08 Νοεμβρίου 2024

Ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως (Α΄).

†.Πολύ συχνά, παιδιά, θά ἔχετε ἀκούσει τήν σύγχρονη ἔκφραση ὅτι πρέπει νά ἐξετάζουμε ἕνα θέμα σφαιρικά. Τοῦτο σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀναλύουμε κάτι ἀπό ὅλες του τις πλευρές, ἀπ' ὅλες του τίς πτυχές. Κι ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, θα πρέπει κι ἐμεῖς νά ἐπανέλθουμε στο χωρίο ἐκεῖνο πού ἤδη εἴχαμε ἀναλύσει την περασμένη καί τήν προπερασμένη φορά. Καί μάλιστα οὔτε σήμερα θά τό τελειώσουμε αυτό τό χωρίο. «Καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς  βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστόν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον». Εἶναι στο 3ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, χωρίο 6.

   Ὅπως θά θυμόσαστε, εἴδαμε ὅτι ὁ διάβολος ὑπέβαλε στήν Εὔα να δοκιμάσει τόν καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως. Μέχρι τότε, φυσικά, ἡ Εὔα ἔβλεπε πολύ ἁπλᾶ ἐκεῖνο τό δένδρο καί τόν καρπό του. Τώρα ὅμως, μετά ἀπό αὐτήν τήν ὑποβολή, οἱ αἰσθήσεις τῆς Εὔας ἄρχισαν να δραστηριοποιοῦνται, νά ἀλλάζουν, νά μήν εἶναι ὅπως ἦταν πρῶτα, ἀλλά νά εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι το διαφορετικό, δηλαδή δημιουργήθηκε μέσα της μία  περιέργεια, οπότε ἄρχισε νά βλέπει τόν καρπό αὐτοῦ τοῦ δένδρου ὁπωσδήποτε διαφορετικά, καί τοῦτο διότι μέσα της κάτι χάλασε.

   Τί χάλασε; Ὁ νοῦς, ὁ ἡγεμών νοῦς, ἀφοῦ, ὅπως λέει ἡ γνωστή μας παροιμία, νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει, ὁ νοῦς βλέπει καί ὁ νοῦς ἀκούει. Ἄν διεφθάρη ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως στην Εὔα, εἶναι γιατί, πίσω ἀπό τά μάτια, διεφθάρη ὁ ὑπάρχων νοῦς, ὁ βασιλεύς νοῦς. Αὐτός πρέπει να κυβερνάει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται ὁ Δαβίδ στόν ψαλμό του· «καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμ. 50, 14). Ποιό εἶναι αὐτό τό ἡγεμονικόν πνεῦμα; Εἶναι ὁ ἡγεμών νοῦς, ὁ ὀρθός νοῦς, ὁ σωστός νοῦς. Ἐάν ὁ νοῦς προδοθεῖ, θά προδώσει.

   Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι μετά τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, πού διεφθάρη στην Εὔα καί ἄρχισε νά βλέπει διαφορετικά, ἄρχισε νά δραστηριοποιεῖται καί μία ἄλλη αἴσθηση· ἡ γεύση. Ἡ Εὔα ἐπιθύμησε να δοκιμάσει τόν καρπό. Λέει ἐδῶ πώς τό ξύλον ἦταν ἀρεστό στα μάτια της νά τό βλέπει καί νά τό τρώει, αλλά «καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι»· ἦταν καί ὡραῖος αὐτός ὁ καρπός, πολύ ὡραῖος, νά τόν ἀπολαύσει –κατανοῶ ἐδῶ σημαίνει ἀπολαμβάνω. Συνεπῶς μπαίνει τώρα καί μία δεύτερη αἴσθηση, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως,

   Είναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πάρει μία απόφαση καί θέλει κάτι να δοκιμάσει, θέλει ὅλες του οἱ αἰσθήσεις να μετέχουν σ' αυτό πού θά δοκιμάσει. Αὐτό εἶναι ἐκ φύσεως. Προσέξτε ἕνα παράδειγμα.

   Ξέρετε ὅλοι πώς ὅταν πίνουμε κρασί, θέλουμε να δοκιμάσουν καί οἱ πέντε αισθήσεις μας το κρασί. Κατ' ἀρχάς τό βλέπουμε στο ποτήρι· ὕστερα μπορούμε να το μυρίσουμε· κατόπιν τό γευόμαστε· ἀλλά ἀκόμη καί το πιάνουμε το κρασί, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό κρατάμε στο ποτήρι. Ὅμως δέν μετέχει ἡ ἀκοή· γι' αυτό τσουγκρίζουμε τα ποτήρια, γιά νά μετέχει καί ἡ ἀκοή στην πόση του κρασιού. Δηλαδή θέλει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει σ' αὐτή τήν εὐχαρίστηση.

   Βέβαια, ξαναλέω, αὐτό εἶναι στή δομή τοῦ ἀνθρώπου· ἔτσι κατασκεύασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι καθόλου ἐκπληκτικό ή παράξενο τό ὅτι ἡ Εὔα, ὅταν βλέπει τόν καρπό –ἔστω καί ἄν τόν βλέπει περίεργα, ἔστω καί ἄν τόν βλέπει ἐπιθυμητά– τόν κόβει και τόν τρώει· αὐτό εἶναι πολύ φυσικό, ἔρχεται ὡς συνέχεια.

   Γιατί ὅμως θέλουμε να μετέχουν ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας; Διότι ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ἀπολαμβάνει μέ ὅλες του τίς αἰσθήσεις –καί μέ τό σῶμα του καί μέ τήν ψυχή του, καί μέ τίς δυό του ουσίες, μέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του– τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό! Αὐτό ἤθελε ὁ Θεός. Γι' αὐτόν τόν λόγο ὁ Ἰησοῦς Χριστός θεράπευε ἐκείνους πού ὑστεροῦσαν σέ μιά τους αἴσθηση. Ἐπί παραδείγματι, κάποιον πού ἦταν κουφός, τόν ἔκανε καλά· γιατί; γιά νά μπορεῖ νά ἀκούει τόν Λόγο –μέ λάμδα κεφαλαῖο. Ὅταν θά μιλοῦσε ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μποροῦσε ὁ πρώην κουφός νά Τὸν ἀκούει. Ἀλλά καί στόν τυφλό ἀποκαθιστοῦσε τά μάτια του, για να μπορεῖ νά βλέπει τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ.

   Γι' αὐτόν λοιπόν τόν λόγο ὁ Κύριος θεράπευε τις ἀσθένειες, καί ὄχι φυσικά γιατί αντιλαμβανόταν τό θέμα ἀπό μιά ἀνθρωπιστική ἤ κοινωνική διάσταση, ὅπως ἐμεῖς σήμερα. Ἔχουμε παρεξηγήσει τα πράγματα, και νομίζουμε ὅτι ὁ Χριστός θα πρέπει νά ἱκανοποιεῖ τίς ποικίλες ανάγκες μας –νά μᾶς θεραπεύει, νά μᾶς δίνει νὰ τρῶμε καί νά πίνουμε– μόνο σέ ἕνα κοινωνικό ἐπίπεδο, σύμφωνα μέ τήν κοινωνική αντίληψη τοῦ πῶς οἱ ἄνθρωποι να περνοῦν καλά. Δέν εἶναι ὅμως ἐκεῖ τό θέμα. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος δημιούργησε έτσι τόν ἄνθρωπο, γιά νά μπορεῖ νά ἀντιλαμβάνεται τόν Δημιουργό του, νά Τόν βλέπει.

   Καί δέν εἶναι τυχαῖο ἐκεῖνο πού λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν πρώτη του επιστολή, ὅτι «οψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι»  (Α' Ιωάν. 3, 2. Βλ. Αποκ. 22, 4), θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι, καί θά μᾶς δεῖ κι Ἐκεῖνος ὅπως εἴμαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία μας, αὐτό συνιστᾶ τή σωτηρία μας· ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ! Πῶς ὅμως θα γίνει αυτό; Θά ἀναστηθοῦμε. Θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ἀναστήθηκε Ἐκεῖνος. Θα πάρουμε πάλι τό σῶμα μας, καινούργιο, δηλαδή ή ψυχή μας θα ενωθεῖ μ' αὐτό, ὅπως καί ἡ δική Του ή ψυχή ἑνώθηκε μέ τό σῶμα Του, πού αὐτά καί τά δύο δέν χωρίστηκαν ποτέ από τόν Θεό Λόγο. (Αὐτή τήν ἀλήθεια εκφράζει τό γνωστό τροπάριο τῆς Διακαινησίμου «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ ληστοῦ, καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος.») Ἔτσι λοιπόν θά Τόν δοῦμε «καθώς ἐστι». Εἶναι καταπληκτικό!

   Ὥστε αὐτός εἶναι ὁ λόγος που θέλει ὁ ἄνθρωπος να μετέχουν ὅλες του οἱ αισθήσεις σε κάτι που δοκιμάζει.

   Βέβαια, καταλαβαίνετε ὅτι μέ τήν πτώση των πρωτοπλάστων οἱ αἰσθήσεις πιά ἔπαθαν μία διαστροφή, καί ἀντί ὁ ἄνθρωπος να τείνει τίς αἰσθήσεις του πρός τά αληθινά καί τά μόνιμα, τις στρέφει πρός τίς ἡδονές, πού φέρνουν τήν ὀδύνη καί εἶναι φευγαλέες.

   Ἡ Εὔα λοιπόν εἶδε τόν καρπό, ἅπλωσε το χέρι της καί τόν ἔφαγε. Ἀλλά ἀφοῦ ἅπλωσε το χέρι της καί τόν ἔφαγε, τότε ἀντελήφθη ὅτι ἦταν «ὡραῖος τοῦ κατανοῆσαι», ἦταν δηλαδή απολαυστικός. Προσέξτε αὐτήν τή λέξη ἀπολαυστικός! Ἔτσι, θα λέγαμε, πλάι στην παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς ὁράσεως, ἔρχεται ἡ παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς γεύσεως.

   Τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτή ἡ παρέκκλιση στο θέμα τῆς γεύσεως;

   Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ γεύση εἶναι φτιαγμένη ἀπό τόν Θεό γιά νά δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι ἀκριβῶς τρώει, εὐχάριστο ἢ δυσάρεστο, να δοκιμάζει τό γλυκό καί τό πικρό. Αὐτή ἡ αἴσθηση συνοδεύει την τροφή, δηλαδή συνοδεύει τή θρέψη. Ἡ θρέψη είναι μία βασική λειτουργία τοῦ σώματος· γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος πρέπει να φάει. Ἀλλά ὁ Θεός στη θρέψη ἔβαλε καί τήν γεύση· ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζητάει να φάει για να τραφεῖ, ταυτοχρόνως αἰσθάνεται καί τήν εὐχάριστη γεύση ἐκείνου πού τρώει. Ὥστε τί κάνει ἡ γεύση; Η γεύση συνοδεύει τήν τροφή, καί ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχάριστα.

   Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ παρέκκλιση τῆς γεύσεως; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει, σ' ἐκεῖνο πού τρώει, ὄχι ἁπλῶς νὰ αἰσθάνεται τὸ εὐχάριστο, ἀλλά τό ἀπολαυστικό· δηλαδή τί; ὅταν ἐπιδιώκει την τρυφή. Ἡ τρυφή, ὅπως θά δοῦμε, εἶναι ἡ ἀπόλαυση. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ζητάει να ἱκανοποιεῖ ὄχι ἐκεῖνο πού ὑπάρχει ὡς ἀνάγκη, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι ἀνάγκη, δηλαδή τήν ἀπόλαυση.

   Νὰ σᾶς θυμίσω τί γίνονταν στήν ἐποχή του Νέρωνος, ἀλλά καί ἄλλων αὐτοκρατόρων, στη Ρώμη. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἡ Ρώμη ἦταν ἐκεῖνο τό μεγάλο πηγάδι, πού τῆς ἔριχναν μέσα –καί τί δέν τῆς ἔριχναν... καί ἀπό τοῦ δέν ἔφερναν....!– ἀπό ὅλα τὰ σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας, τά πιό ἐκλεκτά πράγματα, καί ἔτρωγε, ἔτρωγε καί ἔτρωγε και τρώει! («Αὐτὸ τὸ αἰσθητήριον παρομοιάζει πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέγα χάσμα, ὁποῦ αἰφνιδίως ἠνοίχθη εἰς τὸν τόπον τῆς Ῥώμης, τόσον βαθύ, ὁποῦ, ὅση ὕλη καὶ ἂν ἐρρίπτετο μέσα, ὅλη κατεβυθίζετο, καὶ οὐδέποτε τὸ ἐγέμιζεν, ὡς γράφουσιν οἱ Ἱστορικοί. Διὰ τί αὐτὸ τὸ αἰσθητήριον εἶναι ἕνας κόλπος τόσον πλατύς, ὁποῦ χωρεῖ ὅσα ἐδώδιμα ἐξάγει ἡ Γῆ καὶ ἡ Θάλασσα·  είναι πίθος τετρημμέννος, κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος πάντοτε πληροῦται, καὶ πάντοτε μένει κενός· καὶ ἑνὶ λόγῳ εἰπεῖν, εἶναι Ἅδης ἀχόρταγος.» (Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. ς', Περὶ φυλακῆς τῆς Γεύσεως, σσ. 76-77.) Αλλά αὐτό, παιδιά, γίνεται καί στήν ἐποχή μας καί πάντοτε. Τί ἔκαναν λοιπόν τότε; Ἔτρωγαν καί ἔπιναν. Αλλά ἐπειδή ή χωρητικότητα του στομαχιού εἶναι περιορισμένη –καί φυσικά δέν ἦταν ἡ θρέψη ὁ σκοπός εκείνων πού ἔτρωγαν, δέν ἔτρωγαν για να τραφοῦν, ἀλλά ἦταν ή τρυφή, ή γεύση μόνο, ἡ ἀπόλαυση– γι' αὐτό ἔκαναν ἐμετό, καί συνέχιζαν πάλι να τρώνε!... καί πάλι ἔκαναν ἐμετό, καί συνέχιζαν πάλι να τρώνε!

   Ἐδῶ βλέπει κανείς μέ σαφήνεια ὅτι ἡ φυσική γεύση, πού συνοδεύει την τροφή όπως ο Θεός τήν δημιούργησε, παρεκκλίνει. Αὐτή εἶναι ἡ παρέκκλισή της· τό νά ἀναζητᾶται ή τρυφή, ἡ ἀπόλαυση. Δηλαδή ὁ σκοπός, πού εἶναι ἡ τροφή, μεταβάλλεται σέ μέσον, καί ἡ ἴδια ἡ ἀπόλαυση, πού εἶναι τό μέσον, γίνεται σκοπός. Αλλά, ὅπως θά ξέρετε, ὅταν ἕνα μέσον μεταβάλλεται σέ σκοπό, τότε ἔχουμε παρέκκλιση, ἔχουμε διαστροφή. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς γεύσεως; Τό ὅτι ἡ τρυφή ἔγινε σκοπός, καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέσο.

   Ἴσως ρωτήσετε: Μήπως εἶναι ἁμαρτία να δοκιμάζουμε ἕνα φαγητό, ἕνα φροῦτο, ἢ ὅ,τι ἄλλο, καί εἶναι νόστιμο, εἶναι ὄμορφο;

   Ὄχι, σ᾽ αὐτή τήν δοκιμή δέν ὑπάρχει ἁμαρτία. Μάλιστα γι' αὐτό ρωτήθηκε κάποτε ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος: «Ἐπειδὴ ἐν ἑκάστῃ τροφῇ ἐστί τις φυσικὴ ἡδύτης, μὴ βλάβην ἐργάζεται τῷ μεταλαμβάνοντι;». Ἐπειδή σέ ὅ,τι τρῶμε ὑπάρχει μιά φυσική γλυκύτητα, μήπως παθαίνουμε πνευματική ζημιά ὅταν παίρνουμε μιά νόστιμη τροφή νά τή φάμε; Καί ἀπάντησε ὁ Ὅσιος: «Ο Δεσπότης Θεὸς τὴν τοιαύτην ἡδύτητα ἐν ἑκάστη τροφῇ ἐδημιούργησε· καὶ οὐκ ἔστι βλάβος τῷ μετ' εὐχαριστίας μεταλαμβάνοντι· τὴν δὲ προσπάθειαν ἀεὶ παραφυλάττεσθαι χρή· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ βλάβη τῆς ψυχῆς» (Αποσπάσματα από το Γεροντικόν, ψογ΄, σ. 337). Εἶπε δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔβαλε τήν γλυκύτητα μέσα στούς καρπούς, μέσα στα τρόφιμα· συνεπῶς δέν ὑπάρχει βλάβη πνευματική ὅταν τρῶμε μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ εὐχαριστία ἐκεῖνα πού ἔκανε ὁ Θεός για μᾶς. Σ' αὐτό δέν ὑπάρχει βλάβη.

   Ποῦ εἶναι ἡ βλάβη; Ἐκεῖ πού ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἡ προσπάθεια. Στη γλώσσα τῶν Πατέρων, προσπάθεια θὰ πεῖ προσκόλληση στό ἐξεζητημένο. Υπάρχει καί τό ἀντίθετο ἀπροσπάθεια, δηλαδή νά μή ζητᾶμε τό ἐξεζητημένο. Προσπάθεια λοιπόν εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ κίνησή μας πρός κάτι τό ἐξεζητημένο. Ὅταν ζητᾶμε το  ἐξεζητημένο στις τροφές γιά νά ἀπολαύσουμε γεύσεις, κάνοντας τήν γεύση σκοπό καί ὄχι μέσο, αὐτό εἶναι βλάβη τῆς ψυχῆς, καί πρέπει νά τό προσέξουμε.

   Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, παιδιά, πρέπει ἁπλᾶ νά τρῶμε· ὅ,τι ἔχει τό τραπέζι μας. Θα μαγειρεύουμε βεβαίως τό φαγητό μας· δέν θά τρῶμε ὠμές τίς τροφές. Θα μαγειρεύουμε μέ κάποια απλότητα· ὄχι κάτι τό μυθῶδες, τό ὑπερβολικό. Χωρίς πολυπλοκότητα· ὅπως θά μαγείρευε κανείς ἕνα λιτό φαγητό. Δέν θά γυρεύουμε ἰδιαίτερες γεύσεις πάντοτε. Μπορεῖ κάποτε νά μᾶς δώσουν κάτι πολύ ὡραῖο καί πολύ απολαυστικό. Ἐμεῖς δέν θά κυνηγήσουμε αυτήν τήν εὐχαρίστηση· θά τό φᾶμε, θά δοξάσουμε τόν Θεό, καί τίποτε ἄλλο·  βλάβη στην ψυχή μας δέν θά ἔχουμε. Ὅταν ὅμως γίνουμε κυνηγοί τῆς ἡδονῆς τῆς γεύσεως, τότε ἀναμφισβήτητα ἁμαρτάνουμε καί ἔχουμε βλάβη. Βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι τρέχουν ἐκεῖ πού ἀκούγονται συμπόσια, πού ἀκούγονται τραπέζια και μεζέδες. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀναζήτηση γεύσεων, καί εἶναι πολύ κακό.

   Τί εἶναι λοιπόν ἡ τρυφή; Εἶναι ἡ ἀπόλαυση, εἶναι ἡ πολυτέλεια, εἶναι ἡ ἡδονοθηρία, εἶναι ἡ φιληδονία.

   Μάλιστα, γιά νά τό καταλάβετε ακόμα καλύτερα, θά ἔχετε προσέξει ἴσως μερικούς ανθρώπους, ἰδίως γυναῖκες, πῶς καπνίζουν! Προσέξτε. Πάρα πολλοί αν θρωποι, κυρίως ἄνδρες, ἁπλῶς βάζουν τό τσιγάρο στο στόμα, ρουφοῦν αὐτό πού ρουφοῦν, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτόν τόν καπνό, καί ἁπλῶς καπνίζουν. Ἔχω δεῖ ὅμως γυναῖκες να καπνίζουν με πάθος, να ρουφοῦν ἀπολαυστικά τόν καπνό! Αυτό τώρα τί εἶναι; Εἶναι ἡ ἀναζήτηση θα λέγαμε αὐτῆς τῆς ἡδονῆς, αὐτῆς τῆς τρυφῆς.

   Ἔχετε δεῖ, ἀκόμη, πῶς τρώμε ἕνα φαγητό, κυρίως ἕνα παγωτό; Τό τρώμε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, γιά νά τό ἀπολαύσουμε. Ὄχι γιατί είναι παγωμένο· ὄχι... αλλά γιατί θέλουμε νά τό ἀπολαύσουμε. Καί γιά νά μή πεῖτε ὅτι τό παγωτό τό τρῶμε αργά ἐπειδή εἶναι παγωμένο, πάω σέ ἄλλο.

   Ἔχετε προσέξει, σ᾿ ἕνα συμπόσιο, σ' ἕνα τραπέζι, σέ ἕνα γλέντι, σέ ἕνα πάρτυ ἢ ἀλλοῦ, ἔχετε δεῖ ὅτι ὅλη νύχτα τρῶνε, καί ὅλο κουβαλάνε στο τραπέζι και κρασιά καί ποτά; Μά πῶς μποροῦν συνέχεια να τρῶνε;... Ἐδῶ, σ' ἕνα τέταρτο, φάγαμε, χορτάσαμε, τελειώσαμε κατελήφθη ὁ χῶρος τοῦ στομαχιού μας. Ἐκεῖ ὅμως ὅχι· δέν τρῶνε γιά νά χορτάσουν, αλλά τρῶνε καί πίνουν λίγο-λίγο, ὅλη νύχτα τρῶνε καί πίνουν, γιά νά γλεντήσουν. Ἐδῶ τί ἔχουμε; τήν ἀναζήτηση τῆς ἀπολαύσεως· δηλαδή δέν καθόμαστε στο τραπέζι μας γιά νά φᾶμε τό φαγητό μας καί νά ποῦμε ἁπλὰ εἶναι ὡραῖο τό φαγητό, δόξα τῷ Θεῷ!

   Ἡ τρυφή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὀνομάζεται κόπρος. Ἔτσι ἐγώ ξέρω να τιμῶ τήν τρυφή μ' αὐτό τό ὄνομα· κοπριά! («Μὴ τιμήσωμεν οἴνων τοὺς ἀνθοσμίας, οψοποιῶν μαγγανείας, μύρων πολυτελείας. Μὴ γῆ καὶ θάλασσα τὴν τιμίαν ἡμῖν κόπρον δωροφορείτωσαν· οὕτω γὰρ ἐγὼ τιμᾷν οἶδα τρυφήν.» (Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνια, PG 36, 316CD)

   Βέβαια, στό ἴδιο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, ὁ παράδεισος ὀνομάζεται παράδεισος τρυφῆς. Λέει: «καὶ ἐξἔβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς».(Γέν. 3, 24)  Δέν ἔχει ὅμως καμμία σχέση ἐδῶ ἡ λέξη τρυφή μέ ὅ,τι λέμε τόσην ώρα, γιατί ἐδῶ ἔχει μία κακή σημασία, ἐνῶ ἐκεῖ, στον παράδεισο, δέν ἔχει καμμία σημασία κακή. Ἐδῶ εἴπαμε ὅτι τρυφή εἶναι ὅταν ἡ γεύση, ἢ ὅ,τι ἄλλο, γίνεται αυτοσκοπός. Έκεῖ, ὁ παράδεισος, ἦταν μέν πάρα πολύ εὐχάριστος, ἀλλά δέν θά γινόταν αυτοσκοπός, δέν θά προσκολλοῦνταν οἱ πρωτόπλαστοι στον παράδεισο, ἀλλά θά εἶχαν αναγωγή στόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέμε ἐντρύφησα στη μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἤ κατατρυφῶ στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή βαθιά ἀπολαμβάνω μέσα στη μελέτη της Αγίας Γραφῆς. Βλέπετε, ἐδῶ τό ρῆμα τρυφῶ ἔχει καλή σημασία.

   Πάντως –γιά νά ξαναγυρίσουμε στην τρυφή μέ τήν κακή σημασία– ὅπως ἀντιλαμβάνεστε μέ αὐτά πού εἴπαμε, ἀφοῦ ἡ γεύση γίνεται σκοπός, τότε, ἀντί νά τρῶμε γιά νά ζοῦμε, ζοῦμε γιά νά τρώμε! Εἶναι φοβερό! Εἶναι ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων.

   Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγαν οἱ Ἐπικούρειοι, καί πού μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ μιά ἐπιστολή του, Προς Κορινθίους, «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. 15, 32). Δε βαριέσαι... δέν ὑπάρχει τίποτα... ὅ,τι φᾶς καί ὅ,τι πιεῖς! Ας φάμε λοιπόν καί ἄς πιοῦμε σήμερα, γιατί αύριο θα πεθάνουμε!

   Θέλετε να δείτε πόσο ωραία, με πόση λεπτότητα καί πόσο χαρακτηριστικά περιγράφει το θέμα αὐτό τό βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος; Ακούστε το· εἶναι ἀπό το 2ο κεφάλαιο (δέν ἔχω πάρει ὅλο τό κείμενο, για να μήν ἀργήσουμε):

   «Ὀλίγος ἐστὶ καὶ λυπηρὸς ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τελευτῇ ἀνθρώπου»· λίγη εἶναι ἡ ζωή μας καί θλιβερή, καί δέν ὑπάρχει θεραπεία μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή μας, λέει, εἶναι μικρή καί γεμάτη από βάσανα, καί ὅταν πεθάνει κανείς δέν ὑπάρχει ἀποκατάσταση, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ξαναγυρίσει πίσω.

   »Τέφρα ἀποβήσεται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα διαχυθήσεται ὡς χαῦνος ἀήρ»· τό σῶμα γίνεται στάχτη, χῶμα, καί ἡ ψυχή θα σκορπιστεῖ ἁπλῶς σάν ἕνας λεπτός ἀδύναμος αέρας· δηλαδή υλισμός πέρα για πέρα! 

   »Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν». Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τα πράγματα, να ἀπολαύσουμε τά ὑπάρχοντα ἀγαθά. Ποιά εἶναι τά ὑπάρχοντα ἀγαθά; Εἶναι αὐτά πού βλέπουμε, αὐτά πού εἶναι φευγαλέα, αὐτά πού εἶναι μάταια· «καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως», καί ἐλᾶτε να χρησιμοποιήσουμε τά κτίσματα, τά δημιουργήματα, σάν νά εἴμαστε νέοι ἄνθρωποι, γρήγορα-γρήγορα, δηλαδή χωρίς να χάνουμε καιρό· ἐλᾶτε... ἐλᾶτε νὰ φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ἀπολαύσουμε. 

   »Οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων πλησθῶμεν»· ἄς χορτάσουμε μέ τά πολυτελῆ κρασιά καί ἄς γεμίσουμε ἀπό ἀρώματα. Πῶς τα λέμε σήμερα αὐτά τά ποτά; Κοκτέιλ, ουίσκι, ὅ,τι θέλετε, ὅλα αὐτά... Καί λέω αὐτά τά  ακριβά, γιατί τέτοια πάμε και αγοράζουμε.

   Ξέρετε, ἐκεῖ στό πάρκο πάνω στόν Ἅγιο Αχίλλιο, πού εἶναι τά δοχεῖα ἀπορριμμάτων, ἅμα θά πᾶτε πρωί, θὰ βρεῖτε μέσα μπουκάλια από ουίσκι· τά πίνουν τήν νύχτα ἐκεῖ στό πάρκο, κυρίως νέοι ἄνθρωποι, καί πᾶνε καί πετᾶνε ἐκεῖ τά μπουκάλια. Ουίσκι, παρακαλῶ, οὐίσκι... πού ἔχει οἰνόπνευμα 90%, φοβερό πράγμα!... Παίρνεις φωτιά ὅταν πίνεις ἐκεῖνο τό πράγμα... νερό τῆς φωτιᾶς τό ἔλεγαν κάποτε οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Ἀμερικῆς! Νερό τῆς φωτιᾶς πραγματικά... φωτιά υγρή, πού κατακαίει τόν ἄνθρωπο! Λοιπόν, βλέπετε τί πίνουμε;... Ὅλα αὐτά τά πράγματα είναι γιατί θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας...!

   »Πανταχή καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης», παντοῦ νά ἀφήσουμε σημάδια τῆς πολυτελοῦς καί ἀπολαυστικῆς ζωῆς μας. Ἔμειναν στήν Ἱστορία τά συμπόσια! Φανταστείτε ότι στη Ρώμη κάθε βράδυ, στα αὐτοκρατορικά σκηνώματα, παραθέτονταν γεύματα σε πολύ κόσμο, ἐπισήμους καί ἄλλους ἀξιωματούχους, ἀξίας εἴκοσι χιλιάδων χρυσῶν λιρῶν στερλινών Αγγλίας. Φοβερό!... «ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν καὶ ὁ κλῆρος οὗτος»· αὐτό εἶναι πού θά μᾶς μείνει· ὅλα τ' ἄλλα, δέ βαριέσαι... αὐτό θά μᾶς μείνει· να φάμε καί νά πιοῦμε! 

   Καί ἐφόσον, παιδιά, ή τροφή γίνεται ἐφεξῆς μιά ἀπόλαυση καί ἕνας σκοπός τῆς ζωῆς, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως μεταβάλλεται πιά στο πάθος τῆς λαιμαργίας καί τῆς γαστριμαργίας. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά ανάμεσα στη λαιμαργία καί τή γαστριμαργία; Το λένε οἱ λέξεις· λαιμαργία εἶναι ἡ ἐπιθυμία νά ἱκανοποιήσω τον λαιμό, ἐνῶ γαστριμαργία εἶναι ἡ ἐπιθυμία να ικανοποιήσω τόν χορτασμό στο στομάχι μου, να φάω πολύ. Η λοιπόν νά ἱκανοποιήσω τόν λαιμό μου ἤ τήν γαστέρα, τό στομάχι μου.

   Ἔτσι ἡ γαστριμαργία γίνεται ή πύλη κάθε κακοῦ. 

   Ἐφόσον ἡ Εὔα ἅπλωσε το χέρι καί ἔφαγε ἀπό τόν καρπό με παράλογον ὄρεξιν –ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας Κρήτης στον Μεγάλο Κανόνα του, («Τὸν ἐμπρησμόν, ὥσπερ Λώτ, φεύγε, ψυχή μου, τῆς ἁμαρτίας φεύγε Σόδομα καὶ Γόμορρα· φεύγε φλόγα πάσης παραλόγου ορέξεως.» (Πέμπτη Μεγάλου Κανόνος, Ὄρθρος, Ὠδή γ)) ἤ ὅπως λέει ὁ Ωσηέ, «ἐφάγετε καρπὸν ψευδή» (Ωσηέ 10, 13), φάγατε ψεύτικο καρπό– από τότε, παιδιά, ή γαστριμαργία πλέον γίνεται ἡ πύλη παντός κακοῦ. 

   Τό λένε οἱ Πατέρες αὐτό, ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ πύλη παντός κακοῦ· ὅπως καί τό ἀντίθετο, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἡ πύλη παντός ἀγαθοῦ· θά τό δοῦμε ὅμως στη συνέχεια.

   Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα κάθε κακοῦ. «Ἡ δὲ κατὰ τὴν γεῦσιν ἀπόλαυσις, μήτηρ, ὡς ἂν εἴποι τις, τῶν καθ᾿ ἕκαστόν ἐστι κακῶν.» Δηλαδή, ἡ ἀπόλαυση πού ἀφορᾶ στή γεύση εἶναι ἡ μάνα τῶν ἐπιμέρους κακῶν· «τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι ρίζα σχεδόν ἐστι τῶν περὶ τὸν βίον πλημμελημάτων ἡ περὶ τὸν λαιμὸν ἀσχολία;» Ποιός δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ρίζα σχεδόν κάθε παρεκτροπῆς στή ζωή ἔγκειται στό νά ἀσχολεῖται κανείς περί τόν λαιμό του, δηλαδή μέ τήν λαιμαργία; «Ταύτης γὰρ ἐξήρτηται ἡ τρυφή, ἡ μέθη, ἡ γαστριμαργία, ἡ περὶ τὴν δίαιταν ἀσωτία, ἡ πληθώρα, ὁ κόρος, ὁ κῶμος, ἡ κτηνώδης καὶ ἄλογος περὶ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καταφορά.» (Εἰς τὴν προσευχήν, Λόγος Ε΄, PG 44, 1185CD) γιατί ἀπό αὐτήν, τή λαιμαργία, ἐξαρτᾶται, δηλαδή ἀπορρέει, ἡ τρυφή, ἡ μέθη, ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀσωτία που σχετίζεται μέ τό φαγητό, ἡ ἀφθονία, ὁ κορεσμός, οἱ άσεμνες γιορτές του τρύγου, ἡ κτηνώδης καί ἡ ἀπερίγραπτη κατάπτωση ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὅλα ἐκεῖνα τά ἀκατονόμαστα πάθη τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν ὕστερα ἀπό ἕνα γερό φαγοπότι. 

   Βλέπετε λοιπόν ὅτι τά πάθη ξεκινοῦν ἀπό τήν πύλη τῆς γαστριμαργίας. Απλωσε το χέρι της ἡ Εὔα καί ἔφαγε, καί ἀπό τότε μπήκαν ὅλα τά κακά στη ζωή μας, ἀφοῦ ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως διαστράφηκε, παρεξέκλινε.

   Ἔτσι, παιδιά, ἔχουμε τά φοβερά πάθη τῶν Σοδομιτῶν –φοβερά πάθη! ποῦ νά τά πεῖ κανείς! «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν», καί μόνο νά τά πεῖ κανείς εἶναι φοβερό πράγμα, εἶναι αἰσχρό!– ξεκίνησαν τά φοβερά αὐτά πάθη τῶν πέντε πόλεων ἀπό τήν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ἀφθονία ἔκανε τους Σοδομίτες τρυφηλούς, δηλαδή νά ἀγαποῦν τήν καλοπέραση, τίς ἀνέσεις καί τίς σαρκικές απολαύσεις. 

   Ἀπευθύνεται ὁ Ἰεζεκιήλ πρός τήν Ἱερουσαλήμ, τήν ὁποία παρομοιάζει μέ ἀδελφή τῆς πόλεως Σοδόμων καί λέει: «Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς.» (Ιεζ. 16, 49) . Ποιό εἶναι τό ἀνόμημα; Τί ἔκαναν τα Σόδομα, ὅπως τώρα κάνουν καί τά Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖ ἀπευθύνεται ὁ Προφήτης; Βρίσκονταν «ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ» –εὐθηνία εἶναι ἡ αὐθονία. Εἶχαν πολλά ἀγαθά, ἄφθονα· καί τί ἔκαναν, σπαταλούσαν, σπαταλούσαν, σπαταλούσαν! Καί οἱ θυγατέρες αὐτῆς εἶναι οἱ ἄλλες τέσσερις πόλεις, εἶναι ἡ περίοικος τῶν Σοδόμων, οἱ γειτονικές πόλεις.

   Βλέπει κανείς λοιπόν ὅτι τά φοβερά ἐκεῖνα πάθη πού ἄνοιξαν τόν δρόμο να καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές μέ πῦρ καί θεῖο –τύπος τῆς μελλοντικῆς κολάσεως τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων– (Βλ. Λουκά 17, 28-30, Β΄ Πέτρ. 2, 6. Ἰούδα 7) ξεκίνησαν ἀπό τήν γαστριμαργία, ἀπό τήν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν. 

   Παιδιά, πολύ φοβᾶμαι, πάρα πολύ φοβάμαι, ὅτι καί ἡ ἐποχή μας εἶναι ἴδια, γιατί μετερχόμαστε τά ἴδια ἁμαρτήματα πού μετέρχονταν καί οἱ Σοδομίτες! Ναί! 

   Διότι τά ἁμαρτήματα ἐκεῖνα, πού δέν εἶχαν ντροπή, καί ξεχύνονταν στους δρόμους ἐκείνης τῆς ἁμαρτωλῆς πόλεως, ξεχειλίζουν καί στήν ἐποχή μας... καί στήν Εὐρώπη, καί στήν Αμερική, ἀλλά καί στήν Ἑλλάδα δυστυχῶς! Γιατί; γιατί υπάρχει πλησμονή ἀγαθῶν, καί δέν στρέφουμε το πρόσωπό μας, τα μάτια μας, πρός τόν Θεό, γιά νά τοῦ ποῦμε εὐχαριστοῦμε γιά τά ἀγαθά πού Ἐσύ μᾶς ἔδωσες! Ὁ Θεός μᾶς δίνει τά ἀγαθά. Αλλά ἐμεῖς τί κάνουμε; ἀλλάζουμε προσανατολισμό. Δέν χρειαζόμαστε πιά τόν Θεό· τά ἀγαθά Του μόνο θέλουμε. Καί ἔχοντας τά ἀγαθά Του, στο τέλος φτάνουμε να γίνουμε υλιστές, να γίνουμε σάρκες, δηλαδή σαρκικοί ἄνθρωποι, καί ἔτσι χάνουμε ἀπό τόν ὀπτικό μας ορίζοντα τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα να συμβεῖ ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχή τοῦ Νῶε καί στήν ἐποχή τῶν Σοδό.μων και Γομόρρας.

   Σᾶς εἶπα ὅτι φοβᾶμαι πολύ· φοβάμαι πάρα πολύ μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή. Να με θυμόσαστε. Εκτός ἂν μετανοήσουμε. Προσέξτε ἐκτός ἂν μετανοήσουμε! Αλλά πολύ τό φοβᾶμαι! Ὅλος αὐτός ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν –πού φτάνουμε να πετάμε και στα σκουπίδια τα υλικά μας αγαθά!– πολύ μέ φοβίζει. Να σας θυμίσω πως σ' αὐτή τήν σπατάλη μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε πεῖ «ἵνα μή τι ἀπόληται» (Ιωάν. 6, 13), τίποτα να μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. 

   Ποιός κάνει οἰκονομία σήμερα; Κανένας· μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι. Καί ὅταν λέμε οἰκονομία, δέν ἐννοοῦμε βεβαίως τήν τσιγκουνιά· ἐννοοῦμε τήν καλή διαχείριση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν· νά μήν ἀγοράζουμε από τα μαγαζιά περιττά πράγματα, και μετά τά πετάμε καί γεμίζουμε τούς σκουπιδοτενεκέδες μας. Αὐτό εἶναι σπατάλη. Δέν θά γεμίζουμε τους σκουπιδοτενεκέδες, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀγοράζουμε θά τό χρησιμοποιοῦμε, ἤ θά τό δωρίζουμε, ὥστε νά μήν πάει χαμένο αὐτό πού δέν χρειαζόμαστε. Δέν εἶναι τσιγκουνιά ή καλή διαχείριση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν· εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἐντολή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας.

   Ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι στήν ἔρημο, παιδιά, συνέδεσαν τήν εἰδωλολατρία μέ τά φαγητά. Θυμόσαστε τί ἔκαναν ὅταν ἔφτιαξαν ἐκεῖνο τό χρυσό ἄγαλμα, τό χρυσό μοσχάρι; Κάθησαν να φάνε· αλλά ἔφαγαν ἄσωτα. Καί τί ἔγινε; «Μετὰ τὸ φαγεῖν καὶ πιεῖν, λέει το βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ἀνέστησαν παίζειν» (Εξοδ. 32, 6). Μετά το φαγητό καί τό πιστό τους, σηκώθηκαν καί ἔκαναν βρώμικες πράξεις. Αὐτό ἐννοεῖ τό «παίζειν»· βρώμικες πράξεις, ἀσωτία σε υπερθετικό βαθμό! Είδατε δέ τήν καταστροφή πού ἐπῆλθε καί πῶς ὀργίσθηκε ὁ Θεός ὅταν εἶδε αὐτή τήν κατάσταση; Μά κι ὁ Μωυσῆς ὀργίσθηκε καί εἶπε: Ἕνας λαός τόσο παχυλός, τόσο βορβορώδης, πού κάνει σκοπό την κοιλιά του καί τά ὑπογάστριά του, αὐτός ὁ λαός εἶναι ἀνάξιος να κρατήσει νόμους πνευματικούς, ὅπως ἦταν οἱ δέκα ἐντολές στις δυό πλάκες πού κρατοῦσε. Ἔριξε κάτω τις πλάκες καί τίς ἔσπασε, ἀκριβῶς γιατί ἡ ἀγανάκτηση του Μωυσέως ἦταν σε ὑπερθετικό βαθμό.

   Ἀλλά ἄν ρωτήσετε γιά τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας πῶς ἐξηγεῖται, θά σᾶς ἔλεγα τό ἑξῆς. Παρακαλῶ προσέξτε. Τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας στήν ἐποχή μας, ἀκόμα καί στή χώρα μας, είναι διάχυτο. Σᾶς ἔχει ἀπασχολήσει τό γιατί τάχα οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ἦταν πιστοί, τώρα μεταβάλλονται σέ ἀπίστους; Πολλοί ἐκπαιδευτικοί μας στα σχολεῖα εἶναι ἄθεοι· πολλοί μαθητές μας εἶναι ἄθεοι, στα σπίτια τους εἶναι ἄθεοι. Ρωτήσατε ποιά άκριβῶς εἶναι ἡ αἰτία πού σήμερα εἶναι ἄθεοι οἱ ἄνθρωποί μας; Λοιπόν, παιδιά, καί τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας ἀπό ἐδῶ ἔχει τήν ἀρχή του· ἀπό τήν αἴσθηση τῆς γεύσεως!

   Θά μοῦ πεῖτε πῶς γίνεται αὐτό;... πῶς;

   Ἀκοῦστε· μάρτυς ἡ Ἁγία Γραφή. Παραπονεῖται ὁ Θεός, διά μέσου τῆς ᾠδῆς τοῦ Μωυσέως, καί λέει τό ἑξῆς:

   «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ –Ἰακώβ εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, δηλαδή οἱ Ἰσραηλῖτες– καὶ ἐνεπλήσθη», ἔφαγε καί χόρτασε. Ἕως ἐδῶ ὑπάρχει ἁμαρτία; Ὄχι.  Θα μποροῦσε νά πεῖ ὁ Ἰσραήλ: Κύριε, μᾶς ἔδωσες τά ἀγαθά τῆς γῆς. Μᾶς εἶπες ὅτι θά μᾶς βάλεις σέ μία χώρα, τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου ρέει μέλι και γάλα. Πράγματι, ἔτσι ἔγινε. Σημειώστε ὅτι ἡ Παλαιστίνη δέν ἦταν ὅπως εἶναι σήμερα, πού εἶναι ξερή γῆ, χωρίς δάση καί λοιπά· ἦταν εύφορη γῆ, εὐφορότατη, γύρω στα 1500 π.Χ.. (Ἡ ἐρημοποίηση τῆς γῆς εἶναι ἕνα εἶδος υποβαθμίσεώς της, ὅπου μιά σχετικά εύφορη περιοχή γίνεται ὅλο καί πιό άγονη, λόγω ἐλλείψεως νερού, βλαστήσεως καί ἄγριας ζωής (Geist H., The Causes and Progression of Desertification. Ashgate, 2005, p. 2). Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι σοβαρή καί ἐκτεταμένη υποβάθμιση τῆς γῆς συνέβη πριν από πολλούς αιώνες σε κάποιες περιοχές τῆς Κίνας, τῆς Μεσογείου καί τῆς Μεσοποταμίας (https://en. wikipedia.org/wiki/Desertification). 

https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://en.wikipedia.org/wiki/Desertification&ved=2ahUKEwiBvZW4yc2JAxXFgSoKHf3rK6oQFnoECBkQAQ&usg=AOvVaw3PVz85hzpaXyedTukEa6YO

Η ερημοποίηση προκαλεῖται ἀπό τήν κλιματική αλλαγή καί ἄλλες ἀνθρώπινες δραστηριότητες)

   »Καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος», καί κλώτσησε ὁ ἀγαπημένος. Προσέξτε: Πότε «απελάκτισεν»; πότε κλώτσησε; Ὅταν ἔφαγε καί ἐνεπλήσθη· ὅταν ἔφαγε και χόρτασε.

   »Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη». Κοιτάξτε τά τρία αυτά συνώνυμα: «ἐλιπάνθη», γέμισε μέ λίπος, «ἐπαχύνθη», πάχυνε, «ἐπλατύνθη», χόντρυνε.

   »Καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ» (Δευτ. 32, 15), καί ἐγκατέλειψε τόν Θεό, πού τόν δημιούργησε, καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό τόν Σωτῆρα του.

   Τό «ἀπέστη», ἔφυγε, σημαίνει ἀθεΐα. Ὄχι ἀπιστία· ἄλλο ἡ ἀπιστία καί ἄλλο ἡ ἀθεία. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τό νά μή δέχεται κανείς πιά τίποτα, νά μή δέχεται τίποτα ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, τήν αὐθεντία του, νά ίκανοποιεἰ τίς ἡδονές του καί τίποτε ἄλλο. Πότε γίνεται αυτό; Ὅταν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος να τρώει καλά καί νά πίνει καλά. Ἐδῶ εἶναι τό φοβερό, παιδιά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀθεΐας.

   Ὅσο καιρό δέν εἴχαμε πλεονασμό ἀγαθῶν, στήν Δύση ολόκληρη, τότε λέγαμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός· τώρα πού χορτάσαμε, λέμε ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Εἶναι τραγικό τό φαινόμενο αυτό. Αλλά δέν εἶναι μόνο τό σημεῖο τοῦτο. Ὅταν ἀρνηθοῦμε τό Εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἀκριβῶς θεοποιήσαμε τήν κοιλιά μας, τότε εἴμαστε οἱ πιό δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. 

   Προηγουμένως γινόταν μία Βάπτιση ἐπάνω στόν Ναό, (Εννοεῖ τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, στο υπόγειο τοῦ ὁποίου γίνονταν τά κατηχητικά αυτά μαθήματα) καί σκέφτεται κανείς τί νά εὐχηθεῖ σ' αὐτό τό παιδάκι. Ἂς εὐχηθοῦμε νά γίνει καλός Χριστιανός, νά μείνει στον δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι ἐμεῖς πού παρευρισκόμασταν γύρω εἴμαστε βαπτισμένοι, καί ὅλα τά παιδιά, ἐσεῖς πού μέ ἀκοῦτε, εἶστε ὅλοι βαπτισμένοι. Ἄραγε, ποῦ θά καταλήξουμε; ποῦ θά φτάσουμε;

   Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Πολλοὶ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ῶν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία» (Φιλιπ. 3, 18-19). Πολλοί συμπεριφέρονται ἄσχημα, γιά τούς ὁποίους πολλές φορές σᾶς μιλοῦσα καί πού τώρα κλαίγοντας σᾶς λέω, τοὺς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τῶν ὁποίων τό τέλος εἶναι ἡ καταστροφή, τῶν ὁποίων θεός εἶναι ἡ κοιλιά τους!

   Εχθροί;... Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ; Μήπως τίποτα ἐχθροί πού ἔρχονται νὰ μᾶς χτυπήσουν; Ὄχι. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ κοιλιά τους εἶναι ὁ θεός τους! Από την στιγμή δηλαδή πού ὁ Χριστιανός μεταβάλλει την κοιλιά του σέ μέσον ποικίλης ἱκανοποιήσεως, γίνεται ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

   Γιατί δέν λέει ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ; Διότι τό Εὐαγγέλιο, παιδιά, είναι σταυρικό· δηλαδή ἀπαιτεῖ θυσία, ἀπαιτεῖ κόπο, ἀπαιτεῖ ἀγώνα, ἄσκηση. Ο σταυρός εἶναι σύμβολο τῆς ἀσκήσεως, τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας. Γι' αυτό λέει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἄν καί βαπτίστηκαν, ἀρνοῦνται πλέον τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἱκανοποιοῦν τίς αἰσθήσεις τους, καί μάλιστα τήν κοιλιά τους τήν ἔκαναν θεό! Είναι φοβερό!

   Τήν ἐποχή μας, παιδιά, τη φοβερή εποχή μας, θά μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μέ δύο χωρία τῆς Αγίας Γραφῆς.

   Τό πρῶτο: «Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς» (Ιακ. 5, 5). Ζήσατε πάνω στή γῆ μέ ἀπολαύσεις, καί σπατάλες, θρέψατε τις καρδιές σας, σάν νά πηγαίνατε για σφάξιμο, όπως –με συγχωρεῖτε– τα γουρούνια πού τὰ πᾶνε για σφάξιμο! Καί πράγματι για σφάξιμο πηγαίνουμε! Ἕνας πόλεμος εἶναι τό σφάξιμο αὐτῶν τῶν καλοθρεμμένων γουρουνιῶν, ἐκεῖ πού φτάσαμε! 

   Καί τό δεύτερο χωρίο: «Ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις ἐμπαίζει, ψυχῇ δὲ ἐνδεεῖ καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται» (Παρ. 27, 7). Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι χορτασμένος ἀπό ἀγαθά, ἀηδιάζει ἀκόμα καί τήν κηρήθρα μέ τό μέλι· ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού πεινάει, καί τά πικρά τοῦ φαίνονται γλυκά. Βλέπετε τί κάνουν τα παιδιά στο σχολεῖο, πού πετάνε στα σκουπίδια τις σοκολάτες, τά γλυκά, τά πάντα!... Σερβίρουμε στο Μοναστήρι μας στα μικρά παιδιά ἕνα γλυκό, που δίνουμε ὅταν πάει κάποιος ἐπίσκεψη... Δέν τό θέλω λένε! Γιατί; Εἶναι χορτάτα τά παιδιά! Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Παροιμίες, ὅτι βλέπουν ἀκόμα καί τήν κηρήθρα μέ τό μέλι, καί ἀηδιάζουν. Αλλά, στούς φτωχούς, καί τά πικρά εἶναι γλυκά. Ξερό να εἶναι τό ψωμί· ἐάν πεινᾶς, τό βλέπεις πολύ ὡραῖο. 

   Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐποχή μας. Καί τά μαθητικά ἀκόμη πάρτυς, πού παίρνουν μέρος μέχρι καί παιδιά τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, τοῦτο φανερώνει.

   Ἡ ἐποχή μας δηλαδή εἶναι στο έπακρο ἡδονιστική. Το κάπνισμα τί εἶναι; τά ναρκωτικά τί εἶναι; τά ποτά τί εἶναι; Φανερώνουν ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι πέρα για πέρα ἡδονιστική.

   Στήν ἐποχή μας, ἄν θέλαμε νά τῆς βάλουμε μιά ἐπιγραφή, ξέρετε ποιά θά ἦταν μᾶλλον ἡ πιό κατάλληλη; ἐκείνη ἡ ἐπιγραφή πού μπήκε στον τάφο τοῦ Σαρδανάπαλου, πού ἔγραφε τά ἑξῆς: «Ταῦτ᾽ ἔχω ὅσσ᾽ ἔφαγον καὶ ἐφύβρισα καὶ μετ᾽ ἔρωτος τέρπν᾽ ἔπαθον, τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια κεῖνα λέλειπται» (Βλ. Διοδώρου Σικελιώτου Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς, 2.23.3.11-12, ἔκδ. Teubner, Leipzig 1888, καί Πλουτάρχου, Περὶ τοῦ ἑαυτὸνἐπαινεῖν ἀνεπιφθόνως, 17 p.546 a-b). Αὐτά ἔχω, ὅσα ἔφαγα καί ὅσα ἤπια καί ὅσα ἀφροδισίασα, ἔκανα κακές καί ἀνήθικες πράξεις· αυτά μοῦ ἔμειναν, τίποτα ἄλλο· τά πολλά ὅμως καί μακάρια, ἐκεῖνα ἔχουν φύγει. Και κάποιος περαστικός πού πέρασε καί εἶδε τήν έπιγραφή εἶπε: Αὐτή ἡ ἐπιγραφή δέν ἀνήκει σ' ἕναν βασιλιά ἤ σ' ἕναν ἄνθρωπο, αλλά σέ ἕνα γουρούνι!...

   Παιδιά, αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή μας! Γι' αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐσεῖς νά γίνετε ἄψογοι καί ἀκέραιοι, παιδιά τοῦ Θεοῦ καθαρά, μέσα σέ μιά γενεά διεφθαρμένη και διεστραμμένη. Σπεύσατε λοιπόν νά σωθεῖτε ἀπ' αὐτήν τήν σκολιά, τήν δύσκολη και διεστραμμένη ἐποχή μας. (Βλ. Φιλιπ. 2, 15)

   Αλλά τό θέμα τῆς γεύσεως ακόμα δεν τελείωσε. Θα συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ερχόμενη Κυριακή.

   Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 1984


51η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.