20 Νοεμβρίου 2024

«Αδάμ, ποῦ εἶ;» - Πρόκληση μετανοίας. Ὁ φόβος ἀπό τήν ἐνοχή καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

†.Βρισκόμαστε στο σημεῖο πού οἱ πρωτόπλαστοι κάνουν τήν παράβαση απέναντι στόν Θεό. Ἄκουσαν λοιπόν τα βήματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο καί ἔσπευσαν να κρυφτοῦν ἀνάμεσα στα δένδρα.

   «Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέν. 3, 9). Καί κάλεσε ὁ Κύριος ὁ Θεός τόν Ἀδάμ καί τοῦ εἶπε: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;

   Ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. Πῶς τόν καλεῖ; Τόν καλεῖ ὡς κατηγορούμενο; Ὄχι, παιδιά· τόν καλεῖ ὡς πλάσμα Του, τόν καλεῖ σαν παιδί Του.

   Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι πλάσμα τῶν χεριῶν Του, γι' αὐτό καί τόν καλεῖ καί αὐτοπροσώπως. Ποιός δημιούργησε τόν Ἀδάμ; Ὁ Θεός. «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με» (Ψαλμ. 118, 73) λέει ὁ ψαλμωδός· τά χέρια Σου μέ ἔφτιαξαν καί μέ ἔπλασαν. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός μας καί ὁ πλάστης μας, Αὐτός τώρα αὐτοπροσώπως ἔρχεται να διορθώσει τήν κατάσταση.

   Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Αὐτὸς δι᾿ ἑαυτοῦ καλεῖ»· δηλαδή προσωπικά, ὁ ἴδιος ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ. «Ὅρα πόση δύναμις ἐναπόκειται ἐν τῇ βραχείᾳ ταύτῃ λέξει... πολλὴν ἔχει τὴν ἰσχὺν μετὰ τῆς φιλανθρωπίας» (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, ΙΖ΄, PG 53, 137). Κοίταξε πόσο νόημα, πόση δύναμη κρύβεται μέσα σ' αὐτή τήν μικρή προτασούλα· «Ἀδάμ ποῦ εἶ», Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔχει πολλή ισχύ, μαζί μέ φιλανθρωπία.

   Πῶς μποροῦμε νά ἀποκρυπτογραφήσουμε αὐτό τό ὕφος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπ' αὐτή τήν παχύτητα τῶν λέξεων; διότι ὁ Θεός ὁμιλεῖ, καί φυσικά χρησιμοποιεῖ τό λεξιλόγιο τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως μποροῦμε, μέσα ἀπό μιά ἀνθρώπινη ατελή γλώσσα, νά ἀποκρυπτογραφήσουμε, να διαισθανθοῦμε πῶς ἀκριβῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός; Εἶναι γνωστό ὅτι πάντοτε ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἐκφράζει τά αἰσθήματα. Αλλά ἡ γλώσσα εἶναι ἀτελής· πῶς θά ἐκφρασθοῦν τά αἰσθήματα τοῦ Θεοῦ; Πῶς λοιπόν ἐμεῖς, μέσα ἀπ' αὐτές τίς ἀνθρώπινες λέξεις, μποροῦμε νά δοῦμε πῶς αἰσθανόταν ὁ Θεός γιά τούς πρωτοπλάστους;

   Απ' ὅ,τι μποροῦμε νά καταλάβουμε, ἡ μικρή αὐτή φρασούλα, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; περιέχει ὕφος πολύ οἰκεῖο, δηλαδή ἕνα ύφος γεμάτο από φιλανθρωπία, ἀπό αἰσθήματα φιλάνθρωπα. Προσέξατε; τόν καλεῖ μέ τ' ὄνομά του!

   Βέβαια, κατά τήν συνήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὀνόματα δίδονται ἀπό κάποιο περιστατικό, ἀπό κάποιο γεγονός, ἀπό κάποια ιδιότητα, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

   Ἀδάμ σημαίνει χοϊκός. (Βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 21ο, ύποσ. 11, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης, 2018) Συνεπῶς: Χοϊκέ, ποῦ εἶσαι; Αλλά το χοϊκέ ὑπέχει πιά θέση ὀνόματος. Ὅπως καί ἡ Εὔα, πού σημαίνει ἀνδρίς, (Βλ. ἔνθ' άνωτ. Μάθημα 14ο, υποσημ. 23) μεταφράζεται ἐπίσης καί ὡς Ζωή –ὅπως και σήμερα πού δίνουμε ὄνομα σέ μιά κοπέλα καί τή λέμε Ζωή. Τί σχέση ἔχει ἡ Εὔα μέ τήν ζωή; Βεβαίως καί ἔχει κάποια σχέση μέ τή ζωή· γι' αὐτο καί πῆρε αὐτό τό ὄνομα. (Βλ. Γέν. 3, 20, καί Φλαβίου Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκή Αρχαιολογία, Λόγοι Κ΄, 1, 36, 3: «Ἔσσα δὲ καθ᾽ Ἑβραίων διάλεκτον καλεῖται γυνή, τὸ δ' ἐκείνης ὄνομα τῆς γυναικὸς Εὔα ἦν· σημαίνει δὲ τοῦ το πάντων μητέρα») Ἔτσι λοιπόν ἡ ἰδιότητα μεταβάλλεται σε ὄνομα.

   Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;... Εἴδατε πῶς τόν καλεῖ; Μέ τό ὄνομά του!

   Ἐάν εἴχαμε δικαστές, παιδιά, καί εἴχαμε ἕναν κατηγορούμενο στο εδώλιο, στο σκαμνί τοῦ κατηγορουμένου, ὁ δικαστής τί θά ἔλεγε; πῶς θά τοῦ ἀπευθυνόταν; Θά ἔλεγε: ὁ κατηγορούμενος τί ἔχει νά πεῖ; Ἄν πᾶτε ποτέ σέ δικαστήριο, αυτό ακούτε. Δέν λένε τό όνομα στο δικαστήριο, ἀλλά τήν ἰδιότητά του· ὁ κατηγορούμενος.

   Ἐδῶ ὅμως βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποκαλεῖ τόν Ἀδάμ κατηγορούμενο. Δέν λέει: κατηγορούμενε, ποῦ εἶσαι; Ὄχι· ἀλλά: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἔτσι, ὁ Θεός καλεῖ τόν Ἀδάμ κατά τρόπο πολύ οἰκεῖο, πολύ συμπαθῆ, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο, παρά τήν πτώση του.

   Αλλά γιατί ὁ Θεός ρωτάει τόν Ἀδάμ ποῦ εἶναι;

   Αυτό δείχνει ότι θα περίμενε ὁ Θεός νά τόν βρεῖ σ' ένα σημεῖο γνωστό· αλλά δέν τόν βρίσκει, καί τόν φωνάζει. Σκεφτείτε τήν εἰκόνα αυτή, τήν τόσο ανθρώπινη, που κι ἐμεῖς, ὅταν δεν βρίσκουμε τόν ἄνθρωπό μας, τον φίλο μας ἐκεῖ πού θέλουμε, ἐκεῖ πού έχουμε ὁρίσει, τοῦ φωνάζουμε· πάμε στην πόρτα τοῦ σπιτιοῦ και φωνάζουμε: Γιάννη, Κώστα, Μαρία, ποῦ εἶσαι;

   Σε μια πρώτη κίνηση λοιπόν θα λέγαμε ὅτι ὁ Θεός καλεῖ τόν Αδάμ γιατί δέν τόν βρήκε ἐκεῖ πού ἔπρεπε νὰ τόν βρεῖ, κάπου μέσα στον παράδεισο. Ποῦ ἦταν ὁ Αδάμ; Ήταν κρυμμένος. Ὅμως ὁ Θεός ἀγνοεῖ ποῦ εἶναι ὁ Ἀδάμ; Ἀσφαλῶς ὄχι. (Ὁ ἅγ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος βάζει στο στόμα τοῦ Θεοῦ τά ἑξῆς λόγια: «Σὺ θέασαι ποῦ εἶ καὶ ἀπὸ ποίου ὕψους ἐν ποίῳ χάσματι κατηνέχθης· ἐγὼ γὰρ εἶδον καὶ ὁρῶ ποῦ εἰ καὶ ποῦ κατακρύπτη καὶ ἥκω ἀπεριγράπτως πρὸς σὲ κράζων· Ἀδάμ, ποῦ εἰ;» (Σωζόμενα Έργα, Ερμηνεία τῆς Ἐξαημέρου, 8, 8, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Πάφος 1996-2008, σ. 201)) Αλλά, μέ τήν ἐρώτηση που θέτει, θέλει να μάθει από το ίδιο το στόμα τοῦ Ἀδάμ τήν ὅλη υπόθεση, τό τί συνέβη, νά πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀδάμ συνέβη αὐτό καί αὐτό. Συνεπῶς ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ είχε μία πρόκληση μετανοίας, παρακινούσε τόν Ἀδάμ σε μετάνοια.

   Ὅλη αὐτή ἡ σκηνή θυμίζει ἀγαθόν πατέρα, πού θέλει να βοηθήσει τό παιδί του πού ἔχει παρεκτραπεί. 

   «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» ἡ ἐρώτηση αυτή μπορεῖ ἀκόμα να δημιουργήσει και μια βαθιά αυτογνωσία.

   Δέν ξέρω ἄν τό καταλαβαίνουμε αυτό. Ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει πέσει πολύ χαμηλά, μπορούμε κάποτε νά τόν φωνάξουμε μέ ἕναν τέτοιο τρόπο, πού καί μόνο ὁ τόνος τῆς φωνῆς μας μπορεῖ νά δημιουργήσει ὁλόκληρη ἐπανάσταση καί σφοδρό ἔλεγχο μέσα στην ψυχή αὐτοῦ τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.

   Ὅταν ὁ Θεός λέει ποῦ εἶσαι, Αδάμ; θέλει νά τοῦ πεῖ: Τώρα πού εἶσαι; Εγώ περίμενα νά σέ βρῶ ἐδῶ· ὅμως ποῦ εἶσαι; Μ' ἄλλα λόγια: Ποῦ ἤσουν πρώτα; καί ποῦ εἶσαι τώρα; Πρῶτα δεν κρυβόσουν· τώρα όμως κρύβεσαι. Αλλά γιατί εἶσαι κρυμμένος; Πῶς κατάντησες, Ἀδάμ, ἔτσι;...(«Ὤ φιλανθρωπίας Δεσπότου! ὡς ἀγνοῶν ζητεῖ, ἦν αὐτὸς ἐφυγάδευσε, καὶ ὡς οὐχ ὁρῶν καλεῖ ὁ τοῖς πᾶσι παρών. Ἀδάμ, Αδάμ, ποῦ εἶ; Ποῦ μοι τῶν ἐμῶν χειρῶν τὸ πλαστούργημα; ποῦ τῆς ἐμῆς ἀξίας ὁ ἔμψυχος ἀνδριάς; ποῦ τῆς ἐμῆς φυτουργίας ὁ φύλαξ; Αδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶ; Θρηνώδης ἐκ φιλοστοργίας ή κλήσις· Ποῦ εἶ; Ποῦ σοι τῆς ἐμῆς ὁμιλίας ή παρρησία; ποῦ σοι τῆς πρὸς ἐμὲ συνηθείας τὸ θάρσος; ποῦ σοι τὸ τῆς ἀξίας ὕψος; ἀντὶ φίλου δραπέτης; φάνηθι καλοῦντι. Δεῖξον τῷ ἰατρῷ τὸ τῆς παραβάσεως ἕλκος· δεῖξον τὴν πληγὴν τῆς γυμνώσεως· ἔχω γὰρ φάρμακα τοῦ τραύματος ἰσχυρότερα, ἔχω βοηθήματα, δι᾿ ὧν θεραπεύω τὰ τοῦ ὄφεως δήγματα...» (Βασιλείου Σελευκείας, Λόγοι, PG 85, 60BC)

   Θά ἀπαντήσει ὁ Ἀδάμ σε λίγο: Είμαι γυμνός, γι' αὐτό καί κρύφτηκα. Θα τοῦ πεῖ πάλι ὁ Θεός: Εγώ σέ ἔντυσα· ἐσύ πῶς λές ὅτι εἶσαι γυμνός...

   Πῶς εἶχε ντύσει αρχικά ὁ Θεός τόν Ἀδάμ; Τόν εἶχε ντύσει μέ τή θεία δόξα, ὅπως εἴχαμε πεῖ σέ κάποια πολύ παλιά μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμ. Γ', Μαθήματα 33ο και 34ο, εκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, καί Τόμ Δ΄, Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Κομνηνείου, 2020, καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία IC', PG 53, 131; «οὐδὲ γὰρ ἦσαν γυμνοί· ἡ γὰρ ἄνωθεν δόξα παντὸς ἱματίου μᾶλλον αὐτοὺς περιέσκεπε ... τὸ ἱμάτιον ἐκεῖνο τὸ καινὸν καὶ παράδοξον, τὸ τῆς δόξης λέγω καὶ τῆς ἄνωθεν εὐνοίας...») Ὅπως ἀκριβῶς καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παιδιά, ὅταν θά ἐπανέλθουμε, ἂν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, μετά την ανάσταση των νεκρών, φυσικὰ δὲν θὰ φορᾶμε αυτά τα ρούχα που φοράμε τώρα.

   Αὐτά τά ροῦχα, σέ μιά πρώτη διάσταση, εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, πού ὁ Θεός έκανε, καί δέν εἶναι παρά δανεικά· δέν εἶναι δικά μας αυτά τα ρούχα. Αὐτό το ροῦχο ἐδῶ πού φορῶ τώρα είναι μάλλινο, καί εἶναι ἀπό τό τρίχωμα ἑνός προβάτου. Δηλαδή ἔχω ντυθεῖ, ἔχω δανειστεῖ ξένα πράγματα, ξένα στοιχεία, γιά νά ντυθῶ ἐγώ. Ὁ Θεός ἐνέδυσε, λέει, ἔντυσε τούς πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες. Ὅμως δεν πρόκειται γι' αυτό· κατοπινά τούς έντυσε. Μέχρι τώρα τούς εἶχε ντυμένους μέ θεία δόξα· αὐτήν πού θά ἔχουμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φυσικά, δέν θά φορᾶμε ροῦχα· ὅμως θά εἴμαστε ντυμένοι· θά είμαστε ντυμένοι μέ θεία δόξα!

   Αν θέλετε, καί ὁ Χριστός, πού ἀναστήθηκε από τόν τάφο, δέν φοροῦσε ρούχα. Βέβαια, στα μάτια τῶν μαθητῶν Του, ὅπου ἐμφανίσθηκε, φαινόταν ὅτι φοροῦσε ρούχα· στην πραγματικότητα όμως δέν φοροῦσε. Τα ροῦχα μέ τά ὁποῖα τόν είχαν θάψει, τα σάβανα, τά νεκρικά ἱμάτια, παρέμειναν στον τάφο· δέν τά πῆρε μαζί Του, ἀφοῦ ὁ Κύριος βγῆκε ἀπ' αὐτά καί ἀναστήθηκε. Οι μαθητές βρῆκαν τά ρούχα αυτά, τα σάβανα, μέσα στο μνημεῖο. (Λουκά 24, 12. Ιωάν. 20, 4-7) Ὁ ἀναστηθείς Κύριος λοιπόν δέν φορούσε ρούχα. Επειδή όμως οἱ μαθητές σ' αὐτόν τόν κόσμο ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν ὅπως βλέπουμε κι ἐμεῖς, γι' αυτό κατ' οἰκονομίαν ἔβλεπαν τόν Χριστό να φοράει ροῦχα. Ὁ Χριστός εἶχε τό ἔνδυμα τῆς θείας δόξης.

   Συνεπῶς, ἔτσι ήταν ντυμένος καί ὁ Ἀδάμ μέσα στον παράδεισο· δέν ἦταν γυμνός. Αυτή όμως ή στολή ἐξαφανίστηκε ἀμέσως, ἔφυγε, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν· τότε είδαν τη γύμνωσή τους, τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι τούς ἔλειπε.

   Θυμηθεῖτε, στην παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐκεῖ πού ὁ πατέρας, ὅταν γυρίζει πίσω το παιδί του τό νεώτερο, ρακένδυτο, βρώμικο, κουρελιασμένο, λέει στους ὑπηρέτες: φέρετε την στολήν τήν πρώτην. (Βλ. Λουκά 15, 22) Ποιά εἶναι αὐτή ἡ στολή ἡ πρώτη; Εἶναι ἐκείνη πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος στον παράδεισο πρίν ἁμαρτήσει. Αὐτήν ἀποκτοῦμε πάλι στο Βάπτισμα. Μόνο πού ἐκεῖ πιά, ξαναλέω, δέν φαίνεται αὐτή ἡ στολή.

   Ὁ Χριστός ἐπίσης, ὅταν μεταμορφώθηκε στό ὄρος Θαβώρ, αὐτήν τή στολή είχε, τή θεία δόξα. Τι συνέβη τότε μέ τούς μαθητές; Ἄνοιξαν τά μάτια τους καί εἰδαν. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστός απέκτησε τη θεία δόξα ἐκείνη τήν ὥρα· τήν είχε πάντοτε ὁ Χριστός· αλλά τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί εἶδαν αὐτό τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ. (Βλ. ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Εἰς τὰ Ἄσματα τῶν ἀσμάτων, PG 44, 1005C: «Τὸν ἥλιοειδῆ τοῦ Κυρίου χιτῶνα, τὸν διὰ καθαρότητος καὶ ἀφθαρσίας αὐτῷ περιτεθέντα, οἷον ἐπὶ τῆς τοῦ ὅρους μεταμορφώσεως ἔδειξεν.») Συνεπῶς αὐτή εἶναι ἡ στολή ἡ πρώτη πού παίρνουμε κατά τήν Βάπτισή μας. Σύμβολο αὐτῆς τῆς πρώτης στολῆς εἶναι τά λευκά ρούχα, ὁ λευκός χιτώνας πού φοροῦμε ὅταν βαπτιζόμαστε. (Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖ τόν λευκό χιτῶνα τῶν νεοφωτίστων ὡς σύμβολο τῆς ἐπανακτήσεως τοῦ ἐνδύματος τοῦ φωτός, τοῦ προπτωτικοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἀδάμ (Εἰς τὴν Κυριακὴν προσευχήν, PG 44, 1184Β), ὁ δέ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων ζητά ἀπό τούς νεοφωτίστους τήν περιβολή μέ τά ὄντως λευκά και λαμπρά πνευματικά ενδύματα (Κατήχησις Μυσταγωγική Δ΄, PG 33, 1104Β: «Ἀποδυσάμενον δὲ τὰ παλαιὰ ἱμάτια, καὶ ἐνδυσάμενον τὰ πνευματικῶς λευκά, χρὴ λευχειμονεῖν διαπαντός. Οὐ πάντως τοῦτο λέγομεν, ὅτι σε δεῖ λευκὰ ἱμάτια προβεβλῆσθαι ἀεί, ἀλλὰ τὰ ὄντως λευκὰ καὶ λαμπρὰ καὶ πνευματικά»))

   Ἔτσι, ὁ Θεός, μέ τό ποῦ εἶσαι; εἶναι σάν νά λέει στον Αδάμ: Είπες ότι είσαι γυμνός, γι' αυτό κρύφτηκες· εγώ όμως σε έντυσα, Ὕστερα λες ότι είσαι γυμνός· ἀφοῦ ἐγώ σε έντυσα, ποιός σέ ἔγδυσε; Εγώ σου έδωσα απλότητα, σοῦ ἔδωσα οικειότητα νά μέ συναντὰς· τώρα ἐσύ γιατί κρύβεσαι; Σκέψου ποιός ἤσουν πριν παραβεῖς τὴν ἐντολή. Δεν σου λέω ἂν τήν παρέβῆς ἢ δέν τήν παρέβης· θά σοῦ τό πῶ λίγο αργότερα· ἀλλά σκέψου ποιός ήσουν πρίν και ποιός εἶσαι τώρα, αὐτήν τή στιγμή. Αν θέλεις ακόμη, σκέψου τί μπορεῖς να γίνεις, ἐάν μετανοήσεις.

   Ὅλα αὐτὰ ὑπονοεῖ τό ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἰσχυρό, πολύ ἰσχυρό! Ἄν ζήσετε στή ζωή σας μερικές ἄσχημες καταστάσεις καί ἐπαναλάβετε αὐτό τό ἐρώτημα στόν ἑαυτό σας, τότε θά ἀντιληφθεῖτε πόσο ἰσχυρό ἐρώτημα εἶναι.

   Αλλά θα λέγαμε ἀκόμη ὅτι ὅπως εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ κρυμμένος πιά ἄνθρωπος, ὁ μή δυνάμενος νὰ ἀντέξει τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί κρυβόταν, ἔτσι ἀκριβῶς θά ἐμφανισθεῖ καί ὁ νέος Ἀδάμ, ὡς πεσμένος ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο θὰ δείξει ὁ Πιλάτος στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί θά πεῖ νά ὁ ἄνθρωπος!... νά ὁ βασιλιάς σας!...

   Ὁ Πιλάτος θα βγεῖ στόν ἐξώστη τοῦ δικαστικοῦτου μεγάρου καί θά δείξει τόν Ἰησοῦ νά φοράει ἐκεῖνον τόν κόκκινο χιτώνα, ὡς παρωδία της πορφύρας τῆς βασιλικῆς, ὡς κοροϊδία, ἀφοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔτσι εἶχε πεῖ, ὅτι ἦταν βασιλιάς. Ἔντυσαν λοιπόν τόν Χριστό μέ μιά πορφύρα, γιά νά Τόν κοροϊδέψουν ὡς ψευτοβασιλιά. Εἶπε ὅτι εἶναι βασιλιάς, καί θά ἔπρεπε νά φοράει ένα στεφάνι, ἕνα στέμμα. Τοῦ ἔβαλαν λοιπόν ένα στεφάνι, ἀλλά ἀπό ἀγκάθια! Βλέπετε ὅτι ἡ ὅλη ἐμφάνισή Του είναι μία παρωδία. Επίσης, ὁ βασιλιάς κρατάει καί ἕνα σκῆπτρο·  Τοῦ ἔδωσαν κι ἕνα καλάμι! Ἔτσι, σιγά-σιγά, συμπληρώνεται ἡ εἰκόνα τῆς παρωδίας. Ὁ Πιλάτος βγάζει τόν Ἰησοῦ ἔξω στο πραιτώριο, καί σ᾽ ἐκεῖνο τό μαινόμενο πλῆθος, πού ζητοῦσε τήν θανατική Του καταδίκη, λέει: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», νά ὁ ἄνθρωπος... κοιτάξτε τον! (Ιωάν. 19, 4-16)

   Γιατί τό ἔκανε αυτό ο Πιλάτος; Τό ἔκανε φυσικά γιά νά ταπεινώσει τόν Χριστό, καί ἔτσι νά Τόν λυπηθοῦν ἐκεῖνοι πού ζητοῦσαν τή θανατική Του καταδίκη. Σάν νά τούς ἔλεγε: Γιά κοιτάξτε που κατάντησε αυτός ὁ ἄνθρωπος... Κοιτάξτε ἐξευτελισμός!... Θα μπορούσε ποτέ –ὅπως εἴπατε ἐσεῖς ὅτι δέν ἔχετε βασιλέα παρά τόν Καίσαρα– θά ἦταν δυνατόν ποτέ αὐτός, μέσα σ' αὐτή τήν παρωδία βασιλικῆς ἐξουσίας, νά εἶναι ὁ βασιλιάς σας;... Κοιτάξτε τόν ἄνθρωπο αὐτόν, κοιτάξτε το κατάντημά του!... Στο βάθος όμως, παιδιά, στην πραγματικότητα ὁ Πιλάτος ἔδειχνε τόν ἄνθρωπο, τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο –συνεπῶς καί τόν ἑαυτό του– πῶς κατάντησε!

   Ἔτσι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό κατάντημα τοῦ πεσμένου Αδάμ μέσα στον παράδεισο τό παίρνει πάνω του ὁ Ἰησοῦς Χριστός στο πραιτώριο του Πιλάτου, και με το δάκτυλο και το στόμα του Πιλάτου δείχνεται καί προσφωνείται; «ἴδε ὁ ἄνθρωπος», να ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ παλαιός Ἀδάμ!

   Όταν βεβαίως ὁ Χριστός θά ἀναστηθεῖ, τότε θά δείξει ποιός εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Ὄχι πιά ἐκεῖνος πού ἔχασε τη θεία δόξα, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ Ἀδάμ πού ἔχει τώρα αναφαίρετα τη θεία δόξα, αὐτός πού ἔχει κοινωνία πιά μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματικά εἶναι ὁ Σωτήρας μας, εἶναι ἀληθινά Σωτήρας μας. Δέν εἶναι κατ᾽ ἀπομίμησιν, δέν εἶναι κατά φαντασίαν· εἶναι ὀντολογικός, είναι πραγματικός Σωτήρας μας! (Βλ. άγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολὴ ρα', Πρὸς Κληδόνιον, PG 37, 181C: «Τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται.»)

   Ακόμα, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Βλ. Λουκά 10, 30-37) δείχνει θαυμάσια τήν κατάσταση του Αδάμ. Ὅταν ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης περνοῦν καί βλέπουν ἐκεῖνον τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού κατέβαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στην Ιεριχώ καί ἀδιαφοροῦν, αὐτός ὁ πληγωμένος καί μισοπεθαμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα. Βλέπετε πως διαζωγραφίζεται, παιδιά, ὁ πεσμένος πιά ἄνθρωπος!

   Αλλά προσέξτε. Στην ερώτηση τοῦ Θεοῦ, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; ὑπονοεῖται καί μία ἄλλη ἐρώτηση· καί αὐτή βγαίνει ἀπό τόν διάλογο που σε λίγο θά διαμειφθεί. Θά πεῖ ὁ Ἀδάμ: Ὄχι, δεν φταίω εγώ· ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες! Θά πεῖ καί ἡ Εὔα: Δεν φταίω ἐγώ· φταίει τό φίδι· ὁ ὄφις μέ ἐξαπάτησε! Συνεπῶς ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ἀπατεώνα, κι αὐτός εἶναι ὁ διάβολος.

   Ρωτάει λοιπόν ὁ Κύριος, ὁ Θεός, –στό ποῦ εἶσαι; περιέχονται ὅλα αὐτά: Αδάμ, εἶσαι σέ ἄθλια κατάσταση. Κάποιος σοῦ εἶπε ὅτι θά μπορούσες να γίνεις ανώτερος ἀπό αὐτό πού σ' έκανα εγώ, δηλαδή να αυτοθεωθεῖς. Ὅμως σέ ἐξαπάτησε. Ποῦ εἶναι αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε; Εξαφανίστηκε!

   Παιδιά, καί σήμερα τό ἴδιο φαινόμενο ἐπαναλαμβάνεται. Θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, πόσους καί πόσους δέν ἐξαπατᾶ ὁ διάβολος μέ τή λογοτεχνία... 

   Πολλοί από σᾶς μέ ρωτᾶτε: Να διαβάσω λογοτεχνία; Πολλές φορές μάλιστα σᾶς ἐπιβάλλεται κι ἀπό τό σχολείο στο μάθημα τῶν Νεοελληνικῶν. Να διαβάσω λογοτεχνία; Σᾶς ἀπαντῶ ὅτι στο μεγαλύτερο μέρος της ἡ λογοτεχνία εἶναι ἐπικίνδυνη. Διότι ὁ τεχνημένος λόγος –αὐτό θά πεῖ λογοτεχνία· ὁ λόγος πού εἶναι ὅμορφα φτιαγμένος– στην πραγματικότητα δέν εἶναι παρά ἕνας φορέας ἰδεῶν. Ἄν λοιπόν μέ τόν ὡραῖο αὐτόν φορέα, το ὡραῖο δοχεῖο, παίρνεις καί ἕνα περιεχόμενο σάπιο, παίρνεις προσανατολισμό πού θά σέ ἀποκλίνει ἀπό τόν ἀληθινό σου προορισμό, τότε τί γίνεται; Τότε δέν εἶναι ἡ λογοτεχνία πραγματικά ένας μεγάλος ἀπατεώνας; Προσέξτε τη λογοτεχνία, παιδιά! Ἡ λογοτεχνία, πραγματικά, ἐξαπατά πολλούς.

   Μήπως καί ἡ φιλοσοφία; δέν ἐξαπατά πολλούς ἀνθρώπους; Ἡ μαγεία; Πόσοι σήμερα καταφεύγουν στη μαγεία... Καί ἐκεῖ ἀπό πίσω, ὁ διάβολος κρύβεται. Ὅπως ἀκριβῶς κρύβεται και στη νομιζόμενη ἐλευθερία μέσα στη ζωή μας· μιά ἐλευθερία πού δέν εἶναι βεβαίως πιά ἐλευθερία· εἶναι ἀσυδοσία. Στην πραγματικότητὰ ὁ διάβολος αυτό είχε υποβάλει στους πρωτοπλάστους· να κινηθούν προς μια αυτοθέωση, χωρίς τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθεροι πιά! (Τήν χωρίς Θεό θέωση ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν όνομάζει ψευδῆ θέωση: «ἐν τούτῳ γὰρ ὁ ὄφις οὐκ ἔσχε παρείσδυσιν, οὐ τῆς ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως, τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (PG 96, 725Α). Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Δ', Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ιερ. Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2020)

   Ξέρετε, για μια στιγμή, όταν κανείς πεῖ δεν υπάρχει ο Θεός, δεν έχω τα δεσμά Του, ὁ πατέρας μου δέν είναι παρών, ή μάνα μου δεν είναι παρούσα, αισθάνεται ελεύθερος άνθρωπος. Έτσι νομίζει· ὅτι εἶναι ἐλεύθερος άνθρωπος. Αυτό όμως είναι απάτη· διότι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἐμπνέει τη δήθεν ελευθερία θα σε αφήσει τελικά καί ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Ἐξηγώ.

   Ἔχω μπροστά μου νέα παιδιά, νέους και νέες. Πόσες φορές, ὅταν οἱ γονεῖς σας σας επέπληξαν για κάτι ἢ σᾶς περιόρισαν, σᾶς εἶπαν δὲν θὰ πᾶς ἐκεῖ, δέν θά κάνεις ἐκεῖνο, δέν αἰσθανθήκατε μέσα σας ἕνα ἄσχημο αίσθημα... Καί ἄν, για μια στιγμή, καταφέρνατε να ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τούς γονεῖς σας, θα λέγατε; , τώρα δέν εἶναι οἱ γονεῖς μου ἐδῶ· θα κάνω ὅ,τι θέλω. ραῖο αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας! Ἄν ὅμως σᾶς ἔλεγαν, εὐθύς μετά, ξέρετε, οἱ γονεῖς σας ἔχουν πεθάνει, τούς ἀπήγαγαν, ἐξαφανίστηκαν, τί αἴσθημα θά εἴχατε; Ἕνα αἴσθημα ανασφαλείας. Καί τώρα, πῶς θά ζήσω; πῶς θά φάω; πῶς θά κινηθῶ;... Θά αἰσθανόσασταν μετέωροι, ὅτι εἴσαστε σε έναν κόσμο ἄξενο, ἀφιλόξενο. Τώρα ποιός θά μέ προστατεύσει; ὁ γείτονας; ἡ πολιτεία; ποιός; οἱ γονεῖς μου δέν ὑπάρχουν!

   Αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας, παιδιά, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν στιγμή πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας δολοφονεί μέσα στην ψυχή του τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Λέει: Δέν θέλω να πιστεύω στον Θεό. Ο Θεός δέν εἶναι Πατέρας. Ὁ Θεός δέν εἶναι τίποτα. Δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Μόλις τό πεῖ, αἰσθάνεται ἄνετα· αλλά σέ λίγο αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μόνος μέσα στη δημιουργία, μέ αὐτά τά αἰσθήματα τῆς ἀνασφαλείας.

   Ἡ ἐποχή μας, ὅσο καμμιά άλλη εποχή, ἐπειδή ἔχει μία έξαρση στήν ἀθεΐα, έχει καί τό αἴσθημα αὐτῆς τῆς ἀνασφαλείας. Φυσικά αὐτή ἡ ἀνασφάλεια μεταφράζεται μέ πολλούς τρόπους. Ἕνας απειλούμενος πόλεμος στην πραγματικότητα μου δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀνασφαλείας. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού θά μέ ἔκανε ἐμένα νά νιώθω ασφαλής, ὅταν ξέρω πώς ὁ ἄλλος θα μποροῦσε νά μοῦ κηρύξει τόν πόλεμο, να πατήσει ένα κουμπί και νά μοῦ ἐξαπολύσει μία ατομική βόμβα; Τί εἶναι ἐκεῖνο; Τη στιγμή πού δέν ἔχει Θεό, τί τόν ἐμποδίζει νά τό κάνει; Δέν τόν ἐμποδίζει τίποτε ἀπολύτως. (Βλ. "Χωρίς Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται" (Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ)

   Ποιός λοιπόν θά μέ ἀσφαλίσει ἐμένα; Μήπως ὁ γείτονάς μου πού δέν ἔχει Θεό;... πού ὅταν ἐγώ λείψω γιά λίγο από το σπίτι μου, θα μου κάνει διάρρηξη καί θα μου ξεγυμνώσει ολόκληρο το σπίτι μου;... Μπορώ ἐγώ νά ἔχω κάπου ἐμπιστοσύνη; Γιατί; Διότι λείπει ὁ Θεός.

   Βλέπετε, αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἀνασφαλείας μεταφέρεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς μας· γιατί; διότι δολοφονήσαμε τον Θεό, ὡς προστάτη, ως πατέρα, ὡς πρόσωπο πού εἶναι πάνω ἀπό τό δικό μας πρόσωπο, ὡς πρόσωπο αυθεντίας, ὡς πρόσωπο κύρους. Τόν δολοφονήσαμε, για να εμφανίσουμε την αυθεντία τῆς ἀφεντιᾶς μας, τῆς ἀφεντομουτσουνάρας μας... –νά σᾶς τὸ πῶ ἔτσι–, για να δείξουμε ὅτι ἐμεῖς μόνον εἴμαστε, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, ὁ Θεός γιά μᾶς δέν ὑπάρχει! Τί ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος...

   Ἔτσι λοιπόν, παιδιά, θά ἔλεγε ἐδῶ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, στον Αδάμ: Ἀδάμ, αὐτός πού σέ ἐξαπάτησε ποῦ εἶναι τώρα; ποῦ πῆγε; Σέ ἐγκατέλειψε. Εἶδες τόν ἀπατεώνα;...

   Παιδιά, τό ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», τό Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι, θα πρέπει πολύ συχνά νά τό θέτουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ὅταν κάποια στιγμή δέν πηγαίνουμε καλά, δέν μελετάμε σωστά τα μαθήματά μας,τεμπελιάζουμε, ἔχουμε βάλει νερό  στο κρασί μας ὡς προς τις σχέσεις μας μέ τήν Ἐκκλησία, ἤ μέ τούς γονεῖς μας ἢ μέ τό περιβάλλον μας γενικά, πρέπει να θέτουμε τὸ ἐρώτημα Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Γιάννη, Κώστα, Πέτρο, Μαρία, Κατίνα... ποῦ εἶσαι; τί κάνεις; ποῦ πᾶς; τί φτιάχνεις;... Ξέρετε πόσο σπουδαῖο εἶναι; Εἶναι σπουδαιότατο, γιατί γεννάει τήν αὐτογνωσία, ὅπως εἴπαμε, καί αὐτό ἀκριβῶς σώζει.

   «Καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην.» (Γέν. 3, 10) Καί ἀπαντάει ὁ Ἀδάμ: Ἄκουσα τήν φωνή Σου, καθώς περπατούσες στον παράδεισο, καί φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός, και κρύφτηκα.

   Ὅλα τά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ στίχου τά ἔχουμε ἀναλύσει σε περασμένα μας μαθήματα. (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Ε΄, Μαθήματα 59ο και 60ό, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2021) Μόνο ένα σημείο δέν ἀναλύσαμε, μόνο μία λέξη, ἐκεῖνο τό «ἐφοβήθην». 

   Βλέπετε, ἡ ἐνοχή αμέσως γεννάει τόν φόβο· ὁ ἔνοχος πάντα φοβάται. Αλλά ἡ ἐνοχή προϋποθέτει ἔνοχον ἔναντι κάποιου. Ἔχω ἐνοχή, εἶμαι ἔνοχος· αλλά απέναντι σέ ποιόν; Πάντοτε, ὅταν λέμε ὅτι κάποιος εἶναι ἔνοχος, πρέπει νά ποῦμε σε ποιόν, πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος. Αὐτός ὁ κάποιος ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. 

   Προσέξτε όμως· κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Ἔκτοτε, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, ὁ κάθε ἄνθρωπος φοβάται. Αὐτό πιά εἶναι μία ψυχολογική καί μία ἠθική απόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός κριτής, Θεός προσβληθείς.

   Ὅταν ἐγώ φοβᾶμαι, σημαίνει ὅτι εἶμαι ἔνοχος ἀπέναντι σε κάποιον, ὁπωσδήποτε, είτε αυτή ἡ ἐνοχή εἶναι στή συνείδησή μου εἴτε εἶναι στο υποσυνείδητό μου. Ἄν γιά μιά στιγμή, όπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ξέρεις ότι σε κυνηγάει ἡ Ἀστυνομία καί είσαι στο σπίτι σου, ἀκόμα καί ὁ πιό μικρός θόρυβος, ένας χτύπος στην πόρτα, θα σε βάλει ἀμέσως σε έναν μεγάλο φόβο, ὅτι νά, ήρθαν να με πιάσουν... ήρθαν!... Ἔναντι τίνος εἶναι αὐτή ἡ ἐνοχή; Ἔναντι κάποιου πρός τόν ὁποῖο ἐσύ ἔχεις κάνει κάτι κακό. Ὥστε αυτό δείχνει ὅτι, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τον φόβο μέσα μας, αὐτός ὁ φόβος ἀποτείνεται στον Θεό.

   Ο φόβος κάποτε μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπό τά ζῶα –φοβόμαστε ένα σκυλί, φοβόμαστε τα θηρία σ' ἕνα δάσος. Μπορεῖ ἀκόμη να προέρχεται καί ἀπό τήν ἄψυχη φύση, δηλαδή ἀπό έναν σεισμό, ἀπό μία πλημμύρα, ἀπό έναν κεραυνό. Γιατί όμως φοβόμαστε; Στην πραγματικότητα, στο βάθος, φοβόμαστε τόν Θεό.

   Ἔτσι, ὁ φόβος, μετά την πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἔγινε συμφυής μέ τόν ἄνθρωπο, μπῆκε στο κύτταρο του μέσα.

   Θυμᾶμαι πού κάποτε ήμασταν πολλοί ἱερεῖς στην Αθήνα σέ μιά αἴθουσα, κάναμε ἕνα θέμα, καί ἀκούστηκε μία φοβερή έκρηξη. Φυσικά, όλοι τρομάξαμε, πεταχτήκαμε! Ὅπως καί τώρα, εάν, μή γένοιτο, γίνει μία έκρηξη, καί ποιός δέν θά φοβηθεῖ; Καί ὁ ὁμιλητής, κληρικός καί αὐτός, σταμάτησε καί μᾶς εἶπε: Εἴδατε, πατέρες, εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι. Ὅλοι μέσα μας ἔχουμε τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς· ὅλοι τρομάζουμε.

   Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, γιατί μπήκε ὁ φόβος μέσα στο κύτταρό μας, ἔγινε ἕνα μέ τή φύση μας. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔγινε γιά νά φοβάται. Ο φόβος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ὁ φόβος στην πραγματικότητα ἔχει μία μεταφυσική διάσταση. Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τρομάζει ὄχι μόνο όταν κάτι συμβαίνει μέσα στη φύση, αλλά τρομάζει και από κάτι πού εἶναι ὑπερφυσικό.

   Τώρα μπορείτε να κάνετε μία υπόθεση, χωρίς να σᾶς ὑποβάλλω, γιά νά καταλάβετε ὅσα σᾶς λέω. 

   Αν πηγαίνατε στο σπίτι σας καί μένατε στο δωμάτιό σας μόνοι σας, καί γιά μιά στιγμή εμφανιζόταν ὁ διάβολος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Ἄν ἐμφανιζόταν ἕνας ἄγγελος μπροστά σας, τί θά κάνατε; Δέν θά τρομάζατε; Ὅ,τι καί ἄν ἐμφανισθεῖ, κάτι πού εἶναι ξένο στή φυσική μας διάσταση, μας τρομάζει. Γιατί; Διότι ἐρχόμαστε σε μία μεταφυσική θα λέγαμε ἐπαφή. 

   Ὁ Ἀδάμ, ρωτάω, φοβόταν ὅταν ἐρχόταν ὁ Θεός καί τόν συναντούσε; Ὄχι. Τώρα ὅμως φοβάται. Πότε; Ὅταν κατέστη ἔνοχος απέναντι στόν Θεό. Πρίν, ὅταν δέν ἦταν ἔνοχος, δέν φοβόταν. Ἐρχόταν μέ τόση οἰκειότητα ὁ Θεός, μέ τόση φυσικότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄνθρωπος κάνει επίσκεψη στον φίλο του· τόσο απλά. 

   Ἐν τούτοις θα λέγαμε ὅτι ὅπως ὁ θάνατος είναι ταυτόχρονα και τιμωρία καί εὐεργεσία –θά τό δοῦμε αὐτό πιό κάτω σέ ἕνα ἑπόμενο μάθημά μας– ἔτσι εἶναι καί ὁ φόβος.

   Γιατί εἶναι τιμωρία ὁ θάνατος; Ὁ Θεός εἶπε: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17), τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε θα πεθάνετε, δηλαδή θα τιμωρηθεῖτε. Τί σημαίνει θα πεθάνετε; Σημαίνει: Εγώ ἔκανα με δυό στοιχεία τήν ύπαρξή σας, σῶμα καί ψυχή. Αὐτά τά στοιχεῖα θα χωρισθοῦν· τό ἕνα θα διαλυθεῖ, τό ἄλλο δέν θά διαλυθεῖ. Αυτό βεβαίως εἶναι μία τιμωρία· ταυτοχρόνως ὅμως ὁ θάνατος είναι καί μία ευεργεσία. Δέν σᾶς λέω τό γιατί· θά τό ποῦμε ὅταν φθάσουμε στο οἰκεῖο σημείο.

   Ἔτσι κι ἐδῶ, παιδιά, ὁ φόβος, ἐνῶ εἶναι ἕνα πτωτικό φαινόμενο, καί συνεπῶς ἕνα κακό στοιχεῖο, ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καί ἕνα ἀγαθό στοιχεῖο, ἕνα ευεργετικό στοιχεῖο. Είναι πολύ ευεργετικό στοιχεῖο ὁ φόβος· ᾶς τό δοῦμε αὐτό. (Βλ. ἱερ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Θ΄, δ΄, PG 53, 79: «Εἰ δὲ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθεν ὁ φόβος, καὶ τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας μέγιστον τεκμήριον»)

   Βλέπουμε τον φόβο όπωσδήποτε να απομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἀδάμ κρύφτηκε γιατί φοβήθηκε. Ταυτοχρόνως όμως ο φόβος κρατάει τόν άνθρωπο να είναι πλάι στον Θεό. Όταν φοβάμαι, που καταφεύγω; στον Θεό. Ο φόβος λοιπόν γίνεται ἕνα στοιχεῖο πού μέ απομακρύνει από τόν Θεό καί ταυτό χρονα μέ ἐλκύει, με τραβάει προς τόν Θεό, καί ἔτσι μέ προστατεύει. Ἐάν ὁ φόβος δεν είχε αυτή την ιδιότητα,νὰ ἀπομακρύνει ἀλλά καί νά ἑλκύει τόν ἄνθρωπο ὥστε να καταφεύγει τελικά στον Θεό επειδή φοβάται, τότε ό ἄνθρωπος θά ἔπεφτε σε μυρίους γκρεμούς!... Εἶναι ὁ περίφημος φόβος τοῦ Θεοῦ!

   Αλλά, θα ρωτούσαμε, γιατί κρύφτηκε ὁ Ἀδάμ;

   Διότι απέκτησε φόβο Θεού.

   Τόν είχε πρώτα;

   Σᾶς εἶπα, ὄχι.

   Αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι κακό;

   Εἶναι καί κακό, εἶναι καί καλό. Κακό γιατί δείχνει ὅτι εἶναι πεσμένος ὁ ἄνθρωπος· καλό γιατί δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή φοβάται τον Θεό, τόν πλησιάζει. Μάλιστα, όσο λιγότερο ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο καί δέν φοβᾶται καί φοβᾶται· καί τά δυό αυξάνονται. Καί δέν φοβάται τόν Θεό –γιατί λέει είναι Πατέρας μου ὁ Θεός– καί ταυτόχρονα αὐξάνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· αὐξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

   Τόν φόβο αυτόν –μή σᾶς κάνει ἐντύπωση– τόν γεννᾶ καί τόν διατηρεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, ὅταν σας ευχήθηκα για την καινούργια χρονιά, καί εἶναι σ' ἕνα ιδιόμελο του Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων: «Φωνή Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα· Δεῦτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεού, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστού.». Φωνή Κυρίου πάνω από τα νερά φωνάζει λέγοντας ἐλᾶτε ὅλοι να πάρετε πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, και πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ πού ἐμφανίστηκε. Το Πνεύμα τό Ἅγιο εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμπνέει τον φόβο τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνον τόν φόβο μᾶς δίνει ὡς δῶρο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἔρχεται νά μᾶς δώσει ὅ,τι θά μᾶς δώσει ἐπειδή «ἐπεφάνη», ἐπειδή παρουσιάστηκε ὁ Χριστός.

   Αὐτός ὁ φόβος εἶναι γονιμοποιός.

   Ὁ Ἡσαΐας, στην Ὠδή του, λέει: «Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας.» ('Hσ. 26, 17-18). Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου Σου, Κύριε, ἐγκυμονήσαμε, πονέσαμε και γεννήσαμε πνεῦμα σωτηρίας· δηλαδή μπήκε ο φόβος μέσα στα σπλάχνα μας, όπως ἀκριβῶς ὑπάρχει τό ἔμβρυο στα σπλάχνα τῆς μάνας του. 

   Δέν θά μπορέσεις ποτέ, παιδί μου, νά ἀποκτήσεις πνεῦμα σωτηρίας, ἐάν δέν κυοφορήσεις στα σπλάχνα σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ! 

   Θυμηθείτε τί συνέβη ανάμεσα στους δύο ληστές στόν σταυρό, ὅταν ἄνοιξαν διάλογο μεταξύ τους. Ενώ ὁ ἕνας συνέχιζε νά βλασφημεῖ, ὁ ἄλλος τοῦ λέει: Γιατί βλασφημᾶς; «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;». Δεν φοβᾶσαι σύ τόν Θεό;... Γιά τήν ἴδια αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς στόν σταυρό μέ τοῦτον τὸν ἀθῶο; Τί τόν βλασφημᾶς;...

   Είδατε τή φράση «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;», δέν φοβᾶσαι τόν Θεό; Καί κοιτάξτε πῶς αὐτός ὁ φόβος γέννησε τη σωτηρία· στράφηκε προς τον Χριστό και είπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκά 23, 40-42).

   Γιατί τό εἶπε αὐτό; Γιατί μέσα του γεννήθηκε ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Νωρίτερα, σαν ληστής, είχε τον φόβο τοῦ Θεοῦ; Δέν τόν εἶχε. Αυτό είναι τό θαῦμα· ἐκείνη την στιγμή γεννήθηκε μέσα του ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Ποιός γέννησε τον φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα στην καρδιά τοῦ ληστοῦ; Το Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καί σώθηκε ὁ ληστής. Αντίθετα, θα λέγαμε, ὁ ἄλλος ληστής ἔμεινε ἀ-θεόφοβος, χωρίς φόβο Θεοῦ. Εἶναι αὐτό πού τό λέμε καί ύβριστικά σε κάποιον ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, δηλαδή δέν ἔχει μέσα του τον φόβο τοῦ Θεοῦ,

   Ακόμη, παιδιά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ τά κεκτημένα, ἐκεῖνα πού ἔχουμε ἀποκτήσει. Ποιά είναι τα κεκτημένα; Εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ σοφία, ὅ,τι ἀγαθό ἔχουμε μέσα μας. Αὐτά τά διατηρεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ απόστολος Παῦλος: «μετά φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε»  (Φιλιπ. 2, 12), μέ φόβο καί τρόμο να κατεργάζεστε την δική σας σωτηρία. Αν θέλετε, αὐτός εἶναι ὁ φόβος τῶν ἁγίων. Οἱ ἅγιοι ἔχουν ἕναν μεγάλο φόβο· ποιόν φόβο; μή πέσουν, μή χάσουν τόν Θεό, μή χάσουν τήν ἀρετή, μή χάσουν τα κεκτημένα. 

   Αν με ρωτήσετε γιά ἐκεῖνο τό χωρίο πού λέει ὁ ευαγγελιστής Ιωάννης ὅτι «η τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τον φόβον,» (Α΄ Ιωάν, 4, 18) αυτό, παιδιά, αναφέρεται στον ἔνοχο φόβο, καί ὄχι στον γονιμοποιό φόβο. Μήπως δέν ἦταν ὁ απόστολος Παῦλος, παρακαλῶ, ἐκεῖνος πού είχε σε ὕψιστο βαθμό τήν τελεία ἀγάπη, πού «έξω βάλλει τον φόβον»; Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος λέει «μετα φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε», που σημαίνει ὅτι ἡ τέλεια αγάπη βγάζει ἔξω τόν ἔνοχο φόβο, τόν φόβο πού γεννιέται από την ενοχή, καί ὄχι αυτόν τόν γονιμοποιό φόβο.

   Τέλος, παιδιά, ο φόβος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σ' αυτήν τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἐνάρετος βίος. 

   Από τίς Παροιμίες, διαβάζουμε: «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. 1, 7). Ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχή δηλαδή τοῦ ἐναρέτου βίου –σοφία θά πεῖ ἐνάρετος βίος– είναι ο φόβος τοῦ Θεοῦ. Θες να ξεκινήσεις να κτίζεις τό οικοδόμημα τῆς ἀρετῆς μέσα σου; Βάλε μέσα σου τον φόβο τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά ἐπιτύχεις στο τέλος τῆς χρονιᾶς, τῆς σχολικής χρονιάς, καί μάλιστα με πολύ καλό βαθμό; Βάλε τόν φόβο των ἐξετάσεων. Βάλε τόν φόβο από τον Σεπτέμβριο, και πές; Τί θά κάνω τόν Ἰούνιο; πῶς θά γράψω; Ο φόβος θα σε κάνει να καθήσεις να διαβάζεις. Βλέπετε λοιπόν τί εἶναι αὐτός ὁ γονιμοποιός φόβος, ο σπουδαῖος αὐτός φόβος;...

   Καί ἐπειδή ή Σοφία, στην Παλαιά Διαθήκη, παιδιά, εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τότε ἡ ἀρχὴ σοφίας, που τίθεται ἀπό τόν Χριστό στην κάθε ψυχή ὡς ἀρχή πνευματικοῦ βίου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός θά ἔρθει νά σου βάλει αὐτόν τόν φόβο. Βλέπετε λοιπόν ὅτι πρέπει να κρατήσουμε, παρακαλῶ, αὐτόν τόν φόβο;

   Ἀλλά θά μοῦ πεῖτε ὅτι στήν ἐποχή μας θεωρούμε τόν φόβο σάν νά εἶναι μία κατάσταση συμπλεγματική, κομπλεξική. Ὅλοι σήμερα λένε, ἰδίως οἱ ψυχολόγοι, μακριά ὁ φόβος ἀπό τό παιδί, ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ναί, ἀλλά τόν ἔνοχο φόβο· ὄχι τον γονιμοποιό. Τό δυστύχημα εἶναι ὅτι ταυτίζουμε τόν γονιμοποιό μέ τόν ἔνοχο φόβο, καί ἔτσι μαζί μέ τό κακό πετοῦμε καί τό καλό. Αὐτό ὅμως εἶναι λάθος.

   Ὁ φόβος ὁ σωστός εἶναι στεφάνι στόν ἄνθρωπο. Ἡ Σοφία Σειράχ λέει: «φόβος Κυρίου δόξα καὶ καύχημα καὶ εὐφροσύνη καὶ στέφανος ἀγαλλιάματος» και «φόβος Κυρίου τέρψει καρδίαν, καὶ δώσει εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν» (Σοφ. Σειρ. 1, 11-12). Ὁ φόβος Κυρίου εἶναι δόξα καί καύχημα καί στεφάνι ἀγαλλιάσεως· ὁ φόβος Κυρίου θά γεμίζει μέ εὐχαρίστηση τήν καρδιά καί θά δίνει εὐφροσύνη καί χαρά και μακροζωία.

   Βλέπετε λοιπόν, ὁ Ἀδάμ φοβήθηκε και κρύφτηκε· αὐτός ἦταν ὁ ἔνοχος φόβος. Ἔκτοτε ὅμως, ἐκεῖνος πού πλησιάζει τόν Θεό αποκτάει αὐτόν τόν γονιμοποιό φόβο, γιά νά μή χάσει τόν Θεό, ἀλλά καί τά κεκτημένα από Αὐτόν. Ἀλλά θά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 13 Ἰανουαρίου 1985


61η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.