29 Νοεμβρίου 2021

Ἡ ἐκλογή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου κ.λ.π.

†.Συνεχίζουμε ἀπό τήν πνευματικήν Διαθήκην τοῦ Τωβίτ πρός τόν γιό του τόν Τωβία. Ἀσφαλῶς ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ἐδῶ, καί τά ὁποῖα ἀναλύομε καί ἐσεῖς ἀκοῦτε καί ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νά ἀκολουθῆτε, μή νομίζετε ὅτι ὅ,τι ἀκοῦτε, θά εἶναι τῆς ἀμέσου ἐνεργείας. Πάρα πολλά πράγματα φυσικά δέν εἶναι στό ἄμεσο ἐνδιαφέρον σας, γι’ αὐτό νά μήν πῆτε ὅτι «ἔ,…τί μ’ ἐνδιαφέρει ἄν πρέπη ἐγώ νά θάψω τόν πατέρα μου». Θά μεγαλώσετε, αὐτά ὅλα παίρνετε δέν θά τά ἐφαρμόσετε τώρα, ἀλλά σέ ὅλην σας τήν ζωή.  Συνεπῶς θά πρέπη ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκοῦτε νά τά ἀποταμιεύετε μέσα σας, ὅπως ἀκριβῶς κάνει ἕνας οἰκονομολόγος ἄνθρωπος. Ἀποταμιεύει χρήματα ὥστε νά ἔχη σέ καιρό πού ἔχει κάποιες ἀνάγκες. Ἔτσι κι ἐσεῖς θά ἀποταμιεύετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέμε γιά νά μπορεῖτε νά θυμηθῆτε καί νά ἀποδώσετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάποτε τά εἴχατε ἀκούσει.

        Καί συνεχίζει ὁ Τωβίτ καί λέγει: παιδί μου, «δικαιοσύνην ποίει πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί μή πορευθῆς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας˙» (Τωβ. 4, 5) «Δικαιοσύνην» στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὅρος, ἡ λέξις «δικαιοσύνη», ὅπως καί εἰς τήν Καινήν Διαθήκην δέν εἶναι ἡ ἀρετή ἡ γνωστή τῆς δικαιοσύνης μέ τήν στενήν σημασίαν, ἀλλά ὁ ὄρος «δικαιοσύνη» ἔχει μίαν εὐρείαν σημασίαν καί σημαίνει γενικά ἀρετή˙ σημαίνει ἁγιότης. Συνεπῶς ἐδῶ συμβουλεύει καί λέγει ὅτι ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά μετέρχεσαι τήν ἀρετήν, τήν ἁγιότητα καί νά μή πορευθῆς, νά μή βαδίσης τά  μονοπάτια τῆς κακίας.

       Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ἐδῶ εἰσάγει δύο δρόμους ζωῆς. Ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ μῦθος τοῦ Ἡρακλέους εἶχε ἠθοπλαστικόν χαρακτῆρα πού τοῦ προεβλήθη «ποιό δρόμο ἔπρεπε νά βαδίση», ἔτσι καί ἐδῶ βλέπομε ὅτι ἀναφέρονται δύο δρόμοι. Μάλιστα ἕνα πανάρχαιο βιβλίο πού λέγεται «Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» -εἶναι γραμμένο στά τέλη τοῦ πρώτου αἰῶνος ἢ στίς ἀρχές τοῦ δευτέρου αἰῶνος, πανάρχαιο βιβλίο, βρέθηκε τόν περάσμενον αἰῶνα σάν ἡ πιό μεγαλύτερη ἀνακάλυψις τοῦ αἰῶνος στό εἶδος τοῦτο, τῆς ἀρχαιολογίας- λέγει δυό δρόμοι ὑπάρχουν, λέγει τό βιβλίον ἐκεῖνο, ὁ δρόμος τῆς ζωῆς καί ὁ δρόμος τοῦ θανάτου.

        Κι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς παιδιά, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητος, ἐνῶ ὁ δρόμος τοῦ θανάτου εἶναι ὁ δρόμος πάσης κακίας. Εἰς ἐσᾶς προβάλλεται αὐτή τή στιγμή τό ἴδιο πρᾶγμα: «ποιό δρόμο πρέπει νά βαδίσωμε».

        Θυμᾶμαι σέ μιά συγκεκριμένη περίπτωσι κάπου στά δεκάξι μου χρόνια μοῦ ἐτέθη καί ἐμένα αὐτό τό ἐρώτημα. Προσέξτε, μέ συγκεκριμένη μορφή «τί δρόμο ἔπρεπε νά ἀκολουθήσω». Βέβαια, δέν δυσκολεύτηκα καί ἀσφαλῶς κρίσιν δέν πέρασα μέ τήν ἔννοια ὅπως θά δοῦν πολλές φορές οἱ ἔφηβοι, καί κάποτε μάλιστα τρῶνε καί τά μοῦτρα τους σέ μερικά πράγματα, ἀλλά ὡστόσο ἔστω καί θεωρητικά ἐτέθη· «τί δρόμο πρέπει νά ἀκολουθήση κανείς;».

       Σᾶς εἶπα σέ εἰδική περίπτωσι˙ διότι πολλές φορές -ἐδῶ μιλᾶμε τώρα γιά μιά γενική περίπτωσι καί βεβαίως γιά τή γενική περίπτωσι νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ξεκινᾶμε ἀπό παιδάκια, νά λατρεύωμε τόν Θεόν, νά ζοῦμε τήν πνευματική ζωή- νομίζω ὅτι δέν θά ἐτίθετο θέμα νά ἀναθεωρήσωμε καί νά ποῦμε: ἄν ζῆτε ἢ ὄχι πνευματική ζωή· ἐκτός ἄν ἔχουν δημιουργηθεῖ θέματα τέτοια μές στήν ψυχήν μας, πού νά θέσουν ὑπό ἀμφισβήτησιν ἐκεῖνο τό  ὁποῖον βαδίζομεν.

      Ἀλλά παιδιά, εἰλικρινά θά πρέπει χωρίς δισταγμόν νά βαδίσωμετόν δρόμο τῆς ἀγάπης, τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Εἶναι κάτι πού δέν θέλει οὔτε σοφία νά τό καταλάβη κανείς οὔτε πολλές ἀποδείξεις. Οἱ ἀποδείξεις εἶναι μπροστά μας, εἶναι μέσα στήν ἴδια τή ζωή, πού βλέπομε: «ποιό δρόμο ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα», διότι βλέπομε καί τό δρόμο, βλέπομε καί τό τέρμα. Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο πῶς ἐξελίχθηκε στήν ζωή του, ἐπειδή βάδισε ἕναν δρόμον ἢ καλόν ἢ κακόν, εἶναι δύσκολο νά βγάλη κανείς τά συμπεράσματά του; Ἅμα δῆτε κάποιον ὁ ὁποῖος μεθάει καί ἔγινε ἄσωτος ἄνθρωπος καί διέλυσε ἡ οἰκογένειά του καί λοιπά καί λοιπά, θέλει φιλοσοφία στό σημεῖο αὐτό γιά νά κρίνωμε ἄν πρέπη νά εἴμεθα κι ἐμεῖς τέτοιοι τύποι ἢ ὄχι; Δέν θέλει φιλοσοφία.

     «Διότι» συνεχίζει ὁ Τωβίτ «ποιοῦντός σου τήν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καί πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τήν δικαιοσύνην.» (Τωβ. 4, 6) Προσέξτε μίαν φράσι: «ποιοῦντός σου την ἀλήθειαν». Στήν ἑλληνικήν φιλολογία δέν ὑπάρχει ἡ φράσις «ποιῶ τήν ἀλήθεια», ἀλλά «λέγω τήν ἀλήθεια» ἢ «σκέφτομαι τήν ἀλήθεια». Τό ρῆμα «ποιῶ» νά συνοδεύη τό οὐσιαστικόν «ἀλήθεια», αὐτό δέν εἶναι στήν ἑλληνικήν σύνταξιν· εἶναι τῆς ἑβραϊκῆς συντάξεως.

        Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πολλές φορές τό χρησιμοποιεῖ αὐτό: «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν», δέν λέγει «ὁ λέγων τήν ἀλήθειαν»· ἢ «πᾶς ὁ ποιῶν ψεῦδος». «Κάμνω ψεῦδος» νά τό πάρω τώρα στήν νεοελληνική νά δῆτε πόσο χτυπάει παράξενα. «Κάμνω τήν ἀλήθεια»· δέν λέμε ποτέ «κάμνω τήν ἀλήθεια» ἢ «κάμνω τό ψέμα», ἀλλά λέμε «λέγω τήν ἀλήθεια». Ἐπειδή ἡ ἑβραϊκή φιλολογία δέν εἶναι ἄμοιρη στό σημεῖο αὐτό ὅταν χρησιμοποιῆ τό ρῆμα «ποιῶ», διότι τό θέμα τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ἕνα γνώρισμα μιᾶς διανοητικῆς καταστάσεως, ὅπως ἦταν πάντοτε στούς Ἕλληνες. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία πρᾶξις. Γιά τόν Ἑβραῖο ποτέ δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια προϊόν του νοῦ, ἀλλά εἶναι προϊόν τῆς πράξεως. Καί ἀφοῦ εἶναι προϊόν τῆς πράξεως, εἶναι πρακτική, θά βάλη … τό ρῆμα «ποιῶ». Καί εἶναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχεῖο αὐτό, διότι θέλει νά τονίση ἐδῶ, ὅτι δέν πρέπει νά μείνη κανείς στό διανοητικό ἐπίπεδο τῆς ἀληθείας, ἀλλά πρέπει νά κατέβη καί εἰς τό πρακτικό ἐπίπεδό της. 

      Ἄν, λέγει, κάμνης τήν  ἀλήθειαν, μετέλθεις τίς ἀρετές στήν πρᾶξι πιά, τότε θά εὐοδώσουν τά ἔργα σου. Ἔλεγα σέ μία κυρία: «βάλτε ἕναν δρόμον στήν πνευματική ζωή, νά δῆτε προκοπή». Καί μοῦ λέγει… μοῦ λέγει: «πόσοι ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν βάλει ἀρχή πνευματικῆς ζωῆς καί ἔχουνε πολλή προκοπή». Τό μυαλό της πήγαινε στήν προκοπή τήν ὑλική, δηλαδή νά πηγαίνουν ὅλα καλά στή ζωή τούς· ὅλα καλά σάν ἕνα κουρδισμένο ρολόϊ. Παιδιά, δέν εἶναι αὐτό προκοπή. Δέν ξέρω μάλιστα κάποτε, ὅταν ὅλα πηγαίνουν ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς καλά, ἄν αὐτό πάντοτε εἶναι καί μία εὐλογία. Δέν τό ξέρω. Μήν τό ξεχνᾶτε! ἡ προκοπή εἶναι πνευματική πρωτίστως καί κυρίως. Πρέπει λοιπόν νά βάλωμεν μιάν ἀρχήν ζοῦμε μία πνευματική ζωή γιά νά κάνωμε πνευματική προκοπή. 

         Μπορεῖ νά μείνωμε πτωχοί, ὅπως τό λέγει ἐδῶ στό τέλος. «Μή φοβηθεῖς, παιδί μου, γιατί πτωχεύσαμε, μήν τό φοβηθεῖς αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι χωρίς σημασία ἐάν ἔχωμε φτωχύνει. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά μή φτωχύνωμε ἀπό Θεό, κι ἔτσι ἡ προκοπή μας νά εἶναι ἐν Θεῷ»

      «Ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποεῖν σέ ἐλεημοσύνην· μή ἀποστρέψης τό πρόσωπον σου ἀπό παντός πτωχοῦ, καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ» (Τωβ. 4, 7) Θά ἐπανέλθη καί θά ἐπανέλθη στό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ἐδῶ ὁ Τωβίτ μιλάει -ἐξ ἄλλου σ’ ὅλα αὐτά πού λέγει, ἀλλά ἰδιαίτερα γιά τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης- ἀπό τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Αὐτές οἱ ὑποθῆκες πού λέγει εἰς τό παιδί του, ἡ διαθήκη  του ἡ πνευματική, δέν εἶναι κάτι τό θεωρητικό, ὅπως θά λέγαμε «ἔ,.. κάτι διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο πνευματικό, καί τώρα λέγω στό παιδί μου τό καί τό.» Ὄχι παιδιά, περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ εἶχε ζήσει ὅπως συμβουλεύει τό παιδί του. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα πού ἔχουνε γονεῖς πού ἡ πρακτική τους ζωή εἶναι συνεπής. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα!

         Λοιπόν· Ἀπό τά ὑπάρχοντα σου νά κάνης ἐλεημοσύνη καί τό μάτι σου νά μή τσιγγουνευτῆ καί πεῖ: «σάν πολλά δέν ἔδωσα!» Μήν τό πῆτε ἔτσι αὐτό. Δῶσε καί μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπο σου ποτέ ἀπό κάθε πτωχόν, γιά νά μήν γυρίση κι ὁ Θεός τό δικό του τό πρόσωπο ἀπό σένα. Τί ὡραῖα!

     «Ὡς σοί ὑπάρχει κατά τό πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐάν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατά τό ὀλίγον μή φοβοῦ ποεῖν ἐλεημοσύνην· θέμα γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·»  (Τωβ. 4, 8-9) Ἔχεις πολλά, δῶσε πολλά. Ἔχεις λίγα, δῶσε λίγα. Ἔχεις πολύ λίγα, δῶσε πολύ λίγα. Ἀνάλογα μέ τό τί ἔχεις, δῶσε.

        Θυμόσαστε ἐκείνην τήν γυναῖκα στό γαζοφυλάκιο, στό ταμεῖο τοῦ ναοῦ, στό παγκάρι θά λέγαμε, στό ταμεῖο πού οἱ εἰσερχόμενοι ἔβαλον, λέγει, χαλκόν; Ἄλλος νομίσματα ἀργυρά, καί λοιπά... ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τοῦ καθενός; Ἐκείνη ἡ γυναῖκα, ἡ χήρα γυναῖκα ἔβαλε ἕνα δίλεπτον· ὄχι δυό δεκάρες· δυό λεπτά. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας τό ἔριξε εἰς τόν ναόν καί τό μάτι τοῦ Κυρίου -ὄχι ἐκεῖνο τό μάτι πού ἔχουν ὅταν σέ κοιτάζουν κάποιοι τί δίνεις, ἀλλά τό μάτι τοῦ Κυρίου πού βλέπει τήν καρδιά- τί εἶδε; Αὐτή ἡ γυναῖκα ἔβαλε περισσότερο ἀπ’ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ρίψανε εἰς τό ταμεῖον τοῦ ναοῦ, διότι ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της. Δέν εἶχε ἄλλα χρήματα· ὄχι στήν τσέπη της, δέν εἶχε ἄλλα χρήματα, οὔτε στό σπίτι της! Ἔβαλε, λέει, ὅλη της τήν περιουσία: δυό λεπτά. Καί συνεπῶς ἔβαλε κατ’ ἀναλογία, ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της, καί πῆρε τόν ἔπαινον ἀπό τόν Χριστόν. Δέν ξέρω βέβαια ἄν αὐτή ἡ γυναῖκα τό ἀντελήφθη, πιθανότερον δέν τό ἀντελήφθη. Ἁπλῶς ἔριξε τόν ὀβολόν της, τούς ὀβολούς της, καί ἔφυγε. Καί ἔφυγε. Καί ὁ Κύριος ἔκανε τήν παρατήρησι αὐτή στούς μαθητάς Του.

       Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ· «μή φοβηθεῖς, λέγει, νά κάνης ἐλεημοσύνη ἔστω ἀπό ἐκεῖνο τό λίγο, τό ὁποῖον ἔχεις». Θυμοῦμαι ἕνα ἄρθρο, λέγεται, ... λόγοι χρυσοί, ἴσως πρέπει νά σᾶς τό διαβάσω … τρία-τέσσερα εἶναι· «παιδί μου, κάνε ἐλεημοσύνη, λέγει, μή φοβηθεῖς· ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχό». Ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχόν. Πολλοί νομίζουν ὅτι ὅταν κάνουν ἐλεημοσύνη θά φτωχύνουν. Εἶναι μία ἀρκετά ἐσφαλμένη ἀντίληψις.

        Καί λέγει ἐδῶ: μέ αὐτό πού κάνεις θησαυρίζεις ἀγαθό πρᾶγμα στόν ἑαυτόν σου ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης. Θά ’ρθη κάποια μέρα καί γιά σένα, γιατί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἕνας τροχός, μήν τό ξεχνοῦμε ποτέ αὐτό. Ξέρετε μετά τήν Ρωσική ἐπανάστασι πόσοι ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπό τήν Ρωσία πρίγκιπες, διανοούμενοι, σπουδαῖοι, τρανοί καί ἔγιναν πάμπτωχοι; Στήν Ἑλλάδα πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε ἀπό τότε· πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε. Εἴχαμε δέ περισσοτέρους, τώρα ἔχουνε πεθάνει πάρα πολλοί οἱ ὁποῖοι -ἐγώ τοὐλάχιστον ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου- οἱ ὁποῖοι, ἄλλος ἤτανε σωφέρ, ἄλλος ἦταν ξέρω ’γώ … παρακάτω ἄλλο ἐπάγγελμα, ἄλλος τοῦτο, ἐκεῖνο... δηλαδή φτωχικά ἐπαγγέλματα, χειρονακτικά ἐπαγγέλματα, κι ὅμως αὐτοί ἦταν πρίγκιπες κάποτε. Ἡ ζωή, παιδιά, εἶναι μία ρόδα καί κυλάει. Δέν στέκεται ποτέ της. Σήμερα εἶσαι ἐπάνω, αὔριο θά εἶσαι κάτω. Καί πάλι θά εἶσαι ἐπάνω. Δέν ξέρεις λοιπόν ἡ αὐριανή ἡμέρα πῶς θά σοῦ φέρει τά πράγματα.

        Γι’ αὐτό τό λόγο, ὅταν κάνωμε ἐλεημοσύνη, καταθέτομε  εἰς τήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖ πού λέγει ὁ Κύριος «δέν ὑπάρχουν οὔτε κλέφτες, οὔτε σκουλήκια καί σκουριά γιά νά καταστρέψουν τά κατατεθέντα. Καί τραπεζίτης ὄχι κάποιος πού μπορεῖ νά κηρύξη πτώχευσιν, ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος Θεός». Καί Τοῦ ἐμπιστευόμεθα εἰς τά χέρια, τά δικά Του χέρια, τοῦ ἐμπιστευόμεθα ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάμνομε ἐλεημοσύνη. Ὡς σ' ἕνα ἄλλο χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν πτωχόν, δανείζει τόν Θεόν». Ὁ Θεός δηλαδή εἶναι χρεώστης. Ποιός; Ὁ Θεός χρεώστης; Σέ ποῖον; Στόν φτωχόν ἄνθρωπον. Χρεώστης στόν φτωχόν ἄνθρωπον! Καί ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης θά ἔλθη νά σοῦ πῆ. Γιατί; Γιατί θά ἔχεις ἐσύ ἀπό τά δικά σου ὑπάρχοντα καταθέσει διά τῆς ἐλεημοσύνης εἰς τήν τράπεζα τοῦ Θεοῦ.

       Ἀλλά καί κάτι ἄλλο. «Διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καί οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τό σκότος·» (Τωβ. 4, 10) Αὐτό τό χωρίον εἶναι πάρα πολύ ἐξαιρετικό. Λέγει· «διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον καί δέν ἀφήνει νά μπῆ κανείς στό σκοτάδι». Δέν ξέρω ἄν ἀντιλαμβάνεστε· εὑρισκόμεθα στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔχομε ἐδῶ δυό πράγματα: τόν θάνατον, λέγει, καί τό σκότος. Ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον, δέν ἀφήνει νά μπῆ στό σκοτάδι. Τί εἶναι; Εἶναι ἡ κόλασις· εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος καί ἡ κόλασις. Βλέπετε ὅτι τό θέμα τῆς κολάσεως -τά προανακρούσματά της- φαίνεται καί εἰς αὐτήν τήν Παλαιά Διαθήκη; Ὅπως καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ  Βασιλεία. Ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως -ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως!- ὑπάρχει καί  εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι φανερό ἀπό πάρα πολλά χωρία, καί ἀπό τό χωρίο αὐτό, πού ἐξηγήσαμε πιό πάνω.

       Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὅτι τό ἔλεος πού θά κάνη ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἐλεημοσύνη ἐν εὐρείᾳ καί ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Εἴδατε! Νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά τοῦ μή ποιήσαντι τό ἔλεος, ἡ κρίσις ἀνέλεος. Γιά κεῖνον πού δέν ἔκανε ἔλεος, ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέλεος, χωρίς ἔλεος. Ἐνῶ γιά κεῖνον πού ἔκανε ἔλεος, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε λοιπόν, τί θά πῆ μέ τήν ἐλεημοσύνη σου εἴτε ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, εἴτε ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νά νικήσης τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι μικρόν πρᾶγμα!

     Ἡ ἐλεημοσύνη ὅπως τήν λέμε ἐμεῖς τήν λέξιν αὐτή καί ὅπως ἐδῶ τήν λέγει, ἔχει τήν ἔννοια ἁπλῶς «νά δώσης ὑλικά πράγματα σ’ ἕναν φτωχόν ἄνθρωπον». Εἶναι σαφές. Τό εἶπε, μᾶς τό διεσάφησε. Ὁ ὄρος ἐλεημοσύνη εἶναι ἐδῶ πολύ σαφής. Ἀλλά ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ εἶναι καί ἔλεος. Καί σημαίνει «ποιῶ ἔλεος μετά τοῦ πλησίον μου». Τί σημαίνει αὐτό; Μέ κάθε τρόπο δείχνω τό ἔλεός μου, ὄχι μόνο τό ὑλικόν, ὄχι δηλαδή νά τοῦ δώσω ὑλικά πράγματα μόνον, ἀλλά ἀκόμη νά τόν συγχωρήσω, νά φανῶ ἐπιεικής, νά τόν βοηθήσω καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, νά τόν ἀπαλλάξω ἀπό μία δυσκολία, νά τόν παρηγορήσω καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

      Ὅπως βλέπετε λοιπόν, τό ἔλεος ἔχει εὐρεία σημασία. Ἐγώ θά ἔλεγα -σήμερα ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι φτωχοί πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ὁπωσδήποτε- ἀλλά ἄν ἔπρεπε ὅμως ὅλοι νά ἀσκοῦσαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, τότε αὐτοί οἱ κάποιοι φτωχοί δέν θά εἶχαν πλέον ἀνάγκη, καί τότε θά λέγαμε: «πῶς θά ἀσκήσωμε τήν ἐλεημοσύνη;» Ἡ ἀρετή αὐτή σέ κάθε ἐποχή ἔχει τήν θέσιν της. Ἁπλούστατα διότι δέν ἔχει πάντοτε ὑλική διάστασι, ἔχει καί πνευματική διάστασι.

        Ἄν πάρης μέ τά χρήματα σου αὐτά πού διαθέτεις -δέκα δραχμές- ἀγοράσεις ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, καί τό δώσεις σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος -προσέξτε!- ἔχει χρήματα, δέν εἶναι πτωχός, ἀλλά τοῦ τό δώσεις, τρόπον τινά τόν ὑποχρεώσεις μέ αὐτό τό δωράκι σου αὐτόν τόν ἄνθρωπο -πού δέν θά πήγαινε ποτέ νά τό ἀγοράση- αὐτόν τόν ἄνθρωπο τόν ἐλεεῖς· γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πιό πολλή ἀνάγκη ἔλεος μέ πνευματική διάστασι, παρά μέ ὑλική διάστασι. Ἤ ἄν δώσης μία συμβουλή ἄν δέν ἔχης χρήματα, καί αὐτό εἶναι ἔλεος. Ἄν ὁδηγήσης τόν ἄλλον στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι ἔλεος, εἶναι ἐλεημοσύνη. Μή νομίσομε δηλαδή ὅτι πρέπει νά εἴμεθα πλούσιοι γιά νά κάνωμε ἐλεημοσύνη· κάθε ἄλλο. Ἔχει εὐρύ φάσμα ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

        «Δῶρον γάρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου» (Τωβ. 4, 11) Λέει ὅτι εἶναι δῶρον ἀγαθόν ἡ ἐλεημοσύνη γιά ἐκείνους πού τήν κάνουν μπροστά στόν Θεό.

          Ἀφήνει τώρα τό θέμα αὐτό, θά ἐπανέλθη πάλι, γιατί τόν συνέχει. Καί αὐτό πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο ξαναγυρίζει καί ξαναγυρίζει. Καί αὐτό καί ἀπό τή ζωή του τό βλέπομε, ἀλλά καί στή διαθήκη του βρίσκεται· τῶν ὑποθηκῶν αὐτῶν τῆς διαθήκης βλέπομε ὅτι ἐκεῖνο πού συνεῖχε τήν ψυχήν τοῦ Τωβίτ ἦταν ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

       Μπαίνει σ’ ἄλλο θέμα. Πολύ σπουδαῖο!

       «Πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον, ἀπό πάσης πορνείας». Τί ὡραῖο! Παιδί μου, πρόσεξε ἀπό κάθε μορφή σαρκικόν ἁμάρτημα. Δέν ξέρω τί νά πῶ πάνω σ’ αὐτό. Μόνο γι’ αὐτό θά ἔπρεπε νά ἐξαντλήσω μία ὥρα· μόνο γι’ αὐτό. Ζοῦμε σέ μία ἐποχή ἡ ὁποία εἶναι τρομερή. Κι εἶναι τρομερή γιατί ἔχει δημιουργήσει μία διαστροφή τῆς ἀληθείας. Εἶναι μία ἐποχή πού τό ψέμα τό λέγει ἀλήθεια, καί τήν ἀλήθεια τή λέγει ψέμα. Μία ἐποχή πού τό μαῦρο τό λέγει ἄσπρο, καί τό ἄσπρο μαῦρο. Τό πικρό γλυκύ, καί τό γλυκύ πικρό. Ἡ περικοπή αὐτή δέν εἶναι δική μου εἶναι ἀπ’ τόν Προφήτη Ἡσαΐα. Καί λέγει ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου: «ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους πού κάνουν τό μαῦρο, ἄσπρο καί τό ἄσπρο, μαῦρο· τό ἀγαθό, κακό καί τό κακό, ἀγαθό· καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἀλλοίμονο!»

       Ἔ, λοιπόν ἡ ἐποχή μας δέν ἔχει ἁπλῶς τά προβλήματά της, ὅπως εἶχαν οἱ προηγούμενες ἐποχές, πού μποροῦσε ἕνας νέος, μία νέα νά ἔχη τά προβλήματά του καί νά πάρη μία συμβουλή. Μία συμβουλή σχετικά σίγουρη καί ἐπιτυχημένη νά πατήση καλά. Εἶναι αὐτό πού ἡ ἐποχή μας τό λέγει κατεστημένο. Αὐτό τό σίγουρο τό λέγει ἡ ἐποχή μας κατεστημένο, πού τό κλώτσησε ἡ ἐποχή μας αὐτό τό λεγόμενο κατεστημένο, καί κλωτσώντας το, δημιουργεῖ μία ἀνατροπή αὐτῶν τῶν ἀξιῶν καί λέγει: «ἐάν εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τῶν σαρκικῶν ὁρμῶν καί ἐπιθυμιῶν καί ἱκανοποιήσεων, τῆς πορνείας, τότε εἶσαι ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος. Ἄν ἀντιθέτως μετέρχεσαι τήν ἐγκράτειαν, τήν σωφροσύνην, τήν παρθενίαν, τότε εἶσαι ἀνώμαλος.»

       Ἄν θά μποροῦσε νά προβάλη μία κοπέλα ἕναν τίμιον θησαυρόν, πολύτιμο θησαυρό αὐτόν ἐννοῶ τίμιον, πολύτιμο θησαυρό στό περιβάλλον της, στά μάτια τοῦ κόσμου καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὁ θησαυρός θά ἐλέγετο: παρθενία ἁγνότητα, σωφροσύνη. Αὐτός σήμερα ὁ θησαυρός ἐμπαίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπό τίς συνομήλικές σας κοπέλες ἐμπαίζεται, χλευάζεται· κατέβηκε στό πεζοδρόμιο καί ποδοπατήθηκε καί γίνεται ἀντικείμενον φοβερῆς εἰρωνείας, ἀλλά καί κακογλωσσιᾶς καί συκοφαντίας. Καί μποροῦν νά ποῦν μία κοπέλα πού μετέρχεται τήν ζωή τῆς σωφροσύνης, τῆς ἁγνότητος, νά ποῦν ὅτι αὐτή ἡ κοπέλα εἶναι ἀνώμαλη.

      Εἶχα πεῖ πέρυσι ἤ πρόπερσι, δέν θυμᾶμαι, στήν ὁμιλία τῶν μεγάλων τήν ἑξῆς περίπτωσι: Μοῦ ’λεγε μία μητέρα -ἴσως καί σέ σᾶς νά τό ’χω πεῖ, δέν θυμοῦμαι- μοῦ ’λεγε μία μητέρα γιά τήν κόρη της, ἔβγαλε τό Γυμνάσιο καί ἔκανε παρέα μέ νέους ὄχι καλῆς ποιότητος, καί λέει ἡ μητέρα στήν κόρη της «παιδάκι μου, δέν ὑπάρχουν κοπέλες νά κάνης παρέα; Κάνεις παρέα μέ ἀγόρια, μέ νέους βγαίνεις ἔξω; Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Δέν φοβεῖσαι; Δέν ντρέπεσαι; Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ξέρεις τί ἐξέλιξι μπορεῖς νά ἔχης; Ποῦ νά φτάσης;» Καί τί ἀπήντησε ἡ κόρη: «Τί, εἶμαι ἀνώμαλη νά κάνω παρέα μέ κορίτσια;» Ἀκοῦστε! Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ!

        Καί δέν σᾶς λέω πράγματα τά ὁποῖα δέ λέγονται στό Γυμνάσιό σας, λέγονται καί στό Δημοτικό Σχολεῖο. Πιστέψτε με, ἄν εἶχα μαθήτριες τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, δέν ξέρω ἴσως... ἴσως... -ἐκεῖ φτάσαμε- θά μιλοῦσα μέ τέτοια γλῶσσα. Γιατί; Διότι εἶναι ξεφτέρια οἱ μαθήτριες πιά καί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Καθαρό πρᾶγμα.

      Λοιπόν· ἀκοῦστε κοπέλες μου, ἀκοῦστε παιδιά μου. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἀναλλοίωτος. Ἐδῶ λέει ὁ Τωβίτ στό παιδί του: «παιδί μου, λέει, πρόσεχε ἀπό κάθε μορφή ἀνηθικότητος».

       «Ἀπό πάσης πορνείας, πρόσεχε!» Αὐτό εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἐντολή ἀναλλοίωτη, ἐντολή μή μεταβαλλομένη εἰς τούς αἰῶνας. Δέν ὑφίσταται φθοράν καί μεταβολή· δέν εἶναι κατεστημένο, ἕνα κατεστημένο πού βούλιαξε, πού μούχλιασε, πού πρέπει νά ἀναθεωρηθῆ, νά πεταχτῆ γιά νά ’ρθη κάτι καινούριο στή θέσι του. Εἶναι αἰώνια αὐτά, μέ αἰώνιο κῦρος. Δέν βγαίνομε ἐκεῖ νά ποῦμε ποτέ ὅτι πάλιωσε ὁ ἥλιος ἤ πάλιωσε τό νερό ἤ πάλιωσε τό ψωμί. Πάντα ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς ψωμί τρώγει, νερό πίνει καί τόν ἥλιο βλέπει. Δέν βγαίνει ἔξω καί νά πῆ ὅτι αὐτά τά πράγματα ἐπάλιωσαν καί πρέπει νά πεταχτοῦν σάν πεπαλαιωμένα. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο· γιατί ἐπιτέλους ἐπιτέλους μία κάποια τῶν ἡμερῶν ὁ ἥλιος θά τελειώσει, ἀλλά ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα.

       Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ἔτσι δέ περνοῦν αὐτά. Λέει: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθουν». Αὐτό εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτά πού εἶπα δέν θά περάσουν, θά μείνουν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἐνῶ τό σύμπαν θά περάση. Γι’ αὐτό μήν ξιπάζεστε, καί λέτε ὅτι πρέπει νά προσαρμόζεστε σέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας καί τό περιβάλλον σας ἤ καί οἱ καθηγητές σας ἴσως, δέν ξέρω τί... ἤ ἔντυπα πού διαβάζετε, ἤ ξέρω ’γω οἱ γύρω πού πιπιλίζουν τό μυαλό σας κάθε μέρα μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν· καί λέγουν καί λέγουν καί προβάλλουν μέ ἔντυπα, μέ εἰκόνες, μέ τήν τηλεόρασι, μέ τόσα πράγματα γιά νά προβάλλουν τήν ἁμαρτία.

      Μή φοβῆσθε· μήν ξεχνᾶτε ὅτι γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ: νά γίνη ἀντικείμενον εἰρωνείας. Εἶναι ὁ τελευταῖος μακαρισμός. «Μακάριοι, λέγει, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί ἐκβάλλουσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν».(Λουκ. στ΄ 22) Θά βγάλουν τό ὄνομά σας, λέγει, πονηρόν. Τί θά πῆ πονηρόν; Ὅτι εἴσαστε διεστραμμένοι ἄνθρωποι, ὅτι δέν στέκεστε καλά, ὅτι... ποιός ξέρει τί μετέρχεστε, καί τά λοιπά, καί θά σᾶς κοροϊδέψουν, θά σᾶς ὀνειδίσουν. Ὅλα αὐτά βέβαια, λέγει, «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου», γιατί πιστεύετε σ’ Ἐμένα, γιατί ποιεῖτε ἐκεῖνα τά ὁποῖα Ἐγώ ἔχω πεῖ. «Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε» νά ‘χετε χαρά, νά ‘χετε ἀγαλλίασι, γιατί ὁ μισθός σας εἶναι πολύς.

        Ἕνα πρᾶγμα δέν μποροῦν νά καταλάβουν οἱ σύγχρονοι χριστιανοί: τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό χωνέψουν. Μόλις κάποια κοπέλα σᾶς κοροϊδέψει γι’ αὐτά τά ὁποῖα πιστεύετε, ἀμέσως ταράζεστε. .

       Θά ’θελες νά τό ζῆς αὐτό κρυφά; Δέν θά ἤθελες νά τό ξέρουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Ἐάν αὐτό τό πρᾶγμα συνέβαινε, τότε δέν ὁμολογεῖς τήν πίστιν σου.

        Καί μή νομίσετε ὅτι θά πρέπει νά κρύψω τόν τρόπο τῆς ζωῆς μου ἤ νά βγῶ νά τόν διαλαλήσω· ἀλλά δέν θά τόν κρύψω ἄν χρειαστῆ. Ὁ Χριστός εἶπε βάζουν τό λυχνάρι, βάζουν τήν φλόγα ἐπάνω, λέγει, στόν λύχνον, στό λυχνοστάτη, καί λάμπει ὅλους πού εἶναι μέσα τό σπίτι. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός πού πρέπει νά λάμψη μέ τά ἔργα του, μέ τή ζωή του, μέ τόν τρόπο του. Ἐάν λοιπόν κρύψω ἐγώ, ὑποστείλω τήν μαρτυρία μου τήν χριστιανικήν, τότε τί χριστιανός εἶμαι;

      Σᾶς παρακαλῶ πολύ, αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἕνα σφάλμα πολλῶν, εἶναι τῶν πολλῶν τό σφάλμα· γι’ αὐτό δέν ἔχομε σήμερα σωστούς χριστιανούς. Τρέμουνε μπροστά στήν κοινή γνώμη. Τί θά πῆ ὁ κόσμος! Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Ἄς πεῖ ὅ,τι θέλει ὁ κόσμος. Ὅ,τι θέλει. Ἤ σέ ἐπαινεῖ ἤ σέ κατηγορεῖ· ἤ σέ ἀνεβάζει ἤ σέ κατεβάζει· ἤ σέ κάνει ὕπαρξι ἤ σέ κάνει μηδέν· ὅ,τι καί νά σέ κάνη ὁ κόσμος, ἐσύ πρέπει νά σταθῆς στή θέσι σου.

       Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ποῖος μπορεῖ νά μᾶς χωρίση, λέγει, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ποιός; Βάθος; Ὕψος; Δυνάμεις; Ἐνεστῶτα; Μέλλοντα; Ἀρχαί; Ἐξουσίαι; ἤ... ἤ... ἤ... Τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἴτε ἄν μᾶς ἀνεβάσουν, εἴτε ἄν μᾶς κατεβάσουν. Δηλαδή μᾶς ὑψώσουν καί μᾶς ἐπαινέσουν, ἤ μᾶς κατεβάσουν καί μᾶς  κατηγορήσουν. Οὔτε ἀκόμα οἱ δαίμονες, οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε τά παρόντα, οὔτε τά μελλοντικά, οὔτε τό ξήλωμα τῶν ἀξιωμάτων ἤ τό χάρισμα τῶν ἀξιωμάτων, τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Αὐτός εἶναι.

        Προσέξτε, λοιπόν. Εἶναι ἕνα ἐπίκαιρο σημεῖο, ἕνα λεπτό σημεῖο, ἕνα σημεῖο πού πονάει τόν σύγχρονο νέο, αὐτό τό θέμα τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων. Νά φυλάξω τήν παρθενία μου, νά φυλάξω τήν τιμή μου, τήν ἀξιοπρέπειά μου, τήν σωφροσύνη μου πιό πολύ ἀπό τά μάτια μου. Ἐπιτέλους ἐπιτέλους ὁ τυφλός πηγαίνει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει σημασία ἄν τυφλώθηκε. Ἀλλά αὐτός πού ἔβγαλε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, αὐτός δέν πηγαίνει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μήν πεῖτε «θά δοκιμάσω». Μία δοκιμή σημαίνει ἀπώλεια πού δέν ἐπανακτᾶται πλέον. Μήν πεῖς «θά μετανοήσω». Πολλοί εἶπαν ὅτι «θά γυρίσω». Δέν τά κατάφεραν. Εἶναι μία χάρις τοῦ Θεοῦ νά γυρίση κανείς καί μάλιστα ἐκεῖνος πού δέν ἔβαλε στό μυαλό του γιά νά γυρίση. Ἐκεῖνος πού εἶπε «γιά νά δοκιμάσω καί θά γυρίσω», αὐτός φοβᾶμαι ὅτι ὁριστικά ἐχάθη.

        Φυλάξτε λοιπόν, πολύ τόν ἑαυτό σας, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον ἀπό πάσης πορνείας».

       Καί κατόπιν ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ γάμου. Σᾶς τό διαβάζω, καί θά τό πῶ μέ δικά μου λόγια: «Καί γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπό τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μή λάβης γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἥ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοί προφητῶν ἐσμέν. Νῶε, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπό τοῦ αἰῶνος· μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοί πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καί εὐλογήθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καί τό σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν. Καί νῦν, παιδίον, ἀγάπα τούς ἀδελφούς σου καί μή ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπό τῶν ἀδελφῶν σου καί τῶν υἱῶν καί θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα.» (Τωβ. 4, 12-13)

     Μέ δικά μου λόγια· Γιά τούς Ἑβραίους ἀπηγορεύετο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, καί εἰδικότερα βέβαια ἔξω τῆς φυλῆς των. Αὐτό ὅμως δέν ἦτο ἀπόλυτο. Ἀπόλυτο ὅμως ἦτο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ των. Καί τοῦτο διότι ἔπρεπε νά προφυλαχθοῦν ἀπό τήν εἰδωλολατρία.

     Ἕνα φοβερό κακό πού μπῆκε μέσα στούς Ἰσραηλίτας -τί ἦταν, λέτε;-  ἕνας μικτός γάμος. Ὁ γάμος τοῦ Βασιλέως Σολομῶντος. Ἔκανε μικτούς γάμους· μικτούς γάμους. Σήμερα μικτόν γάμο λέμε τόν γάμον πού, ἄς ποῦμε ἕνας Ἕλληνας παίρνει μία Ἰταλίδα, ἤ ἕνας ὀρθόδοξος παίρνει μίαν καθολικήν ἤ μία προτεστάντισσα καί οὕτω καθ’ ἑξῆς· λέγονται μικτοί γάμοι. Ἀπηγορεύετο στούς Ἑβραίους νά πάρουν γυναῖκα ἔξω ἀπό τό λαό τους. Ἀποτέλεσμα: αὐτές οἱ γυναῖκες ἐπηρέασαν τόν Σολομῶντα καί κατά τή διάρκεια τῆς Βασιλείας του -παράξενο, περίεργο, ἀπίθανο, ἀπροσδόκητο!- ἐλατρεύοντο καί ξένες θεότητες πλάι στόν μεγαλοπρεπῆ ναό πού εἶχε κτίσει ὁ Σολομῶν πρός τιμήν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

        Καί ὁ Θεός τόν ἐτιμώρησε τόν Σολομῶντα· χάριν τοῦ πατέρα του ὁ ἴδιος δέν ὑπέστη κακόν. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι «τά παιδιά σου δέν θά κληρονομήσουν τό ἀπέραντο Βασίλειόν σου, ἀλλά θά διαιρεθῆ γιά θά γίνη πολύ πολύ μικρό τό Βασίλειό σου, θά μείνη μόνο μέ δυό φυλές. Καί τό ἄλλο Βασίλειο θά ἔχη δέκα φυλές. Καί Βασιλιάς τοῦ ἄλλου Βασιλείου θά γίνη δοῦλος σου! Θά ἀνακηρυχθῆ Βασιλεύς ἕνας ἀπό τούς δούλους σου». Ἦταν ἕνα φοβερό πλῆγμα! Ἀντί δηλαδή παιδί του νά πάρη τήν Βασιλεία, δοῦλος του θά ἔπαιρνε τήν Βασιλεία. Καί ὅλα αὐτά γιατί; Γιατί ὁ Σολομῶν εἶχε πέσει στήν ἁμαρτία -ἀπό τί;- τῶν ἐπιμίκτων γάμων.

     Ἀκοῦστε, παιδιά, νά τό ξέρετε -δέν εἶναι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά νά τό ξέρετε- ποτέ, ὅταν ὁ Θεός θέλη νά παντρευτῆτε, νά μήν πάρετε ξένον ἄνθρωπο. Σᾶς τό συνιστῶ θερμά. Μπορεῖ -δέν ξέρω σήμερα τά ταξίδια στό ἐξωτερικό εἶναι τόσο εὔκολα, εἴτε ξένοι ἔρχονται ἐδῶ, ἤ ἐσεῖς μπορεῖτε νά πᾶτε ἔξω, ἤ γιά συνέδριο καμμιά φορά –πού θά τό εὐχόμουν ποτέ νά μήν πᾶτε γιά συνέδριο Εὐρώπη καί Ἀμερική καί τά λοιπά, ποτέ!- ἤ… ἤ… ἤ… δέν ξέρω… δέν ξέρω κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες μπορεῖ νά βρεθῆ κανείς ὡς μετανάστης καί λοιπά καί λοιπά, ξένον νά μήν πάρετε. Νά εἶναι Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος.

       Τό πόσα προβλήματα δημιουργοῦνται μέσα σ’ ἕνα σπίτι, πού μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄλλος ὄχι Ἕλληνας ἤ ἑτερόδοξος, μόλις καί ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὕστερα εἶναι κι ἕνα κρύο πρᾶγμα, νά αἰσθάνεσαι τόν ἄλλον νά μήν ταιριάζουν τά ἤθη καί ἔθιμα σου, ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάνουν δυό ἀνθρώπους νά αἰσθάνωνται ὄμορφα καί ζεστά μέσα στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ τόπου τους. Τί ὡραῖο πρᾶγμα!  Νά πῆς παίρνω ἕναν Ρωμαιοκαθολικό καί αὐτός ἔχει Πάσχα μία βδομάδα πιό μπροστά ἤ ἐμεῖς νηστεύομε τήν Μεγάλη Βδομάδα, αὐτοί τρῶνε... ξέρω ’γώ τί. Εἶναι πάρα πολύ κρύο πρᾶγμα! Καί γενικά νά ποῦμε, εἶναι ἄσχημο. Προσέξτε! Βλέπετε ὅτι εἶναι καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος ἤ Ἑλληνίδα -πᾶμε ἀπό γυναῖκα σέ ἄνδρα- καί ὀρθόδοξος. Ὄχι ἑτερόδοξος, ὄχι ἀλλοεθνής. Αὐτό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς περικοπῆς.

      Καί λέγει στή συνέχεια: «Διότι ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καί ἀκαταστασία πολλή, καί ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καί ἔνδεια μεγάλη· ἡ γάρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστί τοῦ λιμοῦ.» (Τωβ. 4, 13) Ὅταν εἶσαι ὑπερήφανος ἄνθρωπος, γιατί  πολλές φορές  -ἀναφέρεται στό εἶδος τῶν ἐπιμίκτων γάμων- ὑπάρχει μία ὑπερηφάνεια «νά πάρω ξένον ἄνθρωπον» καί νά λέγω «ξέρετε, ὁ σύζυγός μου -μία κοπέλα- εἶναι… εἶναι Ἀμερικανός! Εἶναι… Γάλλος!  Ἄγγλος!» καί μ’ ἕναν ἔτσι ὑπερήφανο τρόπο τό λέγει αὐτό. Μέσα σ’ αὐτή τήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει καταστροφή καί ἀκαταστασία! Αὐτό τό «ἀπώλεια καί ἀκαταστασία» εἶναι αὐτά πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, πού… πού μπορεῖς νά στήσης ἕνα σπιτικό σωστό, ὅπως θά τό ἔνιωθες, ἄν ἦταν τῆς αὐτῆς φυλῆς, τῆς αὐτῆς γενιᾶς καί τῆς αὐτῆς πίστεως, ἐκεῖνος τόν ὁποῖον θά κάνης σύζυγον τῆς ζωῆς σου.

     Ἀκόμη λέγει «ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις». Ἡ ἀχρειότης ἐδῶ μεταφράζεται ἡ σπατάλη. Ὑπάρχει, λέγει, στή σπατάλη ἡ ἐλάττωσις «καί ἔνδεια μεγάλη», καί φτώχεια πολλή. «Ἡ γάρ ἀχρειότης» διότι ἡ σπατάλη «μήτηρ ἔστι τοῦ λιμοῦ» εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Τό θέμα αὐτό τῆς σπατάλης μέσα στό σπίτι, παιδιά, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Θά ’παιρνα ἕνα χωρίο θύραθεν, ἀπ’ ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐκεῖνο τό γνωστό: «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Τό ἐνθυμεῖστε; Τό γνωρίζετε; Νά σᾶς βάλλω ἕναν μικρό διαγωνισμό νά μοῦ πῆτε τήν ἑπομένη φορά ποῖος τό εἶπε αὐτό; Ἒ; Λοιπόν, θά σᾶς ἐρωτήσω νά μοῦ τό πῆτε, μόνο νά μήν τό ξεχάσω. Ρωτῆστε καί τόν καθηγητήν τόν φιλόλογον. «Ποῖος τό εἶπε, κύριε καθηγητά, αὐτό: φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας;» Ἀλλά γιά νά τό πῆτε πρέπει νά τό γράψετε, νά τό θυμόσαστε. Κοιτάζοντάς το θά τό μάθετε, καί μαθαίνοντάς το θά τό ἐκτιμήσετε, καί ἐκτιμῶντας το, θά τό ἐφαρμόσετε.

     Λοιπόν, «Φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Φιλοκαλῶ, τί θά πῆ; Κάνω κάτι ὄμορφο. Μετ’ εὐτελείας, τί θά πῆ; Ἀπό τό τίποτα, μέ λίγα πράγματα. Μπορεῖς νά στολίσης τό σπίτι σου μέ τό τίποτα; Τό ξαναλέγω. Τί νομίζετε, παιδιά, γιά νά στολιστῆ ἕνα σπίτι, θέλει πολλά χρήματα; Αὐτό νομίζετε; Ὅτι θέλει πολλά χρήματα; Βαριά ἔπιπλα; Καί ὅτι, ἄν βάλλωμε βαριά ἔπιπλα, πραγματικά στολίσαμε τό σπίτι μας; Λάθος! Λάθος.

      Ὅταν ὑπάρχη μία δεξιοτεχνία, τήν ὁποία θά σᾶς συνιστοῦσα ἀπό μικρές νά καταγίνεστε, τήν δεξιοτεχνία γύρω ἀπό χειροτεχνικά πράγματα ποικίλης μορφῆς καί φύσεως -ποικίλης μορφῆς καί φύσεως!- τότε μπορεῖτε νά στολίσετε τό σπίτι σας ἀπό τό τίποτα, καί νά τό κάνετε θαυμάσιο, περίφημο μέ φτηνά πράγματα, μέ κουρελάκια μέ τοῦτο μ’ ἐκεῖνο. Ἔχω προσέξει -γιατί ἔχουν ἔρθει καί στό Μοναστήρι ἕνα δυό κυρίες, καί μοῦ ἔχει κάνει πολλή ἐντύπωσι- τίς σακκοῦλες νάϋλον, τίς ἀγοράζουνε, τίς κόβουνε ὅπως παλιά τίς κουρελοῦδες, καί  τίς πλέκουνε καί τίς κάνουνε πατάκια. Δέν ξέρω βέβαια ἄν εἶναι ὄμορφο αὐτό ἤ ἄσχημο. Ἕνα πρᾶγμα ἐκτιμῶ: τήν ἀξιοποίησι τοῦ πράγματος. Αὐτό θά πῆ «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας», φτιάχνομε κάτι ὄμορφο ἀπό τό τίποτα.

        Ἐκεῖ εἶναι ἡ πραγματική ἀξία τῶν γυναικῶν. Νά μπορῆ, ὄχι νά λέγη στόν σύζυγόν της, «δῶσε μου καί δῶσε μου χρήματα» νά πηγαίνη στήν ἀγορά καί νά τά παίρνη ὅλα ἕτοιμα καί ἀκριβά καί βαριά πράγματα, ἀλλά νά μπορῆ μέ τό μυαλό της ἀπό ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν νά φτιάξη χίλια δυό πράγματα.

      Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἡ καλή κοπέλα πού ἔχει μάθει ἔτσι, ὅ,τι ἔρχεται σπίτι της τό φυλάσσει. Χρυσόχαρτα, ξυλάκια, πράματα… ὅ,τι… ὅ,τι μποῦν στό σπίτι της τό φυλάσσει, καί ἀπ’ αὐτά φτιάχνει χίλια δυό πράγματα.

        Ἐνθυμοῦμαι σ’ ἕνα σπίτι γνωστό μου, πολύ γνωστό μου, ἀπό μικρό παιδί εἴμαστε μαζί, γείτονες καί τά λοιπά, ἐπήγαινα -εἶχε ἐργοστάσιο ὁ σύζυγος, προσέξτε, εἶχε βιομηχανία- πήγαινε ἐκεῖ ἡ σύζυγος καί ἀγόραζε -σάν κι αὐτές τίς ἡμέρες τώρα Χριστούγεννα καί Πρωτοχρονιά- καί ἀγόραζε… δέν ξέρω τί ἀγόραζε γιά τά παιδιά της: καλουδάκια… γλυκά… στολίδια… πράγματα…  Λεφτά πεταμένα! Περιττόν νά σᾶς πῶ ὅτι καί ἡ βιομηχανία πῆγε στό σφυρί, καί τό σπίτι πού μένουν πῆγε στό σφυρί, ἀφοῦ πέθανε κι ἐκεῖνος, πέθανε κι ἐκείνος … τό σπίτι τους τό πήρανε τά χρέη. Εἶχαν ἕνα αὐτοκίνητο, τό ’χασαν κι αὐτό. Καί μένει τώρα ἡ μάνα μέ τίς κόρες σέ ἐνοίκιο· πολύ πτωχοί ἄνθρωποι. Εἴχανε κάποτε βιομηχανία, καί τόν καιρό ἐκεῖνο τά βλέπαμε καί λέγαμε «αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά πτωχύνουν». Θυμᾶμαι ἡ μητέρα μου τό ’λεγε αὐτό γιά τή σπατάλη -μέ συγχωρεῖτε, τώρα φεύγω λίγο ἀπό τό θέμα «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας»- ἔβαζε στό ψωμί ἐπάνω βούτυρο φρέσκο κι ἀπό πάνω τυρί. Καί μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «τούς βλέπεις αὐτούς; Μία μέρα θά ποῦνε τό ψωμί ψωμάκι». «Γιατί, μαμά;» ἔλεγα. «Γιατί τρῶνε καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί. Ἤ τό βούτυρο, ἤ τό τυρί. Ὄχι καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί! Γιατί αὐτή εἶναι σπατάλη!» Ἀποτέλεσμα: πραγματικά, ἡ μητέρα μου πέθανε, ἀλλά ἐγώ τό εἶδα αὐτό μέ τά μάτια μου, φτώχυναν καί ἡ φτώχεια τους……….  

        Ὄχι σπατάλη! Εἴδατε τί λέει ἐδῶ; «Ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας». Δέν εἶναι ἀνάγκη νά μᾶς τό πῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό βλέπομε ἀπό τήν πραγματικότητα. Κάθε μέρα ἡ πεῖρα μας τό διδάσκει.

    Λοιπόν. Τότε θά σᾶς παραδεχθῶ, ὅταν κάποτε μάθω, ἀντιληφθῶ, δῶ στό σπίτι σας ὅτι «φιλοκαλεῖτε μετ’ εὐτελείας», ὅτι ἀπό τό τίποτα φτιάχνετε ὡραῖα πράγματα. Τότε θά σᾶς πῶ ὅτι πράγματι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκούσατε κάποτε τά βάλατε  σέ ἐφαρμογή.

      Καί νά κλείσωμε γρήγορα, πολύ γρήγορα, γιά νά μή χάσωμε ἄλλο……

      «Μισθός παντός ἀνθρώπου ὅς ἐάν ἐργάσηται παρά σοί, μή αὐλισθήτω, ἀλλ’ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα» (Τωβ. 4, 14) Δούλεψε ὁ ἄνθρωπός σου, πλήρωσέ τον. Αὐτή ἡ κακή συνήθεια, νά μήν πληρώνης αὐτόν πού σέ δουλεύει! Καθαρά πράγματα. Μάθετε παιδιά, νά μή χρωστᾶτε. Προσέξτε μέ! Μάθετε νά μή χρωστᾶτε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βάζουν στό χέρι τά χρέη καί τήν ἀγορά ὁλόκληρη! Δέν τούς νοιάζει. Ἀρκεῖ αὐτοί στό σπίτι τους νά περνᾶνε πολύ καλά! Κι ἄς χρωστοῦν καί ἄς διαμαρτύρονται καί οἱ ἄνθρωποι· αὐτοί νά περνᾶνε καλά!

     Λοιπόν, ἀκοῦστε με, κι αὐτή τή διαθήκη: Φᾶτε ψωμί κι ἐλιές, χρέος νά μήν κάνετε ποτέ. Ψωμί κι ἐλιές νά φᾶτε. Ξέρετε μόνο πότε νά δανειστῆτε; Μόνο σέ δυό περιπτώσεις. Πρῶτον· ὅταν δέν ἔχετε οὔτε τό ψωμί, γιατί ἄν δέν ἔχομε τό ψωμί, θά πεθάνωμε. Γιά νά πάρετε κρέας, νά μήν δανειστῆτε. Νά πάρετε ὁ,τιδήποτε, νά μήν δανειστῆτε. Μόνο γιά ψωμί δανειστεῖτε, γιά νά μήν πεθάνετε. Καί μόνο γιά φάρμακα, ἤ νά πᾶμε στό γιατρό. Γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία μή δανειστεῖτε. Ὅσο φτάνετε, θά κάνετε … Παραπέρα μήν προχωρεῖτε. Ἀκοῦστε αὐτή τή χρυσῆ συμβουλή. Ἀκούσατε τήν καί δέν θά χάσετε ποτέ στή ζωή σας. Νά βγαίνετε στή ζωή σας ἔξω, στό δρόμο, στή γειτονιά, στήν ἀγορά καί νά ξέρετε ὅτι δέν χρωστᾶτε σέ κανέναν. Κι ἄν καμμιά φορά -ἄνθρωποι!- πότε; γιά μία στιγμή κάτι πήρατε, κάτι δανειστήκατε -μικρό ποσόν!- ὄχι πολλά πράγματα, τότε φροντίσατε γρήγορα γρήγορα νά τό ἀποδώσετε.

      Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μηδενί μηδέν ὀφείλετε, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλλοις» (Ρωμ ιγ΄ 8)], σέ κανέναν τίποτα νά μή χρωστᾶτε, ἕνα θά εἶναι τό χρέος σας, νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Τίποτε ἄλλο. Αὐτό εἶναι τό μόνο χρέος, τό ἀνεξώφλητον χρέος.

      «Καί ἐάν δουλεύσης τῷ Θεῷ ἀποδοθήσεταί σοι.» (Τωβ. 4,14) Ἐάν στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, λέγει, πορευθῆς, θά σοῦ ἀποδοθεῖ. Ξέρετε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ; Εἴμεθα στήν Καινή Διαθήκη, εἶναι ὁ εὐαγγελισμός τῶν ψυχῶν. Κοπέλες ἀπό σᾶς, νά πᾶτε στό νοσοκομεῖο νά δῆτε τούς ἀρρώστους ἀνθρώπους, νά πᾶτε σέ σπίτια πού ὑπάρχει ἡ φτώχεια καί ἡ θλῖψις, νά πᾶτε ὄχι μόνες σας -προσέξτε!- μέ μεγάλους, ὄχι μόνες σας ,προσέξτε τό σημεῖο αὐτό, νά κάνετε μεγαλώνοντας κατηχητικό σχολεῖο, νά προσφέρετε τίς ὑπηρεσίες σας καί στήν ἐνορία σας καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Μία ἐξαίρεσι ἐδῶ -λυποῦμαι πού θά τό πῶ, ἀλλά θά τό πῶ, ἂς  μέ κατηγορήσουνε, ἀλλά θά τό πῶ- αὐτόν τόν τρόπο πού ἔχουνε νά μαζεύουν χρήματα στά πανηγύρια καί νά βάζουν τίς κοπέλες νά καρφιτσώνουν στά πέτα τῶν διαβατῶν στούς δρόμους ἕνα χαρτάκι καί τήν σφραγῖδα τοῦ ναοῦ καί νά μαζεύουν χρήματα, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ, εἶναι πολύ κακό. Ποτέ νά μή δεχθῆτε νά κάνετε αὐτή τή διακονία. Δέν εἶναι σωστό. Κι ἔτσι καρφιτσώνοντας στόν κάθε διαβάτη ἐσεῖς οἱ κοπέλες αὐτό τό χαρτάκι νά πάρετε χρήματα, κινδυνεύετε. Κινδυνεύετε ὑλικά. Αὐτό λοιπόν νά μήν τό κάνετε ποτέ. Κατά τά ἄλλα ἡ ἐνορία σας στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσες ἀνάγκες, ὀφείλετε νά δώσετε τίς ὑπηρεσίες σας.

      Καί ἕνα πολύ ὡραῖο: «πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καί ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου» ( Τωβ. 4, 14)…. παιδί μου, λέγει πρόσεχε σέ ὅλα σου τά ἔργα, καί νά εἶσαι πεπαιδευμένος, μορφωμένος σέ κάθε σου συναναστροφή.

      Αὐτό τό πεπαιδευμένος δέν εἶναι διανοητική παίδευσις, μόρφωσις. Ὅπως θά ξέρετε ἡ λέξις «μόρφωσις» καί «μόρφωμα» παράγεται ἀπό τό ρῆμα «μορφώνω», τό οὐσιαστικό «μορφή» εἶναι τό καλούπι εἶναι ἡ φόρμα. Ἄν βάλωμε μέσα σέ μία φόρμα ζυμάρι καί τό βάλομε στό φοῦρνο, μετά τί βγαίνει; Βγαίνει ἕνα ὁμοίωμα τῆς φόρμας.

        Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ΄, 19) ] πονῶ, λέει, παιδάκι μου, πονῶ ἕως ὅτου μορφωθεῖ -τί θά πῆ μορφωθεῖ; σχηματοποιηθεῖ- σχηματοποιηθεῖ ὁ Χριστός μέ σᾶς. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια σάν νά εἶναι ὁ Χριστός ἕνα καλούπι -ἕνα καλούπι- καί ἐσεῖς νά εἶστε μία ρευστή οὐσία καί νά μπῆτε μέσα σ’ αὐτό τό κολούπι, νά βγάλωμε τό καλούπι καί τότε τό σχῆμα σας νά εἶναι ἐκεῖνο πού θά ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτό θά πῆ «ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν». Συνεπῶς ὅταν λέη ἐδῶ πεπαιδευμένος -καί θά λέγαμε ἐμεῖς μορφωμένος- δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ξέρει πολλά, ἀλλά θά τό λέγαμε μέ μία σύντομη λέξι, ἡ ὁποία δέν ξέρω ἄν μπορῆ νά ἀποδώση τό πραγματικό νόημα, δεδομένου ὅτι ἡ λέξι αὐτή δέν εἶναι ἑλληνική εἶναι το: «πολιτισμός», εἶναι καί τό «πολιτισμένος» ἀπό τό civilisation πού θά πῆ:  πόλις,  πολίτης, πολιτισμός …


6η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.