20 Νοεμβρίου 2024

«Αδάμ, ποῦ εἶ;» - Πρόκληση μετανοίας. Ὁ φόβος ἀπό τήν ἐνοχή καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

†.Βρισκόμαστε στο σημεῖο πού οἱ πρωτόπλαστοι κάνουν τήν παράβαση απέναντι στόν Θεό. Ἄκουσαν λοιπόν τα βήματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο καί ἔσπευσαν να κρυφτοῦν ἀνάμεσα στα δένδρα.

   «Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέν. 3, 9). Καί κάλεσε ὁ Κύριος ὁ Θεός τόν Ἀδάμ καί τοῦ εἶπε: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;

   Ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. Πῶς τόν καλεῖ; Τόν καλεῖ ὡς κατηγορούμενο; Ὄχι, παιδιά· τόν καλεῖ ὡς πλάσμα Του, τόν καλεῖ σαν παιδί Του.

   Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι πλάσμα τῶν χεριῶν Του, γι' αὐτό καί τόν καλεῖ καί αὐτοπροσώπως. Ποιός δημιούργησε τόν Ἀδάμ; Ὁ Θεός. «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με» (Ψαλμ. 118, 73) λέει ὁ ψαλμωδός· τά χέρια Σου μέ ἔφτιαξαν καί μέ ἔπλασαν. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός μας καί ὁ πλάστης μας, Αὐτός τώρα αὐτοπροσώπως ἔρχεται να διορθώσει τήν κατάσταση.

   Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Αὐτὸς δι᾿ ἑαυτοῦ καλεῖ»· δηλαδή προσωπικά, ὁ ἴδιος ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. «Ὅρα πόση δύναμις ἐναπόκειται ἐν τῇ βραχείᾳ ταύτῃ λέξει... πολλὴν ἔχει τὴν ἰσχὺν μετὰ τῆς φιλανθρωπίας» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, PG 53, 137). Κοίταξε πόσο νόημα, πόση δύναμη κρύβεται μέσα σ' αὐτή τήν μικρή προτασούλα· «Ἀδάμ ποῦ εἶ», Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔχει πολλή ισχύ, μαζί μέ φιλανθρωπία.

   Πῶς μποροῦμε νά ἀποκρυπτογραφήσουμε αὐτό τό ὕφος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπ' αὐτή τήν παχύτητα τῶν λέξεων; διότι ὁ Θεός ὁμιλεῖ, καί φυσικά χρησιμοποιεῖ τό λεξιλόγιο τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως μποροῦμε, μέσα ἀπό μιά ἀνθρώπινη ατελή γλώσσα, νά ἀποκρυπτογραφήσουμε, να διαισθανθοῦμε πῶς ἀκριβῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός; Εἶναι γνωστό ὅτι πάντοτε ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἐκφράζει τά αἰσθήματα. Αλλά ἡ γλώσσα εἶναι ἀτελής· πῶς θά ἐκφρασθοῦν τά αἰσθήματα τοῦ Θεοῦ; Πῶς λοιπόν ἐμεῖς, μέσα ἀπ' αὐτές τίς ἀνθρώπινες λέξεις, μποροῦμε νά δοῦμε πῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός γιά τούς πρωτοπλάστους;

   Απ' ὅ,τι μποροῦμε νά καταλάβουμε, ἡ μικρή αὐτή φρασούλα, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; περιέχει ὕφος πολύ οἰκεῖο, δηλαδή ἕνα ύφος γεμάτο από φιλανθρωπία, ἀπό αἰσθήματα φιλάνθρωπα. Προσέξατε; τόν καλεῖ μέ τ' ὄνομά του!

   Βέβαια, κατά τήν συνήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὀνόματα δίδονται ἀπό κάποιο περιστατικό, ἀπό κάποιο γεγονός, ἀπό κάποια ιδιότητα, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

   Ἀδάμ σημαίνει χοϊκός. (Βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 21ο, ύποσ. 11, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης, 2018) Συνεπῶς: Χοϊκέ, ποῦ εἶσαι; Αλλά το χοϊκέ ὑπέχει πιά θέση ὀνόματος. Ὅπως καί ἡ Εὔα, πού σημαίνει ἀνδρίς, (Βλ. ἔνθ' άνωτ. Μάθημα 14ο, υποσημ. 23) μεταφράζεται ἐπίσης καί ὡς Ζωή –ὅπως και σήμερα πού δίνουμε ὄνομα σέ μιά κοπέλα καί τή λέμε Ζωή. Τί σχέση ἔχει ἡ Εὔα μέ τήν ζωή; Βεβαίως καί ἔχει κάποια σχέση μέ τή ζωή· γι' αὐτο καί πῆρε αὐτό τό ὄνομα. (Βλ. Γέν. 3, 20, καί Φλαβίου Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκή Αρχαιολογία, Λόγοι Κ΄, 1, 36, 3: «Ἔσσα δὲ καθ᾽ Ἑβραίων διάλεκτον καλεῖται γυνή, τὸ δ' ἐκείνης ὄνομα τῆς γυναικὸς Εὔα ἦν· σημαίνει δὲ τοῦ το πάντων μητέρα») Ἔτσι λοιπόν ἡ ἰδιότητα μεταβάλλεται σε ὄνομα.

   Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;... Εἴδατε πῶς τόν καλεῖ; Μέ τό ὄνομά του!

   Ἐάν εἴχαμε δικαστές, παιδιά, καί εἴχαμε ἕναν κατηγορούμενο στο εδώλιο, στο σκαμνί τοῦ κατηγορουμένου, ὁ δικαστής τί θά ἔλεγε; πῶς θά τοῦ ἀπευθυνόταν; Θά ἔλεγε: ὁ κατηγορούμενος τί ἔχει νά πεῖ; Ἄν πᾶτε ποτέ σέ δικαστήριο, αυτό ακούτε. Δέν λένε τό όνομα στο δικαστήριο, ἀλλά τήν ἰδιότητά του· ὁ κατηγορούμενος.

   Ἐδῶ ὅμως βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποκαλεῖ τόν Ἀδάμ κατηγορούμενο. Δέν λέει: κατηγορούμενε, ποῦ εἶσαι; Ὄχι· ἀλλά: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔτσι, ὁ Θεός καλεῖ τόν Ἀδάμ κατά τρόπο πολύ οἰκεῖο, πολύ συμπαθῆ, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο, παρά τήν πτώση του.

   Αλλά γιατί ὁ Θεός ρωτάει τόν Ἀδάμ ποῦ εἶναι;

   Αυτό δείχνει ότι θα περίμενε ὁ Θεός νά τόν βρεῖ σ' ένα σημεῖο γνωστό· αλλά δέν τόν βρίσκει, καί τόν φωνάζει. Σκεφτείτε τήν εἰκόνα αυτή, τήν τόσο ανθρώπινη, που κι ἐμεῖς, ὅταν δεν βρίσκουμε τόν ἄνθρωπό μας, τον φίλο μας ἐκεῖ πού θέλουμε, ἐκεῖ πού έχουμε ὁρίσει, τοῦ φωνάζουμε· πάμε στην πόρτα τοῦ σπιτιοῦ και φωνάζουμε: Γιάννη, Κώστα, Μαρία, ποῦ εἶσαι;

   Σε μια πρώτη κίνηση λοιπόν θα λέγαμε ὅτι ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ γιατί δέν τόν βρήκε ἐκεῖ πού ἔπρεπε νὰ τόν βρεῖ, κάπου μέσα στον παράδεισο. Ποῦ ἦταν ὁ Αδάμ; Ήταν κρυμμένος. Ὅμως ὁ Θεός ἀγνοεῖ ποῦ εἶναι ὁ Ἀδάμ; Ἀσφαλῶς ὄχι. (Ὁ ἅγ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος βάζει στο στόμα τοῦ Θεοῦ τά ἑξῆς λόγια: «Σὺ θέασαι ποῦ εἶ καὶ ἀπὸ ποίου ὕψους ἐν ποίῳ χάσματι κατηνέχθης· ἐγὼ γὰρ εἶδον καὶ ὁρῶ ποῦ εἰ καὶ ποῦ κατακρύπτη καὶ ἥκω ἀπεριγράπτως πρὸς σὲ κράζων· Ἀδάμ, ποῦ εἰ;» (Σωζόμενα Έργα, Ερμηνεία τῆς Ἐξαημέρου, 8, 8, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Πάφος 1996-2008, σ. 201)) Αλλά, μέ τήν ἐρώτηση που θέτει, θέλει να μάθει από το ίδιο το στόμα τοῦ Ἀδάμ τήν ὅλη υπόθεση, τό τί συνέβη, νά πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀδάμ συνέβη αὐτό καί αὐτό. Συνεπῶς ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ είχε μία πρόκληση μετανοίας, παρακινούσε τόν Ἀδάμ σε μετάνοια.

   Ὅλη αὐτή ἡ σκηνή θυμίζει ἀγαθόν πατέρα, πού θέλει να βοηθήσει τό παιδί του πού ἔχει παρεκτραπεί. 

   «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» ἡ ἐρώτηση αυτή μπορεῖ ἀκόμα να δημιουργήσει και μια βαθιά αυτογνωσία.

   Δέν ξέρω ἄν τό καταλαβαίνουμε αυτό. Ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει πέσει πολύ χαμηλά, μπορούμε κάποτε νά τόν φωνάξουμε μέ ἕναν τέτοιο τρόπο, πού καί μόνο ὁ τόνος τῆς φωνῆς μας μπορεῖ νά δημιουργήσει ὁλόκληρη ἐπανάσταση καί σφοδρό ἔλεγχο μέσα στην ψυχή αὐτοῦ τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.

   Ὅταν ὁ Θεός λέει ποῦ εἶσαι, Αδάμ; θέλει νά τοῦ πεῖ: Τώρα πού εἶσαι; Εγώ περίμενα νά σέ βρῶ ἐδῶ· ὅμως ποῦ εἶσαι; Μ' ἄλλα λόγια: Ποῦ ἤσουν πρώτα; καί ποῦ εἶσαι τώρα; Πρῶτα δεν κρυβόσουν· τώρα όμως κρύβεσαι. Αλλά γιατί εἶσαι κρυμμένος; Πῶς κατάντησες, Ἀδάμ, ἔτσι;...(«Ὤ φιλανθρωπίας Δεσπότου! ὡς ἀγνοῶν ζητεῖ, ἦν αὐτὸς ἐφυγάδευσε, καὶ ὡς οὐχ ὁρῶν καλεῖ ὁ τοῖς πᾶσι παρών. Ἀδάμ, Αδάμ, ποῦ εἶ; Ποῦ μοι τῶν ἐμῶν χειρῶν τὸ πλαστούργημα; ποῦ τῆς ἐμῆς ἀξίας ὁ ἔμψυχος ἀνδριάς; ποῦ τῆς ἐμῆς φυτουργίας ὁ φύλαξ; Αδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶ; Θρηνώδης ἐκ φιλοστοργίας ή κλήσις· Ποῦ εἶ; Ποῦ σοι τῆς ἐμῆς ὁμιλίας ή παρρησία; ποῦ σοι τῆς πρὸς ἐμὲ συνηθείας τὸ θάρσος; ποῦ σοι τὸ τῆς ἀξίας ὕψος; ἀντὶ φίλου δραπέτης; φάνηθι καλοῦντι. Δεῖξον τῷ ἰατρῷ τὸ τῆς παραβάσεως ἕλκος· δεῖξον τὴν πληγὴν τῆς γυμνώσεως· ἔχω γὰρ φάρμακα τοῦ τραύματος ἰσχυρότερα, ἔχω βοηθήματα, δι᾿ ὧν θεραπεύω τὰ τοῦ ὄφεως δήγματα...» (Βασιλείου Σελευκείας, Λόγοι, PG 85, 60BC)

   Θά ἀπαντήσει ὁ Ἀδάμ σε λίγο: Είμαι γυμνός, γι' αὐτό καί κρύφτηκα. Θα τοῦ πεῖ πάλι ὁ Θεός: Εγώ σέ ἔντυσα· ἐσύ πῶς λές ὅτι εἶσαι γυμνός...

   Πῶς εἶχε ντύσει αρχικά ὁ Θεός τόν Ἀδάμ; Τόν εἶχε ντύσει μέ τή θεία δόξα, ὅπως εἴχαμε πεῖ σέ κάποια πολύ παλιά μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμ. Γ', Μαθήματα 33ο και 34ο, εκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, καί Τόμ Δ΄, Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Κομνηνείου, 2020, καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία IC', PG 53, 131; «οὐδὲ γὰρ ἦσαν γυμνοί· ἡ γὰρ ἄνωθεν δόξα παντὸς ἱματίου μᾶλλον αὐτοὺς περιέσκεπε ... τὸ ἱμάτιον ἐκεῖνο τὸ καινὸν καὶ παράδοξον, τὸ τῆς δόξης λέγω καὶ τῆς ἄνωθεν εὐνοίας...») Ὅπως ἀκριβῶς καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παιδιά, ὅταν θά ἐπανέλθουμε, ἂν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, μετά την ανάσταση των νεκρών, φυσικὰ δὲν θὰ φορᾶμε αυτά τα ρούχα που φοράμε τώρα.

   Αὐτά τά ροῦχα, σέ μιά πρώτη διάσταση, εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, πού ὁ Θεός έκανε, καί δέν εἶναι παρά δανεικά· δέν εἶναι δικά μας αυτά τα ρούχα. Αὐτό το ροῦχο ἐδῶ πού φορῶ τώρα είναι μάλλινο, καί εἶναι ἀπό τό τρίχωμα ἑνός προβάτου. Δηλαδή ἔχω ντυθεῖ, ἔχω δανειστεῖ ξένα πράγματα, ξένα στοιχεία, γιά νά ντυθῶ ἐγώ. Ὁ Θεός ἐνέδυσε, λέει, ἔντυσε τούς πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες. Ὅμως δεν πρόκειται γι' αυτό· κατοπινά τούς έντυσε. Μέχρι τώρα τούς εἶχε ντυμένους μέ θεία δόξα· αὐτήν πού θά ἔχουμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φυσικά, δέν θά φορᾶμε ροῦχα· ὅμως θά εἴμαστε ντυμένοι· θά είμαστε ντυμένοι μέ θεία δόξα!

   Αν θέλετε, καί ὁ Χριστός, πού ἀναστήθηκε από τόν τάφο, δέν φοροῦσε ρούχα. Βέβαια, στα μάτια τῶν μαθητῶν Του, ὅπου ἐμφανίσθηκε, φαινόταν ὅτι φοροῦσε ρούχα· στην πραγματικότητα όμως δέν φοροῦσε. Τα ροῦχα μέ τά ὁποῖα τόν είχαν θάψει, τα σάβανα, τά νεκρικά ἱμάτια, παρέμειναν στον τάφο· δέν τά πῆρε μαζί Του, ἀφοῦ ὁ Κύριος βγῆκε ἀπ' αὐτά καί ἀναστήθηκε. Οι μαθητές βρῆκαν τά ρούχα αυτά, τα σάβανα, μέσα στο μνημεῖο. (Λουκά 24, 12. Ιωάν. 20, 4-7) Ὁ ἀναστηθείς Κύριος λοιπόν δέν φορούσε ρούχα. Επειδή όμως οἱ μαθητές σ' αὐτόν τόν κόσμο ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν ὅπως βλέπουμε κι ἐμεῖς, γι' αυτό κατ' οἰκονομίαν ἔβλεπαν τόν Χριστό να φοράει ροῦχα. Ὁ Χριστός εἶχε τό ἔνδυμα τῆς θείας δόξης.

   Συνεπῶς, ἔτσι ήταν ντυμένος καί ὁ Ἀδάμ μέσα στον παράδεισο· δέν ἦταν γυμνός. Αυτή όμως ή στολή ἐξαφανίστηκε ἀμέσως, ἔφυγε, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν· τότε είδαν τη γύμνωσή τους, τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι τούς ἔλειπε.

   Θυμηθεῖτε, στην παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐκεῖ πού ὁ πατέρας, ὅταν γυρίζει πίσω το παιδί του τό νεώτερο, ρακένδυτο, βρώμικο, κουρελιασμένο, λέει στους ὑπηρέτες: φέρετε την στολήν τήν πρώτην. (Βλ. Λουκά 15, 22) Ποιά εἶναι αὐτή ἡ στολή ἡ πρώτη; Εἶναι ἐκείνη πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος στον παράδεισο πρίν ἁμαρτήσει. Αὐτήν ἀποκτοῦμε πάλι στο Βάπτισμα. Μόνο πού ἐκεῖ πιά, ξαναλέω, δέν φαίνεται αὐτή ἡ στολή.

   Ὁ Χριστός ἐπίσης, ὅταν μεταμορφώθηκε στό ὄρος Θαβώρ, αὐτήν τή στολή είχε, τή θεία δόξα. Τι συνέβη τότε μέ τούς μαθητές; Ἄνοιξαν τά μάτια τους καί εἰδαν. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστός απέκτησε τη θεία δόξα ἐκείνη τήν ὥρα· τήν είχε πάντοτε ὁ Χριστός· αλλά τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί εἶδαν αὐτό τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ. (Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Εἰς τὰ Ἄσματα τῶν ἀσμάτων, PG 44, 1005C: «Τὸν ἥλιοειδῆ τοῦ Κυρίου χιτῶνα, τὸν διὰ καθαρότητος καὶ ἀφθαρσίας αὐτῷ περιτεθέντα, οἷον ἐπὶ τῆς τοῦ ὅρους μεταμορφώσεως ἔδειξεν.») Συνεπῶς αὐτή εἶναι ἡ στολή ἡ πρώτη πού παίρνουμε κατά τήν Βάπτισή μας. Σύμβολο αὐτῆς τῆς πρώτης στολῆς εἶναι τά λευκά ρούχα, ὁ λευκός χιτώνας πού φοροῦμε ὅταν βαπτιζόμαστε. (Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖ τόν λευκό χιτῶνα τῶν νεοφωτίστων ὡς σύμβολο τῆς ἐπανακτήσεως τοῦ ἐνδύματος τοῦ φωτός, τοῦ προπτωτικοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἀδάμ (Εἰς τὴν Κυριακὴν προσευχήν, PG 44, 1184Β), ὁ δέ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων ζητά ἀπό τούς νεοφωτίστους τήν περιβολή μέ τά ὄντως λευκά και λαμπρά πνευματικά ενδύματα (Κατήχησις Μυσταγωγική Δ΄, PG 33, 1104Β: «Ἀποδυσάμενον δὲ τὰ παλαιὰ ἱμάτια, καὶ ἐνδυσάμενον τὰ πνευματικῶς λευκά, χρὴ λευχειμονεῖν διαπαντός. Οὐ πάντως τοῦτο λέγομεν, ὅτι σε δεῖ λευκὰ ἱμάτια προβεβλῆσθαι ἀεί, ἀλλὰ τὰ ὄντως λευκὰ καὶ λαμπρὰ καὶ πνευματικά»))

   Ἔτσι, ὁ Θεός, μέ τό ποῦ εἶσαι; εἶναι σάν νά λέει στον Αδάμ: Είπες ότι είσαι γυμνός, γι' αυτό κρύφτηκες· εγώ όμως σε έντυσα, Ὕστερα λες ότι είσαι γυμνός· ἀφοῦ ἐγώ σε έντυσα, ποιός σέ ἔγδυσε; Εγώ σου έδωσα απλότητα, σοῦ ἔδωσα οικειότητα νά μέ συναντὰς· τώρα ἐσύ γιατί κρύβεσαι; Σκέψου ποιός ἤσουν πριν παραβεῖς τὴν ἐντολή. Δεν σου λέω ἂν τήν παρέβῆς ἢ δέν τήν παρέβης· θά σοῦ τό πῶ λίγο αργότερα· ἀλλά σκέψου ποιός ήσουν πρίν και ποιός εἶσαι τώρα, αὐτήν τή στιγμή. Αν θέλεις ακόμη, σκέψου τί μπορεῖς να γίνεις, ἐάν μετανοήσεις.

   Ὅλα αὐτὰ ὑπονοεῖ τό ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἰσχυρό, πολύ ἰσχυρό! Ἄν ζήσετε στή ζωή σας μερικές ἄσχημες καταστάσεις καί ἐπαναλάβετε αὐτό τό ἐρώτημα στόν ἑαυτό σας, τότε θά ἀντιληφθεῖτε πόσο ἰσχυρό ἐρώτημα εἶναι.

   Αλλά θα λέγαμε ἀκόμη ὅτι ὅπως εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ κρυμμένος πιά ἄνθρωπος, ὁ μή δυνάμενος νὰ ἀντέξει τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί κρυβόταν, ἔτσι ἀκριβῶς θά ἐμφανισθεῖ καί ὁ νέος Ἀδάμ, ὡς πεσμένος ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο θὰ δείξει ὁ Πιλάτος στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί θά πεῖ νά ὁ ἄνθρωπος!... νά ὁ βασιλιάς σας!...

   Ὁ Πιλάτος θα βγεῖ στόν ἐξώστη τοῦ δικαστικοῦτου μεγάρου καί θά δείξει τόν Ἰησοῦ νά φοράει ἐκεῖνον τόν κόκκινο χιτώνα, ὡς παρωδία της πορφύρας τῆς βασιλικῆς, ὡς κοροϊδία, ἀφοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔτσι εἶχε πεῖ, ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔντυσαν λοιπόν τόν Χριστό μέ μιά πορφύρα, γιά νά Τόν κοροϊδέψουν ὡς ψευτοβασιλιά. Εἶπε ὅτι εἶναι βασιλιάς, καί θά ἔπρεπε νά φοράει ένα στεφάνι, ἕνα στέμμα. Τοῦ ἔβαλαν λοιπόν ένα στεφάνι, ἀλλά ἀπό ἀγκάθια! Βλέπετε ὅτι ἡ ὅλη ἐμφάνισή Του είναι μία παρωδία. Επίσης, ὁ βασιλιάς κρατάει καί ἕνα σκῆπτρο·  Τοῦ ἔδωσαν κι ἕνα καλάμι! Ἔτσι, σιγά-σιγά, συμπληρώνεται ἡ εἰκόνα τῆς παρωδίας. Ὁ Πιλάτος βγάζει τόν Ἰησοῦ ἔξω στο πραιτώριο, καί σ᾽ ἐκεῖνο τό μαινόμενο πλῆθος, πού ζητοῦσε τήν θανατική Του καταδίκη, λέει: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», νά ὁ ἄνθρωπος... κοιτάξτε τον! (Ιωάν. 19, 4-16)

   Γιατί τό ἔκανε αυτό ο Πιλάτος; Τό ἔκανε φυσικά γιά νά ταπεινώσει τόν Χριστό, καί ἔτσι νά Τόν λυπηθοῦν ἐκεῖνοι πού ζητοῦσαν τή θανατική Του καταδίκη. Σάν νά τούς ἔλεγε: Γιά κοιτάξτε που κατάντησε αυτός ὁ ἄνθρωπος... Κοιτάξτε ἐξευτελισμός!... Θα μπορούσε ποτέ –ὅπως εἴπατε ἐσεῖς ὅτι δέν ἔχετε βασιλέα παρά τόν Καίσαρα– θά ἦταν δυνατόν ποτέ αὐτός, μέσα σ' αὐτή τήν παρωδία βασιλικῆς ἐξουσίας, νά εἶναι ὁ βασιλιάς σας;... Κοιτάξτε τόν ἄνθρωπο αὐτόν, κοιτάξτε το κατάντημά του!... Στο βάθος όμως, παιδιά, στην πραγματικότητα ὁ Πιλάτος ἔδειχνε τόν ἄνθρωπο, τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο –συνεπῶς καί τόν ἑαυτό του– πῶς κατάντησε!

   Ἔτσι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό κατάντημα τοῦ πεσμένου Αδάμ μέσα στον παράδεισο τό παίρνει πάνω του ὁ Ἰησοῦς Χριστός στο πραιτώριο του Πιλάτου, και με το δάκτυλο και το στόμα του Πιλάτου δείχνεται καί προσφωνείται; «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», να ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ παλαιός Ἀδάμ!

   Όταν βεβαίως ὁ Χριστός θά ἀναστηθεῖ, τότε θά δείξει ποιός εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Ὄχι πιά ἐκεῖνος πού ἔχασε τη θεία δόξα, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ Ἀδάμ πού ἔχει τώρα αναφαίρετα τη θεία δόξα, αὐτός πού ἔχει κοινωνία πιά μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματικά εἶναι ὁ Σωτήρας μας, εἶναι ἀληθινά Σωτήρας μας. Δέν εἶναι κατ᾽ ἀπομίμησιν, δέν εἶναι κατά φαντασίαν· εἶναι ὀντολογικός, είναι πραγματικός Σωτήρας μας! (Βλ. άγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολὴ ρα', Πρὸς Κληδόνιον, PG 37, 181C: «Τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται.»)

   Ακόμα, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Βλ. Λουκά 10, 30-37) δείχνει θαυμάσια τήν κατάσταση του Αδάμ. Ὅταν ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης περνοῦν καί βλέπουν ἐκεῖνον τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού κατέβαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στην Ιεριχώ καί ἀδιαφοροῦν, αὐτός ὁ πληγωμένος καί μισοπεθαμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα. Βλέπετε πως διαζωγραφίζεται, παιδιά, ὁ πεσμένος πιά ἄνθρωπος!

   Αλλά προσέξτε. Στην ερώτηση τοῦ Θεοῦ, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; ὑπονοεῖται καί μία ἄλλη ἐρώτηση· καί αὐτή βγαίνει ἀπό τόν διάλογο που σε λίγο θά διαμειφθεί. Θά πεῖ ὁ Ἀδάμ: Ὄχι, δεν φταίω εγώ· ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες! Θά πεῖ καί ἡ Εὔα: Δεν φταίω ἐγώ· φταίει τό φίδι· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε! Συνεπῶς ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ἀπατεώνα, κι αὐτός εἶναι ὁ διάβολος.

   Ρωτάει λοιπόν ὁ Κύριος, ὁ Θεός, –στό ποῦ εἶσαι; περιέχονται ὅλα αὐτά: Αδάμ, εἶσαι σέ ἄθλια κατάσταση. Κάποιος σοῦ εἶπε ὅτι θά μπορούσες να γίνεις ανώτερος ἀπό αὐτό πού σ' έκανα εγώ, δηλαδή να αυτοθεωθεῖς. Ὅμως σέ ἐξαπάτησε. Ποῦ εἶναι αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε; Εξαφανίστηκε!

   Παιδιά, καί σήμερα τό ἴδιο φαινόμενο ἐπαναλαμβάνεται. Θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, πόσους καί πόσους δέν ἐξαπατᾶ ὁ διάβολος μέ τή λογοτεχνία... 

   Πολλοί από σᾶς μέ ρωτᾶτε: Να διαβάσω λογοτεχνία; Πολλές φορές μάλιστα σᾶς ἐπιβάλλεται κι ἀπό τό σχολείο στο μάθημα τῶν Νεοελληνικῶν. Να διαβάσω λογοτεχνία; Σᾶς ἀπαντῶ ὅτι στο μεγαλύτερο μέρος της ἡ λογοτεχνία εἶναι ἐπικίνδυνη. Διότι ὁ τεχνημένος λόγος –αὐτό θά πεῖ λογοτεχνία· ὁ λόγος πού εἶναι ὅμορφα φτιαγμένος– στην πραγματικότητα δέν εἶναι παρά ἕνας φορέας ἰδεῶν. Ἄν λοιπόν μέ τόν ὡραῖο αὐτόν φορέα, το ὡραῖο δοχεῖο, παίρνεις καί ἕνα περιεχόμενο σάπιο, παίρνεις προσανατολισμό πού θά σέ ἀποκλίνει ἀπό τόν ἀληθινό σου προορισμό, τότε τί γίνεται; Τότε δέν εἶναι ἡ λογοτεχνία πραγματικά ένας μεγάλος ἀπατεώνας; Προσέξτε τη λογοτεχνία, παιδιά! Ἡ λογοτεχνία, πραγματικά, ἐξαπατά πολλούς.

   Μήπως καί ἡ φιλοσοφία; δέν ἐξαπατά πολλούς ἀνθρώπους; Ἡ μαγεία; Πόσοι σήμερα καταφεύγουν στη μαγεία... Καί ἐκεῖ ἀπό πίσω, ὁ διάβολος κρύβεται. Ὅπως ἀκριβῶς κρύβεται και στη νομιζόμενη ἐλευθερία μέσα στη ζωή μας· μιά ἐλευθερία πού δέν εἶναι βεβαίως πιά ἐλευθερία· εἶναι ἀσυδοσία. Στην πραγματικότητὰ ὁ διάβολος αυτό είχε υποβάλει στους πρωτοπλάστους· να κινηθούν προς μια αυτοθέωση, χωρίς τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθεροι πιά! (Τήν χωρίς Θεό θέωση ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν όνομάζει ψευδῆ θέωση: «ἐν τούτῳ γὰρ ὁ ὄφις οὐκ ἔσχε παρείσδυσιν, οὐ τῆς ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως, τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (PG 96, 725Α). Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Δ', Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ιερ. Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2020)

   Ξέρετε, για μια στιγμή, όταν κανείς πεῖ δεν υπάρχει ο Θεός, δεν έχω τα δεσμά Του, ὁ πατέρας μου δέν είναι παρών, ή μάνα μου δεν είναι παρούσα, αισθάνεται ελεύθερος άνθρωπος. Έτσι νομίζει· ὅτι εἶναι ἐλεύθερος άνθρωπος. Αυτό όμως είναι απάτη· διότι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἐμπνέει τη δήθεν ελευθερία θα σε αφήσει τελικά καί ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Ἐξηγώ.

   Ἔχω μπροστά μου νέα παιδιά, νέους και νέες. Πόσες φορές, ὅταν οἱ γονεῖς σας σας επέπληξαν για κάτι ἢ σᾶς περιόρισαν, σᾶς εἶπαν δὲν θὰ πᾶς ἐκεῖ, δέν θά κάνεις ἐκεῖνο, δέν αἰσθανθήκατε μέσα σας ἕνα ἄσχημο αίσθημα... Καί ἄν, για μια στιγμή, καταφέρνατε να ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τούς γονεῖς σας, θα λέγατε; , τώρα δέν εἶναι οἱ γονεῖς μου ἐδῶ· θα κάνω ὅ,τι θέλω. ραῖο αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας! Ἄν ὅμως σᾶς ἔλεγαν, εὐθύς μετά, ξέρετε, οἱ γονεῖς σας ἔχουν πεθάνει, τούς ἀπήγαγαν, ἐξαφανίστηκαν, τί αἴσθημα θά εἴχατε; Ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Καί τώρα, πῶς θά ζήσω; πῶς θά φάω; πῶς θά κινηθῶ;... Θά αἰσθανόσασταν μετέωροι, ὅτι εἴσαστε σε έναν κόσμο ἄξενο, ἀφιλόξενο. Τώρα ποιός θά μέ προστατεύσει; ὁ γείτονας; ἡ πολιτεία; ποιός; οἱ γονεῖς μου δέν ὑπάρχουν!

   Αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας, παιδιά, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν στιγμή πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας δολοφονεί μέσα στην ψυχή του τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Λέει: Δέν θέλω να πιστεύω στον Θεό. Ο Θεός δέν εἶναι Πατέρας. Ὁ Θεός δέν εἶναι τίποτα. Δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Μόλις τό πεῖ, αἰσθάνεται ἄνετα· αλλά σέ λίγο αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μόνος μέσα στη δημιουργία, μέ αὐτά τά αἰσθήματα τῆς ἀνασφαλείας.

   Ἡ ἐποχή μας, ὅσο καμμιά άλλη εποχή, ἐπειδή ἔχει μία έξαρση στήν ἀθεΐα, έχει καί τό αἴσθημα αὐτῆς τῆς ἀνασφαλείας. Φυσικά αὐτή ἡ ἀνασφάλεια μεταφράζεται μέ πολλούς τρόπους. Ἕνας απειλούμενος πόλεμος στην πραγματικότητα μου δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀνασφαλείας. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού θά μέ ἔκανε ἐμένα νά νιώθω ασφαλής, ὅταν ξέρω πώς ὁ ἄλλος θα μποροῦσε νά μοῦ κηρύξει τόν πόλεμο, να πατήσει ένα κουμπί και νά μοῦ ἐξαπολύσει μία ατομική βόμβα; Τί εἶναι ἐκεῖνο; Τη στιγμή πού δέν ἔχει Θεό, τί τόν ἐμποδίζει νά τό κάνει; Δέν τόν ἐμποδίζει τίποτε ἀπολύτως. (Βλ. "Χωρίς Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται" (Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ)

   Ποιός λοιπόν θά μέ ἀσφαλίσει ἐμένα; Μήπως ὁ γείτονάς μου πού δέν ἔχει Θεό;... πού ὅταν ἐγώ λείψω γιά λίγο από το σπίτι μου, θα μου κάνει διάρρηξη καί θα μου ξεγυμνώσει ολόκληρο το σπίτι μου;... Μπορώ ἐγώ νά ἔχω κάπου ἐμπιστοσύνη; Γιατί; Διότι λείπει ὁ Θεός.

   Βλέπετε, αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας μεταφέρεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς μας· γιατί; διότι δολοφονήσαμε τον Θεό, ὡς προστάτη, ως πατέρα, ὡς πρόσωπο πού εἶναι πάνω ἀπό τό δικό μας πρόσωπο, ὡς πρόσωπο αυθεντίας, ὡς πρόσωπο κύρους. Τόν δολοφονήσαμε, για να εμφανίσουμε την αυθεντία τῆς ἀφεντιᾶς μας, τῆς ἀφεντομουτσουνάρας μας... –νά σᾶς τὸ πῶ ἔτσι–, για να δείξουμε ὅτι ἐμεῖς μόνον εἴμαστε, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, ὁ Θεός γιά μᾶς δέν ὑπάρχει! Τί ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος...

   Ἔτσι λοιπόν, παιδιά, θά ἔλεγε ἐδῶ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, στον Αδάμ: Ἀδάμ, αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε ποῦ εἶναι τώρα; ποῦ πῆγε; Σέ ἐγκατέλειψε. Εἶδες τόν ἀπατεώνα;...

   Παιδιά, τό ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», τό Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι, θα πρέπει πολύ συχνά νά τό θέτουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ὅταν κάποια στιγμή δέν πηγαίνουμε καλά, δέν μελετάμε σωστά τα μαθήματά μας,τεμπελιάζουμε, ἔχουμε βάλει νερό  στο κρασί μας ὡς προς τις σχέσεις μας μέ τήν Ἐκκλησία, ἤ μέ τούς γονεῖς μας ἢ μέ τό περιβάλλον μας γενικά, πρέπει να θέτουμε τὸ ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Γιάννη, Κώστα, Πέτρο, Μαρία, Κατίνα... ποῦ εἶσαι; τί κάνεις; ποῦ πᾶς; τί φτιάχνεις;... Ξέρετε πόσο σπουδαῖο εἶναι; Εἶναι σπουδαιότατο, γιατί γεννάει τήν αὐτογνωσία, ὅπως εἴπαμε, καί αὐτό ἀκριβῶς σώζει.

   «Καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην.» (Γέν. 3, 10) Καί ἀπαντάει ὁ Ἀδάμ: Ἄκουσα τήν φωνή Σου, καθώς περπατούσες στον παράδεισο, καί φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός, και κρύφτηκα.

   Ὅλα τά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ στίχου τά ἔχουμε ἀναλύσει σε περασμένα μας μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Ε΄, Μαθήματα 59ο και 60ό, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2021) Μόνο ένα σημείο δέν ἀναλύσαμε, μόνο μία λέξη, ἐκεῖνο τό «ἐφοβήθην». 

   Βλέπετε, ἡ ἐνοχή αμέσως γεννάει τόν φόβο· ὁ ἔνοχος πάντα φοβάται. Αλλά ἡ ἐνοχή προϋποθέτει ἔνοχον ἔναντι κάποιου. Ἔχω ἐνοχή, εἶμαι ἔνοχος· αλλά απέναντι σέ ποιόν; Πάντοτε, ὅταν λέμε ὅτι κάποιος εἶναι ἔνοχος, πρέπει νά ποῦμε σε ποιόν, πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος. Αὐτός ὁ κάποιος ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. 

   Προσέξτε όμως· κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Ἔκτοτε, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, ὁ κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Αὐτό πιά εἶναι μία ψυχολογική καί μία ἠθική απόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός κριτής, Θεός προσβληθείς.

   Ὅταν ἐγώ φοβᾶμαι, σημαίνει ὅτι εἶμαι ἔνοχος ἀπέναντι σε κάποιον, ὁπωσδήποτε, είτε αυτή ἡ ἐνοχή εἶναι στή συνείδησή μου εἴτε εἶναι στο υποσυνείδητό μου. Ἄν γιά μιά στιγμή, όπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ξέρεις ότι σε κυνηγάει ἡ Ἀστυνομία καί είσαι στο σπίτι σου, ἀκόμα καί ὁ πιό μικρός θόρυβος, ένας χτύπος στην πόρτα, θα σε βάλει ἀμέσως σε έναν μεγάλο φόβο, ὅτι νά, ήρθαν να με πιάσουν... ήρθαν!... Ἔναντι τίνος εἶναι αὐτή ἡ ἐνοχή; Ἔναντι κάποιου πρός τόν ὁποῖο ἐσύ ἔχεις κάνει κάτι κακό. Ὥστε αυτό δείχνει ὅτι, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τον φόβο μέσα μας, αὐτός ὁ φόβος ἀποτείνεται στον Θεό.

   Ο φόβος κάποτε μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπό τά ζῶα –φοβόμαστε ένα σκυλί, φοβόμαστε τα θηρία σ' ἕνα δάσος. Μπορεῖ ἀκόμη να προέρχεται καί ἀπό τήν ἄψυχη φύση, δηλαδή ἀπό έναν σεισμό, ἀπό μία πλημμύρα, ἀπό έναν κεραυνό. Γιατί όμως φοβόμαστε; Στην πραγματικότητα, στο βάθος, φοβόμαστε τόν Θεό.

   Ἔτσι, ὁ φόβος, μετά την πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἔγινε συμφυής μέ τόν ἄνθρωπο, μπῆκε στο κύτταρο του μέσα.

   Θυμᾶμαι πού κάποτε ήμασταν πολλοί ἱερεῖς στην Αθήνα σέ μιά αἴθουσα, κάναμε ἕνα θέμα, καί ἀκούστηκε μία φοβερή έκρηξη. Φυσικά, όλοι τρομάξαμε, πεταχτήκαμε! Ὅπως καί τώρα, εάν, μή γένοιτο, γίνει μία έκρηξη, καί ποιός δέν θά φοβηθεῖ; Καί ὁ ὁμιλητής, κληρικός καί αὐτός, σταμάτησε καί μᾶς εἶπε: Εἴδατε, πατέρες, εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι. Ὅλοι μέσα μας ἔχουμε τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς· ὅλοι τρομάζουμε.

   Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, γιατί μπήκε ὁ φόβος μέσα στο κύτταρό μας, ἔγινε ἕνα μέ τή φύση μας. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔγινε γιά νά φοβάται. Ο φόβος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ὁ φόβος στην πραγματικότητα ἔχει μία μεταφυσική διάσταση. Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τρομάζει ὄχι μόνο όταν κάτι συμβαίνει μέσα στη φύση, αλλά τρομάζει και από κάτι πού εἶναι ὑπερφυσικό.

   Τώρα μπορείτε να κάνετε μία υπόθεση, χωρίς να σᾶς ὑποβάλλω, γιά νά καταλάβετε ὅσα σᾶς λέω. 

   Αν πηγαίνατε στο σπίτι σας καί μένατε στο δωμάτιό σας μόνοι σας, καί γιά μιά στιγμή εμφανιζόταν ὁ διάβολος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Ἄν ἐμφανιζόταν ἕνας ἄγγελος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Δέν θά τρομάζατε; Ὅ,τι καί ἄν ἐμφανισθεῖ, κάτι πού εἶναι ξένο στή φυσική μας διάσταση, μας τρομάζει. Γιατί; Διότι ἐρχόμαστε σε μία μεταφυσική θα λέγαμε ἐπαφή. 

   Ὁ Ἀδάμ, ρωτάω, φοβόταν ὅταν ἐρχόταν ὁ Θεός καί τόν συναντούσε; Ὄχι. Τώρα ὅμως φοβάται. Πότε; Ὅταν κατέστη ἔνοχος απέναντι στόν Θεό. Πρίν, ὅταν δέν ἦταν ἔνοχος, δέν φοβόταν. Ἐρχόταν μέ τόση οἰκειότητα ὁ Θεός, μέ τόση φυσικότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄνθρωπος κάνει επίσκεψη στον φίλο του· τόσο απλά. 

   Ἐν τούτοις θα λέγαμε ὅτι ὅπως ὁ θάνατος είναι ταυτόχρονα και τιμωρία καί εὐεργεσία –θά τό δοῦμε αὐτό πιό κάτω σέ ἕνα ἑπόμενο μάθημά μας– ἔτσι εἶναι καί ὁ φόβος.

   Γιατί εἶναι τιμωρία ὁ θάνατος; Ὁ Θεός εἶπε: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17), τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε θα πεθάνετε, δηλαδή θα τιμωρηθεῖτε. Τί σημαίνει θα πεθάνετε; Σημαίνει: Εγώ ἔκανα με δυό στοιχεία τήν ύπαρξή σας, σῶμα καί ψυχή. Αὐτά τά στοιχεῖα θα χωρισθοῦν· τό ἕνα θα διαλυθεῖ, τό ἄλλο δέν θά διαλυθεῖ. Αυτό βεβαίως εἶναι μία τιμωρία· ταυτοχρόνως ὅμως ὁ θάνατος είναι καί μία ευεργεσία. Δέν σᾶς λέω τό γιατί· θά τό ποῦμε ὅταν φθάσουμε στο οἰκεῖο σημείο.

   Ἔτσι κι ἐδῶ, παιδιά, ὁ φόβος, ἐνῶ εἶναι ἕνα πτωτικό φαινόμενο, καί συνεπῶς ἕνα κακό στοιχεῖο, ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καί ἕνα ἀγαθό στοιχεῖο, ἕνα ευεργετικό στοιχεῖο. Είναι πολύ ευεργετικό στοιχεῖο ὁ φόβος· ᾶς τό δοῦμε αὐτό. (Βλ. ἱερ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Θ΄, δ΄, PG 53, 79: «Εἰ δὲ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθεν ὁ φόβος, καὶ τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας μέγιστον τεκμήριον»)

   Βλέπουμε τον φόβο όπωσδήποτε να απομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἀδάμ κρύφτηκε γιατί φοβήθηκε. Ταυτοχρόνως όμως ο φόβος κρατάει τόν άνθρωπο να είναι πλάι στον Θεό. Όταν φοβάμαι, που καταφεύγω; στον Θεό. Ο φόβος λοιπόν γίνεται ἕνα στοιχεῖο πού μέ απομακρύνει από τόν Θεό καί ταυτό χρονα μέ ἐλκύει, με τραβάει προς τόν Θεό, καί ἔτσι μέ προστατεύει. Ἐάν ὁ φόβος δεν είχε αυτή την ιδιότητα,νὰ ἀπομακρύνει ἀλλά καί νά ἑλκύει τόν ἄνθρωπο ὥστε να καταφεύγει τελικά στον Θεό επειδή φοβάται, τότε ό ἄνθρωπος θά ἔπεφτε σε μυρίους γκρεμούς!... Εἶναι ὁ περίφημος φόβος τοῦ Θεοῦ!

   Αλλά, θα ρωτούσαμε, γιατί κρύφτηκε ὁ Ἀδάμ;

   Διότι απέκτησε φόβο Θεού.

   Τόν είχε πρώτα;

   Σᾶς εἶπα, ὄχι.

   Αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι κακό;

   Εἶναι καί κακό, εἶναι καί καλό. Κακό γιατί δείχνει ὅτι εἶναι πεσμένος ὁ ἄνθρωπος· καλό γιατί δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή φοβάται τον Θεό, τόν πλησιάζει. Μάλιστα, όσο λιγότερο ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο καί δέν φοβᾶται καί φοβᾶται· καί τά δυό αυξάνονται. Καί δέν φοβάται τόν Θεό –γιατί λέει είναι Πατέρας μου ὁ Θεός– καί ταυτόχρονα αὐξάνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· αὐξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

   Τόν φόβο αυτόν –μή σᾶς κάνει ἐντύπωση– τόν γεννᾶ καί τόν διατηρεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, ὅταν σας ευχήθηκα για την καινούργια χρονιά, καί εἶναι σ' ἕνα ιδιόμελο του Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων: «Φωνή Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα· Δεῦτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεού, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστού.». Φωνή Κυρίου πάνω από τα νερά φωνάζει λέγοντας ἐλᾶτε ὅλοι να πάρετε πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, και πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ πού ἐμφανίστηκε. Το Πνεύμα τό Ἅγιο εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμπνέει τον φόβο τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνον τόν φόβο μᾶς δίνει ὡς δῶρο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἔρχεται νά μᾶς δώσει ὅ,τι θά μᾶς δώσει ἐπειδή «ἐπεφάνη», ἐπειδή παρουσιάστηκε ὁ Χριστός.

   Αὐτός ὁ φόβος εἶναι γονιμοποιός.

   Ὁ Ἡσαΐας, στην Ὠδή του, λέει: «Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας.» ('Hσ. 26, 17-18). Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου Σου, Κύριε, ἐγκυμονήσαμε, πονέσαμε και γεννήσαμε πνεῦμα σωτηρίας· δηλαδή μπήκε ο φόβος μέσα στα σπλάχνα μας, όπως ἀκριβῶς ὑπάρχει τό ἔμβρυο στα σπλάχνα τῆς μάνας του. 

   Δέν θά μπορέσεις ποτέ, παιδί μου, νά ἀποκτήσεις πνεῦμα σωτηρίας, ἐάν δέν κυοφορήσεις στα σπλάχνα σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ! 

   Θυμηθείτε τί συνέβη ανάμεσα στους δύο ληστές στόν σταυρό, ὅταν ἄνοιξαν διάλογο μεταξύ τους. Ενώ ὁ ἕνας συνέχιζε νά βλασφημεῖ, ὁ ἄλλος τοῦ λέει: Γιατί βλασφημᾶς; «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;». Δεν φοβᾶσαι σύ τόν Θεό;... Γιά τήν ἴδια αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς στόν σταυρό μέ τοῦτον τὸν ἀθῶο; Τί τόν βλασφημᾶς;...

   Είδατε τή φράση «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;», δέν φοβᾶσαι τόν Θεό; Καί κοιτάξτε πῶς αὐτός ὁ φόβος γέννησε τη σωτηρία· στράφηκε προς τον Χριστό και είπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκά 23, 40-42).

   Γιατί τό εἶπε αὐτό; Γιατί μέσα του γεννήθηκε ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Νωρίτερα, σαν ληστής, είχε τον φόβο τοῦ Θεοῦ; Δέν τόν εἶχε. Αυτό είναι τό θαῦμα· ἐκείνη την στιγμή γεννήθηκε μέσα του ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Ποιός γέννησε τον φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα στην καρδιά τοῦ ληστοῦ; Το Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καί σώθηκε ὁ ληστής. Αντίθετα, θα λέγαμε, ὁ ἄλλος ληστής ἔμεινε ἀ-θεόφοβος, χωρίς φόβο Θεοῦ. Εἶναι αὐτό πού τό λέμε καί ύβριστικά σε κάποιον ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, δηλαδή δέν ἔχει μέσα του τον φόβο τοῦ Θεοῦ,

   Ακόμη, παιδιά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ τά κεκτημένα, ἐκεῖνα πού ἔχουμε ἀποκτήσει. Ποιά είναι τα κεκτημένα; Εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ σοφία, ὅ,τι ἀγαθό ἔχουμε μέσα μας. Αὐτά τά διατηρεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ απόστολος Παῦλος: «μετά φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε»  (Φιλιπ. 2, 12), μέ φόβο καί τρόμο να κατεργάζεστε την δική σας σωτηρία. Αν θέλετε, αὐτός εἶναι ὁ φόβος τῶν ἁγίων. Οἱ ἅγιοι ἔχουν ἕναν μεγάλο φόβο· ποιόν φόβο; μή πέσουν, μή χάσουν τόν Θεό, μή χάσουν τήν ἀρετή, μή χάσουν τα κεκτημένα. 

   Αν με ρωτήσετε γιά ἐκεῖνο τό χωρίο πού λέει ὁ ευαγγελιστής Ιωάννης ὅτι «η τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τον φόβον,» (Α΄ Ιωάν, 4, 18) αυτό, παιδιά, αναφέρεται στον ἔνοχο φόβο, καί ὄχι στον γονιμοποιό φόβο. Μήπως δέν ἦταν ὁ απόστολος Παῦλος, παρακαλῶ, ἐκεῖνος πού είχε σε ὕψιστο βαθμό τήν τελεία ἀγάπη, πού «έξω βάλλει τον φόβον»; Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος λέει «μετα φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε», που σημαίνει ὅτι ἡ τέλεια αγάπη βγάζει ἔξω τόν ἔνοχο φόβο, τόν φόβο πού γεννιέται από την ενοχή, καί ὄχι αυτόν τόν γονιμοποιό φόβο.

   Τέλος, παιδιά, ο φόβος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σ' αυτήν τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἐνάρετος βίος. 

   Από τίς Παροιμίες, διαβάζουμε: «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. 1, 7). Ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχή δηλαδή τοῦ ἐναρέτου βίου –σοφία θά πεῖ ἐνάρετος βίος– είναι ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Θες να ξεκινήσεις να κτίζεις τό οικοδόμημα τῆς ἀρετῆς μέσα σου; Βάλε μέσα σου τον φόβο τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά ἐπιτύχεις στο τέλος τῆς χρονιᾶς, τῆς σχολικής χρονιάς, καί μάλιστα με πολύ καλό βαθμό; Βάλε τόν φόβο των ἐξετάσεων. Βάλε τόν φόβο από τον Σεπτέμβριο, και πές; Τί θά κάνω τόν Ἰούνιο; πῶς θά γράψω; Ο φόβος θα σε κάνει να καθήσεις να διαβάζεις. Βλέπετε λοιπόν τί εἶναι αὐτός ὁ γονιμοποιός φόβος, ο σπουδαῖος αὐτός φόβος;...

   Καί ἐπειδή ή Σοφία, στην Παλαιά Διαθήκη, παιδιά, εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τότε ἡ ἀρχὴ σοφίας, που τίθεται ἀπό τόν Χριστό στην κάθε ψυχή ὡς ἀρχή πνευματικοῦ βίου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός θά ἔρθει νά σου βάλει αὐτόν τόν φόβο. Βλέπετε λοιπόν ὅτι πρέπει να κρατήσουμε, παρακαλῶ, αὐτόν τόν φόβο;

   Ἀλλά θά μοῦ πεῖτε ὅτι στήν ἐποχή μας θεωρούμε τόν φόβο σάν νά εἶναι μία κατάσταση συμπλεγματική, κομπλεξική. Ὅλοι σήμερα λένε, ἰδίως οἱ ψυχολόγοι, μακριά ὁ φόβος ἀπό τό παιδί, ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ναί, ἀλλά τόν ἔνοχο φόβο· ὄχι τον γονιμοποιό. Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι ταυτίζουμε τόν γονιμοποιό μέ τόν ἔνοχο φόβο, καί ἔτσι μαζί μέ τό κακό πετοῦμε καί τό καλό. Αὐτό ὅμως εἶναι λάθος.

   Ὁ φόβος ὁ σωστός εἶναι στεφάνι στόν ἄνθρωπο. Ἡ Σοφία Σειράχ λέει: «φόβος Κυρίου δόξα καὶ καύχημα καὶ εὐφροσύνη καὶ στέφανος ἀγαλλιάματος» και «φόβος Κυρίου τέρψει καρδίαν, καὶ δώσει εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν» (Σοφ. Σειρ. 1, 11-12). Ὁ φόβος Κυρίου εἶναι δόξα καί καύχημα καί στεφάνι ἀγαλλιάσεως· ὁ φόβος Κυρίου θά γεμίζει μέ εὐχαρίστηση τήν καρδιά καί θά δίνει εὐφροσύνη καί χαρά και μακροζωία.

   Βλέπετε λοιπόν, ὁ Ἀδάμ φοβήθηκε και κρύφτηκε· αὐτός ἦταν ὁ ἔνοχος φόβος. Ἔκτοτε ὅμως, ἐκεῖνος πού πλησιάζει τόν Θεό αποκτάει αὐτόν τόν γονιμοποιό φόβο, γιά νά μή χάσει τόν Θεό, ἀλλά καί τά κεκτημένα από Αὐτόν. Ἀλλά θά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 13 Ἰανουαρίου 1985


61η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

19 Νοεμβρίου 2024

Ὁ Θεός, περιπατῶν στόν παράδεισο, καλεῖ τόν Ἀδάμ· ὁ δέ Ἀδάμ ἐκρύβη.

†.Ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ὁ Μωυσῆς, σημειώνει ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι, μετά τήν πτώση, «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ»  (Γέν. 3, 8). Ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος περπατοῦσε στόν παράδεισο· ὅπως ἀκριβῶς ἀκοῦμε τά βήματα κάποιου πού ἔρχεται.

   Εἴπαμε βέβαια τήν περασμένη φορά ὅτι ὁ Θεός δέν κινεῖται, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν περπατάει, ὁ Θεός δέν ἔχει πόδια· ἐδῶ ἡ ἔκφραση πρέπει νά ἐκληφθεῖ ἀνθρωπομορφικά.

   Πῶς ὅμως ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ; Εἴχαμε πεῖ ὅτι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδηση. Ἄκουσαν ὅμως αληθινά φωνή;

   Οπωσδήποτε ἄκουσαν καί ἐξωτερικά φωνή. Τό φαινόμενο δέν πρέπει νά ἦταν μόνο εσωτερικό· ἦταν καί ἐξωτερικό.

   Παρότι ὅμως τό χωρίο ἐκφράζει ἕναν ἔντονο ἀνθρωπομορφισμό –ὅτι ὁ Θεός περπατάει καί ἔρχεται να συναντήσει τους πρωτοπλάστους–, δέν ἀποκλείεται οἱ πρωτόπλαστοι να δέχθηκαν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφή ἀγγέλου· ὅπως ἀκριβῶς δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφή τριῶν ἀγγέλων καί ὁ Ἀβραάμ. (Βλ. Γέν. 18)

   Φαίνεται λοιπόν ὅτι μᾶλλον –πέρα ἀπό ἕναν έσωτερικό ἔλεγχο– ἔχουμε καί μία ἐξωτερική εμφάνιση τοῦ Θεοῦ.

   Τό ὅτι κρύφτηκαν μέσα στο δάσος δέν εἶναι ἕνα ἀποτέλεσμα μόνο τῶν τύψεων τῆς συνειδήσεως· μᾶλλον δείχνει ὅτι κάτι πρέπει νά εἶδαν. Φαίνεται ὅτι ἦρθε ὁ Θεός πράγματι περιπατῶν, δηλαδή ὡς ἄγγελος. Ἔτσι φαίνεται. Αντελήφθησαν πάντως τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Μέ ποιόν τρόπο δέν τό γνωρίζουμε ἀκριβῶς, δέν μᾶς τό καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή.

   Βέβαια, ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάνω στο σημείο αυτό λέει ὅτι εἶναι χαρακτηριστικό ἐκείνων πού ἔχουν τύψεις συνειδήσεως νά ἐνοχλοῦνται ἀπό τόν πιό μικρό θόρυβο· ὅ,τι νά ἀκούσουν, νομίζουν ὅτι ἔρχεται ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἔχουν κάνει κάποια αβαρία, κάποια ἁμαρτία. (Βλ. Εἰς τὴν Γένεσιν, Ομιλία ΙΖ΄, PG 53, 135 κ.ε.)

   Ωστόσο, δέν θορυβοῦνταν οἱ πρωτόπλαστοι ὅταν ἐρχόταν σ' αὐτούς ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι αὐτές οἱ ἐπισκέψεις ἦταν οἰκεῖες, γνωστές στους πρωτοπλάστους. Τώρα ὅμως, ἐπειδή παρέβησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί θορυβοῦνται, γι' αὐτό καί κρύβονται.

   Πάντως ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς φανερώνει καί μᾶς τό λέει, ὅτι ὁ Θεός, πρό τῆς πτώσεως, πρέπει νά ἐμπεριπατοῦσε –νά χρησιμοποιήσω αυτήν τη λέξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς– καί εντός καί ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός σαφῶς λέει στην Παλαιά Διαθήκη –καί μάλιστα ἐπαναλαμβάνεται καί στήν Καινή Διαθήκη– ὅτι θά κατοικήσω μέσα τους καί θά περπατήσω ἀνάμεσά τους, αὐτοί θά εἶναι παιδιά μου κι ἐγώ πατέρας τους, αὐτοί θά εἶναι λαός μου καί ἐγώ Κύριός τους και Θεός τους, ἐκεῖνο τό ἐμπεριπατήσω πῶς μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε; Πῶς ἐμπεριπατεῖ ὁ Θεός;

   Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πρέπει οπωσδήποτε νά ἔχουμε μία ἐμπεριπάτηση τοῦ Θεοῦ ἐσωτερική. Δέν ἀποκλείεται ὅμως νά εἶναι καί ἐξωτερική, ὅπως σᾶς ἀνέφερα στην περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ. (Βλ. Δευτ. 23, 15. Β' Βασ. 7, 6)

   Ὁ Ἀβραάμ βλέπει μπροστά του τρία πρόσωπα, τρεῖς ἄνδρες. Τούς βάζει να καθήσουν να φάνε. Δέν γνωρίζει στην αρχή ποιοί είναι. Αντιλαμβάνεται ὅμως ὅτι ἔχει να κάνει μέ τόν Θεό. Γι' αυτό, ἐνῶ εἶναι τρεῖς, τούς μιλάει σε Ἑνικό αριθμό· Κύριε, καί ὄχι Κύριοι. Καί ὅταν ὁ Θεός λέει ὅτι θά καταστρέψει τα Σόδομα, δέν αἰσθάνεται ὁ Ἀβραάμ ὅτι ἔχει να κάνει με κάποιον ἄνθρωπο πού τοῦ μιλάει, ἀλλά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό.

   Έτσι, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔχουμε τὴν ἐμπεριπάτηση αυτή κυρίως ὡς ἐσωτερικό φαινόμενο. Στόν παράδεισο ὅμως θά πρέπει ὁ Θεός νά ἐμπεριπατοῦσε καί ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά.

   Ὅταν θα ξαναγυρίσουμε πίσω, μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν εἴσοδό μας στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε πάλι ὁ Θεός θά εἶναι ἐμφανής καί ἐντός καί ἐκτός, καί μέσα μας καί ἀπ᾿ ἔξω μας. Θά δοῦμε τό πρόσωπό Του –μή τό ξεχνούμε ποτέ αὐτό– τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! (Βλ. Αποκ. 22, 4, καί π. Αθαν. Μυτιληναίου Η Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 30ο, ἔκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019) Θά ἔχουμε λοιπόν αὐτή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

   Ἐξ ἄλλου, ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, αυτός πού ἔχει θεοπτίες καί βλέπει τό ἄκτιστο φως, ποῦ τό βλέπει; ἐσωτερικά ἤ ἐξωτερικά; Κάποτε το βλέπει ἐσωτερικά, κάποτε καί ἐξωτερικά.

   Μάλιστα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς πηγαίνει στη Δαμασκό, βλέπει τον Κύριό μας, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα πλέον Υιό τοῦ Θεοῦ. Τόν βλέπει ἐξωτερικά δέν τόν βλέπει ἐσωτερικά. Οἱ συνοδοί του μάλιστα ἀκοῦν τήν φωνή τοῦ Κυρίου, βλέπουν τό φῶς, πέφτουν ὅλοι κάτω· δέν μποροῦν ὅμως νά διακρίνουν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ήθελε να φανεῖ μόνο στον Παύλο· αλλά τα φαινόμενα θά λέγαμε τα περιφερειακά ήταν κοινά. Δέν ἦταν ὑποκειμενικό δηλαδή τό φαινόμενο ἦταν ἀντικειμενικό. Γι' αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει «οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;» (Α΄ Κορ. 9, 1) μήπως δέν ἔχω δεῖ ἐγώ τόν Κύριο Ἰησοῦ; Καί αὐτή βέβαια η περίπτωση καταγράφεται στην Αγία Γραφή· αλλά δέν εἶναι ἡ μόνη. Πολλές φορές ὁ Παῦλος πρέπει νά εἶδε τόν Χριστό –πού φυσικά αὐτές δέν καταγράφονται–, ἄλλοτε έσωτερικά, ὡς ὄραμα, κι ἄλλοτε ἐξωτερικά· ὁ Θεός ξέρει. Δέν μᾶς καταγράφει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πῶς ὁ Παῦλος μπορούσε να βλέπει τόν Ἰησοῦ Χριστό. (Βλ. Β΄ Κορ. 12, 2-3)

   Ἡ Ἐκκλησία μας, κατά ἕναν ποιητικότατο τρόπο, ἀναφέρεται σ' αὐτόν τόν βηματισμό τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μή ξεχνᾶτε ὅτι στον παράδεισο, ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Θεός, δέν εἶναι παρά τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος· εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός μας. Φυσικά, καί τά τρία πρόσωπα δημιουργοῦν τόν ἄνθρωπο ἀλλά ἐκεῖνος πού προβάλλεται στη δημιουργία εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Τά πάντα ἔγιναν διά τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου· ὅ,τι ἔχει γίνει, ἔχει γίνει ἀπό τόν Θεό Λόγο. Εἶπα διά γιατί ὁ Πατήρ δημιουργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄρα ὅλοι εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν»· χωρίς Αὐτόν δέν ἔγινε οὔτε ἕνα ἀπό αὐτά πού ἔχουν γίνει. Τίποτα δέν ἔχει γίνει ἀπ' ὅσα ἔγιναν, χωρίς τόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή τόν Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος κατοπινά ἐνανθρώπησε. (Ιωάν. 1, 3. Βλ. Κολ. 1, 16-17. Στο Σύμβολο τῆς Πίστεως (Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως) μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ «...δι᾿ οὐ τὰ πάντα ἐγένετο». Ὁ μέγας Αθανάσιος ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Όταν δὲ τὰ πάντα ἐνεργῆται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματτι, ἀχώριστον ὁρῶ ἐνέργειαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.» (Περὶ τῆς ἀἰδίου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος σὺν Θεῷ, καὶ πρὸς τοὺς Σαβελλίζοντας, PG 28, 117). Βλ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Συμβολική και Δογματική Θεολογία, Τόμος Α΄, σ. 240, καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες τοῦ Δ΄ αιώνα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 152)

   Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ποιητικότατα ἀναφέρεται στο γεγονός τοῦ Θεοῦ Λόγου πού περπατάει στον παράδεισο, μ' ἐκεῖνο τό θαυμάσιο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού τό χρησιμοποιεῖ ὡς Δοξαστικό τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Λέει ἐκεῖ τό Δοξαστικό: «Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Ενα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Θα καταφιλήσω τά ἄχραντά Σου πόδια καί θά τά σφουγγίσω πάλι μέ τούς βοστρύχους (βόστρυχος εἶναι ἡ μπούκλα), μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου... Αὐτά τά πόδια, πού ἡ Εὔα, ὅταν τά ἄκουσε να περπατάνε το δειλινό στον παράδεισο, θορυβήθηκε ἀπό τόν κρότο τους, καί ἀπό τόν φόβο της κρύφτηκε. Είναι ωραιότατο!

   Αὐτά τά πόδια, πού ἡ Εὔα τά ἄκουσε να βηματίζουν στον παράδεισο το δειλινό καί φοβήθηκε και κρύφτηκε, ἐγώ τώρα δέν ἔχω να φοβηθῶ, ἐγώ τώρα δέν ἔχω να κρυφτώ, λέει ἡ ποιήτρια, δηλαδή ή πόρνη γυναίκα διά στόματος τῆς Κασσιανῆς, ἐκείνη ἡ πόρνη γυναίκα –ξέρετε το περιστατικό–(Βλ. Ματθ. 26, 6-13. Μάρκ. 15, 3-9) πού πῆγε καί ἔπλυνε μέ τό μύρο τα πόδια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά μαλλιά της τά σκούπισε. Βέβαια ή Κασσιανή είναι πολύ μεταγενέστερη, ἀλλά ὡς ποιήτρια αποδίδει το περιστατικό αυτό ποιητικότατα. Αὐτά, λέει, τά πόδια ἐγώ δέν ἔχω πιά νά τα φοβηθῶ· εἶναι πόδια που ήρθαν νά μέ σώσουν· καί αὐτά τά πόδια ἐγώ τώρα τα καταφιλῶ!

   Ἔτσι, βλέπει κανείς πόση εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ... πού τότε μέν, ὅταν ήρθε ὁ Θεός νά δεῖ τί κάναμε, χάσαμε τόν παράδεισο· τώρα ὅμως ἔρχεται να μᾶς ξαναδώσει τόν Παράδεισο ὁ ἐνανθρωπήσας πιά Θεός.

   Ὁ χρόνος ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ στούς πρωτοπλάστους δέν ἦταν ἡ ἑπόμενη ἡμέρα πού ἁμάρτησαν. Δέν ἦρθε ὁ Θεός τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἢ τόν ἑπόμενο μήνα, ἀλλά τήν ἴδια ἡμέρα πού εἶχαν ἁμαρτήσει. Καί ὁ Θεός ἔρχεται κατά τό δειλινόν. Δειλινό εἶναι τό ἀπόγευμα, δηλαδή εἶναι ἡ ὥρα πού ἀκόμα κρατάει ἡ ἡμέρα. (Οἱ Ο' τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ τήν μεταφράζουν ὡς στο δειλινό. Κάποιοι ἑρμηνευτές λένε πως αὐτό εἶναι ἀστήρικτο, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάποια λέξη του κειμένου που να δικαιολογεῖ τή μετάφραση αὐτή (J.H. Sailhamer, T.Ε.Β.C. σ. 52, και Β. Jacob, The First book of the bible, Genesis, σ. 26). Ἡ ἀκριβής απόδοση ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο είναι στον αέρα τῆς ἡμέρας. Προφανώς οἱ Ο΄ μεταφράζουν στο δειλινό ἐπειδή τότε ἀκριβῶς ἀρχίζει να φυσάει ἕνα δροσερό αεράκι, ἡ ἀπογευματινή αύρα)

   Γιατί ὁ Θεός ἔρχεται τήν ἴδια ἡμέρα που παρέβησαν τήν ἐντολή Του νά δεῖ τούς πρωτοπλάστους; Διότι δέν θέλει να χρονίσει το τραύμα πού ἄφησε ἡ ἁμαρτία, ὥστε νά μπορεῖ νά θεραπευθεῖ, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. («Ἵνα μάθης τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπία, ὅτι οὐδὲ τὸ τυχὸν ἀνεβάλετο, ἀλλ᾽ εὐθέως εἶδε τὸ γεγονός, καὶ τοῦ ἔλκους τὸ μέγεθος, καὶ ἐπὶ τὴν ἰατρείαν ἔσπευσεν, ἵνα μὴ νομὴν ἐργασάμενον τὸ ἕλκος, ἀνίατον τὸ τραῦμα κατασκευάσῃ· διὰ τοῦτο προκαταλαμβάνειν ἐπείγεται καὶ εὐθέως πρὸς τὴν νομὴν τοῦ ἔλκους ἴσταται, καὶ οὐδὲ πρὸς βραχὺ κατέλιπεν ἀπρονόητον, τὴν οἰκείαν ἀγαθότητα μιμούμενος.» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΖ΄, PG 53, 136) Ἕνα τραῦμα, ἅμα τό περιποιηθοῦμε ἀμέσως μόλις συμβεῖ, φυσικά θεραπεύεται. Ἀλλά καί δέν ἔρχεται ὁ Θεός ἀμέσως μετά τήν παράβαση, τήν ἴδια στιγμή, ὥστε νά δοθεῖ χρόνος συνειδητοποιήσεως τῆς ἁμαρτίας καί ἀναπτύξεως τῆς μετανοίας· νά ἀρχίσουν να συναισθάνονται από μόνοι τους οἱ πρωτόπλαστοι τί ἔκαναν· δηλαδή να μείνει κάποιος χρόνος.

   Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς που συμβαίνει καί μέ τούς ύποδίκους, πού ὅταν τους βάλουν στη φυλακή, τούς ἀφήνουν κάποιον χρόνο να σκεφτούν γιά νά ἀπολογηθοῦν, ἀλλά καί νά συλλάβουν τό ὅλο τους θέμα, τί πρέπει νά ποῦν, πῶς πρέπει να κινηθούν. Βλέπει κανείς δηλαδή ἐδῶ ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται τήν κατάλληλη στιγμή. Οὔτε χρονίζει, γιά νά μή μείνει το τραῦμα ἀθεράπευτο, οὔτε σπεύδει να συλλάβει τους πρωτοπλάστους τήν ὥρα ἀκριβῶς πού κάνουν τήν ἁμαρτία. Δηλαδή περιμένει ὁ Θεός μιά ωρίμανση.

   Το βλέπουμε πολύ συχνά καί στούς ἀνθρώπους αὐτό, παιδιά, μέσα στη ζωή μας. Το βλέπουμε και λέμε γιά ἕναν ἄνθρωπο ὅτι δέν ὡρίμασε στην πνευματική ζωή. Τόν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεός... τόν ἀφήνει. Βλέπετε, ἀρνεῖται τήν πνευματική ζωή, ἀρνεῖται ἀκόμη κι αυτόν τόν Θεό. Δέν βιάζεται ὁ Θεός νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ξέρετε τί σημαίνει ἐπισκέπτεται ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο; Τόν ἐπισκέπτεται ἤ γιά νά τόν ἐλεήσει ἤ γιά νά τόν κόψει... να πεθάνει! Δέν τό κάνει ὅμως αὐτό ὁ Θεός. Σπάνια θά τό κάνει ὁ Θεός, ὅταν κρίνει ὅτι πρέπει να γίνει αυτό. Αλλά τί κάνει ὁ Θεός συνήθως; Περιμένει. Τι περιμένει; Τήν ωριμότητα. Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δεν περιμένουμε τόν ἄλλο ἄνθρωπο να ὡριμάσει· ὁ Θεός όμως περιμένει. Γιατί; Διότι ὁ Θεός «πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4)· θέλει ὅλοι να σωθοῦν, ἀφοῦ ἔλθουν σε κάποια ἐπίγνωση. Αὐτή ἡ ἐπίγνωση ὅμως καί ἡ μετάνοια εἶναι καρπός, θα λέγαμε, εἶναι συνάρτηση του χρόνου· πρέπει να περάσει κάποιος χρόνος για να γίνει αὐτή ἡ διαδικασία.

   Καί ἐμφανίζεται ὁ Θεός «τὸ δειλινόν».

   Πότε ἄραγε νά ἔγινε ἡ ἁμαρτία; τό πρωί; το μεσημέρι; Πάντως δέν ἔγινε τό δειλινό. Τό δειλινό ἔρχεται ὁ Θεός.

   Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ο Σεβηριανός, λέει: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων, ὅτι τὸ δειλινὸν τότε τὸν Ἀδὰμ ἐπεσκέψατο, καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ δειλινόν. Καὶ γὰρ κατ᾽ ἐκείνας τὰς ὥρας ὑπέμεινεν ὁ Σωτὴρ τὸ πάθος, καθ᾽ ἃς διετέλεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τοῦ φαγεῖν ἕως τῆς παραβάσεως καὶ τῆς κρίσεως, ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης.» (Σεβηριανοῦ Γαβάλων, Εἰς τὴν ἔκτην ἡμέραν τῆς κοσμοποιΐας καὶ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους καὶ εἰς τὸν ὄφιν, PG 56, 490). Ὅπως θα ξέρετε, ἔχουμε μιά ἀκολουθία που λέγεται ἔκτη Ὥρα καί ἄλλη μιά πού λέγεται ἐνάτη. Ἐκεῖ, στήν ἐνάτη Ὥρα, ἀναφέρεται τό περιστατικό αυτό που λέμε τώρα.

   Ἐκεῖνος δηλαδή που περπάτησε στον παράδεισο ἔγινε ἄνθρωπος, καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός καρφώθηκε ἐπί τοῦ σταυροῦ τήν ἔκτη ὥρα, κατά τό ἐβραϊκό ωρολόγιο, (Η ημέρα πάντοτε ἄρχιζε μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο χωρισμοῦ τοῦ εἰκοσιτετραώρου, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε καί ἡ Χριστιανική Εκκλησία) δηλαδή στις δώδεκα το μεσημέρι, καί πέθανε ἐπί τοῦ σταυροῦ τήν ἐνάτη ώρα, στις τρεῖς το μεσημέρι, δηλαδή τό δειλινό. Και λέει τώρα ἐδῶ ὁ Σεβηριανός ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται στον παράδεισο τότε, το δειλινόν. Καί ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι δέν μετανόησαν, τούς καταδίκασε, τούς ἔβγαλε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Τώρα ὅμως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔρχεται καί πεθαίνει αὐτήν τήν ὥρα στον σταυρό, γιά νά τούς ἐπανεισαγάγει στον Παράδεισο.

   Και μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει ὁ Κύριος ἐπί τοῦ σταυροῦ, τοῦ λέει ὁ ληστής: Κύριε, μνήσθητί μου, θυμήσου με στή Βασιλεία Σου. Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Σε βεβαιώνω ότι σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. (Λουκά 23, 42-43) Εἴδατε, σήμερα!

   Βλέπουμε λοιπόν ότι το δειλινό ἔγινε ἡ ἐκδίωξη, ἡ ἀποπομπή τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν παράδεισο, τό δειλινό ἐπίσης ξαναμπήκε ὁ ἄνθρωπος στον Παράδεισο. Ὁ ληστής πέθανε πριν νυχτώσει, πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος. Βεβαίως πέθανε μετά τόν Χριστό. Είναι γνωστό ὅτι εἶχαν σπάσει τα πόδια τῶν δύο ληστῶν γιά νά πεθάνουν. (Βλ. Ιωάν. 19, 32-33) Καί ἔτσι, ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἡ ψυχή τοῦ ληστοῦ, ὅταν ἔφυγε ἀπό τό σῶμα του, εἰσῆλθε στον Παράδεισο.

   Πράγματι, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων, ὅτι τὸ δειλινὸν τότε τὸν Ἀδὰμ ἐπεσκέψατο, καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ δειλινὸν ὑπέμεινεν ὁ Σωτὴρ τὸ πάθος, ... ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης».

   Καί ἀκόμη, ἂν θέλετε, ὅπως σ' ἕναν κήπο, στον παράδεισο, ἔγινε ἡ παράβαση καί εἰσήχθη ὁ θάνατος, ἔτσι καί σέ ἕναν ἄλλον κῆπο, ὅπου τάφηκε ὁ Χριστός, ξαναδόθηκε ή λύτρωση.

   Καί ἐκεῖνα τά πόδια, πού περπάτησαν στόν ἀρχαῖο παράδεισο και φοβήθηκε ἡ Εὔα, αὐτά τά ἴδια πόδια σκύβει τώρα να καταφιλήσει η Μαρία η Μαγδαληνή, σ' ἐκεῖνον τόν κῆπο, ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη! (Βλ. Ιωάν, 20, 1-18)

   Βλέπετε, ὁ ἄναρχος Θεός, ὁ αἰώνιος Θεός, πῶς ὅλα αὐτά τά οἰκονομεῖ; Αὐτά μελετά κανείς στον λόγο τοῦ Θεοῦ, καί γεμίζει ή ψυχή του καί λέει ὅτι εἶναι ἀληθής ὁ Κύριος!

   Καί προχωροῦμε. Ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ οἱ πρωτόπλαστοι, σημειώνει τό ἱερό κείμενο, «καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου» (Γέν. 3, 8)και κρύφτηκαν καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ γυναίκα του, ἡ Εὔα, ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στα δένδρα τοῦ Παραδείσου.

   Κρύφτηκαν λοιπόν οἱ πρωτόπλαστοι, γιά νά μή δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, πού ἐξ ὑπαιτιότητός μας βέβαια χάσαμε το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν τό βλέπουμε πιά. Αλλά κατοπινά καί ὁ Θεός θα κρύψει το πρόσωπό του, γιά νά μήν τό βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Πρώτα κρύφτηκαν οἱ ἄνθρωποι για νά μή δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, καί μετά κρύφτηκε ὁ Θεός γιά νά μή δοῦν οἱ ἄνθρωποι το πρόσωπό Του!

   Αὐτό σέ πλεῖστα σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τό λέει ὁ Θεός ὡς ἑξῆς (σᾶς τό λέω σε μία ἐλεύθερη ἀπόδοση, γιατί στην κάθε περίπτωση έχει καί μιά ξεχωριστη διατύπωση): Δέν μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς το πρόσωπό μου καί νά ζήσει· θα πεθάνει. Πρῶτα οἱ πρωτόπλαστοι ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στον παράδεισο, καί δέν πέθαιναν· τώρα όμως λέει ὁ Θεός: ὅποιος δεῖ το πρόσωπό μου θα πεθάνει.

   Ἐνδεικτικά σᾶς λέω μιά περίπτωση. Ὁ Μωυσῆς κάποτε ζήτησε ἀπό τόν Θεό μία χάρη: Κύριε, μέ ἀποκάλεσες φίλο Σου, μοῦ μιλᾶς καί Σου μιλάω· τό πρόσωπό Σου ὅμως δέν τό ἔχω ἰδεῖ. Σε παρακαλῶ, κάνε μου τη χάρη αυτή· δείξε μου το πρόσωπό Σου! Θα λέγαμε ὅτι εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα πού θά μπορούσε ποτέ ἕνας ἄνθρωπος να απολαύσει! Το μεγαλύτερο πράγμα... το μεγαλύτερο! Δεν υπάρχει πιο μεγάλο από τό νά δεῖ κανείς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ! (Ὁ π. Ἀθανάσιος, σχολιάζοντας τό «καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ» (τοῦ Ἰησοῦ), στο 22ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐπιλέγει: Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στην καρδία τῆς καρδίας ὅλου τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως!... ἀκόμη καί ὁλοκλήρου τῆς Αγίας Γραφῆς!... ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἀγώνων, τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης!... Στην καρδία βρισκόμαστε. Τα πάντα εἶναι ἐδῶ!... Εἶναι ἡ κεκρυμμένη, είναι ἡ ποθητή, είναι ἡ ἐλπιζομένη, εἶναι ἡ ἀποκαραδοκουμένη αἰωνία θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει στην Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 8, 19)! Αυτό είναι! Ὅ,τι καί ἄν κάνουμε στη ζωή μας, κάθε αγώνας, κάθε προσπάθεια, εἶναι για να φθάσουμε κάποτε νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ!)

   Καί τοῦ λέει ὁ Θεός: Δέν μπορεῖ κανείς νά δεῖ τό πρόσωπό μου καί νά ζήσει· θά πεθάνει. Θά δεῖς ὅμως τα οπίσθιά μου. Μπές μέσα σ' ἐκείνη τήν τρύπα –σε μια σπηλιά ἐκεῖ στό βουνό, στο Σινά. Εγώ θα περάσω, θα βάλω το χέρι μου μπροστά στη σπηλιά· δέν θά μέ δεῖς· ἀλλά ὅταν ἐγώ θά ἔχω περάσει, θά ἀποσύρω το χέρι μου, καί θά δεῖς τά ὀπίσω μου. (Βλ. Εξοδ. 33, 12-23)

   Ποιά εἶναι αὐτά τά ὀπίσω τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ! («Κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὀπίσω δόξης αὐτοῦ τυγχάνει τὸ "σάρκα αὐτὸν γενέσθαι" καὶ ὀφθῆναι ἐν σαρκί, πρὸ τῆς τοιαύτης ἐμφανίου δόξης οὔσης "μονογενούς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.» (Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Εἰς τὸν Ζαχαρίαν, 1.141.5-8). «Ἡ μὲν προκόσμιος ὕπαρξίς τε καὶ θειότης δηλοῦται διὰ τοῦ προσώπου· ἡ δὲ δημιουργία καὶ πρόνοια διὰ τῶν ὀπίσω.» (τοῦ ἰδίου, Εἰς τὴν Ὀκτάτευχον, 39.1116.6-8)) Ἔτσι, διά μέσου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ βλέπουμε, τόν Θεό.

   Γιατί, πράγματι, δέν μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν Θεό· εἶναι φύσει ἀδύνατον. Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀδύνατον. Ὅλες οἱ κτιστές ουσίες δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἄκτιστη ουσία τοῦ Θεοῦ, τό πρόσωπό Του. Τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ λοιπόν τό βλέπουμε στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. (Βλ. Ιωάν. 1, 18. 6, 46. 14, 8-9)

   Ἔτσι, οἱ πρωτόπλαστοι, χάνοντας το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ὑπέστησαν τή μεγαλύτερη απώλεια πού θά μποροῦσε νά τούς συμβεί.

   Αλλά προσέξτε κάτι. Μετά τήν ενανθρώπηση, ὅποιος δέν δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ δέν θά ζήσει.

   Ὁ λαός μας τό λέει ὡραιότατα μέ τήν ἑξῆς λαϊκή ἔκφραση: Ὅπως πᾶμε, ὅπως ζοῦμε, ὅπως πολιτευόμαστε, δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Μέ αὐτό, τό δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ πού λέμε, ἐννοοῦμε ὅτι δέν θά ζήσουμε αἰωνίως, δηλαδή στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι τώρα, ἄν δέν δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν θά ζήσω. Τότε ὅμως, ἂν ἔβλεπα τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν θά ζοῦσα.

   Αυτό φανερώνει το μεγάλο προνόμιο πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τό ἀκατανόητο χάρισμα, τό ἀκατανόητο προνόμιο! Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, στην Α΄ Καθολική επιστολή του, σημειώνει: «ὅτι ὀψόμεθα αυτὸν καθώς ἐστι» (Α΄ Ιωάν. 3, 2, θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι! Ποιόν; Τόν Ἰησοῦ Χριστό· γιατί διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε καί τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. (Πρβλ. Ιωάν. 14, 9)

   Ὥστε θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι! Πῶς ὅμως;

   Ὁ Παῦλος, ὅταν Τόν εἶδε ὁδεύοντας πρός Δαμασκόν, τυφλώθηκε. Γιατί; Διότι δέν ήταν ἀκόμη ἕτοιμος ὡς σκεῦος ἐκλογῆς, δέν ήταν  καθαρισμένος, δέν ἄντεχε σ' ἐκεῖνο τό φῶς. Ήταν μεσημέρι, λέει, καί τότε ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τη δόξα τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου τοῦ μεσημεριάτικου! Αλλά εἶδε καί τυφλώθηκε. (Πράξ. 9, 1-16. 26, 13)

   Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «καθώς ἐστι», ἔτσι δοξασμένο, ἀλλά δέν θά τυφλωθοῦμε. Οἱ Μαθητές είδαν το πρόσωπο τοῦ δοξασμένου Χριστοῦ στο Θαβώρ «καθὼς ἡδύναντο» (Βλ. ἀπολυτίκιον ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος). Δέν μποροῦσαν νά δοῦν πολλά πράγματα. Καί μάλιστα ἔπεσαν κάτω, μπρούμυτα, καί ἔκλεισαν τα μάτια τους· δέν μποροῦσαν νά δοῦν, δέν άντεχαν, ἄν καί ἔβλεπαν «καθὼς ἠδύναντο», ὅσο μπορούσαν. (Πρβλ. Α' Κορ. 13, 12. Α΄ Ἰωάν. 3, 2)

   Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅμως τα πράγματα δεν θα εἶναι ἔτσι. Καί νά σκεφτείτε, παιδιά, ὅτι αὐτά εἶναι γεγονότα· δέν εἶναι σεσοφισμένος μύθος, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, αναφερόμενος ἀκριβῶς στό θέμα αὐτό, στη Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή δέν φτιάχτηκε μέ τό μυαλό μας αυτό, δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, δέν εἶναι ἕνας φιλοσοφικός μύθος· ὄχι εἶναι γεγονός! Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ήμασταν θεατές τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ τοῦ δεδοξασμένου, ἤμασταν αυτόπτες, Τόν εἴδαμε, ἔχουμε ἐμπειρία!... (Β΄ Πέτρ. 1, 16) Πραγματικά, είναι καταπληκτικό!

   Μόνο πού γιά νά φτάσουμε νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, θα πρέπει προηγουμένως νά δοῦμε τό πρόσωπο τῶν ἀδελφῶν, τῶν συνανθρώπων μας, ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.

   Πρῶτα πρῶτα, πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι οἱ συνάνθρωποί μας είναι πρόσωπα· δεν είναι res, ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατίνοι, πράγμα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο. Εἴτε εἶναι λευκός, εἴτε μαῦρος, εἴτε κίτρινος, εἴτε πολιτισμένος εἶναι, εἴτε βάρβαρος, ὅποιος κι ἄν εἶναι, εἶναι πρόσωπο. (Πρβλ. Γαλ. 3, 28) Από το νήπιο ἕως τόν ύπερήλικα, ὁ κάθε ἄνθρωπος είναι πρόσωπο. Καί κάθε πρόσωπο ἀδελφοῦ εἶναι ταυτοχρόνως μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρώτα λοιπόν θὰ δοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν, καί μετά θά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πού ἀπαξιεῖ νὰ δεῖ ἔτσι τα πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν, τῶν συνανθρώπων του, οὔτε το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ θά δεῖ. Το λέει αυτό καθαρά ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄ Καθολική του ἐπιστολή. (Α΄ Ιωάν. 4, 20-21)

   Λέει μάλιστα ένα πολύ ὡραῖο, ἀπό τό Γεροντικό, ἀπό τή Λαυσαϊκή Ἱστορία, αριθμός 52 –δὲν σᾶς τό λέω ολόκληρο γιά νά μήν χρονοτριβήσω: «Εἶδες γὰρ τὸν ἀδελφόν σου; εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου» (Αποφθέγματα ἁγίων Γερόντων, Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλώ, 3, PG 65, 136Β. Κατά τόν ἅγιο Σιλουανό, ο αδελφός μας είναι η ζωή μας (Αρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ἔκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σ. 448). Βλ. αγ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματέων, PG 1, 19.94.5.1 και 2, 152. 70.5.2. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ασκητικά, Λόγος Τ΄, 181,5). Ναί, ναί! Εἶδες τόν ἀδελφό σου; εἶδες Κύριο τόν Θεό σου! Διότι σήμερα βλέπεις τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· αὔριο θά δεῖς τό ἴδιο το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

   Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἀγάπη ἀποκαλύπτει τά πρόσωπα, ἐνῶ τό μίσος τά ἀποκρύπτει. Γι' αὐτό, ἂν θέλουμε νά ἀποκαλύπτονται τα πρόσωπα καί τῶν δικῶν μας καί τῶν ἄλλων μέσα μας, πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη. Το μίσος κρύβει τα πρόσωπα, καταστρέφει τα πρόσωπα, ἀπομακρύνει τα πρόσωπα. 

   Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι κρύβονται, τόσο ὁ Αδάμ, ὅσο καί ἡ Εὔα. Γιατί; διότι είναι συνένοχοι. Κρύβονται μαζί, ὡς συνένοχοι. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ἡ κοινή ἐνοχή τους ενώνει. Αλλά ὅταν θά ἀποκαλυφθοῦν, τότε θα σπεύσουν νά ἀλληλοκατηγορηθοῦν, καί ὁ καθένας θὰ ἐπιρρίψει τίς εὐθύνες στόν ἄλλο.

   Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; θά πεῖ στόν Ἀδάμ ὁ Θεός. Μήπως παρέβης τήν ἐντολή μου, τρώγοντας ἀπό τόν καρπόν πού σᾶς εἶπα νά μή δοκιμάσετε;

   Ὄχι ἐγώ· ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες μοῦ εἶπε νά το κάνω!...

   Εὔα, μήπως ἔφαγες από τον καρπό πού σᾶς εἶπα να μή φᾶτε;

   Ὄχι ἐγώ· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε!...

   Βλέπετε λοιπόν ότι στη συνενοχή υπάρχει και μία ἕνωση. Ὅταν ὅμως οἱ συνένοχοι ἀποκαλυφθοῦν, τότε βεβαίως ὁ καθένας σπεύδει νά ἀποκαλύψει τόν ἄλλο. Εἶναι κάτι πού πάντα τό παρατηρούμε, σε κάθε ἁμαρττία, σε κάθε κακία καί σέ κάθε ἔγκλημα· ὁ ἕνας σπεύδει νά ἀποκαλύψει τον άλλο γιατί; διότι ἀκριβῶς ἐδῶ δέν συνδέει, δεν ενώνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἑνώνει ἡ κοινή ενοχή.

   Τί ἔκρυψαν οἱ πρωτόπλαστοι; Ἔκρυψαν το πρόσωπό τους ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Πήγαν να κρυφτουν μέσα στο δάσος από προσώπου Κυρίου τοῦ Θεου, νά μήν τούς δεῖ ὁ Θεός· αλλά ταυτοχρόνως κρύβουν και το δικό τους το πρόσωπο. Έτσι, βλέπουμε ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, μοιραῖα χάνει καί τό δικό του τό πρόσωπο.

   Τόση ὥρα πού σᾶς μιλάω, ἔπρεπε νά σᾶς πῶ –δέν σᾶς τό εἶπα, καί ζητῶ συγγνώμην– ὅτι ὅταν λέμε πρόσωπο, δέν ἐννοοῦμε βεβαίως αὐτό πού ἐγώ τώρα βλέπω σ᾽ ἐσᾶς, κι ἐσεῖς βλέπετε σ᾽ ἐμένα, τήν ὄψη, δηλαδή το μπροστινό μέρος τοῦ κεφαλιού μας, μέ τά μάτια, τη μύτη καί τό στόμα· αὐτό δέν εἶναι τό πρόσωπο. Πρόσωπο εἶναι ἡ προσωπικότητα· εἶναι αὐτό πού ἐννοοῦμε πολλές φορές στίς ἐκφράσεις μας –θά σᾶς τό πῶ ἔτσι ἁπλᾶ– μέ τί πρόσωπο θα παρουσιασθῶ μπροστά σ' έκείνους τούς ἀνθρώπους, δηλαδή πῶς θὰ σταθῶ. Ἄρα ὅταν λέμε πρόσωπο, ἐννοοῦμε τήν προσωπικότητα.

   Βεβαίως, πολλές φορές, ή προσωπικότητα ἐκφράζεται καί διά τοῦ προσώπου τοῦ σώματος, αὐτοῦ δηλαδή πού λέμε μάτια, μύτη, στόμα καί τά λοιπά. Αλλά πρόσωπο δέν εἶναι κυρίως αὐτό πού βλέπω, ὅσο αὐτό πού δέν βλέπω· δηλαδή είναι ἡ προσωπικότητα.

   Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος ὅταν χάσει το πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, στην πραγματικότητα χάνει τό δικό του τό πρόσωπο. Τι σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος. Απώλεια ὅμως τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος σημαίνει διάλυση τῶν στοιχείων που συνθέτουν την προσωπικότητα. Καί αὐτή ἡ διάλυση συντελεῖται μέ τήν ἀλληλοκαταφορά αὐτῶν τῶν στοιχείων τῆς νοήσεως, τοῦ συναισθήματος και τῆς βουλήσεως- δηλαδή μέ τό νά στρέφεται το ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Αὐτό λέγεται διάλυση τῆς προσωπικότητος· ὅταν δηλαδή ὁ νοῦς μου καταφέρεται ἐναντίον τοῦ συναισθήματός μου· ὅταν ἡ βούλησή μου καταφέρεται ἐναντίον τοῦ συναισθήματός μουἤ τῆς νοήσεώς μου. Δηλαδή τί κάνω; τί παθαίνω; Διαλύομαι, κομματιάζομαι!

   Ὅταν ὅμως διατηρῶ τό πρόσωπό μου, σημαίνει ὅτι τό ἔχω συγκροτημένο. Αυτές οι δυνάμεις, αὐτές οἱ πτυχές τοῦ προσώπου μου πού τό συνθέτουν –ή νόηση, το συναίσθημα καί ἡ βούληση– συνεργάζονται μεταξύ τους, καί δέν ἀλληλοκαταφέρονται, δέν στρέφεται ή μία ἐναντίον τῆς ἄλλης.

   Ἔρχεται ὁ νοῦς μου καί μοῦ λέει: Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἔρχεται ὅμως τό συναίσθημά μου καί μοῦ λέει: Ἄ, ἐγώ θέλω να κάνω αυτό· ἔτσι μ' αρέσει ἐμένα... Θέλω να κάνω συντροφιά μ' αυτόν τόν ἄνθρωπο. Ας μήν πρέπει, ἂς ζημιωθῶ. Ὁ νοῦς μου λέει ὄχι, αλλά ή καρδιά μου λέει: Ἄ, ἐγώ θέλω να κάνω συντροφιά με αὐτόν τόν ἄνθρωπο... Θέλω νά τόν ἔχω φίλο, φίλη!... Ακόμη, ὅταν ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μέ προτρέπει ζῆσε την πνευματική ζωή, ἔρχεται ἡ βούλησή μου καί λέει στη νόηση: Ἐσύ εἶπες νά ζήσω την πνευματική ζωή, αλλά ἐγώ, ἡ βούληση, δέν θέλω... Δέν μπορῶ, δέν μπορῶ!... Παραλύει ή βούληση. Το λέγαμε την περασμένη φορά πῶς σκοτίσθηκε ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα στη νόηση, στο συναίσθημα και στη βούληση. (Βλ. Μάθημα 58ο, σ. 15 κ.έ)

   Οπότε ἐδῶ τώρα ὁ ἄνθρωπος πραγματικά αὐτοδιαλύεται, χάνει το πρόσωπό του.

   Σπεύδουν λοιπόν οἱ πρωτόπλαστοι να κρυφτούν ἀνάμεσα στα δένδρα τοῦ Παραδείσου!

   Εἶναι περίεργο όμως. Ἀφοῦ ἔχουν διάλυση έσωτερική καί χάνουν το πρόσωπό τους, από ποιόν πᾶνε νά κρυφτοῦν;... Δηλαδή;... Είναι περίεργο! Εἶναι μάλιστα καί ἕνας στρουθοκαμηλισμός, ἂν σκεφθοῦμε, πῶς ὁ σοφός Ἀδάμ, ἀλλά καί ὁ προφήτης Αδάμ, δέν γνώριζε ὅτι ὁ Θεός είναι πανταχού παρών!

   Θυμόσαστε πού παλαιά τό εἴχαμε πεῖ ὅτι εἶναι καί προφήτης ὁ Ἀδάμ, ὅταν είπε γιά τή γυναίκα ὅτι αὐτή εἶναι ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του, καί «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 33ο, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019) καί λοιπά; Προφητικά τά εἶπε αὐτά ὁ Ἀδάμ. Τώρα λοιπόν δέν γνώριζε ὁ Ἀδάμ ὅτι ὁ Θεός είναι πανταχού παρών;...

   Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Πᾶς στο δάσος να κρυφτείς;... Πᾶς να κρυφτεῖς μέσα στο σπίτι σου;... Πᾶς να κρυφτεῖς, ποῦ;... στο κρεβάτι σου;... κάτω ἀπό τό κρεβάτι σου, να κλείσεις καί τά φῶτα;... Ποῦ;... Ο Θεός είναι πανταχού παρών, σε βλέπει!

   Λοιπόν, αὐτός ὁ σοφός Αδάμ, ἐνῶ γνώριζε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχού παρών, τώρα σκοτίζεται, καί μοιάζει σάν νά τό ἀγνοεῖ, ὅτι δέν μπορεῖ νά κρυφτεί ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τόν βλέπει! Ὁ Θεός εἶναι πανταχού παρών!

   Ἔτσι, παιδιά, ὅταν ἁμαρτάνουμε, λέμε: Κύριε, μή μέ βλέπεις, ἕως ὅτου ὁλοκληρώσω τήν ἐπιθυμία μου!... Ἐγώ θέλω νά ἁμαρτήσω· ἀλλά μή μέ βλέπεις!... Εἶναι πραγματικά παράξενο. Βλέπει κανείς τόν ἄνθρωπο να νομίζει ὅτι δέν τόν βλέπει ὁ Θεός· ὅτι μπορεῖ νά ἁμαρτάνει, ἀφοῦ δέν τόν βλέπει ὁ Θεός. Σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι ἕνας στρουθοκαμηλισμός.

   Γνωρίζετε τι κάνει ή στρουθοκάμηλος, αὐτό τό μεγάλο βαρύ πουλί, πού δέν μπορεῖ νά πετάξει; Ὅταν τήν κυνηγοῦν οἱ ἐχθροί της, ἀποκάμνοντας ἀπό τό τρέξιμο, σκάβει ἕνα λακκάκι ἐκεῖ, στο έδαφος, κλείνει τα μάτια καί χώνει το κεφάλι μέσα στο χῶμα ἐκεῖ, στά κλαδιά, νομίζοντας ότι τώρα ὁ ἐχθρός δέν τήν βλέπει! Τό ἴδιο πιστεύει καί ὁ ἄνθρωπος.

   Ωραιότατα ή Σοφία Σειράχ, στο 23ο κεφάλαιο, 18-20 στίχοι, λέει κάτι πού θά μᾶς βοηθήσει να θυμόμαστε αὐτό πού εἴπαμε. Θά σᾶς τό διαβάσω· ἀκοῦστε: 

   «Ἄνθρωπος παραβαίνων ἀπὸ τῆς κλίνης αὐτοῦ, λέγων ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ· τίς με ὁρᾶ; σκότος κύκλῳ μου, καὶ οἱ τοῖχοί με καλύπτουσι, καὶ οὐθείς με ὁρᾷ. τί εὐλαβοῦμαι; τῶν ἁμαρτιῶν μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ Ὕψιστος,». Ἄνθρωπος πού ἀφήνει τήν συζυγική του κλίνη, λέει μέσα του: Ποιός μέ βλέπει; Γύρω μου είναι σκοτάδι, καί οἱ τοίχοι μέ καλύπτουν, καί κανένας δέν μέ βλέπει. Έκλεισα την πόρτα μου, κλείδωσα, ἔβαλα καί κουρτίνες στα παράθυρα, ἔκλεισα καί τά φῶτα· μπορώ τώρα νά ἁμαρτήσω. Ποιός με βλέπει; Γιά ποιόν λόγο νά ἔχω σεμνότητα; τί ἔχω να φοβηθώ; Τίς ἁμαρτίες μου δέν θά θυμηθεῖ ὁ Ὕψιστος.

   »καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων ὁ φόβος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη». Καί ὁ φόβος του είναι μόνο τα μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός φοβᾶται μόνο μήν τόν δοῦν ἀνθρώπινα μάτια. Και δέν γνωρίζει ὅτι τά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι μυριοπλάσια φωτεινότερα από τον ήλιο, που βλέπουν κάθε ενέργεια καί ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντιλαμβάνονται καί τά κρυφά και σκοτεινά μέρη. Ὅλα τά βλέπει ὁ Θεός· ὅπου κι ἂν πᾶς, ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, σε βλέπει ὁ Θεός.

   »πρὶν ἢ κτισθῆναι τὰ πάντα, ἔγνωσται αὐτῷ, οὔτως καὶ μετὰ τὸ συντελεσθῆναι». Πρίν νά κτιστοῦν τά πάντα, ήταν γνωστά σ' Αυτόν· τό ἴδιο ἀκριβῶς καί μετά τήν ὁλοκλήρωσή τους. Ο Θεός τα ξέρει ὅλα ὅσα θά κάνεις πρίν ἀκόμη δημιουργηθεῖς·  πολύ δέ παραπάνω θα ξέρει τί θά κάνεις, ὅταν ἤδη συντελέσεις τήν ἁμαρτία σου.

   Παιδιά, ἐκεῖνο πού διασώζει το πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτό ἀκριβῶς διασώζει τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Οι πρωτόπλαστοι, ἀντί νά σπεύσουν να κρυφτούν, μποροῦσαν νά ὁμολογήσουν τήν ἁμαρτία τους καί νά ζητήσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ἁμαρτήσαμε, συγχώρεσέ μας. Αλλά δέν μετανοοῦν, γι' αὐτό καί κρύβονται.

   Ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος φροντίζει να κρύβει τα άμαρτήματά του καί νά φοβᾶται τη δημοσίευσή τους. Είναι καί αὐτό ἕνα προπατορικό κατάλοιπο.

   Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι πολλές φορές, ὅταν πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος να ομολογήσει τίς ἁμαρτίες του στο μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, καί ἐκεῖ ἀκόμα κρύβεται! Αὐτό εἶναι τό δυστύχημα. Ἔτσι, ἢ θα κρύψουμε μια συγκεκριμένη ἁμαρτία μας ἢ θα κρύψουμε το πρόσωπό μας, δηλαδή θά τό παρουσιάσουμε διαφορετικό.

   Παιδιά, στήν Ἐξομολόγηση πρέπει να παρουσιάζουμε το πρόσωπό μας ὅπως εἶναι. Θέλουμε νά δοῦμε το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «καθώς ἐστι»; τότε κι ἐμεῖς πρέπει να παρουσιάσουμε το πρόσωπό μας «καθώς ἐστι», ὅπως εἶναι· δέν θά τό ἀλλοιώσουμε.

   Ἔτσι, παρατηρῶ πολλές φορές, τό βλέπω, ὅτι ἔρχονται ἄνθρωποι στήν Ἐξομολόγηση, καί δέν παρουσιάζουν τόν ἑαυτό τους ὅπως εἶναι στην πραγματικότητα, ἀλλά τόν γαρνίρουν με ψιμύθια, τόν μακιγιάρουν, ὥστε ὁ πνευματικός νά μή σχηματίσει μιά κακή ιδέα γι' αὐτούς! Εἶναι μία πλάνη, πού τήν ἐμπνέει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ διάβολος.

   Ἐάν ὁ ἄνθρωπος φθάσει νά ἁμαρτάνει πλέον γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δηλαδή χωρίς ἐπιφυλάξεις, χωρίς να ντρέπεται καί χωρίς να κρύβεται, –ὅπως δυστυχῶς ἔχουμε τέτοιους ἀνθρώπους στήν ἐποχή μας–, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει φθάσει στα ἔσχατα τῆς κακίας του. Γι' αὐτόν ἴσως δέν ὑπάρχει πλέον φάρμακο σωτηρίας, ἄν ἀδιάντροπα φτάνει νά ἁμαρτάνει χωρίς τίποτε, μά τίποτε να ντρέπεται. Θυμίζει αυτό που λέει ὁ Κύριος σέ μιά σχετική παραβολή γιά ἐκεῖνον τόν ἄδικο κριτή, πού ἔλεγε τόν Θεό δέν τόν φοβοῦμαι καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς ντρέπομαι. (Λουκά 18, 4) Εἴδατε; τόν Θεό δέν τόν φοβᾶμαι καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς ντρέπομαι!

   Θα λέγαμε ὅτι τό να κρυφτεῖς, ἄνθρωπε, ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, εἶναι καλό, ναί· θα μπορούσες ὅμως νά πεῖς μετανοώ. Παρά ταῦτα, ἂν θέλεις, τό ὅτι κρύβεις τό πρόσωπό σου, στο βάθος εἶναι ἕνα δεῖγμα ὑγείας, πού φανερώνει ὅτι κρατᾶς κάτι μέσα σου. Δέν ἔφυγε ὁλότελα ἡ ντροπή· ντρέπεσαι, κρύβεσαι. Εἶναι καλό σημάδι αὐτό καί εἶναι καλό από τήν ἄποψη ὅτι διατηρεῖς, ἐπαναλαμβάνω, κάποια υγεία ψυχῆς. Ὅπως καί ὁ Ἀδάμ· ἁμάρτησε, αλλά είχε κάποια ὑγεία ψυχῆς· γι' αὐτό καί τρέχει, σπεύδει να κρυφτεί. Αλλά ὅταν, μέ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, βρεθούμε μπροστά στόν Θεό, θά ποῦμε: Κύριε, μετανοῶ! Σοῦ ὁμολογώ τίς ἁμαρτίες μου! Συγχώρεσέ με! Καί τότε Ἐκεῖνος, φιλανθρωπότατα, θά μᾶς συγχωρήσει.

   Παιδιά, εὔχομαι, μέ ὅλη μου την καρδιά – εἶναι τό τελευταῖο θέμα πρό τῶν ἑορτῶν– εὔχομαι ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε, να κοινωνήσουμε, καί ἔτσι νά ἔχουμε αὐτήν τή συνάντηση τοῦ προσώπου μας μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

   Καλές γιορτές!

   Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 1984


60η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ συνείδηση.

†.Mετά τήν παράβαση οἱ πρωτόπλαστοι, παιδιά, ὅπως λέει τό ἱερό κείμενο, «ἤκουσαν τῆς φωνῆςΚυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου» (Γέν. 3, 8). Ἄκουσαν δηλαδή τή φωνή Κυρίου τοῦ Θεοῦ, πού περπατοῦσε στον παράδεισο κατά τό ἀπογευματάκι, και κρύφτηκαν καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ γυναίκα του ἀπό τόν Κύριο –γιά νά μήν τούς δεῖ– ἀνάμεσα στα δένδρα τοῦ παραδείσου.

   Βλέπουμε πῶς ἐξελίσσεται τό δράμα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, μέ βάση πάντοτε τήν ἀνθρώπινη έλευθερία. Θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, τῆς πτώσεως ἀλλά καί τῆς ἀνορθώσεως, δέν εἶναι παρά ή περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας! Καί ὅλη αὐτή ἡ περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας προκύπτει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐλευθερία, ἔστω καί ἄν δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σκύψει μέσα σ' αυτή καί νά κατανοήσει τί βάθος ἔχει αὐτή ἡ ἐλευθερία.

   Πάντως ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, γνωρίζοντας πραγματικά την μετέπειτα πορεία του. Καί τώρα, μετά τήν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄξιος θανάτου, καί συνεπῶς εἶναι δυστυχής. Παρά ταῦτα, ὁ Θεός ὄχι μόνο δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἐπεμβαίνει κατά θαυμαστό τρόπο ἀκριβῶς γιά νά τόν ἐπαναφέρει. Διότι ὅ,τι ὁ Θεός δημιουργεῖ δέν εἶναι μάταιο. Απόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι στο τέλος τῆς Ἱστορίας ὁ Θεός θά ἀνακαινίσει τήν κτίση, δέν θά χαθεῖ τίποτε, καί θά ἔχουμε ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἄσχετα ἄν θά ὑπάρχει καί ἡ αἰώνια Κόλαση γιά ἐκείνους πού θά ἔχουν ἀρνηθεῖ τόν Θεό πεισματικά στη ζωή τους.

   Ωστόσο, ο Θεός τώρα επεμβαίνει στη ζωή των πρωτοπλάστων, μετά την ντροπή καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ πού τούς κάνει να κρύβονται, με σκοπό να αναπτυχθεῖ μέσα τους ἡ μετάνοια. Αυτό είναι τό θεμελιώδες στοιχεῖο τῆς ἀνορθώσεως τοῦ ἀνθρώπου· ἡ μετάνοια! Γι' αυτό καί ὁ Θεός δημιουργεί διάλογο μετανοίας. 

   Θυμηθείτε πῶς ὁ Κύριος, προκειμένου να σώσει ἐκείνη τήν Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἄνοιξε μαζί της έναν διάλογο. Εἶναι θαυμαστός ὁ τρόπος προσεγγίσεως πού ἔγινε ἀπό τόν Κύριο πρός τή Σαμαρείτιδα. Ανοίγει συζήτηση ὁ Κύριος. Ἡ συζήτηση ἀρχίζει μέ τή φρασούλα «δός μοι πιεῖν», δῶσε μου νά πιῶ νερό. Ἐκείνη παραξενεύεται, διότι βλέπει ἕναν Ἰουδαῖο νὰ τῆς μιλᾶ, ἐνῶ αὐτή εἶναι Σαμαρείτισσα, πράγμα ανεπίτρεπτο, ἐπειδή δέν χωνεύονταν καί δέν εἶχαν καμμία σχέση οἱ Σαμαρεῖτες μέ τούς Ἰουδαίους –ὑπῆρχε μια παλιά ἱστορία ἀντιπαλότητος. Αρχίζει ὅμως ὁ διάλογος. Καί στό τέλος ἡ γυναίκα αὐτή –πού δέν ἦταν καλῆς διαγωγῆς, δέν ἦταν ἠθική γυναίκα– ἄφησε τήν ἁμαρτία καί ἔγινε πιστή. (Βλ. Ιωάν. 4, 1-42)

   Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ὅτι αὐτή ἡ γυναίκα βαφτίστηκε, ονομάστηκε Φωτεινή, όλο της το σπίτι καί οἱ συγγενείς της βαπτίσθηκαν, κι ἐκείνη ἔγινε ἱεραπόστολος. Εἶναι πραγματικά καταπληκτικό πῶς ὁ Κύριος τήν προσεγγίζει! Ὅταν ἐκεῖ στο πηγάδι πού εἶχαν συναντηθεῖ, ἔξω ἀπό τό χωριό, της λέει ὡραιότατα, τεχνικότατα, ψυχολογικότατα, φώναξε τόν ἄνδρα σου νά ἔρθει, ἐκείνη ἀπαντᾶ: Δέν ἔχω ἄνδρα. Δέν τήν μαλώνει, να τῆς πεῖ παλιογυναίκα, σύ, πού... δέν τῆς λέει τίποτα τέτοιο, αλλά της λέει: Σωστά λές ὅτι δέν ἔχεις ἄνδρα, γιατί δέν εἶσαι παντρεμένη· ἀλλά κι αὐτόν πού ἔχεις τώρα εἶναι ὁ πέμπτος ἄνδρας, χωρίς νά εἶναι ἄνδρας σου. Αυτή βέβαια τά ἔχασε... κυριολεκτικά τά ἔχασε!

   Βλέπετε λοιπόν διάλογο προσεγγίσεως;

   Αλλά μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ διάβολος ἄνοιξε διάλογο προσεγγίσεως με τους πρωτοπλάστους.

   Ἔτσι, ἔχουμε τόν διάλογο τοῦ Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώνει· καί ἐνῶ μοιάζει ὅτι ἐπαγγέλλεται τήν ἐλευθερία, στην πραγματικότητα χαλκεύει δεσμά. Ἔχουμε καί τόν διάλογο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ μετάνοια· ὅπως κάνει τώρα και στην προκειμένη περίπτωση ὁ Θεός μέ τούς πρωτοπλάστους, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται καί τούς ἀναζητᾶ· «Ἀδάμ, ποῦ εἰ;», Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ὅπως θα λέγαμε κι ἐμεῖς σήμερα για καποιους φίλους μας πού ἔκαναν κάτι άσχημο· ας τους ἐπισκεφθοῦμε νά δοῦμε τί κάνουν. Ὅλα αὐτά γίνονται γιά νά ὁδηγήσουν στή μετάνοια καί στήν ἐπανόρθωση.

   Θυμηθεῖτε ἀκόμη πῶς ὁ Κύριος ἀνοίγει διάλογο μέ τόν Νικόδημο, ἐκεῖνον τόν εὔσχημα βουλευτή, τόν  σπουδαῖο ἄνθρωπο. Ὁ διάλογος πού ἀνοίχθηκε μεταξύ Κυρίου και Νικοδήμου ήταν διάλογος πίστεως· ὄχι μετανοίας. Ἦταν τόσο αριστοτεχνικός αὐτός ὁ διάλογος, ὥστε να μπορέσει ὁ Νικόδημος να καταλάβει τί θά πεῖ ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση, ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Εἶπε μάλιστα ἐκεῖνο τό κουτό ὁ Νικόδημος: Δηλαδή, πρέπει να ξαναμπῶ στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου και να ξαναγεννηθῶ;... Καί τοῦ ἀπαντάει ὁ Κύριος: Ἐσύ εἶσαι δάσκαλος τοῦ Ἰσραήλ, καί ἀγνοεῖς πῶς μπορεῖ να γίνει μιά ἀναγέννηση;... (Βλ. Ιωάν. 3, 1-21)

   Βλέπετε λοιπόν, παιδιά, ὅτι ἔχουμε αυτές τις μορφές διαλόγου, ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν διάβολο. Θα πρέπει να προσέχουμε πολύ τόν διάλογο τοῦ Σατανᾶ. Ἔχουμε μιλήσει καί σέ ἄλλα μαθήματά μας γιά τόν διάλογο τοῦ Σατανᾶ, (Βλ. Μαθήματα 43ο έως 49ο και 55ο) πῶς προσπαθεῖ νά μᾶς πλανήσει· πού ὑπόσχεται ἐλευθερία, ἀλλά δέν δίνει ελευθερία.

   Πολλές φορές ὁ Θεός δημιουργεῖ περιορισμούς· ἀλλά τούς περιορισμούς αὐτούς τούς θέτει μέ σκοπό τή διάσωση τῆς ὑπάρξεως, μέσα στόν χῶρο τῆς ἐλευθερίας. Για παράδειγμα, θά σοῦ πεῖ: Παιδάκι μου, τί εἶσαι; ἔφηβος· μάλιστα. Πρόσεξε μή πᾶς ἐκεῖ κι ἐκεῖ. Γιατί σοῦ τό λέει αὐτό; Εἶναι μιά δέσμευση· ἀλλά δέσμευση πού σώζει. Διότι σοῦ βάζει τή δέσμευση ἀκριβῶς γιά νά μήν ὑποδουλωθεῖς στα πάθη, γιά νά εἶσαι πραγματτικά ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Γι' αὐτό σου βάζει τόν περιορισμό· γιά νά σοῦ διασώσει τήν ἐλευθερία.

   Θέλετε κάτι ἀκόμη; Αν δέν ἀκούσεις, καί δοκιμάσεις αὐτό καί δοκιμάσεις ἐκεῖνο, θά φθείρεις, θά καταστρέψεις, θα καταλύσεις τήν ὕπαρξή σου. Βλέπετε, συχνά μιλάω για τα ναρκωτικά, γιατί αυτά πιά μᾶς συνέχουν. Ἐάν μετέλθεις ναρκωτικά, θα καταλύσεις την ὕπαρξή σου. Καί σου λέει ἕνα ὄχι. Αὐτό ὅμως τό ὄχι εἶναι γιά νά σοῦ διασώσει την ύπαρξη. 

   Βλέπετε λοιπόν ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ βάζει μερικά μή, μερικά ὄχι, μερικά οὐ. Οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐ μοιχεύσεις, καί οὔτω καθ᾿ ἑξῆς. (Βλ. Ἔξοδ. 20, 13. Δευτ. 5, 17-21. Ματθ. 19, 18) Αὐτά τά ού, τά ὄχι –αὐτά πού κοροϊδεύουν ἔξω καί λένε πώς εἴμαστε ὅλο μή καί ὅλο ὄχι!– αὐτά εἶναι σωτήρια ὄχι. Ὅταν οἱ ἄλλοι σου λένε αὐτά εἶναι καταπίεση, καί γι᾿ αὐτό κάνε ὅ,τι θέλεις, ἐσύ δέν πρέπει νά τούς ἀκούσεις, γιατί θά δουλωθεῖς, θὰ μπεῖς μέσα σε μία σκλαβιά. Αυτός, όπως σᾶς εἶπα, εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Σατανᾶ.

   Ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἔλαβε χώρα μέσα στήν ἡμέρα. Δηλαδή, πρωί να ήταν; μεσημέρι να ήταν; Δέν ἀποκλείεται να ήταν μεσημέρι. Γιατί τό λέμε αὐτό, ὅτι μπορεῖ νά ἦταν μεσημέρι; Βέβαια τό ἱερό κείμενο δέν μᾶς λέει τίποτα, καί θά ἦταν ἴσως περιττό νά δοῦμε ἄν ἦταν πρωί ἤ μεσημέρι. Ἔχει κάποια σημασία ὅμως, μποροῦμε νά τό θεολογήσουμε λιγάκι.

   Εἶναι γνωστό ὅτι τό μεσημέρι υπάρχει μία ἐνόχληση πείνας, ὁπότε θά ἦταν εὐκολότερη ή περίπτωση να δοκιμάσουν τόν καρπό. Ὅπως θά ξέρετε, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει μία μικρή ἀκολουθία πού λέγεται ἕκτη Ὥρα. Ἔχει βέβαια καί τήν πρώτη, τήν τρίτη, τήν ἕκτη καί τήν ἐνάτη Ὥρα. Ἡ ἔκτη Ὥρα ἀντιστοιχεί στο μεσημέρι. (Οἱ Ὧρες ἀνήκουν στίς ἀκολουθίες του νυχθημέρου, δηλαδή τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Κατά τό ἐκκλησιαστικό τυπικό, ἤδη ἀπό τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ή Α΄ Ὥρα αντιστοιχεί στην σημερινή 6η πρωινή, ή Γ΄ Ὥρα στην 9η πρωϊνή, ἡ Ϛ΄ Ὥρα στην 12η μεσημβρινή, ἐνῶ ἡ Θ΄ Ὥρα στήν 3η απογευματινή) Ἐκεῖ σέ ἕναν Ψαλμό, τον 90ο, ζητούμε νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός ἀπό τό μεσημβρινό δαιμόνιο. Αὐτό τό μεσημβρινό δαιμόνιο εἶναι ἐκεῖνο πού ρίχνει τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀκηδία, σε μία τεμπελιά, σε μία νύστα· οπότε ἐκείνη τήν ὥρα ὑπάρχει μία χαλάρωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος να πέφτει εὐκολότερα σέ ἁμαρτία. (Κατά τους Πατέρες, το μεσημβρινό δαιμόνιο εἶναι τό δαιμόνιο της ραθυμίας, Βλ. Μ. Αθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς: «Οὑ σύγκριμα δαιμονιώδες μεσημβρίας. Τὸν γὰρ μεσημβρινὸν δαίμονά φησιν εἶναι τῆς ἀκηδίας.» (PG 27, 401Β), Ωριγένους: «Δαίμονα δὲ μεσήμβριον ὀνομάζει τὴν ἀκηδίαν, ἤτοι τὴν ὀλιγωρίαν· συμβαίνει δὲ τοῦτό τισιν· ἔσθότε σύμπτωμα τοίνυν πάσχουσί τινες, ὅταν ὁ νοῦς ἐκλάσῃ πρὸς φιληδονίαν, ὅταν ἀτονήσῃ καρδία, κατενέχθη πρὸς φιλοσαρκίαν, ὅταν ἀκηδιάσῃ πρὸς τὰ τῆς εὐσεβείας ἔργα, καὶ ἐνγηράσῃ πρὸς πόνους τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς» (Αποσπάσματα εἰς Ψαλμούς, 90.5,6). Βλ. ἐπίσης ἀκολουθία Βαπτίσματος καί Ἐξορκισμούς του μεγ. Βασιλείου (Μικρόν Ευχολόγιον, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ανατ. 1984, σσ. 64 και 265)

   Γιά νά στηρίξω αὐτό πού σᾶς λέω, σᾶς θυμίζω ὅτι ὅταν ὁ Κύριος ήταν στήν ἔρημο, ὁ διάβολος τοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ὁ Κύριος πείνασε. Γιά σαράντα ἡμέρες ὁ Κύριος νήστευε. Πότε ὅμως τοῦ ἐμφανίστηκε; Ὅταν πείνασε. Καί πείνασε, λέει, ὁ Κύριος τήν τεσσαρακοστη ἡμέρα, και τότε ήρθε ὁ πειραστής. (Βλ. Ματθ. 4, 2. Λουκά 4, 2) Είδατε πότε ἦρθε; ὅταν ὁ Κύριος πείνασε. Ἔτσι, δέν ἀποκλείεται ό διάβολος νά ἐπισκέφτηκε και τους πρωτοπλάστους τό μεσημέρι, πού θά ήταν η ώρα πού ἴσως θα πεινοῦσαν καί θά μπορούσαν να δοκιμάσουν να φάνε· ἔτρωγαν καρπούς. Οπότε ἔγινε ἐκεῖ ὁ διάλογος, μέ τό γνωστό αποτέλεσμα. Ἡ ἁμαρτία λοιπόν λαμβάνει χώρα μέσα στήν ἡμέρα, καί ἴσως κατά τό μεσημέρι. 

   Ὁ Θεός ἐπισκέπτεται τους πρωτοπλάστους κατά το δειλινό. Δειλινό εἶναι ἀργά τό ἀπόγευμα, πρίν ἀκόμη σκοτεινιάσει, δηλαδή ὑπάρχει ἀκόμη ἡ ἡμέρα. Αυτό λέμε δειλινό. Τούς ἐπισκέπτεται λοιπόν ὁ Κύριος καί φωνάζει: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», Αδάμ, ποῦ εἶσαι; Χαριτωμένη κλήση, χαριτωμένο κάλεσμα! Ὅπως ἀκριβῶς θά φωνάζαμε κάποιον πού χάσαμε τά ἴχνη του μέσα σ' ἕναν κῆπο, μέσα σ' ἕνα δάσος. Αν ποτέ βρεθήκατε σε κάποιο πάρκο, σε κάποιο δάσος, που χάσατε τήν παρέα σας και θέλετε να τη βρεῖτε, πῶς φωνάζετε; Εἶναι χαριτωμένες οἱ φωνές μέσα σ' ἕνα δάσος, ὅταν φωνάζουμε γιά νά βροῦμε τοὺς ἄλλους. Είναι λοιπόν χαριτωμένη αὐτή ἡ κλήση πού γίνεται ἀπό τόν Θεό μέσα στο κῆπο τῆς Ἐδέμ, μέσα στον παράδεισο.

   Βλέπετε, ἡ ὅλη φράση δεν δείχνει τίποτε πού να τρομάζει. Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Σαν νὰ ἔλεγε: Εγώ συχνά δὲν ἔρχομαι καί σᾶς ἐπισκέπτομαι; Σας βρίσκω λοιπόν. Τώρα ὅμως δέν σᾶς βρίσκω. Παράξενο... ὁ Θεός δεν βρίσκει τους πρωτοπλάστους! Είναι άνθρωπομορφικές καί ἀνθρωποπαθεῖς αὐτές οἱ ἐκφράσεις, ὅπως θα δούμε πιο κάτω.

   Αλλά τί ἔγινε μετά; Οἱ πρωτόπλαστοι ἄκουσαν τόσο τη φωνή της κλήσεως τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τόν ήχο των βημάτων Του μέσα στον παράδεισο. Και τι έκαναν; κρύφτηκαν! Δέν ἦταν φιλική ή πρόσκληση; Η πρόσκληση ἦταν πολύ φιλική, ἀλλά οἱ ἴδιοι εἶχαν μέσα τους μιὰ ἐνοχή, καί ἔτσι τώρα δέν τούς ἦταν καθόλου εὐχάριστη ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ.

   Ρωτάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τί λέγεις; ὁ Θεὸς περιπατεῖ; καὶ πόδας αὐτῷ περιάψομεν; καὶ οὐδὲν ὑψηλὸν ἐκ τούτου ἐννοήσομεν;». Τί λές; ὁ Θεός περπατάει;... ὁ Θεός ἔχει πόδια;... Θά Τοῦ ἀποδώσουμε πόδια τοῦ Θεοῦ, καί δέν θά ὑπονοήσουμε κάτι ύψηλό γι' Αυτόν;...

   Καί ἀπαντάει: «Οὐ περιπατεῖ ὁ Θεός· μὴ γένοιτο. Πῶς γὰρ ἄν, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, οὗ ὁ οὐρανὸς θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον, οὗτος τῷ παραδείσῳ ἐμπεριέχεται;». Δεν περπατάει ὁ Θεός!... Πῶς εἶναι δυνατόν να περπατάει Ἐκεῖνος, πού εἶναι πανταχού παρών καί γεμίζει τα πάντα, του οποίου ὁ θρόνος εἶναι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ὑποπόδιό Του;... Πῶς είναι δυνατόν Αὐτός νά εἶναι μέσα στον παράδεισο καί νά περπατάει;... Διότι περιπατῶ σημαίνει δέν εἶμαι ἐδῶ, καί εἶμαι ἐκεῖ. Γιά νά πάω λοιπόν ἀπό τό ἕνα σημεῖο στὸ ἄλλο, περπατάω. Αλλά ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι πανταχού παρών, εἶναι καί ἐδῶ, εἶναι κι ἐκεῖ· πῶς λοιπόν περπατάει;

   «Καὶ τίς ταῦτα ἂν εἴποι τῶν νοῦν ἐχόντων; Τί οὖν ἐστιν τὸ, Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν;». Ποιός από αὐτούς πού ἔχουν λογικό θά μποροῦσε νά τά πεῖ αὐτά; Τότε λοιπόν τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός περιπατοῦσε κατά το δειλινό στον παράδεισο;

   «Αἴσθησιν αὐτοῖς τοιαύτην ἠβουλήθη παρασχεῖν, ἵνα εἰς ἀγωνίαν αὐτοὺς ἐμβάλῃ· ὃ δὴ καὶ γέγονε». (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ομιλία ΙΖ΄, PG 53, 135)

   Θέλησε νά τούς προκαλέσει μια τέτοια αίσθηση, για να τους βάλει σέ μιά ἀγωνία· αυτό λοιπόν καί ἔγινε. Ποιά ἦταν αὐτή ἡ ἀγωνία, καί τί ἦταν αὐτή ἡ αἴσθηση ποὺ ἤθελε νά τούς προκαλέσει; Ήταν ἡ συνείδηση. Αυτό λέει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρακάτω· ἦταν το «συνειδός», ἡ συνείδηση.

   Προσέξτε τώρα αὐτή τή φράση: «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ»· ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ. Ποῦ τήν ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ; Μέσα τους. Ὤστε δέν τήν ἄκουσαν ἀπ᾿ ἔξω; –θά τό δοῦμε λίγο πιο κάτω αὐτό. Ἄκουσαν λοιπόν τή φωνή μέσα τους, δηλαδή σ' αὐτό πού λέμε συνείδηση. Η συνείδηση εἶναι ένα βαρύ προνόμιο μόνο τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ ζῶα δέν ἔχουν συνείδηση ·μόνο ὁ ἄνθρωπος ἔχει.

   Ἀκοῦστε μία πολύ ωραία περιγραφή πού κάνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος περί τῆς συνειδήσεως· θά σᾶς τήν ἑρμηνεύσω.

   Βλέπετε, σᾶς διαβάζω το κείμενο, γιατί δέν θέλω νά σᾶς ἀποξενώσω ἀπό τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, οὔτε ἀκόμα ἀπό τήν ἀρχαία γλώσσα μας. Πρέπει νά ἔχουμε μιά αἴσθηση τῆς γλώσσας μας σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἱστορικῆς της πορείας. Καί μή μοῦ πεῖτε ὅτι μόνο ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε Ἕλληνες καί πρίν ἀπό δύο καί τρεῖς χιλιάδες χρόνια δέν ἦταν Ἕλληνες. Ἕλληνες πάντοτε ὑπήρχαμε, καί ἡ γλώσσα μας πάντοτε εἶναι ἡ ἴδια. Γι' αὐτό διαβάζω περικοπές· αὐτός εἶναι ὁ λόγος. Μποροῦσα νά σᾶς διαβάζω τις περικοπές μεταφρασμένες καί νά μήν μπαίνω στον κόπο να κάθομαι να σᾶς τά μεταφράζω τώρα ἐπί τόπου, καί νά δημιουργῶ ίσως και κάποια χασμωδία, οὕτως εἰπεῖν, τήν ὥρα τοῦ μαθήματος. Ὄχι. Θέλω νά ἔχετε αίσθηση καί τῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. (Ὁ π. Αθανάσιος Μυτιληναῖος συχνά-πυκνά τόνιζε τήν ἀξία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Παράλληλα ὅμως ἐξέφραζε καί τήν ἔντονη δυσαρέσκεια και βαθειά του λύπη στην μεθοδευμένη ἀλλοίωση καί στήν βαθμιαία απομάκρυνσή μας απ' αυτήν, κυρίως μέσω του σχολείου, που σκοπό έχει τήν ἀποξένωση τοῦ λαοῦ μας ἀπό τήν πλούσια πνευματική του παράδοση, την αποκοπή του από τις ρίζες του καί τελικῶς τόν παντελῆ ἀφανισμό τοῦ ἑλληνοχριστιανικού μας πολιτισμού)

   Λέει λοιπόν ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ γὰρ ἀδέκαστος δικαστής, τὸ συνειδὸς λέγω, κατεξανιστάμενος λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ἐβόα, καὶ κατηγόρει, καὶ ἐδείκνυ, καὶ ὡσανεὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑπέγραφεν αὐτοῖς τῶν ἁμαρτημάτων τὸ μέγεθος». Διότι ὁ ἀμερόληπτος δικαστής, ἐννοῶ τήν συνείδηση, βαθειά διαμαρτυρόμενος, φώναζε μέ λαμπρή και καθαρή φωνή καί κατηγοροῦσε καί ἔδειχνε, καί, σάν νά ἦταν μπροστά στα μάτια τους, ὑπογράμμιζε τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων τους. Ἔκανες αυτό!... Ἔκανες αὐτό τό πολύ μεγάλο!...

   »Διὰ τοῦτο γὰρ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης ἄνωθεν καὶ ἐκ προοιμίων διαπλάττων τὸν ἄνθρωπον, τὸ συνειδὸς αὐτῷ ἐνέθετο κατήγορον ἀδιάλειπτον, παραλογισθῆναι μὴ δυνάμενον, μηδὲ ἀπάτῃ ὑπομεῖναί ποτε». Γι' αὐτόν τόν λόγο ο φιλάνθρωπος Δεσπότης, ὅταν δημιουργοῦσε τόν ἄνθρωπο, τόν ἔφτιαξε κατά τρόπο πού νά ἔχει συνείδηση. Δηλαδή ὁ Θεός ἔβαλε μέσα στον ἄνθρωπο τήν συνείδηση, ὥστε νά ἔχει ἕναν κατήγορο γιά νά μήν μπορεῖ νά παραλογισθεῖ ποτέ να φτιάξει κάτι ἄλλο, καί νά τοῦ λέει: Ἔ! αὐτό ἐδῶ εἶναι κακό!... Ἔ! τό ἄλλο ἐκεῖ εἶναι κακό!... Νά ἔχει αὐτήν τή φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα στην ύπαρξή του.

   Καί συνεχίζει: «Ἀλλὰ καν πάντας ἀνθρώπους λαθεῖν τις δυνηθείη τὴν ἁμαρτίαν ἐργασάμενος καὶ τὴν ἄτοπον πρᾶξιν ἐπιτελέσας, ἐκεῖνον τὸν κατήγορον λαθεῖν οὐ δύναται, ἀλλὰ περιέρχεται διηνεκῶς αὐτὸν ἔνδον ἔχων ἐνοχλοῦντα.». Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη κάποιος θά ἤθελε να κρυφτεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅταν κάνει κάποια ἁμαρτία καί ἄτοπη πράξη, ἀπό ἐκεῖνον τόν κατήγορο δέν μπορεῖ νά κρυφτεῖ, ἀλλά τόν ἔχει συνέχεια νά τόν ἐνοχλεῖ μέσα του.

   Ἐκεῖνος πού ἔκανε ένα κακό, μπορεί να ξεφύγει ἀπό τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά νά ξεφύγει από ἐκεῖνον τόν δικαστή, τήν συνείδηση, εἶναι ἀδύνατον. Τόν ἔχει μέσα του αὐτόν τόν κατήγορο, αὐτόν τόν ἀδέκαστο δικαστή (ἀδέκαστος εἶναι αὐτός πού δέν δωροδοκεῖται· ὅ,τι δῶρα θέλεις φέρε στη συνείδησή σου, δέν δωροδοκεῖται!) καί συνεχῶς ἔρχεται μέσα του καί τόν ἐνοχλεῖ.

   Πῶς; «καταξαίνοντα, μαστίζοντα, οὐδέποτε ἠρεμοῦντα, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ ἐν συλλόγοις, καὶ ἐν τραπέζῃ, καὶ καθεύδοντι, καὶ διανισταμένῳ ἐπιτιθέμενον, καὶ δίκην ἀπαιτοῦντα τῶν πεπλημμελημένων» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΖ΄, PG 53, 135) Τόν γρατσουνίζει, ὑπενθυμίζοντάς του τήν ἁμαρτία του, τόν χτυπάει, ποτέ δέν τόν ἀφήνει να ησυχάσει· ἀλλά καί μέσα στο σπίτι του, καί στήν ἀγορά, καί μαζί μέ ἄλλους, καί στό τραπέζι, καί ὅταν κοιμᾶται καί ξυπνάει, τοῦ ἐπιτίθεται καί ἀπαιτεῖ τιμωρία γιά ὅσα πλημμελήματα ἔχει κάνει. Ἔχει αὐτόν τόν κατήγορο, πού τόν κυνηγάει διαρκῶς ἀπό πίσω!

   Εἶναι μία πολύ ωραία περιγραφή πού κάνει ὁ ἰερός Χρυσόστομος για τη συνείδηση.

   Λοιπόν, τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τούς πρωτοπλάστους νά πᾶνε να κρυφτούν; μήπως ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δέν τούς ἦταν οἰκεία; Φοβήθηκαν την παρουσία τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ήταν ἡ συνείδηση, πού τούς ἔλεγε δεν είσαστε εντάξει απέναντι στον Θεό, καί πῆγαν να κρυφτούν.

   Αλλά ἐδῶ τώρα θέλω λιγάκι μερικά πραγματάκια να προσέξετε. 

   Ὁ Ἀδάμ εἶχε συνείδηση ἀκμαία, ἀφοῦ ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, καί δέν είχε βιώσει καταστάσεις φθορᾶς τῆς συνειδήσεώς του. Ὅμως, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἡ συνείδηση στούς ἀνθρώπους ἄρχισε νά νοσεῖ, νά ἀρρωσταίνει.

   Αλλά, πρίν ἀναλύσουμε τήν νοσοῦσα συνείδηση, πρέπει να διευκρινίσουμε ὅτι ἡ συνείδηση διακρίνεται σε γνωστική και σε ἠθική.

   Ποιά εἶναι ἡ γνωστική συνείδηση;

   Ξέρετε, τό ουσιαστικό συνείδηση εἶναι ἀπό τό σύν καί τό ρῆμα οἶδα, πού σημαίνει γνωρίζω. Σύνοιδα σημαίνει γνωρίζω μαζί μέ κάποιον άλλο· ξέρει κι ὁ Θεός δηλαδή· ἀπό ἐκεῖ παράγεται ἡ λέξη συνείδηση. Ὅταν λοιπόν λέμε γνωστική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ ἐγώ, τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεώς μου, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐγώ. Προσέξτε, εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό. Αὐτό μόνο ὁ ἄνθρωπος τό ἔχει. Γνωρίζω ὅτι ἐγώ είμαι ἐγώ, ἔχω συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἔχω αὐτοσυνειδησία, αὐτογνωσία, γνωρίζω ποιός είμαι, ὅτι ἐγώ ὑπάρχω καί είμαι αὐτός πού είμαι· ὄχι ἀπό ἠθικῆς πλευρᾶς, ἀλλά από πλευρᾶς ὑπάρξεως. (Η αυτοσυνείδηση ἀφορᾶ στη συνείδηση τοῦ ἐγώ, τήν ἐπίγνωση τοῦ κάθε ατόμου γιά τόν ἑαυτό του ως φορέα νοήσεως και συναισθημάτων, σέ ἀντιδιαστολή προς τοὺς ἄλλους (Γεωργίου Δημ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ἑλληνικῆς γλώσσας, ἔκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998, σ. 328). Ή αυτοσυνείδηση συχνά ταυτίζεται με τον όρο αυτεπίγνωση. Αὐτή ὅμως ἀφορᾶ στήν αἴσθηση τῆς ἐπίγνωσης τῶν χαρακτηριστικῶν ἰδιοτήτων τῆς προσωπικότητος καί τῆς ψυχοδυναμικῆς τοῦ ἑαυτοῦ (όπ.π., σ. 322). Πρβλ. δελφικό παράγγελμα "γνώθι σαυτόν", καί διατύπωση τοῦ Καρτεσίου "σκέπτομαι, ἄρα υπάρχω" (cogito ergo sum))

   Ὅπως ἀντίστοιχα ὁ Θεός λέει στην Αγία Γραφή ἐκείνη τήν θαυμαστή φράση –η οποία αναλύεται από πάσης πλευρᾶς, καί θεολογικῆς καί ψυχολογικῆς: «Εγώ εἰμι ὁ ὤν» (Έξοδ. 3, 14) λέει ὁ Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή  ἐγώ εἶμαι ὁ ὑπάρχων, πού ἐκφράζει αυτοσυνειδησία τῆς ὑπάρξεως. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔχει αὐτό τό μεγάλο προνόμιο, νά λέει τό ἴδιο· ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀθανάσιος, ἔχω συνείδηση ὅτι εἶμαι ἐγώ, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

   Χωρίς τήν αὐτοσυνειδησία εἶναι ἀδύνατος ὁ πνευματικός βίος ἀλλά καί ὁ πολιτισμός.

   Ακόμη, να ξέρετε, ὁ ἄνθρωπος πού στερεῖται αὐτοσυνειδησίας ἢ θά εἶναι τρελλός ή βαριά ασθενής· πάντως νά μήν ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, παιδιά. Ὁ Θεός να φυλάξει, ο ἄνθρωπος νά μήν χάσει τη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί νά μήν ξέρει ποιός εἶναι, ὅτι αὐτός εἶναι αὐτός, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐγώ! Εἶναι φοβερό πράγμα ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας... πολύ φοβερό!

   Ἔχουμε ὅμως καί τήν ἠθική συνείδηση. Ποιά εἶναι αυτή; Εἶναι αὐτή γιά τήν ὁποία μιλᾶμε τώρα ἐδῶ. Δηλαδή εἶναι ἡ ἔμφυτη φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Εἰναι ἐκείνη πού μᾶς πληροφορεῖ ἂν αὐτό πού κάνουμε εἶναι ἢ δέν εἶναι σωστό.

   Είναι μεγάλο κεφάλαιο ἡ ἠθική συνείδηση!

   Λάβετε ὅμως ὑπόψη ὅτι ὁ Ἀδάμ βεβαίως διέθετε συνείδηση –γιατί, ὅπως εἴπαμε, ὁ Θεός, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἔπλασε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει συνείδηση. Ὅμως, στις επόμενες γενεές, ή ηθική συνείδηση στον ἄνθρωπο ἄρχισε νά νοσεῖ, νά ἀρρωσταίνει. Αρκετές γενεές μετά τόν Αδάμ.

   Μέ τήν εὐκαιρία (τό εἴχαμε πεῖ πολύ παλαιότερα, ὅταν κάναμε γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀρχικά) ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους δεν πρέπει να είναι πιό παλιά ἀπό τά δεκαπέντε μέ εἴκοσι χιλιάδες χρόνια. Δέν πρέπει νά ὑπερβαίνει τά εἴκοσι χιλιάδες χρόνια· καί αὐτό γιά πάρα- πάρα πολλούς λόγους. Δηλαδή, ή ἱστορία τοῦ Ἀδάμ δέν είναι πάρα πολύ παλιά. (Η Rebecca L. Cann, καθηγήτρια Γενετικής στο πανεπιστήμιο τῆς Χαβάης, χρησιμοποιώντας μιτοχονδριακό DNA μεγάλου ἀριθμοῦ ἀτόμων από πολλά σημεῖα τοῦ πλανήτη, ανακατασκεύασε μέ ἀκρίβεια τό γενεαλογικό (φυλογενετικό) μητρικό προγονικό δέντρο τοῦ ἀνθρωπίνου είδους, τό ὁποῖο θά μᾶς ἔδινε ἀπαντήσεις γιά τόν τόπο καί τόν χρόνο πού ἔζησαν οἱ πρῶτοι πρόγονοί μας. Τα αποτελέσματα τῆς ἔρευνας ἔδειξαν μία καί μοναδική γυναίκα, πού ἔζησε στην Αφρική πριν από 100.000 έως 200.000 χρόνια [Cann RL, Stoneking M, Wilson AC (1987). "Mitochondrial DNA and human evolution". Nature 325 (6099): 31-36]. Δέκα χρόνια αργότερα δημοσιεύθηκε μια εργασία πού ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ρυθμός τῶν μεταλλάξεων τοῦ μιτοχνοδριακού DNA είναι περίπου 20 φορές μεγαλύτερος από αυτόν πού είχε υπολογιστεί αρχικά από τα φυλογενετικά δέντρα και είχε χρησιμοποιηθεί στη δημοσίευση τῆς Cann γιά τόν ὑπολογισμό τῆς ἡλικίας τῆς Μιτοχονδριακῆς Εὔας (Parsons TJ, Munice DS, Sullivan K, Woodyatt N, Alliston- Greiner R, Wilson MR, Berry DL, Holland KA, Weedn VW, Gill P, Holland MM. A high observed substitution rate in the human mitochondrial DNA control region. Nature-Genetics. 1997 Apr;15 (4):363-8]. Μεγαλύτερος όμως ρυθμός μεταλλάξεων σημαίνει ότι ἡλικία τῆς Μιτοχονδριακῆς Εὔας εἶναι ἀπό 5.000 έως 10.000 ἔτη. Το συγκεκριμένο στοιχεῖο σχολιάστηκε καί ἀπό ἕνα ἄρθρο στο Science, στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας αναφέρει: Με την αρχική μέθοδο, ή Μιτοχονδριακή Ενα υπολογίστηκε ότι ήταν 100.000- 200.000 ἐτῶν, ἐνῶ μέ τή νέα μέθοδο ή πραγματική της ηλικία μειώνεται σε μόλις 6.000 χρόνια (Gibbons, A. Calibrating the Mitochondrial Clock. Science 279(5347):28-29, January 2, 1998))

   Ἔτσι, ἂν κανείς, μέσα στήν ἱστορία τοῦ σύμπαντος, μπορεῖ νά δεῖ τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, διαπιστώνει ὅτι εἶναι πολύ πρόσφατη. Δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά κάτι πού εἶναι ἑκατομμύρια χρόνια πίσω, ὅπως μπορεῖ νά διδάσκεστε πιθανῶς σε κάτι ψευτοφυλλάδες, σε κάτι ψευτοθεωρίες που υπάρχουν, σχολικές –λυπάμαι πού τό λέω... λυπαμαι!– καί πού μιλοῦν γιά τή θεωρία τῆς ἐξελίξεως. (Γιά τή θεωρία τῆς ἐξελίξεως βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Α΄, Μάθημα 11ο, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2017)

   Ξέρετε, κατά τή θεωρία αυτή, γιά νά ἐξελιχθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μαϊμού σέ ἄνθρωπο, ἔχει ἀνάγκη βέβαια από πίστωση χρόνου. Αὐτή ἡ πίστωση χρόνου, κατά τούς ἐξελικτικούς, πρέπει νά εἶναι μερικά έκατομμύρια χρόνια... τόσο χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι! Καί ἔτσι τελικά χρονολογοῦν τόν ἄνθρωπο ὡς μερικῶν ἐκατομμυρίων ἐτῶν. Δέν εἶναι. Αν μου πείτε τώρα για κάτι ραδιενεργούς ἄνθρακες, μέ τούς ὁποίους μετράμε κόκκαλα καί τά λοιπά...(Ἔχουμε πολλά εἴδη ραδιοχρονολόγησης, που στηρίζονται σε ραδιενεργά στοιχεία που περιέχονται στα ευρήματα (πετρώματα, ἀπολιθώματα). Μία ἀπ' αὐτές εἶναι τοῦ ἄνθρακα-14, ἑνός ραδιοίσοτόπου τοῦ ἄνθρακα. Ἔρευνες ὅμως τῶν τελευταίων δεκαετιών ἄρχισαν να δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες ὡς πρός τήν άξιοπιστία τους, ἐνισχύοντας τα δεδομένα τῆς Ἁγίας Γραφῆς) παιδιά, αὐτό πού σᾶς εἶπα. Δέν εἶναι θεολογικό τό θέμα· εἶναι ἀνθρωπολογικό. Καί αὐτοί πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπινου γένους δεν πρέπει να είναι παραπάνω ἀπό δεκαπέντε μέ εἴκοσι χιλιάδες χρόνια είναι επιστήμονες. (Οι συγγραφεῖς τῆς Π.Δ., γενικά, δέν ἐπιμένουν σέ ἀκριβεῖς χρονολογικές καταγραφές, ἐπειδὴ ὁ σκοπός τους εἶναι καθαρά θρησκευτικός και όχι ιστορικός. Όμως στους γενεαλογικούς καταλόγους δίνουν ιδιαίτερη σημασία, ἂν καὶ αὐτοί εἶναι ἀποσπασματικοί καί ἐλλιπεῖς. Ἀκόμη καί στο ίδιο το κείμενο τῆς Γενέσεως –πού υπάρχει σε τρεις τύπους, το Εβραϊκό, τό Σαμαριτικό και της Μεταφράσεως τῶν Ο΄– παρατηρούνται σημαντικές διαφορές ὡς πρός τίς χρονολογίες. Ἔτσι, ἀπό τόν ν Αδάμ μέχρι το Νώε, στο Εβραϊκό κείμενο μεσολαβούν 1.656 χρόνια, στο Σαμαρειτικό 1.307 χρόνια, ἐνῶ στη Μετάφραση των Ο΄ 2.242 μέ 2.262 χρόνια. (Πηγή: «Αθώος», Σεβασμ. Μητροπολίτου Αχελώου Εὐθυμίου). Το μυστήριο τῶν γενεαλογιῶν τῆς Γένεσης, www.oode gr.com/oode/genesis/gencall.htm, καί π. Γεωργίου Μεταλληνού, Χριστιανική χρονολογία, www.pemptousia.gr/2013/01/christianiki-chronologia-a/. Πρβλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 36ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2019, ύποσ. 13)

   Αλλά ξαναγυρίζω. Ὅμως, από γενεά σε γενεά, τά ὀρθά κριτήρια τοῦ βίου άρχισαν σιγά-σιγά νά ὑποχωροῦν, διότι οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σε μια ἁμαρτωλή κατάσταση κατ' ἐξακολούθησιν. Ἄρχισε λοιπόν ἡ ἠθική συνείδηση στόν ἄνθρωπο να νοσεῖ, νά ἀρρωσταίνει. Ἔτσι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου παρουσίασε, καί παρουσιάζει μέχρι σήμερα, διάφορες μορφές ἀσθενείας.

   Θὰ ἤθελα νά τίς δοῦμε αὐτές τίς μορφές, είναι πολύ χρήσιμο, γιατί μπορούμε να κατατοπιστοῦμε, καί νά ἀποφύγουμε μιά ἀρρώστια τῆς συνειδήσεώς μας. Να ἀποφύγουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν ἀσθενή συνείδησή μας, καί ὄχι νά μᾶς θεραπεύσει κάποιος άλλος. Βέβαια μια ὑπόδειξη τοῦ ἄλλου εἶναι χρήσιμη· αλλά, σας βεβαιώνω, ὁ καλύτερος γιατρός επάνω σε θέματα ψυχολογικά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενής.

   Ο γιατρός χαίρεται όταν συνεργάζεται μέ τόν ἀσθενή του, γιατί αυτό σημαίνει ὅτι ὁ ἀσθενής του τόν καταλαβαίνει. Εάν όμως αυτός δεν καταλαβαίνει, δέν ἔχει αὐτοσυνείδηση, τότε ο γιατρός δέν μπορεῖ πιά νά συνεργασθεί μαζί του, καί ἡ θεραπεία δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει μέ τήν ἐπικοινωνία αλλά μόνο μέ κάποια φάρμακα. Αλλά εἶναι γνωστό, στόν χῶρο τῆς ψυχολογίας, ὅτι τά φάρμακα δέν θεραπεύουν, νά τό ξέρετε· απλῶς ἀναστέλλουν, καθησυχάζουν ἢ ἠρεμοῦν κάποιες καταστάσεις. Δέν θεραπεύουν τα λεγόμενα ψυχοφάρμακα· εἶναι γνωστό.

   Εἶναι σπουδαῖο λοιπόν να μπορεί κανείς να συνεργασθεῖ. Αὐτή ἡ συνεργασία εἶναι χρήσιμη. Ὅταν θά μοῦ ὑποδειχθεῖ ἀπό κάποιον ειδικό ὅτι ἔχω μιά ἄρρωστη συνείδηση, ἐγώ θά πρέπει νά τήν ἐντοπίσω, νά τό καταλάβω, κι ἐγώ ὁ ἴδιος νά ἀρχίσω να διορθώνω την κατάσταση, ἐγώ να θεραπεύω. Γι' αὐτό, παρακαλῶ, προσέχετε τίς ἀσθένειες τῆς συνειδήσεως.

   Ἔτσι λοιπόν ἡ συνείδηση ἐμφανίζεται ὡς εὐρεῖα, δηλαδή πλατιά. Μία τέτοια συνείδηση δεν προσέχει τα λεπτά σημεῖα τοῦ ἠθικοῦ βίου. Ὅταν πεῖς τοῦ ἄλλου ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι μιά παράβαση, Ὤχ, καημένε, σοῦ λέει, αὐτό εἶναι λεπτομέρεια... δέν ἔχει καί πάρα πολλή σημασία. Πολύ συχνά βρίσκουμε ἀνθρώπους μέ εὐρεῖα συνείδηση. Γιά νά τό καταλάβετε, ἡ συνείδηση αυτή μοιάζει μ' ἕνα κόσκινο, ἕνα συρμάτινο δικτυωτό πλέγμα. Αλλά τό κόσκινο αὐτό ἔχει μεγάλες τρύπες· οπότε περνᾶνε πολλά πράγματα από τό κόσκινο αὐτό, ἐνῶ μέσα του μένουν μόνο τα πολύ χοντρά. 

   Ἅμα ἀκούσετε ἕναν ἄνθρωπο να λέει δέν ἔκλεψα οὔτε σκότωσα, εἶμαι ἐντάξει, βέβαια ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει εὐρεῖα συνείδηση, δηλαδή οἱ τρύπες στο κόσκινό του εἶναι μεγάλες κρατάει μόνο δύο ἁμαρτίες, καί περνάνε ὅλες οἱ ἄλλες. Ἅμα τοῦ πεῖς ὅτι πρέπει να νηστεύει ἢ ὅτι πρέπει να κάνει προσευχή, θά σοῦ πεῖ: Ἔ, αὐτά εἶναι λεπτομέρειες... δέν ἔχουν καί πολλή σημασία! Λέγοντας όμως δέν ἔχει σημασία τό ἕνα και δέν ἔχει σημασία τό ἄλλο, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δείχνει πώς διαθέτει εὐρεῖα συνείδηση.

   Ἐάν κάποτε δούμε στη ζωή μας νά μή μᾶς ἐνοχλοῦν –τό ὑπογραμμίζω: νά μή μᾶς ἐνοχλουν!– πράγματα πού τά θεωροῦμε τιποτένια, αὐτό εἶναι δεῖγμα ὅτι ἔχουμε εὐρεῖα συνείδηση. Ὅταν πούμε γιατί να πάω κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία;... δεν χρειάζεται, αὐτό σημαίνει ὅτι διαθέτουμε ευρεία συνείδηση, καί είναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνο.

   Μετά ἔχουμε τό ἀντίθετο της ευρείας συνειδήσεως, πού εἶναι ἡ στενή συνείδηση, ἡ ὁποία καταλήγει σε μία περιδεή συνείδηση. Δέος εἶναι ὁ φόβος, καί περιδεής είναι ἡ περίφοβη συνείδηση, μια συνείδηση πού είναι γεμάτη φόβο, έντρομη, ἡ ὁποία εἶναι φοβερά βασανιστική γιά ἐκεῖνον πού τήν ἔχει.

   Ἐδῶ τό κόσκινο ἔχει τις τρύπες του πολύ μικρές. Ὅπως θα θέλαμε, κοσκινίζοντας τό αλεύρι μέ τό πίτουρο, να περάσει μόνο τό αλεύρι καί νά κρατήσουμε τό πίτουρο. Ὅμως εἶναι τόσο μικρές οἱ τρύπες, πού οὔτε τό ἀλεύρι δέν περνάει από το κόσκινο! Ὄχι μόνο τό πίτουρο δέν περνάει, ἀλλά οὔτε καί τό ἀλεύρι... Αὐτό ὅμως ἐδῶ σημαίνει ὅτι τά πάντα τά βλέπω ὡς ἁμαρτία. Αγγιξες ἐκεῖ; ἁμαρτία! Πήγες ἐκεῖ; ἁμαρτία! «Μὴ ἄψῃ μηδὲ γεύσῃ», πού ἔλεγαν καί οἱ Μανιχαίοι. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 280, ἔκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, ύποσ. 11. Πρβλ. Κολ. 2, 21. Α΄ Τιμ. 4, 4) Μήν ἀγγίξεις! μή δοκιμάσεις! Μή τοῦτο! μή ἐκεῖνο! Οπότε τά πάντα τά βλέπει κανείς ὡς ἁμαρτία.

   Καταλαβαίνετε λοιπόν, τό νά κινεῖται κανείς μέσα στη ζωή καί νά τά βλέπει ὅλα ὡς ἁμαρτία, πόσο φοβερό και πόσο βασανιστικό πράγμα είναι!

   Πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας πάσχουν από περιδεή συνείδηση ναί, πάσχουν! Καί οἱ μέν πρῶτοι –τῆς πρώτης κατηγορίας, τῆς εὐρείας συνειδήσεως– δεν καταλήγουν σε ψυχίατρο· ἐκεῖνοι ὅμως πού διαθέτουν στενή συνείδηση συχνά καταλήγουν καί σέ ψυχίατρο! Είναι φοβερό πράγμα. Προσέξτε· ἐάν ἀνακαλύψετε στον εαυτό σας στενή συνείδηση, περιδεή συνείδηση, γρήγορα να τη θεραπεύσετε. Προσέξτε! φοβηθείτε!

   Ἔχουμε καί μιά τρίτη περίπτωση, πού ἡ συνείδηση ἐμφανίζεται ὡς ἐλαστική, ή φαρισαϊκή όπως λέγεται. Ποιά εἶναι αὐτή; Ελαστική συνείδηση δέν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού κατά κάποιο τρόπο τόν καταφέρνουμε –γιατί υπάρχει μια περίεργη αντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι μαλακός– ὄχι, όχι. Ἡ ἐλαστική συνείδηση εἶναι ὅπως τό λάστιχο, πού τό τεντώνουμε ἤ τό μικραίνουμε όπως θέλουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι στο κόσκινο τῆς συνειδήσεώς μας μεγαλώνουμε ἢ μικραίνουμε τις τρύπες ὅπως καί ὅσο ἐμεῖς θέλουμε, με κριτήριο τα συμφέροντά μας καί τήν ἰδιοτέλειά μας, δηλαδή κριτήγια υποκειμενικά.

   Και γιατί λέγεται καί φαρισαϊκή; Γιατί οἱ Φαρισαῖοι ἔκριναν τις πράξεις τῶν αλλων με στενό κόσκινο, ἐνῶ τις δικές τους τις πράξεις τις ἔκριναν με φαρδύ κόσκινο. Ὅταν ἔβλεπαν τόν ἄλλο νά ἀδικεῖ, τοῦ φώναζαν: ἔ, ἀδικεῖς!... οἱ ἴδιοι ὅμως ἀδικοῦσαν.

   Μιά ἀπό τίς χειρότερες συνειδήσεις, ἀπό τίς πιό βρώμικες συνειδήσεις, ἀπό ἐκεῖνες πού ὁ Χριστός χτύπησε αλύπητα, (Βλ. Ματθ. 6,16. 7,5. 15,7. 16,3. 22, 18, 24,51. Λουκά 6,42 κ. ά) εἶναι αὐτή ἡ συνείδηση, ἡ ἐλαστική, ἡ φαρισαϊκή συνείδηση.

   Ξέρετε ὁ Χριστός τί ἔλεγε γιά τήν ἐλαστική συνείδηση τῶν Φαρισαίων στους μαθητές Του; Ὅ,τι σᾶς λένε οἱ Φαρισαῖοι, νά τό πράττετε· (Ματθ. 23, 13-30) ὅ,τι ὅμως πράττουν, ἐσεῖς νά μή τό πράττετε. Και μάλιστα τούς ἔλεγε: «προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων» (Ματθ. 16, 6. Λουκά 20, 46). Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν διέθεταν σωστή, υγιή συνείδηση, μέ ἀποτέλεσμα να κινοῦνται μέ τόν τρόπο αὐτόν.

   Γι' αὐτόν τόν λόγο ἂς προσέξουμε, γιατί, σᾶς εἶπα, εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες συνειδήσεις. Θα λέγαμε σ' αὐτήν τή συνείδηση ὁ Χριστός απηύθυνε ἐκεῖνα τά φοβερά «οὐαί», τά φοβερά αλλοίμονο, μέ τόν χαρακτηρισμό ὑποκριταί: «οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι υποκριταί» (Ματθ. 23, 13-30. Λουκά 11, 42-52)!... Βλέπετε, ὁ ὑποκριτής διαθέτει μια τέτοια συνείδηση, μία συνείδηση δηλαδή ελαστική.

   Και τέταρτη περίπτωση είναι η πωρωμένη συνείδηση. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ πωρωμένη συνείδηση; Το λέμε καί στή γλώσσα μας, και το καταλαβαίνουμε πάρα πολύ καλά· εἶναι ἐκείνη ἡ συνείδηση πού ἔχει νεκρωθεῖ. Κάθε κριτήριο ελέγχου σε μία τέτοια συνείδηση ἔχει νεκρωθεῖ, δέν ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ να κάνει ἕνα ἔγκλημα, καί μετά μέ τήν ἡσυχία του να ἀνοίξει τό πακέτο μέ τά τσιγάρα καί νά καπνίσει... καί ἄν τοῦ ποῦν τί έκανες; αὐτός να χαμογελάει!...

   Μπορεῖ νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι-τέρατα;... μπορεί να συναντάμε τέτοιους ανθρώπους πού νά διαθέτουν πωρωμένη συνείδηση;... Παιδιά, ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλούς ἀνθρώπους με πωρωμένη συνείδηση. Αυτό μόνο σᾶς λέω. Βεβαίως πάντοτε είχε, ἀλλά ἡ ἐποχή μας φαίνεται πώς έχει πολλούς πωρωμένους.

   Γι' αυτό, ὡς πρός τήν ὑγεία τῆς συνειδήσεώς μας, πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ. Τί πρέπει δηλαδή να κάνουμε; Να διαθέτουμε υγιή συνείδηση, που λέγεται καί ἀγαθή· πρέπει νά ἔχουμε ἀγαθή συνείδηση.

   Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει νά ἔχουμε συνείδηση ἀγαθή, ἡ συνείδησή μας νά μᾶς πληροφορεῖ ἀγαθά· «συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν» (Α΄ Πέτρ. 4, 16). Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ανυποκρίτου» (Α΄ Τιμ. 1, 5). Δηλαδή, ὁ σκοπός αὐτῶν πού σου εἶπα εἶναι ἡ ἀγάπη πού πηγάζει από καθαρή καρδιά, ἀπό καλή συνείδηση καί ἀπό εἰλικρινή πίστη.

   Ὥστε λοιπόν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει να διαθέτουμε ἀγαθή συνείδηση. Η συνείδησή μας, ἂν μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτό πού κάνουμε είναι κακό, δέν πρέπει οὔτε νά τό μεγαλοποιεῖ οὔτε νά τό μικραίνει· οὔτε νὰ εἶναι περιδεής δηλαδή οὔτε εὐρεῖα. Οὔτε ἀκόμη νά εἶναι ἐλαστική, καί τό κακό νά τό μεγαλώνει ἢ νά τό μικραίνει κατά το δοκοῦν, ὅπως μᾶς ἀρέσει, σάν τό λάστιχο. Οὔτε ἀκόμα νά μή βλέπει τό κακό, σάν νά μὴν ὑπάρχει, ὄντας πωρωμένη ἡ συνείδησή μας. Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά ἔχουμε μία υγιή συνείδηση.

   Πρέπει ὅμως ἀκόμα νά σᾶς πῶ ὅτι ἡ ὑγιής συνείδηση ἐπιτυγχάνεται μέ μία σχετική αγωγή. Θέλεις νά ἔχεις μία πλαστικότητα στο σώμα σου; θα κάνεις κάθε μέρα γυμναστική· ἔτσι λένε. Θα κάνεις κάποιες ασκήσεις κάθε πρωί, κάποιες κινήσεις, γιά νά ἔχεις μία εύκινησία στις αρθρώσεις σου, στους μύες του σώματός σου καί τά λοιπά· ἔτσι λένε. Γιά νά ἀποκτήσουμε ὅμως καί μία, ὅσο το δυνατόν, καλή συνείδηση, θα πρέπει να ἔχουμε μία αντίστοιχη αγωγή συνειδήσεως. Αὐτή δέ ἡ ἀγωγή ξέρετε πως γίνεται; μέ τήν διαρκή αυτογνωσία καί τήν διαρκή μετάνοια.

   Μέ τή διαρκή αυτογνωσία, θά λέμε: Αὐτό πού κάνω είναι καλό; εἶναι κακό; Καί ἀκόμη: ἂν εἶναι κακό, να μετανοήσω. Ξέρετε τί λένε οἱ Πατέρες; «ἀεὶ μετανοεῖν» (Βλ. άγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις καὶ Εὐχαριστίαι, Λόγος Ε΄, 90-91: «Δυνατόν οὖν ἐστιν, ἀδελφοί, τοῖς πᾶσιν οὐ μόνον τοῖς μοναχοῖς ἀλλὰ καὶ τοῖς λαϊκοῖς τὸ ἀεὶ καὶ διηνεκῶς μετανοεῖν καὶ κλαίειν καὶ δέεσθαι τοῦ Θεοῦ ... ἔν τινι μέχρι θανάτου μετανοεῖν καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἕκαστος ἁμαρτίαν σφοδρώς ἀποκλαίεσθαι...»), πάντα νά μετανοοῦμε. Ξέρετε τί ἄλλο λένε οἱ Πατέρες; να βάζω αρχή μετανοίας. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, βάζω ἀρχή μετανοίας! Τί σημαίνει ἀρχή μετανοίας; σημαίνει ξεκίνημα μετανοίας. (Ἔλεγαν περί τοῦ ἀββᾶ Σισώη ότι, ὅταν ἐπρόκειτο να πεθάνει καί ἐνῶ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, και είπε στους παρευρισκομένους: «Ὁ ἅγιος Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο είπε: «Να, ὁ χορός τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καί πάλιν το πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καί εἶπε: «Να, ὁ χορός τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καί δίπλασιάστηκε ὁ φωτισμός τοῦ προσώπου του καί ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μέ κάποιους. Τότε τον ρώτησαν οι πατέρες: «Με ποιόν ὁμιλεῖς, πάτερ»; Καί αὐτός τούς ἀπάντησε: «Μὲ τοὺς Ἀγγέλους πού ἦλθαν να παραλάβουν τήν ψυχή μου, καί τούς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο για να μετανοήσω». Καί λέγουν πρός αὐτόν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας, πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ο αββάς Σισώης: «Αλήθεια σᾶς λέγω, δέν ἔχω βάλει ακόμη αρχή»! (Είπε Γέρων., ἐκδοτ. οἶκος Αστήρ, Ἀθῆναι 1974, σσ. 246-247) Πρβλ. μεγ. Βασιλείου, Περὶ νηστείας Λόγος Β΄, PG 31, 196D, καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν τίμιον σταυρόν, PG 59, 676) Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού βάζει ἀρχή μετανοίας κάθε στιγμή, αναμφισβήτητα ἔχει ὑγιή συνείδηση. Καί δέν ὑπάρχει πιό μεγάλο καλό, πιο μεγάλο προνόμιο, πιο μεγάλο δώρο, ἀπό τό νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος μία ἀγαθή, ὅπως σᾶς εἶπα,  μία υγιή συνείδηση!

   Αλλά ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση (ή φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα μας) εἶναι ραγισμένη, σχισμένη, εἶναι σπασμένη, καί δέν μπορεῖ νά ἀκουστεί καθαρά ή φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Γιά νά τό καταλάβετε, ή συνείδηση μοιάζει μέ ἕνα μεγάφωνο τοῦ ὁποίου το χαρτί τοῦ κώνου ἔχει σχιστεί, μέ ἀποτέλεσμα ὅ,τι φτάνει ἐκεῖ γιά νά ἀποδοθεῖ ὡς ἦχος νά ἀποδίδεται παραμορφωμένα. Ἔτσι καί στη συνείδηση, δημιουργοῦνται ὑποκειμενικά κριτήρια, καί ὁ καθένας λέει αὐτό εἶναι καλό κι ἐκεῖνο κακό· δέν μπορεῖ νά κρίνει σωστά.

   Πρέπει λοιπόν νά ὑπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια. Καί ποιά εἶναι αὐτά; Τά ἀντικειμενικά κριτήρια, παιδιά, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ! Δηλαδή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ νόμου στο Σινά, στην Παλαιά Διαθήκη, καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, στην Καινή Διαθήκη. Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μόνος του νά βρεῖ τό σωστό. Δέν μπορεῖ ὁ καθένας να κρίνει τό σωστό από μόνος του, ἀλλά ἀπό ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ Θεός.

   Ἡ ἀγαθή συνείδηση λοιπόν καλλιεργείται μόνο ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε.

   Πολλές φορές, ἐπίσης, αναφερόμαστε στην έλευθερία τῆς συνειδήσεως. Τί εἶναι αὐτή ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως; Εἶναι ὅταν κάνω κάτι ὄχι ἀπό μιά καταπίεση, ὄχι ἀπό ἕνα σπρώξιμο τοῦ ἄλλου, αλλά γιατί τό θέλω ἐγώ νά τό κάνω, εἴτε καλό εἴτε κακό. Ἐξ ἄλλου τό ἀγαθό τότε μόνο ἔχει ἀξία, ὅταν ἐπιτελεῖται ἐλεύθερα. Ρωτάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: Τί εἶναι ἀρετή; Καί ἀπαντάει: «ἔργον πρὸς Θεὸν ἐν προαιρέσει». Ἡ ἀρετή εἶναι ἔργο πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό, πού ἔχει τήν ἐξάρτησή του από τόν Θεό, καί πρέπει νά γίνεται ἐν προαιρέσει, δηλαδή μέ ἐλευθερία. 

   Ὥστε αὐτή εἶναι ἡ συνείδηση ἡ ἀγαθή, ἡ συνείδηση ἡ ὑγιής, μέσα στόν χῶρο τῆς ἐλευθερίας. Αὐτή εἶναι πού κάνει ἐλεύθερο τον σωστό, τόν πλήρη, τον τέλειο, τόν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἄνθρωπο. Αὐτή, καί μόνον αὐτή.

Κυριακή, 9 Δεκεμβρίου 1984


59η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.