἔλεγα μία περασμένη φορά, μ’ ἐκείνη τήν διπλήν ἐπανάληψιν «Κύριέ μου, Κύριε, Κύριέ μου Κύριε» γεμάτη γλυκύτητα προσευχή. Γιατί; γιατί αἰσθάνεται ὁ Δαυΐδ πάρα πολλή γλυκύτητα. Ἔχομε λοιπόν προσευχές προφητῶν, δικαίων τῆς Π. Δ. ἀλλά καί τῆς Κ. Δ., ἔχομε στούς ἁγίους μέσα στήν Ἐκκλησία προσευχές τους πού εἶναι γλυκύτατες, πού ἐκφράζουν τή γλυκύτητά τους πρός τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ναί! Ἐδῶ, θά λέγαμε, ὅτι, αὐτό πού λέγει ὁ ψαλμωδός εἰς τόν 118ον ψαλμόν, ὅτι εἶναι πιό πάνω ἀπό τό μέλι στό στόμα μου, «γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγιὰ σου», αὐτό ἀγαπητοί μου, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς πῶ ὅτι δέν εἶναι μία ἁπλή εἰκόνα ἀλλά εἶναι καί μία, πολλάκις πραγματικότητα. Σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ αὐτό. Κάτι ἀνάλογο λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὅταν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν γλυκύτητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὔτε, λέει, κοιμᾶται, οὔτε εἶναι ξύπνιος! Εἶναι σέ μία κατάσταση ἡμιεγρηγόρσεως, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅταν αἰσθάνεται αὐτή τήν γλυκύτητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ - προσέξτε - χωρίς εἰκόνες. Χωρίς εἰκόνες! Τίποτα ἀπό εἰκόνες, γιατί οἱ εἰκόνες εἶναι πολλές φορές ἐπικίνδυνες. Ἔτσι κι ἐδῶ, νά αἰσθάνεται κανείς γλυκύτητα. Πῶς καμμιά φορά τό στόμα μας εἶναι λιγάκι στυφό, καί παίρνομε καμμία καραμέλα καί γλυκαινόμαστε, ἔτσι, ὀντολογικά, πραγματικά, ὄχι εἰκονικά, ὄχι μεταφορικά, νά γλυκαθῆ ὁ λάρυγγας τοῦ μελετητοῦ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά αἰσθανθῆ ἐδῶ στό λαιμό του μία γλυκύτητα. Αὐτό λοιπόν πού γράφει ὁ ψαλμωδός, εἶναι πραγματικότης. Μεσ’ τούς αἰῶνες, πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν αἰσθανθεῖ αὐτήν τήν γλυκύτητα καί δέν διαψεύδουν τόν ὑμνογράφο, τόν Δαυΐδ. Δέν τόν διαψεύδουν.

Ἀλλά καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, φέρει χαρά. Καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ! Λέγει πάλι ὁ ψαλμωδός στόν 76ον ψαλμόν του: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην·» (Ψαλμ. 76ος, 4) Πόσο ὡραῖο εἶναι αὐτό! Μποροῦμε ὅλοι μας, ἀγαπητοί μου νά τό ἀποκτήσωμε. Ὅλοι μας, ὅλοι μας! Προσέξτε! Ὅπως ὅταν ἔχομε τήν μνήμη ἑνός πολύ ἀγαπημένου μας προσώπου, ὁποιοδήποτε εἶναι αὐτό τό πρόσωπο, ἔχομε τήν μνήμη αὐτοῦ τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, πού δέν εἶναι παρών καί αἰσθανόμεθα μία χαρά. Ἔτσι αἰσθάνεται χαρά ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει βαθύνει μεσ’ τόν Θεό, ὅταν τόν ἔχει ποθήσει, ἐπιθυμήσει. Καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρει χαρά.

Νά τώρα θυμήθηκα, στό Ὡρολόγιο τό μεγάλο εἶναι μία ἀκολουθία στόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἕνας Κανόνας εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐκεῖ λέει συνέχεια «Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου κλπ., κλπ»., εἶναι στό μεγάλο Ὡρολόγιο πηγαίνετε σπίτι σας νά τό βρεῖτε αὐτό. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ Κανόνος δέν ἦταν ἔξω ἀπ’ αὐτή τή γλυκύτητα, κι ἄπ’ αὐτή τήν χαρά, ἐπί τῆ μνήμῃ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλήθεια λοιπόν πρέπει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς νά γίνη ἀγάπη, καί τότε ἡ ἀγάπη δίνει χαρά, ἡ μνήμη ἀπό τήν ἀγάπη, δίνει χαρά. Ἐμεῖς πολλές φορές ἔχομε μόνο μία γνώση, δέν προχωρήσαμε στήν ἀγάπη. Δέν θά ὑπῆρχε πιό ψυχρό πρᾶγμα ἀπό κάτι τέτοιο. Ὅπως - νά μέ συμπαθᾶτε γιά τά παραδείγματα ἀλλά τά χρησιμοποιεῖ καί ἡ ἰδία ἡ Ἁγία Γραφή - κάποιος νέος γνώρισε μία κοπέλα. Ὄχι ἁπλῶς τή γνώρισε ἀλλά καί ζήτησε καί ἔμαθε κι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἄν εἶναι καλή, ἄν εἶναι τίμια, ἄν εἶναι σπουδαία, ἔμαθε πολλά. Ἀλλοίμονο ὅμως, δέν γεννήθηκε μέσα στήν καρδιά του ἡ ἀγάπη. Ὡς πρός τί λοιπόν αὐτή ἡ γνῶσις; Τό καταλαβαίνομε; Πρέπει αὐτή ἡ γνώση νά μᾶς ὁδηγήση στήν ἀγάπη, κι ὅταν ἀκόμη ἀπουσιάζει τό ἀγαπώμενον πρόσωπον, ἀκόμη καί τότε νά μᾶς δίνη χαρά. Αὐτό σημαίνει «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην».

Ἀλλά καί ἡ μνήμη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σάν κληρονομία του, γιατί λέει ἐδῶ «καὶ ἡ κληρονομία μου ὑπέρ μέλιτος κηρίον». Τά ἐγκόσμια φέρουν μία πρόσκαιρη χαρά. Μοῦ χάρισαν ἕνα κοστούμι, ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα ταξίδι, ἕνα σπίτι, πολλά χρήματα, ὅλα αὐτά δίνουν βέβαια μιά εὐχαρίστηση, μιά χαρά ἄς τό ποῦμε, ἀλλά εἶναι πρόσκαιρα ὅμως. Ἐνῶ τά οὐράνια καί αἰώνια δίνουν μία ἀληθινή χαρά. Ἀκόμη καί τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου! Ἀκόμα κι ἐκείνη τήν ὥρα.

Εἶναι δέ ἰδιαίτερον χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο, γιά ὅλα αὐτά χρειάζεται πνεῦμα ἡρωϊκό, ὄχι πνεῦμα δειλίας. Πνεῦμα ἡρωϊκό. Γιά νά μήν ἐμπλεκόμεθα εἰς τήν κοσμικότητα. Γιατί ἡ κοσμικότητα κατακαλύπτει ὅλες αὐτές τίς πραγματικότητες. Πάντως ἄς ξεκινήσουμε. Δέν εἶναι οὐτοπίες. Ὄχι. Οὔτε ἄπιαστα πράγματα. Ν’ ἀποκτοῦμε βέβαια πρῶτες αὐτές τίς γεύσεις, κι αὐτές οἱ γεύσεις, θά φέρουν βαθύτερες καί βαθύτερες καί μονιμότερες γεύσεις.

   Καί πηγαίνομε εἰς τόν ἑπόμενον στίχον τόν 21ον: «οἱ ἐσθίοντες μέ ἔτι πεινάσουσι, καὶ οἱ πίνοντές μέ ἔτι διψήσουσιν». Δέν ὑπάρχει κόρος, μπούχτισμα. Ὅσοι μέ τρώγουν, θά πεινάσουν περισσότερο, κι ὅσοι μέ πίνουν θά διψάσουν πιό πολύ. Καί προσθέτει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἐδῶ ὅτι ἡ ἐπιθυμία της πού προκαλεῖται εἰς τούς ἀνθρώπους εἶναι ἀκόρεστος, ἀχόρταστη. Εἶναι ἕνα σχῆμα, γιά νά δείξη αὐτήν τήν διαρκῶς αὐξανόμενη ἐπιθυμία. Ὄχι μόνο ἐδῶ εἰς τήν γῆν ἀλλά καί εἰς τήν αἰωνιότητα. Πρό παντός εἰς τήν αἰωνιότητα. Δέν θά ὑπάρχει κορεσμός τῆς θεωρίας τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ποτέ. Ἐξ ἄλλου οἱ ἄγγελοι, ὅταν λέγουν τόν γνωστόν ὕμνον πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ προφήτης Ἠσαΐας «ἅγιος,ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ»

( Ἡσ. 6, 3)

πού ἀναφέρονται εἰς τό πρόσωπον τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου, κι αὐτός εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ἡ μετέπειτα Ἐνανθρωπήσασα, ὁ Θεός Λόγος, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἰωάννης, - δέν θά παύσω συνεχῶς νά τά λέω καί νά τά ξαναλέω αὐτά τά σημεῖα - ἐκεῖ δέν βαρύνονται τά Σεραφίμ νά ὑμνοῦν.., νά ὑμνοῦν.., νά ὑμνοῦν, ἀκορέστως. Γιατί; ἀκοῦστε γιατί. Ὅταν ὑμνήσουν καί τελειώση ὁ ὕμνος, ἔχουν μία ἀποκάλυψιν, ἀποκάλυψιν γνώσεως τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου. Τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Ὁπότε αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἡ καινούρια ἐπιφέρει, γεννᾶ, δημιουργεῖ, προκαλεῖ μία δοξολογία αὐθόρμητη. Καί τί καλύτερο νά πῆ κανείς παρά τόν ἴδιον ὕμνο. «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος …». Ὅταν τελειώση ὁ ὕμνος ἔχομε νέα ἀποκάλυψη γνώσεως τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλιν ἐπανάληψη τοῦ ὕμνου, εἰς τό διηνεκές. Δέν ὑπάρχει κόρος, δέν ὑπάρχει χορτασμός. «Κόρος», τό μπούχτισμα, (ὤχ!, τά ἴδια θά λέω;) δέν ὑπάρχει. Ἀνανέωσις αὐτῆς τῆς πείνας καί τῆς δίψας καί τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι πάρα πολύ ὡραῖο πρᾶγμα. Γι’ αὐτό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει κορεσμός, ἐδῶ στή γῆ ὑπάρχει τό μπούχτισμα, ὁ κορεσμός.

Ὑπάρχει ὅμως καί τό ἀντίθετον σχῆμα. Ὄχι γιά νά καταστρατεύση αὐτό πού εἴπαμε ἀλλά γιά νά τό ἐπιρρώση, γιά νά δειχθῆ ἐδῶ ἡ ἀπόλυτος πληρότητα. Ἀντίθετο σχῆμα. Λέγει στήν Σαμαρείτιδα γυναίκα ὁ Χριστός : «ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» ( Ἰωάν. 4, 14)

Τό νερό πού θά δώσω ἐγώ, σ’ ἐκεῖνον, πού θά τό πιῆ, δέν θά διψάση ποτέ. «ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ, γενήσεται, θά γίνη, ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἐδῶ τί ὑπάρχει; Ὑπάρχει ἀγαπητοί μου, πίνω καί δέν ξαναδιψῶ πιά, ἐνῶ προηγουμένως πίνω καί ξαναδιψῶ. Ἐδῶ δείχνει μία ἀπολυτότητα, μία πληρότητα. Καί λέγει ὅτι αὐτός πού θά πιῆ ἀπ’ τό δικό μου τό νερό δέν θά ξαναδιψάση ποτέ. Δέν εἶναι ἀντίθετο. Εἶναι ἕνα ἄλλο σχῆμα, γιά νά στερεώση τό πρῶτο σχῆμα.

Ἀκόμα ὑπάρχει ἕνα τρίτο σχῆμα, πού δείχνει τό σχῆμα αὐτό τήν ἀπουσία τῶν ἀναγκῶν. Σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (ὁ Χριστός τό λέει) στήν Ἀποκάλυψη : «οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδέ διψήσουσιν ἔτι, … ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνά μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπί ζωῆς πηγὰς ὑδάτων …» ( Ἀποκ. 7, 16-17)

δηλ. ἐδῶ ἀπουσία ἀναγκῶν. Καί τά τρία σχήματα δείχνουν τήν ἀπολυτότητα καί τήν πληρότητα καί τή μακαριότητα.

Κι ἐνῶ λέγει αὐτά ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Ἰησοῦς Σριστός βεβαιώνει: «ἐγώ τῷ διψῷντι, δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν»

( Ἀποκ. 21, 6)

στην Ἀποκάλυψη λίγο πρίν τό τέλος. Ἐγώ, λέει, θά δώσω εἰς τόν διψώντα νερό, πηγή ὕδατος ζῶντος. Τί λέει στήν Π. Δ. ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία; τί λέει ἐδῶ ὁ Χριστός; Τό ἴδιο πρᾶγμα. Τολμᾶ νά πῆ ἄνθρωπος, ὅτι «ἐγώ ἔχω τό νερό πού δέν διψᾶ ποτέ ἄν κανείς τό πιῆ, καί θά ἔχη πληρότητα, μακαριότητα ἐπάνω στά ὑπαρξιακά του προβλήματα; Τολμάει αὐτό νά τό πῆ ὁ πιό τρανός, ὁ πιό σπουδαῖος ἄνθρωπος τῆς γῆς, ὁ πιό φιλόσοφος, ὁ φιλόσοφος τῶν φιλοσόφων; Τολμάει κανείς αὐτό νά τό πῆ; Ἀλλά καί εἰς τούς Καπερναΐτας εἶπε ὁ Χριστός: «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε» ( Ἰωάν. 6, 35)

ἐκεῖνος πού ἔρχεται σέ μένα, οὔτε θά πεινάση, οὔτε θά διψάση ποτέ. Αὐτές δέ οἱ φράσεις, «οὐ μή πεινάσῃ, οὐ μή διψήσῃ» δέν ἐκφράζουν αὐτήν τήν ἀπόλυτη πνευματική ἱκανοποίηση καί στόν παρόντα αἰῶνα καί εἰς τόν μέλλοντα; Δέν εἶναι τά ἴδια λόγια τοῦ ἰδίου προσώπου;

Καί ἡ Κ. Δ. τελειώνει, βέβαια μέ τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τώρα στό 22ον κεφάλαιο τό τελευταῖο - τελευταῖο, στόν 17ον στίχον, τελειώνει μ’ ἕνα προσκλητήριο. Γιατί ὁ λόγος περί προσκλητηρίου.

Λέει ὁ Χριστός: «καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν», αὐτός πού διψάει ἄς ἔλθη. Προσκαλῶ. Καί προσκαλεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μέσα εἰς τούς αἰῶνες διαρκῶς πιστούς ἀνθρώπους. Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι.. ἐκεῖ τό λέει νομίζω εἰς τόν προφήτη Ἱερεμία. «Δύο κακά, λέει, ἔκανε ὁ ἀγαπημένος μου λαός. Τό ἕνα εἶναι ὤρυξεν - ἔσκαψεν - φρέαρ συντετριμμένον, δηλ. ἕνα πηγάδι πού δέν βρῆκε καλό νερό, καί ἀπό ἐκεῖ πίνει» ( Ἱερ. 2, 13) Αὐτή μάλιστα ἡ προφητεία, ἀκόμη καί σέ τροπάρια λέγεται τή Μ. Ἑβδομάδα. Φρέαρ συντετριμμένον. Δηλ. πηγάδι, ἄς τό ποῦμε κατά λέξη κατακομματιασμένο. Ἀκριβέστερα νά τό ποῦμε ἔτσι. Δέν ἔχει καλό νερό, βρωμάει τό νερό. Καί πάει ὁ κάθε.. νά πῶ ἄνθρωπος; Ἀλλά λέω κάθε Χριστιανός. Γιατί δέν γνώρισε τήν πηγή τῆς ζωῆς, καί πηγαίνει νά πιῆ νερό καί νά ξεδιψάση, καί νά λύση τά ὑπαρξιακά του προβλήματα, νά λύση τό θέμα τοῦ θανάτου ἀπό φρέατα συντετριμμένα. Δέν εἶναι κρίμα; Ἰδίως οἱ Μασσῶνοι, ἄφησαν τόν Χριστό καί πῆγανε στή Μασσωνία! Οἱ ταλαίπωροι αὐτοί ἄνθρωποι, καί πᾶνε σέ φρέατα συντετριμμένα. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού κυνηγᾶνε τίς ἡδονές, σέ φρέατα συντετριμμένα δέν τρέχουν νά πιοῦν νερό; Τί κρίμα!

Ἔτσι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἶναι ἡ ἀκόρεστος θεωρία (ἀπό τό βλέπω= θεωρῶ), πού καλύπτει κάθε ἀνάγκη, σωματική καί πνευματική, καί εἰς τόν παρόντα καί εἰς τόν μέλλοντα αἰῶνα.  Ἀγαπητοί μου, ἄν καί πέρασε ἡ ὥρα, ἀλλά ἄς ξεκινήσωμε κάτι, καί μάλιστα αὐτό τό κάτι εἶναι τό τελευταῖο χωρίο. Ὄχι τοῦ κεφαλαίου. Τό τελευταῖο χωρίο τῶν ὅσων λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία γιά τόν ἑαυτό της. Λοιπόν 22ον χωρίον:

«ὁ ὑπακούων μου οὐκ αἰσχυνθήσεται, καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοὶ οὐχ ἁμαρτήσουσι».

ποιος μέ προσέχει καί ὑπακούει στούς λόγους μου, ποτέ δέν θά νροπιαστῆ, κι ὅσοι ἐργάζονται ὑπό τήν ἔμπνευσή μου, δέν θά περιπέσουν σέ σφάλματα.

Ἀκόμη λοιπόν ἕνας στίχος ὁμολογίας καί βεβαιώσεως τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Σᾶς εἶπα, εἶναι ὁ τελευταῖος στίχος. Κατακλείεται μέ αὐτόν τόν στίχο, ὅ,τι προβάλλει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Οἱ ὑπόλοιποι στίχοι τοῦ κεφαλαίου, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά προτροπές τοῦ ἱεροῦ συντάκτου τοῦ Σειράχ, πού λέγει: «νά τί σᾶς παρουσίασα· ἐγώ δοκίμασα αὐτή τή χαρά εὔχομαι λοιπόν νά μήν κρατήσω γιά τόν ἑαυτό μου ἐκεῖνα πού δοκίμασα, κι ἔρχομαι τώρα νά σᾶς τά δώσω κι ἐσᾶς». Εἶναι ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Α΄ του Ἐπιστολή. Ὅτι ἐμεῖς δοκιμάσαμε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, τήν μακαριότητα τοῦ Χριστοῦ. Δέν θέλομε νά κρατήσομε γιά τόν ἑαυτόν μας αὐτή τή μακαριότητα ἀλλά ἐρχόμαστε νά γίνωμε κοινωνοί σέ σᾶς, δηλ. νά γίνετε ἐσεῖς κοινωνοί σέ μᾶς, ἀπ’ τή χαρά τήν δική μας, τή μακαριότητα τήν δική μας. Αὐτό εἶναι. Δέν κρατῶ γιά τόν ἑαυτόν μου, λέω καί σέ σᾶς. Ὡστόσο, πλημμυρισμένος μάλιστα ἀπό τόν θαυμασμόν ὁ Σειράχ γιά ὅ,τι ἀνεκάλυψε ἀπό τήν Ἐνυπόστατο Σοφία, ἔρχεται νά τά θέση ὅλα αὐτά στήν δημοσιότητα. Γιά εὐρύτερη ὠφέλεια. Ἐδῶ πάντως ὁμιλεῖ ἡ Σοφία, σ’ αὐτό τό χωρίο, καί βεβαιώνει ὅτι ὅποιος προσέχει καί ἐφαρμόζει ὅ,τι λέγει Ἐκείνη, ποτέ στή ζωή του δέν θά ντροπιαστῆ. Ἀλήθεια ποιός πίστεψε εἰς τόν Χριστόν καί ντροπιάστηκε; Ποιός ἔζησε τό Εὐαγγελικόν ἦθος καί ἐζημίωσε; Ποιός κατηγορήθηκε γιατί ἡ ἐλπίδα του ἦταν ὁ Θεός; Ποιός χάθηκε γιατί ἔδεσε στό λιμάνι τῆς πίστεως στό Θεό, τήν ὕπαρξή του; Κοντά στό Θεό ὑπάρχει πλήρης ὑπαρξιακή ἱκανοποίησις.

Ὅ,τι ἀφορά δηλ. τήν ὕπαρξή μου. Ἔξω ἀπ’ τό Θεό ὑπάρχει τό ἀνικανοποίητον τῆς ζωῆς, καί τό ἀκατανόητον τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἄν ντρεπόμαστε τόν Χριστό, εἶναι γιατί ἀκόμη δέν κατανοήσαμε τίποτε ἀπό Ἐκεῖνον. Γιά μᾶς ὁ κόσμος στέκεται θησαυρός καί ὁ Χριστός στέκεται σκύβαλα. Αὐτό εἶναι ἡ τραγικότητά μας!

Ἀλλά πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Τρίτη.


204η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης 
« Σοφία Σειράχ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Σοφία Σειράχ " εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/sofia-seirax
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oRvQcJSffpry9_VIhWtola

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Σοφία Σειράχ».🔻
https://drive.google.com/file/d/15yPd5yULQpwqBdVJzrpusJNL6wa2BczM/view?usp=drivesdk

🎥 Βιντεοσκοπημένες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40o1lCOake2wwX61iRYZNi-M

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1%20%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CF%87.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.