†.Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Τόσο γιατί είναι το σώμα του Χριστού, όσο και γιατί τα μέλη Του είμαστε εμείς, εμείς που πιστεύομε στον Χριστό. Και ενωθήκαμε μαζί Του στο Βάπτισμα και εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Και όπως η ζωή του σώματος ανήκει στον Θεό, έτσι και η οργάνωσις του σώματος ανήκει πάλι εις τον Θεό. Και η οργάνωσις του σώματος αποβλέπει στην καλή και σωστή λειτουργικότητά του. Έτσι, το κάθε μέλος του σώματος, δηλαδή ο κάθε πιστός, έχει και ένα έργο, έχει μια διακονία.
Έτσι, σημειώνει ο Απόστολος Παύλος στην σημερινή αποστολική του περικοπή: «Καθάπερ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, ἀλλ’ ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως». Δηλαδή «όπως ένα σώμα έχει μέλη πολλά, τα δε μέλη του σώματος δεν ενεργούν, παρά διαφοροτρόπως, το καθένα έχει το καθήκον του, έχει την πράξη την δική του, έχει την διακονία την δική του, άλλη η διακονία των ματιών μου, άλλη του στόματός μου, άλλη των χεριών μου, άλλη των ποδιών μου. Και στον καθέναν ο Θεός μοίρασε κατά το μέτρον της πίστεως του καθενός». Για να μπορέσει, λοιπόν, ο πιστός να ανταποκριθεί στο έργο του αυτό μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να του δοθεί μια ικανότης. Και αυτή είναι ένα χάρισμα. Είναι ένα δώρον του Αγίου Πνεύματος.
Όταν όμως ακούμε για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που είναι μοιρασμένα στους πιστούς, δηλαδή σε όλους εμάς, η σκέψη μας συνήθως πηγαίνει… πού πηγαίνει; Στα λαμπερά χαρίσματα, εκείνα που λάμπουν, εκείνα που κάπως διακρίνονται, που ξεχωρίζουν, που εκθαμβώνουν τα μάτια των πολλών. Όπως είναι η γλωσσολαλία, να ομιλήσει κανείς ξαφνικά μία ξένη γλώσσα. Παρότι αυτό το χάρισμα πλέον δεν υπάρχει στην Εκκλησία. Ήτο χάρισμα των πρώτων ημερών της Εκκλησίας. Ή ακόμα αν θέλετε η ίασις των ασθενών, το θεραπευτικόν χάρισμα. Ή ακόμα η απέλασις των δαιμόνων. Να λέγει μία ευχή, να εναποθέτει το χέρι του ο άνθρωπος και να διώχνει τους δαίμονες. Και ο δαιμονισμένος άνθρωπος να γίνεται καλά. Ή ακόμα η προόρασις, η διόρασις, να προγνωρίζει κανείς κάτι και να το αναγγέλλει ή να βλέπει κανείς κάτι, την ώρα που γίνεται, σε μία μακρινή απόσταση. Όλα αυτά, αγαπητοί μου, και όποια άλλα, είναι εκείνα τα οποία πραγματικά δημιουργούν μίαν αίγλη και νομίζομε έτσι ότι αυτά τα χαρίσματα δεν είναι για μας, ότι εμείς είμαστε άμοιροι χαρισμάτων, που να έχομε τέτοια χαρίσματα και συνεπώς είμεθα μέλη ανενέργητα και στατικά.
Εντούτοις, υπάρχουν χαρίσματα. Ανυποψίαστα. Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία ούτε καν έχομε υποψιασθεί ότι είναι χαρίσματα· που, αν προσέξομε σε αυτά, ίσως ανήκομε σε ένα από αυτά ή αν θέλετε, μπορούμε να καλλιεργήσομε ένα από αυτά. Γι΄αυτό σημειώνει και ο Απόστολος Παύλος και λέγει, πάντα στη σημερινή αποστολική περικοπή· λέγει: «Ἒχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα(:«έχοντες», λέει, «χαρίσματα που μας δόθηκαν, κατά την χάριν του Θεού, διαφορετικά το ένα από το άλλο»), εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ -δηλαδή εάν κανείς έχει την διακονία να μένει στην διακονία-, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ (:εάν εκείνος που διδάσκει να μένει στο χάρισμα αυτό), εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει (:εκείνος ο οποίος παρηγορεί, να μένει εις την παρηγορίαν), ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι (:εκείνος ο οποίος μεταδίδει, να μεταδίδει με απλότητα), ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ (:εκείνος ο οποίος προΐσταται ενός έργου, να προΐσταται μετ’ επιμελείας), ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι (:εκείνος ο οποίος έχει το χάρισμα να ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα)».Να τα χαρίσματα τα ανυποψίαστα. Να υπηρετείς την Εκκλησία, να δίδεις από τα υπάρχοντά σου με απλότητα, να ελεείς με ιλαρότητα, να προΐστασαι ενός έργου με επιμέλεια, φροντίδα ιδιαιτέρα και προσφορά της υπάρξεώς σου. Να, επαναλαμβάνω, αγαπητοί μου, τα ανυποψίαστα χαρίσματα.
Εδώ ο Απόστολος, αναφέρει, σε αυτήν την περικοπή που σας διάβασα, μία δέσμη από επτά χαρίσματα. Αλλού αναφέρει εννέα χαρίσματα, διαφορετικά. Αλλού άλλα. Διότι τα χαρίσματα είναι πάμπολλα. Πόσα είναι τα χαρίσματα; Όσες και οι ανάγκες της Εκκλησίας. Α, ώστε λοιπόν τα χαρίσματα δεν αποβλέπουν εις το να έχει κανείς το χάρισμα και να καμαρώνει, αλλά αποβλέπουν εις το να υπηρετείται η Εκκλησία δια των χαρισμάτων. Διαμέσου εκείνων οι οποίοι έχουν τα χαρίσματα αυτά. Αν εγώ φορώ τον σταυρόν αυτόν, δεν είναι αδαμαντοκόλλητος, μπορούσε όμως να ήτο και αδαμαντοκόλλητος, μεταλλικός, ένας σταυρός, απλώς. Δεν είναι κόσμημα. Όταν φοράω τον σταυρό, ξέρετε τι λέγω; Διότι προβλέπεται αυτό. Δεν είναι δική μου επινόησις. «Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· ὁ θέλων ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ,καὶ ἀκολουθείτω μοι». Δεν είναι κόσμημα. Είναι έργον. Είναι καθήκον. Και δη σκληρόν. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε ότι κάτι λάμπει. Μπορεί βέβαια ένα χάρισμα να μοιάζει ότι λάμπει. Είναι ταυτόχρονα και ένα παράσημο, μία τιμή. Αλλά εκείνος που υπηρετεί την Εκκλησία, δεν έχει μία τιμή; Αλλά είναι κυρίως έργον.
Και πρώτα πρώτα να πούμε τούτο. Ότι δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει κάποιο χάρισμα. Δεν υπάρχει ούτε ένας μέσα στην Εκκλησία, που να μην έχει κάποιο χάρισμα. Εξάλλου αυτό το φανερώνει και η παραβολή των ταλάντων. «Πήρε», λέει, «ο πρώτος πέντε τάλαντα, ο δεύτερος επήρε δύο ο άλλος ένα». Δεν έχει σημασία πόσα πήρε ο καθένας. Σημασία ότι ο καθένας πήρε ένα τάλαντο, κάποια τάλαντα. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι όλοι έχομε κάποιο ή κάποια χαρίσματα.
Ακόμα το κάθε χάρισμα, πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι η συνισταμένη του προσωπικού κόπου, της προσωπικής πίστεως, αλλά και της δωρεάς του Θεού. Το χάρισμα δεν είναι που έρχεται στον άνθρωπο χωρίς ο άνθρωπος να προσφέρει κάτι. Γιατί τότε θα λέγαμε ότι για μια στιγμή, δεν πήρα εγώ το χάρισμα αυτό. Ε, δεν έχω ευθύνη. Όχι, αδελφέ μου. Ακόμη όταν προτρέπει ο Απόστολος και λέγει «Ζηλοῦτε τά χαρίσματα τά κρείττονα», «να ζηλεύετε τα χαρίσματα τα καλύτερα και διώκετε τα καλύτερα χαρίσματα» σημαίνει ότι δεν είναι μόνο θέμα να μου δώσει ο Θεός. Είναι θέμα να Του δώσω κι εγώ. Ξέρετε πώς μοιάζει το πράγμα; Με μία βρύση το χάρισμα του Θεού, που τρέχει. Πόσο θα πάρεις νερό; Εξαρτάται από το δοχείο που θα βάλεις κάτω από την βρύση. Το παράδειγμα είναι του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Να σας το πω καλύτερα πώς το λέγει ο ίδιος. «Η χάρις του Θεού είναι ωκεανός. Το πόσο θα πάρεις από τον ωκεανό, εξαρτάται από το δοχείο που κρατάς». Το ίδιο πράγμα. Μόνο που δεν λέγει «βρύση», λέγει «ωκεανός». Ώστε τι είναι ένα χάρισμα; Η συνισταμένη, η κράσις, το δέσιμο δύο πραγμάτων. Ο προσωπικός μου κόπος και το χάρισμα του Θεού. Ούτε μόνο ο Θεός χαρίζει, ούτε μόνο ο άνθρωπος προσφέρει από το έργο το δικό του. Αλλά είναι και τα δυο μαζί.
Γι΄αυτό σημειώνει ο Απόστολος: «Κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Η πίστις είναι έργον, είναι αρετή. Ό,τι είναι έργον, είναι αρετή. Ό,τι δεν είναι έργον, δεν είναι αρετή. Και τι λέγει λοιπόν εδώ ο Απόστολος; Σου προσφέρει, λέει, ο Θεός το χάρισμα «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Πιο πάνω λέει: «κατὰ τό μέτρον τῆς πίστεως». Είναι το ίδιο. Και ακόμα τι λέγει; Ή μάλλον, αυτό δείχνει ότι είναι η δωρεά, κράμα της προσωπικής σου δουλειάς και της προσφοράς του Αγίου Πνεύματος. Ή ακόμη, αν θέλετε, θυμηθείτε την παραβολή των ταλάντων, που σας είπα προηγουμένως, που, τι ζήτησε ο Κύριος, όταν προσέφερε τα τάλαντα; Τον πολλαπλασιασμόν. Γυρίζει ο πρώτος και λέγει: «Κύριε, τα πέντε σου τάλαντα, γίνηκαν δέκα». Τι σημαίνει αυτό; Δουλεύω αυτό που μου δίνει ο Θεός, και μου δίνει πιο πολλά. «Τα δυο σου Κύριε, τάλαντα, έγιναν τέσσερα». «Το ένα σου τάλαντο, Κύριε, που μου’ δωσες», λέει ο τρίτος, «ε, σε φοβήθηκα, είσαι σκληρό αφεντικό, γυρεύεις να θερίζεις εκεί που δεν σπέρνεις και γυρεύεις να μαζεύεις από εκεί που δεν σκορπίζεις. Λοιπόν επειδή σε φοβήθηκα, δεν κατεχράσθην το τάλαντό σου, το πήρα, το έκρυψα στη γη και τώρα να’ το, παρ’ το». «Δούλε πονηρέ και αχρείε και πονηρέ…», άκουσε αυτός ο δούλος.
Ακούσατε; Δεν είναι λοιπόν μόνο να το φυλάξεις. Γιατί υπάρχει και η άλλη περίπτωση. Να σπαταλήσεις το τάλαντο. Ο άσωτος υιός της παραβολής, όταν απεμακρύνθη, εσπατάλησεν την «οὐσίαν» του πατρός. «Οὐσία» θα πει περιουσία. Εσπατάλησε την περιουσία του πατρός. Και ποια είναι η περιουσία του πατρός; Η προίκα που δίνει στα παιδιά του. Τα τάλαντα! Αυτή είναι η προίκα. Και έρχεσαι και την σπαταλάς. Δεν την σπαταλάς, μου λες. Αλλά την κρύπτεις. Και πάλι αποκαλείσαι αχρείος και οκνηρός δούλος. Άχρηστος, δηλαδή, άνθρωπος, αχρείος, άχρηστος άνθρωπος. Τι φοβερό πράγμα! Βλέπετε ότι πρέπει να δουλέψουμε τα διακονήματα, τα χαρίσματα που μας δίδει ο Θεός, μέσα εις την Εκκλησία και υπέρ της Εκκλησίας;
Ας έρθομε λοιπόν να δούμε, αγαπητοί μου, τα επιμέρους αυτά επτά ανυποψίαστα ξαναλέγω, χαρίσματα, πλην του πρώτου· που είναι η προφητεία. Μήπως αρχίσουμε να αφυπνιζόμεθα και να λέμε ότι μπορούμε και πρέπει, οφείλομε να υπηρετήσομε σε ένα ή σε περισσότερα από αυτά.
«Εἴτε προφητείαν», λέγει ο Απόστολος, «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Είναι το χάρισμα της προφητείας. Είναι αυτό που λέγει ο Θεοδώρητος: «Οὐ μόνον τῶν ἐσομένων τήν πρόγνωσιν, ἀλλά καί τῶν κεκρυμμένων τήν γνῶσιν». Ποιο είναι το χάρισμα της προφητείας; Να γίνω ένας σαν τους τέσσερις μεγάλους προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης ή τους δώδεκα ελάσσονας, τους μικρούς; Ή να γίνω… τι να γίνω; Το χάρισμα της προφητείας, ξέρετε, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντοτε μέσα εις την Εκκλησίαν. Όχι μόνον σαν κάτι που προλέγει τα μέλλοντα, όπως λέγει εδώ ο Θεοδώρητος, «τῶν ἐσομένων τήν πρόγνωσιν», εκείνων που θα γίνουν την πρόγνωσιν, αλλά «καί τῶν κεκρυμμένων τήν γνῶσιν». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα κρυμμένα υπάρχουν όμως. Να γίνει μια αποκάλυψις.
Και πού μπορεί να γίνει αυτή η αποκάλυψις των παρόντων; Πρώτα πρώτα μέσα στην Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι μπροστά μας. Και καλούμεθα να την ερμηνεύσομε. Αλλά η ερμηνεία της Αγίας Γραφής ακολουθεί τον πεπατημένον δρόμον της λεγομένης «ακαδημαϊκής» ερμηνείας. Αυτή που θα μαθαίναμε στο σχολείο μας ή στο Πανεπιστήμιο. Από καθηγητάς που, αν θέλετε, μπορεί να είναι και άπιστοι άνθρωποι. Και όχι κατά το πλείστον, ε, τυχαίνει και κανένας καθηγητής Θεολογίας να είναι άπιστος άνθρωπος ή στο Γυμνάσιο ή στο Πανεπιστήμιο. Να μην πιστεύει. Αλλά τι κάνει; Διδάσκει την καθιερωμένην ερμηνείαν. Και λέγει το και το. Και αυτό να είναι αληθές, να είναι πραγματικό, να είναι σωστό. Αυτό είναι; Όχι. Είναι η ερμηνεία εκείνη που γίνεται έξω από τους συνήθεις ή σχολαστικούς κανόνες της ερμηνείας. Είναι εκείνη η έκτακτος ερμηνεία του ιδίου σημείου· που στους ακροατάς δημιουργεί έκπληξη. Αν θέλετε, κάποτε άκουσα από έναν καθηγητή της Θεολογίας, της ερμηνείας μάλιστα της Καινής Διαθήκης, άκουσα το εξής να λέγει: «Δεν είδα, δεν βρήκα στον άγιο τον Γρηγόριο τον Παλαμά, ούτε ένα χωρίο της Αγίας Γραφής να το ερμηνεύει σωστά». Περίεργο πράγμα... Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς! Δεν ερμηνεύει ούτε ένα χωρίο της Γραφής σωστά! Γιατί; Είχε δίκιο. Είχε δίκιο! Τον θυμήθηκα χθες το βράδυ, που ετοίμαζα τον λόγον αυτόν να σας τον πω. Γιατί είχε δίκιο; Γιατί αυτός ο καθηγητής ερμηνεύει σύμφωνα με τους κανόνες τους παραδεδομένους ή αν θέλετε, τους σχολαστικούς κανόνες ερμηνείας της Αγίας Γραφής· οι οποίοι δεν είναι και αδιάβλητοι, αν το θέλετε. Ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύει με προφητικό χάρισμα. Αυτό είναι το σπουδαίο. Που λες… «Μα αυτό τι θέλει να πει;». Αυτό θα πει… Αυτό θα πει! Διότι μόνο ο άγιος ερμηνεύει σωστά τον λόγο του Θεού. Αυτός που έχει το προφητικό χάρισμα. Αυτό είναι το προφητικό χάρισμα. Όχι να προλέγω μόνον. Αλλά και να αποκαλύπτω. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και θα παρακαλούσα να το προσέξομε.
Ή, ακόμη, να αποκρυπτογραφεί κανείς την εποχή του. Να αποκρυπτογραφεί την εποχή του. Ξέρετε, ο ιστορικός, δεν μπορεί να γράψει ιστορία της εποχής του. Αλλά ο άγιος, που έχει το χάρισμα της προφητείας, ο πιστός, αποκαλύπτει ποιο είναι το πρόσωπο της εποχής του. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Ο Τωβίτ ερμηνεύει έναν προφήτην, τον Ιωνά. Και λέγει στο παιδί του, τον Τωβία: «Παιδί μου, κοίταξε, ο Ιωνάς είναι αληθινός. Είπε ο Θεός, θα καταστρέψει την Νινευί -Δεν την κατέστρεψε· είχαν περάσει 120 χρόνια!-. Ο Ιωνάς είναι αληθινός -δηλαδή ο Θεός είναι αληθινός πίσω από τον Ιωνά-. Παιδί μου, πρόσεξε. Η Νινευί θα καταστραφεί οπωσδήποτε. Γι΄αυτό κοίταξε, άμα θα πεθάνω -ήταν στο τέλος της ζωής του- θα με θάψεις και θα φύγεις. Θα μαζέψεις την περιουσία σου και θα φύγεις. Θα πας… -του είπε πού θα πάει- στους Ράγους της Μηδίας. Εκεί, λέει, θα πας». Όταν έφυγε ο Τωβίας, έγινε η καταστροφή της Νινευί. Ανύποπτα. Ύστερα από τόσα χρόνια. Πώς και έγινε αυτό; Αποκάλυπτε τους καιρούς ο Τωβίτ. Έβλεπε ότι η Νινευί δεν κατεστράφη, γιατί μετενόησε. Τώρα όμως επανήλθε εις την κακίαν της. Συνεπώς επανέρχεται και η προφητεία. Αυτό όμως ήταν ανυποψίαστο για πολλούς. Για τους πάντας. Αλλά ο Τωβίτ, με το προφητικό του πνεύμα, αυτό το προφητικό πνεύμα, αυτό που μιλάμε τόσην ώρα, τι είπε; «Η Νινευί οπωσδήποτε θα καταστραφεί». Βλέπετε παρακαλώ; Ενώ δεν είναι ο πρωτότυπος προφήτης. Ο πρωτότυπος προφήτης είναι ο Ιωνάς. Αλλά ο Τωβίτ επιβεβαιώνει. Αυτό θέλει πάλι προφητικό χάρισμα.
Αλλά ας προχωρήσουμε. «Εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ». Είναι οι ποικίλες, αγαπητοί μου, διακονίες, μέσα στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Θα λέγαμε, από θέματα πνευματικά που μπορεί να υπηρετήσει κανείς μέσα στην Εκκλησία, μέχρι το κτίσιμο μιας εκκλησιάς ή την καθαριότητα μίας εκκλησίας, ενός ναού. Ή ακόμα, αν θέλετε, από την γραφειοκρατική εξυπηρέτηση των μελών της Εκκλησίας μέχρι τα τεχνικά στοιχεία, την τεχνική διεκπεραίωση μίας υποθέσεως στην Εκκλησία. Αυτό με μία γενική ονομασία λέγεται «διακονία». Θα ήθελα να σας έλεγα, μήπως σ’ αυτό μπορούμε να βρούμε τον εαυτόν μας; Εδώ μπορούμε να υπηρετήσομε την Εκκλησία; Κι άμα λέμε «Εκκλησία» δεν εννοούμε παρά τους πιστούς. Μπορούμε; Αν προσέξετε, κάποιος παίρνει σύνταξη κι έχει χρόνο στην διάθεσή του. Μπορεί να τρέχει, λοιπόν, σε υποθέσεις ποικίλες ή των μελών της Εκκλησίας ή του ναού. Και γενικά της ενορίας του. Άλλος έχει γερά πόδια, μπορεί να ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να τρέχει από δω, από εκεί, έχει χέρια, έχει μάτια, έμαθε κάτι, τρέχει να βοηθήσει από δω από εκεί. Άλλος σκουπίζει, πλένει τα καλύμματα. Όλα αυτά είναι διακονία μέσα στην Εκκλησία. Και… δεν το λέγω εγώ, το είδατε, είναι χάρισμα. Χάρισμα; Είναι χάρισμα. Έτσι, θα έκλεινα αυτό το διακόνημα, αυτό το χάρισμα, με τούτο. Γίνεται μία λειτουργική ή κηρυκτική σύναξις. Και δεν υπάρχει τρόπος να ειδοποιηθούν οι άνθρωποι. Το λέμε σε πέντε μόνο. Γίνονται ταχυδρόμοι αυτοί οι πέντε και το μαθαίνουν οι πιστοί στα πέρατα της γης. «Έχομε αύριο σύναξη στο τάδε μέρος. Ελάτε να ακούσετε». Τι είναι αυτό; Διακονία είναι. Υπηρετούν μέσα εις την Εκκλησία με προθυμία.
Τρίτον: «εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ». Είναι αυτός που διασαφηνίζει τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες. Ή εμβαθύνει ακόμα, αν θέλετε, στον λόγο του Θεού. Και τον μεταδίδει τον λόγον του Θεού εις τους υπολοίπους. Είναι μία συνεχής, θα λέγαμε, μία επί χρόνια, μια ισόβια μελέτη της Αγίας Γραφής, που αποδίδει το χάρισμα αυτό· που θα έλεγε κανένας ότι θέλει πολλή αγρυπνία, θέλει πολλή προσοχή, θέλει πολύ βασανισμό του ιερού κειμένου. Και τότε ο Θεός δίνει το χάρισμα να δει κανείς περισσότερα από εκείνα τα οποία διαβάζει.
Τέταρτον: «εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει». «Είτε», λέγει, «αυτός ο οποίος παρακαλεί, να είναι στο χάρισμα της παρακλήσεως». Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδάσκαλος της παρακλήσεως. Τι θα πει αυτό; Είναι ο διδάσκαλος που δεν απευθύνεται εις τον νου, αλλά είναι εκείνος που εξατομικεύει τα πράγματα και αποτείνεται όχι στον νου, αλλά στην καρδιά και την βούληση ενός ανθρώπου. Να σας πω ένα παράδειγμα. Ομιλεί ο ομιλητής, ο οποίος μπορεί να έχει χάρισμα να ομιλεί, αλλά να μην είναι με το χάρισμα του παρακαλούντος. Όταν πλησιάσει έναν άνθρωπο να είναι αδέξιος. Αντίστροφα, εκείνος που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως, να είναι αδέξιος να ομιλήσει. Είδατε μερισμό, χωρισμό των χαρισμάτων; Ομιλεί λοιπόν ο ομιλητής μέσα εις την Εκκλησίαν και ο πλαϊνός ενός κάποιου που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως, λέγει: «Ποιος μπορεί να τα κάνει αυτά; Αλίμονό μας. Είμαστε για την κόλαση…». Τον παίρνει ο παρακαλών και του λέει: «Γιατί για την κόλαση; Ο λόγος του Θεού είναι για όλους μας. Δεν είναι για αγγέλους· είναι για ανθρώπους». Τον παίρνει, τον προτρέπει, τον παρηγορεί, τον βοηθάει, τον ενισχύει. Αποτείνεται στην καρδιά του, αποτείνεται στην βούλησή του. Δεν αποτείνεται εις τον νου του. Αυτός είναι εκείνος που έχει το χάρισμα της παρακλήσεως. Έτσι θα λέγαμε ότι παράκλησις σημαίνει παρηγορία, ενίσχυσις, προτροπή ή συμβουλή. Έρχονται άνθρωποι και μας λέγουν: «Πάτερ, πέστε μας, ένα λόγο μόνο, ένα λόγο». Λες: «Τι να σας πω;». «Ένα λόγο». Και τους λες ένα λόγο και παρηγορούνται. Kaι ενισχύονται. Και φεύγουν ενισχυμένοι. Και μπορούν να γυρίσουν ύστερα από καιρό και να σου πουν: «Θυμόσαστε, μας είχατε πει εκείνο. Ε, αυτό μας εστήριξε». Αυτό είναι το χάρισμα της παρακλήσεως.
Πέμπτον: «ὁ μεταδούς, ἐν ἁπλότητι». «Εκείνος που μεταδίδει, να μεταδίδει με απλότητα». Τι είναι αυτός που μεταδίδει; Είναι αυτός που χορηγεί από τα προσωπικά του υλικά αγαθά. Όχι τα υλικά αγαθά της Εκκλησίας. Από τα προσωπικά του αγαθά. Χωρίς να ζητά –αυτό θα πει «ἐν ἁπλότητι»- την ανθρώπινη δόξα και την ανθρώπινη προβολή. Απλώς ζητάει την κάλυψη των αναγκών του πλησίον. Ακόμα, όταν αυτός ο άνθρωπος έτσι προσφέρει, «ἐν ἁπλότητι» -το ωραίο, «ὁ μεταδούς, ἐν ἁπλότητι», ωραιοτάτη φράσις- είναι κερδισμένος. Διότι λέγει «ευχαριστώ πολύ». Όχι εκείνος που λαμβάνει λέγει «ευχαριστώ» -οφείλει να πει «ευχαριστώ» ο λαμβάνων- αλλά εκείνος που δίδει, λέγει «ευχαριστώ». Γιατί; Γιατί αισθάνεται ότι του δίδεται η ευκαιρία να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού, με την παρουσία εκείνου που έχει ανάγκη. Και λέγει αυτός το «ευχαριστώ».
Έκτον: «ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ». Δηλαδή εκείνος που έχει την επιμέλεια, την φροντίδα των άλλων. Των ορφανών, των χειρών, των συσσιτίων αν θέλετε, ό,τι έργο υπάρχει στην Εκκλησία. Είναι αυτό που λέγει στον Τίτο ο Απόστολος Παύλος, «να μάθουν και οι δικοί μας προΐστασθαι καλών έργων». «Να το μάθουν», λέει, «οι δικοί μας». Αυτός είναι ο προϊστάμενος. Και τι; Καλείται να προΐσταται, να επιμελείται «ἐν σπουδῇ». Δηλαδή τι; Με επιμέλεια, με ζήλο, με φροντίδα. Σαν να είναι δικό του το έργο. Όχι σαν να είναι κάποιου ξένου. Όχι αγγαρεία. Αλλά να το παίρνει θερμά, ζεστά, προσωπικά.
Και τέλος, έβδομον: «Ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι». «Κι εκείνος ο οποίος ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα, με χαρούμενο πρόσωπο». Είναι εκείνος ο οποίος, γενικά, θα λέγαμε, αγαπά να βρίσκεται κοντά στους θλιβομένους, στους πάσχοντας, στους πενθούντας, στους φτωχούς, να τους συνδράμει με κάθε τρόπο, αλλά το πρόσωπό του είναι ιλαρόν, είναι χαρούμενον. Όπως λέγει η Σοφία Σειράχ: «Ἐν πάσῃ δόσει ἱλάρωσον τὸ πρόσωπόν σου». Ό,τι δίνεις, το πρόσωπό σου να είναι χαμογελαστό. «Ἱλάρωσον τὸ πρόσωπόν σου». Ή όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος : «Οὐ μετά ἀλύπου μόνον γνώμης, ἀλλά καί μετά φαιδρᾶς καί χαιρούσης». «Όχι μόνον να είσαι άλυπος, αλλά και χαρούμενος, όταν δίνεις κάτι».
Αγαπητοί μου, ο Απόστολος ομιλεί για τα χαρίσματα, τα διάφορα χαρίσματα, για να δείξει, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος ότι «Οὐ τό μέν μέγα τό δέ μικρόν ἀλλά ποικίλα καί ἁρμόδια». Δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα χαρίσματα. Υπάρχουν χαρίσματα απλώς μέσ’ την Εκκλησία, τα οποία υπηρετούν έναν σκοπόν. Ακόμη: «Εἰ γάρ καί ἔχεις», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, εἰ γάρ καί χάρις ἐστιν (:αν υπάρχει χάρις) ἀλλ' οὐκ ἁπλῶς ἐκχεῖται (:δεν έρχεται να χυθεί η χάρις απάνω σου), ἀλλά τοσοῦτον ἐπιρρεῖ (:αλλά τόσο επιρρέει επάνω σου) ὅσον ἄν εὖροι σκεῦος πίστεως αὐτό προσενεχθέν (:όσο βρίσκει σκεύος πίστεως που προσηνέχθη στο Πνεύμα το Άγιον, για να μπει μέσα το χάρισμα)».
Αγαπητοί μου, μπορείτε να φανταστείτε μιαν Εκκλησία, που οι πάντες εργάζονται σαν το μελίσσι, που ο καθένας έχει την διακονία του κατά τρόπον άψογον; Τι ωραίο αυτό! Τι θαυμάσιο! Αν πει κάποιος: «Είμαι άρρωστος και είμαι στο κρεβάτι, δεν έχω την δυνατότητα, τι μπορώ εγώ να κάνω;». Κάνε προσευχή για τους άλλους. Να υπηρετήσεις την διακονίαν της προσευχής. Αρκεί να λείπει η οκνηρία από μας. Αρκεί να φύγει αυτή η εσφαλμένη αντίληψη ότι εμείς δεν έχομε τίποτα, κανένα χάρισμα. Αυτά, αγαπητοί μου, είναι τα ανυποψίαστα χαρίσματα που ο ταπεινός και εργατικός άνθρωπος επισημαίνει, αποδέχεται και αποδίδει. Έτσι η Εκκλησία λαμπρύνεται και ο Χριστός δοξάζεται.
†. Σήμερα η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, τιμά τους Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ένα γνώρισμα των Πατέρων, είτε εν Συνόδω είτε εκτός Συνόδου, ήταν πάντοτε η ακρίβεια εις την διατύπωση των όρων της πίστεως και του ήθους. Και τούτο γιατί εγνώριζαν την αξία και την σημασία της ακριβείας. Είναι γνωστή η περίπτωσις μεταξύ των όρων του Μεγάλου Αθανασίου «ὁμοιούσιος» και «ὁμοούσιος». Καβγάς ολόκληρος. Αλλά ήταν ουσιώδης καβγάς. Άλλο είναι ο «ὁμοιούσιος», δηλαδή ο Υιός προς τον Πατέρα και άλλο είναι ο «ὁμοούσιος». Άλλο είναι να πω άργυρος και άλλο είναι να πω ψευδάργυρος. Το ίδιο είναι; Έτσι, λοιπόν, οι Πατέρες έμεναν πάντοτε εις την ακρίβειαν. Ακριβολογούσαν. Και η ακρίβεια εις το δόγμα, δίδει ακρίβεια και εις το ήθος, την πνευματική ζωή. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας σήμερα, Κυριακή των Αγίων Πατέρων της, όπως σας είπα, της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εξέλεξε κατάλληλη ευαγγελική περικοπή, όπως ακούσαμε, για να τονιστεί η αξία της ακριβείας.
Ο Κύριος Ιησούς είπε εκείνον τον βαρυσήμαντο λόγο: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν(:σας βεβαιώνω), ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ -α, θα παρέλθει λοιπόν ο ουρανός και η γη…- (:έως ότου περάσει ο ουρανός και η γη), ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται». Και όλο αυτό σημαίνει την ακρίβεια της προφητείας δια την πραγμάτωσή της σε ό,τι αφορούσε στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, αλλά και του νόμου Του και συνεπώς την ακρίβεια και του γράμματος και του πνεύματος της Γραφής. Το «ἰῶτα » ή «ἰώδ» ή «γιοντ», είναι το πιο μικρό γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου. Θα ξέρετε ότι αυτό το γιοντ, έτσι το λέμε, το χρησιμοποιούμε ως φανταστικόν αριθμόν εις την Άλγεβρα. Θα το ξέρετε αυτό. Αυτό είναι το γιοντ που λέμε εις την Άλγεβρα. Κάτι ανάλογο με την ελληνικήν υπογεγραμμένην. Δηλαδή κάτι πολύ μικρό. Κεραία δε, που είπε ο Κύριος «ιώτα ἓν ή μία κεραία δεν θα περάσει, δεν θα χαθεί αλλά θα πραγματοποιηθούν όλα» είναι σημείον του εβραϊκού αλφαβήτου, όπως είναι η απόστροφος, όπως είναι το κόμμα ή στο ελληνικό αλφάβητο είναι ο τόνος. Κάτι πολύ λίγο, κάτι πολύ μικρό. Και θέλει να εκφραστεί το ελάχιστον της Γραφής απ’ ό,τι περιέχει. Η Γραφή ζητά να την προσέξομε. Με ακρίβεια. Γιατί η απουσία της ακρίβειας οδηγεί σε σφάλματα, κάποτε κυριολεκτικώς κεφαλαιώδη.
Τι σημαίνει «ακρίβεια»; Προσοχή στην λεπτομέρεια. Πιστότης σε όλο το φάσμα του πράγματος, που πρέπει να ασκηθεί με ακρίβεια. Η ακρίβεια στην έκφραση, στην διατύπωση, στο γράμμα και στο πνεύμα, ώστε να μην εμφιλοχωρήσει η παρερμηνεία. Συνεπώς, η ακρίβεια σαν σαφήνεια. Σπουδαίο πράγμα... Διάβαζα χθες το βράδυ… κάτι ζητούσα στην Παλαιά Διαθήκη και λέει ο Θεός εκεί: «Θα γράψετε τον Νόμο επάνω σε πινακίδες με σαφήνεια –ακούστε:- σφόδρα». Σαφήνεια σφόδρα. Και καθαρογραμμένα και η διατύπωσις και όλα θα είναι με ακρίβεια. Το λέγει ο ίδιος ο Θεός όπως σας είπα.
Ακόμα είναι η ορθή απόδοσις και η ερμηνεία. Ακόμη είναι η επιμελημένη εξακρίβωσις. Ως ακρίβεια πάντοτε. Λέγει ο Ηρόδοτος, ο δικός μας, ο ιστορικός, ο καθ’ ημάς Ηρόδοτος. Λέγει δια την ακρίβεια ότι είναι «τό ἀκριβῶς εἰδέναι». Το να γνωρίζεις με ακρίβεια. «Ἐπίστασθαι». Να γνωρίζω καλά. «Καθορᾱν, μαθεῖν». Απαρέμφατα αυτά. Δηλαδή δίνει τον τόνο τι θα πει, την εικόνα τι θα πει ακρίβεια.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αγαπητοί μου, αγαπούσαν την ακριβολογία. Γι΄αυτό συναντάμε εκφράσεις, όπως του Γελασίου, που λέγει: «Τήν τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων ἀκρίβειαν». Όπως του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που λέγει: «Ἐν τῇ περί τόν Κύριόν μου ἀκρίβειαν ἠμέληκα». «Έχω αμελήσει», λέει, «για την ακρίβεια που αφορά εις τον Κύριό μου». Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τήν ἀκρίβειαν τῆς πολιτείας». Ακρίβεια παντού, ακρίβεια. Στην επιστολή δε του Βαρνάβα, αρχαίο κείμενο: «Ἀκριβεύοντες οὖν ὀφείλομεν περί τῆς σωτηρίας ἡμῶν». «Οφείλομε», λέει, «να ακριβεύομεν». Να μένομε με ακρίβεια. Ο δε Αμμώνιος λέγει: «Τό ἀκριβές τῆς πίστεως». Και ο Επιφάνιος Κύπρου λέγει: «Τά ἀκριβῆ τοῦ κηρύγματος».
Αγαπητοί μου, είναι κάτι που το φροντίζω, σας το λέγω. Να υπάρχει ακρίβεια εις το κήρυγμα. Αλλά και σαφήνεια. Και ακρίβεια και σαφήνεια. Δόξα τω Θεώ, εμείς οι Έλληνες τουλάχιστον που έχομε την ελληνική μας γλώσσα, είναι η γλώσσα της ακριβείας. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο που μας εκπλήσσει η ακρίβεια της εκφράσεως στην ελληνική γλώσσα. Λέγει ένας άλλος εκκλησιαστικός συγγραφεύς: «Ὁ προαμαρτήσας ἀκριβῶς δέ μετανοήσας». Εκείνος που προαμάρτησε, οφείλει με ακρίβεια να μετανοήσει. Και τέλος ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας λέγει: «Ἀκρίβεια δέ δεῖ πολύς». Πρέπει να υπάρχει πολλή ακρίβεια.
Βέβαια, να σας πω την αλήθειά μου, όταν πρέπει να μείνομε σε θέματα σπουδαία και να μιλάμε με ακρίβεια, θα πρέπει να μιλάμε σε ολόκληρη την ζωή μας και σε ολόκληρο το 24ωρο με ακρίβεια. Οι άνθρωποι, μας έλεγε ένας καθηγητής μας κάποτε, ξέρετε γιατί μαλώνουν; Γιατί δεν υπάρχει ακρίβεια εις την έκφρασή τους. Ο άλλος δεν καταλαβαίνει καλά, δεν το υπονοεί και στο τέλος μαλώνουν οι άνθρωποι. Όχι, αγαπητοί μου. Θα συνηθίσομε και εις την καθημερινή μας ομιλία να είμεθα με τους άλλους ανθρώπους, καθημερινά πράγματα, εννοείται, να μένουμε εις αυτήν την ακρίβειαν. Και να μάθουμε να κυριολεκτούμε.
Αυτή η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος παραγγέλλεται αλλά και διαφαίνεται σε όλο το μήκος και πλάτος της Αγίας Γραφής. Το πράγμα θα ήταν σαφές, ό,τι τόσην ώρα λέμε, αν διαβάσομε τις «Πράξεις», εκεί που γράφει ο Λουκάς, εις το 18ον κεφάλαιον τα εξής: Σας το διαβάζω γρήγορα: «᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος (:άνδρας λόγιος, μορφωμένος), κατήντησεν εἰς ῎Εφεσον (:έφθασε στην Έφεσο), δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (:δυνατός στις γραφές) οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου -δεν εγνώριζε το βάπτισμα του Χριστού, αλλά το βάπτισμα του Ιωάννου, το οποίον και είχε χρονικώς βεβαίως προηγηθεί- οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ (:άρχισε να παρουσιάζεται στη συναγωγή και να ομιλεί. - Λόγιος. Μιλούσε με ακρίβεια)· ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα -αυτό το θαυμάσιον ζεύγος, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, που ήταν από τον Πόντο, Εβραίοι ήσαν όμως- προσελάβοντο αὐτὸν (:τον πήραν ιδιαιτέρως, τον άκουσαν για πρώτη φορά, τον πήραν ιδιαιτέρως, τον Απολλώ- ακούστε:) καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ (:και εξέθεσαν, ανέλυσαν την οδόν του Θεού ακριβέστερον)». Δηλαδή μιλούσε με ακρίβεια· και συνεπώς εδώ έχομε μια ακρίβεια παραπάνω από την ακρίβεια. Για να αντιληφθούμε πόσο σημασία έχει, αγαπητοί μου, η ακρίβεια κυρίως σε θέματα πνευματικά, δογματικά και ηθικά. Κι εδώ βλέπομεν το ακριβέστερον του ακριβούς.
Όπως θα γράψει και ο Απόστολος Παύλος εις τους Θεσσαλονικείς: «Αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε(: «Σεις», λέει, «με ακρίβεια γνωρίζετε») ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται». Γνωρίζετε με ακρίβεια. Και βέβαια αναφέρεται στα έσχατα, που είναι μέρος της πίστεως τα έσχατα. Ξέρετε δε σήμερα τι κυκλοφορεί... Είδατε, πέρασε η 4η Ιουλίου. Πού είναι εκείνοι που φλυαρούσαν επί φλυαριών φλυαρίες, ότι ήρθε το τέλος του κόσμου και να ανοίγουν τα κιτάπια του Νοστράδαμου και να λένε και να λένε και να λένε... Και μόνον ο Νοστράδαμος; Και τόσοι άλλοι ψευδοπροφήται...Είδατε τίποτα να γίνεται; Είδατε τίποτε; Την ημέρα εκείνη ήταν συννεφιά. Το άκουσα στο ραδιόφωνο, και ήταν συννεφιά. Και έπιασε κουβέντα εκεί ο δημοσιογράφος με μια γυναικούλα. Είχε βγει από την Εκκλησία. Λέει: «Τι νομίζεις;». «Δεν βλέπεις», του λέει, «που συννέφιασε και τελειώνει ο κόσμος;». Επειδή συννέφιασε τελειώνει ο κόσμος; Έγινε τίποτε; Τώρα περιμένομε κάπου εδώ μετά τις 21-22 Ιουλίου, περιμένουνε κάτι άλλο, που είπαν εκείνοι που είπαν κ.λπ. κ.λπ. Δεν έχω καιρό να σας τα αναλύσω περισσότερο. Δηλαδή δεν μένουν εις την ακρίβειαν της Γραφής, αλλά ό,τι κατεβάσει το μυαλό τους, ό,τι έχουν μέσα στην κοιλιά τους, κατά την λαϊκή έκφραση, αυτά εκφράζουν. Δεν είναι σωστά πράγματα. Γι΄αυτό σας λέγω αυτό το θέμα σήμερα, για να καταλάβομε ότι πρέπει να μένομε εις την ακρίβειαν.
Αλλά εάν πρέπει να μιλάμε δια τα έσχατα με ακρίβεια, αναφέρεται και το ήθος για το οποίο πρέπει να μιλάμε με ακρίβεια. Γράφει εις τους Εφεσίους ο Απόστολος Παύλος τα εξής: «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε». «Βλέπετε» θα πει προσέχετε. «Περιπατεῖτε» θα πει πολιτεύεσθε. Πολιτεύεσθε από πλευράς ήθους. «Ἀκριβῶς». Είδατε;) μὴ ὡς ἄσοφοι(:όχι σαν άσοφοι), ἀλλ᾿ ὡς σοφοί (:αλλ’ ως σοφοί)… συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Η ακρίβεια λοιπόν στην πίστη η ακρίβεια και εις το ήθος· που αγωνίστηκαν οι Πατέρες εν Συνόδοις, αλλά και εις τις προσωπικές τους διδασκαλίες και συγγραφές, δεν είναι μία σχολαστικότητα που καταναλώνομε τον καιρό μας σαν κάτι το στείρο και άγονο. Αλλά μία ανάγκη, σας είπα, σπουδαιοτάτη.
Η απουσία αυτής της ακριβείας είναι το έργο του διαβόλου. Αλλά και της ανθρωπίνης ραθυμίας, τεμπελιάς. Με αποτέλεσμα την μεγάλη ποικιλία απόψεων περί πίστεως, αλλά και περί ήθους. Ήθος είναι η ηθική ζωή. Φθάνομε να έχομε, αφού δεν ακριβολογούμε, τις προσωπικές μας απόψεις, τις προσωπικές μας θέσεις. Φθάνομε να λέμε ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να προσαρμόζεται στην εποχή μας -ακούτε, το Ευαγγέλιο να προσαρμόζεται στην εποχή μας…- και σε εκείνο που εγώ θέλω, κι όχι εγώ να προσαρμόζομαι, ανεξάρτητα της εποχής που ζω, σε εκείνο που επιτάσσει το αιώνιο Ευαγγέλιο. Δηλαδή πλάθομε ο καθένας ένα ατομικό του, προσωπικό του, κατά το δοκούν Ευαγγέλιο. Εγώ έτσι το θέλω. Ο άλλος έτσι το θέλει. Μα το Ευαγγέλιον είναι ένα. Δεν θα ‘ρθει στην εποχή μας και στο κάθε πρόσωπο και στο κάθε υποκείμενο να προσαρμόζεται. Αλλά εμείς σε κάθε εποχή και κάθε πρόσωπο πρέπει να προσαρμοζόμεθα.
Μην λησμονούμε ότι, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας ὁ αὐτός». Δεν μεταβάλλεται ο Χριστός. Δεν αλλάζει. Μην λέμε λοιπόν… αναχρονισμένο το Ευαγγέλιο και ότι χρήζει, χρειάζεται μίαν ανανέωσιν. Στην πραγματικότητα ξέρετε τι θα ήταν; Μία εκκοσμίκευσις. Ο Χριστός είπε αυτό που ακούσαμε: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων -ακούσαμε το πρωί στο Ευαγγέλιο- τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Άνθρωπε, ελαχιστοποιείς το Ευαγγέλιο και το κηρύσσεις όπως θέλεις. Ε, λοιπόν, θα ελαχιστοποιηθείς κι εσύ. Θα κριθείς δηλαδή τιποτένιος. Λένε: «Και τι είναι η νηστεία;». Για παράδειγμα σας το λέω. Και τι είναι η νηστεία; Τι είναι η νηστεία; Εντολή είναι η νηστεία. «Μα… δεν είναι σπουδαία». Δεν είναι σπουδαία; Είτε σπουδαία, είτε όχι σπουδαία, είναι εντολή του Θεού. Και όλες οι εντολές του Θεού, σίγουρα είναι σπουδαίες. Γιατί; Γιατί εντέλλεται ο Θεός. Και δείχνει ότι δεν μπορείς, συ ο άνθρωπος, να αυξομειώνεις τις εντολές και να λες: «Αυτή είναι σπουδαία εντολή και μεγάλη, αυτή δεν είναι σπουδαία, είναι μικρή». Όχι αγαπητοί. Είναι ένας άκρατος εγωισμός, που γίνεται κριτής των εντολών του Θεού. Καλείσαι με ταπείνωση, άνθρωπε, να αποδεχθείς αυτό που σου λέγει ο Θεός. Τι θα λες; Το λέγει ο Θεός. Τι θα λες; Το λέγει ο Θεός. Τίποτε άλλο.
Πάντως, μέσα σε αυτόν τον λαόν του Θεού, μέσα σ’ αυτήν την Εκκλησία, σ’ αυτήν την διοίκηση της Εκκλησίας, επικρατεί μία πάλη ανάμεσα στην ακρίβειαν και την ανακρίβειαν, το γνήσιο και νόθο. Τα δόγματα, κατά δυστυχίαν, παραμερίζονται, όταν μας ενοχλούν· γιατί απ’ αυτά βγαίνει το ήθος. Ναι. Από τα δόγματα βγαίνει το ήθος. Επί παραδείγματι, όταν λέμε: «Μην πορνεύεις» αυτό τι είναι; Ήθος. Ναι, αλλά αυτό βγαίνει από το δόγμα. «Ποιο δόγμα;», θα μου πείτε. Δεν λέει ο Απόστολος Παύλος ότι τα σώματά μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος; Αυτό τι αποτελεί; Δεν αποτελεί μίαν αλήθειαν, ένα δόγμα; Από πού λοιπόν βγαίνει το ήθος; Ότι δεν πρέπει να πορνεύεις; Από το δόγμα ότι το σώμα σου είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Έτσι λοιπόν αν χαλάσω το δόγμα, το μετατρέψω, το αλλοιώσω, κατά ανάγκην θα αλλοιωθεί και το ήθος. Είναι πάρα πολύ, αγαπητοί μου, φυσικό.
Το ήθος το θέλομε μάλλον όχι όπως μας το προσφέρει το Ευαγγέλιον, αλλά μάλλον επί μίας φιλοσοφικής ηθικής. Όχι ευαγγελικής ηθικής· φιλοσοφικής ηθικής. Είναι γνωστό ότι όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, έχουν την ηθική τους. Όλα. Και το υλιστικόν σύστημα έχει την ηθική του, κ.ο.κ. Το θέμα είναι τεράστιο, όπως βλέπετε. Γιατί κρίνει τη σωτηρία μας. Ένα νόθο Ευαγγέλιον δεν σώζει ποτέ. Γι΄αυτό πολέμησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δια την ακρίβειαν του δόγματος, εις τας Οικουμενικάς και εις τας τοπικάς Συνόδους. Ναι . Κάποτε άκουσα ένα πολύ σπουδαίον, έναν πολύν πολιτικόν, είναι πάρα πολλά χρόνια, πάνω από 40 χρόνια, που απεκάλεσε τον Μέγα Αθανάσιον ότι ήταν σχολαστικός και περιοριζόταν, δεν είχε δηλαδή ένα ευρύ πνεύμα. Μακαρίτης αυτός ο πολιτικός, προ πολλών ετών. Την ίδια στιγμή είπα… -ήτανε δίπλα μου και τον άκουσα: «Ταλαίπωρε και φτωχέ άνθρωπε, λες με στενό μυαλό τον Μέγαν Αθανάσιον; Ποιος είσαι συ; Που θα πεις με στενό μυαλό τον Μέγαν Αθανάσιον;». Απλώς είναι ένα επικάλυμμα ένα νοθευμένο Ευαγγέλιον, των αδυναμιών μας. Και ένας σιγαστήρας της συνειδήσεώς μας. Λέμε και νομίζομε, όταν λέμε και λέμε για την αγάπη, αγάπη, όλο, λέει το Ευαγγέλιο είναι αγάπη… Είναι κι άλλα πράγματα, που εκφράζουν την αγάπη. Μην θέλομε να τα συνοψίσομε τον εαυτόν μας στα λοιπά θέματα, χαλαρόν.
Στην εποχή μας, οι έννοιες των λέξεων διαφοροποιούνται. Μιλάνε για αγάπη. Ναι. Και εννοούν τον έρωτα στην πορνική του μορφή... Μιλάνε για την αγάπη του Θεού και του έχουν αφαιρέσει την ιδιότητα του Κριτού. «Α, λέει, ο Θεός είναι αγάπη, τι θα πει θα κρίνει;». Θα σε κρίνει, άνθρωπε. Και το ένα και το άλλο. Μιλάνε για Παράδοση -ω, εδώ δα…- και εννοούν την ελληνικήν Παράδοσιν κατά το πλείστον την αρχαιοελληνική παράδοση και βέβαια όχι την χριστιανική παράδοση της Εκκλησίας. Και εισάγουν… και τι δεν εισάγουν μέσα εις την ζωήν μας, με αυτήν την, επ’ ονόματι της παραδόσεως, κατάστασή μας. Γιατί η παράδοσις η αρχαιοελληνική μπήκε μέσα εις την ζωή μας την χριστιανική και βέβαια έχει αλλοιώσει πάρα πολλά πράγματα.
Και το αποτέλεσμα; Βήμα με βήμα να προχωρούμε εις την αποχριστιάνισιν του λαού μας, ώστε παγκόσμια πια να λέμε ότι - ακούστε συνέπειες… – ότι ο αστερισμός του Ιχθύος, δηλαδή η περίοδος του Χριστιανισμού, 2000 χρόνια τώρα, ξόφλησε πλέον. Και έρχεται ο αστερισμός του Υδροχόου, δηλαδή η περίοδος του Αντιχρίστου, με το όνομα «Νέα Εποχή»( New Age) και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εποχή της αποστασίας. Με το να μην κρατούμε λοιπόν την ακρίβεια, βλέπετε πού φθάνομε; Να ποια είναι λοιπόν η σημασία και η αξία των όσων είπε ο Χριστός για την ακρίβεια και της πίστεως και του ήθους.
Αγαπητοί, η ακρίβεια της πίστεως και του ήθους έχει παραμεριστεί σαν κάτι το αναχρονισμένο. Και συνεπώς δύσχρηστο. Σημειώνεται μία ραγδαία δε εξέλιξη παρακμής χριστιανικής! Και μην νομίσετε, όταν ο πνευματικός άνθρωπος παρακμάζει, συμπαρασύρει μαζί του πάσης μορφής παρακμήν. Έχετε την εντύπωση ότι ο πολιτισμός μας δεν βρίσκεται σε παρακμή; Μην μου πείτε ότι έχομε ύψιστα άλματα εις την τεχνολογία, στον τεχνικόν πολιτισμόν. Ουσιαστικά έχομε πνευματικήν παρακμήν. Γενικά. Παρακμήν. Ναι. Μιλάμε για ανθρωπισμό και είναι ο πιο απάνθρωπος αιώνας απ’ όλους τους αιώνες του Χριστιανισμού.
Σήμερα ο σωστός και ακριβής Χριστιανός περνάει μία δοκιμασία. Γίνεται μάρτυρας συνειδήσεως· που ίσως αύριο θα γίνει και μάρτυρας αίματος. Είναι το μαρτύριο που περνούσε και ο Λωτ σαν κάτοικος των παρηκμασμένων Σοδόμων, ώστε να γράφει ο Απόστολος Πέτρος στην δευτέρα του επιστολή: «Καὶ δίκαιον Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς ἐρρύσατο (:γλύτωσε ο Θεός) βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ (:με τα μάτια και με την ακοή) ὁ δίκαιος -Λωτ- ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς (:κατοικώντας ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις -Πεντάπολις ήτο) ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ψυχήν δικαίαν ἀνόμοις ἔργοις ἐβασάνισεν». Όλα αυτά που έβλεπε, τα βρώμικα, τα φοβερά, στον δρόμο να κυλίονται οι άνθρωποι από την ομοφυλοφιλία. «Πωπω», να λέει! Να κλείνει τα μάτια. «Πώπω, εκεί…» Ξέρετε εκείνο το περιστατικό, που έφθασαν από μικρού έως μεγάλου στο σπίτι του Λωτ, όταν είδαν τους δύο άνδρας, οι δύο άγγελοι, εις τύπον του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και ήταν, λέει, ωραίοι νέοι κτλ. και πήγαν στην πόρτα του Λωτ. Την χτυπούν. «Άνοιξέ μας». «Τι θέλετε;». «Δώσε μας», λέει, «αυτούς τους νέους να γαμβρεύσομε», δηλαδή ομοφυλικώς να συνέλθομε μαζί τους. Ακούτε; Δεν μπορούσε πια να μείνει αυτή η πόλις. Μπορούσε να μείνει; Και ήλθε η καταστροφή, όπως ήλθε, που την ξέρετε όλοι σας.
Μην λησμονούμε ότι θα κριθούμε με βάση το Ευαγγέλιον που άφησε ο Χριστός και οι Απόστολοι. Και όπως διετηρήθη στην εκκλησιαστική μας παράδοση. Και όπως μας το διασώζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και όχι όπως διαμορφώνει- ακούστε- το Ευαγγέλιον, το λεγόμενον «Εκκλησιαστικόν Δίκαιον». Τι είναι το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον; Ο τρόπος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Κι επειδή η Πολιτεία αλλάζει διαρκώς τους νόμους της, αλλάζει και τις σχέσεις της με την Εκκλησία. Θυμηθείτε, αυτόματο διαζύγιο· θυμηθείτε, μοιχεία· θυμηθείτε, έκτρωση· θυμηθείτε, θυμηθείτε…
Αγαπητοί, ό,τι άλλο κι αν είναι από τον κόσμο, είναι από τον διάβολο. Να το ξέρομε αυτό το πράγμα. Όσοι κατανοούν, ας κατανοούν. Και όσοι θέλουν να σωθούν, βεβαίως θα σωθούν. Μόνον η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος σώζει. Και μόνον αυτή.
Υπάρχει, αγαπητοί μου, μία τάσις εις τους ανθρώπους, ένεκα ακριβώς αυτής της πεσμένης των καταστάσεως, να αλλοιώνουν πάντοτε την αλήθειαν. Υπάρχει η τάσις να βάζουν πολλοί το υποκείμενό τους μέσα εις το αντικείμενον· με αποτέλεσμα να επέρχεται μία αλλοίωσις, μία φθορά. Φυσικά αυτό είναι αποτέλεσμα του εγωισμού του ανθρώπου, ο οποίος εγωισμός είναι ο πυρήνας της αμαρτίας που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο, απόγονο του Αδάμ, που είναι πεσμένος. Περιττό να σας πω ότι αυτό υπάρχει και εις τον διάβολον. Ο διάβολος, ακριβώς κατεξοχήν υπερήφανος, δεν θα ήθελε ποτέ να δεχθεί την αλήθειαν του Θεού, όπως προσφέρεται, αλλά θα ήθελε να βάλει το υποκείμενό του μέσα. Και να διαστρέψει την αλήθειαν του Θεού.
Έτσι, όπως αντιλαμβάνεσθε, η ακεραιότης του λόγου του Θεού, είναι ένα σπουδαιότατον κεφάλαιον, που πρέπει ο κάθε πιστός, αν θα ήθελε πράγματι να σωθεί, να το προσέξει. Ο Κύριος, έχοντας ακριβώς υπόψη Του ότι Τον ακούουν άνθρωποι, όχι απλώς άνθρωποι πεπτωκότες, αλλά και ικανά διεστραμμένοι, όπως ήσαν οι άρχοντες του λαού, οι ιερείς, ο κλήρος, οι Φαρισαίοι, οι Γραμματείς και οι Νομικοί, αυτοί οι οποίοι ήσαν ταγοί του λαού, οι άνθρωποι αυτοί είχαν πολύ μεγάλον εγωισμόν και έτσι ήθελαν πάντοτε να διαστρέφουν τον λόγο του Θεού. Μόνο, αγαπητοί μου, μόνο αγαπητοί μου, αν λογαριάσει κανείς αυτήν την ραβινική τους παραγωγή που λέγεται Ταλμούδ και περιέχει μέσα έξι χιλιάδες εντολές, μόνο αυτό είναι αρκετό για να καταλάβετε…- εκ των οποίων οι πιο πολλές εντολές είναι μία διαστροφή, είναι μία διαστροφή της αληθείας, μπορείτε να καταλάβετε από κει πώς οι άνθρωποι αυτοί εκινούντο.
Ο Κύριος είπε ακριβώς γι’ αυτή την περίπτωση ότι όλα αυτά τα κατασκευάσματα είναι εντάλματα ανθρώπων. Καθίστανται τόσο βαριά, ώστε οι ίδιοι οι οποίοι εντέλλονται αυτά δεν μπορούν ούτε με το μικρό τους δακτυλάκι να τα σηκώσουν. Δηλαδή τίποτα, ούτε το πιο ελάχιστο απ’ αυτά δεν μπορούν να κρατήσουν. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί απαιτούσαν αυτά τα πράγματα όλα να επιβληθούν στον λαό. Και μάλιστα περιέχει η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Ότι αν δεν έπλυναν τα χέρια τους – στο κάτω-κάτω της γραφής είναι θέμα καθαριότητος, όχι όμως και θέμα θρησκευτικόν- ότι ήταν αμαρτία, διότι με να φάγουν με άπλυτα χέρια, καθίσταντο αμαρτωλοί... Και άλλα πολλά. Έχοντας λοιπόν μπροστά Του ο Κύριος ένα πλήθος ανθρώπων, που μπορούσαν να διαστρέφουν την αλήθειαν, αλλά και να έχουν μίαν εκλεκτικότητα έναντι του λόγου του Θεού, είπε αυτόν τον λόγον τον βαρυσήμαντο: ότι «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Γιατί ονόμασε ο Κύριος «μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων»; Ποιες είναι αυτές οι εντολές; «Τούτων». Ποιες αυτές; Ποιων «τούτων»; Εκείνα τα οποία ο Κύριος διδάσκει. Και γιατί τις λέει «ἐλάχιστες»; Διότι ελάχιστες εθεωρούντο από τους ανθρώπους, κάνοντας μίαν επιλογήν. Και λέγαν: «αυτή η εντολή είναι σπουδαία», «εκείνη δεν είναι σπουδαία, στο καλάθι των αχρήστων, δεν μας ενδιαφέρει». Σημειώσατε δε ότι αυτό υπάρχει πάντοτε μέσα στην Εκκλησίαν. Οι πιστοί πάντα το κάνουν αυτό. Ρίξτε μια ματιά, να πω, τι; Στο περιβάλλον; Αγαπητοί μου, στον εαυτό μας να ρίξομε μία ματιά, βλέπομε ότι κι εμείς επιλέγομε τον λόγον του Θεού. Όταν διαβάζομε την Γραφή ή όταν ακούμε κήρυγμα, κρατούμε εκείνο το οποίον δεν είναι οδυνηρόν εις την εφαρμογήν του· το ανώδυνον. Και εγκαταλείπομε το οδυνηρόν και το βάζομε στην άκρη. Και λέμε «Ε, αυτά είναι για κάποιους άλλους». Και έτσι υποτιμούμε τον λόγον του Θεού και έχομε μίαν διάκρισιν περί σπουδαίων και περί μη σπουδαίων εντολών του Θεού. Μπροστά ακριβώς σε αυτό το φαινόμενον ο Κύριος είπε…- ειρωνεύεται, τρόπον τινά, σαν να λέγει: «Θεωρείτε ελάχιστες τις εντολές; Ε, λοιπόν, σας λέγω εάν λύσετε, δηλαδή παραβείτε, εάν δεν εφαρμόσετε, εάν υποτιμήσετε μία απ’ αυτές τις νομιζόμενες για σας ελάχιστες εντολές, ελάχιστοι θα κληθείτε στη Βασιλεία του Θεού». Δηλαδή τιποτένιοι. Δηλαδή δεν θα μπείτε στην Βασιλεία του Θεού.
Βλέπετε λοιπόν, αγαπητοί, ότι το θέμα της τηρήσεως των εντολών είναι πολύ σπουδαίο και ότι πρέπει μετ’ ακριβείας να βλέπομε τον λόγον του Θεού και να μην τον περιτέμνομε; Και να μην τον επιλέγομε; Αλλά να τον εφαρμόζομε ολόκληρον; Γιατί; Διότι δεν σώζεσαι, αδελφέ μου, εάν όλον τον νόμον τηρήσεις, εις έναν πταίσεις. Έτσι δεν μας λέγει ο αδελφόθεος Ιάκωβος; Εάν εις έναν νόμον πταίσεις, σε μίαν εντολή δεν πας καλά, τότε είσαι παραβάτης όλου του νόμου. Για να το καταλάβετε αυτό, μπορείς να είσαι ένας καλός πολίτης, αλλά εάν έναν νόμον παραβείς, μπαίνεις στη φυλακή. Μπορείς να επικαλεστείς στο δικαστήριο ότι είσαι καλός πολίτης; Δεν αμφισβητεί το δικαστήριο ότι είσαι καλός πολίτης. Αλλά βλέπει μπροστά του την παραβαινομένην εντολήν. Και σε βάζει στη φυλακή. Αυτό ακριβώς εννοεί ο λόγος του Θεού.
Αλλά το σπουδαίον δεν είναι μόνον αυτό. Το σπουδαίον, αγαπητοί μου, είναι ότι αν διαστρέψομε την αλήθειαν του Ευαγγελίου, τότε δεν έχομε την Ορθοδοξίαν. Δεν έχομε το ορθόδοξον, που προσφέρεται από τον Θεόν ατόφιο. Αυτό θα πει ορθόδοξον. Να πιστεύω τον λόγον του Θεού, όπως ακριβώς προσφέρεται ο λόγος του Θεού, χωρίς προσθαφαιρέσεις και χωρίς περιτομές. Και το ακόμα σπουδαιότερον: Εκ της Ορθοδοξίας προκύπτει η ορθοπραξία. Πρέπει δηλαδή, αν έχω ακριβή αντίληψη περί του λόγου του Θεού, να εφαρμόσω ορθά τον λόγο του Θεού. Εάν έχω διαστρέψει την αλήθειαν, και τα βιώματά μου δεν θα είναι διεστραμμένα; Οπωσδήποτε ναι. Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεσθε, είναι μία πάρα πολύ σπουδαία υπόθεσις, που πρέπει να την προσέξομε πολύ.
Ας δούμε λοιπόν τι πρέπει να κάνομε. Πρέπει πρώτα να γνωρίσομε το περιεχόμενο της πίστεώς μας. Όπως ερμηνεύεται από την Εκκλησία και μέσα εις την Εκκλησία. Μην ξεχνάμε ότι οι αιρέσεις γεννήθηκαν με την προσπάθεια να ερμηνευθεί ο λόγος του Θεού κατά το δοκούν. Όπως κανείς νόμιζε, όπως κανείς ήθελε. Η Εκκλησία ερμηνεύει το Ευαγγέλιον και είναι η ταμιούχος της ορθής ερμηνείας. Όταν προέκυψαν οι αιρέσεις, όπως σήμερα η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη των 630 θεοφόρων Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε στην Χαλκηδόνα, για να στερεώσει το δόγμα των δύο φύσεων του Χριστού, κατ΄ουσίαν λοιπόν να χτυπήσει τον Μονοφυσιτισμόν, ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός, είναι και τέλειος άνθρωπος, διότι στο θέμα του Αρείου χτυπήθηκε η θεότητα του Χριστού από τον Αρειανισμόν και η Α΄Οικουμενική Σύνοδος ετόνισε την τελειότητα της θείας φύσεως του Ιησού, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος -χριστολογική η Α΄, χριστολογική και η Δ΄- έρχεται να στερεώσει την τελείαν ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού. Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο το οποίον έλεγε ο Άρειος, το λέγουν τώρα καινούριοι αιρετικοί· όπως ο Ευτυχής, ο Διόσκουρος κ.λπ.
Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεσθε, αυτά όλα ήταν κατατεθειμένα στην Εκκλησία. Πολλοί νομίζουν ότι εξ αφορμής των Συνόδων, η Εκκλησία απέκτησε νέα δόγματα. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη πλάνη. Αγαπητοί μου, τα δόγματα αυτά ήσαν κατατεθειμένα εις την Εκκλησίαν. Πάντοτε η Εκκλησία επίστευε, επί παραδείγματι, ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, δηλαδή τέλειος Θεάνθρωπος. Όταν προέκυψε θέμα, τότε η Εκκλησία ηναγκάσθη εν Συνόδω να κατοχυρώσει αυτήν την αλήθειαν. Αυτή η αλήθεια, αυτή η πίστις, δεν είναι καινούρια, δεν έρχεται στο φως με την παρουσία μίας Συνόδου. Απλώς είναι υπάρχουσα και κατατεθειμένη στην Εκκλησίαν. Είναι η πίστις της Εκκλησίας. Και έρχεται τώρα μία Σύνοδος να μαντρώσει και να κατοχυρώσει εκείνο το οποίον η Εκκλησία ανέκαθεν επίστευε. Δεν είναι λοιπόν καινούρια πράγματα. Πώς είναι μερικοί που λέγουν ότι «Τα δόγματα και τα δόγματα και οι Σύνοδοι…» και τ’ απορρίπτουν συλλήβδην. Πόσο φοβερό πράγμα είναι αυτό! Και νομίζουν ότι είναι ακίνητα πράγματα. Ακίνητα είναι, γιατί η αλήθεια είναι ακίνητη. Και τους φιλοσόφους αν πάρετε, αγαπητοί μου, αυτό πιστεύουν. Ότι η αλήθεια είναι ακίνητη, αμετάβλητη. Δεν είναι δυνατόν να μεταβάλλεται. Πώς, λοιπόν, εσύ θα ήθελες την αλήθειαν να μην μεταβάλλεται και τα δόγματα να τα θεωρείς, αδελφέ μου, σκουριασμένα και παρωχημένα και άχρηστα; Και ακόμη εμπόδιον δήθεν για μία επέκταση της χριστιανικής σου ζωής και πίστεως μέσα στον σύγχρονον κόσμον;
Αλλά, αγαπητοί, θα σας έλεγα, δύο πράγματα γέννησαν την αίρεσιν. Η άγνοια και ο εγωισμός. Και αν μεν κανείς είναι εγωιστής με δαιμονικόν εγωισμόν, θα γίνει αιρετικός και θα επιμείνει στην αίρεσή του. Οι πολλοί, όμως, δεν κινούνται έτσι. Οι πολλοί, οι πάρα πολλοί, οι πιστοί μας, κινούνται από άγνοια. Δεν γνωρίζουν το περιεχόμενο της πίστεως. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι «ἡ ἄγνοια τῶν γραφῶν εἰσήγαγεν καί τήν λύμην τῶν αἱρέσεων καί τόν διεφθαρμένον βίον ἀλλά καί τά ἄνω κάτω πεποίηκεν». Τα πάντα τα αναποδογύρισε. Γιατί; Υπάρχει η άγνοια των γραφών. Δεν μελετούμε επαρκώς τον λόγον του Θεού. Δεν γνωρίζομε το περιεχόμενο της πίστεώς μας. Είναι τραγικόν. Είναι τραγικό να λεγόμαστε Χριστιανοί και να μη γνωρίζομε το περιεχόμενον της πίστεώς μας.
Θα ήθελα να σας πω ένα παράδειγμα. Πέστε μου, σας παρακαλώ, σήμερα μάλιστα που τα επαγγέλματα βγαίνουν, θα λέγαμε, σαν κατάρτιση από σχολές, λίγο πολύ. Και τα πιο μικρά επαγγέλματα και εύκολα, κι αυτά βγαίνουν από σχολές. Δεν μαθαίνομε κάποτε και την ιστορία του επαγγέλματός μας; Ή δεν θα είχαμε την περιέργεια να μάθομε την Ιστορία του επαγγέλματός μας; Η ιστορία της επιστήμης διδάσκεται πάντοτε στο Πανεπιστήμιο. Η ιστορία κάθε επιστήμης. Η ιστορία της Ιατρικής. Η ιστορία της Φυσικής κ.ο.κ. Εσύ, αδελφέ μου, δεν έχεις την περιέργεια να μάθεις την ιστορία του Χριστιανισμού; Σήμερα δεν μπορεί κανείς να ζήσει και να είναι καλός επιστήμων, να βγάλει και χρήματα και να έχει περιωπή, εάν δεν γνωρίζει καλά την δουλειά του, εάν δεν ανανεώνει την γνώση του, επειδή οι γνώσεις διαρκώς γίνονται καινούριες στο κάθε επάγγελμα. Αδελφέ μου, δεν έχεις την περιέργεια να γνωρίσεις το περιεχόμενο της πίστεώς σου; Δεν ερώτησες ποτέ, αδελφέ μου, να πεις… Πόθεν έρχομαι και πού πηγαίνω; Ποιος είμαι; Τι θα πει άνθρωπος; Γιατί υπάρχω; Πού πηγαίνω; Ποιος είναι ο προορισμός μου; Ποιος είναι ο σκοπός μου; Να παντρευτώ; Να κάνω παιδιά; Μετά θα πεθάνω. Κι ύστερα τα παιδιά μου θα κάνουν κι αυτά παιδιά κι ύστερα θα πεθάνουν». Μα αυτό πια δεν αφορά το πρόσωπό μας· αφορά το γένος. Δεν αφορά εμένα, αφορά την γενιά. «Εγώ όμως σαν πρόσωπο τι θα γίνω; Θα τελειώσω; Δηλαδή τελειώνω, κι είμαι σίγουρος ότι τελειώνω;» Δεν έχω την περιέργεια λοιπόν να το γνωρίσω; Η Γραφή θα με βοηθήσει. Η μελέτη του λόγου του Θεού. Οι Πατέρες είναι το κλειδί· γιατί είναι η ερμηνεία της Αγίας Γραφής μέσ’ την Εκκλησία και με την Εκκλησία. Γιατί αν δεν έχω το κλειδί αυτό να μελετήσω την Γραφή κι αρχίζω να μελετώ και να κατανοώ όπως εγώ θέλω, τότε αντιλαμβάνεσθε, αγαπητοί μου, ότι γρήγορα θα γίνω αιρετικός, θα διαστραφώ, θα παρεκκλίνω.
Αλλά, τι να πω; Να πω κανένα παράδειγμα; Να πω ότι πάμε σε μία κηδεία, βλέπομε έναν άνθρωπο που πέθανε, συγγενή μας ή φίλο μας, οδυρόμεθα, φεύγομε και λέμε: «Ε, αυτή είναι η ζωή. Όλοι θα πεθάνομε. Είναι η τελευταία μας κατοικία ο τάφος». Αδελφέ μου, η τελευταία σου κατοικία ο τάφος; Αλήθεια, όλοι θα πεθάνουμε; Αλήθεια αυτός είναι ο προορισμός μας, να πεθάνουμε; Δεν ήχησε στα αυτιά σου, αδελφέ μου, το «Χριστός Ἀνέστη...και τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος»; Αυτά δεν ήχησαν στα αυτιά σου ποτέ; Πώς ακούς την Λειτουργία; Πώς ακούς τις ακολουθίες και τις εορτές του έτους; Πώς διαβάζεις την Γραφή; Λέγει ο Κύριος: «Βλέπετε πῶς ἀκούετε». «Προσέχετε πώς ακούτε». Κι αν θέλετε, ακριβώς αυτή η γνώσις είναι η λυδία λίθος για κάθε αίρεση. Δεν είναι ανάγκη να μελετήσομε τις αιρέσεις. Είναι περιττόν. Επιτρέψατέ μου να σας πω. Είναι περιττόν. Γνωρίζεις την αλήθειαν; Ό,τι κίβδηλον, ό,τι ψεύτικον έλθει, τότε θα δοκιμάσεις το ψεύτικο στο αληθινό που κατέχεις και θα πεις: «Αυτό είναι ψεύτικον». Έμαθες να αναγνωρίζεις τον χρυσόν; Αληθινά τον χρυσόν; Αν σου ‘ρθει μπρούντζος με μείγμα χρυσού, θα πεις: «Αυτό δεν είναι χρυσός». Έτσι, αγαπητοί, η γνώσις της Γραφής είναι και η λυδία λίθος της αληθείας.
Αλλά πρέπει όμως όχι μόνον να γνωρίσομε την αλήθεια, πρέπει να γνωρίσομε και το περιεχόμενον, να ζήσομε το περιεχόμενο της αληθείας. Γιατί αλλιώτικα δημιουργούμε διανοητικούς ανθρώπους. Μην ξεχνάμε, είναι οι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με την υψηλήν γνώσιν της Γραφής, αλλά δεν βιώνουν εκείνο το οποίον πρέπει να βιώσουν. Μην ξεχνάμε ότι ο λόγος του Θεού δεν έρχεται να ικανοποιήσει τον νου. Αλλά έρχεται να σώσει ολόκληρον τον άνθρωπο. Να γίνει αίμα μας, να γίνει σώμα μας. Αυτός ο λόγος του Θεού. Πρέπει να μας θρέψει ο λόγος του Θεού. Και πρέπει να ζήσομε. Αλλά όχι απλώς να τηρήσομε τις εντολές του Θεού κατά έναν ηθικιστικόν τρόπον. Όχι. Αλλά πρέπει κάτι άλλο. Πρέπει να κάνομε, να πετύχομε αυτό που λέγει ο Απόστολος Παύλος. Να μεταμορφωθούμε. «Μεταμορφοῦσθε», λέγει, «τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό εὐάρεστον καί τέλειον». «Να μεταμορφώνεσθε με την ανακαίνιση του νοός σας». Και αλλού λέγει: «Εμείς έχομε νουν Χριστού και γνωρίζομε τα νοήματα του σατανά». Τι είναι αυτός ο «νοῦς τοῦ Χριστοῦ»; Είναι το να γίνω ένας μικρός Χριστός. Να σκέπτομαι όπως σκέπτεται ο Χριστός. Σας έχουν πει καμία φορά, αγαπητοί μου, ότι σκέπτεσθε με εκείνον τον τάδε και μοιάζετε πολύ στην νοοτροπία; Σας το έχουν πει αυτό; Αν σας το έχουν πει είναι αυτό το ίδιο που λέμε τώρα. Το να αναγνωρίσει ο άλλος ότι σκέπτομαι όπως σκέπτεται ο Χριστός. Αυτό θα πει «έχω νουν Χριστού». Δεν σκέπτομαι διαφορετικά. Ενεργώ όπως θα ενήργει ο Χριστός. Δεν είναι μακρινά πράγματα αυτά. Μην πούμε ότι… «εγώ με τον Χριστό θα συγκριθώ; Εγώ με τον Χριστό θα συγκριθώ;
Αγαπητοί μου, δεν είναι θέμα συγκρίσεως. Είναι θέμα να μιμηθώ να φτάσω να γίνω σαν τον Χριστό. Όσο μπορώ, όσο φτάνω. Διαρκώς, συνεχώς. Γιατί νομίζετε ότι ενηνθρώπησε ο Λόγος του Θεού; Ας μου επιτραπεί να πω αυτήν την απλή κουβέντα: «για τα μαύρα μάτια»; Έτσι για το θεαθήναι; Έτσι να πούμε για γούστο; Ο Υιός του Θεού ενηνθρώπησε για δύο λόγους. Πρώτον για να δούμε την ζωή Του και να την μιμηθούμε. Να φέρει το Ευαγγέλιον πάνω στη γη· που σημαίνει να φέρει τον τρόπο ζωής του ουρανού πάνω στη γη και ότι είναι δυνατόν να εφαρμοστεί το Ευαγγέλιον επάνω στη γη. Το δεύτερον είναι οντολογικό. Με την ενανθρώπησή Του να σώσει την ύπαρξή μας ολόκληρη από τον θάνατο και την φθορά και να αναστηθούμε και να βρεθούμε στην Βασιλεία του Θεού και στην μακαριότητά Του. Αυτός είναι ο λόγος. Τι λέτε, λοιπόν; Πρέπει να μείνομε με την ψιλήν γνώσιν; Με την γυμνή γνώσιν; Απλώς να ικανοποιούμε τον νου μας; Απλώς να λέμε ότι μελετούμε; Και να μην εφαρμόζομε εκείνο το οποίον ο λόγος του Θεού εντέλλεται;
Αλλά και κάτι ακόμη. Σας είπα προηγουμένως ότι σήμερα η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη των 630 θεοφόρων Πατέρων που έλαβαν μέρος στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα, απέναντι από την Μικρά Ασία, από την Κωνσταντινούπολη απέναντι. Γνωρίζετε, παρακαλώ, ότι οι Πατέρες όχι ορθώς φρονούσαν μόνον, όχι ορθώς ζούσαν μόνον, αλλά και ορθώς διεκήρυσσον την πίστιν. Και την διεκήρυσσον. Δηλαδή πρέπει τώρα να εκθέσομε εις τους άλλους το περιεχόμενον της πίστεώς μας. Διότι έρχονται διαρκώς καινούριοι άνθρωποι εις τον κόσμον. Και πρέπει όχι μόνο οι καινούριοι άνθρωποι -τα παιδιά σας δηλαδή- να μάθουν την αλήθειαν, αλλά θα πρέπει και να διορθώνω εκείνους που δεν πήραν καλή γνώση του περιεχομένου της πίστεώς μας. Και συνεπώς πρέπει διαρκώς να γίνομαι ένας ιεραπόστολος. Να λέγω παντού πάντα την αλήθεια. Μπήκατε καμία φορά σε κανένα ταξί; Ασφαλώς ναι. Είδατε πλάι στον σταυρό, που έχει κρεμασμένο μπροστά στο παρμπρίζ ο οδηγός, να έχει και ένα πεταλάκι με μία μπλε χάντρα; Το έχετε δει αυτό; Αυτήν είναι μία στραβή πίστη. Ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει ακριβώς τι πιστεύει. Πιστεύει ότι από τον σταυρό βγαίνει μία δύναμις. Αλλά και από την μπλε χάντρα και το πέταλο, βγαίνει μία κάποια άλλη δύναμη, ε, ή η μία ενεργήσει ή η άλλη ενεργήσει, δεν πειράζει, ας τα έχομε και τα δύο και όποιο πιάσει... Είπατε ποτέ αγαπητοί μου στον οδηγό, όταν είδατε αυτό το φαινόμενο, ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό; Του το έχετε πει αυτό; Και πλήθος άλλα υπάρχουν, για να μην πολυπραγμονώ, πλήθος άλλα· που πρέπει πάντοτε να διορθώνομε. Προσέξτε όμως, όχι εισαγγελικά, σαν να είμαστε εισαγγελείς και δημόσιοι κατήγοροι. Και να λέμε: «Κοίταξε να ιδείς το και το και αλίμονό σου…». Όχι, αγαπητοί. Με πολλή αγάπη, με πολλή αδελφικότητα θα διορθώσομε τον άλλον να μην τον προσβάλλομε. Να τον διορθώσομε. Ακόμη να του πούμε να μας συγχωρεί που θα του πούμε αυτό το κάτι, ότι ίσως το παρέλειψε. Ξέρει ίσως πολλά αλλά αυτό του διέφυγε. Κι ερχόμαστε τώρα να του το πούμε, για να το διορθώσει και αυτό. Όταν με αγάπη του το πούμε, τότε, τι νομίζετε, ο ένας αδελφός θα διορθώνει τον άλλον.
Και τότε θα έχομε μία χριστιανική κοινωνία, δηλαδή την Εκκλησία του Χριστού, η οποία θα ορθοδοξεί αλλά και θα ορθοβιοί, θα ζει σωστά. Και δεν θα έχομε αυτό το φοβερό φαινόμενο μέσ’ την Εκκλησία, ο καθένας να ζει ή να πιστεύει κατά το δοκούν. Δεν λέμε στη Θεία Λειτουργίαν να μας δώσει ο Κύριος «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»; Τι είναι αυτό; Εδώ ακριβώς, αγαπητοί μου, είναι όλη η προσφορά της Εκκλησίας. Η ενότης της πίστεως είναι εκείνο που πιστεύω να το πιστεύει και ο άλλος και ο άλλος. Η πίστις της Εκκλησίας. Και ποια είναι η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος; Είναι ο τελικός μας σκοπός. Να γίνομε κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος. Να αποκτήσομε το Πνεύμα το Άγιον. Να έχομε Θεό. Για να ζήσομε από την παρούσα ζωή μέσα στην Βασιλεία του Θεού. Να καταστήσομε την Βασιλεία του Θεού πρώτα πρώτα γεγονός της υπάρξεώς μας. Θα κλείσουμε εμείς μέσα μας την Βασιλείαν του Θεού. Και όταν θα πάμε εκεί, στην Βασιλεία του Θεού, τότε Εκείνη θα μας κλείσει μέσα στον εαυτόν της.
Έτσι λοιπόν βλέπετε, αγαπητοί, η σημερινή ημέρα, που η Εκκλησία μας προβάλλει τους 630 Θεοφόρους Πατέρας, τους προβάλλει προς μίμησιν. Δεν είναι ένα γεγονός που απλώς ανήκει στο παρελθόν. Διάβαζα χθες το βράδυ τον δογματικόν Όρον της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεν είναι πάρα πολύ εκτενής. Είναι μόλις 5-6 φύλλα ενός βιβλίου. Είναι πάρα πολύ λίγο. Και εκεί είναι αποκρυσταλλωμένη όλη η απόφασις περί του προσώπου του Ιησού Χριστού. Αν, λοιπόν, όλα αυτά σιγά σιγά τα γνωρίσομε… μάλιστα αν θέλετε να ξέρετε, όταν άρχισα να διαβάζω, για μια στιγμή δεν αντελήφθηκα ότι είναι η αρχαία γλώσσα. Δεν ήμουνα καλός στα Αρχαία. Για να μην πείτε ότι ήμουνα καλός στα φιλολογικά και έτσι τα ξέρω. Όχι. Όταν συνήντησα ένα «τοίνυν», ένα «λοιπόν», α, λέω, είναι αρχαία γλώσσα. Δηλαδή, με άλλα λόγια, θέλω να σας πω, λίγο το παλιό γυμνάσιο να είχαμε τελειώσει, την γλώσσα αυτή την καταλαβαίνομε. Πιστέψτε με, την καταλαβαίνομε. Άλλο τώρα ότι είναι μία συμφορά ότι πια τα παιδιά μας δεν ξέρουν Αρχαία Ελληνικά και δηλαδή δεν ξέρουν Ελληνικά. Άλλη παράγραφος αυτό. Αλλ΄ όμως νομίζω ότι πρέπει να έχομε πάντοτε την φιλομάθειαν, να πηγαίνομε να διαβάζομε. Να ερωτούμε. Να ακούμε λόγο Θεού, λόγο Θεού άρτον· ο Οποίος θα μας φέρει εις το επίπεδο του κηρύγματος, εις το επίπεδον της προσφοράς, όλα τα κατατεθειμένα της Εκκλησίας. Μη μιλάμε μόνο και να λέμε… - θα μου πείτε αυτό είναι δικό μας θέμα· ναι· μη μιλάμε πάντα και να λέμε: «Να είμαστε καλοί άνθρωποι». Πρέπει να γνωρίσομε το περιεχόμενο της πίστεώς μας, για να γνωρίσομε τον δρόμο μας, να γνωρίσομε την πορεία μας.
Έτσι λοιπόν, η προβολή των 630 Θεοφόρων Πατέρων, δεν είναι μία ανάμνησις, μία μνήμη που ανήκει στο παρελθόν, μία μνήμη μουσειακή. Είναι μία μνήμη ζωντανή. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε. Υπάρχουν στη Βασιλεία του Θεού. Υπάρχουν με τα κηρύγματά τους. Υπάρχουν με τα θεσπίσματά τους και με τα δόγματά τους. Υπάρχουν στη ζωή μας, οδηγοί σε ένα δύσκολο δρόμο, σε μία δύσκολη εποχή, που τα πάντα διαλύονται, που τα πάντα καταρρακώνονται και που πρέπει να μείνομε όρθιοι. Οι Πατέρες λοιπόν είναι οι φωτοδόται, είναι οι στυλοβάται. Είναι η βακτηρία εκείνη, επί της οποίας θα στηριχθούμε, για να ομολογήσομε ορθήν πίστιν, ορθήν βίωσιν, για να δούμε μίαν ημέραν το πρόσωπο του Θεού.
†. Ακούσαμε, αγαπητοί, την ωραία περικοπή του Ματθαίου σήμερα, που ένας εκατόνταρχος ζητά από τον Κύριον την θεραπεία του δεινώς βασανιζομένου δούλου του. Κι αυτός ο εκατόνταρχος βεβαίως δεν ανήκε εις τον λαόν του Θεού. Ήταν Ρωμαίος πολίτης, αξιωματούχος και ειδωλολάτρης. Η στάση του, όμως, έναντι του Κυρίου ήταν στάση αξιοθαύμαστη.
Και είπε ο Κύριος εκείνον τον θαυμάσιον λόγον, που εξισώνει πλέον τους εθνικούς , δηλαδή τους ειδωλολάτρας, με τον λαόν του Θεού -όσοι φυσικά θα απεδέχοντο το θεανθρώπινον πρόσωπό Του: «Ἀμήν λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Ότι δηλαδή «από τους εθνικούς θα γίνει αποδεκτόν το θεανθρώπινον πρόσωπό Του· ενώ από τους υιούς της βασιλείας, αυτοί που κλήθηκαν πρώτοι να μπουν στην Βασιλεία του Θεού, ο λαός του Θεού, οι Εβραίοι, αυτοί», λέει, «θα εκβληθούν έξω». Και το «ἔξω» δεν είναι παρά, όπως σαφώς εδώ το λέγει ο Κύριος, η κόλασις.
Τι είναι όμως εκείνο που δίδει τόσα προνόμια; Είναι η πίστις. Σε τι πίστις; Στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Βλέπει κανείς την στάση του εκατόνταρχου, του στρατιωτικού, έναντι του Κυρίου, στάση πλήρους πίστεως. Και από την άλλη βλέπει την στάση των υιών της Βασιλείας, να λέγουν, οι Εβραίοι, να λέγουν δια τον Κύριον ότι είναι ο άρχων των δαιμονίων, ο σφετεριστής θείων ιδιοτήτων και άξιος, συνεπώς, θανάτου σταυρού και κολάσεως.
Όντως η παρουσία του Χριστού στον κόσμον εδημιούργησε κρίσιν. Κρίση στις ανθρώπινες ψυχές. Και τις χώρισε σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που θα πίστευαν και σε εκείνους που δεν θα πίστευαν. Είναι γνωστό ότι έχομε πάρα πολλά σημεία, στοιχεία που μπορούμε να λέμε ότι ο κόσμος χωρίζεται στα δυο. Λέμε: «το ανατολικό και το δυτικό μπλοκ», παράδειγμα. Λέμε: «ο ανατολικός και ο δυτικός πολιτισμός» κ.ο.κ. Αγαπητοί μου, στην πραγματικότητα μόνον ένα πράγμα χωρίζει την ανθρωπότητα. Μόνον ένα. Όλα τα άλλα είναι χωρισμοί κατ’ επίφασιν. Όπως θα χωρίζαμε ένα θέμα μας στο βιβλίο που γράφομε σε κεφάλαια, ενώ τα κεφάλαια έχουν μεταξύ των ενότητα, έτσι κι εδώ, μπορούμε να λέμε τούτο ή εκείνο· στην πραγματικότητα πρόκειται περί ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται, ούτως ή άλλως, μεταξύ των. Διαφοροποιούνται και συνδέονται. Ένα χωρίζει τους ανθρώπους. Η πίστις και η απιστία. Η πίστις στο θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού, η απιστία και η άρνησις του θεανθρώπινου προσώπου του Χριστού. Έτσι αυτή η κρίσις είναι η μεγαλύτερη μέσα στην Ιστορία των ανθρώπων. Γιατί το τέλος της Ιστορίας θα σταθεί ακριβώς πάνω εις αυτήν την κρίσιν. Όταν θα έλθει το τέλος της Ιστορίας, δεν θα σταθούν οι άνθρωποι σαν δυτικοί και ανατολικοί, σαν πολιτισμένοι και απολίτιστοι, σαν λευκοί και μαύροι, αλλά θα σταθούν σαν πιστεύσαντες και μη πιστεύσαντες.
Και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν, θέλουν να πιστέψουν, είναι εκείνοι που αναζητούν και βρίσκουν τον Ιησούν Χριστόν κι εκείνοι που αναζητά ο Χριστός και τους βρίσκει. Πρόκειται για μια αμοιβαία αναζήτηση και αμοιβαία εύρεση. Και αξίζει να την προσεγγίσουμε. Δεν μας ενδιαφέρει ότι υπάρχει η μερίδα των ανθρώπων που δεν πιστεύει. Γι΄αυτό και ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές, όταν καταπιάνεται με ένα τέτοιο θέμα, αγνοεί το τι θα γίνουν παρακάτω οι απιστούντες. Λέει: «Εμείς οι περιλειπόμενοι που θα ζούμε τότε, μαζί με εκείνους οι οποίοι πίστευσαν, ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ὑπάντησιν τοῦ Κυρίου» κ.λπ. Απόστολε Παύλε, οι αμαρτωλοί τι έχουνε γίνει; Δεν μας ενδιαφέρει. Είναι άξιοι της τύχης των. Ναι. Διότι απλούστατα, λυπούμεθα, αλλά είναι άξιοι της τύχης των, διότι απλούστατα είναι το αποτέλεσμα της κακής των προαιρέσεως.
Γι'αυτό εδώ ας μου επιτραπεί να μείνομε ανάμεσα στον Χριστόν και τους πιστούς. Και πρόκειται, όπως σας είπα, για μια αμοιβαία αναζήτηση, αλλά και μία αμοιβαία εύρεση. Εκείνοι που δεν αναζητούν, φυσικά δεν ευρίσκουν. Δεν μας ενδιαφέρει. Κι εκείνους που αναζητά ο Χριστός, αλλά δεν ανταποκρίνονται, συνεπώς κι αυτοί δεν τον ευρίσκουν. Δεν μας ενδιαφέρει. Μη νομιστεί αυτό το «δεν μας ενδιαφέρει» ότι πρόκειται περί ασπλαχνίας. Γιατί τότε πρώτος άσπλαχνος είναι ο Χριστός που παραπέμπει στην κόλαση τους τέτοιους ανθρώπους. Ή καλύτερα, ορθότερα, παραπέμπονται από τον ίδιον τον εαυτόν τους. Ένας μαθητής, όταν μένει στην ίδια τάξη, δεν τον παραπέμπει ο σύλλογος των καθηγητών. Αυτός παραπέμπει τον εαυτόν του στο να μείνει στην ίδια τάξη.
Έτσι λοιπόν ο Θεός αναζητά και βρίσκει. Ο Θεός αναζητά τον άνθρωπο. Είναι ο μεγάλος μαγνήτης που έλκει τα αντίτυπά Του, τις εικόνες Του. Το πρωτότυπον έχει τα αντίτυπα. Και ότι «ὁ Θεός πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» δεν υπάρχει καμία αντίρρηση. Όλους θέλει ο Θεός να τους σώσει. Ο Θεός προ της πτώσεως είχε κοινωνία με τον άνθρωπο. Διεκόπη όμως η κοινωνία αυτή ένεκα της αμαρτίας των πρωτοπλάστων. Και όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο Θεός έκτοτε δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπον. Τον περιπολούσε. Προσέξτε το ρήμα. Τον περιπολούσε. Και θα πει εις τους κατοίκους των Λύστρων: «Οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν». Ο Θεός. Αγαθοποιών. Δεν αφήκε τον εαυτόν Του χωρίς μαρτυρίαν. «Οὐκ ἀμάρτυρον». Είναι πολύ σημαντικό, πάρα πολύ σημαντικό. Να πει κανείς: «Μα, δεν ξέρω τον Θεό». Ο Θεός δίδει πάντα στην Ιστορία την μαρτυρία της υπάρξεώς Του και της προσωπικότητός Του. Έτσι: «Ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ἡμῖν ὑετούς διδούς καί καιρούς καρποφόρους (:δίδει την βροχή, δίδει τους ευκράτους καιρούς, για να καρποφορήσει η γη) ἐμπιπλῶν τροφῆς καί εὐφροσύνης τάς καρδίας ἡμῶν». «Και γεμίζει, χορταίνει», λέγει, «και δίδει και αγαλλίαση, ευφροσύνη από τα αγαθά της Γης». Και όπως λέγει ένας στίχος των Επιταφίων Εγκωμίων, είναι στο «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ», το ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή: «Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἴνα σώσῃς Ἀδάμ, καὶ ἐν γῇ μὴ εὐρηκώς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις Ἅδου κατελήλυθας ζητῶν». Τι ομορφιά έχει αυτός ο στίχος! «Κατέβηκες στην Γη για να σώσεις τον Αδάμ. Δεν τον βρήκες όμως γιατί είχε πεθάνει». Είχες πει: «Ἐάν παραβῆτε τήν ἐντολή μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». «Δεν τον βρήκες. Είχε πεθάνει. Δεν ησύχασες. Και κατέβηκες στον Άδη, για να πας να τον βρεις». Τι ωραίος στίχος! Αν έτσι έχομε αίσθηση του πράγματος.
Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί, δείχνει ότι ο Χριστός φροντίζει, ζητά, ζητά να βρει και να σώσει. Η παραβολή του απολωλότος προβάτου είναι χαρακτηριστική. «Έχασε», λέει, «ένα πρόβατο, είχε εκατό, άφησε τα ενενήντα εννέα και πάει να βρει το ένα». Είναι η ανθρωπότητα. Ακόμα η παραβολή της ακάρπου συκής. «Ἦλθε», λέει, «ζητῶν -ζητῶν!- καρπόν ἐν αὐτῇ καί οὐχ εὗρεν». «Ζητάει καρπό, αλλά δεν τον βρήκε». Είναι βέβαια, αρχικά ο λαός του Ισραήλ. Ζητούσε καρπό. Αλλά δεν βρήκε. Ζητούσε όμως. Στην παραβολή της χαμένης δραχμής. «Καί ζητεῖ», λέει, «ἐπιμελῶς, ἕως ὅτου εὕρῃ». «Και ζητεί», λέει, «επιμελώς, έως ότου εύρει». Μία γυναίκα είχε δέκα δραχμές. Μία την έχασε. Κάπου στο σπίτι μέσα. Άναψε, λέει, λυχνάρι κι άρχισε να ψάχνει. Και την βρήκε την δραχμή την χαμένη. Κοιτάξτε την φρασούλα: «Καί ζητεῖ ἐπιμελῶς -ἐπιμελῶς- ἕως ὅτου εὕρῃ». Είναι ο χαμένος άνθρωπος· που ψάχνει να τον βρει ο Χριστός. Δια του Ησαΐου λέγει: «Ἐμφανής ἐγενήθην, τοῖς ἐμέ ἐπερωτῶσι (:έγινα φανερός σε εκείνους οι οποίοι δεν με ρωτούσαν) εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν». «Και βρέθηκα μπροστά σε εκείνους οι οποίοι δεν με ζητούσαν». Δηλαδή μία αυτεπάγγελτος πράξις.
Δηλαδή ο Χριστός ζητάει να βρει τον άνθρωπον. «Εἶπα· ἰδού εἰμί ἐν τῷ ἔθνει, οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τό ὄνομα». «Είπα· Να, είμαι σε εκείνον τον λαό», στους εθνικούς συγκεκριμένα, «στους ειδωλολάτρας συγκεκριμένα πρώτοι εκ των οποίων είμεθα εμείς οι Έλληνες, εκείνοι που δεν με κάλεσαν με τ΄όνομά Μου, εκείνοι να φανερώσω». Και αντιθέτει ο Κύριος: «Ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου ὅλην τήν ἡμέραν πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα» -ομιλεί δια τους Εβραίους. «Άπλωσα τα χέρια μου…». Όταν ξέρετε, μιλάμε, πολλές φορές, κι έχομε αγανάκτηση , απλώνομε τα χέρια μας. Αυτό θα πει «ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου». Όλη την ημέρα. Κάθε μέρα. Σε έναν λαό που απειθεί και αντιλέγει. Κοιτάξτε αντιπαράθεσις. Γι΄αυτό ο Κύριος αναζητά την πίστη στο θεανθρώπινό πρόσωπό Του, για να δώσει την Βασιλεία Του. Γι΄αυτό εθαύμασε, αγαπητοί μου, εθαύμασε πραγματικά τον εκατόνταρχο για την συμπεριφορά του· που σας είπα, ήταν ειδωλολάτρης.
Έτσι, ερωτά ο Κύριος ως προς το θέμα της πίστεως. Γιατί οι Εβραίοι δεν πίστεψαν. Και να το μυστήριον, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν επίστεψαν. Ένα μέρος -αν θέλετε να ολοκληρώσω- ένα μέρος από αυτούς, θα πιστέψουν λίγο πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αν δείτε τους Εβραίους να αρχίσουν να πιστεύουν ομαδικά, θα πείτε: «Ήλθε το τέλος!». Είναι σημάδι των εσχάτων. Κάποτε ρωτήθηκε ο Κύριος εάν θα έλθει. «Δεν υπάρχει θέμα εκεί», είπε ο Κύριος. «Το πρόβλημα δεν είναι αν θα έλθω ή δεν θα έλθω. Βεβαίως θα έλθω». Το πρόβλημα είναι κάπου αλλού: «Πλήν, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς Γῆς;». «Εγώ θα ‘ρθω. Αλλά θα βρω την πίστη επάνω στη Γη;». Ναι. Ο Κύριος μάς είπε ότι η πίστις… - το θέτει ερωτηματικώς δεν απαντά, αλλά γνωρίζομε από άλλα σημεία ότι δεν θα βρει την πίστιν, παρά μόνον σε έναν μικρό αριθμό χριστιανών. Όπως δεν θα βρει και την αγάπη. Παρά μόνον σε ένα μικρό αριθμό χριστιανών. Γιατί ο Κύρος μας είπε ότι και η αγάπη θα ψυγεί, θα παγώσει. Και ομιλεί φυσικά για τους Χριστιανούς.
Ο Κύριος ομιλεί ακόμα περί μεγάλου πειρασμού εφ’ όλης της γης εις τα έσχατα της Ιστορίας. Το λέγει αυτό εις τον άγγελον της Φιλαδελφείας, δηλαδή εις τον επίσκοπον, εις την Εκκλησίαν της Φιλαδελφείας, μία από τις επτά ιστορικές Εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Και λέγει: «Κἀγώ σέ τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπί τῆς οἰκουμένης ὅλης». «Θα σε φυλάξω», λέει. Ξέρετε οι επτά αυτές παραγγελίες στις επτά ιστορικές εκκλησίες, είναι επτά πτυχές της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και προφανώς αποτείνεται εις το λείμμα, εις το υπόλοιπον. Σε εκείνο το μικρό ποίμνιον που θα σώσει, που θα μείνει σωστό. «Μή φοβοῦ, τό μικρό ποίμνιον», λέει ο Χριστός, «Μη φοβάσαι, ω μικρό ποίμνιον». Είναι κλητική. Δεν είναι ονομαστική, είναι κλητική. «ὅτι εὐδόκησε ὁ Πατήρ δοῦναι ὑμῖν τήν βασιλείαν». «Έτσι, λοιπόν», λέγει, «επειδή ετήρησες τις εντολές μου, τις εφύλαξες, κι Εγώ θα σε φυλάξω από εκείνον τον πειρασμόν που πρόκειται να έλθει σε όλη την οικουμένη» - Προσέξτε: «οικουμένη», «οικουμένη»! - «πειρᾶσαι τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς Γῆς»· που αυτός ο πειρασμός θα θέσει υπό δοκιμασίαν αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη.
Ποιος είναι αυτός ο πειρασμός; Ακούσατέ τον ποιος είναι και τρομάξατε. Γιατί έχομε μπει στην περιοχή του πειρασμού αυτού. Κι εμείς οι Έλληνες μάλιστα… Είναι ο πειρασμός ποιος; Η αμφισβήτησις της θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Αυτός είναι ο πειρασμός. Το ακούσατε; Η αμφισβήτησις της θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. «Ο Χριστός δεν είναι Θεός». Αυτό είναι. Δηλαδή ο διαρκώς υπάρχων, υποβόσκων και αναδεικνυόμενος εις τα έσχατα Αρειανισμός· ο οποίος Αρειανισμός ηρνείτο βεβαίως την θείαν φύσιν του Ιησού Χριστού. Η απιστία στον Χριστό, να το πούμε έτσι απλά. Και το βλέπομε, το βλέπομε, σας είπα, να έρχεται ταχύτατα, αλματωδώς, στην εποχή μας, στην χώρα μας, στον κόσμον όλον. Η Ευρώπη; Προ πολλού, η χριστιανική Ευρώπη. Αρειανίζει. Δεν το λέω εγώ. Ο μακαριστός πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, έγραψε ολόκληρο βιβλίο. Διαβάσατέ το. «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος». Η Ευρώπη; Αρειανίζει. Η Αμερική; Η Αμερική είναι Ευρώπη. Οι ίδιοι κάτοικοι είναι. Οι Έλληνες; Ω, οι Έλληνες… Ανοίξτε, παρακαλώ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, δεν ξέρω, ανοίξτε, να δείτε τι θα ακούτε κάθε φορά. Να δείτε τι θα ακούτε και να σας πιάνει αγανάκτηση... Κυριολεκτικά. Λοιπόν. Μέσα στον χρόνο στον μεταξύ των δύο παρουσιών του Χριστού, ο Κύριος συνεχώς ζητά να βρει την πίστη. Κι όπου την βρει, την επαινεί. Και την θαυμάζει. Όπως ακριβώς στάθηκε ο Κύριος μπροστά στην πίστη του εκατοντάρχου, που ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Είναι, όμως, αγαπητοί μου, και η πλευρά του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος τώρα αναζητά τον Χριστόν και Τον βρίσκει. Όταν ο Φίλιππος λέγει εις τον Ναθαναήλ: «Ευρήκαμε τον Μεσσία!». Προφανώς εδώ υπονοείται ότι Τον ανεζήτουν. Γιατί; Πού Τον ανεζήτουν; Όχι βεβαίως εις τους δρόμους και στα βουνά. Εις τις γραφές. Κι εκεί εγνώριζαν πολύ καλά τα χαρακτηριστικά του Μεσσίου. Για διαβάστε Παλαιά Διαθήκη να δείτε. Διαβάστε τον Ησαΐα· όλους τους προφήτες· τον Ησαΐα, να δείτε πόσο κυριολεκτικά και μετά πολλών λεπτομερειών αναφέρεται ο προφήτης και οι προφήται εις τα γνωρίσματα, εις τα χαρακτηριστικά του Μεσσίου. Οι Εβραίοι δεν Τον ανεγνώρισαν. Δεν πρόσεχαν τα χαρακτηριστικά τα εξαγγελόμενα υπό των προφητών. Αλλά ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, φίλοι ήσαν, μελετούσαν κατά τρόπον αμερόληπτον. Όχι μεροληπτικόν, ότι έρχεται ένας Μεσσίας που θα μας απαλλάξει από τους Ρωμαίους και θα τρώμε με χρυσά κουτάλια... Αυτά που πιστεύει σήμερα ο Σιωνισμός. Το ίδιο κλίμα, το ίδιο κλίμα... Και θα γίνομε κοσμοκράτορες, που λέει ο Σιωνισμός. Όχι, όχι, όχι. Θέλομε τον Μεσσία. Με τα χαρακτηριστικά Του εκείνα που βλέπομε στην Αγία Γραφή. Και όταν μίλησε ο Χριστός εις τον Φίλιππον, ο Φίλιππος Τον αναγνώρισε. Αμέσως.
Και πάει και λέει στον Ναθαναήλ: «Βρήκαμε τον Μεσσία». Ποιον; «Ὅν ἔγραψε Μωσής καί οἱ προφῆται». Γιατί αυτούς μελετούσαν. Έτσι λοιπόν σημαίνει ότι δηλαδή «Τον βρήκαμε» σημαίνει Τον ανεζήτουν. Τότε κανείς μόνον βρίσκει όταν αναζητά . Γι'αυτό σημειώνει και ο Παύλος εις τους Αθηναίους - ειδωλολάτραι ήσαν οι Αθηναίοι πρόγονοί μας. «Ζητεῖ τόν Κύριον, εἰ ἄρα γέ ψηλαφήσειεν αὐτόν καί εὔροιεν». Να, ψηλάφησε. Θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Ψηλάφησε. Ψηλάφησε στην κτίσιν και θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Γιατί; Γιατί ο Θεός, δεν άφησε, όπως είπε εις τα Λύστρα, τον εαυτόν Του αμάρτυρον, χωρίς μαρτυρία. «Καί γέ οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα». «Δεν υπάρχει μακριά από τον καθέναν από μας». «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Σ’ αυτόν υπάρχομε, σ’ Αυτόν κινούμεθα. Όχι κατά πανθεϊστικόν τρόπον.
Και θα σημειώσει: «Ὡς καί τινες τῶν καθ' ἡμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι». «Όπως έχουν πει και μερικοί από τους δικούς σας ποιητάς και φιλοσόφους». Και ο αρχαίος κόσμος, ο έξω από τα όρια του Ισραήλ, αναζητούσε τον Κύριον. Και ο Κύριος για να δείξει αυτήν την ανθρωπίνη αναζήτηση και εύρεση, είπε την παραβολή του πολυτίμου μαργαρίτου. «Ὅς εὑρών (εκείνος ο άνθρωπος, λέει) ἕναν πολύτιμον μαργαρίτην, ἀπελθών πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καί ἠγόρασε αὐτόν». «Όσα είχε τα πούλησε για να αγοράσει αυτόν τον μαργαρίτην». Τι επούλησε; Καλός είναι ο πολιτισμός αλλά εάν με απομακρύνει από τον Χριστόν… γιατί από ένα όριο και πέρα στρέφεται εναντίον του ανθρώπου ο πολιτισμός, περιττόν να σας το εξηγήσω περισσότερο, τον ξεπουλώ, για να αγοράσω τον πολύτιμον μαργαρίτη. Και ό,τι άλλο, ό,τι άλλο... Ομοίως και η παραβολή του κρυμμένου θησαυρού. Βρήκε, λέει, έναν θησαυρό σε ένα χωράφι. Μαζεύει τις οικονομίες του, αγοράζει τον αγρόν, για να έχει τον θησαυρό. Είναι η Γραφή, είναι η Γραφή· κι εκεί μέσα θα βρεις τον θησαυρόν. Αυτές οι δυο παραβολές του πολυτίμου μαργαρίτου και του κρυμμένου θησαυρού, δείχνουν ότι είναι Αυτός ο Χριστός, ο πολύτιμος μαργαρίτης. Γι΄αυτό ο Κύριος συνιστά έντονα και λέγει: «Ζητεῖτε καί εὑρήσετε (:και θα βρείτε)». «Ὁ ζητῶν -λέει αλλού- εὑρίσκει». «Αυτός ο οποίος ζητάει, βρίσκει».
Αγαπητοί, πρόβλημα δεν υφίσταται αν θα αναζητήσομε τον Κύριον διά να Τον βρούμε. Πρόβλημα εκεί δεν υπάρχει. Το πρόβλημα υφίσταται στο αν υπάρχει η αναζήτησις. Και ερωτούμε: Σήμερα αναζητούμε τον Κύριον; Βέβαια κάποιοι άνθρωποι Τον αναζητούν και δεν θα παύσουν να Τον αναζητούν. Και βέβαια Τον βρίσκουν. Αλλά είναι οι ολίγοι. Οι πολλοί Τον αναζητούν στα υποκατάστατα. Γι΄αυτό υπάρχει και το πλήθος των αιρέσεων και των ανατολικών θρησκειών, που βρίσκουν απήχηση στους Χριστιανούς μας. Ξέρετε ποιο είναι το έσχατον υποκατάστατον αναζητήσεως του Χριστού και της μακαριότητος; Τα ναρκωτικά! Επειδή δεν βρίσκουν τον Χριστόν ή δεν θέλουν να Τον βρουν, πηγαίνουν στα υποκατάστατα. Είναι λυπηρό. Να αναζητούμε τον Χριστό εκεί που δεν υπάρχει. Γι΄αυτό ο Ψαλμωδός με μελαγχολικό τρόπο γράφει: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν (:έσκυψε από τον ουρανό) ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν (:να δει) εἰ ἔστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν (:Ποιος είναι φρόνιμος και ποιος αναζητά τον Κύριον;)». Και συμπληρώνει μελαγχολικά: «Πάντες ἐξέκλιναν(:όλοι στραβολόξυσαν) ἅμα ἠχρειώθησαν (:έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Κανείς! Και δεν αναζητούμε τον αληθινόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, επειδή εξεκλίναμε. Δηλαδή απομακρυνθήκαμε. Όπως είπαμε, λοξοδρομήσαμε. Επειδή γινήκαμε αχρείοι. Το ήθος μας έγινε αχρείον. Επειδή δεν ποιούμε χρηστότητα. Δεν ασκούμε την αρετή. Είναι η εποχή μας φοβερή εποχή. Γκρεμίζει τα πάντα. Γι΄αυτό επιτρέπει ο Κύριος για τιμωρία μας να πλανώμεθα.
Τι χρειάζεται; Ταπείνωσις και αυτογνωσία. Όπως και ο εκατόνταρχος που είπε: «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ,ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς». Και προσθέτει με πίστη: «Ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Και όταν υπάρχει ταπείνωσις και η αυτογνωσία, τότε έρχεται και η θεολογία. Και η θεολογία είναι να ζητήσεις και να βρεις τον Θεόν Λόγον. Αφού πρώτα Εκείνος σε ανεζήτησε. Και Τον βρίσκεις και σε βρίσκει. Και Τον θαυμάζεις και σε θαυμάζει. Όπως τότε ο Κύριος εθαύμασε τον εκατόνταρχον.
†. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, είναι ένα απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου μας. Στην ομιλία Του αυτή ο Κύριος, που είναι μία, θα λέγαμε, συναγωγή, ένα μάζεμα, πλουσιοτάτη συναγωγή διδαχών πνευματικού βίου και προσανατολισμού, μας τονίζει όπως είδαμε, ότι ο γήινος θησαυρός σκοτίζει τον νου και δεν τον αφήνει να δει τα αγαθά του ουρανού. Αυτό είναι το ένα θέμα από αυτό το απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου. Γι΄αυτό, λέει, αν ξεκίνησες, άνθρωπε, με στόχο σου τα ουράνια αγαθά, αλλά προσβλέπεις με πάθος και εις την φιλαργυρίαν, δηλαδή εις την αγάπη του χρήματος -φιλαργυρία δεν θα πει τσιγκουνιά, θα πει αγάπη προς το χρήμα, φίλος του αργυρίου- πρέπει να μάθεις ότι δεν μπορείς, λέει ο Κύριος, να δουλεύεις σε δύο αφεντικά, στον Θεό και στο χρήμα.
Κατόπιν, ένα δεύτερο σημείο, αναφέρεται ο Κύριος με πολλές εικόνες και παραδείγματα από την Δημιουργία, όπως τα κρίνα του αγρού, όπως τα πουλάκια, όπως ο Σολομών πώς ντύθηκε κ.τ.λ. ότι η αγωνιώδης φροντίδα για την ζωή σου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ολιγοπιστία· διότι δεν σκέφτηκες ότι πάνω από σένα φροντίζει ο ουράνιος Πατήρ. Συνεπώς αν έχεις αυτήν την αγωνιώδη φροντίδα, αυτή θα σε βλάψει.
Και τελειώνει με ένα συμπέρασμα επάνω σε αυτές τις δύο θέσεις της αγάπης προς τα χρήματα και της αγωνιώδους φροντίδος. Τελειώνει με το εξής συμπέρασμα ο Κύριος: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητάτε», λέει, «πρώτα την Βασιλεία του Θεού· ύστερα την δικαιοσύνη του Θεού· και όλα τα άλλα θα σας προστεθούν».
Βέβαια, ο Κύριος δεν εννοούσε ότι αρνείται την σημασία του χρήματος, όταν έλεγε «Τι φροντίζετε και τι μεριμνάτε;» ή ακόμη ότι… «Τι θέλεις να μαζεύεις χρήματα;», διότι το χρήμα αντιπροσωπεύει τον κόπον, τον μόχθον του ανθρώπου. Είναι καθ’ εαυτό το χρήμα άνευ σημασίας. Μάλιστα στην εποχή μας -γιατί παλιότερα είχε μία ανταπόκριση αξίας, μια αξία πραγματική- σήμερα που έχομε το χαρτονόμισμα επί παραδείγματι, το χρήμα δεν είναι παρά ένα αντιπροσωπευτικό, που έρχεται να μας πει ότι αυτό αντιπροσωπεύει κάποιον κόπον, μίαν αξίαν. Αντιπροσωπεύει. Δεν έχει καθ’ εαυτό το χρήμα μία αξία. Και συνεπώς είναι χρήσιμο διότι θα μπορούσε με τον τρόπον αυτόν κανείς να έχει μία συναλλαγή ή μία ανταλλαγή αγαθών. Κι αν λάβει κανείς υπόψιν του μάλιστα ότι το χρήμα το χρησιμοποίησε και η μικρή ομάδα του Κυρίου μας Ιησού, με ταμία μάλιστα τον Ιούδα. Καθ’ εαυτό λοιπόν το χρήμα, δεν είναι κακό. Σας είπα, είναι ένας τρόπος συναλλαγής. Θα μου δώσεις, να σου δώσω. Δηλαδή ανταλλάσσομε τους κόπους μας. Και είναι μία, θα λέγαμε, ευφυής επινόησις (επινόησις είναι ε;) του ανθρώπου.
Αλλά και το άλλο, θα λέγαμε, που είναι η φροντίδα για τα υλικά αγαθά, πώς θα ζήσομε, πώς θα ντυθούμε, όλα αυτά αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία. Αυτό θέλει να πει ο Κύριος. Δεν τα αρνείται. Όταν λέγει «ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει τι έχετε από ανάγκη». Διότι, αν το θέλετε, αγαπητοί μου, αυτά τα στοιχεία αποτελούν στοιχεία που ικανοποιούν την δομή μας. Αυτά είναι κατασκευαστικά δεδομένα. Δεν κατασκευαστήκαμε να τρώμε; Δεν κατασκευαστήκαμε να μην τρώμε. Εις την Βασιλείαν του Θεού, μετά την ανάσταση των νεκρών, δεν θα υπάρχει βεβαίως τροφή. Ούτε θα υπάρχει ανάγκη ενδύματος ή κατοικίας. Εφόσον είμεθα εις τον παρόντα κόσμο και ο τρόπος, η δομή της κατασκευής μας, η κατασκευή μας είναι τέτοια, έχομε ανάγκη από όλα αυτά. Δεν θέλει λοιπόν ο Κύριος να πει «Αυτά πετάξτε τα, δεν σας είναι χρήσιμα». Δεν μιλάει σαν τον Διογένη τον κυνικόν, που… «δεν σου χρειάζεται τίποτα, έξω από την φούχτα σου, για να πιεις νερό». Όχι. Χρειάζονται. Όλα χρειάζονται. Κι ο ίδιος ο Κύριος έκανε χρήση του πολιτισμού της εποχής Του, εν μέτρω φυσικά. Αλλά σας ξαναλέγω, ότι το θέμα Του δεν είναι εκεί, αλλά είναι ότι άλλα έχουν την προτεραιότητα· και άλλα έπονται.
Ας προσεγγίσουμε όμως αυτό το τελικό Του συμπέρασμα ότι «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» κτλ. Ο Κύριος λοιπόν είπε: «Ζητεῖτε τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητείτε. Το ρήμα «ζητῶ» στην αρχαία ελληνική, είναι πιο ισχυρό από το ρήμα «αἰτῶ». Θυμηθείτε εκείνο που είπε ο Κύριος: «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται, ζητεῖτε καί εὑρήσετε». Οπότε λοιπόν το «ζητῶ» είναι ισχυρότερον του «αἰτῶ». Τι σημαίνει αυτό; Θα το δούμε πάλι από την Αγία Γραφή, όταν θυμηθούμε ακόμη την παραβολή της απωλεσθείσης δραχμής, που εκείνη η γυναίκα, λέγει, έψαξε να βρει την δραχμή που έχασε και ζητεί, λέει ο Κύριος στην παραβολή, «ζητεῖ ἡ χήρα γυναῖκα ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ». Ώστε λοιπόν επιμελώς ζητεί. Ή αν το θέλετε, εκείνη την άλλη παραβολή που αναφέρεται εις την Βασιλείαν του Θεού «ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλούς μαργαρίτας». Με έμπορο που ζητεί καλά μαργαριτάρια. Ζητάει. Τι θα πει λοιπόν «ζητῶ»; Το ρήμα «ζητῶ» έρχεται να μας πει ότι «ψάχνω να βρω κάτι, κάτι που έχασα ή κάτι που είναι κρυμμένο ή κάτι που είναι μακρινό ή κάτι που είναι δύσκολο». Κρατήστε παρακαλώ αυτά τα σημεία, για να δείτε, ως προς την Βασιλείαν του Θεού, τι θέλει να πει ο Κύριος. Τι είπε ο Κύριος; «Ζητεῖτε τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή; Σαν κάτι να είναι χαμένο, σαν κάτι δύσκολο, σαν κάτι μακρινό· το οποίο τώρα πρέπει να ψάξομε να το βρούμε.
Πράγματι. Οι πρωτόπλαστοι ήσαν μέσα εις τον Παράδεισον και δεν είχαν ανάγκη να βρουν τον Παράδεισον, διότι ετοποθετήθηκαν μέσα εις τον Παράδεισον. Αλλά από την στιγμή όμως που έχασαν οι άνθρωποι τον Παράδεισον, τότε, για να δείξει ο Κύριος ότι για να ξαναποκτηθεί ο Παράδεισος χρειάζεται έρευνα, χρειάζεται κόπο, φροντίδα, δάκρυα, άσκηση· ότι δεν είναι εύκολο πράγμα, γιατί ο άνθρωπος μετά την πτώση του εχαλάρωσε τις δυνάμεις του, τις νοητικές, τις συναισθηματικές και τις βουλητικές, και συνεπώς είναι κάτι πολύ δύσκολο για να βρει την Βασιλεία του Θεού… Θυμηθείτε εκείνον τον πλούσιον νεανίσκον, ο οποίος επεθύμει μεν, δεν μπορούσε όμως να ξεκολλήσει από εκείνα τα πράγματα με τα οποία ήταν δεμένος και συγκεκριμένα με τον πλούτον. Ακόμη ο Κύριος μας είπε ότι η πύλη που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού είναι στενή. Στενός είναι και ο δρόμος. Και συνεπώς θέλει κόπο, δυσκολία, ιδρώτα.
Ακόμη, η αναζήτηση της Βασιλείας του Θεού πρέπει να είναι επίμονη. Να έχει διάθεση εκείνος που την ζητάει, αρπακτική! Η Βασιλεία του Θεού, είπε ο Κύριος, βιάζεται(δηλαδή υφίσταται βιασμόν· άλλο ισχυρότερο ρήμα του «ζητώ» το «βιάζω») «καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν». Άλλο ρήμα το «ἁρπάζω». Βλέπετε πόσο ισχυρά ρήματα. Για να δείξει ο Κύριος ότι η Βασιλεία του Θεού για να κατακτηθεί -είπα «κατακτηθεί»-πρέπει να γίνει κανείς ούτε λίγο ούτε πολύ, βιαστής και άρπαγας. Όχι χρημάτων. Αλλά της Βασιλείας του Θεού· που δείχνει ότι δεν σου παραδίδεται η Βασιλεία του Θεού εύκολα. Γι΄αυτό, έκτοτε, μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων, η Βασιλεία του Θεού, αγαπητοί μου, ψάχνεται, ερευνάται. Κι αν το θέλετε, για να βρει κανείς, γιατί τι είναι η Βασιλεία του Θεού, δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτός ο Θεός. Αυτό είναι όλο η Βασιλεία του Θεού. «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή ἳνα γινώσκωσί σε, τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας, Ἰησοῦν Χριστόν». Είναι λοιπόν αυτή η γνώσις, αυτή η θεωρία του Θεού. Γι΄αυτό ο άνθρωπος μέσα εις τον Παράδεισον έβλεπε τον Θεό. Τώρα πια δεν τον βλέπει. Πρέπει να ψάξει για να Τον δει, να Τον βρει, να Τον δει. Εκεί μέσ’ τον Παράδεισον, υπήρχε άνεσις. Ήρχετο ο Θεός Λόγος και είχε μία κοινωνία με τους πρωτοπλάστους.
Τώρα δεν είναι πια τα πράγματα έτσι. Λέγει πολύ πολύ χαρακτηριστικά το βιβλίον της Σοφίας Σειράχ εις το 4ο κεφάλαιο τα εξής: «Διεστραμμένος πορεύεται μετ' αὐτοῦ ἐν πρώτοις» –Ποιος πορεύεται; Η Σοφία. Ποια είναι η Σοφία; Η Ενυπόστατος Σοφία, ο Θεός Λόγος· που έγινε κατοπινά άνθρωπος. «Πορεύεται», λέγει, «μετ’ αυτού, μετά του ανθρώπου, κατ΄αρχάς διεστραμμένα». «Διεστραμμένα» όχι με την έννοια την ηθική. Αλλά με την έννοια την τεχνική. Δηλαδή κάτι που διαστρέφεται, κάτι που δεν είναι ευθεία γραμμή αλλά είναι στενωπή, δρομάκια από δω, ανηφορίτσες από κει, κατηφορίτσες από κει, κάτι δύσκολο. «Στην αρχή», λοιπόν, λέγει, «η Σοφία πηγαίνει… -εννοείται, εκείνος που την αναζητά την Σοφία- αναμφισβήτητα πηγαίνει μαζί του δύσκολα». Ακούστε· το υπογραμμίζω. Δύσκολα. «Φόβον δέ καί δειλίαν ἐπάξει ἐπ' αὐτόν (:θα του δώσει, θα του φέρει φόβο και δειλία) καί βασανίσει αὐτόν ἐν παιδείᾳ αὐτῆς ( – το υπογραμμίζω ιδιαιτέρως αυτό το σημείο. Και θα τον βασανίσει τον άνθρωπο στην δική της βασανιστική παιδαγωγία. Τ’ ακούσατε; Θα τον βασανίσει) ἔως οὗ ἐμπιστεύσῃ τῇ ψυχῇ αὐτοῦ καί πειράσῃ αὐτόν ἐν τοῖς δικαιώμασιν αὐτῆς» -έως ότου, λέγει, του δημιουργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Δηλαδή την πίστη. Έως ότου αναπτυχθεί η πίστις. Και θα τον υποβάλει, «πειράσῃ», θα τον δοκιμάσει διά των εντολών σε δοκιμασίες). «Καί πάλιν ἐπανήξει κατ' εὐθεῖαν πρός αὐτόν (:και θα επανακάμψει η Σοφία. Αλλά αυτή τη φορά όχι για να βασανίσει) καί εὐφρανεῖ αὐτόν (:θα τον ευχαριστήσει, θα τον ευφράνει) καί ἀποκαλύψει αὐτῷ τά κρυπτά αὐτῆς(:και θα του αποκαλύψει τα μυστήρια του Ουρανού, τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού)». Αυτά είναι τα «κρυπτά» της Βασιλείας. Βλέπετε; Όλα αυτά εκφράζονται με το ρήμα «ζητῶ». «Ζητεῖτε πρῶτον», λέει, «τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητείτε.
Αλλά, να αναζητηθεί η Βασιλεία του Θεού, η οποία βρίσκεται με τόσο κόπο, τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι η καταξίωσις του νοήματος της ανθρωπίνης υπάρξεως. Υπάρχω για να καταξιωθώ να ζήσω μέσα σε μία κατάσταση, μέσα στην Βασιλεία του Θεού. Να πώς το είπε ο Κύριος: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου». «Ελάτε να κληρονομήσετε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία»· που ετοιμάστηκε τότε που εθεμελιούτο η Δημιουργία. Ώστε λοιπόν η Βασιλεία είναι έτοιμη για μένα! Ναι. Με έκανε ο Θεός για την δική Του την Βασιλεία. Καταξιώνω λοιπόν την ύπαρξή μου, όταν βρεθώ τελικά εις την Βασιλείαν του Θεού. Οι ασεβείς δεν καταξιώνουν την ύπαρξή τους. Γιατί θα βρεθούν εις την αιωνία κόλαση. Και αυτό είναι το φοβερόν. Ότι δεν καταξιώνουν την ανθρωπίνη τους ύπαρξη. Την αφήνουν και πηγαίνει τσάμπα -ας μου επιτραπεί η λέξις. Την κατασπαταλούν. Την ξοδεύουν εκεί που δεν θα έπρεπε να την ξοδέψουν και συνεπώς δεν την καταξιώνουν.
Αλλά ακόμα, αν θέλετε, η Βασιλεία του Θεού είναι και η θεωρία του προσώπου του Θεού. Το εζήτησε ο Ίδιος ο Κύριος από τον Πατέρα Του τον Ουράνιον: «Πάτερ», λέγει, «οὕς δέδωκάς μοι (:εκείνους που μου έδωκες. Τους μαθητάς και διά των μαθητών όλους τους πιστούς) θέλω ἵνα ὅπου εἰμί Ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ (όπου είμαι, να είναι κι εκείνοι μαζί μου -Καταπληκτικό, δηλαδή) ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν (:για να βλέπουν την δική μου την δόξα -Και κανείς δεν μπορεί να δει την δόξα του Θεού, εάν δεν έχει και ο ίδιος δόξα) ἥν δέδωκάς μοί ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου».
Ακόμη, αν θέλετε, κατά έναν θριαμβευτικόν τρόπον, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως λέγει: «Καί ὄψονται τό πρόσωπον Αὐτοῦ (και θα δουν το πρόσωπο του Χριστούο-οι δίκαιοι ε;) καί τό ὄνομα Αὐτοῦ ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν (και το όνομά Του στα μέτωπά τους -που σημαίνει κτήμα του Θεού, ιδιοκτησία του Θεού, κλήρος του Θεού, λαός του Θεού). Καί κέκληται τό ὄνομα Αὐτοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ» (: Και εκλήθη το όνομα… -Τι όνομα εγράφη; Ο Λόγος του Θεού, η Ενυπόστατος Σοφία, ο Ενανθρωπήσας Λόγος, ο Ιησούς Χριστός)».
Εξάλλου, πάλι λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή: «ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστί». «Θα Τον δούμε όπως είναι». Πώς είναι; Όπως έφυγε από την Γη. Αναλαμβανόμενος με πλησμονή, πλησμονή θείας δόξης. Αν το θέλετε, όπως Τον είδαν οι τρεις μαθηταί εις το Θαβώριον όρος.
Ακόμη, η Βασιλεία του Θεού είναι η μακαριότητα του Θεού στους πιστούς, η μεταφορά της μακαριότητος. Μακαριότης θα πει ευτυχία. Συνεπώς η ευτυχία που φεύγει από τον Θεό και έρχεται εις τους πιστούς, κι εκεί απολαμβάνουν αυτήν την μακαριότητα οι πιστοί, κι αυτή η μακαριότητα προσφέρεται με δύο τρόπους. Πρώτα πρώτα σαν απουσία των λυπηρών. Και ύστερα σαν παρουσία των ευφροσύνων. Σαν απουσία των λυπηρών, μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Καί ἐξαλείψει ἀπ'αὐτῶν ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι (:δεν υπάρχει πια θάνατος) οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος, οὐκ ἔσται ἔτι (:δεν υπάρχει πια). Ὅτι τά πρῶτα ἀπῆλθον (:οι πρώτες καταστάσεις, η πρώτη βαθμίδα, η επιγεία ζωή του ανθρώπου πέρασε. Πέρασε)».
Και η παρουσία των αγαθών: «Ἐγώ τῷ διψῶντι -λέγει ο Κύριος- δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος δωρεάν (:Σε εκείνον που διψά θα του δώσω Εγώ, λέγει ο Κύριος) ὁ νικῶν ἔσται αὐτῷ ταῦτα (:όλα αυτά ανήκουν σε εκείνον που θα έχει νικήσει) καί ἔσομαι αὐτῷ Θεόν καί αὐτός ἔσται μοι υἱός». Ιδού η μακαριότητα. «Ότι Εγώ θα είμαι για κείνον Θεός, κι εκείνος θα είναι για μένα υιός, παιδί». Κι όπως το παιδί απολαμβάνει τα αγαθά του Πατέρα Του, έτσι και ο άνθρωπος θα απολαμβάνει τα αγαθά του ουρανίου Πατρός.
Ακόμη είπε ο Κύριος, αγαπητοί: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». «Να ζητάτε πρώτα την Βασιλείαν του Θεού». Αυτό το «πρῶτον» βέβαια σε σχέση με ό,τι νομίζετε ότι έχετε ανάγκη από την ζωή. Δηλαδή θες να ντυθείς; Θες να φας; Ναι. Θες χρήματα; Ναι. Αλλά αυτά σε σχέση με την Βασιλεία του Θεού. Συνεπώς πρώτα η Βασιλεία του Θεού. Ύστερα αυτά. Αυτό το «πρῶτον» όπως λέγει ο Ζιγαβηνός «ἀντί τοῦ ἐξαιρέτως καί μάλιστα». Δηλαδή όλως εξαιρετικά, κατ’ εξοχήν, μάλλον μάλιστα. Κατά το μάλλον και μάλλον και μάλλον πρέπει να ζητάτε την Βασιλείαν του Θεού. Πρώτο πρώτο. Αυτό θα πει «ὅλως ἐξαιρέτως καί μάλιστα». Όπως δε, διασώζουν δύο εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, έχομε και μίαν άλλη γραφή από το Ευαγγέλιον είναι η εξής: «Αἰτεῖτε τά μεγάλα καί τά μικρά ὑμῖν προστεθήσεται ( :Ζητάτε τα μεγάλα και τα μικρά θα σας προστεθούν)· αἰτεῖτε τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητάτε», λέγει, «τα επουράνια και τα επίγεια θα σας προστεθούν». Είναι δηλαδή μία άλλη γραφή.
Έτσι βλέπομε εδώ ότι ο Κύριος δίδει, αυτό θέλω να προσέξομε, μία ιεράρχηση των θεμάτων. Ιεράρχηση των θεμάτων. Τι είναι πρώτο και τι είναι δεύτερο. Τι είναι τρίτο και τι είναι δέκατο. Όπως και οι εντολές όταν λέμε «Εντολή πρώτη: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου.. Εντολή πέμπτη: το -το, εντολή δεκάτη: το- το…». Δεν σημαίνει ότι… πώς να τα κάναμε, έπρεπε να δώσομε μία αρίθμηση. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Δεν είναι τυχαία η αρίθμησις, αλλά είναι κατά μίαν ιεράρχησιν. Αν το θέλετε, οι τέσσερις πρώτες εντολές αφορούν στη σχέση μας με τον Θεό, και η παράβασή τους δεν είναι αμαρτία αλλά είναι ασέβεια, και οι άλλες έξι εντολές είναι σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, και δεν είναι ασέβεια, αλλά είναι αμαρτία. Συνεπώς η αρίθμησις, ένα, δύο, τρία, είναι όχι τυχαία αλλά σκόπιμη. Όπως κι εδώ. Όταν λέει: «Πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» -θα πει πρώτο. Το δεύτερο είναι δεύτερο. Το τρίτο είναι τρίτον. Μην κάνομε, αναποδογυρίζομε τα πράγματα και έχομε πρώτα εκείνα που είναι τελευταία και τελευταία εκείνα τα οποία είναι πρώτα.
Δυστυχώς, από την στιγμή που οι πρωτόπλαστοι έχασαν από τον οπτικό των ορίζοντα τον Θεόν Λόγον, εχάλασε μέσα τους η δυνατότητα να προσδιορίζουν ιεραρχικά τα πράγματα. Κι έτσι αυτή η κλίμακα ιεραρχήσεως έχει ανατραπεί. Βάζομε το πάνω κάτω και το κάτω επάνω. Πάρτε παράδειγμα, σε όλες τις εποχές και στην εποχή μας, οι άνθρωποι δίνουν προτεραιότητα στα υλικά αγαθά, τι μισθό θα έχομε, τι αυτοκίνητο θα έχομε και εν παρόδω μιλάμε για την Βασιλεία του Θεού, εν περιθωρίω θέτομε την Βασιλείαν του Θεού. Βλέπετε; Ότι χάσαμε αυτήν την ικανότητα να μπορούμε τα πράγματα να τα ιεραρχούμε.
Ο Κύριος γιατί ήλθε; Ήλθε να μας διορθώσει αυτήν την αμαρτωλή αντιστροφή. Αυτό δηλαδή το αμαρτωλό αναποδογύρισμα. Και πρέπει να καταλάβομε ότι είναι πολύ δύσκολο, ακόμη θεωρητικά εάν το αντιληφθούμε, πρακτικά να το εφαρμόσομε. Να τα βάλομε τα πράγματα στη σειρά τους.
Ακόμη ο Κύριος μάς είπε μαζί με την Βασιλείαν του Θεού, να ζητάμε και την δικαιοσύνη Αυτού. Τι είναι η δικαιοσύνη; Μήπως είναι η δικαιοσύνη πού θα ζητούσαν οι άνθρωποι.. «Κύριε, δεν βλέπεις τι γίνεται πάνω στη Γη; Έλα να επιβάλεις την δικαιοσύνη Σου και να επιβάλεις μία τάξη;». Ή «να επιβάλεις την δικαιοσύνη στην κατανομή των υλικών αγαθών;». Όχι αγαπητοί μου, όχι. Λέγει ο Ζιγαβηνός ότι «ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ καθ΄όλου ἀρετή». Δηλαδή δικαίωσις και δικαιοσύνη στην Αγία Γραφή θα πει, εκτός από την στενή σημασία «δικαιοσύνη» θα πει και αγιότητα. Συνεπώς το θέμα είναι να ζητάτε την αγιότητα του Θεού. Ο Θεός βέβαια είναι το πρότυπον της αγιότητος. Το πρότυπον. Πρέπει να μάθομε δηλαδή ποια είναι αυτή η αγιότητα του Θεού. Ο Κύριος είπε: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, τέλειος ἐστίν». «Να είσαστε τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας, το υπόδειγμα, το πρότυπον. Στον ουρανό είναι τέλειος».
Τι είναι λοιπόν το να ζητώ την αγιότητα του Θεού; Να καταξιώσω το «καθ' ὁμοίωσιν». Έγινα κατ΄εικόνα, θέλω δεν θέλω. Είμαι άνθρωπος, θέλω δεν θέλω. Αλλά το «καθ' ὁμοίωσιν», αν θέλω. Όχι «θέλω δεν θέλω». Αν θέλω. Συνεπώς τι είναι να ζητήσω την αγιότητα του Θεού αφού ο Θεός είναι Άγιος; Να καταξιώσω το «καθ' ὁμοίωσιν». Ο Απόστολος Παύλος είπε: «Διώκετε τόν ἁγιασμόν οὗ χωρίς (:χωρίς τον Οποίον) οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον». Η αγιότητα, μην ξεχνάμε, ότι έρχεται από τον Θεόν. Από τον Θεόν στον άνθρωπο. Αν εκείνος φυσικά την ζητήσει την αγιότητα. Και πάλι η αγιότητα γίνεται οδός που οδηγεί τον άνθρωπο προς τον Θεό. Από τον Θεό η αγιότητα και ξαναγυρίζει πάλι πίσω. Και γίνεται δρόμος, για να φθάσει ο άνθρωπος στον Θεό. Δεν έχομε παρά να θυμηθούμε την κλίμακα του Ιακώβ. Στην κορυφή της κλίμακος προβάλλεται ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι κάτω. Οφείλει να ανεβεί την κλίμακα. Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να ανεβεί στον ουρανό, εάν δεν ριφθεί η κλίμακα από τον Ουρανό στη Γη, αν δεν στηθεί η Κλίμακα. Και τότε ανεβαίνει ο άνθρωπος προς τα εκεί. Αν θέλει.
Ο Κύριος ακόμα είπε: «Καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Όλα αυτά θα σας προστεθούν». Ποια; Όλα τα άλλα. Βλέπετε; Δεν αρνείται ο Κύριος τα αγαθά. Αλλά θέλει να μας πει ότι πρώτα είναι τα ουράνια και μετά τα επίγεια. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶπε δοθήσεται ἀλλά προστεθήσεται». Δεν είπε «θα σας δοθούν» αλλά «θα σας προστεθούν». Διότι δεν είναι κάτι το ξεχωριστό τα επίγεια αγαθά· αλλά θα ‘ρθουν να προστεθούν σε εκείνα τα οποία ήδη θα έχομε ζητήσει.
Αγαπητοί μου, ο Κύριος με την Ενανθρώπησή Του και με την διδασκαλία Του μας έβγαλε από το σκοτάδι και την σύγχυση των αξιών. Τι αξίζει και ακόμη τι είναι πρώτο και τι είναι δεύτερο απ’ ό,τι αξίζει. Κι έδωσε το μέτρο όλων των πραγμάτων. Μας είπε ότι στην κορυφή βρίσκεται η αναζήτησις της Βασιλείας του Θεού. Ακόμα και η μίμησις της αγιότητος του Θεού. Μας έδωσε λοιπόν δύο κριτήρια. Την Βασιλεία Του και την αγιότητά Του. Μ’ αυτά τα δύο κριτήρια πρέπει να κρίνομε και να ζυγίσουμε και να μετρήσουμε όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου. Με αυτά πρέπει να μάθομε να βλέπομε τον κόσμον και την παρούσα ζωή. Αν υποτεθεί ότι ανατρέπουμε τα πράγματα, τότε κινδυνεύομε να χάσουμε την Βασιλεία του Θεού και να αστοχήσουμε βαριά και αμετάκλητα από τον προορισμό μας. Γι΄αυτό ας ξανακούσουμε άλλη μια φορά τα λόγια του Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».