†.Μπροστά μας, αγαπητοί μου, η παραβολή του ασώτου υιού. Είναι μία παραβολή γεμάτη από άφθαστη διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Πάνω σε αυτήν πρέπει να σκύβει και να καθρεπτίζεται ο κάθε άνθρωπος. Είτε ανήκει εις την κατηγορία του ασώτου υιού, είτε ανήκει εις την κατηγορία του πρεσβυτέρου υιού. Γιατί ο μεν άσωτος ζητούσε μία παράλογη ελευθερία, ο δε πρεσβύτερος έπασχε από την φοβερή νόσο του φθόνου. Πάνω σ’ αυτήν την παραβολή, πρέπει, όπως είπαμε, να καθρεπτίζονται οι λαοί και οι γενεές. Μεστή εικόνων η παραβολή αυτή.
Αλλά εμείς, επειδή είναι απέραντη παραβολή, ας ασχοληθούμε μόνον με τον νεότερον υιόν, τον άσωτον υιόν. Κι όχι βεβαίως, παρά μόνον για να δούμε την δαπάνη της ελευθερίας του. Τι κόστισε η ελευθερία του. Βέβαια κάθε ελευθερία κοστίζει. Ο Θεός μάς έκανε ελευθέρους. Δεν υπάρχει αντίρρησις γι'αυτό. Αλλά πολλές φορές, όμως, αυτή η ελευθερία, όταν ο άλλος θέλει να μας την αφαιρέσει, κοστίζει. Κοστίζει μέχρις αίματος. Όπως είναι μια εθνική ελευθερία. Ή όπως είναι μια κοινωνική ελευθερία. Αλλά μια χειραφέτηση από τον Θεό κοστίζει περισσότερο από κάθε άλλου είδους ελευθερία.
Έτσι, ας διατρέξομε την πορεία του νεοτέρου υιού. Ήταν ευτυχής εις το σπίτι του πατέρα. Ήταν πλούσιος ο πατέρας. Δεν έλειπε τίποτε. Ούτε είχε καμία δέσμευση, όπως εξάλλου φαίνεται κι από τη συνέχεια της ιστορίας. Είναι ο Θεός Πατήρ πλούσιος σε όλα τα αγαθά. Όλα δικά Του είναι· δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι δικό Του. Και οι άνθρωποι είναι τα παιδιά Του. Και οι άνθρωποι, αφού έχουν πλούσιο πατέρα, έχουν αυτά που έχει ο πατέρας. Τους έδωσε το αυτεξούσιο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από το αυτεξούσιο, την ελευθερία της βουλήσεως… Σε τέτοιο άπλωμα, σε τέτοια έκταση, που να φθάνει να μπορεί ο άνθρωπος να αρνηθεί τον Θεόν, ακόμη και να Τον υβρίσει. Έχει δώσει αυτήν την ελευθερίαν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο η ελευθερία. Κι όλα τ΄ άλλα τα αγαθά.
Και να μια πρώτη πρόταση. Λέγει ο νεότερος υιός εις τον πατέρα, ξαφνικά, χωρίς λόγον… Θα μου πείτε: «Ξαφνικά;». Βέβαια μπορούμε να αντιληφθούμε εκείνα τα οποία δεν αναφέρονται εις την παραβολήν. Ποιος ξέρει, αυτές οι λεγόμενες «διακινούμενες ιδέες», αυτές οι λεγόμενες «μοντέρνες θεωρίες»… Τις διάβασε; Τις άκουσε; Έκανε συντροφιά με άλλους και τις πήρε; Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή να πει στον πατέρα του: «Δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». «Δώσε μου εκείνο που μου ανήκει από την περιουσία μου». Ποια περιουσία σου, νεαρέ μου; Ποια περιουσία σου; Και γιατί σου ανήκει; Θα σου δώσει ο πατέρας σου. Να το πάρομε κατ’ άνθρωπον. Θα σου δώσει ο πατέρας σου. Γιατί βιάζεσαι; Γιατί θέλεις να φύγεις; Τι θέλεις να κάνεις;
Ο άνθρωπος, βλέπομε, ζητά την χειραφέτησή του από τον Θεό. Θέλει να μην είναι κοντά στον Θεό. Ζητά δε να συναποκομίσει ό,τι ο Θεός τού έχει δώσει. Και μάλιστα ό,τι αποτελεί -ας το πούμε έτσι, κατ΄άνθρωπον- προίκα, περιουσία. Εδώ ποια είναι αυτή η περιουσία; Είναι η προίκα της ελευθέρας ανθρωπίνης του προσωπικότητος. Είναι το «κατ’ εικόνα». Παμμέγιστη προίκα· την οποία προίκα δεν έχουν ούτε οι άγιοι άγγελοι. Ο άνθρωπος, σε κάποιο σημείο, είναι ανώτερος από τους αγίους αγγέλους. Είναι πλουσιότερος από τους αγίους αγγέλους. Στους αγίους αγγέλους, παρότι είναι λογικά όντα, δεν αναφέρεται ότι είναι «κατ’ εικόνα Θεού»· διότι απλούστατα το «κατ’ εικόνα» δεν περιορίζεται εις την λογικήν. Ούτε ακόμη και εις την ελευθερίαν την οποίαν έχουν οι άγγελοι. Γι'αυτό και κάποιοι έφυγαν από τον Θεό. Κι έγιναν δαίμονες.
Το «κατ’ εικόνα» είναι πολύ βαθύτερο. Είναι εκείνο που θα έπαιρνε ο Υιός του Θεού, δηλαδή την ανθρωπίνη Του φύση, την ανθρωπίνη μας φύση, αυτό αποτελεί στο σύνολό του το «κατ’ εικόνα». Δεν είναι μόνο εις την ψυχήν· είναι και εις το σώμα. Προσέξατέ το αυτό. Ίσως πολλοί δεν το γνωρίζουν αυτό. Ότι το «κατ’ εικόνα» επεκτείνεται και εις αυτήν την ανθρωπίνη φύση. Λέγει ο άγιος Ειρηναίος ότι επειδή ακόμη δεν είχε εμφανισθεί η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου, γι'αυτό η Παλαιά Διαθήκη λέγει «κατ΄εικόνα Θεού» και έτσι νομίζομε ότι αναφέρεται μόνον εις την ψυχήν. «Δεν ήτο», λέγει ο άγιος Ειρηναίος, «η πλήρης έκφρασις, η πλήρης διατύπωσις». Και δεν έγινε βεβαίως ο Ιησούς Χριστός κατ’ εικόνα του ανθρώπου. Αλλά ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα του Θεού Λόγου, που ενηνθρώπησε, έστω κι αν η Ενανθρώπησίς Του είναι μεταγενεστέρα. Δεν έκανε ο Θεός Λόγος τον Αδάμ τέτοιον, για να γίνει ο Θεός Λόγος αυτό που είναι ο Αδάμ. Αλλά ο Αδάμ έγινε εκείνο που ήθελε να γίνει ο Θεός Λόγος. Και η εικόνα, λοιπόν, αυτή, είναι στην πληρότητα της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όχι μόνον εις την ψυχήν.
Έτσι επήρε αυτό το «κατ΄εικόνα» ο άνθρωπος. Λέγει δε ο άνθρωπος καθ’ εαυτόν: «Αισθάνομαι ωριμότητα. Δεν έχω ανάγκη πλέον ηγεμονεύσεως από τον Θεόν. Έχω απεριόριστες δυνατότητες του νου. Επινοώ ό,τι θέλω. Αναπτύσσω πολιτισμόν όπως τον θέλω. Η τεχνολογία είναι στα χέρια μου. Μπορώ, λοιπόν, να αναπτύξω ακόμη και κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς και ευταξίας. Και ηθικής κώδικα μπορώ να αναπτύξω εγώ. Δεν έχω ανάγκη να μου πει ο Θεός τι πρέπει να κάνω. Δεν έχω ανάγκη από τις εντολές Του. Δεν έχω ανάγκη από το Ευαγγέλιον. Είμαι αυτάρκης. Εγώ ό,τι επινοήσω, εγώ ό,τι θέλω. Τα μπορώ όλα. Κι αν σήμερα δεν μπορώ όλα, αύριο θα μπορώ». Και σημειώνει η παραβολή: «Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν – «οὐσία» θα πει περιουσία- αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
Λέει ένας αρχαίος σχολιαστής: «Τὸ ‘’ἀπεδήμησεν’’, οὐ τοπικῶς νοήσεις ἀλλὰ προαιρετικῶς». Όχι ότι έφυγε και πήγε σε άλλο τόπο –ο Θεός είναι πανταχού παρών- αλλά έφυγε προαιρετικά. Με την προαίρεσή του φεύγει. «Ἀπὸ Θεοῦ ἀπέστη καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτοῦ(:Έφυγε απ’ τον Θεό και ο Θεός απ’ αυτόν)». Και όπως λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος: «Η μακρινή χώρα σημαίνει πλήρη επιλησμοσύνη του Θεού». Και το είδαμε αυτό. Ξέχασαν τον αληθινό Θεό οι άνθρωποι. Κάποιες λίγες γενεές μετά από τον Αδάμ, ξέχασαν τον αληθινό Θεό. Κι επειδή είναι έμφυτο το θρησκευτικόν αίσθημα, έμφυτον, όσες φορές έγινε προσπάθεια να εκριζωθεί, ματαιοπόνησαν, είτε οι ίδιοι οι άνθρωποι για τον εαυτό τους, είτε για να επιβάλλουν την α-θρησκείαν, την αθεΐαν εις το σύνολο το οποίο κατοικούν, μένουν· είναι έμφυτο το θρησκευτικόν αίσθημα· γι'αυτό, αφού ελησμόνησαν τον αληθινό Θεό, έφυγαν από προσώπου Θεού, πολύ φυσικό ήτο να λατρεύσουν αυτό το οποίο ήταν μπροστά τους. Και το οποίο θεωρούσε ο άνθρωπος σαν μεγαλύτερό του, ανώτερό του. Την φύσιν. Την κτίσιν. Απέναντί μας έχομε τον Όλυμπο, αγαπητοί μου. Κι ο άνθρωπος λατρεύει τα στοιχεία της φύσεως. Τον κεραυνό του Δία. Κ.ο.κ. Την φουρτουνιασμένη θάλασσα. Λέει ότι ο Ποσειδών με την τρίαινά του, την ταράσσει. Στέκεται μπροστά στη σοφία και την ονομάζει «θεά Αθηνά»· κ.ο.κ.
Για να συμπληρώσει σε αυτό το –επιτρέψατέ μου τη λέξη- σ’ αυτό το «φευγιό», σ’ αυτήν την αναχώρηση. Ο Ζιγαβηνός: «Πόρρω τοῦ Θεοῦ γίνονται οἱ ἁμαρτάνοντες, οὐκ ἀναχωρήσει τόπου, ἀλλ΄ ἀναχωρήσει τῆς ἀρετῆς». «Εκείνοι που αμαρτάνουν, απομακρύνονται από τον Θεόν». Όχι βεβαίως σε σχέση με τον τόπον, γιατί είπαμε ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, αλλά σε σχέση με την αρετή και με την γνώση του Θεού. Για να μην πω ότι επειδή ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος, κάποτε αναζητά να φύγει και τοπικώς. Γιατί ίσως αγνοεί ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Θέλει να φύγει, θέλει να φύγει, όταν η συνείδησή του τον πληροφορεί για κάτι άσχημο…
Κάποτε ένας βασιλιάς του Βυζαντίου, είχε σκοτώσει τον αδελφό του, για να μην του πάρει τον θρόνο. Υπέφερε πολύ. Άλλαζε δωμάτια μέσα στο παλάτι. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Επήγε εις την Σικελίαν για ένα ταξίδι αναψυχής. Εκεί δε, κατά το «οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται», κάποιοι τον εδολοφόνησαν. Γύρευε όμως κάπου να πάει. Πού; Πίσω από τον ήλιο. Να μην τον βλέπει ο Θεός. Ο Θεός, όμως, είναι πανταχού παρών.
Επήγε, λέει, εις χώραν μακράν. Η μακρά χώρα είναι έμβλημα της χειραφετήσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Έμβλημα είναι. Ο άνθρωπος δεν θέλει να θυμάται την ιδέα του Θεού. Τον ενοχλεί. Του θυμίζει -να χρησιμοποιήσω μια σύγχρονη έκφραση- του θυμίζει κατεστημένο. Το έχει διακηρύξει δια πολλών. Ότι ο Θεός είναι κατεστημένον. Ταλαίπωρε, φτωχέ άνθρωπε, είπες τον ήλιο «κατεστημένον»; Φτωχέ άνθρωπε, είπες το ψωμί «κατεστημένον»; Ανόητε άνθρωπε, είπες τον αέρα «κατεστημένον»; Για να θες να τα αλλάξεις αυτά; Αισθάνεται δέσμευση της ελευθερίας του. Και θεωρεί τον Θεόν, ο σύγχρονος άνθρωπος, κακούργον! Που του δεσμεύει την ελευθερία. Κατάσταση δε πνιγηρά, ανυπόφορη, κοντά στον Θεό.
Και εκεί –σημειώνει ο Κύριος – «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ», «ἐκεῖ μακράν», «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ», σκόρπισε την περιουσία του. Αυτό το «διεσκόρπισεν» δείχνει αυτό που λέγει πάλι ένας εκκλησιαστικός ερμηνευτής, ότι «διέφθειρεν τὴν τῆς ψυχῆς εὐγένειαν». Διότι τι είναι παρακαλώ η «οὐσία», η περιουσία; Το «κατ’ εικόνα», σας είπα. Εκεί το κατέστρεψε, το διέφθειρε. Διεστράφη το «κατ’ εικόνα». Επαλαιώθη το «κατ’ εικόνα». Όλες οι δυνατότητες του ανθρώπου, μετεστράφησαν, παρεδόθησαν στην διαστροφή, στον δαιμονισμό. Έγινε εφευρέτης κακών. Η φράσις είναι του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Ο νους στρέφεται στην εξόντωση του συνανθρώπου. Το συναίσθημα υπηρετεί την ποικίλη ηδονή. Η βούλησις; Ακάθεκτη ζητά την πραγμάτωση της αποστασιαζομένης ευημερίας. Μιας ευημερίας μακράν του Θεού. Και λέγει ο Θεοφύλακτος: «Ἐπειδὰν γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἀποστῇ ἀπὸ Θεοῦ καὶ μακρὰν ἑαυτὸν ποιήσει τοῦ θείου φόβου, πάντα τὰ θεῖα δῶρα ἐκδαπανᾷ». Εφόσον φεύγει, εφόσον εξορίζει τον φόβον του Θεού, τότε ό,τι δώρα του έδωσε ο Θεός, αυτά τα εκδαπανά, τα ξοδεύει, τα διασκορπίζει, τα σπαταλά.
Αλλά τι δαπανά; Την ίδια του την προσωπικότητα. Τι δαπανά; Την ίδια του την ύπαρξη. Κι αυτό, για να αποκτήσει δήθεν, τάχα, την ελευθερία του. Και συνεπώς το κόστος αυτής της κακώς νοουμένης ελευθερίας, είναι τρομακτικά τεράστιον. Αφού ο ίδιος ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται.
Τι σημαίνει «ζῶν ἀσώτως»; Λέγει ο Ζηγαβηνός: «Ἀφειδῶς, ἀκρατῶς, ἀκολάστως». Προσπαθεί να σπαταλήσει. Είναι η βάναυση σπατάλη των ταλάντων που έλαβε από τον Θεό σαν προίκα του. Και το αποτέλεσμα… Αυτά που ακούτε όταν διαβάζομε την παραβολή του ασώτου υιού, παρακαλώ ξέρετε πού να πηγαίνει ο νους μας; Στην εποχή μας, στο περιβάλλον μας, γύρω μας. Ανάγλυφη εκφράζεται η παραβολή αυτή. Και… το αποτέλεσμα;
«Δαπανήσαντος - όπως σημειώνει ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του- δὲ αὐτοῦ πάντα (: όλα τα ξόδεψε) ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς». «Σε εκείνον τον τόπο», λέγει, «έγινε λιμός, πείνα, δυνατή πείνα». Τι εδαπάνησε; Τα πάντα. Και ανθρωπίνη αξιοπρέπεια και ηθική και υγεία ψυχής και σώματος και χρήματα. Και εστάλη να βόσκει χοίρους. Έγινε χοιροβοσκός. Χοιροβοσκός των παθών του. Γιατί χοίροι είναι τα πάθη μας, γουρούνια είναι τα πάθη μας. Κι έρχεται ο άνθρωπος να τα βοσκήσει αυτά τα πάθη του. Να αναζητήσει λίγη ευτυχία, λίγη αναψυχή. Αλλά στα πάθη δεν υπάρχει χαρά. Υπάρχει –προσέξτε- ο φαύλος κύκλος ηδονής και οδύνης. Η ηδονή φέρνει την οδύνη. Κι όταν ζητήσεις λίγο πάλι ηδονή, δια να φευγατίσεις, να απομακρύνεις την οδύνη, σου δημιουργεί αυτή η νέα ηδονή, μεγαλύτερη οδύνη. Φαύλος κύκλος… Και σ’ αυτόν τον φαύλον κύκλον, γίνεται ο άνθρωπος μία τραγική ύπαρξις. Τα «κεράτια», τα χαρούπια, τα «κεράτια» που τρώγανε οι χοίροι, δεν δίνουν ευφροσύνη, δεν δίνουν χαρά, δεν δίνουν ανάπαυση. Είναι τροφή για τα ζώα. Όχι για ανθρώπους. Προσέξτε, το λέγω μεταφορικώς. Έτσι ο άνθρωπος εξομοιούται με τα ζώα. Είναι ο θλιβερός απολογισμός, που αναφέρει ο Θεός δια στόματος ψαλμωδού: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε (:Κι ο άνθρωπος, υπάρχων εν τιμή, ως εικόνα του Θεού, δεν το κατάλαβε, δεν το ένιωσε, δεν το έβαλε στο μυαλό του) παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Συγκρίθηκε, συνεκρίθη με τα ανόητα, τα μη έχοντα λογική ζώα και ομοιώθηκε μαζί τους.
Είπαμε ότι η παραβολή, αγαπητοί, του ασώτου υιού, είναι μία εικόνα. Μία εικόνα όλων των γενεών. Ιδιαίτατα μία εικόνα της γενεάς μας. Όχι των νέων ανθρώπων. Όχι των νέων ανθρώπων… Αλλά των ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων! Τους νέους τους εδίδαξε η παλαιοτέρα γενεά. Συνεπώς όλων των ανθρώπων. Όλη η γενεά, απαξάπασα. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι άξιος πολλών δακρύων, εκεί που έχει ήδη φθάσει.
Σ’ αυτό βοηθούν: Η σύγχρονη παιδαγωγική. «Άσε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει. Μην το καταπιέζεις». Η σύγχρονη παιδαγωγική. Χειραφετημένη από τον Θεό. Οι σύγχρονες διακινούμενες υλιστικές ιδέες και θεωρίες περί ζωής. Δηλαδή αρνητικές βιοθεωρίες. Το ολέθριο παράδειγμα των ταγών μιας κοινωνίας. Έτσι που να σιχαίνεσαι πια να τους βλέπεις και να τους ακούς. Σ’ όλους τους τομείς. Ο εύκολος πλουτισμός· που οδηγεί στην εγκληματικότητα σαν το ιδεώδες κοινωνικής συμπεριφοράς. Η οκνηρία του συγχρόνου ανθρώπου, που ζητά λίγο κόπο, μεγάλην αμοιβήν. Η άρνηση του Θεού και των ευαγγελικών αξιών. Όλα αυτά όμως πού οδηγούν; Ασφαλώς σε ένα αδιέξοδο. Στην κατάπτωση, στην παρακμή, στη φτώχεια. Φτώχεια όχι μόνο από χρήματα, αλλά φτώχεια από ιδέες. Φτώχεια από αισθήματα. Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε σκληρός, ανάλγητος, εκμεταλλευτής του άλλου ανθρώπου.
Και πώς μπορούμε να βγούμε, θα μου πείτε, από το τρομερό αυτό αδιέξοδο; Η παραβολή μάς δείχνει την λύση. Μας δείχνει την κάθαρση. Ο στραπατσαρισμένος υιός, άσωτος υιός, σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στον πατέρα. Να γυρίσει πίσω στον Θεό. Και να του πει: «Πατέρα μου, έκανα λάθος. Συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με. Δεν είμαι άξιος να λέγομαι παιδί σου. Νόμισα ότι η ελευθερία δεν έχει δαπάνη. Δεν φαντάστηκα ποτέ μία τόσο φοβερή δαπάνη, που πρέπει να πληρώσει κανείς, για μια ελευθερία μακριά από τον Θεό. Έγινα κουρελής και απέξω και από μέσα. Κουρελιάστηκε η ψυχή μου. Πουθενά δεν έχω ανάπαυση». Αλλά αυτό, όμως, είναι το άλλο ήμισυ της παραβολής. Το ένα μισό μάς δείχνει το κατάντημα. Το άλλο μισό μάς δείχνει την επιστροφή. Και που είναι η κάθαρση του δράματος. Αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος θα σκεφθεί να επιστρέψει στον Θεό;
Αγαπητοί, η μετάνοια όλα τα διορθώνει. Εκεί πρέπει να φθάσομε. Με μια σωστή αυτογνωσία, με ταπείνωση, αυτογνωσία, σαν πρόσωπα, σαν λαός, σαν γενιά. Περιθώρια δεν μένουν πλέον. Η Εκκλησία μας σαλπίζει αυτήν την παραβολήν. Προς υπόμνησιν. Όποιος ωρίμασε στην αποστασία και δοκίμασε τους καρπούς της και ζύγισε το πόσο κοστίζει η ελευθερία που βρίσκεται μακριά από τον Θεό, ας σκεφθεί. Ο Πατέρας στον ουρανό περιμένει. Περιμένει με χέρια ανοιχτά. Και είναι έτοιμος να δώσει την στολή την πρώτη. Εκείνη που πήραμε στο Βάπτισμα. Και την καταλερώσαμε. Και να μας αποκαταστήσει. Ναι, ο Θεός Πατήρ είναι έτοιμος να μας θεώσει.
†. «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.»
Οι λόγοι αυτοί, αγαπητοί μου, του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους, είναι βαρυσήμαντοι. Η Εκκλησία μας καταλλήλως τοποθέτησε την σημερινήν αποστολικήν περικοπήν παράλληλα με την παραβολή του ασώτου υιού. Για να δείξει, με διδασκαλία μεν λόγων, ότι όλα τα πράγματα επιτρέπονται, αλλά δεν συμφέρουν. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μάς παρουσιάζει το ίδιο πράγμα, το ίδιο θέμα με μία εικόνα. Με την εικόνα του ασώτου υιού. Ο άσωτος υιός μπορούσε να μένει, μπορούσε και να φύγει. Αλλά δεν συνέφερε να φύγει. Αυτό ακριβώς θέλει να πει ο απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, εδώ σήμερα.
«Πάντα μοι ἔξεστιν», όλα μου επιτρέπονται, «ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει» · δεν συμφέρουν όλα. Όλα μου επιτρέπονται, αλλά εγώ δεν θα εξουσιαστώ από τίποτε. Εδώ βλέπει κανείς να καθορίζει την ελευθερία ο απόστολος Παύλος, σε σχέση με την ύπαρξη· διότι όταν η ύπαρξίς μου πρέπει να κινείται κατά τρόπον ασφαλή, μία ελευθερία στην ύπαρξή μου, θα μπορούσε να είναι μοιραία, εάν είναι αδιάκριτη. Μου επιτρέπεται να πάρω και δηλητήριο. Αλλά δεν με συμφέρει, γιατί αυτό θα καταστρέψει την ύπαρξή μου. Αυτό λοιπόν θέλει πρώτα πρώρα να τονίσει εδώ, το μεγάλο αυτό θέμα της ελευθερίας και της υπάρξεως, ο Απόστολος Παύλος. Ας το σημειώσουμε αυτό.
Εάν δούμε το πράγμα εντελώς μονομερώς, δηλαδή δούμε την ελευθερία μόνο σαν κάτι το οποίο θα μπορούσε να υπάρχει αυθύπαρκτον, αγνοώντας την ύπαρξη, τότε πραγματικά η ελευθερία μας οδηγεί στην καταστροφή. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Είναι πολύ κοινό παράδειγμα, πολύ συνηθισμένο, σύγχρονο. Έχω δικαίωμα να πάρω ναρκωτικά; Έχω δικαίωμα. Μπορώ να πάρω ναρκωτικά. Μπορεί κανείς να με εμποδίσει αν εγώ θέλω; Όχι. Είμαι ελεύθερος να το κάνω; Ναι. Αυτό που θα χρησιμοποιήσω όμως, θα ωφελήσει ή θα βλάψει την ύπαρξή μου; Μήπως ακριβώς αυτή η ελευθερία οδηγήσει την ύπαρξή μου στην καταστροφή; Αναμφισβήτητα, ναι. Έτσι στην εποχή μας βλέπουμε να θεάται η ελευθερία ερήμην της υπάρξεως. Σου λέγει… «Εγώ θέλω να απολαύσω αυτό. Δεν με ενδιαφέρει τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στην ίδια μου την ύπαρξη». Ας το προσέξουμε, αγαπητοί μου, αυτό. Ο λόγος του Θεού μάς επαναφέρει σε κάτι που δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, ότι έχει μία σχέση η ελευθερία με την ύπαρξη. Αν θα έπρεπε να δούμε το θέμα υπαρξιστικά, υπαρξιακά, δηλαδή μόνο από μία φιλοσοφική πλευρά, θα μπορούσαμε να πούμε - φιλοσοφική, όχι χριστιανική- θα μπορούσαμε να πούμε, ένας που θα είχε ένα σωστό μυαλό, ότι δεν μπορεί χάριν της ελευθερίας να καταστραφεί η ύπαρξις.
Σήμερα στην εποχή που ζούμε, που λέμε ότι υπάρχει η ελευθερία, λέμε ταυτοχρόνως ότι στηρίζουμε και την ύπαρξη, γι΄αυτό και στον αιώνα μας έχουμε αυτά τα υπαρξιστικά ρεύματα, ακριβώς για να διατηρήσουμε την ύπαρξη, αλλά ματαιοπονούμε. Έχουμε βάλει αυτές τις δύο δυνάμεις να στέκονται αντίθετα. Αυτά τα δύο αγαθά, την ελευθερία και την ύπαρξη, να στέκονται αντίθετα. Ενώ το πράγμα δεν είναι έτσι. Το ένα πρέπει να περιφρουρεί το άλλο. Η ελευθερία πρέπει να περιφρουρεί την ύπαρξη. Γι΄αυτό λέγει, θα επαναλάβω, ο απόστολος Παύλος: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει». Όλα μου επιτρέπονται, αλλά όλα δεν με συμφέρουν. Γιατί; Διότι εκείνα τα οποία θα μου επετρέποντο και θα μπορούσαν να με καταστρέψουν, άρα δεν με συμφέρουν.
Είναι όμως και μία δευτέρα θέσις. Το «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.». Όλα μου επιτρέπονται, αλλά εγώ δεν μπορώ να δουλωθώ. Εδώ ακριβώς υπάρχει, στην πράξη επάνω, ένα οξύμωρο σχήμα. Είναι δυνατόν η ελευθερία να δουλώνει; Δηλαδή να υποδουλώνει; Είναι δυνατόν; Δεν είναι οξύμωρο; Σαν να λέμε: «Άναψε το φως για να γίνει σκοτάδι». Αυτό είναι το οξύμωρον σχήμα. Είναι δυνατόν λοιπόν να έχω ελευθερία και η ελευθερία να με δουλώνει; Δεν είναι δυνατόν. Αυτό λέγει ο Απόστολος: «Όλα μου επιτρέπονται. Αλλά εκείνα που μου επιτρέπονται ενδεχομένως θα φθάσουν να με υποδουλώσουν. Και αφού θα με υποδουλώσουν, τελικά η ελευθερία με οδηγεί σε μία υποδούλωση».
Και αυτό, αγαπητοί μου, συμβαίνει στην εποχή μας. Σήμερα εν ονόματι της ελευθερίας καλλιεργούμε τα πάθη. Και τα πάθη μας υποδουλώνουν. Είμεθα υποδουλωμένοι στα ίδια μας τα πάθη. Όταν βλέπετε, θα γυρίσω στο ίδιο μου παράδειγμα το προηγούμενο, εκείνον που χρησιμοποιεί τα ναρκωτικά, γιατί είναι ελεύθερος να τα χρησιμοποιήσει, όταν βλέπετε αυτόν τον άνθρωπο, τον νέο άνθρωπο ενδεχομένως, να σας λέγει: «ελεύθερα χρησιμοποίησα τα ναρκωτικά, αλλά υποδουλώθηκα, σας παρακαλώ, σώστε με»… Από τι να σε σώσουμε; Από έναν καταναγκασμόν· διότι ακριβώς αυτό σου είναι πάθος και σου δημιουργεί καταναγκασμόν. Αυτός λοιπόν ο καταναγκασμός δεν είναι ελευθερία πια· διότι είναι ακριβώς σαν το υποζύγιο που το ζεύξαμε στο μαγγανοπήγαδο, του κλείσαμε τα μάτια, το καμιτσούμε από πίσω και αυτό γυρίζει γύρω γύρω, γύρω γύρω, γύρω γύρω, εκείνη η παλιά εικόνα του μαγγανοπήγαδου που γνωρίζετε, έτσι μοιάζει ο άνθρωπος ο οποίος τελικά από την ελευθερία του οδηγήθηκε στη δουλεία.
Σήμερα, αγαπητοί μου, εν ονόματι της δουλείας, έχουμε γίνει όλοι δούλοι του διαβόλου. Όταν γυρίσουμε και γίνουμε δούλοι του Θεού, τότε γινόμαστε ελεύθεροι. Το θέμα της ελευθερίας είναι πολύ λεπτό. Δεν κυβερνούν τα πάθη την ελευθερία, αλλά η ελευθερία κυβερνά και την ύπαρξη και τον ίδιο ολόκληρον τον άνθρωπον και την πορεία του και τη ζωή του. Είναι λεπτό πράγμα η ελευθερία. Μια κακή της χρήση οδηγεί εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς.
Γιατί όμως τα είπε αυτά τα λόγια ο απόστολος Παύλος; Τα είπε, αγαπητοί μου, διότι φαίνεται, όταν είχε βρεθεί στην Κόρινθο, είχε πει στους Κορινθίους: «Πάντα μοι ἔξεστιν…». Όλα μου επιτρέπονται. Σε τι; Στο θέμα των φαγητών· διότι το θέμα των φαγητών ήταν περιορισμένο από τον νόμο τον παλιό, για λόγους παιδαγωγικούς.
Ο Θεός έλεγε: «Αυτό είναι καθαρό, εκείνο είναι ακάθαρτο. Αυτό μπορείς να το φας, εκείνο δεν μπορείς να το φας». Έτσι λοιπόν είχε πει, φαίνεται, την κουβέντα «Πάντα μοι ἔξεστιν». «Τα πάντα καθαρά στον καθαρόν», όπως λέγει κάπου αλλού. Δεν υπάρχει κάτι ακάθαρτο. Αλλά όπως συνήθως γίνεται, το λέγει κι ο απόστολος Πέτρος για τον απόστολο Παύλο αυτό, αλλά δεν είναι όμως ειδικά για τον απόστολο Παύλο, όπως συνήθως γίνεται οι άνθρωποι απομονώνουν μία φράση του λόγου του Θεού και την ερμηνεύουν όπως θα επιθυμούσαν. Μην ξεχνάτε, μην πάτε μακριά, ο απόστολος Παύλος δεν είπε : «Πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε»;. Το λέγει αυτό στους Θεσσαλονικείς. Πού αναφέρεται αυτό; Αναφέρεται στο θέμα των προφητών μέσα στην Εκκλησία, να δοκιμάζουν οι πιστοί εκείνα τα οποία λέγονται εάν είναι ορθά. Το παίρνουμε εμείς, γιατί έτσι μας αρέσει, γιατί έτσι μας συμφέρει και λέμε: «Τα πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε». Δηλαδή όλα δοκίμασέ τα. Αμαρτωλά και μη αμαρτωλά. Μάθε να κρατάς μόνο το καλό. Ναι. Αλλά αν δοκιμάσω το κακό… αν αυτό δεν με γυρίσει πάλι πίσω; Αν φυτέψω μία σφαίρα στο κεφάλι μου, για να τη δοκιμάσω, να δω πώς τάχα σκοτώνει αυτή η σφαίρα, έχω τη δυνατότητα να ξαναγυρίσω κρατώντας το καλό; Να μην το επαναλάβω αυτό;
Αγαπητοί μου, βλέπετε τι τάση έχουν οι άνθρωποι να ερμηνεύουν κατά τις επιθυμίες τους τον λόγο του Θεού; Έτσι λοιπόν κι εδώ. Ο απόστολος είπε στην Κόρινθο «Πάντα μοι ἔξεστιν», για το θέμα των φαγητών. Αλλά αυτό, το θέμα των φαγητών, είναι αδιάφορον· διότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να τρώγει. Μόνο φυσικά δεν πρέπει να υπερβεί τα όριά του. Γι΄αυτό ευθύς αμέσως λέγει: «Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν». Τα φαγητά είναι δια την κοιλίαν και η κοιλία για τα φαγητά. Όλα μου επιτρέπονται αυτά. Αλλά προσέξτε. Αν επί παραδείγματι, φάω και ξεκοιλιαστώ, αυτό δεν με συμφέρει. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει, θα έρθει κάποια στιγμή, που και η κοιλία και τα φαγητά θα καταργηθούν. Όχι όμως το σώμα. Γιατί θα αναστηθεί. Υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μπορείς να τα δοκιμάσεις. Διότι… αν θες, το κάνεις, είσαι ελεύθερος, είσαι ελεύθερος, όπως και οι πρωτόπλαστοι ήσαν ελεύθεροι να δοκιμάσουνε την αναποδιά τους και την αναχώρησή τους από τον Παράδεισο, αλλά όμως δεν συμφέρει αυτό. Κι εκείνα που δεν συμφέρουν είναι τα σαρκικά αμαρτήματα. Εκεί δεν μπορείς να πεις «θα δοκιμάσω». Εκεί είναι ο θάνατος.
Και ο Παύλος όταν ομιλεί, στους Κορινθίους ομιλεί, όπου εκεί ελατρεύετο η θεά Αφροδίτη, και η αμαρτία των σαρκικών παθών ήταν διάχυτη. Κι έρχεται και λέγει: «Δεν μπορείς να παραδώσεις το σώμα σου στην αμαρτία. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει». Και πάνω ακριβώς σε αυτό το θέμα, αγαπητοί μου, επιχειρεί κάθε απόδειξη και κάθε επιχείρημα ο απόστολος Παύλος, για να πείσει τους Κορινθίους ότι επί των σαρκικών αμαρτημάτων δεν έχουν συμφέρον να κάνουν τίποτε απολύτως. Συμφέρον έχουν να φυλάξουν τον εαυτό τους αγνό και καθαρό.
Τα επιχειρήματά του; Τα ακούσατε στην αποστολική περικοπή. Πολύ σύντομα θα σας τα πω. Πρώτον επιχείρημα: Δεν μπορείς να παραδώσεις το σώμα σου στην αμαρτία, γιατί θα αναστηθεί το σώμα σου αυτό. Το πεπτικό σου σύστημα που μπορείς σήμερα να φας, θα καταργηθεί. «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην (τήν κοιλίαν) καὶ ταῦτα (τά βρώματα) καταργήσει». Αυτά δεν θα αναστηθούν ως λειτουργία. Το σώμα όμως θα αναστηθεί. Και δεν μπορείς να το παραδώσεις στην αμαρτία. Διότι αν το παραδώσεις στην αμαρτία, θα είναι ακατάλληλο δια να εισέλθει στην βασιλεία του Θεού. «Ὁ δὲ Θεὸς», λέγει, «καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε (τον Ιησούν Χριστόν) καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ». Συνεπώς αφού θα αναστηθούμε, αφού το σώμα που θα πάρουμε θα είναι καινούριο, καινούριο, αλλά θα φέρει τα στίγματα της αμαρτίας, αν επιτελέσαμε αμαρτίες σαρκικές στον παρόντα κόσμον. Γιατί η αμαρτία έχει μεταφυσικήν και αιώνιαν διάστασιν. Πρώτον λοιπόν επιχείρημα. Θα αναστηθούμε, λέει στους Κορινθίους.
Δεύτερον επιχείρημα. Το σώμα μας είναι μέλος του σώματος του Χριστού. Πώς είναι μέλος του σώματος του Χριστού; Όταν κοινωνώ σώματος και αίματος Χριστού, γίνομαι μέλος του σώματος και του αίματος του Χριστού. Το σκεφτήκατε ποτέ, αγαπητοί μου, ότι δεν ανοίγω το νοητόν στόμα μου δια να κοινωνήσει του σώματος και αίματος του Χριστού η νοητή ψυχή μου. Ανοίγω το πραγματικό μου, το σωματικό μου στόμα. Αυτό το στόμα με τη γλώσσα και τα δόντια μέσα. Πώς να το πω; Πιο ρεαλιστικά, πώς να το πω; Για να πάρω αυτό το σώμα και το αίμα του Χριστού, κατ΄αισθητόν τρόπον. Όταν λοιπόν εγώ παίρνω το σώμα, υπογραμμίζω, και το αίμα, υπογραμμίζω, του Χριστού, εγώ, ψυχοσωματικά Τον παίρνω, αναμφισβήτητα τότε γίνομαι μέλος Του, γίνομαι μέλος του δικού Του σώματος.
Και λέγει ο Απόστολος, σε μία απορία: «Εάν υποτεθεί ότι πηγαίνω στην ανηθικότητα», λέγει, «ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;». Η Γραφή δεν λέγει ότι «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν»; Ώστε λοιπόν θα καταστήσω τα μέλη του Χριστού, μέλη ανηθίκου γυναικός, επειδή κοινωνώ και πηγαίνω και στην αμαρτία; «Μή γένοιτο», λέγει. Ακατανόητο πράγμα αυτό. Βάλτε τώρα με το μυαλό σας, αγαπητοί μου, πόσοι είναι εκείνοι οι οποίοι μετέρχονται σαρκικά αμαρτήματα κα ανεξομολόγητοι πηγαίνουν και κοινωνούν! Βάλτε με το μυαλό σας τώρα. Βάλτε τι γίνεται τώρα... Κι έτσι να φρικιά ο απόστολος μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα…
Αλλά ακόμα, είναι ναός του Αγίου Πνεύματος το σώμα μας. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο άνθρωπος και το πιο δυνατό μυαλό, ότι θα μπορούσε η ύπαρξίς του να γίνει ναός του Θεού. «Οι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο και εμείς στην πεδιάδα. Δεν υπάρχει καμία σχέσις ανάμεσα στους θεούς και τον άνθρωπο». Έτσι θα εσκέπτετο ο άνθρωπος. Ήρθε όμως ο Θεός, ο αληθινός Θεός, να μας αποκαλύψει ότι εκείνα που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ποτέ και να συλλάβουμε, είναι πραγματικότητες. Ότι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό. Ο ζων Θεός. Και ταυτόχρονα μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Και όταν ο άνθρωπος τον δέχεται τον Θεό, μάλιστα διά του Ιησού Χριστού, δηλαδή του Ενανθρωπήσαντος Θεού, τότε γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος κατοικητήριο του Θεού. Αυτό δεν μπορούσε ποτέ να το συλλάβει ο άνθρωπος. Είναι μία αλήθεια που μας αποκαλύπτεται. Και συνεπώς έρχεται το Πνεύμα του Θεού -εδώ βέβαια τονίζει το Πνεύμα του Θεού- ο όλος Άγιος Τριαδικός Θεός κατοικεί, αγαπητοί μου, στην κάθε ύπαρξη. Και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα στον άνθρωπο. Αφού κατοικεί, είναι κατοικία Του. Δηλαδή είναι ναός. Αυτό θα πει ναός. Θα πει κατοικία.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν αυτό το σώμα, αφού είναι κατοικία του Θεού, του Αγίου Πνεύματος, πώς είναι δυνατόν αυτό να παραδοθεί στην αμαρτία; Δεν είναι δυνατόν ποτέ. Αυτό μόνο ακόμη να σκεφτεί κανείς, εάν αυτόν τον υλικόν ναόν, τον βεβηλώσει κανείς, κάνοντας εδώ βρώμικες πράξεις, πώς θα εχαρακτηρίζετο; Αλλά επιτέλους αυτός ο ναός είναι λίθινος. Και ο ναός αυτός θα κατεδαφιστεί μια ημέρα. Ο ναός αυτός δεν θα μείνει στην αιωνιότητα. Λέγει ο απόστολος: «Ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος». «Εσείς», λέγει, «εσείς, οι υπάρξεις σας είσαστε ναός του ζωντανού Θεού· που αυτοί οι ναοί καταλύονται και ξαναχτίζονται». Θα πεθάνω και θα αναστηθώ. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν αυτός ο ναός του Θεού, ο ναός του Αγίου Πνεύματος, να είναι ταυτόχρονα και σπήλαιο και άντρον ληστών και βρωμεροτήτων;
Αλλά και ακόμη κάτι άλλο λέει ο απόστολος Παύλος: «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ». Δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που και τα δύο ανήκουν στον Θεό. Πώς μπορώ να δοξάσω τον Θεό με το σώμα μου; Με το πνεύμα μου το καταλαβαίνω. Δηλαδή εάν ο νους μου υψωθεί και δοξάσει τον Θεό. Με το σώμα μου πώς μπορώ να δοξάσω τον Θεό; «Δοξάζω» δεν σημαίνει «λέγω λόγια». Είναι κι αυτό. «Δοξάζω» έχει μία ευρύτερη σημασία. Μόνη η παρουσία μου ως άγιος, αυτό ακριβώς είναι μία δοξολογία στον Θεό. Εάν δηλαδή εγώ ετήρησα το σώμα μου σε αγνότητα, δεν το άφησα να γίνει κατοικητήριο δαιμόνων, κατοικητήριο ανηθικότητος, τότε αυτό το ίδιο το σώμα μου είναι μία δοξολογία εις τον Θεό. Παίρνει μία δοξολογική διάσταση το σώμα μου. Αυτό το τονίζει ο απόστολος Παύλος. Γι΄αυτό ο σωστός Χριστιανός μόνο που υπάρχει στον κόσμον αυτόν είναι μία νότα δοξολογίας εις τον Θεό, μέσα στον κόσμο αυτό. Και το σώμα του, όταν το διατηρεί μακριά από την αμαρτία και την ανηθικότητα, τότε και αυτό είναι μία δοξολογία στον Θεό.
Αγαπητοί μου, το θέμα είναι ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε πολλές φορές, τι μας συμφέρει και τι δεν μας συμφέρει. Είμεθα απληροφόρητοι. Αν κάποτε μελετήσωμε τον λόγο του Θεού, αντιληφθούμε την οντολογία μας, δηλαδή αποκτήσουμε μία γνώση χριστιανικής ανθρωπολογίας, δηλαδή να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε, τότε αυτό θα μας οδηγήσει στο να μπορέσουμε να σταθούμε σωστά μπροστά στον Θεό. Τότε θα αξιοποιήσουμε την ύπαρξή μας. Τότε η ελευθερία μας, η οποία μας έχει δοθεί από τον Θεό σαν ένα πολύ ακριβό δώρο…- δύο είναι τα ακριβά δώρα του Θεού. Είναι πολλά, αλλά δύο είναι τα πιο ακριβά, τα πιο τίμια, τα πιο πολύτιμα. Είναι η λογική και η ελευθερία.
Ποτέ δεν μπορεί να νοηθεί η ελευθερία χωρίς τη λογική. Δεν αξιοποιείται. Ένα ζώο είναι ελεύθερο να κάνει κάτι, αλλά δεν έχει λογική. Και δεν έχει καμία αξία αυτό. Αλλά και ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει μία λογική χωρίς ελευθερία. Διότι μία λογική χωρίς ελευθερία, είναι κι αυτό αναξιοποίητο. Ελευθερία και λογική είναι ένα αδιάσπαστο ζευγάρι αγαθών, δωρεών του Θεού. Αυτά τα δυο πρέπει να πηγαίνουν μαζί. Η λογική και η ελευθερία. Η ελευθερία μας λοιπόν μέσα στον χώρο του Θεού πρέπει να είναι εκείνο το στοιχείο που θα μας οδηγήσει στη διατήρηση της υπάρξεώς μας.
Όπως λέγει…- στην αρχή σας είπα: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει» και πρέπει να μας οδηγήσει στη σωστή διατήρηση της υπάρξεώς μας. Τι θα πει «σωστή διατήρηση»; Αν μαρτυρήσω για τον Χριστό, δεν καταστρέφω την ύπαρξή μου; Όχι. Η ύπαρξις οράται από τη γωνιά της αιωνιότητος. Όταν θα αναστηθώ, πού θα βρεθώ; Από εκεί οράται το πράγμα. Έτσι, αν καταστρέψω την ύπαρξή μου με τα πάθη, την κατέστρεψα για πάντα. Αν παραδώσω την ύπαρξή μου στο μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, τότε διετήρησα αληθινά και σωστά την ύπαρξή μου. Έτσι θα παρακαλέσω να μην ξεχνάμε ποτέ ότι ελευθερία και ύπαρξις είναι δύο πράγματα που πηγαίνουν πλάι πλάι. Το ένα περιφρουρεί το άλλο. Η ελευθερία περιφρουρεί την ύπαρξη. Δεν πρέπει να την καταστρέφει. Και όταν μάθουμε τον νόμο του Θεού, όταν μάθουμε την οντολογία μας, τότε πραγματικά θα αξιοποιήσουμε ό,τι ο Θεός είχε στον νου Του για μας. Να μας φέρει στην ύπαρξη και να μας πάρει μαζί Του στην αιωνία Του μακαριότητα.