29 Νοεμβρίου 2021

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ.

†.Θυμόσαστε ὅτι τελευταῖα εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τήν φοβερήν ἀπογοήτευσι τοῦ Τωβίτ, ὕστερα ἀπό ἐκεῖνον τόν διαπληκτισμό πού εἶχε μέ τήν σύζυγό του γιά τό θέμα ἐκεῖνο τοῦ κατσικιοῦ, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι ἐκείνη ἔβγαινε νά ἐργαστῆ ἔξω· καί ἔκλαψε καί πόνεσε καί πικράθηκε, ἔτσι πού κάνοντας προσευχή στόν Θεόν ἐζήτησε: «Κύριε ἤ νά διορθωθῆ αὐτή ἡ κατάστασις ἤ σέ παρακαλῶ, δῶσε νά πεθάνω». Ἐνθυμεῖστε, αὐτά ἐλέγαμε τήν περασμένη φορά.

    Ὅταν τελείωσε τήν προσευχή του ὁπωσδήποτε συνῆλθε. Διότι εἶναι γνωστό ὅτι ἔξω ἀπό τήν προσευχή αἰσθανόμεθα ἕνα αἴσθημα διαλύσεως· μέ τήν προσευχή αἰσθανόμεθα ἕνα αἴσθημα πλέον συμμαζεύσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι συνεκέντρωσε τίς δυνάμεις του ὁ Τωβίτ, συνῆλθε· ἀλλά θυμήθηκε ὅμως ὅτι στήν προσευχή του ἐζήτησε «ἐάν δέν διορθωθοῦν τά πράγματα νά πεθάνη». Καί ἐάν ὁ Θεός ἔκρινε ὅτι ὁ Τωβίτ θά ἔπρεπε νά πεθάνη, διότι τά πράγματα δέν θά ἐδιορθώνοντο, τότε ἐσκέφτηκε ὅτι πεθαίνοντας ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀφήση μία διαθήκη στό παιδί του τόν Τωβία.

   Εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο σκέπτεται κάθε γονιός προκειμένου νά ἐξασφαλίση τά παιδιά του. Ἐξάλλου μόλις δυό ἄνθρωποι παντρευτοῦν, τό πρῶτο πρᾶγμα πού φροντίζουν εἶναι νά δημιουργήσουν γιά τά παιδιά τους μία περιουσία, τήν ὁποία θά ἀφήσουν νά μπορέσουν καί ἐκεῖνα, τά παιδιά τους δηλαδή, νά προχωρήσουν παρακάτω εἰς τήν ζωή τους· καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια.

   Βλέπετε ἀγοράζουν οἱ ἄνθρωποι διαμερίσματα, παίρνουν χωράφια ἤ ἔχουν καταθέσεις εἰς τήν τράπεζα· συγκεντρώνουν λίρες, χρήματα δέν ξέρω τί γιά νά ἀφήσουν στά παιδιά τους μία περιουσία. Αὐτό ὁπωσδήποτε θά πῆτε  ἔκανε καί ὁ Τωβίτ.

   Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἦτο τυφλός. Βέβαια ἀκόμη δέν ἐγνώριζε, ὅπως σᾶς εἶπα, ἐάν ὁ Θεός θά τοῦ ἔδινε ζωή ἤ ὄχι. Τί εἶχε νά ἀφήση στό παιδί του; Θά δοῦμε ὅτι εἶχε νά τοῦ ἀφήση ὁπωσδήποτε καί μία περιουσία ὑλική· θά τό δοῦμε αὐτό. Ἀλλά ἐδῶ τώρα εἶναι τό καταπληκτικό! ἐδῶ εἶναι! τό ὁποῖο μᾶς ἀφήνει καταπλήκτους.

   Διότι ἐάν ὁ Τωβίτ φρόντιζε γιά μία περιουσία γιά τό παιδί του, τότε σέ τί θά διέφερε ἀπό τούς κοινούς θνητούς, ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού τό μυαλό μας τό ἔχομε πάντοτε στά ὑλικά πράγματα; Καί τότε ἄν τά πράγματα ἦταν ἔτσι, πῶς θά μποροῦσε νά καταξιωθῆ τό βιβλίον αὐτό, νά καταχωρηθῆ εἰς τήν Ἁγία Γραφή, καί νά εἶναι ἕνα αἰώνιο μνημεῖο γιά ὑπόμνησι καί ἀνάμνησι τοῦ τί πρέπει νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι;

   Ὁ Τωβίτ εἶχε μία περιουσία. Τήν ἐνθυμεῖστε; Ἦταν ἐκεῖνα τά δέκα ἀργυρά τάλαντα. Ἦταν μία πολύ σεβαστή περιουσία, τήν ὁποία εἶχε δανείσει οὕτως εἰπεῖν, εἶχε ἐμπιστευθεῖ σέ κάποιον συμπατριώτη του καί συγγενῆ του, εἰς τόν Ραγουήλ, εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας. Καί συνεπῶς εἶχε περιουσία. Τώρα βέβαια περνοῦσε πολύ φτωχά, περνοῦσε πολύ στενόχωρα, διότι δέν εἶχε τά  χρήματα μαζί του, καί ἡ  Μηδία ἦταν πολύ μακριά. Ἀλλά δέν πῆγε τό μυαλό του ὅμως ἐκεῖ. Γι’ αὐτό καί βλέπομε ὅτι τό θέμα αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, τοῦ ὑλικοῦ κεφαλαίου, μένει στό τέλος τῆς διαθήκης του.  

   Κάνει μία διαθήκη· μία διαθήκη πνευματική! Ἐδῶ εἶναι ὅλο τό βάρος τοῦ θέματος· διαθήκη πνευματική! Τό νά κάνωμε μία διαθήκη εἶναι κάτι πολύ σπουδαῖο. Νά σᾶς τό πῶ καί αὐτό νά τό ξέρετε· γιατί πολλές φορές οἱ γονεῖς μας δέν κάνουν διαθήκη καί δέν μοιράζουν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχουν -θά ἐπανέλθω πάλι στά ὑλικά πράγματα- μέ ἀποτέλεσμα τά παιδιά τους νά γίνωνται ἀπό πολλά χωριά. Δηλαδή νά μαλώνουν καί νά νομίζη ὁ ἕνας ὅτι ἀδικεῖται ἀπό τόν ἄλλον. Καί τελικά νά περνάη ὁλόκληρη ἡ ζωή  τους, καί «καλημέρα» νά μήν λένε.

   Θά πρέπη οἱ γονεῖς πάντοτε νά καθορίζουν ὅτι αὐτό εἶναι ἐκείνου, καί ἐκεῖνο εἶναι ἐκείνου. Βεβαίως δέν θά πρέπη αὐτή τήν περιουσία νά τήν δώσουν ἄκαιρα στά παιδιά τους. Διότι ἄν τή δώσουν ἄκαιρα, τότε, ἐάν μέν εἶναι νέα παιδιά, θά τήν σπαταλήσουν, καί ἀκόμη ἐάν δέν εἶναι μέν νέα παιδιά, εἶναι ὥριμοι ἄνθρωποι, ἀλλά τήν δώσουν κατά τέτοιο τρόπο στά παιδιά τους καί αὐτοί μείνουν χωρίς τίποτα -ξέρετε ἡ καθημερινή πεῖρα μας τό διδάσκει αὐτό- πετιῶνται στό δρόμο· διότι τά παιδιά πλέον δέν ἀγαποῦν τούς γονεῖς, τούς ἀγαποῦσαν ὅσο εἶχαν τά χρήματα, μετά ὅμως τούς πετᾶνε στό δρόμο καί οἱ γονεῖς τελειώνουν πολλές φορές τή ζωή τους στό γηροκομεῖο, ἄν καί εἶχαν πολύ μεγάλη περιουσία.

   Εἶναι πολλά σημεῖα αὐτά, τά ὁποῖα πρέπει πάντα νά τά προσέχωμε, καί ἡ καλή διευθέτησίς τους ἐξασφαλίζει μία πνευματική διάστασι τῶν πραγμάτων. Προσέξτε! μία πνευματική διάστασι· διότι ἀλλιώτικα χάνομε τήν πνευματική μας θέσι καί χαλᾶν οἱ σχέσεις μας. Ὅταν αὐτά τά πράγματα τά κατοχυρώνωμε, τότε ὁπωσδήποτε πάντοτε ἔχομε προϋποθέσεις νά διατηροῦμε σχέσεις ἀγαθές. Οὔτε τά παιδιά μας νά τά πετάξωμε σέ ἕναν πειρασμό γιά νά συμπεριφερθοῦν ἔτσι ἀπέναντί μας, οὔτε ἐμεῖς νά ὑποφέρωμε, οἱ γονεῖς.

   Ἐδῶ ὅμως τώρα ὁ Τωβίτ κάνει, ὅπως σᾶς εἶπα, μία πνευματική διαθήκη. Ἤθελα νά ἐρωτήσω: «πόσοι γονεῖς ποτέ ἄφησαν πνευματική διαθήκη στά παιδιά τους;» Εἰλικρινά δέν ἔχω ἀκούσει ποτέ. Μία πνευματική διαθήκη μπορεῖ ἴσως νά κάνη ἕνας ἡγούμενος στό μοναστήρι πού μένει. Διάβαζα πρό ὀλίγου καιροῦ τήν πνευματική διαθήκη τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἄφησε εἰς τό μοναστήρι του. Ἀλλά πνευματική διαθήκη ἀπό γονεῖς πρός τά παιδιά…, ἔξω ἀπό μία συμβουλή καμμιά φορά, κι αὐτή προφορική· τίποτε περισσότερο.

   Κι ὅμως ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀφήνει τήν πνευματική του διαθήκη. Αὐτή θά ἀναλύσωμε, παιδιά, σήμερα. Εἶναι ὄντως ἕνας θησαυρός. Θίγει πάρα πολλά πράγματα ἡ πνευματική αὐτή διαθήκη. Κάνοντας μία ἀξιολογική σειρά σέ ὅλα αὐτά, κάνει μνεία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐντολῶν του· κάνει μνεία ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· κάνει μνεία τῆς ἐλεημοσύνης πρός τόν πλησίον· τῆς προσοχῆς εἰς τήν πορνείαν· τήν προσοχή εἰς τόν γάμον τόν ἐπίμεικτον· τήν ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ τοῦ ἐργάτου, μίαν συμπεριφορά γεμάτη ἀπό φρόνησι· ἀκόμη ἕνας κανών συμπεριφορᾶς πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους· τήν καλή καί κακή χρήσι τοῦ κρασιοῦ καί τῶν συναναστροφῶν· τό θέμα νά προσέχη τίς συμβουλές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· καί ἀκόμη νά δοξάζη τόν Θεό καί νά μνημονεύη στό τέλος ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα εἶχε ἀναφέρει μέσα στήν πνευματική του αὐτή διαθήκη.

  Καί ἤδη ξεκινοῦμε νά τή δοῦμε. Εἶναι πραγματικά ἕνα μνημεῖο· ἕνα μνημεῖο πάνω στό ὁποῖο θά μποροῦσε κάθε γονιός νά στηρίζεται γιά νά ἀφήνη παρακαταθήκη στά παιδιά του.

   «Καί καλέσας αὐτόν» τόν Τωβία «εἶπε: παιδίον, ἐάν ἀποθάνω, θάψον με». Αὐτό τό «ἐάν ἀποθάνω, θάψον με», ὅπως ἀντιλαμβάνεστε ἐδῶ, ἀναφέρεται εἰς τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τούς νεκρούς· διότι ἐκεῖνος σ’ ὅλη του τή ζωή τί ἔκανε; Στόν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας, ὅταν οἱ Νινευῖται, οἱ Ἀσσύριοι, πετοῦσαν τούς Ἑβραίους ἔξω ἀτάφους, καί αὐτό ἐθεωρεῖτο μεγάλη προσβολή, ἐπήγαινε μέ κίνδυνο τή ζωή του -τό ἐνθυμεῖστε αὐτό- καί μέχρι τώρα εἶχε ὑποστεῖ τόσες περιπέτειες, γιά νά θάψη τούς νεκρούς.

   Ἡ λέξις κηδεία, σᾶς εἶχα πεῖ μία περασμένη φορά, ἀπό τό ρῆμα κήδομαι, σημαίνει λυποῦμαι· σημαίνει φροντίζω· σημαίνει περιποιοῦμαι· ἀπό ἐκεῖ παράγεται καί ἡ λέξις κηδεμών, αὐτός ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Συνεπῶς κηδεία θά πῆ φροντίδα. Εἶναι ἡ φροντίδα γιά τόν νεκρόν. Εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο αὐτό. Εἶναι  μία τιμή πρός τούς νεκρούς.

   Θά μοῦ πῆτε: «ἕνας νεκρός πιά τί θά εἶχε νά δεχτῆ; εἶναι νεκρός πιά, δέν καταλαβαίνει πιά τίποτα.» Λανθάνει -λανθάνει!- ἡ πίστις εἰς τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς! Λανθάνει ἀκόμη ἡ πίστις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ!

   Γι’ αὐτό τό λόγο θυμιάζομε τίς εἰκόνες· ἀλλά θυμιάζομε καί τούς πιστούς· ἀλλά θυσιάζομε καί τούς νεκρούς. Προσέξτε, θυμιάζομε καί τούς νεκρούς! Ὅταν ἔχωμε μπροστά μας ἕναν νεκρόν, κατά τήν κηδείαν τόν θυμιάζομε. Ἀνάβομε εἰς τήν εἰκόνα κερί· ἀνάβομε καί εἰς τόν νεκρόν κερί. Γιατί ἀνάβομε κεριά καί θυμιάζομε τούς νεκρούς; Διότι εἶναι ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς αὐτή ἡ τιμή διαβαίνει ἀπό τό ἀντίτυπο εἰς τό πρωτότυπο. Ὅπως ὅταν προσκυνῶ τήν εἰκόνα, πού λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πού ἔχομε σήμερα την  μνήμη του, διαβαίνει ἀπό τό ἀντίτυπο εἰς τό πρωτότυπον, δέν προσκυνῶ τό ξύλο, οὔτε τή μπογιά, ἀλλά προσκυνῶ τό πρωτότυπο διά τοῦ ἀντιτύπου. Ἔτσι καί ἐδῶ τιμῶ τό Θεό διά τῆς τιμῆς τοῦ ἀνθρώπου· τιμῶντας τόν ἄνθρωπο, τιμῶντας τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

   Γι’ αὐτό λέγει: «πρῶτον καί ὕψιστον καθῆκον εἶναι νά θάψωμε τόν πατέρα μας καί τή μητέρα μας», δηλαδή νά φροντίσωμε γιά τήν κηδεία τους. Ἐνθυμεῖστε ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο πού εἶπε εἰς τόν Χριστόν, ὅταν τόν ἀκολουθοῦσε, καί γιά μία στιγμή ἔμαθε ὅτι πέθανε ὁ πατέρας του, καί τοῦ εἶπε τοῦ Κυρίου: «Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι, πρῶτα πρῶτα νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου καί μετά θά σ’ ἀκολουθήσω». Εἴδατε, ἕνα καθῆκον! καθῆκον.

  Τί τοῦ εἶπε ὅμως ὁ Χριστός; «ἄφες τούς νεκρούς θᾶψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς· σύ δέ ἀκολούθει μοι».(Μτθ. η΄, 22)  Ἐδῶ τώρα, ὄχι ὅτι ὁ Κύριος ὑποτιμᾶ τό καθῆκον αὐτό τῆς ταφῆς τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, ἀλλά ὁ Κύριος θέτει, ἀξιολογῶντας τά πράγματα, κάποια  ἄλλα πιό πάνω ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι κατατεθημένα. Ὅτι δηλαδή ἐδῶ τό νά ἀφοσιωθῆς εἰς τόν Κύριον ἀποκλειστικά, ὅπως εἶναι ὁ μοναχός -ὅπως εἶναι ὁ μοναχός- ἤ ὁ ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος ξεκινάει γιά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει πιά νά κοιτάξη πίσω του τίποτα.

   Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐν σπέρματι εἶναι καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. Εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ Ναζηραίου. Ὁ Ναζηραῖος, δηλαδή ὁ ἀφιερωμένος· καί ἡ ἀφιέρωσίς του μπορεῖ νά ἤτανε εἴτε παροδική εἴτε μόνιμη. Μποροῦσε νά εἶχε μία ἀφιέρωσι, τᾶμα, ἕνα μῆνα· μπορεῖ ἕνα χρόνο· μπορεῖ δέκα χρόνια· μπορεῖ ἰσόβια. Δέν ἔπρεπε νά ξυρισθῆ, ξυράφι νά μή περάση ποτέ στό κεφάλι του· δέν ἔπρεπε νά πιῆ ποτέ κρασί καί κανένα προϊόν τῆς ἀμπέλου, οὔτε σταφύλια, τίποτα. Ἦταν ἕνα εἶδος ἀφιερώσεως· δηλαδή τό νά πῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά σημεῖα, τά ὁποῖα καθόριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, δέν ἔπρεπε ποτέ νά τά μετέλθη ὁ ἄνθρωπος.

   Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν Ναζηραῖος· ὁ Σαμψῶν ἦταν Ναζηραῖος· ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως, κατά τό ἀνθρώπινον, δέν ἦταν Ναζηραῖος· διότι εἶναι γνωστό ὅτι ἔπινε κρασί· εἶναι γνωστό αὐτό. Συνεπῶς δέν ἔπρεπε ὁ Ναζηραῖος νά πάη στήν κηδεία του πατέρα του καί τῆς μητέρας του. Κι ἄν πέθαινε ὁ πατέρας του ἤ ἡ μητέρα του στό σπίτι, ἔπρεπε ἐκεῖνος νά φύγη ἀπό τό σπίτι. Βλέπετε ὅτι ἐν σπέρματι ὑπῆρχε καί αὐτό: ὅτι ἡ ἀφιέρωσις στό Θεό εἶναι πιό πάνω -προσέξτε!- εἶναι πιό πάνω ἀπό τό καθῆκον  πρός τούς γονεῖς μας.

    Βάσει αὐτοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστί μου ἄξιος.»(Ματθ. ι΄, 37) Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του πιό πάνω ἀπό μένα, δέν μοῦ εἶναι ἄξιος. Ἄν δηλαδή κάποια κοπέλα ἀπό ἐσᾶς θά ἤθελε νά γίνη μοναχή -παράδειγμα- καί ἡ μητέρα λέγει «δέν θέλω νά γίνης», καί ὑπακούσει εἰς τήν μητέρα, παίρνει τήν ἀπάντησι ἀπό τόν Χριστόν: «δέν μοῦ εἶσαι ἀξία», ρητά, κατηγορηματικά! Καί ἐκεῖνο τό ἐπιχείρημα πού λέγουν πολλοί: «καί ποῦ πάει ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ: τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου;», νομίζω ὅτι αὐτό ἐξήγησα τόσην ὥρα· ὅτι δηλαδή ἡ ἀφιέρωσις στό Θεό εἶναι μία ὑπέρβασις πασῶν τῶν ἐντολῶν· διότι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν εἶναι πρώτη, ἐνῶ ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον εἶναι δευτέρα, πρός τούς γονεῖς εἶναι πέμπτη, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

   Καταλαβαίνετε λοιπόν ὅτι ἐδῶ, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπῆρχαν λόγοι, ὁ Τωβίτ λέγει εἰς τόν Τωβία νά τόν θάψη, δηλαδή νά ἐπιμεληθῆ, νά φροντίση, τό θέμα τῆς ταφῆς τοῦ πατέρα του.

   «Καί μή ὑπερίδῃς τήν μητέρα σου, τίμα αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί ποίει τό ἀρεστόν αὐτῇ καί μή λυπήσῃς αὐτήν.» (Τωβ. 4, 3) «μνήσθητι, παιδίον, ὅτι πολλούς κινδύνους ἐώρακεν ἐπί σοί ἐν τῇ κοιλίᾳ ὅταν ἀποθάνῃ, θάψον αὐτήν πάρ’ ἐμοί ἐν ἑνί τάφῳ.» (Τώβ.4,4) Αὐτά τά λόγια, πού τώρα θά σᾶς μεταφράσω καί στή συνέχεια θά ἀναλύσωμε, τά λέγει ὁ Τωβίτ· ὁ Τωβίτ, ὁ θαυμάσιος Τωβίτ! Πότε; Ὕστερα ἀπό τόν καυγά πού εἶχε μέ τή γυναῖκα του, πού τόν πότισε τόσο πικρία καί τόση θλίψι.  

   Τί λόγια, ἀκοῦστε, λέει πρός τόν γιό του: παιδί μου, «νά μή ὑπερίδης»  δηλαδή νά μήν δῆς πιό κάτω, συνεπῶς περιφρονήσεις, νά μή περιφρονήσης τή μητέρα σου. Νά τήν τιμήσης ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου καί νά κάνης μπροστά της ἐκεῖνο πού τῆς ἀρέσει· τό «ἀρεστόν»! Καί νά μή τή λυπήσης ποτέ. Θυμήσου παιδίον, ὅτι πολλούς κινδύνους ἔχει δῆ, ὅταν σέ εἶδε εἰς τήν κοιλίαν της καί σέ ἐγκυμονοῦσε. Ὅταν πεθάνη, νά τήν θάψης καί αὐτή κοντά σέ μένα στόν ἴδιο τάφο. Τί ὡραῖα λόγια! τί ὡραῖα λόγια! Πραγματικά. Ἡ ἀρετή του ὅμως εἶναι ὅτι γιά τήν μητέρα λέγει τά λόγια αὐτά, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως εἶναι ἡ σύζυγός του. Ἐκείνη πού, σᾶς εἶπα, τόν ἐπίκρανε.

   Εἶναι γνωστό ὅτι πολλές φορές μέσα στό σπίτι ὅταν οἱ σύζυγοι ἔχουν μιά διαφορά -ἄνθρωποι εἶναι καί θά ἔχουν κάποτε μία διαφορά- ἀφήνουν νά περάση ἡ διαφορά αὐτή στά παιδιά τους· αὐτό εἶναι τό δυστύχημα! Καί ἔτσι ἤ ἡ μητέρα ἤ ὁ πατέρας θά πάρουν μέ τό μέρος τά παιδιά ἤ ὅλα ἤ τά μισά γιά νά στραφοῦν ἐναντίον τοῦ ἄλλου συζύγου. Αὐτό εἶναι ὀλέθριον. Ἄν ὑπάρχη μία διαφορά ἀνάμεσα στούς συζύγους, αὐτή θά πρέπη νά παραμένη ἀνάμεσα στούς συζύγους· δέν θά πρέπη ποτέ νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τά παιδιά. Προσέξτε, ἄν βλέπετε στούς γονεῖς σας λάθη τέτοια, μή τά ἐπαναλάβετε στή δική σας ζωή!

    Μποροῦμε νά παίρνωμε παραδείγματα καί θετικά καί ἀρνητικά· παραδείγματα πρός μίμησιν, σάν κι αὐτά πού λέμε ἐδῶ, καί παραδείγματα πρός ἀποφυγήν, σάν κι ἐκεῖνα πού ἐνδεχομένως μπορεῖτε νά δῆτε στό σπίτι σας. Νά μαλώνουν οἱ γονεῖς σας κι ὁ καυγάς τους νά περνάη καί νά φτάνη μέχρι σέ σᾶς. Καί τότε ἡ μητέρα σας νά κατηγορῆ σέ σᾶς τόν πατέρα σας, ἤ ὁ πατέρας σας νά κατηγορῆ σέ σᾶς τή μητέρα σας, καί νά δημιουργῆται μέσα στό σπίτι ἕνα σχῖσμα· ἤ ἀκόμη νά βλέπετε τήν ἑξῆς διαθήκη: -διαθήκη πραγματική εἶναι εἶναι αὐτή πού σᾶς λέγω- νά πεθαίνη ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος πέρασε πολλά δεινά ἀπό τήν γυναῖκα του, νά ἀφήνη στά παιδιά του τήν κολοσσιαία περιουσία του, καί νά ἀφήνη, ξέρω ἐγώ, μερικά σελίνια -γιατί στήν Εὐρώπη ἔγινε αὐτό, στήν Ἀγγλία- μερικά σελίνια στή γυναῖκα του γιά νά ἀγοράση, ὅσο χρειάζεται δηλαδή, γιά νά ἀγοράση σκοινί νά πάη νά πνιγῆ· ἔτσι νά γράφη στή διαθήκη, πού δείχνει πόσο συμπαθοῦσε τή γυναῖκα του ὅσο ζοῦσε.

   Ὅλα αὐτά, παιδιά καταλαβαίνετε, εἶναι φοβερά. Θά πρέπη νά ὑπάρχη ἑνότης τῶν συζύγων κι ἄν γιά μία στιγμή πάη νά διασπαστῆ, νά μή φαίνεται στά παιδιά. Καί πρέπει νά ὑπάρχη ἀντικειμενικότης ἐδῶ. «Ἐγώ μπορεῖ νά εἶχα κάτι μέ τή μητέρα σου, παιδάκι μου, ἀλλά ἐσύ ὀφείλεις νά τήν τιμᾶς τήν μητέρα σου, γιατί εἶναι μητέρα σου.» Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρετή, ἀλλά ἄν τό θέλετε καί ἡ φρόνησις καί ἡ σύνεσις· διότι τά πράγματα ἔτσι πρέπει νά εἶναι.

   Γιά νά ἀναλύσωμε λοιπόν αὐτά πού λέγει ἐδῶ. Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε αὐτά στήν πράξι, ὅπως ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία, δέν εἶναι παρά μία ἀνάλυσις τῶν δέκα ἐντολῶν.Ἔ;… «Μή περιφρονήσης τήν μητέρα σου.» Ὅταν οἱ γονεῖς μας μεγαλώσουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γενικά μεγαλώση, εἶναι γνωστό ὅτι οἱ δυνάμεις του καί οἱ σωματικές καί οἱ πνευματικές ἐλαττοῦνται· δηλαδή παρατηρεῖται μία ἄμβλυσις στήν μνήμη, στήν κρίσι, στήν ἀντίληψι. Πολλές φορές -τό βλέπω κι ἐγώ, τό βλέπω στόν ἑαυτό μου, ἄν θέλετε- πολλές φορές, ἐνῶ πρῶτα μποροῦσα νά συζητῶ ἕνα θέμα γιά μία κατασκευή, τώρα ζητῶ πιό πολλές ἐξηγήσεις· καί «πῶς αὐτό θά γίνη;», «καί πῶς θά γίνη τό ἄλλο;»· γιατί δεν τό καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά. Ἡ ἀντιληπτικότης ἀρχίζει νά ὑποβιβάζεται. Εἶναι γνωστό, γιατί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀρχίζουν νά πίπτουν, νά ἀδυνατίζουν. Ἔτσι βλέπετε ἕνας ἡλικιωμένος ἄνθρωπος εἴτε γιατί δέν ἀκούει, εἴτε γιατί δέν καταλαβαίνει πολλά, τόν ἀφήνομε στό περιθώριο καί λέμε «ἄστον αὐτόν!». Αὐτό θά πῆ «μή ὑπερίδης»!

   Αὐτό θά πῆ «μή ὑπερίδης», δηλαδή μή περιφρονήσης τή μητέρα σου καί πεῖς «ἡ γριά» ἤ «ἡ γριά μου». Αὐτός ὁ φοβερός τίτλος πού λένε ἰδίως οἱ ἄνδρες, «ὁ γέρος μου» καί «ἡ γριά μου». Ὑποτιμητικότατα πράγματα. Θά πῆς «ὁ πατέρας μου» ἤ «ἡ μητέρα μου». Καί θά πᾶς κοντά μέ μία στοργή, ὅπως ἐκείνη σέ εἶχε στά γόνατά της, ὅταν ἐσύ γεννήθηκες, καί σέ μεγάλωσε καί σέ ἀγκάλιαζε καί σέ νανούριζε καί σέ φιλοῦσε καί σέ πρόσεχε. Ἔτσι ὀφείλεις τώρα καί σύ νά κάνης εἰς τή μητέρα σου, νά τήν προσέχης νά τήν φροντίζης μέ κάθε στοργή καί νά μή τή λυπήσης σέ κανένα πρᾶγμα στή ζωή της.

   Οἱ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι ὁπωσδήποτε ἤ ἔχουν ἤ εἶναι κολλημένες οἱ ἀντιλήψεις τους σέ μερικά πράγματα, πού δέν ξεκολλοῦν ἀπό κεῖ, καί μποροῦν πολλές φορές νά δημιουργοῦν προβλήματα στά παιδιά τους. Αὐτό πρέπει νά τό λέμε.Ἤ ἀκόμα ἄν θέλετε, ἔτσι τά καταλαβαίνουν τά πράγματα ἤ ζοῦν σέ μία ἄλλη ἐποχή, γιατί οἱ ἐποχές πάντοτε ἐξελίσσονται, καί ζοῦν τώρα στή δική τους τήν ἐποχή, στό δικό τους κόσμο, ὁ ὁποῖος κόσμος δικός τους εἶναι γι’ αὐτούς παγιωμένος πλέον.

   Τό βλέπω κι αὐτό στόν ἑαυτό μου. Ἄν θέλετε διαρκῶς πειραματίζομαι βλέποντας αὐτό πού πέρασε, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτό πού ἔρχεται, καί στόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους σέ σχέσι μέ τόν ἑαυτόν μου. Βλέπω σήμερα τά παιδιά πῶς εἶναι· δέν εἶναι ὅπως ἦταν πρίν ἀπό δέκα χρόνια ἤ πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια· εἶναι διαφορετικά τά παιδιά. Ἄν θά ποῦμε ὅτι δέν πρέπει νά τά προσέξωμε διότι πλέον ἔχουν ξεφύγει, εἶναι τέτοια καί τέτοια τά παιδιά, κι ἀρχίζομε καί τά κατηγοροῦμε, δέν κάνομε τίποτα· μένομε στόν δικό μας τόν κόσμο κλεισμένοι. Ἄν ὅμως ἔχωμε μία προσαρμογή, ἀντιληπτικότητος προσαρμογή, καταλαβαίνομε τούς ἄλλους, αὐτό σημαίνει ὅτι διατηροῦμε καί μία ἐπαφή μέ τήν ἐποχή μας, ὄχι ἐξελισσόμενοι ἐμεῖς μέ τήν ἔννοια «ἄν ἡ ἐποχή πηγαίνει στό χειρότερο, νά πηγαίνωμε στό χειρότερο», ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς ἀντιληπτικότητας· νά καταλαβαίνωμε μερικά πράγματα.   

  Αὐτό τό πρᾶγμα δέν μπορεῖ ὁ μεγάλος νά τό πετύχη· δέν μπορεῖ -πῶς νά τό κάνωμε- εἶναι ἡ φύσι του, δέν μπορεῖ νά τό πετύχη εὔκολα. Θέλει ἡρακλεία προσπάθεια γιά νά τό πετύχη. Γι’ αὐτό τό λόγο θά πρέπη πάντοτε τά παιδιά νά κατανοοῦν τούς γονεῖς· νά τούς κατανοοῦν, ὅταν ἐκεῖνοι μένουν σέ μία κατάστασι ἡ ὁποία, ἐπαναλαμβάνω, κουράζει πολλάκις τά παιδιά.

  Ἀκόμη λέγει: «Νά θυμηθῆς ὅτι πολλούς κινδύνους ἔχει δεῖ σέ σένα, ὅταν σέ εἶχε εἰς τήν κοιλία της, στά σπλάχνα της». Ἐνθυμοῦμαι  τήν μητέρα μου πού ἔλεγε, καί πιστεύω νά μέ δικαιώνουν οἱ κυρίες, ὅτι μία ἐγκυμονοῦσα γυναῖκα ἔχει τό ἕνα της πόδι στό λάκκο, ὅτι δηλαδή κινδυνεύει νά πεθάνη· τό ἕνα της πόδι τό ἔχει στό λάκκο. Ἄστε τί ταλαιπωρίες μπορεῖ νά ὑποστῆ μία γυναῖκα ἐγκυμονοῦσα, ὅταν θά πρέπη -καί εἶναι ὄχι σπάνιο, μᾶλλον συχνόν, τό ἀκούω πολύ συχνά αὐτό- θά πρέπη νά μείνη ἐπί παραδείγματι, ἐννέα μῆνες ξαπλωμμένη στό κρεβάτι σχεδόν ἀκίνητη γιά νά φέρη εἰς πέρας ἕναν τοκετόν· ὅταν πρέπη νά κάνη καισαρική τομή, ὅταν…, χίλια ὅταν, ὅταν ἐπί παραδείγματι κατά τούς ἐννέα μῆνες ἀρρωστήση καί δέν πρέπει νά πάρη φάρμακα, διότι τά φάρμακα  αὐτά θά μποροῦσαν νά βλάψουν τό ἔμβρυο, καί νά ὑπομένη, παρακαλῶ, τήν κατάστασί της. Ὅλα αὐτά τήν κάνουν μία ἡρωΐδα! Περνάει κινδύνους καί αὐτῆς τῆς ζωῆς της.

   Δέν ξέρω ἄν ἔχετε διαβάσει ἕνα θαυμάσιο βιβλίο -τό συνιστῶ στίς μεγάλες κοπέλες καί στίς κυρίες- ἑνός Γερμανοῦ γιατροῦ: «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός». Εἶναι ἕνα θαυμάσιο βιβλίο. Νομίζω θά τό βρῆτε στό βιβλιοπωλεῖο τῆς Ζωῆς, ἴσως καί τοῦ Σωτῆρος. Εἶναι ὄχι πολύ καινούρια ἔκδοσι, εἶναι μερικά χρόνια πού ἔχει ἐκδοθεῖ, ἴσως δέκα, δεκαπέντε χρόνια πού ἔχει ἐκδοθεῖ. «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός». Εἶναι μία ἀφήγησις ἑνός χριστιανοῦ γιατροῦ, Γερμανοῦ, πού ἔχει κλινική καί ἀναφέρει διάφορα περιστατικά. Ἐκεῖ ἀναφέρει μία μητέρα πού εἶχε πάθει καρκίνο καί ἐγκυμονοῦσε· καί τῆς εἶχαν πεῖ ὅτι, ἄν ἔπρεπε νά πάρη φάρμακα, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά κάνη ἔκτρωσι γιά νά ζήση τουλάχιστον ἀκόμη ἕνα, δυό, τρία πέντε χρόνια· ἄν ὅμως δέν ἔπαιρνε φάρμακα γιά νά καταπολεμήση τόν καρκίνο της, καί νά φέρη εἰς πέρας βεβαίως τόν τοκετόν, τότε ἡ ζωή της θά ἐσυντομεύετο καί θά ἀπέθνησκε. Εἶπε: «ἐγώ εἶμαι καταδικασμένη, τό παιδί μου πού ἔχω στά σπλάχνα μου, ποτέ δέν θά τό σκοτώσω. Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός θά γίνη. Ἐγώ θά γεννήσω τό παιδί μου, φάρμακα γιά τόν ἑαυτό μου δέν θά πάρω». Αὐτό τί εἶναι; Ἕνας ἡρωϊσμός· ἕνας ἡρωϊσμός πού δέν γράφεται συνήθως στά βιβλία. Κι ὅμως αὐτόν τόν ἡρωϊσμό πολλές φορές τά παιδιά δέν τόν ἀναγνωρίζουν εἰς τούς γονεῖς.

   Αὐτό τώρα ἐδῶ ὑπενθυμίζει ὁ Τωβίτ εἰς τόν γιό του, ὅτι ἡ μητέρα σου ἀντιμετώπισε κινδύνους. Καί φαίνεται ὅτι δέν ἦταν «ψιλῷ ρήματι», δηλαδή λόγος κούφιος, γεμᾶτος ἀπό ἀέρα λόγος· διότι γιά νά ἔχη αὐτή ἡ οἰκογένεια μόνον ἕνα παιδί, πού οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν πολλά παιδιά -ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες οἰκογένειες ἔκαναν πολλά παιδιά- γιά νά ἔχουν μόνο ἕνα παιδί, φαίνεται ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή, ἡ Ἄννα, θά ἐκινδύνεψε νά γεννήση κι αὐτό τό ἕνα παιδί. Καί τώρα τοῦ τά ὑπενθυμίζει αὐτά ὁ Τωβίτ τοῦ γιοῦ του.

  Ἐδῶ ἀκόμη λέει κάτι πού εἶναι λίγο συναισθηματικό. Τί νά τό κάνωμε, βλέπετε ὅτι τή ζωή μας δέν τήν κυβερνάει ἡ λογική μόνο, ἀλλά καί τό συναίσθημα. Καί μία ζωή πού τήν κυβερνάει μόνον ἡ λογική εἶναι στεγνή, εἶναι ψυχρή. Ὅταν ὅμως τήν κυβερνάη καί τό συναίσθημα -ὄχι τό συναίσθημα ἀλλά καί τό συναίσθημα, δηλαδή ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς- τότε ἡ ζωή εἶναι πραγματικά ὄμορφη. Τί λέγει: «Νά τή θάψης τή μητέρα σου, ὅταν πεθάνη, νά τή θάψης στόν ἴδιο τάφο μαζί μέ μένα». Οἱ σύζυγοι νά ἔχουν βαθειά ἀγάπη, δέν πρέπει ποτέ ἐκεῖνα τά μικροσυννεφάκια τῆς συζυγικῆς ζωῆς νά σκιάσουν τήν ἀληθινή τους ἀγάπη. Ποτέ δέν πρέπει! Γι’ αὐτό τί ζητᾶ;… τί ζητᾶ; Ὄχι βεβαίως ἐκεῖνο πού λένε: «οὔτε... οὔτε, λέει, πεθαμένο δέ θά ’ρθω νά σέ δῶ!» Ζητάει τή γυναῖκα του, ὅταν θά πεθάνη, νά τή θάψη ὁ γιός στόν ἴδιο τάφο μαζί μέ ἐκεῖνον. Εἶναι ὑπέροχο!

   Ἀλλά αὐτό θυμίζει ἀκόμα κι ἐκεῖνο -γιατί θά τό ἀναφέρη λίγο πιό κάτω, ὄχι γιά τό θέμα τοῦ τάφου, γενικά τό θέμα τῶν προγόνων- ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, πού ἔθαψε τήν γυναῖκα του, ἀγοράζοντας ἕνα σπήλαιον. Τό ἀγόρασε τετρακόσια δίδραχμα ἀσημένια, κι ἐκεῖ ἔθαψε εἰς τό σπήλαιον τό διπλοῦν, ὅπως λέγεται, τή γυναῖκα του τή Σάρρα. Καί ζήτησε ἀπό τόν γιό του τόν Ἰσαάκ, ὅταν πεθάνη, νά τόν θάψουν καί αὐτόν πλάι στή Σάρρα στό ἴδιο σπήλαιο. Εἶναι αὐτό πού λέμε οἰκογενειακός τάφος.

   Ἄς μείνω λίγο σ’ αὐτό, γιατί βλέπετε ἡ ἐποχή μας παρουσιάζει πολλά περίεργα, ἐφ’ ὅσον κατά ἕνα ραγδαῖο τρόπο ἐξελίσσεται, τόσο ὅσο αἰῶνες ὁλόκληροι δέ θά μποροῦσαν νά εἶναι ἀντίστιχοι στήν ἐξέλιξι μέ ἕνα χρόνο τοῦ παρόντος αἰῶνος· μέ ἕνα  χρόνο! τόσο πολύ, γιά νά μή πῶ μέ μία ἡμέρα!

   Εἶναι γνωστό ὅτι στά νεκροταφεῖα -βλέπετε βρίσκω τήν εὐκαιρία νά σᾶς πῶ κι ἄλλα πράγματα πλάϊ ἔ;… τά ὁποῖα κατά ἄλλον τρόπον πῶς θά μπορούσατε νά ξέρετε;- στά νεκροταφεῖα σήμερα θάπτομε τούς νεκρούς μας ἀτομικά. Ὅταν περάσουν τά τρία χρόνια, κάποτε λίγο περισσότερα, ξεθάβομε τούς νεκρούς μας, παίρνομε τά κόκαλα, τά ὀστᾶ, τά βάζομε σέ ἕνα μικρό κασάκι, καί τό κασάκι αὐτό τό τοποθετοῦμε μέσα στό κοιμητήρι, ἐκεῖ πού εἶναι ἕνα οἴκημα μέσα στό νεκροταφεῖο, ἕνα δωμάτιο ἤ μία αἴθουσα ἀναλόγως τήν ἔκτασι τοῦ νεκροταφείου, κι ἐκεῖ εἶναι τά κασάκια μέ τά ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων μας.

   Αὐτό παιδιά θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνη, τόσο ἀπαραίτητο, ἐπειδή ὅταν γίνεται ἡ ἐκταφή, γίνεται ἡ πλύσις τῶν ὀστῶν, καί ἐν συνέχειᾳ διαβάζομε κι ἕνα τρισάγιον. Δέν ἔγινε ἡ ἐκταφή γιά τό τρισάγιον, ἀλλά τό τρισάγιο γίνεται διά τήν ἐκταφήν. Ἐάν δηλαδή δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη νά γίνη ἐκταφή, δέν θά ἐγίνετο καί τό τρισάγιο· ἀλλά τό τρισάγιο τό κάνομε μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐκταφῆς. Πολλοί λοιπόν νομίζουν ὅτι γιά νά γίνη τό τρισάγιο στά τρία χρόνια, θά πρέπη ὁπωσδήποτε νά γίνη ἡ ἐκταφή.

  Ἀλλά ἡ ἐκταφή στή σύγχρονη ζωή μας γίνεται γιά λόγους καθαρά τεχνικούς· ἐπειδή ἕνα νεκροταφεῖο, πού εἶναι πλάι σέ μία μεγάλη πόλι δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά χωρέση πολλούς νεκρούς, γρήγορα θά γέμιζε. Εἶναι γνωστό δέ σήμερα πῶς μετρᾶμε τή γῆ καί πόσο κοστίζει ἡ γῆ. Γι’ αὐτό λοιπόν, γιά νά ἔχωμε οἰκονομία χώρου, βγάζομε τούς παλαιούς νεκρούς, μαζεύεται πλέον ὁ παλαιός νεκρός μέσα σέ ἕνα κασάκι -πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν πιάνει τόπο πλέον, γιατί τό ἕνα κασάκι μπαίνει πάνω στό ἄλλο, ἤ εἰς τό κοινό χωνευτήρι πού βάζομε τά κόκαλα ὅλα μαζί, ἐάν δέν ἔχουν ἐπιμεληθεῖ οἱ οἰκεῖοι τοῦ κεκοιμημένου τά ὀστᾶ του νά μποῦν σέ κασάκι- καί βάζομε καινούριο νεκρό στόν ἴδιο τάφο.

   Συνεπῶς νά τό ξέρετε, ἡ ἐκταφή δέν εἶναι ἀναγκαία, οὔτε θρησκευτικό καθῆκον, ἁπλούστατα ἐπειδή δέν χωράει ὁ τόπος καί μᾶς εἰδοποιοῦν νά βγάλωμε τόν πεθαμένο μας ἀπό τόν τάφο, τά κόκαλά του, γι’ αὐτό τό κάνομε αὐτό. Ὅμως ἄν εἴχαμε τή δυνατότητα, καί αὐτό συμβαίνει στά χωριά -πού τό νεκροταφεῖο ἔ… δέν καί ἔχει πολλούς νεκρούς ἐκεῖ, καί νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει κορεσμός· καί ὑπάρχει καί πολύς χῶρος- στά χωριά, ἤ ἔχομε ἀγορασμένο τόν τάφο, ὁ νεκρός δέν πρέπει νά βγῆ ἀπό κεῖ. Πρέπει νά μείνη ἐκεῖ.

   Θά ἦταν δέ  θαυμάσιο, ὅπως τό εἶχαν οἱ Ἑβραῖοι, νά ὑπῆρχε οἰκογενειακός τάφος. Αὐτό πλέον εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖον σήμερα εἶναι πολύ δαπανηρόν. Γιά νά ἀγορασθῆ ἕνας τάφος εἶναι πολύ δαπανηρόν. Ἰδίως σέ μία μεγάλη πόλι, τό νεκροταφεῖο ἐκεῖ, δέν ξέρω, εἶναι σάν νά ἀγοράζης ἕνα σπίτι, ἕνα δωμάτιο, ἕνα διαμέρισμα, εἶναι πάρα πολύ ἀκριβό. Καί ἔτσι ἐγκαταλείπεται ἡ ἰδέα ὁπωσδήποτε τοῦ οἰκογενειακοῦ τάφου.

   Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως εἶχαν οἰκογενειακόν τάφον. Ἐνθυμεῖστε τόν Νικόδημο πού παρεχώρησε τόν τάφο τόν δικό του διά τήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ; Ἦταν μικρά σπήλαια, εἴτε φυσικά, εἴτε τεχνητά μέσα σέ βράχους λαξευμένα, καί ἐκεῖ ἐθάπτετο ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια. Αὐτό κάτ’ ἀπομίμησιν, αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀβραάμ μέ τή γυναῖκα του, νά ὑπάρχη ὁ οἰκογενειακός τάφος.

    Ἔχει μία ξεχωριστή χάρι αὐτό, δημιουργεῖ αὐτό πού λέμε τήν οἰκογενειακή παράδοσι. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τούς προγόνους του, κι ὅταν δένεται μέ τούς προγόνους του, αὐτό εἶναι καλό σημάδι καί γιά τόν πολιτισμό καί γιά τήν οἰκογένεια καί γιά ὁ,τιδήποτε στήν κοινωνική μας ζωή. Νά τό ξέρετε, μία κοινωνία πού κόβει τίς παραδόσεις της, κόβει τίς ρίζες της· καί κόβοντας τίς ρίζες της ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι καταδικασμένη νά πεθάνη.

   Μέ τόν τρόπον αὐτόν τοῦ οἰκογενειακοῦ τάφου διατηρεῖται, παρακαλῶ, αὐτή ἡ παράδοσις, ἡ προγονική παράδοσις. Τήν ἔχουν σέ πολύ μεγάλο βαθμό, μάλιστα καί λατρευτική διάστασι, σάν εἰδωλολάτρες βεβαίως πού εἶναι, οἱ Γιαπωνέζοι. Γι’ αὐτό οἱ Γιαπωνέζοι εἶναι ἕνας λαός μέ παράδοσι, ἕνας λαός φοβερά δυναμικός, ἕνας λαός πού εἶναι ἕτοιμος νά ἐπιβληθῆ σέ ὁλόκληρη τή γῆ. Γι’ αὐτό τό λόγο!

   Εἶναι δέ γνωστό οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πῶς ἐφρόντιζαν γιά τούς νεκρούς καί πῶς τούς τιμοῦσαν. Ὁ Κεραμικός στήν Ἀθήνα, τό νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν ὁ Κεραμικός, ἦταν… ἦταν πραγματικά ἕνας τόπος θαυμάσιος!

  Ἀλλά στήν ἐποχή μας, ὅπως στό ἐξωτερικό ἐπί παραδείγματι, γίνεται καί τό ἑξῆς: -γιά νά θάψης ἕναν ἄνθρωπο σέ ἕναν τάφο εἶναι μόνον γιά τούς πλουσίους. Εἶναι φοβερό στίς μεγαλουπόλεις τῆς Εὐρώπης καί Ἀμερικῆς πῶς γίνεται ἡ ταφή!- Σκάβουν μέ ἕνα εἰδικό μηχάνημα, ὅπως εἶναι ὁ ἐκσκαφέας, μίαν τάφρον βάθους δέκα, εἴκοσι, τριάντα μέτρα· βάθος! Τάφος…, ἕνα χαντάκι μήκους δέκα, εἴκοσι, τριάντα μέτρα καί βάθους πολύ! Καί ἡ μία τάφρος αὐτή εἶναι παρακαλῶ γιά μία μέρα ἤ γιά μία ἑβδομάδα! Ὅσα φέρετρα φέρουν, μέ ἕνα βίντς κατεβάζουν τά φέρετρα στήν τάφρον τό ἕνα πάνω στό ἄλλο, καί ἐκεῖ τά θάπτουν. Κλείνουν τήν τάφρον αὐτήν καί τελείωσε.

  Ποῦ νά βρῆς πιά τόν κεκοιμημένο σου; Ποῦ νά τόν βρῆς πιά; Ποῦ νά πᾶς νά τοῦ ἀνάψης κανδήλι; Προσέξτε, ὅταν ἀνάβωμε κανδήλι στόν νεκρόν, δέ τοῦ ἀνάβομε φῶς γιά νά βλέπη, ὅπως νομίζουν μερικοί. Εἶναι πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ· πρός τιμήν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ! Οὔτε ἀκόμη πηγαίνομε νά βάζωμε παξιμάδια ἐπάνω ἤ ἄλλα πράγματα ἤ φροῦτα γιά νά τά φάη. Ὅπως τά ἔκαναν αὐτά οἱ εἰδωλολάτρες ἤ βάζομε στά χέρια τοῦ κεκοιμημένου, ὅταν τόν θάπτωμε, νομίσματα. Εἶναι εἰδωλολατρικό ἔθιμο, πού ἔβαζαν οἱ ἀρχαῖοι νόμισμα γιά νά πληρώση εἰς τόν Κέρβερον πού θά περνοῦσε εἰς τόν Ἅδη ἐκεῖ ὁ πεθαμένος. Αὐτά τά πράγματα δυστυχῶς εἶναι κληροδοτημένα εἰς τόν λαό μας καί ἀκόμη δέν ἐννοοῦμε νά τά ἀφήσωμε.

   Ἀλλά τελευταῖα, ἐνῶ στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική εἶναι διαδεδομένο, ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἄρχισε νά ἀναφαίνεται καί αὐτό: ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν! -Τελευταῖα μάλιστα πού ἔγινε τῆς Μαρίας Κάλλας, τῆς Καλογεροπούλου ἔγινε καῦσις, τήν ἔκαψαν-. Μία παλιά ἐγκύκλιος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύει τήν καῦσι τῶν νεκρῶν, ὄχι διότι ἕνας πού θά καῆ, δέν δύναται νά ἀναστηθῆ.

   Εἶναι γνωστό, ἐμεῖς πιστεύομε εἰς τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, εἶναι ὁ πυρήν τῆς πίστεώς μας ἀπό πλευρᾶς πράξεως. Ὅπως ὁ πυρήν τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί ξέρομε πολύ καλά, τό λέει αὐτή ἡ Ἁγία Γραφή, τό λέει τό βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι θά ἀποδώση ἡ θάλασσα τούς νεκρούς της λέγει· καί ἡ γῆ τούς νεκρούς της· καί ὁ Ἅδης τούς νεκρούς του. Τί σημαίνει αὐτό: θάλασσα, γῆ, Ἅδης; Σημαίνει: οἱ διαφορετικοί τρόποι πού ὁ καθένας πέθανε. Ἕνα ναυάγιο, πού ἔφαγαν τούς ἀνθρώπους τά ψάρια· τά ψάρια· τούς χώνεψαν τά ψάρια, δέν ἔμεινε πιά τίποτε· ἤ ἡ φωτιά… τούς ἔφαγε· ἤ ἔπεσε μία ὀβίδα… καί τούς διαμέλισε καί δέν ἔμεινε τίποτε. Ὁ τρόπος αὐτός τοῦ θανάτου, ὁ ποικίλος τρόπος, δέν ἀντιβαίνει στό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

    Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν θά γίνη μέ τό παλαιόν σῶμα ἀνακαινισμένο· μέ τό παλαιόν σῶμα! μέ τό παλαιόν σῶμα, ἀλλά ἀνακαινισμένο! Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «αὐτό, ἀλλ’ οὐκ αὐτό». Αὐτό θά εἶναι, ἀλλά δέν θά εἶναι αὐτό. Θά εἶναι ἄφθαρτον καί ἀθάνατον. Ἐκεῖνο πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.» (Α΄ Κορ. ιέ, 53).

    Ὕστερα ὁ Χριστός δέν ἄφησε κάποιο σῶμα στόν τάφο γιά νά πάρη κάποιο ἄλλο οὐράνιον. Ἀλλά τό σῶμα πού ἐναπετέθη εἰς τόν τάφον, αὐτό ἀνεστήθη, αὐτό ἐψηλαφήσθη μέ τίς πληγές, ὄχι σάν πληγές, ἀλλά σάν σημάδια πιστοποιήσεως ὅτι ἦταν τό αὐτό σῶμα.

    Λέγεται πνευματικόν σῶμα, ὄχι διότι εἶναι ἄυλον, ἀλλά διότι πλέον κυβερνᾶται ὄχι ἀπό τίς τροφές. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ζωή μου αὐτή τή στιγμή κρατιέται ἀπό τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον κινοῦμαι στό περιβάλλον μου. Δηλαδή ἄν ἀναπνέω, ἄν ἔχω ὀξυγόνο… Ἄν ἔχω ὀξυγόνο, ζῶ· ἄν ἔχω τροφή, ἔχω ψωμί, ζῶ· ἄν ἔχω νερό, ζῶ· ἐάν δέν κάνη οὔτε ὑπερβολικό κρύο, οὔτε ὑπερβολική ζέστη, ζῶ· ἐάν ἔχω κατάλληλες συνθῆκες φυσικές, ζῶ· ἐάν δέν μέ προσβάλλουν μικρόβια, ζῶ· Συνεπῶς ἡ ζωή μου τώρα, ἡ ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι φυσική ζωή, τότε θά εἶναι καί θά διέπεται ἀπό τό πνεῦμα τό Ἅγιον. Ἐπειδή ἡ φυσική ζωή ἔχει τή φθορά, γι’ αὐτό λέγεται φθαρτόν τό σῶμα αὐτό, καί λέγεται φυσικόν σῶμα, τότε θά λέγεται πνευματικόν. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι θά εἶναι -ξαναλέγω γιά δεύτερη καί τρίτη φορά- ὅτι θά εἶναι ἄυλον. Δέν θά εἶναι ἄυλον.

   Ὁ Κύριος ἐζήτησε νά τόν ψηλαφήσουν. Ἐζήτησε καί νά φάγη, ὄχι ὅτι θά ἔτρωγε, ὄχι μέ τήν ἔννοιαν δηλαδή ὅτι εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά ἀποδείξη ὅτι ἦταν πραγματικά τό σῶμα του. Ἕνα σῶμα τό ὁποῖον διέπεται πλέον ἀπό τό πνεῦμα τό Ἅγιον, εἶναι πνευματοφόρον, γι’ αὐτό λέγεται πνευματικόν σῶμα.

   Νά! ὅλα αὐτά πού σᾶς λέω, γιά νά καταλάβετε ἀκόμη περισσότερο γιατί ὑπάρχει ἡ τιμή πρός τούς νεκρούς! Ἔτσι κι ἄν κάψωμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁπωσδήποτε θά ἀναστηθῆ αὐτός. Ἐν τούτοις ὅμως εἶναι ἀρχαία παράδοσις -ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας ὅπως τήν ἔχομε πάρει καί ἀπό τούς Ἑβραίους, ὅπως συνέβη καί εἰς τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ- δέν γνωρίζομε τήν καῦσιν τοῦ νεκροῦ, ἀλλά τήν ταφήν. Καί πρέπει νά γίνεται ταφή, ὄχι καῦσις. Ἐπειδή τελευταῖα σᾶς εἶπα ἀνεκινήθη τό θέμα, γι’ αὐτό νά εἶστε καί σεῖς ἐνήμεροι πάνω σέ ὅλα αὐτά.

   Ὅλα αὐτά μέ τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τή μητέρα· τῆς προσοχῆς νά μή τή λυπήσωμε κι ὅταν πεθάνη νά τή βάλωμε δίπλα στόν σύζυγό της κρατῶντας αὐτές τίς οἰκογενειακές παραδόσεις, αὐτή τήν οἰκογενειακή παράδοσι, τίς ρίζες μας, πού θά μᾶς κρατήση πραγματικά στή παροῦσα ζωή. Ὅπως οἱ ρίζες δέν φαίνονται ἑνός φυτοῦ, ἀλλά ὅμως αὐτά πού δέν φαίνονται κρατοῦν τό φυτό, ἔτσι καί τούς νέους ἀνθρώπους οἱ παραδόσεις τούς κρατοῦν. Ἄν τίς κόψωμε, τότε πλέον δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά ὑπάρξουν.

   Προχωρεῖ σέ ἄλλη θέσι. «Πάσας τάς ἡμέρας, παιδίον, Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καί μή θελήσῃς ἁμαρτάνειν καί παραβῆναι τάς ἐντολάς αὐτοῦ, δικαιοσύνην ποίει πάσας τάς ἡ μέρας τῆς ζωῆς σου καί μή πορευθῇς ταῖς ὀδοῖς τῆς ἀδικίας»  (Τωβ. 4,5)

   Ὁπωσδήποτε ὁ Τωβίτ ἀρχίζει ἀπό τό Θεό. Ἀλλά θά λέγαμε ὅτι ἡ κυρία διαθήκη του ἀρχίζει ἀπό αὐτό τό σημεῖο. Αὐτά πού προηγουμένως εἶπε ἀναφέρονται σέ κάτι πού εἶναι, θά λέγαμε, πιό προσωπικά· πού ἀναφέρονται στόν Τωβίτ καί στήν Ἄννα. Ἐκεῖνα πού θά ἀναφέρωνται εἰς τό παιδί του ἀπό τώρα ἀρχίζουν. Γι’ αὐτό μή σᾶς φαίνεται παράξενο, γιατί ἀρχίζει πρῶτα ἀπό τούς γονεῖς καί μετά πηγαίνει στό θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά οὐσιαστικά ἡ διαθήκη τώρα ἀρχίζει. Τί λέγει; «Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά μνημονεύης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Νά θυμᾶσαι τόν Θεόν μας καί νά μή θελήσης νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του».

   Εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή· εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Αὐτό τό «μνημόνευε», νά θυμᾶσαι τό Θεό μας· τό Θεό μας! εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ! Παιδιά, αὐτή ἡ μικρή φράσι, πού εἶναι γραμμένη στή Παλαιά Διαθήκη καί πού τήν ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἰς τόν Μωυσέα, «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ», ξέρετε τί βαθύ νόημα ἔχει; Ἔχει ἀπύθμενα βαθύ νόημα. Θεολογικότατο!

  Πρῶτα πρῶτα ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός μιᾶς ἐποχῆς. Ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἀβραάμ καί πέρασε· ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἰσαάκ καί πέρασε καί αὐτή, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος· ἦρθε ἡ ἐποχή τοῦ Ἰακώβ καί πέρασε, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος. Συνεπῶς ἐκφράζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος καί ἀθάνατος. 

    Ἀκόμη τό ἐπιχείρημα πού εἶπε ὁ Κύριος -ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού τό ἀνέφερε εἰς τούς Σαδδουκαίους- ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Ἰακώβ δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων, σημαίνει: δέν μποροῦσε νά εἶναι Θεός τοῦ Ἀβραάμ, ἄν ὁ Ἀβραάμ εἶχε γίνει μηδέν, εἶχε ἐκμηδενιστεῖ. Συνεπῶς ζοῦν αἱ ψυχαί.  

   Ἀκόμη γιατί δέν λέγει ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ μόνο, καί λέει τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ; Διότι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός καί ὑπαινήσεται τήν Τριαδικότητα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καί λοιπά, καί λοιπά… δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύση κανείς αὐτό.

   Εἶναι ὁ Θεός, ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν. Ὁ παλαιός! ὅπως λέγει στό ψαλτήρι, δέν εἶμαι Θεός πρόσφατος, εἶμαι Θεός παλαιός. Δηλαδή δέν εἶμαι ἕνας καινούριος Θεός, τόν ὁποῖον πρέπει νά σέ ἐκπλήξω προσκυνῶντας με. Εἶμαι ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν.

   Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν νά προσκυνοῦν προσφάτους θεούς. Εἶναι ἡ εἰδωλολατρία γενικά, περνᾶμε ἀπό τόν ἕνα θεό στόν ἄλλον, τήν εἰδωλολατρία. Ἤ ὅπως εἶναι ἡ μασονία. Ἄφησες τόν ἀληθινόν Θεόν καί πιστεύεις εἰς τόν μέγα ἀρχιτέκτονα τοῦ σύμπαντος, τόν Μάτς; Ποιός εἶναι αὐτός; Ποιός εἶναι αὐτός, ἄνθρωπε; Καί ἄφησες τόν ζῶντα Θεόν, τόν ἀληθινόν Θεόν; Καί πιστεύεις προσφάτους Θεούς;

    Βλέπετε λοιπόν, πόσα ἔχει αὐτό τό «ὁ Θεός τῶν πατέρων μας», «ὁ Θεός μας», «ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ»;

    Ξέρετε τί ἔλεγε, παρακαλῶ, ὁ Πασκάλ; Ἔλεγε τό ἐξῆς: «δέν πιστεύω στόν Θεό τῶν φιλοσόφων». Ποιός εἶναι ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων; Αὐτό πού λέγουν, μία ἀνωτέρα δύναμις. Τί θά πῆ μία ἀνωτέρα δύναμις; Ἀκαθόριστο πρᾶγμα. Προσωπική; Ἤ ἀπρόσωπος; Ἐγκόσμιος; Ἤ ὑπερκοσμία; Τί εἶναι αὐτή ἡ ἀνωτέρα δύναμις; Ἀκαθόριστος. «Δέν πιστεύω», λέγει, «εἰς τόν Θεόν τῶν φιλοσόφων» -αὐτός ὁ ἴδιος ἐπιστήμων καί φιλόσοφος- «Πιστεύω εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰσαάκ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰακώβ».

    Δέν θά ἦταν δέ καθόλου λάθος ἄν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί θά λέγαμε τό ἴδιο, ὅτι «πιστεύομε εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰσαάκ, εἰς τόν Θεόν τοῦ Ἰακώβ», διότι πιστεύομε εἰς τόν ζῶντα Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν.

   Ἐδῶ λοιπόν τοῦ λέγει τώρα ὁ Τωβίτ τοῦ Τωβία: «Μνημόνευε!», νά τόν ἐνθυμῆσαι. Πόσο; Πάντοτε, κάθε στιγμή. Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι συχνότερα πρέπει νά μνημονεύωμε τόν Θεό ἀπό ὅ,τι ἀναπνέομε. Αὐτό θά πρέπη νά ὑπάρχη συνεχῶς. Αὐτή δέ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ξέρετε τί ἔχει; Καί τί δέν ἔχει!... καί τί δέν ἔχει! Πλουσιοτάτη καρποφορία!

   Θά σᾶς πῶ μόνο μία, ἤ δυό. Ἡ μία εἶναι: «ὅταν θυμᾶσαι τόν Θεό, ποτέ δέν ἁμαρτάνεις». Λέει ἐδῶ μάλιστα: «καί μή θελήσης ἁμαρτάνειν καί παραβῆναι τάς ἐντολάς αὐτοῦ». Πότε δέν θά θελήσης νά ἁμαρτήσης ἀπέναντι στό Θεό; Ὅταν Τόν θυμᾶσαι πάντοτε· ὅταν δέν ξεχάσης τόν Θεό. 

   Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ», λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός, «καί ἐφράνθην». -Ἐφράνθην, ὄχι ἠφράνθην, ἑλληνιστική γλῶσσα ἐφράνθην- «Θυμήθηκα τόν Θεό καί χάρηκα». Ἄν φτάση ἡ ψυχή μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ νά ἔχη πανηγύρι, τότε ἄρχισε νά συναντᾶται μέ τόν Θεόν. Αὐτό νά τό θυμώσαστε πάντοτε. Εἶναι πολύτιμος στίχος αὐτός στό ψαλτήρι: «Θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα».

   Θέλετε νά τό πάρω παράλληλα μέ ἕνα παράδειγμα γιά νά τό καταλάβετε; Ἄν ἔχετε ἕνα πολύ πολύ ἀγαπητό πρόσωπο, πολύ ἀγαπητό πρόσωπο, πού ἔχετε περάσει ἀγαθές ἡμέρες μαζί του, καί πού τό ἀγαπᾶτε καθ’ ὑπερβολήν, ὅταν τό θυμόσαστε, χαιρόσαστε; Ἔ…, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Θεόν, ἀλλά σέ μείζονα βαθμό. Διότι ὅταν θυμᾶμαι τόν Θεόν, τήν ἀγάπη Του, τήν καλοσύνη Του, ἐκεῖνο πού θά ἔλεγε κανείς «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», «ὁ Ἰησοῦς μου», ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού εἶναι τό γλυκύ ὄνομα, ὅποτε ἐνθυμεῖται ὁ ἄνθρωπος τό γλυκύ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, χαίρεται. Ἔχει μία ἀπέραντη χαρά καί μία ἀπέραντη ἀγάπη. Πρῶτα ἔχει τήν ἀγάπη, μετά ἔχει τή χαρά. Ἡ ἀγάπη γεννάει τήν χαρά· δέν γεννάει ἡ χαρά τήν ἀγάπη. Ἔτσι ἀγαπᾶς τόν Ἰησοῦ Χριστόν, τόν ἀγαπᾶς πολύ, εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο πού ἔχεις εἰς τήν παροῦσα ζωή. Προσέξτε! τό μοναδικό πρόσωπο!

   Λέγει ὁ Δαυίδ: «μέ ἐγκατέλειψε ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου καί τά ἀδέλφια μου, καί  Κύριος προσελάβετό μοι», καί ὁ Κύριος μέ πῆρε. Ὁ Κύριος μέ ἀγκάλιασε, ὅταν οἱ ἄλλοι μοῦ ἔκλεισαν τήν πόρτα. Καί ξέρετε γιατί ἔκλεισαν τήν πόρτα οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του; Διότι τότε πού τόν κυνηγοῦσε ὁ Σαούλ, ἐφοβήθηκαν. Ποιοί; Ἐφοβήθηκε τό σπίτι του τό ἴδιο νά δεχθῆ τόν Δαυίδ, διότι  θά μποροῦσαν νά βροῦνε τόν μπελά τους ἀπό τόν Βασιλέα. Κι ὅταν τό σπίτι μου μέ ἔκλεισε τήν πόρτα, λέει ὁ Δαυΐδ, ὁ Κύριος μοῦ τήν ἄνοιξε τήν δική Του τήν πόρτα καί τήν δική Του τήν ἀγκαλιά.

   Ὁ Δαυίδ εἶχε ἐμπειρίες· εἶχε ἐμπειρίες! Ἦτο προφήτης. Ζοῦσε καί βιώματα, πνευματικά βιώματα! Καί ἔτσι τί ἔλεγε; Εἶπε αὐτόν τόν στίχον τόν θαυμάσιον ὅτι «θυμᾶμαι τόν Θεόν καί χαίρομαι». Τόν θυμᾶμαι γιατί Τόν ἀγαπῶ, ἐπειδή Τόν ἀγαπῶ γι’ αὐτό Τόν θυμᾶμαι. Καί ἐπειδή ἔχω τήν μνήμη τῆς ἀγάπης Του, γι’ αὐτό ἔχω καί τήν χαρά Του.

    Ἀλλά θά σταματήσωμε ἐδῶ παιδιά, καί θά συνεχίσωμε τή θαυμάσια αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.


5η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.