†.Η παρουσία του πλουσίου νεανίσκου, αγαπητοί μου, που ζητά από τον Κύριον τι να πράξει για να κερδίσει την αιώνιον ζωήν, όντως μας συγκινεί. Ενώ το ερώτημα είναι ένα τεράστιον θέμα, «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;», η απάντησις του Κυρίου μοιάζει ότι είναι πολύ πεζή. Τι του είπε; «Τήρησε τις εντολές». Πολύ απλά. «Τήρησε τις εντολές». Και ο νεανίσκος ίσως νόμισε περί μεγάλων και εκτάκτων και αγνώστων εντολών. Γι΄αυτό ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απαριθμεί εντολές από τον δεκάλογον, πολύ γνωστές.
Έτσι, πολλοί σύγχρονοί μας, περιφρονούν, αγαπητοί μου, τις δέκα εντολές σαν πολύ γνωστές. Είναι ένα ίδιον του ανθρώπου να θέλει κάτι το γνωστό να το περιφρονεί. Πάντοτε. Ομιλητής είναι; Εντολές είναι; Λειτουργία είναι; Αισθάνεται την ανάγκη να απωθήσει, να περιφρονήσει. Γιατί; «Ε, τα ξέρομε αυτά, είναι γνωστά». Δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο εκείνη η διαρκής, γιατί εκεί μέσα είναι όλη η δουλειά, η διαρκής ανανέωσις, που να δημιουργεί παρθενικότητα ματιών. Να μπορείς να βλέπεις το ίδιο πράγμα κάθε φορά καινούριο! Αυτό είναι μία μεγάλη-μεγάλη υπόθεση.
Και δεν είναι στην περίπτωση μόνο όσων πνευματικών πραγμάτων. Είναι και εις την γύρω μας φύση. Θέλετε; Και εις τα γύρω μας πρόσωπα. Πόσες φορές βαριόμαστε τα ίδια πρόσωπα, που τα έχουμε δει, τα έχομε ξαναδεί. Κάποτε η γυναίκα μας, ο άνδρας μας, τα παιδιά μας. Ναι, ναι. Οι φίλοι μας. Κάποτε τους βαριόμαστε. Τον πνευματικό μας, τα πνευματικά μας παιδιά. Τα βαριόμαστε. Λέμε: «Ε…». Ενώ έχομε ένα ενδιαφέρον πάντοτε για κάτι καινούριο. Το περιβάλλον, τα βουνά, τα δένδρα, η θάλασσα, τα πάντα. «Ε, τα ξέρομε, τι είναι αυτά;». Δεν βλέπομε με αυτά τα ανανεωμένα μάτια. Να αισθανόμεθα ότι τα βλέπομε για πρώτη φορά. Το θέμα πού βρίσκεται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Έτσι λοιπόν και οι δέκα εντολές. «Α, τις ξέρω». Τι είπε ο νεαρός; «Τις ετήρησα», λέει, «εκ νεότητός μου». Από μικρό μου παιδάκι τις ετήρησα τις εντολές. Και όμως η οδός των εντολών είναι εκείνη που οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν. Εάν τηρούσε τις εντολές όντως, τότε δεν ήταν ανάγκη να ερωτήσει τον Κύριον· διότι θα ήξερε ότι οι εντολές είναι ο δρόμος, η οδός, ο τρόπος για να φθάσουμε εις την αιώνιον ζωήν.
Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεανίσκου. Και η αποτυχία του. Στις εντολές; Ναι, νεανίσκε μου, υπάρχουν πράγματα που δεν παλιώνουν ποτέ. Οι εντολές του Χριστού. Δεν παλιώνουν. Είναι διαχρονικές. Είναι πάντοτε οι ίδιες. Κι αν θέλετε, ως προς την Καινή Διαθήκη και ως προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», λέει ο Απόστολος Παύλος. Ο Ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο και αιωνίως. Λοιπόν; Λοιπόν. Οι δέκα εντολές πρέπει να βιωθούν.
Ωστόσο υπάρχει και η υπέρβασις των εντολών. Και ο νεανίσκος εζήτησε αυτήν την υπέρβασιν. Και ο Κύριος του είπε: «Ένα σου λείπει». «Τι, Κύριε;». «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ(:όσα έχεις πούλησέ τα, αφού επιθυμείς να είσαι πιο πάνω και από τις εντολές, πιο πέρα δηλαδή, και τότε θα έχεις θησαυρό στον ουρανό), καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Και έλα να με ακολουθήσεις».
Το βάρος της προτάσεως πέφτει πού; Όχι στον πλούτο, όχι στο «διάδος πτωχοῖς». Γιατί μπορούσε να ήταν κάποιος και να μην είχε πλούτον. Οπότε να μην έπρεπε, να μην είχε τη δυνατότητα να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα δώσει εις τους πτωχούς. Πού πέφτει το βάρος; Στο «δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Έλα να με ακολουθήσεις». Η περιουσία του πλουσίου νεανίσκου ήταν απλώς ένα εμπόδιον. Κι έπρεπε να φύγει από τη μέση για να ακολουθήσει τον Χριστόν. Τι είναι αυτό; «Έλα να με ακολουθήσεις;». Είναι η αφιέρωσις· που ξεπερνά την τήρηση των εντολών. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω, αλλά ποιος θα έχω γίνει. Θα το ξαναπώ. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω. Αν τήρησα, δεν τήρησα τις εντολές και πόσο τις τήρησα. Αλλά εκ της τηρήσεως των εντολών, εγώ ποιος έχω γίνει, πώς διαμορφώθηκα, πώς φτιάχτηκα.
Ο νεανίσκος όμως έμενε στο τι θα τηρήσει. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτόν του και τα χρήματά του. Γι΄αυτό ο Κύριος τού είπε να πουλήσει ό,τι έχει, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να ελευθερωθεί από το «ἔχειν» και να περάσει στο «εἶναι». Πάντως, πέραν των αν ο πλούσιος νεανίσκος αστόχησε, εκείνο που συγκινεί σε αυτόν τον νέον είναι η αναζήτησις ενός ιδανικού. Αυτό έχει πολλή σημασία. Κι αυτό είναι η αιώνιος ζωή. «Τι να κάνω για να κερδίσω την αιώνιον ζωήν». Και ο Κύριος, όπως μας πληροφορεί το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, γιατί το θέμα το περιγράφει και ο Ματθαίος και ο Μάρκος, εκεί λέγει ότι ο Κύριος τον συνεπάθησεν τον νέον αυτόν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν». Ήταν συμπαθής νέος. Πού ήτο συμπαθής; Στο ότι ζητούσε ένα ιδανικό. Και μάλιστα ακραίον, ύψιστον ιδανικόν. Την αιώνιον ζωήν.
Τι είναι τα ιδανικά; Είναι οι αξίες. Είναι όλα εκείνα που έλκουν τον άνθρωπο προς τα άνω. Τον αποσπούν από την πεζότητα της ζωής και του δείχνουν το «εὖ ζῆν» με την πνευματική σημασία του όρου. Γιατί «εὖ ζῆν» δύναται να λογαριαστεί και το να έχω να τρώω και να πίνω καλά. Αλλά με την πνευματική σημασία. Να γίνω πνευματικότερος άνθρωπος, υψηλότερος άνθρωπος. Και τα ιδανικά είναι εκείνα που αξιοποιούν το κατ΄εικόνα, που το έχομε όλοι αναγκαστικά -«κατ΄εικόνα» θα πει «άνθρωπος πια, θέλω δεν θέλω, είμαι άνθρωπος, δεν μπορώ να είμαι κάτι το διαφορετικό»- αξιοποιούν λοιπόν τα ιδανικά, οι αξίες αξιοποιούν το κατ΄εικόνα και το μεταβιβάζουν, το περνούν εις το καθ’ ομοίωσιν. Να φθάσω να μιμηθώ τον Θεόν.
Τα ιδανικά, οι αξίες, κάνουν τον άνθρωπο να είναι αυτό που πρέπει να είναι. Είναι εκείνο που έλεγε ο Πίνδαρος: «Γένοιο οἷος ἔσῃ». «Να γίνεις αυτό που η δομή σου, από τη δομή σου είσαι». Να γίνεις αυτό που είσαι. Δηλαδή να γίνεις άνθρωπος. «Γένοιο οἷος ἔσῃ». Είθε να γίνεις. Και τα ιδανικά, οι αξίες, είναι πολλά. Η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, η μάθησις, η κοινωνικότης, η εντιμότης, η εργασία. Όλα είναι αξίες αυτά τα πράγματα. Ο Απόστολος Παύλος γράφει εις τους Φιλιππησίους κάτι θαυμάσιον. Δείχνοντας και εκθέτοντας αυτές τις αξίες. Λέγει: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα(:έχουν καλή φήμη), εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος(: ό,τι είναι κάτι που να αφορά την αρετή, οτιδήποτε είναι που αποσπά τον έπαινον), ταῦτα λογίζεσθε(:αυτά να έχετε στον νου σας),ταῦτα πράσσετε». «Αυτά να εφαρμόζετε». Ακόμη θα γράψει στην ίδια επιστολή: «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». «Το πολίτευμά μας είναι στον ουρανό. Ζούμε στη Γη, αλλά στον ουρανό πολιτευόμεθα». Δηλαδή; Δηλαδή, η ακρότης των ιδανικών είναι ο ουρανός. Η ακρότης των ιδανικών, των αξιών είναι η Βασιλεία του Θεού, η αιώνιος ζωή.
Όλα αυτά σαν αξίες τις έχομε είτε εξ αποκαλύψεως, ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, είτε δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού. Ως άνθρωποι, που έχομε την εικόνα του Θεού, έχομε λογικό και σκεφτόμαστε και έτσι μπορούμε να έχομε μίαν ωραίαν δέσμη αξιών και ιδανικών. Πώς φιλοσοφούσαν οι αρχαίοι; Οι αρχαίοι Έλληνες. Πώς είχε πει αυτό ο Πίνδαρος, «Γένοιο οἷος ἔσῃ», «είθε να γίνεις οἷος ἔσῃ»,κλπ. κλπ. Δεν είναι εξ αποκαλύψεως, αλλά είναι δυνάμει της ἐν ἡμῖν εικόνος του Θεού.
Και θέτομε το ερώτημα: Οι σύγχρονοι νέοι,μια που ο λόγος περί νεανίσκου στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, οι σύγχρονοι νέοι έχουν ιδανικά; Τι ιδανικά έχουν; Την εποχή μας, είναι γνωστό, τη χαρακτηρίζει μία πολιτιστική ή πνευματική καθίζηση. Έχομε κάτι που κατεβαίνει διαρκώς. Και το αποτέλεσμα είναι να έχομε έντονα σημάδια κοινωνικής, ανθρωπιστικής παρακμής. Βαθιά σημάδια. Εκτός βέβαια εξαιρέσεων, οι σύγχρονοι νέοι μας, δεν έχουν ιδανικά. Ή ακριβέστερα, τα ιδανικά τους είναι απαξίες, όχι αξίες. Απαξίες. Δείχνουν την προτίμησή τους σε πράγματα που σε άλλη εποχή θα ησθάνοντο ντροπή οι άνθρωποι. Είναι αυτό που γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Φιλιππησίους: «ὧν(: των οποίων) ὁ Θεὸς ἡ κοιλία- «Ό,τι αφορά την ικανοποίηση των αισθήσεων, αυτό είναι ο Θεός μας. Τι θα φάω, τι θα πιω, πώς θα αφροδισιάσω. Αυτό είναι ο Θεός μου»- καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν(: η δόξα τους, ο έπαινός τους, είναι σε πράγματα που θα έπρεπε να ντρέπονται), οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες». Αυτοί που φρονούν τα επίγεια. Αυτά είναι τα ιδανικά, σήμερα, των νέων μας.
Ακόμη ο Παύλος περιγράφει τον αρχαίο κόσμο και το ήθος του· που σήμερα το ήθος του αρχαίου κόσμου, οι Χριστιανοί μας, το ξεπέρασαν. Γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του στο Α΄ κεφάλαιο. Δεν θα το ερμηνεύσω. Θα διαβάσω: «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν(:ισχυριζόμενοι ότι είναι σοφοί, αποκαλύπτονται μωροί, ανόητοι). Διὸ(:Γι΄αυτόν τον λόγο) καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς». Αναφέρεται εις την ομοφυλοφιλία ο Απόστολος Παύλος. «Δεν θέλετε, ε; Σας αφήνω στον εαυτό σας. Να πού φθάνετε». «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν -Ω, αυτός ο αδόκιμος νους, αγαπητοί. Ο αδόκιμος νους. Ο αδοκίμαστος, ο παιδαριώδης νους- ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα(:Να πράττουν εκείνα που δεν πρέπει), πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας».
Μακρύς ο κατάλογος. Αυτά είναι απαξίες. Οι νέοι μας μένουν σε αυτές τις απαξίες. Τι; Να τιμήσουν τους γονείς; «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Είναι η εντολή η πέμπτη και που την ακούσαμε σήμερα. Ποιους γονείς να σεβαστούν;… Για να προσθέσομε ότι τα ιδανικά των σύγχρονων νέων μας, πάντοτε απαξίες είναι μία συστηματοποιημένη και οργανωμένη οκνηρία, ακηδία. Είναι το αμάρτημα του δευτέρου ημίσεος του 20ου αιώνος. Η ακηδία. Η τεμπελιά. Η τεμπελιά. Η ανερμάτιστη, ανελέητη τεμπελιά· που απλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ρίξτε μια ματιά στις πλατείες, κατά τις 10 το πρωί. Χειμώνας είναι, καλοκαίρι είναι, να δείτε στην πόλη μας, στη Λάρισα. Νέοι και νέες. Βγαίνουν…κάαααθονται, κάαααθονται. Μη μου πείτε ότι «υπάρχει ανεργία γι΄αυτό κάθονται». Μη μου το πείτε αυτό. Κάαααθονται. Άπραγοι. Περισσότερον άπραγοι από βατράχους. Ώστε να φαίνονται στην ήσσονα προσπάθεια· ό,τι είναι δυνατόν το λιγότερα να κάνουν. Ταυτόχρονα ζητούν χρήματα. Βέβαια από πού; Από τους γονείς. Ή κλέπτουν. Γι΄αυτό σήμερα η κλοπή είναι πολύ, πολύ, σε μεγάλο δείκτη. Γιατί; Για την σπατάλη στις ηδονές. Ηδονές πάσης μορφής. Το τσιγάρο, τα ναρκωτικά, τα σκληρά οινοπνευματώδη, οι ατέλειωτες χαμένες ώρες στις καφετέριες, στην ντίσκο, στην τηλεόραση, στους χορούς και τα τραγούδια· που έχουν δαιμονικό περιεχόμενο, αλλά και δαιμονικό σχήμα, το ατημέλητον, το ατσούμπαλο, το αλήτικο, με το επίτηδες για τ’ αγόρια ξεφτισμένο παντελόνι. Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες. Με το ύφος εκείνο που μόνο σοβαρούς νέους δεν προδίδει και κοπέλες. Με σκουλαρίκια τ’ αγόρια. Τ’ αγόρια με σκουλαρίκια. Με δαχτυλίδια και μακριά μαλλιά. Με μιαν ηθελημένη αεργία. Όχι ανεργία. Α-εργία. Θεληματική,δηλαδή, τεμπελιά. Δεν θέλουν να δουλέψουν. Όλα αυτά συνθέτουν τις απαξίες που σήμερα οι νέοι μας επιθυμούν να χορτάσουν την ψυχή τους. Είναι κρίμα. Είναι πολύ κρίμα.
Αλλά πώς έφθασαν όμως οι νέοι μας σε αυτές τις απαξίες; Τι φταίει; Πολλά. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του αιώνος μας. Οι κοινωνικές ακαταστασίες και ανακατατάξεις. Η ανάπτυξις ενός ακράτου ατομισμού· που φθάνει εις τα όρια της αναρχίας, όπως σήμερα τη ζούμε και τη γνωρίζουμε την αναρχία. Ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός, η θρησκεία, η οικογένεια, η πατρίδα, θεωρήθηκαν άχρηστο κατεστημένο. Και «όπου ο Θεός απουσιάζει, τότε όλα επιτρέπονται», λέγει ο Ντοστογιέφσκι. Ναι. Λείπει ο Θεός; Όλα μου επιτρέπονται.
Έτσι έχομε ένα γενικό κλίμα βαθιάς παρακμής, που οι νέοι πλέον δεν έχουν ιδανικά. Μάλλον κυνηγούν τις απαξίες. Η οικογένεια δεν μπορεί να βοηθήσει. Γιατί κι αυτή δυστυχώς είναι μπολιασμένη με ιδέες χαλασμένες. Πλην, βεβαίως, εξαιρέσεων. Αλλά και τα παιδιά καλών, χριστιανικών, αν θέλετε, οικογενειών, βρισκόμενα σε αυτό το γενικό, κακό κλίμα, που κατακλύζει τα πάντα, και αυτά υφίστανται φθορά. Το παιδί θα βγει στον δρόμο, θα βγει στην κοινωνία, θα πάει στο σχολειό και εκεί θα πάθει πολύ κακό.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Κάποτε, αγαπητοί, για ένα δαιμονισμένο παιδί είπε ο Κύριος ότι «τό γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία». «Κύριε», λέει, «γιατί δεν μπορέσαμε να θεραπεύσομε εμείς το παιδί;», είπαν οι μαθηταί. «Το γένος τοῦτο τῶν δαιμόνων οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι άνθρωποι της εποχής μας είναι λεία του διαβόλου. Γι΄αυτό, εκείνοι που καταλαβαίνουν, εκείνοι που πονούν, εκείνοι που ακόμη διατηρούν μέσα τους υγείαν πνευματικήν, ας το κάνουν αυτό. Να νηστεύουν και να προσεύχονται. Μην παραμελούμε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, και τις Σαρακοστές. Να νηστεύομε. Και να παρακαλούμε τον Κύριον να απαλλάξει από τα δαιμόνια που επέπεσαν στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα εις τους νέους μας ανθρώπους. Ακόμη χρειάζεται μαρτυρία προς κάθε κατεύθυνση. Να πούμε, να διασαφήσομε, να διαφωτίσομε. Η παιδεία μας μάλιστα σήμερα όπως προσφέρεται, είναι ένας -και ποιος το αρνείται;- ένας μεγάλος παράλυτος. Δεν μπορεί τίποτε να κάνει η παιδεία. Φοβάμαι μήπως και αρνητικά προσφέρεται. Όσοι όμως εκπαιδευτικοί, που με ακούτε, έχετε μέσα σας μια πνευματική υγεία, τότε να προτάξετε αντίσταση. Να πείτε στα παιδιά, στους μαθητάς σας, μα Δημοτικό, μα Γυμνάσιο, μα Λύκειο, να πείτε το σωστό. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε ωστόσο. Έχομε φθάσει, και το βλέπομε, σε οριακές τιμές, στο μη περαιτέρω…
Αγαπητοί, χαιρόμαστε βέβαια τον νεανίσκον του Ευαγγελίου, που ζήτησε να κατακτήσει την αιώνιον ζωήν. Βέβαια δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε γιατί η καρδιά του ήταν αιχμάλωτη στο πάθος της φιλαργυρίας. Όμως είχε ενατενίσεις ο πλούσιος νεανίσκος. Είχε ενατενίσεις. Έβλεπε και ποθούσε ιδανικά. Και ανάμεσά μας βέβαια υπάρχουν ακόμη νέοι με ωραία ιδανικά, με υψηλό φρόνημα, με αγάπη εις τον Χριστόν. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Αυτούς τους νέους να τους φυλάξομε, να τους προστατεύσομε, να τους επαινέσομε, να τους δώσομε θάρρος, σε αυτήν την εποχή που τόσο απογοητεύει. Επιτέλους θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Ο καθένας όπως καταλαβαίνει, ό,τι καταλαβαίνει, ό,τι μπορούμε να περισώσομε. Θα κάνομε ό,τι μπορούμε. Έστω να δώσουμε τη μαρτυρία μας. Και ας μην μας προσέχει κανείς. Να δώσομε όμως τη μαρτυρία μας. Κάποιοι πάντα θα βρίσκονται, θα είναι το λείμμα, θα είναι ο λαός του Θεού. Θα είναι «το μικρό ποίμνιον», που είπε ο Κύριος. Αυτό θα προσέξει. Αυτό θα ωφεληθεί. Και ο Θεός, αγαπητοί, ας λυπηθεί τη νέα γενεά και ας την ελεήσει.
Καί μέ μία ματιά ὁ Τωβίτ μᾶς λέγει κάτι ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Αὐτά τά παιδικά του χρόνια εἶναι θαυμάσια! Καί τώρα θά κάνωμε καί μερικές σκέψεις πάνω σέ αὐτά, διότι καί ἐσεῖς περνᾶτε κάποια παιδικά χρόνια, ἐφηβικά χρόνια. Καί μπροστά μας θά ἔχωμε ἕνα πρότυπο, τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά μιμηθοῦμε. Γιατί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δίνει πρότυπα τόσο πρός μίμησιν, ὅσον καί πρός ἀποφυγήν, δηλαδή τί πρέπει νά κάνωμε καί τί δέν πρέπει νά κάνωμε.
†.Όπως θα ενθυμείσθε, την περασμένη φορά, αγαπητοί μου, είχαμε αναφερθεί εις τον θρήνον των βασιλέων της γης, επί τη καταστροφή της Βαβυλώνος-Ρώμης ή της Βαβυλώνος, πόλεως σύμβολον κάθε αντιθέου δυνάμεως. Χωρίς να καθορίζεται ένας συγκεκριμένος τόπος, αλλά ίσως κάποτε και πολλοί τόποι. Ακολουθεί ο θρήνος των εμπόρων· διότι τρεις κατηγορίες παρουσιάζει εδώ ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, τους βασιλείς, τους εμπόρους και τους ναυτικούς. Ακολουθεί λοιπόν τώρα ο θρήνος των εμπόρων.
«Καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαύσουσι καὶ πενθήσουσιν ἐπ᾿ αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι». «Και οι έμποροι της γης θα κλάψουν και θα πενθήσουν δια τον χαμόν της πόλεως, επειδή το εμπόριό τους, το εμπόρευμά τους, κανείς πια δεν το αγοράζει».
Είδατε ψυχολογία πένθους; Πενθούν, όχι διότι κατεστράφη η Βαβυλώνα και να λυπηθούν για τους ανθρώπους οι οποίοι κατοικούσαν στην πόλη και κατεστράφησαν, αλλά διότι εκόπησαν οι δουλειές των και τα εμπόριά τους. Είδατε ψυχολογία πένθους; Είναι αυτό το ανάλγητον πένθος που πολλοί από τους ανθρώπους το έχουν, όπως επί παραδείγματι, «απέθανε η μητέρα μου και την πενθώ και κλαίω και οδύρομαι όχι διότι πραγματικά θα την πενθούσα, αλλά γιατί κόπηκε η σύνταξη με τον θάνατό της». Ή ακόμη, αν θέλετε, έπεσε η κυβέρνησις, όχι γιατί θα με ενδιέφερε να μείνει ή να πέσει, αλλά διότι με εξυπηρετούσε στα συμφέροντά μου.
Αγαπητοί μου, αυτό το ανάλγητον πένθος! Ατομιστικότατον! Και εγωιστικότατον! Εν προκειμένω οι έμποροι τώρα οδύρονται, διότι τώρα δεν έχουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, τα οποία ο ιερός Ευαγγελιστής πιο κάτω τα χαρακτηρίζει ως «πολυτελῆ καί ἀπάνθρωπα». Σημειώσατε αυτές τις δύο κατηγορίες εμπορευμάτων. «Πολυτελῆ καί ἀπάνθρωπα». Έτσι θα πενθούσαν σήμερα οι έμποροι νυκτερινών κέντρων, ναρκωτικών, τσιγάρων και άλλων βρωμερών, θα λέγαμε, και σκοτεινών εργασιών. Και δεν χρειάζεται, βεβαίως, να γίνει κάποια καταστροφή για να πενθήσουν οι έμποροι τέτοιων προϊόντων. Αρκεί η κοινωνία των ανθρώπων να γίνει χριστιανικότερη, εγώ θα έλεγα ανθρωπινότερη, για να αρχίσουν να ανησυχούν ότι το εμπόρευμά τους δεν τραβιέται.
Έτσι, θα λέγαμε σήμερα, τα κατηχητικά σχολεία και κάθε προσπάθεια χριστιανική που μπορεί να γίνεται στην ενορία στην πόλη, οπουδήποτε, να γίνεται γι’ αυτούς ένα εμπόδιο. Και να ανησυχούν εάν μέσα στον πληθυσμό μιας πόλεως μπορεί να καλλιεργείται η αρετή, το χριστιανικό μήνυμα, διότι δεν θα έχουν τα κέρδη τα οποία αναμένουν. Αν υποτεθεί ότι όλοι οι νέοι ήσαν ευσεβείς, δεν θα έκλειναν οι ντισκοτέκ και τα καταγώγια και οι ταβέρνες και δεν ξέρω τι; Αναμφισβήτητα! Δεν θα ανησυχούσαν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί; Θα ανησυχούσαν. Τι θέλουν; Θέλουν τους ανθρώπους, θέλουν τους νέους ειδικότερα, στη στάθμη εκείνη της αμαρτωλότητος, για να πηγαίνουν καλά οι δουλειές τους. Κριτήριο, το βλέπετε, είναι φανερό, είναι το κέρδος. Αδιάφορον τώρα, όπως θα δούμε και πιο κάτω, αν η ποιότητα του εμπορεύματος είναι προς καταστροφήν αυτής της ιδίας της κοινωνίας. Και όπως σας εξήγησα, ο ιερός Ευαγγελιστής καταχωρεί έναν μακρύ κατάλογο, ασυνήθη μάλιστα για το βιβλίο της Αποκαλύψεως, εμπορικών ειδών και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά είναι πολυτελή. Θα σας διαβάσω. Δεν θα εξηγήσω παρά μόνο κάπου και πού.
«Γόμον –«γόμος» θα πει εμπόρευμα- χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ -μετάξης- καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον –πολύτιμη ξυλεία, αντικείμενα από πολύτιμη ξυλεία- καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον –ελεφαντοστούν- καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, καὶ κινάμωμον –είναι η κανέλα, είναι τα λεγόμενα περίφημα αρωματώδη προϊόντα της Ανατολής που κάποτε, κάποτε, εμπορεύοντο τα πλοία περνώντας από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, μεταφέροντας από την Ανατολή, τις Ινδίες, και που τα αρωματώδη αυτά ήσαν πανάκριβα εις την Ευρώπη, πανάκριβα. Είναι λοιπόν η κανέλλα το «κινάμωμον»- καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν –είναι το σιμιγδάλι- καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ῥεδῶν –είναι οι άμαξες- καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων».
Αυτή η λεπτομερής περιγραφή θέλει να δείξει την πολυτέλεια της ζωής της Βαβυλώνος. Αυτής της συμβολικής πια πόλεως. Είναι, όπως βλέπετε, ο μακράν του Θεού άνθρωπος, εκείνος που προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταφέρει τον παράδεισο του Θεού σε επίγεια και υλιστικά πλαίσια. Δηλαδή εδώ είναι η κόλασις, εδώ είναι και ο παράδεισος... «Έχεις να φας; Έφερες τον παράδεισο εις την γην. Δεν έχεις να φας; Έφερες την κόλαση εις την γη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω από αυτό». Είναι το κήρυγμα των ανθρώπων οι οποίοι υλιστικότατα σκέπτονται και ζουν. Βέβαια περιττό να σας πω ότι μία τέτοια θέση και μάλιστα μια πολυτελή ζωή είναι σαφώς αντιευαγγελική. Ο άνθρωπος που δεν έχει πνευματικούς προσανατολισμούς προσπαθεί να γεμίσει το κενόν της ψυχής του με αυτήν την πολυτέλεια των υλικών αγαθών και μάλιστα μια πολυτέλεια ατέρμονη. Ατέρμονη! Δεν τελειώνουν ποτέ και όλο παραγάγουν νέες μορφές και νέα σχήματα των υλικών αντικειμένων ή των τροφών ή των ποτών, ατέλειωτα, σας ξαναλέγω· γιατί ο άνθρωπος όταν έφαγε και ήπιε δεν γέμισε το κενό της ψυχής, αναζητά καινούριες γεύσεις και καινούριες εμπειρίες, για να μπορέσει να γεμίσει το κενό της ψυχής, και δεν αντιλαμβάνεται ότι η ψυχή, όσα και να φας, όσες ποικιλίες και αν έχεις, όσες πολυτέλειες και αν δημιουργήσεις, δεν θα χορτάσει ποτέ η ψυχή σου, θα μένει ακόμα πιο άδεια και ακόμα πιο πεινασμένη. Η ψυχή δεν τρώγει αυτά, θέλει Θεό η ψυχή. Κι άμα δεν την λείπει ο Θεός, τότε ψωμί και κρομμύδι να έχεις είσαι ευτυχισμένος και είναι γεμάτη η καρδιά σου. Είναι γεμάτη. Τα υλικά αγαθά μάς τα έδωκε ο Θεός προς απόλαυσιν, αλλά να ‘ναι όμως γεμάτη η καρδιά. Εδώ ο λόγος το να είναι άδεια η καρδιά από τον Θεό και να γεμίζει διαρκώς ο άνθρωπος από τα προϊόντα του πολιτισμού του και της πολυτελείας του.
Από τον μακρύ αυτόν κατάλογο που σας διάβασα, του ιερού Ευαγγελιστού, έχομε να σχολιάσουμε τα εξής σημεία:
Εκεί που λέγει «ἵππων καὶ ῥεδῶν». Η «ῥέδη» είναι η άμαξα. Και εδώ όταν ομιλεί περί αμαξών δείχνει την πολυτέλεια. Διότι την εποχή εκείνη στα αμάξια δεν μπαίναν παρά μόνο οι άνθρωποι που είχαν πολλά χρήματα. Σήμερα βέβαια το θέμα «άμαξα» είναι κοινό πια. Σήμερα, θα λέγαμε, έχομε το αυτοκίνητο. Είναι κακό να έχει κανείς άμαξα; Στην παλιά εποχή όχι. Ήταν δείγμα πλούτου. Ναι, αλλά τέλος πάντων δεν ήταν κακό. Είναι κακό να έχει κανείς σήμερα αυτοκίνητο; Όχι. Είναι δείγμα πλούτου το αυτοκίνητο; Σήμερα όχι. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς πλούσιος για να έχει αυτοκίνητο· το οποίον βεβαίως υποτίθεται, αν δεν είναι πλούσιος, ότι θα το χρησιμοποιήσει κυρίως για τις επαγγελματικές του ανάγκες. Κυρίως. Αλλά, αν το θέλετε ακόμη, αγαπητοί μου, και να πάρει κανείς την οικογένειά του και να βγει λίγο πιο έξω απ΄αυτές τις σύγχρονες Βαβυλώνες των πόλεων, που δημιούργησε ο πολιτισμός μας με τα καυσαέρια, με όλα τα στοιχεία εκείνα που κάνουν τη ζωή κουραστική και ανυπόφορη μέσα στις πόλεις, το να έχει κανείς ένα μεταφορικό μέσο να βγει λίγο πιο έξω στην εξοχή, δεν είναι αναμφισβήτητα εφάμαρτον.
Αλλά, όταν όμως, αγαπητοί μου, το αμάξι, το αυτοκίνητο δηλαδή, το έχομε μεταβάλει σε είδωλον, σε ιδανικό, μ’ αυτό πέφτομε να κοιμηθούμε για να το αγοράσουμε και μ’ αυτό ξυπνάμε, με τ’ όνειρό του, και έχει γίνει ο προορισμός και σκοπός της ζωής μας, το έχουμε πιο καλά και από τα παιδιά μας, και το προσέχουμε και το συντηρούμε περισσότερο απ’ ό,τι τα μέλη της οικογενείας μας και το έχουμε ακόμη το αυτοκίνητο για μια κοινωνική προβολή, μια αλαζονεία, τότε αναμφισβήτητα είναι η «ῥέδη», η άμαξα, που λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής, που οι άνθρωποι στη νοητή αυτή Βαβυλώνα αγοράζουν για να καλοπερνούν. Βλέπετε δεν είναι αυτό τούτο το αντικείμενο, αλλά είναι αυτή η στάση που θα πάρομε απέναντι στο αντικείμενο.
Αυτό βέβαια ισχύει για κάθε αντικείμενο και γι’ αυτόν τον ίδιον τον πολιτισμό. Ο δε πνευματικός άνθρωπος στις απαιτήσεις του, χωρίς να πάψει βεβαίως να χρησιμοποιεί τα δεδομένα του πολιτισμού του, δεν θα πάψει, θα ‘τανε περίεργο, δεν θα είναι ατελεύτητος. Εάν, επί παραδείγματι, απέκτησε κάποια έπιπλα –να πάρω ένα πολύ πρόχειρο παράδειγμα, πολύ πρόχειρο- απέκτησε κάποια έπιπλα στο σπίτι του, δεν θα σπεύσει ύστερα από ένα ή δυο χρόνια να τ’ αλλάξει επειδή είναι ντεμοντέ, είναι εκτός μόδας. Μας έφερε κάποιος φίλος καρεκλοπόδαρα, ας το πω έτσι, καρεκλοπόδαρα, χοντρικά, σκαλισμένα ωραία, τορνευτά με φουρνισμένη οξιά, πολλά! Μας τα χάρισε. Στην απορία μου: «Δεν τα χρειάζεσθε, εσείς;». Η απάντηση: «Δεν είναι πια της μόδας». Ε, όχι να κάνομε αυτή τη σπατάλη γιατί δεν είναι πια της μόδας! Αυτό είναι το κακό. Θέλεις να κάνεις ένα σκάλισμα πάνω στο έπιπλό σου; Κάνε το. Αλλά άμα το αγοράσεις, θα το έχεις για ολόκληρη τη ζωή σου. Εάν παλιώσει, πάρε καινούριο. Εάν περάσει η μόδα, θα πεις: «Όχι. Δεν θα πάρω καινούριο, θα αφήσω αυτό που είναι. Τελείωσε». Κι έτσι θα υπάρχει και μία οικονομική σταθερότητα. Διότι όταν υπάρχει αυτό το λαχανητό, λαχανητό, η παραγωγή να καλύπτει την κατανάλωση και η κατανάλωση την παραγωγή, πού θα φθάσομε; Αναμφισβήτητα, δεν είμαι οικονομολόγος, το καταλαβαίνει κι ο πιο κοινός νους, στον πληθωρισμό. Τι είναι ο πληθωρισμός, νομίζετε; Αυτό το λαχανητό παραγωγής και καταναλώσεως. Γι΄αυτό βγάλαμε και την κοινωνία μας και την λέμε καταναλωτική. Σε μία παγκόσμια κλίμακα. Έτσι, «Τι είναι», λέγει, «σταθερότης αγοράς;», λέει ο Μέγας Βασίλειος, «Η νηστεία!». Όταν έχεις μάθει να είσαι λιτοδίαιτος. Θα φας ό,τι έχεις ανάγκη, θα’ χεις μάθει να νηστεύεις κάποιες μέρες, να ένα μικρό, πολύ μικρό παράδειγμα μια που τώρα έχομε και την Σαρακοστήν. «Εισάγομε», λέγει, «κρέας από το εξωτερικό, δεν μας φθάνει». Είμαστε ο πλέον κρεοφάγος λαός από όλους τους λαούς της Ευρώπης. Ο πιο κρεοφάγος λαός! Γιατί, αδελφοί μου; Εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε μερικές σαρακοστές που πρέπει να νηστεύουμε. Νήστεψε, αδελφέ μου, τις σαρακοστές, πλην των αρρώστων και των μη δυνάμενων να νηστεύσουν, όλος ο άλλος λαός να νηστεύσει, τότε, πέστε μου, θα έχομε ανάγκη να εισάγομε κρέατα απέξω; Αναμφισβήτητα όχι. Και θα’ χουμε σταθερότητα αγοράς, συναλλάγματος κ.λπ. κ.λπ., κι εκείνα τα οποία γνωρίζετε οικονομολογικά.
Δεύτερον. Λέγει: «καί σωμάτων ἀνθρώπων». Μέσα στον κατάλογο, στη λίστα των εμπορικών αντικειμένων, ομιλεί «περί σωμάτων ανθρώπων». Γι΄αυτό σας είπα στην αρχή, ότι τα προϊόντα αυτής της πόλεως, τα οποία δείχνουν κάτι το ακατανόητο, πλέον κάτι που είναι εγκληματικό, πώς να το χαρακτηρίσει κανείς; Θα φανταζόσαστε ποτέ ότι το ανθρώπινο σώμα θα μπορούσε να γίνει εμπορεύσιμον αντικείμενον; Ε, λοιπόν, ο άνθρωπος που δεν έμαθε, ή έμαθε αλλά δεν δέχεται ότι είναι εικόνα του Θεού, ο κάθε άνθρωπος, είναι δυνατόν, αγαπητοί μου, και αυτό να το κάνει! Να εμπορεύεται τα ανθρώπινα σώματα. Είπα εικόνα του Θεού και συγκεκριμένα εικόνα του Χριστού, γιατί και το ανθρώπινο σώμα είναι μέρος της εικόνος του Ιησού Χριστού. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε αν θέλετε λίγο ιστορικά, μια μικρή αναδρομή προς τα πίσω, την εποχή του Χίτλερ. Την εποχή της γερμανικής κατοχής. Στην Ευρώπη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενθυμείσθε πόσοι εθανατώνοντο από τον Χίτλερ στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ακόμη, να μην πηγαίνουν χαμένα τα σώματά τους, τα έκαναν σαπούνι. Έπαιρναν το λίπος του σώματος και το έκαναν σαπούνι... Θα μου πείτε, ε, σ’ όλα να βλέπει κανείς ένα κέρδος. «Αυτούς ούτως ή άλλως, θα λέγαμε, θα τους σκοτώσουμε. Αφού λοιπόν θα τους σκοτώσουμε γιατί να τους θάψουμε; Να τους πάρομε το λίπος. Να τους δώσουμε μερικές εβδομάδες φαΐ, να τους το πάρομε πάλι πίσω παίρνοντας το λίπος του σώματός τους». Μακάβριον, μακάβριον! Και όχι μόνο μακάβριον, αλλά και δείχνει πώς μπορείς να εκτιμάς τον άλλον άνθρωπο. Τον πατέρα σου, τη μάνα σου άμα πεθάνουνε αδελφέ μου, θα τους έβαζες στον φούρνο να τους βγάλεις το λίπος και να πεις ότι τον τάιζα τόσο καιρό τον πατέρα μου, στάσου τώρα να του πάρω το λίπος πίσω να το κάνω σαπούνι; Αν είναι δυνατόν ποτέ! Μακάβριο πράγμα που δείχνει πως ο άνθρωπος μπορεί να εκτιμάει τον άλλον άνθρωπο...
Έτσι, να έρθω σε μερικές πραγματικότητες που όλοι πιστεύω θα συμφωνείτε· πολλές φορές ο ασθενής άνθρωπος, από τους ιατρούς που είναι επιλήσμονες των όρκων που έδωσαν, να γίνεται ένα αντικείμενον μιας εμπορικής εκμεταλλεύσεως. Το ίδιο και οι έμποροι τροφίμων που αδιαφορούν δια την κοινωνικήν υγείαν και όπως, κατά καιρούς, το πληροφορούμεθα ή το αντιλαμβανόμεθα κι εμείς, να πωλούν αλλοιωμένες τροφές για να κερδίσουν. «Δεν με νοιάζει τι θα πάθεις εσύ, δεν με νοιάζει αν η υγεία σου βλαφθεί, αρκεί εγώ να πουλήσω το εμπόρευμά μου και να κερδίσω». Ακόμη και οι βιομήχανοι βρωσίμων θα έλεγα, αγαθών, που χρησιμοποιούν χρώματα, χρωστικές ουσίες, για να κάνουν το αντικείμενό τους προσελκυστικό, ή συντηρητικές ουσίες που βάζουν παραπάνω για να συντηρείται το εμπόρευμά τους. Εγώ θα έλεγα κάθε συντηρητικό είναι επικίνδυνο, τα ξέρετε αυτά, αλλά τέλος πάντων, που βλάπτουν την υγεία και δημιουργούν τόσες αρρώστιες. Δεν τους ενδιαφέρει αυτό, αρκεί το προϊόν τους να είναι όμορφο, αμπαλαρισμένο με τα χρώματά του κτλ. και να προσφερθεί. Τώρα εσύ που θα το φας τι έχεις να πάθεις, άλλη παράγραφος, άλλη παράγραφος... Ακόμα οι βιομήχανοι φαρμάκων· που μετέρχονται την νοθείαν. Δεν βάζουν τις κανονικές δόσεις εκείνων των στοιχείων που προβλέπεται για να συντεθεί ένα φάρμακο. Κι έτσι είναι η θεραπεία ενός ασθενούς προβληματική. Πηγαίνω πολύ παλιά πίσω, ίσως να το ενθυμείσθε, εγώ βέβαια δεν ζούσα, δεν είχα γεννηθεί ακόμη, κάποια φορά κάπου στα 1920, κάπου εκεί, όταν το κινίνο που έδιναν στον στρατό με τις ελονοσίες, ή στους κατοίκους της Μακεδονίας με τις ελονοσίες, τον κινίνο μέσα είχε αλεύρι. Και δεν εθεραπεύοντο οι ασθενείς. Αυτό είναι φοβερό. Παίζεις, κύριε, με την υγεία του λαού, με την υγεία της κοινωνίας, για να μπορέσεις να πλουτίσεις εσύ; Να βάλεις λεπτά στην τσέπη σου; Πού πας, τι κάνεις;
Αλλά ακόμη, αληθινά βεβαίως εγκληματίαι είναι και εκείνοι οι έμποροι οι οποίοι χρησιμοποιούν μέσα στα τσιγάρα ή στα αναψυκτικά, θα πω και ένα αναψυκτικό διότι εδημοσιεύθηκε και δεν φοβούμαι, η κόκα κόλα, που βάζουν ναρκωτικό. Για να σε κάνουν πελάτη. Γιατί όποιος πίνει, ξαναπίνει. Και όποιος καπνίζει, ξανακαπνίζει. Έχω υπόψη μου μία μάρκα καπνού, ας μην την πω. Το ιδεώδες θα ήταν να μην καπνίζει κανένας. Γιατί αν έχει πέσει σε τέτοια πάθη, θα γίνει και αντικείμενο, θα λέγαμε, εγκληματικών ενεργειών των εμπόρων. Το να βάλεις μες στο τσιγάρο ναρκωτικό, για να κάνεις πελάτη του τον καπνιστή, να μην πάρει άλλη μάρκα, αλλά να πάρει τη δική σου τη μάρκα, το να κάνεις πελάτη σου εσύ με την κόκα κόλα βάζοντας μέσα ναρκωτικό, να μην αγοράσει άλλο αναψυκτικό αλλά το δικό σου, α, είναι αδιανόητο, είναι αδιανόητο. Αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά είναι εγκληματίαι, διότι μεταβάλουν σιγά σιγά, βραδέως, αλλά, σωστά, τους λαούς σε ναρκομανείς. Και όταν οι λαοί θα μεταβληθούν σε ναρκομανείς, όπως θα ξέρετε, τότε θα μπορούν και κάποιοι έξυπνοι, όπως είναι οι Σιωνισταί, επί παραδείγματι, να επιβληθούν εις τους λαούς. Και να τους κατακτήσουν. Και τότε; Ω, τότε, τότε ο Αντίχριστος με πολλήν ευκολία θα βασιλεύσει, εφόσον ο Σιωνισμός θα φέρει τον Αντίχριστον. Είναι ακόμη και οι αδίστακτοι έμποροι που εμπορεύονται ναρκωτικές ουσίες όχι βάζοντάς τις κάπου σε μικρές δόσεις, αλλά πλέον κατευθείαν τα ναρκωτικά· που κυριολεκτικά μεταβάλλουν τους ανθρώπους σε σωματικά και ψυχικά ερείπια. Και τους αχρηστεύουν κυριολεκτικά. «Γιατί το κάνετε αυτό;». «Για να κερδίσουμε χρήματα». Όλοι αυτοί βέβαια με την πτώση της Βαβυλώνος πενθούν. Γιατί σταμάτησε το ανήθικο εμπόριό τους.
Αλλά είναι και το άλλο. Ένα τρίτο σημείον. Ότι αντικείμενον του εμπορίου των είναι και οι ανθρώπινες ψυχές. Λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «σώματα καί ψυχάς ἀνθρώπων». Και η ψυχή μπορεί να γίνει εμπορικόν αντικείμενον; Εμπορικής εκμεταλλεύσεως; Φαίνεται περίεργο, αλλά είναι αλήθεια. Και νομίζω ότι εκεί ακριβώς είναι και τα πιο μεγάλα κέρδη. Για να ιδούμε. Πρώτα πρώτα η με κάθε τρόπο προαγωγή στην πορνεία. Παρότι η πορνεία είναι σωματικό θέμα, αλλά πρωτίστως είναι πνευματικό θέμα. Είναι ψυχικόν θέμα. Λοιπόν, τι υπάρχει ως προαγωγή στην πορνεία; Και τι δεν υπάρχει... Οι εκδόται ανήθικων περιοδικών. Οι παραγωγοί κινηματογραφικών ταινιών. Οι ιδιοκτήται κινηματογραφικών αιθουσών. Οι υπεύθυνοι της τηλεοράσεως και του ραδιοφώνου. Και οι εκδόται ανηθίκων φωτογραφιών. Όπου να γυρίσετε τα μάτια σας, μα σε λεωφορείο, μα σε οποιοδήποτε χώρο βρεθείτε, όταν διαφημίζουν κάτι, θα βάλουν και μία ανήθικη εικόνα. Γιατί αυτό πιάνει. Και γιατί θα προσέξεις την ανήθικη εικόνα, για να δεις και το διαφημιζόμενο εμπόρευμα. Για να μην πω, για τις ειδικώς κυκλοφορούσες ανήθικες φωτογραφίες, που θα σας έλεγα, να καυχηθείτε εν Κυρίω αν ποτέ δεν είδατε, ούτε να δείτε. Και αν ποτέ κάποιος σας πει «Έλα να σου δείξω» και αν βρεθεί γυναίκα, να πείτε: «Δεν θέλω να ιδώ. Δεν θέλω να ιδώ!». Διότι έτσι και δούμε φωτογραφίες τέτοιες ανήθικες απ’ αυτές που κυκλοφορούν, τότε πάλι θα μπει ο δαίμων της πορνείας, όπως ο δαίμων της βλασφημίας, θα εισπηδήσει μες στην ψυχή μας, και θα μας βασανίζει για να μας ρίξει σε εκείνα τα οποία είδαμε στις εικόνες αυτές. Αυτοί οι άνθρωποι εμπορεύονται τις ανθρώπινες ψυχές!
Ακόμη και όλοι εκείνοι που προάγουν όχι μόνο την πορνεία, αλλά και στις διαστροφές, για να μεταβάλουν τους ανθρώπους σε Σόδομα και Γόμορρα, για να κερδίζουν αυτοί χρήματα. Δεν γνωρίζουν - πού να γνωρίζουν;- ή αν δεν γνωρίζουν αδιαφορούν τελείως και δεν λογαριάζουν ότι μια ψυχή έχει ανεκτίμητη αξία, για την οποία γράφει ο Απόστολος Παύλος, με ποιο δικαίωμα σκανδαλίζεις μια ψυχή, «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανε». Για την οποία ψυχή ο Χριστός απέθανε. Και αυτοί μόνο μια ψυχή σκανδαλίζουν; Λαούς ολόκληρους σκανδαλίζουν και τους ρίπτουν στον Άδη και στην κόλαση, για να βγάλουν αυτοί χρήματα...
Είναι ακόμη οι φιλόσοφοι· που παρασύρουν εκατομμύρια ψυχές εις αυτόν τον όλεθρον. Όπως, επί παραδείγματι, οι σύγχρονοι υπαρξισταί. Παράδειγμα, σας φέρνω τον Σαρτρ, είναι τόσοι πολλοί... Αυτός ο οποίος κυριολεκτικά με τα καμώματά του τα φιλοσοφικά εδηλητηρίασε την Ευρώπη. Και που οδηγεί αυτός ο αρνητικός υπαρξισμός στην αθεΐα, στον μηδενισμό και, κατά συνέπεια, εις τον αναρχισμόν. Ο αναρχισμός είναι το φρούτο, είναι ο καρπός, όταν είσαι άθεος και μηδενιστής, θα είσαι κατ’ ανάγκη και αναρχικός. Γιατί ανά πάσα στιγμή, η ορμή της ψυχής σου, όταν τίποτα πια δεν πιστεύει, όταν όλα τα μηδενίζει, κάθε αξία, κάθε σου ενέργεια, απ’ αυτή την ορμή της ψυχής, θα μεταβάλλεται σε μία αναρχική πράξη.
Είναι ακόμη οι φιλόσοφοι κοινωνιολόγοι· που τους γιορτάζουμε τα 100 χρόνια, ή τα 50 χρόνια, ή τα 200 χρόνια. Καταλαβαίνετε… όλοι αυτοί με τις φιλοσοφικοκοινωνικές τους θεωριές απομακρύνουν από τον Χριστόν ή τα χρηστά ήθη και την αληθινή ανθρωπιά και μεταβάλλουν τις ανθρώπινες κοινωνίες σε μάζες ανώνυμες και ζούγκλες χειρότερες από τα θηρία. Δεν αναφέρομαι τόσο εις το αρχαίο δουλεμπόριον, που υπήρχε την εποχή εκείνη που αγόραζαν και πουλούσαν τους ανθρώπους, όσο εις το σύγχρονο δουλεμπόριο, τουλάχιστον να φανταστείτε στην Ελλάδα, μερικές χιλιάδες, 2-3 χιλιάδες κατά το δελτίο της αστυνομίας, κάθε χρόνο, μόνο στην Ελλάδα, αγόρια και κορίτσια της εφηβικής ή της παιδικής ηλικίας, εξαφανίζονται οριστικώς. Πού πάνε τα παιδιά αυτά; Τι γίνονται; Προωθούνται αγόρια και κορίτσια για τις ποικίλες επιθυμίες εκείνων που τα αγοράζουν, όπως οι Τούρκοι κάποτε κ.λπ., αγόρια και κορίτσια το ξανατονίζω, και προωθούνται στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Και χάνονται διαπαντός. Η αστυνομία είναι μάρτυς. Μας το λέγει αυτό. Δυο τρεις χιλιάδες ελληνόπουλα κάθε χρόνο χάνονται, εξαφανίζονται. Ανοίγει η γη και τους καταπίνει. Αγόρια κορίτσια. Σας το ξαναλέγω. Δεν αναφέρομαι ακόμα ούτε εις τη μη αυτοδιάθεση των λαών, διότι μόνο και μόνο κάποιες μεγάλες δυνάμεις αποβλέπουν εκεί τα συμφέροντά τους. «Όχι. Θα ‘σαστε δούλοι, θα ‘σαστε σκλάβοι, γιατί αν ελευθερωθείτε ζημιώνονται τα συμφέροντά μας τα υλικά». Δεν αναφέρομαι ούτε σε αυτά μόνο παρά μόνο τόσα άλλα τα οποία μπορούσε κανείς να σκεφθεί τα παραλείπω, δεν με παίρνει η ώρα, η δική σας γνώση ας τα συμπληρώσει.
Και συνεχίζουμε: «Καὶ ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς σου ἀπώλετο ἀπὸ σοῦ, καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ αὐτὰ εὑρήσεις»· 18,14. Η φωνή που ομιλεί από τον ουρανό και ακούει ο ιερός Ευαγγελιστής, στρέφεται τώρα προς την πόλιν και κατά τρόπον περιληπτικόν σημειώνει αυτά τα λόγια. Δηλαδή «και ο καρπός της επιθυμίας της ψυχής σου χάθηκε από σένα, και όλα τα λιπαρά και τα λαμπρά πέρασαν από σένα και πια δεν θα τα ξαναβρείς». Θα ‘θελα να μείνω σε 2-3 σημεία αυτής της προτάσεως, είναι αξιόλογη πρόταση. Είναι δε και πολύ ωραία φράσις, σημιτική είναι: «Καί ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας σου ἀπώλετο ἀπό σοῦ» η οπώρα, το οπωρικόν, ο καρπός της επιθυμίας σου «ἀπώλετο ἀπό σοῦ» η οπώρα, το οπωρικόν, ο καρπός της επιθυμίας σου χάθηκε από σένα. Είναι όμορφη φράσις, έτσι σαν φράση. Πράγματι για να φθάσει, αγαπητοί μου, ο καρπός μιας επιθυμίας να ωριμάσει, ασφαλώς χρειάζεται και κόπος και χρόνος πολύς, ίσως κάποτε και μια ολόκληρη ζωή. Και ξέρετε τι σημαίνει να σου πει στο τέλος της ζωής σου, αυτό που αγωνιζόσουνα να γίνει πραγματικότητα, η επιθυμία σου να καρποφορήσει, ξέρεις, αδελφέ μου, τι θα πει να σου πει στο τέλος ο Θεός ότι όλος ο κόπος της ζωής σου πήγε χαμένος; Απώλετο από σου, χάθηκε. Είναι τρομερό! Σκεφθείτε τι δημιούργησε ο άνθρωπος, έναν πολιτισμόν ολόκληρο, αυτόν που άλλοτε σας είπα, ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός. Ο λεγόμενος. Δεν είναι πια τοπικό φαινόμενο, έπαψε να είναι τοπικό φαινόμενο, είναι ένας τρόπος του σκέπτεσθαι, ένας τρόπος του ζην, ο δυτικός πολιτισμός. Και να σου πει στο τέλος ο Θεός ότι αυτός ο καρπός της επιθυμίας σου, ω άνθρωπε, να φτιάξεις, να φτιάξεις, να κάνεις πυραύλους, να κάνεις λεωφορεία πυραύλους, να πας στ’ αστέρια, να δημιουργήσεις ουρανοξύστες, να δημιουργήσεις, να φτιάξεις όλα αυτά που ήταν όλος ο καρπός, η οπώρα της επιθυμίας σου, σε πληροφορώ χάθηκε για σένα, δεν αντέχει να μπει στην αιωνιότητα. Δεν αντέχει. Για σκεφθείτε, όμως, αγαπητοί μου, αποτεινόμενος ο Θεός προσωπικά στον καθένα, όταν και η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι η μικρογραφία, θα λέγαμε, μιας προσπαθείας, να φτιάξει, να αγοράσει, να χτίσει και να του πει κάποτε ο Θεός, όταν πια θα έχει ωριμάσει αυτή η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής του, να του πει: «Χάθηκε από σένα κάθε σου προσπάθεια. Δεν αντέχει στην ημέρα της κρίσεως. Στο πυρ της ημέρας εκείνης. Δεν μπορεί να μπει στη Βασιλεία του Θεού. Δεν αντέχει, δεν γίνεται».
Ένα άλλο σημείο, «τά λιπαρά καί τά λαμπρά», λέγει. Αυτά πέρασαν, «ἀπῆλθεν τά λιπαρά καί τά λαμπρά ἀπὸ σοῦ». Ποια είναι αυτά «τά λιπαρά καί τά λαμπρά»; Τα λιπαρά και τα πλούσια. Τα λιπαρά είναι τα φανταχτερά. Τα πλούσια και τα φανταχτερά. Όλα αυτά πέρασαν για σένα. Δεν πρόκειται να τα ξαναβρείς. Και πράγματι παρέρχονται, αγαπητοί μου, όλα αυτά, ανήκουν μόνο στην ιστορική πραγματικότητα. Δεν διασώζονται στη Βασιλεία του Θεού. Πόσο λυπήθηκα όταν κάποτε μου είπαν, όχι στη Λάρισα, σε άλλο τόπο, για μία κυρία. Αυτή είχε μείνει μόνη της κα είχε μαζέψει όλα τα κοσμήματά της, πολλά κοσμήματα, και τα είχε όλα κάτω από το μαξιλάρι της, όλα, άρρωστη αυτή. Όλα κάτω από το μαξιλάρι της τα είχε. Πέθανε. Τι άλλο μπορούσε να πάθει; Πέθανε. Δεν πήρε τίποτα μαζί της. Όλα αυτά τα λαμπρά, τα φανταχτερά, που κάποτε στα σαλόνια μπορούσε να λαμποκοπάει και να προβάλλεται, όλα αυτά χάθηκαν. Χάθηκαν!
Αδελφοί μου, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πολλά πράγματα στη ζωή μας. Μην κολλάμε όμως εκεί στην καρδιά μας. Μην τα βάλουμε κάτω από το μαξιλάρι μας. Μη νομίζουμε πως θα τα πάρουμε μαζί μας. Όχι! Θα βάλω ό,τι χρειαστεί, αλλά θα το χρειαστώ. Μπορεί να έχω ένα ρολόι, αλλά μου δείχνει την ώρα. Τίποτε άλλο. Δεν θα το πάρω μαζί μου. Δεν το χρειάζομαι στη Βασιλεία του Θεού. Τι να το κάνω το ρολόι στη Βασιλεία του Θεού; Το χρειάζομαι όσο κρατάει η Ιστορία. Όσο κρατάει η δική μου η ιστορία. Τίποτε άλλο. «Τα λαμπρά και τα λιπαρά έφυγαν από σένα. Οριστικώς και αμετακλήτως», λέγει ο Θεός.
Κλαίνε, πενθούν αυτοί που πλούτισαν από την πόλιν αυτήν. Όπως οι βασιλείς, οι οποίοι κλαίουν και πενθούν, έτσι και οι έμποροι που επλούτισαν με την ελευθεριότητα και την αποστασία αυτής της Βαβυλώνος θα κλαύσουν και θα πενθήσουν για την καταστροφή της και τον βασανισμό της. Όπως βλέπετε και αυτοί με τη σειρά τους θα την ταλανίσουν και θα εκπλαγούν δια την αιφνιδία συμφορά της και δια την απώλεια του τόσου της πλούτου.
Βλέπομε ότι και οι εργαζόμενοι λοιπόν εις την θάλασσαν που εκτελούν τις μεταφορές των εμπορευμάτων, ομοίως και αυτοί πενθούν και επαναλαμβάνουν ό,τι και οι προηγούμενοι, και οι βασιλείς και οι έμποροι. Αν ρίξουμε, αγαπητοί μου, μια ματιά εις τον θρήνον όλων αυτών, ή εις τον θρήνον της γης, για την απώλεια της Βαβυλώνος, γιατί έρχεται η ώρα της κρίσεώς της, έρχεται η ώρα του τέλους της, θα αντιληφθούμε ότι το κακό εις τον κόσμον αυτόν είναι παροδικόν. Δεν μπορεί να διαιωνίζεται το κακόν. Έχει το τέλος του. Και αφού λοιπόν το κακό τελειώνει, τότε οφείλουν οι πιστοί να υπομένουν. Αν μου πείτε: «Εγώ είμαι σε ένα κλάσμα της Ιστορίας, του χρόνου της Ιστορίας, για το κακό που γίνεται». Ναι, είσαι σε ένα κλάσμα της Ιστορίας της παγκοσμίου, αλλά είναι όμως πολύ μικρή η ζωή σου. Και ο Κύριος μάς είπε να υπομένουμε. Γιατί λέγει: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». «Εκείνος που θα υπομείνει έως το τέλος, αυτός θα σωθεί». Και ένα πράγμα, να λέμε, αγαπητοί μου. Να φθάσουμε να γεράσουμε και να έχουμε την υπομονή μας και εις τα γηρατειά μας. Γιατί κάποτε εκεί την χάνομε την υπομονή μας. Από τώρα να παρακαλούμε τον Θεό να μη μας στερήσει την υπομονή, σε δύσκολες στιγμές που μπορούμε να περάσουμε, όποιες και να είναι αυτές. Είτε δικές μας, δηλαδή δημιουργήθηκαν από μας τους ίδιους, δηλαδή από μια αρρώστια μας κλπ. είτε από μια γενική κατάσταση που μπορεί να στρέφεται εναντίον της χριστιανικής μας ιδιότητος.
Όπως ρωτήθηκε κάποτε ο άγιος Πολύκαρπος να αρνηθεί τον Χριστόν και είπε εκείνος ότι «86 χρόνια υπηρετώ τον Κύριο Ιησού και εἰς οὐδέν με ἠδίκησε». Σε τίποτα δεν με έχει αδικήσει. Πώς λοιπόν θα Τον αρνηθώ; Κι εκείνος ο γέρων, τώρα 86 χρόνια υπηρετούσε λέγει, ήταν 86 χρονών; Ή τόσα χρόνια είχε, 100 χρόνια; Παραπάνω; Ώστε εκείνα τα χρόνια που εγνώριζε τον Χριστόν ήτανε μόνο αυτά; 86; Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι πολλά χρόνια. Έφθασε εκείνος ο γέρων να είναι πραγματικά νέος, με θαρραλέον και ακμαίον φρόνημα και να σταθεί μέσα εις το στάδιον και να ομολογήσει Χριστόν και ακούστηκε μια φωνή ως βροντή: «Πολύκαρπε, ἀνδρίζου». «Να είσαι ανδρείος». Και πραγματικά στάθηκε στο μαρτύριό του με ανδρεία. Έτσι να ευχόμαστε και να παρακαλάμε τον Θεό μέχρι τα γηρατειά μας τα βαθιά, μέχρι που να φύγομε από τον κόσμον αυτόν, έτσι, κάπως έτσι να το αισθανόμαστε, να ΄χουμε αυτήν την υπομονήν. Γιατί, επαναλαμβάνω ο Κύριος είπε: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Μη λέμε το κακό ότι είναι αιώνιον. Είναι παροδικόν. Περνάει, φεύγει. Το βιβλίο της Αποκαλύψεως μάς το δείχνει και μας το παρουσιάζει και εξάλλου αυτή η κατάστασις ότι περνάει το κακό μάς το θυμίζει ο ίδιος ο Κύριος. Ακούστε πώς το λέγει, παρακαλώ· Ιωάννης 16,20: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται -λέει στους μαθητάς Του: Εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ο κόσμος θα χαρεί γιατί θα΄χει απαλλαγεί από μένα, θα με σταυρώσει, κι αυτοί θα διασκεδάζουν-· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε -σεις όμως θα λυπηθείτε-, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται». «Αλλά η λύπη σας θα μετατραπεί σε χαρά».
Ποτέ οι μαθηταί δεν μπόρεσαν να φανταστούν ότι αυτή η διαδικασία θα ήταν υπόθεσις τριών ημερών. Ουδέποτε το φαντάστηκαν αυτό. Αλλά, αγαπητοί, τους εδόθηκε μια μαρτυρία. Την μαρτυρία αυτή ότι ο Χριστός ανεστήθη. Και τους έδωσε χαρά στην καρδιά. Μια μαρτυρία που τους έδωσε τη δύναμη να αντέξουν ολόκληρη τη ζωή τους, τη μαρτυρική ζωή τους, και φθάσουν στο λιμάνι της Βασιλείας του Θεού. Και πράγματι.
Συνεχίζει το βιβλίο της Αποκαλύψεως 18,20 να λέγει, ύστερα από τον θρήνο των βασιλέων της γης, των εμπόρων και των ναυτικών για την απώλεια του κέρδους που είχαν, πλουτίζοντες από την κατάσταση την αντίθεο, ακούγεται: «Εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐρανέ, καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ὅτι ἔκρινεν ὁ Θεὸς τὸ κρῖμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς». Κατά το εβραϊκό κείμενο ο Ιερεμίας 51 κεφάλαιο, στίχος 45, γράφει: «Τότε θα ‘’ἀγαλλιάσωσι ἐπί τῇ Βαβυλῶνι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς». Στην ιστορική Βαβυλώνα. Εκείνη έγινε σύμβολο όμως, η ιστορική Βαβυλώνα· που είναι ο διεφθαρμένος κόσμος. «Να χαίρεσαι, εὐφραίνου, για τη Βαβυλώνα που καταστρέφεται, ουρανέ και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, γιατί έκρινε ο Θεός το κρίμα της πόλεως αυτής». Οι «ἅγιοι» είναι γενικός χαρακτηρισμός και αναφέρεται εις μεν την Καινή Διαθήκη στους αποστόλους, εις δε την Παλαιά Διαθήκη εις τους προφήτας. Η φωνή αυτή του ουρανού που ακούγεται είναι μία έμπρακτη απάντησις εις την αγωνιώδη ερώτηση των ψυχών των εσφαγμένων, που ζητούν πότε θα εκδικηθεί ο Χριστός το αδικοχαμένο τους αίμα. «Κύριε», λέγει, «πότε θα εκδικηθείς το αίμα μας που χύθηκε πάνω στη γη;». Το ενθυμείσθε, οι πεπελεκημένες ψυχές. Οι σφαγμένοι μάρτυρες. Δηλαδή δεν ζητούν να εκδικηθεί ο Θεός, αλλά αυτό ισοδυναμεί με το «πότε θα μας αναστήσεις». «Μας υπεσχέθης, ότι μη φοβηθείτε εάν φθάσετε στο μαρτύριο». «Σας βεβαιώνω μία τρίχα της κεφαλής σας δεν θα χαθεί». «Πότε, Κύριε, θα γίνει αυτό;». «Περιμένετε». Ενθυμείσθε εκεί που λέγαμε, «τους εδόθηκε», λέγει, «λευκός χιτών και ένα κλαδί φοίνικος και τους είπε να περιμένουν για να προστεθούν και άλλοι αδελφοί των». Και τώρα ήλθε η ώρα.
Ευφραίνου ουρανέ, να χαίρεσαι ουρανέ. Και οι άγιοι όλοι του ουρανού. Ήρθε η ώρα. Ποια ώρα; Της Αναστάσεως! Το να τιμωρεί το κακό, να τελειώσει και να γίνει Ανάσταση των νεκρών και οι ευσεβείς να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Γι΄αυτό λέγει ο Ανδρέας Καισαρείας: «Οὐχ ὡς χαιρεσίκακοι, δε τῇ τῶν παιδειῶν ἐπιφορᾷ χαίρουσιν. Ἀλλ’ ὡς ἐπιθυμίαν διάπυρον περί την διακοπήν τῆς ἁμαρτίας ἔχοντες». Δεν χαιρεκακούν για εκείνο το οποίο βλέπουν να τιμωρείται ο κόσμος ο αμαρτωλός, όχι. Λυπούνται διά τον κόσμον. Αλλά βλέπουν απλώς τη διακοπή του κακού. Ότι δεν μπορεί πια, διακόπτεται, δεν διαιωνίζεται το κακό.
Κάτι ανάλογο συνέβη, αγαπητοί μου, και εις τον Τωβίαν. Που το διαβάζομε στο τελευταίο κεφάλαιο με την καταστροφή της Νινευί. Διότι η Νινευί ήτο και αυτή μία πόλις τύπος. Μία πόλις - σύμβολον. Εκεί που του είχε πει ο πατέρας του ο Τωβίτ, φύγε παιδί μου γιατί θα καταστραφεί η Νινευί, επανέλαβε μετά τη μετάνοιά της τις αμαρτίες της και χειρότερα. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή όταν… δύο παροιμίες, δεν είναι δικές μου, η Καινή Διαθήκη τις χρησιμοποιεί. Όταν το σκυλί που ξέρασε απ’ την πολυφαγία του, γυρίζει να ξαναφάει τα ξερατιά του. Και όταν ο χοίρος που είναι καθαρός και πλυμένος ξαναγυρίζει στις λάσπες του. «Καί ἔσονται τὰ ἔσχατα του ανθρώπου χείρονα τῶν πρώτων». Να χρησιμοποιήσω τους λόγους του Κυρίου. Ή, όπως λέγει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος: «Εκείνος ο οποίος δοκίμασε τον Χριστόν και τον αρνήθηκε, δεν μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω». Ας το προσέξουμε αυτό, αγαπητοί μου, να διατηρήσομε την πίστη μας ακεραία χωρίς υπαναστροφές. Να μην γυρίζομε πίσω. Γιατί αν γυρίζομε πίσω, δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσομε στον Χριστό. Δεν το ξέρω αυτό. Είναι επικίνδυνο πράγμα. Γι΄αυτό λοιπόν ο Τωβίτ, βλέποντας την πόλη που καταστράφηκε και δεν μετενόησε από το κήρυγμα του Ιωνά, ότι επαναλαμβάνει τις αμαρτίες της μετά τη μετάνοια που έδειξε, λέει, στον γιο του τον Τωβία, παιδί μου, όταν πεθάνω μάζεψέ τα και φύγε και πήγαινε εις τα Εκβάτανα της Μηδείας, αυτό θα δεχθεί ο Τωβίας και λέγει εδώ: «καὶ ἀπέθανεν ἐτῶν ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ -ο Τωβίας, ο γιος του-, ἐν Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας. καὶ ἤκουσε πρὶν ἢ ἀποθανεῖν αὐτὸν τὴν ἀπώλειαν Νινευῆ- πριν πεθάνει, έμαθε την καταστροφή της Νινευί-, ἣν ᾐχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ καὶ Ἀσύηρος, καὶ ἐχάρη πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν ἐπὶ Νινευῆ· ἣν ᾐχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ». Γιατί κατακτήθηκε, όπως θα ξέρετε, η Νινευί οριστικώς πια και χάθηκε από το προσκήνιο της Ιστορίας από τους Βαβυλωνίους. Και οι Βαβυλώνιοι χάθηκαν από το προσκήνιο της Ιστορίας από τους Μηδοπέρσες. «Καὶ ἐχάρη πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν ἐπὶ Νινευῆ». Πριν πεθάνει ο Τωβίας χάρηκε για την καταστροφή της Νινευί. Εχάρηκες, Τωβία, για την καταστροφή της Νινευί; Ναι, είναι η χαρά των αγίων ότι τίθεται τέρμα πλέον το κακό, αλλά και κάτι ακόμα, και διότι ο προφήτης Ιωνάς απεδείχθη αληθινός. Δηλαδή είναι η εκπλήρωσις των προφητειών.
Είναι εκείνο που λέγει και στη βάπτιση και στον γάμο και στη χειροτονία. «Ἡσαΐα χόρευε», δηλαδή «χοροπήδα Ησαΐα από τη χαρά σου», γιατί; «Ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ», διότι η προφητεία σου που είπες ότι η Παρθένος θα γεννήσει υιόν, τον Εμμανουήλ, τον «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», μαζί μας ο Θεός, έγινε πραγματικότητα. Ήρθε. Δεν έχεις λοιπόν παρά να χαρείς για την πλήρωσιν της προφητείας σου. Έτσι χαίρονται οι άγιοι, όχι μόνο γιατί στο κακό τίθεται τέρμα, αλλά και διότι εκπληρούνται οι προφητείες. Πέστε μου, αγαπητοί μου, ποιος δεν θα χαρεί όταν βλέπει στην εποχή του να εκπληρούνται οι προφητείες της Αποκαλύψεως; Ποιος πιστός δεν θα χαρεί; Γιατί; Γιατί υπάρχει και μια τελευταία μεγάλη, θα μας πάρει ο Χριστός στη Βασιλεία Του, αφού θα μας αναστήσει από τους νεκρούς. Μπορεί να μη χαίρεσαι;
«Καὶ ἦρεν εἷς ἄγγελος ἰσχυρὸς λίθον ὡς μύλον μέγαν καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν λέγων· οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι»· 18,21: «Ένας άγγελος ισχυρός, επήρε μία μυλόπετρα, την έριξε στην θάλασσα, με την ορμή που την έριξε, πατώθηκε. Με τον ίδιο τρόπο θα βουλιάξει η Βαβυλώνα».
Πράγματι εις την εβραϊκήν φιλολογίαν, είναι πολύ αγαπητή πάντοτε όχι μόνο η φιλολογική παράστασις μιας αλήθειας, ενός φαινομένου, αλλά και η ζώσα εποπτεία, δηλαδή μ’ έναν εποπτικό τρόπο, να δοθεί εικόνα ζωντανή στα μάτια του δεχομένου την προφητείαν πέρα από τα λόγια. Ο Κύριος, επί παραδείγματι, είπε την παραβολή της ακάρπου συκής. Ταυτοχρόνως όμως εξήρανε και μία συκιά, που περνούσε από τον δρόμο της Ιερουσαλήμ και είπε από σένα σύκα να μη φάει κανένας στον αιώνα. Και εξηράνθη η συκιά. Τι σημαίνει αυτό; Η παραβολή ήταν τα λόγια, το θαύμα ήταν η εποπτική διδασκαλία της παραβολής. Κι αυτό το δέσιμο δίνει πια μια ζωηρή πληροφορία εις τον θεατήν ότι εκείνο το οποίο προφητεύτηκε με λόγια και με εποπτεία, θα γίνει πραγματικότης. Έτσι λόγος και εποπτεία, όπως βλέπετε, δίδουν την ύλην μιας πάντοτε προφητείας.
Και εδώ ο πρώτος άγγελος ομιλεί για την καταστροφή της Βαβυλώνος, ό,τι είπαμε μέχρι τώρα. Ενώ ο δεύτερος, αυτός περί του οποίου ο λόγος, προβαίνει εις μίαν αλληγορικήν πράξιν. Ποια είναι αυτή η αλληγορική πράξις; Βυθίζει μίαν μυλόπετραν εις την θάλασσαν, για να δείξει την παντελή, όπως σας είπα, εξαφάνιση της Βαβυλώνος. Γράφει ο Ανδρέας: «Καθάπερ, φησίν, ὁ μύλος καταδύει ὁρμήματι εἰς τήν θάλασσαν, οὒτω καί ἡ τῆς Βαβυλῶνος ταύτης ἀθρόον ἔσται καθαίρεσις, ὣστε μήτε ἴχνος αὐτῆς φυλαχθῆναι εἰς τό μετέπειτα». Όπως βουλιάζει ο μεγάλος λίθος και δεν ξαναφαίνεται πια στην επιφάνεια του νερού, έτσι θα βουλιάξει και η Βαβυλώνα, για να μη φανεί κανένα της πια ίχνος, πού, πότε; Όχι στην Ιστορία, αλλά στη Βασιλεία του Θεού. Γιατί στο ίδιο βιβλίο της Αποκαλύψεως διαβάζομε ότι κανένα βρώμικο πράγμα, κανένα βδέλυγμα δεν μπαίνει στη Βασιλεία του Θεού.
Όσοι ανεφέρθησαν, όλοι αυτοί οριστικώς θα εκλείψουν. Από τη νοητή αυτή Βαβυλώνα. Οι χαρές και τα παιγνίδια. Όλα αυτά θα τελειώσουν πια, θα σβήσουν. Δεν έχουν θέση πια στη Βασιλεία του Θεού.
Τρία σημεία διακρίνονται εδώ ως αίτια της καταστροφής της Βαβυλώνος. Η πλουτοκρατική καταδυνάστευσις των λαών· η αποπλάνησις εις την διαφθοράν και ο διωγμός και η κάθε κακοποίησις των Χριστιανών εις την οικουμένην.
Θα ήθελα να σχολιάσω αυτό το «οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς». Ωραία εικόνα αυτή και πολύ, πάρα πολύ επίκαιρη. Όσοι ποτέ κατεστάθησαν κοσμοκράτορες, λαοί, εκεί έφθασαν, εις την υλικήν απομύζησιν των λαών, διότι αυτός ήτο ο αντικειμενικός κατακτητικός των σκοπός. Να απομυζήσουν τους λαούς. Να τους πιουν το αίμα. Να τους πάρουν τα υλικά τους αγαθά. Όταν όμως γίνεται, αγαπητοί μου, κύριος σκοπός ο πλούτος, τότε ακολουθεί η διαφθορά και η ηθική εξαχρείωσις· το δεύτερο στοιχείο. Και το Ευαγγέλιον, μη δυνάμενον πλέον να γίνει αποδεκτόν σε μία κοινωνία διεφθαρμένη, τι άλλο παθαίνει από του να διώκεται. Και το Ευαγγέλιο διώκεται και οι Χριστιανοί σφάζονται, εξωθούνται, εξορίζονται.
Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά τα συναντούμε σήμερα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, που αντιπροσωπεύονται από την νοητήν Βαβυλώνα.
Κυριακή 10-4-1983
74η ομιλία στο βιβλίο της Καινής Διαθήκης
« Ιερά Αποκάλυψις ».
†.Και μόνη, αγαπητοί μου, η παραβολή του καλού Σαμαρείτου, που ηκούσαμε σήμερα στην ευαγγελικήν περικοπήν, αν εγράφετο, μαζί με την άλλη παραβολή του ασώτου υιού, θα ήτο αρκετό να μας δώσει ένα θαυμάσιο διάγραμμα της πτώσεως του ανθρώπου, της αγάπης του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό το βλέπομε ιδίως σήμερα, όπου, όπως αναφέρεται, κάποιος άνθρωπος κατήρχετο από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, που γεωγραφικά η Ιερουσαλήμ είναι υψηλοτέρα της Ιεριχούς. Η Ιερουσαλήμ είναι ο τύπος του αρχεγόνου Παραδείσου· και η Ιεριχώ είναι η γη της απαθλιώσεως και της αποστασίας. Η πτώσις εις τους ληστάς δεν είναι παρά η πτώσις του ανθρώπου στα χέρια των δαιμόνων και των παθών. Ακόμα, ο ιερεύς και ο Λευίτης που προσέρχονται, περνούν, παρέρχονται, αλλά δεν δύνανται να βοηθήσουν, είναι ο τελετουργικός νόμος, ο ηθικός νόμος, αν θέλετε, ακόμη και η φιλοσοφία.
Περνάει ο καλός Σαμαρείτης. Είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Είναι η ευσπλαχνία του Θεού. Παραδίδει τον τραυματίαν αυτόν, που έπεσε στα χέρια των ληστών, που είναι η ανθρωπότητα, στο Πανδοχείον που λέγεται Εκκλησία. Και το οποίον πανδοχείον δέχεται τους πάντας και στο οποίον πανδοχείον έτυχε θεραπείας αυτός που έπεσε εις τους ληστάς, δηλαδή η ανθρωπότης, και που η Εκκλησία είναι πανδοχείον, είναι ιατρείον, αλλά και σωστική Κιβωτός.
Εκεί που πέφτει όλο το βάρος της παραβολής είναι το πρόσωπον του Σαμαρείτου και το πανδοχείον. Εκεί πέφτει όλο το βάρος. Θα παρακαλέσω ας προσέξομε. Είναι η Εκκλησία το πανδοχείον. Πράγματι, η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον. Όπως θα γνωρίζετε, στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, παρά μόνον πανδοχεία· διότι στο πανδοχείο εδέχοντο κάθε άνθρωπο, είτε καλοντυμένον, είτε κακοντυμένον, είτε πλούσιον, είτε πτωχόν. Εάν σήμερα πάει ένας κουρελής, ένας ζητιάνος, σε ένα ξενοδοχείο, όχι και πολυτελές, αλλά και τρίτης κατηγορίας, αν θέλετε, δεν θα γίνει δεκτός ο ζητιάνος, με τα βρώμικα και… κουρελιασμένα του ρούχα. Στο πανδοχείο εγίνοντο όλοι δεκτοί. Όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα. Διότι ήσαν οι περαστικοί ταξιδιώτες που είχαν τα ζώα τους. Έτσι, οδηγούσαν τα ζώα τους εις τους στάβλους του πανδοχείου, αυτοί δε στα καταλύματα, στα δωμάτια του πανδοχείου. Έτσι, το πανδοχείο ήτο ό,τι λέει και η λέξις, ό,τι λέει το όνομά του. Εδέχετο τους πάντας και τα πάντα.
Σκεφθήκατε ότι πράγματι η Εκκλησία είναι ένα Πανδοχείον; Ότι δέχεται τους πάντας και τα πάντα; Αν έπρεπε να απλωθούμε πάνω στο σημείο αυτό, του ότι η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον, αγαπητοί μου, θα έπρεπε ώρα πολλή να μιλάμε. Σκεφθείτε ότι δέχεται τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, άρρωστοι· σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή αμαρτωλοί. Σε οποιαδήποτε κλιμάκωση αμαρτωλότητος κι αν είναι. Τους δέχεται όλους η Εκκλησία. Με σκοπόν τον αγιασμόν των. Να τους καταρτίσει. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι δεν είναι άλλος ο σκοπός της Εκκλησίας παρά ο καταρτισμός των αγίων. Είναι η επεξεργασία μέσα εκεί μιας εντολής του Θεού: «Ἃγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μέσα εκεί θα μπουν οι οποιοιδήποτε, για να γίνουν άγιοι. Πολύ ωραία το λέγει αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ως εξής: «Ἐλθών εἰς τό καταφύγιον αὐτῆς -δηλαδή ο Χριστός- καί εὑρών -την ανθρωπότητα- ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν(:κακοτράχαλη), γυμνήν, πεφυρμένην αἴματι, ἔλουσεν, ἤλοιψεν, ἔθρεψεν, ἐνέδυσεν ἰμάτιον, Αὐτός αὐτῇ γενόμενος περιβολή(:Αυτός ο Ίδιος έγινε ιμάτιον αυτής της ανθρωπότητος). Καί λαβών αὐτήν, οὓτως ἀνάγει».
Πραγματικά, βλέπει κανείς με πόσην αγάπην ο Θεός «ἀνάγει», αναλαμβάνει αυτήν την ανθρωπότητα και την οδηγεί εις το πανδοχείον της Εκκλησίας. Βάζει λοιπόν η Εκκλησία, δέχεται αμαρτωλούς και βγάζει αγίους. Στην αρχαία Εκκλησία ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, που το ’βλεπε κανείς αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα, να εισέρχονται πρώην ειδωλολάτραι, πρώην ανήθικοι, πρώην βρωμεροί άνθρωποι, να γίνονται άγιοι, μπαίνουν από την πόρτα την κεντρική όλοι μέσα, και από μιαν άλλη πόρτα της Εκκλησίας έβγαιναν για το μαρτύριον! Και εγίνοντο μάρτυρες! Τι ωραία αυτή η εικόνα! Το έβλεπε κανείς πολύ σύντομα, γιατί σήμερα το βλέπομε, αλλά σε έναν μακρύ χρόνο, ώστε δεν μπορούμε να έχομε μίαν σύντομη εικόνα. Ενώ τότε το έβλεπε κανείς μέσα σε μια σύντομη, αλλά και συναρπαστική εικόνα. Πώς η Εκκλησία εδέχετο αμαρτωλούς και έβγαζε αγίους και μάρτυρες.
Αλλά η Εκκλησία δέχεται και ολόκληρον την κτίσιν. Σας είπα, είναι πανδοχείον. Δεν δέχεται μόνον τους ανθρώπους. Δέχεται και τα υλικά στοιχεία. Βλέπετε, προηγουμένως, κάναμε μνημόσυνο. Βάλαμε κόλυβα. Κάναμε αρτοκλασία. Είχαμε τους άρτους. Μπορούμε να βάλομε λουλούδια μέσα εις τον ναόν. Όλα τα αντικείμενα είναι υλικά. Αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της κτίσεως· τα οποία η Εκκλησία δέχεται, αγιάζει, για να αγιάσει ολόκληρον την κτίσιν, να εκκλησιαστικοποιήσει ολόκληρον την κτίσιν και να την κάνει Βασιλεία του Θεού. Όταν θα γίνει, τότε στα έσχατα, ο μεγάλος σεισμός, δεν θα είναι τι άλλο παρά η μετάθεσις από την παλαιώσιν εις την ανακαίνισιν αυτού τούτου του σύμπαντος, ολοκλήρου του σύμπαντος, το οποίον δεν χάνεται, αλλά περνά με τον σεισμόν, δηλαδή την μετάθεσιν, από την φθοράν εις την αφθαρσίαν και από τον θάνατον εις την αθανασίαν. Είναι πραγματικά κάτι μεγαλειώδες. Όντως η Εκκλησία είναι πανδοχείον.
Αλλ’ είναι και Ιατρείον η Εκκλησία. Διότι οι πιστοί εις τον παρόντα κόσμον δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μάχονται διαρκώς προς τας αρχάς και εξουσίας του σκότους, «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Συνεπώς η παρούσα ζωή δεν είναι τι άλλο παρά ένα διαρκές στρατόπεδον μάχης. Εδώ δίδονται οι μάχες με τους πονηρούς ανθρώπους, με τους πονηρούς δαίμονες, αλλά και με τον κακόν, περασμένον, φθαρτόν, αδαμικόν εαυτόν μας. Είναι επόμενον, όπως σε κάθε μάχη, όταν γίνεται πόλεμος, υπάρχουν και τραυματίαι, υπάρχουν τραύματα, υπάρχουν πληγές. Έτσι, εκείνοι που πληγώνονται από πτώσεις, μέσα στον αγώνα τους και την προσπάθειά τους, έρχονται στο Ιατρείον της Εκκλησίας, δια να θεραπευθούν.
Θεραπευτήριο η Εκκλησία. Τι ωραίο! Θεραπευτήριον. Σκεφθείτε, ο αρχαίος κόσμος δεν εγνώριζε νοσοκομεία και θεραπευτήρια. Τα θεραπευτήρια είχαν μία ειδική μορφή, όπως ήταν τα ιερεία, αλλά με την έννοια που σήμερα γνωρίζομε, δεν υπήρχαν τότε τα θεραπευτήρια. Κι έρχεται η Εκκλησία να σταθεί αληθινό θεραπευτήριο και ψυχών αλλά όχι ολιγότερον και σωμάτων. Γιατί όταν ο Κύριος στέλνει τους μαθητάς Του και δια των μαθητών Του, τους διαδόχους των, να θεραπεύουν πάσαν ασθένειαν εις τον λαόν, αυτό δεν είναι τι άλλο, παρά ότι η Εκκλησία είναι ένα θεραπευτήριον, ένα ιατρείον.
Τα φάρμακά της; Ω, τα φάρμακά της! Είναι τα δύο δηνάρια που έδωκεν ο καλός Σαμαρείτης, εις τον πανδοχέα, που είναι ο κλήρος, είναι ο ιερεύς· που του δίδει αυτά τα δύο δηνάρια και του λέγει: «Με αυτά να θεραπεύσεις τον μεγάλο μου ασθενή, τον μεγάλο μου τραυματία, την ανθρωπότητα». Είναι ο λόγος Του και τα μυστήρια. Με αυτά τα δύο δηνάρια, τον λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας, έρχεται, αγαπητοί μου, να θεραπεύσει η Εκκλησία. Πολλές φορές μου λέγουν οι άνθρωποι: «Πώς μπορώ να διορθωθώ; Τι πρέπει να κάνω;». Και απαντώ: «Να έρχεσαι να ακούς λόγον Θεού». Γιατί το έχω δει αυτό και είναι μία πραγματικότητα. Ότι εκείνος που ακούει συνεχώς και επιμελώς λόγον Θεού, καλλιεργείται η ψυχή του και θεραπεύεται από τα τραύματα που του επιφέρει η αμαρτία. Σταματά να αμαρτάνει. Είναι μεγάλης-μεγάλης αξίας, αγαπητοί μου, αυτά τα φάρμακα. Ο λόγος του Θεού και τα μυστήρια! Όπως είναι η Εξομολόγησις, η Θεία Ευχαριστία, η προσευχή… Όλα αυτά είναι εκείνα τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία θεραπεύει τους τραυματισμένους πιστούς της.
Αλλ΄η Εκκλησία είναι και μία Κιβωτός. Μία Κιβωτός σωτηρίας. Ενθυμείσθε την παλιά ιστορία, τον Νώε με την Κιβωτό του. Ό,τι έμεινε απέξω από την Κιβωτόν, επνίγη. Ό,τι έμεινε και διεφυλάχθη μέσα εις την Κιβωτόν, εσώθη. Έτσι κι εδώ η Εκκλησία, αγαπητοί μου, είναι μία Κιβωτός. Εξάλλου η παλαιά Κιβωτός ήτο τύπος της Εκκλησίας. Ό,τι μένει απέξω, χάνεται. Πώς χάνεται; Από τα ρεύματα και τον κατακλυσμό των ιδεών και των θεωριών και της ανηθικότητος και της ποικίλης αμαρτίας. Χάνεται κάθε άνθρωπος. Είναι αδύνατο να σωθεί έξω από την Εκκλησία. Όποιος είναι μέσα εις την Εκκλησίαν, αυτός μόνο φυλάσσεται, αυτός μόνο σώζεται.
Όταν όμως λέμε «Είμαι μέσα στην Εκκλησία», εδώ προσέξτε να άρομε μία παρανόηση, μία παρεξήγηση, που μπορούν οι άνθρωποι να έχουν. Όταν λέμε «είμαι μέσα στην Εκκλησία» δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Κατά συνεκδοχήν ο ναός λέγεται Εκκλησία, επειδή ο πιστός λαός είναι μέσα εις τον ναόν. Και κατ’ επέκτασιν, τα ντουβάρια, ο ναός, λέγονται Εκκλησία. Είμαι λοιπόν μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Γιατί μπορεί να είμαι μέσα εις τον ναόν, αλλά να μη μετέχω των μυστηρίων του Θεού και συνεπώς να είμαι αλλοτριωμένος, να είμαι αποξενωμένος από εκείνα τα σωστικά στοιχεία που μου δίδει ο Χριστός. «Είμαι μες στην Εκκλησία», θα πει «είμαι σύμφυτος», όπως λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, «σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ». Είμαι φυτεμένος, είμαι οργανικά δεμένος με το σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η Εκκλησία.
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Όταν κοινωνώ σώματος και αίματος Χριστού, τότε λέγομαι ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησίαν. Όταν τηρώ τις εντολές του Θεού. Θυμηθείτε την περίπτωση που λέει ο Κύριος: «Αυτός ο οποίος ως κληματόβεργα δεν θα μείνει ηνωμένος με την άμπελον, τον κορμόν, που είμαι Εγώ, τότε αυτός δεν αποφέρει καρπόν, αυτός ξηραίνεται και συνάγεται προς καύσιν, προς φωτιά». Σημαίνει ότι πρέπει να είμαι οργανικά δεμένος, όπως είναι η κληματόβεργα με τον κορμόν της κληματαριάς, που αντλεί χυμούς. Έτσι κι εγώ πρέπει να είμαι ηνωμένος με τον Χριστόν, να είμαι σύμφυτος τω σώματι του Χριστού, να αντλώ από κει τους χυμούς της ζωής, το σώμα Του και το αίμα Του, που είναι για μένα εις ζωήν αιώνιον. Τότε μπορώ να πω ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησία. Αλλιώτικα δεν είμαι. Μην πλανάσθε. Αν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι είμαι ψάλτης, ότι είμαι επίτροπος, ότι είμαι φροντιστής της Εκκλησίας, δηλαδή του ναού, αλλά δεν κοινωνώ, μην πλανώμαι, είμαι έξω από την Εκκλησία. Κι ας είμαι κάτω από τα κεραμίδια της Εκκλησίας. Είμαι έξω από την Κιβωτόν. Θα παρασυρθώ από τον κατακλυσμόν και δεν πρόκειται να σωθώ.
Αγαπητοί μου, κάμποσα χρόνια είμαι κληρικός. Σπάνια από τα πιο σπάνια έχω δει ψάλτες και επιτρόπους να κοινωνούν και να εξομολογούνται. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι της στιγμής να σας πω το γιατί. Μόνο τούτο έχω βεβαιώσει και έχω διαπιστώσει. Οι ψάλται και οι επίτροποι δεν μετέχουν των μυστηρίων της Εκκλησίας. Κάποτε στην κρίση, θα συμβεί με αυτούς εκείνο που ο Κύριος ήδη μας έχει πει: «Κύριε, εσύ δεν μίλησες στις πλατείες μας και στο σπίτι μας δεν ήρθες να φας;». Όπως θα πουν τότε οι επίτροποι και οι ψάλται και όποιοι άλλοι…: «Κύριε, δεν ήρθες στο πρόσωπο του ιερέως, του επισκόπου, να μας κηρύξεις στον ναό; Δεν σε πήραμε στο σπίτι και σε φιλοξενήσαμε; Δεν σου κάναμε ένα ωραίο τραπέζι; Πώς λες ότι δεν μας γνωρίζεις;». «Σας βεβαιώνω», λέει ο Κύριος, «οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἐργάται τῆς ἀνομίας». Φύγετε από δω, δεν σας αναγνωρίζω». Ακούσατε; Είναι φοβερό. Ας βγάλομε τις αυταπάτες, αγαπητοί μου, ας βγάλομε τις ψευδαισθήσεις. Μόνο εάν είμαι μετανοημένος άνθρωπος, μόνον εάν γίνομαι κοινωνός σώματος και αίματος Χριστού, κατά το ανθρώπινον, άξιος, όσο είναι δυνατόν, μόνο εάν τηρώ τις εντολές του Θεού, τότε μόνο μπορώ να λέγω ότι είμαι μέσα στην Εκκλησία. Και τότε μόνο μπορώ να διατηρώ την ελπίδα ότι μπορώ να σωθώ. Μόνον τότε. Αλλά να το ξέρομε. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει η σωτηρία, όπως σαφώς το λέγει ο άγιος Κυπριανός αυτό. Έξω της Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει.
Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, είδαμε, ότι είναι το μεγάλο εργαστήρι της αγιότητος, το πανδοχείον που δέχεται την έλλογον και την άλογον κτίσιν, για να την αγιάσει, να την αφθαρτίσει, να την αθανατίσει, να την εισαγάγει εις την μακαριότητα του Θεού. Η Εκκλησία ακόμη είναι το θαυμάσιον θεραπευτήριον. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός η αληθής που σώζει.
Αλλά ας κλείσομε με αυτά τα θαυμάσια λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου: «Μή απέχου ἀπό Ἑκκλησίας. Οὐδέν γάρ Ἑκκλησίας ισχυρότερον(:Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από την Εκκλησία). Ἡ ἐλπίς σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ σωτηρία σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ καταφυγή σου; Ἡ Ἑκκλησία».