VIDEO
†.Ὅταν πεθαίνει κάποιος φίλος μας, ἢ κάποιο συγγενικό μας πρόσωπο, πρέπει νὰ θλιβόμαστε καὶ νὰ φοροῦμε μαῦρα;
Μαῦρα φοροῦν κυρίως οἱ γυναῖκες, ὅταν πεθάνει ὁ πατέρας, ἡ μητέρα ἢ κάποιο συγγενικό πρόσωπο, καὶ γενικότερα τὸ πένθος -ὄχι μόνον σὰν μαῦρα ἀλλὰ σὰν πένθος- ἀπασχολεῖ ὅλους.
Γιὰ τὸν ἐξωχριστιανικό κόσμο, ὁ θάνατος παίρνει ποικίλες διαστάσεις, χωρὶς ποτὲ νὰ μπορεῖ νὰ ξεπερασθεῖ ὀντολογικῶς. Ὅλες οἱ μυστηριακές θρησκεῖες προσπάθησαν νὰ δώσουν στὶς μυήσεις τους μίαν ἀπάντησιν στὸν θάνατον. Προσπαθοῦν νὰ δώσουν –δὲν δίδουν- ἀπάντησι, γιατὶ κινοῦνται μέσα σὲ χῶρο εἰδωλολατρικόν, ἐνδοκοσμικόν, καὶ δὲν καταφέρνουν τίποτε. Ἡ ἀπάντησι αὐτὴ εἶναι γιὰ δύο φαινόμενα, τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς καὶ τὸ φαινόμενον τοῦ θανάτου. Οὐσιαστικῶς εἶναι ἕνα φαινόμενον, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μὲ δύο ὄψεις· ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἄλλη ὄψις τῆς ζωῆς. Μιλοῦν λοιπόν γιὰ μιὰ προέκτασι τῆς ζωῆς μετὰ τὸν θάνατον, γιὰ νὰ ἀπαλύνουν κάπως τὸ πένθος καὶ τὴν ἀπόγνωσι τῶν ἀνθρώπων.
Ἄλλοι βλέπουν τὴν ζωὴν ὡς μία βιολογική λειτουργία μόνον, ποὺ κάποτε τερματίζει τὸν προορισμό της, ὅπως ὅλα τὰ ζῶντα ὄντα. Ζῶον εἶναι, λουλούδι εἶναι, γεννιέται, πεθαίνει. Ἔτσι λένε ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ τέρμα τῆς ζωῆς. - Ἔζησες; -Θὰ πεθάνεις! Αὐτὸ λένε πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι· ζήσαμε καὶ θὰ πεθάνουμε. Δηλαδὴ δίνουν μια μόνον βιολογική διάστασι στὴν ζωή τους. Ἔτσι ὁ θάνατος γιὰ αὐτοὺς παίρνει μόνον μιὰ φυσικὴ διάστασι· εἶναι κάτι φυσικό.
Πολλὲς φορὲς στὴν κηδεία, ἢ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν κηδεία, ἢ πηγαίνοντας νὰ παρηγορήσουμε τοὺς πενθοῦντας στὸ σπίτι τους, ἀκοῦμε συνήθως αὐτὴν τὴν φρᾶσι· «Ἔ! Φυσικό του ήταν! Φυσικό πράγμα ὁ θάνατος! Γραφτό του ἦταν! (γραφτό του βεβαίως εἶναι ἂν κανεὶς πεθάνει πρὶν τὴν ὥρα του! Ὅταν πεθάνει σὲ μεγάλη ἡλικία, δὲν λένε γραφτό ἀλλὰ λένε φυσικά πράγματα αὐτά”) ». Ἀκόμη λέγεται καὶ κάτι ἄλλο· «Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἦταν αὐτό»!
Εἶναι περιττὸν νὰ σᾶς πῶ ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν! Καὶ δὲν εἶναι καθόλου φυσικός! Κάποια ἄλλη κατηγορία ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα σύγχρονος κατηγορία, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ πίστευαν σ' ἕναν «ἀξιοπρεπῆ» θάνατον. Λέγουν· «Ἄμα γεράσεις, σοῦ φεύγουν τὰ οὖρα, ἐνοχλεῖς τοὺς ἄλλους, μυρίζεις... σοῦ φεύγουν τα σάλια, λὲς ἀνοησίες, σοῦ φεύγει τὸ μυαλό, γελοῦν οἱ ἄνθρωποι εἰς βάρος σου... Ἔ, κατάντημα δὲν εἶναι αὐτό; Γελειοποίησις τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος –τὸ εἴδωλον τῆς προσωπικότητος προσβάλλεται-! Θα πρέπει νὰ ζήσω μιὰ ζωὴ ἀξιοπρεπείας! Τί νὰ κάνω; Νὰ τερματίσω τὴν ζωήν μου!» Υπάρχει ἕνα γνωστὸ σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο παράδειγμα· ὁ φιλόσοφος Κέσλερ αὐτὸς ἦταν ἑβραῖος στην καταγωγή, ὄχι Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἔγραψε πολλὰ ἄρθρα καὶ βιβλία καὶ ἔγινε πασίγνωστος. Κάποια φορά, μὲ τὴν σύζυγό του κλείσθηκαν στο σπίτι, διότι ἦταν μέλος –μάλιστα πρόεδρος- ἑνὸς σωματείου εὐθανασίας γιὰ ἕναν ἀξιοπρεπῆ θάνατον.
Ἡ ἰδέα τῆς εὐθανασίας χαλκεύθηκε ἀπὸ τὴν θέσι τοῦ «ἀξιοπρεποῦς θανάτου» . -Γιατί νὰ ἀφήσω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ τυρρανιέται, καὶ νὰ μὴν τοῦ κάνουμε μιὰ ἔνεσι, νὰ πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ τελειώνει ἡ ἱστορία; -Φόνος!
Ἡ φιλοσοφία λοιπὸν στὸν Κέσλερ δὲν τοῦ στάθηκε ἀρκετὴ γιὰ νὰ σκεφθεῖ ὥριμα! Ὅσοι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι μωροὶ ἄνθρωποι! Ἄνοιξαν λοιπὸν τὸν ὑγραέριο (ὁ Κέσλερ καὶ ἡ γυναῖκα του) καὶ τοὺς βρῆκαν νεκρούς. Εἶχαν ἀφήσει ἐπιστολὴ ὅτι πεθαίνουν «ἀξιοπρεπῶς»!
Διὰ τὸν Χριστιανισμὸν ὁ θάνατος εἶναι ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν παρουσία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος καταργεῖται. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορινθίους, ιε΄ 26)· «Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» , τελευταῖος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κλειδὶ στὸ μυστήριον τοῦ θανάτου. -Τί εἶναι ὁ θάνατος; - Δὲν ξέρουμε ἕως ὅτου πάρουμε τὸ κλειδί· ὅτι εἶναι προϊὸν τῆς ἁμαρτίας! Ὅ,τι φεύγει ἀπὸ τὸν Θεὸν διαλύεται. Ὅ,τι ἐπιστρέφει στὸν Θεὸν συντίθεται. Ὅ,τι μένει στὸν Θεὸν εἶναι στὴν σύνθεσι ποὺ τὸ ἔκανε ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ψυχὴ καὶ σῶμα· αὐτὰ εἶναι ἡνωμένα ἄρρηκτα καὶ ἁρμονικῶς. Ἔρχεται ἡ ἁμαρτία νὰ συντελέσσει στην διάλυσι αὐτῆς τῆς συνθέσεως, καὶ αὐτὸς ὁ χωρισμὸς λέγεται θάνατος. Ἔρχεται τώρα ὁ Χριστὸς νὰ ὑπερνικήσει τὸν θάνατον! Νὰ ἐπανασυνδέσει τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχήν. Αὐτὴ ἡ ἐπανασύνδεσις δὲν θὰ εἶναι ἠθικὴ ἀλλὰ ὀντολογική· δηλαδὴ θὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν πρῶτα· θὰ ἐπανασυνδεθεῖ τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχήν. Ποιό σῶμα; αὐτὸ ποὺ διελύθη στὸ χῶμα, ποὺ τὸ ἔφαγαν τα ψάρια στην θάλασσα, ποὺ τὸ ἔκαψε ἡ φωτιά; -Ναί! ὁ Θεὸς θὰ ἐπανασυνδέσει, θὰ ἐπανακτίσει τὸ σῶμα τὸ παλαιόν! Δὲν θὰ κάνει ὁ Θεὸς καινούργια σώματα, μὲ τὴν ἔννοια ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἴχαμε· θὰ πάρουμε ἐκεῖνο τὸ σῶμα ποὺ εἴχαμε. Ἐκεῖνο τὸ σῶμα ποὺ ἀποθέσαμε στὸν τάφον. Γι' αὐτὸ ἔχουμε πραγματικὴν ἀνάστασιν.
Ἡ ψυχὴ ποὺ θὰ ἐπανασυνδεθεῖ θὰ εἶναι ἡ παλαιὰ ψυχὴ καὶ θὰ ἔχει τὴν συνείδησιν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐγώ. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι αὐτὸ τὸ καινούργιο σῶμα θὰ ἔχει νέες διαστάσεις ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας, τὶς ἴδιες διαστάσεις ποὺ ἔχει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατον.
Λέγει στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σ᾽ ὁλόκληρο τὸ ιε΄ κεφάλαιον, γιὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν· λέγει κάπου· «Δεῖ γὰρ» , διότι πρέπει· «τὸ φθαρτὸν τοῦτο» , αὐτὸ τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ φθαρτό· «ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν» , νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσίαν· «καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο» , αὐτὸ τὸ θνητὸ σῶμα· «ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. Τότε δὲ γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος» ,
τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο ποὺ γράφτηκε, ἡ προφητεία· «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νίκος» , πάει! Κατάπιε τὴν γλῶσσα του ὁ θάνατος! Νικήθηκε! «ποῦ σοῦ θάνατε τὸ κέντρον;» , θάνατε, ποῦ εἶναι σὰν ἄλλη σφῆκα τὸ κεντρὶ ποὺ εἶχες καὶ δηλητηρίαζες τοὺς ἀνθρώπους; Ποῦ εἶναι τὸ δηλητηριασμένο κεντρί σου; «Ποῦ σοῦ ᾅδη τὸ νίκος;» Ἄδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου, ποὺ μάζευες ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους ὅταν πέθαιναν; Τότε ὅλα αὐτὰ θὰ καταργηθοῦν.
Συνεπῶς, μπροστὰ στὸν ἐνανθρωπήσαντα, θανόντα, ταφέντα, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα Κύριό μας, ὁ θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐπεισόδιον. Πῶς λοιπὸν ὁ πιστὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ στέκεται μπροστὰ στὸν θάνατον καὶ μάλιστα τῶν προσφιλών του προσώπων; - Λέγει στην Α΄ Πρὸς Θεσσαλονικεῖς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Οὐ θέλομεν ὑμᾶς ἀδελφοὶ ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπεῖσθε καθῶς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» , δὲν θέλουμε ἀδελφοὶ νὰ ἀγνοεῖτε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, γιὰ νὰ μὴν λυπόσαστε! (Ἡ ἐρώτησις λέγει -Πόσο μποροῦμε νὰ λυπηθοῦμε;) νὰ μὴν λυπόσαστε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν στην κατηγορία ἐκείνων ποὺ δὲν ξέρουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὸ τὸ κεντρικόν κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ δὲν εἶναι μόνον κήρυγμα-λόγια, ἀλλὰ γεγονός, ποὺ πρέπει νὰ ὑπενθυμίζει ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καὶ εἶναι ἀληθινὴ παρηγορία. «Παρακαλεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια» ὅτι ἀνεστήθη ὁ Χριστός; -Θὰ ἀναστηθοῦμε! Πηγαίνεις να παρηγορήσεις κάποιον στὸ σπίτι του ποὺ πενθεῖ; Πές του ἁπλῶς· -Ἀδελφέ μου, μὴν κλαῖς ἔτσι· μὴν ὀδύρεσαι! ὅσο καὶ ἂν ἦταν τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἀγαπητό· θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ ἐμεῖς! γιατὶ ἀνεστήθη ὁ Χριστός! Χριστὸς ἀνέστη! Καὶ νεκροὶ ἐγείρονται. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος καὶ ἀσφαλέστερος, ὡραιότερος, βαθύτερος καὶ πραγματικότερος λόγος παρηγορίας γιὰ τὸν θάνατον.
Παρὰ ταῦτα πενθοῦμε, καὶ ὁ καθένας στο πένθος του κλαίει. Δὲν θέλω νὰ πῶ ὅτι θὰ γελᾶμε! -Ἀλλὰ πόσο θὰ κλάψουμε; Πόσο θὰ λυπηθοῦμε; μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ὁ Κύριος ἐδάκρυσε ὅταν ἔκλαιγαν οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου. «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς» καὶ εἶπαν οἱ ἑβραῖοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν· «Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν» , κοίταξε πόσο ἀγαποῦσε τὸν Λάζαρον! «Ὁ δὲ Κύριος ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι» , ἐμάλωσε τὸν ἑαυτόν του· «Ὄχι, δὲν θὰ κλαῖς!» βλέπουμε ἐδῶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, καὶ δὲν κλαίει γιατὶ ξέρει ὅτι θὰ ἀναστήσει τὸν Λάζαρον.
Τὸ ὅτι ἐδάκρυσε ὁ Κύριος ἐνῶ ξέρει ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος, σημαίνει ὅτι κάποια λύπη πρέπει νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ σὲ κάποια ὅρια. Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ ὅρια; -Ἔρχεται ἕνα βιβλίο (Σοφία Σειράχ) τὸ ὁποῖον παρὰ τοῦ ὅτι εἶναι προ-χριστιανικό, νὰ μᾶς δώσει πολὺ ὡραῖα στοιχεῖα τῶν ὁρίων τοῦ πένθους·
«Τέκνον, ἐπὶ νεκρῷ κατάγαγε δάκρυα καὶ ὡς δεινὰ πάσχων, ἔναρξε θρήνου· κατὰ δὲ τὴν κρίσιν αὐτοῦ, περίστειλε τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν ταφὴν αὐτοῦ· ποίησον τὸ πένθος κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ ἡμέραν μίαν καὶ δύο χάριν διαβολῆς, καὶ παρακλήθητι λύπης ἕνεκα» , παιδί μου, μπροστὰ σὲ νεκρὸν χῦσε δάκρυα, κλάψε, σὰν νὰ πάσχεις ἐσύ, σὰν νὰ ἤσουν στὴν θέσι ἐκείνου ποὺ πέθανε· ἄρχισε τὸν θρῆνον, σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα συνήθεια, φρόντισε γιὰ τὸ σῶμα του. Φροντίζω γιὰ τὸν νεκρό, σημαίνει «Κήδομαι» τοῦ νεκροῦ, ἐξ οὗ τὸ οὐσιαστικόν «κηδεία» . Ἀπὸ ῾κεῖ βγαίνει καὶ ἡ λέξις «κηδεμών» . Κηδεμὼν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου, ἀλλὰ ἕνας θεῖος σου, ἢ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ σὲ φροντίζει· ὁ ἐπιμελητής σου.
Φρόντισε λοιπὸν γιὰ τὴν κηδεία του! Είναι σπουδαῖο νὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν κηδεία ἑνὸς ἀνθρώπου. Ὁ Τωβίτ ὑπέφερε πολλὰ γιατί πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ σώματα τῶν ἑβραίων στην Νινευΐ, νὰ τὰ θάψει, γιατὶ τὰ πετοῦσαν σὰν σκυλιά, οἱ Νινευΐται, γιὰ λόγους προσβολής. Πήγαινε λοιπόν κρυφὰ καὶ τὰ ἔθαπτε. Θυμίζω καὶ τὴν Ἀντιγόνη ποὺ ἔθαψε τὸν ἀδελφό της. Ἡ φροντίδα γιὰ τὸν νεκρὸν εἶναι σπουδαῖο πράγμα. Βεβαίως ὄχι πολυτέλειες, νεκροφόρες μὲ φτερὰ καὶ ἄλογα, καὶ χρυσὰ καὶ ἁμαξάδες, γιὰ νὰ θυμίζει πομπή... Ὄχι. Θὰ εἶναι ὅμως μία φροντίδα γιὰ τὸν ἀγαπημένο μας ποὺ πέθανε. Οὔτε θὰ τὸν βάλουμε σ᾿ ἕνα σεντόνι νὰ τὸν θάψουμε καὶ σὲ μιὰ σανίδα, οὔτε πολυτέλειες.
«Ποίησον τὸ πένθος κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ» , ἀναλόγως μὲ τὴν συγγένεια καὶ τὴν ἀξία του. Ἄν κλαῖς ὑπερβολικῶς γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν τὸν ἤξερες, θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι· -Γιατί κλαίει αὐτὸς τόσο γιὰ κάποιον ποὺ δὲν εἶναι οὔτε φίλος, οὔτε συγγενής; Καὶ ἂν πάλι δὲν κλαῖς γιὰ τὴν μητέρα σου, τὸν ἀδελφό σου, θὰ ποῦν· -Ἀναίσθητος εἶναι αὐτός; - Ἔχουμε μία διαβάθμισι. Αναλόγως τῆς ἀξίας, συγγενείας ποὺ ἔχει ἕνα πρόσωπο ποὺ φεύγει, θὰ εἶναι καὶ τὸ πένθος. «Ἡμέραν μίαν καὶ δύο χάριν διαβολῆς» , γιὰ νὰ μὴν σὲ κατηγορήσουν, μία καὶ δύο ἡμέρες. Ἔπειτα βάλε τέρμα στην λύπη. Δὲν πρέπει νὰ λυπῆσαι περισσότερον.
-Πόσο πρέπει νὰ λυπόμαστε καὶ νὰ φοροῦμε τὰ μαῦρα; -Δὲν ξέρω ἂν πρέπει νὰ φοροῦμε μαῦρα(!) ἀλλὰ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἀφοῦ καθιερώθηκαν, θὰ σᾶς τὸ πῶ ἐντελῶς αὐθαιρέτως· ἂν εἶναι σύζυγος κάποιας γυναικός, ἡ ὁποία μετὰ θὰ μείνει χήρα, μπορεῖ νὰ φοράει τὰ μαῦρα ἂν θέλει, δικαίωμά της. Ὅλα τὰ ἄλλα πρόσωπα, ὅπως παιδιὰ τοῦ ἀποθανόντος... νομίζω ὅτι μετὰ τὸ μνημόσυνο τῶν 40 ἡμερῶν, πρέπει νὰ μὴν φοροῦν πιὰ μαῦρα. Δημιουργοῦνται πάρα πολλὰ προβλήματα μὲ τὴν παρουσία τοῦ μαύρου χρώματος, διότι, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μαῦρα ροῦχα αὐθυποβάλλεται. Διατηρεῖ τὸ πένθος τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ φύγει. Λέγει· «παρακλήθητι» , παρηγορήσου! Καὶ μετὰ κάνει μιὰ πολὺ καλὴ ἐξήγησι· «ἀπὸ λύπης γὰρ ἐκβαίνει θάνατος, καὶ λύπη καρδίας κάμψει ἰσχύν» , γιατὶ ἀπὸ τὴν λύπη βγαίνει ὁ θάνατος, καὶ ἡ λύπη τῆς καρδίας λυγίζει την δύναμι τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ λύπη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Δὲν μπορεῖς νὰ λυπῆσαι ἀπαρηγόρητα· νὰ λυπηθεῖς μὲ μέτρο (καὶ ἂν ξέρεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη, καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν), ἀλλὰ ὄχι ὑπερβολικῶς, οὔτε σὲ ποιότητα, οὔτε σὲ χρονικὴ διάρκεια. Διότι, ἂν κάποιος λυπῆται ὑπερβολικῶς, τότε γρήγορα θὰ πεθάνει καὶ θὰ καμφθεῖ ἡ ὑγιεία του καὶ θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος.
«Μὴ δὸς εἰς λύπην τὴν καρδίαν σου· ἀπόστησον αὐτὴν μνησθεὶς τὰ ἔσχατά σου» , μὴ δώσεις τὴν καρδία σου σὲ ὑπερβολικὴν λύπην· θὰ τὴν βγάζεις μακρυὰ ὅταν θυμᾶσαι ὅτι καὶ ἐσὺ θὰ πεθάνεις! «Μὴ ἐπιλάθῃ» , μὴν ξεχνᾶς· «οὐ γάρ ἐστιν ἐπάνοδος, καὶ τοῦτον οὐκ ὀφελήσεις, καὶ σεαυτὸν κακώσεις» , δὲν ξαναγυρίζει πίσω ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἐκεῖνον δὲν ἔχεις τίποτε νὰ ὀφελήσεις! Ὅσο νὰ κλαῖς καὶ νὰ φωνάζεις, δεν γυρίζει πίσω! ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν σου θὰ κακώσεις.
Ἐδῶ νὰ ποῦμε ἕνα πολὺ ὡραῖον· Κάποτε εἶχε ἀρρωστήσει ἕνα παιδὶ τοῦ Δαβίδ. Τοῦ λέγουν ὅτι τὸ παιδί σου εἶναι πολὺ ἄρρωστο. Ὑπῆρξαν πολλὰ ἐπειδή (δὲν θὰ τὰ ποῦμε), καὶ τότε ὁ Δαβὶδ ἔβγαλε τὰ βασιλικά του ροῦχα, ἔβαλε σάκκο, τρίχινο τσουβάλι, δὲν ἔτρωγε, νήστευε, ἔβαλε στάχτη στο κεφάλι του καὶ
κοιμῶταν κάτω στο πάτωμα· παρακαλοῦσε δὲ τὸν Θεὸν νὰ χαρίσει τὴν ζωὴν στὸ παιδάκι του αὐτό· ἦταν πολὺ μικρό, μωρό, ἀγόρι. Εἶδαν οἱ αὐλικοὶ πόσο πενθοῦσε ὁ Δαβίδ, ἐνῶ δὲν εἶχε πεθάνει τὸ παιδί (ἦταν πένθος προσευχῆς καὶ ταπεινώσεως, διότι εἶχε λόγους νὰ ταπεινωθεί μπροστὰ στὸν Θεόν). Ὁ Θεὸς λοιπὸν εἶδε τὴν ταπείνωσιν τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ ἦταν ἀποφασισμένος νὰ πάρει τὸ παιδὶ γιὰ τὸν λόγο που ξέρει ἐκεῖνος. Τὸ παιδὶ τελικῶς πέθανε. Μερικοί λέγουν -Μά, κάναμε τόσες προσευχές! Γιατί δὲν μᾶς ἄκουσε ὁ Θεός; - Ε, δὲν ἄκουσε τὸν Δαβίδ, γιατί νὰ ἀκούσει ἐσένα; Εἶσαι σπουδαιότερος ἀπὸ τὸν Δαβίδ; Ἔχει τὸ σχέδιόν του ὁ Θεός. Λέγουν οἱ αὐλικοί· -Ἐὰν πενθοῦσε τόσο ἐνόσῳ ζοῦσε τὸ παιδί, τώρα ποὺ πέθανε, τί θὰ συμβεῖ; -Πᾶνε καὶ τοῦ λένε μὲ τρόπο· - Ξέρεις βασιλιά, πέθανε τὸ παιδί σου. Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Δαβίδ, σηκώθηκε, πῆγε καὶ ἔκανε ἕνα ὡραῖο μπάνιο, καθαρίσθηκε ἀπὸ τὴν στάκτη κ.λπ., ὕστερα ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν καλό τραπέζι, καὶ κάθισε καὶ ἔφαγε. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τους οἱ ἄνθρωποι καὶ εἶπαν· -Τί περίεργη συμπεριφορὰ εἶναι αὐτή; Καὶ τόλμησαν δειλά δειλά να ρωτήσουν γιατί ἔτσι συμπεριφέρεται; Καὶ ἀπήντησε ὁ Δαβίδ· -Πενθοῦσα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, νὰ μοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς τὸ παιδί. Ὁ Θεὸς τὸ πῆρε· δὲν θὰ γυρίσει πίσω! ἐγὼ θὰ πάω πρὸς αὐτό. Εἶναι κατατεθειμένο αὐτὸ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή.
Συνεχίζει ἡ Σοφία Σειράχ «Μνήσθητι τὸ κρῖμα αὐτοῦ, ὅτι οὕτω καὶ τὸ σόν» , θυμίσου ὅτι ὅπως ἦρθε ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐκεῖνον, θὰ ᾿ρθεῖ καὶ σὲ 'σέ να· καὶ ἐσὺ θὰ πεθάνεις· «ἐμοὶ χθές, καὶ σοὶ σήμερον» , ὡς νὰ σοῦ λέγει ὁ πεθαμένος· -Σὲ 'μένα ἦταν χθὲς ποὺ πέθανα· σὲ 'σένα εἶναι σήμερα. Καὶ σὺ θὰ πεθάνεις. «Ἐν ἀναπαύσει νεκροῦ κατάπαυσον τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ καὶ παρακλήθητι ἐν αὐτῷ ἐν ἐξόδῳ πνεύματος αὐτοῦ» , ὅταν πεθάνει κάποιος, σταμάτησε τὴν λυπηρὰ ἀνάμνησίν του. Θὰ τὸν θυμᾶσαι· λέμε πολλὲς φορές· Νὰ θυμᾶστε τὴν μητέρα σας, τὸν πατέρα σας· ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπερβολικῆς λύπης, ἀλλὰ ἐκείνην τὴν γλυκεία ἀνάμνησι ποὺ ἔχουμε γιὰ τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα. Καὶ ἔτσι παρηγορήσου.
Ἀκόμη κάτι. Ἔχουν πολλοὶ τὴν συνήθεια νὰ μὴν ἐκκλησιάζονται ὅταν πενθοῦν. Εἶναι αὐτόχρημα δαιμονικὴ αὐτὴ ἡ συνήθεια! Ἂν δὲν πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, ποῦ ἀλλοῦ θὰ βροῦμε τὴν παρηγορία μας; Ἔτσι ὁ διάβολος μᾶς βάζει μεγάλη λύπη στην καρδιά, μᾶς κόβει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν μᾶς ἀφήσει περιθώρια να νιώσουμε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρηγορηθοῦμε. Στὴν Ἐκκλησία θὰ πηγαίνουμε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἕνα πρόσωπο προσφιλὲς ἔχει πεθάνει! θὰ πηγαίνουμε ἀκόμη νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Κόβονται πολλοὶ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πᾶνε στὸ νεκροταφεῖον, πολὺ πρωί, ξημερώματα, μόλις ἀνοίγει τὸ νεκροταφεῖον, φτιάχνουν τὸ καντήλι τοῦ μνήματος, ἀνάβουν ἕνα κεράκι στὴν Ἐκκλησία –δὲν ἔχει πάει οὔτε ὁ ἱερεύς- καὶ ὡς κλέπτες φεύγουν -κυρίως οἱ γυναῖκες- γιὰ τὸ σπίτι τους. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς δεῖ πρόσωπον· καὶ ἂν τοὺς δεῖ; Θὰ τοὺς παρεξηγήσει; ὅτι τί; -Διότι οἱ πενθοῦντες δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία· μόνον αὐτοὶ ποὺ χαίρουν, πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὰ τοὺς ἐμπνέει ὁ διάβολος!
Ακόμη, δὲν πρέπει να τρέχουμε στὸ νεκροταφεῖον κάθε μέρα. Μπορεῖ ἡ μητέρα σας νὰ σᾶς στέλνει ἐσᾶς στο νεκροταφεῖο νὰ ἀνάψετε τὸ κανδήλι· δὲν χρειάζεται! Κάπου κάπου, ἂν θέλετε (!) Τὸ κανδήλι τὸ ἀνάβουμε πρὸς τιμὴν τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναπαύεται στὸν τάφον. Οὔτε χρειάζεται ὁ νεκρὸς φῶς ἐκεῖ γιὰ νὰ βλέπει –ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀντίληψις· «Νὰ βλέπει ὁ νεκρός, νὰ περπατάει»!- οὔτε θὰ βάζουμε 40 ἡμέρες νερὸ καὶ φαΐ στὸ δωμάτιο ποὺ πέθανε γιὰ νὰ κατεβαίνει ἡ ψυχή -ἀκοῦστε εἰδωλολατρικά πράγματα καὶ δοξασίες περίεργες, καὶ δαιμονικές διδασκαλίες!- νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ! Αὐτὰ εἶναι ἀνόητα καὶ ἐπικινδύνως ἀνόητα. Δεν πρέπει νὰ πηγαίνουμε στο νεκροταφεῖο κάθε ἡμέρα, οὔτε νὰ ὀδυρόμαστε καὶ νὰ χτυπιόμαστε καὶ νὰ κλαῖμε καὶ νὰ ξεφωνίζουμε. Κάποτε πηγαίνει κανεὶς στὸ νεκροταφεῖο καὶ ἀκούει ἀπὸ κάποια γωνιά φωνὲς καὶ κλάματα! –Γιατί; -Δὲν ὑπάρχει λόγος! Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Τέλος, μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ δὲν τριγυρνᾶ, οὔτε γύρω ἀπὸ τὸν τάφο, οὔτε γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι.