29 Νοεμβρίου 2021

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ, συνέχεια.

†.Παιδιά, ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε μείνει σέ ἕνα τρίτο ὑπόλοιπο, ἀναφερόμενο εἰς τήν θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τό γιό του τόν Τωβία. Καί ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά θέματα -τοῦ εἶπε τό θέμα τοῦ γάμου νά προσέξη, τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης, τό θέμα τῆς σπατάλης, τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τῆς ἀρετῆς ἐν γένει- τώρα ἔρχεται νά συμπληρώση ἕνα τρίτο καί τελευταῖο τμῆμα τῆς ὅλης διαθήκης του.

            «Καί ὅ μισεῖς, μηδενί ποιήσεις» (Τωβ. 4, 15) Aὐτή ἡ φράσις θυμίζει ἐκεῖνο τό τοῦ Εὐαγγελίου «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης». Τό ἐνθυμεῖσθε; ἔ;… «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης» Ἐκεῖνο πού μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης. Ἐγώ θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό τοῦ Τωβίτ μόνο γι’ αὐτή τή φράσι θά μποροῦσε νά ἔχη μία -γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε- μία ἀπεριόριστη ἀξία, πολύ μεγάλη ἀξία, μόνο γι’ αὐτή τή φράσι τήν ὁποία φυσικά ὁ ἀρχαῖος κόσμος δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ, δηλαδή νά φιλοσοφήση. Εἶναι πραγματικά προϊόν ἀποκαλύψεως φυσικά, ἐφ’ ὅσον περιέχεται βεβαίως καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Αὐτή ἡ θέσις εἶναι ἀρνητική, δέν εἶναι θετική, δέν εἶναι «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἡμῶν», ἡ ὁποία εἶναι θετική ὄψις, ἀλλά λέγει τί δέν πρέπει νά κάνης. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐσύ μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης.

          Ἐπί παραδείγματι, δέν θέλεις νά σέ ἐνοχλοῦν σέ μεσημεριανές ὧρες καί βραδινές ὧρες πού κοιμᾶσαι ἀνοίγοντας ραδιόφωνο ἤ νά φωνάζουν ἀπ’ ἔξω. Καί σύ τό ἴδιο! ὧρες πού κοιμοῦνται ἄλλοι ἄνθρωποι μή τούς ἐνοχλεῖς. Εἶναι πραγματικά ἕνας χρυσοῦς κανών, ἀλλά ἀρνητικός. Σᾶς εἶπα: «ἐκεῖνο πού δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, μή τό κάνεις».

           Ὁ θετικός κανών εἶναι ὁ ἑξῆς: «ἐκεῖνο πού θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτό νά κάνης». Ἐπί παραδείγματι: «θέλω νά μέ ἀγαποῦν», «ἀγάπα τούς ἄλλους». «Θέλω νά μέ εὐεργετοῦν», «εὐεργέτει τούς ἄλλους» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ὁπότε βλέπετε τί μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτή ἡ θέσις ἐδῶ. Ἕνας ἄνθρωπος κρατῶντας αὐτό, θά μπορῆ νά ζῆ τό πενήντα τοῖς ἑκατό τῆς εὐσεβείας του.

          «οἶνον εἰς μέθην μή πίῃς καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου» (Τωβ. 4,15) Κρασί πού νά φτάσης σέ μέθη νά μή πιῆς· νά μή πίνης! καί ἀνθρώπους μεθυσμένους παρέα νά μή κάνης. Αὐτό σημαίνει «καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου». Κατά λέξι μεταφραζόμενο σημαίνει: νά μή  περπατήση μαζί σου μέθη στό δρόμο σου. Ἐννοεῖται δηλαδή, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μπεκρής, ἀγαπάει τό κρασί· μή κάνεις παρέα μέ μπεκρῆδες· αὐτό θέλει νά πῆ.

           Νά μείνω λίγο σέ αὐτό. Εἶναι δυνατόν οἱ γυναῖκες νά πίνουν κρασί ἤ νά πίνουν οἰνοπνευματώδη ποτά; Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει εἰς τήν πρός Τίτον ἐπιστολήν του γιά τίς Κρητικές, καί δή τίς ἡλικιωμένες γυναῖκες: «νά παραγγείλης νά μή προσέχουν τό πολύ κρασί!».(Ττ β΄ 3)  Ἔτσι λέγει εἰς τόν Τίτον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

           Δυστυχῶς τό θέμα τοῦ κρασιοῦ ἤ τῶν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν δέν προσβάλλει μόνον τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τίς γυναῖκες, καί τίς νέες γυναῖκες, καί τίς κοπέλες. Πάρα πολλές κοπέλες βγαίνουν ἀπό κέντρα διασκεδάσεως μεθυσμένες. Φυσικά στήν ἐποχή μας ἐδόθηκε ἕνας μεγαλύτερος τόνος· ὄχι μόνον ἡ μέθη ἀπό τά οἰνοπνευματώδη, ἀλλά καί ἡ μέθη ἀπό τά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι ἡ χαριστική βολή. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχη τίποτε χειρότερο. Εἶναι τό τελευταῖο σακαλοπάτι, πού ἔχει νά κατεβῆ ὁ ἄνθρωπος, τά ναρκωτικά. Διότι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά δημιουργῆ  ἕναν παράδεισο, ψεύτικον παράδεισο φυσικά, μέ τά οἰνοπνευματώδη ποτά, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά τοῦ δημιουργοῦσαν μίαν ἄλλη ἀτμόσφαιρα, θά τόν μετέφεραν σέ ἕναν ἄλλον κόσμο, φυσικά ψευδῆ· φυσικά ὅλα αὐτά εἶναι ψευδαισθήσεις. Ἐν γνώσει του ὁ ἄνθρωπος  δημιουργεῖ αὐτές τίς ψευδαισθήσεις, γιά νά δημιουργῆ μία φυγή ἀπό τόν κόσμο τῆς πραγματικότητος.

          Βρῆκε, ἀνεκάλυψε, ὅτι ὑπάρχει ἕνας τρόπος ἀκόμη ἐντονότερος, καί αὐτός εἶναι τά ναρκωτικά. Καί πάρα πολλές κοπέλες -γιατί πρός κοπέλες ὁμιλῶ φυσικά γι’ αὐτό λέω γιά τίς κοπέλες- πάρα πολλές κοπέλες, μαθήτριες ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου χρησιμοποιοῦν καί τά οἰνοπνευματώδη ποτά, καί τά ναρκωτικά. Μάλιστα μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν κάνουν κακό, δέν βλάπτουν. Βλάπτουν φοβερά! Μία κοπέλα μία ἤ δυό φορές…, μία ἤ δυό φορές νά πῆρε ναρκωτικό, τότε θά τό ἀναζητήση πάλι. Φοβερό πρᾶγμα!

            Δέν ξέρω πῶς νά μιλήσω, μέ τί γλῶσσα νά ἐκφραστῶ γιά τό μεγάλο κεφάλαιο αὐτό τῶν ναρκωτικῶν, πού δόλιοι ἐχθροί προσπαθοῦν νά καταστρέψουν ὄχι τούς Ἕλληνες, τήν ὑφήλιο ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνα ὀργανωμένο σχέδιο ἡ ὑπόθεσις αὐτή.

           Γνωρίζετε ὅτι στήν Κίνα, πού κάποτε οἱ Κινέζοι ἔπιναν χασίς, ἀπαγορεύεται νά πιοῦν ναρκωτικά ἐπί ποινῇ θανάτου; Κι ὅμως ἡ μεγαλυτέρα παραγωγή ναρκωτικῶν, χασίς καί λοιπά, παράγεται στήν Κίνα μέ προοπτική τήν ἐξαγωγή! Καί ἐξάγεται παρακαλῶ, στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική μέ σκοπό νά καταστρέψουν τόν δυτικόν κόσμον. Καί ὁ δυτικός κόσμος καταστρέφεται μέ τά ναρκωτικά. Σάν τά χαζοπούλια οἱ ἄνθρωποι, οἱ δυτικοί ἄνθρωποι, πίνουν τά ναρκωτικά καί μή ἀντιλαμβανόμενοι τόν φοβερό κίνδυνο πού ἀπειλεῖ τόν δυτικό κόσμον. Ὁ δυτικός κόσμος θά πέση ἀμαχητί μία ἡμέρα, γιατί θά ἔχη κυλισθῆ εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά καί εἰς τά ναρκωτικά.

         Ἤδη ἕνας φιλόσοφος ὁ Σπράνκερ, Γερμανός, τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό στό πρῶτο τέταρτο τοῦ αἰῶνος μας· τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό τό πρᾶγμα: «ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀργοπεθαίνει γιατί εἶναι βουτηγμένη στήν ἀνηθικότητα καί εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά». Ἄν σήμερα ζοῦσε ὁ Σπράνκερ κι ἔβλεπε ὅτι ἡ Εὐρώπη καί ἡ Ἀμερική χρησιμοποιοῦν τά ναρκωτικά, δέν ξέρω τί θά ἔγραφε. Δέν θά ἔγραφε πλέον «ἀργοπεθαίνει ἡ Δύσις», ἀλλά θά ἔγραφε «γοργοπεθαίνει ἡ Δύσις»!

          Παιδιά, κοπέλες, προσέξτε πολύ τό θέμα τῶν ναρκωτικῶν. Προσέξτε πολύ, πάρα πολύ προσέξτε! Τό πρᾶγμα ξεκινάει ἀπό τό τσιγάρο. Μές στό τσιγάρο θά σᾶς βάλουνε κάτι· θά σᾶς βάλουνε χασίς. Καί τότε, ὅταν δῆτε ὅτι σᾶς ἄρεσε τό τσιγάρο αὐτό, θά ζητήσετε καί δεύτερο· καί ἄν πήρατε καί δεύτερο, πλέον εἴσαστε στόν δρόμο νά κάνετε χρήσι τῶν ναρκωτικῶν. Γιά νά μή πῶ ὅτι αὐτό τό ἴδιο τό τσιγάρο εἶναι ἕνας πρόδρομος τῶν ναρκωτικῶν, διότι τό ἴδιο περιέχει ναρκωτικό. Ἡ νικοτίνη τί εἶναι; Ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος «καπνίζω γιατί στεναχωριέμαι», σημαίνει ὅτι μέ τό τσιγάρο, ὅταν στεναχωριέται, βρίσκει μία διέξοδο· μεταφέρεται ἔστω ἐλαφρά σέ ἕναν ἄλλον κόσμον. Δημιουργεῖται μία, τρόπον τινά λήθη, μία ἄμβλυνσι τῶν προβλημάτων καί τῆς ἀγωνίας πού διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος. Μέ τό τσιγάρο! πού σημαίνει καί ἀπόδειξι διότι ἀκόμη δέν μπορεῖ νά τό κόψη ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος τό πίνει.

           Ἄν σᾶς ποῦν ὅτι «τά σῦκα πού τρώγατε μέχρι τώρα ἦταν σκουληκιασμένα» καί ὅτι «πάντα στό ἐμπόριο τώρα ὅλα σκουληκιασμένα ἔχουν», θά ξαναφᾶτε σῦκα; Ὄχι! Γιατί; Δέν ἔχουν μέσα τίποτε πού νά διεγείρη τό νευρικό σύστημα, καί μέ πολλή εὐκολία τά ἀφήνομε. Ὁποιαδήποτε τροφή μποροῦμε νά ποῦμε δέν τήν ξανατρῶμε αὐτή, μέ πειράζει… τή σιχάθηκα… Ἀλλά τά ναρκωτικά;… Τά ναρκωτικά  δημιουργοῦν ἐθισμόν!

          Κοπέλες μου προσέξτε! κάνω ἔκκλησι στή νοημοσύνη σας· προσέξτε πολύ! μή πῆτε «ἂς πάρω ἕνα τσιγάρο νά καπνίσω!» Θά βρεθῆτε ἐκτεθημένες στόν φοβερότερο κίνδυνο πού μπορεῖ νά βρεθῆ μία κοπέλα, καί ἕνας ἄνθρωπος γενικά.

          Ἀλλά ἐδῶ λέγει ὄχι μόνο πρόσεχε νά μή φθάσης στό θέμα τῆς μέθης -διότι ἐπιτέλους λίγο κρασί δέν ἀπαγορεύεται νά πιῆ κανείς· δέν εἶναι ἁμαρτία τό κρασί αὐτό κάθ’ ἑαυτό, ἀρκεῖ νά μή φτάσωμε νά μεθύσωμε. Ἄν καί θά σᾶς συνιστοῦσα, ὄχι γιατί εἴσαστε κοπέλες, καί ἀγόρια νά εἶχα μπροστά μου, μέχρι πού νά τελειώσετε καί σχολεῖο, Γυμνάσιο, νά μεγαλώσετε, νά μή πίνετε· μή τό συνηθίσετε. Πίνετε νεράκι, τίποτε ἄλλο. Ἀργότερα, ἔ… καμμιά φορά σέ καμμιά γιορτή, λίγο στό τραπέζι, ἕνα ποτήρι κάπου καί ποῦ δέν εἶναι ἁμαρτία· ξαναλέγω δέν εἶναι ἁμαρτία!- ἀλλά ποτέ μή πιεῖτε παραπάνω ἀπό ἕνα ποτήρι τοῦ κρασιοῦ! Ποτέ μά ποτέ! Εἴτε σᾶς πιάνει, εἴτε δέν σᾶς πιάνει. Φυσικά ἄν κάποια κοπέλα ἐζαλίζετο μέ ἕνα ποτήρι, μισό ἤ καθόλου· ἀλλά ποτέ μήν ὑπερβεῖτε τό ἕνα ποτήρι κρασί, ποτέ!

          Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «οἴνῳ ὀλίγῳ  χρῶ διά τόν στόμαχόν σου καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας» (Τιμ. Α΄ 5, 23) «μηκέτι ὑδροπότει». Ἔτσι ἀρχίζει. «Μή πίνεις νερό ἀλλά νά χρησιμοποιεῖς λίγο κρασί γιά τό στομάχι σου καί τίς πυκνές σου ἀρρώστιες»· πού δείχνει ὅτι τό κρασί εἶναι τονωτικό ἐφόσον τό πιεῖ κανείς πολύ λίγο κι ὅπως πρέπει.

           Ὄχι μόνον λοιπόν αὐτό, ἀλλά καί κάτι ἄλλο: «μή κάνεις παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί». Ἕνας πού κάνει παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί, ὁπωσδήποτε θά φτάση κι ἐκεῖνος νά πίνη κρασί. Ἔτσι δέν εἶναι; «Ἐάν κάνη κανείς παρέα μέ στραβό, τό πρωί θά ἀλληθωρίζη». Ἔτσι λέει ἡ παροιμία ἡ ἑλληνική, πού δείχνει τήν ἐπίδρασι τῆς παρέας στή ζωή μας ὁπωσδήποτε. Γι’ αὐτό ἄς προσέξωμε, παιδιά, τό σημεῖο αὐτό παρά πολύ, τῆς κακῆς συναναστροφῆς. Κοπέλα πού καπνίζει ἤ μιλάει γιά τσιγάρα ἤ μιλάει γιά ναρκωτικά ἤ μιλάει γιά ἀνήθικα πράγματα ἤ λέει πράγματα πού ὁ Θεός δέν τά θέλει, νά μήν τήν κάνετε παρέα, γιατί θά χαλάσετε. Τό θέμα τῆς συναναστροφῆς εἶναι πολύ ἰσχυρό. Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος; καί τό ἔχει πάρει ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες: «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄, 33) Καταστρέφουν λέει τά χρηστά ἤθη, οἱ κακές συναναστροφές. -ὁμιλία θά πῆ συναναστροφή-.

          Καί πάλι θά ἐπαναλάβη τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐνῶ πιό πάνω τό εἶπε καί τό ξανάπε καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνει, διότι δείχνει ὅτι τόν συνέχει. Κάτι πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο τό ἀναφέρει πολλές φορές. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐλεήμονα καρδιά, γι’ αὐτό πάλι θά ἐπαναλάβη: «ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καί ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς. Πᾶν ὅ ἐάν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.» (Τωβ. 4, 16)  Δέν τό ἀναλύω, γιατί τό ἔχομε ἀναλύσει τήν περασμένη φορά.

          Καί συνεχίζει: «Συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον καί μή καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης» (Τωβ. 4, 18) Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο, τό ὁποῖον πρέπει ὁμοίως νά προσέξωμε. Λέγει «ἀπό κάθε φρόνιμον ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή». Τό νά μή κάνωμε κάτι μέ μόνη τή γνώμη μας, αὐτό δείχνει μία ἀσφάλεια. Τό νά ἐρωτοῦμε πάντοτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι γνῶσται, εἶναι πάντα μία ἀσφάλεια.

          Πῶς τό ἔλεγε αὐτό ὁ Σωκράτης εἰς τόν Ἱπποκράτη -τό γράφει ὁ Πλάτων στόν Πρωταγόρα ἴσως καί ἀλλοῦ νά τό ἀναφέρη αὐτό- ὅτι τήν γνώμη τήν σωστή τήν ἔχουν οἱ εἰδήμονες, οἱ ἔχοντες γνῶσιν. Διότι, γιά ἕνα θέμα ὁ μή εἰδήμων δέν μπορεῖ νά δώση γνώμη. Ὁ εἰδήμων μόνον, ὁ γνώστης, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά δώση σωστή γνώμη.

           Θά πᾶμε ἐκεῖ -θά ζητήσωμε συμβουλή- πού ξέρομε ὅτι θά πάρωμε σωστή συμβουλή. Ἔτσι μή κάνετε τίποτε, προπαντός σημαντικό, ὄχι ἀσήμαντα πράγματα, ἀλλά κάτι τό σημαντικό, χωρίς νά πάρετε μία γνώμη ἑνός μεγαλυτέρου. Ἀλλά αὐτός ὁ μεγαλύτερος θά διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ. Διότι ἄν δέν ἔχη εὐσέβεια, τότε ἡ γνώμη πού θά πάρετε θά εἶναι μωρή, θά εἶναι ἴσως καταστρεπτική. Μή βλέπετε, γιά νά πάρετε γνώμη, ἄσπρα μαλλιά· γιατί ὑπάρχουν ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι καί ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουνε γεράσει, ἔχουνε ἀσπρίσει, ἀλλά μυαλό δέν ἔχουνε βάλει. Εἶναι δυστύχημα καί μπορεῖ νά συμβουλεύσουν τίς νεώτερες κοπέλες φοβερά πράγματα, καταστρεπτικά πράγματα! Μπορεῖ νά βρῆτε σύνεσι σέ μία κοπέλα δεκαπέντε χρονῶν καί νά μή βρῆτε σύνεσι σέ μία ἡλικιωμένη κυρία τῶν ἑξήντα καί ἑβδομήντα ἐτῶν. Γι’ αὐτό μή βλέπετε πάντοτε τά ἄσπρα μαλλιά. Αὐτό τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐκεῖ ἡ «Σοφία Σολομῶντος»· λέει ὅτι: «ἡ σοφία καί ἡ γνῶσις καί ἡ σύνεσις δέν εἶναι ἀπό τά ἄσπρα μαλλιά». Ἀλλά θά δῆτε, θά μετρήσετε, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐσεβής; Ἔχει βαρύτητα;» Θά πᾶτε νά ἐρωτήσετε μόνον ἐάν διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ καί ἐπί διακριτηκότητι, νά εἶναι διακριτικός ἄνθρωπος, νά ξεχωρίζη τό σωστό καί νά μπορῆ νά σᾶς δώση στήν πρέπουσα περίπτωσι, τήν πρέπουσαν ἀπάντησι.

          Ἔτσι τό νά ἐρωτοῦμε εἶναι ἀσφαλές. Καί νά μήν περιφρονήσης, λέγει ἐδῶ, τήν γνώμη τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου.

          «Καί ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καί πᾶσαι αἱ τρίβοι καί βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τά ἀγαθά καί ὅν ἐάν θέλῃ, ταπεινοῖ καθώς βούλεται» (Τωβ. 4, 19) Καί κάθε στιγμή νά δοξολογῆς τόν Κύριον καί Θεόν σου, καί ἀπό αὐτόν ζήτησε ὅ,τι θέλεις, ὥστε οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου νά σταθοῦν ἴσιοι, καί τά μονοπάτια σου, καί ἡ σκέψις σου, νά εὐοδωθοῦν. Γιατί κάθε λαός δέν ἔχει δική του κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά, καί ὅποιον θέλει ταπεινώνει κι ὅποιον θέλει εὐοδώνει.

           Γιά νά τό ἀναλύσωμε αὐτό.

           Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

           Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

           Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

           Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

           Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

           Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή. Ἀλλά πιό πολλά θά πῶ τό βράδυ· ὅσες κοπέλες μείνετε θ’ ἀκούσετε πάνω στό σημεῖο αὐτό.

            Πάντως κάθε στιγμή πρέπει νά δοξάζωμε τόν Θεό· «ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! νά ἔλεγε κανείς, γιά τό κάθε τί «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἐκεῖ πού βλέπετε ἀνθρώπους νά ἀναστενάζουν, ἰδίως οἱ γυναῖκες μέσα στό σπίτι τους, γιά τό α΄ ἤ β΄ θέμα ἤ πρόβλημα, νά ἀναστενάζουν ἐκ βαθέων, ἔτσι νά καταρῶνται κάποτε, νά ἀγκομαχοῦν. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά μή λέη κανείς «δόξα τῷ Θεῷ»; Τί ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· «δόξα τῷ Θεῷ» γιά ὁ,τιδήποτε, μά εἴτε εὐχάριστο εἶναι, εἴτε δυσάρεστο εἶναι. Ξέρετε τί ὡραῖο κλῖμα δημιουργεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δοξάζη πάντα τόν Θεό;

         «Καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον», νά ζητῆς, λέγει, ἀπό τόν Θεόν πάντοτε ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχεις ἀνάγκη. Ἐάν, παιδιά,  ὁ Θεός δέν εἶναι γιά μᾶς ὁ Πατήρ, τότε τί εἶναι; Τότε ποιός εἶναι ὁ πατέρας μας; Ποιά εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας; Ἡ σιγουριά μας, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας ποιό εἶναι, ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ προνοητής μας, ὁ προστάτης μας, δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας; Πρός ἐκεῖνον θά στρεφώμεθα πάντοτε.

          «Γιά νά εὐοδωθοῦν, λέει, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου, γιά νά πᾶς καλά στή ζωή σου». Ὅταν λέμε τό «καλά» μή πηγαίνει τό μυαλό σας στά ὑλικά πράγματα. Πολλοί ἄνθρωποι εὐσεβοῦν, γιατί λέτε; Γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές τους· οἱ ὑποθέσεις τους· νά ἔχουν ὑγεία· πρῶτα πρῶτα νά ἔχουν ὑγεία, ὕστερα… ὕστερα νά ἔχουν ὑλικά ἀγαθά.

          Δέν ξέρω πῶς θά ἄκουγαν ἐκεῖνο τό πατερικό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Πῶς τό ἀκοῦτε αὐτό; Οἱ Πατέρες τό λένε αὐτό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Γιατί; Διότι πολλές φορές μία πάρα πολύ καλή ὑγεία δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα αὐτονομίας καί αὐτοσιγουριᾶς. Σάν νά μήν ἔχωμεν ἀνάγκη τόν Θεό. Μπορεῖς νά δοξάζης τόν Θεό, λοιπόν, ὅταν κάτι πάντα ἔχης; Ἤ τουλάχιστον νά εὐλαβῆσαι τόν Θεό, νά Τόν ἀγαπᾶς, ὄχι γιατί θά σοῦ δίνη τήν ὑγεία; Ἤ ἀκόμα ὄχι διότι θά σοῦ δίνη ὑλικά ἀγαθά; Αὐτό ἔχει ἀξία! Ἐκεῖ φαίνεται, ὅταν ἔρθη ἕνας πειρασμός, ἐάν τό κριτήριό μας, τό ἐλαττήριό μας ἤτανε τά ὑλικά ἀγαθά. Τότε τί γίνεται; Σέ ἕνα πειρασμό ἐγκαταλείπομε τόν Θεό, στρεφόμεθα ἐναντίον Του, καί ὑβρίζομε τόν Θεόν. Θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά λέγουν: «δέν ὑπάρχει Θεός· γιατί ἄν ὑπῆρχε, λέει, ὁ Θεός θά μέ ἔβλεπε πόσο ἐγώ ὑποφέρω καί θά μέ βοηθοῦσε». Ἀκοῦτε βλάσφημα λόγια; Ἀκοῦτε; Παιδιά, ἡ μεμετριασμένη πτωχεία εἶναι ἀγαθόν.

           Ἄν τό θέλετε μέ τήν εὐκαιρία, ὁ πρῶτος μακαρισμός τό λέγει αὐτό. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὁπωσδήποτε ἔχετε ἀκούσει τήν ἑρμηνεία ὅτι «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες· ἴσως καί στό σχολεῖο σας. Δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Βέβαια πατέρες τό ἑρμηνεύουν καί αὐτό, ὅτι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες. Ἀλλά εἶναι ἄν πάρωμε τό παράλληλον τοῦ Λουκᾶ, πού λέγει ἁπλῶς: «μακάριοι οἱ πτωχοί», δέν λέει «πτωχοί τῷ πνεύματι», «μακάριοι οἱ πτωχοί», παρακάτω λέει: «οὐαί τοῖς πλουσίοις», δέν λέει «τοῖς ὑπερηφάνοις», ἄν ὑποτεθῆ ὅτι πτωχός εἶναι ὁ ταπεινός.

            Συνεπῶς ἀκοῦστε πῶς θά τό ἑρμηνεύσω τώρα. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» θά πῆ: διά τοῦ ἰδίου των πνεύματος, δηλαδή διά τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Εἶναι μετοχή τοῦ μέσου, τοῦ τρόπου ἄν θέλετε. Μέ ποιόν τρόπο θά γίνω μακάριος; Μέ τό νά εἶμαι φτωχός μέ τήν προαίρεσί μου. Νά εἶμαι πτωχός μέ τήν προαίρεσί μου, μέ τή θέλησί μου, δηλαδή νά μή θέλω νά εἶμαι πλούσιος. Ἔτσι, ὅταν δέν θέλω νά εἶμαι πλούσιος, τότε ἡ εὐλάβειά μου δέν θά ἔχη ἐλαττήρια ταπεινά. Δέν θά εὐλαβοῦμαι τό Θεό γιά νά ἔχω ὑγεία, γιά νά ἔχω πλούτη. Δέν θά ἀνάβω τό κεράκι μου γιά νά παρακαλῶ τόν Θεό νά πηγαίνουν ὅλα καλά. Ἀλλά ἡ εὐόδωσις πού λέγει ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται; Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀκεραιότητα καί στήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ: νά προκόβη ἡ ψυχή! νά προκόβη ἡ ψυχή!

           Καί ἑρμηνεύει καί λέγει ὅτι: «οἱ λαοί δέν ἔχουν δική τους, λέει, κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά ὅπου θέλει, καί ὅπου θέλει ταπεινώνει»· πού σημαίνει ὅτι ὅσο νά τρέχη, ὅσο νά θέλη, «οὐ τοῦ τρέχοντος, οὐδέ τοῦ θέλοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Ὅ,τι θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός, καί ὅσο θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός. Ἐσύ ζήτα τήν ἁγιότητα. «Ζητεῖτε, λέγει, πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄, 33). Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια πού ἦρθε νά μᾶς κηρύξη ὁ Χριστός, καί πού ὁ Τωβίτ τώρα τά λέγει αὐτά στό γιό του τόν Τωβία.

            «Καί νῦν παιδίον μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καί μή ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου». (Τώβ. 4, 19) Ἐδῶ τελειώνει. Καί τελειώνει μέ αὐτήν τήν φράσιν τήν ἀνακεφαλαιωτικήν: «καί τώρα, παιδί μου, νά θυμᾶσαι αὐτά πού σοῦ εἶπα. Νά θυμᾶσαι τίς ἐντολές μου, καί νά μή σβήσουν ἀπό τήν καρδιά σου. Γράψε αὐτά πού σοῦ εἶπα βαθειά μέσα στήν καρδιά σου, καί μή τά ξεχάσεις. Γιατί ἄν ἡ καρδιά σου γίνη ὁ πίνακας πού θά γραφτοῦν, τότε θά μπορέσης νά ζήσης ἀληθινά κατά Θεόν εὐτυχισμένος».

            Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ. Ἐνῶ εἶπε τόσα πράγματα -τρεῖς ὧρες μιλήσαμε, τρία θέματα κάναμε γιά τήν διαθήκη αὐτή- δειλά δειλά βάζει κάτω κάτω καί τό ὑλικό στοιχεῖο· δειλά δειλά γιά νά δείξη πόσο κατώτερο εἶναι τό ὑλικό στοιχεῖο πού δέν ἔχει καί πάρα πολλή σημασία.

          «Καί νῦν ὑποδεικνύω σοι τά δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἅ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας». (Τωβ. 4, 20) Κοίταξε, παιδί μου, τώρα σοῦ ὑπενθυμίζω, σοῦ ὑποδεικνύω τά δέκα τάλαντα. Ἐνθυμεῖσθε, πού ὅταν ἠργάζετο στό παλάτι τοῦ Βασιλέως εὐθύς μετά τήν αἰχμαλωσία του -λέγαμε στό πρῶτο κεφάλαιο, καί σᾶς εἶπα νά ἐνθυμεῖσθε αὐτό τό σημεῖο- ὅτι εἶχε κερδίσει ἀρκετά χρήματα. Ἔδινε ἐλεημοσύνες… ἐλεημοσύνες…. ἐλεημοσύνες… ἐντούτοις τοῦ ἐπερίσσευσαν δέκα τάλαντα. Δέκα τάλαντα εἶναι παραπάνω ἀπό τριακόσιες ὀκάδες ἀσήμι. Δηλαδή ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό ποσόν. Τό ἕνα τάλαντο ἦτο περίπου τριάντα ὀκάδες -περίπου- ἀσήμι. Αὐτά τά εἶχε ἐμπιστευτεῖ σέ ἕνα του πατριώτη καί συγγενῆ εἰς τόν Γαβαήλ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἐνῶ τώρα αὐτοί εὑρίσκονται εἰς τήν Ἀσσυρία, στή Νινευή. Ἡ Μηδία εἶναι βορειοανατολικά τῆς Νινευή, πολύ μακρινό ταξίδι, ἀρκετές ἡμέρες ταξίδι, μέ τά πόδια ἐννοεῖται. Ὥστε, ἐκεῖ εἶχε ἐμπιστευτεῖ αὐτά του τά χρήματα.

            Βεβαίως εἶχε πτωχύνει. Δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πάη νά τά πάρη. Τώρα ὅμως τά λέγει στό παιδί τά χρήματα αὐτά, τά ἀποκαλύπτει. Καί λέγει: «παιδί μου, ἐκεῖ ἔχω τά χρήματα αὐτά· θά ἰδοῦμε τώρα πῶς θά γίνη νά πᾶς νά τά πάρης. Ἐγώ πάντως σοῦ λέγω ὅτι ὑπάρχουν τά χρήματα αὐτά· δέν ἔχομε ἄλλη περιουσία παρά μόνον αὐτή». Εἴδατε ποῦ τήν ἔβαλε τήν περιουσία τήν ὑλική; Κάτω κάτω.

             Σέ διαθῆκες πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ περασμένου αἰῶνος, καί τοῦ πρό περασμένου, καί τοῦ πρό πρό περασμένου, δηλαδή  17ου, 18ου, 19ου αἰῶνος καί πολύ πίσω, ὄχι τοῦ 20ου αἰῶνος- καί πού σώζονται τέτοιες διαθῆκες ἐντελῶς ἰδιωτικές, ἂς ποῦμε σέ νησιά, σέ χωριά, σέ ἀρχεῖα ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία, σέ μοναστήρια -σώζονται τέτοια ἀρχεῖα πολλά- θά λέγαμε ἰδιωτικῆς χρήσεως διαθῆκες, ξέρετε πῶς ἄρχιζαν; «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγώ ὁ τάδε, ἔχοντας σωστά τά μυαλά μου -δέν εἶμαι τρελλός δηλαδή νά κάνω ὥστε νά ἀκυρωθῆ ἡ διαθήκη μου, ἔχοντας σῶες τίς φρένες μου- γράφω σήμερα μπροστά στούς τάδε καί τάδε μαρτύρους τή διαθήκη μου. Ἀφήνω ἐκεῖνο τό χωράφι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό ἀμπέλι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό σπίτι μου ἐκεῖ». Ἔδιναν στά παιδιά τους, ἔδιναν στά μοναστήρια, ἔδιναν στίς Ἐκκλησίες, ἔδιναν στούς φτωχούς. Καί μετά στό τέλος λέει: «ἔχομε μπροστά μας τούς μάρτυρες πού θά βάλουν τήν ὑπογραφή τους, ἀλλά ἔχομε καί μάρτυρά μας τόν Θεόν· ἔχομε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο, τόν Ἅγιο τοῦ χωριοῦ, τήν Παναγία». Βλέπετε ὅτι δέν ὑπῆρχε μόνο τό ὑλικό στοιχεῖο. Καί ξεκινοῦσε ἡ διαθήκη μέ τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.

           Σήμερα ἔτσι γράφονται ἄραγε οἱ διαθῆκες; ἔτσι γράφονται; Γι’ αὐτό σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι καί τά παιδιά γίνονται ἀπό πολλά χωριά· ὅσα παιδιά τόσα χωριά γίνονται, πάνω στό θέμα τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας!

           Μέ τήν εὐκαιρία -εἴσαστε πολύ μικρές κοπέλες, ἀλλά ὄχι καί πάρα πολύ μικρές, ἄν λάβη κανείς ὑπόψιν ὅτι μπορεῖ νά ἔχω ἐδῶ κοπέλες τῶν 16, 17 χρόνων, καί ὅτι μπορεῖ τοῦ  χρόνου, τοῦ παραχρόνου νά παντρευτῆτε- παιδιά, προσέξτε μή ζητᾶτε ἀπό τόν πατέρα σας νά σᾶς δίνη ἐκεῖνο πού ἐσεῖς θέλετε. Ἄστε νά σᾶς δώση ὅ,τι θέλει ὁ ἄνθρωπος καί ὅπως εὐκολύνεται· ποτέ μή ζητᾶτε, εἴτε τά ἀγόρια εἴτε τά κορίτσια. Καί ἄν ὁ πατέρας σας ἀφήση διαθήκη, καί κάνει διανομή, ποτέ μήν πῆτε ὅτι στόν τάδε μου ἀδελφό, ἤ στήν τάδε μου ἀδελφή ἔδωσε περισσότερα. Αὐτά σοῦ ἔδωσε, τελείωσε. Κάποτε τά χωράφια δέν εἶναι στάρι νά τά βάλωμε στή ζυγαριά, νά βγάλωμε ἴσια κομμάτια. Ἔ…, αὐτό τό χωράφι μπορεῖ νά εἶναι λίγο πιό μεγάλο ἀπό ἐκεῖνο· ἔ…, τώρα πῶς θά τό κάνωμε; Ἄν τό ἔδινε σέ σένα, θά ζήλευε ἡ ἄλλη ἤ ὁ ἄλλος· ἔ…, πῶς νά γίνη τώρα;

           Προσέξτε! ποτέ μή ζηλέψετε. Καί ποτέ μή φτάσετε σέ κακία μέ τά ἀδέλφια σας, ἤ σέ δικαστήρια. Φοβερό πρᾶγμα! Ἀλλά μέ πολλή ἀγάπη δεχτεῖτε ἐκεῖνο πού θά σᾶς δώσουν οἱ γονεῖς σας, καί τίποτε ἄλλο. Καί τίποτε νά μή σας δώσουν, νά μείνετε εὐχαριστημένοι, γιατί θά ἔχετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Θά ἤξιζε -ἐρωτῶ- θά ἤξιζε σάν ἀδέλφια καί σάν γονεῖς μέ  παιδιά νά εἶναι τσακωμένοι μία ὁλόκληρη ζωή, πού εἶναι τόσο μικρή ἡ ζωή μας, καί νά χάσωμε τήν εἰρήνη μας, καί νά χάσωμε τήν ἀγάπη μας γιά πέντε καί δέκα στρέμματα; Θά ἤξιζε; Ἐρωτῶ! Γι’ αὐτό νά εἴσαστε ἀνώτεροι χρημάτων, ἀνώτεροι κτημάτων, ἀνώτεροι προίκας· ὅ,τι δώσει ὁ πατέρας, τίποτε ἄλλο· κι ἄν δώση, ξαναλέω, ἕως ἐκεῖ· τίποτε ἄλλο! Μή σᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά. Ἀκοῦμε πολλά, γι’ αὐτό λέμε αὐτά τά συμπεράσματα, ἔχοντας δέ καί πάντοτε φυσικά ὁδηγό μας αὐτόν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

            Καί τώρα, ἐνῶ τοῦ ὑποδεικνύει τά χρήματα -τά ὁποῖα σᾶς εἶπα, ἦταν ἕνα σεβαστό ποσόν- τοῦ λέγει κάτι πού νομίζω ὅτι θά ἦταν ἀποπνευμάτωσι τῆς ὑποδείξεως τῶν χρημάτων· ἀποπνευμάτωσι! Αὐτά τά χρήματα πού τοῦ τά ὑποδεικνύει, τώρα τά κάνει καί αὐτά πνεῦμα. Κάτι, πού δέν ξέρω πόσοι γονεῖς θά μποροῦσαν αὐτό νά τό ποῦν στά παιδιά τους σάν ἕνα προνόμιο κάποτε, καί σάν κάτι πού νά τούς κάνη νά ἔχουν τό κεφάλι τους ψηλά.

              Ἀκοῦστε: «καί μή φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν». Καί μή φοβᾶσαι, παιδάκι μου, πού ἔχομε πτωχεύσει· μή φοβᾶσαι. Ἀκούσατε; Τρέμουν τά παιδιά, ὅταν δοῦν τούς γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη· ἤ οἱ γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη γιά τά παιδιά τους τρέμουν. Τί θά κάνωμε; εἴμαστε φτωχοί! «Μή φοβᾶσαι, λέγει παιδί μου, γιατί ἔχομε φτωχύνει». Καί τό σπουδαῖο; «Μή ντρέπεσαι!» Ντρέπονται οἱ ἄνθρωποι νά φανοῦν ὅτι εἶναι φτωχοί. Ντρέπονται.

            Γιατί νά μή φοβηθῆς ἤ νά μή ντραπῆς; «ὑπάρχει σοι πολλά, ἐάν φοβηθῇς τόν Θεόν». Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ἔτσι νά τά διαβάζη κανείς, καί νά συνταράσσεται. «Γιατί σέ σένα ὑπάρχουν πολλά, ὑπάρχει πολλή περιουσία». «Ποιά περιουσία, πατέρα;» θά ἔλεγε ὁ Τωβίας. Προσέξτε! «μή φοβᾶσαι ὅτι φτωχύναμε», καί τώρα «σέ σένα ὑπάρχουν πολλά. Ναί, ὑπάρχουν πολλά, ἔχεις μεγάλο θησαυρό!». Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός; Ὄχι τά δέκα τάλαντα. «Ἐάν φοβηθῆς τόν Θεό, ἐάν ἔχης φόβο Θεοῦ, εἶσαι πλούσιος, παιδί μου». Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει φόβο Θεοῦ, δέν θά πεινάση! δέν θά πεινάση.

           «Καί ἀποστῇς ἀπό πάσης ἁμαρτίας καί ποιήσῃς τό ἀρεστόν ἐνώπιον αὐτοῦ.»  (Τωβ. 4, 21) Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας· ἐάν φοβῆσαι τόν Θεόν, ἐάν ἀπέχης ἀπό κάθε ἁμαρτία, κι ἄν κάνης ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος! Μή γιά μία στιγμή πῆς: «ἄ!... ὥστε πατέρα, ἔχω δέκα τάλαντα; Ὥστε ἡ περιουσία μου ἐμένα εἶναι δέκα τάλαντα;» Ὄχι, μή φοβηθεῖς, μή πεῖς τέτοια πράγματα· τά ἀποπνευματώνει ὁ Θεός. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πλοῦτος σου καί τό κεφάλαιό σου.

           Ἐδῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, τελειώνει ἡ θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία. Καί ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, γιά μᾶς εἶχε νά μᾶς πῆ τόσα… τόσα πολλά πράγματα.

            Ἄς τή διαβάσωμε τώρα ὁλόκληρη σέ μία ἀπόδοσι τρέχουσα, σέ μία μετάφρασι, ὥστε νά πάρωμε μία εἰκόνα ὁλοκλήρου της διαθήκης:

           «Παιδί μου, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνω, φρόντισε γιά τήν ταφή μου. Καί τή μητέρα σου μετά τό θάνατό μου μή τήν περιφρονήσεις, νά τήν τιμᾶς ὅσο ζεῖς. Δῶσε της χαρά κάνοντας αὐτό πού θέλει, καί μή τήν πικροχολιάσεις. Θυμήσου, παιδί μου, πόσο κινδύνεψε ὅσο στά σπλάχνα της σέ κυοφοροῦσε. Ὅταν πεθάνη, φρόντισε γιά τήν ταφή της, καί θάψε την στόν ἴδιο τάφο μέ μένα.

            Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά ἔχης στή μνήμη σου καί στή καρδιά σου τόν Θεό. Μή θελήσεις νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του. Τήν ἁγιότητα νά ἀκολουθῆς καί τῆς κακίας τά μονοπάτια μή βαδίσεις. Γιατί, ὅταν κάνης τό ἀγαθό, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά σφραγίζη τά ἔργα σου, ὅπως καί ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται τό καλό.

            Ἀπό τά ὑπάρχοντά σου κάνε ἐλεημοσύνη καί μή τσιγκουνευτεῖ τό μάτι σου σ’ αὐτό πού δίνεις. Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου ἀπό κάθε φτωχό, γιά νά μήν ἀποστρέψη καί ὁ Θεός τό πρόσωπό Του ἀπό ἐσένα. Ἀνάλογα μέ τήν εὐλογία πού ἔχεις, τά ἀγαθά σου, κάνε τήν ἐλεημοσύνη σου· κι ἄν ἔχης λίγα, ἀπό τά λίγα μή φοβηθεῖς νά δώσης. Ξέρε τό· πρᾶγμα καλό γιά τόν ἑαυτό σου ἀποταμιεύεις γιά τίς δύσκολες πού τυχόν ἡμέρες θά ἔλθουν. Ἡ ἐλεημοσύνη ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο γλιτώνει, καί δέν σ’ ἀφήνει στό σκοτάδι νά μπῆς τῆς κολάσεως· καί τοῦτο, γιατί δῶρο ἀγαθό εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη γιά ὅσους τήν κάνουν μπροστά στό Θεό.

            Παιδί μου, πρόσεξε τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε λογῆς ἁμάρτημα σαρκικό.

            Πάρε σύζυγο ἀπό τήν πατρίδα σου καί ἀπό τή γενιά σου, καί ἀπό χώρα ξενική μή πάρης. Εἴμαστε παιδιά ἁγίων καί προφητῶν: τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ. Θυμήσου, παιδί μου, τό γάμο τό δικό τους καί πόση εὐλογία πῆραν αὐτοί καί τά παιδιά τους, ὥστε οἱ ἀπόγονοί τους φτιάξαν πατρίδα. Καί τώρα, παιδί μου, ἀγάπα τούς συμπατριῶτες σου, καί μή στήνεις καρδιά ὑπερήφανη νά θέλης ἀπό ξενομανία νά πάρης σύζυγο ἀπό χώρα ξενική. Μή ξεχνᾶς ὅτι στήν περηφάνεια χαμός καί ἀκαταστασία ὑπάρχει.

            Στή σπατάλη πάντα λιγόστεμα καί φτώχεια μεγάλη θά βρῆς, γιατί σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας.

           Ὅταν ἄνθρωπος σοῦ δουλέψη, μή τοῦ κατακρατήσεις τή δούλεψί του, ἀλλά εὐθύς νά τόν πληρώσης. Ἐάν δουλέψης τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σου, μισθός θά σοῦ ἀποδοθῆ.

            Παιδί μου, πρόσεχε σέ ὅλες σου τίς πράξεις. Νά εἶσαι εὐγενικός καί πολιτισμένος στίς κοινωνικές σου σχέσεις. Αὐτό πού μισεῖς, σέ κανέναν μή τό κάνεις. Μή πιῆς κρασί γιά νά μεθύσης. Ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶνε τό κρασί μή πορευθεῖς μαζί τους.

            Μοίραζε τό ψωμί σου μέ αὐτόν πού πεινᾶ, καί τά ροῦχα σου μέ αὐτόν πού κρυώνει. Ὅ,τι σοῦ περισσεύει, κάνε το ἐλεημοσύνη χωρίς τσιγκουνιά.

            Ἀπό φρόνιμο ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή καί ποτέ σου μή τήν περιφρονήσεις.

            Κάθε στιγμή δοξολόγει Κύριον τό Θεό σου. Κάνε Του γνωστά τά ζητήματά σου, καί νά περπατᾶς σωστά καί προκομμένα στή ζωή σου. Κάθε λαός δέν ἔχει ἀπό μόνος του γνώμη σωστή. Ὁ Κύριος δίνει ὅλα τά ἀγαθά ἤ κατά τήν κρίσι Του ταπεινώνει.

            Καί τώρα παιδί μου, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα, καί ἀπό τήν καρδιά σου ποτέ νά μήν σβηστοῦν.»     

            Αὐτά.

            Ἀλλά πρίν κλείσωμε θά σᾶς ἔλεγα ἀκόμα δυό λόγια μένοντας ἀκόμη λίγα λεπτά. Βεβαίως θά συνεχίσωμε 8 Ἰανουαρίου, πρῶτα ὁ Θεός.

             Ἀλλά τώρα λίγα λόγια ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν πού ἔρχονται. Θά γιορτάσωμε τά Χριστούγεννα· θά γιορτάσωμε κι ἄλλες γιορτές· καί τήν Πρωτοχρονιά· θά γιορτάσωμε καί τῶν Θεοφανείων· κι ἄλλες γιορτές… καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί τοῦ Ἁγίου Γεδεών -στόν Τύρναβο πού εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος Γεδεών-. Ὅλες αὐτές οἱ γιορτές ὁπωσδήποτε εἶναι πλαισιωμένες μέ ἕνα πανυγηρικό τόνο. Σχολεῖα δέν ἔχετε· πολλά γλυκά ὑπάρχουν, δῶρα πολλά… Τέλος πάντων, αὐτό τό δεκαπενθήμερο ἔχει ἕναν ξεχωριστό τόνο ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες. Πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές; Πῶς θά τίς περάσωμε;

            Ὁ γνώμων, τό κριτήριο, πού θά πρέπη νά στέκεται γιά μᾶς «πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές» εἶναι τό μεγάλο γεγονός, πού θά γιορτάσωμε, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αἰσθανώμαστε τί θά γιορτάσωμε, δέν μπορεῖ νά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά· διότι, ὅταν αἰσθανώμεθα ὅτι αὐτός ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, καί αὐτό τό μεγάλο γεγονός πρέπει νά τό μεταφέρωμε στή ζωή μας, πῶς θά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά;

           Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς βρίσκουν τήν ἀφορμή τῶν Χριστιανικῶν γιορτῶν, νά γιορτάσουν τίς κοσμικές τους γιορτές. Δέν ἔχουν οἱ διασκεδάσεις τῶν ἀνθρώπων καμμιά σχέσι μέ τίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας. Λυποῦμαι πού τό λέγω· δέν ἔχουν καμμία σχέσι! Θά ἔλεγα ὅτι, οἱ πιό ἁμαρτωλές ἡμέρες εἶναι ἐκεῖνες, πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι νά ἁγιάζωνται, πού εἶναι οἱ Χριστιανικές ἑορτές. Καί αὐτές τίς γιορτές τίς βεβηλώνουν οἱ ἄνθρωποι. Φοβερό! Καί τό χειρότερο, μαθαίνουν τά παιδιά τους ἀπό μικρά νά βεβηλώνουν καί αὐτά τίς ἡμέρες αὐτές, καί τά εἰσάγουν στόν τρόπον αὐτόν τῆς ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο θά δώσουν οἱ γονεῖς πολύ μεγάλο λόγο εἰς τόν Θεό.

           Θά ἤθελα τρία σημεῖα νά ὑπογραμμίσω· μόνο τρία σημεῖα ἀπό ἐκεῖνα πού ἐπικρατοῦν, δυστυχῶς, τίς ἡμέρες αὐτές κατά κόρον.

            Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ σπατάλη. Εἴδατε τί λέει ἐδῶ ὁ Τωβίτ στόν Τωβία; Ὅτι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ξέρετε πόσα χρήματα θά ξοδευθοῦν τίς ἡμέρες αὐτές γιά τελείως ἄχρηστα πράγματα; Καί νά ξοδέψωμε τά χρήματά μας σέ κάτι πού εἶναι χρήσιμο; Χαλάλι! δέν τίθεται θέμα. Σέ μία περίοδο γιορτῶν νά ξοδέψωμε κάτι παραπάνω; Χαλάλι! Τό τραπέζι μας νά εἶναι πλουσιότερο ἀπό τίς ἄλλες μέρες; Σωστό! τό θέλει κι ὁ Θεός! Νά πάρωμε ἕνα ροῦχο, ἕνα παπούτσι; ναί· τό θέλει ὁ Θεός! Ἀλλά νά κάνωμε σπατάλη χρημάτων γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἀξία καί πού τήν ἄλλη μέρα θά τά πετάξωμε στό σκουπιδοτενεκέ…, ὡς πρός τί;

            Πόσα πράγματα θά ἀγοραστοῦν! ἀπό χρυσόχαρτα, ἀπό μπαλάκια χρυσᾶ, ἀπό ἐκεῖνα πού στολίζουν τά δένδρα, δωράκια… Ὅλα αὐτά εἶναι ἄχρηστα χρήματα. Πηγαίνετε νά ἰδῆτε ἕνα ἔλατο, φέρ’ εἰπεῖν, πόσο μπορεῖ νά πουλιέται; πολύ ἀκριβά! Καί ὅλα ἐκεῖνα τά στολίδια, νά τά δῆτε στούς σκουπιδοτενεκέδες τῶν σπιτιῶν μετά τίς γιορτές! Πόσα θά μαζεύη ὁ σκουπιδιάρης γιά νά τά πετάξη στά σκουπίδια. Ὅλα αὐτά πᾶνε χαμένα· ὅλα αὐτά! ὅταν μέ ἐκεῖνα τά χρήματα θά μπορούσαμε νά ἀγοράσωμε ἕνα χρήσιμο πρᾶγμα γιά φτωχούς ἀνθρώπους. Ἄν δίνατε ἐπί παραδείγματι πεντακόσιες δραχμές γιά τέτοια ἄχρηστα πράγματα, νά πάρετε ἕνα πουλόβερ, μία ζακέτα καί νά τή δώσετε σέ ἕνα φτωχό κοριτσάκι, ἕνα φτωχό παιδάκι.

            Ναί, παιδιά, προσοχή τή σπατάλη! Σᾶς ξανατονίζω! εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ἄν αὐτό γίνεται, κάποια μέρα, νά τό ξέρετε, γιατί θά ἔχετε μάθει στή σπατάλη, κάποια μέρα θά πεινάσετε.

            Ἕνα δεύτερο σημεῖο εἶναι τό χαρτοπαίγνιο. Τίς ἡμέρες αὐτές τό χαρτοπαίγνιο ὀργιάζει. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει. Δέν εἶναι βεβαίως ἡ περίπτωσι νά παίξωνε τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί νά τελειώνη ἡ ἱστορία. Ἀλλά ἔχει ἤδη ἀρχίσει. Δέν λέγω γιά τήν πόλι, λέω γιά τά χωριά μας. Στά χωριά μας, ξαναλέγω, τό χαρτοπαίγνιο ἤδη ἔχει ξεφαντώσει· ὄχι στά καφενεῖα μόνο ἀλλά καί στά σπίτια. Καί χάνονται πάρα πολλά χρήματα.

          Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου συγκεκριμένο χωριό μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, ὅπου χάνονται εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, ἑβδομήντα, ἑκατό χιλιάδες δραχμές σέ μία περίοδο ὄχι τῆς Πρωτοχρονιᾶς, πιό μεγάλη· ἕνα μῆνα νά παίζουν χαρτιά… δυό μῆνες νά παίζουν χαρτιά… καί νά χάνωνται τόσα χρήματα. Ναί! Παιδιά, πάρα πολλά χρήματα χάνονται. Θά ἔλεγα οἱ χωρικοί μας, οἱ ὁποῖοι  μαζεύουν ἀπό τά χωράφια τους τά προϊόντα τους καί τά πωλοῦν, αὐτή τήν περίοδο τά χάνουν στά χαρτιά. Εἶναι μία φοβερή πληγή.

           Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό χαρτοπαίγνιο πού ἔχουν οἱ μεγάλοι, ἔχουν καί οἱ μικροί. Ἔχουν καί τά παιδιά· καί παίζουν καί οἱ κοπέλες· παίζουν χαρτιά! Βέβαια μία κοπέλα ἄν ἀρχίση νά μαθαίνη νά παίζη χαρτιά, ἐάν γίνη γυναῖκα μεγάλη, θά παίζη ὁμοίως χαρτιά. Πολλές λεγόμενες ἀριστοκράτισσες -λεγόμενες ἀριστοκράτισσες· δέν εἶναι· δέν εἶναι! Ἀριστοκράτισσα εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ξέρει νά κρατάη τό σπίτι της· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτό θά πῆ ἀριστοκράτισσα· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτές κρατοῦν τίς λάσπες- οἱ λεγόμενες λοιπόν ἀριστοκράτισσες, πολλές γυναῖκες καί ἐδῶ στήν πόλι μας καί ἀλλοῦ, σέ ὅλες τίς πόλεις, παίζουν ὅλο τό χρόνο χαρτιά· μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τσιγάρο καί χαρτί!

           Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάξη, μή ποτέ φτάσετε στό σημεῖο, ἔστω καί μία κοπέλα ἀπό σᾶς, νά καταλήξη νά εἶναι μέ τό τσιγάρο καί τό χαρτί. Νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός!

           Ἀναφέρει ἕνας καθηγητής ἐγκληματολογίας -εἶχα πολλά νά σᾶς πῶ ἀλλά δέν χρειάζεται- ἀναφέρει τό ἑξῆς περιστατικόν. Ἐγώ δέ προσωπικά -προσωπικά!- ἔχω ζήσει, ὄχι ὅτι ἔχω παίξει χαρτιά, νά φυλάξη ὁ Θεός, ἀλλά ἔχω δεῖ τέτοιες καταστάσεις. Ἔχω δεῖ σέ σπίτια στήν Κηφισιά, πού ἔπαιζαν χαρτιά, τό κατάντημά τους… τά παιδιά τους… καί τά λοιπά!... Τό ἔχω δεῖ αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶμαι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ πράγματος· ὅσο μποροῦσα νά εἶμαι αὐτόπτης φυσικά γι’ αὐτό τό κατάντημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

           Λοιπόν· ἀναφέρει αὐτός ὁ καθηγητής ἐγκληματολογίας τό ἑξῆς περιστατικό. Παίζουν σέ ἕνα σπίτι οἱ μεγάλοι χαρτιά, παίζουν καί τά παιδιά τους· μαθηταί Γυμνασίου, παίζουν καί αὐτά χαρτιά σ’ ἕνα ἄλλο τραπέζι, σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο. Ἡ μάνα χάνει στά χαρτιά, ὁ γιός κερδίζει στά χαρτιά. Πηγαίνει καί τοῦ ζητάει δανεικά γιά νά συνεχίση νά παίξη. Ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στή μάνα του -ὅτι δίνοντας τά δανεικά χρήματα, θά τοῦ τά ἐπιστρέψη πίσω- τῆς ζητάει ἐνέχειρο τό δαχτυλίδι της, τό ὁποῖο ἐκείνη εὐχαρίστως τοῦ τό δίνει γιά νά πάρη δανεικά ἀπό τό γιό. Καί τήν ἄλλη μέρα στό σχολεῖο ὁ γιός κόμπαζε, ὑπερηφανεύετο, κρατῶντας τό δαχτυλίδι τῆς μάνας του, ὅτι εἶχε δανείσει χρήματα στή μάνα του, ἒ,… γιατί αὐτός εἶχε κερδίσει στά χαρτιά!

          Πέστε μου, κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, τί ἐπίδρασις θά ὑπάρχη τῶν γονιῶν στό παιδί; Πέστε μου; Καί νά πῆ αὐτή ἡ μάνα στό παιδί,… τί; «μήν πᾶς, παιδί μου, σέ ἐκεῖνον τόν κακό τόν τόπο;» Ποιόν;… Ἀφοῦ τό σπίτι της τό μετέβαλε σέ κακό τόπο, σέ βρώμικο τόπο.

          Προσέξτε, αὐτό πού λέμε ἔθιμο ἁγιοβασιλιάτικο, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία εὐκαιρία, ἀφορμή, ἁπλῶς νά κάνωμε τό κέφι μας. Λένε καί ἐκείνη τήν βρώμικη ἱστορία ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, λέγει, ἦταν χαρτοπαίχτης κάποτε, καί σάν χαρτοπαίχτης μετά μετενόησε καί ἔγινε καλός χριστιανός. Καί τώρα εἰς ἀνάμνησιν τῆς χαρτοπαιξίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου παίζομε καί ἐμεῖς χαρτιά, δῆθεν ἴσως γιά νά κλείσωμε τόν κύκλο πού ξεκίνησε, δῆθεν, ὁ Μέγας Βασίλειος.     

          Ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; Ὁ σοφός αὐτός τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; πού ἦταν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Χριστιανός καί ἡ οἰκογένειά του ἔβγαλε τρεῖς ἁγίους; Τρεῖς ἁγίους! Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἡ ἀδελφή του ἡ Μακρίνα ἦσαν τρεῖς ἅγιοι πού βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του καί ἐκεῖνος ἐλέγετο Βασίλειος, ἦταν κι ἐκεῖνος ἐπίσκοπος. Καί ἦταν λοιπόν, ὁ Μέγας Βασίλειος χαρτοπαίκτης; Φοβερά πράγματα αὐτά! Καί οἱ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἀπό αὐτό τό ἔθιμο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ξεκίνησαν. 

            Ἄς προσέξωμε, παιδιά! Μή πιάσετε στά χέρια σας, οὔτε νά τήν ἀγγίξετε τήν τράπουλα. Νά αἰσθάνεσθε ὅτι ἔχει ἐπάνω φοβερά μικρόβια. Μακριά λοιπόν ἀπό τά χαρτιά! Λυπηθεῖτε, ὅταν δῆτε μέσα στό σπίτι σας νά παίζουν χαρτιά. Θά σᾶς πιέσουν ἐνδεχομένως νά παίξετε χαρτιά, δῆθεν γιά τό καλό του χρόνου. Ἀλλά ἐρωτῶ: «τί θά πῆ γιά τό καλό του χρόνου;» Δηλαδή ὅταν παίξω χαρτιά, θά ἔχω καλό μέσα στό χρόνο;

          Τό ξέρετε ὅτι αὐτό εἶναι μία μαγική πρᾶξις; Τί σημαίνει μαγική πρᾶξις; Μαγική πρᾶξις σημαίνει: μέ κάποιο τρόπο νά ἐπιτύχω μίαν εὔνοιαν ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐάν λοιπόν τώρα παίξω χαρτιά, θά πετύχω -αὐτό λέτε: «γιά τό καλό τοῦ χρόνου»- θά πετύχω τήν εὔνοιαν τοῦ καλοῦ, τήν εὔνοιαν τῆς χρονιᾶς.

          Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Ἀπό κεῖ ξεκινάει τό καλό; Ἀπό τά χαρτιά; Εἶναι μαγικός αὐτός ὁ τρόπος. Δηλαδή κατά μαγικόν τρόπον προσπαθῶ νά πετύχω τήν εὐτυχία καί τή χαρά μέσα στή χρονιά. Λοιπόν, μακριά ἀπό αὐτά τά πράγματα! μακριά.

          Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο· ἕνα τρίτο σημεῖο εἶναι οἱ χοροί, τά πάρτυ· τώρα ἔχομε καί τίς ντισκοτέκ… -αὐτά τά φραγκοχιώτικα! εἶναι ἡ λέξις ἑλληνική «δισκοθήκη» καί τή λέμε ντισκοτέκ· φραγκοχιώτικα εἶναι αὐτά. Ἔχετε πάει στή Χίο νά δῆτε πῶς μιλᾶνε τά Φράγκικα; Ἔτσι: μισά Χιώτικα, καί μισά Φράγκικα.- Λοιπόν, θά σᾶς πάρουν συγγενεῖς σας, οἱ γονεῖς σας ἴσως, ξαδέλφια σας, ἀδέλφια σας,… νά πᾶτε σέ δισκοθῆκες, σέ πάρτυ, βεγγέρες καί λοιπά … Πρός Θεοῦ! Μήν πατήσετε σέ τόπους διασκεδάσεων τέτοιους! Ἄλλο μία οἰκογενειακή συντροφιά. Ἄν στό σπίτι σας ἔρθουν συγγενεῖς σας, φίλοι σας, στρῶστε τραπέζι, φᾶτε, πιεῖτε, κουβεντιάστε· ἀλλά ὄχι χορούς…, ὄχι πάρτυ…

 Δέν βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ στήν ἁμαρτία ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδε, ὡς ἀπό ἐκεῖνο πού ἤγγισε, πού ἄγγιξε, πού ἔπιασε. Καί πολύ ὀλιγότερο μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνη ἐγκρατής -πολύ ὀλιγότερο- ἄν  ἤγγιξε ξένο σῶμα, ἀπ’ ὅτι ἄν εἶδε ἤ ἀκόμη περισσότερο ἐάν ἤκουσε. Δηλαδή πρῶτα εἶναι ἡ ἁφή σέ βασανισμό, μετά εἶναι ἡ ὅρασις, καί μετά εἶναι ἡ ἀκοή. Εἶναι τόσο βασανιστική αὐτή ἡ αἴσθησις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη καί τήν ἀφήσει νά δοκιμάση, νά ἀποκτήση ἐμπειρίες ἁμαρτίας.

          Ἔχοντες αὐτά τά πράγματα ὑπ’ ὄψιν, τότε θά τά ἀποφύγωμε. Καί ἀποφεύγοντάς τα θά ἀσκήσωμε τήν ἀρετήν. Θά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, θά ἐξομολογηθοῦμε, θά κοινωνήσωμε, θά παρακολουθήσωμε ὅλες τίς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μέ τό πάρα πολύ πλούσιο ὑμνολογικό τους ὑλικό.

           Θά φᾶμε κάτι περισσότερο, θά χαροῦμε περισσότερο στό σπίτι μας. Θά διαβάσωμε κάτι, θά ξεκουραστοῦμε -θά ξεκουραστῆτε, ἄν ἔχετε κουρασθῆ ἀπό μαθήματα-. Θά συμπληρώσετε μαθήματα ἐκεῖνα πού δέν προλάβατε μέχρι τώρα. Θά καθίσετε κάτι νά διαβάσετε, γιά νά ἀνανεωθῆτε γιά τούς παρακάτω μῆνες στό σχολείο.

            Εἶναι ἕνας θαυμάσιος σταθμός, ἄν ξέρετε ἀπό σχολικῆς πλευρᾶς τώρα, νά τόν ἐκμεταλλευτῆτε. Καί ὅταν θά ἔχουν τελειώση οἱ γιορτές, τότε θά ἔχετε ἕνα πολύ πολύ μεγάλο κέρδος στό ἐνεργητικό σας.

            Σᾶς εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά «Καλές Γιορτές!»   

          Φεύγοντας ὅποια κοπέλα … νά ἑτοιμάσωμε τόν ἑαυτό μας, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά πάρωμε καινούριες ἀποφάσεις γιά τήν καινούρια χρονιά, πού ἔρχεται. Νά ἀρχίση νά γεννιέται μέσα στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη. Ὄχι ἡ πίστις· ἡ ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν! αὐτή πού συντηρεῖ τήν πίστι· αὐτή πού περιφρουρεῖ τήν πίστι. Ἡ ἀγάπη! μία ἰδιαίτερη ἀγάπη, μυστική. Αὐτή πού τή σφραγίζει ἡ χαρά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δίνει τή χαρά! ἀπ’ αὐτή σφραγίζεται ἡ ἀγάπη, ἀπό τή χαρά!

          Εὔχομαι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά αὐτά τά Χριστούγεννα νά εἶναι «ἀληθινά Χριστούγεννα» γιά ὅλους μας, νά εἶναι «ἀφετηριακά Χριστούγεννα».

          Εὔχομαι ἀκόμη ἡ καινούρια χρονιά νά εἶναι «χρονιά μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τόν Χριστόν». Πῶς ἀλλιῶς θά εὐχηθῆ κανείς καλύτερα ἔ;…

           «Καλά Χριστούγεννα!», «Καλή χρονιά!». Ἀμήν.

 
7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐκλογή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου κ.λ.π.

†.Συνεχίζουμε ἀπό τήν πνευματικήν Διαθήκην τοῦ Τωβίτ πρός τόν γιό του τόν Τωβία. Ἀσφαλῶς ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ἐδῶ, καί τά ὁποῖα ἀναλύομε καί ἐσεῖς ἀκοῦτε καί ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νά ἀκολουθῆτε, μή νομίζετε ὅτι ὅ,τι ἀκοῦτε, θά εἶναι τῆς ἀμέσου ἐνεργείας. Πάρα πολλά πράγματα φυσικά δέν εἶναι στό ἄμεσο ἐνδιαφέρον σας, γι’ αὐτό νά μήν πῆτε ὅτι «ἔ,…τί μ’ ἐνδιαφέρει ἄν πρέπη ἐγώ νά θάψω τόν πατέρα μου». Θά μεγαλώσετε, αὐτά ὅλα παίρνετε δέν θά τά ἐφαρμόσετε τώρα, ἀλλά σέ ὅλην σας τήν ζωή.  Συνεπῶς θά πρέπη ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκοῦτε νά τά ἀποταμιεύετε μέσα σας, ὅπως ἀκριβῶς κάνει ἕνας οἰκονομολόγος ἄνθρωπος. Ἀποταμιεύει χρήματα ὥστε νά ἔχη σέ καιρό πού ἔχει κάποιες ἀνάγκες. Ἔτσι κι ἐσεῖς θά ἀποταμιεύετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέμε γιά νά μπορεῖτε νά θυμηθῆτε καί νά ἀποδώσετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάποτε τά εἴχατε ἀκούσει.

        Καί συνεχίζει ὁ Τωβίτ καί λέγει: παιδί μου, «δικαιοσύνην ποίει πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί μή πορευθῆς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας˙» (Τωβ. 4, 5) «Δικαιοσύνην» στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὅρος, ἡ λέξις «δικαιοσύνη», ὅπως καί εἰς τήν Καινήν Διαθήκην δέν εἶναι ἡ ἀρετή ἡ γνωστή τῆς δικαιοσύνης μέ τήν στενήν σημασίαν, ἀλλά ὁ ὄρος «δικαιοσύνη» ἔχει μίαν εὐρείαν σημασίαν καί σημαίνει γενικά ἀρετή˙ σημαίνει ἁγιότης. Συνεπῶς ἐδῶ συμβουλεύει καί λέγει ὅτι ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά μετέρχεσαι τήν ἀρετήν, τήν ἁγιότητα καί νά μή πορευθῆς, νά μή βαδίσης τά  μονοπάτια τῆς κακίας.

       Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ἐδῶ εἰσάγει δύο δρόμους ζωῆς. Ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ μῦθος τοῦ Ἡρακλέους εἶχε ἠθοπλαστικόν χαρακτῆρα πού τοῦ προεβλήθη «ποιό δρόμο ἔπρεπε νά βαδίση», ἔτσι καί ἐδῶ βλέπομε ὅτι ἀναφέρονται δύο δρόμοι. Μάλιστα ἕνα πανάρχαιο βιβλίο πού λέγεται «Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» -εἶναι γραμμένο στά τέλη τοῦ πρώτου αἰῶνος ἢ στίς ἀρχές τοῦ δευτέρου αἰῶνος, πανάρχαιο βιβλίο, βρέθηκε τόν περάσμενον αἰῶνα σάν ἡ πιό μεγαλύτερη ἀνακάλυψις τοῦ αἰῶνος στό εἶδος τοῦτο, τῆς ἀρχαιολογίας- λέγει δυό δρόμοι ὑπάρχουν, λέγει τό βιβλίον ἐκεῖνο, ὁ δρόμος τῆς ζωῆς καί ὁ δρόμος τοῦ θανάτου.

        Κι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς παιδιά, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητος, ἐνῶ ὁ δρόμος τοῦ θανάτου εἶναι ὁ δρόμος πάσης κακίας. Εἰς ἐσᾶς προβάλλεται αὐτή τή στιγμή τό ἴδιο πρᾶγμα: «ποιό δρόμο πρέπει νά βαδίσωμε».

        Θυμᾶμαι σέ μιά συγκεκριμένη περίπτωσι κάπου στά δεκάξι μου χρόνια μοῦ ἐτέθη καί ἐμένα αὐτό τό ἐρώτημα. Προσέξτε, μέ συγκεκριμένη μορφή «τί δρόμο ἔπρεπε νά ἀκολουθήσω». Βέβαια, δέν δυσκολεύτηκα καί ἀσφαλῶς κρίσιν δέν πέρασα μέ τήν ἔννοια ὅπως θά δοῦν πολλές φορές οἱ ἔφηβοι, καί κάποτε μάλιστα τρῶνε καί τά μοῦτρα τους σέ μερικά πράγματα, ἀλλά ὡστόσο ἔστω καί θεωρητικά ἐτέθη· «τί δρόμο πρέπει νά ἀκολουθήση κανείς;».

       Σᾶς εἶπα σέ εἰδική περίπτωσι˙ διότι πολλές φορές -ἐδῶ μιλᾶμε τώρα γιά μιά γενική περίπτωσι καί βεβαίως γιά τή γενική περίπτωσι νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ξεκινᾶμε ἀπό παιδάκια, νά λατρεύωμε τόν Θεόν, νά ζοῦμε τήν πνευματική ζωή- νομίζω ὅτι δέν θά ἐτίθετο θέμα νά ἀναθεωρήσωμε καί νά ποῦμε: ἄν ζῆτε ἢ ὄχι πνευματική ζωή· ἐκτός ἄν ἔχουν δημιουργηθεῖ θέματα τέτοια μές στήν ψυχήν μας, πού νά θέσουν ὑπό ἀμφισβήτησιν ἐκεῖνο τό  ὁποῖον βαδίζομεν.

      Ἀλλά παιδιά, εἰλικρινά θά πρέπει χωρίς δισταγμόν νά βαδίσωμετόν δρόμο τῆς ἀγάπης, τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Εἶναι κάτι πού δέν θέλει οὔτε σοφία νά τό καταλάβη κανείς οὔτε πολλές ἀποδείξεις. Οἱ ἀποδείξεις εἶναι μπροστά μας, εἶναι μέσα στήν ἴδια τή ζωή, πού βλέπομε: «ποιό δρόμο ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα», διότι βλέπομε καί τό δρόμο, βλέπομε καί τό τέρμα. Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο πῶς ἐξελίχθηκε στήν ζωή του, ἐπειδή βάδισε ἕναν δρόμον ἢ καλόν ἢ κακόν, εἶναι δύσκολο νά βγάλη κανείς τά συμπεράσματά του; Ἅμα δῆτε κάποιον ὁ ὁποῖος μεθάει καί ἔγινε ἄσωτος ἄνθρωπος καί διέλυσε ἡ οἰκογένειά του καί λοιπά καί λοιπά, θέλει φιλοσοφία στό σημεῖο αὐτό γιά νά κρίνωμε ἄν πρέπη νά εἴμεθα κι ἐμεῖς τέτοιοι τύποι ἢ ὄχι; Δέν θέλει φιλοσοφία.

     «Διότι» συνεχίζει ὁ Τωβίτ «ποιοῦντός σου τήν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καί πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τήν δικαιοσύνην.» (Τωβ. 4, 6) Προσέξτε μίαν φράσι: «ποιοῦντός σου την ἀλήθειαν». Στήν ἑλληνικήν φιλολογία δέν ὑπάρχει ἡ φράσις «ποιῶ τήν ἀλήθεια», ἀλλά «λέγω τήν ἀλήθεια» ἢ «σκέφτομαι τήν ἀλήθεια». Τό ρῆμα «ποιῶ» νά συνοδεύη τό οὐσιαστικόν «ἀλήθεια», αὐτό δέν εἶναι στήν ἑλληνικήν σύνταξιν· εἶναι τῆς ἑβραϊκῆς συντάξεως.

        Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πολλές φορές τό χρησιμοποιεῖ αὐτό: «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν», δέν λέγει «ὁ λέγων τήν ἀλήθειαν»· ἢ «πᾶς ὁ ποιῶν ψεῦδος». «Κάμνω ψεῦδος» νά τό πάρω τώρα στήν νεοελληνική νά δῆτε πόσο χτυπάει παράξενα. «Κάμνω τήν ἀλήθεια»· δέν λέμε ποτέ «κάμνω τήν ἀλήθεια» ἢ «κάμνω τό ψέμα», ἀλλά λέμε «λέγω τήν ἀλήθεια». Ἐπειδή ἡ ἑβραϊκή φιλολογία δέν εἶναι ἄμοιρη στό σημεῖο αὐτό ὅταν χρησιμοποιῆ τό ρῆμα «ποιῶ», διότι τό θέμα τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ἕνα γνώρισμα μιᾶς διανοητικῆς καταστάσεως, ὅπως ἦταν πάντοτε στούς Ἕλληνες. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία πρᾶξις. Γιά τόν Ἑβραῖο ποτέ δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια προϊόν του νοῦ, ἀλλά εἶναι προϊόν τῆς πράξεως. Καί ἀφοῦ εἶναι προϊόν τῆς πράξεως, εἶναι πρακτική, θά βάλη … τό ρῆμα «ποιῶ». Καί εἶναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχεῖο αὐτό, διότι θέλει νά τονίση ἐδῶ, ὅτι δέν πρέπει νά μείνη κανείς στό διανοητικό ἐπίπεδο τῆς ἀληθείας, ἀλλά πρέπει νά κατέβη καί εἰς τό πρακτικό ἐπίπεδό της. 

      Ἄν, λέγει, κάμνης τήν  ἀλήθειαν, μετέλθεις τίς ἀρετές στήν πρᾶξι πιά, τότε θά εὐοδώσουν τά ἔργα σου. Ἔλεγα σέ μία κυρία: «βάλτε ἕναν δρόμον στήν πνευματική ζωή, νά δῆτε προκοπή». Καί μοῦ λέγει… μοῦ λέγει: «πόσοι ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν βάλει ἀρχή πνευματικῆς ζωῆς καί ἔχουνε πολλή προκοπή». Τό μυαλό της πήγαινε στήν προκοπή τήν ὑλική, δηλαδή νά πηγαίνουν ὅλα καλά στή ζωή τούς· ὅλα καλά σάν ἕνα κουρδισμένο ρολόϊ. Παιδιά, δέν εἶναι αὐτό προκοπή. Δέν ξέρω μάλιστα κάποτε, ὅταν ὅλα πηγαίνουν ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς καλά, ἄν αὐτό πάντοτε εἶναι καί μία εὐλογία. Δέν τό ξέρω. Μήν τό ξεχνᾶτε! ἡ προκοπή εἶναι πνευματική πρωτίστως καί κυρίως. Πρέπει λοιπόν νά βάλωμεν μιάν ἀρχήν ζοῦμε μία πνευματική ζωή γιά νά κάνωμε πνευματική προκοπή. 

         Μπορεῖ νά μείνωμε πτωχοί, ὅπως τό λέγει ἐδῶ στό τέλος. «Μή φοβηθεῖς, παιδί μου, γιατί πτωχεύσαμε, μήν τό φοβηθεῖς αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι χωρίς σημασία ἐάν ἔχωμε φτωχύνει. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά μή φτωχύνωμε ἀπό Θεό, κι ἔτσι ἡ προκοπή μας νά εἶναι ἐν Θεῷ»

      «Ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποεῖν σέ ἐλεημοσύνην· μή ἀποστρέψης τό πρόσωπον σου ἀπό παντός πτωχοῦ, καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ» (Τωβ. 4, 7) Θά ἐπανέλθη καί θά ἐπανέλθη στό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ἐδῶ ὁ Τωβίτ μιλάει -ἐξ ἄλλου σ’ ὅλα αὐτά πού λέγει, ἀλλά ἰδιαίτερα γιά τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης- ἀπό τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Αὐτές οἱ ὑποθῆκες πού λέγει εἰς τό παιδί του, ἡ διαθήκη  του ἡ πνευματική, δέν εἶναι κάτι τό θεωρητικό, ὅπως θά λέγαμε «ἔ,.. κάτι διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο πνευματικό, καί τώρα λέγω στό παιδί μου τό καί τό.» Ὄχι παιδιά, περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ εἶχε ζήσει ὅπως συμβουλεύει τό παιδί του. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα πού ἔχουνε γονεῖς πού ἡ πρακτική τους ζωή εἶναι συνεπής. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα!

         Λοιπόν· Ἀπό τά ὑπάρχοντα σου νά κάνης ἐλεημοσύνη καί τό μάτι σου νά μή τσιγγουνευτῆ καί πεῖ: «σάν πολλά δέν ἔδωσα!» Μήν τό πῆτε ἔτσι αὐτό. Δῶσε καί μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπο σου ποτέ ἀπό κάθε πτωχόν, γιά νά μήν γυρίση κι ὁ Θεός τό δικό του τό πρόσωπο ἀπό σένα. Τί ὡραῖα!

     «Ὡς σοί ὑπάρχει κατά τό πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐάν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατά τό ὀλίγον μή φοβοῦ ποεῖν ἐλεημοσύνην· θέμα γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·»  (Τωβ. 4, 8-9) Ἔχεις πολλά, δῶσε πολλά. Ἔχεις λίγα, δῶσε λίγα. Ἔχεις πολύ λίγα, δῶσε πολύ λίγα. Ἀνάλογα μέ τό τί ἔχεις, δῶσε.

        Θυμόσαστε ἐκείνην τήν γυναῖκα στό γαζοφυλάκιο, στό ταμεῖο τοῦ ναοῦ, στό παγκάρι θά λέγαμε, στό ταμεῖο πού οἱ εἰσερχόμενοι ἔβαλον, λέγει, χαλκόν; Ἄλλος νομίσματα ἀργυρά, καί λοιπά... ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τοῦ καθενός; Ἐκείνη ἡ γυναῖκα, ἡ χήρα γυναῖκα ἔβαλε ἕνα δίλεπτον· ὄχι δυό δεκάρες· δυό λεπτά. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας τό ἔριξε εἰς τόν ναόν καί τό μάτι τοῦ Κυρίου -ὄχι ἐκεῖνο τό μάτι πού ἔχουν ὅταν σέ κοιτάζουν κάποιοι τί δίνεις, ἀλλά τό μάτι τοῦ Κυρίου πού βλέπει τήν καρδιά- τί εἶδε; Αὐτή ἡ γυναῖκα ἔβαλε περισσότερο ἀπ’ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ρίψανε εἰς τό ταμεῖον τοῦ ναοῦ, διότι ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της. Δέν εἶχε ἄλλα χρήματα· ὄχι στήν τσέπη της, δέν εἶχε ἄλλα χρήματα, οὔτε στό σπίτι της! Ἔβαλε, λέει, ὅλη της τήν περιουσία: δυό λεπτά. Καί συνεπῶς ἔβαλε κατ’ ἀναλογία, ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της, καί πῆρε τόν ἔπαινον ἀπό τόν Χριστόν. Δέν ξέρω βέβαια ἄν αὐτή ἡ γυναῖκα τό ἀντελήφθη, πιθανότερον δέν τό ἀντελήφθη. Ἁπλῶς ἔριξε τόν ὀβολόν της, τούς ὀβολούς της, καί ἔφυγε. Καί ἔφυγε. Καί ὁ Κύριος ἔκανε τήν παρατήρησι αὐτή στούς μαθητάς Του.

       Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ· «μή φοβηθεῖς, λέγει, νά κάνης ἐλεημοσύνη ἔστω ἀπό ἐκεῖνο τό λίγο, τό ὁποῖον ἔχεις». Θυμοῦμαι ἕνα ἄρθρο, λέγεται, ... λόγοι χρυσοί, ἴσως πρέπει νά σᾶς τό διαβάσω … τρία-τέσσερα εἶναι· «παιδί μου, κάνε ἐλεημοσύνη, λέγει, μή φοβηθεῖς· ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχό». Ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχόν. Πολλοί νομίζουν ὅτι ὅταν κάνουν ἐλεημοσύνη θά φτωχύνουν. Εἶναι μία ἀρκετά ἐσφαλμένη ἀντίληψις.

        Καί λέγει ἐδῶ: μέ αὐτό πού κάνεις θησαυρίζεις ἀγαθό πρᾶγμα στόν ἑαυτόν σου ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης. Θά ’ρθη κάποια μέρα καί γιά σένα, γιατί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἕνας τροχός, μήν τό ξεχνοῦμε ποτέ αὐτό. Ξέρετε μετά τήν Ρωσική ἐπανάστασι πόσοι ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπό τήν Ρωσία πρίγκιπες, διανοούμενοι, σπουδαῖοι, τρανοί καί ἔγιναν πάμπτωχοι; Στήν Ἑλλάδα πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε ἀπό τότε· πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε. Εἴχαμε δέ περισσοτέρους, τώρα ἔχουνε πεθάνει πάρα πολλοί οἱ ὁποῖοι -ἐγώ τοὐλάχιστον ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου- οἱ ὁποῖοι, ἄλλος ἤτανε σωφέρ, ἄλλος ἦταν ξέρω ’γώ … παρακάτω ἄλλο ἐπάγγελμα, ἄλλος τοῦτο, ἐκεῖνο... δηλαδή φτωχικά ἐπαγγέλματα, χειρονακτικά ἐπαγγέλματα, κι ὅμως αὐτοί ἦταν πρίγκιπες κάποτε. Ἡ ζωή, παιδιά, εἶναι μία ρόδα καί κυλάει. Δέν στέκεται ποτέ της. Σήμερα εἶσαι ἐπάνω, αὔριο θά εἶσαι κάτω. Καί πάλι θά εἶσαι ἐπάνω. Δέν ξέρεις λοιπόν ἡ αὐριανή ἡμέρα πῶς θά σοῦ φέρει τά πράγματα.

        Γι’ αὐτό τό λόγο, ὅταν κάνωμε ἐλεημοσύνη, καταθέτομε  εἰς τήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖ πού λέγει ὁ Κύριος «δέν ὑπάρχουν οὔτε κλέφτες, οὔτε σκουλήκια καί σκουριά γιά νά καταστρέψουν τά κατατεθέντα. Καί τραπεζίτης ὄχι κάποιος πού μπορεῖ νά κηρύξη πτώχευσιν, ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος Θεός». Καί Τοῦ ἐμπιστευόμεθα εἰς τά χέρια, τά δικά Του χέρια, τοῦ ἐμπιστευόμεθα ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάμνομε ἐλεημοσύνη. Ὡς σ' ἕνα ἄλλο χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν πτωχόν, δανείζει τόν Θεόν». Ὁ Θεός δηλαδή εἶναι χρεώστης. Ποιός; Ὁ Θεός χρεώστης; Σέ ποῖον; Στόν φτωχόν ἄνθρωπον. Χρεώστης στόν φτωχόν ἄνθρωπον! Καί ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης θά ἔλθη νά σοῦ πῆ. Γιατί; Γιατί θά ἔχεις ἐσύ ἀπό τά δικά σου ὑπάρχοντα καταθέσει διά τῆς ἐλεημοσύνης εἰς τήν τράπεζα τοῦ Θεοῦ.

       Ἀλλά καί κάτι ἄλλο. «Διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καί οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τό σκότος·» (Τωβ. 4, 10) Αὐτό τό χωρίον εἶναι πάρα πολύ ἐξαιρετικό. Λέγει· «διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον καί δέν ἀφήνει νά μπῆ κανείς στό σκοτάδι». Δέν ξέρω ἄν ἀντιλαμβάνεστε· εὑρισκόμεθα στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔχομε ἐδῶ δυό πράγματα: τόν θάνατον, λέγει, καί τό σκότος. Ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον, δέν ἀφήνει νά μπῆ στό σκοτάδι. Τί εἶναι; Εἶναι ἡ κόλασις· εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος καί ἡ κόλασις. Βλέπετε ὅτι τό θέμα τῆς κολάσεως -τά προανακρούσματά της- φαίνεται καί εἰς αὐτήν τήν Παλαιά Διαθήκη; Ὅπως καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ  Βασιλεία. Ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως -ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως!- ὑπάρχει καί  εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι φανερό ἀπό πάρα πολλά χωρία, καί ἀπό τό χωρίο αὐτό, πού ἐξηγήσαμε πιό πάνω.

       Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὅτι τό ἔλεος πού θά κάνη ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἐλεημοσύνη ἐν εὐρείᾳ καί ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Εἴδατε! Νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά τοῦ μή ποιήσαντι τό ἔλεος, ἡ κρίσις ἀνέλεος. Γιά κεῖνον πού δέν ἔκανε ἔλεος, ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέλεος, χωρίς ἔλεος. Ἐνῶ γιά κεῖνον πού ἔκανε ἔλεος, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε λοιπόν, τί θά πῆ μέ τήν ἐλεημοσύνη σου εἴτε ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, εἴτε ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νά νικήσης τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι μικρόν πρᾶγμα!

     Ἡ ἐλεημοσύνη ὅπως τήν λέμε ἐμεῖς τήν λέξιν αὐτή καί ὅπως ἐδῶ τήν λέγει, ἔχει τήν ἔννοια ἁπλῶς «νά δώσης ὑλικά πράγματα σ’ ἕναν φτωχόν ἄνθρωπον». Εἶναι σαφές. Τό εἶπε, μᾶς τό διεσάφησε. Ὁ ὄρος ἐλεημοσύνη εἶναι ἐδῶ πολύ σαφής. Ἀλλά ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ εἶναι καί ἔλεος. Καί σημαίνει «ποιῶ ἔλεος μετά τοῦ πλησίον μου». Τί σημαίνει αὐτό; Μέ κάθε τρόπο δείχνω τό ἔλεός μου, ὄχι μόνο τό ὑλικόν, ὄχι δηλαδή νά τοῦ δώσω ὑλικά πράγματα μόνον, ἀλλά ἀκόμη νά τόν συγχωρήσω, νά φανῶ ἐπιεικής, νά τόν βοηθήσω καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, νά τόν ἀπαλλάξω ἀπό μία δυσκολία, νά τόν παρηγορήσω καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

      Ὅπως βλέπετε λοιπόν, τό ἔλεος ἔχει εὐρεία σημασία. Ἐγώ θά ἔλεγα -σήμερα ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι φτωχοί πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ὁπωσδήποτε- ἀλλά ἄν ἔπρεπε ὅμως ὅλοι νά ἀσκοῦσαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, τότε αὐτοί οἱ κάποιοι φτωχοί δέν θά εἶχαν πλέον ἀνάγκη, καί τότε θά λέγαμε: «πῶς θά ἀσκήσωμε τήν ἐλεημοσύνη;» Ἡ ἀρετή αὐτή σέ κάθε ἐποχή ἔχει τήν θέσιν της. Ἁπλούστατα διότι δέν ἔχει πάντοτε ὑλική διάστασι, ἔχει καί πνευματική διάστασι.

        Ἄν πάρης μέ τά χρήματα σου αὐτά πού διαθέτεις -δέκα δραχμές- ἀγοράσεις ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, καί τό δώσεις σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος -προσέξτε!- ἔχει χρήματα, δέν εἶναι πτωχός, ἀλλά τοῦ τό δώσεις, τρόπον τινά τόν ὑποχρεώσεις μέ αὐτό τό δωράκι σου αὐτόν τόν ἄνθρωπο -πού δέν θά πήγαινε ποτέ νά τό ἀγοράση- αὐτόν τόν ἄνθρωπο τόν ἐλεεῖς· γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πιό πολλή ἀνάγκη ἔλεος μέ πνευματική διάστασι, παρά μέ ὑλική διάστασι. Ἤ ἄν δώσης μία συμβουλή ἄν δέν ἔχης χρήματα, καί αὐτό εἶναι ἔλεος. Ἄν ὁδηγήσης τόν ἄλλον στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι ἔλεος, εἶναι ἐλεημοσύνη. Μή νομίσομε δηλαδή ὅτι πρέπει νά εἴμεθα πλούσιοι γιά νά κάνωμε ἐλεημοσύνη· κάθε ἄλλο. Ἔχει εὐρύ φάσμα ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

        «Δῶρον γάρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου» (Τωβ. 4, 11) Λέει ὅτι εἶναι δῶρον ἀγαθόν ἡ ἐλεημοσύνη γιά ἐκείνους πού τήν κάνουν μπροστά στόν Θεό.

          Ἀφήνει τώρα τό θέμα αὐτό, θά ἐπανέλθη πάλι, γιατί τόν συνέχει. Καί αὐτό πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο ξαναγυρίζει καί ξαναγυρίζει. Καί αὐτό καί ἀπό τή ζωή του τό βλέπομε, ἀλλά καί στή διαθήκη του βρίσκεται· τῶν ὑποθηκῶν αὐτῶν τῆς διαθήκης βλέπομε ὅτι ἐκεῖνο πού συνεῖχε τήν ψυχήν τοῦ Τωβίτ ἦταν ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

       Μπαίνει σ’ ἄλλο θέμα. Πολύ σπουδαῖο!

       «Πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον, ἀπό πάσης πορνείας». Τί ὡραῖο! Παιδί μου, πρόσεξε ἀπό κάθε μορφή σαρκικόν ἁμάρτημα. Δέν ξέρω τί νά πῶ πάνω σ’ αὐτό. Μόνο γι’ αὐτό θά ἔπρεπε νά ἐξαντλήσω μία ὥρα· μόνο γι’ αὐτό. Ζοῦμε σέ μία ἐποχή ἡ ὁποία εἶναι τρομερή. Κι εἶναι τρομερή γιατί ἔχει δημιουργήσει μία διαστροφή τῆς ἀληθείας. Εἶναι μία ἐποχή πού τό ψέμα τό λέγει ἀλήθεια, καί τήν ἀλήθεια τή λέγει ψέμα. Μία ἐποχή πού τό μαῦρο τό λέγει ἄσπρο, καί τό ἄσπρο μαῦρο. Τό πικρό γλυκύ, καί τό γλυκύ πικρό. Ἡ περικοπή αὐτή δέν εἶναι δική μου εἶναι ἀπ’ τόν Προφήτη Ἡσαΐα. Καί λέγει ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου: «ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους πού κάνουν τό μαῦρο, ἄσπρο καί τό ἄσπρο, μαῦρο· τό ἀγαθό, κακό καί τό κακό, ἀγαθό· καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἀλλοίμονο!»

       Ἔ, λοιπόν ἡ ἐποχή μας δέν ἔχει ἁπλῶς τά προβλήματά της, ὅπως εἶχαν οἱ προηγούμενες ἐποχές, πού μποροῦσε ἕνας νέος, μία νέα νά ἔχη τά προβλήματά του καί νά πάρη μία συμβουλή. Μία συμβουλή σχετικά σίγουρη καί ἐπιτυχημένη νά πατήση καλά. Εἶναι αὐτό πού ἡ ἐποχή μας τό λέγει κατεστημένο. Αὐτό τό σίγουρο τό λέγει ἡ ἐποχή μας κατεστημένο, πού τό κλώτσησε ἡ ἐποχή μας αὐτό τό λεγόμενο κατεστημένο, καί κλωτσώντας το, δημιουργεῖ μία ἀνατροπή αὐτῶν τῶν ἀξιῶν καί λέγει: «ἐάν εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τῶν σαρκικῶν ὁρμῶν καί ἐπιθυμιῶν καί ἱκανοποιήσεων, τῆς πορνείας, τότε εἶσαι ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος. Ἄν ἀντιθέτως μετέρχεσαι τήν ἐγκράτειαν, τήν σωφροσύνην, τήν παρθενίαν, τότε εἶσαι ἀνώμαλος.»

       Ἄν θά μποροῦσε νά προβάλη μία κοπέλα ἕναν τίμιον θησαυρόν, πολύτιμο θησαυρό αὐτόν ἐννοῶ τίμιον, πολύτιμο θησαυρό στό περιβάλλον της, στά μάτια τοῦ κόσμου καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὁ θησαυρός θά ἐλέγετο: παρθενία ἁγνότητα, σωφροσύνη. Αὐτός σήμερα ὁ θησαυρός ἐμπαίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπό τίς συνομήλικές σας κοπέλες ἐμπαίζεται, χλευάζεται· κατέβηκε στό πεζοδρόμιο καί ποδοπατήθηκε καί γίνεται ἀντικείμενον φοβερῆς εἰρωνείας, ἀλλά καί κακογλωσσιᾶς καί συκοφαντίας. Καί μποροῦν νά ποῦν μία κοπέλα πού μετέρχεται τήν ζωή τῆς σωφροσύνης, τῆς ἁγνότητος, νά ποῦν ὅτι αὐτή ἡ κοπέλα εἶναι ἀνώμαλη.

      Εἶχα πεῖ πέρυσι ἤ πρόπερσι, δέν θυμᾶμαι, στήν ὁμιλία τῶν μεγάλων τήν ἑξῆς περίπτωσι: Μοῦ ’λεγε μία μητέρα -ἴσως καί σέ σᾶς νά τό ’χω πεῖ, δέν θυμοῦμαι- μοῦ ’λεγε μία μητέρα γιά τήν κόρη της, ἔβγαλε τό Γυμνάσιο καί ἔκανε παρέα μέ νέους ὄχι καλῆς ποιότητος, καί λέει ἡ μητέρα στήν κόρη της «παιδάκι μου, δέν ὑπάρχουν κοπέλες νά κάνης παρέα; Κάνεις παρέα μέ ἀγόρια, μέ νέους βγαίνεις ἔξω; Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Δέν φοβεῖσαι; Δέν ντρέπεσαι; Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ξέρεις τί ἐξέλιξι μπορεῖς νά ἔχης; Ποῦ νά φτάσης;» Καί τί ἀπήντησε ἡ κόρη: «Τί, εἶμαι ἀνώμαλη νά κάνω παρέα μέ κορίτσια;» Ἀκοῦστε! Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ!

        Καί δέν σᾶς λέω πράγματα τά ὁποῖα δέ λέγονται στό Γυμνάσιό σας, λέγονται καί στό Δημοτικό Σχολεῖο. Πιστέψτε με, ἄν εἶχα μαθήτριες τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, δέν ξέρω ἴσως... ἴσως... -ἐκεῖ φτάσαμε- θά μιλοῦσα μέ τέτοια γλῶσσα. Γιατί; Διότι εἶναι ξεφτέρια οἱ μαθήτριες πιά καί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Καθαρό πρᾶγμα.

      Λοιπόν· ἀκοῦστε κοπέλες μου, ἀκοῦστε παιδιά μου. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἀναλλοίωτος. Ἐδῶ λέει ὁ Τωβίτ στό παιδί του: «παιδί μου, λέει, πρόσεχε ἀπό κάθε μορφή ἀνηθικότητος».

       «Ἀπό πάσης πορνείας, πρόσεχε!» Αὐτό εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἐντολή ἀναλλοίωτη, ἐντολή μή μεταβαλλομένη εἰς τούς αἰῶνας. Δέν ὑφίσταται φθοράν καί μεταβολή· δέν εἶναι κατεστημένο, ἕνα κατεστημένο πού βούλιαξε, πού μούχλιασε, πού πρέπει νά ἀναθεωρηθῆ, νά πεταχτῆ γιά νά ’ρθη κάτι καινούριο στή θέσι του. Εἶναι αἰώνια αὐτά, μέ αἰώνιο κῦρος. Δέν βγαίνομε ἐκεῖ νά ποῦμε ποτέ ὅτι πάλιωσε ὁ ἥλιος ἤ πάλιωσε τό νερό ἤ πάλιωσε τό ψωμί. Πάντα ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς ψωμί τρώγει, νερό πίνει καί τόν ἥλιο βλέπει. Δέν βγαίνει ἔξω καί νά πῆ ὅτι αὐτά τά πράγματα ἐπάλιωσαν καί πρέπει νά πεταχτοῦν σάν πεπαλαιωμένα. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο· γιατί ἐπιτέλους ἐπιτέλους μία κάποια τῶν ἡμερῶν ὁ ἥλιος θά τελειώσει, ἀλλά ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα.

       Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ἔτσι δέ περνοῦν αὐτά. Λέει: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθουν». Αὐτό εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτά πού εἶπα δέν θά περάσουν, θά μείνουν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἐνῶ τό σύμπαν θά περάση. Γι’ αὐτό μήν ξιπάζεστε, καί λέτε ὅτι πρέπει νά προσαρμόζεστε σέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας καί τό περιβάλλον σας ἤ καί οἱ καθηγητές σας ἴσως, δέν ξέρω τί... ἤ ἔντυπα πού διαβάζετε, ἤ ξέρω ’γω οἱ γύρω πού πιπιλίζουν τό μυαλό σας κάθε μέρα μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν· καί λέγουν καί λέγουν καί προβάλλουν μέ ἔντυπα, μέ εἰκόνες, μέ τήν τηλεόρασι, μέ τόσα πράγματα γιά νά προβάλλουν τήν ἁμαρτία.

      Μή φοβῆσθε· μήν ξεχνᾶτε ὅτι γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ: νά γίνη ἀντικείμενον εἰρωνείας. Εἶναι ὁ τελευταῖος μακαρισμός. «Μακάριοι, λέγει, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί ἐκβάλλουσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν».(Λουκ. στ΄ 22) Θά βγάλουν τό ὄνομά σας, λέγει, πονηρόν. Τί θά πῆ πονηρόν; Ὅτι εἴσαστε διεστραμμένοι ἄνθρωποι, ὅτι δέν στέκεστε καλά, ὅτι... ποιός ξέρει τί μετέρχεστε, καί τά λοιπά, καί θά σᾶς κοροϊδέψουν, θά σᾶς ὀνειδίσουν. Ὅλα αὐτά βέβαια, λέγει, «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου», γιατί πιστεύετε σ’ Ἐμένα, γιατί ποιεῖτε ἐκεῖνα τά ὁποῖα Ἐγώ ἔχω πεῖ. «Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε» νά ‘χετε χαρά, νά ‘χετε ἀγαλλίασι, γιατί ὁ μισθός σας εἶναι πολύς.

        Ἕνα πρᾶγμα δέν μποροῦν νά καταλάβουν οἱ σύγχρονοι χριστιανοί: τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό χωνέψουν. Μόλις κάποια κοπέλα σᾶς κοροϊδέψει γι’ αὐτά τά ὁποῖα πιστεύετε, ἀμέσως ταράζεστε. .

       Θά ’θελες νά τό ζῆς αὐτό κρυφά; Δέν θά ἤθελες νά τό ξέρουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Ἐάν αὐτό τό πρᾶγμα συνέβαινε, τότε δέν ὁμολογεῖς τήν πίστιν σου.

        Καί μή νομίσετε ὅτι θά πρέπει νά κρύψω τόν τρόπο τῆς ζωῆς μου ἤ νά βγῶ νά τόν διαλαλήσω· ἀλλά δέν θά τόν κρύψω ἄν χρειαστῆ. Ὁ Χριστός εἶπε βάζουν τό λυχνάρι, βάζουν τήν φλόγα ἐπάνω, λέγει, στόν λύχνον, στό λυχνοστάτη, καί λάμπει ὅλους πού εἶναι μέσα τό σπίτι. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός πού πρέπει νά λάμψη μέ τά ἔργα του, μέ τή ζωή του, μέ τόν τρόπο του. Ἐάν λοιπόν κρύψω ἐγώ, ὑποστείλω τήν μαρτυρία μου τήν χριστιανικήν, τότε τί χριστιανός εἶμαι;

      Σᾶς παρακαλῶ πολύ, αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἕνα σφάλμα πολλῶν, εἶναι τῶν πολλῶν τό σφάλμα· γι’ αὐτό δέν ἔχομε σήμερα σωστούς χριστιανούς. Τρέμουνε μπροστά στήν κοινή γνώμη. Τί θά πῆ ὁ κόσμος! Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Ἄς πεῖ ὅ,τι θέλει ὁ κόσμος. Ὅ,τι θέλει. Ἤ σέ ἐπαινεῖ ἤ σέ κατηγορεῖ· ἤ σέ ἀνεβάζει ἤ σέ κατεβάζει· ἤ σέ κάνει ὕπαρξι ἤ σέ κάνει μηδέν· ὅ,τι καί νά σέ κάνη ὁ κόσμος, ἐσύ πρέπει νά σταθῆς στή θέσι σου.

       Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ποῖος μπορεῖ νά μᾶς χωρίση, λέγει, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ποιός; Βάθος; Ὕψος; Δυνάμεις; Ἐνεστῶτα; Μέλλοντα; Ἀρχαί; Ἐξουσίαι; ἤ... ἤ... ἤ... Τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἴτε ἄν μᾶς ἀνεβάσουν, εἴτε ἄν μᾶς κατεβάσουν. Δηλαδή μᾶς ὑψώσουν καί μᾶς ἐπαινέσουν, ἤ μᾶς κατεβάσουν καί μᾶς  κατηγορήσουν. Οὔτε ἀκόμα οἱ δαίμονες, οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε τά παρόντα, οὔτε τά μελλοντικά, οὔτε τό ξήλωμα τῶν ἀξιωμάτων ἤ τό χάρισμα τῶν ἀξιωμάτων, τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Αὐτός εἶναι.

        Προσέξτε, λοιπόν. Εἶναι ἕνα ἐπίκαιρο σημεῖο, ἕνα λεπτό σημεῖο, ἕνα σημεῖο πού πονάει τόν σύγχρονο νέο, αὐτό τό θέμα τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων. Νά φυλάξω τήν παρθενία μου, νά φυλάξω τήν τιμή μου, τήν ἀξιοπρέπειά μου, τήν σωφροσύνη μου πιό πολύ ἀπό τά μάτια μου. Ἐπιτέλους ἐπιτέλους ὁ τυφλός πηγαίνει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει σημασία ἄν τυφλώθηκε. Ἀλλά αὐτός πού ἔβγαλε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, αὐτός δέν πηγαίνει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μήν πεῖτε «θά δοκιμάσω». Μία δοκιμή σημαίνει ἀπώλεια πού δέν ἐπανακτᾶται πλέον. Μήν πεῖς «θά μετανοήσω». Πολλοί εἶπαν ὅτι «θά γυρίσω». Δέν τά κατάφεραν. Εἶναι μία χάρις τοῦ Θεοῦ νά γυρίση κανείς καί μάλιστα ἐκεῖνος πού δέν ἔβαλε στό μυαλό του γιά νά γυρίση. Ἐκεῖνος πού εἶπε «γιά νά δοκιμάσω καί θά γυρίσω», αὐτός φοβᾶμαι ὅτι ὁριστικά ἐχάθη.

        Φυλάξτε λοιπόν, πολύ τόν ἑαυτό σας, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον ἀπό πάσης πορνείας».

       Καί κατόπιν ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ γάμου. Σᾶς τό διαβάζω, καί θά τό πῶ μέ δικά μου λόγια: «Καί γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπό τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μή λάβης γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἥ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοί προφητῶν ἐσμέν. Νῶε, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπό τοῦ αἰῶνος· μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοί πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καί εὐλογήθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καί τό σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν. Καί νῦν, παιδίον, ἀγάπα τούς ἀδελφούς σου καί μή ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπό τῶν ἀδελφῶν σου καί τῶν υἱῶν καί θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα.» (Τωβ. 4, 12-13)

     Μέ δικά μου λόγια· Γιά τούς Ἑβραίους ἀπηγορεύετο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, καί εἰδικότερα βέβαια ἔξω τῆς φυλῆς των. Αὐτό ὅμως δέν ἦτο ἀπόλυτο. Ἀπόλυτο ὅμως ἦτο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ των. Καί τοῦτο διότι ἔπρεπε νά προφυλαχθοῦν ἀπό τήν εἰδωλολατρία.

     Ἕνα φοβερό κακό πού μπῆκε μέσα στούς Ἰσραηλίτας -τί ἦταν, λέτε;-  ἕνας μικτός γάμος. Ὁ γάμος τοῦ Βασιλέως Σολομῶντος. Ἔκανε μικτούς γάμους· μικτούς γάμους. Σήμερα μικτόν γάμο λέμε τόν γάμον πού, ἄς ποῦμε ἕνας Ἕλληνας παίρνει μία Ἰταλίδα, ἤ ἕνας ὀρθόδοξος παίρνει μίαν καθολικήν ἤ μία προτεστάντισσα καί οὕτω καθ’ ἑξῆς· λέγονται μικτοί γάμοι. Ἀπηγορεύετο στούς Ἑβραίους νά πάρουν γυναῖκα ἔξω ἀπό τό λαό τους. Ἀποτέλεσμα: αὐτές οἱ γυναῖκες ἐπηρέασαν τόν Σολομῶντα καί κατά τή διάρκεια τῆς Βασιλείας του -παράξενο, περίεργο, ἀπίθανο, ἀπροσδόκητο!- ἐλατρεύοντο καί ξένες θεότητες πλάι στόν μεγαλοπρεπῆ ναό πού εἶχε κτίσει ὁ Σολομῶν πρός τιμήν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

        Καί ὁ Θεός τόν ἐτιμώρησε τόν Σολομῶντα· χάριν τοῦ πατέρα του ὁ ἴδιος δέν ὑπέστη κακόν. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι «τά παιδιά σου δέν θά κληρονομήσουν τό ἀπέραντο Βασίλειόν σου, ἀλλά θά διαιρεθῆ γιά θά γίνη πολύ πολύ μικρό τό Βασίλειό σου, θά μείνη μόνο μέ δυό φυλές. Καί τό ἄλλο Βασίλειο θά ἔχη δέκα φυλές. Καί Βασιλιάς τοῦ ἄλλου Βασιλείου θά γίνη δοῦλος σου! Θά ἀνακηρυχθῆ Βασιλεύς ἕνας ἀπό τούς δούλους σου». Ἦταν ἕνα φοβερό πλῆγμα! Ἀντί δηλαδή παιδί του νά πάρη τήν Βασιλεία, δοῦλος του θά ἔπαιρνε τήν Βασιλεία. Καί ὅλα αὐτά γιατί; Γιατί ὁ Σολομῶν εἶχε πέσει στήν ἁμαρτία -ἀπό τί;- τῶν ἐπιμίκτων γάμων.

     Ἀκοῦστε, παιδιά, νά τό ξέρετε -δέν εἶναι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά νά τό ξέρετε- ποτέ, ὅταν ὁ Θεός θέλη νά παντρευτῆτε, νά μήν πάρετε ξένον ἄνθρωπο. Σᾶς τό συνιστῶ θερμά. Μπορεῖ -δέν ξέρω σήμερα τά ταξίδια στό ἐξωτερικό εἶναι τόσο εὔκολα, εἴτε ξένοι ἔρχονται ἐδῶ, ἤ ἐσεῖς μπορεῖτε νά πᾶτε ἔξω, ἤ γιά συνέδριο καμμιά φορά –πού θά τό εὐχόμουν ποτέ νά μήν πᾶτε γιά συνέδριο Εὐρώπη καί Ἀμερική καί τά λοιπά, ποτέ!- ἤ… ἤ… ἤ… δέν ξέρω… δέν ξέρω κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες μπορεῖ νά βρεθῆ κανείς ὡς μετανάστης καί λοιπά καί λοιπά, ξένον νά μήν πάρετε. Νά εἶναι Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος.

       Τό πόσα προβλήματα δημιουργοῦνται μέσα σ’ ἕνα σπίτι, πού μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄλλος ὄχι Ἕλληνας ἤ ἑτερόδοξος, μόλις καί ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὕστερα εἶναι κι ἕνα κρύο πρᾶγμα, νά αἰσθάνεσαι τόν ἄλλον νά μήν ταιριάζουν τά ἤθη καί ἔθιμα σου, ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάνουν δυό ἀνθρώπους νά αἰσθάνωνται ὄμορφα καί ζεστά μέσα στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ τόπου τους. Τί ὡραῖο πρᾶγμα!  Νά πῆς παίρνω ἕναν Ρωμαιοκαθολικό καί αὐτός ἔχει Πάσχα μία βδομάδα πιό μπροστά ἤ ἐμεῖς νηστεύομε τήν Μεγάλη Βδομάδα, αὐτοί τρῶνε... ξέρω ’γώ τί. Εἶναι πάρα πολύ κρύο πρᾶγμα! Καί γενικά νά ποῦμε, εἶναι ἄσχημο. Προσέξτε! Βλέπετε ὅτι εἶναι καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος ἤ Ἑλληνίδα -πᾶμε ἀπό γυναῖκα σέ ἄνδρα- καί ὀρθόδοξος. Ὄχι ἑτερόδοξος, ὄχι ἀλλοεθνής. Αὐτό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς περικοπῆς.

      Καί λέγει στή συνέχεια: «Διότι ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καί ἀκαταστασία πολλή, καί ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καί ἔνδεια μεγάλη· ἡ γάρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστί τοῦ λιμοῦ.» (Τωβ. 4, 13) Ὅταν εἶσαι ὑπερήφανος ἄνθρωπος, γιατί  πολλές φορές  -ἀναφέρεται στό εἶδος τῶν ἐπιμίκτων γάμων- ὑπάρχει μία ὑπερηφάνεια «νά πάρω ξένον ἄνθρωπον» καί νά λέγω «ξέρετε, ὁ σύζυγός μου -μία κοπέλα- εἶναι… εἶναι Ἀμερικανός! Εἶναι… Γάλλος!  Ἄγγλος!» καί μ’ ἕναν ἔτσι ὑπερήφανο τρόπο τό λέγει αὐτό. Μέσα σ’ αὐτή τήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει καταστροφή καί ἀκαταστασία! Αὐτό τό «ἀπώλεια καί ἀκαταστασία» εἶναι αὐτά πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, πού… πού μπορεῖς νά στήσης ἕνα σπιτικό σωστό, ὅπως θά τό ἔνιωθες, ἄν ἦταν τῆς αὐτῆς φυλῆς, τῆς αὐτῆς γενιᾶς καί τῆς αὐτῆς πίστεως, ἐκεῖνος τόν ὁποῖον θά κάνης σύζυγον τῆς ζωῆς σου.

     Ἀκόμη λέγει «ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις». Ἡ ἀχρειότης ἐδῶ μεταφράζεται ἡ σπατάλη. Ὑπάρχει, λέγει, στή σπατάλη ἡ ἐλάττωσις «καί ἔνδεια μεγάλη», καί φτώχεια πολλή. «Ἡ γάρ ἀχρειότης» διότι ἡ σπατάλη «μήτηρ ἔστι τοῦ λιμοῦ» εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Τό θέμα αὐτό τῆς σπατάλης μέσα στό σπίτι, παιδιά, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Θά ’παιρνα ἕνα χωρίο θύραθεν, ἀπ’ ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐκεῖνο τό γνωστό: «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Τό ἐνθυμεῖστε; Τό γνωρίζετε; Νά σᾶς βάλλω ἕναν μικρό διαγωνισμό νά μοῦ πῆτε τήν ἑπομένη φορά ποῖος τό εἶπε αὐτό; Ἒ; Λοιπόν, θά σᾶς ἐρωτήσω νά μοῦ τό πῆτε, μόνο νά μήν τό ξεχάσω. Ρωτῆστε καί τόν καθηγητήν τόν φιλόλογον. «Ποῖος τό εἶπε, κύριε καθηγητά, αὐτό: φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας;» Ἀλλά γιά νά τό πῆτε πρέπει νά τό γράψετε, νά τό θυμόσαστε. Κοιτάζοντάς το θά τό μάθετε, καί μαθαίνοντάς το θά τό ἐκτιμήσετε, καί ἐκτιμῶντας το, θά τό ἐφαρμόσετε.

     Λοιπόν, «Φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Φιλοκαλῶ, τί θά πῆ; Κάνω κάτι ὄμορφο. Μετ’ εὐτελείας, τί θά πῆ; Ἀπό τό τίποτα, μέ λίγα πράγματα. Μπορεῖς νά στολίσης τό σπίτι σου μέ τό τίποτα; Τό ξαναλέγω. Τί νομίζετε, παιδιά, γιά νά στολιστῆ ἕνα σπίτι, θέλει πολλά χρήματα; Αὐτό νομίζετε; Ὅτι θέλει πολλά χρήματα; Βαριά ἔπιπλα; Καί ὅτι, ἄν βάλλωμε βαριά ἔπιπλα, πραγματικά στολίσαμε τό σπίτι μας; Λάθος! Λάθος.

      Ὅταν ὑπάρχη μία δεξιοτεχνία, τήν ὁποία θά σᾶς συνιστοῦσα ἀπό μικρές νά καταγίνεστε, τήν δεξιοτεχνία γύρω ἀπό χειροτεχνικά πράγματα ποικίλης μορφῆς καί φύσεως -ποικίλης μορφῆς καί φύσεως!- τότε μπορεῖτε νά στολίσετε τό σπίτι σας ἀπό τό τίποτα, καί νά τό κάνετε θαυμάσιο, περίφημο μέ φτηνά πράγματα, μέ κουρελάκια μέ τοῦτο μ’ ἐκεῖνο. Ἔχω προσέξει -γιατί ἔχουν ἔρθει καί στό Μοναστήρι ἕνα δυό κυρίες, καί μοῦ ἔχει κάνει πολλή ἐντύπωσι- τίς σακκοῦλες νάϋλον, τίς ἀγοράζουνε, τίς κόβουνε ὅπως παλιά τίς κουρελοῦδες, καί  τίς πλέκουνε καί τίς κάνουνε πατάκια. Δέν ξέρω βέβαια ἄν εἶναι ὄμορφο αὐτό ἤ ἄσχημο. Ἕνα πρᾶγμα ἐκτιμῶ: τήν ἀξιοποίησι τοῦ πράγματος. Αὐτό θά πῆ «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας», φτιάχνομε κάτι ὄμορφο ἀπό τό τίποτα.

        Ἐκεῖ εἶναι ἡ πραγματική ἀξία τῶν γυναικῶν. Νά μπορῆ, ὄχι νά λέγη στόν σύζυγόν της, «δῶσε μου καί δῶσε μου χρήματα» νά πηγαίνη στήν ἀγορά καί νά τά παίρνη ὅλα ἕτοιμα καί ἀκριβά καί βαριά πράγματα, ἀλλά νά μπορῆ μέ τό μυαλό της ἀπό ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν νά φτιάξη χίλια δυό πράγματα.

      Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἡ καλή κοπέλα πού ἔχει μάθει ἔτσι, ὅ,τι ἔρχεται σπίτι της τό φυλάσσει. Χρυσόχαρτα, ξυλάκια, πράματα… ὅ,τι… ὅ,τι μποῦν στό σπίτι της τό φυλάσσει, καί ἀπ’ αὐτά φτιάχνει χίλια δυό πράγματα.

        Ἐνθυμοῦμαι σ’ ἕνα σπίτι γνωστό μου, πολύ γνωστό μου, ἀπό μικρό παιδί εἴμαστε μαζί, γείτονες καί τά λοιπά, ἐπήγαινα -εἶχε ἐργοστάσιο ὁ σύζυγος, προσέξτε, εἶχε βιομηχανία- πήγαινε ἐκεῖ ἡ σύζυγος καί ἀγόραζε -σάν κι αὐτές τίς ἡμέρες τώρα Χριστούγεννα καί Πρωτοχρονιά- καί ἀγόραζε… δέν ξέρω τί ἀγόραζε γιά τά παιδιά της: καλουδάκια… γλυκά… στολίδια… πράγματα…  Λεφτά πεταμένα! Περιττόν νά σᾶς πῶ ὅτι καί ἡ βιομηχανία πῆγε στό σφυρί, καί τό σπίτι πού μένουν πῆγε στό σφυρί, ἀφοῦ πέθανε κι ἐκεῖνος, πέθανε κι ἐκείνος … τό σπίτι τους τό πήρανε τά χρέη. Εἶχαν ἕνα αὐτοκίνητο, τό ’χασαν κι αὐτό. Καί μένει τώρα ἡ μάνα μέ τίς κόρες σέ ἐνοίκιο· πολύ πτωχοί ἄνθρωποι. Εἴχανε κάποτε βιομηχανία, καί τόν καιρό ἐκεῖνο τά βλέπαμε καί λέγαμε «αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά πτωχύνουν». Θυμᾶμαι ἡ μητέρα μου τό ’λεγε αὐτό γιά τή σπατάλη -μέ συγχωρεῖτε, τώρα φεύγω λίγο ἀπό τό θέμα «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας»- ἔβαζε στό ψωμί ἐπάνω βούτυρο φρέσκο κι ἀπό πάνω τυρί. Καί μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «τούς βλέπεις αὐτούς; Μία μέρα θά ποῦνε τό ψωμί ψωμάκι». «Γιατί, μαμά;» ἔλεγα. «Γιατί τρῶνε καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί. Ἤ τό βούτυρο, ἤ τό τυρί. Ὄχι καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί! Γιατί αὐτή εἶναι σπατάλη!» Ἀποτέλεσμα: πραγματικά, ἡ μητέρα μου πέθανε, ἀλλά ἐγώ τό εἶδα αὐτό μέ τά μάτια μου, φτώχυναν καί ἡ φτώχεια τους……….  

        Ὄχι σπατάλη! Εἴδατε τί λέει ἐδῶ; «Ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας». Δέν εἶναι ἀνάγκη νά μᾶς τό πῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό βλέπομε ἀπό τήν πραγματικότητα. Κάθε μέρα ἡ πεῖρα μας τό διδάσκει.

    Λοιπόν. Τότε θά σᾶς παραδεχθῶ, ὅταν κάποτε μάθω, ἀντιληφθῶ, δῶ στό σπίτι σας ὅτι «φιλοκαλεῖτε μετ’ εὐτελείας», ὅτι ἀπό τό τίποτα φτιάχνετε ὡραῖα πράγματα. Τότε θά σᾶς πῶ ὅτι πράγματι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκούσατε κάποτε τά βάλατε  σέ ἐφαρμογή.

      Καί νά κλείσωμε γρήγορα, πολύ γρήγορα, γιά νά μή χάσωμε ἄλλο……

      «Μισθός παντός ἀνθρώπου ὅς ἐάν ἐργάσηται παρά σοί, μή αὐλισθήτω, ἀλλ’ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα» (Τωβ. 4, 14) Δούλεψε ὁ ἄνθρωπός σου, πλήρωσέ τον. Αὐτή ἡ κακή συνήθεια, νά μήν πληρώνης αὐτόν πού σέ δουλεύει! Καθαρά πράγματα. Μάθετε παιδιά, νά μή χρωστᾶτε. Προσέξτε μέ! Μάθετε νά μή χρωστᾶτε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βάζουν στό χέρι τά χρέη καί τήν ἀγορά ὁλόκληρη! Δέν τούς νοιάζει. Ἀρκεῖ αὐτοί στό σπίτι τους νά περνᾶνε πολύ καλά! Κι ἄς χρωστοῦν καί ἄς διαμαρτύρονται καί οἱ ἄνθρωποι· αὐτοί νά περνᾶνε καλά!

     Λοιπόν, ἀκοῦστε με, κι αὐτή τή διαθήκη: Φᾶτε ψωμί κι ἐλιές, χρέος νά μήν κάνετε ποτέ. Ψωμί κι ἐλιές νά φᾶτε. Ξέρετε μόνο πότε νά δανειστῆτε; Μόνο σέ δυό περιπτώσεις. Πρῶτον· ὅταν δέν ἔχετε οὔτε τό ψωμί, γιατί ἄν δέν ἔχομε τό ψωμί, θά πεθάνωμε. Γιά νά πάρετε κρέας, νά μήν δανειστῆτε. Νά πάρετε ὁ,τιδήποτε, νά μήν δανειστῆτε. Μόνο γιά ψωμί δανειστεῖτε, γιά νά μήν πεθάνετε. Καί μόνο γιά φάρμακα, ἤ νά πᾶμε στό γιατρό. Γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία μή δανειστεῖτε. Ὅσο φτάνετε, θά κάνετε … Παραπέρα μήν προχωρεῖτε. Ἀκοῦστε αὐτή τή χρυσῆ συμβουλή. Ἀκούσατε τήν καί δέν θά χάσετε ποτέ στή ζωή σας. Νά βγαίνετε στή ζωή σας ἔξω, στό δρόμο, στή γειτονιά, στήν ἀγορά καί νά ξέρετε ὅτι δέν χρωστᾶτε σέ κανέναν. Κι ἄν καμμιά φορά -ἄνθρωποι!- πότε; γιά μία στιγμή κάτι πήρατε, κάτι δανειστήκατε -μικρό ποσόν!- ὄχι πολλά πράγματα, τότε φροντίσατε γρήγορα γρήγορα νά τό ἀποδώσετε.

      Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μηδενί μηδέν ὀφείλετε, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλλοις» (Ρωμ ιγ΄ 8)], σέ κανέναν τίποτα νά μή χρωστᾶτε, ἕνα θά εἶναι τό χρέος σας, νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Τίποτε ἄλλο. Αὐτό εἶναι τό μόνο χρέος, τό ἀνεξώφλητον χρέος.

      «Καί ἐάν δουλεύσης τῷ Θεῷ ἀποδοθήσεταί σοι.» (Τωβ. 4,14) Ἐάν στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, λέγει, πορευθῆς, θά σοῦ ἀποδοθεῖ. Ξέρετε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ; Εἴμεθα στήν Καινή Διαθήκη, εἶναι ὁ εὐαγγελισμός τῶν ψυχῶν. Κοπέλες ἀπό σᾶς, νά πᾶτε στό νοσοκομεῖο νά δῆτε τούς ἀρρώστους ἀνθρώπους, νά πᾶτε σέ σπίτια πού ὑπάρχει ἡ φτώχεια καί ἡ θλῖψις, νά πᾶτε ὄχι μόνες σας -προσέξτε!- μέ μεγάλους, ὄχι μόνες σας ,προσέξτε τό σημεῖο αὐτό, νά κάνετε μεγαλώνοντας κατηχητικό σχολεῖο, νά προσφέρετε τίς ὑπηρεσίες σας καί στήν ἐνορία σας καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Μία ἐξαίρεσι ἐδῶ -λυποῦμαι πού θά τό πῶ, ἀλλά θά τό πῶ, ἂς  μέ κατηγορήσουνε, ἀλλά θά τό πῶ- αὐτόν τόν τρόπο πού ἔχουνε νά μαζεύουν χρήματα στά πανηγύρια καί νά βάζουν τίς κοπέλες νά καρφιτσώνουν στά πέτα τῶν διαβατῶν στούς δρόμους ἕνα χαρτάκι καί τήν σφραγῖδα τοῦ ναοῦ καί νά μαζεύουν χρήματα, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ, εἶναι πολύ κακό. Ποτέ νά μή δεχθῆτε νά κάνετε αὐτή τή διακονία. Δέν εἶναι σωστό. Κι ἔτσι καρφιτσώνοντας στόν κάθε διαβάτη ἐσεῖς οἱ κοπέλες αὐτό τό χαρτάκι νά πάρετε χρήματα, κινδυνεύετε. Κινδυνεύετε ὑλικά. Αὐτό λοιπόν νά μήν τό κάνετε ποτέ. Κατά τά ἄλλα ἡ ἐνορία σας στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσες ἀνάγκες, ὀφείλετε νά δώσετε τίς ὑπηρεσίες σας.

      Καί ἕνα πολύ ὡραῖο: «πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καί ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου» ( Τωβ. 4, 14)…. παιδί μου, λέγει πρόσεχε σέ ὅλα σου τά ἔργα, καί νά εἶσαι πεπαιδευμένος, μορφωμένος σέ κάθε σου συναναστροφή.

      Αὐτό τό πεπαιδευμένος δέν εἶναι διανοητική παίδευσις, μόρφωσις. Ὅπως θά ξέρετε ἡ λέξις «μόρφωσις» καί «μόρφωμα» παράγεται ἀπό τό ρῆμα «μορφώνω», τό οὐσιαστικό «μορφή» εἶναι τό καλούπι εἶναι ἡ φόρμα. Ἄν βάλωμε μέσα σέ μία φόρμα ζυμάρι καί τό βάλομε στό φοῦρνο, μετά τί βγαίνει; Βγαίνει ἕνα ὁμοίωμα τῆς φόρμας.

        Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ΄, 19) ] πονῶ, λέει, παιδάκι μου, πονῶ ἕως ὅτου μορφωθεῖ -τί θά πῆ μορφωθεῖ; σχηματοποιηθεῖ- σχηματοποιηθεῖ ὁ Χριστός μέ σᾶς. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια σάν νά εἶναι ὁ Χριστός ἕνα καλούπι -ἕνα καλούπι- καί ἐσεῖς νά εἶστε μία ρευστή οὐσία καί νά μπῆτε μέσα σ’ αὐτό τό κολούπι, νά βγάλωμε τό καλούπι καί τότε τό σχῆμα σας νά εἶναι ἐκεῖνο πού θά ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτό θά πῆ «ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν». Συνεπῶς ὅταν λέη ἐδῶ πεπαιδευμένος -καί θά λέγαμε ἐμεῖς μορφωμένος- δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ξέρει πολλά, ἀλλά θά τό λέγαμε μέ μία σύντομη λέξι, ἡ ὁποία δέν ξέρω ἄν μπορῆ νά ἀποδώση τό πραγματικό νόημα, δεδομένου ὅτι ἡ λέξι αὐτή δέν εἶναι ἑλληνική εἶναι το: «πολιτισμός», εἶναι καί τό «πολιτισμένος» ἀπό τό civilisation πού θά πῆ:  πόλις,  πολίτης, πολιτισμός …


6η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ.

†.Θυμόσαστε ὅτι τελευταῖα εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τήν φοβερήν ἀπογοήτευσι τοῦ Τωβίτ, ὕστερα ἀπό ἐκεῖνον τόν διαπληκτισμό πού εἶχε μέ τήν σύζυγό του γιά τό θέμα ἐκεῖνο τοῦ κατσικιοῦ, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι ἐκείνη ἔβγαινε νά ἐργαστῆ ἔξω· καί ἔκλαψε καί πόνεσε καί πικράθηκε, ἔτσι πού κάνοντας προσευχή στόν Θεόν ἐζήτησε: «Κύριε ἤ νά διορθωθῆ αὐτή ἡ κατάστασις ἤ σέ παρακαλῶ, δῶσε νά πεθάνω». Ἐνθυμεῖστε, αὐτά ἐλέγαμε τήν περασμένη φορά.

    Ὅταν τελείωσε τήν προσευχή του ὁπωσδήποτε συνῆλθε. Διότι εἶναι γνωστό ὅτι ἔξω ἀπό τήν προσευχή αἰσθανόμεθα ἕνα αἴσθημα διαλύσεως· μέ τήν προσευχή αἰσθανόμεθα ἕνα αἴσθημα πλέον συμμαζεύσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι συνεκέντρωσε τίς δυνάμεις του ὁ Τωβίτ, συνῆλθε· ἀλλά θυμήθηκε ὅμως ὅτι στήν προσευχή του ἐζήτησε «ἐάν δέν διορθωθοῦν τά πράγματα νά πεθάνη». Καί ἐάν ὁ Θεός ἔκρινε ὅτι ὁ Τωβίτ θά ἔπρεπε νά πεθάνη, διότι τά πράγματα δέν θά ἐδιορθώνοντο, τότε ἐσκέφτηκε ὅτι πεθαίνοντας ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀφήση μία διαθήκη στό παιδί του τόν Τωβία.

   Εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο σκέπτεται κάθε γονιός προκειμένου νά ἐξασφαλίση τά παιδιά του. Ἐξάλλου μόλις δυό ἄνθρωποι παντρευτοῦν, τό πρῶτο πρᾶγμα πού φροντίζουν εἶναι νά δημιουργήσουν γιά τά παιδιά τους μία περιουσία, τήν ὁποία θά ἀφήσουν νά μπορέσουν καί ἐκεῖνα, τά παιδιά τους δηλαδή, νά προχωρήσουν παρακάτω εἰς τήν ζωή τους· καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια.

   Βλέπετε ἀγοράζουν οἱ ἄνθρωποι διαμερίσματα, παίρνουν χωράφια ἤ ἔχουν καταθέσεις εἰς τήν τράπεζα· συγκεντρώνουν λίρες, χρήματα δέν ξέρω τί γιά νά ἀφήσουν στά παιδιά τους μία περιουσία. Αὐτό ὁπωσδήποτε θά πῆτε  ἔκανε καί ὁ Τωβίτ.

   Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἦτο τυφλός. Βέβαια ἀκόμη δέν ἐγνώριζε, ὅπως σᾶς εἶπα, ἐάν ὁ Θεός θά τοῦ ἔδινε ζωή ἤ ὄχι. Τί εἶχε νά ἀφήση στό παιδί του; Θά δοῦμε ὅτι εἶχε νά τοῦ ἀφήση ὁπωσδήποτε καί μία περιουσία ὑλική· θά τό δοῦμε αὐτό. Ἀλλά ἐδῶ τώρα εἶναι τό καταπληκτικό! ἐδῶ εἶναι! τό ὁποῖο μᾶς ἀφήνει καταπλήκτους.

   Διότι ἐάν ὁ Τωβίτ φρόντιζε γιά μία περιουσία γιά τό παιδί του, τότε σέ τί θά διέφερε ἀπό τούς κοινούς θνητούς, ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού τό μυαλό μας τό ἔχομε πάντοτε στά ὑλικά πράγματα; Καί τότε ἄν τά πράγματα ἦταν ἔτσι, πῶς θά μποροῦσε νά καταξιωθῆ τό βιβλίον αὐτό, νά καταχωρηθῆ εἰς τήν Ἁγία Γραφή, καί νά εἶναι ἕνα αἰώνιο μνημεῖο γιά ὑπόμνησι καί ἀνάμνησι τοῦ τί πρέπει νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι;

   Ὁ Τωβίτ εἶχε μία περιουσία. Τήν ἐνθυμεῖστε; Ἦταν ἐκεῖνα τά δέκα ἀργυρά τάλαντα. Ἦταν μία πολύ σεβαστή περιουσία, τήν ὁποία εἶχε δανείσει οὕτως εἰπεῖν, εἶχε ἐμπιστευθεῖ σέ κάποιον συμπατριώτη του καί συγγενῆ του, εἰς τόν Ραγουήλ, εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας. Καί συνεπῶς εἶχε περιουσία. Τώρα βέβαια περνοῦσε πολύ φτωχά, περνοῦσε πολύ στενόχωρα, διότι δέν εἶχε τά  χρήματα μαζί του, καί ἡ  Μηδία ἦταν πολύ μακριά. Ἀλλά δέν πῆγε τό μυαλό του ὅμως ἐκεῖ. Γι’ αὐτό καί βλέπομε ὅτι τό θέμα αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, τοῦ ὑλικοῦ κεφαλαίου, μένει στό τέλος τῆς διαθήκης του.  

   Κάνει μία διαθήκη· μία διαθήκη πνευματική! Ἐδῶ εἶναι ὅλο τό βάρος τοῦ θέματος· διαθήκη πνευματική! Τό νά κάνωμε μία διαθήκη εἶναι κάτι πολύ σπουδαῖο. Νά σᾶς τό πῶ καί αὐτό νά τό ξέρετε· γιατί πολλές φορές οἱ γονεῖς μας δέν κάνουν διαθήκη καί δέν μοιράζουν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχουν -θά ἐπανέλθω πάλι στά ὑλικά πράγματα- μέ ἀποτέλεσμα τά παιδιά τους νά γίνωνται ἀπό πολλά χωριά. Δηλαδή νά μαλώνουν καί νά νομίζη ὁ ἕνας ὅτι ἀδικεῖται ἀπό τόν ἄλλον. Καί τελικά νά περνάη ὁλόκληρη ἡ ζωή  τους, καί «καλημέρα» νά μήν λένε.

   Θά πρέπη οἱ γονεῖς πάντοτε νά καθορίζουν ὅτι αὐτό εἶναι ἐκείνου, καί ἐκεῖνο εἶναι ἐκείνου. Βεβαίως δέν θά πρέπη αὐτή τήν περιουσία νά τήν δώσουν ἄκαιρα στά παιδιά τους. Διότι ἄν τή δώσουν ἄκαιρα, τότε, ἐάν μέν εἶναι νέα παιδιά, θά τήν σπαταλήσουν, καί ἀκόμη ἐάν δέν εἶναι μέν νέα παιδιά, εἶναι ὥριμοι ἄνθρωποι, ἀλλά τήν δώσουν κατά τέτοιο τρόπο στά παιδιά τους καί αὐτοί μείνουν χωρίς τίποτα -ξέρετε ἡ καθημερινή πεῖρα μας τό διδάσκει αὐτό- πετιῶνται στό δρόμο· διότι τά παιδιά πλέον δέν ἀγαποῦν τούς γονεῖς, τούς ἀγαποῦσαν ὅσο εἶχαν τά χρήματα, μετά ὅμως τούς πετᾶνε στό δρόμο καί οἱ γονεῖς τελειώνουν πολλές φορές τή ζωή τους στό γηροκομεῖο, ἄν καί εἶχαν πολύ μεγάλη περιουσία.

   Εἶναι πολλά σημεῖα αὐτά, τά ὁποῖα πρέπει πάντα νά τά προσέχωμε, καί ἡ καλή διευθέτησίς τους ἐξασφαλίζει μία πνευματική διάστασι τῶν πραγμάτων. Προσέξτε! μία πνευματική διάστασι· διότι ἀλλιώτικα χάνομε τήν πνευματική μας θέσι καί χαλᾶν οἱ σχέσεις μας. Ὅταν αὐτά τά πράγματα τά κατοχυρώνωμε, τότε ὁπωσδήποτε πάντοτε ἔχομε προϋποθέσεις νά διατηροῦμε σχέσεις ἀγαθές. Οὔτε τά παιδιά μας νά τά πετάξωμε σέ ἕναν πειρασμό γιά νά συμπεριφερθοῦν ἔτσι ἀπέναντί μας, οὔτε ἐμεῖς νά ὑποφέρωμε, οἱ γονεῖς.

   Ἐδῶ ὅμως τώρα ὁ Τωβίτ κάνει, ὅπως σᾶς εἶπα, μία πνευματική διαθήκη. Ἤθελα νά ἐρωτήσω: «πόσοι γονεῖς ποτέ ἄφησαν πνευματική διαθήκη στά παιδιά τους;» Εἰλικρινά δέν ἔχω ἀκούσει ποτέ. Μία πνευματική διαθήκη μπορεῖ ἴσως νά κάνη ἕνας ἡγούμενος στό μοναστήρι πού μένει. Διάβαζα πρό ὀλίγου καιροῦ τήν πνευματική διαθήκη τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἄφησε εἰς τό μοναστήρι του. Ἀλλά πνευματική διαθήκη ἀπό γονεῖς πρός τά παιδιά…, ἔξω ἀπό μία συμβουλή καμμιά φορά, κι αὐτή προφορική· τίποτε περισσότερο.

   Κι ὅμως ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀφήνει τήν πνευματική του διαθήκη. Αὐτή θά ἀναλύσωμε, παιδιά, σήμερα. Εἶναι ὄντως ἕνας θησαυρός. Θίγει πάρα πολλά πράγματα ἡ πνευματική αὐτή διαθήκη. Κάνοντας μία ἀξιολογική σειρά σέ ὅλα αὐτά, κάνει μνεία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐντολῶν του· κάνει μνεία ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· κάνει μνεία τῆς ἐλεημοσύνης πρός τόν πλησίον· τῆς προσοχῆς εἰς τήν πορνείαν· τήν προσοχή εἰς τόν γάμον τόν ἐπίμεικτον· τήν ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ τοῦ ἐργάτου, μίαν συμπεριφορά γεμάτη ἀπό φρόνησι· ἀκόμη ἕνας κανών συμπεριφορᾶς πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους· τήν καλή καί κακή χρήσι τοῦ κρασιοῦ καί τῶν συναναστροφῶν· τό θέμα νά προσέχη τίς συμβουλές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· καί ἀκόμη νά δοξάζη τόν Θεό καί νά μνημονεύη στό τέλος ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα εἶχε ἀναφέρει μέσα στήν πνευματική του αὐτή διαθήκη.

  Καί ἤδη ξεκινοῦμε νά τή δοῦμε. Εἶναι πραγματικά ἕνα μνημεῖο· ἕνα μνημεῖο πάνω στό ὁποῖο θά μποροῦσε κάθε γονιός νά στηρίζεται γιά νά ἀφήνη παρακαταθήκη στά παιδιά του.

   «Καί καλέσας αὐτόν» τόν Τωβία «εἶπε: παιδίον, ἐάν ἀποθάνω, θάψον με». Αὐτό τό «ἐάν ἀποθάνω, θάψον με», ὅπως ἀντιλαμβάνεστε ἐδῶ, ἀναφέρεται εἰς τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τούς νεκρούς· διότι ἐκεῖνος σ’ ὅλη του τή ζωή τί ἔκανε; Στόν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας, ὅταν οἱ Νινευῖται, οἱ Ἀσσύριοι, πετοῦσαν τούς Ἑβραίους ἔξω ἀτάφους, καί αὐτό ἐθεωρεῖτο μεγάλη προσβολή, ἐπήγαινε μέ κίνδυνο τή ζωή του -τό ἐνθυμεῖστε αὐτό- καί μέχρι τώρα εἶχε ὑποστεῖ τόσες περιπέτειες, γιά νά θάψη τούς νεκρούς.

   Ἡ λέξις κηδεία, σᾶς εἶχα πεῖ μία περασμένη φορά, ἀπό τό ρῆμα κήδομαι, σημαίνει λυποῦμαι· σημαίνει φροντίζω· σημαίνει περιποιοῦμαι· ἀπό ἐκεῖ παράγεται καί ἡ λέξις κηδεμών, αὐτός ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Συνεπῶς κηδεία θά πῆ φροντίδα. Εἶναι ἡ φροντίδα γιά τόν νεκρόν. Εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο αὐτό. Εἶναι  μία τιμή πρός τούς νεκρούς.

   Θά μοῦ πῆτε: «ἕνας νεκρός πιά τί θά εἶχε νά δεχτῆ; εἶναι νεκρός πιά, δέν καταλαβαίνει πιά τίποτα.» Λανθάνει -λανθάνει!- ἡ πίστις εἰς τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς! Λανθάνει ἀκόμη ἡ πίστις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ!

   Γι’ αὐτό τό λόγο θυμιάζομε τίς εἰκόνες· ἀλλά θυμιάζομε καί τούς πιστούς· ἀλλά θυσιάζομε καί τούς νεκρούς. Προσέξτε, θυμιάζομε καί τούς νεκρούς! Ὅταν ἔχωμε μπροστά μας ἕναν νεκρόν, κατά τήν κηδείαν τόν θυμιάζομε. Ἀνάβομε εἰς τήν εἰκόνα κερί· ἀνάβομε καί εἰς τόν νεκρόν κερί. Γιατί ἀνάβομε κεριά καί θυμιάζομε τούς νεκρούς; Διότι εἶναι ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς αὐτή ἡ τιμή διαβαίνει ἀπό τό ἀντίτυπο εἰς τό πρωτότυπο. Ὅπως ὅταν προσκυνῶ τήν εἰκόνα, πού λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πού ἔχομε σήμερα την  μνήμη του, διαβαίνει ἀπό τό ἀντίτυπο εἰς τό πρωτότυπον, δέν προσκυνῶ τό ξύλο, οὔτε τή μπογιά, ἀλλά προσκυνῶ τό πρωτότυπο διά τοῦ ἀντιτύπου. Ἔτσι καί ἐδῶ τιμῶ τό Θεό διά τῆς τιμῆς τοῦ ἀνθρώπου· τιμῶντας τόν ἄνθρωπο, τιμῶντας τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

   Γι’ αὐτό λέγει: «πρῶτον καί ὕψιστον καθῆκον εἶναι νά θάψωμε τόν πατέρα μας καί τή μητέρα μας», δηλαδή νά φροντίσωμε γιά τήν κηδεία τους. Ἐνθυμεῖστε ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο πού εἶπε εἰς τόν Χριστόν, ὅταν τόν ἀκολουθοῦσε, καί γιά μία στιγμή ἔμαθε ὅτι πέθανε ὁ πατέρας του, καί τοῦ εἶπε τοῦ Κυρίου: «Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι, πρῶτα πρῶτα νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου καί μετά θά σ’ ἀκολουθήσω». Εἴδατε, ἕνα καθῆκον! καθῆκον.

  Τί τοῦ εἶπε ὅμως ὁ Χριστός; «ἄφες τούς νεκρούς θᾶψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς· σύ δέ ἀκολούθει μοι».(Μτθ. η΄, 22)  Ἐδῶ τώρα, ὄχι ὅτι ὁ Κύριος ὑποτιμᾶ τό καθῆκον αὐτό τῆς ταφῆς τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, ἀλλά ὁ Κύριος θέτει, ἀξιολογῶντας τά πράγματα, κάποια  ἄλλα πιό πάνω ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι κατατεθημένα. Ὅτι δηλαδή ἐδῶ τό νά ἀφοσιωθῆς εἰς τόν Κύριον ἀποκλειστικά, ὅπως εἶναι ὁ μοναχός -ὅπως εἶναι ὁ μοναχός- ἤ ὁ ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος ξεκινάει γιά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει πιά νά κοιτάξη πίσω του τίποτα.

   Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐν σπέρματι εἶναι καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. Εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ Ναζηραίου. Ὁ Ναζηραῖος, δηλαδή ὁ ἀφιερωμένος· καί ἡ ἀφιέρωσίς του μπορεῖ νά ἤτανε εἴτε παροδική εἴτε μόνιμη. Μποροῦσε νά εἶχε μία ἀφιέρωσι, τᾶμα, ἕνα μῆνα· μπορεῖ ἕνα χρόνο· μπορεῖ δέκα χρόνια· μπορεῖ ἰσόβια. Δέν ἔπρεπε νά ξυρισθῆ, ξυράφι νά μή περάση ποτέ στό κεφάλι του· δέν ἔπρεπε νά πιῆ ποτέ κρασί καί κανένα προϊόν τῆς ἀμπέλου, οὔτε σταφύλια, τίποτα. Ἦταν ἕνα εἶδος ἀφιερώσεως· δηλαδή τό νά πῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά σημεῖα, τά ὁποῖα καθόριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, δέν ἔπρεπε ποτέ νά τά μετέλθη ὁ ἄνθρωπος.

   Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν Ναζηραῖος· ὁ Σαμψῶν ἦταν Ναζηραῖος· ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως, κατά τό ἀνθρώπινον, δέν ἦταν Ναζηραῖος· διότι εἶναι γνωστό ὅτι ἔπινε κρασί· εἶναι γνωστό αὐτό. Συνεπῶς δέν ἔπρεπε ὁ Ναζηραῖος νά πάη στήν κηδεία του πατέρα του καί τῆς μητέρας του. Κι ἄν πέθαινε ὁ πατέρας του ἤ ἡ μητέρα του στό σπίτι, ἔπρεπε ἐκεῖνος νά φύγη ἀπό τό σπίτι. Βλέπετε ὅτι ἐν σπέρματι ὑπῆρχε καί αὐτό: ὅτι ἡ ἀφιέρωσις στό Θεό εἶναι πιό πάνω -προσέξτε!- εἶναι πιό πάνω ἀπό τό καθῆκον  πρός τούς γονεῖς μας.

    Βάσει αὐτοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστί μου ἄξιος.»(Ματθ. ι΄, 37) Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του πιό πάνω ἀπό μένα, δέν μοῦ εἶναι ἄξιος. Ἄν δηλαδή κάποια κοπέλα ἀπό ἐσᾶς θά ἤθελε νά γίνη μοναχή -παράδειγμα- καί ἡ μητέρα λέγει «δέν θέλω νά γίνης», καί ὑπακούσει εἰς τήν μητέρα, παίρνει τήν ἀπάντησι ἀπό τόν Χριστόν: «δέν μοῦ εἶσαι ἀξία», ρητά, κατηγορηματικά! Καί ἐκεῖνο τό ἐπιχείρημα πού λέγουν πολλοί: «καί ποῦ πάει ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ: τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου;», νομίζω ὅτι αὐτό ἐξήγησα τόσην ὥρα· ὅτι δηλαδή ἡ ἀφιέρωσις στό Θεό εἶναι μία ὑπέρβασις πασῶν τῶν ἐντολῶν· διότι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν εἶναι πρώτη, ἐνῶ ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον εἶναι δευτέρα, πρός τούς γονεῖς εἶναι πέμπτη, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

   Καταλαβαίνετε λοιπόν ὅτι ἐδῶ, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπῆρχαν λόγοι, ὁ Τωβίτ λέγει εἰς τόν Τωβία νά τόν θάψη, δηλαδή νά ἐπιμεληθῆ, νά φροντίση, τό θέμα τῆς ταφῆς τοῦ πατέρα του.

   «Καί μή ὑπερίδῃς τήν μητέρα σου, τίμα αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί ποίει τό ἀρεστόν αὐτῇ καί μή λυπήσῃς αὐτήν.» (Τωβ. 4, 3) «μνήσθητι, παιδίον, ὅτι πολλούς κινδύνους ἐώρακεν ἐπί σοί ἐν τῇ κοιλίᾳ ὅταν ἀποθάνῃ, θάψον αὐτήν πάρ’ ἐμοί ἐν ἑνί τάφῳ.» (Τώβ.4,4) Αὐτά τά λόγια, πού τώρα θά σᾶς μεταφράσω καί στή συνέχεια θά ἀναλύσωμε, τά λέγει ὁ Τωβίτ· ὁ Τωβίτ, ὁ θαυμάσιος Τωβίτ! Πότε; Ὕστερα ἀπό τόν καυγά πού εἶχε μέ τή γυναῖκα του, πού τόν πότισε τόσο πικρία καί τόση θλίψι.  

   Τί λόγια, ἀκοῦστε, λέει πρός τόν γιό του: παιδί μου, «νά μή ὑπερίδης»  δηλαδή νά μήν δῆς πιό κάτω, συνεπῶς περιφρονήσεις, νά μή περιφρονήσης τή μητέρα σου. Νά τήν τιμήσης ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου καί νά κάνης μπροστά της ἐκεῖνο πού τῆς ἀρέσει· τό «ἀρεστόν»! Καί νά μή τή λυπήσης ποτέ. Θυμήσου παιδίον, ὅτι πολλούς κινδύνους ἔχει δῆ, ὅταν σέ εἶδε εἰς τήν κοιλίαν της καί σέ ἐγκυμονοῦσε. Ὅταν πεθάνη, νά τήν θάψης καί αὐτή κοντά σέ μένα στόν ἴδιο τάφο. Τί ὡραῖα λόγια! τί ὡραῖα λόγια! Πραγματικά. Ἡ ἀρετή του ὅμως εἶναι ὅτι γιά τήν μητέρα λέγει τά λόγια αὐτά, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως εἶναι ἡ σύζυγός του. Ἐκείνη πού, σᾶς εἶπα, τόν ἐπίκρανε.

   Εἶναι γνωστό ὅτι πολλές φορές μέσα στό σπίτι ὅταν οἱ σύζυγοι ἔχουν μιά διαφορά -ἄνθρωποι εἶναι καί θά ἔχουν κάποτε μία διαφορά- ἀφήνουν νά περάση ἡ διαφορά αὐτή στά παιδιά τους· αὐτό εἶναι τό δυστύχημα! Καί ἔτσι ἤ ἡ μητέρα ἤ ὁ πατέρας θά πάρουν μέ τό μέρος τά παιδιά ἤ ὅλα ἤ τά μισά γιά νά στραφοῦν ἐναντίον τοῦ ἄλλου συζύγου. Αὐτό εἶναι ὀλέθριον. Ἄν ὑπάρχη μία διαφορά ἀνάμεσα στούς συζύγους, αὐτή θά πρέπη νά παραμένη ἀνάμεσα στούς συζύγους· δέν θά πρέπη ποτέ νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τά παιδιά. Προσέξτε, ἄν βλέπετε στούς γονεῖς σας λάθη τέτοια, μή τά ἐπαναλάβετε στή δική σας ζωή!

    Μποροῦμε νά παίρνωμε παραδείγματα καί θετικά καί ἀρνητικά· παραδείγματα πρός μίμησιν, σάν κι αὐτά πού λέμε ἐδῶ, καί παραδείγματα πρός ἀποφυγήν, σάν κι ἐκεῖνα πού ἐνδεχομένως μπορεῖτε νά δῆτε στό σπίτι σας. Νά μαλώνουν οἱ γονεῖς σας κι ὁ καυγάς τους νά περνάη καί νά φτάνη μέχρι σέ σᾶς. Καί τότε ἡ μητέρα σας νά κατηγορῆ σέ σᾶς τόν πατέρα σας, ἤ ὁ πατέρας σας νά κατηγορῆ σέ σᾶς τή μητέρα σας, καί νά δημιουργῆται μέσα στό σπίτι ἕνα σχῖσμα· ἤ ἀκόμη νά βλέπετε τήν ἑξῆς διαθήκη: -διαθήκη πραγματική εἶναι εἶναι αὐτή πού σᾶς λέγω- νά πεθαίνη ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος πέρασε πολλά δεινά ἀπό τήν γυναῖκα του, νά ἀφήνη στά παιδιά του τήν κολοσσιαία περιουσία του, καί νά ἀφήνη, ξέρω ἐγώ, μερικά σελίνια -γιατί στήν Εὐρώπη ἔγινε αὐτό, στήν Ἀγγλία- μερικά σελίνια στή γυναῖκα του γιά νά ἀγοράση, ὅσο χρειάζεται δηλαδή, γιά νά ἀγοράση σκοινί νά πάη νά πνιγῆ· ἔτσι νά γράφη στή διαθήκη, πού δείχνει πόσο συμπαθοῦσε τή γυναῖκα του ὅσο ζοῦσε.

   Ὅλα αὐτά, παιδιά καταλαβαίνετε, εἶναι φοβερά. Θά πρέπη νά ὑπάρχη ἑνότης τῶν συζύγων κι ἄν γιά μία στιγμή πάη νά διασπαστῆ, νά μή φαίνεται στά παιδιά. Καί πρέπει νά ὑπάρχη ἀντικειμενικότης ἐδῶ. «Ἐγώ μπορεῖ νά εἶχα κάτι μέ τή μητέρα σου, παιδάκι μου, ἀλλά ἐσύ ὀφείλεις νά τήν τιμᾶς τήν μητέρα σου, γιατί εἶναι μητέρα σου.» Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή, ἀλλά ἄν τό θέλετε καί ἡ φρόνησις καί ἡ σύνεσις· διότι τά πράγματα ἔτσι πρέπει νά εἶναι.

   Γιά νά ἀναλύσωμε λοιπόν αὐτά πού λέγει ἐδῶ. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε αὐτά στήν πράξι, ὅπως ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία, δέν εἶναι παρά μία ἀνάλυσις τῶν δέκα ἐντολῶν.Ἔ;… «Μή περιφρονήσης τήν μητέρα σου.» Ὅταν οἱ γονεῖς μας μεγαλώσουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γενικά μεγαλώση, εἶναι γνωστό ὅτι οἱ δυνάμεις του καί οἱ σωματικές καί οἱ πνευματικές ἐλαττοῦνται· δηλαδή παρατηρεῖται μία ἄμβλυσις στήν μνήμη, στήν κρίσι, στήν ἀντίληψι. Πολλές φορές -τό βλέπω κι ἐγώ, τό βλέπω στόν ἑαυτό μου, ἄν θέλετε- πολλές φορές, ἐνῶ πρῶτα μποροῦσα νά συζητῶ ἕνα θέμα γιά μία κατασκευή, τώρα ζητῶ πιό πολλές ἐξηγήσεις· καί «πῶς αὐτό θά γίνη;», «καί πῶς θά γίνη τό ἄλλο;»· γιατί δεν τό καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά. Ἡ ἀντιληπτικότης ἀρχίζει νά ὑποβιβάζεται. Εἶναι γνωστό, γιατί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀρχίζουν νά πίπτουν, νά ἀδυνατίζουν. Ἔτσι βλέπετε ἕνας ἡλικιωμένος ἄνθρωπος εἴτε γιατί δέν ἀκούει, εἴτε γιατί δέν καταλαβαίνει πολλά, τόν ἀφήνομε στό περιθώριο καί λέμε «ἄστον αὐτόν!». Αὐτό θά πῆ «μή ὑπερίδης»!

   Αὐτό θά πῆ «μή ὑπερίδης», δηλαδή μή περιφρονήσης τή μητέρα σου καί πεῖς «ἡ γριά» ἤ «ἡ γριά μου». Αὐτός ὁ φοβερός τίτλος πού λένε ἰδίως οἱ ἄνδρες, «ὁ γέρος μου» καί «ἡ γριά μου». Ὑποτιμητικότατα πράγματα. Θά πῆς «ὁ πατέρας μου» ἤ «ἡ μητέρα μου». Καί θά πᾶς κοντά μέ μία στοργή, ὅπως ἐκείνη σέ εἶχε στά γόνατά της, ὅταν ἐσύ γεννήθηκες, καί σέ μεγάλωσε καί σέ ἀγκάλιαζε καί σέ νανούριζε καί σέ φιλοῦσε καί σέ πρόσεχε. Ἔτσι ὀφείλεις τώρα καί σύ νά κάνης εἰς τή μητέρα σου, νά τήν προσέχης νά τήν φροντίζης μέ κάθε στοργή καί νά μή τή λυπήσης σέ κανένα πρᾶγμα στή ζωή της.

   Οἱ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι ὁπωσδήποτε ἤ ἔχουν ἤ εἶναι κολλημένες οἱ ἀντιλήψεις τους σέ μερικά πράγματα, πού δέν ξεκολλοῦν ἀπό κεῖ, καί μποροῦν πολλές φορές νά δημιουργοῦν προβλήματα στά παιδιά τους. Αὐτό πρέπει νά τό λέμε.Ἤ ἀκόμα ἄν θέλετε, ἔτσι τά καταλαβαίνουν τά πράγματα ἤ ζοῦν σέ μία ἄλλη ἐποχή, γιατί οἱ ἐποχές πάντοτε ἐξελίσσονται, καί ζοῦν τώρα στή δική τους τήν ἐποχή, στό δικό τους κόσμο, ὁ ὁποῖος κόσμος δικός τους εἶναι γι’ αὐτούς παγιωμένος πλέον.

   Τό βλέπω κι αὐτό στόν ἑαυτό μου. Ἄν θέλετε διαρκῶς πειραματίζομαι βλέποντας αὐτό πού πέρασε, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτό πού ἔρχεται, καί στόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους σέ σχέσι μέ τόν ἑαυτόν μου. Βλέπω σήμερα τά παιδιά πῶς εἶναι· δέν εἶναι ὅπως ἦταν πρίν ἀπό δέκα χρόνια ἤ πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια· εἶναι διαφορετικά τά παιδιά. Ἄν θά ποῦμε ὅτι δέν πρέπει νά τά προσέξωμε διότι πλέον ἔχουν ξεφύγει, εἶναι τέτοια καί τέτοια τά παιδιά, κι ἀρχίζομε καί τά κατηγοροῦμε, δέν κάνομε τίποτα· μένομε στόν δικό μας τόν κόσμο κλεισμένοι. Ἄν ὅμως ἔχωμε μία προσαρμογή, ἀντιληπτικότητος προσαρμογή, καταλαβαίνομε τούς ἄλλους, αὐτό σημαίνει ὅτι διατηροῦμε καί μία ἐπαφή μέ τήν ἐποχή μας, ὄχι ἐξελισσόμενοι ἐμεῖς μέ τήν ἔννοια «ἄν ἡ ἐποχή πηγαίνει στό χειρότερο, νά πηγαίνωμε στό χειρότερο», ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς ἀντιληπτικότητας· νά καταλαβαίνωμε μερικά πράγματα.   

  Αὐτό τό πρᾶγμα δέν μπορεῖ ὁ μεγάλος νά τό πετύχη· δέν μπορεῖ -πῶς νά τό κάνωμε- εἶναι ἡ φύσι του, δέν μπορεῖ νά τό πετύχη εὔκολα. Θέλει ἡρακλεία προσπάθεια γιά νά τό πετύχη. Γι’ αὐτό τό λόγο θά πρέπη πάντοτε τά παιδιά νά κατανοοῦν τούς γονεῖς· νά τούς κατανοοῦν, ὅταν ἐκεῖνοι μένουν σέ μία κατάστασι ἡ ὁποία, ἐπαναλαμβάνω, κουράζει πολλάκις τά παιδιά.

  Ἀκόμη λέγει: «Νά θυμηθῆς ὅτι πολλούς κινδύνους ἔχει δεῖ σέ σένα, ὅταν σέ εἶχε εἰς τήν κοιλία της, στά σπλάχνα της». Ἐνθυμοῦμαι  τήν μητέρα μου πού ἔλεγε, καί πιστεύω νά μέ δικαιώνουν οἱ κυρίες, ὅτι μία ἐγκυμονοῦσα γυναῖκα ἔχει τό ἕνα της πόδι στό λάκκο, ὅτι δηλαδή κινδυνεύει νά πεθάνη· τό ἕνα της πόδι τό ἔχει στό λάκκο. Ἄστε τί ταλαιπωρίες μπορεῖ νά ὑποστῆ μία γυναῖκα ἐγκυμονοῦσα, ὅταν θά πρέπη -καί εἶναι ὄχι σπάνιο, μᾶλλον συχνόν, τό ἀκούω πολύ συχνά αὐτό- θά πρέπη νά μείνη ἐπί παραδείγματι, ἐννέα μῆνες ξαπλωμμένη στό κρεβάτι σχεδόν ἀκίνητη γιά νά φέρη εἰς πέρας ἕναν τοκετόν· ὅταν πρέπη νά κάνη καισαρική τομή, ὅταν…, χίλια ὅταν, ὅταν ἐπί παραδείγματι κατά τούς ἐννέα μῆνες ἀρρωστήση καί δέν πρέπει νά πάρη φάρμακα, διότι τά φάρμακα  αὐτά θά μποροῦσαν νά βλάψουν τό ἔμβρυο, καί νά ὑπομένη, παρακαλῶ, τήν κατάστασί της. Ὅλα αὐτά τήν κάνουν μία ἡρωΐδα! Περνάει κινδύνους καί αὐτῆς τῆς ζωῆς της.

   Δέν ξέρω ἄν ἔχετε διαβάσει ἕνα θαυμάσιο βιβλίο -τό συνιστῶ στίς μεγάλες κοπέλες καί στίς κυρίες- ἑνός Γερμανοῦ γιατροῦ: «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός». Εἶναι ἕνα θαυμάσιο βιβλίο. Νομίζω θά τό βρῆτε στό βιβλιοπωλεῖο τῆς Ζωῆς, ἴσως καί τοῦ Σωτῆρος. Εἶναι ὄχι πολύ καινούρια ἔκδοσι, εἶναι μερικά χρόνια πού ἔχει ἐκδοθεῖ, ἴσως δέκα, δεκαπέντε χρόνια πού ἔχει ἐκδοθεῖ. «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός». Εἶναι μία ἀφήγησις ἑνός χριστιανοῦ γιατροῦ, Γερμανοῦ, πού ἔχει κλινική καί ἀναφέρει διάφορα περιστατικά. Ἐκεῖ ἀναφέρει μία μητέρα πού εἶχε πάθει καρκίνο καί ἐγκυμονοῦσε· καί τῆς εἶχαν πεῖ ὅτι, ἄν ἔπρεπε νά πάρη φάρμακα, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά κάνη ἔκτρωσι γιά νά ζήση τουλάχιστον ἀκόμη ἕνα, δυό, τρία πέντε χρόνια· ἄν ὅμως δέν ἔπαιρνε φάρμακα γιά νά καταπολεμήση τόν καρκίνο της, καί νά φέρη εἰς πέρας βεβαίως τόν τοκετόν, τότε ἡ ζωή της θά ἐσυντομεύετο καί θά ἀπέθνησκε. Εἶπε: «ἐγώ εἶμαι καταδικασμένη, τό παιδί μου πού ἔχω στά σπλάχνα μου, ποτέ δέν θά τό σκοτώσω. Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός θά γίνη. Ἐγώ θά γεννήσω τό παιδί μου, φάρμακα γιά τόν ἑαυτό μου δέν θά πάρω». Αὐτό τί εἶναι; Ἕνας ἡρωϊσμός· ἕνας ἡρωϊσμός πού δέν γράφεται συνήθως στά βιβλία. Κι ὅμως αὐτόν τόν ἡρωϊσμό πολλές φορές τά παιδιά δέν τόν ἀναγνωρίζουν εἰς τούς γονεῖς.

   Αὐτό τώρα ἐδῶ ὑπενθυμίζει ὁ Τωβίτ εἰς τόν γιό του, ὅτι ἡ μητέρα σου ἀντιμετώπισε κινδύνους. Καί φαίνεται ὅτι δέν ἦταν «ψιλῷ ρήματι», δηλαδή λόγος κούφιος, γεμᾶτος ἀπό ἀέρα λόγος· διότι γιά νά ἔχη αὐτή ἡ οἰκογένεια μόνον ἕνα παιδί, πού οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν πολλά παιδιά -ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες οἰκογένειες ἔκαναν πολλά παιδιά- γιά νά ἔχουν μόνο ἕνα παιδί, φαίνεται ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή, ἡ Ἄννα, θά ἐκινδύνεψε νά γεννήση κι αὐτό τό ἕνα παιδί. Καί τώρα τοῦ τά ὑπενθυμίζει αὐτά ὁ Τωβίτ τοῦ γιοῦ του.

  Ἐδῶ ἀκόμη λέει κάτι πού εἶναι λίγο συναισθηματικό. Τί νά τό κάνωμε, βλέπετε ὅτι τή ζωή μας δέν τήν κυβερνάει ἡ λογική μόνο, ἀλλά καί τό συναίσθημα. Καί μία ζωή πού τήν κυβερνάει μόνον ἡ λογική εἶναι στεγνή, εἶναι ψυχρή. Ὅταν ὅμως τήν κυβερνάη καί τό συναίσθημα -ὄχι τό συναίσθημα ἀλλά καί τό συναίσθημα, δηλαδή ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς- τότε ἡ ζωή εἶναι πραγματικά ὄμορφη. Τί λέγει: «Νά τή θάψης τή μητέρα σου, ὅταν πεθάνη, νά τή θάψης στόν ἴδιο τάφο μαζί μέ μένα». Οἱ σύζυγοι νά ἔχουν βαθειά ἀγάπη, δέν πρέπει ποτέ ἐκεῖνα τά μικροσυννεφάκια τῆς συζυγικῆς ζωῆς νά σκιάσουν τήν ἀληθινή τους ἀγάπη. Ποτέ δέν πρέπει! Γι’ αὐτό τί ζητᾶ;… τί ζητᾶ; Ὄχι βεβαίως ἐκεῖνο πού λένε: «οὔτε... οὔτε, λέει, πεθαμένο δέ θά ’ρθω νά σέ δῶ!» Ζητάει τή γυναῖκα του, ὅταν θά πεθάνη, νά τή θάψη ὁ γιός στόν ἴδιο τάφο μαζί μέ ἐκεῖνον. Εἶναι ὑπέροχο!

   Ἀλλά αὐτό θυμίζει ἀκόμα κι ἐκεῖνο -γιατί θά τό ἀναφέρη λίγο πιό κάτω, ὄχι γιά τό θέμα τοῦ τάφου, γενικά τό θέμα τῶν προγόνων- ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, πού ἔθαψε τήν γυναῖκα του, ἀγοράζοντας ἕνα σπήλαιον. Τό ἀγόρασε τετρακόσια δίδραχμα ἀσημένια, κι ἐκεῖ ἔθαψε εἰς τό σπήλαιον τό διπλοῦν, ὅπως λέγεται, τή γυναῖκα του τή Σάρρα. Καί ζήτησε ἀπό τόν γιό του τόν Ἰσαάκ, ὅταν πεθάνη, νά τόν θάψουν καί αὐτόν πλάι στή Σάρρα στό ἴδιο σπήλαιο. Εἶναι αὐτό πού λέμε οἰκογενειακός τάφος.

   Ἄς μείνω λίγο σ’ αὐτό, γιατί βλέπετε ἡ ἐποχή μας παρουσιάζει πολλά περίεργα, ἐφ’ ὅσον κατά ἕνα ραγδαῖο τρόπο ἐξελίσσεται, τόσο ὅσο αἰῶνες ὁλόκληροι δέ θά μποροῦσαν νά εἶναι ἀντίστιχοι στήν ἐξέλιξι μέ ἕνα χρόνο τοῦ παρόντος αἰῶνος· μέ ἕνα  χρόνο! τόσο πολύ, γιά νά μή πῶ μέ μία ἡμέρα!

   Εἶναι γνωστό ὅτι στά νεκροταφεῖα -βλέπετε βρίσκω τήν εὐκαιρία νά σᾶς πῶ κι ἄλλα πράγματα πλάϊ ἔ;… τά ὁποῖα κατά ἄλλον τρόπον πῶς θά μπορούσατε νά ξέρετε;- στά νεκροταφεῖα σήμερα θάπτομε τούς νεκρούς μας ἀτομικά. Ὅταν περάσουν τά τρία χρόνια, κάποτε λίγο περισσότερα, ξεθάβομε τούς νεκρούς μας, παίρνομε τά κόκαλα, τά ὀστᾶ, τά βάζομε σέ ἕνα μικρό κασάκι, καί τό κασάκι αὐτό τό τοποθετοῦμε μέσα στό κοιμητήρι, ἐκεῖ πού εἶναι ἕνα οἴκημα μέσα στό νεκροταφεῖο, ἕνα δωμάτιο ἤ μία αἴθουσα ἀναλόγως τήν ἔκτασι τοῦ νεκροταφείου, κι ἐκεῖ εἶναι τά κασάκια μέ τά ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων μας.

   Αὐτό παιδιά θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνη, τόσο ἀπαραίτητο, ἐπειδή ὅταν γίνεται ἡ ἐκταφή, γίνεται ἡ πλύσις τῶν ὀστῶν, καί ἐν συνέχειᾳ διαβάζομε κι ἕνα τρισάγιον. Δέν ἔγινε ἡ ἐκταφή γιά τό τρισάγιον, ἀλλά τό τρισάγιο γίνεται διά τήν ἐκταφήν. Ἐάν δηλαδή δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη νά γίνη ἐκταφή, δέν θά ἐγίνετο καί τό τρισάγιο· ἀλλά τό τρισάγιο τό κάνομε μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐκταφῆς. Πολλοί λοιπόν νομίζουν ὅτι γιά νά γίνη τό τρισάγιο στά τρία χρόνια, θά πρέπη ὁπωσδήποτε νά γίνη ἡ ἐκταφή.

  Ἀλλά ἡ ἐκταφή στή σύγχρονη ζωή μας γίνεται γιά λόγους καθαρά τεχνικούς· ἐπειδή ἕνα νεκροταφεῖο, πού εἶναι πλάι σέ μία μεγάλη πόλι δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά χωρέση πολλούς νεκρούς, γρήγορα θά γέμιζε. Εἶναι γνωστό δέ σήμερα πῶς μετρᾶμε τή γῆ καί πόσο κοστίζει ἡ γῆ. Γι’ αὐτό λοιπόν, γιά νά ἔχωμε οἰκονομία χώρου, βγάζομε τούς παλαιούς νεκρούς, μαζεύεται πλέον ὁ παλαιός νεκρός μέσα σέ ἕνα κασάκι -πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν πιάνει τόπο πλέον, γιατί τό ἕνα κασάκι μπαίνει πάνω στό ἄλλο, ἤ εἰς τό κοινό χωνευτήρι πού βάζομε τά κόκαλα ὅλα μαζί, ἐάν δέν ἔχουν ἐπιμεληθεῖ οἱ οἰκεῖοι τοῦ κεκοιμημένου τά ὀστᾶ του νά μποῦν σέ κασάκι- καί βάζομε καινούριο νεκρό στόν ἴδιο τάφο.

   Συνεπῶς νά τό ξέρετε, ἡ ἐκταφή δέν εἶναι ἀναγκαία, οὔτε θρησκευτικό καθῆκον, ἁπλούστατα ἐπειδή δέν χωράει ὁ τόπος καί μᾶς εἰδοποιοῦν νά βγάλωμε τόν πεθαμένο μας ἀπό τόν τάφο, τά κόκαλά του, γι’ αὐτό τό κάνομε αὐτό. Ὅμως ἄν εἴχαμε τή δυνατότητα, καί αὐτό συμβαίνει στά χωριά -πού τό νεκροταφεῖο ἔ… δέν καί ἔχει πολλούς νεκρούς ἐκεῖ, καί νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει κορεσμός· καί ὑπάρχει καί πολύς χῶρος- στά χωριά, ἤ ἔχομε ἀγορασμένο τόν τάφο, ὁ νεκρός δέν πρέπει νά βγῆ ἀπό κεῖ. Πρέπει νά μείνη ἐκεῖ.

   Θά ἦταν δέ  θαυμάσιο, ὅπως τό εἶχαν οἱ Ἑβραῖοι, νά ὑπῆρχε οἰκογενειακός τάφος. Αὐτό πλέον εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖον σήμερα εἶναι πολύ δαπανηρόν. Γιά νά ἀγορασθῆ ἕνας τάφος εἶναι πολύ δαπανηρόν. Ἰδίως σέ μία μεγάλη πόλι, τό νεκροταφεῖο ἐκεῖ, δέν ξέρω, εἶναι σάν νά ἀγοράζης ἕνα σπίτι, ἕνα δωμάτιο, ἕνα διαμέρισμα, εἶναι πάρα πολύ ἀκριβό. Καί ἔτσι ἐγκαταλείπεται ἡ ἰδέα ὁπωσδήποτε τοῦ οἰκογενειακοῦ τάφου.

   Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως εἶχαν οἰκογενειακόν τάφον. Ἐνθυμεῖστε τόν Νικόδημο πού παρεχώρησε τόν τάφο τόν δικό του διά τήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ; Ἦταν μικρά σπήλαια, εἴτε φυσικά, εἴτε τεχνητά μέσα σέ βράχους λαξευμένα, καί ἐκεῖ ἐθάπτετο ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια. Αὐτό κάτ’ ἀπομίμησιν, αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀβραάμ μέ τή γυναῖκα του, νά ὑπάρχη ὁ οἰκογενειακός τάφος.

    Ἔχει μία ξεχωριστή χάρι αὐτό, δημιουργεῖ αὐτό πού λέμε τήν οἰκογενειακή παράδοσι. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τούς προγόνους του, κι ὅταν δένεται μέ τούς προγόνους του, αὐτό εἶναι καλό σημάδι καί γιά τόν πολιτισμό καί γιά τήν οἰκογένεια καί γιά ὁ,τιδήποτε στήν κοινωνική μας ζωή. Νά τό ξέρετε, μία κοινωνία πού κόβει τίς παραδόσεις της, κόβει τίς ρίζες της· καί κόβοντας τίς ρίζες της ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι καταδικασμένη νά πεθάνη.

   Μέ τόν τρόπον αὐτόν τοῦ οἰκογενειακοῦ τάφου διατηρεῖται, παρακαλῶ, αὐτή ἡ παράδοσις, ἡ προγονική παράδοσις. Τήν ἔχουν σέ πολύ μεγάλο βαθμό, μάλιστα καί λατρευτική διάστασι, σάν εἰδωλολάτρες βεβαίως πού εἶναι, οἱ Γιαπωνέζοι. Γι’ αὐτό οἱ Γιαπωνέζοι εἶναι ἕνας λαός μέ παράδοσι, ἕνας λαός φοβερά δυναμικός, ἕνας λαός πού εἶναι ἕτοιμος νά ἐπιβληθῆ σέ ὁλόκληρη τή γῆ. Γι’ αὐτό τό λόγο!

   Εἶναι δέ γνωστό οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πῶς ἐφρόντιζαν γιά τούς νεκρούς καί πῶς τούς τιμοῦσαν. Ὁ Κεραμικός στήν Ἀθήνα, τό νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν ὁ Κεραμικός, ἦταν… ἦταν πραγματικά ἕνας τόπος θαυμάσιος!

  Ἀλλά στήν ἐποχή μας, ὅπως στό ἐξωτερικό ἐπί παραδείγματι, γίνεται καί τό ἑξῆς: -γιά νά θάψης ἕναν ἄνθρωπο σέ ἕναν τάφο εἶναι μόνον γιά τούς πλουσίους. Εἶναι φοβερό στίς μεγαλουπόλεις τῆς Εὐρώπης καί Ἀμερικῆς πῶς γίνεται ἡ ταφή!- Σκάβουν μέ ἕνα εἰδικό μηχάνημα, ὅπως εἶναι ὁ ἐκσκαφέας, μίαν τάφρον βάθους δέκα, εἴκοσι, τριάντα μέτρα· βάθος! Τάφος…, ἕνα χαντάκι μήκους δέκα, εἴκοσι, τριάντα μέτρα καί βάθους πολύ! Καί ἡ μία τάφρος αὐτή εἶναι παρακαλῶ γιά μία μέρα ἤ γιά μία ἑβδομάδα! Ὅσα φέρετρα φέρουν, μέ ἕνα βίντς κατεβάζουν τά φέρετρα στήν τάφρον τό ἕνα πάνω στό ἄλλο, καί ἐκεῖ τά θάπτουν. Κλείνουν τήν τάφρον αὐτήν καί τελείωσε.

  Ποῦ νά βρῆς πιά τόν κεκοιμημένο σου; Ποῦ νά τόν βρῆς πιά; Ποῦ νά πᾶς νά τοῦ ἀνάψης κανδήλι; Προσέξτε, ὅταν ἀνάβωμε κανδήλι στόν νεκρόν, δέ τοῦ ἀνάβομε φῶς γιά νά βλέπη, ὅπως νομίζουν μερικοί. Εἶναι πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ· πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ! Οὔτε ἀκόμη πηγαίνομε νά βάζωμε παξιμάδια ἐπάνω ἤ ἄλλα πράγματα ἤ φροῦτα γιά νά τά φάη. Ὅπως τά ἔκαναν αὐτά οἱ εἰδωλολάτρες ἤ βάζομε στά χέρια τοῦ κεκοιμημένου, ὅταν τόν θάπτωμε, νομίσματα. Εἶναι εἰδωλολατρικό ἔθιμο, πού ἔβαζαν οἱ ἀρχαῖοι νόμισμα γιά νά πληρώση εἰς τόν Κέρβερον πού θά περνοῦσε εἰς τόν Ἅδη ἐκεῖ ὁ πεθαμένος. Αὐτά τά πράγματα δυστυχῶς εἶναι κληροδοτημένα εἰς τόν λαό μας καί ἀκόμη δέν ἐννοοῦμε νά τά ἀφήσωμε.

   Ἀλλά τελευταῖα, ἐνῶ στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική εἶναι διαδεδομένο, ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἄρχισε νά ἀναφαίνεται καί αὐτό: ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν! -Τελευταῖα μάλιστα πού ἔγινε τῆς Μαρίας Κάλλας, τῆς Καλογεροπούλου ἔγινε καῦσις, τήν ἔκαψαν-. Μία παλιά ἐγκύκλιος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύει τήν καῦσι τῶν νεκρῶν, ὄχι διότι ἕνας πού θά καῆ, δέν δύναται νά ἀναστηθῆ.

   Εἶναι γνωστό, ἐμεῖς πιστεύομε εἰς τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, εἶναι ὁ πυρήν τῆς πίστεώς μας ἀπό πλευρᾶς πράξεως. Ὅπως ὁ πυρήν τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί ξέρομε πολύ καλά, τό λέει αὐτή ἡ Ἁγία Γραφή, τό λέει τό βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι θά ἀποδώση ἡ θάλασσα τούς νεκρούς της λέγει· καί ἡ γῆ τούς νεκρούς της· καί ὁ Ἅδης τούς νεκρούς του. Τί σημαίνει αὐτό: θάλασσα, γῆ, Ἅδης; Σημαίνει: οἱ διαφορετικοί τρόποι πού ὁ καθένας πέθανε. Ἕνα ναυάγιο, πού ἔφαγαν τούς ἀνθρώπους τά ψάρια· τά ψάρια· τούς χώνεψαν τά ψάρια, δέν ἔμεινε πιά τίποτε· ἤ ἡ φωτιά… τούς ἔφαγε· ἤ ἔπεσε μία ὀβίδα… καί τούς διαμέλισε καί δέν ἔμεινε τίποτε. Ὁ τρόπος αὐτός τοῦ θανάτου, ὁ ποικίλος τρόπος, δέν ἀντιβαίνει στό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

    Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν θά γίνη μέ τό παλαιόν σῶμα ἀνακαινισμένο· μέ τό παλαιόν σῶμα! μέ τό παλαιόν σῶμα, ἀλλά ἀνακαινισμένο! Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «αὐτό, ἀλλ’ οὐκ αὐτό». Αὐτό θά εἶναι, ἀλλά δέν θά εἶναι αὐτό. Θά εἶναι ἄφθαρτον καί ἀθάνατον. Ἐκεῖνο πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.» (Α΄ Κορ. ιέ, 53).

    Ὕστερα ὁ Χριστός δέν ἄφησε κάποιο σῶμα στόν τάφο γιά νά πάρη κάποιο ἄλλο οὐράνιον. Ἀλλά τό σῶμα πού ἐναπετέθη εἰς τόν τάφον, αὐτό ἀνεστήθη, αὐτό ἐψηλαφήσθη μέ τίς πληγές, ὄχι σάν πληγές, ἀλλά σάν σημάδια πιστοποιήσεως ὅτι ἦταν τό αὐτό σῶμα.

    Λέγεται πνευματικόν σῶμα, ὄχι διότι εἶναι ἄυλον, ἀλλά διότι πλέον κυβερνᾶται ὄχι ἀπό τίς τροφές. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ζωή μου αὐτή τή στιγμή κρατιέται ἀπό τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον κινοῦμαι στό περιβάλλον μου. Δηλαδή ἄν ἀναπνέω, ἄν ἔχω ὀξυγόνο… Ἄν ἔχω ὀξυγόνο, ζῶ· ἄν ἔχω τροφή, ἔχω ψωμί, ζῶ· ἄν ἔχω νερό, ζῶ· ἐάν δέν κάνη οὔτε ὑπερβολικό κρύο, οὔτε ὑπερβολική ζέστη, ζῶ· ἐάν ἔχω κατάλληλες συνθῆκες φυσικές, ζῶ· ἐάν δέν μέ προσβάλλουν μικρόβια, ζῶ· Συνεπῶς ἡ ζωή μου τώρα, ἡ ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι φυσική ζωή, τότε θά εἶναι καί θά διέπεται ἀπό τό πνεῦμα τό Ἅγιον. Ἐπειδή ἡ φυσική ζωή ἔχει τή φθορά, γι’ αὐτό λέγεται φθαρτόν τό σῶμα αὐτό, καί λέγεται φυσικόν σῶμα, τότε θά λέγεται πνευματικόν. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι θά εἶναι -ξαναλέγω γιά δεύτερη καί τρίτη φορά- ὅτι θά εἶναι ἄυλον. Δέν θά εἶναι ἄυλον.

   Ὁ Κύριος ἐζήτησε νά τόν ψηλαφήσουν. Ἐζήτησε καί νά φάγη, ὄχι ὅτι θά ἔτρωγε, ὄχι μέ τήν ἔννοιαν δηλαδή ὅτι εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά ἀποδείξη ὅτι ἦταν πραγματικά τό σῶμα του. Ἕνα σῶμα τό ὁποῖον διέπεται πλέον ἀπό τό πνεῦμα τό Ἅγιον, εἶναι πνευματοφόρον, γι’ αὐτό λέγεται πνευματικόν σῶμα.

   Νά! ὅλα αὐτά πού σᾶς λέω, γιά νά καταλάβετε ἀκόμη περισσότερο γιατί ὑπάρχει ἡ τιμή πρός τούς νεκρούς! Ἔτσι κι ἄν κάψωμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁπωσδήποτε θά ἀναστηθῆ αὐτός. Ἐν τούτοις ὅμως εἶναι ἀρχαία παράδοσις -ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας ὅπως τήν ἔχομε πάρει καί ἀπό τούς Ἑβραίους, ὅπως συνέβη καί εἰς τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ- δέν γνωρίζομε τήν καῦσιν τοῦ νεκροῦ, ἀλλά τήν ταφήν. Καί πρέπει νά γίνεται ταφή, ὄχι καῦσις. Ἐπειδή τελευταῖα σᾶς εἶπα ἀνεκινήθη τό θέμα, γι’ αὐτό νά εἶστε καί σεῖς ἐνήμεροι πάνω σέ ὅλα αὐτά.

   Ὅλα αὐτά μέ τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τή μητέρα· τῆς προσοχῆς νά μή τή λυπήσωμε κι ὅταν πεθάνη νά τή βάλωμε δίπλα στόν σύζυγό της κρατῶντας αὐτές τίς οἰκογενειακές παραδόσεις, αὐτή τήν οἰκογενειακή παράδοσι, τίς ρίζες μας, πού θά μᾶς κρατήση πραγματικά στή παροῦσα ζωή. Ὅπως οἱ ρίζες δέν φαίνονται ἑνός φυτοῦ, ἀλλά ὅμως αὐτά πού δέν φαίνονται κρατοῦν τό φυτό, ἔτσι καί τούς νέους ἀνθρώπους οἱ παραδόσεις τούς κρατοῦν. Ἄν τίς κόψωμε, τότε πλέον δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά ὑπάρξουν.

   Προχωρεῖ σέ ἄλλη θέσι. «Πάσας τάς ἡμέρας, παιδίον, Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καί μή θελήσῃς ἁμαρτάνειν καί παραβῆναι τάς ἐντολάς αὐτοῦ, δικαιοσύνην ποίει πάσας τάς ἡ μέρας τῆς ζωῆς σου καί μή πορευθῇς ταῖς ὀδοῖς τῆς ἀδικίας»  (Τωβ. 4,5)

   Ὁπωσδήποτε ὁ Τωβίτ ἀρχίζει ἀπό τό Θεό. Ἀλλά θά λέγαμε ὅτι ἡ κυρία διαθήκη του ἀρχίζει ἀπό αὐτό τό σημεῖο. Αὐτά πού προηγουμένως εἶπε ἀναφέρονται σέ κάτι πού εἶναι, θά λέγαμε, πιό προσωπικά· πού ἀναφέρονται στόν Τωβίτ καί στήν Ἄννα. Ἐκεῖνα πού θά ἀναφέρωνται εἰς τό παιδί του ἀπό τώρα ἀρχίζουν. Γι’ αὐτό μή σᾶς φαίνεται παράξενο, γιατί ἀρχίζει πρῶτα ἀπό τούς γονεῖς καί μετά πηγαίνει στό θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά οὐσιαστικά ἡ διαθήκη τώρα ἀρχίζει. Τί λέγει; «Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά μνημονεύης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Νά θυμᾶσαι τόν Θεόν μας καί νά μή θελήσης νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του».

   Εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή· εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Αὐτό τό «μνημόνευε», νά θυμᾶσαι τό Θεό μας· τό Θεό μας! εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ! Παιδιά, αὐτή ἡ μικρή φράσι, πού εἶναι γραμμένη στή Παλαιά Διαθήκη καί πού τήν ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἰς τόν Μωυσέα, «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ», ξέρετε τί βαθύ νόημα ἔχει; Ἔχει ἀπύθμενα βαθύ νόημα. Θεολογικότατο!

  Πρῶτα πρῶτα ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός μιᾶς ἐποχῆς. Ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἀβραάμ καί πέρασε· ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἰσαάκ καί πέρασε καί αὐτή, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος· ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἰακώβ καί πέρασε, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος. Συνεπῶς ἐκφράζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος καί ἀθάνατος. 

    Ἀκόμη τό ἐπιχείρημα πού εἶπε ὁ Κύριος -ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού τό ἀνέφερε εἰς τούς Σαδδουκαίους- ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Ἰακώβ δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων, σημαίνει: δέν μποροῦσε νά εἶναι Θεός τοῦ Ἀβραάμ, ἄν ὁ Ἀβραάμ εἶχε γίνει μηδέν, εἶχε ἐκμηδενιστεῖ. Συνεπῶς ζοῦν αἱ ψυχαί.  

   Ἀκόμη γιατί δέν λέγει ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ μόνο, καί λέει τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ; Διότι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός καί ὑπαινήσεται τήν Τριαδικότητα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καί λοιπά, καί λοιπά… δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύση κανείς αὐτό.

   Εἶναι ὁ Θεός, ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν. Ὁ παλαιός! ὅπως λέγει στό ψαλτήρι, δέν εἶμαι Θεός πρόσφατος, εἶμαι Θεός παλαιός. Δηλαδή δέν εἶμαι ἕνας καινούριος Θεός, τόν ὁποῖον πρέπει νά σέ ἐκπλήξω προσκυνῶντας με. Εἶμαι ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν.

   Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν νά προσκυνοῦν προσφάτους θεούς. Εἶναι ἡ εἰδωλολατρία γενικά, περνᾶμε ἀπό τόν ἕνα θεό στόν ἄλλον, τήν εἰδωλολατρία. Ἤ ὅπως εἶναι ἡ μασονία. Ἄφησες τόν ἀληθινόν Θεόν καί πιστεύεις εἰς τόν μέγα ἀρχιτέκτονα τοῦ σύμπαντος, τόν Μάτς; Ποιός εἶναι αὐτός; Ποιός εἶναι αὐτός, ἄνθρωπε; Καί ἄφησες τόν ζῶντα Θεόν, τόν ἀληθινόν Θεόν; Καί πιστεύεις προσφάτους Θεούς;

    Βλέπετε λοιπόν, πόσα ἔχει αὐτό τό «ὁ Θεός τῶν πατέρων μας», «ὁ Θεός μας», «ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ»;

    Ξέρετε τί ἔλεγε, παρακαλῶ, ὁ Πασκάλ; Ἔλεγε τό ἐξῆς: «δέν πιστεύω στόν Θεό τῶν φιλοσόφων». Ποιός εἶναι ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων; Αὐτό πού λέγουν, μία ἀνωτέρα δύναμις. Τί θά πῆ μία ἀνωτέρα δύναμις; Ἀκαθόριστο πρᾶγμα. Προσωπική; Ἤ ἀπρόσωπος; Ἐγκόσμιος; Ἤ ὑπερκοσμία; Τί εἶναι αὐτή ἡ ἀνωτέρα δύναμις; Ἀκαθόριστος. «Δέν πιστεύω», λέγει, «εἰς τόν Θεόν τῶν φιλοσόφων» -αὐτός ὁ ἴδιος ἐπιστήμων καί φιλόσοφος- «Πιστεύω εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰσαάκ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰακώβ».

    Δέν θά ἦταν δέ καθόλου λάθος ἄν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί θά λέγαμε τό ἴδιο, ὅτι «πιστεύομε εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰσαάκ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰακώβ», διότι πιστεύομε εἰς τόν ζῶντα Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν.

   Ἐδῶ λοιπόν τοῦ λέγει τώρα ὁ Τωβίτ τοῦ Τωβία: «Μνημόνευε!», νά τόν ἐνθυμῆσαι. Πόσο; Πάντοτε, κάθε στιγμή. Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι συχνότερα πρέπει νά μνημονεύωμε τόν Θεό ἀπό ὅ,τι ἀναπνέομε. Αὐτό θά πρέπη νά ὑπάρχη συνεχῶς. Αὐτή δέ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ξέρετε τί ἔχει; Καί τί δέν ἔχει!... καί τί δέν ἔχει! Πλουσιοτάτη καρποφορία!

   Θά σᾶς πῶ μόνο μία, ἤ δυό. Ἡ μία εἶναι: «ὅταν θυμᾶσαι τόν Θεό, ποτέ δέν ἁμαρτάνεις». Λέει ἐδῶ μάλιστα: «καί μή θελήσης ἁμαρτάνειν καί παραβῆναι τάς ἐντολάς αὐτοῦ». Πότε δέν θά θελήσης νά ἁμαρτήσης ἀπέναντι στό Θεό; Ὅταν Τόν θυμᾶσαι πάντοτε· ὅταν δέν ξεχάσης τόν Θεό. 

   Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ», λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός, «καί ἐφράνθην». -Ἐφράνθην, ὄχι ἠφράνθην, ἑλληνιστική γλῶσσα ἐφράνθην- «Θυμήθηκα τόν Θεό καί χάρηκα». Ἄν φτάση ἡ ψυχή μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ νά ἔχη πανηγύρι, τότε ἄρχισε νά συναντᾶται μέ τόν Θεόν. Αὐτό νά τό θυμώσαστε πάντοτε. Εἶναι πολύτιμος στίχος αὐτός στό ψαλτήρι: «Θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα».

   Θέλετε νά τό πάρω παράλληλα μέ ἕνα παράδειγμα γιά νά τό καταλάβετε; Ἄν ἔχετε ἕνα πολύ πολύ ἀγαπητό πρόσωπο, πολύ ἀγαπητό πρόσωπο, πού ἔχετε περάσει ἀγαθές ἡμέρες μαζί του, καί πού τό ἀγαπᾶτε καθ’ ὑπερβολήν, ὅταν τό θυμόσαστε, χαιρόσαστε; Ἔ…, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Θεόν, ἀλλά σέ μείζονα βαθμό. Διότι ὅταν θυμᾶμαι τόν Θεόν, τήν ἀγάπη Του, τήν καλοσύνη Του, ἐκεῖνο πού θά ἔλεγε κανείς «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», «ὁ Ἰησοῦς μου», ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού εἶναι τό γλυκύ ὄνομα, ὅποτε ἐνθυμεῖται ὁ ἄνθρωπος τό γλυκύ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, χαίρεται. Ἔχει μία ἀπέραντη χαρά καί μία ἀπέραντη ἀγάπη. Πρῶτα ἔχει τήν ἀγάπη, μετά ἔχει τή χαρά. Ἡ ἀγάπη γεννάει τήν χαρά· δέν γεννάει ἡ χαρά τήν ἀγάπη. Ἔτσι ἀγαπᾶς τόν Ἰησοῦ Χριστόν, τόν ἀγαπᾶς πολύ, εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο πού ἔχεις εἰς τήν παροῦσα ζωή. Προσέξτε! τό μοναδικό πρόσωπο!

   Λέγει ὁ Δαυίδ: «μέ ἐγκατέλειψε ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου καί τά ἀδέλφια μου, καί  Κύριος προσελάβετό μοι», καί ὁ Κύριος μέ πῆρε. Ὁ Κύριος μέ ἀγκάλιασε, ὅταν οἱ ἄλλοι μοῦ ἔκλεισαν τήν πόρτα. Καί ξέρετε γιατί ἔκλεισαν τήν πόρτα οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του; Διότι τότε πού τόν κυνηγοῦσε ὁ Σαούλ, ἐφοβήθηκαν. Ποιοί; Ἐφοβήθηκε τό σπίτι του τό ἴδιο νά δεχθῆ τόν Δαυίδ, διότι  θά μποροῦσαν νά βροῦνε τόν μπελά τους ἀπό τόν Βασιλέα. Κι ὅταν τό σπίτι μου μέ ἔκλεισε τήν πόρτα, λέει ὁ Δαυΐδ, ὁ Κύριος μοῦ τήν ἄνοιξε τήν δική Του τήν πόρτα καί τήν δική Του τήν ἀγκαλιά.

   Ὁ Δαυίδ εἶχε ἐμπειρίες· εἶχε ἐμπειρίες! Ἦτο προφήτης. Ζοῦσε καί βιώματα, πνευματικά βιώματα! Καί ἔτσι τί ἔλεγε; Εἶπε αὐτόν τόν στίχον τόν θαυμάσιον ὅτι «θυμᾶμαι τόν Θεόν καί χαίρομαι». Τόν θυμᾶμαι γιατί Τόν ἀγαπῶ, ἐπειδή Τόν ἀγαπῶ γι’ αὐτό Τόν θυμᾶμαι. Καί ἐπειδή ἔχω τήν μνήμη τῆς ἀγάπης Του, γι’ αὐτό ἔχω καί τήν χαρά Του.

    Ἀλλά θά σταματήσωμε ἐδῶ παιδιά, καί θά συνεχίσωμε τή θαυμάσια αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.


5η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.