20 Μαρτίου 2025

«Ἡ σπατάλη» (β΄).

†. Ἐνθυμεῖσθε, παιδιά, τήν περασμένη φορά εἴχαμε μιλήσει διά τήν σπατάλην, ὅταν στήν πνευματική του διαθήκη ὁ Τωβίτ, λέγει: «Διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι -καί εἴχαμε πεῖ ὅτι «ἀχρειότης» εἶναι ὅτι ξοδεύουμε χωρίς νά τό χρειαζόμαστε. Βέβαια, ἡ λέξις αὐτή ἔχει κι ἄλλη σημασία, κι ἄλλες πολλές- ἐλάττωσις καί ἔνδεια μεγάλη -δηλαδή ἔχουμε ἐλάττωση ἀγαθων καί ἔνδεια (φτώχεια), μεγάλη-· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ». «Διότι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πεῖνας». Αὐτά, παιδιά, μᾶς λέει θεοπνεύστως ὁ Τωβίτ, καί τήν περασμένη φορά ἤδη εἴδαμε μερικά στοιχεῖα γύρω ἀπό τήν σπατάλην. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄς ὁλοκληρώσουμε τό θέμα μας. 

     Ἡ σπατάλη ταυτίζεται μέ τήν ἀσωτεία, καί μάλιστα καί γραμματολογικῶς. Μᾶς πληροφοροῦν τά λεξικά ὅτι ἀσωτεία σημαίνει σπατάλη. Μάλιστα ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς ἐτυμολογεῖ καί λέγει (ἄς ποῦμε ὅτι ἐτυμολογεῖ) καί λέγει στόν «Παιδαγωγό» του: «Ἀσώστους αὐτούς κατά ἔκθλιψιν τοῦ σίγμα στοιχείου νενοηκότες». Πρέπει, λέει, νά νοήσουμε τήν ἔκθλιψη τοῦ σίγμα (σ), ὥστε ἀπό τήν λέξη «ἄσωστος» νά περνάω στήν λέξη «ἄσωτος». Ἔτσι, βλέπει κανείς καθαρά ὅτι ὁ ἄσωστος, ποιός εἶναι ὁ ἄσωστος; Αὐτός πού δέν σώζεται, αὐτός πού δέν ἔχει ὁλοκληρία, αὐτός πού δέν σώζεται, δέν εἶναι σῶος, καί συνεπῶς ὁ μή σωζόμενος, δηλαδή ὁ ἄσωτος ἀφοῦ κατ’ ἔκθλιψιν -ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ Κλήμης- βγάλαμε τό σίγμα, καί ἔτσι, ἄσωτος σημαίνει πιά αὐτός πού δέν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Ποιός εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄσωτος ἤ ὁ ἄσωστος; Αὐτός πού δέν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. 

     Ἐπί ἠθικῆς ἐννοίας ὁ ἄσωτος (ἤ ἄσωστος) εἶναι ὁ σπάταλος, ὁ ἀκόλαστος -αὐτά εἶναι παρμένα ἀπό τό λεξικό- ὁ διεφθαρμένος, ὁ ἐξώλης (δηλαδή αὐτός πού εἶναι παντελῶς κατεστραμμένος), ὁ μή περισκοπῶν τό μέλλον, αὐτός πού δέν βλέπει γύρω του διά τό μέλλον, ὁ ὅλος τῆς σήμερον ἡμέρας, αὐτός πού ζεῖ μόνο γιά τή σημερινή ἡμέρα, δέν βλέπει τίποτε παρακάτω, ὁ ρίπτων τά χρήματα, αὐτός πού σκορπάει τά λεφτά του, ὁ καταναλίσκων, ὁ «ἀπολλύς» (:αὐτός πού καταστρέφει). Βλέπετε πόσα συνώνυμα ὑπάρχουν τῆς ἐννοίας «ἄσωστος» καί «ἄσωτος», δηλαδή ὁ σπάταλος, πόσα πράγματα! Ἔ βέβαια, πῶς εἶναι δυνατόν ποτέ νά σκεφτομαι τήν αὔριον ἐάν ὅλα τά ξοδεύω σήμερα! Εἶναι δυνατόν ποτέ; 

     Συνεπῶς, πρόκειται περί ἑνός μεγάλου κεφαλαίου, κάτι πού συνιστᾶ κάτι πολύ σημαντικό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό ἠθικῆς πλευρᾶς. Ἔτσι σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε». Ἐξάλλου «τρυφῶ» θά πεῖ «ἀπολαμβάνω», ἐκεῖνο τό ὁποῖο μπορῶ νά ἔχω, νά τό ἀπολαμβάνω. Μπορεῖ κάποτε νά αἰσθάνεται κανείς τρυφή καί μέ σκέτο ψωμί, ὅταν τό τρώγει κατά ἕναν τρόπο ἀπολαυστικό. Θά τό δεῖτε, ὅμως, σέ δυό πράγματα· ὅταν κάποιος τρώει ἕνα γλυκό ἤ ἕνα παγωτό, τό τρώει λίγο-λίγο, στήν πραγματικότητα προσπαθεῖ νά τό ἀπολαύσει. Ἐδῶ θά χρησιμοποιούσαμε τήν λέξη τρυφή-ἀπόλαυση. Ἔχετε δεῖ -κυρίως γυναῖκες, καμιά φορά καί ἄνδρες- νά καπνίζουν μέ τήν εἰκόνα τῆς τρυφῆς; Τῆς ἀπολαύσεως; Ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους μές στό τσιγάρο, πίνουν μία δόση γερή τσιγάρου, κρατοῦν κάποιον χρόνον τόν καπνό στούς πνεύμονες, καί μετά μέ μίαν ἀπόλαυση, τόν βγάζουν τόν καπνόν αὐτόν. Κυρίως οἱ γυναῖκες! Ἡ γυναῖκα εἶναι ἐπιρρεπής εἰς τήν ἀπόλαυσιν, εἰς τήν τρυφήν. Ἔτσι λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος: «Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς -εἶναι πολλοί οἱ τομεῖς τῆς τρυφῆς- καί ἐσπαταλήσατε -Εἴδατε; Σπαταλήσατε!- καί θρέψατε τίς καρδιές σας, σάν νά ἐπρόκειτο νά ‘σαστε σφαχτάρια γιά τήν ἡμέρα πού θά σᾶς πήγαιναν στό σφαγεῖο γιά σφαγή». Ἔτσι, λέει, θρέψατε τόν ἑαυτό σας, ἔτσι κάνατε τόν ἑαυτόν σας, νά εἴσαστε οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀπολαυστικοί. 

     Ἐκεῖνος πού σπαταλᾶ τά ὑλικά πράγματα, μήν ξεχνᾶμε ὅτι σπαταλᾶ καί τό ἴδιο του τό σῶμα, τίς σωματικές του δυνάμεις. Σπαταλῶ τά πράγματα, σπαταλῶ ὅμως καί τόν ἑαυτό μου. Διότι, ὅταν κάνω κατανάλωση ὑπερβολική κρασιοῦ, πέστε μου, σᾶς παρακαλῶ, μέ τήν μέθη δέν σπαταλῶ τόν ἑαυτό μου; Ὅταν ζῶ ξενύχτια, δηλαδή διασκέδαση μέ ξενύχτι, δέν σπαταλῶ τόν ἑαυτό μου; Ὅταν χρησιμοποιῶ τό τσιγάρο, πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, τά ναρκωτικά, ὅλα αὐτά δέν εἶναι μία αὐτοσπατάλη; Δηλαδή, νά τό ποῦμε, αὐτοκαταστροφή; Σπαταλᾶ, ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μέσα του τό στοιχεῖον τῆς σπατάλης, καί τήν καρδιά του, σπαταλᾶ καί τήν ψυχή του. Δέν ξέρω ἄν ποτέ ἔχετε ἀντιληφθεῖ ὅτι ὅταν σπαταλᾶμε τά αἰσθήματά μας τεῖδε κακεῖσε, στήν ποικίλη ἀνηθικότητα, κάποτε ξεθυμαίνουμε. Συνηθίζω νά λέγω -ἄν τό ‘πα καμμιά φορά σέ σᾶς, δέν θυμοῦμαι- ὅτι ἡ καρδιά μοιάζει μέ ἕνα ἀλάβαστρο. Ἀλάβαστρον εἶναι ἕνα φιαλίδιον, πού ἤτανε –παλιά τό ‘κάναν ἔτσι, ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν λατομεῖα ἀλαβάστρου (στήν Αἴγυπτο ὑπῆρχαν τέτοια, εἶναι θειοῦχος γύψος τό ἀλάβαστρον, ἄν καλά σᾶς τό λέω… Δέν θυμοῦμαι μπορεῖ νά κάνω καί λάθος)- λοιπόν πάντως μιά μαλακή πέτρα, πολύ μαλακή, πολύ εὔκολα ξύνεται-σκαλίζεται κι ἔκαναν φιαλίδια. Στά φιαλίδια αὐτά ἔβαζαν ἄρωμα. Καί ἐβούλωναν τό ἄρωμα, τά φιαλίδια αὐτά, κατά τρόπον πού νά μήν μπορεῖ κανείς νά τό ἀνοίξει, παρά μόνο ἐάν ἔσπαζε τόν λαιμό τοῦ φιαλιδίου. Καί βέβαια ἤτανε μιᾶς χρήσεως αὐτό, ἔπαιρνες τό φιαλίδιο (τ’ ἀγόραζες) τό ‘σπαζες ἀπό πάνω, ἔ, καί ἔπαιρνες τό ἄρωμα ἀπό μέσα. Ἔτσι μοιάζει ἡ καρδιά μ’ ἕνα ἀλάβαστρο πού μέσα της ἔχει κάποιο ἄρωμα. Εἶναι τό ἄρωμα τῶν συναισθημάτων καί κυρίως τά συναισθήματα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά ὑπάρξουν μέσα εἰς τόν γάμον. Ἔρχεσαι ἐσύ πρώϊμα, πρίν τήν ὥρα σου, καί σπάζεις αὐτόν τόν λαιμόν τοῦ φιαλιδίου (τοῦ ἀλαβάστρου) καί δέν κλείνει πιά. Ὅλο τό ἄρωμα αὐτό φεύγει. Ἔτσι τό τό ἄρωμα τῶν συναισθημάτων τῆς καρδίας ἐξαφανίζεται ὅταν λές: «Ἀγαπῶ κι αὐτόν, ἀγαπῶ κι αὐτήν… κι ἐκεῖνον… κι ἐκεῖνον…» καί δίνεις τήν καρδιά στόν ὅποιον-ὅποιον, ὁποιαδήποτε ὥρα καί ὁποιαδήποτε στιγμή. Στήν πραγματικότητα κάνεις σπατάλη αἰσθημάτων, καί ὅπως λέει κάποιο χωρίο, ἄν ὁ Κύριος ἐπισκεφτεῖ τήν καρδιά, τί θά κάνουν ἐκεῖνοι πού ἔχασαν τήν καρδιά τους; Ἐδῶ, θέ λέγαμε, ἐκείνων ἡ καρδιά πού ξεθύμανε, ὅταν θά ‘ρθει ἡ ὥρα νά δώσεις τήν καρδιά σου καί τά αἰσθήματά σου (ἐκεῖ πού πρέπει!), τότε τί θά κάνεις, ὅταν πιά ἔχεις μία ξεθυμασμένη καρδιά; Πολύ θά ἐπιθυμοῦσα, παιδιά, νά θυμόσαστε αὐτό πού σᾶς εἶπα: Προσέχετε, μή σπαταλᾶτε τεῖδε κακεῖσε τά αἰσθήματά σας.

     Ὁμοίως σπαταλοῦμε τό «κατ’ εἰκόνα», πού εἶναι ἡ περιουσία τοῦ πατέρα. Θυμόσαστε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὅταν ἐκεῖ … ἐπῆρε, λέει, «τήν οὐσίαν» τοῦ πατέρα («τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας»). Στήν πραγματικότητα τί εἶναι τό «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας»; «Οὐσία» θά πεῖ περιουσία. Ποιό εἶναι αὐτό τό στοιχεῖο τῆς περιουσίας πού ἔχουμε ἀπό τόν Πατέρα; Εἶναι τό κατ’ εἰκόνα. Τό παίρνουμε, μᾶς τό δίνει ὁ Θεός –«Σοῦ τό δίνω· πᾶρτο»- κι ἐμεῖς τό σπαταλᾶμε, αὐτό τό στοιχεῖον τό περιουσιακόν, πού εἶναι ἡ περιουσία τῶν περιουσιῶν! Ἀληθινή μας περιουσία, παιδιά, δέν εἶναι οὔτε τά χωράφια οὔτε τά χρήματα οὔτε οἱ προῖκες… τίποτα, εἶναι τό κατ’ εἰκόνα. Ἄν, λοιπόν, αὐτό τό σπαταλήσεις «ζῶν -ὅπως λέει κι ἡ παραβολή- ἀσώτως», πές μου τί θά κάνεις μετά; Ὅταν στραπατσαρίσεις… -ξέρετε τό κατ’ εἰκόνα συνδέεται μέ τήν προσωπικότητα, συνδέεται ἀναμφισβήτητα- ὅταν, λοιπόν, σπαταλήσεις τήν προσωπικότητά σου, αὐτά τά στοιχεῖα, τά γνωρίσματα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, πές μου τί θά κάνεις; Κι ἄν γυρίσεις πίσω στόν Πατέρα, σέ ἐρωτῶ: Πόσο στραπατσαρισμένος θά γυρίσεις; Καί τό θέμα δέν εἶναι ἐκεῖ, μακάρι νά γυρίσει κανείς, ἀλλά δέν γυρίζουν ὅλοι. Αὐτό εἶναι τό πάρα πολύ σημαντικό. 

     Ἀκόμη σπαταλᾶται ὁ χρόνος τῆς ζωῆς. Βλέπετε δέν εἶναι μόνο τά χρήματα νά τά σπαταλήσουμε, εἶναι καί ὁ ἑαυτός μας, ἐδῶ τώρα καί ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, πού δέν τίποτα ἄλλο παρά ἡ πίστωσις τῆς σωτηρίας μας. Ἄν ἐρωτήσετε τί κάνουμε ἐδῶ στήν γῆ; Τήν χαιρόμαστε, ἄν θέλουμε νά τήν χαιρόμαστε, στήν πραγματικότητα ὅμως δίδουμε ἐξετάσεις. Τό ἔχετε αὐτό ἀντιληφθεῖ; Ἄν ἐγώ τώρα σᾶς ὁμιλῶ, στήν πραγματικότητα, δέν εἶμαι ἐγώ ὁ ἐξεταστής, εἴσαστε ἐσεῖς. Ἐσεῖς μέ ἐξετάζετε καί μέ κρίνετε: Σᾶς λέω καλά, αὐτά πού σᾶς λέω; Δίνω ἐξετάσεις! Καί κάθε μέρα ὅλοι μας δίνουμε ἐξετάσεις. Ὄχι στό σχολειό, ἀλλά στήν καθημερινότητα μέσα. Δίνουμε ἐξετάσεις, πώς συμπεριφερόμαστε, πῶς κινούμαστε, πῶς σκεφτόμαστε. Ἔτσι ἡ ζωή μας δέν εἶναι παρά μία πίστωσις χρόνου, γιά τίς καλές μας ἐξετάσεις, γιά νά σωθοῦμε δηλαδή, γιά νά δώσουμε καλήν ἀπολογίαν -ὅπως λένε- εἰς τόν Κύριον, γιά τήν πίστωσιν τῆς ζωῆς πού μᾶς ἔδωσε. Πάντως, παντοῦ βλέπουμε νά ὑπάρχει αὐτό τό πνεῦμα τῆς σπατάλης -δυστυχῶς- πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἐκεῖνο τό ἀνώφελο ξόδεμα. Ἀνώφελο. Ὁ σπάταλος ἄνθρωπος, ἀκόμη, εἶναι πνευματικά ρηχός. Εἶναι κάποτε ἀνυπόφορα ρηχός! Καί ἀφιλοσόφητος, ὁ σπάταλος ἄνθρωπος. Ἅμα τοῦ πεῖς «Γιατί εἶσαι σπάταλος;» -ἀπό τά χρήματα μέχρι τόν χρόνον- «Ὢχ καημένε!», θά σοῦ πεῖ. Εἶναι ρηχός, ἀφιλοσόφητος. Δέν φιλοσοφεῖ τήν ζωή. 

     Γι’ αὐτό λέγει ἡ «Σοφία Σειράχ», παιδιά, στό 21ον κεφάλαιον (στίχος 15): «Ἤκουσεν –λέγει- ὁ σπαταλῶν καὶ ἀπήρεσεν αὐτῷ (:Ἂκουσε ἕνα σοφό λόγο, αὐτός πού σπαταλάει, καί δέν τοῦ ἄρεσε (ἔδειξε ἀπαρέσκεια) καὶ ἀπέστρεψεν αὐτὸν ὀπίσω τοῦ νώτου αὐτοῦ». «Ἄντε!» λέει… Πῶς κάτι… ἕνα πρᾶγμα δέν μᾶς ἀρέσει, τό πετᾶμε ἀπό πίσω μας, νά μή τό βλέπουμε. «Τό πέταξε», λέει, «ἀπό πίσω του, γιά νά μήν τό βλέπει». Καί ἄκουσε, λόγον, σοφόν! Ἔτσι μ’ ἐκεῖνα τά γνωρίσματα, τά χαρακτηριστικά, τί γράφει ἕνα λεξικό, ἄν τό θέλετε, τό λεξικό τῶν Liddell-Scott, ὁ σπάταλος ἀκόμη ἀδιαφορεῖ γιά τό μέλλον, ἀφοῦ, λέγει, εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡμέρας, ὁ ὅλος τῆς σήμερον ἡμέρας, δέν κοιτάζει διά τό μέλλον, δέν εἶναι προνοητικός, εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα… «Δέν βαριέσαι…», σοῦ λέει. Εἶναι ὁ τζίτζικας καί τό μυρμήγκι ἔ; Ὁ μῦθος αὐτός, εἶναι ὁ τζίτζικας πού… τραγουδάει, προσέξτε… καί τό μυρμήγκι πέφτει -δέν τρώει τόν χειμῶνα τό μυρμήγκι- σέ χειμερία νάρκη, ἀλλά ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει εἶναι μία εἰκόνα, πού βγῆκε αὐτός ὁ μῦθος, ὁ τζίτζικας εἶναι ὁ ἀνέμελος, δέν τόν νοιάζει ὅτι ἔρχεται ὁ χειμῶνας, ἐνῶ τό μυρμήγκι, μαζεύει. Ναί, εἶναι προνοητικό, εἶναι τό σύμβολο τῆς προνοητικότητας τό μυρμήγκι. 

     Πάντως, βέβαια, ἡ ζωή ἔχει πολλά γυρίσματα, κι ἅμα δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι πεταμένος στόν δρόμο, δέν ξέρουμε γιατί αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεταμένος στόν δρόμο. Μπορεῖ αὔριο, παιδιά, νά δεῖτε ἐμένα -μή σᾶς κάνει ἐντύπωση- πεταμένον στόν δρόμο. Ναί. Ναί! Πεταμένον στόν δρόμο. Ἔχει πολλά γυρίσματα ἡ ζωή, ἀναπάντεχα, ἀνύποπτα, ἀπρόβλεπτα. Ὅμως θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι πάρα πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πεταμένοι στόν δρόμο, δέν εἶναι γιατί ἦρθαν τά ἀναπάντεχα γυρίσματα τοῦ καιροῦ καί τῆς ζωῆς, ἀλλά γιατί οἱ ἴδιοι δέν φρόντισαν γιά τήν ζωή τους. Ἐκεῖνο τό «Δέν βαριέσαι!… Μεροδούλι-μεροφάϊ…!». Δέν σκέπτονται τίποτα παρά μόνο -νά μοῦ ἐπιτρέψτε τή ἔκφραση-: «Σήμερα ὅ,τι βγάλαμε, νά τά κοπανήσουμε -ἔτσι τό λένε-, νά τά φᾶμε καί δέν βαριέσαι». Μά αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δέν θά γίνει φτωχός; Μιά μέρα δέν θά πεταχτεῖ στόν δρόμο; Καί ποιός τοῦ φταίει; Ἡ ἴδια ἡ ἀπρονοησία του καί ὁ τρόπος ὁ σπάταλος πού ἔχει ζήσει. 

     Πάντως ἡ ἐποχή μας εἶναι γενικά μιά ἐποχή καταναλωτική. Ἐξάλλου δέν τήν ὀνομάζω ἐγώ ἔτσι, πιστεύω ὅτι πολλές φορές θά ‘χετε διαβάσει σέ ἔντυπα… κ.λπ. καί θά ἔχετε δεῖ ὅτι ὄντως χαρακτηρίζεται ἡ ἐποχή μας ὡς καταναλωτική. Δηλαδή καταναλώνει, ξοδεύει-ξοδεύει, καταναλώνει κάτι πού δέν ἦταν τά παλιότερα χρόνια. Πρό τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δέν ὑπῆρχε κοινωνία καταναλωτική γιατί τά ἀγαθά ἦταν περιορισμένα. Καί τό σπουδαῖον εἶναι ὅτι ἡ καταναλωτική αὐτή κοινωνία, δημιουργεῖ μία εἰδική ψυχολογία εἰς τούς καταναλωτές. Ἄν ἔπρεπε νά ἀναλύσουμε αὐτήν τήν ψυχολογία, τήν εἰδική ψυχολογία, θά χρειαζόμαστε, παιδιά, ἕνα μάθημα. Εἶναι μία πολύ περίεργη ψυχολογία. Εἶναι μία ψυχολογία πού δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς καταναλωτικῆς ἐποχῆς δέν στηρίζεται ποσῶς εἰς τόν Θεό καί εἰς τήν πρόνοιά Του, παρά μόνο στόν ἑαυτό του. Ἄν αὔριο πρωΐ ἀκούσουμε ἀπ’ τά ραδιόφωνα στίς εἰδήσεις ὅτι κάτι… πόλεμος γίνεται, κάπου ἁρπαζόμαστε. «Μήν ἀνησυχεῖτε, μήν ἀνησυχεῖτε!» Γιατί ἔχει πέσει ὁ σπόρος τοῦ πανικοῦ. Μήν ἀνησυχεῖτε, ἀλλά ἔτσι κι ἀκούσουμε κάτι ξέρετε τί θά κάνουμε; ἀντί νά πᾶμε στίς Ἐκκλησίες, ὅπως πηγαίναμε τό 1940, θά τρέξουμε στά σοῦπερ μάρκετ γιά νά προμηθευτοῦμε ὅ,τι περισσότερο μποροῦμε, ἀδειάζοντας τά ράφια. Ἐξάλλου τό δείξαμε αὐτό τό 1974. Ναί. Ναί. Συνεπῶς αὐτό δέν εἶναι ἕνα στοιχεῖο εἰδικῆς ψυχολογίας τοῦ συγχρόνου καταναλωτοῦ; Πρόνοια εἶναι νά φροντίσει κανείς γιά νά ‘χει κάποια τρόφιμα, ἀλλά ἐδῶ στηρίζουμε τήν ζωή μας ὁλότελα στό νά ἔχουμε νά καταναλώνουμε… κ.λπ… κ.λπ… κ.λπ.

     Ἀλλά δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν ἀκόμη -ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ἄν θέλετε, τῆς καταναλωτικῆς μας κοινωνίας- οἱ ποικίλοι κίνδυνοι πού μπορεῖ νά ὑπάρχουνε γύρω μας. Οἱ κίνδυνοι; Πρῶτα-πρῶτα κοινωνικοί κίνδυνοι. Τό ἔγκλημα αὐξάνει. Τό βλέπετε, χτυπάει τήν πόρτα μας τό ἔγκλημα. Κανείς δέν ξέρει ἄν κάποιος κακοποιός δέν μπεῖ στό σπίτι του, ὅπως διαβάζουμε στίς ἐφημερίδες κι ἀκοῦμε καί βλέπουμε. Ἀκόμη ἔχουμε ἐθνικούς κινδύνους. Ποιός μᾶς λέει ὅτι αὐτή τή στιγμή γύρω-γύρω δέν εἴμαστε σέ μία κατάσταση ἀνάγκης καί πιθανῶς πρέπει νά εἴμεθα σέ κατάσταση ἑτοιμότητος; Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά! Ξέρετε τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Νά ἔχουμε νά καταναλώσουμε. Ἔτσι, ἀκόμη δημιουργοῦμε ἀμέτρητες ἀνάγκες γιατί μάθαμε νά σπαταλᾶμε. Ἀκόμα ἡ κοινωνική μας εἰκόνα ἔχει πολλά νά μᾶς πεῖ ὅπως σᾶς εἶπα. Τί χρειάζεται; Μία λιτότης. Σήμερα, ὅποτε εἰπωθεῖ ἡ λιτότητα, θεωρεῖται μιά ἀνυπόφορη κατάσταση. Δέν τήν ἀνεχόμεθα πλέον τήν λιτότητα. 

    Ἔχουμε ἀκόμη καί τήν σπατάλη τοῦ περιβάλλοντος. Θά τρέξω ὅμως πολύ γρήγορα γιά νά ἀναφερθῶ σ’ αὐτό. Οἱ πλουτοφόρες πηγές μας -ὄχι ἐδῶ στήν Ἑλλάδα μόνο, ἀλλά σ’ ὅλη τήν γῆ μας- ὅπως εἶναι τά δάση, τά νερά, τά μεταλλεῖα, τό κάρβουνο, ἡ ὑπερεκμετάλευση τῆς γῆς (πού τήν ἔχουμε κατεξαντλήσει μέ τίς ἀτέλειωτες ἀπαιτήσεις μας), τά ψάρια… Ποῦ νά φᾶς πιά ψάρια! Ἡ πιό βρώμικη θάλασσα εἶναι ἡ Μεσόγειος, ἡ πιό ἀκατάλληλη θάλασσα γιά νά τρέφει ψάρια, τά ἄγρια θηράματα, αὐτές οἱ ἴδιες οἱ θάλασσές μας, ὅλα, μά ὅλα, παιδιά, αὐτά, σπαταλῶνται ἀλόγιστα. Δηλαδή, οἰκολογικά μιλῶ, ἀπό πλευρᾶς οἰκολογικῆς. Κι ἄν ἔπρεπε νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας -ἀπό τήν πλευρά αὐτή- ὄντως εἴμεθα ἀξιοθρήνητοι. Ἀλλά ἕως πότε; Αὐτή ἡ σπατάλη τοῦ περιβάλλοντος φθάνει νά κάνει τήν γῆ μας ἕνα σεληνιακόν τοπίον. Κάποτε τά Τέμπη ἤτανε τόσο πλούσια σέ δάση! Σήμερα εἶναι ἀποψιλωμένα. Γιατί; Κάποτε ἔγινε σπατάλη τοῦ περιβάλλοντος. Ἀκόμη διαμαρτύρεται ὁ Θεός γιά τά Σόδομα -μέ τά ὁποῖα, λέγει ὁ Θεός, μοιάζουν τά Ἱεροσόλυμα- καί λέγει (Ἰεζ. 16,49): «Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, δηλαδή «Σύ, ὦ ἀδελφή Ἱερουσαλήμ, πού ἔχεις ἀδελφή τά Σόδομα (ἐννοεῖται μεταφορικῶς) ὑπερηφανίᾳ (:στην υπερηφάνια)· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου -«σέ πλησμονή», λέει «ἄρτων», ἐννοεῖ, δηλαδή, τά πλούσια ἀγαθά, εὐημερία- καί ἐν εὐθηνίᾳ, -δηλαδή «μέ εὐνερία, μέ πλοῦτον κρασιοῦ, ὅλα αὐτά ἄφθονα» ἐσπατάλων αὐτὴν». Εἴδατε; «Σπαταλοῦσαν», λέγει, «αὐτή -τά Σόδομα- καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς», δηλαδή -ἤτανε πεντάπολις- «οἱ ἄλλες πόλεις γύρω». «Εἶναι ἀδελφή σου -λέγει ὁ Θεός- ὦ Ἱερουσαλήμ, τά Σόδομα», διά τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ.  

     Ἀλλά μόνο, παιδιά, ἐάν ἀποκτήσουμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί λογαριάζουμε τίς ἐντολές Του, θά μπορέσουμε νά ὑπερνικήσουμε αὐτήν τήν φθοροποιό σπατάλην, σέ ὅλους τούς τομεῖς, ἀπό τά οἰκονομικά τοῦ σπιτιοῦ μας, μέχρι τό περιβάλλον στό ὁποῖο ζοῦμε. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε τήν λιτότητα καί τήν οἰκονομία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐνθυμεῖσθε στόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων. Ἐκεῖ ἔδωσε ἕνα μάθημα λιτότητος. Ψωμί καί ψάρι ἦταν τό γεῦμα. Σημειώσατε ὅτι κοντά στή λίμνη, τό ψάρι ἤτανε πάρα πολύ φτηνό, δέν ἤτανε πολυτελής τροφή, διότι δίπλα ἐκεῖ ψάρευαν ψάρια ἀπό τήν λίμνη. Συνεπῶς «ψωμί καί ψάρι», εἶναι κάτι ἀντίστοιχο μέ μᾶς, αὐτό πού λέγαμε κάποτε «ψωμί κι ἐλιές», «ψωμί-κρεμμύδι», «ψωμί-ρέγγα», κάπως ἔτσι… Σήμερα, ὅμως, ἡ ρέγγα εἶναι πανάκριβη! Ἀλλά ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει δείχνει ἐκεῖ μία λιτότητα προσφορᾶς, ἀλλά καί μία οἰκονομίας . Ὅταν ἔφαγε, λέει, ὁ λαός καί χόρτασε, εἶπε στούς μαθητές Του νά μαζέψουν τά περισσεύματα. «Μά, Κύριε, Σύ θαυματουργικῶς ἔδωσες τόσα ἀγαθά…». «Ὄχι, θά μαζέψετε τά περρισεύματα!». Καί μάλιστα εἶπε καί τοῦτο ὁ Κύριος: «ἵνα μή τι ἀπόλλυται», «γιά νά μή χθεῖ τίποτα». Ἐκεῖνο τό «τι» θά πεῖ: Οὔτε τό τόσο δά (οὔτε μιά μπουκίτσα) νά μή χαθεῖ. Θά ἔπρεπε, ἄν ἐπέτρεπε ὁ χρόνος, νά σᾶς ἔλεγα περιστατικά μές στό σπίτι σας, θά ἔτρωγα πολύ καιρό… νά μήν πετᾶμε τό ψωμί, τό φαγητό… Δέν τό ‘φαγες, βᾶλτο στό ψυγεῖο, φᾶτο τήν ἄλλην ὥρα… κ.λπ. Δέν θά πετᾶμε στούς σκουπιδοτενεκέδες μας τίποτα. Προσέξτε, εἶναι ἐντολή. Πολλές φορές λέμε ποιές εἶναι οἱ ἐντολές…; Ἒ, μήν κλέψεις, μήν σκοτώσεις... Ποιός τό εἶπε αὐτό; Ἐάν ὁ Κύριος εἶπε «ἵνα μή τι ἀπόλλυται», «τίποτα νά μήν χαθεῖ», καί σύ πετᾶς τά ἀγαθά σου, γιατί ἐν πλησμονῇ τά τρῶς καί τά πετᾶς στά σκουπίδια, αὐτό δέν εἶναι ἁμαρτία, δέν εἶναι παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ; Ἀκόμη, παιδιά, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον παραγγέλλει, διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἔχοντες διατροφάς καί σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα», δηλαδή «νά φᾶμε καί νά σκεπαστοῦμε. Δηλαδή «σκέπασμα εἶναι καί τά ροῦχα πού φορᾶμε. Νά ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά». Δηλαδή ὄχι πολλά-πολλά, νά ἔχει κανείς. «῎Εστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας»· «Εἶναι» λέει, «πλοῦτος μέγας τό νά ἔχεις εὐσέβεια καί αὐτάρκεια». Νά λές: «Αὐτά μέ φτάνουν». 

     Καί ἀκόμη δέν πρέπει νά λησμονοῦμε στόν καιρό τῆς εὐημερίας τόν καιρό τῆς πεῖνας. Αὐτό τό λέει πολύ ὡραῖα ἡ Σοφία Σειράχ πάλι (18ο κεφάλαιο): «Μνήσθητι καιρὸν λιμοῦ ἐν καιρῷ πλησμονῆς (:Τόν καιρό πού εἶναι ὅλα ἀγαθά καί πολλά, νά θυμᾶσαι τήν πεῖνα), πτωχείαν καὶ ἔνδειαν ἐν ἡμέραις πλούτου (:τόν καιρό πού ἔχεις πολλά ἀγαθά, εἶσαι πλούσιος, νά θυμᾶσαι τίς μέρες τῆς φτώχειας)». Γιατί; «Ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας μεταβάλλει καιρός (:Ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, λέει, μεταβάλλεται ὁ καιρός) καὶ πάντα ἐστὶ ταχινὰ ἔναντι Κυρίου». Κι ὅλα εἶναι γρήγορα. Ὅλα ἀλλάζουν, μά ὅλα ἀλλάζουν! Καί φαίνεται, παιδιά, γιά τήν πατρίδα μας ὅτι ξαναγυρίζουν οἱ μέρες τῆς πτωχείας, ἀκούσατέ το. Ἡ ξενική Κατοχή καί ἡ πεῖνα πού περάσαμε δέν μᾶς δίδαξαν δυστυχῶς, πλήν ὀλίγων ἀνθρώπων. Ἡ νεωτέρα γενιά οὔτε κἄν ὑποπτεύεται ὅτι δέν πρέπει νά σπαταλᾶ καί νά σπαταλᾶται. Οὔτε κἄν τό ὑποπτεύεται αὐτό! Ὅσοι ἔχετε φρόνηση, ἀκούγοντες αὐτό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύετε ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, σπεύσατε νά περισώσετε ὅ,τι ἔχετε χάσει. Οἱ καιροί, παιδιά, δέν περιμένουν, ἀλλιώτικα ἐκδικοῦνται, ἐάν σπαταλοῦμε. Θά ρθοῦν πραγματικές ἡμέρες πεῖνας. Ἄς διώξουμε, λοιπόν, τήν σπατάλη ἀπ' ὅλες τίς μορφές της, ἀπό τήν ζωή μας βέβαια καί ἄς μάθουμε πολύ καλά αὐτό τό μάθημα τῆς λιτότητος καί τῆς οἰκονομίας. Κι ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ὃπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου (:Γιά νά ρθοῦν καλύτεροι καιροί, νά ρθοῦν καλοί καιροί)». Καί νά ἐπαναλάβω καί νά κλείσουμε, αὐτά πού λέγει ὁ Τωβίτ στό παιδάκι του, τόν Τωβία: «Ἡ γὰρ ἀχρειότης (:Διότι ἡ ἀχρειότης)», δηλαδή ἡ σπατάλη, «μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ», «εἶναι ἡ μάνα τῆς πεῖνας». Αὐτά ἤθελα νά σᾶς πῶ σήμερα, κλείνοντας τό μάθημά μας γιά τό θέμα τῆς σπατάλης. 


27η ομιλία στην κατηγορία "Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ".

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ. " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/h-pnevmatikh-diauhkh-toy-tvbit
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_7.html?m=1

Ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση: Ἠλίας Τσακνάκης.

Επιμέλεια κειμένου : Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ».🔻
https://drive.google.com/file/d/1RZ1sYHVgLqBWiFNCBGi90Z__kjEnhr2H/view?usp=drivesdk

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

«Ἡ σπατάλη» (α΄).

†. Μᾶς εἶχε πεῖ ὁ Τωβίτ, τήν περασμένη φορά, στήν πνευματική του διαθήκη, ὅπως θά ἐνθυμεῖσθε, ὅτι ἡ ξενομανία εἶναι ἕνα φαινόμενον τῆς ὑπερηφανείας. Ἐγώ δέ σᾶς εἶχα πεῖ ὅτι εἶναι ταυτόχρονα κι ἕνας φορέας, ἐπί τοῦ ὁποίου ὁ Ἀντίχριστος, τώρα οἱ ἀντίχριστες δυνάμεις, οἱ ἀντίθεες δυνάμεις, θά διεισδύσουν δι’ αὐτοῦ τοῦ φορέως (τῆς ξενομανίας) πρός ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, διά νά ἐπιβάλλουν μίαν ὁμοιομορφία ἀντιλήψεων. Δηλαδή, σᾶς εἶπα γιά παράδειγμα, ἡ μουσική, αὐτή ἡ ἀμερικάνικη μουσική -προσέξτε, δέν τά βάζω μέ τούς Ἀμερικάνους, ἁπλῶς λέγω ἕνα στοιχεῖο πολιτιστικό, ἀπό ποῦ βγαίνει καί ποῦ φτάνει. Σ’ ὅποιο σημεῖο τῆς γῆς νά πᾶτε, θ’ ἀκούσετε ἀμερικάνικη μουσική, αὐτήν τήν μοντέρνα μουσική, αὐτήν πού ξετρελαίνει τούς ἀνθρώπους. Καί στήν Ἀφρική νά πᾶτε -ἐξάλλου ἀπό κεῖ κατάγεται αὐτή ἡ μουσική- θά βρεῖτε τό ἴδιο πρᾶγμα. Συνεπῶς γίνεται φορέας διεισδύσεως ἑνός μόνο πνεύματος, τοῦ πνεύματος τῆς ἀποστασίας, πού θά ὑπηρετήσει τόν Ἀντίχριστον. Αὐτά λέγαμε τήν περασμένη φορά καί ὅτι εἶναι μία μορφή ὑπερηφανείας ἡ ξενομανία.

     Σᾶς εἶπα ὅμως ὅτι δέν εἶναι μόνο ἡ ξενομανία. Ὁ Τωβίτ ἀναφέρει καί ἀκόμα κάτι. Νά τί μᾶς λέγει: «Διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ». Δηλαδή: «Στήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει ἀκαταστασία καί καταστροφή πολλή». Καί «ἐν τῇ ἀχρειότητι», στή σπατάλη, (θά τό δοῦμε πιό κάτω) -σπατάλη ἔ!- ὑπάρχει ἐλάττωση (ἐννοεῖται ἀγαθῶν) «καί ἔνδεια μεγάλη (:καί φτώχεια μεγάλη)». Διότι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μητέρα τῆς πείνας, τοῦ λιμοῦ. Εἶναι ἕνα ὡραῖο θέμα αὐτό τό περί σπατάλης. Καί πράγματι ἀποτελεῖ μία μορφή τῆς ὑπερηφανείας, καί δέν εἶναι τι ἄλλο παρά ἡ λεγομένη ἀλαζονεία τοῦ βίου, πού κύριο χαρακτηριστικό της ἔχει τήν σπατάλη, γιά τήν ὁποία θά μιλήσουμε. 

     Ἀναφέρει τήν λέξη «ἀχρειότης», ἀ-χρειότης. Βέβαια κάτι νά σᾶς πῶ νά τό ξέρετε, μία λέξη στήν διαδρομή τῆς Ἱστορίας, ἐφόσον οἱ λέξεις ἀποτελοῦν μία γλῶσσα καί ἡ γλῶσσα εἶναι τό μέσον, ὁ τρόπος, πού ὁμιλεῖ καί ἐκφράζεται ἕνας λαός. Μέσα στή διαδρομή, λοιπόν, τῶν ἐποχῶν, ἔχουμε μία πάντοτε ἀλλαγή τῶν ἐννοιῶν τῶν λέξεων. Ποτέ μήν πεῖτε: «Αὐτή ἡ λέξη σημαίνει αὐτό». «Ἀφοῦ τό ξέρω πολύ καλά», θά πεῖτε, «γιατί νά πάω στό λεξικό;». Ἄν πᾶτε στό λεξικό θά δεῖτε ὅτι αὐτή ἡ λέξις ἔχει πάρα πολλές σημασίες στή διαδρομή τῆς Ἱστορίας τῆς γλώσσης. Ἴσως πολύ λίγες λέξεις νά ἔχουν τήν ἀρχαία ἔννοια. Ἀλλά κι ἄν ἔχουν σήμερα τήν ἀρχαία ἔννοια, σέ κάποια ἄλλη ἐποχή (στόν Μεσαίωνα… κ.λπ.), βλέπουμε ὅτι ἔχουν μιά ἄλλη σημασία, ἤ ἔχουν πολλές σημασίες. Ἐπειδή ἡ γλῶσσα εἶναι κάτι τό ζωντανό καί οἱ ἔννοιες ντύνονται μέ τίς λέξεις. Θά λέγαμε οἱ λέξεις εἶναι ἕνας τρόπος, εἶναι στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀπό μόνα τους εἶναι νεκρά. Ζωντανεύουν ὅταν ἐμεῖς δίνουμε μιά ἔννοια στίς λέξεις. Κι ὅταν δώσουμε καί περισσότερες ἔννοιες, καταλαβαίνετε ὅτι μιά λέξη πιά δέν εἶναι κάτι νεκρό, εἶναι κάτι τό ζωντανό. Καί θά πρέπει νά πηγαίνουμε πάντα στό λεξικό, ἄν ἐνδιαφερόμεθα γιά τήν ἔννοια μιᾶς λέξεως, ἰδίως εἰς τό παρελθόν. Λοιπόν, ἡ λέξις «ἀχρειότης» σήμερα θά πεῖ: «ὁ ἀχρεῖος ἄνθρωπος». Ἀκόμη θά πεῖ: «ὁ ἄχρηστος ἄνθρωπος»… κι ὅ,τι ἄλλο θέλετε πεῖτε. Ἀλλά ἐδῶ «ἀχρειότης» θά πεῖ «ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ἀνάγκη κάπου πράγματος, συνεπῶς τό ξοδεύει». Ἄρα αὐτό πού λέει: «καί ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις», θά πεῖ: «τό ξόδεμα μή χρειαζούμενων πραγμάτων», ἤ «τό ξόδεμα», ἄν θέλετε, «πολυτελῶν πραγμάτων». Ἐνῶ μπορῶ νά περάσω χωρίς τά πολυτελῆ, τά πολυτελή αὐτά τά παραπανίσια, ὅμως ἐγώ ξοδεύω καί γιά τά παραπανίσια. Δηλαδή, νά μή μένουμε περισσότερο, «ἀχρειότης» θά πεῖ σπατάλη. Γιά ὁποιονδήποτε λόγο μπορεῖ νά ξοδεύει κανείς τά χρήματα, εἴτε γιατί θέλει πολυτέλεια εἴτε γιατί θέλει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο. Ἔτσι τά περιττά πράγματα εἶναι ὄντως μία σπατάλη. Καί μπορεῖ νά ἔχουν τό κίνητρο τῆς ἐπιδείξεως, διότι ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος του, γιατί νά ἔχει παραπανίσια πράγματα; Θέλει νά ἐπιδειχθεῖ. Δηλαδή ἤδη βρίσκεται στήν ἀλαζονεία τοῦ βίου, καί ἀλαζονεία τοῦ βίου θά πεῖ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι δέν μένουμε στήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν ἀλλά στήν ἐξυπηρέτηση τῆς ἀλαζονείας τοῦ βίου, τῆς ὑπερηφανείας. 

     Ἡ σπατάλη, λοιπόν, θά εἶναι τό θέμα μας. Εἶναι ἕνα φαινόμενο πού δείχνει μιά ἀφροσύνη καί μιά περιφρόνηση τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μᾶς δίνει τά ἀγαθά του καί ἐμεῖς κατά κάποιο τρόπο, εἴμεθα κακοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν. Συνήθως τό φαινόμενο τῆς σπατάλης ἐμφανίζεται στίς ἡμέρες τῆς εὐημερίας. Ὅταν τά ἔχουμε πολλά. Καί βέβαια ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχή εὐημερίας, γι’ αὐτό καί λέγεται καταναλωτική ἐποχή, τί θά καταναλώσω. Λέμε: «Τό καταναλωτικό κοινό». Πᾶμε στά super markets βρίσκουμε ὅ,τι θέλουμε, καί παίρνουμε… παίρνουμε… καταναλώνουμε, παίρνουμε-καταναλώνουμε. Ἔτσι, πῶς θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ἡ ἐποχή μας; Ἔχουμε ἐποχές πού χαρακτηρίστηκαν μέ μίαν ὀνομασίαν. Θά λέγαμε: «Ὁ ἱπποτισμός», «Ὁ οἰκονομικός ἄνθρωπος», «Ὁ ἐπιστημονικός ἄνθρωπος», «Ὁ τεχνικός ἄνθρωπος»… κ.λπ. Ὅλα αὐτά φαίνονται σέ μιά… χαρακτηρίζουνε μία ἐποχή. Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχή τῆς καταναλώσεως. Γιά σκεφθεῖτε πόσο ὑποτιμητικό εἶναι αὐτό; «Τῆς καταναλώσεως». Γιά φιλοσοφήσατέ το, νά δεῖτε πόσο φτωχό, φτηνό, ρηχό πρᾶγμα εἶναι. Καί τότε ἀκολουθεῖ τό ἐξῆς σχῆμα: Εὐημερία-σπατάλη-πεῖνα. Μᾶς τό λέει ἐδῶ ὁ Τωβίτ αὐτό τό σχῆμα: «Ἔχεις ἀγαθά, ὑπερηφανεύεσαι συνεχῶς γι’ αὐτό τό πρᾶγμα, σπαταλᾶς (ἀχρειότης) καί γρήγορα ἔρχεται ἡ πεῖνα». Γι’ αὐτό πολύ σωστά λέγει ὅτι ἡ μάνα τοῦ λιμοῦ -λέει ὁ Τωβίτ- εἶναι ἡ ἀχρειότης, δηλαδή ἡ σπατάλη. Τήν πεῖνα! 

     Τί δείχνουν; Δείχνουν ὅλα αὐτά ὃτι ἡ εὐημερία εἶναι πράγματι μία εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἀντίρρησις γι’ αὐτό. Ἀλλά ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πολλές φορές στά χέρια τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μία κατάρα, δέν φταίει ὁ Θεός γι’ αὐτό. Ἄν ὑπάρχουν μέθυσοι, ἐπί παραδείγματι, δέν φταίει ὁ Θεός γιατί ἔδωσε τά σταφύλια. Ἄν ὑπάρχουν γαστρίμαργοι, δέν φταίει ὁ Θεός γιατί ἔδωσε πλούσια τά ἀγαθά Του. Λέει, μάλιστα, διά τῶν προφητῶν, τοῦ προφήτου Ἱερεμίου… κ.ἄ….: «Θά φᾶτε τό ψωμί σας», λέει, «ἐν σταθμῷ». «Ἐν σταθμῷ» θά πεῖ μέ τό ζύγι. Ἔ, ἐμεῖς τό φάγαμε τό ψωμί μέ τό ζύγι, κι ὅσοι μεγάλοι μέ ἀκοῦν αὐτή τήν ὥρα, σίγουρα θά τό ἐνθυμοῦνται ὅταν πηγαίναμε στούς φούρνους κατά τήν διάρκεια τῆς ἰταλο-γερμανικῆς Κατοχῆς, καί παίρναμε τό ψωμί -Ἂν παίρναμε! Ὄχι κάθε μέρα… Ὤ, μποροῦσε νά πάρουμε μία φορά στό 15μερο!-, καί νά πάρουμε 20-30 δράμια! Δηλαδή περίπου 80-100 γραμμάρια. Ψωμί; Μόνο ψωμί δέν ἦταν ἐκεῖνο πού παίρναμε. Ἦταν ἕνα διαλυόμενο πρᾶγμα καί τό ‘βαζαν, τό ψῆναν σέ ταψιά μέσα σέ λαδόκολλες, γιά νά μή διαλυθεῖ, καί βέβαια δέν καθόμασταν νά βγάλουμε τό χαρτί, ὅπως βγάζουμε τό χαρτί ἀπό τήν καραμέλα νά τή φᾶμε, ἀλλά τό τρώγαμε τό ψωμί αὐτό μαζί μέ τό χαρτί. Καί πηγαίναμε κάθε μέρα στόν φοῦρνο καί ἔλεγε ὁ φούρναρης: «Σήμερα δέν ἔχει ψωμί!». Καί μποροῦσε νά ἔρθει ψωμί ὕστερα ἀπό 15 ἡμέρες! Τό ἀκούσατε καλά; Ὕστερα ἀπό 15 ἡμέρες, 30 δράμια ψωμί, γιά τό ἄτομο. Τ’ ἀκούσαστε καλά, ἔτσι;

     Λοιπόν, ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, στά χέρια τοῦ ἀνθρώπου ἡ εὐημερία γίνεται κατάρα. Διότι ὁ ἄνθρωπος σπαταλᾶ καί ὁ Θεός τιμωρεῖ. Δέν φταίει, λοιπόν, ὁ Θεός, οὔτε τά ἀγαθά πού μᾶς ἔδωσε. Φταῖμε ἐμεῖς πού δέν κάνουμε καλή χρήση τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Θά σᾶς πῶ μιά εἰκόνα -ἄν καί προφητική αὐτή ἡ εἰκόνα, καί ἀναφέρεται σέ κάτι πιό πέρα- ὅμως δίνει πολύ καλή περιγραφή, τί θά πεῖ σπατάλη. Ὁ προφήτης Δανιήλ, στό 7ο κεφάλαιό του (έβδομος στίχος) ἀναφέρεται στά τέσσερα ἐκεῖνα ζῶα («θηρία») πού βλέπει μέσα στήν Μεσόγειο Θάλασσα (τήν «Μεγάλη Θάλασσα»), τό ὁποῖο δέν εἶναι παρά προφητικές εἰκόνες «μελλόντων ἐπέρχεσθαι», ἐκείνων πού ἐπρόκειτο νά ἔλθουν. Παρατηρεῖ ὅμως ὃτι τό τέταρτο ζῶο, ἕνα φοβερό ζῶο, καί βέβαια ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία αὐτή… κ.λπ. κ.λπ… Ἀκοῦστε περιγραφή, ἀκοῦστε διατύπωση: «… ἐσθίον καὶ λεπτῦνον καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν αὐτοῦ συνεπάτει», δηλαδή «ἔτρωγε, σπάραζε, καί τά ὑπόλοιπα -ὅ,τι δέν μποροῦσε νά φάει- μέ τά πόδια του», λέει, «τό ζῶο αὐτό, τά πατοῦσε». Ὅ,τι δέν μποροῦσε να φάει, μέ τά πόδια του τό πατοῦσε. 

     Εἶναι μιά τρομερή εἰκόνα, ἀλλά γιά νά μήν νομίσετε ὅτι εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, ἐγώ μέ τά μάτια μου, πάρα πολλές φορές ἔχω δεῖ σέ στρατιωτικές μονάδες τῆς ἐποχῆς μας. Τό ψωμί πού περισσεύει τό πετᾶνε σέ μεγάλα καζάνια… πῶς τά λένε «βαρέλια», σκουπίζουν τίς καραβάνες τους… καί στήν ἐποχή μου, ὅποιος μεγάλος μέ ἀκούει θά μαρτυρήσει περί τοῦ πράγματος… σκουπίζουμε τήν καραβάνα μας μέ τό ψωμί, γιά νά φύγει τό λίπος… κ.λπ. καί ὅσα μεγάλα κομμάτια περισσεύουν -Ἀκοῦστε! Ἀκοῦστε!- τά παίζουμε ποδόσφαιρο! Ναί, τά παίζουμε ποδόσφαιρο! Νά γιατί συνειρμικά θυμήθηκα αὐτό τό ζῶο πού λέει ἐκεῖ, τό τέταρτο, ὁ Δανιήλ, ὅτι καί ὅ,τι δέν μπορεῖ νά φάει τό ποδοπατεῖ. Κάνει ἐντύπωση; Γιά νά μήν πῶ κι ἄλλα πράγματα… νά σᾶς πῶ, τί νά σᾶς πῶ… ὅταν πᾶν οἱ ἄνθρωποι καί διασκεδάζουν -κι αὐτό φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, ἕνα φαινόμενο μετακατοχικόν-ὅταν ἄρχισε νά ὑπάρχει εὐημερία στήν Ἑλλάδα, τότε, σκασμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν Κατοχή, πήγαιναν νά διασκεδάσουν, κι ἐκεῖ -ἀκοῦστε!- τά σπάζαν ὅλα! Κι αὐτό ἦταν μία συνήθεια ἐκείνων πού εἶχαν πολλά λεφτά ὅτι… γιά νά διασκεδάσουν! Νά σπάζουν τά πιάτα! Νά σπάζουν τά πάντα, ὅ,τι εἶναι ἐπάνω στό τραπέζι, φοβερό πρᾶγμα! Φοβερό! Κι ἔτσι νά διασκεδάζουν, καί νά γελοῦν! Ἐνῶ θά ‘λεγε κάποιος…: «Ἒσπασες κάτι… -μέ συγχωρεῖτε- γρουσούζης εἶσαι κι ἔσπασες ἕνα πιάτο, ἀπρόσεκτος;». Κι ἐδῶ νά βλέπετε νά τά σπάζουνε ὅλα... 

     Τότε, λοιπόν, ὁ Θεός ὅταν δεῖ στά χέρια τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων ὃτι ἡ εὐημερία τήν ὁποία Ἐκεῖνος σάν ἀγαθό ἔδωσε, δέν πηγαίνει καλά, δέν τυχαίνει καλοῦ χειρισμοῦ, τότε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός ἔρχεται νά τήν περιορίσει, νά τήν συρρικνώσει καί νά τήν φτάσει μέχρι τήν πεῖνα. Παρότι περάσαμε πεῖνα, μυαλό δέν βάλαμε. Πολλοί ἀπό τούς γονεῖς σας ἤ τούς παππούδες σας ἔχουν περάσει τά δεινά τῆς πεῖνας, περιέργως δέν ἔχουν βάλει μυαλό. Οἱ περισσότεροι. Ἐπιτρέψατέ μου νά πῶ ἕνας-δυό στούς ἑκατό νά ‘χει βάλει μυαλό καί νά θυμᾶται ὅλα αὐτά. Τό ἐπιχείρημα; «Ὤχ καημένε!», σοῦ λέει. «Τώρα ἔχουμε πάλι ἀγαθά. Τί, δηλαδή, νά τσιτσιριζόμαστε μέ τήν πεῖνα;». Μά δέν καταλαβαίνετε, ἄνθρωποι, ὅτι ἡ πεῖνα εἶναι προϊόν τῆς ἁμαρτίας μας καί τῆς σπατάλης μας πού μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός; Γιατί νά πετᾶς τά πράγματα; Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ζητάει, ζητάει ἀγαθά ἀπό τόν Θεό γιά τίς σπατάλες του. Ἡ ἔννοια «σπαταλῶ» εἶναι εὐρεῖα, γι’ αὐτό καί ὑπάρχει ἡ λέξις στήν Ἁγία Γραφή: «δαπανῶ». Δαπανῶ-ξοδεύω. Καί ξοδεύω καί ξοδεύομαι, γι’ αὐτό λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε (:ζητᾶτε καί δέν παίρνετε), διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε (:διότι με κακό σκοπό τά ζητᾶτε, γιά νά τά ξοδέψετε, αὐτά πού ζητᾶτε, στίς ἡδονές σας)». Δέν λέει στίς ἀνάγκες σας, ἀλλά λέει στίς ἐπιθυμίες σας.

    Ἔτσι, μέ ἀφορμή -ὄχι γιατί ὁ Θεός ἔτσι τά δίνει- ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει σή σπατάλη. Δέν καλύπτει πλέον τίς ἀνάγκες του, ἀλλά καλύπτει τίς ἐπιθυμίες του, οἱ ὁποῖες ἐπιθυμίες εἶναι ἀτελείωτες. Τό βλέπει κανείς, σ’ ὅλη αὐτήν τήν μεγάλη παραγωγή, πού ὑπάρχει γιά νά ἐξυπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο. Τό ‘χετε προσέξει; Μέσα σ’ ἕνα super market ἄν πᾶτε νά δεῖτε… πώ πώ! Ἕνα μπακάλικο τῆς παλιᾶς ἐποχης ὠχριᾶ μπροστά σ’ ἕνα super market σήμερα. Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μέ τό μπακάλικο. Σήμερα πᾶμε στό super market καί τί δέν βρίσκουμε! Μά καί τί δέν βρίσκουμε! Ὅσο δέ γιά τά μηχανήματα μιᾶς κουζίνας, πώ πώ! Ἀτελείωτα εἶναι, πραγματικά. Γιατί ὅλα αὐτά; Μποροῦμε νά βελτιώσσουμε λίγο τήν ζωή μας, ἀλλά γιατί τόση πολυτέλεια; Γιατί; Γι’ αὐτό διορθώνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί λέγει τό ἐξῆς (Ρωμ. 13, 14): «Καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας». «Πρόνοια» θά πεῖ φροντίδα. «Γιά τήν φροντίδα», λέει, «τῆς ὑπάρξεώς σας, μήν φτάνετε στό νά κάνετε τήν ἐπιθυμία σας, φροντίδα γιά τίς ἀνάγκες σας». Ὄχι νά ἐπεκτείνεστε καί νά ἁπλώνεστε στίς ἐπιθυμίες σας. Δηλαδή πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ, αὐτό τό ὀλίσθημα, τό γλίστρημα πού παθαίνουμε, ἀπό τήν ἀνάγκη στήν ἐπιθυμία. Μά πολύ εὔκολα γλιστροῦμε, προσέξτε με, ὅλοι μας! Κι ἐγώ πού σᾶς ὁμιλῶ, ὅλοι μας, ἐφόσον ζοῦμε μία εὐημεροῦσα ἐποχή, γρήγορα ἀπό τήν ἀνάγκη πᾶμε στήν ἐπιθυμία. Καί αὐτή ἡ κατάστασις εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ζητοῦμε: «Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Γιατί; Διότι μέ τήν κάλυψη τῶν πειρασμῶν πέφτουμε στήν κάλυψη τῶν ἐπιθυμιῶν, πέφτουμε στόν πειρασμό τῶν λεγομένων -κατά τόν Ἅγιον Μάξιμο τόν Ὁμολογητή)- «ἐνηδόνων». Πού ζητοῦμε γιά τίς ἡδονές μας, καί ὄχι στόν πειρασμό τῶν ἐνώδυνων, πού μπαίνουμε σέ μία περιπέτεια, χάριν τῆς πίστεώς μας καί τοῦ πνευματικοῦ μας βίου. Ἔτσι γρήγορα ἔρχεται ἡ φτώχεια, ἡ φτώχεια! Ἀκούσαστε καλά; Ἡ φτώχεια!

     Στό τρίπτυχο αὐτό διάγραμμα πού ἤδη σᾶς ἀνέφερα, εὐημερία-σπατάλη-φτώχεια, μποροῦμε νά δοῦμε μία μεγαλογραφία τῆς Ἱστορίας τῆς πατρίδος μας, στά οἰκονομικά της. Μετά τήν ξενική Κατοχή ἦρθε ἡ εὐημερία. Τί νά σᾶς περιγράψω; Πόσο φτηνά ἦταν τά πράγματα! Ἀκολούθησε ἡ σπατάλη. Σπατάλη, δεκαετίες ὁλόκληρες, γιατί μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά μία ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας μας, μετά τό 1950, κυριώτατα. Βέβαια μετά τό ’45 ἀλλά κυριώτατα μετά τό ’50. Πέρασε, λοιπόν, ἡ ξενική Κατοχή, ἦλθε ἡ εὐημερία (μερικές δεκάδες χρόνια), τώρα ἀρχίζουμε νά λέμε: «Ἀδειάσανε τά ταμεῖα μας». Τί μᾶς περιμένει; Ἡ δυστυχία καί ὁ λιμός. Βλέπετε; Εὐημερία-σπατάλη-φτώχεια. Ἤ πιστεύετε ὃτι δέν εἴμεθα φτωχοί αὐτήν τήν στιγμή; Ὄχι οἱ πολίτες, πολλοί πολίτες εἶναι πάρα πολύ πλούσιοι, τό κράτος μας εἶναι φτωχό. Ὃταν τό κράτος μας ὅμως εἶναι φτωχό, γρήγορα θά φτωχύνουν καί οἱ πολίτες. Μιά ζοφερή εἰκόνα -σκοτεινή δηλαδή- προφητεύει ὁ Μωϋσῆς γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Καί λέγει (στην γ΄ Ὠδή ): «Καὶ ἔφαγεν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη -δέν ἐννοεῖ τότε στήν ἔρημο, γιατί εἶναι προφητικό, ὅτι θά γινόταν. Εἶναι γραμμένο σέ ἀόριστον χρόνον, σέ παρελθόντα χρόνον, ὅπως πολλές φορές οἱ προφητεῖες εἶναι γραμμένες σέ παρελθόντα χρόνον. Ἀόριστον, Παρατατικόν ἤ Παρακείμενον- καί ἔφαγεν Ἰακώβ -«Ἰακώβ» θά πεῖ Ἰσραηλίτες, εἶναι ὁ λαός πού βγῆκε ἀπό τόν Ἰακώβ, οἱ Ἰσραηλίτες- καὶ ἐνεπλήσθη (:χόρτασε) καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος (:καί κλώτσησε ὁ ἀγαπημένος λαός) -γιατί Ἰσραήλ θά πεῖ ἀγαπημένος- ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· εἴδατε; λιπώθηκε, πάχυνε, πλάτυνε, χόντρυνε!) καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν, τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ (:ἐγκατέλειπε τόν Θεόν, ἔφυγε (ἀπέστη), δημιούργησε ἀποστασία)»

     Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; Ὃτι ἡ εὐημερία χαλαρώνει τά ἤθη, χαλαρώνει τήν πίστη εἰς τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν τοῦ δίδει ὁ Θεός τά ἀγαθά, ἀλλά εἶναι προϊόντα τῆς ἐξυπνάδας του, καί τῆς ἐργατικότητάς του, κι ἔτσι φτάνει σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν ἀποστασία. Πότε «ἀπελάκτισε»; Ὅταν «ἔφαγε καί ἐνεπλήσθη». «Ὅταν ἔφαγε καί χόρτασε. Τότε κλώτσησε». Προσέξτε, αὐτό εἶναι καί μία μικρογραφία, γιά τήν ἀγωγή ἑνός σπιτιοῦ, οἱ γονεῖς στά παιδιά τους, προσέξτε εἶναι μία μικρογραφία. Καί αὐτό τό «ἀπελάκτισεν», θά πεῖ κλωτσάω, εἶναι ἰσχυρότερον τοῦ «ἐγκατέλιπε» πού λέει ἐδῶ, καί δείχνει ὄχι ἁπλῶς ἀποστασία, ἀλλά μία δυναμική ἀποστασία. Μία ἐχθρότης δυναμική κατά τοῦ Θεοῦ, μιά μαχητική ἀθεΐα, φαινόμενο πού εἴδαμε διά πρώτη φορά στήν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, στίς μέρες μας. Αὐτή ἡ μαχητική ἀθεΐα. Κι ὁ Ἀβραάμ, παιδιά, ἤτανε πλούσιος ἀλλά ἔμεινε πιστός στόν Θεό καί γύριζε τά ἀγαθά πού τοῦ ‘δωσε ὁ Θεὀς πάρα πολύ καλά. Κι ὁ Ἰώβ ἦτο πλούσιος ἀλλά ἦτο καλός διαχειριστής, καί ποτέ οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος, οὔτε ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος δίκαιος πλούσιος ἐλησμόνησε τόν Θεό, γιατί δέν στάθηκε ἡ εὐημερία του αἰτία νά ξεχάσει τόν Θεό. 

     Γι’ αὐτό γράφει ἡ ἐπιστολή τοῦ λεγομένου Βαρνάβα (δέν σᾶς ἐξηγῶ πιό πολύ), λέγει (εἰς τό 10ον κεφάλαιον): «Τουτέστιν ὅταν σπαταλῶσιν, ἐπιλανθάνονται τοῦ Κυρίου (:Ὃταν σπαταλοῦν οἱ ἄνθρωποι, ξεχνᾶνε τόν Θεό·) ὅταν δὲ ὑστεροῦνται, ἐπιγινώσκουσιν τὸν Κύριον (:τότε Τόν ἀναγνωρίζουν τόν Κύριον, ὅταν στεροῦνται ἀπό ὑλικά ἀγαθά)». Καί λέει ἕνα παράδειγμα: «Ὡς καὶ ὁ χοῖρος ὅταν τρώγει τὸν κύριον οὐκ οἶδεν, ὅταν δὲ πεινᾷ κραυγάζει, καὶ λαβὼν πάλιν σιωπᾷ». Δηλαδή: «ὅπως καί τό γουρούνι, ὅταν τρώει, δέν ἀναγνωρίζει τόν κύριό του!… Ἒφαγε, ἀλλά ὅταν πεινάσει, τότε ἀρχίζει καί φωνάζει, γιατί θέλει ἀπό τόν κύριό του φαΐ. Κι ὅταν πάρει πάλι τό φαΐ, πάλι σιωπᾶ, καί πάλι δέν ἀναγνωρίζει τόν κύριό του». Ὡραία παρομοίωσις, μέ γειά μας μέ χαρά μας!

     Τί σημαίνει σπατάλη; Σημαίνει -ὅπως λέγει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς στούς «Στρωματεῖς» (στό τρίτο κεφάλαιο)- λέει: «Σπαταλῶσα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή ἡμῶν οὐκ ἀρκουμένη τοῖς ἀναγκαῖοις», προσέξτε κάτι, ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη πού σπαταλᾶ, γιατί αὐτή πλεονεκτεῖ, ἡ ψυχή. Ἐνῶ δέν τρώγει τίποτα, αὐτή εἶναι ἐκείνη πού πλεονεκτεῖ. Συνεπῶς ἡ ρίζα, θά λέγαμε, τοῦ κακοῦ, δέν εἶναι στό σῶμα, εἶναι στήν ψυχή. Γιατί; Πέστε μου, πόσο περισσότερο φαΐ μπορῶ νά βάλω στό στομάχι μου; Πέστε μου, πόσα περισσότερα ροῦχα μπορῶ νά φορέσω; Πέστε μου, σέ πόσα περισσότερα πολυτελῆ κρεβάτια μπορῶ νά κοιμηθῶ, καί σέ ἀντίστοιχα δωμάτια; Ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία πλεονεκτεῖ καί οὐσιαστικά αὐτή σπαταλᾶ. Ὅπως στήν ψυχή εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἀνηθικότητος, παρότι μοιάζει ὅτι ἑδράζει ἐπί τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ὅμως στήν πραγματικότητα ἐκεῖ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ -παντός κακοῦ- στήν ψυχή καί συνεπῶς καί ἡ πλεονεξία ἔχει ἐκεῖ τήν ρίζα της. Ὅλες, λοιπόν, οἱ αἰτίες τῶν παθῶν εἶναι στήν ψυχή. Τό σῶμα εἶναι οὐδέτερο. 

     Τό θέμα τῆς σπατάλης εἶναι πολύ μεγάλο. Πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσουμε τήν ἐρχομένη Κυριακή.


26η ομιλία στην κατηγορία "Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ".

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ. " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/h-pnevmatikh-diauhkh-toy-tvbit
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_7.html?m=1

Ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση: Ἠλίας Τσακνάκης.

Επιμέλεια κειμένου : Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ».🔻
https://drive.google.com/file/d/1RZ1sYHVgLqBWiFNCBGi90Z__kjEnhr2H/view?usp=drivesdk

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

«Ἡ ξενομανία».

†. Λέγαμε, τήν περασμένη φορά, εὐρισκόμενοι εἰς τήν θαυμασίαν, μνημειώδη, πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν γιό του τόν Τωβία, ὅτι ὁ Τωβίτ θεωρεῖ ὑπερηφάνεια τόν μεικτό γάμο. Γιατί; Ἐπειδή, περιφρονεῖται ὁ λαός στόν ὁποῖο ἀνήκεις. Γράφει: «Καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου… διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ». Δηλαδή ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι δέν παίρνεις γυναῖκα ἀπό τόν λαό σου, αὐτό εἶναι μία ὑπερηφάνεια, καί σοῦ λέω, παιδί μου, ὅτι μήν ὑπερηφανεύεσαι διότι στήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει ἡ καταστροφή καί ἡ ἀκαταστασία, «καί ἐν τῇ ἀχρειότητι»- «ἀχρειότης» θά πεῖ πράγματα τά ὁποῖα δέν χρειάζεσαι, καί συνεπῶς εἶναι… Τί εἶναι; ἡ σπατάλη. Θά τό λέμε, λοιπόν, ἀχρειότης ἐδῶ ἀ-χρειότης, ἀ -μή δηλαδή χρειαζούμενα πράγματα. Καί ὅτι στήν σπατάλη ὑπάρχει ἡ ἐλάττωσή της. Δηλαδή μικραίνουν τά οἰκονομικά σου, καί ἔνδεια μεγάλη, καί φτώχεια μεγάλη. Διότι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τοῦ λιμοῦ, τῆς πείνας. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, ἐδῶ στην ὑπερηφάνεια ὑπάρχει αὐτή ἡ ὅλη ἁλυσίδα καταστροφῆς, καί προπαντός ὅτι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Γι’ αὐτό, ὅπως βλέπετε, μερικά πράγματα ἤδη θά τά ἀναφέρουμε, δέν θά τελειώσουμε σήμερα αὐτά πού μᾶς λέγει ἐδῶ τό πνεῦμα τό τοῦ Θεοῦ… Τί εἶπα; «Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ», διότι αὐτά πού γράφονται στήν Αγία Γραφή, θεονεύστως γράφονται. Καί ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος». Εἶναι γιά μᾶς γραμμένα. Βεβαίως ἐγράφησαν περιστατικῶς καί ἱστορικῶς (:γιά συγκεκριμένη περίπτωση), ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά κατέγραψε γιά μᾶς. Ἔτσι ἔχουμε ἀρκετά πράγματα νά δοῦμε. Τουλάχιστον δύο. Ὅπως εἶναι τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο θά μιλήσουμε σήμερα· δηλαδή ἡ ξενομανία καί τό δεύτερον εἶναι ἡ σπατάλη.

     Ἀλλά εἶπα «ξενομανία». Ναί. Ὑπερηφάνεια δέν εἶναι ὅταν στρέφεσαι πρός τούς ξένους καί περιφρονεῖς τόν δικό σου τόν λαό; Δέν εἶναι αὐτό μία ξενομανία; Μία μανία πρός τούς ξένους; Κι αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖον ὑπερηφανείας; Λοιπόν, παιδιά, γι’ αὐτήν θά μιλήσουμε σήμερα. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ξενομανία; Ἡ μανία, θά λέγαμε, πρός κάτι τό ξένο. Κάτι πού δέν εἶναι ντόπιο, κάτι πού δέν εἶναι Ἑλληνικό -νά μιλήσουμε στήν ἑλληνική μας πραγματικότητα- κάτι πού εἶναι ἀπ’ ἀλλοῦ, καί νά ἔχουμε ἐκεῖ μία διαρκῆ στροφή. Βέβαια, θά τό ξαναπῶ ἄλλη μία φορά, εἶναι ἀρχή ὑπερηφανείας, εἶναι στοιχεῖον ὑπερηφανείας. Εἶναι μία ἄρνησις τῶν ἡμετέρων, τῶν δικῶν μας πραγμάτων. Καί τῶν δικῶν μας προσώπων! Διότι δέν εἶναι μόνο γιά τά πράγματα, εἶναι καί διά τά πρόσωπα. Θέλετε ἀκόμη, εἶναι καί διά τόν τόπον τόν ἴδιον. Καί εἶναι μία ὑπερβολική προσήλωσις σέ ὅ,τι εἶναι ξενικό. Αὐτό λέγεται ξενομανία. 

     Ἀλλά σᾶς εἶπα πρός κάτι τό ἡμέτερο, κάτι τό δικό μας. Ποιό εἶναι αὐτό τό «ἡμέτερον»; Μιλάω γιά μᾶς, τούς Ἕλληνες, συγκεκριμένα, γιά τόν ἑαυτόν μας μιλῶ. Τί εἶναι αὐτό τό ἡμέτερον; Κατ’ ἀρχάς εἶναι ἡ πατρίδα μας ἡ ἴδια, στό σύνολό της. Ναί. Γιατί νά προτιμοῦμε τίς ξένες πατρίδες καί νά ὑποτιμοῦμε τήν δική μας τήν πατρίδα; Βέβαια θά ἐπαινέσουμε καί μία ξένη πατρίδα δέν τίθεται θέμα, ἀλλά γιά νά τήν ἐπαινέσουμε θά πρέπει νά ὑποτιμήσουμε τήν δική μας τήν πατρίδα; Εἶναι σωστό αὐτό; Δηλαδή αὐτή ἡ λεγομένη «ἐθνική ὑπερηφάνεια» -ἐγώ θά τό πῶ ἀλλιώτικα: ἡ «ἐθνική ἀξιοπρέπεια» (δέν μ’ ἀρέσει ἡ λέξη «ὑπερηφάνεια»)- εἶναι κάτι πού πρέπει νά πεταχτεῖ στό καλάθι τῶν ἀχρήστων; Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε μέσα μας αὐτήν τήν ἐθνική ἀξιοπρέπεια; «Ἄν», λέγει, «δέν ἐπαινέσεις τό σπίτι σου, θά πέσει νά σέ πλακώσει». Ἔτσι λέει μία λαϊκή παροιμία. Ἔτσι, ὁ Καζαντζάκης ἐπί παραδείγματι, ντρεπόνταν πού ἦταν Ἕλληνας. Εἶπε δέ τούς Ἕλληνες -θά τό ξέρετε αὐτό- τούς εἶπε «φελάχους». Ὡραῖα! Νά ὑποτιμᾶς τήν πατρίδα καί τούς συμπατριῶτες! Βέβαια πολλοί Ἕλληνες ὅταν πηγαίνουν στό ἐξωτερικό (ὄχι ὅλοι, δόξα τῷ Θεῷ ὄχι ὅλοι, ντρέπονται νά ποῦν ὅτι εἶναι Ἕλληνες), δέν θέλουν κἄν νά τό δείξουν αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἀποφεύγουν. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα πάσχουν ἀπό ἕνα κόμπλεξ ὅτι ὅ,τι εἶναι ἑλληνικό εἶναι κατώτερο. Δέν πα’ νά ὑπάρχει ἡ Ἱστορία, δέν πα’ νά ὑπάρχουν τόσα πράγματα, θά τά θεωρήσω ἤ τά θεωρῶ κατώτερα, καί θεωρῶ κάτι τό ἀνώτερο ἀπ’ αὐτά πού εἶναι στό ἐξωτερικό.

     Ἀκόμα «ἡμέτερον» (:δικό μας) εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική πίστη. Τό ξέρετε ὃτι ἐλεύθερον κράτος -ἐλεύθερον!- πού νά εἶναι Ὀρθόδοξον συμπαγῶς, εἶναι μόνο ἡ Ἑλλάς; Κι ὅτι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί φυσικά σ’ ὅλο τόν κόσμο ὑπάρχουν, ἀλλά μέ τήν μορφή πού εἴμαστε ἐμεῖς πουθενά ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο καί προνόμιο; Ὅταν μάλιστα ἐγράφη ἡ Καινή Διαθήκη εἰς τήν ἑλληνική γλῶσσα; Ὅταν καί ἡ Παλαιά μετεφράσθη τόν 3ον αἰῶνα π.Χ. εἰς τήν ἑλληνικήν; Ὅταν οἱ ξένοι κάθονται καί δουλεύουνε πάνω σ’ αὐτά τά κείμενα, ὅπως ἐπί παραδείγματι, εἶναι τά λεγόμενα «Ταμεῖα». «Ταμεῖα» εἶναι κάποια βιβλία (Ταμεῖο Καινῆς, Ταμεῖο Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μπορεῖ νά βρεῖ κανείς μέ πολλή εὐκολία κάτι πού ζητᾶ μέσα στήν Ἁγία Γραφή), κι ὅτι ὑπάρχει τό «Ταμεῖον» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν ἑλληνική γλῶσσα, τῶν Ο’ (Ἑβδομήκοντα)! Δηλαδή καθιερωμένη μετάφραση στήν ἑλληνική. Διότι αὐτήν τήν καθιερωμένη μετάφραση, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, χρησιμοποίησαν καί οἱ ἱεροί συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί οἱ Εὐαγγελιστές, καί ὁ Λουκᾶς, καί ὁ Παῦλος, χρησιμοποίησαν τήν ἑλληνικήν μετάφρασιν τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο’). Ὅταν οἱ ἄλλοι δέν τά ἔχουν αὐτά στήν γλῶσσα τους. Ὅταν ὑπάρχουν οἱ Πατέρες πού ἐκδίδονται -Πατέρες, Ἕλληνες Πατέρες!- εἰς τήν Εὐρώπην! Πολλά χρόνια πίσω, μά πολλά χρόνια! Θέλετε; Καί κάποιους αἰῶνες πίσω. Καί ἐμεῖς μάλιστα, μόλις ξεκινήσαμε εἰς τό δεύτερον ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος, κάτι νά δημοσιεύουμε. Κι ἄν θέλετε αὐτή ἡ σειρά τοῦ Migne Ἑλλήνων Πατέρων, δέν εἶναι παρά φωτογραφία καί ἀνατύπωση. Ἄλλοι δούλεψαν. Αὐτά δέν εἶναι προνόμια; Καί τά ὑποτιμοῦμε ἐμεῖς ὅλα αὐτά, καί τρέχουμε σέ ξένες φυλλάδες, νά βροῦμε τί; Τί; Ὅταν ἀκόμα ὑποτιμοῦμε τήν Ὀρθόδοξο πίστη μας, καί ἀνατρέχουμε καί καταφεύγουμε σέ αἱρέσεις κι ἄλλα ρεύματα πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω; Ἔρχονται θρησκευτικά ρεύματα ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό τήν Ἄπω Ἀνατολή, ἀπό τίς Ἰνδίες καί τρέχουμε ἀνοητότατα νά ἀσπαστοῦμε, ἐγκταλείποντας βεβαίως τήν ὀρθόδοξο πίστη μας, να ἀσπαστοῦμε αὐτά τά καμώματα τῆς ἀνθρωπίνης ἐπινοήσεως. Δέν εἶναι ντροπή; Τί μᾶς κάνει νά φτάνουμε ἐκεῖ; Ἡ ἄγνοιά μας, ἡ ξενομανία μας; Ὃ,τι θέλετε πεῖτε. Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σήμερα τούς Νεοέλληνες νά φτάνουν στό σημεῖο αὐτό. 

    Ἀκόμη ἀρνούμεθα τίς ὡραιότατες Ἑλληνο-χριστιανικές μας παραδόσεις. Τί ὡραῖο πρᾶγμα -οἱ ξένοι, ξέρετε, μᾶς ζηλεύουν, μᾶς ζηλεύουν ναί- τό Πάσχα μέ τίς λαμπάδες μέ τά κόκκινα τ’ αὐγά, μέ τόν ὀβελία… Τί ὡραῖο περιβάλλον δημιουργεῖται, πού μᾶς ζηλεύουν -τό ξαναλέγω!- οἱ ξένοι, ἐμεῖς αὐτά νά τά θεωροῦμε ὅτι εἶναι χωριάτικες συνήθειες καί ξεπερασμένες. 

     Ἀκόμη ἀρνούμεθα τόν χριστιανικόν γάμον καί σπεύδουμε νά δημιουργοῦμε πολιτικόν γάμον. Αὐτό δέν εἶναι κάτι πού ἦρθε ἀπ’ ἔξω; Ποτέ δέν διανοήθηκε ὁ Ἕλληνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός νά δημιουργήσει οἰκογένεια χωρίς τή ἱερολογία τοῦ γάμου, χωρίς, δηλαδή, τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό ἦρθε ἀπ’ ἔξω. Κι ἔτσι καθιερώνουμε καί τρέχουν πολλοί δικοί μας νά κάνουν πολιτικόν γάμον.

     Ἀκόμα ξενομανία δέν εἶναι ὅταν ἀρνούμεθα τήν ὡραιοτάτη μας καί ἀκριβεστάτη μας καί πλουσιωτάτη μας γλῶσσα; Καί τί κάνουμε; Πιθηκίζουμε, μέ Ἐγγλέζικα, μέ Γαλλικά… δέν ξέρω… μέ Γερμανικά… μέ Ἰταλικά… κ.λπ… κ.λπ. Προσέξτε! Δέν θέλω νά πῶ νά μή μάθουμε γλῶσσες -θά τό πω καί λίγο πιό κάτω- ἀλλά ὅταν μιλᾶμε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τήν ἀνακατεύουμε μέ τήν γλῶσσα ἐκείνη πού μαθαίνουμε λέξεις ἀπό τήν ξένη αὐτή γλῶσσα. Γιατί δέν μιλᾶμε καθαρά τήν γλῶσσα τήν ἑλληνική; Ἤ ἀκόμη ἄν θέλετε, νά μή μιλᾶμε ἑλληνικά καί νά μιλᾶμε μιά ξένη γλῶσσα, ἐδῶ στόν τόπο μας! Μέ Ἕλληνες πάλι! Γιατί; Μήπως γιά λόγους ἀσκήσεως; Ὄχι. Ἀπό τί; Ἀπό ἕναν μιμητισμόν. Νά σᾶς τό πῶ μέ μία ξένη λέξη πού ἔχει καθιερωθεῖ; Σνομπισμός. Ἤ, ἀκόμα, γιατί ὑπάρχει ἡ μόδα. Αὐτό δέν εἶναι πάρα πολύ κακό; Τό θέμα εἶναι ὅτι, ὅ,τι ἑλληνικόν, ὅ,τι δικό μας, ὅ,τι «ἡμέτερον» τό ἀπεμπολοῦμε, τό διώχνουμε, γιά νά κρατοῦμε πάντοτε κάτι ξένο, γιά νά φαινόμεθα ὅτι εἴμεθα προοδευτικοί. Μά εἶναι προοδευτισμός αὐτό τό πρᾶγμα; Δέν εἶναι δεδομένο, εἶναι ζητούμενον. Εἶναι προοδευτισμός αὐτό;

     Ἀλλά βέβαια ὅ,τι καλό ἔχουν οἱ ξένοι, μποροῦμε νά τό μιμηθοῦμε, δέν τίθεται θέμα. Φυσικά ἐμεῖς μιμούμεθα τό κακό. Καί μάλιστα καί τό κακό, κακεκτύπως. Ὄχι, μποροῦμε κάτι καλό. Δέν ἔχουμε σωβινισμό. Τί θά πεῖ «σωβινισμός»; Τό νά πεῖ κανείς ἐκεῖνο πού ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Τί ἔλεγαν; «Πᾶς μή Ἕλλην βάρβαρος». Ξέρετε ὅτι ὁ Χίτλερ θέλησε νά δημιουργήσει μία καθαρή φυλή, τήν Ἀρία φυλή, καί νά ἐπιβληθεῖ σ’ ὅλη τήν γῆ. Γι’ αὐτό ἔκανε τόν Β’ Παγκόσμιον πόλεμον -καί δέν εἶναι μακριά νά ξεφυτρώσει κάνας τρίτος τέτοιος… γιατί ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Κάιζερ, ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Γερμανίας μέ τόν Α’ Παγκόσμιον πόλεμον… δηλαδή πάλι ἡ Γερμανία νά ξαναφυτρώσει… νά πετάξει κανέναν πόλεμον, καί νά γίνει καί Παγκόσμιος. Ναί, ναί! Τό φοβοῦνται πολλοί αὐτό, πολλοί! πολλοί Εὐρωπαῖοι, ἀλλά, δέν ἀποκλείεται. Ποιός ἔχει ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ὅταν μέσα στό αἷμα τους ἔτσι σκέφτονται, ὄχι ἁπλῶς ἐθνικιστικά, σωβινιστικά! Ὥστε ὁ Χίτλερ νά λέει –τότε, στόν Β’ Παγκόσμιον πόλεμον- : «Deutschland Uber Alles» -εἴχαμε Γερμανούς βεβαίως ἐδῶ, καί τό ‘λεγαν καί τό ξανάλεγαν αὐτοί καί ἐκαυχῶντο καί ξανα-ἐκαυχῶντο. Τί θά πεῖ «Deutschland Uber Alles»; Θά πεῖ: «Ἡ Γερμανία ὑπεράνω ὅλων». Ἐνθυμοῦμαι πού μᾶς ὑποτιμοῦσαν… -ἐδῶ πού τά λέμε, ὁ Χίτλερ ἐθαύμαζε τούς Ἕλληνες, ἔχουμε πολλά τέτοια στοιχεῖα, ἀλλά ὅμως ὑποτιμοῦσε ὅλη τήν ἄλλη ἀνθρωπότητα καί ἔβαζε στήν κορυφή τῆς ἀνθρωπότητος τήν Γερμανία. Οἱ ὁποῖοι ἄνθρωποι (τῆς γῆς μας) ἔπρεπε νά ὑπηρετοῦν τήν Γερμανία. Αὐτό λέγεται σωβινισμός! Πρός Θεοῦ, δέν θά θέλαμε ποτέ νά μιλήσουμε κατά τόν ἴδιο τρόπο. 

     Θέλετε ἀκόμη κάτι, καί οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν καί δείχνουν αὐτόν τόν σωβινισμόν. Γι’ αὐτό ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Μεσσίας μποροῦσε νά φεύγει ἀπό τά χέρια τους, τόν ἀρνήθηκαν, καί νά πηγαίνει στούς ἔξω ἀπό αὐτούς ἤ στούς ἐθνικούς, ζηλοτύπησαν, καί ζηλοτυποῦν μέχρι σήμερα. Γιατί; Γιατί ἤθελαν τόν Μεσσία ἀποκλειστικά δικό τους. Τί εἶναι αὐτό; Δέν εἶναι σωβινισμός; Δέν εἶναι δηλαδή κάτι πού δέν ἐπιτρέπεται γιά ἕναν, ὁπωσδήποτε, λαόν. Βεβαίως ἔτσι εἶναι. 

     Δέν θά ἤθελα, λοιπόν, νά σᾶς μιλήσω ὅτι σκέπτομαι σωβινιστικά καί σᾶς μιλάω τώρα ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι δέν θά ἀπορρίψουμε τά ἡμέτερα. Ὄχι. Καί κάτι πού ἔχει ἕνας ξένος λαός καί τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι καλό, θά τό ἀποδεχθοῦμε. Βεβαίως θα χρησιμοποιήσουμε μία-δύο-πέντε-ἑπτά ξένες γλῶσσες. Θέλετε; Μάθετέ τες. Κανείς δέν λέει νά μήν μάθετε μία ξένη γλῶσσα ἤ περισσότερες. Θέλετε ἀκόμη; Καί ξένες λέξεις μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε καί μάλιστα ἐκεῖνες ἔχουνε πλέον πολιτογραφηθεῖ στή γλῶσσα μας. Εἴδατε προηγουμένως τί εἶπα; Σωβινισμός. Δέν εἶναι ἑλληνική λέξη. Εἶναι πολλές λέξεις πού ἔχουνε πλέον πολιτογραφηθεῖ. Θά τίς χρησιμοποιήσουμε, δέν εἶναι κακό. Ὄχι ὅμως νά ὑποτιμοῦμε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί νά ‘χουμε τόσες λέξεις ξένες μέσα στή γλῶσσα μας, ὅταν μιλᾶμε γιά νά κάνουμε τί… δέν ξέρω, ἐπίδειξη; … Δέν ξέρω. Κι εἶναι αὐτό πάρα πολύ κακό. Ἀκόμη ἔχετε προσέξει ὅτι στά καταστήματά μας ἔχουμε συνήθως ξενόγλωσσες ἐπιγραφές; Καί μάλιστα τί ξενόγλωσσες… Χμ!... Ὃταν, φέρ’ εἰπεῖν, βάζει μισή ἑλληνική καί μισή… ἄ… γαλλική… ξέρω γώ… ἐγγλέζικη, ἀμερικάνικη, γερμανική. Ξέρετε πῶς λέγονται αὐτά; Λέγονται «φραγκοχιώτικα»! Ναί. Αὐτά τά φραγκοχιώτικα. Ἔ, ὡραῖα εἶναι, δηλαδή, αὐτά ἔτσι νά τά λέμε ἤ νά βάζουμε τίς ἐπιγραφές; Νά λέμε… ξέρω γώ… «Αὐτό τό κατάστημα πουλάει… ‘’ξυλοδέρμ’’». Ξύλο-δέρμ. Ξύλο-δέρμα(δέν λέει: δέρμα)· ξυλοδέρμ…! Τό κόβει, τό κάνει ξένη λέξη, δηλαδή κόβει τήν τελευταία λέξη. Δηλαδή, ὅ,τι σᾶς εἶπα, φραγκοχιώτικα.

     Κάποια καλή ξένη μουσική, δέν μποροῦμε νά τήν ἀποδεχθοῦμε; Ὃπως ἡ καθιερωμένη κλασική μουσική; Ἀναμφισβήτητα ναί. Γιατί ὅμως νά ἔχουμε αὐτή μανία -μανία κυριολεκτικά- νά στρεφόμεθα στήν ξένη ἐκείνη μουσική (αὐτήν τήν λαϊκή ξένη μουσική), ἡ ὁποία ἔχει ξετρελάνει τόν κόσμον. Εἶναι -γιά μένα… δέν ξέρω… κακόηχος! Θέλετε; Καί δαιμονική! Θέλετε; Καί διεγείρει κατώτερα ἔνστικτα! Μιά μουσική πού ἄν τήν ἀκούσεις μετά τά μεσάνυχτα, τήν μουσική αὐτή, πού εἶναι βέβαια τῆς μόδας… οἱ τραγουδιστές αὐτῶν τῶν τραγουδιῶν (τῶν Ἀμερικάνικων τραγουδιῶν) εἶναι ἀπό τά χασικλίδικα τοῦ τόπου εκείνου … κ.λπ. Ἐάν δέν πιοῦν χασίς δέν … δηλαδή ἄλλα ναρκωτικά -γιατί δέν ἔχουνε χασίς ἐκεῖ, τό ‘χουμε ἐμεῖς, εἶναι πιό λαϊκό τό δικό μας αὐτό- ἄν δέν διαθέτεις βραχνή φωνή, ἄν δέν διαθέτεις κάποια μέθη, δέν μπορεῖς νά ἀποδώσεις τό τραγούδι σου. Κι ἀκοῦς τούς ἀνθρώπους αὐτούς -γιατί αὐτή εἶναι ἡ μουσική πού προσφέρουν- σάν νά τούς πνίγουν τόν λαιμό καί νά ζητοῦν βοήθεια. Κι αὐτό λέγεται μουσική! Ἤ ἀκόμη σάν νά εἶναι κολασμένοι στήν κόλαση πού βασανίζονται ἀπό τά κολαστήρια τῆς Κολάσεως καί ξεφωνίζουν φοβερά. Παιδιά, σᾶς ἐρωτῶ, ἀλήθεια διασκεδάζετε μέ τέτοια μουσική; Δέν μπορῶ νά τό διανοηθῶ! Δέν φοβόσαστε; Δέν τρομάζετε; Σᾶς ἀρέσει; Τό ‘χω θέσει τό θέμα αὐτό καί ξέρετε τί ἀπάντηση ἔχω πάρει; «Ναί, μᾶς ἀρέσει». Σᾶς ἀρέσει; Γιατί, λοιπόν, καταφεύγουμε σ’ αὐτά τά ξενικά τραγούδια καί ξενική μουσική, γιατί; Τί ὡραῖο ἔχουν; Μόνο καί μόνο γιατί εἶναι ξένα; Αὐτό δέν εἶναι ἐπιχείρημα. 

     Ἀκόμη, καλές ἰδέες, ἔχουν βεβαίως καί οἱ ξένοι, δέν τίθεται θέμα. Πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι κανεἰς λαός δέν εἶναι αὐτάρκης. Δέν μπορεῖ κανείς λαός νά κλείσει τά σύνορά του καί νά πεῖ: «Ἐγώ εἶμαι αὐτάρκης, δέν θέλω τίποτε ἄλλο πιά». Τά ‘χουμε ὅλα. Δέν ἔχουμε ἀνάγκη τίποτε ν’ ἀκούσουμε… κ.λπ… κ,λπ… Ποιός λαός εἶναι αὐτάρκης; Κανένας! Πῶς, λοιπόν, θά ποῦμε ὅτι δέν μποροῦμε ἀπό τούς ξένους κάτι νά πάρουμε; Ἀλλά ἐκεῖνο πού θά πάρουμε θά εἶναι καλό. Καί οἱ ἰδέες, θά εἶναι καλές, ἀλλά προσοχή· οὔτε τά δικά μας θά πετάξουμε γιά ν’ ἀντικαταστήσουμε αὐτά μέ ξένες ἰδέες, οὔτε ἀνεξέλεγκτα θ’ ἀφήσουμε τίς ξένες ἰδέες (ἴσως ἀνατρεπτικές, ἴσως ἀθεϊστικές) νά μποῦν στή χώρα μας καί νά μᾶς χαλάσουν. Θά μοῦ πεῖτε: «Θά βάλουμε λογοκρισία;». Θά σᾶς ἀπαντοῦσα: «Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρέπει νά εἴμεθα λογοκρισία. Ὅταν δῶ κάτι πού δέν εἶναι σωστό, δέν θά τό πιάσω στά χέρια μου. Πολύ δέ παραπάνω, δέν θά τό ἀποδεχθῶ». Ἐάν οἱ γονεῖς σας -γιατί ἐσεῖς βέβαια δέν ἔχετε ἐμπειρία γιά νά γνωρίζετε- καί σᾶς ποῦν: «Τό βιβλίο αὐτό, παιδί μου, δέν εἶναι καλό πού θά διαβάσεις», δείξτε ταπείνωση καί ὑπακοή. Ξέρουνε πιό πολλά οἱ γονεῖς σας. Γιατί ἄν δέν τούς ἀκούσετε, θά ζημιωθεῖτε ἀφάνταστα. Αὐτό ἔχουμε πάθει στήν Ἑλλάδα σήμερα κι ἔχουμε φοβερά ζημιωθεῖ, κι ἔχει μπεῖ ὁ ἀναρχισμός κι ὁ ἀνατρεπτισμός… κ.λπ. καί τόσα μύρια κακά πράγματα, ἔχουνε μπεῖ, γιατί; Γιατί ἀφήνουμε τά πάντα νά κινοῦνται ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας. Σᾶς ξαναλέγω, δέν εἶναι λογοκρισία νά σοῦ πεῖ ὁ καθηγητής σου-ὁ δάσκαλός σου, ὁ ἱερεύς, ἡ Ἑκκλησία, οἱ γονεῖς σου, νά σοῦ ποῦν: «Μήν τό πιάνεις αὐτό στά χέρια σου, μήν τό διαβάσεις. Ἔχεις περιέργεια, θά καταστραφεῖς!». Δέν μιλᾶμε, λοιπόν, γιά λογοκρισία, ἀλλά πρέπει νά γίνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι λογοκρισία, δηλαδή ἐμεῖς νά λέμε θά δεχθοῦμε ἤ δέν θά δεχθοῦμε κάτι. Ἀλλά, θά μοῦ πεῖτε, ἀπαιτεῖται μία ὡριμότητα στόν λαό μας. Δέν τήν ἔχουμε τήν ὡριμότητα. Τί νά πῶ; 

    Ἔχετε δεῖ στήν πόλη μας, καί σέ κάθε πόλη… ἄν πᾶτε στήν Θεσσαλονίκη…Ὤ! Εἶχα πάει πρίν ἀπό πολύ καιρό· ἔξω ἀπ’ τά Πανεπιστήμια, τί ἦταν γραμμένα στούς τοίχους! Ρώτησα: «Τί εἶναι ἐδῶ;». «Τό Πανεπιστήμιο». «Σοβαρά; Κι ὅλα αὐτά τά γραμμένα τί εἶναι;». Καί μοῦ εἶπαν: «Καί πού νά μπεῖτε μέσα! Νά δεῖτε τί εἶναι γραμμένο!». Καί ξέρετε οἱ πιό πολλές ἐπιγραφές ἀπ ‘ αυτές πού γράφονται -στούς τοίχους, νά ρθουμε στήν πόλη μας, αὐτές πού τίς βλέπουμε καθημερινά- ξέρετε ὅτι εἶναι οἱ περισσότερες ξενόγλωσσες; Ἔλεγε, ἐπί παραδείγματι, γιά κάποιον πολιτικόν τάδε: ’’Go home’’! Δηλαδή: «Πήγαινε στό σπίτι σου». Δέν τό γράφουν ἑλληνικά, τό γράφουν μέ ξένα. Ἤ: ‘’I love gou’’, «Σ’ ἀγαπάω». Δέν τό γράφουν με ἑλληνικά, τό γράφουν μέ ξένα! Γιατί; Πρῶτα-πρῶτα δέν πρέπει νά γράφουμε στούς τοίχους. Ἔχουμε καταλερώσει καί καταρυπάνει τούς τοίχους. Εἶναι ὡραῖο θέαμα μία πόλις νά εἶναι βρώμικη ἀπό αὐτές τίς ἐπιγραφές; Φτιάχνει ἕνας ἕνα ὡραῖο σπίτι, τό ἀσπρίζει, τό καθαρίζει, τέλος πάντων, ἕνα καινούριο σπίτι, καί πάει ὁ ἄλλος μέ τήν βούρτσα μέ τό πινέλο καί μέ τό σπρέι, καί τοῦ γράφει καί τοῦ λερώνει τούς τοίχους! Εἶναι σωστό αὐτό τό πρᾶγμα, εἶναι πρέπον; Ἀναμφισβήτητα ὄχι. Λοιπόν, προσοχή, παιδιά, καί εἰς τό σημεῖον αὐτό. Προσοχή, πάρα πολλή προσοχή. Οὔτε στούς τοίχους θά γράφουμε, οὔτε ξενόγλωσσα θά γράφουμε. Θές νά γράψεις σέ κάποιον πού δέν ξέρει ἑλληνικά; Θά τοῦ γράψεις βεβαίως στήν ξένη γλῶσσα. Ὄχι ὅμως αὐτό τό κατάντημα.

     Ἄν ἕνας Ἕλληνας πεῖ κάτι πολύ σοφό, κανείς βέβαια δέν θά τόν προσέξει. Ἄν κάποιος ξένος πεῖ μία ἀνοησία, ἀμέσως ἡ ἀνοησία του αὐτή θά γίνει ἀνάρπαστη. Γιατί; Ἐπειδή εἶναι ξένος. Αὐτό θά πεῖ ξενομανία. Καί θέλετε νά ξέρετε; Εἴμεθα ξενομανεῖς, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἀθηναϊκῆς Πολιτείας, π.Χ. Εἴμεθα ξενομανεῖς, ἀπό τήν ἀρχαιότητα. Ναί, ναί. Ἐρωτοτροπούσαμε μέ τούς Πέρσες… καί δέν ξέρω τί… καί δέν ξέρω τί… εἶναι δηλαδή παλιό, τῆς φυλῆς μας, ἁμάρτημα ἡ ξενομανία.

     Ἀκόμη κάτι πού πρέπει νά σᾶς τό πῶ, εἰδικά σέ σᾶς, ἀναπτύσσεται μία ἀλληλογραφία φιλίας μέ ξένους. Μαθαίνουμε φέρ’ εἰπεῖν μία ξένη γλῶσσα, φροντίζουμε ν’ ἀνοίξουμε μία ἀλληλογραφία. Ναί, ἀλλά μ’ αὐτό τό πρόσωπο πού ἀνοίγεις ἀλληλογραφία ἀγόρι ἤ κορίτσι, ξέρεις τί θά σοῦ βγεῖ; Μετά θά σοῦ πεῖ… θά σέ καλέσει, θά τόν καλέσεις, θά τήν καλέσεις νά ρθεῖ ἐδῶ, καί τί θά βγεῖ ἀπ’ αὐτά; Θυμᾶμαι, παιδιά, ὅταν μετά τήν γερμανική Κατοχή ἦρθαν στήν Ἑλλάδα βέβαια τά συμμαχικά στρατεύματα. Τί ἦταν ἐκεῖνο; Ἄν ξέρατε πῶς ἀγκαλιάσαμε ὅλους αὐτούς καί μάλιστα τούς Ἄγγλους στρατιῶτες! Ξέρετε ἀπ’ αὐτό τό ἀγκάλιασμα πόσα κακά βγῆκαν; Δέν… δέν μπορῶ νά σᾶς τά πῶ. Τά ‘χω ζήσει! Καί ἐγώ ὁ ἴδιος πού σᾶς μιλάω, εἶχα δείξει διάθεση ἀγκαλιάσματος. Βλέπαμε ἕναν στρατιώτη Ἄγγλο στόν δρόμο, τοῦ ἀνοίγαμε κουβέντα… κ.λπ… κ.λπ. καί χωρίς νά πολυελέγξουμε: «Ἒλα στό σπίτι». Τραπεζώματα, ἐπισκέψεις… τοῦτα, κεῖνα… βγήκανε πολλά κακά πράγματα. Ἐννοῶ «κακά» ἀπό πλευρᾶς ἤθους. Κι ὅμως αὐτούς, ἄν τό θέλετε -δέν εἶμαι ἐχθρικά διακείμενος πρός τούς ξένους, ὄχι, ὄχι- ἀλλά ἡ Ἱστορία ὅμως δέν πρέπει νά λησμονεῖται. Αὐτούς πού τούς ἀγκαλιάσαμε, πού τούς τραπεζώσαμε, πού τούς ἀγαπήσαμε, ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπηγχόνιζαν τά Ἑλληνόπουλα εἰς τήν Κύπρον! Εἶναι αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν καί τήν τραγωδία τῆς Κύπρου, καί τό χειρότερο: Τήν διατηροῦν καί τήν συντηροῦν, αὐτήν τήν τραγωδία τῆς Κύπρου.

     Θά ‘θελα ὅμως νά σᾶς πῶ κάτι. Ἴσως δέν ἔχουμε ὑποπτευθεῖ ὅτι ἡ ξενομανία εἶναι ἕνας φορέας. Ἕνας φορέας ἐπί τοῦ ὁποίου θά στηριχτεῖ ἡ διείσδυσις τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἀντιχρίστου σέ ὅλα τά ἔθνη. Τό λέγει αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. «Ἔλα νά σοῦ δείξω…»: «Δεῦρο δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης τῆς καθημένης ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν, μεθ᾿ ἧς ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ ἐμεθύσθησαν οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν ἐκ τοῦ οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς (μέ τήν πνευματική ἔννοια «πορνεία»)». Τί θά πεῖ μέθυσαν, «ἐμεθύσθησαν»; Θά πεῖ: Ἒγινε ἡ ξενομανία (ὑπάρχει ξενομανία), ἔγιναν οἱ διεισδύσεις καί ἔτσι ὅλες αὐτές οἱ ἰδέες σήμερα καί ὁ πολιτισμός κυκλοφορεῖ σ’ ὅλη τή γῆ, καί γίνεται φορέας γιά νά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος. Παιδιά, ἡ ξενομανία σάν αἴσθημα, πρέπει νά σᾶς πῶ, ὅτι καταργεῖ καί τά σύνορα. Κι ὅταν τά σύνορα ἀνοίξουν –πού τό λεγαμε τήν περασμένη φορά-τότε γίνεται ἡ διακίνησις ποικίλων ἰδεῶν καί ἀθρόα ἡ καταστροφή τῶν λαῶν. Ἄς προσέξουμε, λοιπόν, θ’ ἀγαπᾶμε ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, θά παίρνουμε ὅ,τι καλό ἔχουν καί ὄχι βέβαια τό κακό.


25η ομιλία στην κατηγορία "Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ".

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ. " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/h-pnevmatikh-diauhkh-toy-tvbit
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_7.html?m=1

Ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση: Ἠλίας Τσακνάκης.

Επιμέλεια κειμένου : Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ».🔻
https://drive.google.com/file/d/1RZ1sYHVgLqBWiFNCBGi90Z__kjEnhr2H/view?usp=drivesdk

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

19 Μαρτίου 2025

«Ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στούς συμπατριώτας» (β΄).

†. Συνεχίζουμε, παιδιά, τό θέμα μας, γιά τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τούς συμπατριῶτες. Καί λέγαμε τήν περασμένη φορά ὅτι ἡ πατρίδα εἶναι κάτι πού καθορίζεται ἀπό αὐτήν τήν Ἁγίαν Γραφήν, δηλαδή ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλει νά ὑπάρχουν σύνορα λαῶν, καί συνεπῶς ἐπιμέρους πατρίδες. Ἔτσι ὅλη ἡ γῆ μας εἶναι χωρισμένη –μοιρασμένη-) σέ πατρίδες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σύνορα. Αὐτό λέγαμε τήν περασμένη φορά.

      Ἀλλά ἐνῶ ὁ Θεός –προσέξτε αὐτό σημεῖο πού θά σᾶς πῶ- καθορίζει σύνορα εἰς τούς λαούς… πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους: «Ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν», τά «ὁροθέσια» εἶναι τά σύνορα καί ὁ Θεός κανονίζει καί ἀκόμη πόσο θά ζήσει ἕνας λαός, τούς «προστεταγμένους καιροὺς». Ὁρίζει ἔ! Λοιπόν, αὐτό πού θέλω νά προσέξτε τώρα εἶναι τό ἐξῆς· ἀντίθετα -ἐδῶ προσέξτε εἶναι πολύ σπουδαῖο- ὁ Ἀντίχριστος θά σπάσει τά σύνορα τῶν λαῶν καί θά γίνει κοσμοκράτωρ ἐφ’ ὅλης τῆς γῆς. Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, τό ἀναμένουμε. Καί μάλιστα μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι, ἐπειδή γίνονται πόλεμοι μεταξύ τῶν λαῶν πρέπει νά ἑνωθοῦν οἱ λαοί, νά μήν ὑπάρχουν σύνορα, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πόλεμος. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἔργον τοῦ ἀντιχρίστου, μᾶς καθορίζεται αὐτό, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τήν Ἁγία Γραφή. Ἄν δεῖτε, λοιπόν, ὅ,τι γίνεται τώρα μέ τήν Εὐρώπη, ἕνα παρακάτω-παρακάτω βῆμα εἶναι νά μήν ὑπάρχουν πιά τίποτα, σύνορα, νά μήν ὑπάρχουν, τότε θά πεῖτε ὅτι ἔρχεται ὁ Ἀντίχριστος. Ὅλα αὐτά εἶναι προπαρασκευή τῆς βασιλείας, τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ ἀντιχρίστου.

     Ἀλλά τά σύνορα εἴπαμε καί λέγαμε, μιᾶς γῆς, ἑνός τόπου καθορίζουν μία πατρίδα. Τί εἶναι ἡ πατρίδα; Τί εἶναι ἡ πατρίδα. Πρίν ἀπαντήσουμε, ἄς δοῦμε ἕνα πολύ ὄμορφο ποίημα τοῦ Βικέλα, πού ἀναφέρεται εἰς τήν πατρίδα. Λέγει:

Μή πράσινοι παντοῦ δέν εἶν’ οἱ κάμποι;

κι ἡ θάλασσα δέν εἶναι γαλανή;

Παντοῦ ὁ ἴδιος ἥλιος μή δέ λάμπει;

ἴδιοι παντοῦ δέν εἶν’ οἱ οὐρανοί;

Γιατί κανείς ὅταν ξενιτευτεῖ,

ἀφοῦ στήν ἴδια γῆ παντοῦ πλανᾶται,

γιατί μιά μόνη γῆς γωνιά ποθεῖ,

γιατί, ὅπου κι ἄν πάει, τήν θυμᾶται;

     Πράγματι. Θά λέγαμε: «Παντοῦ εἶναι ὁ ἥλιος, παντοῦ εἶναι τά σύννεφα, παντοῦ ἡ σελήνη, παντοῦ ὅπου πᾶμε, ἡ γῆ εἶναι, γιατί, ὅμως, θυμόμαστε ὅταν φύγουμε ἀπό τήν πατρίδα μας, ἐκείνη τήν μικρή γωνιά πού μείναμε, πού γεννηθήκαμε, πού γνωρίσαμε, τούς ἀνθρώπους πού μᾶς περιέβαλλαν ἅμα εἴμαστε μικροί… κ.λπ…. κ.λπ.;». Ἔτσι βλέπει κανένας ὅτι τό αἴσθημα τῆς ἀγάπης πρός τήν πατρίδα, εἶναι βαθύ, εἶναι, ἄν θέλετε, βαθιά φυτεμένο ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο τόν Δημιουργό, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό προσέξατε; Ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό! Καί ὁ Ἀδάμ τιμωρήθηκε νά βγεῖ ἀπό τά ὅρια τοῦ Παραδείσου, πού εἶχε ζήσει καί εἶχε ἀγαπήσει. Διότι γιά τόν Ἀδάμ ἡ πατρίδα του ἦταν ὁ Παράδεισος. Ἐκεῖ τόν ἔβαλε, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ Θεός, ἐκεῖ τόν ἔβαλε, εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς, δηλαδή τῆς ἀπολαύσεως. Γι’ αὐτό ἕνα τροπάριο τῆς γιορτῆς (συγνώμη, εἶναι ὁ Οἶκος τῆς ἡμέρας, εἶναι ἕνα εἶδος τροπαρίου, λέγεταιν Οἶκος) τῆς Τυρινῆς. Θά σᾶς πῶ ἔτσι μερικά ἀποσπάσματα: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, (:μέ τά χέρια του χτυποῦσε τό πρόσωπό του) … Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν Ἄγγελον, ὠθήσαντα, καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀνεστέναξε μέγα, καὶ ἔλεγεν. « Ἀφοῦ εἶδε», λέγει, «ὁ Ἀδάμ τόν ἄγγελο, νά σπρώχνει καί νά κλείνει τήν πόρτα αὐτοῦ τοῦ θείου κήπου, ἀναστέναξε πολύ καί ἔλεγε»: «Συνάλγησον Παράδεισε (: Πόνεσε καί σύ μαζί μου, Παράδεισε) τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, (:ἐγώ εἶμαι ὁ κτήτωρ, ἐγώ εἶμαι ὁ νοικοκύρης τοῦ Παραδείσου, φτώχυνα ὅμως καί βρέθηκα ἔξω ἀπό τόν Παράδεισον) καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε (:καί μέ τό θρόϊσμα, τόν ἦχο -ὡραῖο, ποιητικότατο- μέ τό θρόϊσμα –λέει- τῶν φύλλων σου -πού ‘σαν δένδρα μέσα- παρακάλεσε καί σύ μέ τόν τρόπο σου τόν Πλάστην νά μή μέ κλείσει ὁλότελα ἀπ’ ἔξω)». Βλέπετε, λοιπόν, ἡ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου, ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδας. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς στήν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχει αὐτή ἡ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίτυπον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καί ἡ κάθε πατρίδα εἶναι ἀντίτυπον τοῦ Παραδείσου. Καί καί ἡ κάθε πατρίδα -τό ἐπαναλαμβάνω- εἶναι ἀντίτυπον τοῦ Παραδείσου! 

     Τί εἶναι ὅμως ἡ πατρίδα; ἐρωτήσαμε, προηγουμένως. Ἰδιαίτερη πατρίδα, εἶναι ἡ γῆ πού γεννηθήκαμε. Τό λέμε: «Ἡ ἰδιαιτέρα μου πατρίδα». Εἶμαι Ἕλληνας, πατρίδα μου εἶναι ἡ Ἑλλάς, ἀλλά ἰδιαιτέρα μου πατρίδα εἶναι ὁ τόπος, τό χωριό, ἡ πόλη, ἐκεῖ πού ἔχω γεννηθεῖ. Λοιπόν, εἶναι ἡ γῆ πού γεννηθήκαμε, ἐκεῖ πού πρωτο-εἴδαμε τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ἤλθαμε σέ μία κοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἰδίας γῆς, ζήσαμε τίς ἴδιες συνήθειες, δοκιμάσαμε τούς ἴδιους φόβους (μάλιστα σέ μιά πολεμική περίοδο), ἀλλά καί τίς ἴδιες χαρές. Γράψαμε τήν ἴδια Ἱστορία, θάψαμε στήν ἴδια γῆ τούς νεκρούς μας. Αὐτή εἶναι ἡ ἰδιαιτέρα πατρίδα. Κι ἄν τήν πλατύνουμε αὐτήν τήν ἰδιαιτέρα πατρίδα πού κατοικοῦν οἱ ὁμόφυλοί μας (τῆς ἰδίας φυλῆς), τότε ἔχουμε τήν μεγάλη πατρίδα. Ἡ πατρίδα συνδέεται πάντοτε μέ τήν γῆ, πάντοτε καί κατά κανόνα δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά πατρίδα χωρίς γῆ. Οἱ Μικρασιάτες ὅταν ἔφυγαν, τότε, μέ τήν καταστροφήν τό 1922 ἀπό τήν Μικρά Ἀσία καί ἦρθαν στήν Ἑλλάδα, κουβάλησαν ὅ,τι μποροῦσαν νά κουβαλήσουν, τά πάντα. Κουβάλησαν μαζί τους, πράγματα, κοινή Ἱστορία, κοινή γλῶσσα, ἐκτός ἀπό τήν γῆ τους. Γι’ αὐτό λέγονται ξεριζωμένοι. Εἴδατε; ἐκτός ἀπό τήν γῆ τους. Ξεριζωμένοι. Αὐτῆς τῆς ἐννοίας τῆς πατρίδος, συμβολο αἰσθητό εἶναι ἡ σημαία. Θυμοῦμαι, ὅταν εἴμαστε στόν παλιό Ἅγιο Ἀχίλλειο, πάνω στόν λόφο, καί ἤρχετο ἡ φρουρά τῆς πόλεως, κάθε Κυριακή ἀπόγευμα (ἤτανε μετά τό Κατηχητικό πρό τῆς ὁμιλίας πού θά κάναμε τό βράδυ), καί εἴχαμε τήν ὑποστολή τῆς σημαίας μέ μουσική… κ.λπ., μία μικρή τελετή. Δέν σᾶς κρύπτω ὅτι μέ συγκινοῦσε πάρα πολύ, ὅπως νομίζω συγκινεῖ καί τόν κάθε Ἕλληνα ὅταν βλέπει τήν σημαία νά ἐπαίρεται -ὅταν ἔχουμε τήν ἔπαρση- καί τήν ὑποστολή, καί νά αἰσθάνεται ὅτι ἐκεῖ πραγματικά κλείνεται ὅλη ἡ πατρίδα μας! Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι σύμβολον τῆς πατρίδος μας εἶναι η σημαία.

     Ὁ Τωβίτ, μέ τήν οἰκογένειά του εἶχε ξεριζωθεῖ ἀπό τό Βόρειο Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ - ὁ Τωβίτ, τοῦ ὁποίου τώρα τήν πνευματική του διαθήκη ἀναλύουμε- καί εἶχε συρθεῖ αἰχμάλωτος εἰς τήν Νινευή, τήν μεγάλη, τήν πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων. Ἀργότερα καί τό Νότιο Βασίλειο αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τούς Βαβυλωνίους, τόν Ναβουχοδονόσωρα καί σύρθηκαν ἐκεῖ. Συνεπῶς τόσο τό Βόρειο, ὅσο καί τό Νότιο Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ ἔχασαν τήν πατρίδα τους, καί ὁ Θεός προφητικά εἶχε μιλήσει γι’ αὐτούς, λέγοντας ὃτι ἄν δέν ἀκοῦν τίς ἐντολές Του, θά τούς προκαλέσει μετοικεσία. Τί θά πεῖ «μετοικεσία»; Θ’ ἀλλάξουν πατρίδα, θ’ ἀλλάξουν σπίτι. Καί μάλιστα ὁ Ματθαῖος ἀναφέρεται στήν «μετοικεσία». «Ἀπό μετοικεσίας», λέει, «Βαβυλῶνος…» κλπ., εἶναι στόν κατάλογο τῶν προγόνων κατά σάρκα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τοῦτο σάν τιμωρία τοῦ λαοῦ Του. Ὥστε, δηλαδή, ὅταν ὁ Θεός σέ ξεριζώνει ἀπό μία γῆ, τήν γῆ τῆς πατρίδος σου, αὐτό εἶναι τιμωρία; Ναί, εἶναι τιμωρία καί μάλιστα σημαντικοτάτη τιμωρία. Γι’ αὐτό βλέπετε ἡ πατρίδα ἔχει μιά ἀξία, τήν ὁποία, βεβαίως, τονίζει ἰδιαιτέρως καί πολλαπλῶς ἡ Ἁγία Γραφή. 

     Οἱ Ἑβραῖοι αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλῶνα ὅταν ἔφτασαν ψάλλουν τόν ἐξῆς Ψαλμό (εἶναι ὁ 136ος). Λέει: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος -πού ἦταν ὁ Εὐφράτης ποταμός- ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών (:Κάτσαμε καί κλάψαμε, ἐκεῖ πού καθίσαμε στήν ἀκροποταμιά τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ, καί θυμηθήκαμε τήν Σιών, τήν πατρίδα μας…), πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; (:Πῶς νά ψάλλουμε τήν ὠδή τοῦ Κυρίου σέ ξένο τόπο;) -ἐπί γῆς ἀλλοτρίας, προσέξατέ το αὐτό-. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου (:Ἂν σέ ξεχάσω Ἱερουσαλήμ, νά μέ ξεχάσει τό δεξί μου χέρι, νά γίνει παράλυτο) κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ (:νά κολλήσει ἡ γλῶσσα μου στό λαρύγγι μου, νά μήν μπορῶ νά μιλήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ, πατρίδα μου, ἄν σέ ξεχάσω)». Εἶναι ἕνα ὡραῖο ἐλεγεῖο δυνατῆς ποιήσεως. Δέν εἶναι, ὅμως, τῆς ὥρας νά σᾶς πῶ πιό πολλά, παρά μόνο ἐδῶ εἶναι ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδος. 

     Ἔτσι ὁ Τωβίτ ὅταν ἐμφανίζεται ὁ ἀρχάγγελος Ραφαήλ, χωρίς βεβαίως νά τονε γνωρίζει, ἦρθε ὡς ἕνας ἄνδρας -πιό μεγάλος ἀπό τόν γιό του- πού θά ἦταν συνοδός τοῦ γιοῦ του πού θά πήγαινε στούς Ράγους τῆς Μηδίας… κ.λπ. τονε ρωτᾶ… γιατί ζήτησε ὁ Τωβίτ καί λέει… μάλιστα ἦταν τυφλός ὁ Τωβίτ ἔ; Ἀπό ‘να περιστατικό… λέει στόν γιό του: «Φέρε μου τον ἐδῶ νά τόν γνωρίσω ποιός εἶναι αὐτός πού θά γίνει ὁδηγός σου». Καί τόν ρώτησε (μεταξύ τῶν ἄλλων): «Ἐκ ποίας πατρίδος εἶ σύ;». « Ἀπό ποιά πατρίδα εἶσαι ἐσύ;». Ἀκόμη ἡ Ἐσθήρ, ἐκείνη ἡ θαυμάσια γυναῖκα -Ἑβραία ἦτο, βασιλική σύζυγος τοῦ Ἀρταξέρξη, ἀπό τούς αἰχμαλώτους τήν εἶχε ἐπιλέξει -ἦταν πολύ ὡραία γυναῖκα- ὡς βασιλικήν σύζυγον. Ὄχι βασίλισσαν, βασιλικήν σύζυγον, ἔχει σημασία. Γιά τήν αἰχμαλωσία τοῦ λαοῦ της λέει στόν βασιλιά… πέρασε πολλές περιπέτειες ἡ Ἐσθήρ, καί ξέρετε εἶναι παραφθορά τῆς ἑλληνικῆς λέξεως «ἀστήρ»… λέει τά ἐξῆς στόν βασιλιᾶ: «Πῶς γὰρ δυνήσομαι ἰδεῖν τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου καὶ πῶς δυνήσομαι σωθῆναι ἐν τῇ ἀπωλείᾳ τῆς πατρίδος μου;». « Πῶς εἶναι δυνατόν ἐγώ νά σωθῶ ὅταν ἐξολοθρεύονται οἱ ἄνθρωποι τῆς πατρίδος μου;». Νά πεῖ…: «Τώρα, δέν βαριέσαι, ἐγώ εἶμαι βασίλισσα, θά κοιτάζω τώρα τούς συμπατριῶτες μου ἤ τήν πατρίδα μου…;». Εἴδατε παρακαλῶ; 

     Καί ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, τότε πού ἤθελαν νά ἀποτινάξουν τόν ζυγόν τῶν ἀπογόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει μάλιστα ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος τόν Ἀντίοχον τόν Εὐπάτορα, ζήτησε ἀπό τόν λαό μία τριήμερο προσευχή, καί νηστεία καί μετάνοιες (τό κείμενο λέει: «προπτώσεις», εἶναι οἱ μετάνοιες) καί κλαυθμό (κλᾶμα, δάκρυα, τρεῖς μέρες και τρεῖς νύχτες!) καί τούς εἶπε νά εἶναι ἕτοιμοι, ὁ λαός. Ἀκοῦστε πῶς τό λέει: «Δούς δὲ τὴν ἐπιτροπὴν τῷ κτίστῃ τοῦ κόσμου», τί θά πεῖ «τήν ἐπιτροπήν ἔδωσε»; Τήν κυβέρνηση, τήν φροντίδα, εἰς τόν Κτίστη τοῦ κόσμου, εἰς τόν Θεόν, «παρακαλέσας τοὺς σὺν αὐτῶ -αὐτοί πού ‘σάν μαζί του- γενναίως ἀγωνίσασθαι μέχρι θανάτου (:γενναίως νά ἀγωνιστοῦν, μέχρι θανάτου…) - γιά τί πρᾶγμα; ἀκοῦστε τί ἀπαριθμεῖ: «περὶ νόμων, περὶ -ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος- πόλεως, πατρίδος, πολιτείας -εἶναι οἱ θεσμοί- ἐποιήσατο περὶ Μωδεΐν τὴν στρατοπεδείαν. Δοὺς δὲ τοῖς περὶ αὐτὸν σύνθεμα «Θεοῦ νίκη», «Καί τούς ἔδωσε», λέει, «τό σύνθημα (σύνθεμα) ‘’Θεοῦ νίκη’’, ἡ νίκη Θεοῦ». (Μακκαβαίων Β΄, 13,14). Εἴδατε περί τίνος ἔπρεπε νά πολεμήσουν; 

     Εἶναι ἄραγε τυχαῖον αὐτό πού σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος διά τόν Κύριον πού λέγει: «Καί ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν (:ἔφυγε ἀπό κεῖ) καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ» (Μαρκ. 6,1). Εἶναι τυχαῖο; Θά μποροῦσε νά πεῖ: στήν Ναζαρέτ. Γιατί λέει «εἰς τήν πατρίδα ἑαυτοῦ»; Γιατί ἄραγε ὁ Κύριος ἔκλαυσε βλέποντας τήν Ἱερουσαλήμ, καί προλέγοντας τήν καταστροφή της; «Ἔκλαυσεν ἐπ’αὐτῇ» μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Μέ καύχηση ἀκόμα, παιδιά, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει εἰς τίν χιλίαρχον Λυσίαν, (σέ μιά περιπέτεια πού εἶχε μέ τούς συμπατριῶτες του): «Ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι ᾿Ιουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας εἶμαι Ἑβραῖος (:ἀλλά ἔχω γεννηθεῖ εἰς τήν Ταρσόν τῆς Κιλικίας) οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης (:καί δέν εἶμαι, λέει, γέννημα καί θρέμμα τῆς Ταρσοῦ, καί ἡ Ταρσός νά εἶναι ‘κανα χωριουδάκι)· οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης!». «Εἶναι σπουδαία πόλις, ἡ πόλις πού γεννήθηκα». Γιατί τό προβάλλει ἄραγε αὐτό, εἶναι τυχαῖον; Ἡ ἀγάπη τοῦ Παύλου ἀκόμα στούς συμπατριῶτες του φτάνει στό ὕψιστον σημεῖον ὅταν γράφει: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται». θά εὐχόμουνα, λέει, νά ἀποχωριστῶ ἀπό τόν Χριστόν… δηλαδή, νά πάω στήν Κόλαση, προκειμένου οἱ ἀδελφοί μου… κοιτᾶξτε ἐδῶ, κατά συσσώρευσιν· ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, (εἶναι οἱ συμπατριῶτες) τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, (εἶναι οἱ συμπατριῶτες) οἵτινές (οἱ ὁποῖοι) εἰσιν ᾿Ισραηλῖται. Εἴδατε τί εὔχεται; Πόσο ἀγαποῦσε τούς συμπατριῶτες του; Γιατί δέν εἶπε τό αὐτό γιά τούς Ἕλληνες ἤ γιά ἄλλους λαούς; 

     Κι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφει σέ μία του ἐπιστολή στόν ὕπαρχο Σωφρόνιο, τά ἐξῆς χαριτωμένα: «Μητέρα τιμᾶν τῶν ὁσίων. Μήτηρ δέ ἄλλη μέν ἄλλου. Κοινή δέ πάντων πατρίς». Δηλαδή, νά τιμοῦμε τήν μητέρα μας εἶναι χρέος ἱερό. Ἡ μητέρα καθενός εἶναι διαφορετική. Κοινή μητέρα ὅλων εἶναι ἡ πατρίδα. Πολύ ὡραῖο! Βλέπετε σᾶς πῆρα καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἐνδεικτικῶς κι ἀπό τούς Πατέρες. Κι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἐξῆς στούς «Ἀνδριάντες», εἶναι μιά σειρά ὁμιλιῶν: «Οὐδέν πατρίδος γλυκύτερον (:Δέν ὑπάρχει πιό γλυκύ πρᾶγμα, ἀπό τήν πατρίδα)». Παιδιά, μόνο ὅταν κανείς ξενιτευτεῖ καταλαβαίνει τί σημαίνει πατρίδα. Γι’ αὐτό ἔρχονται ἀπό ἄλλους τόπους… ἀπό τήν Ἀμερική, ἀπό τήν Αὐστραλία… ξέρετε μέ τί συγκίνηση ἔρχονται ἐδῶ στήν πατρίδα τους, καί μάλιστα εἰς τήν ἰδιαιτέρα τους πατρίδα, τό χωριό τους, τήν πόλη τους, τό νησί τους, ἐκεῖ πού γεννήθηκαν.

     Ἡ πατρίδα, βέβαια, εἶναι μία ἀξία, ἀλλά μιά ἀξία πιό κάτω ἀπό τήν πίστη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Βεβαίως. Ἄν ἔπρεπε νά κρίνουμε καί νά συγκρίνουμε τίς ἀξίες βέβαια ἔχουν μίαν ἱεράρχησιν. Ἡ μιά εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν ἄλλη ἤ ἡ ἄλλη εἶναι πιό κάτω ἀπό τήν τρίτην… κ.ο.κ. Ἔτσι γιά κεῖνον πού ἀπαρνεῖται τήν πατρίδα του ἄν χρειαστεῖ χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σπουδαῖο. Ὅταν λέω «ἀπαρνοῦμαι» ὄχι μέ τήν ἔννοια νά προδώσω τήν πατρίδα μου, μέ τήν ἔννοια νά ἐξοριστῶ. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια. Δηλαδή, νά μέ βγάλουν ἀπό τήν πατρίδα μου, νά μέ στείλουν ἀλλοῦ, δέν θά πῶ «ὄχι» χάριν τοῦ Χριστοῦ, θά πῶ: «Προτιμῶ νά ἐξοριστῶ». Τί θά πεῖ «ἐξορίζομαι»; Θά πεῖ βγαίνω ἀπό τά ὅρια. Ποιά ὅρια; Τῆς πατρίδος μου, τῆς τοπικῆς μου πατρίδος. Ἄν ἔχουμε μάλιστα ἐξορίστους στόν ἴδιο τόπο, σημαίνει μέ παίρνουν ἀπό δῶ τόν τόπο μου καί μέ πηγαίνουν σ’ ἕναν ἄλλο τόπο, καί ἐκεῖ μέ ἐπιτηροῦν, νά βρίσκομαι ἐκεῖ! Αὐτό λέγεται ἐξορία, βγαίνω ἀπό τά ὅρια, ποιά ὅρια; Τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδας. Ἐάν πρέπει γιά τόν Χριστό, θά τό δεχθῶ. Ἐξάλλου δέν μᾶς εἶπε ὁ Κύριος καί τόν ἑαυτό μας ἀκόμη πρέπει νά ἀρνηθοῦμε; Κι ἀσφαλῶς ὁ ἑαυτός μας εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν ἀξία «πατρίδα». Εἶναι πολύ φυσικό. Ἡ πατρίδα μπορεῖ νά σέ καταδικάσει σέ θάνατο, ἀκριβῶς γιατί πιστεύεις εἰς τόν Χριστόν. Δέν θά τήν προσβάλεις. Μέ κατεδίκασε ἡ πατρίδα μου σέ θάνατο· δέν τήν προσβάλω, ἀλλά δέν προδίδω τόν Χριστόν. Ὅπως κατεδίκασε κάποτε ἡ πατρίδα τόν Σωκράτη γιά τίς φιλοσοφικές του θέσεις. Προτίμησε νά πεθάνει γι’ αὐτές τίς φιλοσοφικές του θέσεις, παρά νά τίς προδώσει. Πόσο περισσότερο ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά προδώσει τήν πίστη του, ἔστω καί διά τήν ἀξίαν πού λέγεται πατρίδα!

     Ἡ πατρίδα δέν παύει ἀπό τοῦ νά εἶναι ἕνα σχῆμα τοῦ παρόντος αἰῶνος. Εἴδατε πόσα εἴπαμε γιά τήν πατρίδα κι ὅτι πρέπει νά τήν ἀγαπᾶμε, κι ὅτι πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί τούς συμπατριῶτες μας. Ναί, ναί, ἀλλά εἶναι ἕνα σχῆμα. Ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ πατρίδα μας ἐκείνη, ἡ νοσταλγία πού ἔχουμε γι’ αὐτή τήν πατρίδα… λέει στόν «Ἀπωλεσθέντα Παράδεισον» ὁ Μίλτων (Ἄγγλος ποιητής) ὅτι νιώθουμε μέσα μας τόν χαμένο Παράδεισο -ἐξ οὗ καί ὁ τίτλος αὐτοῦ τοῦ ἔπους, ἕνα ὁλόκληρο ποίημα, τεράστιο ποίημα, ὁλόκληρο βιβλίο εἶναι- αἰσθανόμεθα μέσα μας τόν χαμένον αὐτόν Παράδεισον, τήν χαμένη μας πατρίδα, κι αὐτήν νοσταλγοῦμε. Ἀλλά σᾶς εἶπα ὅτι ἡ πατρίδα εἶναι ἀντίτυπον τοῦ Παραδείσου, κι ὁ Παράδεισος ἀντίτυπον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐάν, λοιπόν, ἡ πατρίδα εἶναι ἕνα σχῆμα τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἀλλά σχῆμα δέν εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία μόνιμος αἰωνία κατάστασις. Γι’ αὐτό οἱ πιστοί, χωρίς νά παύουν νά ἀγαποῦν τήν γήινη πατρίδα τους, ὅμως προσβλέπουν σέ μιά κρείττονα πατρίδα, σέ μιά καλύτερη πατρίδα. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι αἰσθάνονται -ὅπως γράφει στήν «πρός Ἑβραίους» ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- ὅτι «ξένοι (οἱ ἅγιοι) καί παρεπίδημοι εἰσιν ἐπί τῆς γῆς». Στήν πραγματικότητα, μπορεῖ νά ‘μαι στό χωριό πού γεννήθηκα, ἀλλά εἶμαι ξένος καί παρεπίδημος. Τι θά πεῖ «παρεπίδημος»; Θά πεῖ, ἀπό κάπου ἔφυγα καί μένω σ’ ἕναν τόπο. Ἐδῶ εἶμαι παρεπίδημος, δέν γεννήθηκα στή Θεσσαλία. Εἶμαι παρεπίδημος. Παρεπιδημῶ εἰς τήν Θεσσαλία. Ἔστω κι ἄν ζήσω 100 χρόνια στή Θεσσαλία, παρεπιδημῶ εις τήν Θεσσαλία, δέν εἶν’ ἡ πατρίδα μου. Ἔτσι, λοιπόν, οἱ Ἅγιοι λέει, ἔβλεπαν τόν ἑαυτό τους σάν ξένο, σάν παρεπίδημο ἐπί τῆς γῆς. Γιατί; «Ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι (:ἒτσι, μοιάζουν, παρουσιάζονται -ἀφοῦ εἶναι παρεπίδημοι καί ξένοι- ὅτι γυρεύουν κάποια πατρίδα…) νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται (:ἐπιθυμοῦν μιά καλύτερη πατρίδα) τοῦτ' ἔστιν ἐπουρανίου (:δηλαδή ἐπουρανίου)· ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν (:γιατί ἔχει ἑτοιμάσει σ’ αὐτούς ὁ Θεός μίαν πόλιν)». Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ πόλις; Δέν εἶναι ἄλλη, παιδιά, παρά ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

     Γι’ αὐτό θά πεῖ πιό κάτω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος -στήν «πρός Ἑβραίους» πάντοτε- «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». «Δέν ἔχουμε ἐδῶ πατρίδα, τή μελλοντική μας πατρίδα γυρεύουμε». Νά γιατί δέν μποροῦμε νά προδώσουμε ἐκείνη τήν πατρίδα τοῦ οὐρανοῦ, χάριν τῆς ἐπιγείου πατρίδος. Ἄν τό θέλετε, οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα, στρατιῶτες ἦσαν, ἀπό διαφορετικές πατρίδες -λέει ὁ Μέγας Βασίλειος στό ἐγκώμιό του γι’ αὐτούς- ἀλλά ἔβλεπαν σ’ ἐκείνη τήν πατρίδα, ἦσαν στρατιῶτες ὅμως καί ὑπηρετοῦσαν τήν ἐπιγεία πατρίδα. Κι ἄν τό θέλετε, ἐκεῖνοι πού θά πᾶν νά πολεμήσουν ἄν χρειαστεῖ γιά τήν ἐπίγεια πατρίδα, ξέρετε ποιοί εἶναι; Οἱ Χριστιανοί. Ὄχι ἐκεῖνοι οἱ ἄλλοι, οἱ ἀρνησιπάτριδες, ἐκεῖνοι πού σήμερα ἔχουμε ὅλο καινούριες θεωρίες… γιά λόγους, λέει, συνειδήσεως, δέν θά πάω νά πολεμήσω, ἤ δέν θά πάρω ὅπλο… δέν θά κάνω τοῦτο ἤ ἐκεῖνο… Ἐκεῖνοι πού θά πολεμήσουν εἶναι οἱ Χριστιανοί. Ἀλλά οἱ Χριστιανοί ὑπηρετοῦν βεβαίως τήν πατρίδα τους τήν ἐπιγεία, ἀλλά ἔχουν τά μάτια τους στήν μεγάλη, τήν μόνιμη, τῆς ὁποίας κτίστης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, παιδιά, ἄς ξαναδιαβάσουμε τήν προτροπή τοῦ Τωβίτ: «Καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς ἀδελφούς σου (:καί τώρα παιδί μου, λέει, νά ἀγαπᾶς τούς συμπατριῶτες σου, καί συνεπῶς καί τήν πατρίδα σου)». Κι αὐτό ὁ Τωβίτ τό ἔδειξε στή Νινευή, μέ τήν φροντίδα πού ἔδειχνε ὁ θαυμάσιος αὐτός ἄνθρωπος στούς συμπατριῶτες του. Μέ κίνδυνο μάλιστα τῆς ζωῆς του, ὅταν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -ὄχι πρώτη φορά, ἀλλά τότε συνέβη ἕνα περιστατικό- λέει στό παιδί του: «Ἐμεῖς ἔχουμε νά φᾶμε ὅλα τά ἀγαθά -ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μακριά ἀπό τά Ιεροσόλυμα- πήγαινε φώναξε κανένα συμπατριώτη πού θά βρεῖς στήν ἀγορά». «Φώναξε», λέει, «νά ‘ρθει νά φᾶμε μαζί». Καί πάει καί τοῦ λέει ὁ γιός του: « Πατέρα, βρῆκα κάποιους πεθαμένους, νεκρούς, πού τούς πέταξαν ἀπό τό τεῖχος ἐξω, ἐπειδή εἶχαν κινηθεῖ πατριωτικά». Ὅταν τ’ ἄκουσε, ἐπῆγε νά τούς θάψει, μέ κίνδυνο τήν ζωή του. Διότι ἀπηγορεύετο ρητῶς, διότι εἶχαν τιμωρηθεῖ νά πεταχτοῦν ἔξω ἀπό τό τεῖχος οἱ Ἑβραῖοι. Καί πῆγε καί τούς ἔθαψε! Ξαναλέω μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Κι ὅταν ὁ Τωβίτ γύρισε, δέν μποροῦσε νά φάει γιατί ἦτο κατά τόν νόμον ἀκάθαρτος… καί τό βράδυ ἔμεινε ἔξω, καί κεῖ κάποιο πουλί κουτσούλησε πάνω μέσ’ στά μάτια του, καί ἐκεῖ πού τά ‘τριψε τά μάτια του -νίτρο ἔχουν οἱ κουτσουλιές τῶν πουλιῶν- καί ἐκεῖ τυφλώθηκε! Εἴδατε περιπέτεια; Γιατί ἀγαποῦσε τούς συμπατριῶτες του, γιατί ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του. Θ’ ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας, ναί. Θά τήν ἀγαποῦμε τήν πατρίδα μας, ἀλλά πέρα καί πάνω ἀπ’ ὅλα θά ἀγαπᾶμε ἐκείνη τήν μεγάλη, για ὅλους μας πατρίδα, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


24η ομιλία στην κατηγορία "Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ".

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ. " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/h-pnevmatikh-diauhkh-toy-tvbit
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_7.html?m=1

Ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση: Ἠλίας Τσακνάκης.

Επιμέλεια κειμένου : Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ».🔻
https://drive.google.com/file/d/1RZ1sYHVgLqBWiFNCBGi90Z__kjEnhr2H/view?usp=drivesdk

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

«Ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στούς συμπατριώτας» (α΄).

†. Ὁ Τωβίτ, συνεχίζοντας τήν πνευματική του διαθήκη πρός τόν γιό του τόν Τωβία τόν συμβουλεύει στή συνέχεια, μετά πού τοῦ εἶπε «Πρόσεξε, παιδί μου, ἀπό κάθε μορφή ἀνηθικότητος…» κ.λπ. καί ὅτι «Νά μήν πάρεις γυναῖκα ξένη, δηλαδή ἔξω ἀπό τόν λαό μας, διότι αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός, ἐφόσον εἴμεθα παιδιά τῶν προφητῶν καί ἔχουμε ἀγαθούς προγόνους, οἱ ὁποῖοι ἔτσι ἐνήργησαν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», προχωρεῖ εἰς τόν 13ον στίχον ὡ ἐξῆς, πού ἀναφέρεται βεβαίως πάλι στό θέμα τοῦ ὅτι πρέπει ὁ Τωβίας νά πάρει γυναῖκα ἀπό τόν λαό του, ὅμως ἔχει μία διαφοροποίηση, κάποια σημεῖα, τά ὁποῖα καί θά ἀναλύσουμε.

     «Καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς ἀδελφούς σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα· διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή». Δηλαδή, «Καί τώρα, παιδί μου», λέγει, «νά ἀγαπᾶς τούς ἀδελφούς σου…»- ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ «ἀδελφοί»; Εἶναι οἱ συμπατριῶτες -θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω- καί νά μήν ὑπερηφανεύεσαι στό νά ζητήσεις νά πάρεις ξένη γυναῖκα, διότι στήν ὑπερηφάνεια (δηλαδή στήν ξενομανία πού εἶναι ὑπερηφάνεια, καί, πρῶτα ὁ Θεός, κάτι θά ποῦμε προσεχῶς) ὑπάρχει ἡ ἀπώλεια, ἡ καταστροφή καί ἡ ἀκαταστασία. Βέβαια, ὅπως βλέπουμε, ἀναφέρεται εἰς τήν ἀνάγκη τοῦ μή μεικτοῦ γάμου, ἀλλά τοῦτο ἐάν τό ἔκανε, δηλαδή ἔκανε μεικτόν γάμον (ἔπαιρνε ξένη γυναῖκα), αὐτό δέν θά ἦτο παρά μία περιφρόνησις τῶν συμπατριωτῶν του μέ κίνητρο, ὅπως εἴπαμε, τήν ὑπερηφάνεια.

     Ἐπειδή ὅμως, εἴπαμε, τό θέμα τό ἀναπτύξαμε ἀπό τίς περασμένες φορές, γι’ αὐτό θά μείνουμε σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο τό ὁποῖο εἶναι πάρα πολύ χρήσιμο ὅπως θά δεῖτε. Ποιό; «Καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς ἀδελφούς σου, καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου… διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή». Αὐτό «ἀγάπα τούς ἀδελφούς σου», διότι οἱ Ἑβραῖοι ἀποκαλοῦσαν τούς ὁμοφύλους των «ἀδελφούς», ἤ «συμφυλέτας» ἤ «συμπατριῶτες». Βλέπουμε ἐπί παραδείγματι, τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁμιλεῖ, νά λέει: «Ἂνδρες ἀδελφοί». Ἐμεῖς ποτέ δέν λέμε οἱ Ἕλληνες, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὅταν θέλαν νά μιλήσουν, ποτέ δέν ἔλεγαν «ἄνδρες ἀδελφοί», ἀλλά ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος (καί ὅλοι οἱ ὁμιλητές τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ) πάντοτε ἔλεγαν «ἄνδρες ἀδελφοί». Γιατί; Διότι ὁ λαός αὐτός ἦτο ὄντως ἀδελφός, διότι κατήγοντο ὅλοι ἀπό τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα καί συνεπῶς ὄντως προσεφωνοῦντο πάντοτε μέ τό «ἀδελφοί» ἤ σέ ὁμιλία ἐπίσημη «ἄνδρες ἀδελφοί». Μάλιστα ἔχουμε κι ἄλλες ἐκφράσεις πού μᾶς διασώζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πῶς μποροῦσε ἕνας Ἑβραῖος νά βλέπει τόν ἄλλον Ἑβραῖον, τόν συμφυλέτη του, αὐτός πού ἦταν ἀπό τήν ἰδίαν φυλήν, ἀπό τόν ἴδιον λαόν, ἀπό τό ἴδιο γένος, τούς ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος «συγγενεῖς του κατά σάρκα». Δηλαδή αὐτοί πού στάθηκαν τό γένος του. Αὐτό θά πεῖ «συγγενής», αὐτός πού εἶναι τοῦ ἰδίου γένους, κατά σάρκα. Λέγει μάλιστα, στήν «Πρός Ρωμαίους», γράφει: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, -ἀνάθεμα θά πεῖ χώρια-. «Θά εὐχόμουνα νά χωριστῶ ἀπό τόν Χριστόν -Ποιός; Ὁ Παῦλος, πού τόσο ἀγαποῦσε τόν Χριστόν-, γιά λογαριασμό τῶν ἀδελφῶν μου» -πού εἶναι οἱ συμπατριῶτες του- τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται». Σαφῶς, λοιπόν, ἄρα «ἀδελφοί» ἦσαν οἱ συμπατριῶτες. Κι ὅταν λέγει ὁ Τωβίτ εἰς τόν Τωβία: «Νά ἀγαπᾶς τούς ἀδελφούς σου», δεδομένου ὅτι ὁ Τωβίας δέν εἶχε ἄλλον ἀδελφόν, ἤτανε μοναχοπαίδι, ἄρα λοιπόν σαφῶς βλέπουμε, ὅτι ἐδῶ πρόκειται περί τῶν συμπατριωτῶν του.

      Ἄν, ὅμως, κανείς ἀγαπᾶ τούς συμπατριῶτες του, κατ’ ἐπέκτασιν, βεβαίως θά ἀγαπάει καί τήν πατρίδα του. Εἶναι πάρα πολύ φυσικό, διότι ὅλοι οἱ συμπατριῶτες ἀποτελοῦν τήν πατρίδα. Καί μιά πού λίγες μέρες εἶναι πού ἀφήσαμε τήν 28ην Ὀκτωβρίου, πού ἦταν μιά ἐθνική γιορτή, μιά ἀνάδειξη τῆς πατρίδος, μία περίσωσις, δηλαδή τό νά σώσουμε τήν πατρίδα μας, αὐτό εἶναι μιά ἐθνική γιορτή, ὅταν ἡ πατρίδα σώζεται ἀπό ἀπειλοῦντας ἐχθρούς, ἔρχεται λίγο ἐπίκαιρα αὐτό τό θέμα -ἄν καί θά ἔπρεπε πάντα νά εἶναι ἐπίκαιρο, ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στούς συμπατριῶτες-ἀλλά θά ἔλεγα, δυστυχῶς, δέν ξέρω σήμερα ἄν διδάσκεται ἡ φιλοπατρία εἰς τά σχολεῖα, καί ἴσως καί στίς οἰκογένειες, ἴσως μᾶλλον ἐκεῖ κάτι νά μένει (στίς οἰκογένειες) ἀλλά ἀμφιβάλλω στά σχολεῖα, καί εἰς αὐτόν ἀκόμη τόν στρατόν. Μήν σᾶς κάνει ἐντύπωση αὐτό πού λέγω. Ἔχω δεδομένα, γι’ αὐτό. Καί μάλιστα ἐπίσημα δεδομένα. 

     Ἐντούτοις ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα εἶναι αὐτονόητη, ὅπως ἡ ἀγάπη στή μάνα. Καί ἐντούτοις ἐμεῖς πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε αὐτήν τήν ἀγάπην, Ὅπως ὑπενθυμίζει καί ἡ ἐντολή «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου…». Δέν θά ἔπρεπε νά ὑπῆρχε ἐντολή. Δέν θά ἔπρεπε διότι ἁπλούστατα εἶναι αὐτονόητο ν’ ἀγαπᾶς τήν μάνα σου καί τόν πατερα σου. Ἔτσι κι ἐδῶ, αὐτονόητο ν’ ἀγαπᾶς τήν πατρίδα σου. Στήν ἐποχή μας, ὅμως, ἐπικρατεῖ ἕνας διεθνισμός, ἕνας κοσμοπολιτισμός καί συνεπῶς ἡ ἔννοια τῆς πατρίδος διαρκῶς καί καθημερινά ξεθωριάζει. Πρέπει, λοιπόν, νά μιλήσουμε, εἶναι ἀνάγκη νά μιλήσουμε, εἶναι πάρα πολλή ἀνάγκη νά μιλήσουμε. Ξέρετε τί θά πεῖ νά ὑπάρχει μιά γιορτή ἐθνική καί κανείς ἴσως νά μήν πιστεύει σ’ αὐτήν; Δέν εἶναι ὀξύμωρον, δέν εἶναι περίεργον; Κι ἀκόμα, ὑπάρχουν Ἕλληνες πού πιστεύουν στήν ἔννοια τῆς πατρίδος, γι’ αὐτό καί τιμοῦν μιά γιορτή ἐθνική. Ἀλλά ὕστερα ἀπό κάποιο καιρό, κανείς δέν θά εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀγαπάει τήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα. Καί τό ἐπιχείρημα τοῦ διεθνισμοῦ… διεθνιστής λέμε, δέν εἶναι τι ἄλλο, -δῆθεν- ἡ κατάργησις τῶν πολέμων μεταξύ τῶν λαῶν μόνο καί μόνο γιά νά ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ εἰρήνη ἀνάμεσα στούς λαούς. Γι’ αὐτό σήμερα οἱ ἄνθρωποι γίνονται διεθνιστές. Αὐτό ὅμως εἶναι οὐτοπιστικόν. Τί θά πεῖ «οὐτοπιστικόν»; Θά πεῖ ὅτι εἶναι ἀπραγματοποίητο, εἶναι κάτι πού δέν εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ, ὅπως θά τό δοῦμε στή συνέχεια. 

    Ἔτσι μ’ αὐτήν τήν τοποθέτηση εἰσάγεται ἡ ἔννοια τοῦ κοσμοπολίτου, πού ἀρνεῖται τόν λαό του, τόν τόπο του ἀρνεῖται, τήν πατρίδα του ἀρνεῖται, καί κάνει πατρίδα, ὅπως λέγει, ὅλη τήν γῆ. «Πατρίδα μου», λέγει, «εἶναι κάθε τόπος». Φυσικά, δέν θέλουμε νά ὑποστηρίξουμε τόν σωβινισμό. Τί εἶναι ὁ σωβινισμός; Δέν εἶναι τι ἄλλο παρά πού θέλει τόν ἄνθρωπο νά στρέφεται γύρω ἀπό τήν πατρίδα του καί νά μήν ἀναγνωρίζει κανέναν ἄλλον. Θά λέγαμε, κατά κάποιο τρόπο, σωβινισμός ἦταν ἐκεῖνο πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες: «Πᾶς μή Ἕλλην, βάρβαρος». «Καθένας ὁ ὁποῖος δέν εἶναι Ἕλληνας, εἶναι βάρβαρος. Βέβαια μάθαμε -μάθαμε ὡς χριστιανοί- ὅτι ἐξ ἑνός αἵματος ἐποίησεν ὁ Θεός κάθε λαό, ἀπό ἕνα αἷμα ὅλοι. Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά λέμε ὅτι μόνο ἐμεῖς εἴμαστε καί κανείς ἄλλος, οὔτε ἀκόμη ν’ ἀρνηθοῦμε τήν πατρίδα μας. Οὔτε δηλαδή ὁ σωβινιμός, οὔτε ὁ κοσμοπολιτισμός καί ὁ διεθνισμός. 

     Ἀκόμη ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ κοσμοπολιτισμός δέν εἶναι ἕνα «ἅπλωμα» τῆς καρδιᾶς, ὅπως θά ἤθελαν νά ὑποστηρίζουν, καί τῆς ἀγάπης δῆθεν πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ κοσμοπολιτισμός -θά τό δοῦμε αὐτό- δέν εἶναι παρά ἕνα ἐκφυλιστικόν φαινόμενον. Θά τό ἐπαναλάβω, ὁ κοσμοπολιτισμός εἶναι ἕνα ἐκφυλιστικόν φαινόμενον. Ἔτσι οἱ ἰδέες καί οἱ πολιτισμοί ξεπερνοῦν πολύ εὔκολα πιά, σήμερα ἰδίως, τά σύνορα πού θεωροῦνται πλέον ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτα, ὅτι πιά δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά ὑπάρχουν σύνορα καί ἁπλώνονται παντοῦ. Βέβαια οἱ πόρτες θεωροῦνται ἀνοιχτές, ἔτσι καί γιά τό καλό καί γιά τό κακό. Πρό καιροῦ μάλιστα, πρό μερικῶν ἐτῶν, μέ τό θέμα τῆς Ε.Ο.Κ…. κ.λπ. ὑπεστηρίζετο αὐτό, ὅτι ἀνοίγουν πιά τά σύνορά μας καί θά μπεῖ ὄχι μόνο κάτι καλό, ἀλλά θά μπεῖ καί κάτι κακό. Καί αὐτό τό κακό τό βλέπουμε, κάτι πού ὑπάρχει στούς ἄλλους λαούς, νά μπαίνει καί στό δικό μας τόν λαό, ὅπως εἶναι ὁ ἀναρχισμός, ὅπως εἶναι ἡ ἔκλυσις τῶν ἠθῶν, πού κουβαλιέται ἡ ἔκλυση τῶν ἠθῶν διά τοῦ τουρισμοῦ… καί πολλά ἄλλα. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι πιά ἔχουμε ἕνα ξέφτισμα ποιοτικόν. Καί ὅπως σέ μιά μεγάλη πόλη οἱ ἄνθρωποι δέν λένε μεταξύ τους καλημέρα, γιατί δέ γνωρίζονται, ὅπως λένε τήν καλημέρα τους σ’ ἕνα χωριό, ὅλοι εἶναι γνωστοί… καμιά φορά ἀφελῶς ἐρωτῶ -ὅταν μοῦ λένε «Μένω στήν τάδε κωμόπολη» μάλιστα ὄχι χωριό- «Τί ὁδό ἔχετε;», κι ὁ ἄλλος χαμογελάει… λέει: «Ὃλοι γνωστοί εἴμαστε ἐκεῖ!». Πολύ ὀρθά, «ὅλοι γνωστοί εἴμαστε ἐκεῖ», ἀλλά σέ μιά μεγάλη πόλη, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι γνωστοί μεταξύ των οἱ ἄνθρωποι. Καί ἔτσι καί ὁ κοσμοπολιτισμός, δέν κάνει πιά τούς ἀνθρώπους ἀνάμεσά τους γνωστούς, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοτρίωση, τήν ἀποξένωση τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι σέ μιά μεγάλη πόλη συμβαίνει μέ τούς ἐνοίκους μιᾶς πολυκατοικίας. Δέν ξέρει κανείς ποιός μένει δίπλα του, ποιός μένει ἀπό πάνω του, ποιός μένει ἀπό κάτω του. Καί βέβαια, ἔ μπορεῖ νά εἰπωθεῖ μιά «ξερή» ἴσως καλημέρα, ὅταν βρεθοῦν στό κλιμακοστάσιο ἤ στό ἀσανσέρ, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀποξενωμένοι. Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι στήν πραγματικότητα ὁ διεθνισμός ἤ ὁ οἰκουμενισμός στό τέλος καταλήγει ἀπάνθρωπος, διότι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει ἀνθρωπιά σ’ αὐτόν ὅταν τόν ἄλλον δέν τόν βλέπει σάν δικό του ἄνθρωπο. Εἶναι ἀπάνθρωπος λοιπόν καί ἀντικοινωνικός.

     Μιά μικρογραφία μιᾶς κλειστῆς συνοριακῆς -ἐπαναλαμβάνω συνοριακῆς, μέ σύνορα- κοινωνίας εἶναι ἡ οἰκογένεια. Μιά οἰκογένεια ἔχει τά σύνορά της. Ποιά εἶναι τά σύνορα μιᾶς οἰκογένειας; Εἶναι οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ὅποια ἰδιότητά τους πού κατοικοῦν μέσα σ’ ἕνα σπίτι, τό ὁποῖον ἔχει πόρτα καί κλείνει. Ἔχει σύνορα, κλείνει ἡ πόρτα. Μπορεῖς νά μπαίνεις στό κάθε σπίτι ἀφήνοντας στό κάθε σπίτι τήν πόρτα του ἀνοιχτή; Εἶναι δυνατόν ποτέ; Καί διατηροῦν τήν ἰδιότητα τά μέλη τῆς οἰκογενείας, ὅτι ὁ πατέρας εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μητέρα εἶναι ἡ μητέρα, τά παιδιά εἶναι τά παιδιά, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κάτι διαφορετικό μέσα στήν οἰκογένεια. Καί ξαναλέγω τά σύνορα μιᾶς οἰκογενείας εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἰδιότητα τοῦ καθενός… δέν μπορεῖ ὁ σύζυγος νά πεῖ… νά κοιτάζει ἄλλες γυναῖκες, ἡ μητέρα νά κοιτάζει ἄλλους ἄνδρες, δέν μποροῦν τά παιδιά νά κινοῦνται κατά ἕναν τρόπον… ξενοδοχειακόν (θά τό λέγαμε) πού ὁ καθένας ὅ,τι ὥρα θέλει, γυρίζει… κ.λπ. Τί εἶναι, λοιπόν, μία οἰκογένεια στό σπίτι της; Στήν πραματικότητα εἶναι μία μικρή κοινωνία, ἡ ὁποία ἔχει κάποια σύνορα. Ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ἡ οἰκογένεια αὐτή ἀπωλέσει τά σύνορά της, τότε κυριολεκτικά ἐκφυλίστηκε, χάθηκε, δέν ἔχουμε οἰκογένεια πιά. Ἄν αὐτό τό πρᾶγμα τό μεγαλώσετε, δέν ἔχουμε παρά μία χώρα, μία πατρίδα. Ἄν κι αὐτή χάσει τά σύνορά της, καί τήν ἰδιότητα τῶν ἀνθρώπων της, τῶν πολιτῶν της, τότε δέν ἔχουμε πιά μία σωστή κοινωνία. Καί ἄν πάρουμε τήν μεγαλογραφία, ἔχουμε αὐτό πού λέγεται κοινωνία, λέγεται πόλις, λέγεται πατρίδα, λέγεται ἔθνος. 

     Τήν θέση μιᾶς τέτοιας κλειστῆς κοινωνίας, δηλαδή ἑνός λαοῦ μέ γεωγραφικά σύνορα -ἴσως θά σᾶς κάνει ἐντύπωση- καθορίζει Αὐτός ὁ Θεός. Ναί, Αὐτός ὁ Θεός. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἐδῶ δέν κάνουμε οὔτε Γεωγραφία, οὔτε Κοινωνιολογία, οὔτε τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀλλά κάνουμε θεολογία. Ἀναλύουμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ὁ Θεός, τούς λόγους τοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς ἐφόσον καί τό θέμα αὐτό εἶναι μέσα στό χῶρο τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦμε καί νά μή μιλήσουμε γι’ αὐτό τό θέμα. Ἀκοῦστε πῶς τό λέγει στήν ὠδή του ὁ Μωϋσῆς, πού εἶναι στό «Δευτερονόμιον», 32ον κεφάλαιον. Λέγει: «Ὃτε διεμέριζεν ὁ ῞Υψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς ᾿Αδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ, καὶ ἐγενήθη μερίς Κυρίου λαὸς αὐτοῦ ᾿Ιακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ ᾿Ισραήλ». Κάθε λέξη ἔχει πολύ μεγάλη βαρύτητα καί πρέπει νά μείνουμε. «Ὃτε διεμέριζεν ὁ ῞Υψιστος ἔθνη», «διαμερίζω» θά πεῖ μοιράζω, ξεχωρίζω. Δηλαδή ἔγιναν πολλοί οἱ ἄνθρωποι, κάποτε ἦταν, λέγει, ἕνα χεῖλος, δηλαδή μία φωνή, δηλαδή μία γλῶσσα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν, ὡς ἀπόγονοι τοῦ Νῶε, μιά γλῶσσα μιλοῦσαν, καί μάλιστα τοποθετεῖται ἡ κατοικία των κάπου ἐκεῖ πού λέμε Βαβυλῶνα, κι ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, παρότι λέγεται ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση ἐτυμολογικά τό Βαβέλ μέ τό Βαβυλῶνα, ἀλλά κατά τήν Ἁγία Γραφή ἔχει σχέση. Ἔτσι, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μία γλῶσσα,. 

     Εἶναι γνωστό δέ πώς οἱ γλῶσσες μπερδεύτηκαν καί κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν…» (Γέν. 11,7) ἐπειδή ἡ ἀλαζονεία των ἤθελε νά ἀφήσει ἕνα μνημεῖο, ἕνα μνημεῖο, λέγει, πού θά ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό (βεβαίως ἔκφραση, γιατί ὁ οὐρανός εἶναι τόσο βαθύς… θά ‘ταν δυνατόν ἕνα κτῖσμα νά ἀνέλθει ποῦ;). Ποῦ εἶναι τά σύνορα καί τά ὅρια τοῦ οὐρανοῦ; Πρέπει, ὅμως, νά σᾶς πῶ ὅτι ὑπάρχουν ὅρια, τό σύμπαν εἶναι ἄπειρο-πεπερασμένο. Δέν εἶναι ἀντιφατικό, πεπερασμένον-ἄπειρον. Λοιπόν, ὅμως ἤτανε μιά ἀλαζονεία, καί τό μνημεῖο πού θέλησαν νά εἶναι μνημεῖον ἀναφορᾶς τῶν λαῶν ἤτανε μνημεῖον ἀλαζονείας. Διότι τό μνημεῖον ἀναφορᾶς θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ Θεός. Ὅπου καί νά πᾶτε, ὅπου καί νά πᾶμε, τήν ἀναφορά μας θά τήν ἔχουμε στόν Θεό. Πῶς ὅλη ἡ γῆ μας βλέπει τόν ἥλιο καί θά ἔλεγε ὅτι ἡ γῆ ἔχει τήν ἀναφορά της στόν ἥλιο. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι θά εἶχαν τήν ἀναφορά τους στόν Θεό, ἐπειδή ὅμως δέν τήν εἶχαν, στή συνέχεια λέγει ὁ Θεός: «Δεῦτε καταβάντες» (εἰς πληθυντικόν ἀριθμόν)· «Ἐλᾶτε», λέει, «νά κατεβοῦμε -τρόπον τινα τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος κινοῦνται ἔτσι- νά μπερδέψουμε τίς γλῶσσες τους», καί δέν καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ξέρετε δέ ὅτι τήν Πεντηκοστή διορθώθηκε τό πρᾶγμα. Ὄχι μόνο γιατί ὅλοι καταλάβαιναν τό κήρυγμα τοῦ Πέτρου, λέγει, μέ πολλή σαφήνεια καί μέ εὐρεῖα περιγραφή ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», ἀλλά διότι δέν ἦταν πιά τό σημεῖο ἀναφορᾶς συναντήσεως τῶν λαῶν, ἕνα τεχνικό μνημεῖο, ἕνα μνημεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά ἦτο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Σήμερα δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ξέρω Ρώσικα γιά νά καταλάβω τούς ὀρθοδόξους Ρώσους… ἤ ὅπου ἀλλοῦ ἔχουμε ὀρθοδόξους Ρώσους, δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ξέρω τήν γλῶσσα γιά νά ἔχω σύνδεσμο. Ἐκεῖνο πού μέ συνδέει πιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. 

     Αὐτό ἤτανε μιά παρέκβαση πού ἔκανα, ἀλλά ἤθελα νά σᾶς δείξω πῶς ἀκριβῶς ἐδῶ ἔρχεται ὁ Θεός νά χωρίσει τούς ἀνθρώπους σέ κράτη, πού νά ‘χουνε τήν δική τους τήν γλῶσσα, τή δική τους τή διοίκηση, γιατί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ κράτους ἀπό τό ἔθνος. Ἔθνος θά πεῖ οἱ ἄνθρωποι πού ἀνήκουν στήν ἴδια Ἱστορία, στόν ἴδιο λαό, καί στήν ἴδια γλῶσσα. Αὐτό λέγεται «ἔθνος» (καί δέν ἔχει τό ἔθνος ὅρια). Κράτος σημαίνει μία περιοχή γῆς πού ὑπάρχουν ὅρια· βέβαια ὁμιλεῖται ἡ ἴδια γλῶσσα κ.λπ. ἤ μπορεῖ καί ὄχι, (ὅπως φέρ’ εἰπεῖν εἶναι ἡ Ἐλβετία), ὅμως ὑπάρχει μία διοίκησις, ἀπό τό «κρατῶ», πού θά πεῖ ἔχω δύναμη, ἀσκῶ ἐξουσία. Κράτος θά πεῖ δύναμη, καί συνεπῶς κρατῶ=ἀσκῶ ἐξουσία, ὑπάρχουν νόμοι… κ.λπ. αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ κράτους καί ἔθνους. Οἱ Ἕλληνες τῆς Ἀμερικῆς δέν ὑπόκεινται εἰς τούς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, εἶναι ὅμως Ἕλληνες. Εἴμεθα σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλά δέν ἔχουμε τό κράτος μας νά εἶναι ἁπλωμένο σ’ ὅλη τή γῆ, παρά μόνο σέ ἕνα ὁρισμένο μέρος τῆς γῆς ἐπάνω. Ἔτσι, θά λέγαμε ὅτι ἐδῶ ὁ Θεός θέλει νά δημιουργήσει κράτη, ἀφοῦ θά βάλει σύνορα. Καί λέγει στή συνέχεια: «Ὃς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ (:τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ) ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν (:ἔβαλε ὅρια εἰς τά ἔθνη, δηλαδή τά ἔθνη τά ἔκανε κράτη) κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ»- βλέπετε ὅ,τι λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί μοιάζει νά εἶναι γήϊνο, πάντοτε τό ντύνει μέ θεολογία. «Ὅτι βάζει», λέει ἐδῶ, «κατά ἀριθμόν ἀγγέλων τά κράτη». Σημαίνει: «Κάθε κράτος ἔχει τόν φύλακα ἄγγελό του». Μάλιστα τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ εἶχε φύλακα, τόν ἀρχάγγελον Μιχαήλ, καί σ’ ἕνα ὅραμά του ὁ Δανιήλ, βλέπει καί τόν ἄγγελο τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά θά ἐπεκταθῶ πολύ γιατί καί ἐκεῖ γίνεται μνεία αὐτῶν τῶν κρατῶν καί τῶν ἀγγέλων-φυλάκων τῶν κρατῶν.

      Καί λέγει στή συνέχεια: «καὶ ἐγενήθη» - καί ἐγενήθη, λέγει, ἔγινε (ἀπό τό γίγνομαι) μερίς Κυρίου λαός αὐτοῦ Ἰακώβ»· δηλαδή πῆρε μία μερίδα ὁ Κύριος, ἔκανε ἕναν δικό του λαό, ὁ λεγόμενος «περιούσιος λαός» («περιούσιος» θά πεῖ ὁ λαός πού ἀνήκει ὡς περιουσία τοῦ Θεοῦ)… βέβαια, θά λέγατε, «ἔχει ὁ Θεός περιουσία»; Εἶχε τόν λόγο του. Ἔπρεπε νά κατοχυρωθεῖ ἕνα λαός, πού θά ἠσκεῖτο ἐκεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά νά 'ρθει ὁ Μεσσίας, «σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ ᾿Ισραήλ». «Σχοίνισμα» (ἀπό τό σχοινί) πού θά πεῖ· … νά ὅπως μέσα στήν Ἐκκλησία βάζουμε ἕνα σκοινί ἀπό δῶ, ἕνα σκοινί ἀπό κεῖ ὅταν ἔχουμε κόσμο πολύ (ἕνα πανηγύρι), γιά νά ἐμποδίσουμε τούς ἀνθρώπους, νά συμπληρώσουν ἕναν διάδρομον. Συνεπῶς τί κάνει τό σχοινί; Τό σχοινί κάνει περιορισμό, δημιουργεῖ σύνορα, ὅρια. Σχοίνισμα, λοιπόν, θά πεῖ ὅρια. Παρατηροῦμε ὅτι ἐδῶ ὁ Θεός διαμοιράζει, βάζει τά ὅρια καί κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό Του ἕνα λαό, τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλά τοῦτο σημαίνει καί κάτι ἄλλο. Βεβαια δέν σημαίνει ξεχώρισμα ὅτι παίρνει κατά προτίμηση κάποιο λαό. Ὄχι, εἶχε τόν σκοπό Του, σᾶς ἐξήγησα προηγουμένως, ὅτι ἤθελε ὁ Θεός νά καλλιεργηθεῖ ἕνας λαός γιά νά 'ρθει ὁ Μεσσίας. Ὅμως ὁ Θεός κάνει τούς ἀνθρώπους, τά κράτη, τούς λαούς, ἀπό ἕνα ζεῦγος ἀνθρώπων, ὅπως λέει ἐδῶ «υἱοί τοῦ Ἀδάμ». 

     Ἀκοῦστε τώρα τί ἄλλο ἀποκαλυπτικό μᾶς δείχνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μέ τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς τήν Πνύκα τῶν Ἀθηνῶν. Νά τί λέγει: «Ἐποίησέ τε (τό τε θά πεῖ καί, καί εἶναι ἄτονο χωρίς τόνο… λέμε καί μερικά τέτοια γιατί ἴσως δέν τά γνωρίζετε) ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (Πράξ. 17, 26). «Καί ἔκανε ὁ Θεός μέ ἕνα αἷμα, κάθε ἔθνος ἀνθρώπων». Δηλαδή ὅλοι εἶναι ἄνθρωποι, ἀφοῦ καταγόμεθα ἀπό ἕνα ζεῦγος. Μιά προηγούμενη παρατήρηση… ἐκεῖνο τό «ἐποίησέ τε», γιά νά μή βάλουν οἱ ἀρχαῖοι δεύτερη φορά τό «καί» γιατί τούς χτυποῦσε ἄσχημα στ’ αὐτιά, ἐπινόησαν τό «τε». Βλέπετε εὐαισθησίαν ἀκοῆς στό θέμα τῆς γλώσσης! Αὐτή πού ἐμεῖς τήν ρημάξαμε σήμερα καί τήν κάναμε βάρβαρη γλῶσσα (ἁπλῶς τό λέγω ἔτσι γιά νά τό γνωρίζετε). «Κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς (:γιά νά κατοικοῦν οἱ ἄνθρωποι σ’ ὅλο τό πρόσωπο τῆς γῆς) ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν». Ποιές εἶναι οἱ ὁροθεσίες; Οἱ ὁροθεσίες εἶναι τά σύνορα.Ὁ-ρο-θε-σία, θέτω ὅρον, θέτω ὅρια. Συνεπῶς ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού βάζει τά ὅρια, τά σύνορα; Εἶναι ὁ Θεός. 

     Ἀλλά προσέξτε καί κάτι ἄλλο: «ὁρίσας προτεταγμένους καιρούς». Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ «προστεταγμένοι καιροί»; Εἶναι τά χρόνια πού θά ζήσει ἕνας λαός. Γιατί ἄν ἐρωτήσετε, ὑπῆρξαν πολλοί λαοί πού σήμερα δέν ὑπάρχουν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατ’ ἐπανάληψιν τό λέγει αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη: « Ὅτι καί Ἐγώ θά ἐξαφανίσω τόν λαόν αὐτόν» -ὅπως ἐπί παραδείγματι τούς Βαβυλωνίους, ὅπως ἐπί παραδείγματι, τούς Ἀσυρρίους, διότι Ἐγώ σᾶς ἔριξα στά χέρια τους (βόρειο καί νότιο βασίλειο) γιά νά σᾶς τιμωρήσω, ἀλλά Ἐγώ θά τιμωρήσω αὐτούς διότι φάνηκαν βάναυσοι ἀπέναντί σας… κ.λπ…. κ.λπ. ὁπότε βλέπει κανένας ἐδῶ ὅτι τήν ζωή ἑνός λαοῦ τήν καθορίζει ὁ Θεός, πόσο θά ζήσει ἕνας λαός. Ξέρετε τί λέγει εἰς τόν Σολομῶντα; Τήν ἐποχή τοῦ Δαυΐδ καί τοῦ Σολομῶντος, οἱ Ἰσραηλίτες εἶχαν τά εὐρύτερα σύνορα ἀπό ποτέ ἄλλοτε στήν ἱστορία τους, ἔφθαναν μέχρι τόν Εὐφράτη ποταμό. Καί τί λέγει τώρα ὁ Θεός, παιδιά; Ξέρετε τί λέει; Λέει τό ἐξῆς: «Ὃταν -ἐπειδή ὁ Σολομῶν δέν εἶχε δείξει μιά καλή συμπεριφορά σέ κάποια περίπτωση- ἐσύ θά πεθάνεις, ἐσένα δέν σἐ τιμωρῶ, χάριν τοῦ πατρός σου τοῦ Δαυΐδ· θά συρρικνώσω τά σύνορα τῆς γῆς σου». Ἄ ὥστε λοιπόν θά μαζέψω τά σύνορα. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος, λοιπόν, πού εἶναι κύριος τῶν συνόρων καί τῆς ζωῆς ἑνός λαοῦ; Εἶναι Αὐτός ὁ Θεός. Προσέξτε ὅμως, ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά δώσει ἐντολή στούς μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Οὐσιαστικά δέν ἀδικεῖται κανείς, διότι ὅλοι θά ἤκουαν τό Εὐαγγέλιο, καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχουν σύνορα!


23η ομιλία στην κατηγορία "Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ".

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ. " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/h-pnevmatikh-diauhkh-toy-tvbit
↕️
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/blog-post_7.html?m=1

Ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση: Ἠλίας Τσακνάκης.

Επιμέλεια κειμένου : Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ».🔻
https://drive.google.com/file/d/1RZ1sYHVgLqBWiFNCBGi90Z__kjEnhr2H/view?usp=drivesdk

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

Όλες οι ομιλίες ~4.487~ του μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://aspalathos21.blogspot.com/2024/12/4487.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=0

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.