12 Δεκεμβρίου 2024

Ἡ ὅρασις τῶν ἑπτά λυχνιῶν, τῶν ἑπτά ἀστέρων καί τοῦ περιπατοῦντος ἐν μέσῳ τῶν λυχνιῶν.

†.Γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν.» (Αποκ. 1, 11.) Ὅλα αὐτά πού θά δεῖς καί θά ἀκούσεις γράψε τα σέ βιβλίο καί στεῖλε το στίς ἑπτά Ἐκκλησίες, πού εἶναι στήν Ἔφεσο, στή Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στη Φιλαδέλφεια καί στήν Λαοδίκεια, λέει ὁ Κύριος στόν Ἰωάννη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἐμφανίστηκε σ' αυτόν.

   Αὐτές οἱ Ἐκκλησίες ἦταν ἑπτά ἱστορικές Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἤ τῆς λεγομένης Ανθυπατικῆς Ἀσίας. Φυσικά δέν ἦταν οἱ μόνες, οὔτε ἀκόμη ἦταν καί οἱ μεγαλύτερες ἀπό ἐκεῖνες πού εἶχαν ἱδρυθεῖ ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἤ τῆς Ἀντιοχείας ἤ τῆς Ρώμης ἤ τῆς Κορίνθου. (Τό γεγονός ὅτι ἐπιλέχθηκαν αὐτές οἱ Ἐκκλησίες καί ὄχι ἄλλες πιό ἐπιφανεῖς δείχνει τό ισόκυρον καί ἰσάξιον ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀνεξαρτήτως μεγέθους, ὀνόματος, γεωγραφίας, ἱστορικότητος ἤ διασημότητος τῆς κάθε μιᾶς ἀπ' αὐτές. Αὐτό ἀκριβῶς ὅμως ἀντικρούει τήν αἱρετική άποψη του Πάπα περί ἐξουσίας τῆς πρεσβυτέρας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἐπί τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν, Δυτικῶν καί Ἀνατολικῶν, ἀλλά καί τοῦ πρωτείου του, ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς πού ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι.)

   Καταρχάς, αὐτές οἱ ἑπτά αναφερόμενες Εκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βρίσκονταν στον οπτικό ορίζοντα τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου –ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἕδρα του τήν Ἔφεσο, ἀλλά εἶχε ἐξοριστεί στην Πάτμο, πού ἦταν περίπου ἀπέναντι ἀπό τήν Ἔφεσο– καί πού αὐτές οἱ ἑπτά Ἐκκλησίες βρίσκονταν ὑπό τήν πνευματική εποπτεία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.

   Αὐτές ὅμως οἱ ἑπτά ἱστορικές Εκκλησίες, ὅπως θά δοῦμε στη συνέχεια, ἀποτελοῦν ἁπλῶς πτυχές ἱστορικῆς πραγματικότητος τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί δέν ἐξαντλοῦν τίς ἀνά τόν κόσμο τοπικές Ἐκκλησίες, αλλά διαγράφουν τήν ἱστορική πορεία ανά τούς αἰῶνες τῆς μίας Ἐκκλησίας.

   Καί συνεχίζουμε: «καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ᾿ ἐμοῦ» (Αποκ. 1, 12.). Καί ἐκεῖ γύρισα νά κοιτάξω τή φωνή που μιλοῦσε μαζί μου, λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης.

   Ὥστε λοιπόν ἡ φωνή ἦταν ἀπό πίσω. Ἀφοῦ ἔστρεψε να κοιτάξει προς τα πίσω, σημαίνει ὅτι ἡ φωνή ἦταν ἀπό πίσω. Δέν ἦταν μπροστά του αὐτός πού μιλοῦσε, ἀλλά πίσω. Αλλά τό ὅτι γύρισε πρός τά πίσω ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, αὐτό ἔχει σημασία, διότι, γυρίζοντας, θά ἔβλεπε ὅλη ἐκείνη τήν εἰκόνα ἐκείνου πού μιλοῦσε, ἡ ὁποία πραγματικά τόν κατατρόμαξε.

   Κάνει ἐντύπωση ὅμως ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής λέει «ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνήν», γύρισα νά δῶ τή φωνή. Αὐτό τό «βλέπειν» ἀντικαθιστᾶ ἐδῶ τό ἀκούειν. Αντί να γράψει γύρισα να ακούσω τή φωνή, γράφει γύρισα να κοιτάξω τή φωνή. Κι αὐτό ἐπειδή ἀναφέρεται στο πρόσωπο ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου ἄκουγε τή φωνή.

   Αὐτή ἡ ἔκφραση, γύρισα νά δῶ τή φωνή, μᾶς θυμίζει τούς Ἰσραηλίτες στήν ἔρημο, ὅπου ὁ Μωυσῆς σημειώνει: «καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον» (Εξοδ. 20, 18.). Δηλαδή ὅλος ὁ λαός ἔβλεπε τό βουνό νά καπνίζει, ἔβλεπε τή φωνή τῆς σάλπιγγος, ἔβλεπε καί τή φωνή τοῦ Θεοῦ.

   Βλέπεται ποτέ ἡ φωνή; Μποροῦμε νά βλέπουμε τή φωνή; Ἀλλά αὐτό φανερώνει τη ζωηρότητα τῆς ὀπτασίας, πού μεταξύ φωνῆς καί προσώπου, ἀκοῆς καί ὁράσεως, ἐπέρχεται μία σύγχυση. Καί ἐπειδή υπερισχύει ἡ ὅραση ὡς αἴσθηση, τότε βεβαίως ὁρᾶται ἡ φωνή, βλέπεται ἡ φωνή. Είναι δηλαδή ἕνας τρόπος ἐκφράσεως πού ζωντανεύει πάρα πολύ τήν εἰκόνα.

   Καί ὁ Ἰωάννης, ὅταν στράφηκε γιά νά δεῖ τή φωνή πού λαλοῦσε πίσω του, λέει: «εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς» (Αποκ. 1, 12.), εἶδε ἑπτά χρυσές λυχνίες. Αλήθεια, πῶς μπορεῖ να περιγραφεῖ ἐδῶ αὐτή ἡ ὑπερκόσμια εἰκόνα;

   Ὅταν λέει λυχνίες, τουλάχιστον ἂν βοηθηθοῦμε ἀπό τήν εἰκονογραφία, ἐννοεῖ κηροπήγια, πού εἶναι τοποθετημένα μέ μία τέτοια διευθέτηση, πού θά ἐπέτρεπε σ' αὐτόν πού μιλάει να περπατάει μεταξύ τῶν ἑπτὰ αὐτῶν κηροπηγίων που ονομάζονται λυχνίες. Ηταν λοιπόν κηροπήγια υψηλά, λυχνοστάτες, καί ἐκεῖ ἐπάνω βρίσκονταν στερεωμένες επτά λαμπάδες που ἦταν ἀναμμένες. Τον λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι ἔτσι διευθετημένες αὐτές οἱ ἑπτά λυχνίες, καί μάλιστα κατά ἕναν πολύ ὡραῖο τρόπο, θά τόν δοῦμε παρακάτω, ὅταν θὰ μᾶς τό περιγράψει ὁ Εὐαγγελιστής.

   Αὐτές οἱ ἑπτά χρυσές λυχνίες πού εἶδε ὁ Ἰωάννης θυμίζουν τήν ἑπτάφωτο λυχνία, πού ὑπῆρχε στον ναό τοῦ Σολομῶντος, στον ναό τοῦ Θεοῦ, καί πού ἦταν ἤδη το σύμβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ.

   Ακόμα ὑπενθυμίζουν τόν ἴδιο τόν Θεό, ἤ τά ἑπτά πνεύματα τοῦ Θεοῦ, πού ἤδη ἀναφερθήκαμε σ' αυτά, καί δέν εἶναι παρά τό πλῆθος τῶν χαρισμάτων καί δωρεῶν καί ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ομιλία 4η, σ. 116 κ. έ. Αποκ. 1, 4. 3, 1. 4, 5, 5, 6.)

https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2024/12/4.html?m=1

   Θυμίζουν ἀκόμη, ἂν θέλετε, πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α΄ Τιμ. 6, 16.), κατά τήν φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, δηλαδή εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στό φῶς, ἀλλά φῶς ἀπρόσιτο, απλησίαστο.

   Να διευκρινίσω ὅτι ἡ ἑπτάφωτος λυχνία τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ἦταν μία. Ὑπῆρχε ἕνα κεντρικό στέλεχος μέ ἐπιμέρους στελέχη, δεξιά καί ἀριστερά, καί τά ἑπτά φωτεινά σημεία της, πού ἔκαιγαν μέ λάδι, ἦταν προσαρμοσμένα μέ βραχίονες πάνω σέ αὐτό. Ἐδῶ ὅμως, στην Αποκάλυψη, ἔχουμε μεμονωμένες τίς ἑπτά χρυσές λυχνίες, ὄχι στὸ σχῆμα τῆς ἑπτάφωτης λυχνίας, οἱ ὁποῖες συμβολίζουν τίς ἑπτά Εκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ασίας, ἢ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.

   Σημειώνω καί σᾶς ὑπενθυμίζω ότι τότε ἡ Μικρά Ασία δέν εἶχε μόνον ἑπτά Ἐκκλησίες· είχε πολλές. Βέβαια, ὅταν λέμε Ἐκκλησία, δεν εννοούμε Ναό, αλλά περιοχή, δικαιοδοσία εκκλησιαστική, την οποία εἶχε ὁ επίσκοπος· ὅπως θα λέγαμε Ἐκκλησία τῆς Λαρίσης ἤ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Μ' αυτή την έννοια. Εκκλησία· δηλαδή περιφέρεια μητροπολιτική, ὅπως θὰ τὰ λέγαμε με μία σύγχρονη έκφραση. Δεν ήταν λοιπών μόνο ἑπτά· ἀλλά ἐδῶ ὁ ἀριθμός ἑπτά, μέ τήν ἱερότητά του, ἔρχεται να δώσει την πληρότητα τῆς μιᾶς, ἀγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ταυτοχρόνως ὅμως, ὅπως σᾶς εἶπα, οἱ ἑπτά αυτές Ἐκκλησίες υπηρετοῦν καί ἱστορικές Εκκλησίες· δηλαδή δέν εἶναι φανταστικές, αλλά πραγματικές.

   Βεβαίως οἱ προφητεῖες πού θά ἐξαγγελθούν για τίς ἑπτά αὐτές Ἐκκλησίες αναφέρονται στην κάθε μια κατά ἱστορικό τρόπο, και ταυτοχρόνως ἀποκαλύπτουν τό τί προφητεύεται γιά τήν ὅλη Εκκλησία μέσα στην Ἱστορία. Αὐτό εἶναι τό καταπληκτικό, πού τό συναντάμε καί σέ ὅλες σχεδόν τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τό πῶς δηλαδή οἱ προφητεῖες, ενώ ἀποβλέπουν ὁπωσδήποτε σέ ἕναν ἱστορικό κορμό, σε ἕνα ἱστορικό πλαίσιο τοῦ παρόντος ἢ τοῦ ἀμέσου μέλλοντος, ταυτοχρόνως ξεπερνοῦν αὐτόν τόν ἱστορικό κορμό καί πηγαίνουν στο βάθος τῆς Ἱστορίας, για να μιλήσουν για κάτι τό γενικότερο, ἢ ἀκόμη για κάτι τό συγκεκριμένο, ἀναλόγως πῶς ἡ προφητεία, ἔσχατολογική ἤ ὄχι, ἐξυπηρετεῖται. (Βλ. Αποκ. 1, 19.)

   Ἔτσι λοιπόν οἱ ἑπτά χρυσές λυχνίες, ὅπως εἶπα, εἶναι οἱ ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἢ ἡ μία καί μόνη Ἐκκλησία.

   «Καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου.» (Αποκ. 1, 13. Πρβλ. Δαν. 7, 13.). Κοίταξα, καί εἶδα ἕναν πού ἔμοιαζε σαν ἄνθρωπος, ἦταν ὅμοιος μέ υἱό ἀνθρώπου. Υἱός ἀνθρώπου θά πεῖ ἄνθρωπος. (Ἡ ἔκφραση αυτή –υἱός ἀνθρώπου (ben adam στα ἑβραϊκά, ἤ bar nasha στα αραμαϊκά)– εἶναι ἑβραϊσμός, καί χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, εἴτε δείχνοντας τήν φύση (υἱός Θεοῦ= Θεός, υἱός ἀνθρώπου = ἄνθρωπος, υἱός υποζυγίου = υποζύγιο, κλπ.) εἴτε τήν γενεαλογία (υἱός Δαβίδ  = ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ). Αυτήν τήν ἔκφραση χρησιμοποιοῦσε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅσες φορές μιλοῦσε γιά τόν ἑαυτό Του.) Ὅταν ὅμως λέει ὅμοιος, ἐννοεῖ πώς ἔμοιαζε σαν ἄνθρωπος· συνεπῶς ἦταν κάτι που δέν θά μποροῦσε νά πεῖ μέ σιγουριά ὁ ἱερός Εὐαγγελιστης ὅτι ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος ἦταν· ἀλλά... κάτι τό ὑπερφυσικό είχε αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

   Ποῦ τόν εἶδε; «ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν», ἀνάμεσσα. Καί παρακάτω θά μᾶς πεῖ ὅτι περπατάει μεταξύ τῶν λυχνιών. (Αποκ. 2, 1.) Πῶς ἦταν λοιπόν διευθετημένες οἱ λυχνίες; Ὑπῆρχε, ὅπως σᾶς εἶπα, μία τέτοια διευθέτηση, ὥστε ὁ περιπατῶν μεταξύ τῶν ἑπτά αὐτῶν λυχνιῶν να μπορεῖ νά κινεῖται δυναμικά ανάμεσά τους, καί ὄχι νά μένει στατικά, δηλαδή να στέκεται.

   Ἐδῶ ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ Μεσσίου ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου –γι' αυτό λέει «ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου»– πού πάρθηκε ἀπό τό βιβλίο του Δανιήλ, (Βλ. Δαν. 7, 13.) καί τοῦτο ἀφενός μέν γιά τήν πραγμάτωση της προφητείας τοῦ Δανιήλ καί ἀφετέρου γιά τήν ταυτότητα τοῦ προσώπου του Μεσσίου.

   Τὰ εὐαγγέλια ἐμφανίζουν τον Μεσσία ἤδη ὡς ἄνθρωπο, ἑκατό τοῖς ἑκατό ἄνθρωπο. Θά μᾶς πεῖ σαφῶς ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14. Βλ. Λευιτ. 26, 11. Ἰωήλ 3,21. Ζαχ. 2, 10. Ήσ. 7,14.). Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος. Καί μάλιστα δεν λέει ἄνθρωπος, αλλά λέει «σάρξ»! Δέν εἶναι τῆς ὥρας νά σᾶς πῶ τό γιατί, παρά μόνο ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης θέλει να τονίσει ιδιαιτέρως την ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ταυτοχρόνως ὅμως ὁ ίδιος τονίζει καί τήν θεία φύση Του, καί λέει πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Λόγος, ὁ Ὁποῖος «ἦν πρὸς τὸν Θεόν», ἦταν πάντοτε πρός τόν Πατέρα, δηλαδή πάντοτε ὑπῆρχε, καί ὅτι ἡ ἀρχή τῶν ὄντων βρίσκεται στον Υιό, αλλά και ὅτι ὁ Υἱός ὑπῆρχε ὅταν ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁρατῆς καὶ ἀόρατης. (Βλ. Ιωάν. 1, 1-3. Αγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Α΄ Εκατοντάς, PG 90, 1085D. Πρβλ. Ρωμ. 11,36.)

   Τώρα, ἀφοῦ δείξει τόν Ἰησοῦ μέσα στην απειρότητα καί αἰωνιότητα, τονίζοντας ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος, πού εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ταυτοχρόνως θα δείξει καί τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Γιά νά μή μπερδευτεῖ ὅμως ὁ ἀναγνώστης καί πεῖ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ μπορεῖ νά ἦταν φαινομενική, νά ἦταν δέν ξέρω πῶς, σάν κάτι ὅπως τώρα ἐδῶ γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης ὅμοιος μέ υἱό ἀνθρώπου, καί γιά νά μή θεωρηθεῖ ὅτι ὑπάρχει ἁπλῶς μιά εἰκόνα, μια φαντασία, ἕνα κάτι, τί λέει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής; «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 14.), ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα! Καί δέν λέει σῶμα, δέν λέει ἄνθρωπος, αλλά σάρκα! για να δείξει την πραγματική ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου.

   Ἔτσι, ἐνῶ στὰ εὐαγγέλια ἔχουμε τόν πραγματικό ἄνθρωπο Ἰησοῦ –πού ἔφαγε, ἤπιε, περπάτησε, μίλησε, κοιμήθηκε, κουράστηκε, δίψασε, πόνεσε, σταυρώθηκε, ἔρρευσε τό αἷμα Του, δηλαδή ἑκατό τοῖς ἑκατό ἄνθρωπος– τώρα στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἐξαίρεται, ἀναδεικνύεται ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, ἀλλά ὡς ὑπερκείμενος τοῦ χρόνου καί τῆς Ἱστορίας, καί μάλιστα ὡς θριαμβευτής τῆς Ἱστορίας. Γι' αὐτόν τόν λόγο ὁ Χριστός, ἐπειδή εἶναι μέν ἄνθρωπος, ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καί Θεός, μέ μιά λέξη θα λέγαμε ὅτι εἶναι Θεάνθρωπος.

   Ἔτσι λοιπόν ἡ θεανθρώπινη φύση φαίνεται καί ἀπό τίς δύο ὄψεις. Ἐδῶ ἐπάνω στή γῆ φαινόταν μόνο ή ἀνθρώπινη φύση καί ὄχι ἡ θεία· ἡ θεία περιεκρύπτετο. Ἐκεῖνο τό «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2, 7.) –καί δοῦλος γενικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος– δέν σημαίνει ὅτι κενώθηκε ἀπό τήν θεία Του δόξα, διότι δέν εἶναι δυνατόν να γίνει ποτέ αυτό, αλλά ἁπλῶς ὅτι ἡ θεία δόξα περιεκρύβη, κρύφτηκε.

   Γι' αὐτό, ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού θά ἐορτάσουμε αὐτές τίς ἡμέρες, δέν εἶναι παρά ἡ γιορτή τῆς κενώσεως τοῦ Λόγου. Βλέπετε, δέν ἐμφανίζεται μέ καμμία δόξα. Βεβαίως υπάρχουν σημεῖα καί στοιχεῖα πού μαρτυροῦν τή θεία δόξα Του, ὅπως εἶναι οἱ ἄγγελοι πού ὑμνοῦν στόν οὐρανό, ὅπως τό ἀστέρι πού ὁδηγεῖ τούς μάγους· παρά ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνα νήπιο φυσικό, πέρα για πέρα φυσικό, πού γεννήθηκε από μία γυναίκα, τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Περικρύπτεται λοιπόν ή θεία δόξα στήν ἐπίγεια ζωή Του.

   Από τότε ὅμως πού σταυρώθηκε και αναστήθηκε, δεν περικρύπτεται, γιατί πλέον εἶναι ὁ ὑπερκείμενος τῆς Ἱστορίας Ἰησοῦς, εἶναι ἐκεῖνος πού ἐμφανίσθηκε στον Παύλο πρός Δαμασκό, ὅταν ἔμπαινε στην πόλη, ὁ Ὁποῖος ἦταν λαμπρότερος από τον μεσημεριάτικο ήλιο! Καί Τόν ἄκουσε ὁ Παῦλος· καί τυφλώθηκε· και Τόν πίστεψε, καί ἔγινε αὐτό πού ἔγινε ὁ μέγας Παύλος! (Βλ. Πράξ. 9, 1-18. Β' Κορ. 11, 21-33. 12, 1-9, κ.ά.) Ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ εἶναι ὁ ὑπερκείμενος τῆς Ἱστορίας. Ετσι ἐμφανίζεται τώρα κι ἐδῶ στήν Ἀποκάλυψη.

   Ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης, βεβαίως, γνωρίζει τον ἱστορικό Ἰησοῦ, ἀλλά ταυτοχρόνως γνωρίζει καί τόν ὑπερκείμενο τῆς Ἱστορίας Ἰησοῦ. Γι' αὐτό καί δέν τρέχει βεβαίως τώρα να πέσει στο στήθος Του, ὅπως τότε πού τοῦ εἶπε «Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε;», ούτε ἀναφέρει ἐκεῖνο τό «ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», πού τόσο πολύ ἀγαπᾶ νά τό σημειώνει στο εὐαγγέλιό του, ἐπανειλημμένα μάλιστα. (Ἰωάν. 21, 20. καί Ἰωάν. 13, 23. 19, 27. 21, 7· 20.) Δέν ἔχει πιά τό θάρρος. Οὔτε θά πλησιάσει τόν Ἰησοῦ, ὅπως τότε πού μέ τόν ἀδελφό του Ἰάκωβο Τοῦ εἶπαν Κύριε, πόσο θα θέλαμε να καθίσουμε ἀριστερά σου καί δεξιά σου!... βάζοντας μάλιστα καί τή μητέρα τους για να το πετύχουν αυτό. (Ματθ. 20, 20-28.) Ὁ Ἰωάννης τώρα θα τρομάξει! θα τρομάξει γιά ὅ,τι θὰ δεῖ μπροστά του!

   Γι' αὐτόν τόν λόγο ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Μεσσίου ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὡς «ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου» αναφέρεται, ὅπως σᾶς εἶπα, στην θεωθεῖσα ἀνθρώπινη σάρκα Του.

   Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἤδη εἶναι δοξασμένος, κινεῖται μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Του, ἤ καλύτερα βρίσκεται μέσα στὴν Ἐκκλησία Του· γι' αὐτό εἶναι ἀνάμεσα στις χρυσές λυχνίες πού εἶναι ἀναμμένες.

   Ἐδῶ βλέπουμε νά ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὑπερκείμενος πάντα τῆς Ἱστορίας, μέσα στήν ἱστορική Εκκλησία. Προσέξτε: εἶναι ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία, ὅπως μέ ἄλλα λόγια τή λέμε, εἶναι ἡ ἱστορική Εκκλησία. Ἐμεῖς αὐτήν τή στιγμή είμαστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ ἱστορική, ή στρατευομένη Εκκλησία. Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ τόν Ἰησοῦ Χριστό σε ένα σύμπλεγμα μέ τήν Ἐκκλησία Του.

   Αὐτό τό σύμπλεγμα τώρα πῶς νά τό συλλάβουμε; Αν προσέξατε σήμερα τήν ἀποστολική περικοπή, από την Πρός Κολασσαεῖς, (Κολ. 1, 24.) θά ἀκούσατε ἐκεῖ πῶς ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Διότι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα Του καί τοῦτο διότι ὁ Χριστός, ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος, συνεπῶς ὡς Θεάνθρωπος, ἐνοικεῖ στήν Ἐκκλησία.

   Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός» (Β΄ Κορ. 6, 16. Βλ. Λευϊτ. 26, 11-12.). Εἶναι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά τό ἀνανεώνει ὁ Ἀπόστολος στην Καινή Διαθήκη. Εἶναι ὑπέροχο, ἀγαπητοί μου! Ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Θεός, ὅτι θά κατοικήσω μέσα τους καί θά περιπατήσω ανάμεσά τους, καί θά εἶμαι Θεός τους, καί αὐτοί θά εἶναι για μένα λαός μου.

   Εἴδατε; θά ἐνοικήσω καί θά ἐμπεριπατήσω! Είναι πολύ χαρακτηριστική αὐτή ἡ στάση του Θεού. Δείχνει τόν Θεό πού εἶναι μέσα στην Εκκλησία Του κατά έναν δυναμικό τρόπο. Είδατε, εἶναι ἡ δεύτερη φορά που το λέω, καί θά τό πῶ ξανά και ξανά, για να καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «Θεὸς ἐγγίζων» (Ἱερ. 26, 26.), ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας, ὁ Θεός γνωρίζει τα πάντα, ὁ Θεός δέν εἶναι, κατά στατικό τρόπο, ακίνητος. (Πρβλ. Ματθ. 28, 20.)

   Ακόμα, ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ ὁ Χριστός έμφανίζεται μέ τίς Ἐκκλησίες Του σε ένα σύμπλεγμα είναι διότι τό ὑπάρχον φῶς καί ἡ ζωή στην Εκκλησία ἐκπηγάζει ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, καί ὁ Ὁποῖος διαρκῶς βρίσκεται μαζί μέ τούς πιστούς Του. (Bλ. Ἱωάν. 8, 12. Aποκ. 22, 5. Ἱωάν. 6, 35. 12, 26. 14, 3. 17, 24. Πράξ. 3, 15. Β΄ Τιμ. 2, 12. κ.ά.)

   Καί εἶδα αὐτόν τοῦ ὁποίου εἶδα τήν φωνή, λέει ο εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσήν» (Αποκ. 1, 13.). Τόν εἶδα νά εἶναι ἐνδεδυμένος μ' ἕναν χιτώνα ποδήρη, δηλαδή μακρύ χιτώνα, πού ἔφτανε μέχρι κάτω τα πόδια, μέχρι τόν ἀστράγαλο, καί ἦταν ζωσμένος με μία χρυσή ζώνη ἐδῶ μπροστά στο στῆθος, προς τους μαστούς· συνεπῶς μέ μιά πλατειά ζώνη, χρυσή.

   Αὐτή ἡ περιβολή ἐδῶ ὑπενθυμίζει ἀρχιερατική καί βιβλική περιβολή στην Παλαιά Διαθήκη, καί ἡ παρουσία ἐδῶ τοῦ Ἰησοῦ μ' αὐτόν τόν τρόπο θέλει νά ἐξάρει τήν ἀρχιερατική ἀλλά καί τήν βασιλική ἐξουσία Του. (Βλ. Εξοδ. 28, 1-39. Αρέθας, PG 106, 517D. Πρβλ. Ήσ. 11, 5.)

   Αὐτός ὁ ποδήρης χιτώνας ἐμφανίζει ὅλο τό μεγαλεῖο ἐκείνου πού τόν φοράει. Ὅπως ξέρετε, πάντοτε ὁ μακρύς χιτώνας δίνει μία μεγαλοπρέπεια. Κι ἔτσι στα μάτια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ὑπάρχει κατά τρόπο φανερό τὸ ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό αξίωμα σ' ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου τή φωνή γύρισε νά δεῖ.

   «Ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών.» (Αποκ. 1, 14.) Καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἦταν λευκές σάν τό ἄσπρο μαλλί, σάν τό χιόνι.

   Παίρνει δύο εἰκόνες, τό ἄσπρο μαλλί καί τό χιόνι, για να δείξει τήν λευκότητα τῶν μαλλιῶν, τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ.

   Αὐτή ἡ λευκότητα τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς σημαίνει τήν ἀρχαιότητα καί τήν αἰωνιότητά Του.

   Καί ἡ παλαιότητα αὐτή εἶναι κοινή μέ τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν, δηλαδή τόν οὐράνιο Πατέρα, ὅπως μᾶς τόν περιγράφει ὁ προφήτης Δανιήλ. (Δαν. 7, 22.) Παλαιός ἡμερῶν σημαίνει αὐτόν πού εἶναι πολύ ἀρχαῖος, εἶναι πρῶτος, καί ἐμφανίζεται ὡς γέροντας. Γι' αυτόν τον λόγο και στίς εἰκόνες μας ὁ Θεός Πατήρ ἐμφανίζεται ὡς γέροντας, μέ ἄσπρα μαλλιά. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι παρμένη ἀπό τόν Δανιήλ. Ὥστε τά ἄσπρα μαλλιά δείχνουν τήν παλαιότητα. Πράγματι, ἐδῶ βλέπουμε τήν παλαιότητα τοῦ Υἱοῦ.

   Γιατί ὁ Χριστός παρουσιάζεται με άσπρα μαλλιά; Παρουσιάζεται ἔτσι για να δείξει ότι και ο Υιός και ο Πατήρ εἶναι Παλαιοί τῶν ἡμερῶν, πού δείχνει το ισότιμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα.

   Ποῦ εἶναι οἱ ταλαίπωροι Χιλιαστές, που προσπαθοῦν νά καταλάβουν την γέννηση του Υιού; Προσπαθοῦν! Τί νά καταλάβεις, ἄνθρωπε φτωχέ...! Λέει ο μέγας Βασίλειος: Τι νά σοῦ πῶ για τη γέννηση του Υιού, ὅτι ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό; Τί νά σοῦ πῶ γι᾿ αὐτό; Ενα μόνο· ότι παίρνουμε τη λέξη, καί δέν καταλαβαίνουμε τίποτα! (Βλ. Επιστολαί, Κανονικαῖς, PG 32, 393D-396Α: «Όταν δὲ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς τὸν Υἱὸν εἶναι διδασκώμεθα, καὶ γεννηθέντα, ἀλλ᾽ οὐχὶ ποιηθέντα, μὴ καταπέπτωμεν ἐπὶ τὰς σωματικής τῶν παθῶν ἐννοίας. Οὐ γὰρ ἐμερίσθη ἡ ουσία ἀπὸ Πατρὸς εἰς Υἱόν· οὐδὲ ῥυεῖσα ἐγέννησεν, οὐδὲ προβαλοῦσα, ὡς τὰ φυτὰ τοὺς καρπούς, ἀλλ᾽ ἄῤῥητος καὶ ἀνεπινόητος λογισμοῖς ἀνθρώπων τῆς θείας γεννήσεως ὁ τρόπος. Οὔτε οὖν ἀρνεῖσθαι δεῖ τὴν θείαν γέννησιν, οὔτε σωματικαῖς ἐννοίαις καταῤῥυποῦν ἑαυτοῦ τὴν διάνοιαν». Κατ' Εὐνομίου, Λόγος Ε', PG 29, 757C 760AΒ.)

   Καί λένε οἱ Χιλιαστές: Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Υἱός νά εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι Υιός; Καί τά λένε αὐτά, ἁπλούστατα, γιατί προσπαθούν να κατανοήσουν τήν ἔννοια τῆς γεννήσεως! Αυτή ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἀποτελεῖ μυστήριο. Ἀλλά ἀφοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο, τότε τί ψάχνουμε; Τότε ὁπωσδήποτε καί ὁ Πατήρ και ὁ Υἱός εἶναι Παλαιοί τῶν ἡμερῶν, καί συνεπῶς ὁ Υἱός, ἀφοῦ καί Αὐτός ἔχει παλαιότητα, ὅπως καί ὁ Πατήρ, καί παρουσιάζεται μέ τήν ἴδια εἰκόνα –θα τα πούμε καί λίγο παρακάτω, γιατί ἔχουμε κι ἄλλα σημεία πού δείχνουν τήν ἰσοτιμία τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα– τότε ὁ Υἱός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα, καί συνεπῶς ὁ Υἱός εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ Κύριος. Ναί, ὁ Κύριος!

   Αλλά κάνει ἐντύπωση ὅτι ἡ ὀρθόδοξη εικονογραφία μας, πού ὅλα αὐτά τά ἀποτυπώνει τόσο ὡραῖα, δέν είναι νατουραλιστική· εἶναι δογματική. Δέν θέλει να παρουσιάσει τα πρόσωπα τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων κατά νατουραλιστικό, φυσικό δηλαδή τρόπο, αλλά κατά αντιρεαλιστικό, αντινατουραλιστικό, κατά δογματικό τρόπο.

   Βλέπετε, στον τρούλλο τῆς Μονῆς Δαφνίου, τόν Ἰησοῦ νά ἔχει μαῦρα μαλλιά, αλλά γεροντικό πρόσωπο. Ὅμως ἐπίτηδες ὁ ἁγιογράφος ἐδῶ παρουσιάζει ἔτσι τόν Χριστό, μέ μαύρα μαλλιά και γεροντικό πρόσωπο, καί μάλιστα τόσο γεροντικό, πού ἴσως γιά μιά στιγμή θα φαινόταν καί ἄσχημο από αισθητικῆς πλευρᾶς, συγκρινόμενο μέ ἕνα νατουραλιστικό. Αλλά ἕνας πού μπορεῖ νά ξέρει καί νά βλέπει καί νά ἀπολαμβάνει, δέν μένει ποτέ στον νατουραλισμό· μάλιστα ἐκεῖνος πού ξέρει ἀπό ἀληθινή τέχνη φθάνει να ξερνάει τον νατουραλισμό! Ωστόσο, παρουσιάζεται ένα πρόσωπο πού ἐκ πρώτης ὄψεως μοιάζει άσχημο, ρυτιδωμένο, γεροντικό, καί ἔχει μαῦρα μαλλιά.

   Τί θέλει να δείξει ἐδῶ ὁ ἁγιογράφος, εἴτε βάζοντας ἄσπρα μαλλιά με νεανικό πρόσωπο, εἴτε γεροντικό πρόσωπο μέ μαῦρα μαλλιά; Απλούστατα θέλει να δείξει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός, αλλά μέ μία αιώνια νεότητα!

   Ὁ Θεός λέγεται Παλαιός τῶν ἡμερῶν. Δέν εἶναι γέροντας ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου. Τα γηρατειά εἶναι ἰδιότητα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέσα στον χρόνο καί γερνοῦν. Ὁ Θεός δεν γερνά. Κι ἔτσι ἐκφράζεται θαυμάσια ή παλαιότητα, δηλαδή ή αιωνιότητα, καί ταυτοχρόνως ή νεότητα. Ὁ Θεός παραμένει πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀναλλοίωτος. (Βλ. Ψαλμ. 101, 26-28. Ησ. 51, 6. Εβρ. 1, 10-12.)

   «Καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλόξ πυρός.» (Αποκ. 1, 14.) Καί τά μάτια Του ήταν σαν φλόγα πυρός!

   Τώρα, πῶς νά φανταστούμε αυτήν τήν φλόγα τοῦ πυρός... Ἔχετε δεῖ τήν φλόγα που βγαίνει από το μπέκ τοῦ ὀξυγόνου ὅταν καίγεται; (Ἐδῶ ὁ ὁμιλητής προφανῶς ἀναφέρεται στην κοπή ή συγκόλληση μετάλλων με καύση μείγματος ὀξυγόνου καί καύσιμου αερίου (ακετυλενίου ἤ προπανίου), μέ τήν φλόγα τοῦ ἀκροφυσίου να φθάνει τή θερμοκρασία των 3.500° C.) Κάπως ἔτσι νά φανταστοῦμε καί τά μάτια Του, πού ήταν σαν μία φλόγα πυρός! (Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατοῦσα άποψη τῶν ἀρχαίων γιά τήν ὅραση πού διατυπώθηκε ἀπό τούς Εμπεδοκλή, Πλάτωνα, Ἥρωνα καί Ευκλείδης, διακρίνουμε ἕνα ἀντικείμενο όταν ρεῦμα φωτιᾶς (θεῖον πῦρ) ἐξέρχεται ἀπό τά μάτια μας καί πέφτει πάνω στό ἀντικείμενο. Βλ. ἐγκώμιο ἐπιταφίου θρήνου: «Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου....». Ἀλλά καί σύγχρονες φράσεις, ὅπως ἔχασα τό φῶς μου ἤ ρίξε μιά ματιά, κ.ά. στηρίζονται σ' αὐτή τήν ἀρχαία δοξασία.) Ειλικρινά θά τρομάζαμε, ἂν ἐμεῖς βλέπαμε μία τέτοια ὕπαρξη, πού δικαιολογημένα θά πεῖ ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής ὅτι ἦταν σαν ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος βέβαια ἦταν· ἀλλά τί ἄνθρωπος...!

   Γιατί τά μάτια Του ήταν σαν φλόγα πυρός;

   Λέει ἡ Σοφία Σειράχ: «ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι» (Σοφ. Σειρ. 23, 19.), τα μάτια τοῦ Κυρίου εἶναι μυριοπλάσια φωτεινότερα, δηλαδή αφάνταστα πιο φωτεινά ἀπό τόν φυσικό ἥλιο. Μ' αυτό θέλει νά πεῖ ὅτι ὁ Θεός βλέπει τα πάντα, καί ἄρα Τοῦ ἀποδίδεται ἡ παγγνωσία. Ὁ Θεός γνωρίζει τα πάντα. Γι' αὐτό ἐμφανίζεται μέ τήν εἰκόνα αυτή στόν Ἰωάννη γιά νά τοῦ δηλώσει ὅτι εἶναι ἐκεῖνος πού ἐνανθρώπησε, ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός, ἐκεῖνος πού τά βλέπει ὅλα. Ποιά βλέπει; Αὐτά πού εἶναι στις λυχνίες μπροστά, βλέπει ὅ,τι υπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία Του. Ὅλα τά βλέπει! («Ἐνδείκνυται ἐπεὶ καὶ φῶς ἐστιν ὁ Χριστός, καὶ τοῦτο ἑαυτὸν ὀνομάζει, ἐγώ εἰμι λέγων τὸ φῶς...» (Οἰκουμένιος, σσ. 41-42). Βλ. Ἰωάν. 1,8-9, 8, 12. 9,5. Ματθ. 4,16. Α΄ Τιμ. 6, 16. Α΄ Ἰωάν. 1,5. κ.ά. Ἡ ἐπανειλημμένως φερομένη ἐν τῇ Ἀποκαλύψει (β΄18, ιθ΄12) εἰκών αὕτη ἀπαντᾶ μέν καί παρά Δανιήλ (ι' 6), εἶναι δ᾽ ὅμως οἰκεία παρά τοῖς Ἀνατολίταις καθόλου καί δή καί παρ' ἡμῖν εἰς δήλωσιν μεγάλης και απανταχοῦ διεισδυτικῆς διανοητικῆς εὐφυΐας, ἐνταῦθα δέ καί τῆς παγγνωσίας τοῦ Κριτοῦ (Μπρατσιώτης, σ. 80).)

   Αγαπητοί μου, ἀκοῦστε κάτι. Θά τό ποῦμε καί παρακάτω ξανά, ἀλλά δέν πειράζει ἄν τό αναφέρουμε καί τώρα. Πολλές φορές νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός δέν βλέπει τί γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία Του. Καί δυστυχῶς μερικοί άνθρωποι θα πίστευαν ότι πρέπει να σπεύσουν να σώσουν τήν Ἐκκλησία!

   Φτωχοί ἄνθρωποι... δέν θά σώσετε ἐσεῖς τήν Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία θα σώσει ἐσᾶς!

   Ξέρετε τί φοβερό πράγμα εἶναι αὐτό, ἀγαπητοί; Εἶναι βλασφημία πρώτου μεγέθους νά λέμε τί μποροῦμε να κάνουμε να σώσουμε τήν Ἐκκλησία! Να σώσουμε ἐμεῖς τήν Ἐκκλησία; Αὐτή πού ἦλθε νά σώσει, ὡς σωστική κιβωτός μέσα στήν Ἱστορία, χρήζει σωτηρίας ἡ ἴδια; Τότε δέν σώζει, εάν υπάρχουν ἐποχές πού ἴσως ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας ἡ ἴδια. Τί να σώσεις, ἄνθρωπε... Ἂν ἐργαστεῖς γιά τήν Ἐκκλησία, ἁπλῶς θά σώσεις τόν ἑαυτό σου· ὄχι τήν Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία σώζει πάντοτε. (Ὁ μακαριστός ἀρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, σε παρατήρηση πνευματικού του τέκνου ὅτι εἶναι χρήσιμο να υπάρχουν ἔξυπνοι ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία διότι τούς ἔχει ἀνάγκη, ἀπάντησε: Ἀσφαλῶς καί είναι χρήσιμο να υπάρχουν στην Εκκλησία ἔξυπνοι καί ταλαντούχοι ἄνθρωποι· ὄχι ὅμως ἐπειδή τούς ἔχει ἀνάγκη. Κανέναν δέν ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία· ἐμεῖς ἔχουμε τήν ἀνάγκη της, γιατί χωρίς αυτήν δεν σωζόμαστε. Ὅποιες ἱκανότητες βέβαια κι ἄν ἔχουμε, πρέπει να χρησιμοποιούνται προς δόξαν Χριστοῦ. Δέν πρέπει όμως να υπερτονίζουμε την προσφορά μας· «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν» (Λουκᾶ 17, 10). Ἡ Ἐκκλησία σώζει· δέν σώζεται. (Ὑποθήκες Ζωής – Από τη ζωή καί διδασκαλία τοῦ πατρός Ἐπιφανίου, ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, 2010, σ. 97.)

   Το λέω αυτό γιατί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι που κάποτε ὀργανώνονται, με κάθε τρόπο, για να σώσουν δῆθεν τήν Ἐκκλησία. Ακούμε κάποιους, για παράδειγμα, να λένε αὐτήν τή στιγμή: Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κινδυνεύει· τί μποροῦμε νά κάνουμε; Να πιάσουμε ἀνθρώπους, πολιτικούς, τοῦτα ἐκεῖνα... ἡ πολιτεία να φροντίσει να σώσει τήν Ἐκκλησία!... Ἡ πολιτεία θα σώσει τήν Ἐκκλησία; Δέν εἶναι γελοῖο; Πολύ γελοίο!

   Αλλά συνεχίζουμε. Λέει κάτι πολύ σπουδαῖο ὁ ἅγιος Ανδρέας Καισαρείας, πού ἑρμηνεύει τήν Ἀποκάλυψη: «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλόξ πυρός· τοὺς μὲν ἁγίους φωτίζοντες, τοὺς δὲ βεβήλους φλογίζοντες» (PG 106, 228D-229A.) .Εἶναι μία πολύ ώραία ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ανδρέου, που μοιάζει πολύ, σχεδόν και στις λέξεις, μέ κάτι που λέει στην Εξαήμερο του ὁ μέγας Βασίλειος. (Βλ. Ὁμιλία Γ΄, PG 29, 121D: «Ὅθεν καὶ ἐν ταῖς τῶν βεβιωμένων ἡμῖν ἀνταποδόσεσι λόγος τις ἡμᾶς ἐν ἀποῤῥήτῳ παιδεύει, διαιρεθήσεσθαι τοῦ πυρὸς τὴν φύσιν, καὶ τὸ μὲν φῶς εἰς ἀπόλαυσιν τοῖς δικαίοις, τὸ δὲ τῆς καύσεως ὀδυνηρὸν τοῖς κολαζομένοις ἀποταχθήσεσθαι». Εἰς τὸν ΚΗ΄ Ψαλμόν, PG 29, 297C: «Οἶμαι δὲ ὅτι τὸ πῦρ τὸ ἡτοιμασμένον εἰς κόλασιν τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ διακόπτεται τῇ φωνῇ τοῦ Κυρίου· ἵνα, ἐπειδὴ δύο εἰσὶν ἐν τῷ πυρὶ δυνάμεις, ἥ τε καυστικὴ καὶ ἡ φωτιστική, τὸ μὲν δριμὺ καὶ κολαστικὸν τοῦ πυρὸς τοῖς ἀξίοις τῆς καύσεως προσαπομείνῃ, τὸ δὲ φωτιστικὸν αὐτοῦ καὶ λαμπρὸν τῇ φαιδρότητι τῶν εὐφραινομένων ἀποκληρωθῇ. Φωνὴ οὖν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρὸς καὶ μερίζοντος, ὡς ἀλαμπὲς μὲν εἶναι τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, άκαυστον δὲ τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως ἀπομεῖναι». Βλ. Σχόλια εἰς τὸν Ἡσαΐαν, PG 30, 544BC. κ. ά.)

   Λέει λοιπόν ὅτι αὐτή ἡ φλόγα τοῦ πυρός, πού ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, εἶναι φλόγα πού τούς ἁγίους τούς φωτίζει, αλλά τούς βέβηλους, τούς ἁμαρτωλούς, τούς καίει.

   Πράγματι, εἶναι ἡ θεία δόξα, εἶναι ἡ θεία ενέργεια, πού λέει καί ὁ μέγας Βασίλειος, πού ἡ μέν φωτεινότητά της φθάνει στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν χῶρο τῶν ἁγίων, καί τούς φωτίζει καί τούς ἁγιάζει καί τούς δίνει όλα τα χαρίσματα, γιατί αὐτή ἡ θεία δόξα εἶναι φορέας ὅλων τῶν χαρισμάτων, ταυτοχρόνως δέ αὐτή ἡ θεία ενέργεια, ἡ θεία δόξα, φθάνει και στην Κόλαση, ὄχι ὅμως ὡς φῶς, ἀλλά ὡς πῦρ. Εἶναι ἡ ἴδια θεία ενέργεια ὡς φῶς στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς πῦρ στην Κόλαση. Αὐτό εἶναι καί τό λεγόμενο ἀφεγγές πῦρ. (Βλ. ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ, ΚΔ΄, PG 96, 1100Α: «...καταδικασθήσονται εἰς τὸ πῦρ τῆς γεέννης τὸ ἄσβεστον καὶ ἀφεγγές...».)

   Βεβαίως, μπορείτε να αναρωτηθεῖτε: Πῶς εἶναι δυνατόν στην Κόλαση να υπάρχει τό πῦρ καί νά εἶναι σκοτάδι;

   Ναί, εἶναι δυνατόν, γιατί αυτό το πρ θα είναι στερημένο του φωτός. Δηλαδή αὐτή ἡ θεία ενέργεια του πυρός δέν θά ἔχει φῶς, ἐπειδή το φως θα χρησιμοποιείται μόνο στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χωρίς όμως την πυρότητα· ἐνῶ στήν Κόλαση θα υπάρχει η πυρότητα μόνο, καί ὄχι ἡ φωτεινότητα.

   Εἶναι πολύ ωραία αὐτή ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Ανδρέου Καισαρείας, αὐτή ἡ ἑρμηνεία. Θα σας την πῶ ἄλλη μία φορά: «Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸς πυρός· τους μὲν ἁγίους φωτίζοντες, τοὺς δὲ βεβήλους φλογίζοντες»!

   Συνεχίζουμε: «Καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι». Καί τα πόδια του -ὅ,τι μποροῦσε νά φαίνεται ἀπό τόν ποδήρη χιτώνα πού φοροῦσε– ἔμοιαζαν μέ χαλκολίβανο που έχει πυρωθεῖ μέσα σε καμίνι.

   Τό χαλκολίβανον, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος σέ ἕνα ἔργο του που σχολιάζει τήν Ὀδύσσεια, είναι «μείγμά τι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου» (Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Οδύσσεια, δ΄ 150, 13.). Αὐτό εἶναι τό χαλκολίβανον· ένα μείγμα χρυσοῦ καί ἀργύρου. Ὅμως αὐτό ἐδῶ τό μείγμα, χρυσός καί ἄργυρος, βρίσκεται σε κατάσταση φωτεινότητας, γιατί εἶναι πυρωμένο. Ξέρουμε πώς όταν βάλουμε στό καμίνι ἕνα μέταλλο καί τό πυρώσουμε, αυτό βγάζει ζωηρό φῶς. Ἀλλά δέν θά βγάλει τέτοιο φῶς ὁ σίδηρος, ὅπως θά βγάλει ὁ ἄργυρος μέ τόν χρυσό που λαμποκοπᾶ. Ἔτσι ἦταν καί τά πόδια του.

   Μέ τήν εἰκόνα αυτή αποδίδεται ἡ λαμπρότητα τῶν ποδῶν τοῦ ὡς υἱοῦ ἀνθρώπου, ἡ εὐστάθεια, ἀλλά καί ἡ δύναμή τους, σε αντίθεση πρός τό οστράκινο μέρος τῶν ποδῶν τοῦ ἀγάλματος στο όραμα τοῦ Ναβουχοδονόσορος.

   Θυμᾶστε ἐκεῖνο τό ἄγαλμα πού εἶδε στό ὄνειρό του ὁ Ναβουχοδονόσωρ; Τα πόδια του ἦταν ἀσταθῆ. Μέρος, λέει, ἦταν ἀπό σίδηρο και μέρος από ὄστρακο, δηλαδή από πηλό. Κι ὅταν ἦλθε ἐκεῖνος ὁ ἀχειρότμητος λίθος ἀπό τό ἀλατόμητον ὄρος, πού αὐτοαποσπάσθηκε καί ἔπεσε με ορμή στα πόδια τοῦ ἀγάλματος, ἐκεῖνο συνετρίβη, ἔγινε σκόνη· καί τή σκόνη τήν πῆρε ὁ ἄνεμος καί τή σκόρπισε σέ ὅλη τή γῆ! (Βλ. Δαν. 2, 1-45.)

   Ἐκεῖνο τό ἄγαλμα δείχνει τις βασιλεῖες, τις δυναστεῖες, πού ἐμφανίστηκαν στην Ιστορία· τήν βαβυλωνιακή αυτοκρατορία, μέ τήν χρυσή κεφαλή· τήν μηδοπερσική αυτοκρατορία, μέ τά ἀργυρά στῆθος καί χέρια· τήν ἑλληνική αυτοκρατορία, τοῦ μεγάλου Αλεξάνδρου, μέ τήν χάλκινη κοιλιά καί τούς μηρούς· καί τήν ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέ τά σιδερένια ἀλλά καί ὁστράκινα πόδια, τα πήλινα. Καί συντρίβεται τώρα αυτό τό ἄγαλμα, γιά να δειχθεῖ ποιές εἶναι οἱ ἀνθρώπινες αὐτοκρατορίες, οἱ ὁποῖες ἔρχονται, τρομάζουν τήν Ιστορία, και παρέρχονται.

   Ἐδῶ ὅμως ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι· τά πόδια τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου εἶναι ἀπό χαλκολίβανον, δηλαδή πολύ λαμπρά, ἔνδοξα, δυνατά, εὐσταθῆ. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει να φοβηθεί τίποτε ἀπό τήν Ἱστορία, γιατί εἶναι ὑπερκείμενος τῆς Ἱστορίας.

   Αλλά τό ὅτι τά πόδια Του ήταν από χαλκολίβανον δηλώνει καί κάτι ἀκόμη· τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη. (Σχολιάζει ὁ Ωριγένης: «Ἀλλὰ καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ, καθ᾽ οὓς ἐπιπορεύεται τῷ παντὶ διαφοιτήσας, διὰ τοῦ χαλκολιβάνου παραβάλλονται· διὰ τὸ θεϊκὸν λίβανος, χαλκὸς διὰ τὸ τοῖς κτίσμασι συγκαταβαίνειν.» (Αμφιβαλλόμενα, Σχόλια εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν, 15.8-11), καί ὁ ἅγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Τοὺς πόδας καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος τὴν μετὰ σαρκὸς ἐνόησεν οἰκονομίαν· πόδες γὰρ αὐτοῦ ἡ σάρξ· τινι ἡ θεότης ἐπιβᾶσα, τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατειργάσατο.» (PG 106, 229).)

   «Καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» (Αποκ. 1, 15.) Καί ἡ φωνή του ήταν όπως ἀκριβῶς πέφτουν τα πολλά νερά!

   Δέν ξέρω ἄν ἔχετε βρεθεῖ ποτέ κοντά σ' ἕναν μεγάλο καταρράκτη, πού γίνεται πολύς θόρυβος, ἔτσι ἡταν καί ἡ φωνή Του! Ἐδῶ δηλαδή έμφανίζεται τό ἐπιβλητικό μεγαλεῖο τῆς φωνῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κυρίως τοῦ λόγου Του.

   Αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο τῆς Ἀποκαλύψεως βλέπουμε νά ἔχει πολλές αντιστοιχίες μέ τό ὅραμα τοῦ Δανιήλ, που περιγράφεται στο 10ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του, γιατί κι ἐκεῖνος εἶδε τόν Υιό και Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ακοῦστε νά σᾶς διαβάσω πῶς εἶδε ὁ Δανιήλ τά πράγματα –δέν θά σᾶς ἑρμηνεύσω, γιά νά μήν ἀργήσουμε.

   «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν –εἶδος ύφάσματος– καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ –ἡ μέση του– περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ Ὠφάζ –από τόν τόπο Ὠφάζ– καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς –σάν τό κεχριμπάρι– καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὄχλου.» (Δαν. 10, 5-6.)

   Ἔχετε ἀκούσει ποτέ ἐδῶ στο στάδιο Αλκαζάρ, ὅταν παίζουν ποδόσφαιρο –δεν ξέρω τί κάνουν ἐκεῖ– καί φωνάζουν οἱ θεατές, τί βοή βγαίνει; Ἔτσι ἦταν καί ἡ φωνή Του «ὡς φωνὴ ὄχλου»! Πολύ μεγαλοπρεπής εἰκόνα!

   Καί συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης: «καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά», δηλαδή εἶχε στο δεξί Του χέρι –νά τό θυμᾶστε αὐτό– ἑφτά αστέρια. Ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, στον 20ό στίχο τοῦ ἴδιου κεφαλαίου, στήν ἑρμηνεία πού κάνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στόν Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή, υπό τούς ἑπτά αστέρες νοοῦνται οἱ ἑπτά ἐπίσκοποι τῶν ἀντιστοίχων ἑπτά Εκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

   «Καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος όξεῖα ἐκπορευομένη.» (Αποκ. 1, 16.) Καί ἀπό τό στόμα Του ἔβγαινε ἕνα σπαθί μέ δύο κόψεις. Δίστομο θά πεῖ ἀκονισμένο κι ἀπό τή μία μεριά καί από τήν ἄλλη. Ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του λοιπόν ἕνα σπαθί ὀξύτατο, κοφτερότατο! Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παριστάνεται ἐδῶ ὡς δίστομος ρομφαία.

   Στήν Πρός Εβραίους επιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς σημειώνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς διστόμου ρομφαίας, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· ἀξίζει νά τήν ἀναφέρουμε.

   «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργής», εἶναι ζωντανός ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί δραστικός, «καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον», και κοφτερότερος από κάθε μαχαίρι δίκοπο, ακονισμένο και από τις δύο μεριές, «καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμού ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν», καί εἰσχωρεῖ βαθειά, μέχρι καί τόν μυελό των οστέων, «καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας.» (Εβρ. 4, 12.), και κρίνει συλλογισμούς καί προθέσεις τῆς καρδιᾶς! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ... φοβερός!

   Εἶναι ἐκεῖνο πού πολλές φορές συμβαίνει ὅταν ἐξαγγέλεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού οἱ ἀκροατές αἰσθάνονται νά τούς ἐγγίζει στα μύχια τῆς ὑπάρξεώς τους! Πόσες φορές αὐτός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται να σχίσει τήν ψυχή, νά τήν τρυπήσει! Οἱ ἀκροατές τό αἰσθάνονται αὐτό. Πόσες φορές ἔρχεται αὐτός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, νά ἀναμοχλεύσει το υποσυνείδητο, καί νά βγάλει από μέσα, να βγάλει, να βγάλει... καί νά βλέπει ὁ ἄνθρωπος πόσο κομματιάζεται! Τόν ἐγγίζει στα κατάβαθα τῆς ὑπάρξεώς του!

   Πράγματι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει αὐτήν τήν καταπληκτική ιδιότητα. Συνεπῶς, ὅταν ἐδῶ μᾶς περιγράφει τήν δίστομο ρομφαία να βγαίνει από τό στόμα ἐκείνου πού μιλάει στόν Ἰωάννη, δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά νά τονίσει τήν εὐθυδικία τοῦ Χριστοῦ, ὡς Κριτοῦ τοῦ σύμπαντος.

   Θά ἐπανέλθουμε ὅμως στήν εἰκόνα τῆς διστόμου ρομφαίας, ὡς χαρακτηριστικό τοῦ ἀποστολέως τῆς ἐπιστολῆς, δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ, πρός τόν ἄγγελον, τόν ἐπίσκοπο, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου· θά ἔχουμε ἐκεῖ ἐπανάληψη τοῦ ἴδιου χαρακτηριστικού.

   Καί συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης: «καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ». Μέ τη λέξη «ὄψις» ἐδῶ νοεῖται τό πρόσωπο.

   Μᾶς ὑπενθυμίζει ἐδῶ τήν περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἔλαμψε το πρόσωπό Του ὑπέρ τὸν ἥλιον. (Βλ. Ματθ. 17, 2. Μάρκ. 9, 2. Μαλ. 4, 2.)

   Ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης βεβαίως εἶχε ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως, διότι ήταν αυτόπτης μάρτυς. Παρά ταῦτα αὐτή τώρα ἡ ἔνδοξη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου τον κατατρόμαξε τόσο, ώστε να πέσει σαν πεθαμένος, σαν νεκρός μπροστά στα πόδια τοῦ Κυρίου, ὅπως θά δοῦμε ἀμέσως.

   «Καὶ ὅτε εἶδον αυτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός» (Αποκ. 1, 17.), ἔπεσα στα πόδια Του μπροστά σάν πεθαμένος.

   Ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης παθαίνει ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι θεατές υπερκοσμίων εἰκόνων ἤ θεοφανειῶν. («Ἔθος τοῖς ἁγίοις προφήταις ὁρῶσιν οπτασίαν καταπλήττεσθαι καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἐνδείκνυσθαι.» (Οἰκ. σ. 44))

   Ὁ Ἡσαΐας, για παράδειγμα, κατεπλάγη μπροστά στη θεία δόξα, καί σημειώνει: «ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ...» (Ho. 6, 5.). Δηλαδή: Ὁ ταλαίπωρος ἐγώ... ἔχω κατατρυπηθεῖ, ἔχω καταπληγωθεῖ, διότι, ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος με χείλη ακάθαρτα, καί κατοικῶ ἀνάμεσα σε λαό πού και αυτός ἔχει ἀκάθαρτα χείλη...

   Ο δέ προφήτης Δανιήλ θα σημειώσει το ἑξῆς: «καὶ εἶδον τὴν ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος, καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί με αυτού ἤμην κατανενυγμένος –βλέπετε συμφωνία με τον Ησαΐα καί μέ τόν Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστής;– καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἰδοὺ χεὶρ απτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου» (Δαν. 10, 8-10). Δηλαδή: Καί εἶδα τή μεγάλη αὐτή ὀπτασία, καί δέν μοῦ ἔμεινε καμμία δύναμη, καί ἡ ψυχή μου, το πρόσωπό μου άλλοιώθηκε, καί δέν μπόρεσα να κρατήσω τη δύναμή μου και να σταθῶ ὄρθιος. Καί ὅταν ἄκουσα τή φωνή τῶν λόγων Του, καί ἐνῶ ἄκουγα, ἤμουν κατατρομαγμένος, ἔκθαμβος, καί ἔπεσα με το πρόσωπό μου κάτω στή γῆ. Καί νά, ἕνα χέρι, τό χέρι ἐκείνου πού εἶδα, μέ άγγιξε καί μέ σήκωσε στα γόνατά μου.

   Τό ἴδιο συνέβη, ἀγαπητοί μου, καί στοὺς τρεῖς μαθητές στό ὄρος Θαβώρ. Ὡραῖα μᾶς τό δείχνει αὐτό ἡ εἰκονογραφία μας, πού ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ὅταν εἶδαν μεταμορφούμενο τόν Κύριο, ἐκεῖ στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἔπεσαν ατάκτως κάτω στή γῆ, ἔντρομοι μπροστά στη θεία λάμψη! Είναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε ταράσσεται ὅποτε ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ὑπερφυσικό κόσμο.

   «Καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα ἐπ᾿ ἐμὲ λέγων· μὴ φοβοῦ» (Αποκ. 1, 17.), δηλαδή καί τότε ἅπλωσε το δεξί χέρι του ἐπάνω μου καί μοῦ εἶπε: μή φοβᾶσαι.

   Αὐτό τό ἅπλωμα του χεριοῦ τοῦ Κυρίου πάνω στον Ἰωάννη, ἀλλά καί ἡ προσφώνηση «μὴ φοβοῦ», ασφαλῶς θά ὑπενθύμισε στον μαθητή ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη τρικυμιώδη νύχτα, πού ὅλοι οἱ μαθητές πάλευαν μέ τα κύματα στη λίμνη της Τιβεριάδος.

   Τότε, κάπου στις τρεῖς τή νύχτα, κατά τήν «τετάρτην φυλακήν», εμφανίσθηκε ὁ Κύριος περπατώντας ἐπάνω στα κύματα τῆς λίμνης. Καί οἱ μαθητές, ἐπειδή νόμισαν ὅτι βλέπουν φάντασμα, «ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν»! Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος Τοῦ λέει: Ἄν εἶσαι ἐσύ, Κύριε, πές μου να περπατήσω πάνω στα κύματα, ὅπως περπατᾶς κι Εσύ. Καί τοῦ λέει ὁ Κύριος: Ἔλα! Καί ἐνῶ ὁ Πέτρος περπάτησε, για μια στιγμή, σ' ἕνα μεγάλο κύμα, φοβήθηκε και άρχισε να βυθίζεται. Τότε ὁ Κύριος τόν κράτησε καί τόν στερέωσε. ((Βλ. Ματθ. 14, 22-33). Πόσο παρήγορος ή φωνή τοῦ Κυρίου και ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς Του, ὅταν μᾶς συναντᾶ εἰς τόν τρικυμιώδη ὠκεανόν τοῦ βίου μας! Αρκεῖ νά τόν ἐπικαλούμεθα καί νά εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἀκούσωμεν, μέσα ἀπό τήν βοήν καί τόν θόρυβον τῶν κυμάτων τοῦ κόσμου τούτου, την φωνήν του και να αἰσθανθούμε τό άγγιγμα τῆς δεξιᾶς Του εἰς τήν καρδίαν μας. (Από τίς ἰδιόγραφες σημειώσεις τοῦ ὁμιλητοῦ στήν Ἀποκάλυψη).)

   Τί εἶπε ὁ Κύριος τότε στους μαθητές; «Θαρσείτε, ἐγώ είμι· μὴ φοβείσθε». Μη φοβάστε! Πάρτε θάρρος! Εγώ εἶμαι! Πραγματικά, αγαπητοί μου, ἐδῶ τώρα ὁ Κύριος θά πεῖ τό ἴδιο πράγμα καί στόν Ιωάννη: «Μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν» (Αποκ. 1, 17-18.) Μή φοβάσαι! Εγώ είμαι ὁ πρῶτος καί ὁ τελευταίος καί ἐκεῖνος πού ζεῖ.

   Ὅπως βλέπετε ἐδῶ τώρα, ὁ Κύριος δίνει τα χαρακτηριστικά της ταυτότητός του. Αιτιολογώντας το «μη φοβοῦ», βλέπουμε να προβάλλει στον Ιωάννη τρεῖς ἐνθαρρυντικές ιδιότητές Του.

   Ἡ πρώτη ιδιότητά Του: «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν».

   Εἶναι χαρακτηριστικό όμως ὅτι αὐτή ἡ προσηγορία, αὐτή ἡ ὀνομασία, πού τήν εἴδαμε ἤδη πιό πάνω, στον 8ο στίχο, τό «ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω», πού τό ἀναλύσαμε μια περασμένη φορά, αποδόθηκε σ' αὐτόν τόν Θεό Πατέρα. (Βλ. Ομιλία 6η.) 

https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2024/12/blog-post_10.html?m=1

Πῶς τώρα λέει ὁ Υἱός «ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος»; Τί θέλει ἐδῶ; Προφανῶς τήν ἱσοτιμία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ! Ὁ Πατήρ εἶναι «τὸ Α καὶ τὸ Ω», δηλαδή ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος· ἀλλά καί ὁ Υἱός εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος». (Στο 22ο κεφάλαιο, στίχο 13, ὁ Ἰησοῦς θά αυτοπροσδιοριστεί: «ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος». Πρβλ. Αποκ. 2, 8. 22, 13. Ησ. 41, 4. 44, 6. 48, 12. Βλ. Νικολ. Σωτηροπούλου, Ὁ Ἰησοῦς Γιαχβέ, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1988, σ. 73, καί Ἀντιχιλιαστικόν Ἐγχειρίδιον, Ἀθῆναι 1978, σ. 65.)

   Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν προσηγορία, την όνομασία, «καὶ ὁ ζῶν», διότι «ζῶν» θεωρεῖται καί ὁ Πατήρ. Μάλιστα, θυμηθεῖτε τόν ἀπόστολο Πέτρο, πού εἶχε πεῖ στόν Χριστό «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16. Μάρκ. 8, 29.), ἤ ἀκόμα τόν προφήτη Ωσηέ, πού λέει «κληθήσονται καὶ αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος» –τό ἀναφέρει και στην Πρός Ρωμαίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος αὐτό. (Ωσ. 2, 1. Ρωμ. 9, 26.)

   Θυμηθεῖτε ἐπίσης καί τόν Καϊάφα, πού ἐξορκίζει τον Κύριο καί τοῦ λέει: «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 26, 63.). Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ Θεός ὁ ζῶν; Εἶναι ὁ Πατήρ. Αλλά Θεός ζῶν εἶναι καί ὁ Υἱός. Τό εἶπε και ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ή ζωή» (Ιωάν. 14, 6.).

   Να λοιπόν ἡ ἰσοτιμία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.

   Αὐτά νά τά κρατᾶτε, παρακαλῶ, γιά νά ἀσφαλίζειστε ἀπό τούς Χιλιαστές, που θέλουν νά ὑποβιβάσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί νά Τόν παρουσιάσουν κτίσμα, ἀρχιδοῦλο, ἀρχάγγελο ἢ ὅ,τι ἄλλο! Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία ἀπό τό νά ὑποτιμήσει κανείς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό εἶναι βλάσφημοι οἱ αἱρετικοί, καί εἰδικότερα οἱ Χιλιαστές.

   Ἡ δεύτερη ιδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐμφανίζεται στόν Ἰωάννη καί ἔρχεται νά τόν παρηγορήσει, νά τόν βοηθήσει, νά τόν ἐνισχύσει, εἶναι: «καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Αποκ. 1, 18.) Ἔγινα νεκρός, καί νά, τώρα εἶμαι ζωντανός καί ζῶ αἰωνίως, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

   Μέ αὐτήν τήν ἔκφραση, «καὶ ἐγενόμην νεκρός», ὑποδηλώνει τήν ἐνανθρώπησή Του, τήν ἐπίγεια ζωή Του, τόν πραγματικό του θάνατο, τήν ἀνάστασή Του, τήν ἀνάληψή Του, ἀλλά καί τήν αἰώνια ζωή Του ὡς Θεανθρώπου. 

   Ἐκεῖνο πού ἔχει μια ιδιαίτερη σημασία και αξία εἶναι ὅτι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» –προσηγορία, όνομασία πού ανήκει μόνο στον Θεό– ταυτίζεται με έκεινον πού ἐγένετο νεκρός και ιδού ζεί, δηλαδή με αυτόν πού ἔχει τήν αἰώνια ζωή, ταυτοχρόνως πέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, καί ζεῖ αἰωνίως ως Θεάνθρωπος. Όχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος. Έτσι λοιπόν βλέπει κανείς πολύ καθαρά ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ Κύριος, πού εἶναι ἡ Αυτοζωή!

   Καί ξέρετε γιατί ἐδῶ ὁ Χριστός λέει ὅτι ζεῖ «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»; Σᾶς τό ἔχω ξαναπεί, αλλά δεν πειράζει ἄν τό ἀκούσετε πάλι, ὅτι ὅσες φορές ή Γραφή αναφέρει καί λέει «εἰς τὸν αἰῶνα», ἐννοεῖ τὸν παρόντα αιώνα, καί ὅσες φορές αναφέρει «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐννοεῖ τήν αἰωνιότητα. Ας πούμε, λέει ή Γραφή γιά τή γῆ ἤ τήν οἰκουμένη ὅτι μένει στον αἰῶνα καί «οὐ σαλευθήσεται» (Ψαλμ. 92, 1. 95, 10. Πρβλ. Ψαλμ. 111, 6. 124, 1.). Οι ταλαίπωροι Χιλιαστές λένε: Βλέπετε, ἡ γῆ μένει εἰς τόν αἰῶνα, καὶ οὐ σαλευθήσεται, δηλαδή δεν θα φύγει ποτέ ! (Διά πολλῶν χωρίων τῆς Γραφῆς ὁ Νικόλαος Ι. Σωτηρόπουλος, στο μνημειώδες ἔργο του Ερμηνεία Δυσκόλων Χωρίων τῆς Γραφῆς (τόμ. Γ', ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1994, σσ. 29, 43), τεκμηριώνει τήν ἴδια άποψη. Αξιοπρόσεκτο χωρίο, ὅπου διαχωρίζεται ἡ παροῦσα ζωή ἀπό τήν Αἰωνιότητα, εἶναι τὸ ἑξῆς: «καὶ παραλήψονται τὴν βασιλείαν ἅγιοι ὑψίστου καὶ καθέξουσι τὴν βασιλείαν ἕως τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων» (Δαν. 7, 18). Δηλαδή, καί οἱ ἅγιοι τοῦ Ὑψίστου θα παραλάβουν την βασιλεία, καί θά παραμείνει δική τους μέχρι το τέλος τοῦ κόσμου, και στη συνέχεια στον νέο αἰώνα τῆς Αἰωνιότητος.)

   Λάθος, κύριοι, διαστρεβλωτές τῶν Γραφών! Ὅταν λέει ἡ Γραφή «εἰς τὸν αἰῶνα», δέν ἐννοεῖ παρά τόν παρόντα αἰώνα, δηλαδή ἐννοεῖ τά ὅρια τοῦ χρόνου πού ὁ Θεός ὅρισε νά ὑπάρχει ἡ δημιουργία του στη μορφή πού υπάρχει. Δηλαδή, πράγματι ἡ γῆ δέν θά σαλευθεῖ, ἕως ὅπου ἔλθει ἡ στιγμή πού ὁ Κύριος θά ἀλλάξει τήν μορφή τοῦ σύμπαντος. Αυτό σημαίνει τό «εἰς τὸν αἰῶνα». Πράγματι, δέν θά σαλευθεῖ. Ἀλλά δέν λέει «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἐδῶ ὅμως ὁ Χριστός δέν εἶναι ζῶν εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά εἶναι «ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ἀληθινή Αἰωνιότητα.

   Καί ἡ τρίτη ἰδιότητά Του εἶναι: «ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου» (Αποκ. 1, 18.). Αν κάθε μιά ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀγαπητοί μου, τήν βλέπαμε πιο καλά –βλέπετε, τρέχω λιγάκι– θα διαπιστώναμε ὅτι ἀποτελεῖ μία άληθινή παρηγορία. Ἔχω τά κλειδιά τοῦ θανάτου και του ἅδου! Πόσο παρήγορο εἶναι αὐτό...

   Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅδης θεωρεῖται ὡς κατοικητήριο τοῦ προσωποποιουμένου θανάτου. (Βλ. Ψαλμ. 9, 14. Ησ. 38, 10. Ἰώβ 8, 17. Ματθ. 16, 18.) Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν ἅδη, νίκησε τόν θάνατο, λαφυραγώγησε τόν ἅδη μέ τήν αἰώνια ἀνάστασή Του, διότι «θάνατος αὐτοῦ, πλέον, οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9.), καί μέ τήν ἀνάστασή Του θά ἀναστήσει ὅλους τούς νεκρούς. Συνεπώς, εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

   Μιά αἰσθητοποίηση αὐτῆς τῆς κυριότητος πάνω στη ζωή καί τόν θάνατο εἶναι ἡ ἔκφραση «ἔχω τὰς κλεῖς», ἔχω τά κλειδιά. Γιατί, πράγματι, ἐκεῖνος πού κατέχει τα κλειδιά ενός κιβωτίου, χρηματοκιβωτίου, θησαυροφυλακίου ἤ οἰκήματος, εἶναι ὁ κύριος αὐτοῦ τοῦ πράγματος. Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰησοῦς λέει ἐγώ κρατάω τα κλειδιά τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾅδου, εἶναι σάν νά λέει εἶμαι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

   Τό εἶχε ἤδη πεῖ ὁ Κύριος αυτό. «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνη, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 11, 25-26.). Καί: «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰωάν. 5, 28-29.). Ὄντως ὁ Κύριος κατέχει τα κλειδιά του θανάτου καί τοῦ ᾅδου!

   Ἕνα διάγραμμα αὐτῶν τῶν τριῶν ἰδιοτήτων που ἀναφέραμε καί ἀναλύσαμε, ἀγαπητοί μου, πού ἦταν ἰκανές να διώξουν τον φόβο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἀλλά καί κάθε ἀνθρώπου, τῆς κάθε ἐποχῆς, συνεπῶς καί τόν δικό μας φόβο, πού προέρχεται ἀπό τό μυστήριο τῆς ὑπάρξεως καί τοῦ θανάτου, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι: πρῶτον, ὁ αἰώνιος Θεός· δεύτερον, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ἐπειδή μᾶς πλησίασε διά τῆς σαρκός· και τρίτον, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού εἶναι ὁ Νικητής τῆς Ἱστορίας, τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῆς Αἰωνιότητος.

   «Γράψον οὖν ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα» (Αποκ. 1, 19.). Γράψε ἐκεῖνα πού εἶδες καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν καί ἐκεῖνα πού πρόκειται να υπάρξουν μετά ἀπό ὅλα αὐτά.

   Ἐδῶ βλέπουμε τήν προκείμενη προφητεία, τήν ὁποία ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης ἐντέλλεται να καταγράψει –καί προφητεία εἶναι ὁλόκληρο το βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅ,τι θά δεῖ καί ὅ,τι θά ἀκούσει–, να διακρίνεται σέ τρεῖς χρονικές περιόδους.

   Ἡ πρώτη χρονική περίοδος εἶναι «ἃ εἶδες», ἐκεῖνα πού ἔχεις δεῖ, δηλαδή αὐτά πού εἶναι ἤδη παρόντα στὴν Ἐκκλησία. Βλέπουμε δηλαδή ἐδῶ ὅτι ἡ προφητεία –όπως σᾶς ἔλεγα στην εισαγωγή του βιβλίου τῆς Αποκαλύψεως, στην πρώτη ομιλία μας– δεν περιορίζεται μόνο στο μέλλον, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στό παρόν.

   Φαίνεται –καί εἶναι ἱστορικῶς φανερό– ὅτι ἐξίσου δύσκολο εἶναι νὰ δεῖ κανείς τό παρόν, ὅσο καί τό μέλλον. Μάλιστα τό νά δεῖ κανείς τό παρόν ἴσως νά εἶναι καί δυσκολότερο ἀπό τό νά δεῖ τό μέλλον. Απόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, πού μόνο ὑπέδειξε τόν Χριστό, λέγοντας «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοὔ» (Ἰωάν. 1, 29· 36.), νά εἶναι μεγαλύτερος προφήτης ἀπό τόν Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε λεπτομερή περιγραφή τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου στο 53ο κεφάλαιο του βιβλίου του.

   Μάλιστα στην προφητεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ συνυπάρχει καί τό παρόν καί τό μέλλον. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔλεγε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνο τό «ἴδε» αναφερόταν στο παρόν, διότι ἔδειχνε τόν Ἰησοῦ· ὅταν ὅμως ἔλεγε «ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», ἀναφερόταν στο μέλλον, στη σταυρική θυσία τοῦ Υἱοῦ. Αλλά καί μόνο γιατί Τόν αποκάλεσε αμνόν (ὁ ἀμνός ἦταν ζῶο πού προσφερόταν στις θυσίες), καί μόνο ή προσηγορία αμνός, δείχνει προφητεία του μέλλοντος, δηλαδή τί θα πάθαινε ο σαρκωμένος Υιός του Θεού.

   Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος προφητεύει και το παρόν καί τό μέλλον καί σ' αὐτόν τόν στίχο μόνο, ≤ἶδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», βλέπουμε νά ὑπάρχει ἡ προφητεία τοῦ παρόντος και η προφητεία τοῦ μέλλοντος.

   Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ὅραση καί ὁ χαρακτηρισμός του παρόντος εἶναι γνώρισμα μόνο τοῦ προφήτου.

   Θά δοῦμε (ὄχι φέτος· πολύ αργότερα, ἄν ζήσουμε) ἐκείνους τούς δυό προφῆτες που θα υποδείξουν τον Αντίχριστο, ὅπως ὑπέδειξε καί ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Θά εἶναι προφῆτες τοῦ παρόντος· δέν θά εἶναι τοῦ μέλλοντος. (Βλ. Αποκ. 11, 3-12.)

   Η δεύτερη χρονική περίοδος εἶναι: «ἄ εἰσι» ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι. Ὄχι «ἃ εἶδες», αλλά «ἄ εἰσι», αὐτά πού ἀνήκουν στο μόλις εγγύς μέλλον, ἐκεῖνα δηλαδή τά ὁποῖα εἶναι τώρα δά, κοντά-κοντά, και καλύπτουν κυρίως τα τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς Ἀποκαλύψεως.

   Καί ἡ τρίτη περίοδος εἶναι: «καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα», ἐκεῖνα πού πρόκειται να γίνουν μετά απ' αὐτά, στο μέλλον δηλαδή, αὐτά πού θά ἀνήκουν στο μέλλον, καί καλύπτονται ἀπό τά κεφάλαια 4 ἔως 21.

   Προσέξτε ὅμως. Στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως δέν ὑπάρχει καμμία αὐστηρή διευθέτηση τῆς ὕλης ὡς πρός τόν χρόνο. Μπορεῖ κάποια σημεῖα, ὅπως αὐτά πού περιλαμβάνονται στα τρία πρώτα κεφάλαια, να αναφέρονται στό ἐγγύτατο μέλλον ἢ στο παρόν, χωρίς νά ἀποκλείεται ὅμως νά ἀνήκουν και στο απώτατο μέλλον· καί ἀντιστρόφως, ὡς πρός τά ὑπόλοιπα κεφάλαια. Μέ ἄλλα λόγια, βλέπει κανείς μέσα στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ὁλόκληρη τήν προφητεία ὡς παρόν, ὡς ἐγγύς μέλλον καί ὡς ἀπώτατο μέλλον.

   Αλλά τί ὑπάρχει παρακάτω; Τί εἶναι οἱ ἀστέρες; τί εἶναι οἱ λυχνίες; ποιός εἶναι ὁ περιπατῶν; Αὐτά θά τά ἑρμηνεύσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στόν εὐαγγελιστή Ιωάννη, καί θά τά δοῦμε, πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

   Λάρισα, 7 Δεκεμβρίου 1980


8η ομιλία στην κατηγορία « Ἱερά Ἀποκάλυψις ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἱερά Ἀποκάλυψις " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/kainh-diauhkh/iera-apokalycis
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40qa7vUvidbEX6OBGq3b9WeV

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://drive.google.com/file/d/1A9Q7I5lLBiBm6AUhfYsXAdHckIBgYe7j/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες της σειράς «Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%AC%20%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B9%CF%82.?m=1

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

11 Δεκεμβρίου 2024

Ἡ ὑπομονή καί βασιλεία. Περί Κυριακῆς.

†.Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ.» (Αποκ. 1, 9). Ἐγώ, ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός σας καί συμμέτοχος στη θλίψη καί τή βασιλεία καί τήν ὑπομονή.

   Ἐδῶ βλέπουμε τρία χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ὁ Απόστολος χρησιμοποιεῖ γιά νά δείξει τήν Ἐκκλησία πού βρίσκεται σε πορεία. Ὅπως κι ἂν ἔχει τό πράγμα, ἀκόμα καί στίς πιό εἰρηνικές εποχές, αγαπητοί μου, θά ὑπάρχουν πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία αὐτά τά τρία στοιχεῖα: ἡ θλίψη, ἡ ὑπομονή καί ἡ βασιλεία. Ἄς προσέξουμε μόνο πώς δέν πρόκειται γιά τίς κοινές καθημερινές θλίψεις, ἀλλά οὔτε καί γιά τήν κοινή υπομονή πού ἐνδεχομένως ἔχουμε, πού μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, ὅπως θά δοῦμε στη συνέχεια.

   Καί ὡς πρός τήν θλίψη εἴχαμε αναφερθεῖ τήν περασμένη φορά· ἀπομένει νά ἀναφερθοῦμε στήν ὑπομονή καί τήν βασιλεία.

   Ἡ ὑπομονή εἶναι τό δεύτερο θέμα τῆς Ἀποκαλύψεως, πού εἶναι ἠθικῶς ἀναπόσπαστο ἀπό τό πρῶτο, δηλαδή τή θλίψη.

   Πολλές φορές, ὅταν πάσχει κάποιος ἀδελφός και δέν μποροῦμε τίποτα νά τοῦ προσφέρουμε, τοῦ λέμε να ἔχει ὑπομονή. Ὅταν δέν μποροῦμε νά θεραπεύσουμε μιά ἀσθένειά του, ὅταν δέν μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε οἰκονομικά, διότι εἶναι πολλά τα χρήματα πού ἔχει ἀνάγκη, ἤ ὅταν βρίσκεται σέ μιά ὁποιαδήποτε κατάσταση πιεστική καί δέν μποροῦμε νά τοῦ προσφέρουμε τίποτα, τοῦ λέμε νά ἔχει ὑπομονή. Αλλά, τόσο γιά μᾶς πού τό λέμε, ὅσο καί γιά ἐκεῖνον πού τό ἀκούει, μοιάζει νά εἶναι μόνο λόγια, γιατί γιά μᾶς μέν εἶναι μία διέξοδος στην αμηχανία μας, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά τοῦ προσφέρουμε πρακτικά τή βοήθειά μας, και για ἐκεῖνον ἀκούγεται ως μία συμβουλή ἄνευ περιεχομένου, πού πέφτει στο κενό.

   Πόσες φορές λέμε σε κάποιον Νά ἔχεις ὑπομονή, κι ἐκεῖνος κουνάει το κεφάλι του καί λέει: Ὑπομονή... Σάν νά λέει: Τί μου λες τώρα... Καί τί βγαίνει ἀπ' αὐτό πού μοῦ λές... Δεν βγαίνει απολύτως τίποτα. Καί ὅμως, ἀγαπητοί μου, δέν θά ὑπῆρχε καλύτερη συμβουλή από αὐτό πού λέμε στόν ἄλλο, νά ἔχει δηλαδή υπομονή.

   Ἡ ἐποχή μας στερεῖται τοῦ στοιχείου τῆς ὑπομονῆς. Ἴσως ἀκόμη ἡ ὑπομονή σήμερα να θεωρεῖται καί ακατανόητη· ἀλλά καί μία, ἄς ποῦμε, παθητική ἀρετή. Ἤ μᾶλλον ὄχι ἀρετή· γιατί αρετή; καλύτερα ἄς ποῦμε μία ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου παθητική. Ἄν ὅμως ἡ ὑπομονή εἶναι μία παθητική κατάσταση, γιατί να θεωρεῖται ἀρετή; δέν πρέπει να θεωρεῖται ἀρετή. Αν κάποιος εἶναι ὑπομονετικός ἄνθρωπος, αυτό από τούς πολλούς θεωρεῖται ὡς μειονέκτημα.

   Δέν ξέρω τί νά πω... οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας εἶναι φοβερά ανυπόμονοι· δέν μποροῦν πουθενά και τίποτα να περιμένουν ἤ νά ἀνεχθοῦν κάτι. Δέν ξέρω... ἀλλά ὁ πολιτισμός ἴσως εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς ἀναγκάζει διαρκῶς νά τρέχουμε. Ξέρετε, οἱ σύγχρονοι άνθρωποι πάντα τρέχουμε, ὅλο τρέχουμε! Δέν ξέρω βέβαια τί κυνηγᾶμε, δέν ξέρω τί θέλουμε να πιάσουμε· πάντως τρέχουμε, εἴμαστε πάντοτε βιαστικοί! Ὅλοι μας! Καί ἐγώ τρέχω, κι ἐσεῖς τρέχετε... ὅλοι μας όλο τρέχουμε! Κι ἀφοῦ τρέχουμε καί βιαζόμαστε να τελειώσουμε τις δουλειές μας, ἑπόμενο εἶναι νά μήν ὑπάρχει το στοιχεῖο τῆς ὑπομονῆς, νά μή μπορούμε δηλαδή να σηκώσουμε τίποτε ἀπολύτως ἀπό ἐκεῖνα πού μᾶς συμβαίνουν στη ζωή μας.

   Καί ὅμως, ἐπανέρχομαι καί σᾶς λέω, ἡ ὑπομονή ἀποτελεῖ τό καλύτερο αντίδοτο κατά τῆς θλίψεως! Μέ αὐτήν, τήν ὑπομονή, σηκώνουμε τόν σταυρό τῆς θλίψεως, καί τελικά νικοῦμε. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς λέει: «ό ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22), δηλαδή αυτός πού θά ὑπομείνει μέχρι τέλους, αυτός καί θά σωθεῖ.

   Αλλά πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι κάθε θλίψη πού ὑπάρχει στή ζωή μας καί κάθε τυχόν ὑπομονή πού τήν συνοδεύει, ἄν δέν συνδέεται μέ τόν Χριστό, εἶναι ἄνευ αξίας, ἄνευ περιεχομένου, δέν ἀντέχει στην Αἰωνιότητα.

   Μπορεῖ ἴσως να πετύχει κανείς στην παρούσα ζωή καί μερικά καλά μέ τήν ὑπομονή του στις θλίψεις. Καί τό πρῶτο -πρῶτο, ὄχι μικρῆς σημασίας, εἶναι νά μή καταλήξει σε νευρολογική κλινική! Μικρό εἶναι; Ξέρετε, ἀγαπητοί μου, κάνω τόν σταυρό μου καί λέω: Θεέ μου, φύλαξε με μην καταλήξω ποτέ σε νευρολογική κλινική! Η ἐποχή μας εἶναι φοβερή! Οι θλίψεις ποὺ ἔρχονται πολλές φορές δέν ξέρουμε ποὺ μπορεῖ νά μᾶς φθάσουν. Λοιπόν, κάτι πού μπορούμε να πετύχουμε στην παρούσα ζωή, ἔχοντας υπομονή, εἶναι νά μή φθάσουμε ὡς αὐτήν τήν πόρτα· είναι ένα κέρδος. Αλλά, τόσο ή θλίψη, που προκαλείται στη ζωή μας, ὅσο καί ἡ ὑπομονή, πού είναι το φορείο που σηκώνει την θλίψη, δέν ἀντέχουν στην Αἰωνιότητα, ἐὰν δὲν συνδέονται με τον Χριστό.

   Προσέξτε τί λέει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης: «ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ»! Αὐτό τό «ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ» σημαίνει ὅτι ελατήριο και ἀποτέλεσμα τῆς θλίψεως θα πρέπει να είναι ὁ Χριστός. Γιατί ἔχω θλίψη; Διότι υπομένω καί ἐπιμένω στὸ Εὐαγγέλιο.

   Πέστε μου, σᾶς παρακαλῶ, τί αξία ἔχει ἡ θλίψη, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἔχασα στα χαρτιά; ὅτι ὑπῆρξα ἄσωτος καί ἀρρώστησα, και τώρα θλίβομαι γιά τήν κατάσταση αὐτή; ὅτι στάθηκα άμυαλος, ἄφρων, καί ἔχασα τήν περιουσία μου ἤ ἔχασα κάποιες εὐκαιρίες στη ζωή, καί ἔχω θλίψη; Αὐτές οἱ θλίψεις ἀντέχουν στην Αιωνιότητα; Δέν ἀντέχουν. Αντιθέτως, θα επιπληχθῶ ἀπό τόν Χριστό, γιατί φάνηκα ἄσωτος, ἄμυαλος καί ἀνόητος ἄνθρωπος. Πρέπει οἱ θλίψεις μου νά εἶναι χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, χάριν τῆς πνευματικῆς ζωῆς!

   Για παράδειγμα, ὅταν δεχθῶ σήμερα μιά εἰρωνεία γιατί εἶμαι Χριστιανός ἢ αὔριο ἕναν ἀποκλεισμό –θά ἔρθει κάποτε αὐτή ἡ ἡμέρα– πού θά μοῦ πεῖ ὁ ἄλλος Δέν θά ψωνίσεις εσύ ἀπό τό μαγαζί μου, δέν σου πουλάω ἐμπόρευμα, υφίσταμαι θλίψη. Καί σήμερα υπάρχει αὐτός ὁ οικονομικός αποκλεισμός, αλλά με άλλους τρόπους. Ὅταν δὲν ἀνεβαίνω σε υψηλές θέσεις, μόνο καί μόνο γιατί δέν εἶμαι Μασόνος, αὐτό δέν εἶναι ἕνας οικονομικός αποκλεισμός; Βεβαίως είναι· ἀλλά μέ τήν διαφορά πώς δέν εἶναι στον βαθμό να φθάσω στην πείνα, να πεθάνω ἀπό τήν πείνα. Θά ἔρθει ὅμως ἡμέρα πού αὐτό θά εἶναι χειρότερο, θά εἶναι φανερό. Τώρα δέν εἶναι φανερό· εἶναι παρασκηνιακό.

   Ε, λοιπόν, ὅταν θλίβομαι διότι ἐμποδίστηκα στη ζωή μου μόνο και μόνο γιατί φέρω τήν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, τότε αυτή ή θλίψη αντέχει στην Αιωνιότητα ἐπειδή είναι θλίψη «ἐν Ἰησοῦ Χριστῶ»· ὅπως καὶ ἡ ὑπομονή που θα κάνω για να σηκώσω ἀκριβῶς αὐτήν τη θλίψη εἶναι «ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ». (Βλ. Α΄ Πέτρ. 2, 19-20. Φιλιπ. 1, 29. Πρβλ. Ψαλμ. 43, 23, 68, 8. Β' Θεσ. 1, 5, Α΄ Τιμ. 1, 12. κ.ά.)

   Ἀλλά καί ὁ κλέφτης, ξέρετε, ὑπομονή έχει· παραμονεύει ώρες ατελείωτες πότε θα φύγει ὁ ιδιοκτήτης για να κάνει τη διάρρηξη. Αλλά αυτή ἡ ὑπομονή του κλέφτη είναι αξιέπαινη;

   Καί πᾶμε στο τρίτο θέμα τῆς Ἀποκαλύψεως, που εἶναι ἡ βασιλεία. Η θλίψη, ἡ ὑπομονή καί ἡ βασιλεία, πάντα «ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ».

   Τί εἶναι ὅμως ἡ βασιλεία; Είναι ἡ μυστική μετοχή τῶν πιστῶν ὅλων τῶν αἰώνων στα παθήματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. (Βλ. Κολ. 1, 24, Ρωμ. 6, 8. Β' Τιμ. 2, 11. κ.α.)

   Αὐτά τά τρία εἶναι γνωρίσματα τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ Χριστιανοῦ πού ἔχει ἠθική συνέπεια, και ἀποτελοῦν μιά ἁλυσσίδα: θλίψη - ὑπομονή - βασιλεία. Ἡ θλίψη, για να βασταχθεῖ, θέλει υπομονή· ή θλίψη καί ἡ ὑπομονή, για χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγοῦν στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ρωμ. 5, 3-5. Β' Τιμ. 2, 12. κ.ά.)

   Όταν συμβουλεύουμε κάποιον νά ἔχει ὑπομονή, ὅπως σᾶς ἔλεγα προηγουμένως, ή συμβουλή μας συνήθως πέφτει στο κενό. Ξέρετε γιατί; Διότι συνήθως τήν ὑπομονή τήν προσφέρουμε καί τή συνιστοῦμε αὐτοτελή, χωρίς νά ὑπάρχει ὁ καρπός της, ή βασιλεία.

   Ρωτήστε τόν ἑαυτό σας –αλλά κι ἐγώ τόν ἑαυτό μου, γιατί, σᾶς βεβαιώνω, ἐλέγχομαι στο σημείο αυτό: Όταν λέμε σε κάποιον να κάνει ὑπομονή στις θλίψεις πού περνᾶ, τοῦ λέμε ἐπίσης ὅτι τόν περιμένει ή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Θά δεῖτε ὅτι συνήθως δέν τό λέμε. Καί ἀφοῦ λοιπόν ἀποκόπτουμε την βασιλεία, πού εἶναι τό τέλος, ὁ σκοπός, πού εἶναι ὁ καρπός τῆς ὑπομονῆς στίς θλίψεις, τότε ὁ ἄλλος ἀντιδρᾶ μέ τό νά ἀπορρίψει τήν συμβουλή μας. Θά πεῖ: Ὑπομονή... Ἐνῶ ἡ ὑπομονή πρέπει νά ἔχει τήν ἔννοιά της· θά κάνω υπομονή, γιατί με περιμένει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

   Είναι ἡ δεύτερη φορά που αναφέρεται μέσα στο ἴδιο κεφάλαιο μέχρι τώρα ὁ ὅρος βασιλεία. Ολόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη είναι γεμάτη ἀπό τόν ὅρο αὐτό, βασιλεία, βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιά θυμηθεῖτε ὅταν διαβάζετε τήν Αγία Γραφή, πόσες φορές βρίσκετε αὐτόν τόν ὅρο, αὐτήν τήν φράση, βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πόσες φορές...! Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστιανισμός εἶναι, πράγματι, μία βασιλεία, καί ὄχι μία θρησκεία. Τύπος δέ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς βασιλείας στέκεται το θεοκρατικό βασίλειο τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ.

   Ὅπως θα ξέρετε, ὅταν οἱ Εβραίοι κατοίκησαν την γῆ τῆς ἐπαγγελίας, δέν εἶχαν ἀρχηγό. Δὲν ὑπῆρχε ούτε βασιλιάς οὔτε πρόεδρος της δημοκρατίας, τίποτα· υπῆρχαν ἁπλῶς οἱ Κριτές, ἄνθρωποι που ενεργούσαν κατ' ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός τους φανέρωνε τα θελήματά Του. Ὁ Θεός λοιπόν ἦταν ὁ Κύριός τους, Αὐτός ἦταν ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, αληθινά!

   Σήμερα μάλιστα ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή τον Ναθαναήλ να λέει στον Κύριο: «Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 1, 50). Αυτό τό «ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ», αγαπητοί μου, είναι κάτι πού ἀπηχεῖ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλαδή τό πῶς ἀκριβῶς ἔβλεπαν τόν βασιλιά τους οἱ Ἑβραίοι. Γι' αὐτούς ἦταν ὁ Θεός. Γι' αὐτό ὁ Ναθαναήλ πρώτα εἶπε «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ», καί ἀμέσως μετά το «βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ»· αὐτά τά δύο συνδέονταν. Αυτό βεβαίως τό εἶχε προβλέψει ὁ Θεός, δηλαδή είπε στον Μωυσή να προβλεφθεῖ καί αὐτό καί νά γραφεί.

   Αργότερα οἱ Ἑβραῖοι ζήτησαν βασιλιά ἀπό τούς Κριτές, καί συγκεκριμένα από τον Σαμουήλ, τον τελευταῖο Κριτή. Καί ξέρετε γιατί; ἐπειδή οι γύρω λαοί εἶχαν βασιλιάδες, ζήλεψαν, καί ἤθελαν κι αυτοί βασιλιά! Εἶπαν: Θέλουμε βασιλιά. Τούς λέει ὁ Σαμουήλ: Δεν σᾶς κάνει ὁ Θεός; Καί ὁ Θεός μάλιστα αὐτό εἶπε: Σε τί σᾶς λύπησα; Σέ τί ὑστερῶ ἐγώ; Θέλετε βασιλιά· Καλά θὰ σᾶς δώσω βασιλιά· αλλά (ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς τό πῶ ὄχι μέ τά λόγια που εἰπώθηκε, ἀλλά μέ τό πνεῦμα) ἀλλά θά σᾶς κάψει τη γούνα! Θὰ σᾶς δώσω βασιλιά, ἀλλά μή παραπονεθείτε! (Βλ. Α΄ Βασ. 8, 1-22)

   Πράγματι, πρῶτα ἦρθε ὁ Σαούλ, μετά ὁ Δαβίδ και μετά ὁ Σολομών. Ἀλλά ὁ Σολομών –ὁ λεγόμενος είρηνικός βασιλιάς γιατί βασίλευσε σαράντα χρόνια χωρίς πόλεμο– ἔβαλε τόσο βαριά φορολογία, μά τόσο βαριά, πού οἱ Ἑβραῖοι εἶπαν ἀμάν! Τούς τό εἶχε πεῖ ὅμως ὁ Θεός.

   Πάντως, ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει αυτήν τη στιγμή δέν εἶναι ὁ ἱστορικός Ἰσραήλ στις λεπτομέρειές του, ἀλλά ὁ ἱστορικός Ἰσραήλ πού εἶχε ὡς βασιλιά του τόν Θεό. Ἀλλά καί ὁ ἑκάστοτε βασιλιάς ἔμπαινε βασιλιάς μέ τόν ὅρο ὅτι δέν θά ἔκανε τίποτε, ἐάν δέν ρωτοῦσε τόν Θεό διά τοῦ ἀρχιερέως. Ἀπολύτως τίποτε! Ἐάν ἔκανε τοῦ κεφαλιού του, θα τιμωρεῖτο. Γι' αὐτό καί ὁ Σαούλ ξέπεσε, ἐπειδὴ ἐνεργοῦσε παρά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς τί ἦταν ὁ βασιλιάς στον Ἰσραήλ; ἦταν ἕνας ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ Βασιλέως.

   Τύπος εἶναι ὅλα αὐτά, αγαπητοί μου, προτύπωση, ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι βασιλεία, καί βασιλιάς εἶναι ὁ Χριστός.

   Θρησκεία –πού σᾶς εἶπα ὅτι δέν εἶναι ὁ Χριστιανισμός– σημαίνει λατρεία τοῦ Θείου πρός ἐξευμενισμό ἢ ἱκανοποίηση αιτημάτων καί ἀναγκῶν, χωρίς όμως αὐτό νά σημαίνει καί μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τοῦ Θεοῦ. Το καταλάβατε; Δηλαδή τί θά πεῖ θρησκεία; Τό νά ὑποβάλλω στον Θεό τά αιτήματά μου, τίς ἀνάγκες μου, νά μοῦ τά ἱκανοποιεῖ ἐνδεχομένως ὁ Θεός ἢ νά μή μοῦ τά ἱκανοποιεῖ, ἀλλά νά μήν ἔχω μετοχή στη ζωή τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λέγεται θρησκεία. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια υπάρχουν ὅλες οἱ θρησκεῖες τῆς γῆς. Ὅλες! Αλλά βασιλεία όμως σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κυβερνά κάθε πτυχή τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει το παραμικρό στη ζωή του από το οποίο να απουσιάζει ὁ Θεός, αλλά καί ὁ Χριστιανός απολαμβάνει όλα τα ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.

   Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, για παράδειγμα, ὅταν ἔκαναν θυσίες στους θεούς, ήταν εντάξει απέναντί τους. Υποτίθεται πώς οι θεοί τους ἤθελαν ἁπλῶς μία θυσία· ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, τό ποιά θα ήταν η προσωπική ζωή τοῦ προσφέροντος τή θυσία δέν ἐνδιέφερε τους θεούς· κάνε ὅ,τι θέλεις!

   Γι' αυτό λοιπόν βλέπουμε τους αρχαίους Έλληνες ὅτι μποροῦσαν νά προσφέρουν και πλούσιες θυσίες, ἑκατόμβες, ἀγαπητοί μου, εκατό βόδια να προσφέρουν, ολόκληρη περιουσία! Αυτός που πρόσφερε την θυσία μποροῦσε νά ήταν πόρνος, μοιχός, φονιάς, ἀνήθικος, ἐλεεινός, τρισάθλιος... Αὐτό, υποτίθεται, δέν ἐνδιέφερε τόν θεό. Ἕνα μόνο ενδιέφερε τόν θεό, ὅπως τουλάχιστον το φαντάζονταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες· τό νά τοῦ προσφέρονταν οἱ θυσίες. Καί μέ τόν τρόπο αυτόν θά ἐξευμενιζόταν καί θά ἔδινε στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνα πού τοῦ ζητοῦσε.

   Ὥστε ἄλλο εἶναι θρησκεία καί ἄλλο βασιλεία. Ο Χριστιανισμός ὅμως τί εἶναι; θρησκεία ή βασιλεία; Είναι βασιλεία, μέσα στήν ὁποία ἔχουμε μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Ὅταν λέμε θέωση, όταν λέμε γίνομαι θεοειδής, γίνομαι χριστοειδής, χριστοποιοῦμαι καί λοιπά, αυτό τί σημαίνει; Σημαίνει ότι μπαίνω μέσα στη ζωή τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει ὁ Θεός.

   Βλέπετε λοιπόν τί διαφορά υπάρχει μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί θρησκειῶν;

   Ακόμη, τό ὅτι σήμερα ζούμε τον Χριστιανισμό ως μία θρησκεία καί ὄχι ὡς μία βασιλεία, αὐτό ἔχει δύο κυρίως κακές συνέπειες.

   Ἡ πρώτη εἶναι τό ὅτι χωρίσαμε το δόγμα ἀπό τήν ἠθική, δηλαδή τήν πίστη ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς, καί πέσαμε σέ μιά καθηκοντολογία. Αποκορύφωμα δέ αυτῆς τῆς συνέπειας εἶναι τό νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀλλότριας πίστεως, ξένης –νά εἶναι Βουδδιστές, νά εἶναι Μασόνοι, νά εἶναι Θεοσοφιστές, νά εἶναι Πνευματιστές ἤ ὅ,τι ἄλλο θέλετε– καί νά σοῦ ἐπικαλοῦνται τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου!

   Μά, ὅταν ἐπικαλεῖται κανείς τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά δέν εἶναι Χριστιανός, που στηρίζεται; Απλούστατα, στο ὅτι θεωρεῖ τόν Χριστιανισμό θρησκεία καί νομίζει ὅτι τό κυριότερο σημεῖο εἶναι ἡ ηθική του, ἐνῶ δέν εἶναι. Ἔτσι λοιπόν φθάσαμε να χωρίσουμε τήν πίστη, δηλαδή τό δόγμα, από τήν ἠθική.

   Σέ μιά πολύ διαδεδομένη μορφή, εἶναι ἐκεῖνο πού ἀκοῦτε ἐσεῖς οἱ κυρίες από τους συζύγους σας, ὅταν τούς λέτε νά ἔλθουν στην ἐκκλησία. Ἄντε, λέτε στον σύζυγό σας, Ἄντε νά πᾶμε στὴν ἐκκλησία, κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Πήγαινε εσύ. Ἐγώ είμαι καλύτερος Χριστιανός από σένα που πᾶς στὴν ἐκκλησία. Ἐγώ τηρῶ τίς ἐντολές καλύτερα από σένα... Καί ἡ σύζυγος, ἡ ὁποία κι αυτή βεβαίως δεν γνωρίζει πολλά πράγματα, φθάνει νὰ μοῦ πεῖ: Πράγματι, πάτερ· ὁ σύζυγός μου, πού μοῦ μιλάει έτσι είναι καλύτερος από μένα!

   Τό θέμα ὅμως δέν εἶναι ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου. Ἐκεῖ εἶναι τό θέμα; ἄν εἶναι καλύτερος ἢ ὄχι; Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει σωτηρία, γιατί απλούστατα ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, δηλαδή να προσφέρουμε τη θυσία μας καί νά μή μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτα παρακάτω, ὅπως ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.

   Ὁ χωρισμός λοιπόν τοῦ δόγματος, τῆς πίστεως, από τή ζωή μας μᾶς ἔφερε αυτό το κακό· να βλέπουμε τόν Χριστιανισμό ως μία καθηκοντολογία. Μέχρις ενός βαθμοῦ ἔχουν δίκιο ἐκεῖνοι ποὺ κλοτσᾶνε τόν Χριστιανισμό, γιατί τούς τόν παρουσιάζουμε ως μία καθηκοντολογία. Καί ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, καί εἰδικότερα ὁ σύγχρονος άνθρωπος, μισεῖ, ἀπεχθάνεται τήν καθηκοντολογία· καί μόνο ή λέξη καθηκοντολογία του χτυπάει ἄσχημα καί περίεργα στα αυτιά.

   Ακόμη, ὁ χωρισμός τῆς λατρείας ἀπό τή ζωή φαίνεται κι ἀπ' αὐτό πού σοῦ λέει ὁ ἄλλος· Πάω στήν ἐκκλησία, λατρεύω τόν Θεό, ἀλλά τό τί θά κάνω τό βράδυ, σε ποιά καμπαρέ θά γυρίζω, αὐτό εἶναι ἄλλη παράγραφος! Ἔτσι λοιπόν χωρίσαμε τή λατρεία ἀπό τή ζωή, μέ αποτελέσμα να πέσουμε στην τυπολατρία.

   Βεβαίως ή λατρεία προσφέρεται με κάποιους τύπους· ἀλλά μέσα στην καρδιά τῶν τύπων βρίσκεται ἡ οὐσία. Αν λοιπόν εγώ τήν ουσία δέν τήν ἀνακαλύπτω γιατί ἡ ζωή μου εἶναι χωρισμένη από την ουσία, τότε ποῦ θά μείνω; στο περίβλημα, στο τσόφλι, θα μείνω στον τύπο. Καί ὅταν θά λέω Ἄ, πρέπει να γίνει αὐτό, πρέπει να πάω στήν ἐκκλησία, πρέπει... πρέπει... πρέπει... τότε καταλήγω να γίνω ἕνας τυπολάτρης.

   Τό δεύτερο κακό, ὡς συνέπεια τοῦ ὅτι ὑποβιβάσαμε τόν Χριστιανισμό σε θρησκεία ἐνῶ εἶναι βασιλεία, εἶναι ὅτι φθάνουμε στη σύγκριση του Χριστιανισμού μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἔστω καί ἄν θεωροῦμε τόν Χριστιανισμό ὡς θρησκεία ανώτερη καί καλύτερη. Όποιοδήποτε ἐγχειρίδιο σχολικό καί ἄν πάρετε ἢ θρησκευτικό βιβλίο που αναφέρεται στο θέμα αυτό, θα δεῖτε να περιέχει αυτό το βασικό λάθος, τό λάθος τῆς συγκρίσεως.

   Ὅταν κάποιος Χριστιανός μας, για μια στιγμή, στρέφει τα μάτια του πρός τόν Βουδδισμό, τον ρωτάμε: Γιατί; Δέν εἶναι ὁ Χριστιανισμός καλή θρησκεία; Καί μάλιστα προσθέτουμε; Θά σοῦ ἀποδείξω ότι είναι καλύτερη ἀπό τόν Βουδδισμό! Αυτό είναι τό λάθος· ἀπό την στιγμή δηλαδή πού θά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός είναι καλύτερη θρησκεία.

   Δέν εἶναι ὅμως ἐκεῖ τό πράγμα, ἀγαπητοί μου, δέν είναι θέμα συγκρίσεως· ὁ Χριστιανισμός δέν συγκρίνεται μέ κάτι ἄλλο. Ὅλα αὐτά πού προσφέρονται από τις ἄλλες θρησκεῖες οὔτε λυτρώνουν οὔτε σώζουν· εἶναι κόσμος, διότι ἁπλούστατα είναι κατ' ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου, είναι δηλαδή κατασκευή τοῦ ἀνθρώπινου μυαλού.

   Ἔτσι, ἀγαπητοί, ἄς το πάρουμε εἴδηση· ὁ Χριστιανισμός δέν ἦλθε να αναμετρηθεῖ μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες. Το θέμα είναι πάρα πολύ επίκαιρο, γιατί στη φτωχή μας Ἑλλάδα ἔχουν εισβάλει ποικίλα ρεύματα θρησκειῶν, κυρίως τῆς Απω Ανατολῆς. Συνεπῶς εἶναι πάρα πολύ ἐνδιαφέρον θέμα καί ἐπίκαιρο, καί ἄς τό ἔχουμε υπόψη μας. Ὁ Χριστιανισμός λοιπόν δέν ἦρθε νά ἀναμετρηθεῖ μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες· οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἦρθε να καταλύσει τίς ἄλλες θρησκεῖες, νά τίς ἐξουδετερώσει τελείως! Δέν ἦλθε νά πεῖ Α, καί σ' αὐτήν τή θρησκεία κάτι καλό βρίσκουμε, καί σ' ἐκείνη κάτι καλό, ἀφοῦ ὅλες οἱ θρησκείες του κόσμου εἶναι ἔργα καὶ ἡμέρες διαβόλου!

   Μή μοῦ πεῖτε ὅτι ὁ Βουδδισμός δέν εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου... Μή μοῦ πεῖτε ἀκόμη ὅτι ὁ Βούδδας, που ἔζησε πρό Χριστοῦ, είχε μία πνευματική διάθεση, μία ανάταση καί λοιπά... Δικαιολογημένος εἶναι ὁ Βούδας, γιατί ἔζησε πρό Χριστοῦ. Τώρα όμως πού ἦρθε το Φῶς, (Βλ. Ησ. 9, 2. Ψαλμ. 106, 4. Ματθ. 4, 16) ἐπιτρέπεται να υπάρχει ὁ Βουδδισμός; Και, τό χειρότερο, επιτρέπεται στην χριστιανική Ευρώπη και χριστιανική Ελλάδα οἱ Χριστιανοί μας οἱ βαπτισμένοι να γίνονται Βουδδιστές... να αφήνουμε την Ορθόδοξη πνευματικότητα και να πέφτουμε στον βουδιστικό διαλογισμό; Επιτρέπεται αυτό;

   Ὁ Χριστός λοιπόν ήρθε να καταλύσει όλα αυτά!

   Βαρύς ο λόγος πού εἶπε ὁ Κύριος, ἀλλά ἀληθινός. Ξέρετε τί είπε; «πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί» (Ιωάν. 10, 8. Βλ. Ἰωάν. 10, 10)! Ὅλοι ανεξαιρέτως! Συλλήβδην! Δέν ἔκανε κάποια διάκριση καί νά πεῖ: Α, ωραία ἦταν η φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος... Ωραία ἦταν...! : Ωραία πράγματα λέει ὁ Βουδδισμός, ἢ ὁ Κομφουκιανισμός· ἔχει μια ωραία ηθική. Ε, βέβαια ὑστερεῖ, ἀλλά πάντως ἔχει ὡραῖα πράγματα! Ακούστε τί εἶπε ὁ Χριστός. «πάντες ὅσοι ήλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί»! Εἴδατε; «πάντες»! συλλήβδην! Τί ἔκλεψαν καί τί λήστεψαν; Τήν ἀνθρώπινη ψυχή, πού εἶναι κτῆμα τοῦ ζῶντος ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί ἡ θέση της εἶναι στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! (Βλ. Ματθ. 7, 15.16, 26. Μαρκ. 8,36. Λουκά 9,25. Α΄ Κορ. 6,19)

   Αὐτό εἶναι ὁ Χριστιανισμός.

   Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο τὸ ὅραμα τοῦ Ναβουχοδονόσορος, (Δαν. 2, 31-35) ὁ ὁποῖος εἶδε ἐκεῖνο τό ἄγαλμα μέ τά διαζώματα ποικίλης ύλης –χρυσοῦ, ἀργύρου, χαλκοῦ, σιδήρου και ὀστράκου– πού συμβολίζουν τις βασιλεῖες τῆς γῆς, ἤ ἀκόμη καί τίς θρησκεῖες τῆς γῆς. Καί ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶδε «λίθον ἐξ ὅρους ἄνευ χειρῶν», πέτρα πού δέν τήν ἀπέσπασε, δέν τήν ἔκοψε ανθρώπινο χέρι, ἀλλά ἀποκόπηκε μόνη της, από αλατόμητο ὄρος. «Χαῖρε, ὅρος ἀλατόμητον» (Βλ. Εσπερινό (ἰδιόμελον τῆς Λιτῆς) τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (25 Μαρτίου), και Ψαλμ. 67, 16) λέμε στην Παναγία. Ἡ παρθένος Παναγία εἶναι τό ἀλατόμητον ὄρος, γιατί από αυτήν γεννήθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πέτρα πού αποσπάσθηκε! (Βλ. Ψαλμ. 117, 22. Ησ. 28, 16. Ματθ. 21, 42-43. Πράξ. 4, 11. Ρωμ. 9, 33. Α΄ Κορ. 10, 4. Α΄ Πέτρ. 2, 4· 7) Αὐτός εἶναι! Ἐξ ἄλλου, ἔτσι τό ἑρμήνευσε καί ὁ Δανιήλ στον Ναβουχοδονόσορα. Δέν εἶπε βέβαια τη λέξη Χριστός, αλλά μίλησε γενικά γιά ἕναν οὐράνιο Βασιλιά, για μια ουράνια Βασιλεία. (Βλ. Δαν. 2, 44) Ἦλθε λοιπόν κι ἔπεσε πάνω στό ἄγαλμα καί τό ἔκανε σκόνη! Καί ἡ σκόνη αὐτή πάρθηκε από τόν ἄνεμο και σκορπίστηκε, καί δέν βρέθηκε τόπος γιά τό ἄγαλμα!

   Αὐτό εἶναι ὁ Χριστιανισμός! Δέν ἦρθε για να συνοδοιπορήσει μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, οὔτε να συνευδοκήσει μ' αὐτές· ἦλθε νά τίς καταλύσει!

   Πέστε μου λοιπόν σύμφωνα μέ αὐτές τίς θέσεις, κατά τίς ὁποῖες ὁ Χριστιανισμός είναι βασιλεία, πως μπορούμε πια να συγκρίνουμε τον Χριστιανισμό με τις ἄλλες ψευδεῖς θρησκείες;

   Τί εἶναι λοιπόν ὁ Χριστιανισμός; Εἶναι βασιλεία, εἶναι κληρονομία! (Βλ. Δευτ. 12, 9. Αριθ. 18, 20. Πράξ. 20, 32. Έφεσ. 1, 14· 18. Κολ. 3, 24. Ἑβρ. 9, 16. Α' Πέτρ. 1, 4 κ.ά.) Ὁ Χριστιανός δέν εἶναι ὁ θρήσκος, δηλαδή ἐκεῖνος πού μένει σε μια τυπική λατρεία, ἀλλά ὁ ἐπικαλούμενος τόν Κύριον, (Βλ. Πράξ. 7, 59. Ρωμ. 10, 12. Α΄ Κορ. 1, 2. κ.ά.) ὅπως ὀνομάζεται μέσα στην Καινή Διαθήκη· εἶναι ὁ μαθητής (Βλ. Πράξ. 6, 1· 7. 9, 1· 10· 25· 26· 36. 11, 29. κ.ά.), εἶναι ὁ χριστιανός (Βλ. Πράξ. 11, 26. 26, 28.), εἶναι ὁ ἅγιος (Βλ. Πράξ. 9, 10· 19. 11, 26. 26, 28. Α΄ Πέτρ. 4, 16. κ.ά.).

   Αὐτό τό συγκοινωνός, πού λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στην Αποκάλυψή του, συγκοινωνός στη θλίψη, στην υπομονή καί τή βασιλεία, δείχνει ὅτι αὐτή ἡ μετοχή και ἡ κοινωνία ὑπάρχει ὄχι μόνο μεταξύ τῶν πιστῶν, ἀλλά καί μεταξύ τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό, γιατί καί ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔπαθε.

   Ὡραῖα τό ἀνακεφαλαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στην Β΄ Προς Τιμόθεον ἐπιστολή του, που λέει: «Πιστὸς ὁ λόγος· εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν· εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν» (Β΄ Τιμ. 2, 11-12.). Δηλαδή: Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἄν πεθάναμε μαζί μέ τόν Χριστό, θα ζήσουμε καί μαζί Του· ἐάν ὑπομένουμε μαζί μέ τόν Χριστό, θα βασιλεύσουμε καί μαζί Του.

   Βλέπουμε, λοιπόν, ἐδῶ πώς τό «συναπεθάνομεν» ἀναφέρεται στη θλίψη, το «ὑπομένομεν στην υπομονή καί τό «συμβασιλεύσομεν» στη βασιλεία, δηλαδή στο τρίπτυχο αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής στην Αποκάλυψή του.

   Τώρα ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης διηγεῖται στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τα σχετικά με αυτόν, δηλαδή ἐκεῖνα πού τόν ἔκαναν να γράψει το βιβλίο αυτό. Γράφει λοιπόν στούς Χριστιανούς, στούς πιστούς, πού τούς ἀποκαλεῖ ἀδελφούς, συγκοινωνούς στη θλίψη, υπομονή καί βασιλεία, τά ἑξῆς:

   «Εγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ.» (Αποκ. 1, 10) Ήταν Κυριακή, καί ἔπεσα σέ ἔκσταση.

   Μέ μιά λιτότητα, πού χαρακτηρίζει τις γνήσιες περιγραφές ὑπερφυσικῶν ἀποκαλύψεων, ὁ Εὐαγγελιστής σημειώνει ὅτι περιῆλθε σε κατάσταση εκστάσεως.

   Αὐτή ἡ ἐν πνεύματι κατάσταση εἶναι μιά ἀπομόνωση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου από τό γνώριμο εξωτερικό περιβάλλον του, μέ σκοπό νά ἔλθει αὐτός σέ ἐπαφή μέ τόν υπερφυσικό κόσμο.

   Ὑπάρχουν ὅμως δύο θέσεις στις οποίες μπορεῖ νά περιέλθει ὁ ὑποκείμενος σε έκσταση ἄνθρωπος· εἶναι ἡ ἐνεργητική καί ἡ παθητική. Αὐτή ἡ δεύτερη θέση, ἡ παθητική, πού παίρνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρίσκεται σε ἔκσταση, δηλαδή σε απομόνωση από το εξωτερικό του περιβάλλον μέ σκοπό νά ἑνωθεῖ μέ κάποιες δυνάμεις, εἶναι δαιμονική.

   Θά μέ ρωτήσετε: Ὥστε καί ὁ διάβολος δημιουργεῖ ἔκσταση;

   Βεβαίως! Προσοχή, αγαπητοί μου, προσοχή! καί ὁ διάβολος δημιουργεί έκσταση!

   Ἡ λέξη έκσταση προέρχεται από το ἐκ καὶ ἵσταμαι ἤ ἵστημι δηλαδή πάω παραπέρα από εκεί που στέκομαι, βρίσκομαι σέ ἕναν άλλο χώρο, και συνήθως δεν ἔχω αἴσθηση του περιβάλλοντός μου τοῦ ἐξωτερικού. Μπορεῖ νά μοῦ μιλάει κάποιος, κι ἐγώ νά μήν ἀντιλαμβάνομαι τίποτε, να μή ξέρω που βρίσκομαι· στο σπίτι μου; στο βουνό; δέν ξέρω· ἁρπάζομαι κατά κάποιον τρόπο, ὑφίσταμαι αὐτήν τήν ἔκσταση.

   Θα με ρωτήσετε: Ὁ διάβολος το κάνει αυτό;

   Ναί, τό κάνει. Ἀλλά καί ὁ Θεός το κάνει.

   Λοιπόν, αὐτή ἡ περίπτωση, ή παθητική, εἶναι δαιμονική. Καί ξέρετε πότε είναι δαιμονική; ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομονώνεται, το υποσυνείδητό του δέν ἐργάζεται, ἡ συνείδησή του επίσης δεν εργάζεται, καί δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ ἤ νά ἐνεργήσει οτιδήποτε· κάποτε δέν ὑπάρχει κἂν ἡ μνήμη του.

   Θά μοῦ πεῖτε: Τότε, ἄν δέν ὑπάρχει ἡ συνείδηση καί ἡ μνήμη σέ ἕναν πού ἐκστασιάζεται, ποιά θά ἦταν ἡ ἀξία;

   Βεβαίως· ὑπάρχει κάποια ἀξία· εἶναι τα γνωστά μέντιουμ. Τά μέντιουμ εἶναι τά μεσάζοντα· medium θα πεῖ μέσον. Συνεπῶς εἶναι τό μεσάζον, δηλαδή τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού στέκεται ανάμεσα στον πνευματικό κόσμο –τῶν δαιμόνων τόν κόσμο!– καί στό πραγματικό περιβάλλον, τῶν ἀνθρώπων. Καί πληροφορεῖ τό μέντιουμ καί μᾶς λέει πράγματα καταπληκτικά. Αλλά όταν συνέλθει ἀπό τήν ἔκσταση καί ἐπανέλθει στη φυσική του φόρμα τό μέντιουμ, τίποτα δεν γνωρίζει ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε, τίποτα δεν θυμᾶται· ἢ μᾶλλον ὄχι δέν θυμᾶται, ἀλλά τίποτα δεν γνωρίζει, τίποτα απολύτως! Ξέρετε γιατί; διότι στην δαιμονική έκσταση ἔχουμε ή ἀπομόνωση ή περιορισμό τῆς συνειδήσεως· ἡ συνείδηση πάει στην άκρη· ἐντελῶς στὴν ἄκρη.

   Ἐνῶ, ἀντιθέτως, στη θεία έκσταση ἔχουμε πλήρη διατήρηση ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ἐκτός ἀπό την περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σε έκσταση, καί βλέπει, ακούει, συνομιλεί, μετέχει, θα σᾶς πῶ καί ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, πού θά τό γνωρίζετε· εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου.

   Ὅταν ὁ Ἀπόστολος βλέπει ἐκείνη τήν οθόνη μέ τά διάφορα ζώα να κατεβαίνει από τον ουρανό στή γῆ, όχι μόνο γνωρίζει καί βλέπει καί αἰσθάνεται, ἀλλά καί ἀντιδρᾶ. Ὅταν ἀκούει Πέτρε, πάρε σφάξε καί φάε, ἀπαντά: Με κανέναν τρόπο δεν θα κάνω αυτό, Κύριε. Ποτέ δεν θα σφάξω ἕνα ἀκάθαρτο ζωντανό να φάω! Καί ὅμως τό ἱερό κείμενο λέει ότι «ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἔκστασις», ἔπεσε σε έκσταση. «Καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεωγμένον... Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον» (Πράξ. 10, 10-16). Είδατε πῶς ἀντιδρᾶ; Ἔχει πλήρη συνείδηση, ξέρει τον Νόμο· δέν ἔχει ἀπώλεια μνήμης τῆς ζωῆς του ἐκείνης πού ἔχει ἔξω ἀπό τήν ἔκσταση. Αὐτή εἶναι ἡ θεϊκή έκσταση.

   Ὥστε, λοιπόν, ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης ἦταν ἐν πνεύματι, ὅπως μᾶς λέει ἐδῶ, «ἐγενόμην ἐν πνεύματι»· δηλαδή οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος ἔμεναν, τρόπον τινά, ανενεργές. Όπως όταν έχουμε πολύ προσηλωμένο το μυαλό μας κάπου, πού δέν ἀντιλαμβανόμαστε θορύβους, οὔτε τήν πεῖνα, ἀκόμα οὔτε ἕναν κίνδυνο. Και ἕνα φίδι νά ἔρθει δίπλα μας, δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί το μυαλό μας είναι πάρα πολύ προσηλωμένο κάπου. Αυτό σημαίνει «ἐγενόμην ἐν πνεύματι».

   Πότε ἔγινε αὐτό; «ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρα».

   Είναι η μοναδική περίπτωση που αναφέρεται ὁνομαστικά ή Κυριακή μέσα στην Καινή Διαθήκη.

   Οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές, όπως ξέρετε πάρα πολύ καλά, προκειμένου να αναφερθούν στο γεγονός της Αναστάσεως τοῦ Κυρίου, πού ἔγινε αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, τήν ὀνομάζουν «η μία τῶν σαββάτων» (Βλ. Ματθ. 28, 1. Μάρκ. 16, 2. Λουκά 24, 1. Ἰωάν. 20, 1· 19. Πράξ. 20, 7. Α΄ Κορ. 16, 2). Αλλά τί σημαίνει «ή μία τῶν σαββάτων»; Σημαίνει ότι εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, γιατί σάββατο θα πεῖ ἑβδομάδα, καί συνεπῶς εἶναι αὐτή πού κατόπιν θα ὀνομαστεῖ Κυριακή. Πράγματι, λοιπόν, εἶναι ἡ πρώτη φορά πού στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται η λέξη Κυριακή.

   Το Σάββατο στην Παλαιά Διαθήκη, όπως ξέρετε, καλεῖτο ἡμέρα τοῦ Κυρίου. (Βλ. Ἰωήλ 1,15. 2, 1· 11. 4, 14. Όβδ. 15. Σ. Σειρ. 1,14. Μαλ. 4.1. Hσ. 13, 6· 9. κ.α.) Αλλά και στην Καινή Διαθήκη ή Κυριακή καλεῖται ἡμέρα τοῦ Κυρίου  «ή μία τῶν σαββάτων». (Βλ. Α' Θεσ. 5, 2. Β' Πέτρ. 3, 10) Αυτό σημαίνει Κυριακή ἡμέρα τοῦ Κυρίου.

   Κατά την πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδες, δηλαδή την μία τῶν σαββάτων,  τήν Κυριακή όπως τη λέμε σήμερα, ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἀπό τούς νεκρούς. Την πρώττη ἡμέρα ἐπίσης δημιούργησε τό φῶς. (Βλ. Γέν. 1, 3-5) Αλλά καὶ τό Αγιό Του Πνεῦμα ἀπέστειλε ἡμέρα Κυριακή νά έπιφοιτήσει στήν Ἐκκλησία· στους Αποστόλους καί τούς πιστούς. (Βλ. Πράξ. 2 κ.έ.)

   Ὡς ἐκ τούτου, θα λέγαμε ὅτι ἀντί τοῦ Σαββάτου, πού ἀντιπροσωπεύει την πρώτη δημιουργία –διότι ὅλος ὁ κτιστός ὁρατός κόσμος ολοκληρώθηκε στις ἕξι πρώτες δημιουργικές ἡμέρες τώρα καθιερώνεται, ἤδη ἀπό τον 1ο χριστιανικό αιώνα, ἡ ἡμέρα Κυριακή, πού εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος. Ὄχι ἡ ἑβδόμη· ἡ πρώτη. Αλλά ἐπειδή είναι ἡ πρώτη μετά τήν ἑβδόμη, λέγεται ὀγδόη ἡμέρα, καί καθιερώνεται πλέον ὡς ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας δημιουργίας, ἢ τῆς ἀναδημιουργίας τῆς κτίσεως, ἐπειδή παλαιώθηκε ἡ κτίση μέσα στην φθορά καί στόν θάνατο.

   Ἔτσι, τήν ἡμέρα αυτή ἔχουμε τήν Ανάσταση του Χριστοῦ, ἔχουμε καί τήν Κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματτος. Αλλά ὑπάρχει καί ἡ πεποίθηση ὅτι καί ἡ Β΄ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά γίνει ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ.

   Ἴσως ἔχετε ἀντίρρηση καί μοῦ πεῖτε πώς ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν» (Ματθ. 24, 36. Πράξ. 1, 7.), κανείς δεν γνωρίζει. Μάλιστα. Αλλά κανείς δέν ξέρει ποιά θά εἶναι αὐτή ἡ Κυριακή. Συνεπῶς ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Β΄ τοῦ Χριστοῦ Παρουσία θά εἶναι Κυριακή, ὅπως ἡ ᾿Ανάσταση καί ἡ Πεντηκοστή, δέν ἀντιφάσκει στον λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτι κανείς δέν ξέρει ποιά ἡμέρα θά εἶναι ὅταν θά ἔλθει ὁ Χριστός ξανά ἐδῶ στή γῆ.

   Ἀλλά δέν σᾶς κάνει εντύπωση ὅτι καί ἡ ἐπίδοση τῆς Ἀποκαλύψεως στον Ιωάννη ἔγινε ἡμέρα Κυριακή; Να καί ἕνα τέταρτο στοιχείο. Η Ανάσταση, λοιπόν, ή Πεντηκοστή, ἡ ἐπίδοση της Αποκαλύψεως καί πιθανῶς ἡ Β΄ τοῦ Χριστοῦ Παρουσία. (Βλ. ὁσ. Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἡ ψεύτικη γνώση, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικών, τόμ. Γ', (μτφρ. Αντώνιος Γαλίτης, Α΄ἔκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 168). Στη νέα περίοδο τῆς χάρης τώρα, αὐτή ἡ ἁγία καί ἐπίσημη ἡμέρα (Λευίτ. 23, 35-36) ονομάζεται «Κυριακή» (Αποκ. 1, 10), ἐπειδή σ' αὐτήν ἔγιναν τα κυριότερα περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου· ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ Γέννηση, ή Ανάσταση (Λουκά 24, 1-2), καί σ' αὐτήν μέλλει νά γίνει ἡ κοινή ανάσταση τῶν νεκρῶν. Αὐτήν τήν ἡμέρα, λέει ὁ Δαμασκηνός, δημιουργήθηκε τό αἰσθητό φῶς ἀπό τόν Θεό (Γέν. 1, 2), καί πάλι αυτήν τήν ἡμέρα θά γίνει ἡ Παρουσία τοῦ Κυρίου, για να μείνει στούς ἀπέραντους αἰῶνες ἡ ἡμέρα αὐτή «μία» καί «ὀγδόη», καθώς βρίσκεται ἔξω ἀπό τούς ἑπτά αὐτοὺς αἰῶνες, πού ἔχουν ἡμέρες καί νύχτες.)

   Ακόμη, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, δηλαδή τήν ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἑβδομάδα. Ἡ Κυριακή εἶναι μία γιορτή με τη στενή σημασία της λέξεως. Γιορτή εἶναι! Μάλιστα ὁ Ὄρθρος εἶναι ἀναστάσιμης χροιάς, ὅταν στο κέντρο του δεσπόζει το εωθινό εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο κατά κανόνα εἶναι ἀναστάσιμο. Πάντως ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς Κυριακῆς εἶναι μεγάλη ἡμέρα.

   Ἡ ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα, στο 15ο κεφάλαιο, μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Διὸ καὶ ἄγομεν τὴν ἡμέραν τὴν ὀγδόην εἰς εὐφροσύνην, ἐν ᾗ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καὶ φανερωθεὶς ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς» (PG 2, 772BC.). Εἴδατε; λέγεται ὀγδόη ἡμέρα.

   Αλλά καί τό βιβλίο τῆς Διδαχῆς τῶν Ἀποστόλων, στο 14ο κεφάλαιο-παράγραφο, μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Κατὰ Κυριακὴν δὲ Κυρίου συναχθέντες κλάσατε ἄρτον» (Αποστολικοί Πατέρες, Ἅπαντα τὰ ἔργα 1, ΕΠΕ 114, ιδ΄, 1, ἐκδ. οἶκος Ελ. Μερετάκη, Το Βυζάντιον, Θεσ/νίκη 1993, σ. 26.). Δηλαδή, τελέσατε το μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, κάνετε θεία Λειτουργία, κατά την Κυριακή,

   Μάλιστα ἐδῶ θά ἔλεγε κανείς πώς ἡ ἀντίληψη ἐκείνη που υπάρχει σε μερικούς Χριστιανούς, μήν κοινωνεῖτε τήν Κυριακή, ἀφοῦ δέν μπορεῖτε να νηστέψετε το Σάββατο – επειδή το Σάββατο απαγορεύεται να μή φᾶμε λάδι– εἶναι λανθασμένη. Βλέπετε τό ἄτοπο;

   Πολλές φορές τό ἔχω πεῖ αὐτό, καί θά τό πῶ ἄλλη μία φορά, ἐπειδή αυτές οἱ θέσεις εἶναι αἱρετικές. Καί εἶναι αἱρετικές γιατί ἐκεῖνοι πού τίς ὑποστηρίζουν ἐπιμένουν στο λάθος, παρά τήν ὑπόδειξη πού τούς γίνεται. Καί λέγονται αὐτά μεταξύ Ὀρθοδόξων! Ὄχι, λένε, δέν πρέπει να κοινωνήσουμε την Κυριακή, ἐπειδή προηγουμένως πρέπει να νηστέψουμε. Αλλά πῶς θά νηστέψουμε το Σάββατο, ἀφοῦ ὑπάρχει κανόνας Συνόδου πού ἀπαγορεύει τη νηστεία το Σάββατο;

   Βλέπετε, ἀγαπητοί; Ἄτοπα πράγματα... ἄτοπα! Χάριν τῆς νηστείας, μ' αὐτή τήν ἔννοια, μέ τήν στενή αυτή αντίληψη, καταργήσαμε την Κυριακή ὡς ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τήν κατεξοχήν ἡμέρα πού θά κοινωνήσουμε καί θα πάρουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Εἴδατε τί λέει ἐδῶ τό βιβλίο τῆς Διδαχῆς; «Κατὰ Κυριακὴν κλάσατε ἄρτον», δηλαδή τελέσατε τήν θεία Λειτουργία. (Ἡ νηστεία (όπως λέει ὁ καθηγητής Ι. Φουντούλης στο Απαντήσεις εἰς Λειτουργικάς απορίας, τόμ. Α΄, Ϛ΄ ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1991) δέν ἐθεωρεῖτο προϋπόθεση για την θεία Κοινωνία. Ἡ θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο το βράδυ κατά τά κοινά δείπνα, τις «αγάπες», ἀφοῦ προηγουμένως ὅλοι είχαν μετάσχει στην κοινή τράπεζα. Ακριβώς δηλαδή έπανελάμβαναν την πράξη τοῦ Κυρίου, που ίδρυσε το μυστήριο «μετὰ τὸ δειπνήσαι» στὸ ὑπερῶν τῆς ἁγίας Σιών. Ύστερα για λόγους εὐλαβείας, ή θεία Λειτουργία χωρίσθηκε ἀπὸ τὰ δεῖπνα καί γινόταν το πρωί. Τότε, σιγά-σιγά άρχισε να παρουσιάζεται καί τό ἔθιμο τῆς ἀποχῆς κάθε τροφῆς ἀπό τοῦ μεσονυκτίου μέχρι τήν ὥρα τῆς κοινωνίας. Αλλά Ἡ συνήθεια του τριημέρου, ἄν τηρηθῆ σχολαστικά, δεν δίδει δυστυχώς ποτέ την δυνατότητα στους πιστούς να κοινωνήσουν κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς (πλήν τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα), ἀφοῦ οἱ Κανόνες απαγορεύουν την νηστεία τοῦ Σαββάτου (Αγ. Αποστόλων ξϛ΄, Πενθέκτης νε΄). Έτσι ὅμως ἀναιρεῖται ὁ πασχάλιος χαρακτήρας τῆς Κυριακῆς, καὶ οἱ πιστοί μένουν μακρυά από το Κυριακό δείπνο κατά την σύναξη τῆς Κυριακῆς. (Αρχιμ. Συμεών Κούτσα, Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, Αθήνα 1999, σσ. 120-121). Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Γ΄, ΕΠΕ 34, 176· 180, καί στό Α΄ Κορ. 11, 26.)

   Αλλά ποιός θα κοινωνήσει; Μόνο ὁ παπάς;... «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε!» (Ἱερατικόν, Θεία Λειτουργία, ἐκδ. Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981, σσ. 107, 142.),ἐλᾶτε, προσέλθετε! Δέν είναι μόνο γιὰ τὸν ἱερέα, αγαπητοί μου, ή Λειτουργία· εἶναι καί γιά τόν λαό του Θεοῦ, ἀνάμεσα στόν ὁποῖο καί ὁ ἱερέας θα κοινωνήσει το Σώμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

   Ἔτσι λοιπόν ἡ Κυριακή, που είναι αναστάσιμη ήμέρα καί ἑορτάσιμη τῆς Ἐκκλησίας μας, καθιερώνεται ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως, ἀγαλλιάσεως, θείας λατρείας, ἀλλά καί ἀγαθοεργίας.

   Καί συνεχίζει ὁ Εὐαγγελιστής να λέει: «Εγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρα, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ώς σάλπιγγος λεγούσης» (Αποκ. 1, 10.). Δηλαδή: Ἄκουσα ἀπό πίσω μου μια δυνατή φωνή να μιλάει, σάν νά ἔβγαινε ἀπό τό χωνί μιᾶς σάλπιγγος, ἀπό τό κέρας μιᾶς σάλπιγγος.

   Αὐτό τό ἄκουσα ἀπό πίσω μου φανερώνει κάτι τό αἰφνίδιο. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅταν κάποιος ἔρχεται πρός ἐμᾶς καί εἶναι στὸ ὁπτικό πεδίο μας, δέν εἶναι γιά μᾶς αἰφνίδιο, γιατί τον βλέπουμε, ἔρχεται· ὅταν ὅμως εἶναι ἀπό πίσω μας, χωρίς νά τόν ἔχουμε δεῖ, καί μᾶς ἀκουμπήσει για μια στιγμή στην πλάτη, τότε γιά μᾶς εἶναι αἰφνίδιο. Ὁπότε σημαίνει ὅτι ἡ ἐμφάνιση αυτή ήταν αἰφνίδια, ἦταν ξαφνική.

   Λέει ἀκόμα ὅτι ἡ φωνή ήταν μεγάλη, σαν φωνή σάλπιγγος, δυνατή, βροντώδης. Αλλοῦ, γιά άλλη περίπτωση, θά μᾶς πεῖ σάν νά ἔπεφταν νερά πολλά. (Βλ. Αποκ. 1, 15.) Αν ἔχετε τύχει ποτέ σ' ἕναν τόπο πού εἶναι καταρράκτης καί πέφτει μέ ὁρμή νερό από πολύ ψηλά, εἴδατε τί θόρυβος γίνεται; Παρομοιάζεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέ νερά πολλά πού πέφτουν από ψηλά.

   Αλλά μία τέτοια φωνή θα ξανακουστεῖ, καί θά ἀνοίξουν οἱ τάφοι καί θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Θα σαλπίσει, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Θεσσαλονικεῖς, «καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται» (Α΄ Θεσ. 4, 16. Α΄ Κορ. 15, 52.). Μυστηριώδη πράγματα... θα σαλπίσει! Και ποιός θα σαλπίσει; Αγγελος. Τί θα σαλπίσει; Την προσταγή τοῦ Θεοῦ.

   Γενικά, ἡ φωνή τῆς σάλπιγγος εἶναι πάντοτε ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Θυμηθείτε στο Σινά. Πῶς μίλησε ὁ Θεός; Σάν φωνή σάλπιγγας, σαν φωνή βροντῆς. Καί ὁ λαός τρέμει στό ἄκουσμα μιας τέτοιας φωνής. (Βλ. Εξοδ. 19, 16, 20, 18. Αποκ. 6, 1. 14, 2. κ.ά.)

   Καί τί ἄκουσε ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης; τί τοῦ ἔλεγε ἡ φωνή; «ο βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις» (Αποκ. 1, 11.). Δηλαδή, ἐκεῖνο πού βλέπεις γράψε το σε βιβλίο και στείλε το στίς ἑπτά Ἐκκλησίες.

   Ας μοῦ ἐπιτραπεῖ ἐδῶ να ρωτήσω: Δηλαδή πῶς θά σταλεῖ ἕνα βιβλίο σέ ἑπτά Εκκλησίες; Θά ἔπρεπε νά ἔχουμε ἑπτά ἀντίγραφα. Δέν θά ἔπρεπε; Ὅταν οἱ Ἐκκλησίες αυτές απέχουν μεταξύ τους, δέν θά ἔπρεπε νά ἔχουμε ἑπτά ἀντίγραφα; Συμπέρασμα: Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τυπώνεται και να διανέμεται· μπορεῖ να τυπώνεται καί νά μοιράζεται. Το καταλάβατε; Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει ἕνα μόνο βιβλίο, κι ἀπ' αὐτό νά ἀκοῦμε ὅλοι.

   Παλαιότερα ὅμως ἔτσι γινόταν· ὑπῆρχε ἕνα βιβλίο καί ἔπρεπε νά πᾶμε νά ἀκούσουμε ὅλοι ἀπ' αὐτό. Δέν εἶχε κανείς στο σπίτι του ἀντίτυπο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ὑπῆρχαν αντίτυπα στα σπίτια· πήγαιναν στη Συναγωγή γιά νά ἀκούσουν τον λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅμως λέει: Γράψε σέ βιβλίο καί στείλε στίς ἑπτά Ἐκκλησίες· δηλαδή βγάλε ἐπτά αντίτυπα και στείλε τα. Αυτό σημαίνει ὅτι τό νά τυπώνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί νά μοιράζεται καί στήν τελευταία γωνιά τῆς γῆς εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός δέ ὁ στίχος, «ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις», εἶναι σάν νά λέει: Τύπωσε βιβλία, τύπωσε λόγο Θεοῦ, τύπωσε Αγία Γραφή, και στείλε τα παντοῦ· στείλε τό ἔντυπο χαρτί μέ τόν λόγο μου ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς! (Πρβλ. Πράξ. 1, 8. 13, 47.)

   Ἐδῶ θά δεῖτε, ὅπως καί στή συνέχεια, νά ἐναλλάσσεται το βλέπειν καί τό ἀκούειν. Λέει ὁ Εὐαγγελιστής: Ἄκουσα... ἄκουσα φωνή· «Γράψε ὅ,τι βλέπεις»· ἀλλά καί πιό κάτω: «εἶδον...», «ἤκουσα...»! Ἔχουμε δηλαδή, τρόπον τινά, ερεθισμό τῶν δύο αἰσθήσεων, τῆς ὁράσεως καί τῆς ἀκοῆς. Ἔτσι, αὐτά τά δύο, ὅραση και ἀκοή, ἐναλλάσσονται.

   Λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας Καισαρείας: «ταὐτόν ἐστιν ἡ πνευματικὴ ἀκοή τε καὶ ὅρασις» (PG 106, 228C.), δηλαδή τό ἴδιο πράγμα εἶναι· εἴτε μιλᾶμε γιά πνευματική ὅραση εἴτε μιλᾶμε γιά πνευματική ἀκοή, εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Ἡ ὅραση καί ἡ ἀκοή δείχνουν τήν δυναμικότητα τῶν ἀποκαλυπτομένων εἰκόνων. Ὅταν ποῦμε σε κάποιον εἶδα μέ τά μάτια μου ἤ ἄκουσα μέ τά αυτιά μου, αυτό δείχνει μιά δυναμικότητα αὐτῶν τῶν στοιχείων, τῶν εἰκόνων, τῶν θεμάτων πού ἀποκαλύπτονται. Ἄρα λοιπόν ὁ Εὐαγγελιστής, γιά ὅ,τι γράψει, θά εἶναι αὐτόπτης και αυτήκοος· μέ τά μάτια του θά ἔχει δεῖ, μέ τά αυτιά του θά ἔχει ἀκούσει.

   «Γράψον εἰς βιβλίον». Ἔπρεπε, κατά τήν θεία εντολή, ὅ,τι θά ἔβλεπε να καταγραφεί σε βιβλίο. Αλλά, ἐάν ἔπρεπε νά καταγραφούν, τότε αυτό προϋποθέτει καί ἀναγνῶστες. Ἄρα λοιπόν εἶναι θεία προσταγή ὄχι μόνο ἡ τύπωση του βιβλίου καί ἡ διανομή του στα πέρατα τῆς οἰκουμένης, ἀλλά καί ἡ ἀνάγνωσή του, δηλαδή ή μελέτη του!

   Αγαπητοί μου, να μελετοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ! Μέρα νύχτα να τον μελετούμε! (Βλ. Α΄ Τιμ. 4, 15. Β' Τιμ. 2, 15. Κολ. 3, 16. Α΄ Τιμ. 4, 13. κ.ά.)

   Αλλά, πάνω σ' αὐτό, το «γράψον εἰς βιβλίων», ἅς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ποῦμε λίγες σκέψεις, για να κλείσουμε καί το μάθημά μας.

   Ἄραγε, ἀπό ἐκεῖνο το αρχικό βιβλίο που έγραψε ὁ Ευαγγελιστής, διασώθηκε κάτι; Βέβαια, τὰ ἑπτά ἀντίγραφα δέν τά ἔγραψε ἐκεῖνος. Κατά την παράδοση μάλιστα, γραφέας του εἶναι ὁ Πρόχορος, ἕνας ἀπό τούς ἑπτά Διακόνους. (Δέν ἔχουμε πολλές γραπτές πληροφορίες γιὰ τὸν ἅγιο Πρόχορο. Ἡ μοναδική αναφορά τοῦ ὀνόματός του γίνεται στις Πράξεις (6, 1-7), ὡς ἑνός ἀπό τούς ἑπτά Διακόνους, που χειροτόνησαν οἱ Απόστολοι. Περισσότερες πληροφορίες βρίσκουμε από απόκρυφο ἔργο Πράξεις, ἤτοι περίοδοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καί εὐαγγελιστοῦ, συγγράφοντος τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Προχόρου. Σύμφωνα με αὐτό, ὁ Πρόχορος παρουσιάζεται ὡς μαθητής καί ἀκόλουθος τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου στη Μ. Ασία, στην Ἔφεσο και στην Πάτμο. Αναφέρεται ἐπίσης ὅτι κατά τό ὅραμα τῆς Ἀποκαλύψεως ἦταν παρών καί κατέγραφε ὅσα τοῦ ὑπαγόρευε ὁ εὐαγγ. Ἰωάννης.) Γι' αυτό, στις απεικονίσεις τῆς Αποκαλύψεως, βλέπουμε τόν Ἰωάννη να δέχεται την Αποκάλυψη σ' ἕνα σπήλαιο, καί δίπλα του νά εἶναι ὁ ἅγιος Πρόχορος να γράφει καθ' ὑπαγόρευσιν τοῦ Ἰωάννου. Δέν εἶναι λοιπόν ὁ Ἰωάννης ὁ ἀντιγραφέας, ἀλλά ὁ Πρόχορος. Τό πρῶτο λοιπόν βιβλίο, αὐτό ὅπως γράφηκε ἐκεῖ, ἄραγε σώθηκε; Δεν ξέρω ἂν ποτέ σκεφθήκατε, ὑπάρχει ἄραγε τό βιβλίο αυτό πού ἔγραψε ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης; Μήπως εἶναι ἐκεῖ στην Πάτμο ἢ σέ καμμιά βιβλιοθήκη ἁγιορείτικη, ὅπου ἔχουν πολλούς κώδικες καί βιβλία πανάρχαια, μήπως ὑπάρχει ἐκεῖ τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως;

   Αγαπητοί μου, δεν διασώθηκε οὔτε ἕνα μικρό κομματάκι μεμβράνης ή χάρτου! (Χάρτης ήταν ή γραφική ὕλη· ὄχι αυτή ὅπως τήν γνωρίζουμε σήμερα, ἀλλά ἁπλῶς ἡ γραφική ύλη· ἦταν ἕνας γενικός χαρακτηρισμός γραφικῆς ὕλης. Σήμερα αυτήν τη γραφική ύλη πού ἔχουμε καί τήν φτιάχνουμε ἀπό τά ξύλα τή λέμε χαρτί, ἐνῶ χάρτης εἶναι ἀρχαία λέξη, καί εἶναι λέξη πρίν ἐφευρεθεῖ τό χαρτί.) Δέν ὑπάρχει λοιπόν οὔτε ἕνα μικρό κομματάκι χάρτου ή μεμβράνης ἀπό τό πρῶτο βιβλίο που γράφηκε, το αρχικό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως! Αν θέλετε, δέν ὑπάρχει τίποτα καί ἀπό τά εὐαγγέλια! Οὔτε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἤ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Δέν υπάρχει τίποτα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, οὔτε ἕνα μικρό κομματάκι!

   Δέν ἔχει σημασία όμως. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει καί μέ τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Δίνουμε σε κάποιον ἕνα ποτήρι νερό ἤ ἕνα πιάτο φαγητό, καί ἡ πράξη αυτή καθεαυτή δέν ἀντέχει στην αιωνιότητα· αὐτός πού τοῦ δώσαμε ένα ποτήρι νερό ή ένα πιάτο φαΐ θά ξαναδιψάσει καί θά ξαναπεινάσει. Καί ὅμως ὁ Κύριος εἶπε: Αὐτός πού ἔδωσε ένα ποτήρι νερό στό ὄνομά μου, δέν θα χάσει τόν μισθό του. Ημουν γυμνός, καί μέ ντύσατε· ἤμουν πεινασμένος, καί μέ ταΐσατε. (Μάρκ. 9, 41. Ματθ. 10, 42. 25, 35.) Αὐτή ἡ πράξη, ὡς πνεῦμα, ὡς ἐνέργεια, θα μείνει στην αιωνιότητα ὡς ἀρετή, γιατί συνδέθηκε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρετή θά μείνει· ὄχι το υλικό πράγμα, ὁ φορέας. Τό ἴδιο πράγμα συμβαίνει καί ἐδῶ, ἀγαπητοί· δέν ἔχει σημασία τό ὅτι δέν διασώθηκε ο υλικός φορέας.

   Αλήθεια, πόσο θά μᾶς συγκινούσε, ἤ πόσο θά συγκινοῦσε τούς ἀρχαιολόγους και τους μελετητές ἀρχαίων κειμένων καί βιβλίων, νά εἶχαν κάποια φύλλα από τήν γραφίδα ἑνός Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ἢ ἑνός ἀποστόλου Παύλου... Πόσο θα συγκινούσε! Δέν ἔχει σημασία όμως σημασία ἔχει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δεν δεσμεύεται ἀπό τήν ὕλη. Τόν ἔχουμε τον λόγο του Θεου! σέ ἑκατομμύρια αντίτυπα τόν ἔχουμε!

   Αλλά πάνω σ' αὐτό θά ἤθελα νά σᾶς πῶ καί κάτι ἀκόμα.

   Πολλά πράγματα στη ζωή μας τα κάνουμε για να αντέξουν στην αιωνιότητα. Κτίζουμε ένα σπίτι, κτίζουμε μία ἐκκλησία, αγοράζουμε κάτι... Λέμε: Πάρε ροῦχα ἀπό τέτοιο ύφασμα· οὔ!... κρατάνε μια ζωή, εἶναι αἰώνια! Ακούστε: εἶναι αἰώνια! Είναι ένας πειρασμός να θέλουμε να φτιάξουμε κάτι για να μείνει στην αἰωνιότητα· να φτιάξουμε ἕνα μοναστήρι καί νά μείνει μέχρι να τελειώσει ἡ Ἱστορία! Να φτιάξουμε ένα ναό, τόν ἅγιο Αχίλλιο, καί νά μείνει μέχρι να τελειώσει ἡ Ἰστορία! Βεβαίως σε μια ευχή, ὅταν εγκαινιάζουμε ναό, λέμε: Κύριε, να μείνει μέχρι το τέλος τῆς Ἱστορίας ὁ ναός αὐτός. (Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1984, σ. 340: «Ἐπὶ σὲ τοίνυν καὶ ἡμεῖς σήμερον τὸν ναὸν τοῦτον τῆς δόξης σου ἑδράζομεν, Κύριε, καὶ σὲ ἱκετεύομεν καὶ παρακαλοῦμεν· στερέωσον τὸν οἶκον τοῦτον εἰς αἰῶνα αἰῶνος...».)

   Ὁ Θεός ὅμως δέν δεσμεύεται ἀπό τούς υλικούς φορεῖς –σᾶς εἶπα πώς εἶναι καί ἕνας πειρασμός. Ας γκρεμιστούν. Ἐμεῖς βέβαια ὀφείλουμε να κτίσουμε, γιά νά ὑπηρετήσουμε μια ιστορική στιγμή, τήν ἐποχή μας, τή γενεά μας· ἡ ἑπόμενη γενεά ἂς κτίσει κι ἐκείνη, ἄς φτιάξει κι ἐκείνη. Ἕνα να γνωρίζετε· το πνεῦμα δέν δένεται, δέν δεσμεύεται. Τό πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει να διατηροῦμε. Οἱ φορεῖς; Ὤ, οἱ φορεῖς... δέν ἐνδιαφέρουν. Βέβαια, πολλές φορές, για λόγους συναισθηματικούς, ἐνδιαφερόμαστε καί γι' αὐτούς· αλλά, όπως καί νά τό πάρουμε, ὅπως καί νά τό ποῦμε, ἀγαπητοί μου, τό θέμα εἶναι ὅτι, σε τελευταία ανάλυση, δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν.

   Αλήθεια, ἀπό τόν ἀρχαῖο ἀσκητικό κόσμο στην Αἴγυπτο καί στήν Ανατολή, στη Συρία, Παλαιστίνη και λοιπά, διασώθηκε τίποτα; Αλήθεια, ποῦ εἶναι οἱ καλύβες τῶν ἀσκητῶν; ποῦ εἶναι ὅ,τι ἔφτιαξαν; ποῦ εἶναι οἱ σκῆτες τους; Δέν ὑπάρχουν. Δέν ὑπάρχει τίποτα! Τό ἀσκητικό πνεῦμα ὅμως ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία. Συνεπῶς μή μένουμε στους υλικούς φορεῖς, σάν νά εἶναι τό πᾶν· στό πνεῦμα να μένουμε.

   Καί ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει σημασία ἂν αὐτό τό βιβλίο που κρατᾶμε στα χέρια μας εἶναι τό πρῶτο ἤ τό δισεκατομμυριοστό· σημασία ἔχει ὅτι ἔχουμε τήν Αποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, αὐτή πού θά μᾶς πεῖ τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιά νά σωθοῦμε.

   Λάρισα, 30 Νοεμβρίου 1980


7η ομιλία στην κατηγορία « Ἱερά Ἀποκάλυψις ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Ἱερά Ἀποκάλυψις " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/kainh-diauhkh/iera-apokalycis
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40qa7vUvidbEX6OBGq3b9WeV

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://drive.google.com/file/d/1A9Q7I5lLBiBm6AUhfYsXAdHckIBgYe7j/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες της σειράς «Ἱερά Ἀποκάλυψις».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%AC%20%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B9%CF%82.?m=1

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

💠Πλήρης απομαγνητοφωνημένες σειρές ομιλιών (Βιβλία).
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%92%A0%CE%A0%CE%BB%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CF%82%20%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82%20%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%28%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1%29.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.