†.Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας προβάλλει τη θεραπεία των δέκα λεπρών. Την διήγηση την ακούσατε από το ιερό Ευαγγέλιον. Είναι γεμάτη περιεχομένου, με πολλά διδάγματα και συμπεράσματα. Θα μείνομε ωστόσο σε ένα. Εκείνο που έκανε εντύπωση και εις Αυτόν τον Κύριον. Η αχαριστία των εννέα λεπρών, αλλά και η ευγνωμοσύνη μόνον του ενός λεπρού που εθεραπεύθη και γύρισε να πει το «ευχαριστώ» του εις τον Κύριον. Κι αν πρέπει να δούμε το πράγμα επί τοις εκατό -μας προκαλεί ο αριθμός «δέκα λεπροί»- θα λέγαμε ότι το 90% είναι αχάριστοι οι άνθρωποι μέσα σε μία κοινωνία. Και μόνον το 10% είναι ευγνώμονες. Είναι απογοητευτικό. Και φαίνεται ότι είναι μία πραγματικότητα, την οποία ομολογουμένως ζούμε. Σε κάθε εποχή. Και στην εποχή μας.
Και δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Κύριος εξέφρασε το παράπονό Του, όταν είπε: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». «Μπα, δεν θεραπεύτηκαν οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι;». «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;». «Δεν βρέθηκε κανείς απ’ αυτούς να γυρίσουν και να δοξάσουν και να ευχαριστήσουν τον Θεό; Παρά ήρθε να επιστρέψει και να δοξάσει τον Θεό αυτός ο αλλογενής;». Διότι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Βλέπετε, πολλές φορές η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους. Αλλά η ευτυχία πάλι τους χωρίζει. Αν κάποιος στην Γη αυτή ήπιε όλο το ποτήρι της αχαριστίας, Αυτός είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Και η αχαριστία εκδηλώνεται τόσο στον Θεό, όσο και εις τους συνανθρώπους μας. Ας δούμε λοιπόν το θέμα αυτό της αχαριστίας λίγο πιο κοντά· ώστε πληροφορούμενοι το τι θα πει αχαριστία, να πάψομε να είμεθα, αγαπητοί μου, αχάριστοι και εις τον Θεό και εις τους ανθρώπους.
Και πρώτα να δούμε την αχαριστία προς τον Θεό. Για να το συλλάβομε το θέμα αυτό, δεν έχομε παρά να δούμε τις ευεργεσίες του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλά και την ανθρώπινη ανταπόκριση. Τι μας έδωσε ο Θεός; Πρώτιστα την ύπαρξιν. Αυτήν την στιγμήν δεν θα υπήρχα αν η αγάπη και η ευεργεσία του Θεού δεν με έφερε εις την ύπαρξιν. Είναι το πρώτο, το μέγιστο θέμα, το ότι υπάρχω. Ήλθα στην ύπαρξη. Μια ύπαρξη κατ΄εικόνα δική Του. Κάθομαι και βλέπω πολλές φορές τα ζουζούνια, τις μύγες, τα κουνούπια, όλα εκείνα που εδώ στο βουνό μας έχομε άφθονα από τα έντομα αυτά και λέγω: «Εγώ δεν είμαι ένα από αυτά. Εγώ είμαι κατ’ εικόνα Θεού. Ενώ αυτά υπάρχουν αλλά μετά δεν θα υπάρξουν. Ενώ εγώ υπάρχω. Υπάρχω και θα υπάρχω. Και να επιθυμούσα να επιστρέψω εις το μηδέν, δεν θα μπορούσα αυτό να το πετύχω». Ξέρετε, σχέση με το μηδέν έχει μόνον ο Θεός. Κανένα δημιούργημα, ούτε ο άνθρωπος έχει σχέση με το μηδέν. Και δεν είναι δύσκολο αυτό να το μάθομε. Όταν ξέρομε από την Φυσικήν, αν το θέλετε, ότι δεν μπορούμε να εκμηδενίσουμε τίποτα. Όταν το ζουλάμε κάτι, βγαίνει από την άλλη μεριά· αν ζουλάμε ύλη, βγαίνει από την άλλη μεριά ενέργεια. Αν ζουλάμε την ενέργεια, βγαίνει από την άλλη μεριά ύλη. Δεν μπορούμε να εκμηδενίσομε ούτε…όχι ένα μόριο, ούτε ένα υποστοιχείον του ατόμου. Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε. Πόσο περισσότερο εγώ να λέγω: «Δεν με ενδιαφέρει, δεν θέλω να πάω στην κόλαση, αν υπάρχει κόλαση. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να γίνω μηδέν;». Δεν μπορώ.
Έτσι, λοιπόν, ο Θεός μάς δίνει την ύπαρξη. Και είναι η εικόνα η δική Του. Και με προορισμό την αιωνιότητα. Ακόμα και την θεία μέθεξη και την υιοθεσία. Τον αρχαίο Παράδεισο, ο Θεός τον εφύτευσε για τον άνθρωπο. Μας το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή. Δηλαδή έδειξε μία εξέχουσα και ιδιαιτέρα φροντίδα ο Θεός δια τον Παράδεισον, απ’ ό,τι σε όλα τ’ άλλα σημεία της Γης. Δεν έλειπε από εκεί τίποτε. Από τον αρχαίον Παράδεισον. Παρότι που ήταν εδώ εις την Γην. Ούτε ακόμη και η παρουσία του Θεού. Βλέπομε πως έρχεται ο Θεός να επισκεφθεί τους πρωτοπλάστους. Και αυτό ήταν μία τακτική πράξη εκ μέρους του Θεού. Και όμως οι πρωτόπλαστοι δεν εξετίμησαν την δωρεά αυτή του Θεού. Και ο Θεός παραβλέπει την αχάριστη αυτή στάση του ανθρώπου και του υπόσχεται ότι θα τον σώσει. Αφού προσωρινά έπρεπε να εγκαταλείψει τον Παράδεισον. Και την υπόσχεσή Του ο Θεός την ετήρησε. Ενηνθρώπησε και ήλθε κοντά μας. Μας είπε δια των προφητών Ποιος είναι Αυτός που θα ήρχετο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, Αυτός ο καθαυτό Δημιουργός μας, ο Θεός Λόγος.
Και όμως όταν ήλθε, ενώ προεφώνησαν, προανεφώνησαν οι προφήται εν Πνεύματι Αγίω, όμως όταν ήλθε, ο λαός έστρεψε εις τον Κύριον του Ισραήλ που ενηνθρώπησε, γιατί Αυτός είναι, του έστρεψε τα νώτα. Λέγει ο προφήτης Ησαΐας, εκφράζει το παράπονο του Θεού: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον(:Το βόδι ξέρει τον νοικοκύρη του) καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ(:και το γαϊδουράκι γνωρίζει την φάτνη του κυρίου του)· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν(: αλλά ο Ισραήλ δεν με αναγνώρισε· ο λαός μου. Και δεν συνῆκε, δεν κατενόησε, δεν κατάλαβε)». Να το παράπονο του Θεού. Και τον λαό Του ο Θεός, εν συνεχεία, αφού τον ίδρυσε, διαλέγοντας τον Αβραάμ, τον εξήγαγε από την χώρα της δουλείας, κατά θαυμαστόν τρόπον, από την Αίγυπτο. Και όμως, ο λαός, τα αγαθά της ερήμου δεν τα εξετίμησε. Και εζήτησε να γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Γιατί επεθύμησε -τι φοβερό!- τα σκόρδα και τα κρόμμυα! Τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, λέει, επιθύμησε. Βέβαια δεν υπήρχαν σκόρδα και κρεμμύδια εις την έρημον. Είχαν, όμως, το μάννα, το οποίον κατά την «Σοφία Σολομώντος», το βιβλίον, είχε την γεύση εκείνη, βασικά σαν τηγανίτα με μέλι. Αλλά είχε επιπλέον την γεύση εκείνη, που ο καθένας επιθυμούσε να είχε φάει. Κρέας επιθυμούσες; Όταν έτρωγες το μάννα, είχε την γεύση κρέατος κ.ο.κ. Εντούτοις επεθύμησαν τα σκόρδα και τα κρομμύδια της Αιγύπτου. Δηλαδή να γυρίσουν πίσω εις την γην της αιχμαλωσίας και της δουλείας. Αυτός είναι ο άνθρωπος...
Και για να πει ο Θεός κατοπινά δια του Μωυσέως εις τον λαό Του, που ήταν στην έρημο κι έφαγε και χόρτασε και είναι προ των πυλών της Γης της Επαγγελίας, να πει ο Θεός: «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ – Ιακώβ θα πει: ο λαός του Θεού, ο Ιακώβ, οι απόγονοι του Ιακώβ- (:και έφαγε)καὶ ἐνεπλήσθη(:όχι μονον έφαγε, αλλά και χόρτασε), καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος(:και κλώτσησε ο αγαπημένος. ‘’Ισραήλ’’ θα πει αγαπημένος. Και κλώτσησε, λέγει, ο ηγαπημένος), ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη(: πάχυνε, πλάτυνε, έφαγε, ήπιε, κλώτσησε και εγκατέλειψε τον Θεόν που τον εδημιούργησεν)· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ(: και απεστάτησε από τον Θεόν, τον σωτήρα του)». Αυτά παραπονείται ο Θεός, αγαπητοί μου, δια τον Ισραήλ· ο οποίος έδειξε, πλην ορισμένων προσώπων, θαυμαστών και αγίων, σαν σύνολο έδειξε σε όλο το μέγεθος και την λαμπρότητά του την αχαριστία του.
Και τέλος, Αυτός ο Θεός Λόγος, ο Άγιος του Ισραήλ, όπως σας είπα προηγουμένως, ήλθε ανάμεσά του, ανάμεσα στον λαό Του. Και ο λαός Του δεν τον εδέχθη. Θα μου πείτε: «Τον ανεγνώρισε;». Είχε τους προφήτες. Θα μπορούσε να Τον αναγνωρίσει. Όταν λέγει ότι ο Θεός ότι… λέγει ο Βαρούχ «ότι ανάμεσά μας ήρθε να συναναστραφεί τους ανθρώπους Αυτός που ετάννυσε τον ουρανό και είπε στο φως: ‘’Πήγαινε’’. Και πήγε. Και είπε, ανακαλεί το φως και έρχεται πίσω». Να που ειδοποιείται ο λαός. Εντούτοις, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήρθε στο σπίτι, στο σπίτι τους. Δηλαδή στην πατρίδα τους. Και οι ίδιοι, οι δικοί Του οι άνθρωποι δεν Τον παρέλαβον», λέει στο πρώτο κεφάλαιο ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.
Αλλά και ο λοιπός κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε μέσα στην ιστορική Του διαδρομή. Λέει πάλι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν – δηλαδή ο Θεός Λόγος· εις τον κόσμον ήτο. Πάντοτε. Πριν ενανθρωπήσει-, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο(:και ο κόσμος έγινε από Αυτόν), καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω(:και ο κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε)». Και έφθασε να θυσιαστεί ο Χριστός, ο Άγιος του Ισραήλ. Και ο λαός Του Τον ενέπαιξε. Θα το υπογραμμίσω. Τον ενέπαιξε. Και Τον εμπαίζει δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ο λαός Του αυτός μέχρι σήμερα. Μόνον ο εθνικός κόσμος, δηλαδή ο ειδωλολατρικός, τον εδέχθη, αλλά και πάλι όχι όλοι. Μας συγχωρεί με το αίμα Του. Κι εμείς δεν εξετιμήσαμε την ανεκτίμητη αυτή προσφορά Του. Δηλαδή μέγεθος αχαριστίας...
Μας έδωσε ακόμη έναν θαυμαστόν κόσμον με τόσα φυσικά αγαθά. Μας έδωσε σαν ενδιαίτημα τη Γη. Δεν ξέρομε αν άλλος πλανήτης μέσα στο αχανές σύμπαν μπορεί να είναι κατοικήσιμος ή όχι. Δεν το ξέρομε. Μυστήριον. Ένα ξέρομε. Ή τουλάχιστον οι πλανήται περί τον ήλιον, οι δικοί μας πλανήται δεν είναι κατοικήσιμοι. Το ξέρομε αυτό. Μας έδωσε μία Γη, ενδιαίτημα του ανθρώπου· καταπληκτικός κόσμος η Γη μας. Ο ήλιος και η σελήνη είναι προσφορά δική Του. Τα ωραία της Γης, όλα για μας. Μας έδωσε τις πέντε αισθήσεις και τον νουν, για να απολαμβάνομε και να συνειδητοποιούμε ό,τι μας έδωσε. Και οι άνθρωποι είπαν… είναι στη Σοφία Σολομώντος αυτό που θα σας πω, το λένε και σήμερα στην εποχή μας. Ήδη από τον περασμένο αιώνα το λένε ότι «αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν». «Αὐτοσχεδίως» θα πει «συμπτωματικά». «Συμπτωματικά γεννηθήκαμε…». Εκείνο που λένε οι υλισταί, σας είπα, από τον περασμένο αιώνα, σ’ αυτό το ανακάτωμα της ύλης φθάσαμε να βρεθούμε στην ύπαρξη και δεν ξέρω πώς και γίνεται, πώς και γίνεται –ανόητα πράγματα!- να φθάσομε να έχομε τον άνθρωπο και την πολύ μεγάλη ποικιλία και των φυτών και των ζώων. «Αὐτοσχεδίως, λοιπόν, ἐγεννήθημεν …». «…Καὶ μετὰ τοῦτο(:Και μετά από αυτό) ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες)». «Και μετά από αυτό, είναι σαν να μην υπάρξαμε».
Δεν έλεγε ο Σαρτρ, αυτός ο Γάλλος φιλόσοφος, ο υπαρξιστής, ότι μοιάζομε με έναν πίδακα, με ένα συντριβανάκι σε μία λεκάνη νερού. Πηδάει, ξαναγυρίζει πάλι στη λεκάνη και γίνεται επιφάνεια του νερού. Υπάρχομε και μετά εξαφανιζόμαστε... Και μάλιστα τους πρόλαβε ο λόγος του Θεού μ’ αυτά τα οποία λέγει: «Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως». «Ελάτε λοιπόν, αφού δεν υπάρχει τίποτα παρακάτω, να απολαύσομε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Να φάμε, να πιούμε, να αφροδισιάσομε, να κάνομε χρήση της κτίσεως σαν νέα παιδιά, σαν νέοι άνθρωποι. Με κάθε φροντίδα». «Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ(:Και δεν γνώρισαν οι άνθρωποι τα μυστήρια του Θεού), οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος».
Αγαπητοί, επιπλέον ο Θεός δίδει και τις προσωπικές μας ευεργεσίες. Ας θυμηθούμε την ημέρα που βαπτιστήκαμε. Την ημέρα που γνωρίσαμε τον Θεό. Την ημέραν που επεστράφημεν εις τον Θεόν, ως μετάνοια. Μας γύρισε πίσω από τον δρόμο της απωλείας, στον δρόμο της ζωής. Ατυχήματα, αρρώστιες, οικονομικές δυσπραγίες, τούτα, εκείνα, τόσα και τόσα. Και όμως επιμένομε να μην Του λέμε ένα «ευχαριστώ». Είναι το πιο φτηνό πράγμα να πεις ένα «ευχαριστώ». Αλλά φαίνεται πως είναι και το πιο δύσκολο πράγμα. Έτσι φαίνεται. Τι το καθιστά το «ευχαριστώ» δύσκολο; Ο εγωισμός. «Γιατί να σου πω «ευχαριστώ»; «Γιατί να σου πω ‘’ευχαριστώ’’;». Και ισχυριζόμαστε ότι η ικανότητά μας ή, αν θέλετε, η τύχη πάντοτε μας διασώζει. «Η τύχη», λέει, «με έσωσε». Η τύχη σε έσωσε, αδερφέ; Αλήθεια, καμία αναγνώρισις. Ούτε ένα είπαμε, «ευχαριστώ». Κρίμα! Ούτε ένα «δόξα τῷ Θεῷ». Τίποτα…
Αντίθετα, να φθάνει ο ταλαίπωρος άνθρωπος ή ο ταλαίπωρος και φτωχός Χριστιανός να στρέφεται και εναντίον του Θεού… Φθάνει στην αθεΐα. Φθάνει στη βλασφημία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου –σας το έχω ξαναπεί αυτό, αν το ενθυμείσθε- έναν ασθενή στρατιώτη στο 404 Νοσοκομείο. Στο παρ’ ημίν στρατιωτικό νοσοκομείο. Το παιδί αυτό δεν είχε μιλήσει μέχρι 14 ετών. Τον πήγε λοιπόν η μάνα του στην Τήνο, στην Παναγία, θερμά ευχαριστήθηκε(:προσευχήθηκε) κι έγινε θαύμα. Το παιδί μίλησε. Και τώρα, 20 χρονών στρατιώτης. Βλασφημούσε την Παναγία και τα θεία γενικώς. Ο ίδιος μου είπε την ιστορία. Και μάλιστα μπροστά στους άλλους συναδέλφους του μέσα σε ένα θάλαμο. «Γι'αυτό, παιδάκι μου, σου άνοιξε η Παναγία το στόμα; Για να την βλασφημάς τώρα;». Αυτή είναι η κατάστασις... Ο νέος αυτός, τώρα, άραγε, να έχει μετανοήσει; Ποιος ξέρει; Ο Θεός το ξέρει.
Αλλά ο αγνώμων και αχάριστος απέναντι στον Θεό, τίποτα δεν τον εμποδίζει να είναι αχάριστος και απέναντι στους συνανθρώπους του. Εις εκείνους που τον έχουν ευεργετήσει. Ανάμεσα στα γνωρίσματα των ανθρώπων στα έσχατα, ο Απόστολος Παύλος μάς τονίζει ιδιαιτέρως την αχαριστία. Να πώς το γράφει εις την δευτέραν, προς Τιμόθεον, επιστολή του: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε(:Αυτό να ξέρεις), ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις(:ότι τις έσχατες μέρες της ιστορίας) ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί (:θα σταθούν δύσκολοι καιροί)». Δεν παύω να σας υπενθυμίζω, χωρίς βέβαια να το ξέρομε αυτό, αλλά το διαισθανόμεθα, ότι οι έσχατες ημέρες είναι αυτές που ζούμε. Ναι. Θα είχα και κάποια επιχειρήματα να πω. Αλλά, αγαπητοί μου, ζούμε εις τους εσχάτους καιρούς. Μάλιστα η Εκκλησία, διατηρούσα αυτήν την αίσθηση των εσχάτων, όσοι άγιοι σταθούν, όσοι άγιοι, άγιος Νεκτάριος κ.τ.λ., ξέρετε τι βάζουν μέσα στα τροπάρια αυτά; Ότι φάνηκε, φερειπείν, ο άγιος Νεκτάριος «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς». Είναι μέσα στη συνείδηση της Εκκλησίας ότι περνούμε τους εσχάτους καιρούς. Τους εσχάτους καιρούς όχι ως προς τα γεγονότα ως προς ημάς, αλλά ως προς το τέλος της Ιστορίας. Γιατί τα παλαιά τροπάρια δεν περιέχουν αυτήν την φρασούλα «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς»; Για ποιο λόγο;
«Τοῦτο δὲ γίνωσκε –λέγει ο Απόστολος- ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί. Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι –η πηγή παντός κακού, η φιλαυτία-…, γονεῦσιν ἀπειθεῖς – σε καμία εποχή δεν είδαμε την απείθεια στους γονείς, όσο στην εποχή μας- ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι» κ.λπ. κ.λπ. Είδατε; Αχάριστοι. Ξεχνούμε τους γονείς μας. Και τους κόπους των. Ξεχνούμε και τους κόπους των διδασκάλων μας. Καμία σημασία δεν δίνουμε, όταν τελειώσουμε το σχολειό εις τους παλαιούς μας διδασκάλους και καθηγητάς. Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε ότι το «ζῆν» το χρεωστούσε εις τους γονείς του, αλλά το «εὖ ζῆν» το χρωστούσε εις τον διδάσκαλό του, τον Αριστοτέλη.
Ας θυμηθούμε, ακόμη, ίσως και τον γιατρό που μας εθεράπευσε. Να είμεθα στον κίνδυνο να χάσομε την ζωή μας, κι εκείνος να έβαλε όλα του τα δυνατά να μας θεραπεύσει. Εκείνους ακόμη που κατηνάλωσαν την ζωή τους να ανακαλύψουν ένα σωτήριο φάρμακο. Λέμε «πενικιλίνη». Λέμε «ετούτα», «εκείνα…». Θυμόμαστε άραγε εκείνους οι οποίοι δεν βλέπουν τον ήλιο, την ημέρα, γιατί είναι χωμένοι στα εργαστήριά τους μέσα μέρα-νύχτα (Παστέρ επί παραδείγματι κ.λπ. κ.λπ.) για να δώσουν κάτι σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα; Όλους αυτούς δεν τους θυμόμαστε. Γιατί μας διακρίνει η αχαριστία. Οι σκαπανείς του πολιτισμού, μάς είναι άγνωστοι. Οι εθνικοί μας ήρωες, το ίδιο. Οι άγιοι, που στάθηκαν κυματοθραύσται της ειδωλολατρίας, της αιρέσεως και της αθεΐας. Ποιος τους θυμάται; Και η λησμοσύνη είναι μία μορφή αχαριστίας.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Η αχαριστία εσταύρωσε και διαρκώς ανασταυρώνει τον Θεό μας. Η αχαριστία είναι δείγμα κοινωνικής παρακμής. Η αχαριστία είναι το πιο γνήσιο παιδί του εγωισμού, της υπερηφανείας, της αλαζονείας και της φιλαυτίας. Σήμερα ξεχυλίζει η αχαριστία. Κάποιες νησίδες, μόνον, υπάρχουν, ευγνωμοσύνης, από κάποιους μερικούς ευγενείς και ενθέους ανθρώπους. Όπως ο ένας από τους δέκα λεπρούς.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Θα ήταν προτιμότερο κανείς να ήταν και να παρέμενε λεπρός, παρά αχάριστος. Γιατί η αχαριστία είναι η λέπρα της ψυχής· που κάνει τον Θεό να εξανίσταται και τους σωστούς ανθρώπους να ελεεινολογούν την εποχή τους. Αγαπητοί, τέλος, ποτέ αχάριστοι, μα ποτέ αχάριστοι! Είναι κατάρα. Πάντοτε ευγνώμονες και στον Θεό και στους ανθρώπους.
Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του. Εγώ καί ὁ Ἀπολλώς δουλέψαμε στο χωράφι τοῦ Θεοῦ· σπείραμε, οργώσαμε, καλλιεργήσαμε, ποτίσαμε· ἐκεῖνος ὅμως που θα αυξήσει εἶναι ὁ Θεός· ὁ Θεός εἶναι ὁ αὐξάνων. (Α΄ Κορ. 3, 6.)
Πραγματικά, ἀγαπητοί μου, κάθε ἔργο ἱεραποστολῆς, νά τό ξέρουμε, αν θέλουμε να έχει μια καρποφορία, θα πρέπει νά ὑπάρχει ὁ κόπος ο δικός μας καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ούτε μόνη ἡ εὐλογία του Χριστού, ἐάν δέν κοπιάσουν οἱ ἐργάτες του, οὔτε μόνος ὁ κόπος τῶν ἐργατῶν, ἐάν δέν εὐλογήσει ὁ Χριστός. Γι' αυτό, οἱ ἐπιτυχίες μας στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ἔνας καρπός κόπου ἢ ἐξυπνάδας, αλλά είναι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. (Πρβλ. Ἰωάν. 15, 4-5.)
Καὶ νὰ τώρα ἡ μεγάλη νίκη για τον ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας. Αὐτή ἡ μερίδα τῶν Ἰουδαίων πού πίστεψε καί πού πρῶτα ἦταν ἀντίθετη καί ἔβριζε καί δέν ἀποδεχόταν τήν Ἐκκλησία, τώρα ὄχι ἁπλῶς πιστεύει, αλλά κυριολεκτικῶς ἔρχεται να προσπέσει στα πόδια τοῦ ἐπισκόπου καί νά τόν προσκυνήσει!
Μας κάνει ἐντύπωση αυτό που λέει ὁ Κύριος: «ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι», θά τούς κάνω νά ἔρθουν, «καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου» (Στο σημεῖο αὐτό φαίνεται πώς ή τιμητική προσκύνηση τῶν ἁγίων –ἐπισκόπων, ἱερέων κλπ– ὄχι μόνο επιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται. Περί προσκυνήσεως, βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Αντιχιλιαστικόν Ἐγχειρίδιον, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1978, σ. 184-197.), μπροστά στα πόδια σου, «καὶ γνώσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε», καί νά γνωρίσουν ὅτι ἐγώ σε αγάπησα, δηλαδή να καταλάβουν ὅτι ὁ Θεός τώρα δέν ἀγαπᾶ τήν Συναγωγή ἀλλά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Συναγωγή ἔμεινε ἔρημη. Τό εἶχε πεῖ ὁ Κύριος· τό εἶχε πεῖ βλέποντας ἀπό τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔκλαψε γι' αυτήν καί εἶπε: «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ... ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου» καί λοιπά· «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. 23, 37-38. Λουκά 13, 34-35. Στην Π.Δ. αὐτός πού εἶχε τὸν ρόλο να συγκεντρώνει τους νεοσσούς, δηλαδή τα τέκνα τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραήλ, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός (Δευτ. 32, 11). Οἱ πτέρυγες του Θεοῦ προστάτευαν τον λαό (Ψαλμ. 16, 8. 90, 4. Ρούθ 2, 12). Αυτός μόνο μπορούσε να τὸν ἐπισυνάξει σε ένα μέρος, μετά από διασπορά (Ψαλμ. 146, 2. Β' Μακ. 2, 7). Ὅμως ὁ Ἰσραήλ ἀγνοοῦσε απαξιωτικά τόν Θεό (Παρ. 1, 24. Δευτ. 32, 15). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἀποκαλύπτει ἐδῶ, στην Κ.Δ., ὅτι αὐτός πού συγκέντρωνε τότε τούς νεοσσούς, τόν Ἰσραήλ, καί προστάτευε τόν λαό με τις φτερούγες του και μπορούσε να τον συγκεντρώσει, ἦταν ὁ ἴδιος πριν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή του. Οἱ Ἰσραηλίτες όμως αρνήθηκαν να μποῦν κάτω ἀπό τίς προστατευτικές του φτερούγες, καί πριν την ἐνανθρώπησή του καί μετά. Δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός, βάσει τῶν ρόλων πού ἔχει καί βάσει τῶν ἐνεργειῶν του, ταυτίζεται με τον Γιαχβέ, τόν Θεό της Π.Δ.! Μάλιστα οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Χριστοῦ στην Κ.Δ., οἱ πιστοί τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας, θα συναχθούν ἀπό τόν Χριστό, διά τῶν ἀγγέλων του, στό τέλος τῆς Ἱστορίας, και θὰ ζοῦν αἰωνίως μέσα στην μακαριότητά του (Ματθ. 24, 46)). Ἔρημος! Αφήνεται ὁ οἶκος σας, το σπίτι σας, ἡ πόλη σας, ἡ πατρίδα σας ἔρημη!
Κάποτε ὁ Θεός εἶχε τήν πρόνοιά του γύρω ἀπό τά σύνορά τους, γύρω από τα τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ... πού τόσο ἐξυμνήθησαν τά τείχη αὐτά στους Ψαλμούς, αλλά και από ολόκληρη τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό γιατί έξυμνήθηκαν... Βέβαια, μοιάζει παράξενο πῶς ἐξυμνοῦνται τά τείχη. Αλλά δέν ἐξυμνοῦνται τὰ τείχη· ἐξυμνεῖται ὁ Θεός, πού προστατεύει την πόλη. (Βλ. Ψαλμ. 50, 20. Η Γραφή ἀγαπᾶ νά χρησιμοποιεῖ ἐκφραση και λογοτεχνικά σχήματα. Ἐδῶ ἔχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, ἕνα ἀπό τά ὑποβλητικότερα σχήματα για επίτευξη ζωηρού και πυκνού λόγου, κατά τό ὁποῖο ένας όρος αντικαθίσταται ἀπό ἕναν ἄλλο, μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεται σε άμεση σχέση. Μας προβάλλει, δηλαδή, ἕναν όρο (τα τείχη) από ἕνα ὀργανικό σύνολο (την θεία προστασία), παρακινώντας τη φαντασία μας να συλλάβει καί τόν ἄλλο όρο, πού ὑποκρύπτεται και αποσιωπάται (τόν Θεό))
Τώρα όμως, «ἰδοὺ ὁ οἶκος ὑμῶν ἀφίεται ἔρημος»! Το καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, με την σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, (Βλ. Ματθ. 27, 51. Μάρκ. 15, 38. Λουκά 23, 45.) καί αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἱερό(Βλ. Ματθ. 21, 12· 23. Μάρκ. 11,15.) θα βεβηλωθεῖ, διότι ἔφυγε ὁ Θεός, ἔφυγε ἡ χάρη του. Αυτό πιά δέν εἶναι παρά ένα κοινό οικοδόμημα· δεν υπάρχει πλέον ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Θρίαμβος! θρίαμβος γιά τόν Χριστό, αλλά και χαρά γιά τόν ἐπίσκοπο της Φιλαδελφείας, που τόσο κοπίασε! Εἶναι ἕνα πολύ σπουδαίο μάθημα αυτό γιά μᾶς, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅσο τραχύ, ὅσο δύσκολο καί ἄν εἶναι, ὅσους πειρασμούς καί ἂν παρεμβάλλει ὁ Διάβολος, πρέπει νὰ ὑπομένουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε σ' αυτό. Ἂν το θέλετε, οἱ καρποί, γρήγορα ἢ ἀργά, θα φανούν. Αν το θέλετε, ἀκόμη, δέν είναι δικό μας θέμα, δική μας δουλειά να θερίσουμε· ή δική μας δουλειά είναι να δουλέψουμε σε οποιονδήποτε τομέα στην σπορά τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ, στην καλλιέργεια καί ἀνάπτυξη τῶν φυτών, στον θερισμό... όπου μᾶς καλέσει ὁ Χριστός. Το θέμα εἶναι ὅτι ὅλη ἡ καρποφορία καί ἡ συναγωγή τοῦ καρποῦ τοῦ χωραφιού στις ἀποθήκες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή η επιστράτευση πολιτῶν γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἔργο καθαρά τοῦ Χριστοῦ. (Πρβλ. Α' Κορ. 3, 49,)
Ὅσοι ἔχουν δουλέψει στο χωράφι τοῦ Θεοῦ μέ όποιονδήποτε τρόπο, είτε εκτάκτως, βοηθώντας κάποιον που συναντοῦν στον δρόμο τῆς ζωῆς τους, είτε προγραμματισμένα, κάνοντας ένα κατηχητικό σχολείο, ἔναν κύκλο συμμελέτης Αγίας Γραφῆς, ένα κήρυγμα ή οτιδήποτε άλλο, μπορεῖ νά ἔχουν δοκιμάσει –κι ἀσφαλῶς θά ἔχουν δοκιμάσει– αὐτά τά συναισθήματα τῆς χαρᾶς. Κάποτε δοκιμάζουν και συναισθήματα απογοητεύσεως· κάποτε καί μιᾶς βαθειᾶς ἀπογοητεύσεως! ἀλλά, παρά ταῦτα, μιᾶς βαθειάς χαράς... μιᾶς χαρᾶς πού πολλές φορές είναι πίσω από την απογοήτευση, ὅταν αὐτοί κάνουν σωστά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί ξέρουν ότι ὁ Θεός τούς ἐπιστρατεύει να είναι συνεργάτες του. Εἶναι πολύ σπουδαίο αυτό.
Αὐτή ἡ χαρά ἀπό τόν κόπο τῆς ἱεραποστολῆς, για τόν ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας, αλλά και για κάθε ἕναν πού κοπιάζει στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς, εἶναι ἡ πρώτη αμοιβή. (Βλ. Ιωάν. 4, 36: «Καὶ ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει ..., ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων».) Θα ακολουθήσουν άλλες δύο αμοιβές· να η δεύτερη –προσέξτε:
«ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.» (Αποκ. 3, 10.) Επειδή φύλαξες μέ τὴν ὑπομονή τον λόγο τῆς ἐντολῆς μου –που είναι η ιεραποστολή– και εγώ θα σε φυλάξω τώρα από την ώρα ἐκείνη τή φοβερή, πού θά ἔρθει σε όλους τους ανθρώπους τῆς γῆς, τήν ὥρα τοῦ φοβερού πειρασμού, που θα δοκιμάσει και θα πειράξει όλους τους ανθρώπους.
Ποιά είναι αυτή η ώρα του πειρασμού;
Κάποτε μᾶς ἐξαγγέλλεται ένα μελλοντικό κακό, το οποίο βεβαίως πρέπει να περιμένουμε. Ο σκοπός που ἐξαγγέλλεται το κακό δεν είναι παρά η προετοιμασία μας, κατά το «ήτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμ. 118, 60.), που λέει ὁ 118ος Ψαλμός. Να το ξέρετε αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Ἕνα όπλο τοῦ Διαβόλου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός· νά μᾶς αιφνιδιάζει. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει να είμαστε ἑτοιμασμένοι για κάθε πειρασμό, οποιονδήποτε πειρασμό· καί ὅταν ἔλθει, να πούμε: Τον περιμέναμε... τον ξέραμε. (Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται Χριστιανός, μπαίνει σε έναν διαρκή πόλεμο, και πρέπει να είναι ετοιμοπόλεμος. Αυτό λέει καὶ ὁ μέγας Αθανάσιος: «Τέκνον, εἰ προσέρχη δουλεύειν τω Κυρίω, ετοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν· καὶ τοῦτο μελετῶν διαπαντὸς ἐν ταῖς ἐφόδοις οὐκ ἐταραττόμην, άτε μεμελετηκώς αὐτὰς φέρειν γενναίως.» (PG 27, 489D). Βλ. Σοφ. Σολ. Σ. 1.)
Αν θέλετε, γιά νά τό μεταφέρω σε μια πολεμική περίπτωση, ἕνα όπλο τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός. Γι' αὐτό, τί πρέπει να υπάρχει; Να υπάρχει προετοιμασία καί ἀναμονή ἐπιθέσεως. Ὅταν υπάρχει αὐτό, ὅταν θα λέγαμε εἴμαστε με το όπλο στα χέρια και το δάκτυλο στη σκανδάλη, τότε έχουμε μεγάλη πιθανότητα να νικήσουμε. Γιατί; Διότι θά εἴμαστε ἔτοιμοι, θά ἀναμένουμε ἀπό στιγμή σε στιγμή τήν ἐπίθεση. Ὅταν ὅμως κοιμόμαστε στο αντίσκηνό μας, καί το όπλο μας το βάλαμε ἐκεῖ πλάι, χωρίς καν σφαίρες μέσα, καί ἔρθει και ἐπιπέσει ὁ ἐχθρός ἐπάνω στο αντίσκηνό μας, τότε...; Αὐτό εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός. Μεταφέρτε το στόν πνευματικό τομέα, νά δεῖτε πῶς ἐπιπίπτει ἐπάνω μας ὁ Διά-βολος, ὅταν δὲν ἑτοιμαζόμαστε.
Λοιπόν· ποιά εἶναι αὐτή ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ πού πρόκειται νά ἔρθει σε ολόκληρη τήν οἰκουμένη, καί δέν θά ἀφορᾶ μόνο στούς πιστούς, αλλά θά ἀφορᾶ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους;
Ήδη στὴν ἐποχή μας σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί λένε ἐκεῖνο πού ἤδη εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Ἂν ὑπάρχει ὁ Θεός, δέν βλέπει τα χάλια που υπάρχουν πάνω στή γῆ; Ἐὰν ὁ Χριστός εἶναι Θεός, γιατί δεν βάζει μία τάξη στην Εκκλησία του; γιατί δέν βάζει μία τάξη στον κόσμο; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Αὐτός εἶναι ὁ πειρασμός. Δεν υπάρχει αὐτὸς ὁ πειρασμός; Δεν λέγονται αυτά τα λόγια; Κατά κόρον! λέγονται διαρκώς.
Αγαπητοί μου, καί αὐτήν τη στιγμή μέσα στην Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ υπάρχουν φοβικούς καταστάσεις. Και όταν λέμε Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς εἴμαστε. Προσέξτε: ἐμεῖς εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του Χριστού! Δὲν εἶναι... οἱ ἄλλοι· ἐμεῖς εἴμαστε. Υπάρχουν φοβερό χάος, ἄβυσσος κακοῦ. Αφάνταστα μεγάλο κακό υπάρχει στους Χριστιανούς μας, λαό και κλήρο! Διότι και ο ἱερέας Χριστιανός εἶναι, καί ὁ λαϊκός Χριστιανός εἶναι· γι' αὐτό εἶπα στους Χριστιανούς μας, λαό και κληρο. Ἄβυσσος κακοῦ ὑπάρχει!
Λοιπόν, το ξέρετε ὅτι δίνουμε εἰς ἑαυτούς και άλλήλους τήν εἰκόνα ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός; Και ότι δέν εἶναι Θεός, ἐπειδή απουσιάζει από το προσκήνιο τῆς Ἐκκλησίας του; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Δεν βλέπει τι γίνεται; Δεν βλέπει πείνες, πολέμους, κακά, αδικίες...; Δέν βλέπει; Δεν βλέπει, ακόμη, μές στην Εκκλησία να οργιάζει το κακό, καί νά μή το τιμωρεῖ; Αυτός εἶναι ὁ πρῶτος πειρασμός.
Ὁ Χριστός τό εἶπε ὡς ἑξῆς: «ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». (Ματθ. 24, 12) Ποιῶν «πολλῶν»; Ὄχι τῶν ἐθνικῶν, δηλαδή τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ τῶν Χριστιανών! Θα ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τους. Και τότε θα σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί θά λένε: Αυτός; Δεν βλέπεις τι κάνει αὐτός ὁ ἐγωιστής, ὁ φαταούλας –νὰ τὸ πῶ ἔτι με μία λαϊκή έκφραση–, αὐτὸς ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται, αὐτὸς πού προσπαθεῖ νά πλουτίσει με κάθε τρόπο; Αὐτός δέν ἔχει ἀπάνω του ἴχνος ἀγάπης καί ζεστασιά καρδιᾶς, δέν ἔχει τίποτα... εἶναι στυγνός ἐκμεταλλευτής! Και πηγαίνει καί στήν ἐκκλησία! Δεῖτε τὸν πῶς πηγαίνει!... Ἔτσι θά σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί θά τά βάζουν μέ τόν Χριστό. Τό ἕνα εἶναι αὐτό. Θά λένε οἱ ἄνθρωποι: Ὁ Χριστός απέτυχε! Τόν ἀποδοκιμάζουμε τόν Χριστό, τόν βάζουμε στήν ἄκρη!
Βλέπετε ὅτι πολλές φορές στήν ἐποχή μας λένε ότι πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσουμε να φτιάξουμε τά πράγματα. Καί ἄν μέν πρέπει νά διορθώσουμε τά κακώς κείμενα μες στην Εκκλησία, είναι αναγκαιότατο, γιά νά μή χάνονται ψυχές· ἄν ὅμως πρέπει νά ἀνορθώσουμε τήν Ἐκκλησία με δεκανίκια, ὅπως εἶναι ἡ πολιτική, ὅπως ὁ πολιτισμός ἢ ἄλλα πράγματα, δηλαδή να τήν ἀνορθώσουμε με πολιτιστικές ἤ πολιτικές εκδηλώσεις, αποτύχαμε οικτρά! λάθος! Ὁ Χριστός είπε τοῦτο: Ὅταν θα ξανάρθω, θά βρῶ τήν πίστη στή γῆ; Ἕνα ἐρώτημα· τό θέτει ερωτηματικά. «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα ευρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκά 18, 8.). δηλαδή θά βρεῖ Χριστιανούς ὄρθιους στην πίστη;
Αγαπητοί μου, πῶς τό αἰσθάνεστε αυτό; Πείτε μου, πῶς τό αἰσθάνεστε; Θα θέλατε να μείνουμε ὄρθιοι στην πίστη; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὅλοι μας αυτή τη στιγμή –όλοι μας!– θα λέγαμε από την καρδιά μας: Μά καί βέβαια θέλουμε να μείνουμε ὄρθιοι στην πίστη!
Προσέξτε ὅμως. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ποῦμε θέλω να μείνω ὄρθιος στην πίστη· πρέπει να δημιουργήσουμε καί τίς προϋποθέσεις. Πρέπει να βαθύνουμε πολύ στον λόγο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει να αποκτήσουμε πολύ βαθειά γνωριμία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅταν θά ἔρθει ὁ πειρασμός, τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας νά μήν πέσει. Καί ὁ πειρασμός θά ἔρθει σαν δυνατή βροχή πάνω στήν οἰκοδομή, στο σπίτι τῆς πίστεώς μας! θά ἔρθει κι ἀπό τά πλάγια σάν ἄνεμος! θά ἔρθει κι από τα θεμέλια σαν ποτάμια! καί πρέπει τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας νά μήν πέσει! Αυτό θά πεῖ μένω ὄρθιος. Γιά νά μήν πέσει ὅμως, σημαίνει ὅτι εἶναι στηριγμένο ἐπάνω στήν πέτρα που λέγεται Χριστός. (Βλ. Ματθ. 16, 18. Πρβλ. Δαν. 2, 34. Πράξ. 4, 11. Α΄ Κορ. 10, 4. Α΄ Πέτρ. 2, 7.) Αυτό σημαίνει ὅτι ἔχω προσωπική γνωριμία με τον Χριστό! Τον γνωρίζω τόν Χριστό, τόν ζῶ τόν Χριστό, ξέρω ποιός εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι ἁπλῶς μόνο τον βλέπω στην εἰκόνα ἢ ἔχω διαβάσει από μιά φυλλάδα κάτι γιά τόν Χριστό. Ἀλλιῶς, ἀγαπητοί μου, μόλις έρθει ἡ πρώτη βροχούλα –τί ρεύματα καί τί ποτάμια λέμε...– ή πρώτη βροχούλα, η πρώτη πνοή τοῦ ἀνέμου, τότε σαν άχυρο θά μᾶς πάρει καί θά μᾶς σωριάσει καί θά μᾶς τσαλαβουτήσει! (Βλ. Ματθ. 7, 24-27)
Λοιπόν, ὄρθιοι! Αλλά, γιά νά μείνουμε ὄρθιοι, θεμελιωμένοι στην πέτρα, στη γνωριμία μας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ξαναλέω, αὐτή ἡ γνωριμία προϋποθέτει δουλειά! δουλειά! δουλειά! Τό θέμα τῆς πίστεως δέν εἶναι μιά υπόθεση τυχαία· δέν εἶναι μία ὑπόθεση ἀκαδημαϊκή· δέν εἶναι ὅπως πάω στο καφενείο για να περάσω τήν ὥρα μου, κι ἄν δέν πάω ἐκεῖ, θά πάω κάπου ἀλλοῦ. Δέν εἶναι ἔτσι ἡ ἀκρόαση ενός κηρύγματος ἢ ὁ ἐκκλησιασμός, Ε, ᾶς πᾶμε καί ἐκεῖ... ᾶς πᾶμε νά ἀκούσουμε λόγο Θεοῦ. Εἶναι δουλειά!
Στο σχολειό πῶς πάμε; Παίρνουμε τη σάκκα μας, παίρνουμε τα βιβλία μας, τά μολύβια μας, καθόμαστε στο θρανίο, μᾶς παίρνουν απουσίες, μᾶς βάζουν βαθμό, σηκωνόμαστε, ἐξεταζόμαστε, γράφουμε εξετάσεις, καί ἔχουμε τήν προαγωγή ή τήν μή προαγωγή. Ἐκεῖ γιατί κάνουμε ἔτσι; Γιατί εἶναι σοβαρή υπόθεση. Ἐδῶ δέν εἶναι σοβαρή; Δέν εἶναι; Ἔχουμε δουλειά, αγαπητοί μου, , καί νά τό πάρουμε στα σοβαρά!
Μή λέμε ἐκείνη τήν συνηθισμένη κουβέντα πού λένε πολλοί, ἅμα τούς πεῖς ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὅτι θά ἀναστηθοῦν καί οἱ νεκροί καί ὅτι πρέπει να ζήσουμε πνευματική ζωή, και αυτοί σοῦ ἀπαντοῦν: Ε, καλά εἶναι αὐτά ὅλα! Μα δεν σε ρωτήσαμε, αδερφέ μου, να μᾶς πεῖς ἄν εἶναι καλά ή όχι· αλλά αυτά που λες καλά, ξεκίνα τα, θέσε τα σε εφαρμογή, βάλε αρχή. Καί ἡ ἀρχή είναι ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια! Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνουμε, ἄν θέλουμε να μένουμε ὄρθιοι.
Αλλά, ακόμη, ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας θά εἶναι καί ὁ ἀπύθμενα διεφθαρμένος βίος, που ή πρόκλησή του θά εἶναι καταλυτική, όπως συμβαίνει όμοίως καί σήμερα. Εἶναι τό δεύτερο σκέλος τοῦ πειρασμοῦ. Τό πρῶτο εἶναι τό θέμα τῆς πίστεως· τό δεύτερο εἶναι ὁ πειρασμός τοῦ ἠθικοῦ καί πνευματικοῦ βίου.
Ἐπάνω σ' αὐτό, ποιός θα μείνει όρθιος, ὅταν σήμερα υπάρχουν Σειρήνες, παντοῦ Σειρήνες; (Οἱ Σειρήνες, γυναικείες θεότητες, σχετίζονταν μέ τό νερό, τον ἔρωτα καί τόν θάνατο. Ακριβέστερα όμως φέρονται ὡς θαλάσσιοι δαίμονες τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Απεικονίζονταν μέ ἀνθρώπινο γυναικείο κεφάλι καί σῶμα αρπακτικού πουλιού.) Σ' ὅποια γωνιά τοῦ δρόμου κι ἂν στρίψετε, οἱ Σειρήνες καλοῦν στήν ἁμαρτία!
Ανοίξτε, παρακαλώ, τήν Σοφία Σολομῶντος και διαβάστε, καί θά δεῖτε ἐκεῖ πῶς περιγράφει κατά έναν ρεαλιστικότατο τρόπο ο σοφός Σολομών αὐτές τίς Σειρήνες.
Παιδί μου, βλέπεις; υἱέ μου, ἄκουσέ με. Αὐτή τήν γυναίκα, τήν «ὕπανδρο», τήν παντρεμένη γυναίκα, τήν βλέπεις; Περιμένει στην πλατεία ἐσένα. Ὅταν θα σέ δεῖ, θά σοῦ πεῖ –θα κάνω μία προσπάθεια περιγραφῆς· ἀλλά ἐκεῖ εἶναι ὁ ρεαλισμός, στο κείμενο– θὰ σοῦ πεῖ: «Εσένα σε περίμενα, καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου πού σέ εἶδα Ξέρεις, ὁ ἄνδρας μου εἶναι σέ μακρινό ταξίδι. Το σπίτι μου τό ἔχω φτιάξει πολύ ὡραῖο· ἔχει μέσα τάπητες τῆς Ἀνατολῆς καί ἀρώματα. Ἔλα ἀπόψε, ὅλη ἡ βραδιά θά εἶναι δική μας, να μεθύσουμε στίς ἡδονές! Ἔλα!». Υἱέ μου –λέει ὁ σοφός Σολομών– πρόσεξε! τά ταμεῖα αὐτῆς εἶναι ταμεῖα θανάτου! (Παρ. Σολ. 7, 1-27.)
Καί ὅπως γράφει συμβολικά σ' ἕνα ποίημα κάποιος ποιητής σύγχρονος, ἤδη μακαρίτης, Να φύγουμε ἀπό τό παλάτι τῆς Λυμπηλαμαλάχ. (Πρόκειται ἴσως γιά τήν μάγισσα Κίρκη, ἡ ὁποία με μαγικά της ηδύποτα προσπάθησε να ξελογιάσει καί σαγηνεύσει τον Οδυσσέα, κρατώντας τον κοντά της στο παλάτι της.) Η Λυμπηλαμαλάχ –συμβολικό όνομα– είναι αυτή πού ξελογιάζει· εἶναι οἱ ηδονές, οι ποικίλες ηδονές! από το μικρό τό ταβερνάκι μέ τό τσιπουράκι, τίς καφετέριες, τίς ντισκοτέκ καί τά πάρτυς, μέχρι τά χαρτοπαίγνια, τα μεθύσια, τά ναρκωτικά καί τίς ποικίλες ασωτίες! Ὅλα αὐτά σήμερα εἶναι οἱ πολλές καί μεγάλες Σειρήνες.
Κι ἀκοῦτε τούς ἀνθρώπους καί σοῦ λένε: Μά ὅλοι αὐτό κάνουν· ἐγώ θα κάνω κάτι το διαφορετικό;
Ξέρετε ὅτι ὁ Μασονισμός, παρακαλώ, είναι ακριβῶς ἕνας τέτοιος πειρασμός καί ὅτι πάρα πολλοί προσέρχονται σ' αὐτόν γιά νά ἔχουν εὔνοια κοινωνική, να ἔχουν ἐπαγγελματική προβολή και επιτυχία και σκαρφάλωμα; Το γνωρίζετε αυτό; Τί εἶναι λοιπόν ὁ Μασονισμός; Ἕνας πειρασμός συμφέροντος εἶναι. Ὅταν πεῖς ἐκεῖνο τό ὄχι στον Μασονισμό, πού σέ καλεῖ νά καταταγείς στίς τάξεις του, μή σε πειράζει ἂν δὲν ἀνεβεῖς, μή σε πειράζει ἂν σου κάνουν οικονομικό αποκλεισμό και σου δημιουργήσουν προβλήματα· ένα έχει σημασία· νά μήν ταραχθεῖς καί πεῖς: Καί πῶς θά ἀποκτήσω ἀξιώματα; Καί πῶς θά ἀποκτήσω κοινωνικές θέσεις καί σχέσεις και κοσμική προβολή; Αὐτά ὅλα εἶναι σκύβαλα. Σκύβαλα! Αν γνωρίζω πραγματικά τόν Χριστό, θὰ πῶ: Κι ἐσεῖς καί οἱ προτάσεις σας στάχτη να γίνετε, σκύβαλα να γίνετε, γιατί τέτοιοι είστε! Εγώ δὲν ἀρνοῦμαι τόν Κύριό μου· μένω ὄρθιος! Χίλιες φορές να πεθάνω στην ψάθα! (Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸ Άσμα Ασμάτων, PG 81, 109C: «Τούτοις (τοῖς λόγοις) ἔοικε τὸ ὑπὸ τοῦ μακαρίου Παύλου· Ἀλλ᾿ ἅτινά μοι ἣν κέρδη, ταῦτα ἤγημαι διὰ Χριστὸν ζημίαν. Τοιοῦτόν ἔστι καὶ τό· Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκ ἔτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός. Τοιοῦτόν ἐστι τό· Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις; ἢ στενοχωρία; ἢ λιμός; ἢ διωγμός; ἢ γυμνότης; ἢ κίνδυνος; ἢ μάχαιρα; καὶ τὰ ἑξῆς.».)
Μεταφέρω ἀκριβῶς μια φράση πού εἶπαν κάποτε οἱ Μασόνοι σὲ ἕνα πρόσωπο, και μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας πρόσωπο, στον Παντελεήμονα Αργυροκάστρου, Βορείου Ηπείρου: Θα πεθάνεις στην ψάθα. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἂς πεθάνω στην ψάθα! Καί πέθανε στην ψάθα! Δέν ἔχει ὅμως σημασία. Ὅ,τι προσφέρει ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, είναι σκύβαλα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ εἶδε και τα κατάλαβε, γιατί γνώρισε το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν γνώρισε το πρόσωπο τοῦ Χριστού, είπε: «τα πάντα ἡγοῦμαι σκαβαλα είναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. 3, 8. Βλ. Γαλ. 2, 19-20.)!
Ἔρχεται τώρα ὁ Κύριος νά δώσει τήν τρίτη υπόσχέση-αμοιβή στόν ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας, που ἔδειξε τόση ἱεραποστολική δράση καί ὑπομονή· είναι ο στέφανος τῆς ζωῆς· καί ὁ στέφανος τῆς ζωῆς εἶναι ὅλο το κέρδος και ο μισθός στη μέλλουσα ζωή.
Λέει ὁ Κύριος, στό βιβλίο της Αποκαλύψεως, στό 22ο κεφάλαιο, στίχος 12: «Ιδού έρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ». Ἔρχομαι γρήγορα· και ο μισθός μου είναι μαζί μου, γιά νά ἀποδώσω ανάλογα με το έργο του καθενός. Καί στό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου πάλι λέει: «καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. 4, 36).
Καί ὁ Κύριος ἔρχεται όντως γρήγορα. Το τέρμα τοῦ κόπου καί τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας τοῦ βίου εἶναι τόσο κοντά γιά τόν καθένα μας... αλλά καί τό τέρμα τῆς Ιστορίας φαίνεται ότι δεν αργεί.
«Κράτει ὃ ἔχεις», κράτα αυτό πού ἔχεις. Τί εἶχε ὁ Επίσκοπος τῆς Φιλαδελφείας; Είχε την πίστη, την καλή ὁμολογία καί τό ἱεραποστολικό έργο.
«Κράτει ὃ ἔχεις.» Μέ αὐτό τό δυνατό ρῆμα, κρατώ, θέλει νά ὑπενθυμίσει στόν ἐπίσκοπο ὅτι ήταν δυνατόν να χάσει ἐκεῖνο πού εἶχε ἐργαστεῖ. Κράτα το καλά, μήν το χάσεις! Καί τί εἶναι αὐτό, ἐν προκειμένων, που μας κάνει να χάσουμε αυτό που δουλέψαμε; Εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς προσοχῆς καί ἡ ἀμέλεια. Θά τά ἐπαναλάβω: ἡ ἀπροσεξία καί ἡ ἀμέλεια!
Γι' αὐτό σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης στην δεύτερη ἐπιστολή του, στίχος 8: «Βλέπετε ἑαυτούς, ἵνα μὴ ἀπολέσωμεν ὁ εἰργασάμεθα». Προσέχετε τους εαυτούς σας νά μή χάσουμε ἐκεῖνα πού ἔχουμε δουλέψει, «ἀλλὰ μισθὸν πλήρη απολάβωμεν», αλλά να πάρουμε πλήρη μισθό. Βλέπετε λοιπόν, παρακαλώ, πώς μας είδοποιεῖ, διά γραφίδος εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τὸ Ἅγιο Πνεύμα; Να προσέξουμε να μη χάσουμε αυτά που δουλέψαμε!
Αὐτό φανερώνει ἐξ ἄλλου καί ἡ παραβολή τῶν μισθωμένων εργατῶν· τήν θυμάστε από το Ευαγγέλιο;
Κάποιος κύριος, αφέντης, βγῆκε να μισθώσει ἐργάτες. Βρήκε κάποιους στην αγορά καί τούς λέει: Ἔχετε δουλειά; Ὄχι. Λοιπόν, πηγαίνετε στο αμπέλι μου δουλέψετε. Πόσο θέλετε; Ἕνα δηνάριο.
Στίς ἐννέα βγῆκε πάλι στήν ἀγορά ὁ οἰκοδεσπότης, βρῆκε καί ἄλλους καί τούς εἶπε: Ἔχετε δουλειά; Μήπως σᾶς μίσθωσε κανείς; Ὄχι. Πηγαίνετε στό ἀμπέλι μου, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω.
Το μεσημέρι, στις δώδεκα καί στίς τρεῖς, ἔκανε τό ίδιο.
Τό ἀπόγευμα στις πέντε, μία ὥρα πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος, δηλαδή μία ώρα πριν τελειώσει ή εργατική ημέρα, το μεροκάματο, βρῆκε πάλι εργάτες στην αγορά. Τούς εἶπε κι αυτούς. Πηγαίνετε κι ἐσεῖς στο χωράφι μου καί ὅ,τι εἶναι δίκαιο θα πάρετε.
Όταν πήγε μετά να τους πληρώσει, τους πλήρωσε ὅλους τό ἴδιο. Ἄρχισε δέ νά πληρώνει από τους τελευταίους. Έδωσε ὅσα χρήματα είχε συμφωνήσει με τους πρώτους.
Οι πρώτοι, ὅταν εἶδαν να δίνει στους τελευταίους το ίδιο ημερομίσθιο που είχε συμφωνήσει με αυτούς, εἶπαν ἀπό μέσα τους: Ε, ἐμᾶς τώρα οπωσδήποτε θα μας δώσει περισσότερα. Τούς ἔδωσε όμως το ίδιο.
Ἐκεῖνοι διαμαρτυρήθηκαν καί εἶπαν. Μα ἐμεῖς υποστήκαμε τον κόπο καί τόν καύσωνα ὅλης τῆς ἡμέρας –γιά τόν ὁποῖο καύσωνα σᾶς μίλησα προηγουμένως· εἶναι ὁ κόπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέσα στη ζωή μας– κι ἐσὺ μᾶς πληρώνεις το ἴδιο;
Καί τούς εἶπε ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος: Φίλοι, τοσο δέν σᾶς συμφώνησα; Ἄν ἐγώ θέλω να δώσω τόν ίδιο μισθό, το ίδιο ήμερομίσθιο και στους τελευταίους, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει; Ἐάν τά μάτια τα δικά σας εἶναι πονηρά, ἐγὼ εἶμαι ἀγαθός. Ἐγώ πληρώνω αυτό που νομίζω. Δικά μου δέν εἶναι τά χρήματα; Ἤ μήπως δεν ἔχω δικαίωμα νά χειριστῶ τα δικά μου ὅπως ἐγώ θέλω; Δέν μπορῶ; (Ματθ. 20, 1-6)
Ξέρετε τί σημαίνει ή παραβολή αυτή; Είτε ὡς ἀπόστολος Παύλος μπαίνω στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ είτε ως μόλις σωζόμενος δίκαιος, καί ὁ Παῦλος καὶ ἐγὼ ὁ μόλις σωζόμενος παίρνουμε τον ίδιο μισθό, που λέγεται Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο εἶναι· γιά ὅλους. (Βλ. Τίτ. 1, 4. Ἰούδα 3.)
Γιατί ὅμως ἐδῶ πέρα λέει πρόσεξε μη σου πάρει τό στεφάνι ἄλλος; Τί σημαίνει αυτό; Μήπως πράγματι ὑπῆρχε κίνδυνος να χάσει το στεφάνι του ὁ ἐπίσκοπος τῆς Φιλαδελφείας;
Κατ' αρχάς ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε τό ἑξῆς· ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐδῶ στή γῆ κινδύνευε από κάτι, ὅπως καί κάθε Χριστιανός· μήπως κουραστεῖ! μήπως κουραστεί στην πνευματική ζωή, μήπως αποκάμει! ἐνῶ κάποιος ἄλλος, μέ τούς ἴδιους πειρασμούς, μπορεῖ νά στέκεται.
Ὥστε λοιπόν βλέπουμε ότι πραγματικά υπάρχει κίνδυνος να κουραστοῦμε. Πόσοι, ἀλήθεια, εἶναι ἐκεῖνοι πού πρέπει νά ἐνισχυθοῦν ἀπό τούς ἄλλους, γιατί κινδυνεύουν να μείνουν στον δρόμο... κουράστηκαν! (Βλ. Ματθ. 10, 22. Ρωμ. 14, 1. 15, 1. Α' Κορ. 10, 24· 33. Γαλ. 6, 2.)
Αλλά εἶναι καί κάτι ἄλλο, πού πρέπει νά τό προσέξουμε.
Ὅπως ξέρετε, ὅσοι μπουν στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι πολύ εὐτυχεῖς. Ἕνας μόνο λόγος θά ὑπάρχει πού θά τούς κάνει νά λυποῦνται· μόνο ἕνας. Ξέρετε ποιός εἶναι αὐτός, ἀγαπητοί μου; Τό γιατί στην παροῦσε ζωή δεν είχαν δουλέψει περισσότερο, για να έχουν περισσότερη δόξα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Διότι μᾶς λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξη» (Α΄ Κορ. 15, 41.). Καί ναί μὲν ἡ παραβολή των μισθωμένων ἐργατῶν δείχνει ὅτι ὅλοι θά ἔχουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ –γι' αυτό λέμε ὅτι θά ἔχουν ὅλοι τόν ἴδιο μισθό, πού σημαίνει ὅλοι θά ἔχουν μπεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ–, αλλά μέσα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τά πράγματα θα κλιμακώνονται.
Καί γιατί θα συμβαίνει αυτό;
Εἶναι ποτέ δυνατόν ἐγώ, ἐάν σωθῶ καί μπω στην Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τελευταῖος, να σταθώ μέ τόν ἀπόστολο Παύλο σε δόξα το ίδιο; Είναι δυνατόν ποτέ; Εἶναι και θέμα δικαιοσύνης. Ἤ, ἄν το θέλετε, καί τό ἀντίστροφο, στην Κόλαση: Είναι δυνατόν ἐγώ, πού ἁπλῶς ἔλεγα ψέματα στη ζωή μου, ἔπινα καί λίγο κρασάκι και μεθοῦσα κάπου-κάπου, δεν πείραζα κανέναν άνθρωπο, πού μπαίνω στην Κόλαση, να κολαστῶ τό ἴδιο μ' ἕναν Ἄννα και Καϊάφα καί μ' ἕναν Νέρωνα; Εἶναι δυνατόν ποτέ; Δέν εἶναι θέμα δικαιοσύνης;
«Ὁ νικῶν», ή «τῷ νικῶντι», εἶναι ἐπωδός σε κάθε ἐπιστολή στον επίλογό της, καί σημαίνει αυτόν που νικάει! (Δέν εἶναι τυχαίο τό ὅτι οἱ μετοχές «ὁ νικῶν» και «τῷ νικῶντι» εἶναι ἐνεστωτικές, καί σημαίνουν τους διαρκῶς ἀγωνιζομένους, μέχρι το τέλος τῆς ζωῆς τους. Βλ. Ματθ. 10, 22, 24, 13. Μάρκος 13, 13.)
Ὁ Ναπολέων Λαπαθιώτης, ἕνας ποιητής μας, ἤδη μακαρίτης, σέ μιά συλλογή ποιημάτων του, ἐπιγράφει ἕνα ποίημα: Οι νικημένοι τῆς ζωῆς. Σας διαβάζω ἕνα ἀπόσπασμα από το ποίημά του:
Ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι,
μέ τά βασιλεμένα ιδανικά...
Κι ἐμεῖς, ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει,
μόλις ὁ κάμπος εἶχε κοκκινίσει,
με μάτια πού τά φλόγιζε ἡ χαρά,
κι ὅλοι γεροί κ᾿ ἀγέρωχοι σάν Κροῖσοι!
–μά τα μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει,
μέ καταματωμένα τα φτερά... (Ποιήματα, ἐκδ. Μαλλιάρης, Αθήνα 2016, σ. 23.)
Στο τέλος, αὐτός ὁ ταλαίπωρος Ναπολέων Λαπαθιώτης, ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό τόν Νικητή τῆς ζωῆς, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτοκτόνησε! (Το 1927, μέ ανοιχτή επιστολή που δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη, ζητοῦσε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά τόν διαγράψει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Το 1944 αυτοκτόνησε στο σπίτι του μέ τό πιστόλι τοῦ πατέρα του, ανώτατου στρατιωτικοῦ. Ὁ ἴδιος φιλοξενούσε στο σπίτι του –κατά τα φαινόμενα, ἐν γνώσει τοῦ πατέρα του– νεαρούς ἄνδρες τοῦ ὑποκόσμου. Ὁ ἴδιος θεωροῦσε τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς μιά φυσιολογική, ἂν ὄχι ἀνώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες, Ἕλληνες λογοτέχνες που αὐτοκτόνησαν, Βιβλιοπωλείον τῆς Ἑστίας, Αθήνα 2003, σ. 74). Ὁ ἴδιος καταγράφει στο σημειωματάριό του: Αν ποτέ μου δοθεῖ ἡ εὐκαιρία να γράψω τὴν αὐτοβιογραφία μου, ἐκεῖνο πού πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, εἰναι τό ἑξῆς: ὅτι ποτέ, σε καμία στιγμή τῆς ζωῆς μου, δεν θεώρησα ἐλάττωμα τήν ὑλική αποστροφή μου στη γυναίκα και την έλξη μου ἀπό τό ἴδιο μου το φύλο. Αλλ' απεναντίας, αὐτή τήν ἰδιότητά μου τή θεώρησα πάντα ὄχι σάν ἀδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη καί ἀνώτερη τάση, για τήν ὁποία ἤμουν πάντα περήφανος! Καί οἱ ἄλλοι ἄς νομίζουν ό,τι θέλουν!... (ὅ.π. σ. 84))
Τέτοιους νικημένους τῆς ζωῆς ἔχουμε, αγαπητοί μου, φάλαγγες καί στρατιές στη ζωή μας!... φάλαγγες καί στρατιές, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀρνήθηκαν τον Χριστό. Οι νέοι μέ τά ναρκωτικά, οἱ ρέμπελοι νέοι, οἱ νέοι οἱ παρατημένοι και παραμελημένοι, τί λέτε; εἶναι ἢ δέν εἶναι οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς; Οι νέοι που τρέχουν πίσω ἀπό τίς ἀσωτίες καί τίς ηδονές, τί λέτε; είναι η δέν εἶναι οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς;
«Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι.» Δηλαδή, ἐκεῖνον πού νικᾶ θά τόν κάνω στύλο στον ναό τοῦ Θεοῦ μου, καί δέν θά τόν ἀπομακρύνω ποτέ απ' αυτή τη θέση.
Ἐδῶ ἔχουμε μία πολύ εκφραστική εικόνα, που δείχνει ὅτι ὁ πιστός καί νικῶν θά γίνει στῦλος στον ναό τοῦ Θεοῦ.
Κατ' αρχάς ἡ εἰκόνα τοῦ στύλου ἔχει σχέση με την ἐπιγραφὴ τῆς ἐπιστολῆς, όπως είχαμε αναλύσει την περασμένη φορά, ὅπου ὁ Κύριος μιλάει για κλειδί και θύρα. Εγώ εἶμαι ὁ κρατῶν τά κλειδιά τοῦ Δαυΐδ λέει, καί ἐγώ σοῦ ἄνοιξα θύρα. (Αποκ. 3, 7-8.) Όμως κλειδιά και πόρτα σημαίνει οικοδομή· καί συνεπῶς, ἀφοῦ μιλάει για οικοδομή, τότε μιλάει καί γιά στύλο.
Ἡ Φιλαδέλφεια, ὅπως θά ἔχετε ὑπ' ὄψιν, ἦταν κτισμένη ἐπάνω σέ ηφαιστειογενές ἔδαφος, καί εἶχε ὑποστεῖ πολλούς σεισμούς. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, πού ἔγινε το 17 μ.Χ. καί ἦταν τρομερός, είχε κατεδαφισθεῖ ὁλόκληρη ἡ πόλη! Συνεπῶς ἡ εἰκόνα τοῦ στύλου, πού περιέχεται σε μία ἐπιστολή προς μία σεισμογενή περιοχή, εἶναι πάρα πολύ εκφραστική, καί δείχνει ὅτι, καί ἄν ὁ σεισμός τῆς ἀπιστίας καί ποικίλης ἁμαρτίας ισοπεδώνει τά πάντα, ὁ νικητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινός στύλος και δεν πέφτει στους πειρασμούς. («Ὁ γὰρ νικητὴς τῶν ἐναντίων δυνάμεων, στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται, ἀκίνητον ἐν αὐτῇ τὴν βάσιν ἔχων, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον.» (Ανδρέας, σ. 248BC). Βλ. Α΄ Τιμ. 3, 15.)
Αλλά επειδή ακόμη εδώ αναφέρεται ότι ο στύλος εἶναι στον ναό τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν ναό του Σολομώντος, που είχε δύο στύλους χωνευτούς χάλκινους από αιλάμ, δηλαδή στον πρόναο, που ήταν καί οἱ μοναδικοί στύλοι στον ναό. Αυτοί ἦταν ἀπό συμπαγῆ χαλκό, τό ὕψος τους ἦταν 18 πήχεις ὁ καθένας, δηλαδή 9 μέτρα περίπου, καί ἡ περίμετρος 14 πήχεις, δηλαδή 7 μέτρα, ή, ἂν θέλετε, ἡ διάμετρός του ήταν 2,23 μέτρα. Αὐτά τά στοιχεῖα τά βρίσκουμε στο Γ΄ Βασιλειῶν, 7ο κεφάλαιο, στίχοι 3 ἕως 9.
Ἡ εἰκόνα αὐτή τῶν στύλων τοῦ ναοῦ ἔδινε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν γερή στήριξη τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντος. Συνεπώς, ο στόλος, ή κολώνα, είναι το σύμβολο τῆς ἀκλόνητης σταθερότητας ἀλλά καί τῆς ἐξέχουσας θέσεως τῶν ἀκραιφνῶν πιστῶν, καί φανερώνει τό ἀμετάθετο τῆς πίστεώς τους καί τῆς ἀρετῆς τους στο διηνεκές. Δέν πέφτουν ποτέ· είναι στύλοι! (Πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 58.)
Ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἀδύνατον νά ἀφαιρεθεῖ ὁ στύλος από μία οικοδομή χωρίς ἡ οἰκοδομή αυτή να βλαφτεί, ἀφοῦ λέει ὅτι δέν θά βγει αυτός ο στύλος έξω, καί ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται περί τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἐννοεῖται ὅτι δέν πέφτει ποτέ, ἄρα ὁ στύλος αυτός μένει πάντα στη θέση του. Συνεπῶς εἶναι ἀμετάθετος, ἀμετάβλητος καί σε περίοπτη θέση ὁ Χριστιανός.
Ἀλλά πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι ἐδῶ ὁ ναός τοῦ Θεοῦ δεν πρέπει νά ἐκληφθεῖ κατά γράμμα. Αν λάβουμε ὑπ' ὄψιν το 21ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεις, στον στίχο 22, πού μιλάει για τη νέα Ἱερουσαλήμ, πού κατεβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό, ἐκεῖ, στη νέα Ἱερουσαλήμ, δέν ὑπάρχει ναός. Δέν ὑπάρχει. Πρέπει λοιπόν να εννοήσουμε ὅτι ἐδῶ εἶναι εἰκονικό, εἶναι μία εικόνα, μία σκηνή, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία του· δηλαδή ὁ πιστός γίνεται το κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ! (Βλ. Α΄ Κορ. 3, 16-17. 6, 15. 14, 25. Ἰωάν. 14, 20-23. Ρωμ. 8, 9-11. Β΄ Κορ. 6, 16-18. Γαλ. 2, 20. Ἐφεσ. 2, 21-22 3, 17. Β΄ Τιμ. 1, 14. κ.α.)
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπαγγελία μιας τριπλής καταγραφής ὀνομάτων στούς πιστούς. Ποῦ θά γίνει αὐτή ἡ καταγραφή; Θα γίνει στον στύλο ή στο μέτωπο τοῦ πιστοῦ. Λέει: «Καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν –εἴτε στον πιστό εἴτε στόν στύλο, παρομοιάζοντας τον πιστό με στύλο, το ίδιο εἶναι– τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἢ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν.» (Αποκ. 3, 12.)
Υπήρχε ή συνήθεια στην αρχαιότητα οι κύριοι να θέτουν τό ὄνομά τους –κάποτε μέ πυρωμένο σίδηρο– στα μέτωπα ἤ στην πλάτη τῶν δούλων τους, ὥστε αὐτοί νὰ μὴ δραπετεύουν, δηλαδή γίνουν φυγάδες, αλλά να τους βρίσκουν.
Ακόμη, ο φυσικός πατέρας ἐπιθέτει το όνομά του στα παιδιά του· ὅπως: Αθανάσιος Μυτιληναῖος. Αυτό εἶναι τό ἐπίθετό μου, δηλαδή του πατέρα μου· πῆρα το ὄνομα τοῦ πατέρα μου. Ὁ πατέρας μου λοιπόν, ὁ φυσικός μου πατέρας, ἔβαλε επάνω μου τό ὄνομά του, ὥστε να λέει: Αὐτός εἶναι ὁ γιός μου, εἶναι τό παιδί μου. Ὁ σύζυγος, επίσης, δίνει τό ἐπίθετό του στη σύζυγό του. Αλλάζει τό ἐπίθετό της ή κοπέλα καί παίρνει αυτό του συζύγου της. (Μέχρι τόν Φεβρουάριο του 1983, ἡ γυναίκα, μέ τόν γάμο της, ἄλλαζε ἐπίθετο καί ἀποκτοῦσε αυτό τοῦ συζύγου της.) Αλλά και ο ιδιοκτήτης ἐπιθέτει τὸ ὄνομά του ἐπάνω στὰ ζῶα του, σέ ἀντικείμενα, αλλά καί σέ τοποθεσίες ἀκόμη.
Συνεπῶς ἡ ἐπίθεση ονόματος δηλώνει τον ιδιοκτήτη καί τήν κατοχή του. Ὅταν λοιπόν λέει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιθέτει ὀνόματα πάνω στον πιστό, τούτο σημαίνει ότι ὁ πιστός ἀνήκει στον Θεό!
Ὁ Χριστός λοιπόν, βάζοντας ἐδῶ ένα τριπλό όνομα στον πιστό, τί θέλει νά ἐκφράσει;
Πρῶτον. Ὅταν λέει «καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου», θέλει να τονίσει τό ὄνομα τοῦ ἰδιοκτήτου, ὅτι ὁ πιστός ανήκει στον ιδιοκτήτη του, στόν Θεό, ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος.
Ἡ πόλη τῆς Φιλαδελφείας ιδρύθηκε ἀπό τόν Ατταλο Β΄ τόν Φιλάδελφο, πού ήταν βασιλιάς τῆς Περγάμου. Επί Τιβερίου ἡ πόλη ονομαζόταν Νεοκαισάρεια, καί ἐπί Ουεσπασιανοῦ πῆρε ἐπί πλέον καί τήν προσωνυμία Φλαβία, δηλαδή Φλαβία Νεοκαισάρεια. (Η Φιλαδέλφεια (τουρκικά Alasehir, πόλη τοῦ Θεοῦ), δεύτερη μεγάλη πόλη τῆς Λυδίας, έχει μακρά και σπουδαία ιστορία. Ήταν κτισμένη στους ΒΑ πρόποδες τοῦ ὄρους Τμώλος (Bozdag), στά νότια τῆς ἡφαιστειογενούς καί ἐξαιρετικά σεισμογενούς κοιλάδας τῶν Σάρδεων, γνωστῆς καί ὡς Κατακεκαυμένης, 45 km. ΝΑ των Σάρδεων, Θεμελιώθηκε το 189 π.Χ. ενώ το 17 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό (Στράβωνος ΙΓ΄ 10). Σταδιακά όμως ανοικοδομήθηκε, σημαντικά δημόσια κτήρια ανεγέρθηκαν, καί ἡ πόλη ἔγινε πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μ. Ασίας, λαμβάνοντας μάλιστα και την προσωνυμία Μικραί ᾿Αθῆναι (Νέα Δομή, τόμ. 34, ἐκδ. Τεγόπουλος - Μανιατέας, 1996, σ. 220))
Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχει δύο ομοιότητες μέ τήν ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο τῆς Σμύρνης. Η πρώτη όμοιότητα εἶναι ὅτι λείπει απ' αυτήν τελείως κάθε ψόγος, κάθε κατηγορία, κάθε ἐπίπληξη· εἶναι ἐπιστολή γεμάτη μόνο ἀπό ἐπαίνους. Η δεύτερη ομοιότητα εἶναι ὅτι καί σ' αυτήν κατακρίνονται οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως καί στήν ἐπιστολή της Σμύρνης, ὡς συναγωγή του Σατανά, εξαιτίας του μίσους πού ἔχουν προς τους Χριστιανούς. (Άξιον παρατηρήσεως ὅτι καὶ ἐν τῇ ὀλίγον βραδύτερον πεμπομένῃ ὑπὸ τοῦ Ἰγνατίου πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Φιλαδελφείας ἐπιστολῇ ἐπαινεῖται αὕτη καὶ κατακρίνονται οἱ Ἰουδαῖοι (Μπρατσιώτης, σ. 105). Βλ. Προς Φιλαδελφείς, ΒΕΠΕΣ 2, 306.)
Το κλειδί, όπως ξέρετε, εἶναι πάντα τό σύμβολο τῆς ἐξουσίας, καί συνεπῶς ἡ κλείς τοῦ Δαυίδ εἶναι μεσσιακή εξουσία.
Μάλιστα ὁ προφήτης Ησαΐας, στο 22ο κεφάλαιο, στίχο 22, μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Καὶ δώσω τὴν δόξαν Δαυίδ αὐτῷ», σέ αὐτόν, «καὶ ἄρξει», καί θά κυβερνήσει, «καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων», δεν θα υπάρχει κανείς αντικείμενος· «καὶ δώσω αὐτῷ τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυίδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ», θά τοῦ δώσω την κλεῖδα τοῦ Δαυΐδ, πού θά φέρει ἐπάνω στον ώμο του, (Τα παλαιά κλειδιά, ἐκ ξύλου, ήταν μεγάλα, καὶ ἔφεραν αὐτά εἰς τόν ώμον των οἱ ἰδιοκτῆται. (π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου. Ο προφήτης Ησαΐας, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1976, σ. 176-177)) τήν ἐξουσία τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, δηλαδή τήν μεσσιανικότητα, κατά την ἀνθρώπινη φύση. Θυμηθείτε, παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ στην υπεραγία Θεοτόκο: Αὐτός πού θα γεννήσεις θά εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, (Λουκά 1, 32.) κατά την ἀνθρώπινη φύση. «καὶ ἀνοίξει –ἀφοῦ θὰ κρατάει τήν «κλεῖδα»– καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων»· ὅταν ἀνοίξει, δεν θα μπορέσει κανένας να κλείσει· καί ὅταν κλείσει, δεν θα μπορέσει κανένας να ανοίξει.
Αὐτό ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία καί ἀξία· θα δεῖτε ὅτι ἀναφέρεται στο περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς. Γι' αυτό, τό προοίμιο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἀντανάκλαση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐπιστολῆς. Δηλαδή ἡ ἔννοια τοῦ ὅλου χωρίου, τοῦ προοιμίου, είναι ἡ ἑξῆς: Εγώ είμαι ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός Θεός, πού ὡς ένανθρωπήσας ἔχω ὅλη τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ἱστορίας. Αὐτό σημαίνει το όλο χωρίο, «τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ».
Ἐάν ἔχετε προσέξει, όλα τα προοίμια τῶν ἐπιστολῶν πού ἔχουμε δεῖ μέχρι τώρα, καί τά ἔξι, ἐὰν ἔπρεπε αὐτά να συρραφοῦν καί νά ἀναλυθούν, θὰ εἴχαμε μία θαυμάσια καί θεολογικότατη εἰκόνα τῆς θεανθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καί τώρα, αγαπητοί, μπαίνουμε στο κύριο θέμα τῆς ἐπιστολῆς.
«Οιδά σου τὰ ἔργα» (Αποκ. 3. 8.), γνωρίζω τά ἔργα σου. Είναι μία πρόταση πού ἐπαναλαμβάνεται διαρκώς σε κάθε επιστολή, και φανερώνει τόν παντεπόπτη Κύριο. Ὁ Χριστός τα ξέρει όλα! Ὁ Κύριος τά ξέρει όλα! καί αὐτά πού γίνονται φανερά, καί αὐτά πού γίνονται κρυφά, καί αὐτά πού ἔρχονται στό φῶς τῆς δημοσιότητος, καί ἐκεῖνα πού ἐπιτελοῦνται καί βυσσοδομούνται στους σκοτεινούς χώρους... τα ξέρει όλα! («Οιδά σου τὰ ἔργα τουτέστιν, ἀποδέχομαι· ὥσπερ καὶ τῷ Μωϋσεϊ λέγει· Οιδά σε παρά πάντας» (Ανδρέας, PG 106, 215CD. Βλ. Εξοδ. 33, 17). Στην Παλαιά Διαθήκη ο μόνος που βλέπει τα ἔργα τῶν ἀνθρώπων είναι ο Γιαχβέ (Δευτ. 31, 21. Ιησ. τοῦ Ναυῆ 22, 22. Ιώβ 11, 11. 23, 10. 31, 6. κ.ά) και στην Καινή Διαθήκη είναι ὁ Χριστός. Πρόκειται γιά τήν κοινή ἄκτιστη ενέργεια τῆς παγγνωσίας, πού ἔχουν καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.)
Ὤ, ἂν τό ξέραμε αυτό... ἄν τό κάναμε συνείδησή μας, ὅτι ὁ Χριστός τα ξέρει όλα! Κι αν φαίνεται πολλές φορές ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά, και μάλιστα να χρονίζουν ὅλα αὐτά, μήν ἀπογοητευόμαστε ὁ Χριστός τα ξέρει όλα!
Καί ἄλλοτε σᾶς τό ἔχω πεῖ, ἀλλά θά τό πῶ πάλι· εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ὑπνοῦντος Κυρίου μέσα στο πλοιάριο που ταξιδεύει στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Ὁ Κύριος κοιμάται. Σηκώθηκε ἄνεμος· πελώρια κύματα ξεσήκωσε στην επιφάνεια τῆς λίμνης· οἱ μαθητές τρομάζουν, ὁ Κύριος κοιμάται. Τον ξυπνοῦν καὶ φωνάζουν: «Κύριε, ἀπολλύμεθα» (Ματθ. 8, 23-27. Μαρκ. 4, 35-41. Λουκά 8, 22-25.), Κύριε, χανόμαστε! Ποῦ ἦταν ὁ Κύριος; Δεν γνώριζε ὅτι γίνεται τρικυμία στη λίμνη; Ο Κύριος κοιμάται –εντός εισαγωγικών–, μοιάζει ὅτι δέν ἀπαντᾶ, μοιάζει ὅτι πράγματι απουσιάζει· εἶναι ὅμως παρών ὁ Κύριος, καί τά γνωρίζει όλα!
Επειδή τώρα μπαίνει στο κύριο θέμα, τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ μία πόρτα πού ἀνοίγει, γι' αὐτό προηγουμένως είπε. Εγώ είμαι ἐκεῖνος ποὺ κατέχω το κλειδί τοῦ Δαυίδ, πού ὅταν ἐγὼ ἀνοίγω, δεν κλείνει κανένας, καί ὅταν ἐγώ κλείνω, δέν ἀνοίγει κανένας, όπως σημειώνει καί ὁ προφήτης Ησαΐας. Σαν νά ἔλεγε: Ανάτρεξε στην Παλαιά Διαθήκη, στους προφῆτες, νὰ δεῖς· μή φοβᾶσαι. Ἰδού, να! ἔχω δώσει μπροστά σου πόρτα ἀνοιγμένη, τήν ὁποία κανείς δεν μπορεί να κλείσει.
Σημειώστε ότι αυτό το «ανεωγμένη» σημαίνει την διαρκῶς ἀνοιγμένη. Καί ὁ γραμματικός τύπος αὐτό φανερώνει· «ανεωγμένη»· διαρκῶς ἀνοιχτή εἶναι αὐτή ἡ πόρτα.
Λίγο πιο κάτω, ὅταν τελειώσουν, στα τρία πρώτα κεφάλαια, οἱ ἑπτά ἐπιστολές που στέλνει ὁ Κύριος, ἀρχίζει το 4ο κεφάλαιο με μία ανάλογη εικόνα. Θά πεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης: Καί νά, εἶδα θύρα ανοιγμένη στον Ουρανό. Μέ τήν διαφορά μόνο πώς ἐκείνη ἡ ἀνοιγμένη πόρτα στον Ουρανό ἔχει άλλη ἔννοια, καί ἐδῶ ἡ ἀνοιχτή πόρτα στην Εκκλησία της Φιλαδελφείας ἔχει άλλη ἔννοια. Ἐκεῖ ἔχει τήν ἔννοια ὅτι τώρα μπορεῖ νά βλέπει κανείς τά θεῖα μυστήρια, τα μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ πρῶτα δέν μποροῦσε· ἐδῶ όμως σημαίνει κάτι ἄλλο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τρεῖς φορές χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς ἀνοιγμένης πόρτας στις επιστολές του, ὅπως κι ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς μία φορά στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. (Βλ. Πράξ. 14, 27.) Θά σᾶς ἀναφέρω μόνο μία, ὅταν ὁ Απόστολος γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του τά ἑξῆς:
«Ἐπιμενῶ ἐν Ἐφέσω» γράφει στην επιστολή του, θα μείνω στην Ἔφεσο, «ἕως τῆς Πεντακοστής» –είχε μείνει δέ τρία περίπου χρόνια ἐκεῖ στήν Ἔφεσο. (Βλ. Πράξ. 20, 31.) «Θύρα γάρ μοι ανέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί» (Α΄ Κορ. 16, 8-9.), γιατί μοῦ ἀνοίχθηκε μεγάλη πόρτα, ή οποία εἶναι ἐνεργής, για πλούσιο έργο· αλλά είναι και πολλοί οἱ ἀντίθετοι. Με άλλα λόγια: Ἔχω δουλειά να κάνω! Γι' αὐτό καί ἔμεινε τρία χρόνια. Ἔχω δουλειά! Ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιλέγουν στο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πολλοί· καί ἔχω δουλειά να κάνω! Αυτό θέλει να πεῖ στούς Κορινθίους.
Ἡ ἀνοιγμένη θύρα λοιπόν φανερώνει ὅτι ἡ πίστη στόν Χριστό είναι μία υπόθεση περιφραγμένη σ' έναν τόπο, βρίσκεται σε ένα περιβάλλον τελείως ξένο προς αυτήν, καί σέ μιά στιγμή ανοίγεται μία πόρτα. Τό καταλάβατε;
Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία είναι σ' έναν τόπο, σ' ένα περιβάλλον, μανδρωμένη, και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα. Αὐτή ἡ πόρτα πού ἀνοίγει ἔχει σκοπό να κάνει γνωστή τήν Πίστη σε οποιονδήποτε εἶναι ἔξω ἀπό τήν πόρτα, καί ποὺ αὐτή ἡ γνώση, ὅ,τι εἶναι, θα προέλθει μέσα ἀπό τήν πόρτα. Μια μάνδρα, καί ἔχει μια πόρτα. Ὅ,τι λοιπόν εἶναι ἀπό μέσα, θα το μάθει ὁ ἀπ᾿ ἔξω χώρος, θα μάθει ὅ,τι υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Και συνεπῶς, ὅταν ὁ ἀπ᾿ ἔξω χώρος μάθει τί υπάρχει μέσα στην Εκκλησία –ἀπό τήν πόρτα–, τότε ὁ ἀπ᾽ ἔξω χώρος θα γίνει καί αὐτός Εκκλησία, καί ἔτσι ὁ περίβολος τῆς Πίστεως θα μεγαλώσει θα βγάλουμε τα παλούκια της μάνδρας –να πω αυτή την έκφραση– και θα τα πάμε πιό έξω, γιατί μεγάλωσε τώρα· γιατί αὐτοί πού εἶναι μέσα, ἀνοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας έξω, μίλησαν γιά τήν Πίστη, προσήλκυσαν τοὺς ἀνθρώπους που ἦταν ἀπ᾿ ἔξω καί τούς ἔφεραν μέσα. Τι σημαίνει τους ἔφεραν μέσα; Τούς ἐνσωμάτωσαν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μεγάλωσε, ὁ περίβολος της διευρύνθηκε.
Αυτή η διεύρυνση δέν σημαίνει ὅτι ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν φραγμοί. Πάλι υπάρχει φραγμός, αλλά είναι πιο ευρύς, καί πάλι ὑπάρχει ἡ πόρτα. Οὔτε ὁ φραγμός λείπει, ἢ μᾶλλον ὀφείλει νά μή λείπει, οὔτε ἡ πόρτα· καί αὐτή ὀφείλει να μή λείπει ποτέ. Γιατί; Διότι ἡ εἴσοδος ἐκείνων πού είναι θύραθεν, ἔξω από την πόρτα, πρέπει να γίνει κατόπιν προϋποθέσεων. Καί γιατί είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Οι προϋποθέσεις είναι για να μήν υπάρξει ποτέ ισοστάθμιση εσωτερικοῦ καί ἐξωτερικοῦ· γιατί ἂν ὑπάρξει ισοστάθμιση, τότε σημαίνει ότι πάγωσε ἡ Ἐκκλησία.
Πολύ εύστοχα κάποιος νεώτερος έρμηνευτής είπε τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας λέβητας που βράζει μέσα νερό –εἶναι ἡ ζέση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Απότομα όμως πέφτει μέσα μια μεγάλη ποσότητα κρύου νερού, σταματάει ἡ βράση, καί μετά δέν εἶναι δυνατόν να ανεβεῖ ἡ θερμοκρασία καί νά δημιουργήσει πάλι βρασμό.
Αὐτό συνέβη ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ελεύθερη και ἄρχισε νά μήν ὑπάρχει αυστηρός έλεγχος στην εἴσοδο τῶν ἀπ᾿ ἔξω, μέ τήν αυστηρότητα τῆς κατηχήσεως. Ἔπειδή ἔγινε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, πολλοί ἔμπαιναν μέσα με κάποια χαλαρότητα. Απότομα έπεσε ἡ βράση, ἐκεῖνος ὁ ζήλος των Χριστιανών, γιατί μπήκαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί πού δέν εἶχαν ζήλο· μπήκαν χωρἰς κατήχηση, μπῆκαν ἀδαεῖς, χωρίς γνώση. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα ισοστάθμισμα έξωτερικοῦ καί ἐσωτερικού χώρου, μία ισοστάθμιση, πίστεως καὶ ἀπιστίας, δηλαδή πάγωσε η Εκκλησία! (Με το τέλος τῶν διωγμών και μετά το διάταγμα της ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.), ή Ἐκκλησία ἄνοιξε την πόρτα της για όλους, και ἔτσι πολλοί ἀλλόθρησκοι γίνονταν Χριστιανοί από ιδιοτελή κίνητρα, προσβλέποντες ίσως σε κρατικά αξιώματα και δημόσιες θέσεις. Αργότερα, όταν στην αυτοκρατορία ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἡ επίσημη θρησκεία, ἕνας τρόπος αντιμετωπίσεως των γειτονικών λαῶν ἦταν καί ὁ ἐκχριστιανισμός τους, ὁ ὁποῖος όμως τις περισσότερες φορές γινόταν όπως - όπως και για άλλους σκοπούς.)
Μην πάτε μακρυά αυτή την στιγμή όλοι οἱ Ἕλληνες είναι βαπτισμένοι. Εἶναι ὅμως ὅλοι πιστοί άνθρωποι; Είναι όλοι πιστοί; Δέν εἶναι. Γιατί; Διότι ἀνοίχθηκαν οἱ μάνδρες –γιά νά μήν πω κάτι ἄλλο, ὅτι περίπου βγήκαν τα παλούκια της μάνδρας καί ἰσοπεδώθηκαν! ἂς μήν τό πῶ ὅμως αὐτό–, ἁπλῶς ἔγινε μία μεγάλη διεύρυνση, μπῆκαν οἱ ἀπ᾽ ἔξω, μέ ἀποτέλεσμα να πέσει ή θερμοκρασία τῆς πίστεως καί τοῦ ζήλου τῶν πιστῶν. Φοβερό αυτό. Προσέξτε: φοβερό! (Στην πρωτοχριστιανική εποχή ή είσοδος στήν Ἐκκλησία αντιμεταπτιζόταν πολύ σοβαρά. Πριν τὸ Βάπτισμα γινόταν συστηματική Κατήχηση και μόνον ἐάν διαπιστωνόταν ὅτι ὁ Κατηχούμενος είναι καλά προετοιμασμένος, τότε προχωρούσαν στη βάπτισή του. Υπήρχε ολόκληρη ποιμαντική μέριμνα για την εισδοχή κάποιου στις τάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο ακόμη ήλεγχαν και την πρόθεση αὐτοῦ πού ζητούσε να βαπτισθεί. Αν κάποιος δεν είχε καλή πρόθεση, δεν μπορούσε να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις τάξεις τῶν Κατηχουμένων.)
Ἡ εἰκόνα τῆς θύρας πού παραμένει «ἀνεωγμένη» περιγράφει παραστατικότατα την κατάσταση τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὀρθῶς ἐλέχθη ὅτι Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή! (Πρβλ. Α΄ Ἰωάν. 1, 3-4. Ματθ. 28, 19-20. Α΄ Κορ. 9, 16. κ.ά.)
Συνεχής κατάρτιση! Γιατί, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἐσεῖς παρακολουθήσατε κάποτε κατήχηση, ως παιδιά από κατηχητικό σχολείο ή γενικά στο σχολεῖο, αυτή ή κατήχηση δέν είναι επαρκής. Δέν μπορεῖτε νὰ πεῖτε ὅτι τα μάθατε όλα στο κατηχητικό σχολεῖο, καί δέν ἔχετε πιά ἀνάγκη. Αὐτή ἡ κατάρτιση ή πνευματική εἶναι ἕνα ἔργο τῆς Ἐκκλησίας διαρκές. Καί πρέπει ὅλοι οἱ πιστοί, μέχρι τον θάνατό τους, διαρκώς να καλλιεργοῦνται καί νά προπαρασκευάζονται γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διαρκώς!
Ἔτσι λοιπόν ἔχουμε δύο ἔργα, δύο κατευθύνσεις: πῶς θά φέρουμε, από την πόρτα, τούς ἀπ᾿ ἔξω μέσα, να τούς προσελκύσουμε στην Πίστη, καί πῶς θά καλλιεργήσουμε ἐκείνους πού ἤδη είναι μέσα στην μάνδρα, μέσα στήν Ἐκκλησία. Συνεπῶς ἐδῶ ἔχουμε δυό καταστάσεις, δυό ἱεραποστολές.
Μάλιστα θα μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἔχουμε τίς ἑξῆς ονομασίες: εσωτερική ιεραποστολή και εξωτερικῇ ἱεραποστολή. Δεν είναι πάρα πολύ σωστή ἡ ἔκφραση αυτή· υπάρχει μία πιο σωστή· λέμε ἱεραποστολή για κάτι πού ἀφορά στούς ἔξω, καί ποιμαντική για κάτι ἀφορᾶ στούς ἔσω.
Αὐτή τήν στιγμή δεν κάνω ἐγώ σ' ἐσᾶς ἱεραποστολή, αλλά κάνω ποιμαντική· ἐνῶ, ἀντιθέτως, ἂν θά πηγαίναμε σε αβάπτιστους ἀνθρώπους, σε ξένες χώρες, σε ανθρώπους πού δέν ἔχουν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θά κάναμε ἱεραποστολή. Παρά ταύτα, εἴτε ποῦμε ποιμαντική εἴτε ποῦμε ἱεραποστολή, ουσιαστικά οἱ ὅροι αὐτοί συμπίπτουν· ἁπλῶς τοὺς ὀνομάζουμε διαφορετικά, για κάποια διάκριση.
Αλλά όταν θα πήγαιναν για δεύτερη φορά, θά ἔπρεπε αὐτό νά χαρακτηρισθεί ως ποιμαντικό έργο. Εν τούτοις, στην φρασεολογία μας λέμε: δεύτερη αποστολική περιοδεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνεπώς, εἴτε ποιμαντική εἴτε ἱεραποστολή ποῦμε, στην πραγματικότητα αυτά συμπίπτουν, με μία ελαφρά μόνο, σᾶς εἶπα, διάκριση.
Αλλά, τόσο διότι τα μέλη τῆς στρατευόμενης Εκκλησίας μεταφυτεύονται στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, μέ τόν θάνατο –πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, φεύγουν από την παρούσα ζωή· καταρτίζονται, προετοιμάζονται και ἀποχωροῦν–, ὅσο καί γιά τήν ἀνάγκη τοῦ εὐαγγελισμοῦ νέων ψυχῶν, ἡ ἱεραποστολή γίνεται αναγκαιότατη υπόθεση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θα λέγαμε ὅτι ἡ ἱεραποστολή είναι ἐντολή του ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, και μάλιστα εἶναι ἡ τελευταία του ἐντολή.
Γράφει στο Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν.» (Ματθ. 28, 19-20. Δευτ. 5, 17-19. Ματθ. 19, 18. Μάρκ. 10, 19. Λουκά 18, 20, Ρωμ. 13, 9. Ἰακ. 2, 11.). Διδάσκοντες! Να τους διδάσκετε να φυλάττουν ὅλα ὅσα σᾶς παρήγγειλα, σᾶς διέταξα.
Καί, στις Πράξεις, ὁ Κύριος λέει: «Καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες», θα γίνετε μάρτυρές μου· για μένα θα μαρτυρήσετε στον κόσμο, «ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8.). Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ἱεραποστολή. Τι σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή! Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: ἡ ἱεραποστολή εἶναι ἐντολή!
Ὅπως, ἀδελφοί μου, παίρνουμε τήν ἐντολή «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», «οὐ κλέψεις», «οι μοιχεύσεις», «οὐ φονεύσεις», ἔτσι παίρνουμε καί τήν ἐντολή θα κάνεις ἱεραποστολή. (Έξοδ. 20, 13-15.) Όπως θα εξομολογηθεῖς ὅτι ἔκλεψες, φόνευσες ἤ ἔκανες ανήθικες πράξεις, ἔτσι θα εξομολογηθεῖς καὶ θὰ πεῖς δέν κάνω ἱεραποστολή· εἶμαι βουβός ἄνθρωπος, καί δέν λέω τίποτα.
Προσέξτε: οἱ ἐντολές δεν είναι δέκα· είναι πάρα πολλές. Αν θὰ ἀνοίξετε την Καινή Διαθήκη, από την πρώτη σελίδα ἕως την τελευταία, θα βρίσκετε διαρκώς ἐντολές.
Ὅταν λέει ὁ Κύριος –ἢ μᾶλλον ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιατί είναι μια ειδική περίπτωση ἡ τοῦ Κυρίου– (Βλ. Ματθ. 28, 9,) «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4, 4. 3, 1. Β' Κορ. 13, 11. Α' Θεσ. 5, 16. Α' Πέτρ. 4, 13.), δηλαδή νά ἔχετε χαρά, τί θα λέγατε; ὅτι αὐτό εἶναι προαιρετικό; ὅτι δηλαδή, αν θέλω, ἔχω χαρά· ἄν δέν θέλω, δέν ἔχω χαρά; Ὄχι· εἶναι ἐντολή!
Θὰ μοῦ πεῖτε; Εἶναι ἐντολή νά ἔχω χαρά;
Ναί, εἶναι ἐντολή! Πρέπει νά εἶσαι χαρούμενος Χριστιανός. Εάν δέν εἶσαι ὁ χαρούμενος Χριστιανός, σημαίνει δεν γνώρισες τί σημαίνει είμαι Χριστιανός· δεν γνώρισες τί σημαίνει εἶμαι σωσμένος άνθρωπος· δεν γνώρισες τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μου έδωσε προνόμιο νά μέ υἱοθετήσει, να γίνω κατά χάριν παιδί του καί νά μοῦ δώσει την μακαριότητά του. Αν λοιπόν ἔχω αὐτά ὅλα, καί τήν μεγάλη ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μπορῶ ποτέ να είμαι λυπημένος άνθρωπος;
Γι' αὐτό ὑπάρχει αὐτό τό στέγνωμα... το στέγνωμα τῶν Χριστιανῶν μας, να βλέπουν μόνο τις δέκα ἐντολές! Καί τουλάχιστον νά τίς ἔβλεπαν σωστά... γιατί, ἄν τίς ἔβλεπαν σωστά, θά εἶχαν πιο πολλή προκοπή.
Μέ τήν εὐκαιρία μάλιστα σᾶς λέω, αύριο Δευτέρα, πρῶτα ὁ Θεός, θά ἀναλύσουμε τήν ἐντολή οὐ μοιχεύσεις, καί θά παρακαλέσω ιδιαίτερα όλους τους νέους καί τούς ἄνδρες νά ἔλθουν. Δύο λέξεις εἶναι. Ξέρετε τί πλοῦτος καί τί ἔκταση υπάρχει πάνω στο θέμα αὐτό; Καί προσκαλῶ νά ἔρθετε αύριο. Οκτώ μέ ἐννέα οἱ ἀπορίες, ἐννέα μέ δέκα ἡ ὁμιλία, στον Άγιο Στυλιανό. Να φθάσουμε να μήν μᾶς χωράει! να γκρεμίσουμε τα ντουβάρια! να ξεχειλίσουμε ἀπό τόν ναό! Νά ἔρθετε. Μόνο ἄνδρες όμως· ὄχι γυναίκες. Ὄχι ὅτι δέν δεχόμαστε τις γυναῖκες· ἁπλῶς δέν χωράει ὁ ναός. Ἐδῶ πῶς σᾶς δεχόμαστε; Δεν χωράει ὁ ναός· γι' αὐτόν τόν λόγο.
Ἔτσι λοιπόν, ἄν βλέπαμε τίς ἐντολές σωστά, τότε δὲν ὑπῆρχε ἀντίρρηση, αγαπητοί μου, ὅτι πράγματι θα μπορούσε κανείς να βαθύνει. Αλλά δεν βαθαίνουμε· τις εντολές τίς βλέπουμε ξώφαλτσα. Λέμε: Τί; οὐ μοιχεύσεις. Ἄ, ἐγώ δεν μοίχευσα, τελείωσε ἡ ἱστορία. Ἄλλο τώρα ἂν ἀλώνισες στην πορνεία, γιατί λές ὅτι ἄλλη λέξη εἶναι αὐτή, δέν εἶναι μοιχεία αλλά πορνεία... ἄλλο ἄν αλώνισες σε πράξεις διαστροφῆς καί δέν ξέρω σε τί ἄλλο... ἄλλο ἐάν τα μάτια σου ἁλώνισαν δεν ξέρω ποῦ καί πῶς, καί σέ τί λιβάδια βόσκησαν οἱ ἐπιθυμίες σου καί ἡ καρδιά σου! Καί μετά λές ὅτι δέν μοίχευσες! Ἄχ. ἀγαπητοί μου, ἂν μπορούσαμε να ξέρουμε τί βάθος καί πλάτος ἔχουν οἱ ἐντολές... Γι' αὐτόν τόν λόγο γίνονται οἱ ὁμιλίες· γι' αὐτόν ἀκριβῶς τὸν λόγο· για να ἀφυπνιζόμαστε.
Λοιπόν, ἐπανέρχομαι. Καί πρός ποιούς δόθηκε ή ἐντολὴ τῆς ἱεραποστολῆς, ὅταν είπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Δεν βλέπουμε βέβαια κάτι πού νά λέει «ἐντέλλομαι ὑμῖν», ἀλλὰ ἁπλῶς πηγαίνετε. Ἐντολή ὅμως εἶναι! εντολή! Σε ποιούς λοιπόν δόθηκε ἡ ἐντολή αυτή; Πρός τούς ἕνδεκα μόνο; Καί μετά την έξοδο ἀπό τή ζωή αὐτή τῶν ἔνδεκα μαθητῶν –ἤ τῶν δώδεκα, ἂν θέλετε, παρακάτω– θὰ ἀπονοῦσε αυτή ἡ ἐντολή; Ἡ ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι μία ἐντολή εποχική, περιστασιακού χαρακτήρος; Ασφαλώς όχι, αγαπητοί μου. Απλούστατα, ἡ ἐντολή αυτή δίδεται προς όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς.
Ὅπως ἡ ἀγάπη στο πρώτο της στάδιο γίνεται έντολή –αυτό θέλω να προσέξετε–, ἔτσι καὶ ἡ ἱεραποστολή. Ὅταν λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτ. 6, 4. 11, 1. Ματθ. 22, 37. Μάρκ. 12, 30. Λουκά 10, 27.), τί είναι αυτό; Εἶναι ἐντολή! Ὅταν λέει «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου» (Λευίτ. 19, 18. Ματθ. 22, 37.), τί εἶναι αὐτό; Ἐντολή! Για σκεφθείτε τώρα νά πεῖ ὁ σύζυγος στη σύζυγό του: Σου δίνω ἐντολή νά μέ ἀγαπᾶς. Θά πεῖ ἐκείνη: Τί λές ἐκεῖ; τό νά σέ ἀγαπῶ εἶναι θέμα ἐντολῆς; ἢ εἶναι κάτι αυθόρμητο; Δημιούργησέ μου προϋποθέσεις, να σέ ἀγαπῶ. Ἐντέλλεσαι νά σέ ἀγαπῶ;
Φαίνεται παράξενο λοιπόν, αγαπητοί μου, νά μᾶς δίνει ὁ Θεός ἐντολή να αγαπάμε; Ἐντολή; Παράξενο πράγμα. Ε, λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο στάδιο. Από τη στιγμή πού θα πάρεις τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς, κατόπιν δέν θά μείνεις ἐκεῖ· θά προχωρήσεις στο δεύτερο στάδιο· θά σοῦ γίνει ανάγκη νά ἀγαπᾶς. Ἔτσι καί ἡ ἱεραποστολή· ἀπό τήν στιγμή που θα πάρεις τήν ἐντολή καί θά ἀρχίσεις νά ἀγαπᾶς τόν Χριστό, μετά δέν ἔχεις ἀνάγκη νά σοῦ δίνει ὁ Χριστός τήν ἐντολή· θά σοῦ γίνει ανάγκη να κάνεις ἱεραποστολή. (Πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 16. Ιερ. 20, 9. Ρωμ. 1, 14. Α΄ Πέτρ. 5, 2. Πράξ. 4, 20.)
Ἀκοῦστε πῶς τό λέει αυτό ὁ ἀπόστολος Παύλος, στην Α΄ Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του: «Ούτως ὁμειρόμενοι –«ομειρόμενοι» θά πεῖ μέ τέτοια θερμή ἀγάπη– ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε.» (Α' Θεσ. 2, 8.). Λέει ότι φιλοτιμούμαστε καί ἔχουμε θερμή αγάπη ὄχι νά σᾶς φέρουμε τό Εὐαγγέλιο διότι πήραμε εντολή από τον Χριστό να σας εὐαγγελιστούμε· όχι· αλλά μαζί μέ τό Εὐαγγέλιο σας δίνουμε καί τίς καρδιές μας, την καρδιά μας!
Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολή, από ἐντολή, ἔγινε πια συνείδηση. Έγινε συνείδηση, όταν προσφέρεις τον λόγο τοῦ Θεοῦ βουτηγμένο μέσα στην καρδιά σου, μέσα στην αγάπη!
Συνεπώς –προσέξτε– ἅμα πιστός, ἅμα ἀπόστολος! Αυτό θέλω να κρατήσετε. Άμα σημαίνει συγχρόνως. Την στιγμή πού ἔγινες πιστός, την ίδια στιγμή γίνεσαι καί ἀπόστολος. Τήν ἴδια στιγμή! Αμα πιστός, ἅμα απόστολος! Να το κριτήριο. Αν δέν εἶσαι ἀπόστολος, δεν εἶσαι πιστός. Ἂν εἶσαι ἀπόστολος, εἶσαι πιστός. Αυτό σημαίνει ὅτι ἡ Πίστη σε καίει! Η Πίστη δέν εἶναι γιά σένα μια υπόθεση μόνο ατομική· είναι κάτι που θέλεις να την μεταδώσεις καὶ στὸν ἄλλο· ἀλλιῶς, αἰσθάνεσαι άσχημα.
Μπαίνω, ἀγαπητοί μου, πολλές φορές σ' ένα ταξί (δεν ξέρω ἄν εἶναι παρών κανείς οδηγός ταξί και τώρα μ' ακούει), για να πάω στο 303 Π.Ε.Β. κάθε Δευτέρα το πρωί να προλάβω ἐκεῖ τό μάθημα καί τά λοιπά. (Το 303 Προκεχωρημένο Εργοστάσιο Βάσης (Π.Ε.Β.) εδρεύει από στρατόπεδο "Σχου (ΠΖ) Γεωργίου Α. Χατζηαναγνώστου", πού βρίσκεται στίς ἀνατολικές παρυφές τῆς Λαρίσης.) Φροντίζω να έχω πάντα μέσα στην τσάντα μου κάτι, ενα έντυπο, νά τό δώσω στον οδηγό νά τοῦ πιάσω κουβέντα:
Τί κάνουν τα παιδιά σας; Έχετε παιδιά; Τὰ ἔχετε στον δρόμο τοῦ Θεοῦ τά παιδιά σας; Πάτε στην εκκλησία;
Α, πάτερ, δεν πάω στὴν ἐκκλησία.
Λοιπόν, ἀκοῦστε: Θα πηγαίνετε Κυριακή πρωί στήν ἐκκλησία. Δοκιμάστε, καί θά δεῖτε. Μετά τις δέκα πού τελειώνει ἡ ἐκκλησία, πηγαίνετε στο ταξί σας. Θα δείτε πόση δουλειά θα σας δώσει ὁ Θεός! Καί τά χρήματα θα βρίσκουν τόπο μέσα στο σπίτι σας. Δοκιμάστε το, καί θά τό δεῖτε.
Το αισθάνομαι ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὑπάρχουν ὅμως καί φορές, πού –δέν ξέρω γιατί– δεν θέλω ν' ἀνοίξω τό στόμα μου! ἢ γιατί παίζει το ραδιόφωνο ή γιατί δέν ἔχει διάθεση ν' ακούσει ὁ ὁδηγός, όπως θέλετε πάρτε το. Αισθάνομαι τότε μέσα μου να με τρώει! Αἰσθάνομαι ὅτι μπῆκα –δέκα λεπτά είναι όλο τό ταξίδι· δέν εἶναι παραπάνω– ὅτι μπήκα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, και δεν χρησιμοποίησα αὐτά τά δέκα λεπτά! Καί αἰσθάνομαι τύψεις: γιατί δέν εἶπα μία κουβέντα σ' αυτόν τόν ἄνθρωπο, σ' αὐτόν τόν ὁδηγό! Ετσι πρέπει να αισθανόμαστε· σᾶς τό λέω αλήθεια.
Πάρτε για παράδειγμα τους αἱρετικούς. Δέν τούς βλέπετε τί κάνουν; Μόλις σταθούν δίπλα σας ἀνοίγουν το στόμα τους καί αρχίζουν να λένε. Δέν εἶναι ντροπή μας, ἐμεῖς, πού ἔχουμε τήν ἀλήθεια, νά μήν τήν λέμε στούς ἀδελφούς; νά μήν βοηθάμε τούς ἀδελφούς;
Ἱεραποστολή όμως δεν σημαίνει μόνο ὅτι πηγαίνω σ' ἕναν ἄλλο τόπο –όπως ἴσως θα το φαντάζεστε– ή σε ἄγνωστους ἀνθρώπους να κηρύξω τον Χριστό. Αγαπητοί μου, ὁ διπλανός μας άνθρωπος –ακούτε; ὁ διπλανός μας ἄνθρωπος!– περιμένει τον ιεραπόστολο-πιστό να τον οδηγήσει στον Χριστό, ἔστω καί ἄν ὁ διπλανός μας εἶναι βαπτισμένος άνθρωπος. Τον βλέπετε λυπημένο, τὸν βλέπετε μέ πένθος, τον βλέπετε σε μια κατάσταση, δεν ξέρω ποιά... ἀνοίξτε το στόμα σας, πείτε του δυό κουβέντες.
Βέβαια θα μοῦ πεῖτε ὅτι πρέπει να διαθέτουμε και μία τέχνη.
Νὰ σᾶς πῶς. Λέει μια παροιμία: ανάγκη τέχνας κατεργάζεται. Κι ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα, με μία τροποποίηση: ἡ ἀγάπη τέχνας κατεργάζεται! Λέει ὁ ἱερός Αυγουστίνος: Αγάπα, καί κάμε ὅ,τι θέλεις. (Μιά για πάντα, σας δίνεται ἕνας συνοπτικός κανόνας: Άγαπάτε, καί κάνετε ό,τι θέλετε. Εάν σιωπάτε, να σιωπάτε ἀπό ἀγάπὴ· ἐάν φωνάζετε, να φωνάζετε ἀπό ἀγάπη· ἐὰν ἐλέγχετε, να ελέγχετε ἀπό ἀγάπη· ἐὰν δείχνετε ἔλεος, να δείχνετε ἔλεος ἀπό ἀγάπη· ἡ ἀγάπη ᾶς εἶναι ἡ εσωτερική ρίζα γιατί ἀπό αὐτήν τήν ρίζα τίποτε άλλο δεν μπορεί να βλαστήσει παρά μόνο το καλό (αγ. Αὐγουστίνου Ιππώνος, In Epistolam Joannis ad Parthos, 7, 8. PL. 35, 2033, στο Θεραπεία τῆς Ψυχῆς, ἱερομονάχου Αλεξίου Καρακαλλινοῦ, ἐκδ. Αρμός, 2013, σ. 285-286)) Ἂν ἀγαπᾶς, πραγματικά αγαπάς, ἂν ἀγαπᾶς τὸν Θεό, να μήν τόν ζημιώσεις οὔτε καί τή δόξα του, οὔτε τὸν πλησίον σου, τότε, μέσα στήν ἀγάπη σου, θα γίνεις σοφός στην μέθοδο, ἤ στις μεθόδους. Σοφός! Δεν χρειάζεται να ξέρεις γράμματα. Θὰ βρεῖς τίς μεθόδους, θὰ βρεῖς τους τρόπους καί θά μιλήσεις κατάλληλα. Ποιός θὰ σοῦ ὑπαγόρευε να μιλήσεις κατάλληλα; Ἡ ἀγάπη! Αμα ἀγαπᾶς καί δέν θέλεις να κάνεις ζημία, θα μιλήσεις κατάλληλα.
Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἄν πιστέψαμε στον Χριστό, εἴμαστε κι ἐμεῖς ἀπεσταλμένοι τοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε: απεσταλμένοι την κάθε στιγμή. Επαναλαμβάνω: τήν κάθε στιγμή! ἐν παντί τόπῳ, ἐν παντί χρόνῳ! Δέν μπορεῖς νά πεῖς ἐγώ τό εἶπα, καί ἔκανα τό χρέος μου, ξόφλησα. Πόσες φορές λέμε αυτό το ξόφλησα... Ξόφλησες;
Δυστυχῶς τό λέω καμμιά φορά κι ἐγώ. Λέω στούς νέους του 303 Π.Ε.Β. (πού μέ σκάζουν πολλές φορές... εἶναι τά παιδιά τῆς ἐποχῆς) τούς λέω, καί ἴσως θά μέ δικαιολογούν: Παιδιά, το καταλαβαίνετε; Ένα χρέος με φέρνει ἐδῶ πέρα. Ἔτσι, ὅμως, μοῦ ἔρχεται νά μήν ξαναπάω. Αλλά δέν μπορῶ. Δέν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ξόφλησα, ὅτι ἔκανα τό καθήκον μου. Νά, ἄς ποῦμε, ἀφοῦ δέν μέ προσέχουν, δέν μ' ἀκοῦνε, κι ἐγώ δέν ξαναπάω. Δέν μπορῶ... δέν μπορῶ! Θα πάθω αὐτό πού ἔπαθε καί ὁ προφήτης Ἱερεμίας.
Ξέρετε τί ἔπαθε; Διαβάστε το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τοῦ εἶπε ὁ Θεός νά κάνει ἱεραποστολή, να βγεῖ νά προφητεύσει. Κι ἐκεῖνος εἶπε: Κύριε, δεν μπορώ... εἶμαι μικρός. Ακούστε: Είμαι μικρός, ἄγουρος... Δέν μπορῶ! Καί ἔπεσε φωτιά στα κόκκαλα τοῦ Ἱερεμίου! Φωτιά! Ἄρχισαν να τρίζουν τα κόκκαλά του· αισθανόταν πολύ ἄσχημα, καί δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Ἄρχισε νά ὁμιλεῖ, καί ἔπαψαν τα κόκκαλά του να τρίζουν καί νά φλογίζονται. (Βλ. Περ. 1, 6. 20, 9.)
Δεν μου λέτε· ξοφλά ποτέ ἡ ἀγάπη; Αν δέν ξοφλά ἡ ἀγάπη, οὔτε καί ἡ ἱεραποστολή ξοφλάει. Και δεν μπορούμε να μιλάμε για χρέος. Το κίνητρο της ἱεραποστολῆς δέν εἶναι τὸ χρέος, αλλά είναι ἡ ἀγάπη. Κανέναν λογαριασμό, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δεν πρέπει να χρωστάτε...
Ακούστε: κανέναν λογαριασμό! οὔτε οικονομικό λογαριασμό, οὔτε ἄλλον. Να κοιτάμε γρήγορα να ξοφλάμε, ἀγαπητοί μου –τί σπουδαίο πράγμα! Ακούστε: μή χρωστάμε· όσο μπορούμε, μή χρωστάμε. Απλώνουμε τα χέρια μας και τα πόδια μας μόνον όσο μπορούμε. Μή χρωστάμε· μή συνηθίζουμε να χρωστάμε. Καί ἄν καμμιά φορά χρωστάμε, να τρέχουμε γρήγορα να τα ξοφλούμε. Ακούστε: γρήγορα να τρέχουμε να ξοφλούμε! Μήν τά καταχρώμαστε. Μή λέμε στον ἄλλο δώσ' μου χρήματα, καί δέν τοῦ τά ἐπιστρέφουμε ποτέ! Προσέξτε, εἶναι ἁμαρτία! είναι φοβερό πράγμα!
Λοιπόν, λέει ὁ Ἀπόστολος: Κανέναν λογαριασμό δέν θά χρωστάτε, παρά μόνο έναν, πού ἀνεξοφλήτως θά τόν χρωστάτε· τον λογαριασμό τῆς ἀγάπης! «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους.» (Ρωμ. 13, 8.) Τό ἀκούσατε; Σε κανέναν να μή χρωστάτε τίποτα. Ένα χρέος μόνο νά ἔχετε· νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Μόνο ἡ ἀγάπη μένει ανεξόφλητη. Συνεπῶς καί ἡ ἱεραποστολή μένει ανεξόφλητη. Πρέπει να συνειδητοποιεῖ ὁ πιστός ὅτι ἔχει διαρκῶς ἀνεξόφλητο το χρέος τῆς ἴεραποστολῆς.
Δέν χρειάζονται εἰδικά προσόντα πρὸς τοῦτο. Ἂν θέλετε, μόνο τρία χρειάζονται: ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ γνώση του Θεοῦ! Δεν χρειάζεται οὔτε ἡ ευγλωττία οὔτε ἡ πολλή λεγομένη θύραθεν γνώση και σοφία οὔτε ειδικά διπλώματα οὔτε ἄλλα προσόντα. Ἔχεις φλόγα στην καρδιά σου; Πιστεύεις στον Θεό; Τόν ἀγαπᾶς; Τόν γνωρίζεις τόν Θεό; Ἔχεις ἐμπειρία ἀπό τόν Θεό; Τότε άρχισε να ὁμιλεῖς. Αὐτὸ ποὺ θὰ λὲς θὰ πιάνει στις καρδιές, γιατί είναι καρπός τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. (Πρβλ. άγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Απολογητικά, Λόγος Β΄, ΟΑ΄, PG 35, 480BC: «Καθαρθήναι δεῖ πρώτον, εἶτα καθάραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως».)
Ακόμα –παράξενο!– οὔτε υλικά πράγματα χρειάζονται. Σήμερα, ξέρετε, όταν μιλάμε για ἱεραποστολή, όλο μιλάμε για χρήματα. Ἔχουμε χρήματα; Αγαπητοί μου, τα υλικά πράγματα καί τά χρήματα δεν χρειάζονται γιά τήν ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολῆς.
Θὰ μοῦ πεῖτε ὅτι εἶμαι ουτοπιστής, ὅτι εἶμαι ἐκτός πραγματικότητος. Αλλά μιά γυναίκα, στούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους, εκχριστιάνισε ένα μεγάλο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μέ τί λέτε; μ' ἕναν σταυρό από κληματόβεργες! (Η αγία Νίνα ή Ιεραπόστολος (3ος/4ος μ.Χ. αι.), ἐξαδέλφη τοῦ ἀγ. Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια τῆς Καππαδοκίας. Προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο νά τήν ἀξιώσει να προσκυνήσει τον άρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου. Η Θεοτόκος, εισακούοντάς την, τῆς ἔδωσε στο χέρι έναν σταυρό από κληματόβεργες, ὡς προστασία από ορατούς καί ἀόρατους εχθρούς, λέγοντάς της να πάει στη Γεωργία να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Η Αγία, ὅταν ξύπνησε, είδε να κρατά στο χέρι της τόν σταυρό –ὁ ὁποῖος φυλάσσεται επαργυρωμένος μέχρι σήμερα στον Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Με την βοήθεια αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ, ἡ Ἁγία κήρυξε το Ευαγγέλιο. Επίσης βρήκε τον άγραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου. Έκανε θαύματα πολλά· πίστεψε ἀκόμα καὶ ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιάς Μίριαν ἀπό θαῦμα ποὺ ἔκανε και στον ίδιο, ο οποίος, μαζί με την αγία ζήτησε ἀπό τόν μέγα Κωνσταντίνο ορθόδοξους ιερείς να πάνε στη Γεωργία και να βαπτίσουν ὅλον τὸν λαό στους ποταμούς Κούρα και Αράγβι και να θεμελιώσουν την τοπική Εκκλησία.) Τίποτε ἄλλο δέν εἶχε. Τίποτε! Αλλά καί οἱ ἀπόστολοι κατέκτησαν τον κόσμο με την πτωχεία τους καί τήν ἀσημότητά τους. Τί εἶχαν οι απόστολοι; Εἶχαν υλικά μέσα; εἶχαν συντάξεις; εἶχαν ασφαλίσεις; χρήματα; πιστώσεις; επιχορηγήσεις; Τί εἶχαν οἱ ἀπόστολοι. Τίποτα δεν εἶχαν! Στο βάθος λοιπόν ούτε υλικά πράγματα χρειαζόμαστε.
Γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους: «Καγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, –λέει στους Κορινθίους– ἦλθον οὐ καθ' ὑπεροχὴν λόγου ἡ σοφίας», να σας μιλήσω ὅμορφα, με υψηλή ρητορία και σοφία ανθρώπινη, «καταγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ ... καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως.» (Α΄ Κορ. 2, 1-5.), καί ὁ λόγος μου και το κήρυγμά μου δέν ἔγιναν με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας, ἀλλά μέ πειθώ Πνεύματος καί δυνάμεως. Ορίστε!
Ακόμη πρέπει να σημειωθεῖ ὅτι τίς εὐκαιρίες τις δίνει μόνο ὁ Θεός. «Ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεωγμένην»· ἐγώ ἔδωσα σ᾿ ἐσένα θύρα ανοιγμένη. Δέν τήν ἄνοιξες εσύ· εγώ την άνοιξα την πόρτα, λέει ὁ Κύριος. Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρά να ανακαλύπτουμε τις ευκαιρίες αὐτές καί νά τίς ἐκμεταλλευόμαστε.
Αν, ἀκόμη, στο ἱεραποστολικό μας έργο παρουσιάζονται δυσκολίες –που οπωσδήποτε θα παρουσιάζονται· εἶναι ἕνα στοιχείο γνησιότητος τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου να παρουσιάζονται δυσκολίες–, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν». Το εἶπε ὁ Κύριος· δέν μπορεῖ νὰ κλείσει κανένας την πόρτα. Οἱ δυσκολίες, δυσκολίες· αλλά κανείς δέν μπορεῖ να κλείσει την πόρτα, διότι ὁ Χριστός είναι «ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει».
Ακόμη, ἄν πιέζουν το στήθος τοῦ πιστοῦ ὁ ὄγκος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀρνήσεως –όπως στήν ἐποχή μας– δέν ἔχει παρά να μελετήσει αὐτό πού συνέβη στόν ἀπόστολο Παῦλο ὅταν ἐπισκέφθηκε την Κόρινθο, που τρόμαξε από τη διαφθορά της –τότε, στα μισά του 1ου αιώνος, το 51 μ.Χ.– τρόμαξε ἀπό τή διαφθορά τῆς Κορίνθου, τῆς ἀπόλυτα πορνικῆς αὐτῆς πόλεως, καί εἶπε: Πώ πώ! Να φύγω, να φύγω, να φύγω! Ἀλλὰ ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί λέει τοῦ Παύλου: «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσης, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ.» (Πράξ. 18, 9-10.). Κι έμεινε ὁ ἀπόστολος Παῦλος δεκαοκτώ μήνες κηρύσσοντας τον Χριστό στην Κόρινθο.
Επίσης, ὁ προφήτης Ηλίας, αγαπητοί μου, παραπονιόταν ὅτι ἔμεινε «μονώτατος» (Γ' Βασ. 18, 22. 19, 10· 14.), ενώ ένα πλήθος λαου, ἑπτά χιλιάδες άνδρες, δεν είχαν κάμψει γόνυ στον Βάαλ, καί ἔμειναν πιστοί στόν ἀληθινό Θεό. (Βλ. Γ' Βασ. 19, 14-18. Ρωμ. 11, 4.)
Ποτέ λοιπόν δέν πρέπει να καταλάβει ή απογοήτευση τήν ψυχή μας.
Θα είχα πολλές προσωπικές ιστορίες νά σᾶς πῶ, ἀλλά ἀρκοῦμαι σ' αυτό που λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος; Ἴσως μοῦ πεῖς –λέει– ὅτι αὐτός πού ἄκουγε χθές το κήρυγμά σου, τώρα το βράδυ εἶναι στὸ ἀπέναντι καπηλειό και πίνει κρασί. Και τί κατάφερες; Θά σοῦ ἀπαντήσω. Ναί, εἶναι στο καπηλειό καί πίνει κρασί· ἀλλά δέν τό πίνει ὅπως θά τό ἔπινε ἂν δὲν ἄκουγε τό κήρυγμά μου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πίνει το κρασί, αλλά και τον τρώει ὁ λόγος ο δικός μου. Αὐτά πού τοῦ εἶπα τον βασανίζουν, καί αυτά μπορούν να γίνουν αιτία να επιστρέψει. («... Εἰ γὰρ καὶ εἰσῆλθον εἰς καπηλεῖον, ἀλλ' οὐ μετὰ τῆς αὐτῆς αναισχυντίας εἰσῆλθον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς τραπέζης πολλάκις τῶν ἡμετέρων εμνήσθησαν λόγων, τῆς ἐπιτιμήσεως τῆς ἐπιπλήξεως καὶ μνησθέντες ησχύνθησαν, ἠρυθρίασαν κατὰ διάνοιαν οὐ μετὰ τοσαύτης ιταμότητος τὰ εἰωθότα ἔπραξαν. » (Κατὰ μεθυόντων, καὶ περὶ τῶν εἰς καπηλεῖα εἰσιόντων... PG 48, 964-965))
Ἐν τούτοις, ἀγαπητοί μου, το αποτέλεσμα του κόπου μας μπορεί να το δούμε σε τόπο και χρόνο απροσδόκητο. Σᾶς εἶπα, θα είχα πολλές ιστορίες να σας διηγηθῶ· ὅμως δέν μᾶς παίρνει ὁ χρόνος.
Αλλά μην ξεχνάμε ὅτι δέν σταλθήκαμε για να θερίσουμε, αλλά για να σπείρουμε. Ὁ ἱεραπόστολος δεν θερίζει· ὁ Θεός θερίζει. Ἐμεῖς θα σπείρουμε, ἐμεῖς θά μιλήσουμε· το παρακάτω ὁ Θεός θα κάνει. Θα θερίσει ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Αὐτό εἶναι δικό του θέμα· δέν είναι δικό μας. (Βλ. Ματθ. 13, 30. Αποκ. 14, 15. Ἰωάν, 4, 30-37. Α' Κορ. 3, 6-8.)
Στίς ἀντιξοότητες, τέλος, πρέπει νὰ ἀκοῦμε τή βεβαίωση τοῦ Κυρίου πρός τόν ἀπόστολο Παύλο, όταν βρισκόταν στην Κόρινθο και αντιμετώπιζε δυσκολίες: «Μὴ φοβοῦ ... διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ» (Πράξ. 18, 9-10.). Μή φοβάσαι ἐγώ είμαι μαζί σου!
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἂν ἀγαπᾶμε τον Κύριο και πιστεύουμε βαθειά σ' αὐτόν, ἐμεῖς πρῶτοι θα κινήσουμε να κάνουμε ἱεραποστολή, πριν προλάβει ὁ Κύριος νὰ μᾶς πεῖ πήγαινε ἐκεῖ καί πές ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο, γιατί θὰ ἔχουμε φιλοτιμηθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ εἶναι καί φιλότιμος άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν θα σπεύσουμε φιλοτιμούμενοι να μιλήσουμε για τον Χριστό, νὰ τὸν κηρύξουμε παντού· στό σπίτι μας, στον δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στην εξοχή, παντού! εὐκαίρως-ακαίρως. (Βλ. Β' Τιμ. 4, 2.) Ἡ ἱεραποστολή μας θὰ εἶναι ἡ καλύτερη έκφραση τῆς ἀγάπης μας προς Ἐκεῖνον καὶ τὴν Ἐκκλησία του.
Κυριακή, 12 Απριλίου 1981
21η ομιλία στην κατηγορία « Ἱερά Ἀποκάλυψις ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας : " Ἱερά Ἀποκάλυψις " εδώ ⬇️