18 Νοεμβρίου 2024

Ἡ διάνοιξη τῶν ὀφθαλμῶν· ἡ γνώση τῆς γυμνότητος· ἡ ἐξασθένηση νοῦ, καρδιᾶς καί συναισθήματος.

†.Μετά την βρώση τοῦ καρποῦ, παιδιά, τί πέτυχαν οἱ πρωτόπλαστοι;

   Μας σημειώνει το βιβλίο τῆς Γενέσεως: «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γέν. 3, 7). Δηλαδή, μόλις έφαγαν από τόν καρπό, ἀνοίχθηκαν τά μάτια καί τῶν δύο καί κατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί, καί τότε ἔρραψαν φύλλα συκιᾶς καί ἔκαναν γιά τόν ἑαυτό τους περιζώματα, ποδιές. Περίζωμα, κατά κυριολεξία, εἶναι ἡ ποδιά. Ἔφτιαξαν ἕνα πρόχειρο ντύσιμο με φύλλα συκιᾶς.

   Πράγματι, ὁ διάβολος τούς εἶχε πεῖ ὅτι ὅταν θά ἔτρωγαν τόν καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, θ' ἄνοιγαν τα μάτια τους. Ἄνοιξαν λοιπόν τά μάτια τους· ὅμως ἄνοιξαν ὄχι γιά νά δοῦν τήν ἰσοθεΐα, πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπατηλότατα, ἀλλά ἄνοιξαν γιά νά ἀντιληφθοῦν τήν παντελῆ γύμνωσή τους ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔμειναν γυμνοί! ἡ ψυχή τους ἔμεινε γυμνή!

   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς γυμνωθέντες τῆς ἄνωθεν ῥοπῆς, αἴσθησιν λαμβάνουσι καὶ τῆς αἰσθητῆς γυμνότητος» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ομιλία ΙϚ', PG 53, 131). Ἐπειδή παρέβησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γυμνώθηκαν ἀπό τήν ἄνωθεν ροπή, ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄνωθεν ροπή εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία χάρη. Καί τότε ἔλαβαν καί αἰσθητή γνώση ὅτι γυμνώθηκαν ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἀντιληφθοῦν ὅτι ἦσαν καί σωματικά γυμνοί.

   Ἔτσι, παιδιά, ἀνοίχθηκαν τά μάτια τῶν πρωτοπλάστων, καί γνώρισαν τό καλό καί τό κακό έμπειρικά. Καί κατανόησαν ὅτι ἔχασαν τό καλό, ὅ,τι δηλαδή ἀφοροῦσε στά πρό τῆς πτώσεως ἀγαθά, καί ἔμειναν στο κακό, δηλαδή σέ ὅ,τι ἀφοροῦσε στά μετά τήν πτώση· καί μάλιστα ἔγιναν αἰχμάλωτοι τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο πῆρε πλέον σ' αυτούς διαστάσεις ὄχι μόνον ἠθικές ἀλλά καί ὀντολογικές –θά δοῦμε λίγο πιό κάτω τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἠθικές καί τί οἱ ὀντολογικές διαστάσεις, ἀλλά κι ἐδῶ μποροῦμε μόνο κάτι λίγο νά ποῦμε.

   Ἠθική διάσταση εἶναι ὅταν ἐνῶ πρῶτα δέν ἤθελα να κλέβω, τώρα θέλω. Αὐτό εἶναι μιά ἠθική διάσταση τοῦ κακοῦ μέσα μου, μία ροπή. Βλέπετε, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν μία ροπή προς τό κακό, μία κλίση. Αὐτή ἡ ροπή ὅμως εἶναι ἠθικῆς διαστάσεως. Καί ποιά εἶναι ἡ ὀντολογική διάσταση τοῦ κακοῦ; Ὁ θάνατος. Τότε πιά, αὐτό πού εἶμαι, τό εἶναι μου, μεταβάλλεται σε τέτοιο βαθμό, πού δέν μπορῶ ἐπ᾽ οὐδενί λόγω νά τό διορθώσω. Μπορῶ νά μήν κλέβω, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι θά μπορούσα να κάνω κάτι στόν ἑαυτό μου καί νά ύπερνικήσω τήν ἠθική ροπή· ἀλλά τήν ὀντολογική διάσταση, δηλαδή τόν θάνατο, πῶς γίνεται νά τή νικήσω; Καί λέγεται ὀντολογική γιατί είναι κάτι πού ἀναφέρεται στην ὕπαρξή μου· δηλαδή τό κακό εἶναι πιά ὑπαρξιακό.

   Βέβαια καί ὁ Θεός γνωρίζει το καλό καί τό κακό· ἀλλά δέν γνωρίζει ἐμπειρικά τό κακό. Ὁ Θεός δέν ἔχει ζήσει ποτέ τό κακό, ἀλλά τό γνωρίζει θεωρητικά, ἂς τό ποῦμε ἔτσι. Ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά γνωρίζει το κακό ὅπως καί ὁ Θεός, δηλαδή θεωρητικά. Ὅταν δηλαδή εἶπε στούς πρωτοπλάστους ὅτι αὐτό εἶναι τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τί θά πιστεύατε; ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δέν θά μποροῦσαν νά ἐννοήσουν τό κακό; Θά ἦταν ἀδιανόητο πράγμα αυτό. Διότι τότε πῶς θά προστατεύονταν, ἐάν δέν γνώριζαν τί εἶναι τό κακό; Το γνώριζαν λοιπόν.

   Τό μικρό παιδί δέν ξέρει τί εἶναι τό κακό, γιατί δέν ξέρει καί τί εἶναι τό καλό· καί τοῦτο γιατί δέν ἔχει ἀνεπτυγμένη λογική. Δέν ἔχει ἀκόμη οὔτε γνωστική, οὔτε ἠθική συνείδηση ἀνεπτυγμένη, δέν γνωρίζει. Ἐνῶ ὁ μεγάλος γνωρίζει· γνωρίζει ποιός εἶναι· ἐγώ εἶμαι ἐγώ. Αὐτή εἶναι ἡ γνωστική συνείδηση –θα μιλήσουμε στό ἑπόμενο μάθημα γι' αυτό. Εγώ εἶμαι ἐγώ, δηλαδή ἐγώ δέν εἶμαι ἐσύ· ἔχω συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου, δηλαδή ἔχω αὐτοσυνειδησία. Δέν ἔχω ἀπώλεια τοῦ ἐγώ. Ἄν εἶχα ἀπώλεια τῆς συνειδήσεως τοῦ ἐγώ, τότε δέν θά ἤμουν καλά, θά ἤμουν ἄρρωστος. Αλλά, ἐκτός ἀπ' αὐτό, γνωρίζω τί εἶναι τό καλό καί τό κακό, χωρίς προηγουμένως νά τό κάνω.

   Ὁ Θεός λοιπόν δεν γνωρίζει τό κακό ἐμπειρικά. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν θά τό γνώριζε ἐμπειρικά. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως προχώρησε καί γνώρισε ἐμπειρικά τό κακό, ἀφοῦ παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. 

   Ἐδῶ θά ἤθελα νά σᾶς πῶ κάτι, πού θά παρακαλέσω πάρα πολύ νά τό προσέξετε. 

   Ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, ἀλλά καί παλαιότερα, ὑπάρχει μία τάση για απόκτηση εμπειριών. Μάλιστα σήμερα λέγεται καί σάν ἔκφραση, ἀκόμα καί στήν παιδική ἡλικία! Ὄχι μόνο στην νεανική ἤ τήν ἐφηβική, ἀλλά καί σ' αὐτήν ἀκόμη την παιδική ηλικία! Σου λέει θέλω νά ἔχω ἐμπειρίες. Τί θά πεῖ ὅμως θέλω νά ἔχω ἐμπειρίες; Θά πεῖ θέλω να δοκιμάσω οτιδήποτε στήν πραγματικότητα!

   Μά δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἂν δοκιμάσεις, αὐτό θά σοῦ βγεῖ σέ κακό; Ὄχι· θέλω να δοκιμάσω!... 

   Ἐπειδή τό ρεῦμα τοῦ κακοῦ ὡς ἐμπειρία πιά –ὄχι ὡς θεωρία– εἶναι πάρα πολύ ἔντονο, ὅλοι γύρω μας θέλουν να δοκιμάζουν τό κακό.

   Παλαιότερα, θυμᾶμαι, ὡς μαθητές πού ἤμασταν, ὄχι μόνο στο Δημοτικό αλλά και στο Γυμνάσιο τό ἑξατάξιο, ἐάν ὁ πατέρας μας κάπνιζε τσιγάρο, ἐμεῖς δέν μπαίναμε στον πειρασμό νά τόν μιμηθοῦμε, να καπνίσουμε κι ἐμεῖς τσιγάρο, γιατί ἦταν ἀδιανόητο γιά μᾶς, μαθητές τῆς ἕκτης Γυμνασίου, δηλαδή δεκαοχτώ χρονῶν, τήν ἐποχή ἐκείνη, να καπνίσουμε!... Τό θεωρούσαμε ὅτι δέν ἦταν ἀπαραίτητο. Δηλαδή δέν ὑπῆρχε ἡ ροπή, ή τάση τῆς ἐμπειρίας. 

   Κάποτε μποροῦσε νά πιαστεῖ ἕνας μαθητής μέσα στο σχολεῖο, ἕνας μόνο μαθητής, ἐκεῖ στα αποδυτήρια, στα αποχωρητήρια, κάπου ἐκεῖ, νά βρεθεῖ νά καπνίζει, σούσουρο σέ ὅλο τό Γυμνάσιο... ὅτι πιάστηκε ὁ τάδε να καπνίζει! Περίεργο!... Εἴδηση ἦταν τό ὅτι πιάστηκε κάποιος να καπνίζει, γιατί δέν εἴχαμε την τάση να ἔχουμε ἐμπειρίες. Σᾶς εἶπα ὅτι ἀρκετοί γονεῖς τῶν μαθητῶν, ἄν ὄχι ὅλοι, κάπνιζαν· ἐμεῖς ὅμως δέν μπαίναμε στην περιέργεια να δοκιμάσουμε.

   Σήμερα, ὄχι γιατί ὁ πατέρας σας μπορεῖ νά καπνίζει, ὄχι γιατί ἡ μητέρα σας μπορεῖ νά καπνίζει, ἀλλά γιατί ἡ ἐποχή εἶναι τέτοια, ὅλοι θέλουν να καπνίζουν! 

   Οἱ γυναῖκες, μάλιστα, ἦταν ἀδιανόητο να καπνίζουν. Εἰδικά σε δημόσιο χῶρο, να καπνίσει γυναίκα...; Ἦταν τελείως ἀδιανόητο πράγμα, πρίν ἀπό τριάντα, σαράντα χρόνια! Αδιανόητο πράγμα... ἀδιανόητο! Σήμερα ὅμως δέν εἶναι ἀδιανόητο.

   Σήμερα καί ἡ νεαρή κοπέλα, ἡ ἔφηβη, σοῦ λέει ὅτι ἀφοῦ ὅλες οἱ γυναῖκες καπνίζουν, θέλω να δοκιμάσω καί ἐγώ τί εἶναι τό τσιγάρο. Θέλουν να δοκιμάσουν! Ὄχι πιά γιατί καπνίζουν οἱ γονεῖς τους, αλλά γιατί καπνίζουν οἱ συμμαθήτριές τους ἢ οἱ συμμαθητές τους· για αὐτό θέλουν νά τό δοκιμάσουν κι αὐτές.

   Ποῦ νομίζετε ὅτι ὀφείλεται ἡ διάδοση τῶν ναρκωτικῶν, πού ἀρχίζει να παίρνει διαστάσεις ἐπιδημίας; Κι ἀκόμα τοῦ θά φτάσουμε; τί θα γίνει; Ἄν φτάσουμε στα μέτρα τῶν νέων τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀλλοίμονό μας... Αλλοίμονό μας, πραγματικά! Που λέτε ὅτι ὀφείλεται; Ὀφείλεται στήν ἀναζήτηση τῆς ἐμπειρίας. Ὁ σημερινός μας νέος ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι ὑστερεῖ ἔναντι τῶν  ἄλλων. Γιατί; 

   Σᾶς τό ἔλεγα και μια περασμένη φορά ότι σήμερα, γιά νά εἶσαι λογοτέχνης, πρέπει να έχεις δοκιμάσει κάποιες εμπειρίες, καί μάλιστα γενετήσιες εμπειρίες, κάποιες εμπειρίες ἀπό τό οινόπνευμα, ἀπό τά ναρκωτικά, ἀκόμα καί ἀπό ἀποτυχίες καί τά λοιπά. Πρέπει νά τά ἔχεις δοκιμάσει αυτά, για να θεωρηθεῖς καλός λογοτέχνης!

   Μοῦ ἔλεγε μία φοιτήτρια τῆς φιλολογίας –σήμεραμοῦ τό ἔλεγε– ὅτι στο Πανεπιστήμιο κάνουν ἀνάλυση ἑνός μυθιστορήματος από ἕνα βιβλίο πού είναι πολύ αἰσχρό... μά πάρα πολύ αἰσχρό! Καί κάνουν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, από φιλολογικής πλέον πλευρᾶς, ὡς μάθημα! Καί λέει κανείς: Γιατί ἀπ' αὐτό; Χάθηκαν ἄλλα βιβλία;... κείμενα ὡραῖα, σπουδαῖα, με σημαντικότατη λογοτεχνική αξία;... Εἶναι αὐτό πού σᾶς λέω· εἴμαστε στήν ἐποχή τῶν ἐμπειριών. Εὐτυχισμένος ὅμως ὁ νέος ἐκεῖνος πού θά πεῖ: Δεν θέλω τέτοιου εἴδους ἐμπειρίες φτηνές καί ἐπικίνδυνες. 

   Ἐμπειρία δέν εἶναι, παιδιά, να φυτέψει κανείς μία σφαίρα μέσα στο κεφάλι του; Αλλά ἂν φυτέψει μία σφαίρα στο κεφάλι του, μετά τί θά ἔχει να σκεφτεί γι' αὐτήν τήν ἐμπειρία; Δέν ἔχει τίποτα να σκεφτεί, γιατί θά ἔχει πεθάνει. Ἔτσι, ἄν δοκιμάσει κανείς πράγματα πού θά ὁδηγήσουν ὄχι μόνο τήν ψυχή του στον θάνατο ἀλλά καί τό σῶμα του, τότε τί γίνεται; Ἄν κάποιος νέοος –εὔχομαι κανείς από σᾶς νά μήν εἶναι– ἔχει δοκιμάσει ναρκωτικά, ἔκανε ἀρχή, ποιός μᾶς βεβαιώνει ὅτι δέν θά βάλει καί δεύτερη καί τρίτη καί δέκατη καί ἐκατοστή φορά στο στόμα του ή στη φλέβα του ναρκωτικά; Ποιός μᾶς βεβαιώνει; Εἶναι νά μήν γίνει ἡ ἀρχή. 

Ἔγινε ἡ ἀρχή; συνέβη κάτι πάρα πολύ κακό.

   Δέν θά ἤθελα βέβαια να απογοητεύσω κάποιον νέο ἤ νέα, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι κάτι δοκίμασε –να φυλάξει ὁ Θεός! γιατί ἡ ἀπογοήτευση είναι δηλητήριο πραγματτικά– αλλά θέλω νά σᾶς ἐπισημάνω πόσο φοβερό εἶναι το κακό, ὅταν θέλουμε νά ἔχουμε μια εμπειρία του. Παρακαλώ, λοιπόν, μπορούμε πολλά πράγματα να γνωρίζουμε –καί νά τά γνωρίζουμε εκόντες-ἄκοντες, θέλουμε δέν θέλουμε– αλλά ὄχι ἐμπειρικά.

   Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφαγε ἀπό τόν καρπό, ἄνοιξαν τα μάτια του. Το κείμενο λέει «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί»· ἀνοίχθηκαν τα μάτια τῶν πρωτοπλάστων. Στην πραγματικότητα δέν ἄνοιξαν τα μάτια τους, ἀλλά ἔκλεισαν τά μάτια τους! δηλαδή ἐπῆλθε σκοτισμός τοῦ νοῦ τους. Αὐτός ὅμως ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ –πού εἶναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό– είχε άσχημα αποτελέσματα. Πρώτα-πρώτα, ἔπαψε πιά ὁ νοῦς νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό· δηλαδή, μ' ἄλλα λόγια, ἔχασε την ἀρετή τῆς διακρίσεως.

   Ὅπως θά ξέρετε, ἡ διάκριση χωρίζεται σε φυσική καί σέ πνευματική. Ποιά εἶναι ἡ φυσική διάκριση; Εκ κατασκευῆς μας, ἀπό τή φύση μας, να μπορούμε να διακρίνουμε το μαύρο ἀπό τό ἄσπρο, τό γλυκό ἀπό τό πικρό.

   Αὐτό, θά μοῦ πεῖτε, ἔγκειται στις αἰσθήσεις μας.

   Μάλιστα. Αλλά μπορούμε να διακρίνουμε καὶ τὸ κακό ἀπό τό καλό στις γενικές, στις αδρές του γραμμές. Μή μοῦ πεῖτε ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ὅτι ὁ φόνος εἶναι κάτι κακό, ὅτι ἡ κλοπή είναι κάτι κακό! Μή μοῦ πεῖτε ὅτι αὐτό δέν τό ξεχωρίζουμε! Υπάρχουν ὅμως καί λεπτά σημεῖα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ κανείς νά τά δεῖ μέ τή φυσική του διάκριση.

   Ἐδῶ πρέπει νά σᾶς ἐπισημάνω ὅτι ἡ φυσική διάκριση ἐξασκεῖται· καί ἐξασκεῖται μέ τή μελέτη, μέ τήν παρατηρητικότητα, μέ τή γνώση γενικά καί μέ τήν πεῖρα τῆς ζωῆς. Πᾶμε σ' ἕναν ἡλικιωμένο ἄνθρωπο, ἤ σ' ἕναν ὥριμο ἄνθρωπο, καί τόν ρωτάμε κάτι. Γιατί τόν ρωτᾶμε; Διότι ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀκόμη διάκριση· ἐκεῖνος ὅμως ἔχει. Ἔτσι, πρίν ἀκόμη ἐμεῖς τελειώσουμε τήν κουβέντα μας, ἐκεῖνος ἔχει βγάλει το συμπέρασμά του, καί μᾶς λέει δέν θά τό κάνεις αὐτό ἤ θά τό κάνεις αὐτό. Γιατί; Διότι ἔχει διάκριση, ἔχει τή δυνατότητα καί ξεχωρίζει, βλέπει. Ἐμεῖς δέν βλέπουμε· γι' αὐτό καί πήγαμε νά τόν ρωτήσουμε. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική διάκριση, καί τό πῶς ἀποκτᾶται σᾶς τό ἐξήγησα.

   Ἔχουμε ὅμως καί τήν πνευματική διάκριση. Αὐτή τή χαρίζει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο σ' ἐκείνους πού εἶναι πνευματικοί ἄνθρωποι. Πραγματικά εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ πνευματική διάκριση εἶναι δυσεύρετη. Σᾶς εἶπα εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μ' αὐτήν μπορεῖς νά διακρίνεις ἕναν ἄνθρωπο ἄν ἔχει δαιμόνιο καί τί δαιμόνιο εἶναι. Κάποιος κάποτε φαίνεται νορμάλ ἄνθρωπος, κανονικός, θαυμάσιος, καί μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ γι' αυτόν ὅτι ἔχει δαιμόνιο!

   Μοῦ ἔκανε φοβερή ἐντύπωση ἕνα περιστατικό μέ κάποιον ἀσκητή πού εἶναι στήν Αττική καί λέγεται πατήρ Πορφύριος (Πρόκειται περί τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου) –ἴσως θά ἔχετε ἀκούσει γι' αὐτόν. Ἔχει τό χάρισμα ὄχι μόνο τῆς διακρίσεως, ἀλλά καί τῆς διοράσεως, μπορεί να βλέπει. Τοῦ ἔστειλα λοιπόν μία οικογένεια –συγκεκριμένα ἕνα ζεῦγος μαζί μέ ἕνα ἀπό τα παιδιά τους– γιά ἕνα θέμα πολύ σοβαρό. Εγώ ἤδη εἶχα διακρίνει στο παιδί σοβαρά συμπτώματα δαιμονισμοῦ –ἦταν ὅμως ὁλοφάνερα, θά τα βλέπατε κι ἐσεῖς αὐτά. Τούς ἔστειλα, πῆγαν, καί μετά μου τηλεφώνησε ὁ πατήρ Πορφύριος καί μέ κατέπληξε, ὅταν τόν ἄκουσα νά μοῦ λέει: Πές τους –εγώ στήν ἀρχή δέν τούς τό εἶπα– ὅτι καί τό ἄλλο τους παιδί, τό δεύτερο, ἔχει δαιμόνιο –μιά κοπέλα, μικρή, δεκαπέντε χρονῶν– ἀλλά καί οἱ γονεῖς ἔχουν δαιμόνιο!

   Του λέω: Γέροντα, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν...

   Ἄκουσε πού σου λέω· ἔχουν δαιμόνιο!

   Μά, γέροντα... τοῦ λέω.

   Ἔχουν δαιμόνιο!... ἐπιμένει για τρίτη καί τέταρτη φορά.

   Βέβαια μετά τούς τό εἶπα, γιατί μοῦ τό ζήτησε, καί οἱ ἄνθρωποι ἐξεπλάγησαν. Δεν πέρασε πολύς καιρός, καί πράγματι ἡ κοπέλα ἐκδήλωσε ἕνα βαρύτατο ἁμάρτημα, καί ἐπιμένει να μένει σ' αὐτό τό ἁμάρτημα, πράγμα πού δείχνει ὅτι εἶχε τό ἀντίστοιχο δαιμόνιο αὐτοῦ τοῦ ἁμαρτήματος. Μοῦ ἔκανε κατάπληξη. Αὐτό ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό δῶ· τό ἔβλεπε ὅμως ἐκεῖνος. Καί ἄλλα πολλά ἔβλεπε, παιδιά, καταπληκτικά.

   Αὐτό εἶναι ἡ πνευματική διάκριση. Καί ἐδῶ ἐπιπλέον –ὄχι ὅτι εἶναι τό ἴδιο– ανήκει καί ἡ διόραση· τό να μπορεῖ κανείς να βλέπει, να ξεχωρίζει, καί ἀπό μακριά ἀκόμη, χωρίς νά ἔλθει σε επαφή μέ ἕνα πρόσωπο. Αὐτή, ξαναλέω, λέγεται πνευματική διάκριση, καί δέν ἔχουμε παρά νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς τή δίνει, γιατί εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο, πολύ σπουδαῖο δῶρο. Μάλιστα γιά τήν ἐποχή μας εἶναι πολύ χρήσιμη! (Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Σιναΐτης μᾶς βοηθᾶ νὰ βροῦμε τίς ρίζες τῶν πνευματικῶν αὐτῶν χαρισμάτων: Από τήν πίστη γεννιέται ὁ φόβος, ἀπό αὐτόν τό πένθος, μέσῳ αὐτοῦ ἔρχεται ἡ ταπείνωση, ἀπό τήν ὁποία ἔρχεται ἡ διάκριση, καί ἀπό αὐτήν ή διόραση και κατά χάριν ή προόραση. (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Γ΄, Λόγος ω', μτφρ. Αντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τό περιβόλι τῆς Πανναγίας, 1986, σ. 238)

   Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής λέει: «Μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 1) (ἐδῶ ἔχουμε καί ἀττική σύνταξη). Μήν πιστεύετε σε κάθε πνεῦμα, ἀλλά νά ἐξετάζετε τα πνεύματα ἂν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Πῶς μπορῶ ἐγώ νά διακρίνω ἂν κάτι εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ δέν εἶναι; Ἕνα ὄνειρο, ἄς ποῦμε, ἕνα όραμα, εἶναι ἤ δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό; Πῶς μπορῶ αὐτό νά τό ξέρω; 

   Ὅπως λοιπόν ἀντιλαμβάνεστε, παιδιά, τό θέμα εἶναι πολύ σημαντικό.

   Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίσθηκε· καί, σκοτισμένος, δέν ἔχει πιά τή δυνατότητα, ὄχι τήν πνευματική, ἀλλά οὔτε κἄν τή φυσική διάκριση νά ἔχει. (Βλ. Ρωμ. 1, 21· 28. Πρβλ. Μάθημα 50ο) Βλέπετε χονδρά πράγματα, καί οἱ ἄνθρωποι δέν τά βλέπουν! Τοῦ λές: Αὐτό εἶναι βαρύ, εἶναι χονδρό, εἶναι φοβερό! δέν τό βλέπεις;... Δέν τό βλέπει· σκοτίσθηκε ὁ νοῦς.

   Ακόμη, ὁ ἄνθρωπος βλέπει το σύμπαν διπλό, ἐνῶ εἶναι ἁπλό. Αὐτό σᾶς τό εἶχα ἐξηγήσει μία ἄλλη φορά, ὅταν μιλήσαμε γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ διαβόλου στούς πρωτοπλάστους ὅτι θά ἀνοιχθοῦν τά μάτια τους. (Βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Δ', Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 283 κ.έ.) Δηλαδή τό σύμπαν είναι απλό δέν μποροῦμε νά τό βλέπουμε διπλό. Αν στραβώσει κανείς τα μάτια του, τότε  ἐνδεχομένως να βλέπει τά  ἀντικείμενα διπλά. Αλλά κάτι ἔχουν πάθει τά μάτια του· τά ἀντικείμενα δέν εἶναι διπλά.

   Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος μία διαρχική αντίληψη τοῦ κόσμου· νά βλέπει δηλαδή ὅτι τό καλό καί τό κακό υπάρχουν μέσα στη δημιουργία, καί μάλιστα νά τά βλέπει καί τά δύο ὅτι εἶναι ὄντολογικά· ὅτι τό καλό ὑπάρχει ὡς ὄν, ἀλλά καί τό κακό ύπάρχει ὡς ὄν!... ἐνῶ εἶναι γνωστό ὅτι τό κακό δέν εἶναι ὄν. Ακόμη βλέπει τό κακό να εδράζεται ἐπάνω στήν ϋλη καί ἐπάνω στό σῶμα· γι' αὐτό ἀκριβῶς θεώρησε τήν ὕλη σάν κάτι κακό. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 14ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2018, σ. 49 κ.έ., και Τόμος Δ΄, Μάθημα 48ο, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 283)

   Ὁ Πλάτων (ὁ σοφός Πλάτων!) ἔβλεπε τήν ὕλη σάν κάτι κακό. Τό σῶμα, τήν ὕλη, ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καί ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, εἴτε στα φιλοσοφικά τους συστήματα εἴτε στα θρησκευτικά τους, τά ἔβλεπαν πάντοτε σάν κάτι κακό. Ὁ Βουδδισμός καί ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες –που δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἔχουν εἰσβάλει καί στη Δύση–  θεωροῦν τό σῶμα κακό, καί γι' αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σῶμα!... Καί αὐτό γιατί νόμισε πώς τό κακό ἑδράζεται στήν ὕλη καί τό σῶμα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἑδράζεται στην προαίρεση. (Πουθενά στη Γένεση δέν γίνεται αναφορά γιά δημιουργία τοῦ κακοῦ· ὅ,τι δημιουργεῖ ὁ Θεός εἶναι «καλό λίαν». Οἱ Πατέρες τό τονίζουν αὐτό, ενώ στρέφονται κατά τῶν Μανιχαίων, που θεωροῦσαν ὅτι τό κακό υπάρχει αυθύπαρκτο. Γιά τόν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, τό κακό αποτελεῖ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ· δέν εἶναι αὐθύπαρκτο, δέν ἔχει δική του φύση οὔτε ὑπόσταση. (Βλ. Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 184C. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἐστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 841Β: «Ὅλως δὲ μήτε Θεὸν αἴτιον ἡγοῦ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ, μήτε ἰδίαν ὑπόστασιν εἶναι τοῦ κακοῦ φαντάζου. Στέρησις γὰρ ἀγαθοῦ ἐστι τὸ κακόν... Οὔτε γὰρ ἀγέννητόν ἐστιν, ὡς ὁ τῶν ἀσεβῶν λόγος, ὁμότιμονποιούντων τῇ ἀγαθῇ φύσει τὴν πονηράν».) Ὁ Μ. Αθανάσιος τονίζει πώς τό κακό δέν προϋπῆρχε προέρχεται· δευτερογενῶς (Βλ. Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 6C). Ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στήν αὐτεξούσια κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό μή ὄν. (Κατὰ Αρειανών, 1, PG 26, 117B: «Ἐπειδὴ γὰρ τῶν γενητῶν ἡ φύσις ἐστί τρεπτή.» Πρβλ. Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 81C: «Τῶν μὲν γὰρ γενητῶν ἐστιν ἡ φύσις, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων ὑποστάσα, ρευστή τις καὶ ἀσθενὴς καὶ θνητὴ καθ᾿ ἑαυτὴν συγκρινομένη τυγχάνει»). Ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός  παρομοιάζει το κακό μέ τό σκότος, ἐνῶ τό καλό μέ τό φῶς. Πηγή φωτός ὑπάρχει, αλλά πηγή σκότους σίγουρα όχι· ἄρα τό καλό είναι αυθύπαρκτο και υπαρκτό, το κακό ὅμως ὄχι. (Βλ. Κατὰ Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1525 CD)

   Αλλά τό σῶμα ὁ Θεός τό ἔπλασε, καί τήν ὕλη ο Θεός την έκανε· δὲν εἶναι δυνατόν λοιπόΤν αυτά τα  πράγματα νά εἶναι κακά. Ξέρετε τί ἔγινε δηλαδή; Ακοῦστε· ἔγινε ἐξωτερική προβολή αὐτοῦ πού λάμβανε χώρα ἐσωτερικά στόν ἄνθρωπο ὡς δράμα.

   Γιά νά τό καταλάβετε αυτό, σᾶς λέω ένα παράδειγμα. Αρχίζω νά μήν τρώω. Αλλά ὅταν δεν τρώω, βέβαια πεινάω. Ἄν περάσει μιά μέρα, ἁπλῶς πεινάω. Ἄν περάσουν δυό-τρεῖς μέρες, πεινάω φοβερά, κοντεύω να πεθάνω ἀπό τήν πείνα. Ὅταν ὅμως περάσουν περισσότερες μέρες, αρχίζω να βλέπω παραισθήσεις, οράματα... δηλαδή να βλέπω μπροστά μου ψωμιά!  Στην υπερβολική μου ἐπιθυμία να φάω ψωμί, βλέπω ψωμιά! Αυτό δείχνει ότι ἡ ἐπιθυμία, ή εσωτερική δηλαδή κατάσταση, δημιούργησε ἐξωτερική προβολή βγῆκε κάτι από μέσα μου, και τώρα αὐτό εἶναι σάν νά το βλέπουν τα μάτια μου.

   Παρομοίως, ναυαγοί, στη σφοδρή τους ἐπιθυμία νὰ δοῦν κάπου νησί, βλέπουν στη θάλασσα ὅτι κάπου διακρίνεται ἕνα νησί, μιά ξέρα, χωρίς όμως νά εἶναι. Δεν μιλάω για το γνωστό φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ, πού τό ἔχουμε συνήθως στὴν ἔρημο, που βλέπει κανείς μιά ὄαση, ἄς ποῦμε, ἀλλά δέν εἶναι. (Αντικατοπτρισμός εἶναι ἕνα ὀπτικό φαινόμενο κατά τό ὁποῖο ἕνα ἀντικείμενο, που βρίσκεται μακριά μας, δημιουργεί είδωλο σε κοντινή απόσταση. Παρατηρείται σε θερμά κλίματα καί ὀφείλεται στη διαφορά πυκνότητας των στρωμάτων τοῦ ἀέρα, ἡ ὁποία προκαλεῖ διάθλαση και ολική ανάκλαση των φωτεινών ακτίνων) Αὐτό πού λέμε τώρα δημιουργεῖται πολλές φορές ἀπό μιά υπερβολική ἐπιθυμία να αποκτήσουν ἐκεῖνο πού θέλουν. 

   Γίνεται λοιπόν τοῦτο· ὅτι τό κακό, ὑπάρχοντας μέσσα στην προαίρεσή μας και θέλοντας νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' αὐτό, τὸ βλέπουμε απ' έξω μας καί θεωρούμε ότιεἶναι ἐπάνω στο σώμα, πάνω στην ύλη· ἐνῶ τό κακόδέν εἶναι οὔτε στο σώμα οὔτε στην ύλη. Ἔτσι, θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα εἶδος –πῶς νά τὸ ὀνομάσω δέν ξέρω– μιας κληρονομημένης σχιζοφρένειας. Ξέρετε τί εἶναι ἡ σχιζοφρένεια· είναι μια ψυχική διαταραχή, ὅταν ἀποσχίζεται κανείς ἀπό τήν πραγματικότητα καί βλέπει ὡς πραγματικό κάτι πού δέν εἶναι πραγματικό. Ἔτσι λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε να βλέπει το κακό στην ύλη, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι, δέν ὑπάρχει ἐκεῖ τό κακό.

   Ὁ νοῦς ἔχασε, ὄχι βεβαίως τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ· γι᾿ αὐτό καί θεοποίησε ὅ,τι ἔβλεπε μπροστά του, εἴτε ἦταν ἀνώτερό του εἴτε ἦταν πολύ χρήσιμο γι' αυτόν. Θεοποίησε τόν ἥλιο, θεοποίησε τή φωτιά, θεοποίησε τό φῶς, θεοποίησε τό νερό, θεοποίησε τα πάντα. Γιατί; Διότι αισθανόταν ὅτι τοῦ ἦταν χρήσιμα αὐτά, ἢ ἀνώτερά του, ἢ δέν μποροῦσε νά τά ἐξηγήσει, καί ἔτσι ἀμέσως τά θεοποίησε. Δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἔφθασε σε τέτοιο σκοτισμό, ὥστε νά γίνει εἰδωλολάτρης. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι τό ὑπ' ἀριθμόν ἕνα σύμπτωμα τοῦ σκοτισμένου νοῦ. (Βλ. Ρωμ. 1, 21-23)

   Γιά νά μή νομίσετε δέ ὅτι εἰδωλολατροῦσαν μόνο οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, παιδιά, σᾶς λέω ὅτι καί σήμερα εἰδωλολατροῦν, ὄχι μόνο ἔμμεσα, ἀλλά καί ἄμεσα.

   Σᾶς τό ἔχω πεῖ καί ἄλλοτε, ὅτι γίνεται ἀπόπειρα ἐπαναφορᾶς τοῦ δωδεκαθέου τοῦ Ὀλύμπου! Τί ἄλλο θέλετε; Στον Βόλο υπάρχει μία τέτοια κίνηση. Ἐδῶ καί δυό βδομάδες είχα ειδοποιήσει σχετικά και στην ὁμιλία τῶν μεγάλων, λέγοντάς τους να προσέχουν. (Τά κατηχητικά μαθήματα γίνονταν κάθε Κυριακή στον υπόγειο ναό της Αγίας Παρασκευής –κάτωθεν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους– καί ἀμέσως μετά ὁ π. Αθανάσιος συνέχιζε μέ τήν κύρια ομιλία του στον ισόγειο ναό σε μικτό ἀκροατήριο ενηλίκων) Μάλιστα μοίρασαν καί κάποιο ἔντυπο, στό ὁποῖο ἔγραφαν ὅτι ἐκεῖνα πού κάποτε λέγαμε ότι εἶναι μύθοι, ότι υπήρχαν θεοί καί τά λοιπά, αυτά δέν εἶναι μύθοι, ἀλλά εἶναι φοβερές μεγάλες βαθειές πραγματικότητες. Καί δέν έχουν άδικο. Βλέπουν μέ τόν τρόπο πού τόσην ὥρα ἀναλύουμε. Από την στιγμή πού ὁ νοῦς θά σκοτισθεῖ, ἔτσι βλέπει. Καί μή σας κάνει καθόλου ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ νά ξαγυρίζουμε σε μια ωμή, πραγματικά ωμή εἰδωλολατρία!

   Ακόμα, ἡ φράση ἄνοιξαν τά μάτια τῶν πρωτοπλάστων –ἀπό τήν ἀνάποδη πάντοτε– σημαίνει ὅτι ἐξασθένησε ἡ βούλησή τους, ή θέλησή τους. Ὁ ἄνθρωπος, ὅποτε διακρίνει τό ὀρθό, θέλει νά τό φθάσει, διότι δέν τυφλώθηκε ὁλότελα, αλλά τελικά δέν τό κατορθώνει. Δηλαδή, μή ἔχοντας βαθειά, οξεία όραση, μπορεί κάτι να βλέπει, κάτι λίγο, ἔστω καί μυωπικά. Ὅ,τι μπορεῖ νά βλέπει, ἄν εἶναι καλό, θέλει νά τό φθάσει· ὅμως δέν τα καταφέρνει. Ἔτσι, βλέπουμε τόν ἄνθρωπο νά γίνεται αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.

   Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος!... ποιός θά με απαλλάξει ἀπό τό σῶμα τοῦτο τοῦ θανάτου; Δέν τό λέει βεβαίως γιά τόν ἑαυτό του ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά τό λέει ὡς ἐκπροσωπῶν τήν ἀνθρωπότητα. Ναί, παιδιά· ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἀπαλλαγεῖ, ἀλλά δέν μπορεί!

   Επίσης διαστράφηκε καί τό συναίσθημά του. Εἶναι γνωστό ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8' 16), καί δέν μποροῦσε νά μήν κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἔχει ἀγάπη, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα δική Του. Αλλά μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, μετά τη νόηση καί τή βούληση, διαστράφηκε καί τό συναίσθημά του. Πῶς διαστράφηκε, Ὁ ἄνθρωπος τώρα χαίρεται στο κακό καί λυπᾶται στο καλό! Αὐτό εἶναι μία διαστροφή του συναισθήματος. 

   Θά δεῖτε ἀργότερα νά ἔρχεται ἡ Καινή Διαθήκη, διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καί νά λέει: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πολύ φυσικό να χαίρεται κανείς μ' αυτούς πού χαίρονται καί νά κλαίει μ' αὐτούς πού κλαῖνε. Αν πᾶμε σέ μία κηδεία, δεν θα βάλουμε τα γέλια... καί ἄν πᾶμε σέ ἕναν γάμο ή σέ μιά ἐπιτυχία ενός φίλου μας, δέν θά βάλουμε τα κλάματα... αναμφισβήτητα! Καί ὅμως, παιδιά, μπορεῖ νά μή βάλουμε τα γέλια σε μία κηδεία, αλλά από μέσα μας πολλές φορές μπορεί νά ποῦμε: καλά συνέβη αυτό... καλά τό έπαθε αὐτός... ἤ ἀπαλλαχτήκαμε ἀπό τό πρόσωπο αὐτό!

   Αλλά δέν εἶναι τόσο δύσκολο νά κλαῖμε μ' αυτούς πού κλαῖνε, ὅσο να χαιρόμαστε μ' αὐτούς πού χαίρονται. Ἐκεῖ εἶναι τό φοβερό, ὅταν εἰσχωρεῖ ὁ φθόνος!... Φοβερό! Ἐμεῖς πολλές φορές, ὡς πνευματικοί, ἀκοῦμε πού μᾶς λένε: Πῆγα να συγχαρώ τόν τάδε, ἀλλά μέσα μου είχα μαραθεί. Βέβαια είχε μαραθεί γιατί ζήλεψε, φθόνησε, γιατί ἤθελε να είχε αὐτός ἐκείνη τήν ἐπιτυχία, ὅποια καί νά ἦταν, ἀλλά δέν τήν είχε. Συνεπῶς δέν χαίρεται μέ ἐκείνους πού χαίρονται, ἀλλά, τό ἀντίθετο, λυπᾶται μέ ἐκείνους πού χαίρονται. Αὐτό ὅμως εἶναι μία διαστροφή του συναισθήματος.

   Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μισεῖ, φθονεῖ, ἀδιαφορεῖ γιά τόν πόνο τοῦ ἄλλου, γίνεται φίλαυτος, γίνεται ἰδιοτελής, γίνεται εγωιστής, μένει στον εαυτό του, δεν θέλει νά ἔχει κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Παρότι εἶναι κοινωνικό ὄν, δέν θέλει νά ἔχει κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Σάρτρ λέει: Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι ἡ κόλασή μου. (Ὁ Ζάν -Πώλ Σάρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 1905-1980) ἦταν ἕνας ἀπό τούς κύριους εκπροσώπους τοῦ ὑπαρξισμού. Τήν περίφημη φράση του ἡ κόλαση εἶναι οἱ ἄλλοι (l' enfer, c' est les autres), στό ἔργο Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν (Huis clos) (1944), ο Σάρτρ τήν ἐξηγεῖ: Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀποτελοῦν τήν κόλαση ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἀπό τή στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σέ μιά κατάσταση στήν ὁποία εἶστε αναγκασμένος νά ὑποταχθεῖτε. Γεννιέστε σαν γιός ἑνός πλουσίου, ἢ ἑνός Αλγερινοῦ ἢ ἑνός γιατροῦ ἢ ἑνός Ἀμερικάνου. Καί τό μέλλον σας εἶναι αὐστηρά προσχεδιασμένο, ἕνα μέλλον πού τό ἔφτιαξαν οἱ ἄλλοι γιά ἐσᾶς. Δέν τό δημιούργησαν ἄμεσα, ἀλλά ἀποτελοῦν ἕνα μέρος μιᾶς κοινωνικῆς τάξης που κάνουν αὐτό πού εἶστε. Ὅλα αὐτά σωριάστηκαν πάνω σας ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ἡ σωστή περιγραφή τῆς ὕπαρξης αὐτῆς εἶναι κόλαση) Ἐπιγραμματικό· ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου! Δηλαδή ποιός εἶναι ὁ παράδεισός του; Ὁ παράδεισός του εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου! Μά, ὅταν ἔχουμε ἀπουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, ἔχουμε αλλοτρίωση πιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀποξένωσή του, καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος έχει διαστραφεῖ καί στό συναίσθημά του.

   Αλλά, ἀκόμα, στις καλές τέχνες, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ πιά ὡραῖο ὅ,τι εἶναι ὑποκατάστατο τοῦ ὡραίου.

   Ἐγώ, για παράδειγμα, ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς τό πῶ, πρωτάκουσα τζαζ μουσική ὅταν ἤμουν στρατιώτης. Ἐννοεῖται πώς δέν εἶναι τόσο πρόσφατη ἡ τζάζ· εἶναι πολύ παλαιότερη. Ωστόσο γενικά ἡ τζαζ μουσική ἔχει τις αποχρώσεις της· κάθε τόσο θά ἐμφανίζεται μέ πολλές παραλλαγές, θά ἐμφανίζεται ὡς ρόκ... καί λοιπά. (Ή τζάζ εἶναι ἕνα μουσικό εἶδος πού ἀποτέλεσε εξέλιξη της λαϊκής αμερικανικής μουσικῆς κατά τον 19ο αιώνα, μέ ἔντονες αφρικανικές καταβολές. Περιλαμβάνει αρκετά μουσικά είδη, πού στηρίχτηκαν σε ένα κοινό σκεπτικό κατασκευῆς· τόν μερικό ή και ολικό αυτοσχεδιασμό)Λοιπόν, θυμᾶμαι, τότε που ήμουν στρατιώτης, κάποιος ἐκεῖ στὸν θάλαμο είχε ἕνα ραδιόφωνο πού ἔπαιζε μουσική. Γιά μιά στιγμή βλέπω τούς συναδέλφους μου να πετάγονται ἀπό τά κρεβάτια τους καί νά ἀρχίζουν να χορεύουν! Καράμπα ἦταν τότε· εἶναι ἕνας χορός τύπου τζάζ. Ἐγώ ἔμεινα κατάπληκτος. Θυμάμαι πού εἶπα σ' ἕναν ἄλλο συναδελφό μου: Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς σᾶς ἀρέσει αὐτή ἡ μουσική... Μου λέει: Σπουδαία μελωδία!... Δέν τήν βλέπω, τοῦ λέω.

   Από τότε ἔχουν περάσει τριάντα, τριανταπέντε χρόνια, καί σᾶς βεβαιώνω πως ακόμη δεν κατάφερα, μέσα σ' αὐτά τά χρόνια, νά βρῶ μελωδία!... Που βρίσκουν τη μελωδία καί πῶς τούς ἀρέσει αυτή η μουσική, πού γίνεται ὅλο καί χειρότερη;... Ἄν ἀκούσει κανείς καμμιά φορά ἀπό τό ραδιόφωνο, από καμμιά πλάκα βινυλίου, δέν ξέρω τί, ἐκεῖνες τίς ἄναρθρες κραυγές, τις πνιγηρές, σάν νά τούς πιάνει κάποιος ἀπό τόν λαιμό τους καί νά βγάζουν φωνές βοηθείας: Τρέξτε, σῶστε... Σώστε, πνίγομαι... Με πνίγουν, με σκοτώνουν!... Βραχνές φωνές, ἀπό τά ναρκωτικά, ἀπό τό οἰνόπνευμα καί τά λοιπά! Καί αὐτά θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἡ ἀφρόκρεμα τῆς μουσικῆς!... Δεν μπόρεσα να το καταλάβω.

   Ξέρετε τί σημαίνει αυτό; σημαίνει διαστροφή του ὡραίου πού ὑπάρχει μέσα μας. Ξέρετε, αὐτά ὅλα εἶναι μέσα μας. Ἐάν ἔχω ἕναν καθρέφτη, θά ἀνακλαστεῖ τό φῶς· ἐάν δέν ἔχω, δέν θά ἀνακλαστεῖ τό φῶς. Ἐάν ἔχω ἀγάπη μέσα μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά ἀνακλαστεί στη δική μου τήν ἀγάπη καί θά ἀνταποδοθεῖ. Ἐάν ὅ-μως δέν ἔχω;... Τό ἴδιο καί γιά τό ὡραῖο. Ἡ ἀξία του ὡραίου, ἡ αἴσθηση τοῦ ὡραίου εἶναι μέσα μου. Αν δέν ἔχω μέσα μου τήν αἴσθηση τοῦ ὡραίου, τότε θα θεωρήσω ὡραῖο ἐκεῖνο πού δέν εἶναι ὡραῖο. Δηλαδή τα υποκατάστατα τοῦ ὡραίου θά τά θεωρήσω ὡραῖα. Εἶναι φοβερό πράγμα, είναι φοβερή διαστροφή! 

   Πάντως θα λέγαμε ὅτι γενικά μέσα στὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου –δυστυχῶς δέν ἔχουμε πολύ χρόνο νά σᾶς τό ἀναλύσω– διακρίνει κανείς τόν ἄρχοντα-άνθρωπο, πού ξέπεσε, και προσπαθεῖ νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά δέν τό κατορθώνει.

  Ἔτσι, παιδιά, ἡ ἁγιότητα καί ἡ ἀθωότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου χάθηκαν, ἀπωλέσθηκαν.

   Στο βάθος ὅμως αὐτῆς τῆς γυμνώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή χάθηκε, ἔφυγε τό Ἅγιο Πνεῦμα!

   Διαβάζουμε λίγο πιο κάτω στο βιβλίο τῆς Γενέσεως για τη γενεά τοῦ Νῶε, πού ἐκεῖ λέει ὁ Θεός: «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ τὸ εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γέν. 6, 3). Δὲν θὰ μείνει τό Ἅγιο μου Πνεῦμα σ' αὐτούς, γιατί εἶναι σαρκικοί ἄνθρωποι, εἶναι ὑλιστές, είναι διεστραμμένοι!... Βλέπετε; ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

   Σάν μιά τραγική αντανάκλαση αὐτῆς τῆς πνευματικῆς γυμνώσεως τῶν πρωτοπλάστων ήταν ή σωματική  τους γύμνωση. Δηλαδή, βλέποντας τή σωματική τους γύμνωση οἱ πρωτόπλαστοι, μπορούσαν να καταλαβαίνουν τήν πνευματική τους γύμνωση.

   Ακόμα, στό σῶμα προσκολλήθηκαν ἀρρώστιες, προπαντός δέ ὁ θάνατος και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ ἀρρώστιες, καί κυρίως ὁ θάνατος, νά θεωροῦνται ὅτι εἶναι συμφυεῖς μέ τό σῶμα. Ἔτσι, λέμε ὅτι ἕνα σῶμα, ἀφοῦ γεννήθηκε, θα πεθάνει· δηλαδή λέμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι σύμφυτος μέ τό σῶμα, ὅτι τό σῶμα κατασκευάστηκε γιά νά πεθαίνει.

   Τό σῶμα ὅμως δέν ἔγινε γιά νά πεθαίνει· «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησε» (Σοφ. Σολ. 1, 13) λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Απόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὁ Χριστός γι' αὐτό ἀναστήθηκε· γιά νά νικήσει τόν θάνατο· καί αὐτό ἐπειδή δέν ἦταν συμφυής μέ τήν αρχική κατασκευή, αλλά ἦταν ἐπίκτητη κατάσταση. Αλλά γιά τόν θάνατο θα μιλήσουμε αργότερα, ὅταν ὁ Θεός θά πεῖ στόν Ἀδάμ «γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3, 19), χωματένιος είσαι καί στό χῶμα θα γυρίσεις.

   Ὁ Θεός, παιδιά, ὅταν δημιούργησε το υλικό σύμπαν (τό ὁποῖο εἶναι ἐξωτερική προβολή τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέμε), ἤθελε νά τό ξαναγυρίσει στόν ἑαυτό του, αλλά οἰκείᾳ βουλήσει, μέ τή δική του θέληση. (Βλ. Ρωμ. 11, 36. Α΄ Κορ. 8, 6. 10, 31. Κολ. 1, 16. Ανδρούτσου Χρήστου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κεφ. β΄, §16, Ἀθῆναι 1907, σελ. 92: «Τὸ δόγμα τῆς δημιουργίας αποτελεῖ τὴν βάσιν καὶ προϋπόθεσιν τῶν λοιπῶν ἐξωτερικῶν ἢ μεταβατικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Α΄, Μάθημα 2ο, σ. 46. Μάθημα 12ο, σ. 288 κ.έ. Στόμιον 2017, καί Τόμος Γ΄, Μάθημα 29ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, σσ. 107-109) Ὅμως εἶναι γνωστό ὅτι τό σύμπαν δέν ἔχει συνείδηση οὔτε θέληση. Ἔκανε λοιπόν ὁ Θεός ἕνα ὄν, τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει του σύμπαντος, ἐκπροσωπεῖ τό σύμπαν. Καί τώρα ὁ ἄνθρωπος, μέ τή θέλησή του, ἔπρεπε νά ἐπιστρέψει τό σύμπαν εὐχαριστιακά πίσω στον Θεό.

   Ἐδῶ δηλαδή βλέπουμε τό ἑξῆς –προσέξτε αὐτό τό σημεῖο. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό Α καί το Ω. Αυτό σημαίνει πώς ὅ,τι ἀρχίζει ἀπό τόν Θεό, τό Α, πρέπει να καταλήγει στο ίδιο σημεῖο, τόν Θεό, τό Ω. «Ἐγώ εἰμι το Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» (Aлoκ. 1, 8. 21, 6. 22, 13)Δηλαδή, ἡ δημιουργία ξεκινᾶ ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ δημιουργική Αρχή, καί πρέπει να καταλήξει πάλι στον Θεό, πού εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός της, το Τέλος. (Βλ. Κολ. 1, 16: «τὰ πάντα δι' αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται») Πῶς ὅμως θά καταλήξει ἐκεῖ; Γιά νά γίνει αὐτός ὁ κύκλος, πρέπει νά ὑπάρξει ένας συνδετικός κρίκος. Ὅπως σᾶς ἐξήγησα, αὐτός ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός κάνει τόν κόσμο, τη δημιουργία, άψυχη καί ἔμψυχη ὕλη, ζώα, φυτά, μετά κάνει τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἴδια ὕλη· ὁ ἄνθρωπος τώρα προσφέρεται στον Θεό, καί κλείνει ὁ κύκλος, τό σύμπαν ξαναγυρίζει πάλι πίσω στον Θεό.

   Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν πτώση του, ἔσπασε αυτόν τόν κρίκο, καί ὁ κύκλος ἔμεινε ἀνοικτός.

   Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἀκοῦστε πῶς ἔγινε.

   Ὁ Ἀδάμ, οἱ πρωτόπλαστοι, μέ τό να παραβοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔδειξαν ὅτι τό πνεύμα τους, ἡ ψυχή τους ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ, γυρεύοντας ισοθεΐα καί αὐτονομία. Αυτό σημαίνει ὅτι ἔσπασε ὁ κύκλος, ὁ κρίκος ἔσπασε, τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ, καί ἔτσι ἔσπασε αὐτή ἡ σχέση. Μόλις ἔσπασε ἡ σχέση ἀνθρώπου καί Θεοῦ, ἀμέσως ἔσπασε καί ἡ σχέση σώματος και ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Σῶμα καί ψυχή ἦταν ἑνωμένα καί τά δυό. Αλλά τί θά πεῖ ἔσπασε ἡ σχέση τους; Δημιουργήθηκε ὁ θάνατος. Θυμᾶστε τί εἶχε πεῖ ὁ Θεός; Τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε θα πεθάνετε. Δηλαδή ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι τώρα τό σῶμα στρέφεται έναντίον τοῦ πνεύματος.

   Ἀλλά δέν σταματᾶμε ἐδῶ. Ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο, στρέφεται τώρα εναντίον τοῦ ἀνθρώπου, καί τί κάνει; ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του καί στό τέλος σκοτώνει τόν ἄνθρωπο. Ναί, ἡ δημιουργία ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ κεραυνός, ἡ βροχή, τό κρύο, ἡ ζέστη, τά ποικίλα ἀτυχήματα πού μπορεῖ νά συμβαίνουν μέσα στη δημιουργία. Η φύση σκοτώνει τόν ἄνθρωπο! Τα θηρία ἄγρια στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου... καί τά μικρόβια στρέφονται ἐναντίον του!

   Ξέρετε, τα μικρόβια δέν ἔγιναν γιά νά σκοτώνουν τόν ἄνθρωπο, οὔτε ἔγιναν μετά τήν πτώση. Τά μικρόβια είναι πολύ μικροί ὀργανισμοί, δυσθεώρητοι, δέν βλέπονται με γυμνό μάτι, καί ἔγιναν ὅταν ἔγιναν τα φυτά καί τά ζῶα. Ἄλλα ἀπ' αὐτά ἀνήκουν στο φυτικό βασίλειο καί ἄλλα στο ζωικό. Τότε ἔγιναν. Αλλά τότε δέν πείραζαν τόν ἄνθρωπο· τώρα ὅμως στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου. (Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, σχολιάζοντας την Αποκάλυψη, στο κεφ. 6, στίχ. 8, ἔλεγε πώς τά "θηρία τῆς γῆς” δέν εἶναι μόνο τα γνωστά μας ἄγρια ζώα, τα λιοντάρια καί ἄλλα, ἀλλά εἶναι καὶ τὰ μικρόβια! Ἔλεγε: Σᾶς φαίνεται παράξενο, ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ δεν φαίνονται;... Σας βεβαιώνω ότι το "θηρίο" που λέγεται μικρόβιο είναι πολύ πιο φοβερό από το θηρίο που λέγεται λιοντάρι! (Από τόν υπό έκδοση Τόμο Α΄, Ενότητα 8η)

   Ἔτσι, ἔσπασε ἡ σχέση Θεοῦ καί ψυχῆς, ἔσπασε ἡ σχέση ψυχῆς καί σώματος, ἔσπασε καί ἡ σχέση σώματος καί κόσμου, σύμπαντος.

   Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός, παιδιά, ἦρθε ἀκριβῶς γιά νὰ ἀποκαταστήσει αὐτόν τόν κρίκο, ἦρθε νά ἀποκαταστήσει αὐτό πού ἔσπασε. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ ένανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Να το πετύχαινε μόνος του ὁ ἄνθρωπος, ήταν τελείως ἀδύνατο, γιατί εἶχε μπεῖ ὁ θάνατος, τό ὀντολογικό αυτό στοιχεῖο τῆς πτώσεως πού εἴπαμε, ἡ ὀντολογική της διάσταση, πού δέν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος να υπερνικήσει. Ἔτσι, ὁ Χριστός νικᾶ τόν θάνατο μέ τήν ἀνάστασή Του, διορθώνει την ὀντολογική διάσταση τῆς πτώσεως –γιατί ανασταίνεται ἐκ τῶν νεκρῶν· δέν ξαναπεθαίνει πιά ὡς ἄνθρωπος– ἀλλά καί μέ τήν ὑπακοή του στο θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός αποκαθιστά, διορθώνει καί τήν ἠθική διάστασή της.

   Ὅπως βλέπετε λοιπόν, παιδιά, μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς σώζει. Μόνο! Ὄχι μόνο ἠθικά, ἀλλά καί ὀντολογικά, ὅπως σᾶς ἐξήγησα.

   Βλέποντας τή σωματική τους γύμνωση οι πρωτόπλαστοι, σπεύδουν να ντυθοῦν. Μόλις κατάλαβαν ότι ἦταν γυμνοί, ἔσπευσαν να ντυθοῦν. Γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία γίνεται προσπάθεια ἀμφιέσεως, ντυσίματος. Το ντύσιμο τῶν πρωτοπλάστων θα λέγαμε πως ἦταν μιά σπασμωδική εξωτερική κίνηση, γιά νά καλυφθεῖ ἡ ἐσωτερική γύμνωση. Ἤδη σᾶς ἔχω πεῖ γιά τήν ἀμφίεση παλαιότερα, πιο μπροστά, σέ ἄλλα μαθήματά μας, (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμ. Γ', Μαθήματα 33ο καί 34ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον 2019, και Τόμ. Δ΄, Μάθημα 48ο, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 276) ὅπως ἐπίσης ὅτι ἡ ἀμφίεση προστατεύει κυρίως τή ντροπή, ἀκριβῶς γιά νά προλάβει τήν ἐκτροπή στην γενετήσια σφαίρα. (Βλ. Γενναδίου Κων/πόλεως, Αποσπάσματα εἰς τὴν Γένεσιν, PG 85, 1637C: «Ἐγὼ νομίζω τὸν Δεσπότην Θεὸν ἐνθεῖναι αὐτοῖς τὴν αἰσχύνην μετὰ τὴν παράβασιν, ὡς ἂν καὶ ταύτῃ πρὸς τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ανακόπτωνται ἐπίδοσιν») Γι' αὐτό καί ὁ γυμνισμός εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνο πράγμα.

   Αλλά, παρά ταῦτα, παραμένει ἕνα μειονέκτημα ή ἐνδυμασία, τό ἔνδυμα, γιατί θυμίζει ὅτι ἡ ψυχή άδειασε· παραδόξως ὅμως ντύνεται τό σῶμα! Πεινάει ή ψυχή; τρώει τό σῶμα! Κρυώνει ἡ ψυχή; ντύνεται τό σῶμα! Βρωμάει ἡ ψυχή; βάζει αρώματα στό σῶμα! Θά δεῖτε βρωμερές γυναῖκες, ανήθικες, γεμᾶτες ἀπό ἀρώματα. Γιατί εἶναι γεμᾶτες αρώματα; Εἶναι βρώμικη ή ψυχή. Κουράζεται ἡ ψυχή; κάνει ταξίδια ή μετέρχεται ποικίλες διασκεδάσεις τό σῶμα!

   Νά τά ποῦμε καί πιό συγκεκριμένα; Ἔχει προβλήματα ἡ ψυχή; ἔχει ἀπώλεια προσανατολισμοῦ ἡ ψυχή; ἔχει αἴσθημα ανασφαλείας, ἀποτυχίας ἤ κενοῦ ἡ ψυχή;τότε τό σῶμα καταφεύγει στο οινόπνευμα, στο τσιγάρο, στα ναρκωτικά. Παράξενο πράγμα! Στην πραγματικότητα δηλαδή γυμνώθηκε ἡ ψυχή, γι' αυτό καί ὁ ἄνθρωπος κατέφυγε στο ντύσιμο τοῦ σώματος.

   Καί μέ τί ντύθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι; Μέ φύλλα συκιᾶς. Ἔρραψαν φύλλα συκιάς για να ντυθοῦν. Τό ράψιμο εἶναι ἡ πρώτη ἐπινόηση πολιτιστικής διαστάσεως, ἐνῶ λίγο αργότερα θά ἐπινοηθεῖ καί ἡ ὕφανση. (Κατά τήν ἑβραϊκή παράδοση, ἡ Νοεμά, κόρη τοῦ σφυροκόπου χαλκέως και σιδηρουργοῦ Θεβέλ, ἐφηὗρε τό γνέσιμο τῶν μαλλιῶν καί τήν ύφανση. Βλ. Γέν. 4, 22 και Αρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου Ἡ Γένεσις, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 72) Βλέπετε ὅτι ὁ πολιτισμός εἶναι προϊόν τῆς πτώσεως;

   Τα φύλλα τῆς συκιάς ὅμως εἶναι γνωστό ὅτι δημιουργοῦν ἕναν κνησμό στό σῶμα, μια φαγούρα, ἕνα τσούξιμο, ἐνοχλοῦν τό σῶμα. Τα φύλλα τῆς συκιᾶς εἶναι σύμβολο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, πού ἐνοχλοῦν τόν ἄνθρωπο πού θέλει νά ἁμαρτάνει και, ταυτόχρονα, να συγκαλύπτεται ἀπό τά μάτια τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων.  (Βλ. ἁγίου Ιππολύτου Ρώμης, Εἰς τὴν Γένεσιν, 5, 3. «"Φύλλα συκῆς ἐποίει ἑαυτῷ περιζώματα", σύμβολα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάττων. φύλλον γὰρ συκῆς ἡνίκα ἂν τοῦ σώματος άψηται, κνησμὸν παρέχει. αὐτὸς οὖν ἑαυτῷ προφήτης τῶν μελλόντων ἔλεγχον τῆς παραβάσεως τὴν κνησμονὴν δείκνυσιν»)

   Αλλά, παιδιά, θά συνεχίσουμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου 1984


58η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

17 Νοεμβρίου 2024

Τα πάθη (Β΄) Ἡ ἁμαρτία ἔναντι τοῦ Θεοῦ.

†.Λέγαμε, παιδιά, γιά τήν διαδικασία τῆς ἁμαρτίας πού γίνεται μέσα στόν ἄνθρωπο, πῶς δηλαδή ὁ ἄνθρωπος φτάνει ἀπό τήν προσβολή ως το πάθος.

   Μᾶς εἶναι χρήσιμη αὐτή ἡ γνώση της διαδικασίας τῆς ἁμαρτίας μέσα στήν ψυχή μας. Καί ὅπως σᾶς εἶχα πεῖ, ποτέ δέν πρέπει νά θεωροῦμε τήν προσβολή ὡς ἁμαρτία. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι ὑποφέρουν πραγματικά, αἰσθάνονται ἄσχημα, ἔχουν τύψεις συνειδήσεως, θεωροῦν τόν ἑαυτό τους τρομερά ἁμαρτωλό, ἐπειδή νομίζουν ὅτι κάθε προσβολή εἶναι καί ἁμαρτία! Ὄχι, παιδιά· πρός Θεοῦ, ὄχι! ἡ προσβολή δέν εἶναι ἁμαρτία. Από τήν στιγμή ὅμως πού θά ἀρχίσουμε νά ἀποδεχόμαστε αὐτά πού μᾶς προσβάλλουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά, ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη καί πέρα βεβαίως ἀρχίζει τό πράγμα νά εἶναι ἁμαρτία.

   Λέγαμε ἐπίσης ὅτι τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἁμαρτίας, μετά ἀπ' ὅλη της τή διαδρομή, τό καταστάλαγμα, εἶναι τό πάθος.

   Ὅλα τά πάθη πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος συνοψίζονται σε τρία: στη φιλοδοξία, στη φιληδονία και στη φιλαργυρία. Αυτά τα τρία πάθη –πού είναι ἡ πύκνωση ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν· δηλαδή, ἀπ' αὐτά τά τρία, πηγάζουν ὅλα τά ἄλλα πάθη– ἀντιστοιχούν πρός τούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο.

   Ὅπως θα γνωρίζετε, ὁ Κύριος πῆγε στήν ἔρημογιά νά συναντήσει τον διάβολο καί νά τόν πολεμήσει. Εἶναι ἡ ἀντίστροφη κίνηση. Ὁ διάβολος ήρθε στον παράδεισο, λέγαμε την περασμένη φορά, να συναντήσει τούς πρωτοπλάστους· τώρα ὅμως ὁ Κύριος κινεῖται γιά να συναντήσει τον διάβολο στήν ἔρημο καί νά τόν νικήσει. Οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν· ὁ Κύριος ὄχι. 

   Ὁ διάβολος τότε χρησιμοποίησε τήν ἀπάτη. Καί ἐδῶ ὁ Κύριος ὁμοίως χρησιμοποίησε τήν ἀπάτη. Που ὅμως ἦταν ἡ ἀπάτη; Ήταν στο ὅτι ὁ διάβολος δέν μποροῦσε νὰ δεῖ τή θεία φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἔβλεπε μόνο τήν ἀνθρώπινη. Ἄρα μποροῦσε νά Τόν πειράξει, διότι ὁ διάβολος δέν γνώριζε ὅτι εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς ποτέ δέν θά τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά τώρα ή θεότητα κρύπτεται.

   Θά μοῦ πεῖτε: Δεν γνώριζε τις προφητείες;

   Ὄχι. Γι' αυτό οἱ προφητεῖες ἦταν συσκιασμένες γιά τόν διάβολο κυρίως· ὥστε νά βλέπει την προφητεία καί νά μήν τήν κατανοεῖ. Ἡ προφητεία κατανοεῖται μόνο ὅταν ἔχει κανείς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

   Θά μοῦ πεῖτε: Οἱ προφῆτες δεν τις κατανοοῦσαν; 

   Αναμφισβήτητα, ναί. Καί στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι στά Ἱεροσόλυμα πού περίμεναν σωστά τόν Μεσσία. Βεβαίως· ὅπως ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος, ὅπως ἡ Ἄννα ἡ προφήτιδα, ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ... Αυτοί περίμεναν σωστά τον Μεσσία, γιατί  εἶχαν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος όμως, ἐπειδή στερεῖται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μποροῦσε νά γνωρίζει τίποτα. Οἱ προφητείες λοιπόν ήταν συσκιασμένες για τον διάβολο κυρίως.

   Ἔτσι, ὁ Κύριος ἦρθε να συναντήσει τον διάβολο στήν ἔρημο καί νά τόν νικήσει. Φυσικά ο διάβολος πάλι θα χρησιμοποιοῦσε αὐτά τά πάθη, ἢ μᾶλλον τούς νυγμούς τῶν ἁμαρτιῶν –πού ἄν χρονίζουν καταλήγουν σε πάθη– γιά νά δημιουργήσει πτώση στον Κύριο. Φυσικά ὅμως ὁ Κύριος νίκησε. Είναι γνωστό ὅτι Τοῦ ὑ-ποβλήθηκαν τρεῖς πειρασμοί, τρεῖς δοκιμασίες, τρεῖς προσβολές. (Βλ. Ματθ. 4, 1-11. Λουκά 4, 1-13)

   Εἶναι γνωστό ότι στη φιληδονία ὑπάγεται ἐκεῖνο τό πές νά γίνουν αυτές οἱ πέτρες ψωμιά, πού Τοῦ εἶπε ὁ διάβολος. Δέν εἶπε πές μιά πέτρα να γίνει ψωμί. Ὁ Κύριος νήστεψε σαράντα ἡμέρες· δέν θά μποροῦσε νά Τοῦ πεῖ λοιπόν ὡραιότατα ὁ διάβολος κάνε μία πέτρα να γίνει ψωμί; Πόσο ψωμί θά ἤθελε ὁ Κύριος να φάει νά χορτάσει; Θά Τοῦ ἔφτανε ἕνα κιλό ψωμί; Ὁ διάβολος ὅμως τί Τοῦ λέει; Πες οἱ πέτρες να γίνουν ψωμιά. Δηλαδή, τό παραπάνω τί εἶναι; Τό λέγαμε καί σέ ἕνα περασμένο μάθημα, (Βλ. Μάθημα 510) είναι πέρα ἀπό τήν ἀνάγκη· και ὅ,τι εἶναι πέρα ἀπό τήν ἀνάγκη εἶναι φιληδονία. Ἔτσι λοιπόν, μ᾿ αὐτόν τόν πειρασμό, εἰσάγεται ἡ φιληδονία. 

   Στην φιληδονία όμως ἐρχόμαστε να αντιτάξουμε μία ἀρετή· τήν σωφροσύνη.

   Σημειώστε ὅτι καί οἱ ἀρετές συγκεφαλαιώνονται σέ τρεῖς. Ὑπάρχει και μία τέταρτη, που ρυθμίζει τις τρεῖς. Αὐτές οἱ τρεῖς μεγάλες ἀρετές είναι ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη καί ἡ ἀνδρεία. Καί ἡ μέν φρόνηση ἀντιστοιχεῖ στόν νοῦ, ἡ σωφροσύνη στην καρδιά, ἐνῶ ἡ ἀνδρεία στη βούληση. Ἡ τέταρτη, πού σᾶς εἶπα, εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία δίνει τό μέτρο ἁρμονίας αὐτῶν τῶν τριῶν ἀρετῶν μεταξύ τους, ὥστε νά μήν ἔχουμε παραπάνω φρόνηση από τη σωφροσύνη, ἢ παραπάνω ἀνδρεία ἀπό τή φρόνηση, ἀλλά νά ὑπάρχει μία ἁρμονία, μία σωστή αναλογία ανάμεσα σ' αυτές τις τρεῖς ἀρετές.

   Ἔτσι λοιπόν, βασικά τρεῖς εἶναι οἱ ἀρετές· ἡ φρόνηση, ή σωφροσύνη καί ἡ ἀνδρεία. Η φιληδονία, τήν ὁποία εἰσηγεῖται ὁ διάβολος μέ τόν πρῶτο πειρασμό, ἔρχεται νά ἀντιμετωπίσει την σωφροσύνη τοῦ Κυρίου. 

   Μετά ἔρχεται ἡ φιλοδοξία. Η φιλοδοξία τί εἶναι; Ὅταν ὁ διάβολος είπε στον Χριστό πέσε ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ ναοῦ, νά δοῦν κάτω οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἔπεσες ἀπό τόσο ψηλά καί δέν ἔπαθες τίποτε, καί τότε μέ εὔκολο τρόπο θά ἀποκτήσεις δόξα.

   Ὁ Χριστός τι είπε; «Πάτερ, δόξασόν σου τὸν υἱόν ... καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ἡ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ιωάν. 17, 1-5). Θεέ Πατέρα, δόξασε τόν Υἱό Σου μ' ἐκείνη τή δόξα πού εἶχε πάντοτε. Αλλά ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ ποιά εἶναι; Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός! –καί μετά ἡ Ἀνάσταση. Αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε λοιπόν ὁ Χριστός νά δοξασθεῖ περνώντας μέσα ἀπό τήν δοκιμασία, μέσα από τον Σταυρό –και την Ανάσταση– και όχι να κερδίσει τη δόξα με εύκολο τρόπο, να πέσει δηλαδή ἀπό τό αέτωμα μέ ἕναν εντυπωσιακό τρόπο, για να δουν οἱ ἄνθρωποι και να πιστέψουν και να ποῦν Ἄ, αὐτός πράγματι εἶναι ὁ Μεσσίας!

   Αλλά στη φιλοδοξία ἀντιτάσσεται ἡ ἀρετή τῆς φρονήσεως. Ἡ φρόνηση χαρακτηρίζει τον μυαλωμένο ἄνθρωπο!

   Καί τέλος ἔρχεται ὁ πειρασμός τῆς φιλαργυρίας, πού ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἔδειξε στον Χριστό πανοραμικά ὅλες τίς βασιλεῖες τῆς γῆς καί τά ἀγαθά τους καί τά πλούτη τους και τα χρυσάφια τους, Τοῦ εἶπε: Θά σοῦ τα δώσω ὅλα, ἐάν πέσεις καί μέ προσκυνήσεις.

   Βέβαια στον διάβολο δέν ἀνήκει τίποτα. Ἐπειδή ὅμως παραδόθηκε ὁ κόσμος σ' αὐτόν, γι' αὐτό εἶπε τοῦ Χριστοῦ θά σοῦ τά δώσω ὅλα. Δέν λέει είναι δικά μου, ἀλλά μοῦ παραδόθηκαν. Καί παραδόθηκαν τά ἀγαθά τῶν ἀνθρώπων στον διάβολο επειδή καί οἱ ἄνθρωποι παραδόθηκαν σ᾽ αὐτόν. Δέν παραδόθηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό –ποτέ από τόν Θεό!– αλλά μόνοι τους παραδόθηκαν! Πῶς; Ορίστε, οἱ πρωτόπλαστοι· μόνοι τους παραδόθηκαν στον διάβολο, στο θέλημά του, καί ἔγιναν τρόπον τινά ιδιοκτησία του. Βεβαίως τήν κακῶς νοούμενη ιδιοκτησία, πού δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι ἔτσι· πάντως ἰδιοκτησία τοῦ διαβόλου.

   Τί θά ἔπρεπε λοιπόν ἐδῶ ὁ Κύριος νά ἀντιτάξει στο πάθος τῆς φιλαργυρίας; Τήν ἀνδρεία. Καί ἀνδρεία σημαίνει νά πεῖ κανείς ὄχι, δέν τό δέχομαι αὐτό. Θέλει πολλή ἀνδρεία, νά σοῦ προσφέρουν τά ἀγαθά τῆς γῆς, κι ἐσύ νά πεῖς ὄχι! 

   Ὥστε λοιπόν, παιδιά, βλέπουμε ὅτι τά πάθη συνοψίζονται σ' αὐτά τά τρία καί ἀντιμετωπίζονται μ' αυτές τις τρεῖς ἀρετές.

   Ὁ ἱερός Δαμασκηνός λέει: «τοὺς λογισμοὺς παρενοχλεῖν μὲν καὶ μὴ παρενοχλεῖν, οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν ἐστι· ἐμμένειν δὲ ἢ πάθος κινεῖν ἢ μὴ κινεῖν, τῶν ἐφ' ἡμῖν ἐστιν» (Στο Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικών, Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 235, καί PG 95, 93). Δηλαδή, ἂν ἔρχονται οἱ λογισμοί νά μᾶς ἐνοχλήσουν ἤ νά μή μᾶς ἐνοχλήσουν, δέν είναι θέμα δικό μας. Μέ ἐνόχλησε ἕνας λογισμός; δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμένα. Δέν μέ ἐνόχλησε ὁ λογισμός; οὔτε ἀπό ἐμένα πάλι ἐξαρτᾶται αυτό. Αλλά τό να μένει ἕνα πάθος ή να μή μένει, νά κινεῖται μέσα μου ἤ νά μήν κινεῖται, αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμένα.

   Ὥστε, ὅπως σᾶς εἶπα καί ἀπό τήν ἀρχή, ἡ προσβολή δέν ἀποτελεῖ ἁμάρτημα· ἀλλά ἐκεῖνο πού μένει, ἐκεῖνο πού θέλω, ἡ ἐγκαθίδρυση του πάθους, αὐτό ἀποτελεῖ ἁμάρτημα γιατί εἶναι ἀπό τήν προαίρεσή μου.

   Λέγαμε ἀκόμη τήν περασμένη φορά ὅτι τό πάθος εἶναι ἡ κατάσταση εκείνη που δείχνει τή νοσηρότητα τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐκδήλωση τοῦ πάθους μέ μιά πράξη. (Ὅ,τι είναι πάθος, δέν εἶναι καί ἔμπρακτη ἁμαρτία. Αλλο το ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Πάθος εἶναι ἡ κίνηση πού γίνεται στην ψυχή. Πράξη αμαρτωλή είναι εκείνη που εμφανίζεται στο σώμα. (Όσ. Νικήτα Στηθάτου, Α΄ ἑκατοντάδα, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικών, τόμ. Δ΄, μτφρ. Αντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, σ. 62)

   Ξέρετε, υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο πάθος και στήν ἁμαρτία –τό λέγαμε την περασμένη φορά. Αμαρτία εἶναι αὐτό πού ἐνεργεῖται ἀπό τό πάθος καί έκδηλώνεται σε μια δεδομένη στιγμή. Δηλαδή, έχω μέσα μου το πάθος της οργής ή το πάθος του θυμού, καί τό ἔχω ὡς μόνιμη κατάσταση. Ὅταν μοῦ δοθεί μια ευκαιρία ἁμαρτίας, τότε τό πάθος εκδηλώνεται. Συνεπώς ή ἁμαρτία δέν εἶναι παρά ἡ ἐνέργεια τοῦ πάθους. Αυτό εἶναι. Τό πάθος εἶναι ἡ δεξαμενή, μέσα στην οποία θα λέγαμε εἶναι τό κάθε υλικό, ὅπως τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς καί τά λοιπά.

   Τα πάθη ἀκόμη ἀντιπροσωπεύονται ἀπό τούς δαίμονες. Μή σᾶς κάνει καθόλου ἐντύπωση αὐτό. Υπάρχει ὁ δαίμονας τῆς πορνείας, ὁ δαίμονας τῆς φιλοδοξίας, ὁ δαίμονας τῆς φιλαργυρίας, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Δηλαδή είναι δαίμονες οἱ ὁποῖοι προσβάλλουν τόν ἄνθρωπο εἰδικά σέ ἕνα πάθος. Αὐτό εἶναι μία σταθερή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

   Ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τόν δαιμονισμένο ποιό εἶναι τό ὄνομά του, ὁ δαιμονισμένος ἀπάντησε λεγεών, δηλαδή πλῆθος δαιμόνων. Αυτό δείχνει ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτόν ἦταν ὅλα τά πάθη. (Βλ. Μάρκ. 5, 9' 15. Λουκᾶ 8, 30) Ὅταν ὁ Κύριος ἔβγαλε από τη Μαρία τη Μαγδαληνή ἑπτά δαιμόνια (ο ἀριθμός ἑπτά ὑποννοεῖ τό πλῆθος, καί ὄχι ἀκριβῶς τό ἑπτά), αυτό σημαίνει ὅτι ἐνοχλεῖτο ἀπό ἑπτά, ἢ ἀπό πλῆθος διαφορετικῶν παθῶν, πού ἀντιπροσωπεύονταν ἀπό ἀντίστοιχους δαίμονες. (Βλ. Μάρκ. 16, 9)

   Ἕνας δαίμονας, ἄς ποῦμε, ἔχει τήν ἄδεια να πειράζει τόν ἄνθρωπο μόνο σ' ἕνα σημεῖο. Για παράδειγμα, κάποιος ἐνοχλεῖται ἀπό ἕνα δαιμόνιο να νυστάζει συνεχῶς στην προσευχή του, να χασμουριέται. Ἄν ἔχετε προσέξει, σε συγκεκριμένα σημεῖα τῆς προσευχῆς, ἐντελῶς συγκεκριμένα, ἄς ποῦμε στο Πάτερ ἡμῶν σε ἕνα σημεῖο, ἤ στο Βασιλεῦ Οὐράνιε σ' ἕνα σημεῖο, να ἔρχεται ἐκείνη τήν ὥρα ἕνα χασμουρητό καί λέει κανείς: περίεργο πράγμα...! Ναί. Δίνεται ἐκεῖ ἡ ἄδεια σε ἕναν δαίμονα, τοῦ ἐπιτρέπεται νά μᾶς ἐνοχλεῖ σ' αυτό το σημεῖο.

   Πάντως θά ἤθελα νά καταλάβετε ὅτι οἱ δαίμονες ἀντιπροσωπεύουν τά πάθη, καί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐνοχλοῦν τόν ἄνθρωπο. (Βλ. ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Εὐεργετινός, τόμ. Δ΄, ὑπόθ. ΚΑ', ἐκδ. Το Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/νίκη 2010, σ. 218, άγ. Διαδόχου Φωτικῆς, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν, τόμ. Α΄, Λόγος ἀσκητικός 81, ἐκδ. Παναγ. Τζελάτη, Εν Αθήναις 1893, σ. 156) Γι' αὐτό, ὅταν ἐμμένουμε σέ ἕνα πάθος, ἤ σέ κάποια πάθη, –προσέξτε αυτό το τρομερό– δαιμονιζόμαστε! 

   Θα μου πείτε: Μπορεῖ κανείς να δαιμονιστεῖ; 

   Τί θά πιστεύατε; ὅτι θά περιμέναμε νά δοῦμε ἕναν σάν τόν δαιμονισμένο τῶν Γεργεσηνῶν;.. (Βλ. Ματθ. 8, 28-34. Μάρκ. 5, 1-17) Ἔχουμε βέβαια και τέτοιους στήν ἐποχή μας, ἄν τό θέλετε. Ἔχουμε πάρα πολλούς δαιμονισμένους στήν ἐποχή μας! 

   Μιά μέρα ἔδινα ἀντίδωρο σέ μιά εκκλησία. Πέρασε μία γυναίκα μόλις τήν κοίταξα, εἶπα: αὐτή ἡ γυναίκα ἔχει δαιμόνιο. Τῆς ἔδωσα ἀντίδωρο, ἔφυγε. Σέ λίγη ὥρα εἶδα τόν ἱερέα δίπλα να της διαβάζει μία ευχή ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Προσέξτε όμως κάτι. Κατόπιν μοῦ εἶπε ὁ ἱερέας ὅτι τή ρώτησε ἂν ἐξομολογεῖται, καί ἐκείνη απάντησε: Τί σᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό; Εγώ θέλω να μοῦ διαβάσετε μόνο τους Εξορκισμούς. Ὁ ἱερέας προσπάθησε νά τῆς ἐξηγήσει ὅτι αὐτό ἔχει σημασία, ἀλλά ἐκείνη ἐπέμενε: Ὄχι, ὄχι... δέν σᾶς ἐνδιαφέρει αυτό!

   Τί καταλάβατε; Ἡ γυναίκα αυτή ήταν πραγματικά δέσμια τοῦ σατανᾶ·  καί πιθανῶς ὁ διάβολος να τῆς εἶπε να διαβαστοῦν Εξορκισμοί –παράξενο!– ἀκριβῶς γιά νά μπερδεύει τις πηγές· τήν καλή, τήν ἀγαθή πηγή, μέ τήν κακή.

   Τό ἴδιο ἔλεγε κι ἐκείνη ἡ μαντευομένη τῶν Φιλίππων: Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ –ὁ Παῦλος, ὁ Λουκᾶς καί ὁ Σίλας– ἦρθαν να καταγγείλουν σ' ἐσᾶς ὁδόν σωτηρίας. (Πράξ. 16, 11-34) Καί τό ἔλεγε ὁ διάβολος αὐτό!... Ὅπως κι ἐκεῖνος –πῶς νά τόν χαρακτηρίσω;– ἐκεῖνος ὁ Χρῆστος στο Γάζωρο, πού πᾶνε τόσοι καί τόσοι στις Σέρρες –έχει βεβαίως καί πολλές εἰκόνες ἐκεῖ στο δωμάτιο πού ὑποδέχεται τόν κόσμο– τί τούς λέει; Να κάνεις τρία Εὐχέλαια... να κοινωνεῖς κάθε Παρασκευή, ἤ κάθε Σάββατο, ἤ νά κάνεις ἑπτά Παρακλήσεις, ἤ νά κάνεις σαράντα Παρακλήσεις, ἤ νά νηστέψεις τόσο καί τόσο. Σ' ὅλα αὐτά πού λέει,  παραλείπει σταθερά ἕνα μόνο: νά πᾶς νὰ ἐξομολογηθεῖς. Αὐτό δέν τό βάζει ὁ διάβολος. Εἶναι πονηρός ὁ διάβολος... φοβερός!

   Γι' αὐτό, παιδιά, ἂς προσέξουμε νά μήν ἐπιμένουμε σέ μιά ἁμαρτία, σ᾿ ἕνα πάθος, μήπως κάποια στιγμή ἐπιτρέψει ὁ Θεός καί δαιμονιστούμε!... Σᾶς λέω ἄλλη μία φορά, ὑπάρχουν πολλοί δαιμονισμένοι στήν ἐποχή μας... ὅσοι δέν μπορεῖτε να φανταστεῖτε! Ἄς προσέχουμε τά πάθη!

   Τί πρέπει να κάνουμε; Πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουμε;

   Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ο Σύρος μᾶς ἀναφέρει τρεῖς τρόπους –χωρίς να σημαίνει ὅτι θά ἐπιλέξουμε ἕναν ἀπ' αὐτούς, ἀλλά καί τούς τρεῖς μαζί. 

   Πρῶτος τρόπος. Είναι προτιμότερο να προσφύγει κανείς στη μνήμη τῶν ἀρετῶν, παρά νά ἀντιστέκεται στα πάθη. Δηλαδή: Έρχεται στο μυαλό μου μία εἰκόνα αἰσχρή· ἤ μία εἰκόνα ἐμπαθείας, ἄς ποῦμε νά πάω να ἐκδικηθῶ τόν τάδε. Ἔχω μέσα μου μνησικακία, βράζω ἀπό θυμό, βράζω... Ἄν τόν δῶ αὐτόν, θα φθάσω νά τόν σκοτώσω! Είναι φοβερό. Τί πρέπει νά κάνω; Θά ἀρχίσω να λέω στο πάθος να υποχωρήσει και να φύγει; φύγε, πάθος; Δεν φεύγει ποτέ έτσι! Τι να κάνω τώρα; Θα κάνω τήν προσπάθεια να στρέψω το μυαλό μου σε θέματα ἀρετῆς· τίποτε ἄλλο.

   Αὐτό μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Κρεῖσσον ἐν τῇ μνήμῃ τῶν ἀρετῶν ὑποκλέπτειν τὰ πάθη ἢ τῇ ἀντιστάσει» (Φιλοκαλία, Λόγοι Ασκητικοί, νς', 20, ΕΠΕ 8Β, σ. 346. Βλ. όσ. Νικοδήμου Αόρατος Πόλεμος, ΙΓ΄, Εν Αθήναις 1853, σ. 40). Είναι προτιμότερο να υποκλέπτουμε τά πάθη μέ τή μνήμη τῶν ἀρετῶν, παρά νά ἀντιστεκόμαστε σέ αὐτά. Δηλαδή, μή λές φύγε, πάθος... αλλά καλύτερα σκέψου τό ἀντίθετο· σκέψου τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, σκέψου μία εἰκόνα ἀπό τήν Αγία Γραφή, ἕνα θαυμαστό γεγονός από τη ζωή σου καί λοιπά, καί ἐκεῖ θά εἰρηνεύσεις πραγματικά.

   Δεύτερος τρόπος. Είναι προτιμότερο να απορρίψουμε την προσβολή, παρά να προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε μια πτώση μας. Δηλαδή, ή πρόληψη εἶναι προτιμότερη ἀπό τή θεραπεία. Μήν ἀφήσεις να προχωρήσει το κακό· διόρθωσε το στην αρχή. Αισθάνθηκες ὅτι εἶσαι κρυωμένος; πάρε αμέσως κάτι, να διορθωθεῖ τό κρύωμά σου. Το άφησες; μετά θέλει πολλά φάρμακα, ἴσως καὶ νοσοκομείο, για να γίνεις καλά. Ἡ πρόληψη είναι προτιμότερη από τη θεραπεία. Ἔτσι κι ἐδῶ, ξαναλέω, τό νά προλάβεις κάτι εἶναι προτιμότερο  ἀπό τό νά τό θεραπεύσεις.

   Νά σᾶς πῶ μία προσφιλή μέθοδο τοῦ σατανᾶ; Οἱ Πατέρες μάλιστα ἔχουν πλάσει γι' αυτή τη μέθοδο ἕνα  φανταστικό ζῶο γιά νά ἐκφράσουν πῶς ἐνεργεῖ ὁ διάβολος. Το φανταστικό, το πλασματικό αὐτό ζῶο εἶναι ὁ μυρμηκολέων. (Βλ. όσ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, κεφ. η΄, Ὅτι ὁ διάβολος, μὴ ἀπολαύων τῶν ἡδονῶν τῶν αἰσθήσεων, αποθνήσκει· καὶ διατί λέγεται μυρμηκολέων, ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, 1991², σσ. 143-144. Πρβλ. Ἰώβ 4, 11. Α΄Πέτρ. 5, 8-9. Ρωμ. 16, 20) Δηλαδή, εἶναι ἕνα ζῶο πού μπροστά, ἀπό τή μέση μέχρι τό κεφάλι, είναι μυρμηγκάκι, και ἀπό τή μέση καί πίσω, μέχρι την ουρά, είναι λιοντάρι. Δηλαδή, ὁ διάβολος στην αρχή σου παρουσιάζει τήν ἁμαρτία πολύ-πολύ μικρή· μετά όμως, ὅταν τή διαπράξεις, σου τή μεγαλώνει καί τήν κάνει να φαίνεται σάν λιοντάρι! Είναι προτιμότερο λοιπόν να κάνεις μια μέ τό νύχι σου καί νά σκοτώσεις τό μυρμηγκάκι, ἐνῶ τό λιοντάρι δέν μπορεῖς. Αυτό σημαίνει ὅτι τό κακό θά τό πολεμήσουμε στήν ἀρχή.

   Καί τρίτος τρόπος είναι τό νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ συνήθεια εἶναι ὁ τροφέας του πάθους. Αν δηλαδή ἐπαναλαμβάνουμε μιά ἁμαρτία, αὐτή, ὡς συνήθεια, τρέφει το πάθος. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, στόν 58ο λόγο: «Φοβήθητι τὰς συνηθείας πλείω τῶν ἐχθρῶν» (Φιλοκαλία, Λόγοι Ασκητικοί, νη', 12, ΕΠΕ 8Β, σ. 376). Να φοβᾶσαι τίς συνήθειες πού ἀποκτᾶς, περισσότερο από τούς ἐχθρούς σου.

   Πολλές φορές λέμε σε κάποιον γιατί το κάνεις αὐτό; καί ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: ἔ, από συνήθεια. Αὐτήν ὅμως τή συνήθεια ἂς τήν προσέχουμε. Καί ἐνῶ ἡ συνήθεια στά ἀγαθά εἶναι σπουδαῖο πράγμα, στα πονηρά εἶναι φοβερό πράγμα. Τι μένει, παιδιά; ὁ ἀγώνας. Μή φοβηθοῦμε καί μή ξεχνάμε ότι, ὅπως λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ο Σύρος στόν 55ο λόγο του, «Πάσῃ ἀνέσει ἔπεται ταλαιπωρία καὶ πάσῃ διὰ Θεὸν ταλαιπωρίᾳ ἄνεσις ἀκολουθεῖ» (Φιλοκαλία, Λόγοι Ασκητικοί, νε', 12, ΕΠΕ 8Β, σ. 322). Τήν κάθε άνεση ἀκολουθεῖ ταλαιπωρία, και κάθε ταλαιπωρία, γιά τόν Θεό, ἀκολουθεῖ ἄνεση.

   Αν δηλαδή πεῖ κανείς δέν προσέχω, δέν ἀγωνίζομαι, ἀκολουθεῖ ἡ ταλαιπωρία. Αν δεν προσέχεις τώρα, αύριο θά ἔχεις να παλέψεις μέ θηρία καί μέ φίδια!... Ἄν παλεύεις τώρα πού βρίσκεσαι σε μιά ταλαιπωρία γιά τόν Θεό, αύριο θά ἔχεις μία άνεση. Αν νικήσεις τά πάθη σου τώρα πού εἶσαι νέος ἄνθρωπος, αὔριο στή ζωή σου θά κινεῖσαι τόσο ὡραῖα, τόσο ἄνετα, πού θά εἶναι ὅλος ὁ κόσμος δικός σου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δικοί σου, θά αἰσθάνεσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος! Καί ἐλεύθερος εἶναι μόνον ἐκεῖνος πού ἐλευθερώθηκε ἀπό πάθη· γιατί ὁ Κύριος λέει «πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 35). Κάθε ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει, δηλαδή, είναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας· ἐκεῖνος ὅμως πού εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, αὐτός εἶναι ὁ πραγματικά ελεύθερος. Καί μή ξεχνάμε ὅτι ὁ Χριστός, πού νίκησε τον διάβολο, μᾶς εἶπε: «ἐὰν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ιωάν. 8, 36). Ἐάν ὁ Υἱός, ἐγώ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σᾶς ἐλευθερώσω, τότε θά εἴσαστε πραγματικά ἐλεύθεροι.

   Καί τώρα, παιδιά, συνεχίζουμε στη Γένεση: «Καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ –ἡ Εὔα– ἔφαγε καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον» (Γέν. 3, 6). Καί ἀφοῦ πῆρε ἀπό τόν καρπό ἡ Εὔα ἔφαγε, καί ἔδωσε και στον άνδρα της, που ήταν μαζί της, και έφαγαν καί οἱ δυό.

   Σ' αὐτό τό χωρίο βρισκόμαστε ἀπό τήν ἀρχή τῶν μαθημάτων μας, ὅπως θυμόσαστε. Καί εἴδαμε ἐκεῖ πόση σωρεία κακῶν μαζεύτηκε ἀπό αὐτήν τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.

   Παιδιά, γιά νά μή λέμε περισσότερα, γιατί πολλά θά εἶχε κανείς νά πεῖ, ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων εἶχε πλέον συντελεστεί, ήταν γεγονός· ἔφαγαν οἱ πρωτόπλαστοι καί ἔπεσαν. Καί αὐτή τους ἡ παράβαση ἔγινε μέ τέλεια ἐπίγνωση, ὅτι ὁ Θεός ἀπαγόρευε αὐτό πού ἔκαναν, καί μέ τέλεια ἐλευθερία· δηλαδή ἤξεραν τί ἔκαναν, καί τό ἔκαναν ἐλεύθερα.

   Είναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται τήν ὥρα πού ἐπιτελεῖται ἡ ἁμαρτία, ἀλλά ἐμφανίζεται μετά. Ἐδῶ βλέπει κανείς ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι αὐτό τό ἀνεξιχνίαστο καί ἀκατανόητο μυστήριο. Σκεφτείτε το, παιδιά· ὁ Θεός δέν ἔρχεται πρίν ἐπιτελεσθεῖ ἡ ἁμαρτία, ἀλλά κατόπιν.

   Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ: Γιατί την ώρα πού ἅπλωνε ἡ Εὔα τό χέρι της δέν ἐμφανίζεται ὁ Θεός και νὰ τῆς πεῖ: Μή!... Μή!...

   Μά τότε, πάλι σύ, ὁ ἄνθρωπος, θά ἔλεγες ὅτι δέν σέ ἄφησε ὁ Θεός νά κάνεις ἐκεῖνο πού ἤθελες! Σέ ἀφήνει λοιπόν.

   Θα πείτε: Τελικά πέσαμε!...

   Μά αὐτό θά πεῖ ἐλευθερία· ὅτι μπορεῖς νά πέσεις, ἐάν τό θέλεις. Ὁ Θεός όμως θά ἔρθει μετά νά σέ ρωτήσει: Γιατί τό ἔκανες;

   Ἐδῶ θά μέ ρωτήσετε: Γιατί νά ἔρθει ὁ Θεός, ἔστω καί κατόπιν; Νά μήν ἔρθει καθόλου. Εκανα αὐτό πού ἤθελα· γιατί πρέπει νά ἔρθει ὁ Θεός νά μέ ἐλέγξει; Καλά· δέν ἦρθε να εμποδίσει τήν Εὔα τήν ὥρα πού πήγαινε να πάρει τόν καρπό· γιατί όμως νά ἔρθει μετά;

   Ἄν καί τό ἔχω πεῖ πολλές φορές, θά τό πῶ ἄλλη μία φορά, γιατί εἶναι μία απάντηση στήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ὅπως τήν ἐννοοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Απλούστατα, ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας δέν εἶναι στή δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ δύο πραγμάτων, καλοῦ ἢ κακοῦ, διάλεξε και πάρε, αλλά στη δυνατότητα επιλογῆς τοῦ καλοῦ. Μπορεῖς νά κάνεις τό κακό, ἀλλά δέν θέλεις νά τό κάνεις. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. (Βλ. Α΄ Κορ. 6, 12. 10, 23. Γαλ. 5, 13. Α΄ Πέτρ. 2, 16)

   Μπορεῖς, ἄς ποῦμε, νά ἔχεις τό ραδιόφωνό σου τέρμα τα μεσάνυχτα και να σηκώσεις ὅλη τήν πολυκατοικία στο πόδι· αλλά αὐτό δέν πρέπει νά τό κάνεις, δέν σε συμφέρει. Μπορεῖς νά κάνεις τρέλλες και παλαβομάρες στον δρόμο· ἀλλὰ αὐτό δέν σε συμφέρει, γιατί ἐνοχλεῖς, καί θά ἔχεις κυρώσεις, θά σε πάνε στο δικαστήριο καί θά σε κλείσουν μέσα· ἀλλιῶς δέν μπορεῖ νὰ σταθεῖ κοινωνία ἀνθρώπων, δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ. Καί δέν χρειαζόμαστε το Ευαγγέλιο γιά νά τό καταλάβουμε αυτό ·το καταλαβαίνουμε πάνω στα πράγματα.

   Βλέπετε ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἡ ἀναρχία. Τί εἶναι ἡ ἀναρχία; Μήπως εἶναι προϊόν τῆς ἐλευθερίας; Ὄχι δά! Είναι μία κακοποίηση τῆς ἐλευθερίας· εἶναι μία ἐντελῶς ξένη ἀντίληψη ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας. Ἐντελῶς! Διότι ἂν ὁ καθένας κάνει ὅ,τι θέλει χωρίς να τιμωρηθεῖ, τότε δέν μποροῦμε πιά νά ζοῦμε μέσα σε μία κοινωνία, τότε γινόμαστε ζούγκλα.

   Καί τά ζῶα στο δάσος καί στόν ἀγρό ἔχουν τούς νόμους τους. Ναί, ναί, ἔχουν τούς νόμους τους! Λίγες εἶναι ἐκεῖνες οἱ φορές πού ἔχουμε δεῖ τά πουλιά να μαλώνουν γιά νά διορθώσουν μία κατάσταση; Λίγες φορές; Τα μυρμήγκια ἔχουν τούς νόμους τους... καί οἱ μέλισσες ἔχουν τούς νόμους τους. Δέν μπορεῖ νά ζήσει μία κοινωνία, καί ζώων ἀκόμη, χωρίς κάποιες αρχές. Δέν μπορεῖς λοιπόν νά πεῖς εἶμαι ἀναρχικός, δηλαδή δέν ἔχω καμμία ἀρχή. Εἶναι δυνατόν αυτό ποτέ; Ὅταν ὁ πατέρας σου καί ἡ μάνα σου θά σοῦ ποῦν δέν πρέπει να γίνει αὐτό, δέν σε συμφέρει, γιατί νά ἀντιδράσεις;

   Σᾶς εἶχα πεῖ καί ἄλλοτε αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει·  πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος» (Α΄ Κορ. 6, 12). Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται· ἀλλά δέν μέ συμφέρουν ὅλα. Μοῦ ἐπιτρέπεται να πέσω καί στόν Πηνειό. Μοῦ τό ἀπαγορεύει κανείς; Πάω τώρα ἐπάνω στη γέφυρα, δίνω ἕνα πήδημα, καί βρίσκομαι μέσα. Ποιός μέ ἐμποδίζει; Με συμφέρει ὅμως; Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται· ἀλλά ἐγώ δέν θά ἐξουσιασθῶ ἀπό τίποτα. Ἐγώ θά εἶμαι τό αφεντικό, ἐγώ θά εἶμαι ὁ κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου, καί θά λέω: αὐτό μέ συμφέρει, ἐκεῖνο δέν με συμφέρει.

   Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας· γι' αὐτό καί υπάρχουν κυρώσεις. Αν πέσω στον Πηνειό, γιατί ἔτσι μοῦ ἦρθε, ἔχω κυρώσεις. Ποιές εἶναι; Μά νά πνιγῶ!... Απλούστατα, να πνιγώ. Η, ἄν δέν καταφέρω να πνιγώ –γιατί ἴσως εἶναι ρηχός ὁ Πηνειός, ἤ γιατί μέ εἶδαν καί μέ ἔβγαλαν–, θα παγώσω, ἐάν εἶναι χειμώνας!... καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Παρακαλώ, αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, καί προσέξτε την.

   Ὁ Θεός λοιπόν ἔρχεται μετά τη διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Θά ἔρθει ὁπωσδήποτε ὁ Θεός· θά ἔρθει για τίς κυρώσεις. Αὐτό ὅμως δέν ἀποτελεῖ περιορισμό της ἐλευθερίας, ἀλλά ορθή τοποθέτηση τοῦ ὁρισμοῦ της. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Θεός μετά από την πτώση τῶν πρωτοπλάστων. (Μή ξεχνάμε ὅτι ὁ Θεός θεμελίωσε το σύμπαν ὁλόκληρο πάνω σε νόμους καί κανόνες, γιά νά τό διέπουν καί προστατεύουν από τήν αὐτοδιάλυση και αυτοκαταστροφή του, ἐπειδή, ἐκτός τῆς ἄρτιας κατασκευής του, μεριμνᾶ καί γιά τήν εύρυθμη λειτουργία του. Σε κάποια πλάσματά Του πού εκτός από ὕλη θά ἔδινε καί ζωή, δηλαδή στα ἔμβια ὄντα, ἔθεσε κι ἄλλους νόμους, τούς βιολογικούς. Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού ἐκτός ἀπο ἔμβια ὕλη εἶναι καί πνεῦμα, ἔβαλε ἐπιπλέον καί κάποιους ἄλλους νόμους, ἀνώτερους, τούς πνευματικούς. Στόν ἄνθρωπο τώρα ὅλοι αὐτοί οἱ νόμοι εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, συνεργάζονται, ἔχοντας άμεση σχέση και ἀλληλεπιδρώντας ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο. Γι' αὐτό καί ἡ παραβίαση ἑνός πνευματικοῦ νόμου στόν ἄνθρωπο συνεπάγεται καί δυσλειτουργία ὅλων τῶν ἄλλων νόμων. Ἄρα ἡ εύρυθμη λειτουργία ἢ ἡ δυσλειτουργία ενός συστήματος ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό τήν ἐφαρμογή ἤ ὄχι τῶν νόμων που το διέπουν)

   Ἡ ἁμαρτία πού ἔγινε ἦταν τρομακτικά μεγάλη σε διαστάσεις! εἶχε φοβερές συνέπειες! ἀφοῦ, σκεφθεῖτε, ἔφθασε νά ἐπισύρει κατά τῶν πρωτοπλάστων ακόμα καί τόν θάνατο!

   Αλλά γιατί ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἁμαρτία τους; Διότι στο βάθος στρεφόταν κατά τοῦ Θεοῦ, ὡς ὑπερηφάνεια, ὡς ἀπιστία, ὡς ἀνυπακοή καί ὡς αὐθάδεια!

   Κάθε ἁμαρτία, παιδιά –προσέξτε αὐτό τό σημεῖο– κάθε ἁμαρτία, ἤ στόν ἑαυτό μας ή στόν πλησίον μας, στο βάθος στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ματθ. 25, 31-46)

   Δέν μπορεῖς νά λές ὅτι δέν ἔχεις βλάψει κανέναν ἄλλο παρά μόνο τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἑαυτός σου τί εἶναι, ἀδελφέ μου; τί εἶναι παιδί μου; Ὁ ἑαυτός σου εἶναι ὁ πλησιέστερος πλησίον. Ἄν ὁ διπλανός ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλησίον σου, ὁ ἑαυτός σου εἶναι ὁ πλησιέστερος πλησίον.

   Θέλεις νά τό δεῖς αὐτό; Ἄκουσε τί λέει ἡ ἐντολή: «Αγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 39). Να αγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. Αυτό σημαίνει ὅτι πρῶτα θά ἀγαπήσεις τόν ἑαυτό σου, σωστά ὅμως, αὐτό θά ἀποτελέσει μέτρο ἀγάπης, καί τότε, μέ τό μέτρο αυτό, θά μετρήσεις καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄλλο. Εάν δέν ἀγαπήσεις τόν ἑαυτό σου, πού εἶναι ὁ πλησιέστερος πλησίον, πῶς θά ἀγαπήσεις τόν ἄλλο; Είναι δυνατόν; Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ποτέ ἐγώ βλάπτω τόν ἑαυτό μου καί δέν πειράζω κανέναν. Αλλά, εἴτε βλάπτουμε τόν ἑαυτό μας, εἴτε βλάπτουμε τόν πλησίον, τό θέμα εἶναι τελικά ὅτι ἡ ἁμαρτία μας στρέφεται κατά τοῦ Θεοῦ, γιατί οὔτε ἐγώ ανήκω στον ἑαυτό μου οὔτε ὁ πλησίον μου ανήκει στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ἐγώ καί ἐκεῖνος ἀνήκουμε στον Θεό. (Βλ. Α΄ Κορ. 6, 13· 19-20. Ρωμ. 14, 7-9)

   Γι' αὐτόν τόν λόγο ἡ ἁμαρτία, ἄς τό προσέξουμε, παρ' ὅτι ἐπιτελεῖται σε μικρό χρονικό διάστημα, ἔχει αἰώνιες διαστάσεις. Μιά ἁμαρτία πόσο μπορεῖ νά διαρκέσει; Κάποτε μπορεῖ νά διαρκέσει μερικά δευτερόλεπτα, κάποτε μπορεῖ νά διαρκέσει περισσότερο· ή τιμωρία ὅμως πού ἐπιφέρει εἶναι ἄπειρη καί αἰώνια. (Βλ. ίερ. Χρυσοστόμου, Περὶ σωτηρίας ψυχῆς: «Οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν αἰωνίως κολαζόμεθα, διὰ μικρού χρόνου ἀμέλειαν τῷ αἰωνίῳ πυρὶ καταποντιζόμεθα...» (PG 60, 737))

   Θά μοῦ πεῖτε: Πῶς εἶναι δυνατόν ἡ τιμωρία νά εἶναι άπειρη καί αἰώνια, τήν στιγμή πού ἡ ἁμαρτία μας ήταν περιορισμένη, καί ὡς πρός τήν ποσότητα καί ὡς πρός τήν διάρκεια;

   Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄπειρη, παιδιά, γιατί ἄπειρος εἶναι ὁ Θεός! Καί ή τιμωρία της εἶναι αἰώνια, γιατί αιώνιος εἶναι ὁ Θεός! Δέν εἴπαμε ὅτι στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ κάθε ἁμαρτία; Ναί, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ!

   Ανήκετε στον Θεό, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ Προς Κορινθίους, 6ο κεφάλαιο, στο τελευταῖο χωρίο, «καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν», δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας. Αὐτό σημαίνει πώς όταν κάνουμε μία ἁμαρτία, ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί αἰώνιος, καί ἡ τιμωρία μας θά εἶναι ἄπειρη καί αἰώνια. Γι' αὐτόν τόν λόγο, παιδιά, ή Κόλαση είναι αἰώνια. Γι' αὐτόν.

   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: Θεωρεῖς τόν Θεό ἄδικο, λέγοντας: Εγώ σέ πόσο χρόνο έκανα τήν ἁμαρτία μου; Κράτησε μερικά λεπτά τῆς ὥρας ἡ ἁμαρτία μου, καί θά πρέπει αἰώνια να τιμωρούμαι;... Και απαντὰ ὁ ἱερός Πατέρας: Ξέχασες ὅτι ἡ ἁμαρτία σου στρέφεται πρός τόν αἰώνιο Θεό. Αιώνια λοιπόν καί θά τιμωρεῖσαι!... (Εἰς τὴν Α' Πρὸς Κορινθίους, Ὁμιλία Θ', PG 61, 75-76)

   Μᾶς τρομάζει αυτό; Ἐμένα μέ τρομάζει, παιδιά! Με τρομάζει! Να κάνω μία ἁμαρτία για λίγα λεπτά, καί νά τιμωροῦμαι αἰωνίως;... Μάλιστα εἶναι ἀπολύτως δίκαιο, ἀκριβῶς γιά τόν λόγο πού σᾶς ἐξήγησα. Μή ποῦμε λοιπόν γιατί ὁ Θεός παραχωρεί μία Κόλαση αἰώνια.

   Ἐν τούτοις, παιδιά, ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων δέν ἔμεινε ἀδιόρθωτη, γιατί ὑπῆρξε υποδεέστερη τῆς ἁμαρτίας τῶν πεπτωκότων ἀγγέλων, δηλαδή τῶν δαιμόνων. Κι αὐτοί κάποτε ἔπεσαν· καί ἔπεσαν γιατί σκέφτηκαν τήν ἰσοθεΐα. (Βλ. Λουκά 10, 18. Ήσ. 14, 12-14. Ιεζ. 28, 12-19) Ο Διάβολος, ὁ Ἑωσφόρος, σκέφτηκε τήν ἰσοθεΐα· καί τώρα τό ἴδιο ἁμάρτημα τό ὑποβάλλει καί στούς πρωτοπλάστους.

   Ἀλλά ὁ διάβολος, οἱ δαίμονες, εἶχαν τόν πειρασμό ἐσωτερικό, δηλαδή μόνοι τους σκέφτηκαν τήν ἁμαρτία. Ἐνῶ οἱ πρωτόπλαστοι εἶχαν τόν πειρασμό ἐξωτερικό· δέν σκέφτηκαν μόνοι τους τήν ἁμαρτία, αλλά ὑποβλήθηκαν σ' αυτή. Ἦταν μία υποβολή, καί οἱ πρωτόπλαστοι ἁπλῶς πλανήθηκαν. Εἶχαν βεβαίως τήν εὐθύνη. Ἀλλά ἔχουν καί τοῦτο τό πλεονέκτημα· ὅτι μποροῦν νὰ μετανοήσουν. Οἱ δαίμονες εἶναι ἀδύνατο να μετανοήσουν! Διαστράφηκαν σε βαθμό ἀδύνατης ἐπιστροφῆς, ἀδύνατης μετανοίας! Οι πρωτόπλαστοι ὅμως καί οἱ ἀπόγονοί τους, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πέσαμε μέν, ἀλλὰ ἐπειδή δέν σκεφτήκαμε από μόνοι μας τό κακό, ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς μετανοίας.

   Γι' αὐτό καί ἡ σωτηρία απευθύνεται στόν ἄνθρωπο, γιατί μπορεῖ νά μετανοήσει, καί δέν ἀπευθύνεται στούς δαίμονες. Δέν ἦρθε ὁ Χριστός νά σώσει τούς πεπτωκότες ἀγγέλους· ἦρθε να σώσει τούς ἀνθρώπους, γιατί ὑπάρχει ἡ δυνατότητα στούς ἀνθρώπους νά σωθοῦν.

   Ποιό ὅμως εἶναι τό φάρμακο στην πτώση, τόσο στην πρώτη πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ὅσο καί στήν πτώση τή δική μας, τοῦ καθενός μας τήν πτώση;

   Εἶναι ἡ μετάνοια, παιδιά. («Πᾶσα οὖν κακία ἐξ αὐτῶν ἐπενοήθη καὶ τὰ ἀκάθαρτα πάθη. Καὶ προσβάλλειν μὲν τῷ ἀνθρώπῳ συνεχωρήθησαν, βιάζεσθαι δέ τινα οὐκ ἰσχύουσιν· ἐν ἡμῖν γάρ ἐστι δέξασθαι τὴν προσβολὴν ἢ μὴ δέξασθαι. Διὸ τῷ Διαβόλῳ καὶ τοῖς δαίμοσιν αὐτοῦ ἡτοίμασται τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ἡ κόλασις ἡ αἰώνιος, καὶ τοῖς ἑπομέννοις αὐτῷ. Χρὴ δὲ γινώσκειν ὅτι, ὅπερ ἐστὶ τοῖς ἀνθρώποις ὁ θάνατος, τοῦτο τοῖς ἀγγέλοις ἡ ἔκπτωσις. Μετὰ γὰρ τὴν ἔκπτωσιν οὐκ ἔστιν αὐτοῖς μετάνοια, ὥσπερ οὐδὲ τοῖς ἀνθρώποις μετὰ τὸν θάνατον.» (άγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 1589B) βλ. PG 94, 868Β)

   Θά δοῦμε λίγο πιο κάτω ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δέν μετανόησαν. Ὅταν θά ἐρωτηθεῖ ὁ Ἀδάμ γι᾿ αὐτό πού ἔκανε, θα σπεύσει να δικαιολογηθεῖ καί νά πεῖ: Ὄχι ἐγώ, ἀλλά ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες μέ παρέσυρε. Καί ἐκείνη μέ τή σειρά της θα σπεύσει νά πεῖ: Ὄχι ἐγώ· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε. Βλέπετε λοιπόν ὅτι ἡ ἐπίρριψη ευθύνης τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο προδικάζει τήν ἀπουσία τῆς μετανοίας. Δέν εἶχαν μετανοήσει οἱ πρωτόπλαστοι. Οἱ πρωτόπλαστοι μετανόησαν αργότερα· ἦταν ὅμως αργά. (Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλοτρόπως ἡ πατερική θεολογία και η πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Αλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν Ἅδη, κρατώντας μέ τό ένα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα. Βλ. Δοξαστικό Ἑσπερινοῦ τῆς Τυρινῆς: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα καὶ δόξης μακρυνθέντα!»)

   Ἔτσι, τό σχέδιο τῆς ἀπαλλαγῆς θά ἦταν μεταγενέστερο· θά ἐρχόταν μετά ὁ Ἰησοῦς Χριστός να σώσει τόν Ἀδάμ καί τούς ἀπογόνους του, ἐπειδή ἡ μετάνοιά τους δέν ἦταν ἄμεση, δέν ἔγινε ἀμέσως.

   Παιδιά, ὁ Χριστός ήρθε, ἔφερε τό φάρμακο· εἶναι ἡ μετάνοια, σπουδαῖο στοιχεῖο! Κάναμε κάτι; ἄς σπεύσουμε να μετανοήσουμε, ᾶς πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε, νά ἀπαλλαγοῦμε καί να γλυτώσουμε. Γι' αὐτό ἀκριβῶς καί τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἦταν: «μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).

   Στη συνέχεια λέει ὅτι ἡ Εὔα «ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ' αὐτῆς, καὶ ἔφαγον» (Γέν. 3, 6). Ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της καί ἔφαγε μαζί της, καί ἔφαγαν καί ἐκείνη καί ἐκεῖνος.

   Ἐδῶ παρατηρεῖται μιά βασική ψυχολογική αρχή· ὅτι ὁ ἔνοχος ζητᾶ συνένοχο. Τρώει ἡ Εὔα, καί δίνει καί στόν ἄνδρα της. Αλλά μποροῦμε νά ποῦμε, παιδιά, ὅτι ἐκ κατασκευῆς του ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἔχει τούς κοντινούς του κοινωνούς σ᾽ ἐκεῖνα πού ἔχει. Ἔχει ἀγαθά; θέλει να δώσει καί στούς ἄλλους. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος διαστρέφεται καί ἀποκτᾶ μέσα του τό κακό, τότε θέλει καί τόν ἄλλο ἄνθρωπο συμμέτοχο στο κακό. Ἔτσι, σέ μιά ἀγαθή κοινωνία ἔχουμε ἀγαθή μετάδοση, καί σέ μιά κακή κοινωνία ἔχουμε κακή μετάδοση.

   Βλέπουμε λοιπόν τό κακό να απλώνεται πάρα πολύ εύκολα, ἐπειδή οἱ κοινωνίες μας πιά εἶναι κακές. Ἐκεῖνος πού πέφτει θέλει και συνένοχο. Επεσα ἐγώ; να πέσεις κι ἐσύ! Μιά λαϊκή παροιμία λέει: Πῶς πηγαίνουν οἱ στραβοί στόν Ἅδη; πιασμένοι χέρι-χέρι! Καί ξέρετε πῶς παρηγοροῦνται οἱ ἁμαρτωλοί; Ε, ἐπιτέλους, ὅλοι θὰ πᾶμε στόν Ἅδη· δέν θά πάω μόνο ἐγώ! Ἄν ὅμως ἤξερε ὅτι μόνο αυτός θα πάει στον Αδη, τότε θά ἔσπευδε να διορθωθεῖ.

   Ἀλλά ἀκόμη σᾶς θυμίζω κι ἀπό τόν χῶρο τον δικό σας, τήν ψυχολογία του μαθητοῦ πού μένει στάσιμος, μένει στήν ἴδια τάξη. Ξέρετε τί θά εὐχόταν; Θά εὐχόταν νά εἶχαν ἀποτύχει, νά εἶχαν μείνει στήν ἴδια τάξη ὅλοι οἱ συμμαθητές του! Αὐτό θά εὐχόταν. Μέ τόν τρόπο αὐτόν θά παρηγοριόταν.

   Σᾶς θυμίζω ἀκόμη τόν μύθο τῆς κολοβῆς ἀλεποῦς, τόν αἰσώπιο μύθο. Μιά αλεπού κάποτε ἔκοψε τήν οὐρά της στο δοκάνι καί τότε, αἰσθανόμενη ὅτι μειονεκτεῖ ἀπέναντι στις ἄλλες αλεπούδες, γιατί το στολίδι της αὐτό χάθηκε, σπεύδει νά πεῖ καί στίς ἄλλες ἀλεποῦδες ὅτι ἦταν ἡ μόδα πλέον να κόβουν οἱ ἀλεπούδες τίς ουρές τους! Γιατί; Ἤθελε ἁπλῶς νά μή διακρίνεται, νά μήν ξεχωρίζει ἀπό τίς ἄλλες ἀλεπούδες.

   Ἐδῶ συναντοῦμε ἀκόμη καί τήν ψυχολογία τῶν διωκτῶν. Οἱ διώκτες τῶν Ἁγίων στρέφονται ἐναντίον ἐκείνων πού ἀκριβῶς διαφέρουν από αὐτούς. 

   Διαβάζουμε στη Σοφία Σολομῶντος το σκεπτικό τους: «Ενεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν». Μ' ἄλλα λόγια, έλατε να παγιδεύσουμε τόν δίκαιο, γιατί δέν μποροῦμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε ὅπως θέλουμε, μᾶς εἶναι δύσχρηστος, μᾶς δυσκολεύει, μᾶς δυσφημίζει καί ἔρχεται ἐναντίον τῶν συνηθειών μας καί τῶν ἐνεργειῶν μας.

   Καί συνεχίζει: «ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ». Καί μόνη ή παρουσία του μᾶς εἶναι ἔλεγχος. Καί μόνο πού τόν βλέπουμε, μᾶς εἶναι βαρύς. Δέν τόν θέλουμε, γιατί ἡ ζωή του εἶναι ἀνόμοια μέ τή ζωή τῶν ἄλλων, δέν μοιάζει μ' ἐμᾶς, καί τά μονοπάτια του εἶναι διαφορετικά και παράξενα. Ἐμεῖς θα θέλαμε νά μᾶς μοιάζει· τόν θέλουμε συνένοχο. Ἀφοῦ αὐτός δέν εἶναι συνένοχος, τότε εἶναι ἀνυπόφορος, καί μόνο πού τόν βλέπουμε! Αὐτός πάει στήν ἐκκλησία, πάει στην κατήχηση· ἐμεῖς πᾶμε ἀλλοῦ. Ὄχι, δέν θέλουμε να πηγαίνει ἐκεῖ· θά μοιάζει μ' ἐμᾶς!

   Συμπέρασμα; «θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν» (Σοφ. Σολ. 2, 12-20). Νά τόν καταδικάσουμε σε θάνατο ἄσχημο, ταπεινωτικό. Αὐτό εἶναι τό μαρτύριο τῶν ἁγίων, προερχόμενο ἀπό ἐκείνους πού αἰσθάνονται ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι ἀνόμοιοί τους, γιατί τους θέλουν ὅλους συνενόχους! Εἶναι φοβερό πράγμα!

   Ἡ Εὔα ἔφαγε ἀπό τόν καρπό καί ἔδωσε καί στόν Ἀδάμ να φάει γιά νά τόν κάνει συνένοχό της.

   Ἔτσι λοιπόν βλέπει κανείς ὅτι ὁ κακός τούς θέλει ὅλους κακούς για να μην υπάρχει σύγκριση.

   Στο βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ κακοῦ εἶναι ὁ φθόνος· ὅπως ἀκριβῶς καί στο βάθος τοῦ διαβόλου ὑπάρχει ὁ φθόνος. Εἶναι φθονερός ὁ διάβολος, καί δέν θέλει να βλέπει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἅγιος. Καί ὁ κακός ἄνθρωπος δέν θέλει νά βλέπει τόν ἄλλο νά εἶναι ἅγιος. Γι' αὐτό κοροϊδεύουν, παιδιά, τόν ἄνθρωπο πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς.

   Το μάθατε καλά τό μάθημα αυτό; Ἄν τό μάθατε καί σᾶς κοροϊδεύουν οἱ συμμαθητές σας καί οἱ συμμαθήτριές σας, μή φοβόσαστε· εἶναι γιατί ζηλεύουν.

   Λέει ἕνας ἄλλος μύθος, τοῦ Αἰσώπου, ὅτι ὅταν ἡ ἀλεποῦ εἶδε τα σταφύλια ψηλά καί δέν τά ἔφτανε, εἶπε ὅτι εἶναι ἀγουρίδες, ὅτι εἶναι ἄγουρα!... Ἄ, εἶπε μέ περιφρόνηση, εἶναι ἀγουρίδες... δέν ἔγιναν ακόμη τά σταφύλια!... Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἄνθρωποι· ἐπειδή δέν φτάνουν τήν ἁγιότητα, τήν περιφρονοῦν. Καί ὄχι μόνο τήν περιφρονοῦν, ἀλλά καί προσπαθοῦν νά τήν ποδοπατήσουν. Ἐμεῖς ὅμως θά πορευόμαστε τον δρόμο μας ἤρεμοι, ἀτάραχοι, εἰρηνικοί, γιά νά μοιάσουμε τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 1984


57η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

16 Νοεμβρίου 2024

Ἡ διαδικασία τῆς ἁμαρτίας. Τα πάθη (Α΄).

†.Εκείνη τήν κρίσιμη στιγμή, παιδιά, πού οἱ πρωτόπλαστοι ἀποφάσισαν να παραβοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἱκανοποιήσουν το δικό τους θέλημα, πού ἤδη συντονίστηκε μέ τό θέλημα τοῦ σατανᾶ, δημιουργήθηκε στήν ψυχή τους ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο, στά ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα, το στοιχεῖο τοῦ πάθους· τό πάθος.

   Εἶναι γνωστό ὅτι εὐθύς μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἔμεινε ὡς μόνιμη πλέον κατάσταση σε ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ ἡ κλίση πρός τό κακό. Εἶναι αὐτό πού λέμε προπατορικό ἁμάρτημα, πού ἐμφανίζεται ὡς κλίση, ὡς ροπή, σέ ὅλους μας. Τό λέει ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεός αυτό στο βιβλίο τῆς Γενέσεως, στο 6ο κεφάλαιο, στον 5ο στίχο, ὅταν ἤδη, στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, εἶχαν ὅλοι ἐξαχρειωθεῖ. Σημειώνει ἐκεῖ ὁ Θεός, διά τοῦ θεοπνεύστου Μωυσέως: «Ἰδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπῶν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας».

   Εἶδε, λέει, ὁ Θεός ὅτι πληθύνθηκαν οἱ κακίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στή γῆ, καί ὁ καθένας διανοεῖται καθημερινά μέσα στην ψυχή του τήν πονηριά μέ πολλή ἐπιμέλεια.

   Ὥστε, πράγματι, ἕνα κουσούρι –νά τό πῶ ἔτσι, ἁπλοελληνικά– πού ἔμεινε πλάι στήν ἐνοχή τῶν πρωτοπλάστων καί τῶν ἀπογόνων τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αυτό, αὐτή ἡ ροπή, αὐτή ἡ κλίση προς το κακό.

   Γι' αυτό βλέπουμε ἀκόμη καί μικρά παιδάκια, ἀπό τήν κούνια τους μικρά παιδιά, τά βλέπουμε νά εἶναι θηριάκια! Βλέπουμε το μικρό παιδί νά εἶναι ἕνα μικρό θηρίο, δηλαδή νά ἔχει ἕναν ἀτομισμό καί ἕναν εγωισμό... ἄλλο πράγμα! Ὅταν τό μικρό παιδί ἀντιληφθεί ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἄλλο παιδάκι ἀντίζηλος, πού μπορεί κάποιοι νά τοῦ ἔχουν δώσει κάτι, αυτό θα ζηλέψει, θα πάει νά τοῦ βγάλει τα μάτια... μέ κάθε τρόπο θα προσπαθήσει νά ἐπικρατήσει!

   Θά ἀναρρωτιόταν κανείς: Μήπως τό μικρό παιδί εἶδε κάποιο κακό παράδειγμα;

   Βεβαίως, παιδιά, τό κακό απλώνεται καί ἐκ τοῦ παραδείγματος· ἀλλά τό κακό είναι πιά φωλιασμένο μέσα σ' αὐτή τήν ύπαρξή μας, το κακό ἔγινε συμφυές, δηλαδή υπάρχει μαζί μέ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, αὐτή ἡ κλίση πρός τό κακό βεβαίως δέν εἶναι ἐκ κατασκευῆς, ἀλλά ἐπίκτητη, καί δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ψυχῆς καί σώματος. Θα λέγαμε ὅτι τό κακό έχει γίνει μια δευτέρα φύσις στόν ἄνθρωπο.

   Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέει: «Τὸ κακόν, οὔτε ἐν φύσει ἐστίν, οὔτε μὴν ἐν φύσει τίς ἐστι κακός· κακὸν γάρ τι ὁ Θεὸς οὐκ ἐποίησεν» (Φιλοκαλία, Α' Τόμ. Λόγος ἀσκητικός γ΄, ἐκδ. Παναγιώτου Αθ. Τζελάτη, Ἀθῆναι 1893, σ. 141). Το κακό δέν εἶναι οὔτε φυσικό, οὔτε κανείς εἶναι ἐκ κατασκευῆς κακός, διότι τίποτα κακό δεν δημιούργησε ὁ Θεός. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός δέν δημιούργησε το κακό, προφανῶς αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει. Αν υπάρχει, πρέπει να αναζητήσουμε κάπου άλλου τήν αἰτία του. 

   Όταν λοιπόν λέμε κλίση προς το κακό, τό ἐπαναλαμβάνω, δέν εἶναι αὐτή ἡ κλίση οὔτε στην ουσία του ἀνθρώπου οὔτε στην κατασκευή του. Αὐτό νά τό θυμόμαστε καί νά τό γνωρίζουμε πολύ καλά. Γιατί; Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι δημιουργός τοῦ κακοῦ, ὁλοτελῶς!

   Γι' αυτό ποτέ κανείς νά μήν πεῖ αὐτήν τή συνηθισμένη κουβέντα πού ἀκοῦμε, ὅτι ἐγώ ἔτσι γεννήθηκα, αὐτή εἶναι ἡ φύση μου. Γιατί, ἄνθρωπε, εἶσαι θυμώδης; Ετσι γεννήθηκα λέει! Γιατί είσαι τέτοιος τύπος; Γιατί αὐτή εἶναι ἡ φύση μου!

   Πολλές φορές τό προβάλλουν αυτό οἱ ἄνθρωποι, γιατί θέλουν βεβαίως να δικαιολογηθοῦν, ἐνῶ στήν πραγματικότητα είναι αδικαιολόγητοι. Διότι, ἁπλούστατα, ἐάν παρουσιάζει κανείς κάτι κακό, αυτό εἴτε εἶναι κληρονομικό από τους γονεῖς του –καθώς αὐτή ἡ κλίση, ή ροπή, κληροδοτεῖται στούς ἀπογόνους, πού βεβαίως μποροῦμε νά θεραπεύσουμε, ὅπως θὰ δοῦμε πιό κάτω– εἴτε ἀκόμη εἶναι ἐπίκτητο, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀπέκτησε μέ τόν τρόπο πού ζεί.

   Πάντως ὅ,τι καί νά εἶναι, ὅπως καί νά εἶναι, εἴτε ἐπίκτητες εἶναι αὐτές οἱ καταστάσεις εἴτε κληρονομικές προδιαθέσεις, τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρά ταῦτα, μπορεῖ νά ἐπιτύχει πολλά πράγματα· διότι, στο τέλος-τέλος, διασώζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πράγματι μπορεῖ νά διορθώσει πολλά.

   Ποῦ εἶναι λοιπόν τό κακό, αυτό πού τό κληρονομοῦμε ἀπό τούς προγόνους μας; Τό κακό, εἴπαμε, δέν ὑπάρχει στην ουσία οὔτε στήν κατασκευή, αλλά, ὅπως λέει πάλι ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς καρδίας», στήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ἐκεῖ εἶναι το κακό, «καὶ μόνον ἐν τῷ πράττεσθαι» (Βλ. Φιλοκαλία, Α΄ Τόμ. Λόγος ἀσκητικός γ΄, ἐκδ. Παναγιώτου Αθ. Τζελάτη, Ἀθῆναι 1893, σ. 141). Δηλαδή είναι στην προαίρεση, σ' αὐτό πού λέμε θέλω ἤ δέν θέλω, κι ἀκόμη στην πράξη. Ὅταν δηλαδή ἐπιτελῶ μία κακή πράξη, τό κακό είναι στην πράξη, καί ὄχι στην ουσία μου οὔτε στήν κατασκευή μου –τό εἶπα τρεῖς φορές. Ἄρα τό κακό είναι μία κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, δέν εἶναι δικό μου, εἶναι παρείσακτο, καί ἄρα είναι μία νόσος, μιά αρρώστια τῆς ὑπάρξεως.

   Ἐρχόμαστε ἔτσι να ρωτήσουμε: Τί εἶναι λοιπόν τό πάθος; Τί εἶναι τά πάθη, αὐτά πού λέμε ὅτι μαστίζουν τόν ἄνθρωπο; Το πάθος εἶναι τό τελευταῖο σκαλοπάτι μιᾶς διαδικασίας που συμβαίνει μέσα στην ψυχή. Αυτό τό ἐνυπάρχον κακό, ὡς ἀφετηρία, είναι το ξεκίνημα, ὥστε νά φθάσει κανείς σ' ἕνα τελευταῖο σκαλοπάτι, ἀφοῦ θά ἔχει γίνει αυτή η διαδικασία μέσα στην ψυχή. Καί τό τελευταῖο αὐτό σκαλοπάτι είναι αυτό ἀκριβῶς πού λέμε πάθος.

   Αλλά ας τα πάρουμε μέ τή σειρά. Ας δοῦμε πῶς ξεκινάει το αμάρτημα και γίνεται πάθος, όπως μας εξηγεῖ ὡραιότατα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

   Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους, παιδιά. Έχει πολλή σημασία. Διότι οἱ πρωτόπλαστοι δέν εἶχαν καμμία ἁμαρτία· πολύ δέ παραπάνω δέν είχαν κανένα πάθος. Ἔτσι, ὅταν  ξεκινοῦν, ὅπως σας είπα στην αρχή, καί ἀποφασίζουν να παραβούν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ γίνεται μια ἁμαρτία. Αὐτή ἡ ἁμαρτία, επαναλαμβανόμενη και χρονίζουσα, ὅπως θὰ δοῦμε λίγο πιο κάτω, φθάνει να γίνει πάθος.

   Ἀλλά ἂς δοῦμε τώρα τί διαδικασία μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Σᾶς ἐξήγησα ὅτι θά χρησιμοποιήσουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.

   Πρῶτο σημεῖο· εἶναι ἡ προσβολή.

   Λέει γι' αυτήν: «Καὶ προσβολὴ μέν ἐστιν ἡ ἁπλῶς γινομένη παρὰ τοῦ ἐχθροῦ ὑπόμνησις· οἷον ποίησον τόδε ἢ τόδε. Ὡς ἐπὶ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἡμῶν, Εἰπέ, ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. Τοῦτο, ὡς εἴρηται, οὐκ ἐφ' ἡμῖν ἐστι.» (Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικών, σ. 235). Δηλαδή: Καί προσβολή μέν είναι αὐτή πού γίνεται ἁπλῶς ἀπό τόν ἐχθρό, τόν διάβολο, ὡς ὑπόμνηση, πού λέει κάνε αὐτό ἢ ἐκεῖνο, ὅπως ἔγινε καί μέ τόν Κύριο καί Θεό μας, πού τοῦ εἶπε Πές να γίνουν αὐτές οἱ πέτρες ἄρτοι. (Ματθ. 4, 3) Αὐτό δέν προέρχεται από ἐμᾶς.

   Τί εἶναι ἡ προσβολή λοιπόν; Εἶναι τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἁμαρτίας, χωρίς όμως νά εἶναι ἁμαρτία. Δέν ἀποτελεῖ ἁμαρτία ή προσβολή, αλλά ἁπλῶς μία ύπόμνηση ἐκ μέρους τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου.

   Πρέπει νά σᾶς πῶ ἐδῶ ὅτι οἱ πηγές τοῦ κακοῦ κατέληξαν να είναι τρεις: ο διάβολος, ο κόσμος –που «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ιωάν. 5, 19), ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης– καί ἡ διεφθαρμένη μας φύση. Μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ἢ ὁ διάβολος νά μήν μᾶς ὑποβάλλουν κάποια ἁμαρτία, κάποιο πειρασμό, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι –πού διαθέτουμε διεφθαρμένη φύση– μπορεῖ νά γινόμαστε πηγή ύποβολῶν τοῦ κακοῦ. (Πρβλ. Ματθ. 15, 18-19)

   Δέν τό ἐξετάζω ὅμως αὐτή τή στιγμή αυτό, ούτε θά τό ἀναλύσω περισσότερο, παρά μόνο σᾶς λέω ὅτι ὅταν δεχθοῦμε μία προσβολή, αδιάφορο από ποῦ, ἡ προσβολή αὐτή εἶναι το πρώτο σκαλοπάτι τῆς ἁμαρτίας, χωρίς νά εἶναι ἁμαρτία· ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς νά καταλήξει σέ ἁμαρτία. Την προσβολή τή δεχόμαστε εἴτε ἀπό τόν διάβολο εἴτε ἀπό τόν κόσμο εἴτε ἀπό τόν διεφθαρμένο ἑαυτό μας, αλλά καί ἀπό τό υποσυνείδητό μας, πού εἶναι χῶρος περιέργων καταστάσεων. Διότι, ὅπως ή φαντασία δημιουργήθηκε λίγο πριν πέσουν οἱ πρωτόπλαστοι για πρώτη φορά, ἔτσι καί τό υποσυνείδητο –πού δέν ὑπῆρχε πρῶτα στούς πρωτοπλάστους– δημιουργήθηκε μόλις ἔπεσαν. Αὐτά ὅμως θά τά δοῦμε λίγο πιό κάτω, ἄλλη φορά.

   Ἡ προσβολή ἔρχεται ἀπό τόν εχθρό νά μᾶς ὑπενθυμίσει κάτι, νά μᾶς πεῖ κάτι, νά μᾶς ὑποβάλει κάτι, να μᾶς πεῖ κάνε αὐτό ἤ κάνε ἐκεῖνο. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέχθηκε προσβολή ἐκ μέρους τοῦ πειρασμοῦ, ἐπειδή ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος.

   Για σκεφτείτε –είναι κάτι ακατανόητο– ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός του παντός, γίνεται τώρα ἀντικείμενο πειρασμοῦ ἐκ μέρους τοῦ σατανά... ὁ ὁποῖος βεβαίως δέν μποροῦσε νά βλέπει τόν Θεό Λόγο, τή θεότητά Του, παρά ἔβλεπε μόνο τήν ἀνθρώπινη φύση Του. (Πρβλ. Ἰωάν. 1, 18. Α΄ Ἰωάν. 4, 12)

   Ἔτσι, γράφει ἐκεῖ τό ἱερό κείμενο στο Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς «ἀνήχθη ὑπὸ τοῦ Πνεύματτος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Ματθ. 4, 1), ὁδηγήθηκε από τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ἔρημο γιά νά πειρασθεῖ ἀπό τόν διάβολο. Φαίνεται περίεργο αὐτό. Θά σᾶς τό ἐξηγήσω μέ δύο μόνο λόγια. 

   Στον παράδεισο ήταν οἱ πρωτόπλαστοι –γιά τούς ὁποίους τόσος λόγος ἔχουν γίνει καί τόσα μαθήματα, ἐπειδή ἀποτελοῦν ἕνα ὑπόδειγμα καταστάσεων– και ἦρθε καί τούς βρῆκε ἐκεῖ ὁ διάβολος. Ὁ παράδεισος πλέον ἔγινε ἔρημος· αλλά τώρα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν Ἰησοῦ στήν ἔρημο. Δέν εἶναι πιά ὁ παράδεισος· εἶναι ἡ ἔρημος. Ἐκεῖ λοιπόν, στήν ἔρημο, δέν πηγαίνει ὁ διάβολος νά βρεῖ τόν Ἰησοῦ, ἀλλά πηγαίνει ὁ Ἰησοῦς νά βρεῖ τόν διάβολο· γίνεται δηλαδή μία ἀντίστροφη κίνηση. Ὁ παλαιός Ἀδάμ δέχθηκε τόν διάβολο· ὁ νέος Ἀδάμ πηγαίνει να συναντήσει τον διάβολο. Θά σᾶς τό ἐξηγήσω μ' ἕνα απλό παράδειγμα.

   Ἕνα μικρό παιδί τρώει ξύλο από ἕνα μεγάλο παιδί, κάπου στο σχολεῖο, στον δρόμο, στη γειτονιά. Τό μικρό παιδί τρέχει στο σπίτι του κλαίγοντας, ὅτι ἔφαγε ξύλο ἀπό τό τάδε μεγάλο παιδί. Και βγαίνει τώρα ὁ πατέρας να δείρει τό παιδί πού ἔδειρε τό παιδί του. Δηλαδή ὁ πατέρας πηγαίνει γυρεύοντας τώρα να βρεῖ ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού κακοποίησε το παιδί του.

   Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός ἦρθε να συναντήσει τόν διάβολο, να παλέψει μαζί του· ἀλλά θά τόν συναντοῦσε μέ ἕναν τρόπο δόλιο! Μή σᾶς φαίνεται παράξενη ἡ λέξη δόλιο. Δόλο δέν χρημιμοποίησε ὁ διάβολος στούς πρωτοπλάστους; δόλο λοιπόν θα χρησιμοποιήσει καί ὁ Χριστός. Ποῦ εἶναι ὁ δόλος; Ὁ δόλος εἶναι στὸ ἑξῆς σημεῖο· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχει τή θεότητά Του, αλλά δέν φαίνεται· ἔχει ὅμως καί τήν ἀνθρωπότητά Του, πού φαίνεται. Αλλά τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση, πού εἶναι ἀναμάρτητη, τελικά θα νικήσει τον διάβολο. Καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό δόλωμα για τόν διάβολο, πού θά ἔρθει νά Τόν πειράξει. Ἀλλά ὁ διάβολος τελικά θα νικηθεῖ. Νίκησε τότε τούς πρωτοπλάστους, τόν πρῶτο Ἀδάμ, αλλά τώρα θα νικηθεῖ ἀπό τόν δεύτερο Αδάμ.

   Γιατί ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ λέγεται δόλωμα; Ωραιότατα, πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας παρομοιάζουν τήν ὅλη υπόθεση ὡς ἑξῆς· λένε ὅτι ὁ δεύτερος Ἀδάμ χρησιμοποίησε τή θεότητά Του ὡς ἄγκιστρο, καί τήν ἀνθρώπινη φύση Του ως δόλωμα. Ἦρθε λοιπόν ὁ διάβολος να φάει τό δόλωμα, νά πειράξει τόν Ἰησοῦ, τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, καί ἀγκιστρώθηκε ἀπό τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ· τήν ἔπαθε! Αυτό δέ κυριολεκτικά συνέβη ὅταν ὁ Χριστός κατέβηκε στον Αδη. Ἐκεῖ κατέβηκε ἡ ἀνθρώπινη ψυχή του, έννωμένη πάντοτε μέ τή θεότητά Του. Νόμισε ὁ διάβολος ὅτι κέρδισε τόν Ἰησοῦ καί χάρηκε. Αλλά ἔβλεπε μόνο το δόλωμα· δέν ἔβλεπε το άγκιστρο. Και όταν ή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνωμένη πάντα μέ τήν ἀνθρώπινη ψυχή Του, κατέβηκε στον Ἅδη, τότε ἀχρήστευσε τόν Ἅδη καί πῆρε τούς δικαίους ἀπό ἐκεῖ. Εἰναι κάτι τό καταπληκτικό! («Καὶ τούτου χάριν τὸ τῆς σαρκὸς δέλεαρ περιχανὼν τῷ τῆς θεότητος ἀγκίστρῳ περιεπάρη καὶ οὕτως ἤχθη ὁ δράκων διὰ τοῦ ἀγκίστρου, καθώς φησιν τῷ Ἰὼβ ὁ προαναφωνήσας δι᾿ ἑαυτοῦ τὸ ἐσόμενον, λέγων ὅτι "ἄξεις τὸν δράκοντα ἐν ἀγκίστρω» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, ΕΠΕ 103, 10, 454. Βλ. Ιώβ 40, 25). «Προγινώσκων οὖν πάλιν ὁ σοφὸς Θεὸς ὅτι οὐκ ἠδύνατο μόνη ἡ ἀνθρωπότης νικήσαι χωρὶς τῆς θεότητος, ἐκρύβη ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ ἡ θεότης, ὅπως ὁ διάβολος, θεωρῶν τὴν σάρκα, καὶ μὴ γινώσκων ὅτι ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ ἡ θεότης ἐστὶ κεκρυμμένη, προσέλθῃ καὶ προσπαλαίσῃ τῷ Χριστῷ, καὶ οὕτως νικηθῇ ὑπὸ τῆς κεκρυμμένης θεότητος. Ωσπερ γὰρ ὁ ἁλιεύς, βουλόμενος κυνηγῆσαι ἰχθύν, οὐ γυμνὸν τὸ ἄγκιστρον βάλλει εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ᾽ ἐνδύει ἔξωθεν σκώληκα δόλῳ τὸ ἄγκιστρον, καὶ οὕτως ῥίπτει αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν ἐνδεδυμένον τὸν σκώληκα... Θεωρήσας οὖν ὁ διάβολος ἔξωθεν τὸ ἀνθρώπινον καὶ μὴ νοήσας τὴν ἐν αὐτῷ ἔσωθεν ἐγκεκρυμμένην θεότητα, ἐπλανήθη, καὶ προσελθὼν τῇ ἀνθρωπότητι, ἐκρατήθη ὑπὸ τοῦ ἀνεικάστου καὶ ἀκατανικήτου ἀγκίστρου τῆς θεότητος· καὶ οὕτως ἐνικήθη ὁ μέγας δράκων διάβολος.» (Αγ. Αθανασίου, Ερωτήσεις, ιη', PG 28, 793ABC). Βλ. καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος: «Ὁ ᾅδης ἐπικράνθη. Συναντήσας σοι κάτω ἐπικράνθη· καὶ γὰρ καθηρέθη· ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ· ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νίκος;...» (PG 59, 723-724). Πρβλ. Ήσ. 14, 9. Α' Κορ. 15, 55)

   Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι ὁ Χριστός δέχεται μία προσβολή στήν ἔρημο. Ποιά ήταν αυτή ή προσβολή; Οι γνωστοί τρεῖς πειρασμοί, τούς ὁποίους θά δοῦμε λίγο πιο κάτω. Ὁ Χριστός αντέκρουσε τούς πειρασμούς· τούς ἀντέκρουσε ὡς προσβολή, καί προφανῶς δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία.

   Συμπέρασμα. Τό πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας, πού ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, ἔρχεται ὡς προσβολή. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ αὐτό πού τοῦ ὑποβάλλεται, δέν ἁμαρτάνει.

   Ξέρετε πόση ἀξία ἔχει αὐτό; Εἶναι πάρα πολλοί ἄνθρωποι αὐτοί πού αἰσθάνονται πολύ άσχημα μέσατους ὅταν ἔρχονται λογισμοί βρώμικοι, περίεργοι, παράξενοι· καί λένε: Εγώ πρέπει νά εἶμαι πάρα πολύ άμαρτωλός ἄνθρωπος... Ὄχι, δέν εἶσαι· αὐτά εἶναι ὑποβολές, αὐτά εἶναι προσβολές. Μή φοβᾶσαι· δέν εἶσαιτόσο ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ὅσο θά πίστευες. Διότι γιά ἐκεῖνα πού σοῦ ἔρχονται στο μυαλό, ἐνῶ ἐσύ δέν τά θέλεις –προσέξτε, δέν θέλεις!–, δέν εἶσαι ὑπεύθυνος· καί ἔτσι προσπάθησε να ησυχάσεις καί νά ἠρεμήσεις.

   Νά πῶς τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τοῦτο, ὡς εἴρηται, οὐκ ἐφ' ἡμῖν ἐστι» (Στό Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικών, Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 235, καί PG 95, 93). Τοῦτο, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, δέν εἶναι ἀπό μέσα μας, δέν ἔχουμε καμμία ευθύνη ἐμεῖς. 

   Δεύτερο στάδιο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ συνδυασμός. Εἶναι μιά διαδικασία, ὥσπου να φτάσουμε στο πάθος, το τελευταῖο στάδιο. Οἱ λέξεις, οἱ χαρακτηρισμοί, δέν εἶναι δικοί μου· εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

   Τί εἶναι ὁ συνδυασμός; Εἶναι, λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «ἡ παραδοχὴ τοῦ ὑποβαλλομένου λογισμοῦ παρὰ τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οἷον μετ' αὐτοῦ μελέτη καὶ ἐνήδονος ὁμιλία ἡ παρὰ τῆς προαιρέσεως ἡμῶν». Δηλαδή συνδυασμός εἶναι ὅταν ἀρχίσει να γίνεται παραδοχή τοῦ λογισμοῦ πού ὑποβάλλεται ἀπό τόν ἐχθρό, καί μάλιστα μελέτη καί ἡδονική συντροφιά μαζί του, ἀπό τή δική μας προαίρεση.

   Ὅταν ἀρχίσει, δηλαδή, να γίνεται μία παραδοχή, να δέχομαι αὐτό πού μοῦ ὑποβλήθηκε. Ὅταν ἀρχίσω ἀκόμη νά τό μελετῶ καί ν᾿ ἀνοίγω διάλογο μαζί μέ τόν διάβολο –εἶδα κάτι, καί μοῦ ἄρεσε– καί μάλιστα όταν δέχομαι εὐχάριστα μία συντροφιά μαζί του καί νιώθω τήν ὑποβολή του εὐχάριστη, ἡδονική. Ὅταν μοῦ ἀρέσει ἐκεῖνο πού εἶδα, ἄκουσα ἤ διάβασα, καί ὑπάρχει, ὅπως σᾶς εἶπα, μία παραδοχή, δηλαδή μία κατάσταση, ὅπως λένε ἄλλοι Πατέρες, ἀποδοχῆς τῆς ἁμαρτίας.

   Από ποῦ ἀρχίζει ἡ ἁμαρτία; Από αὐτό τό σημεῖο. Ὄχι ἀπό τό προηγούμενο, τῆς προσβολῆς, ἀλλά ἀπό αὐτό τό σημεῖο, τοῦ συνδυασμοῦ.

   Τρίτο στάδιο εἶναι ἡ συγκατάθεση.

   Τί εἶναι ἡ συγκατάθεση; Λέει ὁ ἅγιος Πατήρ: «ἡ κατάνευσις πρὸς τὸ πάθος τοῦ λογισμοῦ»· εἶναι ἡ συγκατάθεση πρός τό πάθος τοῦ λογισμοῦ, ἡ συναίνεση, δηλαδή, τό νά πῶ τό ναί. Ναί, τό δέχομαι, ἐντάξει, τελείωσε, πάει. Το δέχομαι.

   Τέταρτο στάδιο εἶναι ἡ πάλη.

   Πάλη εἶναι, ὅπως γράφει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «ἡ ἀντίστασις τοῦ λογισμοῦ, ἡ πρὸς ἀναίρεσιν τοῦ ἐν τῷ λογισμῷ πάθους, ἤτοι τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ, ἢ πρὸς συγκατάθεσιν καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τό δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα δὲ ἀλλήλοις ἀντίκειται». Δηλαδή ἡ ἀντίσταση τοῦ λογισμοῦ γιά τήν ἀναστολή τοῦ πάθους πού εἶναι στον λογισμό, δηλαδή τοῦ ἐμπαθούς λογισμοῦ, ἤ γιά τήν συγκατάθεση, όπως λέει ὁ Ἀπόστολος, γιατί ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ τά ἀντίθετα τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα τά ἀντίθετα τῆς σάρκας, αὐτά δέ εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους. (Βλ. Γαλ. 5, 17)

   Κάποια στιγμή, ἐνῶ εἶπα τό ναί, συνθηκολόγησα μέ τόν ἐχθρό καί τώρα πηγαίνω πρός τήν ἁμαρτία, κάτι μέ ἐνοχλεῖ. Ἂς ποῦμε, εἶδα μία κατάσταση, καί ἀφοῦ τήν ἀποδέχθηκα μέσα μου, θέλω τώρα νά τή βάλω σέ ἐφαρμογή, σε πράξη· ἀλλά... Ὑπάρχουν μερικά αλλά. Αὐτά τά ἀλλά εἶναι μερικά ανασταλτικά στοιχεία. 

   Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἡ συνείδηση· ὕστερα εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ· ὕστερα εἶναι καί μερικά ἄλλα, ὅπως τό γενικό ἦθος που υπάρχει, δηλαδή τί θά πεῖ ἡ κοινωνία, τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ἂν τό μάθει ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου, ἐάν το μάθουν στο σχολεῖο, τί θα γίνει... καί ἔτσι, στήν ἐπιθυμία πού ἤδη ἄρχισε νά ἐγκαθιδρύεται μέσα μου, ἀρχίζω να βάζω σέ ἐφαρμογή τήν ἀναστολή, καί νά λέω ὄχι, δεν πρέπει... δέν πρέπει!

   Πάρτε τήν περίπτωση πού θέλω να κλέψω κάτι. Συμφώνησα μέ τόν ἑαυτό μου, δηλαδή ἀποδέχθηκα τήν ὑποβολή να κλέψω· ἐντάξει. Τώρα ξεκινάω αὐτό νά τό κάνω πράξη, να πάω να κλέψω. Ναί, ἀλλά εἶναι καί ἁμαρτία. Ναί, αλλά εάν μέ πιάσουν; Εάν τό μάθουν οἱ γονεῖς μας; Εάν πάω φυλακή; Ἐάν...; Ἐάν..; Καί τότε αὐτά τά ἐάν δημιουργοῦν μία κατάσταση πού μέ κάνει να παλεύω μέ τήν προηγούμενη συγκατάθεσή μου. Δηλαδή ἐγώ ὁ ἴδιος παλεύω μέ τόν ἑαυτό μου να τό κάνω; ἤ νά μή τό κάνω; 

   Βέβαια, υπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν βιώνουν καθόλου αὐτή τήν πάλη· εἶναι αὐτοί πού λέμε αδίστακτοι ἄνθρωποι. Λέμε πολλές φορές: Μά, καλά, μέσα σου δὲν ἔνιωσες ἕνα κάτι;... Μέσα σου δέν δημιουργήθηκε ένα φρενάρισμα, νά πεῖς: ποῦ πάω; τί πάω να κάνω;... Εγώ τό ἔχω συναντήσει αυτό, καί μάλιστα σέ νέους ἀνθρώπους, πού μέ το παραμικρό, με την πιο μικρή προσβολή, ἀμέσως συγκατατίθενται, καί δέν γίνεται καμμία πάλη μέσα στην ψυχή τους. Καλά, μέ τόση εὐκολία συγκατατέθηκες, χωρίς να κοντοσταθεῖς λιγάκι; Καμμία δυσκολία! Αυτό βέβαια εἶναι θλιβερό· σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή πιά ἔχει πάθει κάτι κακό, ἔχει διαστραφεῖ. Ἂς τό προσέξουμε. Αντίθετα, μια ψυχή που παλεύει, δείχνει ὅτι ἔχει μέσα της υγεία. Καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, νά ἔχει ἡ ψυχή μέσα της υγεία.

   Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἄλλο σημεῖο πού δημιουργεῖ πάλη μέσα στόν ἄνθρωπο· εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι τό πνεῦμα στρέφεται κατά τῆς σάρκας καί ἀντιστρόφως. Αὐτό βέβαια δέν θά τό ἀναλύσουμε, παιδιά, γιατί ἂν ἔπρεπε νά τό κάνουμε αυτό μέ ὅσα συνέβησαν μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, θα βγάζαμε πολλά πράγματα· παίρνω τα κυριότερα. 

   Από τήν στιγμή λοιπόν πού οἱ πρωτόπλαστοι ἔπεσαν στήν ἁμαρτία, στην παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἐπῆλθε μέσα στην ψυχή τους ἕνας διχασμός. Ο διχασμός αυτός ήταν ἠθικός καί ὀντολογικός. Οντολογικός εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός· «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2, 17). Τί εἶναι θάνατος; Εἶναι ὁ χωρισμός ψυχῆς καί σώματος. Τί ὑφίσταται τώρα ἡ ὕπαρξη; Ἕνα χώρισμα, μία διάσπαση·  ἡ ψυχή καί τό σῶμα χωρίζουν. Και ποιός εἶναι ὁ ἠθικός αυτός χωρισμός; Ὁ ἠθικός εἶναι ὅτι ἀρχίζει νά στρέφεται ἡ σάρκα κατά τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα κατά τῆς σάρκας. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδιανόητο. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει μιά άρμονία, μια συνεργασία ανάμεσα στη σάρκα καί τό πνεύμα. Ἐάν ὑπάρχει τώρα μία αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά τά δύο, αὐτό συμβαίνει γιατί εἶναι καρπός τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, ὅπως σᾶς ἐξήγησα.

   Μάλιστα, ἐδῶ νά κάνω μία παρέκβαση. Ὅλα τά ἀρχαῖα φιλοσοφικά συστήματα, ὅλες οἱ ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἀλλά καί οἱ σύγχρονες φιλοσοφικές κατευθύνσεις πού ὑπάρχουν, τα φιλοσοφικά συστήματα, ἀκόμα καί σύγχρονα, πού ἀγνοοῦν τόν Χριστιανισμό, ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους πάντοτε τόν ἄνθρωπο. Ποιόν ἄνθρωπο ὅμως ἐξετάζουν; Τόν πεπτωκότα, τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Καί προσπαθοῦν νά μάθουν ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί ἰδιότητες ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Αλλά τό ἀντικείμενό τους εἶναι χαλασμένο.

   Θά μοῦ πεῖτε: Κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί δέν παίρνουμε νά ἐξετάσουμε τό ἴδιο ἀντικείμενο, δηλαδή τόν ἄνθρωπο;

   Ναί, ἀλλά ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως. Αλλά το σημαντικότερο εἶναι τό ἑξῆς –σᾶς τό εἶχα πεῖ καί σέ ἕνα παλιό μάθημα, πέρσι, πρόπερσι, δέν θυμᾶμαι– (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 31ο, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2018) ὅτι ἐξετάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Ἔτσι, τό ἀντικείμενο τῆς ἀνθρωπολογικῆς μας μελέτης δέν εἶναι ὁ χαλασμένος ἄνθρωπος, ο πεπτωκός, ἀλλά εἶναι ὁ καινούργιος άνθρωπος, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί ἔτσι μπορούμε να διορθωθοῦμε.

   Τί γίνεται λοιπόν μέ ὅλα τά φιλοσοφικά συστήματτα, παλαιά και σύγχρονα, καί μέ ὅλες τίς θρησκείες, παλαιές και σύγχρονες; Βλέποντας τόν ἄνθρωπο χαλασμένο καί νομίζοντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κατασκευή του, παρατηροῦν νὰ ὑπάρχει μιά ἀντίθεση ανάμεσα στήν ψυχή καί στό σῶμα. Καί πάνω σ' αὐτή τήν ἀντίθεση, τήν σύγκρουση, κινεῖται, παιδιά, σάν σέ ἄλλο ἄξονα,  ὅ,τι συμπέρασμα θα βγάλουμε. Θέλετε ἀκόμη; ὅλη ἡ τέχνη, ὅλη ἡ φιλολογία, ὅ,τι ἐκλεκτό ὑπάρχει ἀπό ἀνθρώπινης παραγωγής, περιστρέφεται γύρω ἀπ' αὐτόν τόν ἄξονα, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει μιά ἀντίθεση ανάμεσα στο πνεῦμα καί τήν ὕλη, στην ψυχή καί τό σῶμα.

   Μάλιστα θά σᾶς πῶ κάτι, πού εἶναι προϊόν αὐτῆς τῆς ὅλης θέσεως. Ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη ὅτι γιά νά γίνει κανείς –παρακαλῶ, προσέξτε αυτό το σημεῖο– καλός λογοτέχνης, να γράψει σπουδαῖα μυθιστορήματα και διηγήματα, πρέπει να ζήσει καταστάσεις βρώμικες, πρέπει να γευθεῖ τή ζωή ὅπως προσφέρεται σε όλο της τό κατακάθι! Γιά νά γίνει μουσικός, τό ἴδιο πράγμα· πρέπει να δοκιμάσεις ὅλα τά τερτίπια τῆς ἁμαρτίας... –νά μή σᾶς τά λέω καί βρωμίζω τ' αυτιά σας! 

   Ἔτσι, βλέπετε, ὅταν κάποιος ποιητής, καλλιτέχνης ἤ μουσικός εἶναι ἁγνός ἄνθρωπος, ἐπειδή δέν γνώρισε τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, δέν θεωρεῖται ὅτι εἶναι σπουδαῖος. Απεναντίας, βλέπετε τούς λογοτεχνίζοντες πολλές φορές να παίρνουν ὕφος σχετικό, μέ τά μαλλιά τους, μέ τό ντύσιμό τους, μέ τόν τρόπο τους. Μιά τους βλέπετε να καπνίζουν, τήν ἄλλη τούς βλέπετε να έχουν φιλενάδες... μιά τούς βλέπετε να πίνουν ναρκωτικά, τήν ἄλλη νά εἶναι σε κέντρα διαφθορᾶς καί ἁμαρτίας... Ἔτσι, πολλές φορές, σέ ἐκπομπές τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ ραδιοφώνου, προβάλλουν τέτοια πρότυπα, τῶν ὁποίων ἡ ζωή είναι τέτοια καί τέτοια, λέγοντας ότι συχνάζουν σ' ἐκεῖνα τά κέντρα, ὅτι ἔχουν μπερδευτεί μ' ἐκείνους τούς φίλους καί ἐκεῖνες τίς φιλενάδες, ὅτι μ' ἐκεῖνες τίς βρώμικες υποθέσεις ἔχουν ἀνακατευτεί... Καί παρουσιάζουν ὡς πρότυπα αὐτούς τούς τύπους!

   Καταλάβατε γιατί καί ἀπό που ξεκινοῦν ὅλα αὐτά τα πράγματα; Ξεκινοῦν ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀντίθεση ψυχῆς καί σώματος. Ἡ ἀντίθεση ὅμως αὐτή δέν εἶναι ἐκ κατασκευῆς, ἀπό τή φύση μας, αλλά προῆλθε ἀπό ἕνα γεγονός θλιβερό. Αν γιά μιά στιγμή λοιπόν ή σάρκα σου, παιδάκι μου, αἰσθάνεται κάποια ὁρμή πρός τήν ἁμαρτία, ἡ ψυχή σου ὅμως σου λέει ὄχι, δέν τό θέλω αὐτό, βλέπεις νά ὑπάρχει μία ἀντίθεση. Αὐτή ἡ ἀντίθεση εἴπαμε ὅτι ὀφείλεται σ' αὐτόν τόν χωρισμό, σ' αὐτή τήν ἀντιδικία, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ψυχῆς καί σώματος· εἶναι προϊόν τῶν πρωτοπλάστων, τῆς ἁμαρτίας, της πτώσεως. Τότε θα γίνει πάλη, θα παλέψεις, καί ἀναμφίβολα πρέπει να νικήσει τό ἀγαθό, νά νικήσει τό καλό. 

   Μετά τήν πάλη ἔχουμε τήν ἐνέργεια.

   Τί εἶναι ἡ ἐνέργεια; Εἶναι ἡ ἴδια ἡ πράξη πιά. Ἐαν δηλαδή τελικά δεν κατάφερες να νικήσεις κατά τη διάρκεια τῆς πάλης αλλά νικήθηκες, τότε προχωρεῖς στο πέμπτο στάδιο, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια.

   Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Αὕτη ἡ πρᾶξις τοῦ ἐν συγκαταθέσει ἐμπαθούς λογισμοῦ»· αὐτή εἶναι ἡ ἐφαρμογή τοῦ ἐμπαθούς λογισμοῦ πού ἔδωσες την συγκατάθεσή σου. Ὅ,τι σκέφτηκες, ὅ,τι ἀποφάσισες το βάζεις πιά σέ ἐφαρμογή. Εἶναι ἡ πράξη.

   Μετά την πράξη –βλέπετε, δεν τελειώσαμε– εἶναι καί κάτι ἄλλο. Ἡ πράξη θά ἐπαναληφθεῖ, θα γίνει καί δεύτερη φορά. Τη δεύτερη φορά θά εἶναι εὐκολότερη, καί τήν τρίτη φορά ἀκόμη πιό εὔκολη. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι, ὅταν κάποιος έκανε μια ἁμαρτία πέντε, δέκα, εἴκοσι, πενήντα φορές, νά μήν ἔχει πλέον δισταγμό, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, νά μήν ὑπάρχει ἡ πάλη, ἀλλά ἄνετα πλέον νά ἀκολουθεῖ τήν ἁμαρτία· ἄνετα! 

   Θέλετε νά σᾶς πῶ κάτι ἀκόμη; Ένα φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, πού δυστυχῶς εἶναι δυσοίωνο γιά τήν ἐπιβίωσή μας τήν πνευματική, εἶναι τό νά θεωρούμε πιά, αὐτό ἀπό τό ὁποῖο νικηθήκαμε ὅτι εἶναι ἀρετή, ὅτι εἶναι φυσικό πράγμα, ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνεται! Μά στήν ἀρχή, ὅταν τό πρωτόκανες, αναμφισβήτητα είχες ἕνα δισταγμό, μετῆλθες ὅλα τά στάδια πού ἀναφέραμε ἐδῶ· τώρα γιατί ἔφτασες νά λές ὅτι αὐτή ἡ πράξη είναι φυσική;... καί ὄχι μόνο, ἀλλά εἶναι καί ἀρετή;... καί φθάνεις μάλιστα να υποδεικνύεις καί στούς ἄλλους ὅτιπρέπει να κάνουν τό ἴδιο;... Θυμίζει λιγάκι τόν μύθο τοῦ Αἰσώπου μέ τήν κολοβή αλεπού, ὅπως θά ξέρετε. Πῶς φτάσαμε ἐκεῖ; Φτάσαμε, παιδιά, γιατί ἔγινε μία διαστροφή μέσα μας. Εάν, για μιά στιγμή, θα θέλαμε νὰ ἀναστείλουμε ἐκεῖνο πού ἤδη κάνουμε, θά δοῦμε ὅτι δέν μποροῦμε· ἔχει γίνει μία συνήθεια. Αὐτό λοιπόν πού ἔγινε συνήθεια ὡς ἁμαρτία λέγεται πάθος. 

   Καί λέει τώρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τί εἶναι πάθος: «ἡ ὑπὸ τοῦ συνδυασμοῦ ἕξις γινομένη τοῦ παρὰ τοῦ ἐχθροῦ ὑποβαλλομένου πάθους καὶ οἱονεὶ συνεχὴς μελέτη καὶ φαντασία»· εἶναι ἡ συνήθεια πού ἔγινε ἀπό τόν συνδυασμό του πάθους πού ὑποβλήθηκε ἀπό τόν ἐχθρό καί εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, μιά συνεχής μελέτη καί φαντασία.

   Αὐτό εἶναι τό πάθος· εἶναι πιά μιά συνήθεια, τήν ὁποία διαρκῶς μετέρχεσαι, ἔχεις μία συνεχή μελέτη, δηλαδή συνεχῶς τό πράγμα αὐτό τό βάζεις σέ ἐφαρμογή, καί ἔχεις μία διαρκή φαντασία, δηλαδή μία εικόνα μπροστά σου. Ὅπως ὁ μπεκρής, για παράδειγμα, όταν μέθυσε για πρώτη φορά, έκανε μιά ἁμαρτία· ὅταν τό ἐπανέλαβε αυτό δέκα, εἴκοσι, πενήντα φορές, τώρα πιά τοῦ ἔγινε πάθος. Ὁ ἄνθρωπος αυτός τώρα δεν βλέπει μπροστά του παρά τό ποτήρι καί τή μποτίλια μέ τό κρασί! ἔχει δηλαδή μία συνεχή μελέτη καί φαντασία τοῦ ἀντικειμένου του.

   Καί ὅταν χρονίσει καί παραχρονίσει τό πάθος, ἀλλοίμονο, ἔχουμε ἀκόμη ἕνα στάδιο, ἕβδομο, πού λέγεται αἰχμαλωσία.

   Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅτι ἡ αἰχμαλωσία «ἔστι βιαία καὶ ἀκούσιος τῆς καρδίας ἀπαγωγὴ ἀπὸ προλήψεως καὶ μακρᾶς συνηθείας τυραννουμένης». Τί εἶναι αἰχμαλωσία; Εἶναι ἡ βίαιη καί ἡ χωρίς τη θέλησή μας ἁρπαγή τῆς καρδιᾶς πού τυραννιέται ἀπό ἐξάρτηση καί συνήθεια μακράς διαρκείας. Τί εἶναι αἰχμαλωσία; Σέ ἁρπάζει αὐτό τό πάθος, αὐτή ἡ αἰχμαλωσία, ἁρπάζει τήν καρδιά σου, ἀπό μιά συνήθεια πού σέ τυραννᾶ, καί τήν πηγαίνει ὅπου θέλει αὐτό τό πάθος, εἴτε τό θέλεις εἴτε δέν τό θέλεις.

   Αυτά λοιπόν, παιδιά, εἶναι τά στάδια πού μετέρχεται τό κακό που ξεκινά μέσα στον άνθρωπο.

   Τί θα λέγατε ὅμως, συνέβησαν ἄραγε στούς πρωτοπλάστους τα στάδια αυτά, ἂν ὄχι τά δύο τελευταία, το πάθος καί ἡ αἰχμαλωσία, αλλά τουλάχιστον τά πρῶτα; Αναμφισβήτητα, ναί. Συνέβη προσβολή; Βεβαίως, από τον διάβολο. Κατόπιν, συνέβη ὁ συνδυασμός; δηλαδή νά ἀποδεχθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι αὐτό πού τους ἔλεγε ὁ διάβολος; Βεβαίως. Συγκατετέθηκαν; εἶπαν τό ναί; Βεβαίως. Συνέβη σ' αυτούς μία πάλη; Ἀσφαλῶς. Μά, για στάσου, είχε πεῖ ἡ Εὔα στόν ὄφι, ναί, ἀλλά μᾶς εἶπε ὁ Θεός νά φᾶμε ἀπό τούς καρπούς ὅλων τῶν δένδρων, ἐκτός ἀπό τό δένδρο αυτό. Ὑπῆρξε λοιπόν ἕνας δισταγμός. Κατόπιν ὅμως αὐτός ὁ δισταγμός, αυτή ἡ πάλη ἔφυγε καί ἔγινε ἡ πράξη· ἡ Εὔα άπλωσε τό χέρι της, ἔφαγε τόν καρπό. Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι συγκατατέθηκε.

   Ὅμως τό προπατορικό ἁμάρτημα επαναλαμβάνεται μέσα στούς αἰῶνες. Ποιό εἶναι αὐτό τό ἁμάρτημα; Τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές· εἶναι ἡ αὐτονομία, ὁ αὐτονομισμός· τό δικό μου τό θέλημα, ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό προπατορικό αμάρτημα, τό διαρκῶς καί διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο ἀπό ὅλους πιά τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ. Καί ἔτσι ἔγινε πάθος, ἔγινε αἰχμαλωσία. Βλέπετε;

   Σήμερα, ἄν κάποιος θά ἤθελε νά μᾶς ἐμποδίσει να κάνουμε τό κακό, θά ἀντιδρούσαμε, θα προβάλλαμε ὅλους ἐκείνους τούς χαρακτηρισμούς, καί θά λέγαμε: Μή με καταπιέζεις... Μή τοῦτο... μή ἐκεῖνο...! Γιατί; Θέλουμε να μένουμε στα πάθη μας! Τα πάθη μας τά ἀγαπᾶμε, τά χαϊδεύουμε! Δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι τυραννικά σ' ἐμᾶς. Ζοῦμε αὐτήν τήν τυραννία τῶν παθῶν, καί τήν ἀγαπᾶμε! Ας μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ ὅτι  ζοῦμε ἕνα εἶδος πνευματικοῦ μαζοχισμού... νά ἀγαπῶ να τυραννιέμαι, νά ἀγαπῶ νά βασανίζομαι! 

   Σᾶς τό εἶπα καί προηγουμένως· ὅλη ἡ φιλολογία μας –καί ὄχι μόνο ἡ ἀρχαία ἑλληνική, ἀλλά ἡ παγκόσμια– τί εἶναι; (Επειδή ὅλη ἡ παγκόσμια φιλολογική καί φιλοσοφική πνευματική παραγωγή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασισμένη σε λάθος δεδομέννα, λάθος θά εἶναι καί τά ἐξαγόμενα ἐξ αὐτῆς συμπεράσματα. Γι' αὐτό λοιπόν ὅλη αὐτή ἡ πνευματική παραγωγή τελικά όχι μόνο δέν βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη του, ἀλλά, τό ἀντίθετο, τόν ὠθεῖ πρός αὐτά, ἀφοῦ τά θεωρεῖ μάλιστα καί τά δικαιολογεῖ ὡς φυσιολογικές καταστάσεις.) Αγαπῶ νά βασανίζομαι. Εἶναι φοβερό πράγμα, ἀγαπᾶμε τά πάθη μας· καί ὅταν θά ἔρθει κάποιος νά μᾶς σώσει, νά μᾶς λυτρώσει, τοῦ τό ἀρνούμαστε γιατί ἀγαπᾶμε αὐτό πού εἴμαστε. 

   Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὡραιότατα καί ψυχολογικότατα λέει ὅτι παρακαλούσε τόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά πάθη του· αλλά στο βάθος εὐχόταν νά ἀργήσει νά ἔλθει ἡ σωτηρία, κι αυτό γιατί ακόμα ἀγαποῦσε τά πάθη του! (Ἔτσι, δύο θελήσεις μάχονταν σ' ἐμένα· ἡ μια παλιά, ἡ ἄλλη νέα· ή μιά σαρκική, ἡ ἄλλη πνευματική· ή μιά ἐναντίον τῆς ἄλλης· καί, ανταγωνιζόμενες μεταξύ των, διέσχιζαν την ψυχή μου. Ἔτσι, το βάρος τοῦ αἰῶνα βάρυνε μέ γλυκύτητα επάνω μου ὅπως σ' ἕνα ὄνειρο· οἱ δέ στοχασμοί μου ἔμοιαζαν μ' ἐκείνους πού προσπαθοῦν ν' ἀφυπνισθοῦν, ἀλλά,  νικώμενοι ἀπό τήν νάρκη των, βυθίζονται πάλι σ' αὐτήν. Μοῦ ἄρεσε, μέ κατακτούσε ἡ ἀγάπη Σου· ἀλλ᾽ ἀγαποῦσα καί τό πάθος μου, πού μ᾽ ἐξουσίαζε. Δέν μποροῦσα να δώσω καμμιά απάντηση ὅταν μοῦ ἔλεγες «ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Εβρ. 5, 14). Παντού μοῦ ἔδειχνες τήν ἀλήθειά Σου· καί ἡ ἀλήθειά Σου μέ καθυπέταξε, καί δέν ἤμουν πιά ἱκανός ν' ἀπαντήσω παρά μέ λέξεις μαλθακές καί ὑπναλέες. «Αμέσως... παρευθύς... Ἀλλά περίμενε λίγο!... Ἀλλ᾿ αὐτό τό "παρευθύς" καί τό "αμέσως" δέν ἐρχόταν ἀμέσως και παρευθύς. Μάταια «συνηδόμην κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον τῷ νόμῳ Σου», ἀφοῦ ἕνας ἄλλος νόμος στα μέλη μου ἀντιστρατευόταν «τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ ἠχμαλώτιζέ με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας», ὁ ὁποῖος βρισκόταν στα μέλη μου. «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 22-25), ἐάν ὄχι ἡ χάρις Σου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν; (Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, Αἶ ἐξομολογήσεις, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σημειώσεις Ἀνδρέα Δαλεζίου, ἐκδ. Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, Ἀθῆναι 1951)

   Βλέπετε λοιπόν, παιδιά, ὅτι αὐτό εἶναι τό ὀδυνηρό γιά τόν ἄνθρωπο, τό ὅτι ἀγαπᾶ τά πάθη του!

   Τί εἶναι λοιπόν τό πάθος; Εἶναι ἡ συνήθεια σ' ἐκεῖνο πού συγκατατεθήκαμε, καί εἶναι γιά μᾶς μιά συνεχής μελέτη καί συνεχής ἐπιθυμία του! Εἶναι ἀκόμη ἡ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενη ἁμαρτία, που χρονίζει στήν ἐπιτέλεσή της, καί γίνεται ἕξις, γίνεται δευτέρα φύσις.

   Ο Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς λέει: «πάθη, ἃ δὴ ψυχῆς νόσοι» (Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, 2.11.115.2). Τί εἶναι τά πάθη; Εἶναι ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς. Καί κάπου ἀλλοῦ πάλι λέει: «παρὰ φύσιν οὖν κίνησις ψυχῆς κατὰ τὴν πρὸς τὸν λόγον ἀπείθειαν τὰ πάθη» (Κλήμεντος Στρωματέων, 2.13.59.6, PG 8, 997Β). Τά πάθη εἶναι ἡ ἀφύσικη κίνηση τῆς ψυχῆς, πού ἀπειθεῖ στή λογική. Εἴδατε; δέν ὑπακούουν τά πάθη· ἀπειθοῦν στη λογική!

   Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «ὕστερον ἐπεισήχθη τὸ πάθος αὐτῷ (τῷ ἀνθρώπῳ) μετὰ τὴν πρώτην κατασκευήν» (Περὶ παρθενίας, Κεφ. ΙΒ΄, Περὶ τῆς τοῦ κακοῦ αἰτίας, 12.10, PG 46, 369C). Κατοπινά μπῆκε τό πάθος στόν ἄνθρωπο, μετά τήν πρώτη κατασκευή πού εἶχε ἀπό τόν Θεό.

   Καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει: «Τὰ πάθη αὐτὰ τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων προηγουμένως οὐ συνεκτίσθη». Τα πάθη αὐτά δέν δημιουργήθηκαν μαζί μέ τήν πρώτη κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, «ἐπεὶ καὶ εἰς τὸν ὅρον ἂν συνετέλουν τῆς φύσεως ... ἐπεισήχθη ταῦτα, τῷ ἀλογοτέρῳ μέρει προσφυέντα τῆς φύσεως». (Αγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον τὸν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καὶ ἡγούμενον, περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῆς θείας Γραφῆς, PG 90, 269) Δηλαδή, μ' ἄλλα λόγια, ἔχουμε πλέον καί μία δεύτερη φύση. Ναί, μία δεύτερη φύση!

   Ὅπως καταλαβαίνετε, παιδιά, τά πάθη εἶναι πλέον μία κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε ὅλοι μας καί πάσχουμε ὅλοι μας!

   Αλλά τό θέμα τῶν παθῶν εἶναι μεγάλο γι' αυτό, ἐπειδή σήμερα δεν τελειώνουμε, ὅπως βλέπω, μένει ἀκόμη κάτι νά ποῦμε, πού πρῶτα ὁ Θεός θά τό ποῦμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 1984


56η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.