†.Μια άλλη απορία λέγει: Γιατί όσοι θα δεχθούν τον αριθμό του Αντιχρίστου δεν θα μπορούν να μετανοήσουν; Αλλά θα δαιμονιστούν; Ο αριθμός αυτός καθ΄ εαυτόν δαιμονίζει;
Ο αριθμός αυτός καθ’ εαυτόν, όπως τον έχουμε μέσα εις την απαρίθμηση των αριθμών, δεν έχει τίποτα, καμμία σημασία και αξία. Φερ’ ειπείν, λέμε 665, 666, 667… εκεί δεν κάνουμε κάποιο βήμα, κάποιο άλμα. Ναι, είναι κάτι περίεργο αυτό, το να μην λέει κανείς αυτόν τον αριθμό. Να κάνει ένα πήδημα και να πηγαίνει στον επόμενον αριθμόν γιατί αυτός θεωρείται παράξενος, και περίεργος, και δυσοίωνος, και δεν ξέρω τί, και αντίχριστος.
Είναι ένας αριθμός. Ο αριθμός αυτός μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε και δεν κάνει τί άλλο παρά δείχνει το όνομα. Σας έχω και άλλοτε πει τί σημαίνει αυτό. Ότι δηλαδή, όταν έχομε ένα όνομα, ας πούμε Αθανάσιος, γράφω το όνομα κατακόρυφα ένα ένα γράμμα, Α, θ και ούτω καθεξής και πλάι βάζω στο κάθε γράμμα τον αντίστοιχο αριθμό του. Λέω «Αθανάσιος». Το Α είναι το 1, =1. Το θ είναι το 9, =9. Πάλι α=1. Παρακάτω είναι ν=14… Αν προσθέσω τώρα αυτούς τους επιμέρους αριθμούς, φτιάχνω το όνομά μου. Τον αριθμό μου που αντιστοιχεί στο όνομά μου. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι και το όνομα του Αντιχρίστου.
Δηλαδή, αν καταλαβαίνετε, είναι κρυπτογραφημένο το όνομα του Αντιχρίστου. Κρυπτογραφημένο, για πολλούς και ευνοήτους λόγους. Γι’ αυτό προσπαθούν μερικοί να το αποκρυπτογραφήσουν αλλά αστοχούν. Αλλάζουν την ορθογραφία ενός ονόματος και άλλα πολλά… Δεν είναι σωστό.
Όταν θα έλθει ο Αντίχριστος τότε αγαπητοί μου θα είναι φανερός πλέον και τότε ακόμη και οι δύο Προφήται θα υποδείξουν και θα πουν ότι αυτός είναι ο Αντίχριστος. Αλλά θα αποκαλύπτεται μόνο εις τους πιστούς και εις τους νήφοντας Χριστιανούς. Νήφοντας. Δηλαδή εκείνοι που έχουν καθαρότητα καρδίας και νου. Και θα λέγουν ότι τώρα αυτός είναι ο Αντίχριστος.
Κατά τα άλλα, το να λέμε ότι ο Γκορμπατσώφ είχε εδώ ένα σημάδι και θύμιζε το 666 και δεν ξέρω τί, αυτά είναι ένας βιασμός των πραγμάτων. Δεν είναι σωστά. Είναι παρακινδυνευμένο πράγματα.
Ωστόσο να έλθω στην κυρία ερώτηση που λέγει ότι δεν θα μπορούν να μετανοήσουν. Ναι. Εδώ έχουμε το εξής. Όχι να κοιμάμαι και να μου βάλουνε το 666 -προσέξτε- να με υπνώσουν και να μου βάλουν το 666. Αυτό είναι άκυρο. Όπως το να με ναρκώσουν και να με βαπτίσουν. Αυτό είναι άκυρο. Να με ναρκώσουν και να με παντρέψουν. Είναι γνωστό, όταν δεν υπάρχει η θέληση εκείνου που θα δεχθεί το μυστήριον αλλά και του ιερέως -και άλλοτε σας το έχω πει αυτό- που θα τελέσει το μυστήριον, το μυστήριο είναι άκυρο. Δηλαδή, αν βάλουν το περίστροφο στον κρόταφο ενός ιερέως να παντρέψει κάποιους, το μυστήριο αυτό, ο γάμος, είναι άκυρος.
Όχι λοιπόν υπό αυτές τις συνθήκες. Σημαίνει το θέλω να δεχθώ το χάραγμα του Αντιχρίστου. Το θέλω για πολλούς λόγους, φερ’ ειπείν να ΄χω την ασφάλειά μου, να μην με διώξουνε απ’ την πόλη μου, το σπίτι μου, να ‘χω να φάω και να πιώ, να μην τρέχω στις ερημιές, Είναι εκείνο που είχα ακούσει: για τα παιδιά μου, λένε μερικοί! Ακούτε: για τα παιδιά μου! Τι περίεργο; Τί να πω πάνω σ’ αυτό;
Λοιπόν. Σημαίνει το θέλω. Το θέλω. Έτσι, όταν δεχθώ το μυστήριον του εγχαράγματος… Μυστήριο είναι και αυτό! Το μυστήριο του Αντιχρίστου… Πώς το λέει αυτό ο Απόστολος Παύλος για το όνομα που λέγαμε προηγουμένως… λέει, το μυστήριον της ανομίας. Είναι στην δευτέρα προς Θεσσαλονικείς επιστολή. Το μυστήριο της ανομίας ήδη λέει ενεργείται.
Τότε, όταν το δεχθώ με όλη μου την καρδιά δεν μπορώ να μετανοήσω πλέον γιατί προσέβαλα το Βάπτισμά μου. Και δεν γίνομαι δεκτός, δεν μπορώ να μετανοήσω. Το βλέπουμε αυτό σε πάρα πολλά σημεία εις το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Και αντί λέει να μετανοήσουν εβλασφήμισαν και έκαναν και έδειξαν.
Η μετάνοια δεν είναι καρπός μόνο τις ιδίας θελήσεως αλλά καρπός της ιδίας θελήσεως μετά της Θείας Χάριτος. Προσέξατέ το. Ούτε και η Πίστις. Όλα αυτά είναι γνωρίσματα που έρχονται σαν ενέργειες από τον Θεό. Αν λοιπόν δεν μου στείλει ο Θεός την ενέργεια της πίστεως δεν μπορώ να είμαι πιστός, την ενέργεια της αγάπης δεν μπορώ να έχω αγάπη, και την ενέργεια της σωτηρίας δεν μπορώ να την έχω εάν δεν συμβάλει ο Θεός.
Συνεπώς. Δεν είναι δικό μου θέμα μόνον, αλλά ο Θεός την χάρη Του δεν θα την δώσει στους ανθρώπους που εδέχθηκαν το χάραγμα του Αντιχρίστου.
875η ομιλία στην κατηγορία
« Ἀπαντήσεις ἀποριῶν Κατηχητικοῦ ».
†.Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας τιμά πάντας τους αγίους, τους γνησίους φίλους του Θεού και ευεργέτας αληθινούς των πιστών. Είναι εκείνοι που όσο ζούσαν, επίστευσαν εις τον Θεόν και επολιτεύθησαν κατά Θεόν. Γι’ αυτό είναι οι πρωτότοκοι του Θεού· που είναι απογεγραμμένοι εις τον ουρανόν. Και είναι πρωτότοκοι, γιατί θα τύχουν όλοι της μεγάλης και μοναδικής κληρονομίας, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Όσοι θα είναι εις την Βασιλείαν του Θεού, λέγονται «πρωτότοκοι».
Και ελέχθη εις τους αγίους και εις τους μάρτυρας, όπως μας καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως: «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καί αὐτοί». Αυτό το «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν» είναι ο χρόνος από την στιγμήν που αυτοί έφυγαν από τον κόσμον αυτόν, έως την ανάσταση των νεκρών. Τον αποκαλεί «χρόνον μικρόν». Και ακόμη, όταν λέγει: «ἕως πληρώσωσι, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν καί οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καί οἱ ἀδελφοί αὐτῶν», εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να αποκτανθούν όπως και αυτοί», δείχνει ότι διαρκώς εις την Εκκλησίαν προστίθενται άγιοι. Έως το τέλος της Ιστορίας. Έως τον δεύτερο ερχομό του Ιησού Χριστού. Η μνήμη των συνεπώς δεν έχει παρελθοντολογικό χαρακτήρα, αλλά επίκαιρον και δυναμικόν.
Οι Άγιοι Πάντες είναι εκείνοι που διέκριναν την σχετικότητα του κόσμου και των αγαθών του κόσμου τούτου και επροτίμησαν και αγάπησαν περισσότερο τον Κτίστην παρά την κτίσιν και τα αγαθά που δίνει ο Θεός. Και γι’ αυτή των την αγάπη και βαθιά πίστη και αφοσίωση, όπως ακούσαμε στη σημερινή αποστολική περικοπή από την προς Εβραίους επιστολή, να μας καταγράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον (:έλαβον πείραν, δοκίμαζαν εμπαιγμούς και μάστιγες)· ἔτι δέ δεσμῶν καί φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν (:λιθοβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν (:πριονίστηκαν), ἐπειράσθησαν (:έγιναν αντικείμενον πολλών πειρασμών) ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἕν μηλωταῖς (:γύριζαν στον κόσμο με προβιές) ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν (:των οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:Ο κόσμος δεν ήταν ούτε είναι άξιος των αγίων)».
Και πράγματι, δεν είναι άξιος ο κόσμος, των αγίων. Γιατί ο κόσμος είναι μακριά από τον Θεό. «Κόσμος» με την έννοια την ηθική, με την έννοια την πνευματική. Αυτός ο οποίος στέκεται εχθρικά απέναντι εις τον Θεόν. Εκείνο που λέγει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τα ἐν τῷ κόσμῳ». Εννοεί μην αγαπάτε όλα εκείνα τα σχήματα τα οποία έχουν απομακρυνθεί από τον Θεό. Αυτός είναι ο κόσμος. Ούτε ό,τι υπάρχει εις τον κόσμον, εννοείται τα καμώματα του κόσμου τούτου. Και όχι βεβαίως την φύσιν, την κτίσιν, όχι βεβαίως τους ανθρώπους. Αλλά αυτό το σχήμα –θα το πω δια τρίτη φορά- που στέκεται μακριά από τον Θεό. Και θα στέκεται. Και πάντα θα στέκεται, έως το τέλος της Ιστορίας. Μ’ αυτήν την έννοιαν «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον». Είναι καταπληκτικό. Γιατί εκείνος που αγαπά τον κόσμον, συσχηματίζεται με τον κόσμον.
Κι ακόμα, εάν μεν ο κόσμος δεν είναι άξιος των αγίων, όμως ο κόσμος έχει αμεσότατη ανάγκη από τους αγίους. Η παρουσία των αγίων συνιστά τον κόσμον και δίνει νόημα υπάρξεως εις τον κόσμον. Αν δεν υπήρχαν οι άγιοι, δεν θα είχε λόγον υπάρξεως ο κόσμος. Μας το λένε σαφώς οι Πατέρες και μάλιστα οι πρώιμοι Πατέρες. Γιατί πολλές φορές κι εμείς το λέμε: «Πώς μας ανέχεται ο Θεός; Με τόσην αμαρτίαν;». Αν ο κόσμος υπάρχει, είναι γιατί υπάρχουν οι Άγιοι. Ναι. Όπως ο Θεός ηνείχετο τα Σόδομα, γιατί εκεί κατοικούσε ο Λωτ, ο ανιψιός του Αβραάμ, που ήταν δίκαιος. Βλέπετε λοιπόν ότι ο κόσμος ουσιαστικά -μόνον που δεν το γνωρίζει- έχει ανάγκη από τους αγίους, γιατί οι άγιοι είναι εκείνοι οι οποίοι συντηρούν την παρουσία των ανθρώπων, την ύπαρξιν των ανθρώπων. Και εκτός από την παρουσία των ζώντων αγίων, δηλαδή των πιστών, που πολιτεύονται ευαρέστως στον Θεό και την μνήμη των ζησάντων αγίων και το θαυμαστόν προς μίμησιν παράδειγμά των, έχουν ανάγκη, όσο κι αν ο κόσμος γυρίζει την πλάτη εις τους αγίους, και τα σοφά τους και τα θαυμαστά τους συγγράμματα είναι το αλάτι που συντηρεί τον κόσμον.
Θαυμαστή και σπουδαία και ευεργετική για τον κόσμον είναι και η παρουσία των αγίων λειψάνων. Γι’ αυτά θα μιλήσομε σήμερα, αγαπητοί μου. Για τα λείψανα των αγίων. Λείψανον θα πει απομεινάρι, κατά λέξη, απομεινάρι. Αυτό που απέμεινε. Από τι; Από τον θάνατον ενός ανθρώπου, οι σάρκες λιώνουν εις τον τάφον. Μένουν τα οστά. Τα οστά λέγονται λείψανα, απομεινάρια. Για να μην πω κάτι… ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποθνήσκει, «λείψανον» λέγεται. Γι΄αυτό λέμε… κι εκείνος ο οποίος είναι μέσα στο φέρετρον, λέγεται λείψανον. Λείψανον θα πει αυτό που απόμεινε. Από το λείπω. Αυτό που απόμεινε. Γιατί; Γιατί δεν είναι πλήρης ο άνθρωπος μέσα εις το φέρετρό του. Λείπει η ψυχή. Αλλά ακόμα περισσότερο από το σώμα, όταν οι σάρκες θα έχουν φθαρεί, λιώσει, και θα έχουν μείνει μόνον τα οστά. Έτσι, κατά κυριολεξία, αναφερόμαστε στα άγια λείψανα, δηλαδή τα οστά των αγίων που έχουν απομείνει και που βέβαια εύκολα δεν φθείρονται αυτά.
Ένας οδηγός μας ορθόδοξος και απλανής, για να καταλάβομε τι είναι τα άγια λείψανα, θα σταθεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο Θεσσαλονικεύς, με μία θαυμασία προσευχή του προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, που αναφέρεται εις τα λείψανα των αγίων. Την έχω μπροστά μου την προσευχή αυτή και μάλιστα σε μετάφραση. Δεν θα ήθελα να σας την πω, είναι αρκετά αυτά που θα είχα να σας πω· την παραλείπω. Αλλά θα πάρω μόνο δύο-τρία αποσπασματάκια από την προσευχήν αυτήν. Με την θεολογικοτάτην αυτήν ευχή περί των αγίων λειψάνων, μπορούμε να δούμε αυτές τις μερικές θέσεις.
Πρώτον: Εις τα λείψανα των αγίων βρίσκομε πολλή θεολογία. Ναι. Πολλή θεολογία. Και η θεολογία αυτή εκπηγάζει από το μυστήριον της Ενανθρωπήσεως. Ξέρετε ότι ο λαός μας, ο ορθόδοξος λαός μας, έχει μία τόσην άγνοια… που είναι απελπισία. Όμως πάρα πολλά πράγματα τα γνωρίζει όχι από γνώση· από διαίσθηση! Φερειπείν, αν πούμε ότι φέραμε εδώ μία εικόνα θαυματουργόν, το «Ἄξιον ἐστί» του Αγίου Όρους επί παραδείγματι. Ή τα λείψανα κάποιου αγίου. Ξέρετε πόσος κόσμος θα μαζευτεί; Αν ερωτήσετε αυτόν τον κόσμον, γιατί ήρθαν, δεν ξέρουνε τι σημαίνει άγια λείψανα, ούτε θαυματουργός εικών. Είτε της Παναγίας είτε ενός αγίου, είτε οτιδήποτε. Αγνοεί. Έτσι, η Ορθοδοξία είναι περασμένη ως αίσθησις και ως συναίσθημα και ως διαίσθησις εις τον λαό μας. Δεν πρέπει όμως να είναι αυτό. Δεν είναι επαρκές. Πρέπει να έχομε και γνώση.
Σήμερα λοιπόν στην αγάπη σας, θα προσπαθήσομε να πούμε κάτι, τι είναι τα άγια λείψανα. Παίρνοντας, όπως σας είπα, σαν οδηγό την προσευχή -αποσπασματάκια, εννοείται- του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα. Και είπαμε ότι έχουν πολλή θεολογία, γιατί από εκεί εκπηγάζει το μυστήριον της Ενανθρωπήσεως. Γράφει ο Καβάσιλας: «Καί μή κενώσας τόν οὐρανόν τῆς δόξης Σου -αποτείνεται εις τον Χριστόν η προσευχή, κείμενο είναι αυτό- εἰς τήν ἡμετέραν ἦλθες ἐσχατιάν (:χωρίς να αδειάσεις από θεότητα, ήρθες εδώ στη Γη, εις την δική μας εσχατιάν. – Εσχατιά… Δεν θα αναλύσω. Είναι μερικά πράγματα που είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικά) καί τήν πεσοῦσαν ἡμῶν περιβαλλόμενος φύσιν (:και περιεβλήθης την δική μας τη φύση, η οποία είναι πεσμένη, την ανθρωπίνη φύση) γέγονας ἡμῖν ἀνάστασις καί ἀνάπλασις καί ἀπολύτρωσις καί ζωή (:έγινες σε μας η ανάστασις, η ανάπλασις, η απολύτρωσις και η ζωή) σαρκί τήν σάρκα καθαρίσας (:με την δική Σου σάρκα, την σάρκα μας την καθάρισες) καί ψυχῇ τήν ψυχήν ἁγιάσας (:και με την ανθρωπίνη σου ψυχή –γιατί ο Θεός Λόγος είναι άνθρωπος, δηλαδή και ψυχή και σώμα- την ψυχή μας –λέγει– την αγίασες) καί θανάτῳ τόν θάνατον καταλύσας (:και με τον δικόν Σου θάνατον, τον δικό μας τον θάνατον τον κατέλυσες, τον κατήργησες) καί ταφῇ καί φθορᾷ τήν ἀφθαρσίαν εἰσενεγκών (:και με την ταφή Σου την αφθαρσία μάς έφερες) . Καί ὅσοι τήν ἀπόρρητόν Σου φιλανθρωπίαν ᾐδέσθησαν (όσοι –λέει- αυτήν την ανείπωτη φιλανθρωπία Σου σεβάστηκαν) καί τήν μετά Σοῦ κοινωνίαν συνετήρησαν (:και διετήρησαν μαζί Σου την κοινωνίαν), τούτοις ἥρμοσας σεαυτόν (:αυτούς – λέει- τους ἥρμοσες: ἁρμόζω· «ἥρμοσες»: «ἁρμόζω». Στον γάμο παίρνει ο ιερεύς το χέρι του γαμπρού και της νύφης και τα ενώνει. Και λέγει εις τον Θεόν: «Ἅρμοσον αὐτούς». Από την στιγμή εκείνη που είναι το κύριο σημείο του γάμου, του μυστηρίου του γάμου, έχομε μίαν σάρκαν: «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκαν μίαν». Εδώ λοιπόν το ρήμα «ἅρμοσον αὐτούς» σημαίνει, αγαπητοί μου, δηλαδή τους ἥρμοσες, τους αγίους, ότι μαζί Σου ενώθηκαν οντολογικά, πραγματικά, όχι ηθικά, οντολογικά) καί τοῖς σώμασιν ἐνεχέθης καί ἀνεμίγης (:Εσύ, ο Κύριος Ιησούς ‘’ἐνεχέθης καί ἀνεμίγης’’, μείχτηκες, ανακατεύτηκες, έγινες ένα με τα σώματα των αγίων Σου)».
Και πράγματι είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού. Δεν προσλαμβάνομε τον Χριστόν, όταν κοινωνούμε, αλλά μας προσλαμβάνει ο Χριστός. Και μας καθιστά μέλη, μέλη δικά Του. Όπως τα μέλη του σώματός μου, τα αυτιά μου, είναι οντολογικώς δεμένα με το σώμα μου. Δεν έχουνε κάτι που να αρχίσω να ξεβιδώνω το βράδυ τα δάχτυλά μου και να τα βάζω στην άκρη. Είναι ηνωμένα με το σώμα μου. Έτσι είναι οι άγιοι, ηνωμένοι με το σώμα του Χριστού. Έτσι δημιουργείται η λεγομένη θέωσις των αγίων όσο ζουν. Λέγεται… για πολλούς αγίους λέγεται ότι και από την παρούσα ζωή έλαμψαν ως ο ήλιος. Το είπε ο Χριστός: Οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη Βασιλεία του Πατρός των. Πώς; Όπως ο Χριστός μετεμορφώθη εις το όρος Θαβώρ. Ναι. Και έτσι αυτά είναι προκαταβολικά, είναι προπληρωμές. Και τα βλέπομε αυτά σε πάρα πολλούς αγίους, από την παρούσα ζωή ακόμη.
Αλλά γράφει ο Απόστολος Παύλος τα εξής: Ότι είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού– ό,τι σας εξήγησα- και είμεθα και ναός του Αγίου Πνεύματος. Είναι η Εκκλησία δύο πράγματα, δύο διαστάσεις, λέγαμε την Πεντηκοστή. Τι; Έχει δύο θεμέλια η Εκκλησία. Το σώμα του Χριστού, που είμεθα… επιτραπείτω μοι, να μου επιτραπεί να πω την λέξη μάζα. Γιατί όταν λέμε σώμα, εννοούμε μάζα. Ε, μία ουσία. Και ακόμη μία διάστασις. Το Πνεύμα το Άγιον. Η πνευματολογική διάστασις· που το Πνεύμα το Άγιον έρχεται και κάθεται επί τας κεφαλάς των ανθρώπων που ήσαν εις το Υπερώον και έχομε εδώ όχι ανάδειξη της μάζης, του σώματος, έχομε ανάδειξη των προσώπων. Ξέρετε πόσος λόγος γίνεται στην εποχή μας για το πρόσωπο, για το πρόσωπο… Το πρόσωπον αναδεικνύεται πραγματικά και ουδέποτε χάνεται, δεν χάνει την αυτοτέλειά του, την κυριότητά του, την αυτοσυνειδησία του ποτέ, εις τους αιώνας των αιώνων και μετά θάνατον. Ποτέ. Το Πνεύμα το Άγιον, λοιπόν, ως θεμέλιον της Εκκλησίας έρχεται να διατηρήσει τα σώματα.
Θα έχετε ακούσει, ξέρετε, καμιά 500αριά, 600αριά αιρέσεις υπάρχουν στην Ελλάδα, οι πιο πολλές είναι από τις ανατολικές χώρες. Δημοσιεύονται τελευταία, έχουνε δύο συνέχειες δημοσιευθεί και βλέπετε εκεί…- Πώ! Πράγματα, περίεργα…!- ότι όταν πεθάνει ο άνθρωπος, κατά τις δοξασίες αυτών των ανθρώπων, έρχεται εις ένα Νιρβάνα. Νιρβάνα θα πει ανάπαυσις. Έχομε κι εμείς έναν λογοτέχνη, παλιό λογοτέχνη, που είχε το ψευδώνυμον Νιρβάνας. Λοιπόν… έτσι το Νιρβάνα τι είναι; Είναι ανάπαυσις της ψυχής. Για το σώμα δεν γίνεται λόγος. Αλλά ανάπαυσις απρόσωπη. Δεν έχει συνείδηση η ψυχή. Δεν έχει συνείδηση η ψυχή. Μα τότε, όση ευτυχία να μου δώσεις, εάν δεν έχω αυτοσυνειδησία, είτε στην κόλαση με στείλεις είτε εις τον Παράδεισον με στείλεις, δεν έχει αξία. Καμίαν αξία. Εδώ διατηρούμε την αυτοσυνειδησία μας, διατηρούμε το πρόσωπό μας. Και εις τον κόσμον αυτόν ακόμη. Ποιος θα ήταν ο Παύλος, επί παραδείγματι; Αν ήταν ένας άλλος… Φαρισαίος, τρέχα γύρευε. Τι ήταν; Ποιος θα ήξερε σήμερα τον Παύλο; Διετήρησε όμως το όνομά του, το πρόσωπό του, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Για να δείτε δηλαδή τι σπουδαίο πράγμα είναι αυτό.
Έτσι λοιπόν, είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος. Και λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος: «Ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς (:θα κατοικήσω εις αυτούς) καὶ ἐμπεριπατήσω». Και το καταπληκτικό ξέρετε ποιο είναι; Είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος, ποιος; Τι ακριβώς; Η ψυχή μας; Το σώμα μας; Και τα δυο. Και η ψυχή μας και το σώμα μας είμεθα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα μαζί. Αν ο θάνατος τα χωρίζει, θα ξαναενωθούν πάλι. Πότε; Με την κοινήν ανάστασιν. Ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε άνθρωπος. Όπως με βλέπετε και σας βλέπω. Και θα βλέπομε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στη Βασιλεία Του με τα ανθρώπινα μάτια μας και θα βλέπομε την ανθρωπίνη Του φύση. Ναι. Αυτό θα πει άνθρωπος. Αυτό θα πει σωτηρία. Άγιος που σώζεται. Και στην κόλαση θα έχει ο άνθρωπος πλήρη την ύπαρξή του· μόνο που θα είναι στην κόλαση… Ο Ιερός Χρυσόστομος αισθάνεται πάρα πολύ άσχημα, όταν, λέγει: «Δεν με νοιάζουν τα βασανιστήρια της κολάσεως, αλλά γιατί θα χάσω την θέα εκείνου του γαληνού προσώπου του Χριστού».
Ακόμη ένα δεύτερο. Ό,τι συνέβη ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού, την θεία και την ανθρωπίνη, με τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και εις τους αγίους. Έχω την περικοπή, αλλά δεν σας την διαβάζω γιατί ο χρόνος δυστυχώς πέρασε. Τι συνέβη; Όταν ο Χριστός απέθανε επί του Σταυρού και ετάφη εις τον τάφον, τι ετάφη; Το σώμα Του. Η ανθρωπίνη Του ψυχή πού πήγε; Στον Άδη. Εκεί που είπε εις τον ληστήν: «Θα είσαι μαζί μου εις τον Παράδεισον». Αλλά η θεότητα, ο Θεός Λόγος, δεν έπαυσε να είναι ηνωμένος, ο Θεός Λόγος, και με το σώμα που ήταν εις τον τάφον και με την ψυχήν που ήταν εις τον Άδην. Ε, λέει τώρα ο Νικόλαος Καβάσιλας, αυτό συμβαίνει και με τους αγίους Σου. Μπορεί να πεθάνουν, το σώμα τους να είναι στον τάφο και η ψυχή τους εις τον Παράδεισον, αλλά είναι το Πνεύμα Σου το Άγιον ηνωμένο και με το σώμα που είναι στον τάφο και με την ψυχή που είναι στον Παράδεισο. Α, έτσι, ε; Ώστε λοιπόν τα λείψανα ενός αγίου είναι ηνωμένα με το Πνεύμα το Άγιον από την παρούσα ζωή. Γι΄αυτό θαυματουργούν. Διότι είναι – θα σας πω μια φρασούλα- είναι ο υλικός φορέας, τα οστά, τα λείψανα, είναι ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος. Ακούσατε; Ο υλικός φορέας. Όπως το Ευχέλαιον. Το Ευχέλαιον, λάδι, είναι ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος. Κ.ο.κ. Το μύρον που έχομε και χριζόμεθα όταν βαπτιστούμε. Ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος, που μας δίνει τα χαρίσματα. Ώστε γι’ αυτό λοιπόν θαυματουργούν τα λείψανα των αγίων. Παρότι λείπει η ψυχή. Παρότι είναι γυμνά οστά. Όμως έχομε εδώ τούτο. Τα λείψανα των αγίων.
Ακόμη λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Και μας τα άφησες εδώ στη Γη για παρηγορία δική μας». Για να παρηγορούμεθα, να προστρέχουμε. Γι΄αυτό ο κόσμος, άμα ακούσει λείψανα, τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Θέλετε όμως να προχωρήσω και περισσότερο; Γιατί υπάρχουν εικόνες που θαυματουργούν; Γιατί να κάνομε τον κόπο να πάμε στην Τήνο; Πόσες φορές, θα έλεγε κανείς: «Να, πήγαινε στην Εκκλησία και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας. Τι; Το ίδιο δεν είναι;». Δεν είναι το ίδιο. Γιατί; Διότι εκείνος που ζωγράφισε την εικόνα της Παναγίας ήτανε άγιος. Και το αντικείμενον αυτό από τα χέρια του αγιάστηκε. Είναι κι αυτό, είναι φορέας του Αγίου Πνεύματος, φορέας του αγιασμού. Γι΄αυτό κρατούμε και τα αντικείμενα των αγίων. Τα αντικείμενα. «Γιατί», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «ακόμα», λέει, «και η σαρκοφάγος, δηλαδή τα κουτιά που έχουνε μέσα οστά, κι εκείνα απορρέουν ιάσεις, αγιασμόν» κ.λπ. κ.λπ. Γι’ αυτόν τον λόγο.
Θέλετε να το δείτε θεολογικά; Όταν εκείνη η αιμορροούσα γυναίκα προσήγγισε τα ιμάτια του Κυρίου, στο Ευαγγέλιο γραμμένο, στο κατά Λουκάν, είπε: «Θα πάω να αγγίξω τα κράσπεδα των ιματίων Του, δηλαδή το κάτω- κάτω του ιματίου, και θα γίνω καλά». Μόλις ήγγισε, έγινε καλά. Τι ήταν; Ήταν απλώς ένα ρούχο, ένας χιτώνας τον οποίον φορούσε ο Χριστός. Τι είπε ο Χριστός; «Ποιος με ήγγισε; Γιατί Εγώ», λέγει, «γνωρίζω ότι έφυγε από μένα δύναμις». Αλλά φεύγει από το σώμα του Χριστού δύναμις και πηγαίνει στα ιμάτια. Όπως από την θεότητα φεύγει και πηγαίνει στην ανθρωπίνη φύση του Ιησού. Βλέπετε λοιπόν; Τα λουλούδια του Επιταφίου, τούτο, εκείνο, όλα αυτά τα πράγματα είναι αγιασμένα! Γι’ αυτό πολλάκις πολλάκις και θαυματουργούν.
Ακόμη βρίσκομε στην Αγία Γραφή να κλέβουν από τον Απόστολο Παύλο τα «σιμικίνθια». Ξέρετε, στην Έφεσο, φερειπείν, έμεινε τρία περίπου χρόνια και όλη ημέρα ηργάζετο στον αργαλειό. Ε, είχε μία μπροστέλα, μία ποδιά είχε και τα μαντήλια που σκούπιζε τον ιδρώτα του· «ἐκ τοῦ χρωτός αὐτοῦ», δηλαδή από το δέρμα του. Τα πετούσε στην άκρη και πήγαινε να κάνει κήρυγμα στους πιστούς, κάθε μέρα. Μάλιστα, 12-1, 12-2, μεσημέρι. Δεν σας λέω πιο πολύ γιατί. Ενοικιάζετο αυτή η αίθουσα. Και τότε προσεφέρετο. Και πήγαιναν κρυφά στο σπίτι και του κλέβαν αυτά. Γιατί; Ν’ ακουμπήσουν το μαντήλι από τον ιδρώτα, την ποδιά από την δουλειά επάνω σε αρρώστους, σε δαιμονισμένους, για να γίνουν καλά. Λέει η Αγία Γραφή ότι «μόνον η σκιά του Πέτρου -η σκιά! –εάν έπεφτε», λέει, «επάνω σε έναν άρρωστο – σε μία πλατεία, που φέρναν αρρώστους– μόνον η σκιά του», λέει, «να έπεφτε επάνω εις τον άρρωστον, ο άρρωστος εσηκώνετο όρθιος, υγιής»… Εδώ ακριβώς, αγαπητοί μου, έχομε κάτι καταπληκτικά πράγματα. Για να καταλάβομε τι είναι τα λείψανα των αγίων. Τι είναι…
Αγαπητοί, τα σώματα των αγίων είναι ήδη εν δυνάμει καινή κτίσις! Γι΄αυτό «ὁ ἀψάμενος ὀστέων -λέει ο Μέγας Βασίλειος- ὁ ἀψάμενος ὀστέων μάρτυρος, λαμβάνει μετουσίαν ἁγιασμοῦ, διά τῆς ἐν τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος». Ναι. Αυτό είναι κάτι που μας το έδωσε η Χάρις του Χριστού. Και έτσι βλέπομε να υπάρχει αυτή η απόδοσις.
Ω, άγιοι Πάντες, ανώνυμοί τε και γνωστοί, βλαστοί Ευαγγελίου και καρποί αμάραντοι, πορφύρα της Εκκλησίας αιματόβρεκτος, απαρχαί της φύσεως, πρωτότοκοι εν ουρανοίς απογεγραμμένοι, μιμούμενοι υμών τας αρετάς και αγώνας τους γενναίους, από ψυχής συμφώνως ανακράζομεν: Δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καί οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.
†.Κάποτε, αγαπητοί μου, ο Κύριος, διερχόμενος σε έναν τόπον, Τον συνήντησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν: «Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». «Ιησού, απόγονε του Δαβίδ», δηλαδή Μεσσία, «ελέησέ μας».
Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς τυφλούς ανθρώπους γενικά ασθενείς, να σπεύδουν να βρουν την υγεία των, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτή είναι όρασις και δεν βλέπουν γύρω τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι, να σπεύδουν να ζητήσουν την θεραπεία τους από τον Θεό. Αλλά εκείνο που κάνει κατάπληξη είναι ότι εκείνοι που είχαν τα μάτια τους δεν έβλεπαν, για να ομολογήσουν τον Ιησού «υιό του Δαβίδ». Δηλαδή Μεσσία. Διότι ο τίτλος «υἱός Δαυΐδ» σημαίνει Μεσσίας, δηλαδή Χριστός. Εκείνοι που δεν είχαν τα μάτια τους και δεν είχαν δει κανένα θαύμα, παρά μόνο είχαν μάθει, είχαν ακούσει, συνεπώς είχαν πιστέψει, αυτοί να ομολογούν τον Ιησούν «υἱόν Δαυΐδ». Κάνει εντύπωση αυτό.
Και λίγο πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα τους πει «Τι θέλετε;», μάλιστα επί λέξει να σας το πω: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». «Πιστεύετε -Είδατε; Στη πίστιν ο Κύριος μένει- ότι αυτό Εγώ μπορώ να το κάνω;». «Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε». Δεν λέγουν: «Ναι, Ιησού». Δεν λέγουν: «Ναι, υιέ Δαβίδ». Αλλά λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνεπώς με το να πουν «Κύριον» τον Ιησούν, ομολογούν την θεότητά Του. Με το να πουν τον Ιησούν «Ἰησοῦν», ομολογούν την ανθρωπότητά Του. Και με το να Τον ονοματίσουν «υἱόν Δαυΐδ», δηλαδή Μεσσίαν, δηλαδή Χριστόν, ομολογούν την θεανθρωπίνη Του φύση και το θεανθρώπινον έργον της σωτηρίας. Είναι καταπληκτικό.
Αλλά όμως, αγαπητοί μου, η τύφλωσις δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα, όταν είναι στα μάτια. Τι τώρα, τι αύριο, τι του χρόνου, τι κάποια μέρα, θα κλείσουμε τα μάτια μας. Και θα τα ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή. Αλλά τα μάτια μας δεν θα τ’ ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή, αν από τούτη τη ζωή δεν έχουν ανοίξει κάποια άλλα μάτια. Και αυτά είναι τα μάτια της ψυχής. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται περί τυφλών στο σώμα. Αλλά περί τυφλών στην ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι είμεθα τυφλοί. Σε τι; Στο να δούμε τον Θεό. Αν το θέλετε, ο Χριστός εθεράπευε όχι βεβαίως για να φέρει κάποιαν κοινωνικήν, θα λέγαμε, ευτυχίαν. Απόδειξις ότι η Εκκλησία που άφησε στον κόσμον αυτόν και το Πνεύμα το Άγιον, που μένει μέσα στην Εκκλησία, δεν θεραπεύει όλους τους αρρώστους. Έχομε πολλούς αρρώστους. Και οι πιο πολλοί άγιοι, αν όχι όλοι, ήσαν άρρωστοι. Συνεπώς δεν έκανε ο Χριστός θαύματα για να αφήσει μια κληρονομιά θεραπείας όσων θα προσήρχοντο εις την Εκκλησία Του. Τότε η πίστις θα κατηργείτο. Ο Χριστός έκανε θαύματα για να πιστώσει την θεότητά Του. Αλλά και κάτι παραπέρα. Ο Χριστός άνοιγε τα μάτια των τυφλών, τα αυτιά των κωφών και φυγάδευε τους δαίμονες από τους ανθρώπους, για να μπορούν οι άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και με τον νου τους να δουν τον Θεό. Ακούσατε· να δουν τον Θεό. Γιατί αυτοί που έβλεπαν τον Ιησούν, έβλεπαν τον Θεό. Γιατί ήταν ο Ενανθρωπήσας Θεός.
Έτσι λοιπόν οι αισθήσεις αποκαθίστανται, για να δει ο άνθρωπος όχι με τα μάτια μόνο της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος τον Θεό. Αυτό το πράγμα είναι ακατανόητο και πολλοί θα ‘θελαν να το ψιλοκόψουν, δηλαδή να το κάνουν ιδεαλισμόν, βγάζοντας τα μάτια του σώματος, τάχα για να δουν μόνο με τα μάτια της ψυχής των τον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή την καθολική ότι «ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστίν». «Θα Τον δούμε όπως είναι και όπως είμαστε». Όπως θα αναστηθούμε με τα σώματά μας, με τα πλήρη σώματά μας, θα δούμε και Εκείνον με την πλήρη Του σωματική ύπαρξη, που είναι στον ουρανό. Δηλαδή θα Τον δούμε όπως είμαστε, όπως είναι. Γι’ αυτό άνοιγε ο Χριστός τα μάτια και τα αυτιά θεράπευε κ.ο.κ.
Αλλά, αγαπητοί μου, εδώ πρέπει να μείνομε σε κάτι. Τι είναι εκείνο που άνοιξε τελικά τα μάτια αυτών των δύο τυφλών; Ήταν μία κραυγή. Μάλιστα μία συνεχής κραυγή. Λέγει εδώ ότι οι τυφλοί έκραζαν. Και μάλιστα ο Κύριος δεν τους πρόσεξε -σκοπίμως, εντός εισαγωγικών- για να αποφύγει το πλήθος, που θα έκανε το θαύμα αυτό, κι όταν μπήκε σε ένα σπίτι, οι τυφλοί αυτοί μπήκαν κι αυτοί μέσα στο σπίτι κι εκεί ακόμη συνέχισαν να κράζουν: «Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς!». Συνεπώς έβλεπαν, είχαν μπροστά τους τον Ιησούν, του Οποίου το πρόσωπον δεν αμφισβητούν, προς τον Οποίον αποτείνονται. Γι΄αυτό σας είπα, το «Ιησούς» δεν το ονομάζουν εδώ αλλά προϋποτίθεται, Τον αποκαλούν «υἱόν Δαυΐδ». Τι είναι εκείνο που τους έκανε να ανοίξουν τα μάτια τους; Αυτή η ομολογία. Προσέξατέ την. «Ιησού, υιέ Δαβίδ», συ που είσαι Κύριος, «ελέησέ μας».
Δηλαδή να το βάλω σε μία τάξη. «Κύριε»· γιατί το «Ιησού, υιέ Δαβίδ» θα πει «Χριστέ», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας». Σας λέει τίποτα αυτό; Είναι η γνωστή προσευχή. Η γνωστή ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή είναι η ευχή. Δεν είναι λοιπόν παρά η καταγωγή της ευχής, της γνωστής ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «ἐλέησον ἡμᾶς» , η καταγωγή της είναι από την Αγία Γραφή. Δεν είναι επινόησις των ανθρώπων. Μας την εδίδαξαν και οι Απόστολοι ακόμα. Δεν έχω τον χρόνο να σας πω πιο πολλά. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Πέτρος και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτήν την επίκλησιν του Ιησού Χριστού. Και αυτό το παντοδύναμο όνομα, γιατί πίσω από το όνομα είναι ένα παντοδύναμο πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, του τελείου Θεού, του τελείου ανθρώπου· που έχει ειδικήν αποστολή από τον Πατέρα, για την σωτηρία του κόσμου ολόκληρου. Αυτό το πρόσωπο είναι το παντοδύναμο. Μπροστά στο οποίο κάμπτει παν γόνυ, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Αυτό λοιπόν άνοιξε τα μάτια των τυφλών.
Λοιπόν κι εμείς… ω κι εμείς, μη ζητούμε… δεν μας το απαγορεύει ο Θεός να ζητήσομε και την θεραπεία του σώματός μας, αγαπητοί μου, δεν μας το απαγορεύει· είπε να το ζητούμε κι αυτό. Πολλές φορές όμως η αγάπη Του δεν μας δίνει την θεραπεία σε μία σωματική μας αρρώστια. Πρέπει όμως να γίνει καλά η ψυχή μας οπωσδήποτε. Οπωσδήποτε. Γι’ αυτό λοιπόν, με την τύφλωση που έχομε και δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό, δεν μπορούμε να νιώσομε την παρουσία Του, δεν μπορούμε να Τον εγγίσομε, εκείνο που θα μας κάνει να Τον εγγίσομε, να Τον πλησιάσομε, είναι αυτή η ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, κάτι εδώ. Η προσευχή αυτή η τόσο μικρή, ευμνημόνευτη, είναι πλήρης προσευχή. Όταν λέμε «πλήρης προσευχή» σημαίνει έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, για να αποτελέσει μία προσευχή. Και να γίνει ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Αν έχετε προσέξει, στις προσευχές της Εκκλησίας μας, που πρότυπον είναι η Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ἡμῶν» υπάρχουν δύο θέσεις ή καλύτερα, δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, το οποίον είναι και πρώτον, προτάσσεται δηλαδή, αναφερόμεθα εις τον Θεόν και τις ιδιότητές Του. Στο δεύτερο τμήμα αναφερόμεθα εις τα προβλήματά μας. Πάρτε το «Πάτερ ἡμῶν». Κοιτάξτε: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αυτά όλα αναφέρονται στο πρόσωπον του Θεού. Μετά στα δικά μας θέματα: «Γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αιτήματα δικά μας. Σε κάθε, λοιπόν, προσευχή έχομε αυτά τα δύο τμήματα. Την θεολογία, δηλαδή αποτεινόμεθα στον Θεό και στα ζητήματά μας. Όταν λέμε όμως «την θεολογία» αναφερόμενοι στην θεολογία, αναφερόμεθα στην δοξολογία του Θεού. Γιατί όταν πω τον Θεό «Πατέρα», αυτό είναι δόξα· διότι είναι Πατήρ και Τον ομολογώ Πατέρα. Συνεπώς είναι μία δόξα προς τον Θεό. Όταν πω «να αγιασθεί», δηλαδή να δοξαστεί το όνομά Του, είναι μία δόξα στον Θεό. Έχω προσέξει, υπάρχουν ευχές, και μάλιστα λειτουργικές, όπως είναι η ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, που λέμε στην Θεία Λειτουργία, τα τρία τέταρτα της όλης ευχής είναι δοξολογία προς τον Θεό. Συνεπώς είναι το πρώτο τμήμα. Γι΄αυτό λέγει κανείς με έναν τόνο φωνής κατά τέτοιο τρόπο, που αποτείνεται βέβαια προς τον Θεό, εκεί αλλάζει τον τόνο της φωνής, για να πάει στο τελευταίο τέταρτο του όλου μεγέθους της ευχής, που αποτείνεται στο να μας συγχωρεθούν οι δικές μας οι αμαρτίες και να μας αξιώσει ο Θεός κι εμείς να ψάλλομε τον Τρισάγιον Ύμνον.
Έτσι κι εδώ, αυτή η ευχή είναι πλήρης. Ακούσατέ την. «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το πρώτον μέρος, το θεολογικόν. «Ελέησόν με». Είναι το δεύτερον μέρος. Εκείνο που αφορά σε μένα, τον άνθρωπο. Ώστε, λοιπόν, να μία πλήρης προσευχή.
Αλλά, αγαπητοί μου, ας την αναλύσομε. Όταν λέμε «Κύριε» στο δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Το αποκαλούμε «Θεόν». Διότι ο τίτλος «Κύριος» θα πει Θεός. «Ιησού» θα πει «άνθρωπος». Συνεπώς εδώ ομολογούμε ότι ο Ιησούς είναι και Θεός είναι και άνθρωπος πλήρης. «Κύριε Ιησού Χριστέ». Το «Χριστέ» θα πει Μεσσίας, που θα πει το ειδικό έργο που ανέλαβε ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Ήτοι, η Ενανθρώπησις, ο Σταυρός, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Δευτέρα Του παρουσία. Όλα αυτά είναι στον κύκλο του Μεσσίου. Συνεπώς το απολυτρωτικόν έργον του Μεσσίου για τον άνθρωπο, για την Δημιουργία ολόκληρη. Άρα λοιπόν κλείνεται στον κύκλο «Χριστέ» όλο το μυστήριον της θείας Οικονομίας· το οποίον εδώ ομολογούμε, και με την ομολογία μας αυτή δοξάζομε τον Θεό. Δοξάζομε όχι μόνον το πρόσωπο το δεύτερο της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον όλον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Ώστε λοιπόν βλέπομε αγαπητοί μου, ότι το μέρος αυτό, το πρώτο είναι θεολογικό, δοξολογικό και αναφέρεται εις την δόξα του Θεού.
Αλλά και κάτι ακόμα. Είδατε ότι εις την Λειτουργίαν λέμε το Σύμβολον της Πίστεως. Είναι θεμελιώδες αυτό. Τι σημαίνει λέγω το Σύμβολον της Πίστεως; «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα…καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον». Δηλαδή; Αυτό που στο τέλος θα πούμε, συγνώμη, στην αρχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να ομολογήσομε, «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Δηλαδή τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Είναι η υψίστη ομολογία. Είναι η υψίστη θεολογία. Πρέπει λοιπόν να πούμε το Σύμβολο της Πίστεως, για να διακηρύξομε την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, διότι σε λίγο θα κοινωνήσομε, και είναι βαρύτατο αμάρτημα να κοινωνήσει κανείς το σώμα και το αίμα του Χριστού και δεν πιστεύει σε δύο πράγματα. Στην θεότητα, δηλαδή στην Αγία Τριάδα και δεύτερον εις το μυστήριον της θείας Οικονομίας. Βαρύτατο αμάρτημα. Μέχρι που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Γι΄ αυτό αρρωσταίνουν πολλοί και κοιμώνται (:πεθαίνουν) ικανοί». Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα. Η απιστία. Λοιπόν, ανανεώνομε με το να πούμε το Σύμβολον της Πίστεως, την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν και εις το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως.
Έτσι κι εδώ. Όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ακούσατέ το, όταν πούμε «Κύριε», στρεφόμεθα εναντίον όλων των αιρετικών, με επικεφαλής τον Άρειον, που αμφισβήτησαν την θείαν φύσιν του Ιησού. Όταν λέμε «Ιησού», στρεφόμεθα εναντίον των μονοφυσιτών οι οποίοι αμφισβήτησαν… -και των Δοκητών, που αμφισβήτησαν την ανθρωπίνην φύσιν του Ιησού. Ότι ήτο κατά το φαινόμενον ή ότι απερροφήθη από την θείαν φύσιν. Κι όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ομολογούμε όλο το έργον του Χριστού και στρεφόμεθα εναντίον όλων εκείνων των αιρετικών και μάλιστα συγχρόνων αιρετικών, οι οποίοι δεν ομολογούν τον Ιησούν ως Χριστόν. Δηλαδή, ως λυτρωτήν. Αλλά ως αναμορφωτήν της ανθρωπότητος, ως φιλόσοφον, ως Γκουρού· τελευταία έχομε κι αυτό, ότι είναι διδάσκαλος, με μία ινδική ονομασία, ή ό,τι άλλα θέλετε. Ώστε όταν πω «Κύριε Ιησού Χριστέ» έχω πλήρη ομολογία και στρέφομαι εναντίον όλων των αιρετικών με αυτήν μου την ομολογία.
Άρα; Άρα είναι πλήρης προσευχή, πλήρης προσευχή. Γι’αυτό, αν κάνω μόνον αυτήν την ευχή, τα κάνω όλα. Γι΄αυτό πολλές φορές, ασκηταί που δεν έχουν την δυνατότητα ή δεν θα ήθελαν, απομονωμένοι, να κάνουν ακολουθίες της Εκκλησίας μας, τον Όρθρο, τον Εσπερινό, μένουν στην ευχή μόνη. Γιατί; Είναι πλήρης προσευχή, πλήρης.
Αλλά προσέξτε όμως και κάτι άλλο. Αφού είναι πλήρης προσευχή, και αναφερόμεθα εις το «ελέησόν με», το οποίο θα σας αναλύσω λίγο πιο κάτω, δεν έχομε τι άλλο να πετύχομε παρά περιεκτικότατα την πρακτικήν αρετήν και την θεωρίαν. Δηλαδή να πετύχομε τις αρετές και να φθάσομε με τον δρόμο της προσευχής, αυτής της ευχής, να φθάσομε να ίδομε το πρόσωπον του Χριστού.
Αλλά προσέξτε όμως. Μερικοί θα έλεγαν την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν ημάς». Πολλοί όμως λέγουν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αυτό σε τύπον πληθυντικό εκφράζει κάτι. Εδώ οι δύο τυφλοί έλεγαν «ἐλέησον ἡμᾶς». Θα μπορούσε ο καθένας να έλεγε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όπως λέμε στον στρατό πολλές φορές… απαγορεύεται να μιλήσομε σε ένα αίτημά μας σε πληθυντικό αριθμό. «Θέλομε ψωμί. Είμαστε άρρωστοι. Είμαστε κουρασμένοι». Απαγορεύεται. Γιατί θεωρείται στάσις. Θα πεις στον στρατό: «Θέλω ψωμί», όχι «θέλομε». «Είμαι κουρασμένος», «είμαι άρρωστος, δεν μπορώ», όχι «δεν μπορούμε». Εδώ αντίθετα. Δεν υπάρχει κανένας φόβος στάσεως, επαναστάσεως και απειθαρχίας. Υπάρχει η έκφραση της αγάπης. «Ἐλέησον ἡμᾶς». Ο κάθε τυφλός δεν μένει στον εαυτό του, αλλά και στον άλλον τυφλόν. Έτσι, άμα λέγουν «Ἐλέησον ἡμᾶς», θα ‘θελαν και οι δύο να θεραπευθούν. Θα ‘λεγε ίσως ο καθένας από πλευράς του: «Κύριε, αν θεραπεύσεις εμένα και δεν θεραπεύσεις τον άλλον, μην θεραπεύσεις ούτε εμένα. Και εμένα και τον άλλον». Αυτό εκφράζει πολλή αγάπη. Την δεύτερη εντολή, την μεγάλη, το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Όταν λοιπόν λέμε «ἐλέησον ἡμᾶς», αγκαλιάζομε όλους τους φίλους και τους εχθρούς και ολόκληρη την Δημιουργία. Κατά τον τύπον «Πάτερ ἡμῶν». Δεν λέμε «Πατέρα μου» αλλά «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας. Έτσι, αγαπητοί μου, έχομε μπροστά μας την πλήρωση των δυο εντολών. Της αγάπης προς τον Θεό, στον Οποίον αποτεινόμεθα και τον Οποίον δοξάζομε και ομολογούμε, αλλά και την αγάπη προς τον πλησίον με το να συμπεριλάβομε στην προσευχή μας και τα πρόσωπα των πλαϊνών μας, όλων των ανθρώπων.
Αλλά ακόμα αυτό το «ἐλέησον», τι σημαίνει; Είναι περιεκτική λέξις. Και εκφράζει και δοξολογία και ευχαριστία και μετάνοια και δέηση. Όλα τα εκφράζει, όλα, μα όλα. Είναι περιεκτική αυτή η λέξις όπως σας είπα. Να γίνεις έλεος σε μένα. Να με βοηθήσεις. Να με ελεήσεις. Και τι σημαίνει «ελέησέ με»; Σημαίνει, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «το έλεος του Θεού είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Αυτό είναι το έλεος του Θεού. Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε άγιος Νικόδημος, στην Φιλοκαλία λέγει το εξής περίφημο: «Όταν θέλεις να ζητήσεις το έλεος του Θεού, θα έχεις στον νου σου τα εξής-επί λέξει έτσι τα γράφει. Μάλιστα τα μεταφράζει, είναι στον 5ο τόμο της Φιλοκαλίας, προς το τέλος, τα μεταφράζει για να γίνουν κατανοητά από όλους, για να μην μείνει κανείς που να μην κατανοεί αυτήν την ευχήν– Λυπήσου με και δος μου- πρώτον- πνεύμα δυνάμεως. Δώσε μου την δύναμη, να μην έχω δειλίαν». Διότι η δειλία είναι ίδιον των μη Χριστιανών. Μην το ξεχνάτε αυτό. Οι άνθρωποι που είναι κάτω από την κυριαρχία του σατανά έχουν δειλίαν. Ο πιστός δεν έχει ποτέ δειλίαν. Ακόμη κι όταν στέκομαι μπροστά στον όγκο της πνευματικής ζωής και λέγω … τι θα κάνω εγώ; Κάποτε, όταν διαβάσομε ένα βιβλίο και μας πει κάποιος πνευματικός ή ένα κήρυγμα γίνει, θεωρούμε υπερβολικά αυτά, πολύ βαριά και, είμαστε ανήμποροι εμείς να τα πραγματώσομε. Αγαπητοί μου, μας λείπει πνεύμα δυνάμεως. Γι΄αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος: «δεν μας έδωκε ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».
«Λυπήσου με και δος μου –δεύτερον- πνεύμα σωφρονισμού. Να έχω μυαλό. Να μπορώ». Γιατί η σωφροσύνη έχει δύο σημασίες. Έχει την σημασία να σκέπτομαι σωστά αλλά και ακόμη να διατηρώ μακριά από τα σαρκικά αμαρτήματα το σκεύος μου, που είναι ναός του Θεού το σώμα μου. «Λυπήσου με και δος μου», τρίτον, «πνεύμα φόβου Θεού». Σήμερα προσπαθούμε να βγάλομε από την αγωγή της νεοτέρας γενεάς τον φόβο του Θεού. Και λέμε ότι δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος ο φόβος. Δεν είναι ο φόβος που δημιουργεί τα συμπλέγματα. Το δεχόμαστε κι εμείς, ναι. Ο φόβος δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος. Είναι κακό πράγμα ο φόβος. Είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Μα όχι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι γονιμοποιός. Γονιμοποιεί την ψυχή. Διότι όταν λέγει ο Απόστολος «μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενοι τήν ἡμῶν σωτηρίαν», τι άλλο θέλει να πει; Με φόβο και με τρόμο να κατεργάζομαι την σωτηρία μου, μήπως την χάσω, μήπως χάσω τον Θεό. Αυτός ο φόβος είναι γονιμοποιός. «Ἀρχή σοφίας -δηλαδή αρχή αρετής, σοφία στους Εβραίους θα πει αρετή– φόβος Κυρίου». Έβγαλες τον φόβον αυτόν τον γονιμοποιόν; Δεν πρόκειται, αδελφέ μου, ουδέποτε να αποκτήσεις αρετή. Και τότε, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι θα κατεβαίνεις στο βάθος των κακών και της ασεβείας. Επειδή ακριβώς οι άνθρωποι πέταξαν τον φόβο του Θεού, γι΄αυτό τον λόγο πέφτουν εις τον βυθόν της ασεβείας. Τι είπε ο ληστής ο ένας στον άλλον; «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;» . «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Και βλασφημάς εναντίον του Ιησού;». Ο ένας ληστής επί του σταυρού, στον άλλον ληστήν επί του σταυρού. Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δος μου λοιπόν, Κύριε, λυπήσου με και δώσε μου φόβον Θεού.
«Δος μου Κύριε πνεύμα αγάπης. Να σε αγαπώ. Είναι η κορυφή όλων. Να σε αγαπώ. Να φθάνω όταν λέγω την ευχή, να νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο πλην Σου. Ο κόσμος παράγει. Ο κόσμος περνά. Δεν μένει τίποτα εις την θέση του. Βοήθησέ με λοιπόν να αισθάνομαι ότι το μόνο σταθερόν είσαι Συ και μόνον Εσύ. Το μόνον αξιαγάπητον πρόσωπον, το αξιέραστον πρόσωπον, το άκρως εφετόν είναι το πρόσωπό Σου. Βοήθησέ με, λοιπόν, δος μου το έλεός Σου, δηλαδή βοήθησέ με να Σε αγαπήσω. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα ειρήνης. Να ειρηνεύει η ψυχή μου. Να είμαι σε συνδιαλλαγή μαζί σου. Να μην αισθάνομαι ένοχος απέναντί Σου. Και μέσ’ τον κόσμον αυτόν να αισθάνομαι ειρήνη. Ότι είμαι ασφαλισμένος μέσα στο χέρι το δικό Σου. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα καθαρότητος. Να καθαρεύω σε όλα. Να έχω ειλικρίνεια, να είμαι καθαρός στην ψυχή, καθαρός στο σώμα. Λυπήσου με, Κύριε, ελέησέ με και δώσε μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Να βλέπω ότι είμαι πολύ μικρός. Ότι είμαι ένα μικρό Σου πλάσμα, πλην πλάσμα Σου. Αλλά πολύ μικρό μέσα στην Δημιουργία. Να αισθάνομαι ότι δεν είμαι τίποτα, ότι το παν είσαι Εσύ».
Έτσι, αγαπητοί μου, θα πουν όλα αυτά και πλήθος όλα τ’ άλλα, ό,τι δεν είπαμε, τα παίρνω από τον άγιο Νικόδημο αυτά που σας είπα, σημαίνουν «ἐλέησον ἡμᾶς». Ελέησέ με. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σύντομη ευχή. Επαναλαμβανομένη. Διαρκώς. Πόσο διαρκώς; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μπορούμε να δουλεύομε και να ‘χομε στον νου μας τον Θεό. Να ταξιδεύομε, να διαβάζομε, κι εκείνοι που έχουν προχωρήσει στην ευχή, τότε την ευχή την λέγει κι η καρδιά τους όταν κοιμώνται. Παράξενο. Περίεργο. Κι όμως αληθινό, αγαπητοί. Αληθινό είναι. Μπορεί να λέγει κανείς την ευχή όταν κοιμάται; Ναι, σας λέγω, είναι αληθινό! Και επαληθεύει εκείνο που λέγει το «Ἆσμα Ἀσμάτων»: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Αγρυπνεί η καρδία και λέγει την ευχή. Αλλά μόνον για κείνους που έχουν πάρα πολύ προχωρήσει στην ευχή. Έτσι, λοιπόν, όταν μας παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», στο ερώτημα «και τι μπορούμε αδιαλείπτως να προσευχόμεθα», η απάντηση θα ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς».
Δεν είναι λοιπόν μία ευχή που αφορά τους μοναχούς. Δεν είναι μία ευχή που βγήκε από τα μοναστήρια. Απλώς καλλιεργείται στα μοναστήρια. Είναι μία ευχή που βγαίνει από την Αγία Γραφή. Βλέπομε αυτούς τους τυφλούς να λέγουν: «Υἱέ Δαυίδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε, υιέ Δαβίδ, Ιησού, ελέησον ημάς. Χριστέ, ελέησον ημάς. Έτσι μπορούν να την λέγουν όλοι. Καθένας που βαφτίστηκε. Μικρός ή μεγάλος, μορφωμένος ή αμόρφωτος, με πολλήν σοφία κατά κόσμον ή με απλότητα άνθρωπος· που δεν έχει πολλά πράγματα στη ζωή του να ξέρει. Όλοι μπορούν να λέγουν την ευχή. Οπουδήποτε. Και στο κρεβάτι άμα είμαστε άρρωστοι. Κι όταν είμαστε όρθιοι…[Δυστυχώς, στο σημείο αυτό τελείωσε η κασέτα μαγνητοφώνησης της ομιλίας του μακαριστού γέροντα και δεν ολοκληρώθηκε η ηχογράφησή της].
†. Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Τόσο γιατί είναι το σώμα του Χριστού, όσο και γιατί τα μέλη Του είμαστε εμείς, εμείς που πιστεύομε στον Χριστό. Και ενωθήκαμε μαζί Του στο Βάπτισμα και εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Και όπως η ζωή του σώματος ανήκει στον Θεό, έτσι και η οργάνωσις του σώματος ανήκει πάλι εις τον Θεό. Και η οργάνωσις του σώματος αποβλέπει στην καλή και σωστή λειτουργικότητά του. Έτσι, το κάθε μέλος του σώματος, δηλαδή ο κάθε πιστός, έχει και ένα έργο, έχει μια διακονία. Έτσι, σημειώνει ο Απόστολος Παύλος στην σημερινή αποστολική του περικοπή: «Καθάπερ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, ἀλλ’ἑκάστῳὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως». Δηλαδή «όπως ένα σώμα έχει μέλη πολλά, τα δε μέλη του σώματος δεν ενεργούν, παρά διαφοροτρόπως, το καθένα έχει το καθήκον του, έχει την πράξη την δική του, έχει την διακονία την δική του, άλλη η διακονία των ματιών μου, άλλη του στόματός μου, άλλη των χεριών μου, άλλη των ποδιών μου. Και στον καθέναν ο Θεός μοίρασε κατά το μέτρον της πίστεως του καθενός».Για να μπορέσει, λοιπόν, ο πιστός να ανταποκριθεί στο έργο του αυτό μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να του δοθεί μια ικανότης. Και αυτή είναι ένα χάρισμα. Είναι ένα δώρον του Αγίου Πνεύματος.
Όταν όμως ακούμε για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που είναι μοιρασμένα στους πιστούς, δηλαδή σε όλους εμάς, η σκέψη μας συνήθως πηγαίνει… πού πηγαίνει; Στα λαμπερά χαρίσματα, εκείνα που λάμπουν, εκείνα που κάπως διακρίνονται, που ξεχωρίζουν, που εκθαμβώνουν τα μάτια των πολλών. Όπως είναι η γλωσσολαλία, να ομιλήσει κανείς ξαφνικά μία ξένη γλώσσα. Παρότι αυτό το χάρισμα πλέον δεν υπάρχει στην Εκκλησία. Ήτο χάρισμα των πρώτων ημερών της Εκκλησίας. Ή ακόμα αν θέλετε η ίασις των ασθενών, το θεραπευτικόν χάρισμα. Ή ακόμα η απέλασις των δαιμόνων. Να λέγει μία ευχή, να εναποθέτει το χέρι του ο άνθρωπος και να διώχνει τους δαίμονες. Και ο δαιμονισμένος άνθρωπος να γίνεται καλά. Ή ακόμα η προόρασις, η διόρασις, να προγνωρίζει κανείς κάτι και να το αναγγέλλει ή να βλέπει κανείς κάτι, την ώρα που γίνεται, σε μία μακρινή απόσταση. Όλα αυτά, αγαπητοί μου, και όποια άλλα, είναι εκείνα τα οποία πραγματικά δημιουργούν μίαν αίγλη και νομίζομε έτσι ότι αυτά τα χαρίσματα δεν είναι για μας, ότι εμείς είμαστε άμοιροι χαρισμάτων, που να έχομε τέτοια χαρίσματα και συνεπώς είμεθα μέλη ανενέργητα και στατικά.
Εντούτοις, υπάρχουν χαρίσματα. Ανυποψίαστα. Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία ούτε καν έχομε υποψιασθεί ότι είναι χαρίσματα· που, αν προσέξομε σε αυτά, ίσως ανήκομε σε ένα από αυτά ή αν θέλετε, μπορούμε να καλλιεργήσομε ένα από αυτά. Γι΄αυτό σημειώνει και ο Απόστολος Παύλος και λέγει, πάντα στη σημερινή αποστολική περικοπή· λέγει: «Ἒχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα(:«έχοντες», λέει, «χαρίσματα που μας δόθηκαν, κατά την χάριν του Θεού, διαφορετικά το ένα από το άλλο»), εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ -δηλαδή εάν κανείς έχει την διακονία να μένει στην διακονία-, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ (:εάν εκείνος που διδάσκει να μένει στο χάρισμα αυτό), εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει (:εκείνος ο οποίος παρηγορεί, να μένει εις την παρηγορίαν), ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι (:εκείνος ο οποίος μεταδίδει, να μεταδίδει με απλότητα), ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ (:εκείνος ο οποίος προΐσταται ενός έργου, να προΐσταται μετ’ επιμελείας), ὁἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι (:εκείνος ο οποίος έχει το χάρισμα να ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα)».Να τα χαρίσματα τα ανυποψίαστα. Να υπηρετείς την Εκκλησία, να δίδεις από τα υπάρχοντά σου με απλότητα, να ελεείς με ιλαρότητα, να προΐστασαι ενός έργου με επιμέλεια, φροντίδα ιδιαιτέρα και προσφορά της υπάρξεώς σου. Να, επαναλαμβάνω, αγαπητοί μου, τα ανυποψίαστα χαρίσματα.
Εδώ ο Απόστολος, αναφέρει, σε αυτήν την περικοπή που σας διάβασα, μία δέσμη από επτά χαρίσματα. Αλλού αναφέρει εννέα χαρίσματα, διαφορετικά. Αλλού άλλα. Διότι τα χαρίσματα είναι πάμπολλα. Πόσα είναι τα χαρίσματα; Όσες και οι ανάγκες της Εκκλησίας. Α, ώστε λοιπόν τα χαρίσματα δεν αποβλέπουν εις το να έχει κανείς το χάρισμα και να καμαρώνει, αλλά αποβλέπουν εις το να υπηρετείται η Εκκλησία δια των χαρισμάτων. Διαμέσου εκείνων οι οποίοι έχουν τα χαρίσματα αυτά. Αν εγώ φορώ τον σταυρόν αυτόν, δεν είναι αδαμαντοκόλλητος, μπορούσε όμως να ήτο και αδαμαντοκόλλητος, μεταλλικός, ένας σταυρός, απλώς. Δεν είναι κόσμημα. Όταν φοράω τον σταυρό, ξέρετε τι λέγω; Διότι προβλέπεται αυτό. Δεν είναι δική μου επινόησις. «Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· ὁ θέλωνὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ,καὶἀκολουθείτω μοι». Δεν είναι κόσμημα. Είναι έργον. Είναι καθήκον. Και δη σκληρόν. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε ότι κάτι λάμπει. Μπορεί βέβαια ένα χάρισμα να μοιάζει ότι λάμπει. Είναι ταυτόχρονα και ένα παράσημο, μία τιμή. Αλλά εκείνος που υπηρετεί την Εκκλησία, δεν έχει μία τιμή; Αλλά είναι κυρίως έργον.
Και πρώτα πρώτα να πούμε τούτο. Ότι δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει κάποιο χάρισμα. Δεν υπάρχει ούτε ένας μέσα στην Εκκλησία, που να μην έχει κάποιο χάρισμα. Εξάλλου αυτό το φανερώνει και η παραβολή των ταλάντων. «Πήρε», λέει, «ο πρώτος πέντε τάλαντα, ο δεύτερος επήρε δύο ο άλλος ένα». Δεν έχει σημασία πόσα πήρε ο καθένας. Σημασία ότι ο καθένας πήρε ένα τάλαντο, κάποια τάλαντα. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι όλοι έχομε κάποιο ή κάποια χαρίσματα.
Ακόμα το κάθε χάρισμα, πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι η συνισταμένη του προσωπικού κόπου, της προσωπικής πίστεως, αλλά και της δωρεάς του Θεού. Το χάρισμα δεν είναι που έρχεται στον άνθρωπο χωρίς ο άνθρωπος να προσφέρει κάτι. Γιατί τότε θα λέγαμε ότι για μια στιγμή, δεν πήρα εγώ το χάρισμα αυτό. Ε, δεν έχω ευθύνη. Όχι, αδελφέ μου. Ακόμη όταν προτρέπει ο Απόστολος και λέγει «Ζηλοῦτε τά χαρίσματα τά κρείττονα», «να ζηλεύετε τα χαρίσματα τα καλύτερα και διώκετε τα καλύτερα χαρίσματα» σημαίνει ότι δεν είναι μόνο θέμα να μου δώσει ο Θεός. Είναι θέμα να Του δώσω κι εγώ. Ξέρετε πώς μοιάζει το πράγμα; Με μία βρύση το χάρισμα του Θεού, που τρέχει. Πόσο θα πάρεις νερό; Εξαρτάται από το δοχείο που θα βάλεις κάτω από την βρύση. Το παράδειγμα είναι του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Να σας το πω καλύτερα πώς το λέγει ο ίδιος. «Η χάρις του Θεού είναι ωκεανός. Το πόσο θα πάρεις από τον ωκεανό, εξαρτάται από το δοχείο που κρατάς». Το ίδιο πράγμα. Μόνο που δεν λέγει «βρύση», λέγει «ωκεανός». Ώστε τι είναι ένα χάρισμα; Η συνισταμένη, η κράσις, το δέσιμο δύο πραγμάτων. Ο προσωπικός μου κόπος και το χάρισμα του Θεού.Ούτε μόνο ο Θεός χαρίζει, ούτε μόνο ο άνθρωπος προσφέρει από το έργο το δικό του. Αλλά είναι και τα δυο μαζί.
Γι΄αυτό σημειώνει ο Απόστολος: «Κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως».Η πίστις είναι έργον, είναι αρετή. Ό,τι είναι έργον, είναι αρετή. Ό,τι δεν είναι έργον, δεν είναι αρετή. Και τι λέγει λοιπόν εδώ ο Απόστολος; Σου προσφέρει, λέει, ο Θεός το χάρισμα«κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Πιο πάνω λέει: «κατὰ τό μέτρον τῆς πίστεως». Είναι το ίδιο. Και ακόμα τι λέγει; Ή μάλλον, αυτό δείχνει ότι είναι η δωρεά, κράμα της προσωπικής σου δουλειάς και της προσφοράς του Αγίου Πνεύματος. Ή ακόμη, αν θέλετε, θυμηθείτε την παραβολή των ταλάντων, που σας είπα προηγουμένως, που, τι ζήτησε ο Κύριος, όταν προσέφερε τα τάλαντα; Τον πολλαπλασιασμόν. Γυρίζει ο πρώτος και λέγει: «Κύριε, τα πέντε σου τάλαντα, γίνηκαν δέκα». Τι σημαίνει αυτό; Δουλεύω αυτό που μου δίνει ο Θεός, και μου δίνει πιο πολλά. «Τα δυο σου Κύριε, τάλαντα, έγιναν τέσσερα». «Το ένα σου τάλαντο, Κύριε, που μου’ δωσες», λέει ο τρίτος, «ε, σε φοβήθηκα, είσαι σκληρό αφεντικό, γυρεύεις να θερίζεις εκεί που δεν σπέρνεις και γυρεύεις να μαζεύεις από εκεί που δεν σκορπίζεις. Λοιπόν επειδή σε φοβήθηκα, δεν κατεχράσθην το τάλαντό σου, το πήρα, το έκρυψα στη γη και τώρα να’ το, παρ’ το». «Δούλε πονηρέ και αχρείε και πονηρέ…», άκουσε αυτός ο δούλος.
Ακούσατε; Δεν είναι λοιπόν μόνο να το φυλάξεις. Γιατί υπάρχει και η άλλη περίπτωση. Να σπαταλήσεις το τάλαντο. Ο άσωτος υιός της παραβολής, όταν απεμακρύνθη, εσπατάλησεν την «οὐσίαν» του πατρός. «Οὐσία» θα πει περιουσία. Εσπατάλησε την περιουσία του πατρός. Και ποια είναι η περιουσία του πατρός; Η προίκα που δίνει στα παιδιά του. Τα τάλαντα! Αυτή είναι η προίκα. Και έρχεσαι και την σπαταλάς. Δεν την σπαταλάς, μου λες. Αλλά την κρύπτεις. Και πάλι αποκαλείσαι αχρείος και οκνηρός δούλος. Άχρηστος, δηλαδή, άνθρωπος, αχρείος, άχρηστος άνθρωπος. Τι φοβερό πράγμα! Βλέπετε ότι πρέπει να δουλέψουμε τα διακονήματα, τα χαρίσματα που μας δίδει ο Θεός, μέσα εις την Εκκλησία και υπέρ της Εκκλησίας;
Ας έρθομε λοιπόν να δούμε, αγαπητοί μου, τα επιμέρους αυτά επτά ανυποψίαστα ξαναλέγω, χαρίσματα, πλην του πρώτου· που είναι η προφητεία. Μήπως αρχίσουμε να αφυπνιζόμεθα και να λέμε ότι μπορούμε και πρέπει, οφείλομε να υπηρετήσομε σε ένα ή σε περισσότερα από αυτά.
«Εἴτε προφητείαν», λέγει ο Απόστολος, «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Είναι το χάρισμα της προφητείας. Είναι αυτό που λέγει ο Θεοδώρητος: «Οὐ μόνον τῶν ἐσομένων τήν πρόγνωσιν, ἀλλά καί τῶν κεκρυμμένων τήν γνῶσιν». Ποιο είναι το χάρισμα της προφητείας; Να γίνω ένας σαν τους τέσσερις μεγάλους προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης ή τους δώδεκα ελάσσονας, τους μικρούς; Ή να γίνω… τι να γίνω; Το χάρισμα της προφητείας, ξέρετε, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντοτε μέσα εις την Εκκλησίαν. Όχι μόνον σαν κάτι που προλέγει τα μέλλοντα, όπως λέγει εδώ ο Θεοδώρητος, «τῶν ἐσομένων τήν πρόγνωσιν», εκείνων που θα γίνουν την πρόγνωσιν, αλλά «καί τῶν κεκρυμμένων τήν γνῶσιν». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα κρυμμένα υπάρχουν όμως. Να γίνει μια αποκάλυψις.
Και πού μπορεί να γίνει αυτή η αποκάλυψις των παρόντων; Πρώτα πρώτα μέσα στην Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι μπροστά μας. Και καλούμεθα να την ερμηνεύσομε. Αλλά η ερμηνεία της Αγίας Γραφής ακολουθεί τον πεπατημένον δρόμον της λεγομένης «ακαδημαϊκής» ερμηνείας. Αυτή που θα μαθαίναμε στο σχολείο μας ή στο Πανεπιστήμιο. Από καθηγητάς που, αν θέλετε, μπορεί να είναι και άπιστοι άνθρωποι. Και όχι κατά το πλείστον, ε, τυχαίνει και κανένας καθηγητής Θεολογίας να είναι άπιστος άνθρωπος ή στο Γυμνάσιο ή στο Πανεπιστήμιο. Να μην πιστεύει. Αλλά τι κάνει; Διδάσκει την καθιερωμένην ερμηνείαν. Και λέγει το και το. Και αυτό να είναι αληθές, να είναι πραγματικό, να είναι σωστό. Αυτό είναι; Όχι. Είναι η ερμηνεία εκείνη που γίνεται έξω από τους συνήθεις ή σχολαστικούς κανόνες της ερμηνείας. Είναι εκείνη η έκτακτος ερμηνεία του ιδίου σημείου· που στους ακροατάς δημιουργεί έκπληξη. Αν θέλετε, κάποτε άκουσα από έναν καθηγητή της Θεολογίας, της ερμηνείας μάλιστα της Καινής Διαθήκης, άκουσα το εξής να λέγει: «Δεν είδα, δεν βρήκα στον άγιο τον Γρηγόριο τον Παλαμά, ούτε ένα χωρίο της Αγίας Γραφής να το ερμηνεύει σωστά». Περίεργο πράγμα… Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς! Δεν ερμηνεύει ούτε ένα χωρίο της Γραφής σωστά! Γιατί; Είχε δίκιο. Είχε δίκιο! Τον θυμήθηκα χθες το βράδυ, που ετοίμαζα τον λόγον αυτόν να σας τον πω. Γιατί είχε δίκιο; Γιατί αυτός ο καθηγητής ερμηνεύει σύμφωνα με τους κανόνες τους παραδεδομένους ή αν θέλετε, τους σχολαστικούς κανόνες ερμηνείας της Αγίας Γραφής· οι οποίοι δεν είναι και αδιάβλητοι, αν το θέλετε. Ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύει με προφητικό χάρισμα. Αυτό είναι το σπουδαίο. Που λες… «Μα αυτό τι θέλει να πει;». Αυτό θα πει… Αυτό θα πει! Διότι μόνο ο άγιος ερμηνεύει σωστά τον λόγο του Θεού. Αυτός που έχει το προφητικό χάρισμα. Αυτό είναι το προφητικό χάρισμα. Όχι να προλέγω μόνον. Αλλά και να αποκαλύπτω. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και θα παρακαλούσα να το προσέξομε.
Ή, ακόμη, να αποκρυπτογραφεί κανείς την εποχή του. Να αποκρυπτογραφεί την εποχή του. Ξέρετε, ο ιστορικός, δεν μπορεί να γράψει ιστορία της εποχής του. Αλλά ο άγιος, που έχει το χάρισμα της προφητείας, ο πιστός, αποκαλύπτει ποιο είναι το πρόσωπο της εποχής του. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Ο Τωβίτ ερμηνεύει έναν προφήτην, τον Ιωνά. Και λέγει στο παιδί του, τον Τωβία: «Παιδί μου, κοίταξε, ο Ιωνάς είναι αληθινός. Είπε ο Θεός, θα καταστρέψει την Νινευί -Δεν την κατέστρεψε· είχαν περάσει 120 χρόνια!-. Ο Ιωνάς είναι αληθινός -δηλαδή ο Θεός είναι αληθινός πίσω από τον Ιωνά-. Παιδί μου, πρόσεξε. Η Νινευί θα καταστραφεί οπωσδήποτε. Γι΄αυτό κοίταξε, άμα θα πεθάνω -ήταν στο τέλος της ζωής του- θα με θάψεις και θα φύγεις. Θα μαζέψεις την περιουσία σου και θα φύγεις. Θα πας… -του είπε πού θα πάει- στους Ράγους της Μηδίας. Εκεί, λέει, θα πας». Όταν έφυγε ο Τωβίας, έγινε η καταστροφή της Νινευί. Ανύποπτα. Ύστερα από τόσα χρόνια. Πώς και έγινε αυτό; Αποκάλυπτε τους καιρούς ο Τωβίτ. Έβλεπε ότι η Νινευί δεν κατεστράφη, γιατί μετενόησε. Τώρα όμως επανήλθε εις την κακίαν της. Συνεπώς επανέρχεται και η προφητεία. Αυτό όμως ήταν ανυποψίαστο για πολλούς. Για τους πάντας. Αλλά ο Τωβίτ, με το προφητικό του πνεύμα, αυτό το προφητικό πνεύμα, αυτό που μιλάμε τόσην ώρα, τι είπε; «Η Νινευί οπωσδήποτε θα καταστραφεί». Βλέπετε παρακαλώ; Ενώ δεν είναι ο πρωτότυπος προφήτης. Ο πρωτότυπος προφήτης είναι ο Ιωνάς. Αλλά ο Τωβίτ επιβεβαιώνει. Αυτό θέλει πάλι προφητικό χάρισμα.
Αλλά ας προχωρήσουμε. «Εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ». Είναι οι ποικίλες, αγαπητοί μου, διακονίες, μέσα στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Θα λέγαμε, από θέματα πνευματικά που μπορεί να υπηρετήσει κανείς μέσα στην Εκκλησία, μέχρι το κτίσιμο μιας εκκλησιάς ή την καθαριότητα μίας εκκλησίας, ενός ναού. Ή ακόμα, αν θέλετε, από την γραφειοκρατική εξυπηρέτηση των μελών της Εκκλησίας μέχρι τα τεχνικά στοιχεία, την τεχνική διεκπεραίωση μίας υποθέσεως στην Εκκλησία. Αυτό με μία γενική ονομασία λέγεται «διακονία». Θα ήθελα να σας έλεγα, μήπως σ’ αυτό μπορούμε να βρούμε τον εαυτόν μας; Εδώ μπορούμε να υπηρετήσομε την Εκκλησία; Κι άμα λέμε «Εκκλησία» δεν εννοούμε παρά τους πιστούς. Μπορούμε; Αν προσέξετε, κάποιος παίρνει σύνταξη κι έχει χρόνο στην διάθεσή του. Μπορεί να τρέχει, λοιπόν, σε υποθέσεις ποικίλες ή των μελών της Εκκλησίας ή του ναού. Και γενικά της ενορίας του. Άλλος έχει γερά πόδια, μπορεί να ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να τρέχει από δω, από εκεί, έχει χέρια, έχει μάτια, έμαθε κάτι, τρέχει να βοηθήσει από δω από εκεί. Άλλος σκουπίζει, πλένει τα καλύμματα. Όλα αυτά είναι διακονία μέσα στην Εκκλησία. Και… δεν το λέγω εγώ, το είδατε, είναι χάρισμα. Χάρισμα; Είναι χάρισμα. Έτσι, θα έκλεινα αυτό το διακόνημα, αυτό το χάρισμα, με τούτο. Γίνεται μία λειτουργική ή κηρυκτική σύναξις. Και δεν υπάρχει τρόπος να ειδοποιηθούν οι άνθρωποι. Το λέμε σε πέντε μόνο. Γίνονται ταχυδρόμοι αυτοί οι πέντε και το μαθαίνουν οι πιστοί στα πέρατα της γης. «Έχομε αύριο σύναξη στο τάδε μέρος. Ελάτε να ακούσετε». Τι είναι αυτό; Διακονία είναι. Υπηρετούν μέσα εις την Εκκλησία με προθυμία.
Τρίτον: «εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ». Είναι αυτός που διασαφηνίζει τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες. Ή εμβαθύνει ακόμα, αν θέλετε, στον λόγο του Θεού. Και τον μεταδίδει τον λόγον του Θεού εις τους υπολοίπους. Είναι μία συνεχής, θα λέγαμε, μία επί χρόνια, μια ισόβια μελέτη της Αγίας Γραφής, που αποδίδει το χάρισμα αυτό· που θα έλεγε κανένας ότι θέλει πολλή αγρυπνία, θέλει πολλή προσοχή, θέλει πολύ βασανισμό του ιερού κειμένου. Και τότε ο Θεός δίνει το χάρισμα να δει κανείς περισσότερα από εκείνα τα οποία διαβάζει.
Τέταρτον: «εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει».«Είτε», λέγει, «αυτός ο οποίος παρακαλεί, να είναι στο χάρισμα της παρακλήσεως». Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδάσκαλος της παρακλήσεως. Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδάσκαλος που δεν απευθύνεται εις τον νου, αλλά είναι εκείνος που εξατομικεύει τα πράγματα και αποτείνεται όχι στον νου, αλλά στην καρδιά και την βούληση ενός ανθρώπου. Να σας πω ένα παράδειγμα. Ομιλεί ο ομιλητής, ο οποίος μπορεί να έχει χάρισμα να ομιλεί, αλλά να μην είναι με το χάρισμα του παρακαλούντος. Όταν πλησιάσει έναν άνθρωπο να είναι αδέξιος. Αντίστροφα, εκείνος που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως, να είναι αδέξιος να ομιλήσει. Είδατε μερισμό, χωρισμό των χαρισμάτων; Ομιλεί λοιπόν ο ομιλητής μέσα εις την Εκκλησίαν και ο πλαϊνός ενός κάποιου που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως, λέγει: «Ποιος μπορεί να τα κάνει αυτά; Αλίμονό μας. Είμαστε για την κόλαση…». Τον παίρνει ο παρακαλών και του λέει: «Γιατί για την κόλαση; Ο λόγος του Θεού είναι για όλους μας. Δεν είναι για αγγέλους· είναι για ανθρώπους».Τον παίρνει, τον προτρέπει, τον παρηγορεί, τον βοηθάει, τον ενισχύει. Αποτείνεται στην καρδιά του, αποτείνεται στην βούλησή του.Δεν αποτείνεται εις τον νου του.Αυτός είναι εκείνος που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως. Έτσι θα λέγαμε ότι παράκλησις σημαίνει παρηγορία, ενίσχυσις, προτροπή ή συμβουλή. Έρχονται άνθρωποι και μας λέγουν: «Πάτερ, πέστε μας, ένα λόγο μόνο, ένα λόγο». Λες: «Τι να σας πω;». «Ένα λόγο». Και τους λες ένα λόγο και παρηγορούνται. Kaι ενισχύονται. Και φεύγουν ενισχυμένοι. Και μπορούν να γυρίσουν ύστερα από καιρό και να σου πουν: «Θυμόσαστε, μας είχατε πει εκείνο. Ε, αυτό μας εστήριξε». Αυτό είναι το χάρισμα της παρακλήσεως.
Πέμπτον: «ὁ μεταδούς, ἐν ἁπλότητι». «Εκείνος που μεταδίδει, να μεταδίδει με απλότητα». Τι είναι αυτός που μεταδίδει; Είναι αυτός που χορηγεί από τα προσωπικά του υλικά αγαθά. Όχι τα υλικά αγαθά της Εκκλησίας. Από τα προσωπικά του αγαθά. Χωρίς να ζητά –αυτό θα πει «ἐν ἁπλότητι»- την ανθρώπινη δόξα και την ανθρώπινη προβολή. Απλώς ζητάει την κάλυψη των αναγκών του πλησίον. Ακόμα, όταν αυτός ο άνθρωπος έτσι προσφέρει, «ἐν ἁπλότητι» -το ωραίο, «ὁ μεταδούς, ἐν ἁπλότητι», ωραιοτάτη φράσις- είναι κερδισμένος. Διότι λέγει «ευχαριστώ πολύ». Όχι εκείνος που λαμβάνει λέγει «ευχαριστώ» –οφείλει να πει «ευχαριστώ» ο λαμβάνων- αλλά εκείνος που δίδει, λέγει «ευχαριστώ». Γιατί; Γιατί αισθάνεται ότι του δίδεται η ευκαιρία να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού, με την παρουσία εκείνου που έχει ανάγκη. Και λέγει αυτός το «ευχαριστώ».
Έκτον: «ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ». Δηλαδή εκείνος που έχει την επιμέλεια, την φροντίδα των άλλων. Των ορφανών, των χειρών, των συσσιτίων αν θέλετε, ό,τι έργο υπάρχει στην Εκκλησία. Είναι αυτό που λέγει στον Τίτο ο Απόστολος Παύλος, «να μάθουν και οι δικοί μας προΐστασθαι καλών έργων». «Να το μάθουν», λέει, «οι δικοί μας». Αυτός είναι ο προϊστάμενος. Και τι; Καλείται να προΐσταται, να επιμελείται «ἐν σπουδῇ». Δηλαδή τι; Με επιμέλεια, με ζήλο, με φροντίδα. Σαν να είναι δικό του το έργο. Όχι σαν να είναι κάποιου ξένου. Όχι αγγαρεία. Αλλά να το παίρνει θερμά, ζεστά, προσωπικά.
Και τέλος, έβδομον: «Ὁἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι». «Κι εκείνος ο οποίος ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα, με χαρούμενο πρόσωπο». Είναι εκείνος ο οποίος, γενικά, θα λέγαμε, αγαπά να βρίσκεται κοντά στους θλιβομένους, στους πάσχοντας, στους πενθούντας, στους φτωχούς, να τους συνδράμει με κάθε τρόπο, αλλά το πρόσωπό του είναι ιλαρόν, είναι χαρούμενον. Όπως λέγει η Σοφία Σειράχ: «Ἐν πάσῃ δόσει ἱλάρωσον τὸ πρόσωπόν σου». Ό,τι δίνεις, το πρόσωπό σου να είναι χαμογελαστό. «Ἱλάρωσον τὸ πρόσωπόν σου». Ή όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος : «Οὐ μετά ἀλύπου μόνον γνώμης, ἀλλά καί μετά φαιδρᾶς καί χαιρούσης». «Όχι μόνον να είσαι άλυπος, αλλά και χαρούμενος, όταν δίνεις κάτι».
Αγαπητοί μου, ο Απόστολος ομιλεί για τα χαρίσματα, τα διάφορα χαρίσματα, για να δείξει, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος ότι «Οὐ τό μέν μέγα τό δέ μικρόν ἀλλά ποικίλα καί ἁρμόδια».Δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα χαρίσματα. Υπάρχουν χαρίσματα απλώς μέσ’ την Εκκλησία, τα οποία υπηρετούν έναν σκοπόν. Ακόμη: «Εἰ γάρ καί ἔχεις», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, εἰ γάρ καί χάρις ἐστιν (:αν υπάρχει χάρις)ἀλλ’ οὐκ ἁπλῶς ἐκχεῖται (:δεν έρχεται να χυθεί η χάρις απάνω σου), ἀλλά τοσοῦτον ἐπιρρεῖ(:αλλά τόσο επιρρέει επάνω σου) ὅσον ἄν εὖροι σκεῦος πίστεως αὐτό προσενεχθέν(:όσο βρίσκει σκεύος πίστεως που προσηνέχθη στο Πνεύμα το Άγιον, για να μπει μέσα το χάρισμα)».
Αγαπητοί μου, μπορείτε να φανταστείτε μιαν Εκκλησία, που οι πάντες εργάζονται σαν το μελίσσι, που ο καθένας έχει την διακονία του κατά τρόπον άψογον; Τι ωραίο αυτό! Τι θαυμάσιο! Αν πει κάποιος: «Είμαι άρρωστος και είμαι στο κρεβάτι, δεν έχω την δυνατότητα, τι μπορώ εγώ να κάνω;».Κάνε προσευχή για τους άλλους. Να υπηρετήσεις την διακονίαν της προσευχής. Αρκεί να λείπει η οκνηρία από μας. Αρκεί να φύγει αυτή η εσφαλμένη αντίληψη ότι εμείς δεν έχομε τίποτα, κανένα χάρισμα. Αυτά, αγαπητοί μου, είναι τα ανυποψίαστα χαρίσματα που ο ταπεινός και εργατικός άνθρωπος επισημαίνει, αποδέχεται και αποδίδει. Έτσι η Εκκλησία λαμπρύνεται και ο Χριστός δοξάζεται.