†. Συνεχίζουμε, παιδιά, ἀπό τήν θαυμασίαν πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν γιό του, τόν Τωβία. Μετά ἀπό τήν προτροπή τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ πιστοῦ γιά νά μήν ἁμαρτάνει, ὁ Τωβίτ συνεχίζει καί λέγει (εἶναι τό 5ον χωρίον): «Δικαιοσύνην ποίει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας». Δηλαδή «σ’ ὅλη σου τή ζωή νά βαδίζεις τόν δρόμον τῆς δικαιοσύνης καί νά μή βαδίσεις τούς δρόμους τῆς ἀδικίας». Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα αὐτή ἡ προτροπή, τήν ὁποία κάνει ὁ Τωβίτ εἰς τόν Τωβία.
Πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς δικαιοσύνης μέ τήν στενή καί συνήθη ἔννοια τοῦ ὅρου. Διότι ἡ λέξις «δικαιοσύνη» στήν Παλαιά Διαθήκη πολλές φορές ἐννοεῖ τήν ἁγιότητα. Θά τό δοῦμε αὐτό λίγο πιό κάτω, γιατί ἐπανέρχεται στή λέξη «δικαιοσύνη», μέ τήν ἔννοια τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἐδῶ ὅμως ἐννοεῖ ὅ,τι καί σήμερα λέμε, τήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης. Ὅ,τι λέμε, ὅ,τι ἐννοῦμε δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη, παιδιά, εἶναι μιά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού βέβαια ἀποκλείει κάθε προσωποληψία. Τί θά πεῖ προσωποληψία; Θά πεῖ, νά μή λαμβάνω ὑπόψιν πρόσωπα, ἄν πρόκειται νά ἀποδώσω τήν δικαιοσύνη. Νά μήν πῶ γιά κάποιον ὅτι εἶναι φίλος μου, εἶναι συγγενής μου καί νά ἐπηρεαστῶ στήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό βέβαια εἶναι εἰς ὕψιστον βαθμόν, εἰς μέγιστον βαθμόν, εἰς τόν Θεόν. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Μάλιστα ὑπάρχει ἕνα χωρίο πού λέγει ὅτι τό κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἀπό τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δικάζει ὁ Θεός, ἤ θά δικάσει, δικάζει καί θά δικάσει, τότε θ’ ἀρχίσει νά δικάσει ἀπό τόν δικό Του τόν οἶκον, δηλαδή ἀπό τόν δικό Του τόν λαό, ἀπό τούς δικούς Του ἀνθρώπους, γιά νά πάει στούς πιό κάτω. Ἔτσι ὁ Θεός,παιδιά, δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἀποδίδει τήν δικαιοσύνη.
Πολλές φορές, βέβαια, ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ δικαιοσύνη ἔρχεται σέ ἀντίφαση μέ τήν ἀγάπη, καί μάλιστα εἰς τόν Θεόν ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί» (ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη) ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Δέν πρέπει βεβαίως νά ξεχνοῦμε ὅτι εἶναι καί τά δυό ὁ Θεός, καί ὅτι δέν ὑπάρχει ἀντίφασις, οὔτε ἀντίφασις, οὔτε σύγκρουσις ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτος ἀγάπη καί ἀπόλυτος δικαιοσύνη. Ἄλλοτε ἐνεργεῖ προβάλλοντας περισσότερο τήν ἀγάπη, ἄλλοτε ἐνεργεῖ προβάλλοντας περισσότερο τήν δικαιοσύνη. Νά μήν ξεχνᾶμε λοιπόν ἡ περίοδος πού περνᾶμε - Ποιά; Ἡ μεταξύ τῶν δύο παρουσιῶν τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ὁ χρόνος μεταξύ τῆς πρώτης καί δευτέρας Του Παρουσίας- εἶναι χρόνος ἀγάπης, εἶναι χρόνος Εὐαγγελίου. Ὅταν θά τελειώσει ἡ περίοδος αὐτή, τότε θά ἔρθει καί θά προβληθεῖ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Βλέπετε λοιπόν ὅτι εἶναι εἰς ἀπόλυτον βαθμόν ὅλες αὐτές… ἄς τό ποῦμε -κακῶς! ὡς ἔκφραση- ἀλλά ἄς τό ποῦμε ἀρετές τοῦ Θεοῦ, ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ὅμως σέ ἀντίφαση. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά εἴμεθα ἄνθρωποι ἀγαπῶντες καί ταυτόχρονα νά εἴμεθα ἄνθρωποι δίκαιοι. Διότι οὔτε μόνη ἡ δικαιοσύνη πρέπει νά ὑπάρχει, οὔτε μόνη ἡ ἀγάπη πρέπει νά ὑπάρχει. Διότι ἄν ὑπάρχει μόνη ἡ δικαιοσύνη, τότε θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀγάπη θά προχωροῦσε σέ μία ἀδυναμία. Καί πάλι ἄν ἡ δικαιοσύνη ὑπῆρχε χωρίς τήν ἀγάπη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι προχωροῦμε σέ μία σκληρότητα. Εἶναι λοιπόν καί τά δυό μαζί. Ἔτσι ἡ δικαιοσύνη ἀφοῦ ἔτσι εἶναι στόν Θεό, ἔτσι πρέπει νά εἶναι καί στόν ἄνθρωπο, καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι δίκαιος γιά νά μπορεῖ νά γνωρίζει τί θά πρέπει νά ἀποδίδει κάθε στιγμή στόν καθέναν καί σέ κάθε περίπτωση. Δίκαιο εἶναι ἐπί παραδείγματι, νά φροντίσεις γιά τούς γονεῖς σου ὅταν γεράσουν. Καί εἶναι δίκαιο -δέν εἶναι θέμα ἀγάπης- εἶναι πρώτιστα θέμα δικαιοσύνης, διότι καί ἐκεῖνοι σου ἔδωσαν τό εἶναι -τήν ὕπαρξιν- , σέ μεγάλωσαν, πόνεσαν, ἀγρύπνησαν γιά σένα. Τώρα λοιπόν πρέπει κι ἐσύ νά φροντίσεις γι’ αὐτούς. Αὐτό τό «πρέπει» ξαναλέγω, δέν εἶναι θέμα ἀγάπης, εἶναι θέμα διακιοσύνης. Πῶς ἐμένα οἱ γονεῖς μου μέ μεγάλωσαν, μέ ἀνέστησαν, μ’ ἔκαναν αὐτό πού μ’ ἔκαναν, δέν πρέπει κι ἐγώ λοιπόν τώρα νά φροντίσω γι’ αὐτούς πού ἔχουν γεράσει;
Ἀκόμη δίκαιον εἶναι νά σέβεται κανείς τούς διδασκάλους του. Ἐάν, παιδιά, δέν ὑπῆρχαν οἱ διδάσκαλοι πῶς θά μαθαίναμε γράμματα; Ἔλεγε, μέσα σ’ ἕνα κλῖμα δικαιοσύνης ὁ Μ. Ἀλἐξανδρος ὅτι «τό ζῆν» (δηλαδή τή ζωή) τήν ἀπέκτησε ἀπό τούς γονεῖς του, ἀλλά «τό εὖ ζῆν» (δηλαδή τό νά ζεῖ κανείς καλά) τό ὄφειλε στόν διδάσκαλό του, τόν Ἀριστοτέλη. Βλέπετε λοιπόν ὅτι εἶναι θέμα δικαιοσύνης, ὅτι πρέπει δηλαδή νά ἀπονέμουμε τόν σεβασμόν στούς διδασκάλους μας -ἐν εὐρείᾳ ἔννοια διδάσκαλος, ὄχι τοῦ Δημοτικοῦ… καί ὁ πανεπιστημιακός διδάσκαλος- τόν σεβασμό μας, εἶναι θέμα δικαιοσύνης; Τώρα καταλαβαίνετε ἐδῶ, παιδιά, πού σήμερα τά παιδιά καί οἱ νέοι δέν ἀποδίδουν τόν σεβασμόν, εἰς τούς διδασκάλους των! Δέν ἀποδίδουν, ἀλλά… ἔ, μιλοῦνε πάρα πολύ ἄσχημα γι’ αὐτούς… κι ἄλλα πολλά.
Δίκαιον εἶναι ἀκόμη νά πληρώνει κανείς τούς ἐργάτες του. Διότι σοῦ δούλεψε; Θά τόν πληρώσεις. Μάλιστα ἐπανειλημμένως ἔρχεται σ’ αὐτό σημεῖο ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Εἰδικά γι’ αὐτό τό σημεῖο, θά μιλήσει ὁ Τωβίτ λίγο πιό κάτω, δέν θά τό δοῦμε σήμερα, ὅτι «παιδί μου», λέγει, «νά πληρώνεις ἐκείνους πού σοῦ δουλεύουν». Ἄν σκεφθεῖ κανένας ὅτι ὑπάρχουν τόσοι ἀπατεῶνες ἄνθρωποι, τούς ἐξυπηρετεῖς, τούς κάνεις δουλειά, καί μετά δέν σέ πληρώνουν! Αὐτό εἶναι μία ἀδικία.
Δίκαιο ἀκόμη, παιδιά, εἶναι τήν περιουσία τήν πατρική καί μητρική, τά ἀδέλφια νά τή μοιράσουν σωστά. Σήμερα πού εἴχαμε τήν παραβολή -ὡς περικοπή Εὐαγγελική- τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ξέρετε τί ἔδωσε ἀφορμή γιά νά πεῖ ὁ Κύριος αὐτήν τήν παραβολήν; Ἐπῆγε κάποιος νεαρός (νεώτερος ἀδελφός) καί εἶπε εἰς τόν Κύριον, «Κύριε», λέγει, «πέθανε ὁ πατέρας μας, ἄφησε περιουσία, καί ὁ ἀδελφός μου τώρα μέ ἀδικεῖ!» (ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός). Κι ὁ Κύριος, ἀντί νά τοῦ ἀπαντήσει, ἀφοῦ τοῦ εἶπε, «Ποιός μέ ἔβαλε ἐμένα δικαστή νά σᾶς μοιράσω τήν περιουσία σας;», εἶπε (στά πλήθη, τούς μαθητές του… κ.λπ.) τήν παραβολή: «Ὁρᾶτε (:Προσέχετε) καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας»· διότι τί καλύπτει τήν δικαιοσύνη; Τί στραβώνει καί τυφλωνει τήν δικαιοσύνη; Μιά κακῶς νοουμένη συμφεροντολογία. Ὅτι ἐγώ νά πάρω τά πιό πολλά, ἤ μία πλεονεξία, ἐγώ νά πάρω τά πιό πολλά. Αὐτό εἶναι τό πολύ κακό. Ξέρετε τί ἰδεῶδες εἶναι, τό νά ποῦν τ’ ἀδέλφια, -ὅσα καί νά εἶναι αὐτά- «Νά τά μοιράσουμε μέ πολλή ἀγάπη καί μέ πολλή εἰρήνη, ὅ,τι ἄφησε ὁ πατέρας μας», ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ πατέρας μας δέν ἔχει ἀφήσει διαθήκη. Γιατί, ἄν ἄφησε διαθήκη, αὐτό τό ἄφησε σέ σένα, καί ἐκεῖνο τό ‘δωσε σέ μένα. Καί πάλι ἐκεῖ νά μήν ὑπάρξει ζήλια: «Γιατί ἐσένα νά ἀφήσει πιό πολλά,καί σέ μένα πιό λίγα;». Μή ξεχνᾶτε ὅτι μόνο τά χρήματα μοιράζονται στά ἴσα μέρη, ἀλλά δέν μοιράζονται, ὅμως, τά ἀντικείμενα. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ὑπάρχουν κάποια σπίτια… τό ἕνα μπορεῖ νά εἶναι καλύτερο ἀπό τό ἄλλο… ἤ διαμερίσματα, τό ‘να καλύτερο ἀπό τό ἄλλο… ἤ ἕνα βόδι! Πῶς θά τό μοιράσουμε τώρα τό βόδι; Νά τό κόψουμε σέ πόσα κομμάτια; Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα θυμᾶμαι… ἤτανε στήν Ἄλγεβρα, καλά τό θυμᾶμαι… δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει ἀκόμα στά βιβλία σας (μᾶλλον δέν θά ὑπάρχει) πού ἔπρεπε νά μοιραστεῖ ἕνα βόδι ἤ κάποια βόδια σέ κάποια παιδιά, πού δέν ἔπεφτε ἀκριβῶς, καί τότε βρῆκε τό τέχνασμα αὐτός ὁ κάποιος πού θά μοίραζε κι ἔβαλε τό δικό του τό βόδι, ἔκανε τή μοιρασιά… μετά περίσσευε ἕνα βόδι… τώρα πῶς ἔγινε;… ἤτανε πρόβλημα τῆς Ἀλγέβρας -οἱ παλαιοί θά τό θυμοῦνται (που μέ ἀκοῦνε γύρω-γύρω)-, κι ἔπαιρνε πάλι πίσω τό βόδι. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα, εἶναι μερικά πράγματα τά ὁποῖα δέν χωρίζονται ἀκριβῶς, θά πρέπει τώρα νά μαλώνουμε; Θά πρέπει σάν ἀδέλφια νά μή λέμε «Καλημέρα» σ’ ὅλη μας τή ζωή μέχρι τόν θάνατό μας; Τό θέλει ὁ Θεός αὐτό;
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἐδῶ τώρα πρέπει νά ὑπάρχει δικαιοσύνη, προσέξτε, ἡ δικαιοσύνη ἐν ἀγάπῃ, κι ὅπως καί ἡ ἀγάπη ἐν δικαιοσύνῃ. Δέν θά μπορέσω ποτέ νά ἀποδώσω δικαιοσύνη, ἐάν δέν ἔχω ἀγάπη. Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀντιφατικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι καί ἀλληλοσυμπληροῦσες ἡ μία τήν ἄλλη, ἡ μιά συμπληρώνει τήν ἄλλη. Ἔτσι, ἄν ἀγαπῶ τ’ ἀδέλφια μου, θά πῶ νά γίνει διανομή ἀπό τόν μεγαλύτερο (ἄν ἐγώ δέν εἶμαι μεγάλος), καί ὅ,τι γίνει… ὅπως μοιραστοῦν... ὅπως φανεῖ καλό… ὅ,τι μοῦ δώσουν, θά πῶ «Εὐχαριστῶ». Τελείωσε. Ἀλλά ἐκεῖνος πού κάνει τή διανομή -καί νά πάω σ’ ἕνα πολύ-πολύ μικρό πρᾶγμα- … κάποιος κάνει τήν διανομή ἀπό τ’ ἀδέλφια στό τραπέζι ἐπάνω, μιᾶς τούρτας! Προσέξτε τί εἶπα, μιᾶς τούρτας, ἑνός γλυκοῦ! Τώρα, τί θά βάλει στό πιάτο του αὐτός; Ἄν εἶναι σωστός καί δίκαιος καί νά μήν προκαλέσει ἐνδεχομένως ἕναν σχολιασμό ἤ κι ἕναν λογισμό, θά πρέπει στό πιάτο τό δικό του νά βάλει μικρότερη μερίδα ἀπ’ ὅτι θά ἔβαζε εἰς τούς ἄλλους. Πότε; Ὅταν κανείς κληθεῖ νά μοιράσει. Ὅταν τό κάνει αὐτό, πρόβλημα θά προκύψει; Ποτέ! Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι πρέπει νά ἀποδίδουμε πάντοτε τήν δικαιοσύνη, τό σωστό, νά μήν ὑπάρξει ποτέ θέμα ἀντιδικίας, καί γενικά πρέπει νά ἔχουμε τόν σεβασμό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους διότι ὅπως ἐσύ ἀπαιτεῖς κατά δικαιοσύνην νά σοῦ ἀποδοθεῖ σεβασμός, ἔτσι καί σύ πρέπει νά ἀποδώσεις σεβασμό, σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι γύρω σου. Τοῦτο -ξαναλέγω- κατά δικαιοσύνην. Ἕνας λαός χωρίς δικαιοσύνη εἶναι ἄνομος καί ἡ ἀδικία δέν εἶναι παρά στήν ἔλλειψη σεβασμοῦ, στούς νόμους καί τούς πολίτες καί τότε σ’ αὐτόν τόν λαό ὑπάρχει ἡ ἀναρχία καί ἡ ἀνασφάλεια. Ἔτσι ξεφυτρώνουν αὐτά τά ζιζάνια, ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη.
Ἡ δικαιοσύνη δέν πρέπει νά παρασύρεται -σᾶς τό ‘πα καί πιό μπροστά- ἀπό τήν συμπάθεια. Ὄχι τήν ἀγάπη, τήν συμπάθεια. Γιατί τότε πέφτει εἰς τήν προσωποληψία, ὅτι «Ἐγώ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τόν συμπαθῶ ἀλλά δέν συμπαθῶ τόν ἄλλον, κι ἄν πρέπει τώρα νά τούς μοιράσω κάτι, θά δώσω κάτι περισσότερο σέ ἐκεῖνον τόν ὁποῖον συμπαθῶ καί λιγότερο σέ ἐκεῖνον τόν ὁποῖον λιγότερο συμπαθῶ». Ἡ δικαιοσύνη, παιδιά, εἶναι μιά δύσκολη ἀρετή, εἶναι πάρα πολύ δύσκολη ἀρετή, γιατί πρέπει νά παραβλέπει τίς κλίσεις, τίς ἀποκλίσεις τῆς καρδιᾶς, ἀλλά καί των παθῶν, καί τῶν συμφερόντων, καί τῆς ἰδιοτελείας. Πρέπει νά σταθεῖ πιό πάνω ἀπό ὅλα αὐτά γιά νά μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ ἡ δικαιοσύνη. Καί ἡ δικαιοσύνη πρέπει νά εἶναι μία ἀρετή ἰσόβιος. Ἄν κάποτε γίνετε γονεῖς, ἐκεῖνα πού θά δώσετε στά παιδιά σας, θά εἶναι κατά δικαισούνην. Ἀπό τήν μόρφωση μέχρι τήν περιουσία… ὁτιδήποτε. Ἄν οἱ γονεῖς σας αὐτήν τήν στιγμή δέν σᾶς δώσουν ἐκεῖνο πού θά θέλατε κατά δικαιοσύνην (μόρφωση ἤ περιουσία), δέν πειράζει… οἱ ἄνθρωποι τόσο καταλάβαιναν, τόσο μποροῦσαν, τόσο ἔνιωθαν. Ἄν καί κεῖνοι στήν ἐποχή τους ἄκουγαν κατηχητικά μαθήματα (ὅπως ἀκοῦτε ἐσεῖς), δέν θά μποροῦσαν κι ἐκεῖνοι νά εἶναι καλιεργημένοι; Ποτέ λοιπόν μή κακίσουμε, ἐμεῖς τί μποροῦμε νά εἴμεθα, ὄχι ὁ ἄλλος ἄν εἶναι λίγο ἤ πολύ ἄδικος. Ἐμεῖς τί πρέπει νά εἴμεθα, νά εἴμεθα ἄνθρωποι δίκαιοι. Καί τέλος, θά ‘θελα νά σᾶς ἔλεγα ὅτι ἀπό τίς δέκα ἐντολές πού ὑπάρχουν καί δέν εἶναι παρά μία ἐπιτομή ὅλων τῶν ἐντολῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης -ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης! Μήν ξεχνᾶτε ὅτι ὁ Δεκάλογος τῶν ἐντολῶν, δέν εἶναι ἕνας Δεκάλογος πού ἔχει πέσει σέ ἀχρηστία ἐπειδή ἐδόθη εἰς τόν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν ὁ Κύριος ἐμίλησε γιά τίς ἐντολές συνεπλήρωσε, τίς ἔκανε τελειότερες ἀκόμα, δέν καταργοῦνται, ἐκεῖνο πού καταργεῖται εἶναι ὁ τελετουργικός νόμος… οἱ θυσἰες τῶν ζώων… κ.λπ. ἤ ἡ δικαίωση ἀπό τίς θυσίες τοῦ νόμου τοῦ τελετουργικοῦ κ.λπ.
Λοιπόν, οἰ τέσσερις πρῶτες ἐντολές ἀναφέρονται στόν Θεό, καί οἱ ἕξι τελευταῖες ἀναφέρονται στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Θά πρέπει νά εἴμεθα δίκαιοι καί ἀπέναντι στό Θεό. Ὅταν ἐπί παραδείγματι, μᾶς δίνει τόσα ἀγαθά ὁ Θεός, δέν πρέπει ἐμεῖς νά τόν σεβόμαστε, νά τόν τιμοῦμε, νά τόν λατρεύουμε; Ὅταν πηγαίνουμε νά λειτουργηθοῦμε δέν ὑποβάλλουμε στόν Θεό σέ κάποια, θά λέγαμε, ὑποχρέωση… ἔτσι, τί παράξενο πρᾶγμα νά τό νομίζουμε αὐτό; Ὄχι παιδιά, ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη, καί ἄν τό θέλετε, πηγαίνουμε νά ἀποδώσουμε καί τήν δικαιοσύνη μας στόν Θεό. Νά Τόν λατρεύσουμε… γιατί, τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, δέν εἶναι λατρεία τοῦ Θεοῦ; Ἡ κατ’ ἐξοχήν λατρεία τοῦ Θεοῦ; Ἐφόσον λοιπόν ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει τόσα ἀγαθά, ὀφείλουμε -ἀκούσαστε τί εἶπα;- ὀφείλουμε νά Τόν εὐχαριστήσουμε, ὀφείλουμε νά Τόν λατρεύσουμε. Αὐτό τό «ὀφείλομεν» εἶναι στόν χῶρο τῆς δικαιοσύνης. Δίκαιο δέν ἦτο νά γυρίσει ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα λεπρούς καί νά πεῖ τό εὐχαριστῶ του εἰς τόν Κύριον; Δίκαιο δέν ἦτο; Λοιπόν καί οἱ ἕξι τελευταῖες ἐντολές, τό ἴδιο. Ὅταν λέγει «Οὐ κλέψεις», δέν εἶναι θέμα δικαιοσύνης; Διότι ὅταν κλέψεις τόν ἄλλον, τόν ἀδικεῖς. Ὅταν λέγει «Οὐ μοιχεύσεις»… «Μήν ἐπιθυμήσεις τά πράγματα τά ξένα, τοῦ ἀλλουνοῦ», δέν εἶναι θέμα δικαιοσύνης πού πρέπει πολύ νά προσέξουμε; Ἄρα βλέπετε ὅτι ἄν κανείς δέν ἔχει τήν δικαιοσύνη, τό αἴσθημα τῆς ἀρετῆς τῆς δικαιοσύνης, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμόσει ἀκόμα καί τίς ἐντολές! Οὔτε τίς τέσσερις πρῶτες στόν Θεό, οὔτε τίς ἕξι τελευταῖες στόν πλησίον του. Νά γιατί σᾶς εἶπα ὅτι θεμελιώδης ἀρετή εἶναι ἡ δικαιοσύνη, καί λέγει τώρα ὁ Τωβίτ στόν Τωβία, «Δικαιοσύνην ποίει -νά κάνεις, δηλαδή- πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας»· «καί μήν πορευθεῖς στούς δρόμους τῆς ἀδικίας».
Ἀλλά προχωρεῖ ὅμως καί λέγει ἀκόμα ἕνα σημεῖον γιά τό θέμα τῆς δικαιοσύνης -ἄν καί θά μιλήσει γιά τή δικαιοσύνη, ἀλλά τώρα ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ: «Διότι ποιοῦντός σου τὴν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν δικαιοσύνην». «Διότι», λέγει, «ὅταν κάνεις τήν ἀλήθειαν (θά τό δοῦμε αὐτό) γιά σένα θά ὑπάρχει εὐόδωσις -Ποῦ; Στά ἔργα σου- καί σ’ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κάνουν τήν δικαιοσύνη». Δηλαδή, ἀκοῦστε, κάνουν, (ποιῶ δικαιοσύνην, ἔχει σημασία), δηλαδή τήν ἁγιότητα. Τώρα ἡ λέξις ἐδῶ «δικαιοσύνη» δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἁγιότητας. Γιά νά τό δοῦμε. Κατ’ ἀρχάς ἐκεῖνο τό «ποιοῦντός σου τήν ἀλήθειαν». «Ποιῶ τήν ἀλήθειαν». Δέν εἶναι ἡ διατύπωσις «λέγω τήν ἀλήθειαν», ἀλλά «ποιῶ τήν ἀλήθειαν». Ἐκφράζει τήν πρἁξιν τῶν ἁγιογραφικῶν ἀληθειῶν. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης πάρα πολύ πυκνή χρήση κάνει τῆς ἐκφράσεως, «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν». Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες θά λέγαμε: «ὁ λέγων τήν ἀλήθειαν», διότι θεωροῦμε τήν ἀλήθεια ἕνα προϊόν τῆς διανοίας καί συνεπῶς θά πρέπει νά «λέγω τήν ἀλήθειαν». Ἐδῶ στήν ἑβραϊκή φιλολογία «ποιῶ τήν ἀλήθειαν» θά πεῖ πράττω τήν ἀλήθειαν. Συνεπῶς πρόκειται περί πράξεως. Αὐτό νά τό γνωρίζετε. Ἀκόμη ἐκεῖνο πού λέγει: «νά κάνεις τήν ἀλήθειαν», δηλαδή νά ἔχεις σάν πράξη σου τό ἀληθινό, ὅτι θά ἔχεις εὐοδίες, θά πεῖ «εὖ» (πού θά πεῖ καλῶς) καί «ὁδός», δηλαδή «θά σοῦ βγαίνουν σέ καλό». Θά ἔχεις εὐόδωση. Τό λέμε καί στή γλῶσσα μας, τήν νεοελληνική· εὐόδωση. Μᾶς θυμίζει τήν ἐντολή πού λέγει: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται… κλπ.» γιά νά σοῦ βγεῖ σέ καλό. Νά σοῦ γίνεται πάντα κάτι καλό. Ἐγώ θυμᾶμαι πού ἔλεγε ἡ μητέρα μου τήν ἐξῆς εὐχή -τήν ὁποία λένε οἱ μητέρες, δέν ξέρω ὅλες, πάντως τήν λένε τήν εὐχή αὐτή- ὅταν με κάποιο τρόπο τήν εὐχαριστοῦσα τή μητέρα μου, τῆς ἔκανα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἤθελε, τότε μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου νά πιάνεις χῶμα καί νά γίνεται μάλαμα». Εἶναι τοῦ λαοῦ μας αὐτή ἡ παροιμία. Δηλαδή «ὅλα νά σοῦ πηγαίνουν πολύ καλά». Εἶναι σπουδαῖο αὐτό τό πρᾶγμα, πολύ σπουδαῖο· «ἵνα εὖ σοι γένηται…», «γιά νά ἔχεις», λέγει, «εὐοδίες» -ξαναλέγω: μέ ὄμικρον- πού θά πεῖ «ὅλα νά σοῦ πηγαίνουν καλά».
Βέβαια πράγματι τό ἀποτέλεσμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, δέν εἶναι παρά ἡ εὐόδωσις τόσο τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ὅσο καί τῶν ὑλικῶν. Πηγαίνουμε καλά κι ἔχουμε προκοπή καί στά πνευματικά μας, καί στά ὑλικά μας πράγματα. Ἔτσι βλέπει κανένας, ὅταν ὁ Ἰωσήφ πουλήθηκε εἰς τόν Πετεφρῆ (ἐκεῖνον τόν αὐλικόν τοῦ Φαραώ), νά τοῦ λέγει ὅτι «Παιδί μου, ἀπό τόν καιρό πού σ’ ἀγόρασα -καί ξέρετε τότε ὁ Ἰωσήφ ἦτο 18 ἐτῶν, ἦτο στήν ἡλικία πολλῶν ἀπό σᾶς- ὅλα στό σπίτι μου εἶναι εὐλογημένα». Ἀκοῦστε τό ἀρχαῖο κείμενο, εἶναι ἀπό τό 39ον κεφάλαιον τῆς «Γενέσεως»: «Καὶ ἦν Κύριος μετὰ ᾿Ιωσὴφ», «καὶ ἦταν ὁ Κύριος μαζί μέ τόν Ἰωσήφ (ἐπωλήθη ὁ Ἰωσήφ, ἀλλά ὁ Κύριος δέν τόν χωρίστηκε), γιατί τηροῦσε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰωσήφ. Κι ἀκόμη ξέρετε δέν ὑπῆρχε ὁ Δεκάλογος! Ὁ Δεκάλογος δόθηκε ὕστερα περίπου ἀπό 450 χρόνια. «Καί ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων (:ἦταν ἄνδρας νέος) -ἀκοῦστε αὐτό-ἐπιτυγχάνων (:πετυχημένος) … ᾔδει δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ, ὅτι ὁ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ - ἐγνώριζε, λέει, τό ἀφεντικό του ὅτι ὁ Κύριος ἦταν μαζί μέ τόν Ἰωσήφ- καὶ ὅσα ἐὰν ποιῇ, Κύριος εὐοδοῖ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ (:και ὅ,τι κάνει ὁ Κύριος, τό εὐοδώνει στά χέρια τοῦ Ἰωσήφ). Καὶ ηὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διὰ ᾿Ιωσήφ, (:χάριν τοῦ Ἰωσήφ ὁ Κύριος εὐλόγησε τό σπιτικό τοῦ Πετεφρῆ) καὶ ἐγενήθη -ἀπό τό ρῆμα γίγνομαι- εὐλογία Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ ἐν τῷ οἴκῳ καὶ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε ὁ Πετεφρῆς ἤ στό σπίτι του ἤ στά χωράφια του, ὅλα εἶχαν εὐλογία. Γιατί; Γιατί εἶχε ἕναν ἄνθρωπο μέσ’ στό σπίτι του πού ἐλέγετο Ἰωσήφ, μαζί μέ τόν ὁποῖον ἦτο ὁ Κύριος. Σᾶς συγκινεῖ ἐκεῖνο τό «ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων»; «Ἂνδρας πού ἐπιτυγχάνει»; Ποιός δέν θά ἤθελε νά εἶναι ὁ ἄνδρας πού πετυχαίνει στήν ζωή του, ὁ λεγόμενος «πετυχημένος ἄνθρωπος»; Καί πετυχημένος, σωστά πετυχημένος. Ἐγώ θά ‘θελα νά σᾶς ἔλεγα, νά τό ζηλέψετε αὐτό. Ἄν θέλετε νά γίνετε πετυχημένοι ἄνθρωποι, τηρεῖτε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, και ἔχετε τόν φόβον τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ὁποῖο φόβο τοῦ Θεοῦ ἤδη σέ τρία θέματά μας ἔχουμε μιλήσει.
Τό ἴδιο ἀποτέλεσμα συμβαίνει «καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν δικαιοσύνην». Δηλαδή σ’ ὅλου ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πράτουν ἤ μετέρχονται (καλύτερα) τήν ἁγιότητα. Ὄχι τώρα δκαιοσύνη μέ τή στενή σημασία ἀλλά μέ τήν εὐρεῖα, πού θά πεῖ ἁγιότητα. Καί ἁγιότητα ὅταν λέμε, ἐννοοῦμε ἀρνητικά, νά ἀποφεύγει κανείς τήν ἁμαρτία, θετικά νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Φέρ’ εἰπεῖν, «οὐ κλέψεις» εἶναι ἀρνητική ἁγιότητα, δηλαδή ἡ ἀρνητική πλευρά τῆς ἁγιότητος. «Τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου… » εἶναι ἡ θετική πλευρά τῆς ἁγιότητος. Γιατί ὁ Θεός λέγει: «Ἅγιοι γίνεσθε καθώς ἐγώ ἅγιος εἰμί». «Νά γίνεσθε», λέγει, «ἅγιοι, γιατί Ἐγώ εἶμαι ἅγιος». Καί ἤ ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Κυρίου: «Ἒσεσθε οὗν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῦς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν». Τέλειοι -κατ’ ἄνθρωπον, ὅσο τό δυνατόν- ὅπως καί ὁ πατέρας σας εἶναι τέλειος. Κι ὅμως ὁ κόσμος καί ὁ διάβολος, παιδιά, ἔχουν γελοιοποιήσει τήν ἁγιότητα, καί λένε: «Ἂ, θέλεις ἅγιος νά γίνεις;». Ναί, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά γίνουμε ἅγιοι. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τοῦτο ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ὑμῶν». Αὐτό εἶναι, λέγει, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός σας. Καί στήν «πρός Ἑβραίους» θά πεῖ «Διώκετε τόν ἁγιασμόν οὗ χωρίς οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον». «Νά ἐπιδιώκετε», λέει, «τόν ἁγιασμόν, χωρίς τόν ὁποῖον, κανείς δέν θά μπορέσει νά δεῖ τόν Κύριο». Ὥστε, λοιπόν, ἐδῶ θά πρέπει νά πράττουμε τήν ἀλήθεια, ὡς πρᾶξις ἡ ἀλήθεια πού εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν καί θά πρέπει νά ἐπιζητοῦμε καί νά «διώκουμε» (:νά ἐπιδιώκουμε) τήν ἁγιότητα, τήν δικαιοσύνη πού λέγει ἐδῶ, γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Θά ‘θελα νά σᾶς ἐρωτήσω: Δέν εἶναι ὡραῖες συμβουλές αὐτές πού δίνει ὁ Τωβίτ στόν Τωβία; Ἔ, δέν τίς δίνει μόνο στόν Τωβία, τίς δίνει καί σέ ὅλους ἐμᾶς …