29 Νοεμβρίου 2021

Ἡ ἐργασία τῆς γυναίκας ἔξω ἀπό τό σπίτι, δημιουργεῖ μεγάλα προβλήματα. Περί φεμινισμοῦ κ.λ.π.

†.Ἐἴχαμε μείνει σ’ ἐκείνη τήν περιπέτεια τοῦ Τωβίτ, ὁ ὁποῖος εἶχε τό ἀτύχημα - ἀλλά δέν ὑπάρχει ἀτύχημα διά τόν εὐσεβῆ- εἶχε τό ἀτύχημα νά χάση τά μάτια του ἐκεῖ πού τήν νύχτα εἶχε μείνει ἔξω ἀπό τό σπίτι του, στήν αὐλή του, ἐπειδή νομικά ἦταν ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά περάση κάποιος χρόνος καθορισμένος ἀπό τό νόμο καί μετά νά εἰσέλθη μέσα εἰς τό σπίτι. Καί ἐπειδή ἐκοιμήθη ἔξω, ἐνθυμεῖσθε, ὅπως εἶχε τά μάτια του ἀνοιχτά, κοιτοῦσε πρός τόν οὐρανό, εἶχε σκέψεις καί τά λοιπά. Ἐσκέπτετο ὅλη ἐκείνη τή ζοφερή κατάστασι πού περνοῦσαν οἱ πατριῶτες του, στήν ξένη ἐκείνη χώρα τῆς αἰχμαλωσίας. Ἐκεῖνα τά σπουργιτάκια κουτσούλησαν. Ἔπεσε ἡ κουτσουλιά στά μάτια του. Τοῦ δημιούργησε προβλήματα αὐτή ὅλη ἡ ἱστορία  καί ἔπαθε γλαυκώματα, ὅπως λέει ἐδῶ· λευκώματα, δηλαδή κάτι πού ἔδειχνε ὅτι τά μάτια του εἶχαν ἀσπρίσει. Ἔχασε τό φῶς του, ἐτυφλώθη.

    Ἀλλά συνέβη καί κάτι ἄλλο. Ἐνῶ ὁ Ἀχιάχαρος, ἕνας συγγενής του, ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ οἰκονόμος τοῦ Βασιλέως καί τόν εἶχε προσλάβει καί τόν Τωβίτ εἰς τό παλάτι, ἐνθυμεῖσθε, πού εἶχε ἐκεῖ δείξει ὁ Θεός ὅλη Του τήν πρόνοια εἰς τό νά βρίσκη νά τρώγη ὁ Τωβίτ ὅ,τι ὁ νόμος ἐπέτρεπε, κι ἐκεῖ ἦλθε μία ἀτυχία. Ἄν ὑπάρχουν ἀτυχίες γιά τούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους! διότι ὁ Θεός δοκιμάζει τούς ἀνθρώπους καί εἰς τά ἀγαθά, ἀλλά καί εἰς τά δεινά. Δηλαδή δίδει ὁ Θεός καί σέ δοκιμάζει ἐκεῖ: τί χρήσι θά κάνεις. Τά παίρνει ὁ Θεός γιά νά δῆ πῶς θά σταθῆς. Μή νομίσετε δέ ὅτι δέν ὑπάρχει δοκιμασία καί εἰς τίς δυό καταστάσεις, ὅτι μόνο δοκιμασία ὑπάρχει στήν περίοδο τῆς δυστυχίας καί ὄχι τῆς εὐτυχίας. Γιατί πολλοί ἄνθρωποι ξεχνοῦν τόν Θεό στήν εὐτυχία. Κι ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι εἶναι πλέον ἐπικίνδυνη ἡ περίοδος τῆς εὐτυχίας ἀπό τήν δυστυχία. Γιατί στήν δυστυχία πολλοί θυμοῦνται τό Θεό, στήν εὐτυχία ὅμως ποιός; Γι’ αὐτό ὁ Θεός δοκιμάζει καί μέ τίς δυό πλευρές. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμφανισθῆ καί στίς δυό πλευρές δόκιμος, τόν βραβεύει ὁ Θεός.

    Ἔτσι χάνει τά μάτια του! Συνεπῶς, ἀνίκανος πλέον νά ἐργασθῆ καί νά συντηρήση τήν οἰκογένειά του. Ἀλλά καί ὁ Ἀχιάχαρος, ὁ συγγενής του, ἔπεσε στή δυσμένεια τοῦ Βασιλέως καί ἐξορίσθη, διότι ἐνῶ εἶχε τυφλωθεῖ ὁ συγγενής του τόν ἔτρεφε, δηλαδή τοῦ ἔδινε χρήματα καί συνετηρεῖτο μέ τά χρήματα τοῦ συγγενοῦς του. Τώρα ἐσταμάτησε καί ἐκείνη ἡ πηγή καί ἀντιλαμβάνεσθε, παιδιά, δέν ὑπῆρχε πλέον τρόπος νά συντηρηθῆ ὁ Τωβίτ. Τί θά γίνη; Πῶς θά ζοῦσε αὐτή ἡ οἰκογένεια;

    Φαίνεται ὅτι ὁ υἱός, ὁ Τωβίας, ἦτο ἀνήλικος· ἀγόρι μέν, ἀλλά μικρό παιδί. Διότι ἀλλιώτικα θά ἔβγαινε τό παιδί νά δουλέψη. Γι’ αὐτό τό λόγο δέν ὑπῆρχε ἄλλη λύσι, ἐκτός ἀπό τό νά βγῆ νά ἐργασθῆ ἡ σύζυγος, ἡ Ἄννα. Βεβαίως τήν ἐποχή ἐκείνη γυναῖκες δέν ἐμορφώνοντο· καί οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ἀνδρῶν, κατά μείζονα λόγο μάλιστα οἱ γυναῖκες. Δέν ἔμενε ἄλλο περιθώριον ἐργασίας διά μία γυναῖκα ἔξω ἀπό τήν χειρονακτικήν ἐργασίαν. Καί ἐπειδή βεβαίως δέν ὑπῆρχαν ὅπως στήν ἐποχή μας οἱ βιομηχανίες, μία πρόχειρη ἐργασία γιά τίς γυναῖκες ἦταν τά χωράφια καί ὁ ἀργαλειός. Ἡ ὑφαντική καί οἱ ἐργατικές ἐργασίες εἰς τά χωράφια. Φαίνεται ὅτι ἡ Ἄννα ἐγνώριζε ὑφαντική. Ἔτσι ἄρχισε νά ἐργάζεται εἰς τήν ὑφαντική. Εἴτε εἰς τό σπίτι της ἠργάζετο, εἴτε ἔξω ἔβγαινε. Τό θέμα εἶναι ὅτι ἄρχισε νά ἐργάζεται.

   Ἐδῶ θά ἤθελα λίγο νά μείνω, ἄν καί πολύ θά ἐπιθυμοῦσα πολύ νά μείνω, διότι αὐτό τό θέμα τῆς ἐργασίας τῆς γυναικός ἔξω ἀπό τό σπίτι εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, πιστέψτε με, προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ἡ σύγχρονη οἰκογένεια. Ἡ κανονική φόρμα τῶν πραγμάτων εἶναι ὅτι: ἡ γυναῖκα δέν βγαίνει ποτέ ἔξω νά δουλέψη. Ἐδῶ καί δέκα χρόνια πίσω, ἀκόμη διετηρεῖτο αὐτή ἡ ἀντίληψις. Τόσο λίγο, δέκα χρόνια! ὅτι ἡ γυναῖκα δέν βγαίνει ἔξω νά δουλέψη. Βεβαίως αὐτή ἡ ἀντίληψις ἔχει ἤδη καταστρατηγηθεῖ, ἔχει παραβιαστεῖ. Θά λέγαμε πολλά χρόνια ἰδίως μετά τόν πόλεμο, τό Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αὐτή ἡ ἀντίληψις ὁπωσδήποτε παραβιάστηκε.    

   Παλαιότερα, ἄν ρωτήσετε τίς γιαγιές σας θά σᾶς τό ποῦν αὐτό, ἦταν ἀδιανόητο νά βγαίνη ἡ γυναῖκα ἔξω νά δουλεύη, ἐθεωρεῖτο ὑποτιμητικόν. Μάλιστα ὑπῆρχε ὁ ἑξῆς χαρακτηρισμός «ξενοδουλεύει». Ἡ γυναῖκα «ξενοδουλεύει»! Ἐπειδή δέ οἱ πιό πολλές γυναῖκες στά παλιότερα χρόνια δέν ἐπήγαιναν σχολεῖο, οἱ πιό πολλές ἔξω ἀπό τό δημοτικό, γι’ αὐτό ἔκαναν δουλειές ὑπηρετικοῦ προσωπικοῦ: σάν ὑπηρέτριες, σάν πλύστρες, στά χωράφια, ἤ ξέρω γώ στά ἐργοστάσια καί τά λοιπά. Ἐνθυμοῦμαι δέ προπολεμικά, πρό τοῦ 1940, τό ἡμερομίσθιο τῆς γυναικός ἦταν δεκαέξι δρχ.! Τοῦ ἀνδρός ἦτο πενήντα δρχ. καί τῆς γυναικός τό ἡμερομίσθιο τό ἐργατικό ἦταν δεκαέξι δρχ.!

   Πάντως ἦταν ὑποτιμητικό γιά τή γυναῖκα νά βγαίνη ἔξω. Καί δέν ἔβγαινε παρά μόνον ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη, πολύ μεγάλη ἀνάγκη. Αὐτή ἡ ἀνάγκη δέν ἦταν παρά, ἤ ὁ σύζυγος -ἄν ἦταν ἔγγαμος γυναῖκα- ἦταν ἄρρωστος, ἀνίκανος πρός ἐργασίαν ἤ ὁ πατέρας -ἄν ἦταν κοπέλα- ἦταν ἀνίκανος κι αὐτός πρός ἐργασίαν, κάποιο πλῆγμα τόν βρῆκε, ἔπαθε ἕνα ἀτύχημα, δέν ἐπαρκοῦσε ἡ ἀσφάλεια ἐνδεχομένως πού μποροῦσαν νά ἔχουν -σημειώσατε ὅτι καί ἡ ἀσφάλεια δέν ὑπῆρχε παλιά στήν Ἑλλάδα, οἱ κοινωνικές ἀσφαλίσεις εἶναι μόλις λίγο πρό τοῦ 1940, ξεκίνησαν μόλις… μόλις- ὅποτε ἡ γυναῖκα ἤ ἡ κοπέλα ἔβγαινε νά ἐργασθῆ. Δέν θά μποροῦσε ποτέ κανείς νά κατηγορήση μία τέτοια γυναῖκα πού θά ἔβγαινε νά δουλέψη.

   Στό βιβλίο τῆς «Ρούθ», βλέπομε τήν Ρούθ νά βγαίνη νά δουλέψη γιά νά συντηρήση καί τόν ἑαυτό της καί τήν πεθερά της τήν Νωεμίν. Καί ἡ ἐργασία της δέν εἶναι παρά νά μαζεύη στάχυα εἰς τούς ἀγρούς. Δέν εἶναι λοιπόν κατηγορία ὅταν ὑπάρχη ἀνάγκη. Ἀλλά ἀνάμεσα στά πάρα πολλά πού ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀλλάξει, πού ἡ φυσιογνωμία της  εἶναι πολύ διαφορετική ἀπό ἐκείνη, τήν ὁποία αἰῶνες ὁλοκλήρους εἶχε ἡ κοινωνία μας καί ἡ οἰκογένεια, σήμερα ἡ κοπέλα πού μορφώνεται, νομίζει καί τό θεωρεῖ ἐπιβεβλημένο ὅτι πρέπει νά ἐργασθῆ.

   Ὑπάρχει ἕνα ἐπιχείρημα. Τό ἐπιχείρημα ὅτι πρέπει νά ἀξιοποιήση ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχει μάθει. Τό θεωρεῖ αὐτό τόσο αὐτονόητο ἐπιχείρημα, ὥστε ἄν αὐτή τή στιγμή ἤθελα ἐγώ νά κάνω ἐδῶ σέ σᾶς ἕνα τέστ, μία δοκιμασία, «ἡ κάθε κοπέλα ἀπό ἐσᾶς πῶς σκέφτεται παρακάτω», εἶναι πολύ μικρό τό ποσοστό, ὅσες εἶστε, νά βρῶ δυό τρεῖς κοπέλες, ἴσως καί νά μή τίς βρῶ καί αὐτές, πού νά μοῦ ποῦν ὅτι· «ἐγώ ἔχω σκοπό, ὅταν τελειώσω τό Γυμνάσιο νά μείνω στό σπίτι μου». Ὅλες οἱ κοπέλες θά μοῦ πῆτε ὅτι σκοπόν ἔχετε κάτι νά σπουδάσετε. Καί ἐάν θά ἐρωτηθῆτε γιατί θέλετε νά σπουδάσετε, ὁπωσδήποτε δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο τό ἰδανικό τῆς σπουδῆς πού ὑπῆρχε στήν ἀρχαία Ἑλλάδα: «ἡ σπουδή γιά τή σπουδή!».

    Διότι ἡ μόρφωσις ἦταν γιά τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἕνα ἰδανικό χωρισμένο ἀπό τόν βιοπορισμό. Ὁ ἄνδρας ἐμορφώνετο, ἐγίνετο φιλόσοφος ἐάν θέλετε, ταξίδευε σέ τόπους μακρινούς γιά νά ἀποκτήση σοφία. Ἐπλήρωνε ἁδρά δασκάλους νά μάθη τήν ρητορική ἤ τήν γραμματική ἤ τήν μουσική ἤ ὅ,τι ἄλλη σοφία, ὄχι μέ σκοπό νά ζήση, ἀλλά γιά νά εἶναι μορφωμένος. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια, ἡ μόρφωσι δέν εἶχε καμμία σχέσι μέ τό βιοπορισμόν.

   Σήμερα ἡ μόρφωσις συνδέεται μέ τόν βιοπορισμόν, ὁπότε ἡ κοπέλα ἡ ὁποία θά μορφωθῆ, θά βγάλη τό γυμνάσιο καί ἐν συνεχείᾳ θά ἤθελε νά πάη καί σέ ἄλλες σχολές μέσες ἤ ἀνώτερες ἤ ἀνώτατες, ἡ κοπέλα αὐτή σκοπόν ἔχει νά ἐργασθῆ. Γι’ αὐτό, ἄν ἔκανα ἕνα τέστ, σᾶς εἶπα, ἀνάμεσά σας, εἶναι ζήτημα ἐάν θά ἔβρισκα δυό τρεῖς κοπέλες πού θά ἤθελαν τελικά νά μείνουν μόνον εἰς τό σπίτι, ἔστω καί βγάζοντας τό γυμνάσιο. Ξαναλέγω, μέ τό ἐπιχείρημα «πῶς θά ἀξιοποιήσωμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομε μάθει».

   Ἀλλά, ὅπως ἡ ἐποχή μας ἔχει χαρακτηριστικό νά πετάη στόν ἀέρα καθετί κατεστημένο κάνοντας κριτική, θά νόμιζε ἡ ἐποχή μας ὅτι αὐτή κρατάει τήν τελευταία λέξι τῆς μή ἀναθεωρήσεως τῶν ὅσων ἡ ἰδία πράττει; Διότι, αὐτό τό ὁποῖο ἡ ἴδια ἐργάζεται αὐτή τή στιγμή, δέν γίνεται κατεστημένον; Καί ἅμα γίνεται κατεστημένον, αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνη ἀντικείμενον κριτικῆς; Καί αὐτό πού θεωρεῖ ὅτι εἶναι αὐτονόητο «νά ἐργασθῆ ἐπειδή μορφώθηκε», εἶναι αὐτονόητο; Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια, μποροῦμε νά τό ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνα δεδομένο; Καί δέν θά ἀρχίση νά γίνεται ἕνα ζητούμενο, «ἂν ἡ κοπέλα πρέπει νά βγαίνη νά ἐργασθῆ ἐπειδή ἐμορφώθηκε;»

   Θά ἀρχίση νά γίνεται αὐτό. Θά ἀρχίση νά γίνεται ἐκ τῶν πραγμάτων, διότι ἡ σύγχρονη κοπέλα πού βγαίνει καί ἐργάζεται, καί πού στήν πραγματικότητα πλέον δέν ἔχει ἀνάγκη διά νά ἐργασθῆ, διότι δέν ὑπάρχει οἰκονομική πίεσι οὔτε σάν κοπέλα ἀπό τούς γονεῖς της, οὔτε σάν σύζυγος ἀπό τόν ἄνδρα της, ἀλλά βγαίνει γιατί ἔγινε τῆς μόδας, ἔγινε ἕνα στοιχεῖο πού ἡ σύγχρονη κοπέλα, ἡ σύγχρονη γυναῖκα νομίζει ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν θά γίνη ἕνας κοινωνικός παράγων, ὅτι... ὅτι... ὅτι θά πρέπη νά προσθέση στά οἰκονομικά τοῦ σπιτιοῦ τά δικά της οἰκονομικά γιά νά ὑπάρχη μία ἄνεσι. Γιατί «πῶς θά πάρουν τό αὐτοκίνητο;», «πῶς θά πάρουν ἕνα μεγάλο διαμέρισμα, ἤ περισσότερα διαμερίσματα;» ἤ «πῶς θά μποροῦν νά πηγαίνουν στά κέντρα διασκεδάσεως;» ἤ «πῶς θά μποροῦν νά ἔχουν μία ἄνεσι, νά κινοῦνται πολυτελῶς καί νά προσθέτη συνεπῶς καί ἐκείνη καί τά δικά της ἔσοδα εἰς τά κοινά ἔσοδα τοῦ ἀνδρός της γιά νά ἔχουν αὐτήν τήν εὐμάρειαν;». Αὐτά ὅμως ὅλα εἶναι αὐτή τή στιγμή μία μόδα. Ἄν τό θέλετε εἶναι ἕνας σνομπισμός.   

    Δυό πράγματα δέν κατάφερα μέχρι σήμερα! Καί ποῦ; Ὄχι σάν συμβουλή, ἀλλά ἐν μυστηρίῳ ἐξομολογήσεως, πού ὑποτίθεται ὅτι ὁ ἄλλος πού ἔρχεται νά ἐξομολογηθῆ εἶναι ἕτοιμος νά ἀκούση τί θά τοῦ πῆ πνευματικός, γιατί πηγαίνει οἰκείᾳ βουλήσει, δέν πηγαίνει γιατί τόν πηγαίνουν. Καί συνεπῶς εἶναι διατεθημένος νά ἀκούση ὅ,τι θά τοῦ εἰπωθῆ. Ἔ, πάρα ταῦτα, δυό πράγματα δέν κατάφερα, παιδιά, μέχρι σήμερα τά τελευταῖα χρόνια νά ἐπιτύχω. Εἰς τούς μακρυμάλληδες, τά ἀγόρια, νά κόψουν τά μαλλιά τους. Ὅ,τι συμβουλές καί ἄν εἶπα, ὅ,τι ἀπειλές καί ἄν ἐξετόξευσα, ὅσο κι ἄν ἐπέπληξα, ὅσο κι ἄν ὁμίλησα καί κορόιδεψα καί εἶπα ὅτι «τί μαλλιά εἶναι αὐτά, παιδάκι μου, τί ψεῖρες θά ἔχουν ἐπάνω», ἤ «δέν ντρέπεσαι σάν γυναῖκα εἶσαι», πού νά τούς κάνω γελοίους, ἤ «τήν Θεία Κοινωνία νά κόψω»! Ναί! δέν κατάφερα ἕναν νά τόν κάνω νά κόψη τά μαλλιά του! Καί τό δεύτερο; Δέν κατάφερα κοπέλα, ἡ ὁποία ἐργάζεται, νά τήν κάνω νά μήν ἐργάζεται, ἐάν ἡ ἰδία δέν τό κατενόησε. Βεβαίως ὑπῆρξαν κοπέλες, οἱ ὁποῖες εἶπαν δέν θά δουλέψωμε. Τό κατενόησαν μόνες τους. Ἐγώ νά τίς βοηθοῦσα νά τό κατανοήσουν, σᾶς βεβαιώνω, ἔχω σημειώσει οἰκτράν ἀποτυχία.

    Ἡ αἰτία δέν εἶναι δύσκολο νά ἀναζητηθῆ. Εἶναι, παιδιά, ὁ σνομπισμός! Δέν ὑπάρχει πιό φοβερό πρᾶγμα ἀπό τήν λατρεία τῆς θεότητος, πού λέγεται μόδα. Δέν ὑπάρχει πιό φοβερό πρᾶγμα! Νά ἰδῆτε ὅτι θά κουρεύωνται μετά οἱ νέοι, θά κουρεύωνται «ἐν χρῷ κεκαρμένοι». Καί ἅμα τούς πῶ: «βρέ παιδάκι μου, τί μαλλιά εἶναι αὐτά, ἄφησε λίγο τά μαλλιά σου!», ἀδύνατον! εἶναι ἡ μόδα! Ὁ ἄνθρωπος δέ θέλει νά διαφέρη ἀπό τόν ἄλλον.

    Ἔτσι, δέ νομίζετε ὅτι ὁ σνομπισμός αὐτός -νά κάνωμε καί λίγο κριτική- δηλαδή πώς τό κατεστημένον, τό παλαιόν κατεστημένον θά πετᾶμε στήν ἄκρη καί τήν παροῦσα κατάστασι πού γίνεται κατεστημένη, κι αὐτή κατεστημένη -κάθε τί πού μένει, γίνεται κατεστημένο˙ αὐτό θά πῆ κατεστημένο, ἡ καθιερωμένη κατάστασις, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἀνεγνωρισμένη- ἔ, τί λέτε, μένοντας, χρονίζοντας ἡ κατάστασι αὐτή δέν γίνεται κατεστημένον;  ἔ, αὐτή δέν πρέπει νά τύχη κριτικῆς; Ἔ; τί θά λέγατε; 

    Θά νομίζατε ὅτι θά ἤτανε πολύ τιμητικό γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο πού καυχᾶται γιά τήν ἐλευθερία του, νά θεωρῆται δέσμιος τῆς ἐποχῆς του, δέσμιος ἑνός σνομπισμοῦ, δέσμιος τῆς λατρείας τῆς μόδας; Αὐτό περιποιεῖται τιμήν εἰς τήν προσωπικότητα καί τήν ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου; Δέν τό νομίζω. Τό νά μπορῆ κανείς νά ξεφύγη καί νά πῆ: «ἐγώ δέν θά ἀκολουθῶ τήν μόδα, δέν θά εἶμαι ἔξω ἀπό τήν ἐποχή μου, θά κατανοῶ τήν ἐποχή μου ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι θά γίνωμαι δέσμιος της μόδας. Ἐκεῖνο τό καλό στοιχεῖο πού δίδει ἡ ἐποχή μου», γιατί κάθε ἐποχή ἔχει καί τά καλά της στοιχεῖα, «δέν τίθεται θέμα, θά τό ἀκολουθήσω. Ἐκεῖνα τά στοιχεῖα ὅμως τά ὁποῖα δέν εἶναι ἀγαθά καί δεσμεύουν, καί κάνουν τούς ἀνθρώπους uniform, ὄχι». Τί θά πῆ uniform; Ὁμοιόμορφους. Αὐτό τό πρᾶγμα ἰσοπεδώνει, ὁδοστρώνει οὕτως εἰπεῖν, ἰσοπεδώνει τήν προσωπικότητα. Εἶπα uniform ἔ; Τούς κάνει ὁμοιόμορφους τούς ἀνθρώπους.

    Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Μόλις χθές, γιατί κάποιον φιλοξενούσαμε, ὁ ὁποῖος εἶναι φύλακας φυλακῶν, πῶς ἔγινε κουβέντα καί μοῦ εἰπώθηκε ὅτι πιά δέν ἔχουν τίς ὁμοιόμορφες στολές οἱ φυλακισμένοι. Δέν ξέρω ἄν ποτέ πήγατε σέ φυλακές -σάν κρατούμενοι ὄχι, ἀλλά μήν νομίζετε δέν εἶναι δύσκολο πρᾶγμα νά καταλήξωμε στή φυλακή, μή νομίζετε, τό εὐκολότερο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά καταλήξη στή φυλακή, σᾶς  τό λέγω ἀλήθεια, εἴτε ἐκών, εἴτε ἄκων- φοροῦσαν ὁμοιόμορφες στολές. Ἄν δραπέτευε ἕνας ἀπό αὐτούς, εὔκολα μποροῦσε νά ἀναγνωριστῆ ὅτι αὐτός εἶναι δραπέτης. Ἦταν ἐκεῖνες οἱ πολύ ἄσχημες στολές οἱ ριγέ, δηλαδή ἦταν τόσο φαρδύριγα δυό χρώματα, ριγέ! Ἦταν ἕνα εἶδος πιτζάμας, μέ σακάκι σάν πιτζάμα καί παντελόνι σάν πιτζάμα. Ἀπαίσιες, πραγματικά ἀπαίσιες! Ἄν θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά μπαίνη αὐτή ἡ ὁμοιόμορφη στολή, πῶς ἔπρεπε νά αἰσθάνωνται οἱ ἄνθρωποι; Πολύ ἄσχημα, γιατί ὑπάρχει αὐτό τό ὁμοιόμορφον.

   Τό ὁμοιόμορφον ὅπως στό στρατό. Στό στρατό ὑπάρχει τό χακί τό ὁμοιόμορφον, ἡ ὁμοιόμορφη στολή. Ποιός ὁ σκοπός; Ὁ σκοπός εἶναι τοῦτος: τῆς ἰσοπεδώσεως τῆς προσωπικότητος! Ἔ, στή μόδα λοιπόν, ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος ἰσοπεδώνει τήν προσωπικότητά του: «Νά κάνω αὐτό πού κάνει καί ὁ ἄλλος»! Γιατί; Δέν μπορεῖς νά κάνεις ἐκεῖνο πού αἰσθάνεσαι; Πρέπει ἀναγκαστικά νά κάνης ἐκεῖνο πού κάνουν καί οἱ ἄλλοι; Εἶναι ἀνόητο.

   Μία φωτιά πάντοτε ἐξαπλώνεται πιό πολύ ὅταν ὑπάρχει καί ὁ ἄνεμος. Σέ ὅλα αὐτά πού λέμε βεβαίως ἦρθε καί σχετικός ἄνεμος νά ἀναρριπίζη διαρκῶς αὐτή τή φωτιά τῆς μόδας, τῆς ἐξόδου τῆς γυναίκας νά βγαίνη ἀπό τό σπίτι ἔξω νά δουλέψη, πού λέγεται φεμινισμός˙ αὐτό τό κίνημα τῆς γυναικείας προσπαθείας νά ἀποκτήση δικαιώματα ἴσα μέ τόν ἄνδρα.

    Καί ὁπωσδήποτε ἡ ρίζα τοῦ νά ἔχη ἡ γυναῖκα ἴσα δικαιώματα μέ τόν ἄνδρα ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή. Εἶναι ὁ χριστιανικός φεμινισμός. -Ἀπό τό femina πού σημαίνει γυναῖκα, Λατινικά, ἔ;- Φεμινισμός, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνο τό ρεῦμα τῆς προσπαθείας νά ἀποκτήση ἡ γυναῖκα, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, δικαιώματα μέσα στήν κοινωνία, μέσα στήν ζωή, μέσα στήν οἰκογένεια, στό σχολεῖο, παντοῦ ἴσα μέ τόν ἄνδρα. 

    Λοιπόν ἡ ρίζα εἶναι στήν Ἁγία Γραφή. Ὅταν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»(Γαλ. 3, 28). Δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τήν γυναῖκα, ἀλλά σέ ὅλα καί σέ κάθε τί εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλά αὐτή ἡ ἐξίσωσις τῶν φύλων δέν εἶναι σάν κι ἐκείνη τήν ὁποίαν ἀκολουθοῦν τά ρεύματα, προσέξτε, τά οὐμανιστικά, τά ἀνθρωπιστικά, πού ξεκίνησαν ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἀναγεννήσεως στήν Εὐρώπη καί πού δέν στηρίζονται στό Θεό καί τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά στηρίζονται στόν ὀρθολογισμό, στή φιλοσοφία, εἰς τόν ἄνθρωπο γι’ αὐτό καί λέγονται ἀνθρωπιστικά αὐτά τά ρεύματα, καί συνεπῶς εἶναι ἔξω ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀθεϊστικά αὐτά τά ρεύματα τά οὐμανιστικά. Δέν ἔχουν δηλαδή ἐρείσματα χριστιανικά, εὐαγγελικά. Καί ἔτσι ἡ γυναῖκα εἶναι ἴση μέ τόν ἄνδρα καί στίς ὑποχρεώσεις καί στά δικαιώματα, διότι καί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα ἔχουν ψυχήν ἀθάνατον. Δέν ὑπάρχει Εὐαγγέλιον ἀνδρῶν καί Εὐαγγέλιον γυναικῶν. Δέν ἀπέθανε ὁ Χριστός μόνον διά τούς ἄνδρας καί ὄχι διά τάς γυναίκας. Καί ἐξ ἴσου ἡ ζωή προσφέρεται καί διά τόν ἄνδρα καί διά τήν γυναῖκα.

    Αὐτή ἡ ἰσότης ὅμως εἶναι καλῶς ἐννοουμένην. Καί  μία  ἰσότης δέν σημαίνει ὅτι θά ὑπάρχη καί ἰσοπέδωσις καί πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξουν γιατί θά δημιουργηθῆ σχῖσμα.

    Ἕνα παράδειγμα. Ὁπωσδήποτε τά μέλη τοῦ σώματος ἔχουν μία διακονία τό καθένα. Ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τό σῶμα. Ὑπάρχει μία ἰσότης. Ποῦ εἶναι ἡ ἰσότης; τοῦ ὅτι ὅλα ἔχουν δικαίωμα νά τρέφωνται ἀπό τό ἴδιο αἷμα. Βλέπετε ἡ καρδιά στέλνει τό αἷμα μέσῳ τῶν ὁδῶν της καί πρός τό τελευταῖο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ, εἴτε πόδι λέγεται, εἴτε μάτι λέγεται, εἴτε ἐγκέφαλος λέγεται, εἴτε νύχι λέγεται. Ἐξ ἴσου στέλνει ἡ καρδιά τό αἷμα, τό ἴδιο αἷμα, τό ἕνα καί τό ἀδιαίρετον καί τό ἑνιαῖον, καί τό καθαρόν, τό γεμάτο τροφή νά θρέψη καί τό τελευταῖο κύτταρο. Ἐδῶ βλέπομε μία ἰσότητα. Ταυτόχρονα ὅμως ἄλλο τό ἔργον τοῦ ματιοῦ καί ἄλλο τό ἔργον τοῦ ποδιοῦ. Ἐδῶ βλέπομε μία ἀνισότητα. Αὐτή ἡ ἀνισότης εἶναι ἀναγκαία, διότι ἄν δέν ἦταν ἀναγκαία τότε θά ὑπῆρχε τό σχῖσμα. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν μπορεῖ νά πῆ τό μάτι δέν σέ ἔχω ἀνάγκη στό πόδι ἤ ἀντίστροφα. Τότε δημιουργεῖται ἕνα σχῖσμα στό σῶμα.

   Ἔ, λοιπόν, ὁ ἀρνητικός φεμινισμός λέει ὄχι ὅτι ἔχουνε ἴσες ψυχές κι ἔχουνε ἴσα δικαιώματα στή ζωή ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα, ὄχι μόνον αὐτό. Δουλεύει ὁ ἄνδρας; Θά δουλέψη καί ἡ γυναῖκα. Ἔχει οἰκονομίες ὁ ἄνδρας; Θά ἔχη καί ἡ γυναῖκα. Φοράει παντελόνια ὁ ἄνδρας; Θά φοράη καί ἡ γυναῖκα παντελόνια. Ὁδηγεῖ αὐτοκίνητο ὁ ἄνδρας; Θά ὁδηγῆ καί ἡ γυναῖκα. Βγαίνει βουλευτής ὁ ἄνδρας; Θά βγῆ  καί ἡ γυναῖκα. Γίνεται πρωθυπουργός ὁ ἄνδρας; Θά γίνη καί ἡ γυναῖκα. Καί μή νομίζετε ὅτι ἡ γυναῖκα θά ἰσοῦται μέ τόν ἄνδρα. Τώρα καί ὁ ἄνδρας θά ἰσοῦται μέ τή γυναῖκα. Νταντεύει τό μωρό ἡ γυναῖκα; Θά τό νταντεύη καί ὁ ἄνδρας. Πλένει ἡ γυναῖκα τά πιάτα; Θά πλένη καί ὁ ἄνδρας τά πιάτα. Ἰσότης σέ ὅλα!

    Ἀλλά ἐρωτοῦμε, παιδιά, αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας; Ἐνθυμοῦμαι πρίν μερικά χρόνια, πρίν ἀκόμη ἔλθη στήν Ἑλλάδα, στήν πράξι πλέον, αὐτή ἡ κατάστασις, τήν βλέπαμε στήν Ἀμερικανική κοινωνία τήν εἰκόνα αὐτή κατά ἕνα τρόπο πού τή λυπόμαστε πραγματικά καί τήν κοροϊδεύαμε. Ὁπωσδήποτε δέν ἔχει βέβαια εἰσχωρήσει βαθύτατα στήν Ἑλληνική μας συνείδησι αὐτή ἡ κατάστασις, ἀλλά διαρκῶς προχωρεῖ, δέν τίθεται θέμα. Ἐρωτοῦμε, αὐτή ἡ ἰσότης ἐπί τῶν ὑποχρεώσεων καί ἐπί τῶν δικαιωμάτων θά ὁδηγήση σέ καλά ἀποτελέσματα ἤ μήπως θά ἔχωμεν ἀδιέξοδα; ἡ πείρα στήν Ἑλλάδα τουλάχιστον; γιατί στήν Ἀμερική ἡ πείρα ἔχει ἀποδείξει πάρα πολλά πράγματα. Ἀλλά ἐμεῖς πᾶμε πάντοτε μερικά χρόνια πίσω, πολλά χρόνια πίσω πηγαίνομε καί δέν παραδειγματιζόμαστε ἀπό ἐκεῖνο πού ἤδη βγάλανε ὡς συμπεράσματα οἱ ἔξω, νά μή τό μιμηθοῦμε ἐμεῖς. Πρέπει σώνει καί καλά νά περάσωμε καί μεῖς ἀπό τήν ἴδια διαδικασία ἀνοητότατα! ἀνοητότατα καί στά παιδαγωγικά μας αἰσθήματα καί στόν τρόπο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί στόν τρόπο τῆς πολιτικῆς ζωῆς! Εἶναι… εἶναι φοβερό πρᾶγμα! εἶναι φοβερό! Σᾶς εἶπα, εἶναι μία ἀνοησία καί αὐτό εἶναι πιθηκισμός τυφλός καί ἀνόητος!

   Λοιπόν ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδο; Ὁπωσδήποτε, παιδιά, ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδο, διότι τελικά ἡ φυσική κατάστασις τῆς γυναικός πού εἶναι τό σπίτι, ἀμελεῖται. Διότι, ὅταν ἡ γυναῖκα φεύγει ἀπό τό σπίτι, ἤ θά κάνη λίγα παιδιά ἤ δέν θά κάνη καθόλου. Ἀλλά ἔστω καί ἕνα παιδί νά κάνη, πού αὐτό εἶναι κάτι πού στρέφεται ἐναντίον τῆς μητρότητας καί ἡ ἴδια στραγγαλίζει τήν μητρότητά της, τό παιδί της αὐτό, ἀφοῦ ἡ γυναῖκα βγαίνει καί δουλεύει ἔξω, ποιός θά τό μεγαλώση; Ἐάν ἡ μητέρα λείπη, νά σᾶς πῶ μισή μέρα, γιατί ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ μητέρα βγαίνει καί ὁλόκληρη τή μέρα ἔξω, βγαίνει καί τό πρωί, βγαίνει καί τό ἀπόγευμα -ἂν ὑποτεθῆ  ὅτι δουλεύει σέ κατάστημα δέν θά βγῆ  8-13 π.μ., δέν θά βγῆ μετά 4-8 μ.μ.; οὐσιαστικά λείπει ὅλη τήν ἡμέρα- αὐτό τό παιδί ποιός θά τό μεγαλώση;

   Ἀπό ἕνα λογαριασμό πού κάναμε κάποτε σέ ἕνα ζεῦγος, ὁ μισθός τῆς γυναίκας ἐπήγαινε ὅλος σέ μία γυναῖκα πού παίρνανε σπίτι γιά νά φροντίζη γιά τά παιδιά. Καί εἴπαμε στή γυναῖκα «ἐκεῖ πού δίνεις τό μισθό σου στή γυναῖκα»  -ἕνα χιλιάρικο τελικά νομίζω ὅτι τῆς ἔμενε. Τό κέρδος ἦταν ἕνα χιλιάρικο, καί ὁ κόπος καί ὅλη αὐτή ἡ ἀκαταστασία στό σπίτι; Αὐτή εἶναι ἄλλη παράγραφος!- «ἐκεῖ πού θά πηγαίνης ἔξω καί πληρώνεις μέ τά χρήματα πού παίρνεις ἐσύ μία ἄλλη γυναῖκα νά φροντίζη τό παιδί σου, τά παιδιά σου, γιατί δέν κάθεσαι σπίτι σου;» «Ὄχι! θά βγῆ νά δουλέψη», εἶναι ἡ μόδα, εἶναι τό ρεῦμα, εἶναι ὁ σνομπισμός! Ἔτσι τό πρόσωπον, τό ὁποῖον θά μεγαλώση τά παιδιά μέσα εἰς τό σπίτι, τί ἀγωγή θά δώση; τί ἀγωγή θά δώση;

   Κάποτε διάβαζα στήν ἐφημερίδα, εἶναι βέβαια ἀρκετά χρόνια, τό ἑξῆς πρᾶγμα. Δυό νταντάδες ἔχουν μικρά παιδάκια κι εἶναι σέ ἕνα πάρκο τῶν Ἀθηνῶν. Συζητοῦν λοιπόν οἱ δυό τους καί λένε ἡ καθεμιά πῶς περνάει στό σπίτι τῆς κυρίας μέ τά παιδιά. Ἡ μία λέγει: «ξέρεις τό παιδί μου, τό παιδί δηλαδή πού ἔχω νά ἐπιτηρῶ…» «Τί;» λέγει ἡ ἄλλη. -Αὐτά ἀκούγονται καί ἔφθασαν τελικά νά δημοσιευθοῦν στήν ἐφημερίδα, κάποιος τρίτος τά ἄκουσε.- «Ἀνοίγω τό φωταέριο» -τό φωταέριο εἶναι ὅπως τό πετρογκάζ- «καί βάζω στή μυτίτσα τοῦ παιδιοῦ» -αὐτό εἶναι γνωστό ὅτι εἶναι δηλητήριο- «ὅποτε τό παιδάκι ναρκώνεται καί κοιμᾶται μέχρι τό πρωί μία χαρά· οὔτε ξυπνάει, οὔτε τίποτε!». Ἀλλά αὐτό τί θά σήμαινε γιά τό παιδί αὐτό μεγαλώνοντας; Ἀληθινή καταστροφή! ἀληθινή ψυχοσωματική καταστροφή, ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄνθρωπος ἄν ἔπαιρνε ναρκωτικά! Καί ὅμως αὐτή ἡ ἀσυνείδητη κυρία πού ἐπιτηροῦσε τό παιδάκι, ἔτσι ἔκρινε. Γιατί; Δέν  ἦταν παιδί της! Ἦταν μισθωτή!

    Λοιπόν αὐτό εἶναι τό ἕνα.Ὓστερα ξέρετε τί μαθαίνουν; Δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά σᾶς πῶ πιό πολλά. Ἀπό ὅ,τι ἔχω ἀκούσει, εἶναι φοβερά πράγματα τί μαθαίνουν στά μικρά παιδιά αὐτές οἱ γυναῖκες, πού βάζομε στό σπίτι μας νά τά μεγαλώσουν. Καί τί μαθαίνουν καί τί κάνουν στά μικρά παιδιά; Δέν μπορῶ νά σᾶς τά περιγράψω. Φοβερά πράγματα! Κάποτε μοῦ ἔλεγε ἕνας νέος, πού ἐνθυμεῖται πού εἶχαν μία ὑπηρέτρια στό σπίτι, μόλις καί τό θυμᾶται γιατί ἦταν νήπιο τό παιδί, τί ἔκανε αὐτή ἡ ὑπηρέτρια στό παιδί.

    Γι’ αὐτό τό λόγο, ὅλα αὐτά τά πράγματα δέν τά λογαριάζει μία γυναῖκα πού θά βγῆ νά ἐργασθῆ ἔξω; Ἀκόμη, τό ὅτι θά γυρίση κατάκοπη ἀπό τή δουλειά της, ποιός θά τῆς ἔχει ἑτοιμάσει τό φαγητό, μάλιστα ἂν δέν ἔχει κι ἄλλο χέρι νά τή βοηθήση; Ἀλλά καί νά ἔχη, εἶναι δυνατόν ποτέ νά αἰσθάνεται μία γυναῖκα καλά, ὅταν εἶναι σύζυγος καί νοικοκυρά καί ταυτόχρονα ἄλλος τῆς μαγειρεύει τό φαΐ καί ἄλλος τῆς περιποιεῖται τό σπίτι; Ἤ αὐτή ἄν πρέπη αὐτή καί νά μετέχη τό ἀπόγευμα, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι δέν θά πάη στήν ἐργασία της, πόσο θά κουραστῆ καί θά μείνη μέχρι τά μεσάνυχτα γιά νά καταφέρη νά μαγειρέψη, νά ἔχη τήν ἄλλη μέρα φαγητό, ἤ νά τακτοποιήση τήν μπουγάδα της, ἤ τό σπίτι της νά καθαρίση ἤ τόσα ἄλλα;

    Παιδιά πιστέψτε με, προβλήματα τά ὁποῖα μόνον ὁ πνευματικός καί ὁ ψυχίατρος μποροῦν νά καταλάβουν, μά καί τά ἴδια τά σπίτια πού ζοῦν αὐτό τό δρᾶμα, ἔχομε καί μποροῦμε νά ποῦμε πολλά γιά τίς γυναῖκες πού ἐργάζονται ἔξω.

    Τό πολύ πολύ μία κοπέλα, ἄν θά ἠργάζετο σάν κοπέλα, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά παντρευτῆ, νά σταματήση νά ἐργάζεται. Θά ἦταν ἰδεῶδες! Καί νά κοιτάξη τό σπίτι της καί μόνο τό σπίτι της! Νά μάθη νοικοκυριό!

     Προσέξτε, γιατί ἔρχεται ἡ ὥρα νά παντρευτῆτε. Σᾶς παντρεύονται νέοι  -γιατί ἀπό αὐτές τίς καρέκλες ἀπό τό 1960, πού ἐγώ βρίσκομαι σ’ αὐτό τό τραπεζάκι, μέχρι τό 1977 ἔχουν περάσει δέκα ἑπτά χρόνια, ἔχουν περάσει κοπέλες πάρα πολλές, πού σχεδόν ὅλες ἔχουν παντρευτεῖ- καί ἐμεῖς γνωρίζομε τά παράπονα τῶν συζύγων. Ὅταν ἔρχωνται καί λέγουν: «πάτερ, ξέρετε ἡ γυναῖκα μου δέν ξέρει νά μαγειρέψη, δέν ξέρει νά κάνη ἓνα γλυκό, δέν ξέρει νά περιποιῆται τό σπίτι» καί ἐγώ ξέρετε τί λέγω; Σᾶς βεβαιώνω πάρα πολλές φορές τό ἔχω πεῖ, ὅπως θά τό πῶ καί γιά σᾶς ἄν τύχη νά παντρευτῆτε καί νά μοῦ κάνη παράπονα ὁ μέλλων σύζυγός σας. «Ἄκουσε, παιδί μου. Νά, βλέπεις τή γλῶσσα μου ἔβγαλε μαλλιά νά τά λέγω. Μάλλιασε ἡ γλῶσσα μου νά τά λέγω. Ναί, δέν φταίω, παιδί μου, τίποτε! Στό κάτω κάτω τῆς γραφῆς ἄνδρας εἶμαι, κατηχητής εἶμαι, ἔργον δέν θά εἶχα νά κάθωμαι νά λέγω μία κοπέλα νά εἶναι νοικοκυρά». Κι ὅμως, ἐπειδή βλέπω πνευματικές ἐπιπτώσεις εἰς τό ὅλο θέμα, γι’ αὐτό ἀναλαμβάνω καί τό ἔργο αὐτό. «Πίστεψε με, παιδί μου, πάρα πολλά πράγματα ἔχω πεῖ. Δέν ἀκοῦν οἱ κοπέλες, δέν ἀκοῦν! Τί νά σοῦ κάνω; Καί σύ παιδί τῆς ἐποχῆς σου εἶσαι, καί αὐτό παιδί τῆς ἐποχῆς σου εἶναι, τραβῆξτε τά μαλλιοκέφαλά σας! Τί νά σᾶς κάνω περισσότερο; Τί νά σᾶς κάνω περισσότερο;» Καί δημιουργοῦνται ρήξεις στήν εὐτυχία τήν οἰκογενειακή. Πιστέψτε μέ, σᾶς τό λέγω ἀλήθεια, δέν θά μιλοῦσα μέ αὐτή τήν ἔντονη γλῶσσα, ἄν τά πράγματα δέν ἦταν ἔτσι.

   Γι’ αὐτό ἀκοῦστε με παιδιά, ξεκινῆστε καί θά δῆτε ἄκοπα... ἄκοπα θά τά μάθετε ὅλα, ἄν ἀκολουθῆτε τήν συνταγή μου, τήν συμβουλή μου. Ὅπως ἕνα μικρό παιδί πλάι στήν μητρική του γλῶσσα, ὅταν μιλᾶνε μία ξένη γλῶσσα μέσα στό σπίτι, τήν μαθαίνει ἄκοπα καί βρίσκεται ὡραιότατα μεγαλώνοντας νά ξέρη μία ξένη γλῶσσα, ἔτσι καί σεῖς ἄκοπα θά μάθετε νά γίνετε καλές νοικοκυρές, ἄν τώρα σάν μικρές κοπέλες μέσα τό σπίτι σας ἐργάζεσθε καί βοηθᾶτε.

   Νά κρατηθῆ ἕνα σπίτι -προσέξτε με!- δέν εἶναι νά ξέρω νά σκουπίσω, οὔτε νά ξέρω νά στολίσω τό σαλόνι. Νά κρατηθῆ ἕνα σπίτι εἶναι μία ὁλόκληρη ἐπιστήμη. Μία ἐπιστήμη, πού ἀπό τήν ἀρχαιότητα εἶχε ἐπισημανθεῖ. Δέν ξέρω ἄν ἄλλοτε σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι ὁ Ξενοφῶν ἔχει γράψει εἰδική πραγματεία μέ τίτλον: «Ὁ Οἰκονομικός». Εἶναι στά ἅπαντα τοῦ Ξενοφῶντος. Διαβάσατέ το νά ἰδῆτε ἐκεῖ, πού ἀναλαμβάνει τότε πού ἦταν ἐξόριστος στήν Πελοπόννησο ὁ Ξενοφῶν μέ τά Ἀθηναϊκά γεγονότα καί τά λοιπά, καί ἐκεῖ ἔγραψε τό ἔργο αὐτό. Εἶναι διαλογικό τό ἔργο. Εἶναι ὁ σύζυγος, ὁ ὁποῖος  βοηθάει τή σύζυγό του, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀπό τό σπίτι δέν ἤξερε πολλά πράγματα, πῶς νά οἰκονομῆ. Ἀκοῦστε, ὁ οἰκονομικός, οἰκονομία, οἰκονόμος καί τά λοιπά, εἶναι ἀπό τό οἶκος καί νόμος. Νά ξέρης νά ρυθμίζης τά τοῦ οἴκου σου. Νά ξέρης τί θά ξοδέψης, πόσο θά ξοδέψης, ποῦ θά τό ξοδέψης, ποῦ θά βάλης αὐτό τό πρᾶγμα. Ἐκεῖ τί πρᾶγμα θά βάλης, πῶς θά ἀποθηκεύσης τίς τροφές, πῶς θά ἀξιοποιήσης τίς τροφές πού σου δίνουν τά χωράφια σου, ἡ ἐποχή, ἄν πρέπη νά τά ἀγοράσης.

   Ὅλα αὐτά τά πράγματα, ἡ ὅλη θά λέγαμε διοίκησις τοῦ σπιτιοῦ, πιστέψτε, εἶναι ἀληθινή ἐπιστήμη καί ἀπαιτεῖ εἰδικό πνεῦμα καί χάρι ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μή σᾶς φαίνεται παράξενο. Εἰδική χάρι ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο γιά νά μπορῆ μία γυναῖκα νά εἶναι σωστή! Ἄν δέν ἦταν χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀληθής ἐπιστήμη εἰς τό βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν» δέν θά ἐγράφετο τό ἐγκώμιον τῆς νοικοκυρᾶς γυναίκας.

    Μοῦ φαίνεται ἐδῶ καί δυό χρόνια σᾶς τό εἶχα διαβάσει τό ἐγκώμιον τῆς νοικοκυρᾶς γυναίκας, ἡ ὁποία λέγει ὅτι, ὅταν τά φῶτα τῆς πόλεως ἔχουν σβήσει, τό δικό της παράθυρο φωτίζει γιατί ἀκόμη κάνει νυχτέρι, κάνει ἐργασία. Καί δίνει τήν ἐργασία, τήν κατανέμει στό ὑπηρετικό της προσωπικό. Ἐργάζεται στήν ὑφαντική. Ἀγόρασε, λέγει, ἀγρόν καί τά λοιπά. Ἡ νοικοκυρά, ἡ γυναῖκα πού ξέρει νά κρατάη τό σπίτι της. Ἡ  βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ της, ἐκείνη ἡ χαριτωμένη  γυναῖκα, αὐτή πού εἶχε τήν ὀνομασία, καί πού σήμερα ἀλλοίμονο, δέν ὑπάρχει πιά. Ἡ οἰκοδέσποινα! Οἰκοδέσποινα, ὅπως λέμε οἰκοδεσπότης. Δεσπότης θά πῆ κύριος, ὁ δεσπόζων, ὁ κύριος, τό ἀφεντικό, τό ἀφεντικό τοῦ σπιτιοῦ. Καί ἐκείνη ἡ οἰκοδέσποινα, εἶναι ἡ δέσποινα, εἶναι ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ.          

    Σήμερα δέν ὑπάρχει κυρία τοῦ σπιτιοῦ. Δέν ὑπάρχει πλέον οἰκοδέσποινα. Εἶναι ἡ δεσποινίς, ἤ ἡ γυναῖκα πού θά βγῆ νά δουλέψη, στά γρήγορα ἐκεῖ νά φᾶνε… Δέν τά φαντάζεστε! Κάποτε διάβαζα στήν «Ἐλευθερία» τήν ἐφημερίδα, πέρυσι, ἕναν τρόπο εὔκολο, πῶς νά περιποιηθῆτε ἕναν ἐπισκέπτη σας χωρίς σέ τίποτε νά κοπιάσετε -Ἄστε ὅτι ὑπάρχουν χάρτινα ποτήρια, χάρτινα πιάτα, ὅλα χάρτινα!… χάρτινοι ἄνθρωποι, χάρτινες οἱ καρδιές των, χάρτινα καί τά αἰσθήματα....- γιά νά μή πλυθοῦν τά πιάτα! Λοιπόν βάζετε, λέει, σέ ἕνα τραπέζι πιάτα. Καί βάζετε πιατέλες στή μέση ἀπό διάφορα τυριά, τρία, τέσσερα εἴδη τυριῶν. Βάζετε καί διάφορα σαλατικά χωρίς νά τά κάνετε σαλάτες, μαρούλια, λάχανα, μεγάλα κομμάτια, καί φρέσκο ψωμί. Βγαίνετε ἀπό τόν κόπο νά κάνετε ὁ,τιδήποτε ἄλλο καί θά δώσετε πολλή χαρά στούς ἐπισκέπτες σας. Ὁρίστε παρακαλῶ! Διότι ἡ γυναῖκα δέν ἔχει χρόνο νά κάνη τίποτε ἄλλο, διότι ἐργάζεται, ἤ διότι πρέπει νά βγαίνη ἔξω, ἤ διότι ἔχει τίς κοινωνικές της σχέσεις καί ὑποχρεώσεις καί ἐπαφές καί τά λοιπά. Φοβερό! εἶναι φοβερό αὐτό!

    Παιδιά, ἄν δέν εἶχε ἡ ὅλη κατάστασι πνευματικήν διάστασιν, πιστέψτε με, δέν θά εἶχα κανένα λόγο νά σᾶς τά λέγω αὐτά τά πράγματα. Διότι, τί θά σᾶς ἔλεγα; Πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν σημασία στήν ἰδιότητά μου; Ἀλλά σᾶς τά λέγω γιατί ἔχουν πνευματικές διαστάσεις. Αὐτή εἶναι ἡ κατάστασι γιά νά μή πῶ κι ἄλλα πολύ φοβερότερα πράγματα!

    Ὅταν ἡ γυναῖκα ἔχει τό ταμεῖο της, τά χρήματά της καί αἰσθάνεται –προσέξτε, προσέξτε!- αὐτασφάλειαν, δέν εἶναι πλέον ἡ ἀσφάλεια ὁ ἄνδρας της! Δέν ὁμιλῶ γιά τόν Θεόν, ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀναφορά μας καί ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας καί ἐκεῖ εἶναι ἡ πρόνοιά μας. Ὁμιλῶ κάτ’ ἄνθρωπον, διότι ὁ σύζυγος ὡς ἡ κεφαλή τοῦ σπιτιοῦ. Ἐδῶ ἔχομε δυό κεφάλια μέσα στό σπίτι. Διότι, ἀφοῦ ἔχομε δυό ταμεῖα, ἔχομε δυό κεφάλια! Ἀλλά ἅμα γεννηθεῖ ἕνα ὄν μέ δυό κεφάλια, λέγει ἡ ἰατρική ὅτι αὐτό εἶναι τέρας! Κι ὅμως αὐτό τό τέρας, πού λέγεται οἰκογένεια μέ δυό κεφάλια μεγαλώνει μέσα στό σπίτι καί κανείς δέν ἐνοχλεῖται! Δέν ἐνοχλεῖται! Ναί, κανείς δέν ἐνοχλεῖται ἀπό αὐτό τό τέρας πού ἔχει δυό κεφάλια!

    Ἔτσι, ὅταν ἔχωμε δυό οἰκονομικά, δυό ταμεῖα... -τά πιό πολλά σπίτια ἔτσι κάνουν, ἔτσι κινοῦνται, ἡ γυναῖκα ἔχει τά δικά της οἰκονομικά. Φέρ’ εἰπεῖν, ὁ σύζυγος στήν συγκεκριμένη περίπτωσι, εἶναι πάρα πολλές οἱ περιπτώσεις σάν αὐτή τή συγκεκριμένη πού θά σᾶς πῶ, ὁ σύζυγος παίρνει αὐτή τή στιγμή 50.000 δρχ., ἡ γυναῖκα παίρνει 10.000 δρχ., αὐτά δέν μπαίνουν στό κοινό ταμεῖο. Πρῶτα πρῶτα ὁ σύζυγος πολλές φορές ἔχει πεῖ: «γιατί ἐργάζεσαι; 50.000 δρχ. δέν μᾶς φτάνουν νά περάσωμε; Γιατί ἐργάζεσαι;». «Ὄχι! ἀφοῦ ὅλες μου οἱ φιλενάδες, οἱ συμμαθήτριές μου, οἱ παλιές μου συμφοιτήτριες ἐργάζονται, ἐγώ νά μήν δουλέψω, ἐγώ νά μήν κινηθῶ ὅπως ἐργάζονται οἱ φιλενάδες μου;» Καί αὐτές οἱ 10.000 δρχ. μπαίνουν στό δικό της πορτοφόλι, εἶναι δικά της. Ἔχομε, λοιπόν, δυό πορτοφόλια.-... ὅταν ὑπάρχουν δυό ταμεῖα, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ὑπάρχουν καί δυό διαφεντεύσεις, νά τό πῶ ἔτσι μέ αὐτή τή λέξι. Δηλαδή δυό διοικήσεις. Ἐγώ τά δικά μου, ἐσύ τά δικά σου.

    Καί ἡ γυναῖκα αἰσθάνεται ἕνα εἶδος ἀσφάλειας ἀπό τά δικά της τά χρήματα, ὄχι ἀπό τόν σύζυγό της. Ἀλλά πιά, ὅταν ὁ σύζυγος δέν εἶναι ἡ ἀσφάλειά της, τότε μέ πολλήν εὐκολία θά μποροῦσε νά διαλύση τό γάμο της. Κάτι νά τύχη, δέν τήν νοιάζει νά τόν διαλύση τό γάμο! Γιατί; Γιατί λέγει ὅτι ἔχω τήν ἀσφάλειά μου! Πρῶτα πρῶτα ἔχει τά χρήματά της, δεύτερον ἔχει τήν ἰατρική της περίθαλψι, τήν ὁποία δέν ἔχει ἀπό τόν σύζυγο ἀλλά τήν ἔχει ἀπό τό δικό της ταμεῖο ἀπό κεῖ πού ἐργάζεται, ὡς ἴδια ἐργαζομένη, καί ἔτσι σοῦ λέει «τί μέ νοιάζει; ἔ! δέν συμφωνῶ μέ τόν σύζυγο, χωρίζομε!» Ἔρχεται καί ἡ μόδα τοῦ αὐτόματου διαζυγίου κι ὅλα πᾶνε θαυμάσια!

    Ἔτσι φτάνομε νά ἔχωμε ηὐξημένα διαζύγια. Ἀλλά καί τά παιδιά, πῶς μεγαλώνουν σέ ἕνα σπίτι, πού οἱ γονεῖς ἐργάζονται καί δέν τά βλέπουν καθόλου;  Διότι ἡ μητέρα πρέπει νά μένη μέ τό παιδί! Ἀναλαμβάνει πλέον τήν θέσι τῆς μάνας ποιός; Ὁ κακός δάσκαλος πού λέγεται τηλεόρασι. Βάζομε τό παιδάκι ἐκεῖ στήν τηλεόρασι καί ἡ γυναῖκα ἀπασχολεῖται μέ ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα ἤ ἐκτός σπιτιοῦ ἤ ἐντός σπιτιοῦ. Δέν τήν νοιάζει πλέον. Ἡ τηλεόρασι ἤ τό ραδιόφωνο,  προπαντός τώρα ἡ τηλεόρασι, ἀπασχολεῖ τό παιδί.

    Καί ποιές εἶναι οἱ ἐπιπτώσεις; Οὔτε θρησκευτικά περιοδικά, οὔτε χριστιανοί ἐπιστήμονες εἶναι ἐκεῖνοι πού τονίζουν τίς φοβερές ἐπιπτώσεις πού ἔχουν τά παιδιά μας βλέποντας τηλεόρασι, ἀλλά κοσμικοί ἄνθρωποι καί κοσμικά ἔντυπα καί κοσμικές ἐφημερίδες. Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα. Τί κάνανε; Μία τρύπα στό νερό, πού λέει ἡ παροιμία ἡ λαϊκή. Δέν κάναμε τίποτε. Ζημία ἔχομε. Γιατί, λοιπόν, νά μήν μείνη ἡ γυναῖκα στό σπίτι της; Γιά νά μήν ἀναφερθῶ εἰς τούς ἠθικούς κινδύνους τούς ὁποίους διατρέχει ἡ γυναῖκα βγαίνοντας ἔξω. Διότι μία γυναῖκα, ἡ ὁποία βγαίνει ἔξω, εἴτε κοπέλα, εἴτε παντρεμένη, ὑπόκειται σέ φοβερούς ἠθικούς κινδύνους. Νά πῶ καί γι’ αὐτούς; Τί νά πῶ γι’ αὐτούς;

    Ἕνα θά πῶ ἐπανερχόμενος στήν ἱστορία τοῦ Τωβίτ ἀπό ὅπου καί ξεκίνησα. Ὁ ταλαίπωρος ὁ Τωβίτ! Ἐφ’ ὅσον ἦτο τυφλός, καί ἐφ’ ὅσον ἡ γυναῖκα του ἔπρεπε νά δουλέψη -καί ἦταν ἀνάγκη ἐδῶ, ἐδῶ οὐδείς ὁ κατηγορῶν- τί ἔγινε;

     Ὅτι «ἡ γυνή μου ἡ Ἄννα» λέγει ὁ Τωβίτ ἀφηγούμενος «ἠριθεύετο ἐν ταῖς γυναικείαις.» (Τωβ. 2,11) Ἐριθεύομαι θά πῆ ἀσχολοῦμαι μέ τά μαλλιά. Δηλαδή ὑφαίνω, γνέθω καί τέτοια πράγματα. «καί ἀπέστελλε τούς κυρίους καί ἀπεδίωκαν αὐτῇ καί αὐτοί τόν μισθόν προσδόντες καί ἔριφον.» (Τωβ.2,12) Κάποτε τήν πλήρωσαν καί τῆς ἔδωσαν καί ἕνα κατσικάκι. Ἐδῶ τώρα ἀρχίζει ἡ ἱστορία. Τῆς ἔδωσαν ἕνα κατσικάκι, τῆς τό ἔδωσαν δῶρο. «ὅτε δέ ἦλθε πρός μέ, ἤρξατο κράζειν.» ἄρχιζε νά φωνάζη ἡ γυναῖκα μου καί νά λέη: «μοῦ δώσανε ἕνα κατσικάκι». «Καί εἶπα αὐτῇ, πόθεν τό ἐρίφιον;» Ὁ ταλαίπωρος, τυφλός δέν ἔβλεπε. Ἀπό ποῦ εἶναι αὐτό τό κατσίκι; «μή κλεψιμαῖον ἐστι;» μήπως τό ἔκλεψες; «ἀπόδος αὐτό τοῖς κυρίοις. Οὐ γάρ θεμιτόν ἐστι φαγεῖν κλεψιμαῖον.» (Τωβ. 2,14) Δός το πίσω, ἐγώ δέν μπορῶ νά φανταστῶ ὅτι στό ἒδωσαν ἐσένα αὐτό δῶρο. Μήπως εἶναι κλεψιμαῖον; Δός το πίσω! εἴδατε; «Οὐ θεμιτόν». Δέν ἐπιτρέπεται, δέν εἶναι σωστό νά φάη κανείς κλεψιμαῖον πρᾶγμα. Δός το πίσω στά ἀφεντικά πού ἀνήκει τό κατσίκι. «Ἡ δέ εἶπε, δῶρον δέδοταί μοι ἐπί τῷ μισθῷ.» μοῦ τό δώσανε δῶρο, δέν εἶναι κλεψιμαίϊκο, «καί οὐκ ἐπίστευον αὐτῇ καί ἔλεγον ἀποδιδόναι αὐτό τοῖς κυρίοις καί ἠρυθρίων πρός αὐτήν.» Ἕνα σύμπτωμα: δέν τήν πίστευε. «Καί ἠρυθρίων πρός αὐτήν», τί θά πῆ αὐτό, «πρός αὐτήν;» Εἶχα ντροπιαστεῖ γιά λογαριασμό της! Διότι ὁ Τωβίτ ἐπίστευε ὅτι ἦτο ἀμφιβόλου προελεύσεως τό κατσίκι αὐτό.

    Ὑπάρχουν γυναῖκες, ὑπάρχουν κοπέλες πού φέρνουν στό σπίτι παραπάνω πράγματα ἀπό τό μισθό τους. Καί ἀναρρωτιέται κανείς: «τί εἶναι ἐκεῖνα πού φέρνουν, ἀπό ποῦ τά φέρνουν; Μήπως ἐργάζονται κάπου καί τά κλέπτουν;» Ἔχω ὑπ’ ὄψιν κοπέλα ἡ ὁποία, ἀλλοίμονο, ἐργαζομένη σέ κατάστημα, ἄρχισε νά κλέπτη. Σιγά σιγά συνελήφθη, μπῆκε στή φυλακή, ξαναμπῆκε στή φυλακή καί ὁ δρόμος τόν ὁποῖον εἶχε πάρει, ἤ ἔχει πάρει, δέν ξέρω τελικά τί ἀπέγινε, ἦταν πολύ ἄσχημος καί ὀδυνηρός καί ἐπονείδιστος, ντροπιασμένος δρόμος. Ἔτσι ἤ θά κλέψη ἤ θά ἔχη ἀποκτήσει ἀνήθικες σχέσεις καί θά τίς προμηθεύουν ἐκεῖνοι πού τήν ἐκμεταλλεύονται ἠθικῶς μέ τέτοια δῶρα: φουστάνια, χρήματα, δωράκια, μπιζού, καδένες, βραχιόλια, δαχτυλίδια καί τά λοιπά. Καί λέει κανείς «αὐτά, κοπέλα μου, ἀπό τό μισθό σου εἶναι;» Ἀλλοίμονο! Ὅπως τό λέγει ἐδῶ ὁ Τωβίτ. «Δέν τήν πίστευα τή γυναῖκα μου, εἶχα ντροπιαστεῖ γιά λογαριασμό της!»

    Αὐτό εἶναι κάτι πολύ σημαντικό ξέρετε, διότι ὁ Τωβίτ ἦτο τίμιος ἄνθρωπος. Ἐν τούτοις ἐφ’ ὅσον ἡ γυναῖκα του, ἡ ὁποία μπορεῖ, ξέρετε, καί νά μήν ἦταν παλιογυναῖκα, ἐν τούτοις εἶχε σπάσει, φαίνεται, ἡ ἐμπιστοσύνη. Καί, ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη στούς συζύγους σπάση, ὤ! τί νά σᾶς πῶ! Ἤ μπεῖτε σέ ἕνα σπιτικό πού ἔσπασε ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν συζύγων, ἤ ἐλᾶτε νά ρωτήσετε ἐμᾶς νά σᾶς ποῦμε τί δρᾶμα γίνεται ἐκεῖ μέσα! Ὅταν ἀρχίζη ὁ ἄνδρας νά ὑποπτεύεται τή γυναῖκα του, ἤ ἡ γυναῖκα νά ὑποπτεύεται τόν ἄνδρα εἶναι... εἶναι... εἶναι ἀληθινή κόλασι μέσα σέ ἐκεῖνο τό σπίτι· ἀληθινή κόλασι! Γι’ αὐτό ζοῦσε σέ μία κόλασι αὐτός ὁ ταλαίπωρος Τωβίτ.

    Καί τότε ζῶντας μέσα σ’ αὐτή τήν κόλασί του, πού τή γυναῖκα του δέν τήν πίστευε καί δέν ἤξερε ἀπό ποῦ μπορεῖ νά προέρχωνται αὐτά, τότε τῆς μίλησε αὐστηρά καί ἐκείνη θύμωσε. «Ἡ δέ ἀποκριθεῖσα εἰπέ μοι, ποῦ εἰσίν αἱ ἐλεημοσύναι σου καί αἱ δικαιοσύναι σου, ἰδού γνωστά πάντα μετά σοῦ». (Τωβ.2, 14) Δηλαδή ποῦ εἶναι τά ἀγαθά καί τά καλά πού ἔκανες στή ζωή σου; Ποῦ εἶναι τά δῶρα, θά λέγαμε, τά ἀγαθά πού ἔδινες στούς ἀνθρώπους σάν ἐλεημοσύνες καί οἱ διευκολύνσεις, πού ἔκανες καί πήγαινες νά θάψης νεκρούς καί νά εἶσαι τηρητής τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ; Νά τό κατάντημά σου! Φοβερός πειρασμός! Παράλληλος μέ τόν πειρασμό τοῦ Ἰώβ ἀπό τήν γυναῖκα του, πού τοῦ εἶπε: «ἐπιτέλους ὅταν εἶναι ἡμέρα, λέγω καί παρακαλῶ πότε θά ἔρθη ἡ νύχτα, νά πάω σέ κάποιο ξένο σπίτι νά κοιμηθῶ. Καί ὅταν θά ἔρθη ἡ νύχτα, παρακαλῶ πότε θά ξημερώση, γιατί δέν μπορῶ νά μένω σέ ἕνα ξένο σπίτι. Ἐπιτέλους βλασφῆμα τόν Θεόν, νά πεθάνης καί ἐσύ νά ἡσυχάσω καί ἐγώ ἀπό σένα!».

    Ἴδιος πειρασμός! «Ποῦ εἶναι οἱ ἐλεημοσύνες σου; Ποῦ εἶναι τό χαΐρι σου -χαΐρι θά πῆ προκοπή- ποῦ εἶναι τό χαΐρι σου, ποῦ εἶναι ἡ προκοπή σου μέ τό νά στέκεσαι ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος; Νά τό κατάντημά σου! Καί φτώχυνες, καί τυφλώθηκες, καί σέ πείνα πέσαμε καί σέ δυστυχία πέσαμε! Ποῦ εἶναι ὁ Θεός νά ἔρθη νά σέ βοηθήση;» Αὐτοί οἱ πειρασμοί δημιουργοῦνται, παρακαλῶ, στούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Πειρασμοί, φοβεροί πειρασμοί!

    Κι ὅμως θά μποροῦσε νά ἀντέξη κανείς σέ ἕναν τέτοιον πειρασμό; Τοῦ ἦρθε ἀναπάντεχο αὐτό τοῦ Τωβίτ! Ἀποτέλεσμα, τοῦ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἔβγαινε ἔστω καί ἀπό ἀνάγκη ἔξω νά δουλέψη. Νά τό κατάντημα! Ἄν ὁ Τωβίτ ἦταν στήν ἐποχή μας καί ἔβλεπε γιατί σήμερα βγαίνει ἡ γυναῖκα νά δουλέψη, δέν ξέρω τί θά μποροῦσε νά εἶχε νά λέη.

    Ἀλλά τό γεγονός εἶναι, ὅπως μᾶς τό ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ, δέν πικράθηκε ποτέ στή ζωή του τόσο πολύ, ὅσο πικράθηκε ἀπό τά λόγια αὐτά τῆς γυναικός του. Τόσο φρικτή πικρία, ὥστε δέν ἤθελε νά μπῆ στό σπίτι του μέσα! Καί ξέσπασε σέ μία προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι θαυμάσια, μία ἀπό τίς πέντε θαυμάσιες προσευχές τοῦ ὅλου βιβλίου τοῦ Τωβίτ καί πού ἐκεῖ παρακαλεῖ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τό Θεόν νά  τόν ἀπαλλάξη ἀπό τή ζωή!

    «Θεέ μου, νά πεθάνω, νά μή βλέπω τήν κατάστασι αὐτή. Νά πεθάνω διότι ἔχω περάσει πολλά, ἀλλά ἦλθε ὁ ἀβάσταχτος πειρασμός, αὐτή ἡ ἴδια ἡ γυναῖκα μου νά μέ εἰρωνευθῆ καί νά μέ ὀνειδίση».

    Ἀλλά τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς του, πού εἶναι θαυμάσιο καί ἀριστουργηματικό, ἔγινε ἀκουστό ἀπό τό Θεό. Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε μέ τόν τρόπο πού θά δοῦμε εἰς τό τρίτο κεφάλαιο, τήν μεθεπομένη Κυριακή.


3η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ο πνευματικός άνθρωπος στο τραπέζι του, πρέπει να θυμάται να καλεί και τον φτωχό.

†.Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πάντα θυμᾶται καί τούς ἄλλους.  Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή! Ἐδῶ! Μπορεῖ νά εἶσαι ὁ πιό πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἄν θυμᾶσαι τούς ἄλλους ἀνθρώπους, εἶσαι κοινωνικός παράγων.

   «Καί εἶπα τῷ υἱῷ μου» εἶπα στό παιδί μου, στό γιό μου «βάδισον καί ἄγαγε ὅν ἄν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου, καί ἰδού μένω σε» (Τωβίτ 2,2) Κάθε λέξι καί θησαυρός. Λέγει, «τρέξε παιδί μου, πήγαινε στήν ἀγορά, πήγαινε ἔξω στήν πόλι. Φέρε ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας τούς πτωχούς, τούς συμπατριῶτες μας, νά γιορτάσουν καί αὐτοί μαζί μας τήν Πεντηκοστή, ἕνας, δυό, τρεῖς, τέσσερεις, πέντε, ἔ… ὅσους βρεῖς φτωχούς, φέρ’ τους ἐδῶ. Τό τραπέζι  ἔχει πολλά!».

   Ὑπάρχει μία ὡραία συνήθεια, ἐγώ τουλάχιστον στό σπίτι μας τήν ἔβλεπα. Πιστεύω εἶναι πανελλήνια αὐτή ἡ συνήθεια, δυστυχῶς ὅμως ἀπομεινάρι, προσέξτε, ἀπομεινάρι. Ὅταν κόβωμε τήν πίτα τήν ἁγιοβασιλιάτικη, λέμε: «τό πρῶτο κομμάτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο κομμάτι λέμε εἶναι τοῦ σπιτιοῦ». Τό τρίτο κομμάτι, ποιανοῦ νά ’ναι ἄραγε; Τοῦ νοικοκύρη; Τοῦ φτωχοῦ; Προσέξτε! «ὄχι τοῦ νοικοκύρη· τοῦ φτωχοῦ!» Εἶναι αὐτό πού λέει ἐδῶ πέρα. Βλέπετε ὁρισμένες συνήθειες ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Λέγει: «θά σέ περιμένω. Πήγαινε νά βρῆς πρῶτα τούς φτωχούς».

  Τί ὡραῖο πρᾶγμα! μέ τήν διαφορά μόνο πού βάζομε τήν μερίδα τοῦ φτωχοῦ στήν ἄκρη και μετά τήν τρῶμε ἐμεῖς πάλι, καί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σπιτιοῦ καί τοῦ φτωχοῦ! Ἀπομεινάρι, ἀλλά αὐτό τό ἀπομεινάρι δέν πρέπει κάτι νά μᾶς θυμίση; Δέν πρέπει, παιδιά, νά ποῦμε ὅτι θά ἔπρεπε σήμερα στό τραπέζι μας νά ἔχωμε κάποιον ἄνθρωπο; Καί προσέξτε, μή νομίσετε ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι μόνο φτωχοί ἀπό πλευρᾶς ὑλικῶν ἀγαθῶν. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι σήμερα φτωχοί καί ἀπό μίαν ἄλλη πλευρά: καί ἀπό συντροφιά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν νά φᾶνε, ἔχουν ἀλλά εἶναι μόνοι τους. Εἶναι μόνοι τους! Καί μπορεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τή μεγάλη, τή γιορτή, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, νά τρώγη καί νά τρέχουνε δάκρυα ἀπό τά μάτια, γιατί εἶναι μόνος ὁ ἄνθρωπος αὐτός, εἴτε ἄνδρας, εἴτε γυναῖκα, καί νά τρέχουν δάκρυα ἀπό τά μάτια καί κόμπος νά στέκεται στό λαιμό καί νά μή κατεβαίνη τό φαΐ κάτω, διότι ὁ ἄνθρωπος θέλει τή συντροφιά τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.

    Ἀγαπητά παιδιά, ἔχω ἀκούσει πάρα πολλές ἱστορίες καί ἔχω διαβάσει, πού πολλές φορές σεῖς καλεῖτε ἄλλα παιδιά, συμμαθήτριές σας φερ’ εἰπεῖν, ἤ φτωχά μικρά παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἤ συγγενεῖς σας ἀκόμη, πού δέν ἔχουνε νά φᾶνε, πού εἶναι φτωχοί ἤ εἶναι μόνα τους τά παιδιά ἤ εἶναι ὀρφανά.

    Ἔτσι στό τραπέζι μας νά παίρνωμε πάντοτε ἀνθρώπους καί νά μήν μένη ὁ τύπος, ἀλλά ὁ τύπος νά ὑπενθυμίζη τήν οὐσία. Νά ἐνθυμούμεθα καί τόν πτωχόν. Καί μήν πῆτε: «θά τοῦ πᾶμε τοῦ πτωχοῦ στό σπίτι του ἕνα πιάτο φαΐ, θά τό φάη πάλι ἐκεῖ μόνος! Ἔχει ἀξία καί σημασία νά βρεθῆ στό τραπέζι μας. Ὁ Χριστός θυμόσαστε τί εἶπε; «Ὅταν καλῆς», εἶπε εἰς τόν Σίμωνα τόν πλούσιον, πού τόν κάλεσε, τόν Σίμωνα τόν Φαρισαῖον, «ὅταν καλῆς, νά μήν καλῆς πλουσίους ἤ συγγενεῖς, πού θά σοῦ ἀνταποδώσουν τά ἴσα, ἀλλά νά καλῆς πτωχούς, πού δέν μποροῦν νά σ’ ἀνταποδώσουν».

   Παρατηρῶ δέ τό ἑξῆς εἰς τούς ἀνθρώπους πού κάνουν τραπέζια γιά νά ἀπολαύσουν καί αὐτοί τά ἴσια. Ἀρχίζουν οἱ παρεξηγήσεις, οἱ παρατηρήσεις καί οἱ δυσαρέσκειες. «Δέ μέ κάλεσε. Δέν τούς καλῶ». «Δέν μᾶς κάλεσαν, δέν τούς καλοῦμε». Ἤ «μᾶς κάλεσαν, ἀλλά δέν μᾶς εἶχαν τραπέζι, ὅσο ἐμεῖς τούς εἴχαμε τραπέζι σπουδαῖο» ἤ «δέν μᾶς ἔφεραν δῶρο», ἤ  «μᾶς ἔφεραν φτωχό δῶρο, πού ἦτο κατώτερό της θέσεώς μας».

    Αὐτά, παιδιά, συμβαίνουν στούς κοσμικούς ἀνθρώπους πού ἀνταλλάσσουν τραπέζια καί ὑπάρχει αὐτή ἡ πικρία καί ἡ ἐπιδειξιομανία, πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά. Κάλεσε τόν φτωχόν ἄνθρωπο, θά σοῦ πῆ χίλια «εὐχαριστῶ», ὅταν τόν πάρης στό τραπέζι σου μέ πολλή ἀγάπη, μέ πολλή ἀδελφοσύνη.

   Τί λέγει ἐδῶ; «Ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας». Εἴδατε; Πῶς ἀποκαλεῖ τούς συμπατριώτας; Ἀδελφούς! «Ἐνδεῆ» πτωχόν. Προσέξτε καί ἀκόμη ἕνα χαρακτηριστικό: «ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου», πού θυμᾶται τόν Κύριον, δηλαδή εὐσεβῆ. Εὐσεβής ἄνθρωπος!

   Θά μοῦ πῆτε δέν μποροῦμε νά πάρωμε ἕναν ἀσεβῆ ἄνθρωπο στό τραπέζι μας; Ἡ Καινή Διαθήκη δέν κάνει διάκρισι. Λέγει ὅτι πρέπει νά εὐεργετοῦμε καί τόν ἕναν καί τόν ἄλλον, ὅποιος καί νά εἶναι. Λέει ὅμως πάλι ἡ Καινή Διαθήκη ὅτι πρέπει νά προνοοῦμε ἰδιαιτέρως διά τούς οἰκείους τῆς πίστεως. Λέγει: «εἰ δέ τίς τῶν ἰδίων καί μάλιστα τῶν οἰκείων». Οἰκείων, ἐννοεῖ τῆς πίστεως «οὐ προνοεῖ τήν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων»(Α΄ Τιμ. ε΄,8).  Ἔχει κατά βάσιν ἀρνηθεῖ τήν πίστιν. Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος πού ἀφήνει τόν ἄλλον, τόν συνάνθρωπον, τόν συνάνθρωπό του, τόν Χριστιανό, τόν εὐσεβῆ; εἶναι σάν νά ἔχη ἀρνηθεῖ τήν πίστι καί εἶναι χειρότερος ἀπό τούς ἀπίστους, διότι δέν ζεῖ ἀκόμη ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά τοῦ ὑπηγόρευε αὐτή ἡ φύσις, αὐτό τό συναίσθημα καί ὄχι αὐτό τό Εὐαγγέλιο.

   Ὅμως δέ θά πάρωμε -φυσικά ὑπάρχει ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως- δέν θά πάρωμε στό τραπέζι μας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μᾶς ἐπιφέρουν ζημίες. Δέν θά πάρωμε κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς κάνη ἠθική ζημία στό σπίτι μας -θέλει προσοχή, θέλει διάκρισι, μά πάρα πολλή διάκρισι, σ’αὐτό τό σημεῖο νά προσέξτε πάρα πολύ, μά πάρα πολύ!- ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν ξέρετε ποιός εἶναι καί σᾶς χτυπᾶ τήν πόρτα γιά νά μείνη τό βράδυ στό σπίτι σας. Ξέρετε τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός; Κι ἄν σᾶς κάνη κακό;

   Δέν θά τόν ἀφήσετε νά μείνη στό δρόμο. Δώσατέ του ὅμως χρήματα  νά πάη νά μείνη σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, διότι δέν τόν ξέρετε καί διότι τό σπίτι σας δέν ἔχει ἕναν ξενῶνα πού νά ἀπομονώνεται. Διότι, τό ξαναλέγω, δέν τόν ξέρομε! Κυκλοφοροῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί ἀνήθικοι ἄνθρωποι. Ποῦ ξέρεις αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ χτυπάει τήν πόρτα, ποιός εἶναι; Τόσα καί τόσα φοβερά  πράγματα γίνονται. Ἔτσι, καί θά ἔχωμε τήν διάκρισι, ἀλλά καί δέν θά τόν  ἀφήσωμε αὐτός  ὁ ἄνθρωπος νά μείνη στό δρόμο!


Απόσπασμα από την 2α ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εάν ο πιστός δέν μπορεί να αντέξει μία ειρωνεία, πώς θα αντέξει ένα τυχόν μαρτύριο αίματος;

†.Καί τί λέγει; «καί ἰδού μένω σε». Σέ περιμένω. Δέν θά δοκιμάσω φαγητό ἕως ὅτου ἔλθεις μέ ὅποιους βρεῖς στό δρόμο.

    Καί πράγματι βγῆκε ἔξω ὁ Τωβίας, ὁ γιός, εἰς τήν ἀγορά καί σέ λίγο γυρίζει. Δέν ἔφερε κανέναν μαζί του. Δέν βρῆκε κανέναν. Ἀλλά μᾶλλον βρῆκε. «Πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔρριπται ἐν τῇ ἀγορᾷ». (Τωβ.2,3) Βρῆκα ἕναν στραγγαλισμένον, πνιγμένον, πεταμένον στήν ἀγορά. Ἀκοῦτε, ἦταν ἐκείνη ἡ μαύρη ἐποχή τῶν Ἑβραίων πού τόσο φοβερά τούς μετεχερίζοντο οἱ Ἀσσύριοι, πού σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως.

    Καί λέγει τώρα ὁ θαυμάσιος Τωβίτ: «κἀγώ πρίν ἤ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας, ἀνειλόμην αὐτόν εἴς τι οἴκημα ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος.» ( Τωβ.2,4) Ὅταν τό ἄκουσα αὐτό «πρίν ἤ γεύσασθαί με» «δέν κάθισα νά φάγω». Βλέπει κανείς πολλήν ἀρετή. Ὑπογραμμίζω αὐτό: «δέν κάθισα νά φάγω».

    Προσέξτε! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἂγγελός του! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἀρχάγγελος Ραφαήλ˙ καί θά τοῦ τό πῆ ὕστερα ἀπό καιρό, ἀπό χρόνια. Θά τοῦ πῆ: «θυμᾶσαι τότε, ἡμέρα Πεντηκοστή, πού δέν κάθισες νά φᾶς, πετάχτηκες ἀπό τό τραπέζι σου γιά νά πᾶς αὐτόν τόν νεκρόν ἄνθρωπο νά τόν θάψης; Ἐγώ σέ ἔβλεπα».

   Θεέ μου, Θεέ μου, δηλαδή ὅ,τι κάνομε παρακολουθούμεθα; Ναί, τό μάτι τοῦ Θεοῦ! Τό μάτι τῶν Ἀγγέλων! Μᾶς βλέπουν οἱ Ἂγγελοί μας, παιδιά, καί κρατοῦν λογαριασμόν! Εἶναι φοβερόν! φοβερόν καί μέ τήν καλή καί μέ τήν κακή σημασίαν. Μέ τήν κακή, ἄν ἁμαρτάνωμε. Μέ τήν καλή, ὅταν κάνωμε τό ἀγαθόν. Διότι ἐκεῖνο πού κάνω, ὥστε δέν πάει χαμένο; μέ βλέπει ὁ Θεός; Ναί, μέ βλέπει ὁ Θεός! Καί τό κακό, ἀλλοίμονό μου, καί ἐκεῖνο καταγράφεται, ὅπως γράφει καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων.

    Ἔτσι πετάχτηκε «ἀναπηδήσας» βλέπετε τό ρῆμα; Ἀναπηδῶ. Πετάχτηκε χωρίς νά φάη, πῆγε, τόν πῆρε, τόν ἔκρυψε σέ ἕναν τόπο,  σέ ἕνα οἰκίσκον, λέγει ἐδῶ πέρα, «εἴς τι οἴκημα». Κάπου τόν ἔβαλε, τόν ἔκρυψε γιά νά πάη νά τόν θάψη ὅταν θά βασίλευε ὁ ἥλιος, γιά νά μήν τόν δῆ κανένας.

   «Καί ἐπιστρέψας ἐλουσάμην καί ἤσθιον τόν ἄρτον μου ἐν λύπῃ». (Τωβ. 2,5)  Αὐτό ἔκανε· γύρισε, πλύθηκε.

   Αὐτό το «ἐλουσάμην» δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ἐκεῖνο πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν γυρίζουν ἀπό ἕναν νεκρό, πού πλένονται. Αὐτό εἶναι εἰδωλολατρική συνήθεια καί εἶναι ἀπό τόν κύκλο τῆς μαγείας καί τῶν προλήψεων καί λοιπά, πού σπάζουνε κανάτια, σπάζουνε πιάτα, χύνουνε νερό πάνω ἀπό τόν τάφο, μιλᾶνε γιά ἀμίλητο νερό καί ἄλλα πολλά γύρω ἀπό τό θέμα νερό. Εἶναι πολλή ἡ φιλολογία γύρω ἀπό τό θέμα νερό, πολύ μεγάλη! Καμμιά σχέσι δέν εἶχε αὐτό πού λέει «λούστηκα, πλύθηκα» εἶχε νομικόν χαρακτήρα, τό ἔλεγε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἤγγιζε νεκρόν ἦτο ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνη καθαρμούς κατά τόν νόμον.

    Συνεπῶς, αὐτή ἡ λούσις, τό πλύσιμο, ἤτανε νομικοῦ -σύμφωνα με τόν νόμον- νομικοῦ χαρακτῆρος. Ὅπως ἐμεῖς, ἄν ἔχετε προσέξη, ὅταν λειτουργοῦμε, τό πρωί πού θά «πάρομε καιρόν», ὅπως λέμε, θά μποῦμε θά πλυθοῦμε, θά ντυθοῦμε. Μόλις ντυθοῦμε, ἄν ποτέ ἔχετε δεῖ αὐτή τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ ἤ ἄν τό τέμπλο δέν ὑπάρχει καί τό ἔχετε δεῖ στούς ἱερεῖς, πηγαίνουν στόν νιπτήρα καί πλένονται. Θά ξαναπλυθοῦν μετά τήν Θεία Κοινωνία. Καί λένε μάλιστα καί ἕναν ψαλμό. «Νίψομαι ἐν αὐτῷ εἰς τάς χείρας μου». Θά πλυθῶ, λέγει, εἰς τύπον ὅτι τά χέρια μου εἶναι ἀθῶα. Δηλαδή τά χέρια εἶναι ὁ τρόπος πού κάνομε τίς πράξεις, συνεπῶς ἔχω ἀγαθές πράξεις, δέν εἶμαι κακοῦργος ἄνθρωπος, δέν εἶμαι ἄνθρωπος τῆς ἀδικίας «καί κυκλώσας τό θυσιαστήριον».

    Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐλέγετο ὅτι ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δέν θά ἐπλένετο καί θά πήγαινε στή θυσία, αὐτός θά ἀπηλλάσσετο τῆς ζωῆς, θά ἀπέθνησκε.  Βέβαια αὐτό σήμερα δέν ὑπάρχει, διότι ἦτο τύπος τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητας. Ὀφείλομε ὅμως νά πλυθοῦμε. Αὐτή ἡ πλύσις δέν ἔχει κανέναν μαγικό χαρακτήρα, κανένα μαγικό, ὅπως ἔχει στίς κηδεῖες ἤ ὅπου ἀλλοῦ πού πλένονται οἱ ἄνθρωποι ἤ χρησιμοποιοῦν τό νερό κατά ποικίλους, ποικίλους, ποικίλους τρόπους. Σᾶς εἶπα σάν ἀμίλητο νερό, σάν... σάν... σάν…

   Ἐδῶ ἐπλύθηκε διότι ἐθεωρεῖτο νομικά ἀκάθαρτος καί κάθισε νά φάη. Βέβαια τό νά πλυθοῦμε ἀπό τήν ἀγορά καί νά φᾶμε, αὐτό δέν ἔχει οὔτε νομικόν, οὔτε μαγικόν χαρακτήρα, οὔτε θρησκευτικόν. Ἔχει ἁπλῶς ὑγιεινόν χαρακτήρα.

   Καί σᾶς συνιστῶ ὅταν γυρίζωμε ἀπ’ ἔξω, προκειμένου νά καθίσωμε νά φᾶμε, νά πλύνωμε τά χέρια μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πλένονται, ὅταν θέλουν νά φᾶνε; Ναί! δέν πλένονται· δέν πλένονται! Αὐτό γίνεται πολλάκις αἰτία πολλῶν ἀσθενειῶν. Νά πλυθοῦν! Πρώτη μας δουλειά πού θά ἔρθουμε ἀπ’ ἔξω, ξέρετε ποιά εἶναι; Νά κάνωμε τόν σταυρό μας, νά κάνωμε μία μετάνοια ἤ τρεῖς στό εἰκονοστάσι μας, ὅτι γυρίσαμε πίσω, μποροῦσε νά μήν εἴχαμε γυρίσει, μποροῦσε νά μᾶς κάνη λιῶμα ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα δυστύχημα. Γυρίσαμε πίσω, ἔ; Ἤρθαμε στό σπίτι μας. Ὅπως κάναμε τό σταυρό μας φεύγοντας, ἔτσι τώρα θά κάνωμε τό σταυρό μας εὐχαριστῶντας. Μετά θά πᾶμε νά πλυθοῦμε καί μετά θά κάνωμε ὅ,τι θέλομε. Θά πλυθοῦμε ὅμως! Τό πλύσιμο τῶν χεριῶν εἶναι ἀπαραίτητο γιά λόγους ὑγείας μόνο, καί τίποτε ἄλλο.

   Καί κάθισε νά φάη μέ λύπη. Ὤ! τήν ἀρετή πού εἶχε ὁ Τωβίτ, μέ λύπη! «καί ἐμνήσθην τῆς προφητείας Ἀμώς καθώς εἶπε: στραφήσονται αἱ ἑορταί ὑμῶν εἰς πένθος καί πᾶσαι αἱ εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον». (Τωβ. 2,6) ἐκεῖ κάθισα καί θυμήθηκα αὐτό πού λέει ὁ προφήτης Ἀμῶς (Κέφ. 8,10), ὅτι «δέν κάθεστε καλά ἔ; Παραβαίνετε τόν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἔ, λοιπόν οἱ γιορτές σας θά μετατραποῦν σέ πένθος καί οἱ εὐφροσύνες πού νιώθατε, οἱ χαρές σας στίς γιορτές, θά μετατραποῦν σέ θρηνολόϊ». Αὐτό θυμήθηκα, λέει· αὐτό θυμήθηκα. Καί ἔπιασε νά λυπᾶται· ἔτρωγε καί ἔκλαιγε. 

   Λοιπόν, εἶναι νομίζετε μικρῆς σημασίας νά θλίβεται ἕνας ἄνθρωπος ὅταν βλέπη δεινά, τά ὁποῖα ὅμως δέν μπορεῖ νά διορθώση; Βλέπει νά ὑπάρχουν φτωχοί, βλέπει νά ὑπάρχουν ἄρρωστοι. Πᾶς σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί βλέπεις ἀρρώστους˙ μπορεῖς νά τούς κάνης καλά τούς ἀρρώστους; Ὄχι! Ἀλλά νομίζετε ὅτι εἶναι μικρῆς σημασίας νά λυπᾶσαι γιατί οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν; Γίνεσαι κοινωνός τῶν παθημάτων των. Ὅπως γίνεσαι κοινωνός τῆς χαρᾶς των κατά το «χαίρειν μετά χαιρόντων» ἔτσι γίνεσαι καί κοινωνός τῆς λύπης των «καί κλαίειν μετά κλαιόντων».

   Ὕστερα αὐτός ὁ Θεός ἔγινε κοινωνός τῆς θλίψεώς μας. Καί ἔγινε ἄνθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος»(Ἑβρ. 2, 14) ἔγινε μέτοχος  σαρκός καί αἵματος γιά νά πιῆ τό ποτήρι τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως καί τῶν δεινῶν της ἀνθρωπότητος «πλεῖον». «Καί ἔπαθε ἀνθ’ ὧν ἔπαθε». Ἀπέκτησε πεῖραν ἀπ’ ὅ,τι ἔπαθε μέ τήν ἀνθρωπίνη του φύσιν.

   Αὐτή ἡ περίπτωσι, τό νά λυπᾶται κανείς γιατί τίποτε ἄλλο δέν ἔχει νά κάνη, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα! Προσέξτε, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο πρᾶγμα! Βεβαίως, ἄν ἔχη κάτι νά προσφέρη, νά τό προσφέρη. Βλέπεις τόν ἄλλον καί κρυώνει καί πεινᾶ, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς. Τόν βλέπεις τόν ἄλλον καί εἶναι στήν ἄγνοια, δέν ξέρει τόν Θεό, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς, δῶσ’ του ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, πές του δυό καλά λόγια. Βλέπεις ὅτι δέν μπορεῖς ἤ δέν ἔχεις νά τοῦ δώσης κάτι, κλάψε… πόνα….......

    Μᾶλλον ὅλον τό κεφάλαιον θαυμαστόν. Λέγει ἐκεῖ ὅτι πολλά φοβερά πράγματα ἐγίνοντο μέσα στήν Ἱερουσαλήμ καί πολλή εἰδωλολατρία ἀπό τούς ἄρχοντας. Ὅπως τώρα δυστυχῶς εἶναι οἱ μασόνοι, πού πολλοί ἐκ τῶν ἀρχόντων μας εἶναι μασόνοι, καί οἱ ὁποῖοι, παρακαλῶ, εἰδωλολατροῦν. Καί ἀποκαλύπτει ὁ Θεός εἰς τόν Ἰεζεκιήλ ἀκόμη καί ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τότε τοῦ Ἰσραήλ καί ἄρχοντες τοῦ λαοῦ εἰδωλολατροῦσαν, ἐλάτρευαν τόν ἥλιο, ὅπως καί σήμερα οἱ μασόνοι τόν ΜΑΤΣ, τήν φύσιν, τόν ἥλιο, τοῦ τά δείχνει αὐτά ἐν ὀράματι καί κατόπιν ἐξαπολύει ὁ Θεός σφαγήν -σέ ὅραμα αὐτό- σφαγήν εἰς τήν πόλιν ἡ ὁποία θά ἐγίνετο καί πραγματική σφαγή.

    Καί λέγει: ὑπάρχουν Ἂγγελοι ὁλοθρευταί· προηγεῖται κάποιος ὁ ὁποῖος κατά τούς πατέρες εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί λέγει, λέει ὁ πατήρ πρός τόν υἱόν: «δίελθεν μέσην τήν Ἱερουσαλήμ καί δῶς τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν» τό σημεῖον ξέρετε ποιό εἶναι; Τό Τ, εἶναι ὁ σταυρός, διότι εἰς τό Φοινικικόν ἀλφάβητον τό Τ, εἶναι σέ σχῆμα σταυροῦ, γι’ αὐτό καί στό Λατινικό ἀλφάβητο ἔχομε τό μικρό t. Δέν εἶναι σταυρός; Διατηρεῖ τόν Φοινικικόν χαρακτῆρα. Ἐπειδή δέ ἀπό τό Φοινικικόν ἀλφάβητο ἔχουν πάρει καί οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἑβραῖοι, τό Ἑβραϊκό ἀλφάβητο ἔχει μεγάλη συγγένεια μέ τό Ἑλληνικό. Ἄν δῆτε βέβαια τήν γραφή, θά πῆτε καμμιά συγγένεια. Ἄν προσέξετε, μεγάλη συγγένεια. Φέρ’ εἰπεῖν τό πρῶτο εἶναι τό Α, τό Ἑβραϊκό εἶναι τό ἂλεφ. Τό β… εἶναι τό  μπέλ, τό γ… γκίμελ καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Γάμα λέμε ἐμεῖς, Γκίμελ λένε οἱ Ἑβραῖοι. Τό γιώτ (ι), γιώτα λέμε ἐμεῖς καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Λέγει λοιπόν, θά βάλης τό σημεῖον Τ - ποιό εἶναι; τόν σταυρόν!- σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν λατρεύουν τόν ἥλιο, δέν λατρεύουν τήν φύσιν. Ποιοί ὅμως θά εἶναι τώρα αὐτοί μέσα σέ μία πόλι, πού εἰδωλολατρεῖ ἡ πόλις; Οἱ ἄρχοντες εἰδωλολατροῦν. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τῶν κατεστεναζόντων καί τῶν κατοδυνομένων ἐπί πάσαις τάς ἀνομίας ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτοῖς.(Ἱεζ θ’ 4) Εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καταστενάζουν, λένε: «Θεέ μου, τί κακό μας βρῆκε μές στήν πόλι!» Καί τῶν κατοδυνομένων, καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γεμίζουν ἀπό ὀδύνη, ἀπό λύπη γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες πού γίνονται μέσα στήν πόλι.

   Περνᾶτε μέσα στήν πόλι καί βλέπετε ἔκκλυσι ἠθῶν, βλέπετε συμμαθήτριές σας, πού τίς ξέρετε ἀπό τό σχολεῖο, τίς βλέπετε νά γυρίζουν κατά ἕναν ἔξαλλο τρόπο. Τί νά κάνης; Νά βάλης τίς φωνές; Τί νά κάνης; Κλάψε! Πόνεσε! Λυπήσου! Αὐτό ἔχει πολλή ἀρετή! Ἐδῶ μάλιστα, στήν περικοπή πού σᾶς διάβασα, αὐτοί, λέγει, δέν θά σφαγοῦν. Σημαίνει θά σωθοῦν! Βλέπετε, λοιπόν, τί ἀξία ἔχει νά λυπᾶσαι γιά τό κακό πού γίνεται; Ὅταν ὑπάρχη ἀποστασία, ἤ ἀθεΐα νά λυπᾶσαι, νά θλίβεσαι. Ἔχει πάρα πολύ, παιδιά, μεγάλη σημασία!

   Καί λέγει ἐδῶ συνέχεια ὁ Τωβίτ: «καί ἔκλαψα». Πώ πώ! καί ἔκλαψα! Οἱ ἄνδρες κλαίουν; Κλαίουν ὅταν ὑπάρχουν δεινά στούς ἄλλους. Δέν κλαῖνε ὅμως ὅταν οἱ ἴδιοι ὑποφέρουν. Ἡ ἀνδρεία δέν ἀποκλείεται στήν περίπτωσι πού θά κλάψης γιά τόν ἄλλον. Ἡ ἀνδρεία εἶναι ὅταν ξέρης νά κρατᾶς τόν ἑαυτό σου καί νά μήν κλαῖς γιά τά δικά σου τά δεινά. Γιατί ἅμα δέν κλαῖς γιά τά δεινά του ἀλλουνοῦ, εἶσαι ἀνεύθυνος καί αὐτό δέν λέγεται ἀνδρεία. Λέγεται ἀναισθησία.

   «Καί ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος ᾠχόμην καί ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν» (Τωβ.2,7) καί ὅταν βασίλεψε ὁ ἥλιος, ἄρχισε νά πέφτη τό σκότος, ἐπῆγα τόν πῆρα τόν ἄνθρωπο, ἔκανα ἕνα λάκκο καί τόν ἔθαψα.

   «Καί οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντες», μέ εἶδαν κάποιοι. Κάποιοι τόν εἶδαν, ἴσως Ἑβραῖοι, ἴσως καί ὄχι Ἑβραῖοι· πιθανότατα Ἑβραῖοι πού τόν εἶδαν, πιθανότατα Ἑβραῖοι, συμπατριῶτες! «οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περί τοῦ πράγματος τούτου, καί ἀπέδρα, καί ἰδού πάλιν θάπτει τούς νεκρούς». (Τωβ.2,8) Περίεργο πρᾶγμα! καλά, λέει, πότε ἦταν ἐκεῖνο πού ἔθαβε τούς νεκρούς καί τοῦ ἅρπαξαν τήν περιουσίαν καί ἐδραπέτευσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του, πάλι τά ἴδια κάνει; Πάλι πηγαίνει καί θάβει τούς νεκρούς; Δέν ἔβαλε μυαλό; Μά μυαλό βάζομε, παιδιά, στά ἄσχημα πράγματα, στά καλά πράγματα ὑποτίθεται ὅτι βάζομε μυαλό; Δηλαδή πρέπει νά ἀλλάξωμε τώρα τά καλά πράγματα ἐπειδή ἐπάθαμε κάτι ἄσχημο;

    Καί τό χειρότερο «ἐπεγέλων» γελοῦσαν εἰς βάρους του. Τόν κορόιδευαν. Εἶναι αὐτό πού θά δεχτῆτε σάν εἰρωνεία ἐσεῖς, ὅταν θέλετε νά μένετε εἰς τά πατρῶα, θέλετε νά μένετε εἰς τήν παράδοσιν, εἰς τήν πίστιν, εἰς τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί σᾶς λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας: «ποῦ ζεῖς καημένη; ποῦ ζεῖς; στόν περασμένον αἰῶνα; στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σου καημένη ζεῖς; Δέν ξέρεις τώρα ποῦ εὑρισκόμεθα;» Ἔ, ποῦ εὑρισκόμεθα, λοιπόν, τί σημασία ἔχει; Ὁ χρόνος τρέχει, τί σημασία ἔχει; Ἡ πρόοδος εἶναι πάντοτε καί ποιοτική πρόοδος; Δηλαδή, ἡ χρονική πρόοδος εἶναι καί ποιοτική πρόοδος; Ἄν κάναμε μία κριτική τοῦ πράγματος: ὅ,τι καί νεώτερον δέν εἶναι καί καλύτερον; Ἐάν εἶναι καλύτερον, εἶναι ὄντως πρόοδος. Ἐάν ὅμως δέν εἶναι καλύτερον, τότε πῶς θά τό ἀποκαλέσω αὐτό πρόοδον;

  Καί ἔτσι, ὅταν μένω σέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι δοκιμασμένον πρᾶγμα, ἔχει ἀξία, τότε ὁπωσδήποτε, παιδιά, θά γίνω τό ἀντικείμενο νά μέ γελάσουν. Αὐτό τό σημεῖο -προσέξατέ με!- μέ θλίβει πολύ.

    Βλέπω πολλά τέτοια περιστατικά καί κάθομαι καί ἀναρρωτιέμαι καί γιά τόν ἴδιο μου τόν ἑαυτόν. Τό ἔχω προσεγγίσει τό θέμα αὐτό ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Καί ἀναρρωτιέμαι, ἄν κάποτε θά πρέπη νά δώσωμε μία μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ πού θά κόστιζε καί αὐτή τή ζωή, -σήμερα δέν κοστίζει τή ζωή μας μία μαρτυρία· ἄ! τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία· προσέξτε με, τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία!- θά εἴμεθα σέ θέσι νά γίνωμε μάρτυρες; Λυποῦμαι πάρα πολύ, σᾶς τό λέγω ἀλήθεια, δέν θά εἴμεθα σέ θέσι. Τό μαρτύριον παρασκευάζεται. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δίδει τό χάρισμα τοῦ μαρτυρίου. Χάρισμα εἶναι. Προσέξτε με! Χάρισμα εἶναι. Καί αὐτό τό χάρισμα, ὅπως ὅλα τά χαρίσματα παρασκευάζεται, προετοιμάζεται!

    Ἐάν λοιπόν βλέπωμε τούς ἀνθρώπους μας νά μήν εἶναι σέ θέσι νά ἀντέξουν οὔτε ἕνα χαμόγελο εἰρωνικό τῶν ἄλλων, πῶς θά ἀντέξουν ἕνα μαρτύριον τοῦ αἵματος; Εἶναι ἀδύνατον!

    Γι’ αὐτό, καλά μου παιδιά, ἄς προετοιμαζώμεθα· δέν ξέρομε τί θά γεννήση ἡ αὐριανή μέρα, δέν τό ξέρομε. Ἐδῶ πέρα βλέπετε τόσα καί τόσα νά συμβαίνουν στήν ζωή μας. Ἡ ἐποχή μας εἶναι φοβερή ἐποχή! Ἔχει δώσει μαρτυρίες αἵματος ἀπειράριθμες, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἐν βίβλῳ ζωῆς· ὁ Θεός τά ξέρει τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων πού ἔδωσαν μαρτυρίαν αἵματος σέ ὅλην τήν ὑφήλιον ἀπό τό Βόρειο Πόλο μέχρι τό Νότιο Πόλο· σέ ὅλην τήν ὑφήλιον, σέ ὅλα τά γεωγραφικά μήκη καί πλάτη.

    Πρό ὀλίγου καιροῦ στή Μαδαγασκάρη εἶχε ἐξαποληθεῖ ἀπηνής διωγμός ἐναντίων τῶν χριστιανῶν. Στή Μαδαγασκάρη! Δέ λέω ἄλλους τόπους γνωστούς, γνωστοτάτους, πού διαβάζομε σέ ἐφημερίδες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… Ναί! Γι’ αὐτό λοιπόν, ἄς παρασκευαζώμεθα. Θά μοῦ πῆτε ἀπό τί; Νά, ἀπ’ αὐτή τή λύπη πού θά νιώθωμε γιά τό κακό πού θά γίνεται! Νά, ἀκόμα καί γιά μία μαρτυρία πού θά δίνωμε μέ τήν στάσι μας καί πού οἱ ἄλλοι θά γελάσουν, καί ἐμεῖς δέν θά προδώσωμε τόν Χριστό μέ τό χαμόγελο τό δικό τους, νά λυγίσωμε καί νά καμφθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι συμφωνοῦμε μαζί τους!

    Ἔτσι πραγματικά δίνομε δείγματα καλῶν ἐξετάσεων εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ὁποῖον ἔρχεται νά μᾶς ἐγχειρήση, νά μᾶς βάλη στά χέρια, τό τάλαντο τοῦ μαρτυρίου, αὐτό τό χρυσοῦν τάλαντο, πού ἔχουνε μία ξεχωριστή θέσι οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ μέσα στή Βασιλεία Του.

  
Απόσπασμα από την 2α ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

28 Νοεμβρίου 2021

Ἡ συζυγία καί ἡ μητρότης κάνουν τή γυναῖκα σωστή προσωπικότητα... Περί κηδείας καί ἀκηδείας...

†.Ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε πολύ νά μείνη πιστός εἰς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅτι εὑρίσκετο κάτω ἀπό δυσμενέστατες συνθῆκες, ὅπως ἦταν ἡ αἰχμαλωσία εἰς τήν Νινευή, ὅμως ὁ Θεός τόν ἐβράβευσε  καί προσελήφθη εἰς τό παλάτι τοῦ Βασιλέως ὡς οἰκονόμος. Καί μέ τόν τρόπον αὐτόν εἶχε τήν δυνατότητα νά τρώγη ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τό παλάτι εἶχε τή δυνατότητα νά ἀποκτήση καί περιουσία.

    Καί σημειώνει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ, διότι κατ’ ἐντολή τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ ἔγραψαν αὐτό τό βιβλίον τό ὁμώνυμον μαζί μέ τόν Τωβία τόν γυιό του πολύ κατοπινά, ὕστερα ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς περιπέτειες τίς ὁποῖες εἶχαν περάσει, εἶχε κάνει μία ἀξιόλογο περιουσία δέκα ἀργυρῶν ταλάντων.

     Νά φανταστῆτε τό ἕνα ἀργυροῦν τάλαντον ἦταν κάπου τριάντα ὀκάδες ἀσήμι! Τό ἕνα! Ἄρα ἦταν κάπου τριακόσια κιλά ἀσήμι! Δηλαδή ἡ ἀξία ἑνός ταλάντου ἀργυροῦ, ἡ πραγματική ἀξία, εἶναι ὀκτώμιση χιλιάδες χρυσά φράγκα Γαλλικά· ὄχι σημερινά, προπολεμικά, χρυσά, ὅπως λέμε χρυσῆ δραχμή. Ἅμα διαβάσετε κάπου καί θέλετε νά κάνετε σύγκρισι παλαιῶν νομισμάτων, καί δῆτε ὅτι αὐτό ἀντιστοιχεῖ μέ μία χρυσῆ δραχμή, Ἑλληνική, εἶναι τότε πού ἡ λίρα τῆς Ἀγγλίας εἶχε εἴκοσι πέντε δραχμές! στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας, εἴκοσι πέντε δραχμές· ἦτο ἡ λεγομένη χρυσῆ δραχμή!

    Ἔτσι ὅλη ἡ περιουσία τοῦ Τωβίτ ἦταν 85.000 χρυσά φράγκα. Σᾶς ξαναλέγω, καθόλου εὐκαταφρόνητη περιουσία· σημαντική! Τήν ὁποίαν διά λόγους ἴσως ἀσφαλείας εἶχε καταθέσει σέ ἕναν συγγενῆ του εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας.

    Ἡ Νινευή ἀπεῖχε πολύ μακριά ἀπό τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἡ ὁποία ἦτο νοτιοανατολικά περίπου τῆς Κασπίας Θαλάσσης. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι ἡ θέσις τοῦ Τωβίτ ἦτο ἀξιόλογος μεταξύ τῶν αἰχμαλώτων καί πολύ εὐνοϊκή.

   Ὅμως τά πράγματα δέν συνέχισαν νά εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει πολλές φορές περιόδους μέσα σέ μία οἰκογένεια καί εὐτυχίας καί δυστυχίας, ἀκριβῶς γιά νά φανῆ ἡ μεγάλη ἀξία πίστεως αὐτῆς τῆς οἰκογενείας. Μέ ἄλλα λόγια μπαίνει μέσα στό χωνευτήρι τῆς δοκιμασίας  γιά νά δείξη τήν ἀρετή της.

    Ἔτσι ὁ Τωβίτ παρ’ ὅτι εἶχε τόσο καλή θέσι, παρ’ ὅτι εἶχε τή δυνατότητα νά κάνη περιουσία, δέν ἐξέθεσε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχε δηλαδή ἐκεῖνο πού ἔχουν δυστυχῶς πολλές οἰκογένειες, πού ὅταν πιαστοῦν οἰκονομικά, ξεχνᾶνε τό Θεό. Ὅταν ἀρχίσουν νά ἔχουν τήν τηλεόρασί τους, τά ἔπιπλά τους, τό αὐτοκίνητό τους, τό δικό τους τό σπίτι, διαμέρισμα καί λοιπά, τότε πλέον ἀρχίζουν νά μήν ἔχουν καί πολύ ἀγαθές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τόν Χριστόν, μέ τό Εὐαγγέλιο καί μέ τήν πνευματική ζωή. Ἀρχίζουνε τά κοσμικά ἀνοίγματα.

    Αὐτό ὅμως δέν συνέβη καί εἰς τόν Τωβίτ, παρ’ ὅτι ἦτο καί σέ πλεονεκτική θέσι ἔναντι τῶν συμπατριωτῶν του, ἀλλά καί κάτω ἀπό δυσμενεῖς συνθῆκες ἐθνικές. Ἄν θυμηθοῦμε -ἐσεῖς δέν τό ξέρετε, οἱ μεγάλοι τό ξέρουν αὐτό- μιά ὄχι πάρα πολύ μακρινή ἐποχή, ὅταν περάσαμε ἐθνικές συμφορές -εἴχαμε ἰταλική κατοχή, γερμανική κατοχή καί λοιπά- τότε μερικοί ἄνθρωποι ἐφρόντιζαν...   -Πείνα φοβερή, πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους, στήν ἐπαρχία δέν πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους γιατί λίγο πολύ κάτι εἴχανε νά φᾶνε. Στίς πόλεις ὅμως καί κυρίως στήν Ἀθήνα, στό λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν φοβερά, πέθαιναν, πέθαιναν εἰς τούς δρόμους. Τό κάρο τοῦ Δήμου, ὄχι αὐτοκίνητο τοῦ δήμου, γιατί δέν ὑπῆρχε αὐτοκίνητο οὔτε βενζίνη γιά νά κινηθῆ τό αὐτοκίνητο, τό κάρο τοῦ Δήμου ἐπερνοῦσε κάθε πρωί ἀπό τούς δρόμους τῆς Ἀθήνας νά μαζέψη τούς πεθαμένους καί τούς ἔθαπταν σέ ὁμαδικούς τάφους ἀνά πενήντα καί ἀνά  ἑκατό.-  ...τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, πού βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά γίνουν πλούσιοι! Εἶναι αὐτός ὁ φοβερός μαυραγοριτισμός! Θά τό ἔχετε ἀκούσει ἴσως ἀπό τούς γονεῖς σας. Μαυραγορίτης δηλαδή ἐκεῖνος πού στά χέρια του κρατᾶ τόν ἔλεγχο τῶν τιμῶν τῶν τροφῶν. Ἀνεβάζει ὅσο θέλει. Κρύβει τά τρόφιμα καί τά πουλάει ὅσο κρίνει, ὅσο θέλει, ὅσο γιά νά χορτάση ἡ ψυχή του χρυσάφι!

    Καί ἔτσι μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἐνῶ πέθαιναν ἄνθρωποι, αὐτοί ἔκαναν λίρες, ἔκαναν χρήματα, ἔκαναν περιουσία, τήν ὁποία περιουσία παρουσίασαν ὅταν τά πράγματα ἀποκαταστάθηκαν καί αὐτοί ἐμφανίστηκαν ξαφνικά πλούσιοι! Εἶναι φοβερό πρᾶγμα, παιδιά, ὁ μαυραγοριτισμός! Εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία! Εἶναι τό ἀντίθετό τῆς ἀγάπης· εἶναι τό κλείσιμο τῶν σπλάχνων τῆς ψυχῆς πρός τόν ἀδελφόν, πρός τόν συνάνθρωπο καί ἀγάπη πρός τό ἄψυχο χρῆμα. Φοβερό πρᾶγμα! Αὐτό ὁ Τωβίτ δέν τό ἔκανε.

   Ὁ Τωβίτ, ἐνθυμεῖστε πού λέγαμε τήν περασμένη φορά, ἐπήγαινε νά βρῆ ποιός ὑπάρχει φτωχός νά τοῦ δώση χρήματα. Ἔκανε περιουσία, ἀλλά τήν περιουσία ὅμως δέν τήν ἔκανε ἀφήνοντας τούς ἀνθρώπους νά πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα, ὅπως θά δοῦμε στό σημερινό μας θέμα, ἕνα περιστατικό τό ὁποῖο θά γίνη καί ἀφορμή τῆς πολλῆς του δυστυχίας.

   Ἐνῶ ἦταν ὅλα καλά, ὅλα πήγαιναν θαυμάσια, ὁ Βασιλεύς τῆς Νινευή τῶν Ἀσσυρίων, ἐπειδή εἶχε ἡττηθεῖ σέ μία ἐκστρατεία του ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν γύρισε πίσω, ἐκείνους πού εἶχε αἰχμαλώτους ἤθελε μέ κάθε τρόπο νά τούς ἐκδικηθῆ. Καί πολλάκις ἔδινε ἐντολή, διαταγή, νά τούς σκοτώνουν χωρίς λόγο καί νά τούς πετοῦν σάν τά ψόφια σκυλιά μέ τήν ρητή διαταγή νά μή τούς θάπτουν. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά ἔθαπτε τούς νεκρούς Ἑβραίους, θά ἐτιμωρεῖτο διά θανάτου.

    Ἀλλά εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἄταφος νεκρός εἶναι ὕβρις. Ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ τιμή πρός τόν νεκρόν, εἶναι τιμή πρός τόν ἄνθρωπον, πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέγεται ὅτι μία καλή νοικοκυρά δέν φαίνεται ἀπό τό σαλόνι της, ἀλλά φαίνεται ἀπό τήν κουζίνα καί ἀπό τό ἀποχωρητήριο. Ἔτσι ἕνα καλό χωριό ἤ μία καλή πόλη, ἡ ὁποία ἔχει ἐντίμους ἀνθρώπους πού εὐλαβοῦνται τούς προγόνους, εὐλαβοῦνται τόν τόπο, τήν ἱστορία, εὐλαβοῦνται τά πάντα, τήν παράδοσι, κρίνεται ἀπό τό σέ ποιά κατάστασι βρίσκεται στό νεκροταφεῖο! 

  Πᾶτε πολλές φορές σέ χωνευτήρια ἤ σέ ὀστεοφυλάκια καί βλέπετε θέαμα οἰκτρόν! Οἰκτρόν! Πεταμένα τά κόκαλα κατά ἕνα τρόπο ἀπαίσιον καί φοβερόν! Καί αὐτό λέγεται ἀγάπη πρός τούς προγόνους!…

  Εἶναι τιμή, λοιπόν, ἡ φροντίδα γιά τούς νεκρούς! Εἶναι γνωστό δέ ὅτι τό ρῆμα «κηδεύω» -«κηδεία», «κηδεμών», «κήδομαι»- θά πῆ λυποῦμαι, φροντίζω, περιποιοῦμαι. Γι’ αὐτό ὁ κηδεμών εἶναι αὐτός πού φροντίζει. Λέμε «φέρε τόν κηδεμόνα σου στό σχολεῖο γιατί πρέπει νά κάνης ἕνα παράπονο ἤ νά πῆ κάτι». Εἶναι ἐκεῖνος πού σέ φροντίζει. Κηδεία, λοιπόν, θά πῆ φροντίδα. Κήδομαι θά πῆ λυποῦμαι, φροντίζω. «Ἀκηδία», δηλαδή τό ἀντίστροφο, μέ τό στερητικό (α) θά πῆ ἀνεμελιά, ἀφροντισιά.

   Ὥστε ἡ κηδεία εἶναι τιμή πρός τόν συνάνθρωπο καί πρός τόν Θεόν, πού ὡς ἀνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό βάζομε καί κεριά, παιδιά, στίς κηδεῖες. Γι’ αὐτό βάζομε κεριά καί μία εἰκόνα. Κανονικά πρέπει νά βάλωμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Κανονικά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί κεριά, πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ. Θά ξέρετε ἀκόμη ὅτι αὐτό εἶναι  πανανθρώπινο, δηλαδή δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς Χριστιανός. Εἶναι πανανθρώπινη συνήθεια.

  Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πολύ τιμοῦσαν τούς νεκρούς. Οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι εἶχαν τόν περίφημον Κεραμικόν, ἦταν πραγματικά ἕνα μουσεῖο, ἕνα ἄλσος μέ γλυπτά θαυμάσια πού ἐκεῖ ἔβαζαν τούς νεκρούς των μέ πολλή τιμή. Καί εἶναι ἀκόμη γνωστή ἐκείνη ἡ δίκη τῶν Ἀθηναίων, ἡ δίκη τῶν δέκα στρατηγῶν, πού δέν εἶχαν μαζέψει τούς νεκρούς ἀπό τήν ναυμαχίαν. Ὅλα αὐτά δείχνουν τήν εὐλάβεια πρός τούς νεκρούς.

   Ὁ Τωβίτ ἐπήγαινε κρυφά. Ἐνθυμεῖσθε τήν Ἀντιγόνη μέ τήν Ἰσμήνη, τόν Ἐτεοκλῆ καί τόν Πολυνείκη, πού τά δυό ἀδέλφια σκοτώθηκαν καί εἶχε δώσει ὁ θεῖος τους ὁ Κρέων -στήν «Ἀντιγόνη» τοῦ Σοφοκλέους- ἐντολήν ὅτι ὅποιος θάψει τόν Πολυνείκη αὐτός θά ταφῆ ζωντανός. Ἡ Ἀντιγόνη ἐπῆγε καί ἔθαψε τόν ἀδελφό της καί εἶπε τί; «Εἶναι προτιμότερο νά πειθαρχοῦμε στούς νόμους τοῦ Θεοῦ παρά εἰς τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων!».

    Παιδιά, αὐτό ἔκανε καί ὁ Τωβίτ, ὄχι πιά σάν εἰδωλολάτρης, ἀλλά σάν ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό. Ἐπήγαινε κρυφά νά θάψη τούς νεκρούς.

    Κάποιος τόν εἶδε καί πῆγε καί τό εἶπε στό Βασιλιά. Μόλις πρόλαβε ὁ Τωβίτ νά δραπετεύση ἀπό τήν Νινευή· αὐτός, ἡ γυναῖκα του καί ὁ γιός του. Ἀλλά ἔμεινε στή διάθεσι ὅμως τοῦ Βασιλέως ἡ περιουσία του. Ὄχι τά δέκα τάλαντα, τά ὁποῖα ἤδη εἶχε καταθέσει εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἴσως προνοῶντας ὅτι μποροῦσε κάποτε νά πάθη κάτι κακό. Ἲσως! Δέν μᾶς τό λέει τό ἱερόν κείμενον, τό ὑποθέτομε. Καί τό ὁποῖον ποσόν, θά ἰδῆτε, ἔχει κάποια σημασία, θά παίξη ἕνα ρόλο σπουδαῖο στήν μετέπειτα ἱστορία τοῦ Τωβίτ. Ὁπότε τοῦ ἅρπαξαν τό σπίτι, τοῦ ἅρπαξαν τήν περιουσία ὅλη, καί ὁ Τωβίτ ἔμεινε ἐπί ξύλου κρεμμάμενος. Δέν εἶχε τίποτε.

    Ἀλλά ὕστερα ἀπό πενήντα ἡμέρες, μετά ἀπό αὐτό τό περιστατικό, δυό γιοί τοῦ Βασιλέως τόν ἐφόνευσαν τόν πατέρα των καί διά νά μήν συλληφθοῦν, ἔφυγαν, ἐτράπησαν εἰς τό βουνό τό Ἀραράτ. Ἕνας τρίτος δέ υἱός τοῦ Βασιλέως βασίλευσε ἀντί τῶν δυό πού ἐφόνευσαν τόν πατέρα τους καί τότε τά πράγματα ἀποκαταστάθηκαν.

    Γύρισε πίσω ὁ Τωβίτ μέ τήν γυναῖκα του καί τό γιό του, ἀλλά δέν εἶχε πλέον περιουσία. Ἀρχίζει νά ἐργάζεται. Ὁ εὐλαβής ἄνθρωπος καί ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, δέν ἔχει σημασία ἄν κάποτε ὁ Θεός ἐπιτρέπη νά χάνη τήν περιουσία του. Τήν ξαναποκτᾶ. Ὁ τεμπέλης καί χρήματα νά ἔχη καί περιουσία νά ἔχη, τά χάνει ὅλα. Ὁ προκομμένος τίποτε νά μήν ἔχη, ἀμέσως ἀρχίζει καί ἀποκτάει τό νοικοκυριό του. Δέν πρόκειται περί πλούτου. Δέν θά σᾶς συμβούλευα ποτέ νά γίνετε πλούσιοι ἄνθρωποι, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἀλλά νά εἴσαστε νοικοκυρεμένοι ἄνθρωποι. 

   Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «νά ἐργάζεσθε μέ τά χέρια σας καί νά περιπατῆτε πρός τούς ἔξω». Ποιοί εἶναι οἱ ἔξω; εἶναι οἱ εἰδωλολάτραι˙ «ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πρός τούς ἔξω. Ἀξιοπρεπῶς, χωρίς νά ἔχετε τήν ἀνάγκη κανενός, ἀξιοπρεπῶς!» Εἶναι αὐτή ἡ Χριστιανική ἀξιοπρέπεια. Ὅταν συνιστᾶ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν προτείνει τόν πλοῦτον, τόν ὁποῖον καταδικάζει, ἀλλά προτείνει αὐτό˙ καί μάλιστα λέγει νά ἔχετε τήν δυνατότητα νά δίδετε καί εἰς τούς πτωχούς. Κι ὅταν εἶχε συμπτύξει ἐκεῖνον τόν ἔρανο ὑπέρ τῶν πτωχῶν τῆς Παλαιστίνης, τούς εὔχεται πλούσιαν εὐλογίαν ἀπό τόν Θεόν καί πνευματικήν καί ὑλικήν.

   Ἔτσι θά λέγαμε ὅτι τό νά ’ναι κανείς ὁ νοικοκύρης ἄνθρωπος εἶναι μία εὐλογία, τήν ὁποία ἀποκτᾶ μέ τήν πίστι του στόν Θεό καί μέ τήν προκοπήν του. Προσέξτε ἡ τεμπελιά εἶναι ἁμάρτημα! Ἡ ὀκνηρία εἶναι ἁμάρτημα!

   Καλεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν τεμπέλη ἄνθρωπο καί τόν φέρνει νά παραδειγματισθῆ ἀπό δυό ζωύφια. Ἀπό τή μέλισσα καί τό μυρμήγκι. Ἀπό δυό ἔντομα! Καί λέγει: «τεμπέλη ἄνθρωπε, ἔλα νά δῆς πῶς δουλεύει τό μυρμήγκι, κοίταξε νά δῆς τί κάνει ἡ μέλισσα!»

   Καί λέγει ὁ Πασκάλ ὁ φιλόσοφος καί μαθηματικός: «κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου νά καλῆ ὁ Θεός τήν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων του νά πάρη μαθήματα ἀπό τά ἔντομα, τά ὁποῖα ζῶα ἔγιναν διά τόν ἄνθρωπον. Δέν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τά ζῶα». Κι ὅμως καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά πάρη μάθημα ἀπό τά ζῶα. Αὐτό τό κατάντημα παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παραβαίνη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

   Προσοχή, λοιπόν, παιδιά, ἡ τεμπελιά εἶναι μεγάλο κακό! Κι ἄν τό θέλετε, θά εἴσαστε τεμπέλες -νά μέ συμπαθᾶτε γιά τόν ὡραῖο τίτλο- ἐάν σάν μαθήτριες μένετε μόνον στά μαθήματά σας! Δέν εἶναι ἀρκετή ἡ προκοπή σας νά εἴσαστε μόνον καλές μαθήτριες. Στό σπίτι σας πρέπει νά κάνετε ἐργασία. Μήν ξεχνᾶτε ὅτι μία κοπέλα, ὅ,τι καί νά σπουδάση, ὅ,τι καί νά  κάνη, ὅσο καί νά ἀνέβη ψηλά, δέν παύει ἀπό τοῦ νά εἶναι γυναῖκα καί συνεπῶς σύζυγος καί μητέρα· ἂρα, τό πρόσωπο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο θά κρατήση τό σπιτικό της! Ὅ,τι νά σπουδάσετε, ὅ,τι νά φτιάξετε, ὅ,τι νά κάνετε, θά ἔλεγα ὅτι ὅλα θά ἦταν πάρεργα, πλήν ἑνός πού εἶναι τό κύριον ἔργο σας: ἡ συζυγία καί ἡ μητρότης. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τήν γυναῖκα σωστή. Μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! Ἂλλο θέμα βεβαίως, ἄν ὑπάρχη ἡ περίπτωσις τῆς ἀφιερώσεως στόν Θεόν. Ἔχομε μία ξεχωριστή περίπτωσι.

   Ὅμως, ὅταν μία γυναῖκα θά περιφρονοῦσε καί τόν γάμον καί τήν μητρότητα, μπορεῖ νά παντρευτῆ ἀλλά νά περιφρονήση τήν μητρότητα, ὄχι ἁπλῶς νά μήν κάνη παιδιά, ἄλλο θέμα αὐτό, ἀλλά νά περιφρονήση τήν μητρότητα, αὐτή ἡ γυναῖκα δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνη σωστή προσωπικότητα, σωστό πρόσωπο. Ποτέ!  Ξεκινῆστε ἀπό τώρα πού εἶστε μαθήτριες. Διαβάστε τά μαθήματά σας καί ἀμέσως ἐπιδοθεῖτε σέ ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Νά εἶστε προκομμένες κοπέλες· προκομμένες πάντοτε καί τό χέρι σας νά εἶναι χρυσό γιατί μπορεῖ νά ἔρθουν μέρες, πού θά πρέπη νά δουλέψετε καί ἔξω, ὄχι μέ τά γράμματα πάντοτε. Τά γράμματα δέν ἔχουνε πάντοτε πέραση, μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό. Ὑπάρχουν ἐποχές, πού ἔχει πέραση τό χέρι σου, ἡ δουλειά, ἡ χειρωνακτική ἐργασία, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια μέ τήν γυναῖκα τοῦ Τωβίτ.

   Ἔτσι λοιπόν, ὁ Τωβίτ ξανακάνει τό νοικοκυριό του «ὅτε δέ κατῆλθον εἰς τόν οἶκον μου καί ἀπεδόθη  μοι Ἄννα ἡ γυνή μου, καί ὁ Τωβίας ὁ υἱός μου,» διαβάζομε εἰς τό δεύτερον πλέον κεφάλαιον, «ἐν τῇ πεντηκοστή  ἑορτῇ, ἥ ἐστίν ἁγία ἑπτά  ἑβδομάδων, ἐγενήθη ἄριστον καλόν μοι, καί ἀνέπεσα τοῦ φαγεῖν.» (Τωβίτ 2,1) Ξαναρχίζει τό σπιτικό του ὁ Τωβίτ. Ἦταν ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς,  ἡ γνωστή πού εἶναι ἑπτά ἑβδομάδες μετά τό Πάσχα. Ὅτι «ἐγενήθη» -ἀπό τό γίγνομαι μέ ἕνα «ν»- «ἄριστον καλόν μοί» δηλαδή καλό τραπέζι, στό σπίτι μου εἶχα ἀπό ὅλα. Ἕνα καλό τραπέζι!

  Παιδιά, δέν εἶναι ἁμαρτία, βλέπετε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή ἤδη τό ἀναφέρει αὐτό. Δέν εἶναι ἁμαρτία τό τραπέζι μας σέ μεγάλες γιορτές να ’ναι καλοστρωμένο. Θά ὑπάρξουν μέρες πού τό τραπέζι μας θα ’ναι πολύ λιτό. Ὅπως θά ’ναι ἡ  Τετάρτη, ἡ  Παρασκευή καί οἱ Σαρακοστές. Καί οἱ ἄλλες οἱ μέρες, πού δέν εἶναι ἴσως νηστίσιμες νά ’ναι λιτό τό τραπέζι μας, δέν θά πᾶμε ποτέ νά ἀγοράσωμε ἀκριβά πράγματα. Δέν θά βάζωμε στό τραπέζι μας πράγματα πού προκαλοῦν τήν πτωχεία.

  Δέ θά βάλωμε φέρ’ εἰπεῖν χαβιάρι, πού ἔχει δέν ξέρω πόσο, οὔτε αὐγοτάραχο, οὔτε θά βάλωμε πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι πάρα πολύ ἀκριβά, ἄλλο ἐάν εἶναι παραγωγή μας. Μπορεῖ ἔξω νά εἶναι ἀκριβό κάτι, ἀλλά ἐάν εἶναι παραγωγή σου; Λέμε τοῦ πουλιοῦ τό γάλα! Τό πουλί δέν ἔχει γάλα! Εἶναι ἔκφρασις νά δείξωμε τί μπορεῖ νά ἔχη. Ἐάν ἔχεις πουλιά, πού βγάζουν γάλα κι ἔχεις στό τραπέζι σου τώρα τοῦ πουλιοῦ τό γάλα, εἶσαι ἀξιέπαινος γιατί ἐσύ ἔχεις τά πουλιά καί βγάζεις τό γάλα ἀπό τά πουλιά! Εἶναι τό ἔργο τῶν χεριῶν σου, εἶναι θαυμάσιο αὐτό, εἶναι ἀξιέπαινο! Ἀλλά δέν θά σπαταλήσης χρήματα νά πᾶς νά ἀγοράσης ἀκριβά πράγματα.       

    Ἕνα ὅμως καλό τραπέζι, ὄχι σέ πλοῦτο ἀπό πλευρᾶς ἀκριβῶν πραγμάτων, ἀλλά στοιχειώδη πράγματα, τά ὁποῖα νά ’ναι καί χορταστικά καί ὄμορφα, κοινά, αὐτά τά ὁποῖα βρίσκομε στήν ἀγορά συνήθως, τό νά στολίσουν τό τραπέζι μας αὐτά σέ μεγάλες ἡμέρες κυρίως, δέν εἶναι ἐφάμαρτον. Διότι ἐπιτέλους, ἐπιτέλους ὁ Θεός μᾶς στρώνει τό τραπέζι. Καί ὁ Θεός τό ἔστρωσε καί εἰς τήν ἔρημον καί ἔφαγαν, λέει, ψάρι καί ψωμί ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι, καί ἐχορτάσθησαν, χόρτασαν.

   Κάθισε νά φάη ὁ ἄνθρωπος μέ τήν οἰκογένειά του. Εἶδε τό τραπέζι πλούσιο, καί ἡ ἡμέρα τό καλοῦσε. Ἀλλά ἐδῶ τώρα εἶναι ἡ μεγάλη ψυχή, πού ὅσο κι ἄν εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, ὅταν τό μυαλό τρέχη καί κάπου ἀλλοῦ, τότε ἡ ἀρετή μένει ἀρετή.

   Καί λέγει: «καί ἐθεασάμην ὄψα» τί εἶναι τά «ὄψα»; Τά φαγητά τά πολλά, πολλά φαγιά στό τραπέζι, πλούσιο τραπέζι. Γι’ αὐτό κάνομε ἐξάλλου καί προσευχή, παιδιά, γιά να ’ναι πλούσιο τό τραπέζι μας. Ὂχι μέ τήν ἔννοια,  ξαναλέγω, πολυτελές ἀλλά χορταστικόν. Καί στό τέλος λέμε «νά εὐλογήση ὁ Θεός τά περισσεύματα καί νά μή λείψη ποτέ τό ψωμί καί τό φαΐ ἀπό τό τραπέζι». Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος μάλιστα, «τραπέζι πού ἀρχίζει καί τελειώνει μέ προσευχή, δέν μένει ποτέ ἀδειανό»· κι ἔτσι πρέπει νά εἶναι.

   Εἶδε ὅμως πολλά φαγιά στό τραπέζι. Καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πάντα θυμᾶται καί τούς ἄλλους.  Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή! Ἐδῶ! Μπορεῖ νά εἶσαι ὁ πιό πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἄν θυμᾶσαι τούς ἄλλους ἀνθρώπους, εἶσαι κοινωνικός παράγων.

   «Καί εἶπα τῷ υἱῷ μου» εἶπα στό παιδί μου, στό γιό μου «βάδισον καί ἄγαγε ὅν ἄν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου, καί ἰδού μένω σε» (Τωβίτ 2,2) Κάθε λέξι καί θησαυρός. Λέγει, «τρέξε παιδί μου, πήγαινε στήν ἀγορά, πήγαινε ἔξω στήν πόλι. Φέρε ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας τούς πτωχούς, τούς συμπατριῶτες μας, νά γιορτάσουν καί αὐτοί μαζί μας τήν Πεντηκοστή, ἕνας, δυό, τρεῖς, τέσσερεις, πέντε, ἔ… ὅσους βρεῖς φτωχούς, φέρ’ τους ἐδῶ. Τό τραπέζι  ἔχει πολλά!».

   Ὑπάρχει μία ὡραία συνήθεια, ἐγώ τουλάχιστον στό σπίτι μας τήν ἔβλεπα. Πιστεύω εἶναι πανελλήνια αὐτή ἡ συνήθεια, δυστυχῶς ὅμως ἀπομεινάρι, προσέξτε, ἀπομεινάρι. Ὅταν κόβωμε τήν πίτα τήν ἁγιοβασιλιάτικη, λέμε: «τό πρῶτο κομμάτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο κομμάτι λέμε εἶναι τοῦ σπιτιοῦ». Τό τρίτο κομμάτι, ποιανοῦ νά ’ναι ἄραγε; Τοῦ νοικοκύρη; Τοῦ φτωχοῦ; Προσέξτε! «ὄχι τοῦ νοικοκύρη· τοῦ φτωχοῦ!» Εἶναι αὐτό πού λέει ἐδῶ πέρα. Βλέπετε ὁρισμένες συνήθειες ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Λέγει: «θά σέ περιμένω. Πήγαινε νά βρῆς πρῶτα τούς φτωχούς».

  Τί ὡραῖο πρᾶγμα! μέ τήν διαφορά μόνο πού βάζομε τήν μερίδα τοῦ φτωχοῦ στήν ἄκρη και μετά τήν τρῶμε ἐμεῖς πάλι, καί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σπιτιοῦ καί τοῦ φτωχοῦ! Ἀπομεινάρι, ἀλλά αὐτό τό ἀπομεινάρι δέν πρέπει κάτι νά μᾶς θυμίση; Δέν πρέπει, παιδιά, νά ποῦμε ὅτι θά ἔπρεπε σήμερα στό τραπέζι μας νά ἔχωμε κάποιον ἄνθρωπο; Καί προσέξτε, μή νομίσετε ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι μόνο φτωχοί ἀπό πλευρᾶς ὑλικῶν ἀγαθῶν. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι σήμερα φτωχοί καί ἀπό μίαν ἄλλη πλευρά: καί ἀπό συντροφιά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν νά φᾶνε, ἔχουν ἀλλά εἶναι μόνοι τους. Εἶναι μόνοι τους! Καί μπορεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τή μεγάλη, τή γιορτή, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, νά τρώγη καί νά τρέχουνε δάκρυα ἀπό τά μάτια, γιατί εἶναι μόνος ὁ ἄνθρωπος αὐτός, εἴτε ἄνδρας, εἴτε γυναῖκα, καί νά τρέχουν δάκρυα ἀπό τά μάτια καί κόμπος νά στέκεται στό λαιμό καί νά μή κατεβαίνη τό φαΐ κάτω, διότι ὁ ἄνθρωπος θέλει τή συντροφιά τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.

    Ἀγαπητά παιδιά, ἔχω ἀκούσει πάρα πολλές ἱστορίες καί ἔχω διαβάσει, πού πολλές φορές σεῖς καλεῖτε ἄλλα παιδιά, συμμαθήτριές σας φερ’ εἰπεῖν, ἤ φτωχά μικρά παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἤ συγγενεῖς σας ἀκόμη, πού δέν ἔχουνε νά φᾶνε, πού εἶναι φτωχοί ἤ εἶναι μόνα τους τά παιδιά ἤ εἶναι ὀρφανά.

    Ἔτσι στό τραπέζι μας νά παίρνωμε πάντοτε ἀνθρώπους καί νά μήν μένη ὁ τύπος, ἀλλά ὁ τύπος νά ὑπενθυμίζη τήν οὐσία. Νά ἐνθυμούμεθα καί τόν πτωχόν. Καί μήν πῆτε: «θά τοῦ πᾶμε τοῦ πτωχοῦ στό σπίτι του ἕνα πιάτο φαΐ, θά τό φάη πάλι ἐκεῖ μόνος! Ἔχει ἀξία καί σημασία νά βρεθῆ στό τραπέζι μας. Ὁ Χριστός θυμόσαστε τί εἶπε; «Ὅταν καλῆς», εἶπε εἰς τόν Σίμωνα τόν πλούσιον, πού τόν κάλεσε, τόν Σίμωνα τόν Φαρισαῖον, «ὅταν καλῆς, νά μήν καλῆς πλουσίους ἤ συγγενεῖς, πού θά σοῦ ἀνταποδώσουν τά ἴσα, ἀλλά νά καλῆς πτωχούς, πού δέν μποροῦν νά σ’ ἀνταποδώσουν».

   Παρατηρῶ δέ τό ἑξῆς εἰς τούς ἀνθρώπους πού κάνουν τραπέζια γιά νά ἀπολαύσουν καί αὐτοί τά ἴσια. Ἀρχίζουν οἱ παρεξηγήσεις, οἱ παρατηρήσεις καί οἱ δυσαρέσκειες. «Δέ μέ κάλεσε. Δέν τούς καλῶ». «Δέν μᾶς κάλεσαν, δέν τούς καλοῦμε». Ἤ «μᾶς κάλεσαν, ἀλλά δέν μᾶς εἶχαν τραπέζι, ὅσο ἐμεῖς τούς εἴχαμε τραπέζι σπουδαῖο» ἤ «δέν μᾶς ἔφεραν δῶρο», ἤ  «μᾶς ἔφεραν φτωχό δῶρο, πού ἦτο κατώτερό της θέσεώς μας».

    Αὐτά, παιδιά, συμβαίνουν στούς κοσμικούς ἀνθρώπους πού ἀνταλλάσσουν τραπέζια καί ὑπάρχει αὐτή ἡ πικρία καί ἡ ἐπιδειξιομανία, πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά. Κάλεσε τόν φτωχόν ἄνθρωπο, θά σοῦ πῆ χίλια «εὐχαριστῶ», ὅταν τόν πάρης στό τραπέζι σου μέ πολλή ἀγάπη, μέ πολλή ἀδελφοσύνη.

   Τί λέγει ἐδῶ; «Ὅποιον βρεῖς ἀπό τούς ἀδελφούς μας». Εἴδατε; Πῶς ἀποκαλεῖ τούς συμπατριώτας; Ἀδελφούς! «Ἐνδεῆ» πτωχόν. Προσέξτε καί ἀκόμη ἕνα χαρακτηριστικό: «ὅς μέμνηται τοῦ Κυρίου», πού θυμᾶται τόν Κύριον, δηλαδή εὐσεβῆ. Εὐσεβής ἄνθρωπος!

    Θά μοῦ πῆτε δέν μποροῦμε νά πάρωμε ἕναν ἀσεβῆ ἄνθρωπο στό τραπέζι μας; Ἡ Καινή Διαθήκη δέν κάνει διάκρισι. Λέγει ὅτι πρέπει νά εὐεργετοῦμε καί τόν ἕναν καί τόν ἄλλον, ὅποιος καί νά εἶναι. Λέει ὅμως πάλι ἡ Καινή Διαθήκη ὅτι πρέπει νά προνοοῦμε ἰδιαιτέρως διά τούς οἰκείους τῆς πίστεως. Λέγει: «εἰ δέ τίς τῶν ἰδίων καί μάλιστα τῶν οἰκείων». Οἰκείων, ἐννοεῖ τῆς πίστεως «οὐ προνοεῖ τήν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων»(Α΄ Τιμ. ε΄,8).  Ἔχει κατά βάσιν ἀρνηθεῖ τήν πίστιν. Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος πού ἀφήνει τόν ἄλλον, τόν συνάνθρωπον, τόν συνάνθρωπό του, τόν Χριστιανό, τόν εὐσεβῆ; εἶναι σάν νά ἔχη ἀρνηθεῖ τήν πίστι καί εἶναι χειρότερος ἀπό τούς ἀπίστους, διότι δέν ζεῖ ἀκόμη ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά τοῦ ὑπηγόρευε αὐτή ἡ φύσις, αὐτό τό συναίσθημα καί ὄχι αὐτό τό Εὐαγγέλιο.

   Ὅμως δέ θά πάρωμε -φυσικά ὑπάρχει ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως- δέν θά πάρωμε στό τραπέζι μας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μᾶς ἐπιφέρουν ζημίες. Δέν θά πάρωμε κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς κάνη ἠθική ζημία στό σπίτι μας -θέλει προσοχή, θέλει διάκρισι, μά πάρα πολλή διάκρισι, σ’αὐτό τό σημεῖο νά προσέξτε πάρα πολύ, μά πάρα πολύ!- ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν ξέρετε ποιός εἶναι καί σᾶς χτυπᾶ τήν πόρτα γιά νά μείνη τό βράδυ στό σπίτι σας. Ξέρετε τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός; Κι ἄν σᾶς κάνη κακό;

   Δέν θά τόν ἀφήσετε νά μείνη στό δρόμο. Δώσατέ του ὅμως χρήματα  νά πάη νά μείνη σέ ἕνα ξενοδοχεῖο, διότι δέν τόν ξέρετε καί διότι τό σπίτι σας δέν ἔχει ἕναν ξενῶνα πού νά ἀπομονώνεται. Διότι, τό ξαναλέγω, δέν τόν ξέρομε! Κυκλοφοροῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί ἀνήθικοι ἄνθρωποι. Ποῦ ξέρεις αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ χτυπάει τήν πόρτα, ποιός εἶναι; Τόσα καί τόσα φοβερά  πράγματα γίνονται. Ἔτσι, καί θά ἔχωμε τήν διάκρισι, ἀλλά καί δέν θά τόν  ἀφήσωμε αὐτός  ὁ ἄνθρωπος νά μείνη στό δρόμο!

    Καί τί λέγει; «καί ἰδού μένω σε». Σέ περιμένω. Δέν θά δοκιμάσω φαγητό ἕως ὅτου ἔλθεις μέ ὅποιους βρεῖς στό δρόμο.

    Καί πράγματι βγῆκε ἔξω ὁ Τωβίας, ὁ γιός, εἰς τήν ἀγορά καί σέ λίγο γυρίζει. Δέν ἔφερε κανέναν μαζί του. Δέν βρῆκε κανέναν. Ἀλλά μᾶλλον βρῆκε. «Πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔρριπται ἐν τῇ ἀγορᾷ». (Τωβ.2,3) Βρῆκα ἕναν στραγγαλισμένον, πνιγμένον, πεταμένον στήν ἀγορά. Ἀκοῦτε, ἦταν ἐκείνη ἡ μαύρη ἐποχή τῶν Ἑβραίων πού τόσο φοβερά τούς μετεχερίζοντο οἱ Ἀσσύριοι, πού σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως.

    Καί λέγει τώρα ὁ θαυμάσιος Τωβίτ: «κἀγώ πρίν ἤ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας, ἀνειλόμην αὐτόν εἴς τι οἴκημα ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος.» ( Τωβ.2,4) Ὅταν τό ἄκουσα αὐτό «πρίν ἤ γεύσασθαί με» «δέν κάθισα νά φάγω». Βλέπει κανείς πολλήν ἀρετή. Ὑπογραμμίζω αὐτό: «δέν κάθισα νά φάγω».

    Προσέξτε! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἂγγελός του! Κάποιος τόν βλέπει. Ὁ Ἀρχάγγελος Ραφαήλ˙ καί θά τοῦ τό πῆ ὕστερα ἀπό καιρό, ἀπό χρόνια. Θά τοῦ πῆ: «θυμᾶσαι τότε, ἡμέρα Πεντηκοστή, πού δέν κάθισες νά φᾶς, πετάχτηκες ἀπό τό τραπέζι σου γιά νά πᾶς αὐτόν τόν νεκρόν ἄνθρωπο νά τόν θάψης; Ἐγώ σέ ἔβλεπα».

   Θεέ μου, Θεέ μου, δηλαδή ὅ,τι κάνομε παρακολουθούμεθα; Ναί, τό μάτι τοῦ Θεοῦ! Τό μάτι τῶν Ἀγγέλων! Μᾶς βλέπουν οἱ Ἂγγελοί μας, παιδιά, καί κρατοῦν λογαριασμόν! Εἶναι φοβερόν! φοβερόν καί μέ τήν καλή καί μέ τήν κακή σημασίαν. Μέ τήν κακή, ἄν ἁμαρτάνωμε. Μέ τήν καλή, ὅταν κάνωμε τό ἀγαθόν. Διότι ἐκεῖνο πού κάνω, ὥστε δέν πάει χαμένο; μέ βλέπει ὁ Θεός; Ναί, μέ βλέπει ὁ Θεός! Καί τό κακό, ἀλλοίμονό μου, καί ἐκεῖνο καταγράφεται, ὅπως γράφει καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων.

    Ἔτσι πετάχτηκε «ἀναπηδήσας» βλέπετε τό ρῆμα; Ἀναπηδῶ. Πετάχτηκε χωρίς νά φάη, πῆγε, τόν πῆρε, τόν ἔκρυψε σέ ἕναν τόπο,  σέ ἕνα οἰκίσκον, λέγει ἐδῶ πέρα, «εἴς τι οἴκημα». Κάπου τόν ἔβαλε, τόν ἔκρυψε γιά νά πάη νά τόν θάψη ὅταν θά βασίλευε ὁ ἥλιος, γιά νά μήν τόν δῆ κανένας.

   «Καί ἐπιστρέψας ἐλουσάμην καί ἤσθιον τόν ἄρτον μου ἐν λύπῃ». (Τωβ. 2,5)  Αὐτό ἔκανε· γύρισε, πλύθηκε.

   Αὐτό το «ἐλουσάμην» δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ἐκεῖνο πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν γυρίζουν ἀπό ἕναν νεκρό, πού πλένονται. Αὐτό εἶναι εἰδωλολατρική συνήθεια καί εἶναι ἀπό τόν κύκλο τῆς μαγείας καί τῶν προλήψεων καί λοιπά, πού σπάζουνε κανάτια, σπάζουνε πιάτα, χύνουνε νερό πάνω ἀπό τόν τάφο, μιλᾶνε γιά ἀμίλητο νερό καί ἄλλα πολλά γύρω ἀπό τό θέμα νερό. Εἶναι πολλή ἡ φιλολογία γύρω ἀπό τό θέμα νερό, πολύ μεγάλη! Καμμιά σχέσι δέν εἶχε αὐτό πού λέει «λούστηκα, πλύθηκα» εἶχε νομικόν χαρακτήρα, τό ἔλεγε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἤγγιζε νεκρόν ἦτο ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνη καθαρμούς κατά τόν νόμον.

    Συνεπῶς, αὐτή ἡ λούσις, τό πλύσιμο, ἤτανε νομικοῦ -σύμφωνα με τόν νόμον- νομικοῦ χαρακτῆρος. Ὅπως ἐμεῖς, ἄν ἔχετε προσέξη, ὅταν λειτουργοῦμε, τό πρωί πού θά «πάρομε καιρόν», ὅπως λέμε, θά μποῦμε θά πλυθοῦμε, θά ντυθοῦμε. Μόλις ντυθοῦμε, ἄν ποτέ ἔχετε δεῖ αὐτή τήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ ἤ ἄν τό τέμπλο δέν ὑπάρχει καί τό ἔχετε δεῖ στούς ἱερεῖς, πηγαίνουν στόν νιπτήρα καί πλένονται. Θά ξαναπλυθοῦν μετά τήν Θεία Κοινωνία. Καί λένε μάλιστα καί ἕναν ψαλμό. «Νίψομαι ἐν αὐτῷ εἰς τάς χείρας μου». Θά πλυθῶ, λέγει, εἰς τύπον ὅτι τά χέρια μου εἶναι ἀθῶα. Δηλαδή τά χέρια εἶναι ὁ τρόπος πού κάνομε τίς πράξεις, συνεπῶς ἔχω ἀγαθές πράξεις, δέν εἶμαι κακοῦργος ἄνθρωπος, δέν εἶμαι ἄνθρωπος τῆς ἀδικίας «καί κυκλώσας τό θυσιαστήριον».

    Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐλέγετο ὅτι ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δέν θά ἐπλένετο καί θά πήγαινε στή θυσία, αὐτός θά ἀπηλλάσσετο τῆς ζωῆς, θά ἀπέθνησκε.  Βέβαια αὐτό σήμερα δέν ὑπάρχει, διότι ἦτο τύπος τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητας. Ὀφείλομε ὅμως νά πλυθοῦμε. Αὐτή ἡ πλύσις δέν ἔχει κανέναν μαγικό χαρακτήρα, κανένα μαγικό, ὅπως ἔχει στίς κηδεῖες ἤ ὅπου ἀλλοῦ πού πλένονται οἱ ἄνθρωποι ἤ χρησιμοποιοῦν τό νερό κατά ποικίλους, ποικίλους, ποικίλους τρόπους. Σᾶς εἶπα σάν ἀμίλητο νερό, σάν... σάν... σάν…

   Ἐδῶ ἐπλύθηκε διότι ἐθεωρεῖτο νομικά ἀκάθαρτος καί κάθισε νά φάη. Βέβαια τό νά πλυθοῦμε ἀπό τήν ἀγορά καί νά φᾶμε, αὐτό δέν ἔχει οὔτε νομικόν, οὔτε μαγικόν χαρακτήρα, οὔτε θρησκευτικόν. Ἔχει ἁπλῶς ὑγιεινόν χαρακτήρα.

   Καί σᾶς συνιστῶ ὅταν γυρίζωμε ἀπ’ ἔξω, προκειμένου νά καθίσωμε νά φᾶμε, νά πλύνωμε τά χέρια μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πλένονται, ὅταν θέλουν νά φᾶνε; Ναί! δέν πλένονται· δέν πλένονται! Αὐτό γίνεται πολλάκις αἰτία πολλῶν ἀσθενειῶν. Νά πλυθοῦν! Πρώτη μας δουλειά πού θά ἔρθουμε ἀπ’ ἔξω, ξέρετε ποιά εἶναι; Νά κάνωμε τόν σταυρό μας, νά κάνωμε μία μετάνοια ἤ τρεῖς στό εἰκονοστάσι μας, ὅτι γυρίσαμε πίσω, μποροῦσε νά μήν εἴχαμε γυρίσει, μποροῦσε νά μᾶς κάνη λιῶμα ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα δυστύχημα. Γυρίσαμε πίσω, ἔ; Ἤρθαμε στό σπίτι μας. Ὅπως κάναμε τό σταυρό μας φεύγοντας, ἔτσι τώρα θά κάνωμε τό σταυρό μας εὐχαριστῶντας. Μετά θά πᾶμε νά πλυθοῦμε καί μετά θά κάνωμε ὅ,τι θέλομε. Θά πλυθοῦμε ὅμως! Τό πλύσιμο τῶν χεριῶν εἶναι ἀπαραίτητο γιά λόγους ὑγείας μόνο, καί τίποτε ἄλλο.

   Καί κάθισε νά φάη μέ λύπη. Ὤ! τήν ἀρετή πού εἶχε ὁ Τωβίτ, μέ λύπη! «καί ἐμνήσθην τῆς προφητείας Ἀμώς καθώς εἶπε: στραφήσονται αἱ ἑορταί ὑμῶν εἰς πένθος καί πᾶσαι αἱ εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον». (Τωβ. 2,6) ἐκεῖ κάθισα καί θυμήθηκα αὐτό πού λέει ὁ προφήτης Ἀμῶς (Κέφ. 8,10), ὅτι «δέν κάθεστε καλά ἔ; Παραβαίνετε τόν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἔ, λοιπόν οἱ γιορτές σας θά μετατραποῦν σέ πένθος καί οἱ εὐφροσύνες πού νιώθατε, οἱ χαρές σας στίς γιορτές, θά μετατραποῦν σέ θρηνολόϊ». Αὐτό θυμήθηκα, λέει· αὐτό θυμήθηκα. Καί ἔπιασε νά λυπᾶται· ἔτρωγε καί ἔκλαιγε. 

   Λοιπόν, εἶναι νομίζετε μικρῆς σημασίας νά θλίβεται ἕνας ἄνθρωπος ὅταν βλέπη δεινά, τά ὁποῖα ὅμως δέν μπορεῖ νά διορθώση; Βλέπει νά ὑπάρχουν φτωχοί, βλέπει νά ὑπάρχουν ἄρρωστοι. Πᾶς σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί βλέπεις ἀρρώστους˙ μπορεῖς νά τούς κάνης καλά τούς ἀρρώστους; Ὄχι! Ἀλλά νομίζετε ὅτι εἶναι μικρῆς σημασίας νά λυπᾶσαι γιατί οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν; Γίνεσαι κοινωνός τῶν παθημάτων των. Ὅπως γίνεσαι κοινωνός τῆς χαρᾶς των κατά το «χαίρειν μετά χαιρόντων» ἔτσι γίνεσαι καί κοινωνός τῆς λύπης των «καί κλαίειν μετά κλαιόντων».

   Ὕστερα αὐτός ὁ Θεός ἔγινε κοινωνός τῆς θλίψεώς μας. Καί ἔγινε ἄνθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος»(Ἑβρ. 2, 14) ἔγινε μέτοχος  σαρκός καί αἵματος γιά νά πιῆ τό ποτήρι τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως καί τῶν δεινῶν της ἀνθρωπότητος «πλεῖον». «Καί ἔπαθε ἀνθ’ ὧν ἔπαθε». Ἀπέκτησε πεῖραν ἀπ’ ὅ,τι ἔπαθε μέ τήν ἀνθρωπίνη του φύσιν.

   Αὐτή ἡ περίπτωσι, τό νά λυπᾶται κανείς γιατί τίποτε ἄλλο δέν ἔχει νά κάνη, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα! Προσέξτε, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο πρᾶγμα! Βεβαίως, ἄν ἔχη κάτι νά προσφέρη, νά τό προσφέρη. Βλέπεις τόν ἄλλον καί κρυώνει καί πεινᾶ, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς. Τόν βλέπεις τόν ἄλλον καί εἶναι στήν ἄγνοια, δέν ξέρει τόν Θεό, δῶσ’ του ὅ,τι μπορεῖς, δῶσ’ του ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, πές του δυό καλά λόγια. Βλέπεις ὅτι δέν μπορεῖς ἤ δέν ἔχεις νά τοῦ δώσης κάτι, κλάψε… πόνα….......

    Μᾶλλον ὅλον τό κεφάλαιον θαυμαστόν. Λέγει ἐκεῖ ὅτι πολλά φοβερά πράγματα ἐγίνοντο μέσα στήν Ἱερουσαλήμ καί πολλή εἰδωλολατρία ἀπό τούς ἄρχοντας. Ὅπως τώρα δυστυχῶς εἶναι οἱ μασόνοι, πού πολλοί ἐκ τῶν ἀρχόντων μας εἶναι μασόνοι, καί οἱ ὁποῖοι, παρακαλῶ, εἰδωλολατροῦν. Καί ἀποκαλύπτει ὁ Θεός εἰς τόν Ἰεζεκιήλ ἀκόμη καί ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τότε τοῦ Ἰσραήλ καί ἄρχοντες τοῦ λαοῦ εἰδωλολατροῦσαν, ἐλάτρευαν τόν ἥλιο, ὅπως καί σήμερα οἱ μασόνοι τόν ΜΑΤΣ, τήν φύσιν, τόν ἥλιο, τοῦ τά δείχνει αὐτά ἐν ὀράματι καί κατόπιν ἐξαπολύει ὁ Θεός σφαγήν -σέ ὅραμα αὐτό- σφαγήν εἰς τήν πόλιν ἡ ὁποία θά ἐγίνετο καί πραγματική σφαγή.

    Καί λέγει: ὑπάρχουν Ἂγγελοι ὁλοθρευταί· προηγεῖται κάποιος ὁ ὁποῖος κατά τούς πατέρες εἶναι αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί λέγει, λέει ὁ πατήρ πρός τόν υἱόν: «δίελθεν μέσην τήν Ἱερουσαλήμ καί δῶς τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν» τό σημεῖον ξέρετε ποιό εἶναι; Τό Τ, εἶναι ὁ σταυρός, διότι εἰς τό Φοινικικόν ἀλφάβητον τό Τ, εἶναι σέ σχῆμα σταυροῦ, γι’ αὐτό καί στό Λατινικό ἀλφάβητο ἔχομε τό μικρό t. Δέν εἶναι σταυρός; Διατηρεῖ τόν Φοινικικόν χαρακτῆρα. Ἐπειδή δέ ἀπό τό Φοινικικόν ἀλφάβητο ἔχουν πάρει καί οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἑβραῖοι, τό Ἑβραϊκό ἀλφάβητο ἔχει μεγάλη συγγένεια μέ τό Ἑλληνικό. Ἄν δῆτε βέβαια τήν γραφή, θά πῆτε καμμιά συγγένεια. Ἄν προσέξετε, μεγάλη συγγένεια. Φέρ’ εἰπεῖν τό πρῶτο εἶναι τό Α, τό Ἑβραϊκό εἶναι τό ἂλεφ. Τό β… εἶναι τό  μπέλ, τό γ… γκίμελ καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Γάμα λέμε ἐμεῖς, Γκίμελ λένε οἱ Ἑβραῖοι. Τό γιώτ (ι), γιώτα λέμε ἐμεῖς καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Λέγει λοιπόν, θά βάλης τό σημεῖον Τ - ποιό εἶναι; τόν σταυρόν!- σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν λατρεύουν τόν ἥλιο, δέν λατρεύουν τήν φύσιν. Ποιοί ὅμως θά εἶναι τώρα αὐτοί μέσα σέ μία πόλι, πού εἰδωλολατρεῖ ἡ πόλις; Οἱ ἄρχοντες εἰδωλολατροῦν. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τῶν κατεστεναζόντων καί τῶν κατοδυνομένων ἐπί πάσαις τάς ἀνομίας ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτοῖς.(Ἱεζ θ’ 4) Εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καταστενάζουν, λένε: «Θεέ μου, τί κακό μας βρῆκε μές στήν πόλι!» Καί τῶν κατοδυνομένων, καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γεμίζουν ἀπό ὀδύνη, ἀπό λύπη γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες πού γίνονται μέσα στήν πόλι.

   Περνᾶτε μέσα στήν πόλι καί βλέπετε ἔκκλυσι ἠθῶν, βλέπετε συμμαθήτριές σας, πού τίς ξέρετε ἀπό τό σχολεῖο, τίς βλέπετε νά γυρίζουν κατά ἕναν ἔξαλλο τρόπο. Τί νά κάνης; Νά βάλης τίς φωνές; Τί νά κάνης; Κλάψε! Πόνεσε! Λυπήσου! Αὐτό ἔχει πολλή ἀρετή! Ἐδῶ μάλιστα, στήν περικοπή πού σᾶς διάβασα, αὐτοί, λέγει, δέν θά σφαγοῦν. Σημαίνει θά σωθοῦν! Βλέπετε, λοιπόν, τί ἀξία ἔχει νά λυπᾶσαι γιά τό κακό πού γίνεται; Ὅταν ὑπάρχη ἀποστασία, ἤ ἀθεΐα νά λυπᾶσαι, νά θλίβεσαι. Ἔχει πάρα πολύ, παιδιά, μεγάλη σημασία!

   Καί λέγει ἐδῶ συνέχεια ὁ Τωβίτ: «καί ἔκλαψα». Πώ πώ! καί ἔκλαψα! Οἱ ἄνδρες κλαίουν; Κλαίουν ὅταν ὑπάρχουν δεινά στούς ἄλλους. Δέν κλαῖνε ὅμως ὅταν οἱ ἴδιοι ὑποφέρουν. Ἡ ἀνδρεία δέν ἀποκλείεται στήν περίπτωσι πού θά κλάψης γιά τόν ἄλλον. Ἡ ἀνδρεία εἶναι ὅταν ξέρης νά κρατᾶς τόν ἑαυτό σου καί νά μήν κλαῖς γιά τά δικά σου τά δεινά. Γιατί ἅμα δέν κλαῖς γιά τά δεινά του ἀλλουνοῦ, εἶσαι ἀνεύθυνος καί αὐτό δέν λέγεται ἀνδρεία. Λέγεται ἀναισθησία.

   «Καί ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος ᾠχόμην καί ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν» (Τωβ.2,7) καί ὅταν βασίλεψε ὁ ἥλιος, ἄρχισε νά πέφτη τό σκότος, ἐπῆγα τόν πῆρα τόν ἄνθρωπο, ἔκανα ἕνα λάκκο καί τόν ἔθαψα.

   «Καί οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντες», μέ εἶδαν κάποιοι. Κάποιοι τόν εἶδαν, ἴσως Ἑβραῖοι, ἴσως καί ὄχι Ἑβραῖοι· πιθανότατα Ἑβραῖοι πού τόν εἶδαν, πιθανότατα Ἑβραῖοι, συμπατριῶτες! «οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περί τοῦ πράγματος τούτου, καί ἀπέδρα, καί ἰδού πάλιν θάπτει τούς νεκρούς». (Τωβ.2,8) Περίεργο πρᾶγμα! καλά, λέει, πότε ἦταν ἐκεῖνο πού ἔθαβε τούς νεκρούς καί τοῦ ἅρπαξαν τήν περιουσίαν καί ἐδραπέτευσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του, πάλι τά ἴδια κάνει; Πάλι πηγαίνει καί θάβει τούς νεκρούς; Δέν ἔβαλε μυαλό; Μά μυαλό βάζομε, παιδιά, στά ἄσχημα πράγματα, στά καλά πράγματα ὑποτίθεται ὅτι βάζομε μυαλό; Δηλαδή πρέπει νά ἀλλάξωμε τώρα τά καλά πράγματα ἐπειδή ἐπάθαμε κάτι ἄσχημο;

    Καί τό χειρότερο «ἐπεγέλων» γελοῦσαν εἰς βάρους του. Τόν κορόιδευαν. Εἶναι αὐτό πού θά δεχτῆτε σάν εἰρωνεία ἐσεῖς, ὅταν θέλετε νά μένετε εἰς τά πατρῶα, θέλετε νά μένετε εἰς τήν παράδοσιν, εἰς τήν πίστιν, εἰς τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί σᾶς λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας: «ποῦ ζεῖς καημένη; ποῦ ζεῖς; στόν περασμένον αἰῶνα; στήν ἐποχή τῆς γιαγιᾶς σου καημένη ζεῖς; Δέν ξέρεις τώρα ποῦ εὑρισκόμεθα;» Ἔ, ποῦ εὑρισκόμεθα, λοιπόν, τί σημασία ἔχει; Ὁ χρόνος τρέχει, τί σημασία ἔχει; Ἡ πρόοδος εἶναι πάντοτε καί ποιοτική πρόοδος; Δηλαδή, ἡ χρονική πρόοδος εἶναι καί ποιοτική πρόοδος; Ἄν κάναμε μία κριτική τοῦ πράγματος: ὅ,τι καί νεώτερον δέν εἶναι καί καλύτερον; Ἐάν εἶναι καλύτερον, εἶναι ὄντως πρόοδος. Ἐάν ὅμως δέν εἶναι καλύτερον, τότε πῶς θά τό ἀποκαλέσω αὐτό πρόοδον;

  Καί ἔτσι, ὅταν μένω σέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι δοκιμασμένον πρᾶγμα, ἔχει ἀξία, τότε ὁπωσδήποτε, παιδιά, θά γίνω τό ἀντικείμενο νά μέ γελάσουν. Αὐτό τό σημεῖο -προσέξατέ με!- μέ θλίβει πολύ.

    Βλέπω πολλά τέτοια περιστατικά καί κάθομαι καί ἀναρρωτιέμαι καί γιά τόν ἴδιο μου τόν ἑαυτόν. Τό ἔχω προσεγγίσει τό θέμα αὐτό ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Καί ἀναρρωτιέμαι, ἄν κάποτε θά πρέπη νά δώσωμε μία μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ πού θά κόστιζε καί αὐτή τή ζωή, -σήμερα δέν κοστίζει τή ζωή μας μία μαρτυρία· ἄ! τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία· προσέξτε με, τό πολύ κοστίζει μία εἰρωνεία!- θά εἴμεθα σέ θέσι νά γίνωμε μάρτυρες; Λυποῦμαι πάρα πολύ, σᾶς τό λέγω ἀλήθεια, δέν θά εἴμεθα σέ θέσι. Τό μαρτύριον παρασκευάζεται. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δίδει τό χάρισμα τοῦ μαρτυρίου. Χάρισμα εἶναι. Προσέξτε με! Χάρισμα εἶναι. Καί αὐτό τό χάρισμα, ὅπως ὅλα τά χαρίσματα παρασκευάζεται, προετοιμάζεται!

    Ἐάν λοιπόν βλέπωμε τούς ἀνθρώπους μας νά μήν εἶναι σέ θέσι νά ἀντέξουν οὔτε ἕνα χαμόγελο εἰρωνικό τῶν ἄλλων, πῶς θά ἀντέξουν ἕνα μαρτύριον τοῦ αἵματος; Εἶναι ἀδύνατον!

    Γι’ αὐτό, καλά μου παιδιά, ἄς προετοιμαζώμεθα· δέν ξέρομε τί θά γεννήση ἡ αὐριανή μέρα, δέν τό ξέρομε. Ἐδῶ πέρα βλέπετε τόσα καί τόσα νά συμβαίνουν στήν ζωή μας. Ἡ ἐποχή μας εἶναι φοβερή ἐποχή! Ἔχει δώσει μαρτυρίες αἵματος ἀπειράριθμες, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἐν βίβλῳ ζωῆς· ὁ Θεός τά ξέρει τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων πού ἔδωσαν μαρτυρίαν αἵματος σέ ὅλην τήν ὑφήλιον ἀπό τό Βόρειο Πόλο μέχρι τό Νότιο Πόλο· σέ ὅλην τήν ὑφήλιον, σέ ὅλα τά γεωγραφικά μήκη καί πλάτη.

    Πρό ὀλίγου καιροῦ στή Μαδαγασκάρη εἶχε ἐξαποληθεῖ ἀπηνής διωγμός ἐναντίων τῶν χριστιανῶν. Στή Μαδαγασκάρη! Δέ λέω ἄλλους τόπους γνωστούς, γνωστοτάτους, πού διαβάζομε σέ ἐφημερίδες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά… Ναί! Γι’ αὐτό λοιπόν, ἄς παρασκευαζώμεθα. Θά μοῦ πῆτε ἀπό τί; Νά, ἀπ’ αὐτή τή λύπη πού θά νιώθωμε γιά τό κακό πού θά γίνεται! Νά, ἀκόμα καί γιά μία μαρτυρία πού θά δίνωμε μέ τήν στάσι μας καί πού οἱ ἄλλοι θά γελάσουν, καί ἐμεῖς δέν θά προδώσωμε τόν Χριστό μέ τό χαμόγελο τό δικό τους, νά λυγίσωμε καί νά καμφθοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι συμφωνοῦμε μαζί τους!

    Ἔτσι πραγματικά δίνομε δείγματα καλῶν ἐξετάσεων εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ὁποῖον ἔρχεται νά μᾶς ἐγχειρήση, νά μᾶς βάλη στά χέρια, τό τάλαντο τοῦ μαρτυρίου, αὐτό τό χρυσοῦν τάλαντο, πού ἔχουνε μία ξεχωριστή θέσι οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ μέσα στή Βασιλεία Του.                                 

   Κι ἐκείνη τή νύχτα, λέγει, ἐπειδή ἤμουνα νομικά ἀκάθαρτος δέν ἔπρεπε νά μπῶ εἰς τό σπίτι μου νά κοιμηθῶ. Ὁ νομικά ἀκάθαρτος ἔμενε ἄπ’ ἔξω. Βέβαια δέν θά σᾶς κάνω πάρα πολλές ἀναλύσεις τό γιατί καί τό πῶς. Σᾶς λέγω μόνο αὐτό. «Κι ἔμεινα ἄπ’ ἔξω νά κοιμηθῶ».

   Ἄν λάβετε ὕπ’ ὄψιν ὅτι τό Πάσχα ἦταν 30 Μαρτίου, μέ τό δικό μας  Μάρτη, δεκαπέντε τοῦ μηνός Νισσάν. Πενήντα μέρες μετά, εἶναι περίπου δυό μῆνες μετά, συνεπῶς εἶναι Ἀπρίλιος, εἶναι εἴκοσι Μαΐου. Ὁ καιρός εἶναι ἀρκετά ζεστός. Ἔβαλε λοιπόν ὁ Τωβίτ κάτω ἀπό μία κληματαριά τό κρεβάτι του καί ἐκεῖ ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Ἀλλά, ὅπως ἔπεσε νά κοιμηθῆ, ἔβλεπε τά ἀστέρια, ἔβλεπε τόν οὐρανό, ἴσως ἀνελλογίζετο τά γεγονότα τῆς ἡμέρας. Ἴσως ἐσκέπτετο ἐκεῖνον τόν δυστυχισμένο πατριώτη πού τόν εἶχαν στραγγαλίσει οἱ Νινευῖται καί δέν εἶχε κοιμηθεῖ, δέν μποροῦσε νά κοιμηθῆ. Ὅπως λοιπόν εἶχε τά μάτια του ἀνοιχτά, ἦταν κάτι σπουργίτια, τά ὁποῖα δέν εἶχε πάρει εἴδησι, ἐκεῖ στόν τοῖχο εἶχαν μία φωλιά καί κουτσούλησαν ἐπάνω στά μάτια του. Καί ὅπως ἔπεσε ἡ κουτσουλιά πάνω στά μάτια του -εἶναι δέ γνωστό ὅτι ἡ κουτσουλιά περιέχει ἀμμωνία- τί ἔγινε; πῶς ἔγινε; Ἀμέσως, παιδιά, αἰσθάνθηκε ὅτι ἔγινε ζημιά στά μάτια του.

   Σηκώθηκε ἐπάνω, ἐπῆγε τήν ἄλλη μέρα στό γιατρό. Ἐπῆγε, λέγει, εἰς τούς γιατρούς «καί ἐπορεύθην πρός ἰατρούς καί οὐκ ὠφέλησάν με». Τίποτε δέν ἔγινε. Καί τότε ἄρχισαν νά παρουσιάζωνται λευκώματα εἰς τά μάτια του. «Καί ἐγενήθη λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί ἐπορεύθην πρός ἰατρούς καί οὐκ ὠφέλησάν με». (Τωβ. 2,10) Καί ὁ ταλαίπωρος ὁ Τωβίτ ἀρχίζει μέρα μέ τή μέρα νά χάνη τό φῶς του καί νά γίνεται τυφλός. Ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία ἀπό τήν εὐεργεσία πού ἔκανε νά πάη νά θάψη τόν πτωχόν ἐκεῖνον Ἑβραῖον, τόν στραγγαλισμένον. Καί τώρα πληρώνει τήν ἱστορία αὐτή μέ τύφλωσιν.

   Νέα δοκιμασία! Ἀλλά τώρα ἡ ἱστορία τοῦ Τωβίτ ἀρχίζει μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἀπό τή στιγμή πού τυφλώνεται.

   Ἀλλά θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Κυριακή.

 
2α ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.