†.Η ἀπορία σας, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ ἑξῆς: Σᾶς παρακαλοῦμε, μιλῆστε μας: α) γιά τίς ψυχικές ὠφέλειες τῆς θείας Κοινωνίας, β) γιά τό πόσο συχνά πρέπει να κοινωνοῦμε, καί ἄν ἔχουν δίκαιο πολλοί ἱερεῖς πού ἀντιδροῦν, ἐπικαλούμενοι τόν φόβο τῆς συνηθείας, γ) λίγα σχετικά μέ τή νηστεία γι' αὐτούς πού συχνά κοινωνοῦν, καί δ) σχετικά μέ τήν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως καί τήν ὅλη προετοιμασία.
Εὐχαριστοῦμε.
Αὐτά λέει ἡ ἀπορία σας. Μάλιστα.
Τό θέμα αὐτό πού θίγετε, ἀγαπητοί μου, εἶναι πολύ μεγάλο, και βέβαια δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ πάρα πολύπρόχειρα. Ὅμως θα προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε σ' ἕνα γενικό διάγραμμα, ὅσο τοῦτο εἶναι δυνατόν.
Καταρχάς, γιά νά καταλάβουμε πόσο σημαντικό εἶναι τό θέμα μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ
Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διότι ἄν δέν γνωρίσουμε τί εἶναι τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τότε ὁ κάθε ἕνας θά ἔχει καί μία υποκειμενική άποψη γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, καί ἔτσι θά εἶναι περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός στόν ἑαυτό του, θα ετοιμάζεται περισσότερο ἤ λιγότερο, ἤ ἀκόμη θά κοινωνεῖ χωρίς κάποια συναίσθηση, ζημιώνοντας φοβερά τόν ἑαυτό του, καί οὕτω καθεξής.
Ποιά εἶναι ἡ ουσία τοῦ Μυστηρίου; Αυτό εἶναι τό κλειδί στο όλο θέμα μας.
Πολλά θά εἶχα να πω πάνω σ' αυτό το σημεῖο, ἀλλά ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἀρκετός χρόνος θά τά συμπτύξω.
Ἡ οὐσία τοῦ Μυστηρίου βρίσκεται στην μεταβολή τῶν τιμίων δώρων σε Σῶμα καί Αίμα Χριστοῦ. Ἐμεῖς
προσφέρουμε τα τίμια δώρα, ψωμί και κρασί, ἄρτον καὶ οἶνον, κι Ἐκεῖνος μᾶς ἀντιπροσφέρει Ἄρτον οὐράνιον καί Ποτήριον ζωῆς. Αὐτή ἡ προσφορά μας πρός τόν Θεό γίνεται αποδεκτή από τόν Θεό μέσα στόν χῶρο τῆς θείας Λειτουργίας.
σῶν Σοὶ προσφέρομεν», Σοῦ προσφέρουμε τα δικά Σου ἀπό τά δικά Σου. Δηλαδή ὁ Θεός ἔδωσε τό σιτάρι καί τά σταφύλια. Ἐμεῖς τώρα πήραμε το σιτάρι το κάναμε ψωμί καί τα σταφύλια τά κάναμε κρασί. Συνεπῶς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, (Βλ. Αγ. Νικόλ. Καβάσιλας, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας.) βάλαμε μέσα σ' αυτά και τον δικό μας κόπο, υπάρχει καί ἡ δική μας ή προσφορά. Βεβαίως θα λέγαμε ὅτι ἡ βασική προσφορά, ἡ βασική οὐσία, εἶναι τοῦ Θεοῦ, γιατί ἄν ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδινε τό σιτάρι και το σταφύλι, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε νά τοῦ προσφέρουμε τίποτα.
Ἔτσι, ὅταν ἐμεῖς τοῦ προσφέρουμε τα δικά του δώρα από τα δικά του, βάζοντας μέσα τον δικό μας κόπο, Ἐκεῖνος μᾶς τὰ ἐπιστρέφει, όχι ὡς ἀπαράδεκτα, ἀλλά μᾶς τά ἐπιστρέφει εμπλουτισμένα. Τοῦ δίνουμε κρασί καί ψωμί, καί μᾶς δίνει τὸ Σῶμα καί το Αίμα τοῦ Χριστοῦ του. Ὁ Χριστός Κυρίου είναι το δεύτερο πρόσωποτῆς Ἁγίας Τριάδος πού ἐνανθρώπησε, δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος. Μας δίνει λοιπόν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Χριστοῦ Του, τοῦ Μεσσία, δηλαδή εκείνου πού ἔχρισε και σφράγισε καί ἔστειλε στον κόσμο. (Βλ. Ἰωάν. 3, 17· 33-34. 6, 27. κ.ά.)
μᾶς ξαναδίνει Ἐκεῖνος. Μας δίνει τά φυσικά δώρα Του, Τοῦ δίνουμε τα φυσικά δώρα Του μαζί μέ τόν κόπο μας καί μᾶς δίνει πίσω το Σώμα Του καί τό Αίμα Του, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ Του. Πολύ σπουδαῖο
αὐτό τό πάρε-δώσε τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο!
Ἄν δέν πιστέψουμε, αγαπητοί μου, ὅτι ἔχουμε στην πραγματικότητα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅλα τά ἄλλα πού πιστεύουμε δέν εἶναι τίποτα· τότε ὁ Χριστιανισμός πέφτει στο κενό, νά τό ἔχετε υπόψη σας. Ἡ καρδιά τῆς καρδιᾶς τῶν πάντων στον Χριστιανισμό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν δέν γίνουμε μέτοχοι του Σώματος και Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δέν πετυχαίνουμε τίποτα.
Ὁ Δοσίθεος, πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατά το δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος ἕως ἀρχές τοῦ 18ου, τότε πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τους Προτεστάντες καί τούς Λατίνους, συνέγραψε πολλά συγγράμματα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν Ὁμολογία Πίστεως. Θά σᾶς διαβάσω τί γράφει στον 17ο ὅρο τῆς Ὁμολογίας του, χωρίς να κάνω πολλές αναλύσεις:
Αυτή ὅμως ἡ ἀκριβής γνώση τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ, ὅπως τήν ἀναφέραμε με συντομία ἐδῶ, εἶναι τό κλειδί γιά τή στάση πού θα τηρήσουμε παρακάτω ἀπέναντι σ' αὐτό. Δηλαδή, ὅταν ξέρουμε τί ἀκριβῶς εἶναι τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας,θα προετοιμαστούμε και θα προσέλθουμε αναλόγως.
Θα πρέπει ἀκόμη, απαντώντας στήν ἀπορία σας, να μιλήσουμε καί γιά τόν σκοπό αλλά καί τήν συχνότητα πού πρέπει να κοινωνούμε. Εἶναι πολύ σημαντικό να ἀναφέρουμε τόν σκοπό πού κοινωνοῦμε καί μετά να δοῦμε τό πόσο συχνά πρέπει να κοινωνούμε.
Από τη θεία Λειτουργία δὲν θὰ ἔπαιρνα παρά μόνο μία μικρή ευχή, ἡ ὁποία εἶναι τό τελευταῖο ἀπό τά εἴκοσι ἑπτά μέρη τῆς εὐχῆς τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ὅπου ἐκεῖ τελειοῦται, ὁλοκληρώνεται το Μυστήριο τῆς θείας Ευχαριστίας. Σ' αὐτή τήν εὐχή, ποὺ θὰ σᾶς τήν διαβάσω τώρα, καθορίζεται ὁ σκοπός, ἢ μᾶλλον οἱ ἐπιμέρους σκοποί τῆς μεταλήψεως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου. Ὁ ἱερέας ἀπευθύνεται πρός τόν Πατέρα και Τόν ἱκετεύει: «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δώρα ταῦτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν. Τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου. Αμήν. Μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίω. Ἀμήν, αμήν, αμήν». Βλέπετε; συμμετέχουν καί τά τρία πρόσωπα τῆς ᾿Αγίας Τριάδος. Δηλαδή ὁ ἱερέας παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα να στείλει τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο για να μεταβάλει αὐτά τά δώρα· τό μέν ψωμί σέ Σώμα τοῦ Χριστοῦ Του, τό δέ κρασί πού εἶναι μέσα στό Ποτήριο να το κάνει Αίμα τοῦ Χριστοῦ Του.
Αμέσως μετά αναφέρονται οἱ σκοποί. Ὁ πρῶτος: «Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς», ὥστε γιά ἐκείνους πού μεταλαμβάνουν να γίνει καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους. Ἡ λέξη νήψις προέρχεται από τὸ ρῆμα νήφω, πού σημαίνει ἔχω καθαρό μυαλό. Κατά λέξη σημαίνει ἐγκρατεύομαι από κρασί, καί συνεπῶς τό μυαλό μου είναι καθαρό. Μεταφορικά σημαίνει ἔχω καθαρότητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Ἡ λέξη νηπτικός από ἐκεῖ παράγεται. Λέμε νηπτικός πατήρ, νηπτική θεολογία καί τά λοιπά, καί εἶναι ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχουν σχέση με το πῶς θὰ φτάσω νὰ ἔχω καθαρό νοῦ καί καθαρή καρδιά. Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ λέει «εἰς νήψιν ψυχῆς», διότι ἡ ψυχή περιέχει καί τόν νοῦ καί τήν καρδιά, περιέχει τη νόηση τη βούληση καί τό συναίσθημα.
Ο δεύτερος σκοπός: «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», στο να συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας. Μή μοῦ πεῖτε ὅτι ἔχουμε το Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ναί, ἀλλά τό ένα δένἀναιρεῖ τό ἄλλο. Διότι μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως –πού εἶναι ἀπαραίτητο καί ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο γιά τήν προετοιμασία μας για τη θεία Κοινωνία– συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μας, γιατί γίνεται μία καταλλαγή, μία συμφιλίωση με τον Θεό, δηλαδή ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες μας καί Ἐκεῖνος μας συγχωρεί. Ὅταν λέει ἐδῶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», δὲν ἐννοεῖ ὅτι θά πᾶμε ἀπροετοίμαστοι να κοινωνήσουμε, χωρίς εξομολόγηση, καί ὁ Θεός θὰ μᾶς συγχωρήσει –να φυλάξει ὁ Θεός! δέν εἶναι ἔτσι τα πράγματα– αλλά σημαίνει ότι το Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως επισφραγίζεται με το Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὄχι ὅτι τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀτελές, αλλά αυτή η συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν μας επισφραγίζεται, κατά κάποιον τρόπο, μέ τό ἄλλο Μυστήριο, τὸ τῆς θείας Ευχαριστίας. Επίσης, ἄν κάποια μικρά αμαρτήματα δεν ειπώθηκαν στήν Ἐξομολόγηση ἐκ παραδρομής, αὐτά ὅλα το Σώμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ τά καθαρίζει.
Μή ξεχνάμε δέ ὅτι ἀπό τήν σταυρική θυσία του Χριστοῦ ἀπορρέουν ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα, καί τά ἑπτά, απορρέουν ἀπό ἐκεῖ, κατεξοχήν όμως τα δύο Μυστήρια, τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης λέει ὅτι ὅταν ὁ στρατιώτης μέ τήν λόγχη του έδωσε την χαριστική βολή στον Κύριο, πού ἦταν ἤδη νεκρός, από την πλευρά του ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Και μάλιστα το βεβαιώνει, λέγοντας «καὶ ὁ ἑωρακώς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία» (Ἰωάν. 19, 35.), καί αὐτός πού τό εἶδε –μιλάει γιὰ τὸν ἑαυτό του– ἔχει δώσει μαρτυρία γι' αυτό, καί εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία του, και γνωρίζει ὅτι λέει τὴν ἀλήθεια.
Γιατί όμως τα λέει όλα αυτά ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής. ὅτι τά ἔχει δεῖ ὁ ἴδιος, πώς ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή καί πώς ξέρει ὅτι λέει τήν ἀλήθεια και λοιπά; Το κάνειαὐτό διότι δεν θέλει να μείνει ἁπλῶς σε ένα φυσικό θά λέγαμε φαινόμενο, ὅτι καθώς λόγχισαν τον Κύριο βγήκε νερό καί αἷμα ἀπό τό σῶμα Του –κάτι που συμβαίνει μόνο στούς νεκρούς– αλλά διότι ἤθελε να δώσει κάποιον μυστηριακό χαρακτήρα στο γεγονός, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία ξεπήδησε από την πλευρά τοῦ Χριστοῦ, καί ἐκεῖνα πού συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία εἶναι τὸ Βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία. Αυτά τα δυό είναι τα Μυστήρια που συνιστοῦν τήν Ἐκκλησία, καί μετά εἶναι ὅλα τά άλλα, μέ τά ὁποῖα πλαισιώνεται ἡ Ἐκκλησία. Συνεπῶς ἀπό ἐκεῖ πηγάζουν ὅλα τά Μυστήρια, ἀλλά καί τό Μυστήριο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Στη συνέχεια ὁ τρίτος σκοπός τῆς θείας Κοινωνίας:«εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος». Κοινωνούμε γιά νά ἔχουμε τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, να γίννουμε μέτοχοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή τῆς Πεντηκοστῆς. Σημειώστε ὅτι δέν εἶναι ἐπαρκής ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἡ ᾿Ανάστασή του χωρίς τήν Πεντηκοστή. Θυμᾶστε τί εἶχε πεῖ ὁ Κύριος; «συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. 16, 7.), σας συμφέρει ἐγώ να φύγω. Γιατί συμφέρει; Διότι ἡ ολοκλήρωση τοῦ ἔργου Του εἶναι στήν Πεντηκοστή.
Καταρχάς ή Πεντηκοστή εἶναι μία μαρτυρία στον κόσμο, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀληθινός Θεός. Διότι, ἄν δέν
ἦταν –ὅπως Τόν κατηγοροῦσαν οἱ Ἐβραῖοι, καί γι' αὐτό Τόν καταδίκασαν– τότε πῶς ἦρθε το Πνεῦμα τό Ἅγιο; Θά ἐρχόταν ποτέ, ἄν ἦταν λαοπλάνος καί καταχραστής Θείου ονόματος; Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν κατηγορήσει τον Ἰησοῦ «ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰωάν. 19, 7. Βλ. Ματθ. 26, 63-66.), γιατί ἔκανε τόν ἑαυτό Του Υιό τοῦ Θεοῦ –σαφῶς, κατά την ουσία Υπό Θεοῦ, γιατί ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι λέγονταν υἱοί τοῦ Θεοῦ– καί ἔτσι ἔπρεπε να πεθάνει.
Ἔπρεπε λοιπόν να δοθεῖ ἡ μαρτυρία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀληθινός Κύριος, καί ὅτι δέν πήγε στην Κόλαση, όπως θα πήγαινε κάποιος πού θά
σφετεριζόταν θεῖες ιδιότητες. Γι' αὐτόν τόν λόγο ἦρθε το Πνεῦμα τὸ Ἅγιο· για να δώσει την μαρτυρία Του. Ἄλλωστε τό εἶχε πεῖ ὁ Χριστός· «ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὂν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας... ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν. 15, 26.). Ἐκεῖνος, ὁ Παράκλητος, ὅταν ἔλθει, θα μιλήσει γιά μένα, θα μαρτυρήσει για μένα.
Ἐδῶ ὅμως τελικά δέν εἶναι μόνο ή μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος γιά τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι καί τό ὅτι οἱ
Πάρα πολλές φορές λένε; Ε, τώρα, τί νά ἐξομολογηθεῖ... Δέν θέλει, δέν μπορεῖ... Ας τόν κοινωνήσουμε. Ἔ, κοινωνῆστε τον, λέμε κι ἐμεῖς. Αλλά ποιός σᾶς εἶπε ὅμως ὅτι αὐτός μπορεῖ νά σωθεῖ; Ξέρετε τί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος πάνω σ' αυτό; Τούς κοινωνούμε αυτούς τούς ἀνθρώπους ἐπειδή μᾶς τό ζητοῦν· ἀλλά γιά τήν σωτηρία τους ἀμφιβάλλουμε. Να το ξέρουμε. Μπορεῖ νά κοινωνοῦν ἐκείνη τήν στιγμή –ίσως εἶχαν χρόνια να κοινωνήσουν, ἴσως ποτέ δέν κοινώνησαν, ἀναξίως κοινωνοῦν–ὅμως θὰ σωθοῦν; Γιά νά σωθεῖ κανείς δέν εἶναι ἀρκετό νά κοινωνεῖ· πρέπει ταυτόχρονα νά ἔχει καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του τότε μόνο θα σωθεί.
Θα λέγαμε λοιπόν ὅτι ἡ Θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάστασή Του και Ανάληψή Του θά ἔπρεπε νά ἐπισφραγιστοῦν καί μέ τήν Πεντηκοστή. Σᾶς εἶπα στην πρωινή όμιλία ὅτι ἡ ζωή τοῦ Κυρίου τελείωσε στή γῆ μέ τήν Ἀνάληψή Του· τό ἔργο Του όμως δεν τελείωσε, διότι εἶχε ἀκόμη καί τήν Πεντηκοστή, αλλά και κάποια ἄλλα πού σᾶς εἶπα τό πρωί.
Τέταρτος σκοπός τῆς θείας Κοινωνίας: «εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα», για να πληρώσουμε, για να γεμίσουμε τη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· γι' αυτό κοινωνούμε.
Αν ρωτήσετε πότε θά γίνει ἡ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία, θά σᾶς ἀπαντήσω: ὅταν θά συμπληρωθεῖ τό βιβλίο τῆς ζωῆς. (Βλ. Αποκ. 6, 11.)
Ὁ Θεός έχει ἕνα βιβλίο -μή το πάρετε κατά γράμμα– καί ἐκεῖ γράφει τα ονόματα εκείνων που θα σωθούν. «Μή χαίρεστε γιατί διώχνετε τα δαιμόνια, είχε πεῖ στούς
ἑβδομήκοντα ὁ Χριστός, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματά σας είναι γραμμένα στους ουρανούς, στο βιβλίο τῆς ζωῆς.» (Λουκά 10, 20. Βλ. Αποκ. 3, 5. 13, 9, 17, 8. 20, 12· 15.) Τό γράφομαι στο βιβλίο τῆς ζωῆς ἰσοδυναμεῖ μέ τό θά σωθώ. Ὅταν τελειώσουν οἱ σελίδες του βιβλίου αὐτοῦ –πάντα εἶναι μιά εικόνα αυτό, το ξαναλέω– δηλαδή όταν κρίνει ὁ Θεός ὅτι αὐτοί θά εἶναι ὅλοι ὅσοι πού θά σωθοῦν, τότε θα γίνει ή Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία.
Ἔτσι λοιπόν πρέπει να γεμίσει ή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε αὐτό πού λέει στην παραβολή του μεγάλου δείπνου, «ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου» (Λουκά 14, 23.), να γεμίσει ὁ οἶκος μου, καί ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία Του. Γι' αυτό λέμε «εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα»· κοινωνοῦμε γιά νά γίνουμε ἄξιοι, ἄς ποῦμε, για να γεμίσουμε το σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Ακόμη, πέμπτος σκοπός: «εἰς παρρησίαν τὴν πρὸς σέ». Κοινωνούμε γιά νά ἔχουμε τήν παρρησία προς Ἐσένα, τόν Θεό. Διότι, ἄν δέν ἔχουμε μέσα μας τον Χριστό,
Τώρα, ἀφοῦ εἴπαμε ποιό εἶναι αὐτό τό Μυστήριο, εἴπαμε καί τούς σκοπούς του, ἂς δοῦμε τώρα καί πόσο συχνά πρέπει να κοινωνούμε –πού κι αυτό ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο τῆς ἀπορίας σας. Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε; Δηλαδή ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ συχνότητα τῆς μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων;
Ἐδῶ, πριν προχωρήσω, νά σᾶς πῶ ὅτι ὑπάρχει μία παρανόηση· ότι πρέπει, λένε, να κοινωνούμε τρεις φορές τον χρόνο ή τέσσερις. Κάποιοι λένε τρεις φορές, άλλοι λένε τέσσερις· ὑπάρχει μια διαφοροποίηση στο θέμα.
Μιλάνε για τέσσερις φορές τον χρόνο γιατί ἔχουμε
ἀντίστοιχα τίς τέσσερις Σαρακοστές. Ἀφοῦ νηστεύουμε,
τότε καί θά κοινωνήσουμε. Και βλέπουμε τούς ἀνθρώπους να συνωστίζονται για να κοινωνήσουν!... Και μάλιστα το θεωρούν φοβερό κακό, νιώθουν ότι κάτι τους λείπει, ἄν δέν κοινωνήσουνε στο τέλος τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων ἢ τοῦ Πάσχα ἢ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ή τῆς Παναγίας.
Οἱ ἄλλοι λένε τρεις φορές. Αυτό, τό τρεῖς φορές τόν χρόνο, ἀπορεῖ καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, πως τελικά μπήκε μέσα στήν Ἐκκλησία. Διότι ἤδη στο τέλος τοῦ 10ου αἰῶνος, συγκεκριμένα το 992, συγκροτήθηκε μιά Σύνοδος, ἐπειδή είχε συμβεί μια ανώμαλη κατάσταση μέ τόν αυτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τέταρτο γάμο καί ὁ πατριάρχης τόν αφόρισε. Τότε ὁ αὐτοκράτορας κατέβασε τον πατριάρχη ἀπό τόν θρόνο καί ἀνέβασε ἄλλον γιά νά τοῦ λύσει τόν ἀφορισμό. Αλλά κατόπιν συγκροτήθηκε αὐτή ἡ Σύνοδος το 992 και καταδίκασε τον τέταρτο γάμο. Γι' αὐτό, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχουμε μέχρι τρίτο γάμο. Τρεῖς φορές τον χρόνο λοιπόν νά κοινωνεῖ μόνο ὁ τρίγαμος. Και ρωτάω: ὅλοι οἱ πιστοί είναι τρίγαμοι;...
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπορία καί τοῦ ἁγίου Νικοδήμου και ἄλλων Πατέρων· πως δηλαδή κατάφερε αυτός ο κανό
νας, πού εἶναι μόνο γιά τούς τριγάμους καί ἐπιτρέπει να κοινωνοῦν τρεῖς φορές τον χρόνο, πώς μπήκε μέσα στην Ἐκκλησία καί ἔγινε γιά τούς πολλούς! Ἔτσι, ξεκαθαρίσαμε λίγο τό ἔδαφος γιά ἐκείνους πού λένε ὅτι πρέπει να κοινωνούμε μόνο τρεῖς φορές.
Επανέρχομαι στο θέμα τέσσερις φορές, ἐπειδή ἴσως μοῦ πεῖτε πώς κάποιοι Πατέρες μιλάνε για τέσσερις φορές τον χρόνο. Ναί. Το τέσσερις φορές όμως είναι το minimum minimorum, τὸ ἐλάχιστο ελαχίστου. Δηλαδή τό πιό ἐλάχιστο πού μπορεί κανείς να κοινωνήσει μέσα σέ ἕναν χρόνο εἶναι τέσσερις φορές. Καί τό μέγιστο, τό maximum maximorum, εἶναι τριακόσιες εξήντα πέντε
φορές τον χρόνο! Δηλαδή: συχνή θεία Κοινωνία!...
Σᾶς ὑπενθυμίζω καί κάτι ἄλλο. Οἱ Προηγιασμένες θεῖες Λειτουργίες, πού γίνονται τή Μεγάλη Σαρακοστή
κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, μπορεῖ νά γίνονται καί κάθε μέρα. Προηγιασμένη μποροῦμε νά ἔχουμε καί τή Δευτέρα καί τήν Τρίτη καί τήν Τετάρτη καί τήν Πέμπτη καὶ τὴν Παρασκευής. Το Σάββατο έχουμε Λειτουργία της ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐνῶ τήν Κυριακή τοῦ μεγάλου Βασιλείου. Ὅλα αὐτά μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή.
Όμως γιατί υπάρχουν οἱ Προηγιασμένες; Υπάρχουν διότι οἱ πιστοί δέν μποροῦσαν νά περιμένουν από Κυριακή σε Κυριακή να κοινωνήσουν, ἐπειδή κοινωνοῦσαν συχνά. Καί ἐπειδή ή θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα χαρμόσυνο γεγονός, ἐνῶ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή είναι πένθιμη περίοδος, γι' αὐτόν τόν λόγο δέν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, πολύ ὀρθά, επινόησε τις προηγιασμένες Λειτουργίες· νά ἔχουμε τόν Ἅγιο Ἄρτο ἀπό τήν Κυριακή που τελέστηκε το Μυστήριο καί νά κοινωνήσουμε μέσα στήν ἑβδομάδα, πού δέν μποροῦμε νά τελέσουμε θεία Λειτουργία. Σιγά-σιγά καθιερώθηκε να εἶναι Τετάρτη και Παρασκευή μπορεῖ ὅμως νά γίνεται κάθε μέρα, γιά νά κοινωνοῦν οἱ πιστοί όποτε θέλουν και ὅσο θέλουν. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἕνα ἱστορικό λείψανο τῆς συχνότατης θείας Κοινωνίας τῶν πιστῶν; Τί λέτε;
Αλλά παρατρέχω τήν Καινή Διαθήκη, ὅπως καί στοιχεῖα πού ὑπάρχουν μέσα στη θεία Λειτουργία πού δείχνουν τή συχνότητα τῆς θείας Κοινωνίας, καί πηγαίνω στον μέγα Βασίλειο να δούμε κάτι που λέει, γιατί ο χρόνος μας εἶναι πολύ λίγος. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ μέγας Βασίλειος: «Καὶ τὸ κοινωνεῖν δὴ καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ τοῦ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλὸν καὶ ἐπωφελές, αὐτοῦ σαφῶς λέγοντος· "ὁ τρώγων μου την σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον". Τις γὰρ ἀμφιβάλλει ὅτι τὸ μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς οὐδὲν ἄλλον ἐστὶ ἢ ζῆν πολλαχώς;» (Ιωάν. 6, 54.)
Δηλαδή: Τό νά κοινωνεῖ κανείς λοιπόν κάθε μέρα καί νά μεταλαμβάνει τό ἅγιο Σῶμα καί Αίμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι καλό και χρήσιμο, ἀφοῦ ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστός εἶπε με σαφήνεια: "αυτός που τρώει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου ἔχει ζωή αἰωνία". Ποιός μπορεῖ νά
ἀμφιβάλλει ὅτι τό νά μετέχει κανείς συνεχώς στη ζωή, στο Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι τίποτ' ἄλλο παρά νά ζεῖ πολλαχῶς, νά ζεῖ μέ ὅλες του τίς ψυχοσωματικές δυνάμεις, μέ ὅλη του την ύπαρξη;
Τό ζῆν πολλαχῶς σημαίνει τό νά ζεῖ ὁ νοῦς, νά ζεῖ τό συναίσθημα, νά ζεῖ ἡ βούληση, νά ζεῖ ἡ ψυχή, νά ζεῖ τό σῶμα. Τί λοιπόν φυσικότερο, λέει ο μέγας Βασίλειος, ποιός μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει ὅτι ὅταν κοινωνούμε ζοῦμε πολλαχῶς; Καί ἀναφέρει στήν ἴδια του ἐπιστολή, ἂν θυμᾶμαι καλά, ὅτι ὁ ἴδιος τελοῦσε τή θεία Λειτουργία τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο, κι ἂν συνέπιπτε και κάποια γιορτή, τότε λειτουργοῦσε καί πέμπτη καί ἕκτη φορά. (Επιστολαί, Πρός Καισαρίαν πατρικίαν περί Κοινωνίας, 93. 1. 1-10, Εκδ. Les Belles Lettres, Paris 1957. «Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ' ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν, ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι καὶ ἐν τῇ Παρασκευῇ καὶ τῷ Σαββάτῳ, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ἡ μνήμη Αγίου τινός.»)
Αξίζει ὅμως νά σᾶς διαβάσω σε μετάφραση, κάπως γρήγορα, τί λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάνω σ' αυτό:
Δηλαδή πρέπει να αισθανθοῦμε ἔστω καί μία μικρή συγκίνηση, όπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών, προκειμένου να λάβουμε μέρος στο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· νά μή μεταλαμβάνουμε ἀπαθῶς, ψυχρά, γιατί είναι αμαρτία.
Καί συνεχίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος:
«Διότι, ὅταν φθάσει ὁ καιρός τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶναι, είτε ἄξιος εἴτε ἀνάξιος, μεταλαμβάνει. Ομοίως πράττει και όταν φθάσει ἡ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἂν καὶ αὐτός δεν είναι καιρός τῆς θείας Μεταλήψεως. Μήτε τα Θεοφάνεια μήτε ἡ Τεσσαρακοστή κάνουν τούς ἀνθρώπους αξίους γιά τήν Κοινωνία, ἀλλά ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς». Εἶναι ἐκεῖνο που λένε μερικοί: Βλέπω κοινωνείς συχνά· ὅμως εἶσαι ἄξιος;
«Μέ αὐτήν τήν καθαρότητα ἔχεις άδεια κάθε φορά να μεταλαμβάνεις». Ακούτε; κάθε φορά! Όμως, χωρἰς αὐτήν, δέν ἔχεις άδεια καμία φορά να κοινωνήσεις, συνεπῶς οὔτε Χριστούγεννα οὔτε Πάσχα.
Παλαιά Διαθήκη. Τί δέν ἔκαναν καί τί δέν μεταχειρίζονταν; Πάντοτε καθαρίζονταν –ἀπό τίς θυσίες τήν Παλαιᾶς Διαθήκης. Εσύ ὅμως πού πρόκειται να κοινωνήσεις τέτοια θυσία, τήν ὁποία τρέμουν καί οἱ Ἄγγελοι, περικλείεις τήν καθαρότητα σε κάποια χρονικά διαστήματα; λές τότε εἶμαι καθαρός, καί τότε δέν εἶμαι καθαρός; Καί πῶς θά παρασταθεῖς μπροστά στο βῆμα τοῦ
Χριστοῦ, ὅταν τολμᾶς νά μεταλαμβάνεις με χέρια και
χείλη ακάθαρτα και ρυπαρά;»
«Βλέπω πώς υπάρχει πολλή αταξία στο θέμα τῆς Θείας Κοινωνίας. Διότι τίς ἄλλες μέν ἡμέρες τοῦ χρόνου δέν κοινωνεῖτε, ἄν καί πολλές φορές εἶστε καθαροί· ὅταν ὅμως ἔλθει το Πάσχα, ακόμα κι αν κάνατε κάποιο
κακά αποτολμάτε και μεταλαμβάνετε. Αλλοίμονο στην
κακή σας συνήθεια και πρόληψη.
»Μάταια γίνεται ἡ καθημερινή θεία Λειτουργία, ἀφοῦ δὲν μεταλαμβάνετε». Θὰ τὸ ἐπαναλάβω, μάταια γίνεται ή καθημερινή Λειτουργία, ἀφοῦ δὲν μεταλαμβάννετε! «Μάταια στεκόμαστε στο Θυσιαστήριο, ἀφοῦ κανένας δέν ἔρχεται να κοινωνήσει.» Τό ἀκούσατε; ἀφοῦ κανένας δὲν ἔρχεται να κοινωνήσει! Βλέπετε, κάνουμε θείες Λειτουργίες, ἀλλά δέν ἔρχονται να κοινωνήσουν!
μπορεῖς νά μεταλάβεις, ἐπειδή ὅποιος δέν μεταλαμβάνει ἀνήκει στην τάξη τῶν μετανοούντων. Για ποιόν λόγο
φωνάζει ὁ Διάκονος "ἐξέλθετε ὅσοι δεν μπορείτε να δεηθείτε στον Κύριο"; Κι ἐσύ πως στέκεσαι ἔτσι, μέ τόσο Θράσος και βαρβαρότητα; Αν όμως δεν ανήκεις στους
μετανοοῦντες ἀλλά σ' αὐτούς πού ἔχουν τήν ἄδεια να μεταλάβουν, γιατί δέν φροντίζεις να μεταλάβεις; Γιατί
δεν θεωρεῖς τὴν θεία Κοινωνία χάρισμα μεγάλο, και τὴν καταφρονεῖς;
»Σε παρακαλώ στοχάσου. Τραπέζι βασιλικό είναι έτοιμο· άγγελοι ὑπηρετοῦν σ' αὐτό· ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς
εἶναι παρών, κι ἐσύ στέκεσαι καί χασμουριέσαι; Ακάθαρτα εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ψυχῆς σου, καί δέν σε μέλλει; Είναι καθαρά; τότε κάθησε στο τραπέζι καί νά φᾶς ἀπό τό δεῖπνο. Σε κάθε θεία Λειτουργία ὁ Χριστός ἔρχεται νὰ δεῖ ἐκείνους που κάθονται από τραπέζι, και τοτε λέει στην συνείδηση του καθενός:
"Φίλε, πώς εἰσῆλθες ἐδῶ μέσα στήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ἔχεις ένδυμα γάμου;". Δέν τοῦ λέει γιατί κάθησες στο τραπέζι, αλλά γιατί εἰσῆλθες. Δηλαδή νομίζεις ότι δεν είσαι καθαρός για να κοινωνήσεις;
Τότε μήν μπεῖς ἀπό τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας.» Είδατε; δέν τοῦ λέει γιατί κάθησες στο τραπέζι, αλλά γιατί εἰσῆλθες!
«Ο Χριστός φωνάζει τα ίδια λόγια σε όλους ἐμᾶς που στεκόμαστε με αναίδεια και αυθάδεια, ἀφοῦ ὅποιος δέν μεταλαμβάνει συμπεριφέρεται με θράσος. Όποιος δέν μεταλαμβάνει, ενώ πρέπει να μεταλαμβάνει και
μπορεῖ, ἀναιδῶς, ἀδιάντροπα εἶναι παρών»
»Λές ὅτι εἶσαι ανάξιος. Τότε ὅμως εἶσαι ἀνάξιος να ἀκούσεις καί τίς ἅγιες ἐκεῖνες ευχές που ψάλλονται, ἐπειδή τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει ὄχι μόνο κατά τά Μυστήρια, αλλά και κατά τη διάρκεια τῶν ψαλμωδιών. Τα
ἀκάθαρτα μάτια είναι ανάξια να βλέπουν τέτοια θεάματα, κατά τό "ἱνατί ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῶ;" (Α΄ Βασ. 2, 29.). Γιατί κοίταξες στη θυσία μου μέ ἀδιάντροπα μάτια; Τα μολυσμένα αυτιά εἶναι ἀνάξια νά ἀκοῦν τέτοιες ψαλμωδίες. Αν λοιπόν δὲν εἶσαι άξιος, φύγε μαζί με τους κατηχουμένους, διότι τίποτα περισσότερο ἀπ' αὐτοὺς δὲν ἔχεις.»
»Εἶχα καί ἄλλα πολλά και φοβερότερα νά σᾶς πῶ. Δέν θέλω ὅμως νά σᾶς βαρυφορτώσω φτάνουν καί αὐτά, λέει ὁ ἱερός Πατήρ, ἀλλά τό λέω κι ἐγώ, γιατί ἐκεῖνοι πού δέν σωφρονίζονται με τα λίγα, οὔτε καί μέ τά πολλά βάζουν μυαλό.»
»Λοιπόν, γιά νά μήν κατακριθεῖτε περισσότερο, σᾶς παρακαλῶ νὰ ἔρχεστε στη θεία Λειτουργία και να
γίνεστε ἄξιοι, καί ἐρχόμενοι να είστε έτοιμοι να κοινωνεῖτε.
Ὁ ἱερέας μας καλεῖ νά μεταλάβουμε, καὶ ἐμεῖς ἀμελοῦμε, αργοπορούμε, και δεν τρέχουμε γρήγορα να λάβουμε αὐτήν τήν ὑψηλή χάρη; Ποιά ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας μᾶς ἀπομένει; Δεν μπορούμε να πούμε ότι μας
ἐμποδίζει ἡ ἀσθένεια ή ἡ φύση μας· ἡ ἀμέλειά μας μας κάνει αναξίους.» (In epistulam ad Ephesios, MPG 62.28.25 - 30.33.)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί, τί λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος; Ὅσοι δέν εἶναι ἕτοιμοι να μεταλάβουν χωρίς νά ἔχουν
κάποιο εμπόδιο, αυτοί δέν εἶναι ἄξιοι οὔτε στη θεία Λειτουργία νά πᾶνε. Ας τό λάβουμε σοβαρά υπόψη μας,
Μπορεῖ ὅμως κάποιος να σκεφτεῖ; Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δεν θα πάω καθόλου στη Λειτουργία.
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, παρατηροῦμε τά ἑξῆς: Ἄν ἁμαρτήσαμε, θα περιμένουμε να μας δώσει τὴν ἄδεια ο πνευματικός να κοινωνήσουμε· το πότε θα κοινωνήσουμε θά μᾶς τό πεῖ ὁ πνευματικός. Ἄν ὅμως δέν συντρέχει λόγος καί μπορούμε να κοινωνούμε, τότε οφείλουμε να
καθιστοῦμε τόν ἑαυτό μας κατάλληλο για να κοινωνεί.
Ἂν δέν κοινωνούμε, τότε ἐμποδιζόμαστε να πάμε στην ἐκκλησία, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Αν δέν πᾶμε στην εκκλησία, αφοριζόμαστε. Δεν κοινωνώ, δεν πρέπει να πάω στην εκκλησία ἅμα δὲν πάω στην εκκλησία, ἀφορίζομαι, ὅπως λέει ο κανόνας πού σᾶς διάβασα. Ἔτσι λοιπόν, με τον τρόπο αυτό, οι κανόνες μᾶς ἀναγκάζουν να γινόμαστε πάντοτε ἄξιοι Χριστιανοί.
Θά ἤθελα νά σᾶς θυμίσω ἀκόμη καί ἕναν κανόνα, στο Πηδάλιον, πού λέει ότι όποιος πηγαίνει στην έκκλησία καί δέν κοινωνεῖ, ἐπειδή «ποιεῖ ἀταξίαν», κάνει αταξία, αὐτὸς νὰ ἐρωτάται γιατί δεν κοινωνεῖ.
Δηλαδή: Ας ἐξετάζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, κι ἔτσι ἂς τρώει ἀπό τόν Ἄρτο κι ἂς πίνει από το Ποτήριο,
διότι ἐκεῖνος πού τρώει και πίνει κατά τρόπο ανάξιο, τρώει καί πίνει τήν καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπειδή δέν διακρίνει το Σώμα τοῦ Κυρίου. Επειδή πολλοί δέν ἔχουν αὐτή τήν διάκριση, δηλαδή την πίστη ότι είναι το Σώμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γι' αυτό ἀσθενοῦν καί ἀρρωσταίνουν –αρρωσταίνω σημαίνει πέφτω σε βαριά αρρώστια, ἐνῶ ἀσθενῶ σημαίνει ἐλαφριά αρρώστια– αλλά και ἀρκετοί από σᾶς πεθαίνουν! Πεθαίνουν επειδή δέν διακρίνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει πώς δέν ξεχωρίζουν ὅτι εἶναι αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πίστη λοιπόν ἐδῶ, ἡ συγκεκριμένη, εἶναι βασική
προϋπόθεση για να κοινωνήσουμε. Μετά εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Νά μήν εἴμαστε οἱ ἀδιάντροποι ἄνθρωποι, ἀλλά νά ἔχουμε φυτέψει τον φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα μας γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του καί νά μήν ἁμαρτάνουμε. Καί μετά εἶναι ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί ἡ
ἀγάπη πρός τούς γύρω μας ἀνθρώπους. Αλήθεια, αὐτό πού λέμε ἀγάπη, αἰσθάνεστε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅταν κοινωνεῖτε; Λέτε στον Κύριο εὐχαριστῶ ὅταν κοινωνεῖτε; Υποπτεύομαι πώς πάρα πολλοί άνθρωποι δέν λένε ἕνα εὐχαριστῶ, δέν λένε Χριστέ μου, Σε ευχαριστῶ, Σέ ἀγαπῶ! Σέ εὐχαριστῶ, Σέ ἀγαπῶ!... Αὐτό εἶναι κεφαλαιώδες.
Τα τρία αὐτά ἀποτελοῦν ὅρο για να κοινωνήσουμε. Φυσικά προϋποτίθεται καί ἡ ἐξομολόγηση. Βέβαια δέν ἐξομολογούμαστε κάθε φορά που κοινωνούμε, δέν εἶναι
ἀπαραίτητο, εκτός καί ἄν ὑπάρχει κάποιος λόγος, κάτι, κάποια ἁμαρτία. Δηλαδή μπορεί να κοινωνήσει κανείς
πέντε φορές μέσα σέ ἕνα μήνα, σε δύο μήνες να κοινωνήσει δέκα φορές, χωρίς να δει τον πνευματικό του, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάτι ουσιῶδες σαν ἁμαρτία.
Ε, πάντα κάτι ὑπάρχει, γιατί δεν περνάει ώρα πού νά μήν ἁμαρτάνουμε, συνεχῶς ἁμαρτάνουμε, αλλά ἄν κάτι μας ξεφύγει, στα λόγια μας, στη σκέψη μας, κάτι, ένα στοιχειώδες ἁμάρτημα, δεν σημαίνει ότι μὲ τὸ παρα μικρό θα τρέχουμε στον πνευματικό!... γιατί τότε μήπως είμαστε και ψυχοπαθείς! Μόνο οι ψυχοπαθείς, που έχουν μια συνείδηση περιοχή, γεμάτη φάβα, τρέχουν όλη τὴν ὥρα στον πνευματικό. Αν πάτερ μου, πέταξε μια μύγα τήν εἶδα, καί ἔβαλα στο μυαλό μου κάτι..! Ε, όχι τέτοια πράγματα. Αλλά όμως όταν κάτι συνέβη, μαλώσαμε, βρίσαμε, κάτι τέλος πάντων ἔγινε βαρύ, θὰ πᾶμε νά εξομολογηθοῦμε. Αλλά, εἴτε ἔτσι εἶτε ἀλλιῶς, νά μήν ἀφήνουμε τὸν ἑαυτό μας χωρίς θεία Κοινωνία περισσότερο από δύο μήνες περίπου.
Βεβαίως ἐγώ τό λέω αυτό χονδρικά, περίπου. Κάποιος άλλος πνευματικός μπορεῖ νά πεῖ καί σαράντα ἡμέρες, ή τριάντα μέρες, ή μπορεῖ νά πεῖ τρεῖς μήνες. Αυθαίρετο εἶναι αὐτό πού λέω ἔτσι, πάντως κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Να μήν ἀφήνουμε περισσότερο απ' αυτό το χρονικό διάστημα, διότι πρέπει νά ἔχουμε καί
την συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τήν διαρκή καταλλαγή μας μέ τόν Θεό.
Ακόμη, όταν πρόκειται να κοινωνήσουμε, πρέπει να κάνουμε και μία προετοιμασία. Βεβαίως αυτή ή προετοιμασία είναι ποικίλη. Συγκεκριμένα, πρώτα - πρώτα, ἔχουμε το Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὅπως σᾶς τό ἐξήγησα προηγουμένως. Ακόμη ἔχουμε τή νηστεία, για την ὁποία θά σᾶς μιλήσω λίγο πιο κάτω. Επίσης πρέπει να ἔχουμε κάποια περισυλλογή και προσευχή. Νά μήν πᾶμε σε τραπέζια από βραδύς, ἔστω καί ἄν δέν φᾶμε γιατί νηστεύουμε. Ας πούμε, είναι Σάββατο βράδυ, πάμε σε ένα τραπέζι, σε μια διασκέδαση, σε μία γιορτή, καί τήν ἄλλη μέρα πάμε να κοινωνήσουμε. Ε, όχι ὄχι, δὲν ἐπιτρέπεταὶ αὐτό. Η νηστεύουμε, θα πάμε αύριο να κοινωνήσουμε, και βλέπουμε τηλεόραση· περίεργο πράγμα. Δεν πρέπει, δὲν εἶναι σωστό. Βέβαια ποτέ δεν πρέπει να βλέπουμε τηλεόραση, που έχει τόσο φοβερά πράγματα, τοσες φοβερές εικόνες· αλλά θα πάμε να κοινωνήσουμε, και βλέπουμε τηλεόραση;... η ὅ,τι ἄλλο;... άς πούμε, φλυαροῦμε ή χασκογελάμε ή χοροπηδάμε;...
Ὄχι· θα έχουμε περισυλλογή, θα μαζευτούμε στο σπίτι μας
Ἔχω στὸν νοῦ μου μία εικόνα πῶς ἑτοιμάζονταν να πάνε στὴν ἐκκλησία οι παλαιότεροι. Το Σάββατο δεν δέχονταν ἐπισκέψεις στο σπίτι τους. Κανένας δεν δεχόταν Επισκέψεις το Σάββατο. Τώρα όλοι βγαίνουν από το σπίτι τους, ὅλοι ξεπορτίζουν, όλοι... Είναι φοβερό! Έτσι, το Σάββατο θα μείνουμε στο σπίτι μας· δεν θα βγούμε, ούτε θα δεχτοῦμε ἐπισκέψεις. Θα πλυθούμε, θα ετοιμαστούμε, ή νοικοκυρά θα κάνει το φαγητό της καί τά λοιπά, θα
κοιμηθούμε νωρίς. Θα κάνουμε την προσευχή μας, θα διαβάσουμε τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, θα
ἐντρυφήσουμε σ' αυτή –είναι απαραίτητο αυτό–, θα κάνουμε τήν προσευχή μας, θα μελετήσουμε λίγο την Αγία Γραφή, θα κοιμηθούμε νωρίς, όπως σᾶς εἶτα, καί θά σηκωθοῦμε πρωί νά πᾶμε στη θεία Λειτουργία μας. Έτσι, με τον τρόπο αὐτό, να κάνουμε μία σωστή προετοιμασία
Δέν πρέπει ὅμως να προσέχουμε μόνο όταν πρόκειται να κοινωνήσουμε, ἀλλά νά προσέχουμε καὶ ἐφόσον κοινωνήσουμε. Εάν ὅταν περιμένουμε κάποιο επίσημο
πρόσωπο φροντίζουμε ιδιαίτερα να έχουμε το σπίτι μας καθαρό, πόσο περισσότερο πρέπει να το διατηρούμε καθαρό ὅταν τό πρόσωπο τό ἐπίσημο ἦλθε στο σπίτι μας; Μερικοί νομίζουν ότι η όλη προσπάθεια είναι μέχρι να πάρουν τη θεία Κοινωνία, και μετά μποροῦν νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ε, όχι! Πρέπει να το προσέξουμε κι αυτό.
Ὅταν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε, ὁμοίως πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ μή σπρωχνόμαστε, μή μιλάμε,
με τσακωνόμαστε... εἶναι μεγάλη αταξία. Δεν ξέρω πότε ὁ λαός μας θὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν λειτουργική αγωγή. Καὶ ἂν ὁ ἱερέας καμιά φορά μᾶς ἐπιπλήξει, αμέσως να
συμμορφωθούμε.
Κάποτε, λαϊκός ἤμουν, ὁ ἱερέας κάποιου ναοῦ ἔκανε στους πιστούς μια παρατήρηση· προσέχετε πῶς θά κοινωνήσετε. Καί ἐγώ με τα αυτιά μου ἄκουσα δυό κυρίες –περιοχής κυρίες, που ήταν κοντά μου στο πίσω μέρος τοῦ ναοῦ– ἡ μιά να λέει στην άλλη. Ὁ σιχαμένος!... Και
Δηλαδή: Ποιό λοιπόν εἶναι τοῦτο τό ἁμάρτημα; Εἶναι τό νά μήν πλησιάζεις με φρίκη, με τρόμο, αλλά κλωτσώντας, χτυπώντας, θυμώνοντας, φωνάζοντας, βρίζοντας, σπρώχνοντας τους διπλανούς σου και γεμίζοντάς τους ταραχή. Γιατί θορυβείς, ἄνθρωπε, πές μου· γιατί
βιάζεσαι; Σέ καλεῖ ὁπωσδήποτε κάποια ανάγκη: Δεν ξέρεις λοιπόν τί ἔχεις τήν ὥρα ἐκείνη: Ἔχεις ξεχάσει ότι δέν εἶσαι καθόλου πάνω στή γῆ; Νομίζεις ὅτι εἶσαι με ἀνθρώπους; Καί πῶς δέν εἶναι πέτρινης καρδιᾶς αὐτά.
τό νά νομίζει κανείς ὅτι τούτη τήν ὥρα στέκεται επάνω στή γῆ καί δέν χορεύει με τους αγγέλους; Γι' αυτό και ο Χριστός μας αποκάλεσε αετούς, λέγοντας ὅτι ὅπου εἶναι τό πτῶμα, ἐκεῖ μαζεύονται καί οἱ ἀετοί, (Βλ. Ματθ. 24, 28. Λουκά 17, 37.) για να είμαστε οὐράνιοι, να πετάμε ψηλά μέ τά φτερά του πνεύματος ἀνακουφιζόμενοι· ἐμεῖς ὅμως σερνόμαστε όπως τα φίδια καί τρῶμε χῶμα.
Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο τό «στώμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», που λέει ὁ ἱερέας προκειμένου να τελεστεῖ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Ευχαριστίας, πρέπει να ἔχει ἐφαρμογή καί κατά τήν θεία Κοινωνία. Βέβαια, από
πρακτικῆς πλευρᾶς, θα είχα πάρα πολλά πράγματα να σᾶς πῶ, ἴσως γιά ἀρκετή ώρα, γιά τό πῶς πρέπει να κοινωνούμε, δηλαδή πώς θα ανοίξουμε το στόμα μας, πώς θα κρατήσουμε το κάλυμμα, το μάκτρο, πως θα καταπιούμε, πώς... Αλλά δυστυχῶς ὁ χρόνος δὲν μᾶς παίρνει. Μένει ακόμα ένα σημείο για να τελειώσουμε· εἶναι τὸ πῶς θά νηστεύουμε.
Οἱ πιστοί δίνουν μεγάλη βαρύτητα στο θέμα αυτό, τῆς νηστείας. Πρέπει ὅμως ἐδῶ νά σᾶς πῶ ὅτι ἡ νηστεία, ἄν καί εἶναι μία προετοιμασία, καθεαυτή δέν ἔχει καμιά σχέση με τη θεία Κοινωνία.
Ο Κύριος, με τους μαθητές του, ἀφοῦ ἔφαγαν από τραπέζι τη Μεγάλη Πέμπτη, τους είπε: «λάβετε φάγετε
τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμα μου». Μάλιστα, αν θέλετε, στο Κατά
Ματθαῖον λέει ἐπί λέξει: «ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν» (Ματθ. 26, 21.). Ἐνῶ ἔτρωγαν, δηλαδή κατά τη διάρκεια του δείπνου, δόθηκε, ἔγινε το Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Το ίδιο λέει καὶ ὁ Λουκᾶς: «ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ή καινή διαθήκη ἐν τῷ αἱματί μου» (Λουκά 22, 20. Α΄ Κορ. 11, 25.) καί τά λοιπά· δηλαδή το Αίμα τοῦ Χριστοῦ τό ἔλαβαν μετά τό δεῖπνο πού ἔκαναν, ἀφοῦ εἶχαν φάει.
Τον πρώτο καιρό οἱ Χριστιανοί τελοῦσαν τὸ Μυστήριο μέσα σε κοινά δείπνα, τίς λεγόμενες αγάπες· ὅμως
γρήγορα το Μυστήριο βγῆκε ἀπό τά δεῖπνα αὐτά γιατί γίνονταν ἀταξίες. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ θεία Λειτουργία γινόταν
το βράδυ μετά το δείπνο, κατ' ἀπομίμηση ἐκείνου του Δείπνου τοῦ Κυρίου μέ τούς Μαθητές, σιγά-σιγά μεταφέρθηκε στο πρωί, καί μένουμε νηστικοί.
Αυτό, δηλαδή ὅταν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε χωρίς να φάμε, είναι μια νηστεία, καί λέγεται εὐχαριστιακή· εἶναι ἡ νηστεία πρίν κοινωνήσουμε. Τό πρωί πού θά κοινωνήσω δέν θά φάω τίποτα, οὔτε θα καπνίσω –όπως καπνίζουν κάποιοι, που δεν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνονται αὐτό τό μεγάλο Μυστήριο!– οὔτε θά πιῶ καφέ... Ὄχι, τίποτα ἀπ' ὅλα αὐτά.
Ὁ Κύριος νήστεψε σαράντα ημέρες, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο μᾶς ἔδειξε να νηστεύουμε κι ἐμεῖς. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας λέει να νηστεύουμε Τετάρτη και Παρασκευή. Αλλά αυτή ή νηστεία είναι ανεξάρτητη από την θεία Κοινωνία. Πολλοί λένε: Ἀφοῦ νήστεψα· γιατί να
μήν κοινωνήσω; Καί τί σημασία έχει πού νήστεψες; Νηστεύει ὅλος ὁ κόσμος επειδή εἶναι Σαρακοστή· δεν συνδέεται τό ἕνα μέ τό ἄλλο. Αυτό λοιπόν πρέπει νά τό καταλάβουμε πολύ καλά· ἄν νηστεύουμε πριν να κοινωνήσουμε, εἶναι γιά μιά προετοιμασία.
Πόσο ὅμως θά νηστέψουμε; Το γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στο Πηδάλιο. Θά σᾶς τό διάβαζα, ἀλλά λυποῦμαι, γιατί πέρασε ἡ ὥρα. Θά σᾶς τό πῶ ὅμως
μέ δικά μου λόγια.
Δεν υπάρχει κανόνες που να λέει πόσο να νηστέψουμε προκειμένου να κοινωνήσουμε. Δέν ὑπάρχει κανένας κανόνας. Αν κάποιοι παλαιότεροι ἔχουν τή συνήθεια να κρατάνε το λάδι δεκαπέντε ἡμέρες ή μία βδομάδα –μόνο μή μέ παρεξηγήσετε μ' αυτά πού λέω– ἐδῶ μπαίνει ο Διάβολος. Διότι ἂν κανείς σκεφτεί ότι πρέπει να νηστέψει ἐπιπλέον δεκαπέντε μέρες, αὐτό τόν δυσκολεύει να κοινωνεῖ, καὶ ἔτσι, για χάρη τῆς ἐπιπρόσθετης νηστείας, χάνει τη θεία Κοινωνία. Περίεργο δεν είναι; Εἶναι πάρα πολύ περίεργο!
Ακόμα θά ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι αὐτή ἡ νηστεία μπορεῖ νά εἶναι μόνο μία ἡμέρα, δύο μέρες, το πολύ τρεῖς. Ὄχι τρεῖς μέρες τό λάδι· τρεῖς μέρες νηστεία· ἄς ποῦμε, μπορεῖ νά εἶναι Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο ἤ νά είναι Παρασκευή και Σάββατο. Ένας που κοινωνεῖ κάθε ἑβδομάδα, γιατί πρέπει να νηστεύει Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, να νηστεύει τέσσερις μέρες; Γιά ποιόν λόγο; Εἶναι τιμωρημένος; Δέν εἶναι. Λοιπόν, για να κοινωνήσει την Κυριακή, μπορεί να νηστέψει Παρασκευή και Σάββατο. Την Παρασκευή θά νήστευε ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, θὰ νηπέψει και το Σάββατο μέχρι το μεσημέρι τρώγοντας λάδι –το βράδυ ὄχι λάδι– καί θα κοινωνήσει
την Κυριακή. Η, ἂν θέλει να κοινωνήσει το Σάββατο, θα μείνει μόνο με τη νηστεία τῆς Παρασκευής.
Αυτό λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος. Δεν υπάρχει κανόνας, ἀλλά βγαίνει ἔμμεσα. Ὁ Θεός, στην Παλαιά Διαθήκη, προκειμένου οἱ Ἰσραηλίτες να δεχθοῦν τόν Νόμο, εἶπε νὰ ἐγκρατευτούν οἱ ἄνδρες ἀπό τίς γυναίκες τους τρεῖς ἡμέρες. (Βλ. Εξοδ. 19, 15.) Εάν τώρα για το μεγαλύτερο, γιά τήν ἐγκράτεια τῶν συζυγικών σχέσεων, ὁρίζει ὁ Θεός τρεῖς μέρες, τότε γιὰ τὸ μικρότερο, για τη νηστεία, θα πρέπει να είναι λιγότερες μέρες. Ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος. Συνεπῶς το μέγιστο τῆς νηστείας για να κοινωνήσει κανείς θα εἶναι τρεῖς μέρες. Το μέγιστο. Ἄλλο ἂν εἶναι Σαρακοστή. Σᾶς εἶπα ὅτι δέν νηστεύουμε για να κοινωνήσουμε, αλλά νηστεύουμε γιατί εἶναι Σαρακοστή· εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Ὁμοίως καί γιά τό θέμα της συζυγικῆς ἐγκρατείας. Όταν νηστεύουμε, πρέπει καί νά ἐγκρατευόμαστε. Αὐτό το λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, από το κεφάλαιο, Α προς Κορινθίους. Ἐγκρατευόμαστε στις Σαρακοστές, στίς αἰδέσιμες ἡμέρες όπως λέγονται, δηλαδή τίς Κυριακές, τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, το Δωδεκαήμερο των
Χριστουγέννων, στις μεγάλες γιορτές και λοιπά.
Εννοείται βεβαίως πώς ἐγκρατευόμαστε Τετάρτη και Παρασκευή, πού ἔχουμε νηστεία, ἀλλά καί προκειμένου να κοινωνήσουμε.
Ὅταν λέω ἐγκράτεια, δέν ἐννοῶ τήν περίπτωση να μετέρχεται κανείς τήν παρεμπόδιση συλλήψεως –γιατί
αὐτό εἶναι ἕνα ἁμάρτημα πού μᾶς ἐμποδίζει να κοινωνοῦμε– ἀλλά ἐννοῶ τήν συζυγική εγκράτεια. Ὅταν κανείς θέλει να κοινωνήσει, θα κάνει εγκράτεια μόνο για τρεῖς ἡμέρες, ὅ,τι δηλαδή γίνεται καί μέ τή νηστεία.
Μπορεί όμως ή έγκράτεια να είναι τρεις μέρες, αλλά ή νηστεία δύο ημέρες, ή ακόμα και μία ημέρα.
Αὐτά βέβαια σᾶς τά λέω σε γενικές γραμμές, γιατί αὐτά τά ρυθμίζει ὁ πνευματικός γιά τόν καθένα και για
τήν κάθε ειδική περίπτωση.
Αυτά λοιπόν για το θέμα τῆς νηστείας, ἀγαπητοί μου, καί νά προσέχουμε να μη γίνεται ποτέ αὐτή ἐμπόδιο προκειμένου να κοινωνούμε.
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά σᾶς ἔλεγα ότι το Μυστήριο τῆς θείας Ευχαριστίας πρέπει να πάρει πάλι τη θέση πού είχε παλιά στην Εκκλησία. Δηλαδή :
Πρώτα-πρώτα, να το γνωρίσουμε, τί εἶναι αὐτό τό μέγιστο και κορυφαῖο Μυστήριο, ότι δηλαδή εἶναι τὸ Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ!
Ἐπίσης θα πρέπει πάλι νά ἀρχίσουμε ὅλοι μας να
προσεγγίζουμε αὐτό τό Μυστήριο τῆς Ζωῆς, δηλαδή να κοινωνούμε συχνά.
Στις βέβηλες και κενόφωνες ἐκεῖνες κουβέντες που μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό τήν συχνή θεία Μετάληψη –Τί τό
πέρασες; σούπα;... τραχανά;...– καί ἄλλα ἀνόητα και βέβηλα πράγματα και βλακώδη που λένε, θὰ ἀπαντοῦμε : Πήγαινε να μάθεις, ἀδελφέ μου, τί σημαίνει Μυστήριο θείας Ευχαριστίας, καί τότε έλα να τα πούμε.
Θά σᾶς ἔλεγα ἀκόμη ὅτι ἂν θέλουμε μία ανανέωση τῆς Ἐκκλησίας μας, αυτή δεν πρέπει νὰ εἶναι ἐπιφάνειακή ανανέωση, δηλαδή τό νά βάλουμε κινηματογράφο στήν ἐνορία νά κάνουμε προβολές, οὔτε να φτιάξουμε πνευματικό κέντρο, ούτε να βάλουμε πίνγκ πόνγκ για τα
†.Ερχόμαστε, ἀγαπητοί μου, νά ἀναλύσουμε, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τό 5ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ὁποῖο ἔρχεται να συμπληρώσει τήν ὑπάρχουσα ὀπτασιακή εικόνα κατά τρόπο μεγαλειώδη καί δραματικό, ὅπως ἤδη ἄρχισε νά μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής στο προηγούμενο κεφάλαιο, το 4ο.
Συμπληρώνεται ἡ εἰκόνα αυτή μέ τό κατεσφραγισμένον μυστηριώδες βιβλίο καί μέ τόν λυτρωτή Χριστό ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον. Εἶναι δύο κύρια σημεία πού συμπληρώνουν τήν εἰκόνα, ὅπως ἀναλύεται στο 5ο κεφάλαιο.
«Καὶ εἶδον ἐπὶ τὴν δεξιὰν τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά.» (Αποκ. 5, 1. Σε κάποιους κώδικες ὑπάρχει ἡ γραφή «έμπροσθεν καὶ ἔσωθεν» ή «ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν») Εἶδα, λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, στο δεξιό χέρι τοῦ καθημένου ἐπάνω στον θρόνο, νά ὑπάρχει ἕνα βιβλίο γραμμένο από μέσα καί ἀπ᾿ ἔξω, πού ἦταν κατασφραγισμένο μέ ἑπτά σφραγίδες.
Ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου, ὅπως μᾶς λέει ἐδῶ τό χωρίο, είχε στο δεξί του χέρι ἕνα βιβλίο, πού θά τό ἔδινε σε κάποιον. Το βιβλίο αὐτό ἦταν περγαμηνό ή παπύρινο, πάντως ήταν ειλητό, ειλητάριο, δηλαδή μία λωρίδα χάρτου. Ὄχι ὅπως εἶναι ἡ μορφή σήμερα τῶν βιβλίων, πού εἶναι φύλλα πού ἀπό τήν μία τους ἄκρη εἶναι κολλημένα, η γνωστή μορφή δηλαδή του βιβλίου, ὄχι μὲ αὐτή τήν ἔννοια, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τοῦ εἰληταρίου, τοῦ εἰλητοῦ· δηλαδή δύο κύλινδροι, ὅπου ἐπάνω στὸν ἕναν ἀπ' αὐτούς ἦταν τυλιγμένος ο πάπυρος ἢ ἡ περγαμηνή σε μορφή λωρίδας, καί ὅταν ξετύλιγες τόν ἕναν κύλινδρο για να διαβάσεις, τύλιγες τόν ἄλλο κύλινδρο.
Αὐτή ἦταν ἡ παλιά μορφή των βιβλίων. Με αυτήν τήν ἔννοια ήταν το βιβλίο που κρατοῦσε ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου, καί τό ὁποῖο, κατά τόν ἱερό οπτασιαστή, ήταν γραμμένο καί εσωτερικά καί ἐξωτερικά. Τώρα, ἀντιλαμβάνεσθε τί σημαίνει ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά. Διότι, ἀφοῦ ἦταν μία λωρίδα γραφικῆς ὕλης, ἔγραφε κανείς καί ἀπό μέσα, ἀνοίγοντας τά ξύλα αὐτά, τους κοντούς, ξετυλίγοντας το βιβλίο –όχι ξεφυλλίζοντας– στήν ἐσωτερική επιφάνεια, αλλά ἔγραφε καί ἀπ' ἔξω, στό ἀπ᾿ ἔξω μέρος. Ήταν λοιπόν γραμμένο το βιβλίο καί ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά.
Τί σημαίνει αυτό το βιβλίο, πού ήταν γραμμένο και από μέσα καί ἀπ᾿ ἔξω;
Σημαίνει ἐδῶ τό ἑξῆς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Βιβλίον τὴν πάνσοφον τοῦ Θεοῦ μνήμην νοοῦμεν, ἐν ᾗ πάντες, κατὰ τὸν θεῖον Δαβίδ, γράφονται, καὶ τῶν θείων κριμάτων την άβυσσον. Ταύτης δε τὰ μὲν ἔσω, διὰ τὸ πνεῦμα, εύληπτα οὐκ εἰσί, αλλά δυστέκμαρτα· τὰ δὲ ἔξω, διὰ τὸ γράμμα, ευληπτότερα.» (PG 106, 260B.) Τί είναι αυτό το βιβλίον, το ειλητάριον; Είναι το σύμβολο τῆς πάνσοφης μνήμης του Θεού, στην οποία είναι γραμμένα τα πάντα.
Μοιάζει μ' αὐτό πού πολλές φορές λέει ο λαός –άν καί ἔχει άλλη διάσταση εκεί· έχει διάσταση ειμαρμένης καί δέν εἶναι σωστό· αλλά, εν πάση περιπτώσει, πλησιάζει λίγο: Είναι γραμμένα ὅλα· το τί θά σοῦ συμβεῖ εἶναι γραμμένο. Ὅμως γραμμένο δεν υπάρχει. Προσέξτε: γραμμένο δέν ὑπάρχει τίποτα! Απλῶς αὐτά βρίσκονται στη μνήμη τοῦ Θεοῦ, στη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα πού πρόκειται να γίνουν ἐλεύθερα, καί πού σύμβολό τους ἔχουν το βιβλίο, δηλαδή τό γράψιμο. Όταν λοιπόν λέμε ὅτι κάτι εἶναι γραμμένο, είναι το σύμβολο εκφράσεως τῆς γνώσεως ἤ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι το γραμμένο, τό τυχερό, το κισμέτ που λένε οἱ Τοῦρκοι. Ὄχι, δέν ὑπάρχει τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Προσέξτε: όποιος Χριστιανός υποστηρίζει ότι ήταν γραφτό του ἤ τυχερό του να πάθει ἤ νά τοῦ συμβεῖ κάτι, ἁμαρτάνει! Το υπογραμμίζουμε αυτό. (Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Περὶ ειμαρμένης τε καὶ προνοίας Λόγοι ἔξ, PG 50, 750-774.)
Καί ἐκεῖ στό βιβλίο, λέει, είναι γραμμένα –πάντασύμβολο– ἡ ἄβυσσος τῶν θείων κριμάτων, δηλαδή το πῶς σκέπτεται ὁ Θεός, ποιά τά σχέδια τοῦ Θεοῦ, καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.
Ακόμη, τό ὅτι τό βιβλίο ἦταν γραμμένο από μέσα καί ἀπ᾿ ἔξω εἶναι σύμβολο ότι τά από μέσα δηλώνουν το πνεύμα τῶν πραγμάτων, τῶν γραμμάτων, ἐνῶ τὰ ἀπ'ἔξω δηλώνουν το γράμμα. Δηλαδή, το γράμμα, ὅπως καταλαβαίνετε, το βλέπουμε, το διαβάζουμε στην Αγία Γραφή, ἤ, ἐν προκειμένω, στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Τί είναι καταχωρημένο μέσα στην Καινή Διαθήκη; τί διαβάζουμε; Το γράμμα. Το πνεῦμα ὅμως; Τό πνεῦμα είναι από μέσα, δηλαδή είναι κρυμμένο. Αυτό ακριβῶς θέλει νά πεῖ ὅτι τό βιβλίο που κρατούσε στο δεξί του χέρι ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου ήταν γραμμένο καί ἀπό μέσα καί ἀπ' έξω. («Ἔσωθεν» εἶναι γραμμένοι «οἱ ἐξ Ἱερουσαλήμ», «ὡς θεοσεβεῖς», ἐπειδή ζοῦν «τῇ ὁδηγίᾳ τοῦ νόμου», ἐνῶ «ὄπισθεν» εἶναι «οἱ ἐξ ἐθνῶν», πού ἐξαιτίας τῆς εἰδωλολατρίας στην οποία ζοῦσαν πρίν πιστέψουν στον Χριστό είναι «τῆ χείρονι μοίρα». (Οικουμένιος, σ. 76. Αρέθας, σ. 577A). «Η πᾶσα Γραφή ἐστιν ἡ δηλουμένη διὰ τῆς Βίβλου, ἔμπροσθεν μὲν γεγραμμένη διὰ τὴν πρόχειρον αυτῆς ἐκδοχήν, ὄπισθεν δὲ διὰ τὴν ἀνακεχωρηκυῖαν καὶ πνευματικήν.» (Τῶν εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην ἐξηγητικών, Β΄, PG 14, 193Α).)
Ἀλλά καί κάτι ακόμη λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας: «Βίβλος δὲ καὶ ἡ προφητεία νοεῖται». Επίσης, το βιβλίον εἶναι καί τό σύμβολο τῆς προφητείας· «ήν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ πεπληρώσθαι ἔφη· ἧς τὰ ἑξῆς ἐπ᾿ ἐσχάτων πληρωθήσονται» (PG 106, 260B.), τήν ὁποία ὁ Χριστός στο Ευαγγέλιο είπε ὅτι ἦρθε να εκπληρώσει, τῆς ὁποίας τα παρακάτω θά ἐκπληρωθοῦν στα ἔσχατα.
Δηλαδή: Ο Κύριος θυμᾶστε τί εἶπε; «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. 5, 17.). Δέν ήρθα να καταλύσω τόν νόμο, αλλά νά τόν πληρώσω. Πληρώσω σημαίνει τόσο να συμπληρώσω, ὅσο καί νά εκπληρώσω. Ἐκεῖνο τὸ ἐκπληρώσω σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός είναι το βιβλίο της προφητείας, ὁ ἴδιος εἶναι ἡ προφητεία. Ο ἴδιος ἔρχεται όχι μόνο να ερμηνεύσει την προφητεία όπως θά τήν ερμήνευε ἕνας προφήτης, αλλά και να έκπληρώσει την προφητεία, να πραγματώσει την προφητεία.
Ὅλα αὐτά φανερώνουν τί είναι το βιβλίο που κρατάει στα χέρια του ὁ ἐπί τοῦ θρόνου καθήμενος, το ὁποῖο πάει να δώσει σε κάποιον· σάν νά ἀναζητεῖται δηλαδή κάποιος, γιά νά τοῦ δοθεῖ τό βιβλίο αυτό.
Το βιβλίο ὅμως αὐτό ἦταν κατασφραγισμένο με έπτά σφραγίδες. Αὐτή ἡ πρόθεση κατά, στη λέξη κατεσφραγισμένον, ἐπιτείνει τη σημασία τοῦ σφραγισμού. Δηλαδή, οἱ ἑπτά σφραγίδες πρέπει να εννοηθοῦν σάν νά ἦταν ἀδύνατο νά ἀναγνωσθεῖ τό βιβλίο. («Ὁ ἔβδομος, τέλειος ὢν ἀριθμός, δηλοῖ τὸ λίαν ἀσφαλῶς κεκλεῖσθαι καὶ κατασεσημάνθαι τὸ βιβλίον.» (Οικουμένιος, σ. 76) Βέβαια, κατ' ἐπίδρασιν αὐτοῦ τοῦ χωρίου, λέμε και στην καθημερινή μας γλώσσα αὐτή τήν ἔκφραση: Αὐτή ἡ ὑπόθεση είναι σφραγισμένη με επτά σφραγίδες, επτασφράγιστη. Το λέμε αυτό, αλλά κατ' ἐπίδρασιν, ἀπό ἐδῶ εἶναι· καί σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖς νά καταλάβεις, να ἐξιχνιάσεις μια ὑπόθεση. Ἄρα τό βιβλίον ἦταν ἀκατανόητο, απροσπέλαστο, μυστηριώδες.
Ὁ ἅγιος Ανδρέας γράφει πάλι πάνω σ' αυτό: «Τὰς δὲ ἑπτὰ σφραγίδας, ἢ τὴν τελείαν τῆς βίβλου ἀσφάλειαν καὶ πᾶσιν ἄγνωστον δηλοῦν φημι, ἢ τὰς οἰκονομίας τοῦ ἐρευνῶντος τὰ βάθη του Θείου Πνεύματος· ᾶς λῦσαι πάσας οὐδεμία κτιστὴ φύσις δύναται.» (PG 106, 260B.). Τί μπορεῖ νά φανερώνουν αυτές οἱ ἑπτά σφραγίδες; Η ότι υπάρχει πλήρης κατασφράγιση, πού νά μή μπορεί κανείς να γνωρίσει τί γράφει στο βιβλίο, ἢ ἁπλῶς ὅτι ὑπάρχουν ἐκεῖ τά βάθη του μυστηρίου τῆς θείας οικονομίας, δηλαδή τό τί ὁ Θεός σκέπτεται να κάνει στην Ἱστορία, καί ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς Ἱστορίας.
Αλήθεια, ποιό τό τέλος τῆς Ἱστορίας; Το ξέρουμε; Βλέπετε ὅτι ἔχουμε –εκτός βέβαια από τούς ἀγύρτες, τσαρλατάνους, ἀστρολόγους, ψεῦτες και δαιμονισμένους ἀνθρώπους, που προσπαθοῦν νά δώσουν μιά ἀπάντηση στο τί θα συμβεῖ μέσα στον χρόνο ή στο τέλος τοῦ κόσμου– ἔχουμε καί ἐκείνους πού προσπαθοῦν μέ τό ἀνθρώπινο μυαλό τους να καταλάβουν μερικά πράγματα γιά τό μέλλον, γιά τό μέλλον τῆς Ἱστορίας. Φυσικά αυτό που προβλέπουν δέν μπορεῖ νά πάει παραπέρα ἀπό τά εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, το πολύ εκατό χρόνια. Περισσότερο δέν μπορεῖ νά πάει. Κι αυτά τά λένε εἰκάζοντας, ὑποθέτοντας. Ποιός γνωρίζει το μέλλον; καί προπαντός αὐτό πού λέμε, καί πού εἶναι ἀκατανόητο στήν ἀνθρώπινη διάνοια καί ἀπορριπτέο, τό τέλος τῆς Ἱστορίας; Σε όποιον διανοούμενο μιλήσετε για τέλος τῆς Ἱστορίας, θά σᾶς τό ἀπορρίψει αμέσως. Γιατί; Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε αυτό που λέει ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλος τῆς Ἱστορίας.
Ε, λοιπόν, ὅλα αὐτά εἶναι σφραγισμένα μέ ἑπτά σφραγίδες· δηλαδή είναι απροσπέλαστα, μυστηριώδη, ἀκατανόητα.
Αλλά καί τό σπουδαῖο, πού θα παρακαλέσω ἰδιαιτέρως να το προσέξουμε, είναι ότι υπάρχει μία διέπουσα αρχή ἐδῶ, στο κεφάλαιο αυτό, ὅτι οὐδεμία κτιστή φύση δέν μπορεῖ νά ἀνοίξει αυτό το βιβλίο.
Όπως λοιπόν ἀντιλαμβανόμαστε, το περιεχόμενο τοῦ βιβλίου πού προτάσσεται νά ἐπιδοθεῖ περιλαμβάνει όλο το βιβλίο της Αποκαλύψεως –αυτό πού ἔχουμε στα χέρια μας– από το 6ο έως το 22ο κεφάλαιο, και σ αυτό περιέχεται ολόκληρο το σωτηριώδες σχέδιο του Θεοῦ γιά τό μέλλον, ἐκεῖνο τὸ «ἃ δεῖ γενέσθαι». Τό μυστηριώδες αυτό μέλλον, πού εἶναι ἀπρόσιτο σε κάθε κτιστή δημιουργία όπως σας τόνισα, εἶναι προσιτό και γνωστό μόνο στο εσφαγμένον ἀρνίον, ὅπως θὰ δοῦμε πιό κάτω. Συνεπῶς, ἐφόσον τό ἐσφαγμένον ἀρνίον θά ἄνοιγε τό βιβλίον, τότε θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε –ἔστω τό γράμμα, καί ὄχι το πνεύμα– τό τί γράφει αυτό το βιβλίο.
Καί πράγματι το βιβλίον ἀνοίχθηκε, καί φανερώθηκαν κατά ἕναν μεγαλειώδη τρόπο ἐκεῖνα πού ἔγραφε. Ξέρετε πῶς; Θά σᾶς τό πῶ μ' ένα παράδειγμα· καί, παρακαλῶ, προσέξτε το, γιατί εἶναι ἕνα κλειδί κατανοήσεως.
Ἔχουμε κάποιον που διηγεῖται μία ιστορία, και τόν βλέπουμε στον κινηματογράφο, σε μία κινηματογραφική ταινία. Διηγεῖται μία ἱστορία· δηλαδή ανοίγει ένα βιβλίο καί ἀρχίζει να διαβάζει. Ἐκεῖ πού διηγεῖται τήν ἱστορία, ἐκεῖ πού διαβάζει, χάνουμε τόν ἀναγνώστη, όχι όμως τη φωνή του· ἀκοῦμε τήν διήγηση. Προβάλλει τώρα ὁ κινηματογράφος σκηνές κατά εποπτικό τρόπο, ὡς εἰκόνες δηλαδή, ἀπό ἐκεῖνα πού περιγράφει ὁ ἄνθρωπος πού διηγεῖται καί διαβάζει ἀπό τό βιβλίο.
Δηλαδή να: Κάποιος διηγεῖται μία ἱστορία ἀπό τήν Μικρά Ασία, τά γεγονότα τῆς καταστροφῆς καί λοιπά καί λοιπά. Ἐκεῖ λοιπόν πού τόν βλέπουμε να διαβάζει, τόν χάνουμε ἀπό τήν οθόνη, ἀκοῦμε ὅμως τή φωνή του, συνεχίζει να διηγεῖται. Καί τώρα βλέπουμε τη Σμύρνη, βλέπουμε τίς ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, βλέπουμε τη φωτιά που βάζουν οἱ Τοῦρκοι, βλέπουμε τήν ἀναχώρηση, τήν ἄτακτη εκείνη αναχώρηση τῶν ἀνθρώπων μας πού ἔφυγαν ἀπό τήν Ανατολή, καί λοιπά. Ὁ διηγούμενος συνεχίζει την διήγηση, ἀκοῦμε τή φωνή του, ἐνῶ οἱ εἰκόνες αλλάζουν συνέχεια.
Αὐτό τό πράγμα, αγαπητοί μου, γίνεται κι ἐδῶ. Θά δοῦμε πιό κάτω –αὐτό θά τό δοῦμε τοῦ χρόνου, πρώτα ὁ Θεός– ὅταν θά ἀρχίσουν νά ἀνοίγονται οἱ σφραγίδες μία-μία, ἐνῶ θά ἀνοίγεται μία σφραγίδα –καί θά τήν ἀνοίγει τό ἐσφαγμένον ἀρνίον– αμέσως θά ἐκτυλίσσεται καί μία εἰκόνα. Μέ τή διαφορά πώς, στο παράδειγμα πού σᾶς εἶπα, τά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας που διηγεῖται ὁ διηγούμενος ἀνήκουν στο παρελθόν, ἐνῶ αὐτά ἐδῶ ἐν προκειμένῳ ἀνήκουν στο μέλλον. Επειδή λοιπόν ανήκουν στο μέλλον κι ἐπειδή ἔχουμε εικόνες καί ὄχι διατυπώσεις καί ὁρισμούς, γι' αὐτό ἡ ἑρμηνεία τους εἶναι δύσκολη. Ὅπως θα ξέρετε, ἡ εἰκόνα εἶναι πληθωρική, εἶναι πλούσια, αλλά ταυτοχρόνως εἶναι καί ἀσαφής, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι πληθωρική, δηλαδή ἔχει πολλές ἑρμηνεῖες.
Ἔτσι, ἐκτυλίσσεται το γράμμα τό ὁποῖο καταγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ιωάννη στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, που κρατάμε τώρα στα χέρια μας και πού ἀναλύουμε, ἐνῶ τό πνεῦμα τῶν γραφομένων θά κατανοεῖται –κατά τήν ὡραιότατη καί βαθύτατη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ανδρέου Καισαρείας– (Βλ. PG 106, 340C: «Τὴν μὲν ἀκρίβειαν τῆς ψήφου, ὡς καὶ τὰ λοιπὰ τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, ὁ χρόνος ἀποκαλύψει καὶ ἡ πεῖρα τοῖς νήφουσιν». Πρβλ. άγ. Ειρηναίου Λουγδούνου, Κατὰ Αἱρέσεων, V, 30, 3. PG 7, 1205C. Παν. Μπρατσιώτη, σσ. 218-219. Πρβλ. ἁγίου Ιππολύτου Ρώμης, Απόδειξις περὶ Χριστοῦ καὶ Ἀντιχρίστου 50, ΒΕΠ 6, 215 (κατά την κριτική έκδοση του H. Achelis): «Ἔχοντας δὲ τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ (Α΄ Τιμ. 3, 9), μετὰ φόβου φυλάσσειν πιστῶς τὰ ὑπὸ τῶν μακαρίων προφητῶν προειρημένα, ἵνα γινομένων αὐτῶν προειδότες μὴ σφαλλώμεθα», καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἀσάφειαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης 1, PG 56, 177: «Προφητεία δέ, όταν συνεσκιασμένως λέγηται, μετὰ τὴν τῶν πραγμάτων ἔκβασιν γίνεται σαφεστέρα, πρὸ δὲ τῆς ἐκβάσεως οὐδαμῶς».) σε κάθε σημείο τῆς Ἱστορίας, καθώς θά ἐκδηλώνονται, θα φανερώνον και τα γραφόμενα καί θά πραγματοποιούνται αυτά (οἱ προφητείες) πού τό γράμμα ἔχει.
Θά παρακαλέσω, αὐτό τό πράγμα πού σᾶς εἶπα να το κρατήσετε, γιατί ἀποτελεῖ ἕνα κλειδί για να κατανοήσουμε τήν Αποκάλυψη. Θά δεῖτε ὅτι ὑπάρχει ἕνας κυκεώνας εἰκόνων, που μπερδευόμαστε και λέμε: Μά ποῦ θὰ βροῦμε ἄκρη; Κάπως ἔτσι ὅμως μπορούμε να βροῦμε τήν ἄκρη.
Εἴπαμε ὅτι τό ἐσφαγμένον ἀρνίον –πού ὅπως θὰ δοῦμε εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός– εἶναι ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά ἀνοίξει τό βιβλίο, διότι αυτό μόνο γνωρίζει τα μέλλοντα, καί καμμία άλλη κτιστή δημιουργία. Αὐτό τό βλέπουμε ἀκόμη καί στά ευαγγέλια.
Ωστόσο όμως συνεχίζει καί λέει: «Ὁ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ» (Ἰωάν. 5, 20.). Ὁ Πατήρ ἀγαπᾶ τόν Υἱό, καί ὅ,τι κάνει το δείχνει στον Yió.
Κι αὐτό πού εἶχε πεῖ τότε στούς μαθητές του, μετά τήν ἀνάστασή του: «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία» (Πράξ. 1, 7.). Δέν είναι δική σας υπόθεση να ξέρετε τους χρόνους ἤ τούς καιρούς, τούς ὁποίους ὁ Πατήρ ὅρισε κατά τη δική του ἐξουσία.
Αὐτά εἶναι δηλωτικά ὅτι πράγματι τό μέλλον εἶναι σφραγισμένο με ἑπτά σφραγίδες. Ὅ,τι ἀποκαλύψει ὁ Θεός, θα μποροῦμε νά τό ξέρουμε· ὅ,τι δέν ἀποκαλύψει, θα μένει σφραγισμένο.
«Καὶ εἶδον ἄγγελον ἰσχυρὸν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοίξαι τὸ βιβλίον καὶ λῦσαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ;» (Αποκ. 5, 2.) Καί εἶδα ἄγγελο ἰσχυρό, λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, δηλαδή άγγελο με ισχυρή φωνή, να κηρύσσει με μεγάλη φωνή και να λέει: Ποιός είναι ἄξιος νά ἀνοίξει το βιβλίο και τις σφραγίδες του;
Ἡ παρουσία τοῦ ἀγγέλου μέ τήν ἰσχυρή φωνή, άγαπητοί μου, θυμίζει ἐκεῖνον τόν λόγο τοῦ βιβλίου Παροιμίαι, στο 9ο κεφάλαιο, πού ή «σοφία», ἡ ἐνυπόστατος Σοφία, «ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα», τα σφάγιά της, καί κάλεσε τούς συνδαιτημόνες –προσέξτε μία ωραία φράση– «μετὰ ὑψηλού κηρύγματος» (Παρ. 9, 1-3.)!
Αὐτό τό ὑψηλόν κήρυγμα τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν, καθώς καί ὁ ἄγγελος ὁ ἰσχυρός που κηρύσσει μέ μεγάλη φωνή τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, δείχνουν ὅτι ἐκεῖνο πού ἔπρεπε νά ἀκουστεῖ ἦταν ἀπαραίτητο νά ἀκουστεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, –τί εἶπα;– στά πέρατα τῆς κτιστῆς δημιουργίας, ὁρατῆς καί ἀόρατης! Διότι αὐτό τό ὑψηλόν κήρυγμα, αυτή ή μεγάλη φωνή, δείχνει ὄχι μόνο τή δύναμη τῆς φωνῆς, ὥστε νά ἀκούσει καί ἡ τελευταία γωνίτσα ολόκληρης της κτιστῆς δημιουργίας, ὁρατῆς καί ἀόρατης, δηλαδή τῶν ἀγγέλων, αλλά δείχνει καί τό ὕψος τοῦ περιεχομένου καί τῆς ποιότητος τοῦ βιβλίου. Καί ἀκόμη να φανεῖ καί κάτι ἄλλο· ὅτι, ἀφοῦ κανείς δέν μπορεῖ νά ἀνοίξει το βιβλίον, θά τό ἀνοίξει τό ἐσφαγμένον ἀρνίον.
Συνεπῶς τό ἐσφαγμένον ἀρνίον ἔχει να παίξει ἕνα πολύ σπουδαίο ρόλο στην αποσφράγιση του βιβλίου, δηλαδή στην αποκάλυψη τῶν μελλόντων τῆς Ἱστορίας.
Ἐδῶ βλέπουμε να υπάρχει μία τριμερής υποδιαίρεση ὅλης γενικά τῆς κτιστῆς δημιουργίας· εἶναι τά ἐπουράνια, τὰ ἐπίγεια καί τά καταχθόνια. Είναι μία τριμερής υποδιαίρεση, πού τήν συναντοῦμε πολλές φορές στην Αγία Γραφή. (Βλ. Ἔξοδ. 20, 4. Φιλιπ. 2, 10. κ.ά.) Βεβαίως, περιττό νά σᾶς πῶ, αυτή ἡ ὑποδιαίρεση τῶν ὄντων είναι συμβατική, καὶ αὐτό τό κρίνουμε μόνον ἀπό ἕνα σημεῖο, ἀπό τά καταχθόνια. Καταχθόνια εἶναι αὐτά πού βρίσκονται στα έγκατα τῆς γῆς· αὐτό σημαίνει κατά-χθόνια. Αλλά δέν εἶναι στα ἔγκατα τῆς γῆς οἱ ψυχές, ἀγαπητοί μου· αὐτό εἶναι μία έκφραση. Συνεπώς ἡ τριμερής αυτή υποδιαίρεση είναι συμβατική, και θέλει να δείξει αυτά τα τρία επίπεδα τῆς δημιουργίας: τους αγγέλους, τούς ἀνθρώπους και τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἀνθρώπων.
Τό ὅτι δέν μποροῦσε κανείς νά δεῖ τό βιβλίο, καί πολύ παραπάνω νά τό ἀνοίξει, αυτό δείχνει τό μυστηριῶδες τοῦ μέλλοντος, τίς ἅγιες βουλές τοῦ Θεοῦ καί τὸ ἀπροσπέλαστο της γνώσεώς του, από πλευρᾶς ἀνθρώπινης προγνώσεως· δέν μποροῦμε νά προγνωρίσουμε τίποτα, ούτε να προβλέψουμε τίποτα.
Ακόμη πρέπει να ξέρουμε ότι ή προφητεία ανήκει στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ποτέ να χαλκεύσει προφητεία. Ἐκεῖνο ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως –τό ὅτι μπορεί κάποτε να προβλέψει κάτι– είναι κατ' εἰκασίαν· πολύ δέ παραπάνω τό να προβλέψει κάποιος τί μπορεῖ νά γίνει σε εἴκοσι χρόνια –ας πούμε, το μέλλον τῆς ἐπιστήμης– σε εἴκοσι χρόνια ή σε πενήντα σέ ἑκατό. Αὐτό ὅμως εἶναι μία εἰκασία, καί δέν μποροῦμε ποτέ νά ποῦμε λεπτομέρειες· μα ποτέ!
Η προφητεία, επαναλαμβάνω, εἶναι στον χώρο τοῦ Θεοῦ, καί συνεπώς, εφόσον μόνο ἡ Ἐκκλησία μας προσφέρει την προφητεία, είναι ἡ μόνη αληθινή πίστη. Οὔτε ὁ ἀνατολικός διαλογισμός έχει προφητεία, δηλαδή ὁ Βουδδισμός, οὔτε ἄλλα φρούτα τῆς ἐποχῆς πού ἔρχονται ἀπό τήν Ανατολή και εγκαθίστανται στον Δυτικό κόσμο, καί μάλιστα σ' αυτή τήν φτωχή ταλαίπωρη πατρίδα μας. Μόνο ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινή, γιατί μόνη αυτή κατέχει τήν γνώση τοῦ μέλλοντος, τήν ἀληθινή προφητεία, πού ἀνήκει, σας είπα, στον χώρο τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἐγὼ –λέει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης– ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδεὶς ἄξιος εὑρέθη ἀνοίξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό.» (Αποκ. 5, 4.) Κι ἐγώ ἔκλαιγα πολύ, γιατί δεν βρέθηκε κανένας... κανείς δεν βρέθηκε ἄξιος, οὔτε νὰ βλέπει τό βιβλίον, οὔτε πολύ παραπάνω νά τό ἀνοίξει.
Αὐτός ὁ Παρατατικός, «έκλαιον», δείχνει ότι αναζητεῖτο ἐναγωνίως μία λογική ὕπαρξη μέσα στήν κτιστη δημιουργία πού θά μπορούσε να φανερώσει τήν τυχόν ἀγαθή ἔκβαση τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας –πού μέσα στήν Ἱστορία ὑπέφερε από φοβερούς διωγμούς– αλλά δεν βρισκόταν καμμία τέτοια ύπαρξη! Κι ο Εύαγγελιστής, εφόσον ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία καί ἔβλεπε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανείς πού νά ἀποκαλύψει ποιό είναι τό μέλλον της, ἔκλαιγε πολύ!
Ὤ, Κύριε, θά ἔλεγε ὁ Εὐαγγελιστής, θα διωκόμαστε διαρκώς; Θα κρυβόμαστε σαν τους ποντικούς μέσα στις τρύπες τῆς γῆς γιά νά Σέ λατρέψουμε; Θά μᾶς σκορπίζουν οἱ ἐχθροί σου σάν τα παιδιά του λαγού; Θα τρέχουμε ἀπό ἐδῶ καὶ ἀπὸ κεῖ; Κοίταξε, Κύριε· εγώ είμαι στερημένος τοῦ ποιμνίου του, τῶν λογικῶν σου προβάτων. Εγώ είμαι εξόριστος στην Πάτμο· δέν βλέπω τους δικούς σου· είμαι εγώ κι Ἐσύ, Ἐσύ κι ἐγώ. Ποῦ εἶναι τὸ ποίμνιό σου; Σκορπισμένο! Πόσο, Κύριε, θα κρατήσει αὐτό; Γιά πάντα; σ' ολόκληρη τήν Ἱστορία; μέχρι πού να ξανάρθεις, Κύριε; Πές μας. Κανείς λοιπόν δέν ὑπάρχει πού ν' ἀποκαλύψει τι θα γίνει στο μέλλον; Σε παρακαλώ, Κύριε, πές μας!
Καί ὁ Εὐαγγελιστής κλαίει... διαρκώς κλαίει! Καί μάλιστα αὐτό τό «ἔκλαιον πολύ» αὐτό δείχνει παρατεταμένα και πολύ
Είπε κάποιος: Χωρίς δάκρυα δεν γράφηκε ή Αποκάλυψη ούτε μπορεί να κατανοηθεί χωρίς δάκρυα! (Ανευ δακρύων δέν ἐγράφη ἡ Ἀποκάλυψις, οὐδέ δύναται να κατανοηθῇ ἄνευ δακρύων (Bengel). (Μπρατσιώτης, σ. 125).)
Αγαπητοί μου, αὐτὸ θὰ ἔλεγα ότι ισχύει και για ολόκληρη την Αγία Γραφή. Προσέξτε το. Αν πάρουμε αὐτό τό βιβλίο στα χέρια μας, τήν Ἁγία Γραφή, καί τό διαβάζουμε ακαδημαϊκά, όπως θα διαβάζαμε τα βιβλία τσέπης πού κυκλοφοροῦν μέ τά ποικίλα μυθιστορήματα, τότε ποτέ δέν θά γνωρίσουμε τό πνεῦμα τοῦ βιβλίου, παρά μόνο τό γράμμα. Γιά νά καταλάβουμε το πνεῦμα τοῦ βιβλίου, πιστέψτε με, πρέπει να χύσουμε δάκρυα πάνω από βιβλίο αυτό... ποικίλα δάκρυα· δάκρυα ἀπορίας και αναζητήσεως τῶν βαθέων· Κύριε, τί σημαίνει αὐτό πού διαβάζω ἐδῶ; Αποκάλυψέ το μου, φανέρωσε το μου· ἡ δάκρυα χαράς καί ἱκανοποιήσεως ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἡ δάκρυα πού ἔρχονται ἀπό τή συναίσθηση τῆς μεγάλης αγάπης τοῦ Θεοῦ... τῆς πολύ μεγάλης αγάπης τοῦ Θεοῦ! πάντως με δάκρυα. Το βιβλίο αὐτό δέν ἀνοίγει χωρίς δάκρυα ἀκοῦστε το, νά τό ξέρετε. Σας παρακαλῶ πολύ νά τό καταλάβουμε αυτό.
Πάντως, από την όλη σκηνή που βλέπουμε, εἶναι ὁ Πατήρ, που κρατάει το βιβλίον –το οποίο όμως κανείς δέν βλέπει, ἀλλά ἔγινε φανερό γιατί ἐξαγγέλθηκε από τόν ἄγγελο γι' αὐτό καί δέν δίδεται σαφής περιγραφή, ἐκτός τοῦ ὅτι τό κρατάει στο δεξί του χέρι ὁ Πατήρ και ἑτοιμάζεται νά τό δώσει σε κάποιον· αλλά σέ ποιόν;– εἶναι ἐπίσης ὁ ἄγγελος που φωνάζει, εἶναι καὶ ὁ Ἰωάννης πού κλαίει. (Στήν ὅλη σκηνή παρατηρούμε δύο τινά: τά δάκρυα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τά ὁποῖα δέν ἀνοίγει ὁ οὐρανός, ἀλλά καί τήν μοναδικότητα τῆς ἀγαθῆς ἐκβάσεως, πού εἶναι τό ἐσφαγμένον ἀρνίον.)
Πολλές φορές σε κάποιον που κλαίει απαρηγόρητα τοῦ λέμε: Μήν κλαῖς. Αλλά όταν είμαστε έτοιμοι να ποῦμε σε κάποιον να μή κλαίει, πρέπει καί νά ἔχουμε έτοιμο τον λόγο για να τον κάνουμε να μην κλαίει. Θα τοῦ ποῦμε νά σταματήσει, αλλά θά τοῦ ποῦμε καί τόν λόγω ἐκεῖνον για να μην ξανακλάψει πιά.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στη χήρα τῆς Ναΐν «μὴ κλαῖε» (Λουκά 7, 13.), τῆς τό εἶπε ὄχι φιλολογικά. Ὄχι ὅπως πολλές φορές ἐμεῖς μπορεῖ νά λέμε σε κάποιον πού πενθεῖ μή κλαίς, χωρίς νά τοῦ μιλήσουμε καί γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἐάν τοῦ ποῦμε γι' αυτήν, τότε ἔχουμε τό δικαίωμα νά τοῦ ποῦμε καὶ τὸ μήν κλαῖς. Καὶ ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε στή χήρα μήν κλαῖς, εἶχε μπροστά του τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ της. Αὐτό εἶναι τόσο σπουδαῖο.
Ένας λοιπόν από τους πρεσβυτέρους τοῦ εἶπε: «μὴ κλαῖε», μήν κλαῖς. Ὁ πρεσβύτερος αὐτός –θυμάστε τήν εἰκόνα· οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι γύρω από τόν θρόνο τοῦ καθημένου– ανήκει στο ανθρώπινο γένος, καί συνεπῶς συμμερίζεται τήν θλίψη τοῦ Ἰωάννου. Ἐπειδή τώρα αὐτός ὁ πρεσβύτερος ανήκει στον ουράνιο χῶρο, βλέπει καί ἀτενίζει τόν Χριστό ως νικητή και δυνάμενο νά ἀνοίξει τό βιβλίον, γι' αυτό καί λέει στον Ἰωάννη μήν κλαῖς. Είναι ἡ παρηγορία τῶν ἁγίων, που δίνουν στούς πιστούς πού βρίσκονται ἀγωνιζόμενοι ἐδῶ στή γῆ. Ὤ, αὐτή ἡ παρηγορία...
Ξέρετε δέ ὅτι στην κορυφή τῶν ἁγίων εἶναι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· γι' αυτό καί τή λέμε ὑπέρ ἁγία. Ὄχι ἁπλῶς ἀγία, αλλά υπέρ-αγία, στην κορυφή! Και ή υπεραγία Θεοτόκος παρηγορεῖ τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ παρηγορία τῶν ἁγίων. Είναι πολύ μεγάλη ή παρηγορία τῶν ἁγίων! Ὅσοι μάλιστα πιστοί ζοῦν τήν θλίψη τοῦ κόσμου τούτου για χάρη τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν τήν κατά Θεόν θλίψη, τότε συχνά ἐπιτρέπει ὁ Θεός στήν ὑπεραγία Θεοτόκο και στους αγίους του να δίνουν παρηγορία στούς πιστούς με διάφορους τρόπους. Δέν σᾶς λέω τώρα με ποιούς τρόπους· με πολλούς τρόπους. Δίνουν παρηγορία στούς πιστούς... μεγάλη παρηγορία!
Πιθανότατα, το ένα από τα τέσσερα ζώα –πού εἶχαμε αναλύσει την περασμένη φορά καί πού ἔμοιαζε με λιοντάρι-- πιθανότατα το ζώο αυτό να απηχεῖ τήν ἰδιότητα τοῦ Μεσσίου, ὅπως καί ὁ συμβολισμός τῶν ὑπόλοιπων τριῶν ζώων. Οἱ ἰδιότητες αὐτές τῶν τεσσάρων ζώων αναφέρονται τόσο στον καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου, ὅσο καί στό ἐσφαγμένον ἀρνίον, τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἔτσι, ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, νίκησε, υπερίσχυσε τῆς Ἱστορίας διά τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ τοῦ ἔργου, για να ανοίξει αυτό το κατεσφραγισμένον βιβλίον.
Ὥστε λοιπόν, ὅταν τὸ ἀρνίον εἶναι μεταξύ Θεού καί πρεσβυτέρων, μεταξύ ἁγίων καί Θεοῦ, ἔχει τον ρόλο του Μεσσίου, και είναι ρόλος λυτρωτικός.
Ἐδῶ, γιά νά τό καταλάβετε, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ ἀπό τήν Τεχνική ένα παράδειγμα, που έχει σχέση με τήν προσαρμογή του πηνίου φωνῆς ἑνός μεγαφώνου με τό πρωτεύον τοῦ μετασχηματιστού. Ἴσως ὅμως δὲν θὰ το καταλάβετε· ἀλλά εἶναι ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα, γιά νά ἐκφράσει κανείς αὐτό πού τώρα θα ήθελα να σᾶς πῶ.
Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, εἶναι ένα πρόσωπο μέ τίς δύο του ὄψεις, τις δύο του φύσεις· ἡ μία εἶναι ἡ ἀνθρώπινη, ἡ ἄλλη εἶναι ἡ θεία. Ἕνα πρόσωπο ὅμως ὑπάρχει· ἕνα! Μέ τήν θεία φύση του βλέπει τόν Θεό· ή, καλύτερα, βλέπει τον Πατέρα, τόν Υιό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τήν ἀνθρώπινη φύση του βλέπει τούς ἀνθρώπους. Συνεπῶς ὁ Θεός βλέπει τούς ἀνθρώπους ὄχι βλέποντάς τους απευθείας, αλλά βλέποντας τη θεία φύση τοῦ Υἱοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση· καί συνεπώς τούς ἀνθρώπους τους βλέπει διά τοῦ Υἱοῦ. (Καί οἱ ἄνθρωποι, αντιστρόφως, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τόν Θεό, παρά μόνο διά τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.)
Αὐτήν τήν εἰκόνα ἔχουμε μπροστά μας. Αὐτός εἶναι ὁ Μεσίτης Χριστός. Προσέξτε μόνο, οἱ λέξεις μεσσίας καί μεσίτης δέν ἔχουν καμμία σχέση μεταξύ τους. Μεσσίας ἑβραϊκά σημαίνει χριστός, χρισμένος, ἐνῶ μεσίτης εἶναι ἑλληνική λέξη. Μοιάζουν φωνητικά, αλλά δέν ἔχουν τήν ἴδια σημασία.
Βλέπουμε ἐδῶ νὰ ἐμφανίζεται ὁ Υἱός ὡς ἀρνίον. Υπάρχει όμως πάρα πολύ μεγάλη αντίθεση μέ τήν προηγούμενη εἰκόνα, τοῦ λέοντος. Είδαμε πώς ένας πρεσβύτερος ἔσκυψε καί εἶπε στον Ιωάννη μήν κλαῖς· ὁ λέων τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτός μπορεῖ νά ἀνοίξει το βιβλίο. Εδώ βλέπουμε ἕνα ἀρνίο. Υπάρχει μία αντίθεση μεταξύ λέοντος καί ἀρνίου. Εἶναι δέ γνωστό ότι το λιοντάρι τρώει τό αρνί. Τό ἀρνάκι εἶναι ἄκακο, εἶναι πολύ αγαθό, εἶναι ἕνα ἀθῶο ζώο καί ἀφελές.
Ωραιότατα θα μπορούσε να εκφρασθεῖ τό ἐσφαγμένον ἀλλ᾽ ἑστηκός αρνίον ὡς ἑξῆς. Την Κυριακή τῆς Αναστάσεως, πού ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος στους μαθητές του, εἶχε τα χέρια του τρυπημένα καί τήν πλευρά του λογχισμένη. Να, λοιπόν, τό εσφαγμένον ἀρνίον· τά τρυπημένα χέρια καί ἡ λογχισμένη πλευρά! Καί ὅμως, στέκεται όρθιος· γιατί; αναστήθηκε από τούς νεκρούς,
Αλλά ἐνῶ ἐμφανίζεται, αγαπητοί μου, ὁ Μεσσίας ὡς ἀρνίον –τό αρνάκι εἶναι ἄοπλο καί ἀδύναμο– ταυτόχρονα όμως φέρει ἑπτά κέρατα καί ἑπτά ὀφθαλμούς. Βλέπουμε δηλαδή εναλλασσόμενες σκηνές καί εἰκόνες ἐκ πρώτης ὄψεως αντιφατικές, πού ὅμως συμπληρώνουν ὅλες τίς πτυχές τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Φέρει λοιπόν ἑπτά κέρατα καί ἑπτά μάτια. Το κέρας, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι σύμβολο δυνάμεως, και μάλιστα βασιλικῆς. Το κέρας θα το δούμε πολλές φορές να χρησιμοποιεῖται ὡς σύμβολο τῆς δυνάμεως. Φέρ' εἰπεῖν, στήν ᾠδή τῆς ἁγίας Ἄννης, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ, ἀναφέρεται ἐκεῖ. (Γ' Βασ. 2, 1· 10.) Καί γενικά, πολλές, πάρα πολλές φορές χρησιμοποιείται το κέρας.
Ωστόσο ὁ ἀριθμός επτά, σχετικά με τα κέρατα, ξέρετε τί δείχνει; τό πλήρωμα τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καί τῆς δυνάμεως τοῦ ἀρνίου σε ὅλη τήν κτιστή δημιουργία! στούς ἀγγέλους, στούς ἀνθρώπους καί στούς δαίμονες! Τελικά θά βασιλεύσει ὁ Χριστός, καί ἐνώπιόν του «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. 2, 10.). Αὐτό εἶναι τό σύμβολο τῶν ἑπτά κεράτων. Καί ὅμως ἀρνίον, καί ὅμως ἀρνάκι! Τί χαριτωμένο πράγμα!
Ὡς πρός τούς ἑπτά ὀφθαλμούς, γράφει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «Έπτὰ ὀφθαλμοὶ Κυρίου εἰσὶν οἱ ἐπιβλέποντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ζαχ. 4, 10. Βλ. και 3, 9.). Επτά ὀφθαλμοί Κυρίου εἶναι αὐτοί πού ἐπιβλέπουν πάνω σέ ὅλη τή γῆ. Εάν ἐκεῖ –προσέξτε αυτό το σημεῖο–, στον προφήτη Ζαχαρία, ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἑπτά ὀφθαλμούς, τότε καί ἐδῶ, στο παρόν χωρίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ἀρνίον, πού ἔχει καί αὐτό ἑπτά ὀφθαλμούς, δηλαδή ὁ Ἰησους, εἶναι Θεός! Είναι χαρακτηριστικό γιά τή χριστολογία τῆς Ἀποκαλύψεως τό χωρίο αυτό. Σε κάθε βήμα μας θα βλέπουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, πού ἔζησε στή γῆ μας πρίν από δυό χιλιάδες περίπου χρόνια, εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός πού ένανθρώπησε!
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οἱ ἑπτά λαμπάδες, τά ἑπτά πνεύματα τοῦ Θεοῦ, βρίσκονται μπροστά στον θρόνο τοῦ καθημένου καί ἀποστέλλονται στον κόσμο ὅπως καί οἱ ἑπτὰ ὀφθαλμοί τοῦ ἀρνίου, πού εἶναι πάλι τά ἑπτά πνεύματα που αποστέλλονται στον κόσμο. Έπτά λαμπάδες - ἑπτά μάτια. Επτά λαμπάδες μπροστά στον θρόνο τοῦ Πατρός, ἑπτά μάτια στο αρνίον. Είναι δύο διαφορετικά σύμβολα, αλλά τό ἴδιο αντικείμενο· τό Ἅγιο Πνεῦμα στην πληρότητά του.
Προσέξτε όμως ἐδῶ. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ὅτι καί ὁ Πατήρ καί τό ἀρνίον αποστέλλουν το Πνεύμα τό Ἅγιο στον κόσμο.
Ἀκοῦστε τώρα πως το λέει αυτό στό εὐαγγέλιο του Ἰωάννου: «Καὶ ἐγὼ –λέει ὁ Χριστός– ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» (Ἰωάν. 14, 16-17.). Ποιός θα στείλει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Ὁ Πατήρ, πού θά τόν παρακαλέσει ὁ Υἱός.
Ὥστε καί ὁ Πατήρ στέλνει τό Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καί ὁ Υἱός στέλνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, αλλά μόνον ἀπό τόν Πατέρα ἐκπορεύεται. Ἄλλο ἀποστέλλεται, καί ἄλλο ἐκπορεύεται· εἶναι δυο διαφορετικά πράγματα. Τό ἐκπορεύεται δείχνει τη ζωή του Αγίου Πνεύματος σε σχέση μέ τόν Πατέρα· τό ἀποστέλλεται δείχνει την σχέση του μέ τόν κόσμο· είναι δυο διαφορετικά.
Προσέξτε λοιπόν. Αποστέλλει ὁ Πατήρ τό Πνεῦμα το Ἄγιο, ἀποστέλλει καί ὁ Υἱός τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Νά: οἱ ἑπτά λαμπάδες στον Πατέρα μπροστά, το Άγιο Πνεῦμα, τά ἑπτὰ μάτια στο αρνίον. Ὥστε καί ὁ Πατήρ είναι Θεός, καί ὁ Υἱός είναι Θεός, αλλά καί τό Πνεῦμα το Άγιο είναι Θεός! Πόση Θεολογία, πόση Χριστολογία! Ολόκληρο το Ευαγγέλιο μέσα στην Αποκάλυψη!
Καί ταυτοχρόνως, ἀγαπητοί μου, ξεδιπλώνεται μπροστά μας το μέλλον τῆς Ἐκκλησίας μέσα στην Ιστορία.
Αυτά για απόψε.
Κυριακή, 31 Μαΐου 1981
26η ομιλία στην κατηγορία « Ἱερά Ἀποκάλυψις ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας : " Ἱερά Ἀποκάλυψις " εδώ ⬇️