†. Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, που ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, είχε εκπλήξει τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Δεν εγνώριζαν τι εξήγηση να δώσουν. Ρωτούσαν τον ίδιον τον τυφλόν, ρωτούσαν τους γονείς του και ξαναρωτούσαν και επανήρχοντο. Αλλά το θαύμα έμενε θαύμα. Φθονούσαν οι άρχοντες τον Ιησούν. Γι'αυτό ακριβώς και πολυπραγμονούσαν περί την θεραπεία του, γιατί δεν ηνείχοντο να ακούν κάτι μεγάλο γι’ Αυτόν. Εξάλλου ο φθόνος των οδήγησε τον Ιησούν εις τον Σταυρόν. Γι'αυτό προσπαθούν τώρα να βρουν, όπως πάντοτε το έκαναν, κάτι δήθεν κατηγορήσιμο για να ψέξουν, να κατηγορήσουν τον Ιησούν και να δείξουν ότι είναι αμαρτωλός και συνεπώς δεν είναι ο Μεσσίας. Όλο το θέμα εκεί ήτο. «Και συνεπώς, δεν είναι ο Μεσσίας».
Και το βρήκαν: Το θαύμα έγινε ημέρα Σάββατο. Ο Ιησούς έκανε πηλό εν ημέρα Σαββάτου. Να η κατηγορία. Αυτό ήταν μία απόδειξις, ατράνταχτη γι’ αυτούς βέβαια, ότι ο Ιησούς παραβαίνει τον νόμο κι έτσι είναι αμαρτωλός. Είδατε με πόσην ευκολίαν εξυφαίνεται η κατηγορία; Γι'αυτό ακριβώς ο Ιωάννης τονίζει στη σημερινή του ευαγγελική περικοπή: «Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς». «Ήταν Σάββατο όταν έκανε τον πηλόν ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού». Πώς έκανε τον πηλόν; Έφτυσε χάμω. Πόσο είναι το φτύσμα; Και με αυτό, έκανε λίγο λάσπη. «Παραβαίνει την αργία του Σαββάτου ο Ιησούς!». Και έχρισε τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε εις την κολυμβήθρα του Σιλωάμ και να νιφτείς». Και νιβόμενος απέκτησε την όρασή του. Δεδομένου ότι ήταν τυφλός εκ γενετής, δηλαδή δεν είχε απλώς μία βλάβη στην όραση. Δεν υπήρχαν καν τα μάτια! Δεν υπήρχαν βολβοί! Αυτό είναι το σημαντικότατο.
Έτσι, έλεγαν κάποιοι Φαρισαίοι: «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». «Αυτός ο άνθρωπος», λέγει, «δεν είναι από τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να είναι από τον Θεό, επειδή δεν φυλάττει την εντολή της αργίας του Σαββάτου».
Το ίδιο βεβαίως είχε συμβεί και με τον παραλυτικόν που είχαμε δει την παρελθούσα Κυριακή στην ευαγγελική περικοπή, που του είπε ο Κύριος να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στο σπίτι του. Του λένε οι άλλοι: «Σάββατο είναι· σηκώνεις το κρεβάτι σου;». Στη ραβινική διδασκαλία, στην ερμηνεία των εντολών, ίσως θα τρομάξετε άμα το ακούσετε, εάν, λέγει, έπαιρνες ένα αντικείμενο και το μετέφερες κάπου αλλού, καταδικαζόσουν σε θάνατο με λιθοβολισμό! Το ακούσατε; Το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και με εκείνη τη συγκύπτουσα γυναίκα, που ο Κύριος εκεί στη συναγωγή την είδε και της είπε: «Λύνεσαι από την ασθένειά σου αυτήν». Κι εκεί ο αρχισυνάγωγος άρχισε να μουρμουρίζει και να λέγει: «Έρχεστε εδώ, την ημέρα του Σαββάτου, να θεραπευτείτε και δεν έρχεστε κάποια άλλη μέρα». Γιατί κι αυτό… εάν κανείς εθεραπεύετο την ημέρα του Σαββάτου, εθεωρείτο εργασία και συνεπώς ήτο κατηγορήσιμη η περίπτωση...
Αλλά εδώ βλέπομε κάτι κατ’ επανάληψη που έκανε ο Κύριος, σαν να το έκανε επίτηδες. Ο Κύριος, ημέρα Σαββάτου, να αγαθοεργεί. Γιατί ήθελε απλούστατα, όπως αντιλαμβανόμεθα από τα τέσσερα ευαγγέλια, όπως μας διηγούνται οι ιεροί Ευαγγελισταί τα καθέκαστα, ήθελε να διορθώσει την εσφαλμένη αντίληψη που είχαν οι Εβραίοι, οι Ραββίνοι, για την αργία του Σαββάτου.
Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, γιατί, όπως θα δείτε, μας ενδιαφέρει κι εμάς πολύ. Δεν είναι δηλαδή ένα περιστατικό που ανήκει στο παρελθόν και είναι απλώς ιστορικής, μουσειακής αξίας. Είναι κάτι, θα δείτε, ότι μπαίνει ολότελα μέσα στη ζωή μας.
Ποιος ήταν ο Νομοθέτης στο Σινά, που έδωσε τον Δεκάλογο στον Μωυσέα; Βέβαια ο Θεός. Αλλά και από την ίδια την Παλαιά Διαθήκη και υπό το φως της Καινής Διαθήκης μαθαίνομε ότι εκεί ήταν το δεύτερο πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ο Θεός Λόγος. Αυτός έδωσε τον Δεκάλογον. Ο μετέπειτα Ενανθρωπήσας Ιησούς Χριστός. Τώρα λοιπόν, πώς ο Ιησούς Χριστός δήθεν τάχα καταργεί την εντολήν την τετάρτην περί της αργίας του Σαββάτου; Αυτό δεν θα ήταν αντιφατικό για τον Θεό, να νομοθετεί και κατοπινά να συλλαμβάνεται παραβάτης του ιδίου νόμου;
Τι άλλη απάντηση να δοθεί σ’ αυτό το θέμα, όταν μάλιστα επιδιώκει ο Κύριος, επαναλαμβάνομε, να θαυματουργεί την ημέρα του Σαββάτου; Τι άλλη απάντηση μπορούμε να δώσουμε; Ότι, δηλαδή, απλούστατα κακώς οι Ιουδαίοι είχαν αντιληφθεί την αργίαν του Σαββάτου. Δεν υπάρχει άλλη απάντησις.
Η εντολή της αργίας του Σαββάτου, αγαπητοί μου, που είναι η 4η, κατά σειρά, εντολή, μαζί με τις τρεις πρώτες άλλες εντολές, είναι σε ό,τι αφορά στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Συνεπώς η παράβασις των τεσσάρων πρώτων εντολών, ήτο ασέβεια. Η παράβασις των έξι τελευταίων εντολών, «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου», που είναι η 5η εντολή και έως την 10ην εντολήν, η παράβασις ήτο αμάρτημα. Υπάρχει δε πολλή διαφορά ανάμεσα εις την ασέβεια και εις την αμαρτία. Η ασέβεια είναι κάτι πολύ βαρύτερο από την αμαρτία. Δεν είναι το ίδιο πράγμα, να υβρίσω τον Θεόν ή να ειδωλολατρήσω, με το να δείρω τον συνάνθρωπό μου ή να κάνω μία αμαρτία επάνω του. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο τώρα ότι η παράβασις των έξι εντολών των τελευταίων, τελικά διαβαίνει εις την προσβολή του προσώπου του Θεού. Εάν κάνω το κακό στον πλαϊνό μου, στον συνάνθρωπό μου, αυτή η αμαρτία μου διαβαίνει και πηγαίνει στον Θεό. Εκεί καταλήγει η όλη αυτή προσβολή. Ενώ όταν παραβώ τις 4 πρώτες εντολές, δεν μεσολαβεί άνθρωπος· απευθείας στρέφομαι προς τον Θεόν και αυτό βεβαίως είναι, όπως σας είπα, και λέγεται ασέβεια.
Οι Εβραίοι όμως είχαν, για να επανέλθουμε στο θέμα, είχαν απολυτοποιήσει την αργία του Σαββάτου. Και αυτό το έκαναν και σε άλλες εντολές. Όπως επί παραδείγματι την εντολήν περί της τιμής των γονέων, κ.λπ. Αλλά αυτή η απολυτοποίησις είναι αμάρτημα. Όταν ο άνθρωπος φθάνει να θέτει την εντολή που ορίζει ο Θεός πιο πάνω από τον Νομοθέτη. Ένα μικρό παράδειγμα. Δίνει εντολή ο Θεός εις τον Μωυσέα κι εκείνος εις τον απόγονό του, τον διάδοχό του, τον Ιησού του Ναυή κι εκείνος παρακάτω… και φθάνομε εις τον Σαούλ τον βασιλέα, που δίνει εντολή ο Θεός: «Όταν θα φθάσετε εις την γην της Επαγγελίας, τότε θα εξολοθρεύσετε τους Αμαληκίτας, γιατί αυτοί ετόλμησαν να κάνουν πόλεμο εναντίον σας, μόλις βγήκατε από τη γη της Αιγύπτου και είσαστε ανήμποροι, ανίσχυροι και ανοργάνωτοι. Αυτούς θα τους τιμωρήσετε. Δεν θα μείνει –ακούστε, ακούστε, ακούστε- ρουθούνι που να αναπνέει!». «Πωωω… Φοβερόν πράγμα! Ο Θεός δεν μας είπε», θα έλεγαν οι Εβραίοι, «δεν μας είπε ‘’Οὐ φονεύσεις;’’». Εάν, λοιπόν, πω εις τον Θεόν: «Μα Συ είπες να μη φονεύσομε, πώς Συ μας λέγεις να καταστρέψομε, να φονεύσομε τους Αμαληκίτας;». Αυτό λέγεται απολυτοποίησις μιας εντολής. Γιατί την βάζω πιο πάνω από τον Νομοθέτη. Ο Θεός, αγαπητοί μου, είναι ελεύθερος. Όταν νομοθετεί, νόμος είναι αυτό που θέλει. Κι εδώ τώρα νόμος είναι να εξαλειφθούν από προσώπου γης οι Αμαληκίται. Γι'αυτό και τιμωρεί ο Θεός τον Σαούλ, με θάνατο, εφονεύθη ο Σαούλ, επειδή ακριβώς παρέβη την εντολήν αυτή του Θεού, να εξολοθρεύσει τους Αμαληκίτας.
Καταλάβατε, λοιπόν, τι θα πει απολυτοποίησις ενός πράγματος, μιας υποθέσεως, ενός νόμου. Είναι σοβαρό, είναι πάρα πολύ σοβαρό. Και το σπουδαίον είναι ότι το αμάρτημα των Εβραίων ήταν ότι απολυτοποιούσαν κάτι που ήταν σχετικό και σχετικοποιούσαν κάτι που ήταν απόλυτο. Αυτό ήταν το βαρύ τους αμάρτημα. Γι’ αυτό οι διατάξεις, τα εντάλματα των ραββίνων -εντάλματα, από εντολή, αλλά των ραββίνων, που έκαναν την ερμηνεία του νόμου, έφθαναν εις τον αριθμόν τέσσερις χιλιάδες(4.000). Το ακούτε; Τέσσερις χιλιάδες εντάλματα, εντολές, διαταγές. Και ήσαν γεμάτες αυτές οι εντολές των Εβραίων από θέσεις που τελικά καταργούσαν, έφθαναν να καταργήσουν τις εντολές του Θεού. Περίεργο.
Γι'αυτό ο Κύριος τούς είπε: «Ἀφέντες τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων». Εκείνα τα οποία διδάσκουν οι άνθρωποι. Να σας πω μία δική μας, τρέχουσα, τώρα την θυμήθηκα, να σας το πω. Ο Θεός λέει να πηγαίνομε στην Εκκλησία κάθε Κυριακή. Εσύ πενθείς και δεν πηγαίνεις την Κυριακή στην Εκκλησία, ένα χρόνο, τρία χρόνια, επτά χρόνια…· γιατί πενθείς. Δηλαδή τι κάνεις; Εκδικείσαι τον Θεόν που πήρε ένα σου πρόσωπο αγαπημένο από την οικογένεια; Γι’ αυτό δεν πηγαίνεις στην Εκκλησία; Τι κάνεις εδώ; Απολυτοποιείς τα πράγματα.
Έτσι τώρα, αγαπητοί μου, και με την αργία του Σαββάτου. Την απολυτοποιούν και την θέτουν, όπως σας είπα, πιο πάνω από τον άνθρωπο και μάλιστα πιο πάνω από τον Θεάνθρωπον, τον Ιησούν Χριστόν. «Μπα! Είναι πονηρός», λέει, «άνθρωπος, είναι αμαρτωλός! Διότι δεν τηρεί, δεν φυλάττει την εντολή της αργίας». Έτσι απαντάει ο Κύριος κάτι που είναι καταπληκτικό: «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον». Δεν μπορείς να πάρεις κριτήριο την εντολήν. Κριτήριο θα πάρεις τον άνθρωπο και την σωτηρία του. Και λέγει εδώ ότι το Σάββατον έγινε δια τον άνθρωπον· να υπηρετήσει τον άνθρωπον. Και δεν έγινε ο άνθρωπος για την εντολή, για την αργία του Σαββάτου. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Αυτό απλώνεται πολύ.
Παράδειγμα: Δεν έγινε ο άνθρωπος για την τέχνη, τις καλές τέχνες, αλλά έγινε η τέχνη δια τον άνθρωπον. Δεν έγινε ο άνθρωπος δια τον πολιτισμόν. Αλλά ο πολιτισμός έγινε δια τον άνθρωπον. Υπηρετεί τον άνθρωπον; Καλώς. Δεν τον υπηρετεί; Μην απολυτοποιείς την επιστήμην. Μην απολυτοποιείς τον πολιτισμόν. Μην απολυτοποιείς την τέχνην και λες : «Α, η τέχνη… Οφείλεις να σεβαστείς εσύ ο άνθρωπος, να γίνεις υπηρέτης της, δούλος της». Αυτό λέγεται απολυτοποίησις. Είναι πολύ κακό πράγμα.
Γι΄αυτό ο Κύριος που είπε αυτόν τον θαυμάσιον (λόγον) «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον». Και βγάζει το συμπέρασμα ο Κύριος και λέγει: «Ὥστε Κύριος ἐστὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Σαββάτου». Συνεπώς, «αφού εγώ ο άνθρωπος, Εγώ ο Θεάνθρωπος νομοθετώ, είμαι Κύριος και του Σαββάτου. Μπορώ να το τροποποιήσω όπως κρίνω, όπως θέλω». Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου.
Κάποτε ρώτησαν τον Κύριον- ποιοι άλλοι; Οι γνωστοί μας κριτικάρηδες Φαρισαίοι· που ήσαν έτοιμοι πάντα να κατηγορήσουν, «Εἰ ἔξεστι τοῖς Σάββασιν θεραπεύειν;». Εάν μπορεί κανείς, εάν επιτρέπεται, να θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου. Και ο Κύριος απάντησε: «Αν ένα πρόβατό σας πέσει», λέγει, «μέσα σε ένα λάκκο, πέσει στο πηγάδι, δεν θα πάτε να το βγάλετε από τον λάκκο, από το πηγάδι και να το σώσετε το πρόβατο; Πόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαθοεργήσομε για έναν άνθρωπο την ημέρα του Σαββάτου;». Δηλαδή την ημέρα της αργίας. «Ὥστε», λέει ο Κύριος, «ἔξεστι τοῖς Σάββασιν καλῶς ποιεῖν». «Ώστε, λοιπόν, επιτρέπεται», λέει, «την ημέρα της αργίας καλώς να πράξομε, να αγαθοεργήσομε».
Πώς, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, νοείται η αργία του Σαββάτου, δηλαδή η αργία της εβδόμης ημέρας, κατά την Καινήν Διαθήκην; Πώς νοείται; Αυτό μας ενδιαφέρει τώρα εμάς πάρα πολύ. Είδαμε το ιστορικόν μέρος. Θα δούμε τώρα πώς θα δούμε αυτήν την εντολήν. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, σου λέει, κάποτε ένας μακαρίτης μου ΄λεγε, ήταν επαγγελματίας, χειρώνακτας, του λέω «Μη δουλεύετε την Κυριακή, να πάτε στην Εκκλησία». «Α! –έτσι έκανε το χέρι- Α! Η εργασία είναι ιερόν πράγμα». Κι αυτός απολυτοποιούσε την εργασία. Και δεν πήγαινε στην Εκκλησία. Μας ενδιαφέρει, αγαπητοί. Μας ενδιαφέρει πολύ, για να δούμε πώς θα χρησιμοποιήσομε μίαν αργία και ειδικότερα την αργία της εβδόμης ημέρας.
Απαντούν οι Πατέρες: Είναι από τις Αποστολικές Διαταγές αυτό που σας λέω, από το δεύτερο βιβλίο: «Γίνωσκε δημιουργίαν Θεοῦ διάφορον, ἀρχὴν λαβοῦσα διὰ Χριστοῦ (:Η αρχή της Δημιουργίας έγινε με τον Χριστόν, τον Θεόν Λόγον, την Ενυπόστατον Σοφίαν) καὶ σαββατιεῖς διά τον παυσάμενον μὲν τοῦ ποιεῖν, οὐ παυσάμενον δὲ τοῦ προνοεῖν» -σαββατιῶ, «σαββατίζω» θα πει «αναπαύομαι», «καταπαύω, δεν κάνω εργασίαν». «Για Εκείνον ο Οποίος έπαυσε να δημιουργεί». «Καὶ ὁ Θεός», λέει, «ἀνεπαύθη, ἐσαββάτισε τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, μηδὲν ποιῶν». «Δεν έκανε τίποτε άλλο». «Ἀλλὰ οὐ παυσάμενον δὲ τοῦ προνοεῖν». «Δεν έπαυσε όμως ο Θεός από του να προνοεί δια την Δημιουργία Του».
Γι’ αυτό ο Χριστός είπε, όταν Τον κατηγόρησαν: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται «Ἓως ἄρτι». «Έως τώρα ο Πατέρας μου εργάζεται». Μα δεν έπαυσε; Δεν κάνει κάτι καινούριο. Από πού κάτι καινούριο; Είτε εκ του μηδενός, είτε εκ του είναι. Να διαμορφώσει κάτι. Αλλά φροντίζει ο Θεός, προνοεί ο Θεός για ολόκληρη την Δημιουργία Του. Κι αυτό βεβαίως είναι έργον. Συνεπώς· «ο Πατήρ μου έως τώρα εργάζεται. Εργάζεται την δική σας την σωτηρία. Εργάστηκε την δική μου την Ενανθρώπηση. Και ήρθε να σώσει εσάς τους ανθρώπους. Εργασία είναι. Ο Πατήρ μου λοιπόν έως άρτι εργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», λέει ο Χριστός, «κι Εγώ εργάζομαι».
Και βλέπομε στη συνέχεια, μας λένε οι Αποστολικές Διαταγές, «σαββατισμὸν μελέτης νόμων, οὐ χειρῶν ἀργίαν -Ω τι ωραίο που είναι αυτό! «Σαββατίζω», αναπαύομαι, σταματάω από τις δουλειές μου, για να μελετήσω τον νόμο του Θεού, τον λόγο του Θεού. «Μελέτης νόμων». Κι εδώ προσθέτει: «Οὐ χειρῶν ἀργίαν». Δεν σημαίνει ότι θα βάλω σε αργία τα χέρια μου, θα τα ‘χω ακίνητα. Μπορώ να μαγειρέψω, θα στρώσω το κρεβάτι μου. Οι νοικοκυρές πριν φύγουν από το σπίτι, αν υποτεθεί ότι θα δεχθούν επισκέψεις μετά την Εκκλησία, ε, μπορούν να κάνουν ένα γρήγορο σκούπισμα, δεν χάλασε ο κόσμος. Θα ράψω ένα κουμπί. Μπορεί να μην βάλω βέβαια μπουγάδα εκείνη την ημέρα, αναμφισβήτητα. Μπορεί βέβαια να μην ξεσηκώσω όλο το σπίτι να κάνω καθαριότητα. Κάτι, πρόχειρα. Αναμφισβήτητα. Εδώ δε, απηγορεύετο και να περπατήσουνε παραπάνω από τα δύο μίλια! Παραπάνω από τα δύο μίλια απηγορεύετο να περπατήσουν. Δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα. Ήτανε πάρα πολλά εκείνα τα οποία αφορούσαν στην αργία.
Και συνεχίζουν οι Αποστολικές Διαταγές: «Οὐ χειρῶν ἀργίαν». Είδατε; Πολύ σημαντικό. Δεν είναι η αργία των χειρών. Αρκεί να σας πω ότι πολλοί μου λένε εμένα: «Μπορώ την Κυριακή, δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω, μπορώ να πλέξω;», μου λένε οι γυναίκες. «Μπορώ να κεντήσω;». Και λέω: «Ναι». Ένας γέροντας στην έρημο, είναι στο Γεροντικό αυτό γραμμένο, έβαζε λίγη εργασία στα χέρια των υποτακτικών του και του είπαν άλλοι: «Μα είναι Κυριακή». Κι εκείνος είπε: «Είναι προτιμότερο κάποια εργασία να κάνουν, αρκεί να μην είναι βιοποριστική, παρά να είναι αργοί και να βγαίνουν, να συζητούν και να κουτσομπολεύουν». Βλέπετε πώς κατανοείται η αργία της εβδόμης ημέρας ή μία αργία· «πᾶσαν ἔκνομον ἐπιθυμίαν ἀπῶσαι (:να απώσεις, να διώξεις κάθε παράνομη, ἔκνομον επιθυμία. Να κάνεις κάτι βρώμικο), πᾶσαν λύμην τὴν ἐπὶ διαφθορᾷ ἀνθρώπων (:Πρόσεξε, μην κάνεις κάτι που να καταστρέψει τον άλλον άνθρωπον), πᾶσαν ὀργήν (:Άπωσέ τα αυτά. Διώξ’ τα την ημέρα της αργίας)».
Ακόμη μας λένε οι Αποστολικές Διαταγές στο έβδομο βιβλίο: «Νόμον αὐτοῖς ἐδωρήσω δέκα λογίων» -Εδώ είναι υπό τύπον προσευχής. Παίρνω ένα μικρό απόσπασμα: «Εσύ, Κύριε, έδωσες, εδώρησες… σε ποιον; Στον λαό Σου, εις τους Εβραίους, ‘’δέκα λογίων’’- δηλαδή οι 10 νόμοι- σαββατίζειν ἐνετείλω(:και παρήγγειλες να σαββατίζουν, να έχουν μίαν αργίαν. Είναι η τετάρτη, σας είπα, εντολή), οὐ πρόφασιν ἀργίας διδούς (:μη δίδοντας πρόφασιν αργίας. Και να λένε… «Τι μπορώ να κάνω; Και τίποτα δεν θα κάνω». Όχι πρόφασιν αργίας) ἀλλ’ ἀφορμὴν εὐσεβείας (:Είπες για την αργία, για να δώσεις την αφορμήν της ευσεβείας. Τι θα πει αυτό; Ποια είναι η αφορμή της ευσεβείας;) εἰς γνῶσιν τῆς σῆς δυνάμεως (:να γνωρίσουν την δική Σου δύναμη, το δικό Σου το μεγαλείον), εἰς κώλυσιν κακῶν (:να γνωρίσουν ότι πρέπει να εμποδίζονται από την διάπραξιν κάθε κακού πράγματος), διδασκαλίας χάριν(:ν’ ακούσουν λόγο Θεού. Εδώ σήμερα εσείς ήρθατε στην Εκκλησία να ακούσετε λόγο Θεού, ήρθατε να λειτουργηθείτε. Αυτό είναι εργασία. Δεν είναι χειρωνακτική, αλλά είναι εργασία). Τούτου χάριν πᾶν σάββατον ἐπέτρεψας ἀργεῖν (:γι’ αυτόν τον λόγο επέτρεψες να αργούν από δουλειές χειρωνακτικές, βιοποριστικές, για να μπορούν να επιδοθούν στη γνώση τη δική Σου, να ακούσουν τον λόγο τον δικό Σου). Σάββατον γὰρ ἐστὶν κατάπαυσις δημιουργίας (:διότι το Σάββατο είναι η κατάπαυσις, το σταμάτημα της Δημιουργίας),τελείωσις κόσμου(:η ολοκλήρωση του κόσμου) νόμων ζήτησις(:είναι η μελέτη του νόμου), αἶνος εἰς τὸν Θεὸν εὐχάριστος(:να δώσεις ευχαριστίαν, δοξολογία στον Θεό). Ὧν ἁπάντων ἡ Κυριακὴ προέχουσα -επειδή είμεθα εις την Καινή Διαθήκη που- πάνω απ’ όλα στέκεται η αργία της Κυριακής)».
Εδώ μια μικρή παρένθεση να σας πω ότι η Εκκλησία μας είχε, αγαπητοί μου, καθιερώσει το πενθήμερον· και το Σάββατο και την Κυριακή, μόνο και μόνο για να ακούμε, λέγει, τον λόγο του Θεού, να λειτουργούνται κι εκείνοι που ηργάζοντο στα χωράφια, οι υπηρέται, δούλοι κ.λπ.
Σκοπός, λοιπόν, γνώσεως, «οὐκ ἀργίας ἕνεκεν», εδόθη το Σάββατον. «Και ο Θεός», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, «νομοθετεί την αργίαν του Σαββάτου, για να σταματήσει την μανία του εμπορικού κέρδους». «Να πάω να δουλέψω, για να βγάλω λεφτά». Και λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τὸ Σάββατον ἐδόθη αὐτοῖς (:δόθηκε στους Ιουδαίους) τοῦ καταπαῦσαι τὴν φιλοχρήματον αὐτῶν ἐπιθυμίαν (:για να σταματήσει την φιλοχρήματό τους επιθυμία)».
Πρέπει, ακόμη, το Σάββατο να υπάρχει αργία της πονηρίας. Να μην κάνομε κάτι κακό. Είναι η μέρα που θα προσευχηθούμε όλοι μαζί στον ναό· που θα τελέσομε την αναίμακτον λατρείαν· που θα δοξάσομε τον Θεό για όλες Του τις ευεργεσίες· που θα επισκεφθούμε τους ασθενείς· που θα ακούσομε τον λόγο του Θεού· που θα ευεργετήσομε· που θα αναπαυθούμε, ακόμη και από τα έργα της εβδομάδος να ξεκουραστούμε. Γιατί όχι;
Γι'αυτό γράφει ο άγιος Ιγνάτιος στους Μαγνησιείς: «Μηκέτι σαββατίζομεν ἰουδαϊκῶς καὶ ἀργίας χαίροντες». «Μη σαββατίζομε όπως εσαββάτιζαν οι Ιουδαίοι». Αλλά χριστιανικά. Γιατί αλλιώτικα, μια αργία με πολλές αμαρτίες, ο Θεός δεν την θέλει. Γι'αυτό λέγει δια του Ησαΐου: «Τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι (:Δεν ανέχομαι. -Ο Θεός νομοθετεί την αργία, ο Θεός λέγει: «Δεν ανέχομαι την αργία σας»). Γιατί; «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε· μάθετε καλόν ποιεῖν(:Μάθετε να είσαστε αγαθοεργοί άνθρωποι, καθαροί. Τότε θα δεχθώ τις αργίες)». Σήμερα, το διήμερον, Σάββατο και Κυριακή που έχομε, αγαπητοί, το σπαταλούμε στην ποικίλη αμαρτία. Φεύγομε από το σπίτι μας χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς ακρόαση του λόγου του Θεού, χωρίς μελέτη του λόγου του Θεού, χωρίς αγαθοεργίες. Θέλετε; Γι'αυτό και τα πολλά δυστυχήματα το σαββατοκύριακο. Ο Θεός δεν ευλογεί και συνεπώς δεν προστατεύει.
Μας λέγει ο Ψαλμωδός, 120ός: «Ἀπὸ παντὸς κακοῦ, φυλάξει τὴν ψυχήν σου ὁ Κύριος. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος (:Θα σε φυλάξει στο έμπα σου και το έβγα σου. Μπήκες βγήκες, θα σε φυλάξει)». Με έναν όρον όμως: «Μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, μηδὲ νυστάξῃ ὁ φυλάσσων σε». Δεν θα νυστάξει. Δηλαδή θα είναι ξυπνητός ο Κύριος να σε προστατέψει. Πότε; Όταν δεν δώσεις το πόδι σου στον σάλον. «Σάλος» τι είναι; Κάτι που γλυστράει. Και γλυστράει πάντοτε η αμαρτία. Τότε πράγματι θα σε φυλάξει ο Κύριος.
Αγαπητοί, πρέπει να αλλάξομε αντίληψη για την αργία της εβδόμης ημέρας, που είναι η Κυριακή. Η καθ’ ημάς Κυριακή, ημέρα του Κυρίου. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι η Κυριακή ως αργία είναι τύπος της Βασιλείας του Θεού. Στην Βασιλεία του Θεού δεν θα έχομε πλέον έργον, έξω από την δοξολόγηση του Χριστού, του Θεού. Ακόμη είναι τύπος της αιωνίου αναπαύσεως των αγίων· όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τέλος, είναι τύπος της χριστιανικής ζωής, όπως λέγει ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς, που καταπαύομε από την αμαρτία και το κοσμικό φρόνημα. Και λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ἡ τοῦ Σαββάτου προσηγορία κατάπαυσιν ἐβραϊκῶς σημαίνουσαν». Τι σημαίνει η ονομασία «Σάββατον»; Κατάπαυσις! Θα σταματήσουμε. Από τα μεν δια να επιδοθούμε στα δε· από τα υλικά να επιδοθούμε εις τα πνευματικά.
Αυτή είναι η ορθή έννοια, αγαπητοί μου, της αργίας, όπως την θέλει ο Θεός και όπως την ευλογεί ο Θεός.
†. Η ευλάβεια, αγαπητοί μου, και η κατανυκτικότης των ημερών αυτών πολύ συχνά χρησιμοποιεί την ευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί άργολογίας, μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν». Η μικρή αυτή ευχή, περιέχει, όπως ήδη λέγαμε την περασμένη Παρασκευή, τέσσερις κακίες και τέσσερις αρετές. Στην αγάπη σας, θα κάνουμε προσπάθεια να αναλύσομε σήμερα την πρώτην κακίαν, αυτή που αναφέρεται εις το πνεύμα της αργίας. Πριν όμως δούμε την κακίαν αυτήν της αργίας, λέγει ο όσιος πατήρ: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μὴ μοὶ δῷς πνεῦμα ἀργίας». Τι σημαίνει αυτό το «πνεῦμα ἀργίας»;
«Πνεῦμα» σημαίνει ενέργεια, και πίσω από την ενέργεια, προφανώς υπάρχει ο ενεργών. Συνεπώς όταν λέμε, λέγει εδώ η ευχή «πνεῦμα ἀργίας», σημαίνει την κακίαν της αργίας, την οποίαν ενεργεί ο ενεργών, δηλαδή ο διάβολος. Ώστε «πνεῦμα ἀργίας», θα το λέγαμε έτσι: τον διάβολον, ο οποίος εμπνέει την αργίαν. Είναι δε διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι οι δαίμονες είναι φορείς πονηρών ενεργειών. Γι'αυτό λέμε «πνεύμα ἀργίας», «πνεῦμα περιεργείας», «πνεῦμα πορνείας», «πνεῦμα βλασφημίας», «πνεῦμα ἀκηδίας» κ.ο.κ. Όπως, αντιστοίχως, παρακάτω λέγει: «Δὸς μοὶ πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης» κ.λπ. Τι είναι αυτό το «πνεύμα»; Πάλι είναι μία ενέργεια. Αλλά η ενέργεια του Θεού που σημαίνει την αρετήν της αγάπης που ενεργεί ο Θεός. Άρα, λοιπόν, εδώ ενέργεια, άκτιστος δε ενέργεια, άκτιστος ενέργεια, την οποία ενεργεί ο Θεός, εις τον Οποίον υπάρχουν όλες οι ενέργειες οι αγαθές. Δηλαδή κάθε αρετή. Η κάθε αρετή είναι αποτέλεσμα της ενεργείας, της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Ώστε, λοιπόν, το πνεύμα της αργίας, περί του οποίου ο λόγος σήμερα, αγαπητοί μου, είναι όχι απλώς μία κακία, αλλά είναι μία κακία την οποία φέρει ένας δαίμων. Ο δαίμων της αργίας. Συνεπώς δεν έχομε να παλαίψομε, αν υποτεθεί ότι έχομε έναν πόλεμον, εναντίον της αργίας, δεν έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας αφηρημένης εννοίας, αλλά έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας προσωπικής καταστάσεως. Δηλαδή του δαίμονος, ο οποίος δαίμων φέρει το πάθος της αργίας. Αυτό να το γνωρίζομε, ότι οι κακίες δεν είναι απρόσωπες έννοιες, αλλά είναι απλώς φερόμενα στοιχεία, φερόμενες κακίες από φορείς-πρόσωπα. Και οι φορείς-πρόσωπα είναι οι δαίμονες. Έλεγε ο Απόστολος Παύλος δεν είναι η πάλη μας προς σάρκα και αίμα, αλλά προς αυτές τις δυνάμεις τις επουράνιες. Τις δαιμονικές δυνάμεις, που έχομε πραγματικά να παλαίψομε. Έτσι ένας αγώνας του Χριστιανού δεν είναι ποτέ ένας θεωρητικός ή ένας εννοιολογικός αγώνας. Είναι ένας αγών προσωπικός. Ημείς, τα πρόσωπα, προς τα προσωπικά πνεύματα της πονηρίας. Και αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ότι ο αγών είναι δεινός.
Ως πρώτη, λοιπόν, κακία, ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, όπως είδατε, αναφέρει την αργία. Η αργία είναι δεινή αμαρτία, δεινή κακία. Τι είναι η «αργία»; Βεβαίως δεν πρόκειται δια την «σχολήν», κατά το «σχολάζω». Δεν είναι δηλαδή η ανάπαυσις, δεν είναι εκείνο το οποίον επιβάλλει ο Θεός ως κατάσταση καταπαύσεως από τα έργα μας την εβδόμην ημέρα. Αλλά είναι η αεργία. Δηλαδή το να μη θέλω να κάνω καμία εργασίαν. Το μη εργάζεσθαι. Είναι η φυγοπονία, η οκνηρία, ή όπως λέγουν οι πατέρες, η ακηδία. Δηλαδή ἀ-κήδομαι, δεν φροντίζω, η αμεριμνησία, εκείνο το «Δεν βαριέσαι...». Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη κακία. Και πραγματικά, μπορούμε να πούμε ότι από αυτήν την κακίαν της θα την ονομάζω από δω και μπρος- ακηδίας, απ' αυτήν την κακίαν απορρέουν πλήθος κακιών. Διότι όταν ο άνθρωπος είναι αμελής, ο άνθρωπος είναι οκνηρός, τεμπέλης, δεν φροντίζει, είναι πολύ φυσικό από αυτό να γεννηθούν πολλές άλλες κακίες. Έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -το γνωρίζετε ότι η μητέρα πάσης κακίας είναι η αργία. Είδατε; Η μάνα κάθε κακίας είναι η αργία. Και του ψεύδους και της κλοπής και του φθόνου και του μίσους κ.ο.κ. Ώστε, λοιπόν, πραγματικά, είναι κεφαλάρι, είναι μάνα πολλού κακού.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «Ακηδία ἐστί, πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις» ότι η ακηδία είναι η παράλυση της ψυχής... Πώς ένας ο οποίος παθαίνει ένα είδος παραλύσεως ή από την πείνα ή από τον κόπο ή από κάποια αρρώστια και δεν μπορεί να ορθώσει τα μέλη του, αλλά είναι παραλελυμένα τα μέλη του, έτσι, λέγει, είναι η ακηδία για την ψυχήν. Είναι η παράλυση της ψυχής. Αλλά είναι και η έκλυσις του νοός. Δηλαδή το απόκαμα του νου. Όταν ο νους βαριέται και να σκεφθεί. Είναι δε γνωστό ότι στην εποχή μας το παν γίνεται δυνατόν να τεθεί σε αργία ο νους. Θα το δούμε και λίγο πιο κάτω αυτό. Το παν δυνατόν! Και ξέρετε τι είναι εκείνο το οποίο θέτει σε αργία τον νουν; Ω, αν το καταλαβαίνατε, ω αν το αντιλαμβανόμαστε αγαπητοί μου, θα ετρομάζαμε! Είναι η τηλεόρασις! Διότι η τηλεόρασις προσφέρει εικόνες και συνεπώς ο νους αδρανεί, διότι δεν δημιουργεί έννοιες και μένει σε αυτήν την αεργία,σ΄ αυτήν την αργία δηλαδή και δεν παράγει τίποτε. Γι' αυτό αν προβάλλει κάποιος εικόνες, εκείνες που θέλει, με το περιεχόμενο το επιδιωκόμενον, καταφέρνει να κάνει αυτό που λέμε στην εποχή μας «πλύσιν εγκεφάλου». Γιατί; Γιατί ο εγκέφαλος αφήνεται στα χέρια εκείνου που προβάλλει τις εικόνες. Αδρανεί. Όταν, όμως, ο εγκέφαλος δραστηριοποιείται και σκέπτεται, δεν αφήνει ποτέ να υποστεί πλύσιν. Μα ποτέ, μα ποτέ. Αντιθέτως, κάνει κριτική σε κάθε ενέργεια εξωτερική, που πάει να αποδυναμώσει και να αχρηστεύσει τον νου.
Πραγματικά, λοιπόν, η ακηδία «έστί πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις». Και ακόμα, λέγει ο άγιος Ιωάννης, «περιεκτικός ἐστί θάνατος». Λέμε βέβαια ότι έχομε θάνατο του νου, όταν ο νους δεν καταλαβαίνει· ένας άνθρωπος ο οποίος έχασε το μυαλό του. Ή έχομε θάνατο της καρδιάς, όταν έχομε μία πόρρωσιν. Ή, επιτέλους, θάνατον του σώματος, ή νέκρωσιν ενός μέλους του σώματος. Όλα αυτά είναι επιμέρους θάνατοι. Τι είναι ακηδία; Λέει ο άγιος Ιωάννης. Είναι περιεκτικός θάνατος. Δηλαδή σε όλους τους τομείς της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι θάνατος. Και από σωματικής δηλαδή πλευράς και από πνευματικής πλευράς.
Ώστε, λοιπόν, πρέπει να διακρίνομε τον θάνατον αυτόν και στα σωματικά έργα και εις τα πνευματικά έργα. Αλλά ας δούμε, αγαπητοί μου, πρώτα τα σωματικά έργα. Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος κατασκευάστηκε για να εργάζεται. Ο Θεός ετοποθέτησε τον άνθρωπο εις τον Παράδεισον και την πρώτη εντολή που του έδωκε ήταν αυτή: «Εργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν Παράδεισον». Να εργάζεται και να φυλάττει τον Παράδεισον. Είδατε; Να εργάζεται. Διότι η εργασία είναι μέσα, θα λέγαμε, είναι στοιχείο μέσα εις αυτήν την δομή του ανθρώπου. Δηλαδή θα λέγαμε ότι η εργασία είναι μία ανάγκη, ένας νόμος βιολογικός, ένας νόμος ακόμη, αν θέλετε, πνευματικός, γιατί πρέπει να δουλεύει και ο νους, και ένας νόμος κοινωνικός. Ένας νόμος, λοιπόν, βιολογικός. Ναι! Λέγει ο Οικουμένιος το εξής: «Ο άνθρωπος», λέγει, «έχει έτσι τα μέλη του φτιαγμένα, ακριβώς για να εργάζεται. Διότι γι' αυτόν τον σκοπό έγιναν τα μέλη για να εργάζεται. Αλλιώτικα αχρηστεύονται». Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν δουλεύει, σκουριάζει. Υφίσταται αρρώστιες. Παθαίνει ένα είδος αγκυλώσεως των μελών του και σιγά σιγά αποθνήσκει. Είναι, λοιπόν, ανάγκη βιολογική η εργασία, η κίνησις. Είναι ανάγκη. Γι΄ αυτό εκείνοι οι οποίοι δεν εργάζονται, έχουν επινοήσει την κίνηση και τις εκδρομές, γιατί ακριβώς δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν, έχουν πολλά χρήματα και κινούνται με τον τρόπον αυτόν, των σπορ... Τι να κάνουμε...
Είναι όμως και ανάγκη κοινωνική. Μπορείτε, αγαπητοί μου, να φανταστείτε μία κοινωνία ανθρώπων μέσα στην οποία δεν εργάζονται οι άνθρωποι; Η κοινωνία αυτή πού θα καταλήξει; Ή μάλλον δεν είναι ανάγκη να τρέξουμε μακριά, να βρούμε καμιά ίσως παραδειγματική κοινωνία, η δική μας είναι· είναι πάρα πολλοί νέοι που δεν εργάζονται και τρέπονται εις το έγκλημα. Εάν ένας άνθρωπος έχει ανάγκες κοινωνικές και δεν έχει χρήματα, τι θα κάνει; Θα κλέψει, θα πει ψέματα, θα κάνει ληστεία, θα μετέλθει κάθε τρόπο, για να έλθουν χρήματα στην κυριότητά του. Αλλά οι τρόποι που θα χρησιμοποιήσει είναι οπωσδήποτε παράνομοι. Είναι έξω από τους νόμους εκείνους που διέπουν μια κοινωνία. Ο τεμπέλης άνθρωπος είναι μία πληγή, αγαπητοί μου, είναι μία πληγή. Πολλές φορές δυστυχεί, δεν έχει να φάει. Έτσι θα αναγκαστεί να κλέψει. Θα πει ψέματα. Είναι ένα παράσιτο ο τεμπέλης άνθρωπος.
Θα μου πείτε, πρέπει να τονίζεται αυτό; Μα το τονίζει η Αγία Γραφή, αγαπητοί μου. Ξέρετε τι λέγει εις το βιβλίο των «Παροιμιών»; Είναι στο έκτο κεφάλαιο. Καλεί τον άνθρωπο να κοιτάξει μετά προσοχής και να μελετήσει το μυρμήγκι και την μέλισσα. «Ιθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ όκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος…... ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται». «Έλα εδώ, τεμπέλη άνθρωπε, έλα εδώ οκνηρέ πήγαινε να δεις και να σπουδάσεις την πολιτείαν των μυρμήκων και την κοινωνίαν των μελισσών, κι εκεί θα πάρεις πολλά διδάγματα, και να φανείς σοφότερος», λέγει, «του μύρμηκος και της μελίσσης, που εκτιμά τόσο πολύ την εργασία, άοκνος, ουδέποτε κάθεται η μέλισσα. Και κινείται με έναν τέτοιον τρόπον, εύρυθμον, κοινωνικά, στην δική της την κυψέλη, την δική της την κοινωνία, ώστε να είναι αξιοζήλευτη η ζωή των μελισσών μέσα στην κυψέλη. Έλα, λοιπόν, οκνηρέ, να πάρεις από κει μαθήματα». Είναι υποτιμητικό για τον άνθρωπο, τον βασιλέα των ζώων, να καλείται να πάρει διδάγματα από τα ζώα. Είναι υποτιμητικό και είναι λυπηρό, έφθασε ο άνθρωπος να κατέβει πιο κάτω και από αυτά, αγαπητοί μου, τα ζώα.
Αλλά, εκεί που είναι πραγματικά πολύ χτυπητό, όταν η Αγία Γραφή αναφέρεται στο θέμα της τεμπελιάς, είναι αυτά που λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς. Είχε μάθει ότι κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στους Χριστιανούς ότι ο Χριστός έρχεται. Κι έρχεται γρήγορα. Συνεπώς είναι περιττό να δουλεύουμε. Έκλεισαν τα μαγαζιά τους και περιήρχοντο στους δρόμους ή πήγαιναν στα υπάρχοντα ανοιχτά μαγαζιά και έπιαναν την κουβέντα και τίποτε άλλο. Μέσα σε μία ατέλειωτη τεμπελιά. Τους ελέγχει αυστηρότατα ο Απόστολος Παύλος. Ακούστε τι λέγει: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος (:Σας παραγγέλλομε, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού, να αποχωρίζεσθε από κάθε αδελφόν ο οποίος άτακτα περιπατεί· δηλαδή άτακτα πολιτεύεται» -Τι θα πει «άτακτα»; Θα πει τεμπέλικα. Ο ατάκτως ζων είναι ο τεμπέλης. Διότι ο Θεός, είναι Θεός τάξεως. Και εργασίας. Και εφόσον ο Θεός έθεσε την εργασίαν ως τάξιν, εκείνος αναιρώντας την εργασία και μένοντας στην οκνηρία, ζει ατάκτως. Δηλαδή ζει τεμπέλικα- «καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν (:και δεν ζουν μερικοί κάποιοι όπως εγώ σας είπα, να εργάζεσθε».
Ο Χριστιανός εργάζεται, αγαπητοί μου. Τον κατηγόρησαν κάποτε τον Κύριον ότι και το Σάββατο εργάζεται. Ηργάζετο βέβαια τα έργα όχι τα βιοποριστικά, αλλά την φιλανθρωπία. Και είπε εκείνο το «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι». «Έως τώρα ο Πατέρας μου εργάζεται, κι εγώ εργάζομαι». Η εργασία! Μεγάλο πράγμα! Μεγάλο πράγμα! Τον ανεβάζει τόσο ψηλά τον άνθρωπο και τον κάνει ανενδεή. Εάν ο Θεός ο ανενδεής εργάζεται, εμείς οι ενδεείς, εμείς που έχομε ανάγκες, πόσο περισσότερο πρέπει να εργαζόμεθα, για να καλύπτομε τις ανάγκες μας; Ακούστε: Τις υλικές μας ανάγκες! Τις υλικές μας! Ο Χριστιανισμός δεν ενδιαφέρεται απλώς για ένα δήθεν υψηλό πνεύμα. Ενδιαφέρεται για ολόκληρον τον άνθρωπον, γι'αυτό ακριβώς και παραγγέλλει να εργάζεται και να μην τεμπελιάζει. Και συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει: «Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:Σεις οι ίδιοι γνωρίζετε πώς πρέπει να μας μιμείσθε) ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν (:ότι ανάμεσά σας δεν τεμπελιάσαμε) οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος (:ούτε φάγαμε ψωμί τζάμπα από κάποιον –εννοεί, δηλαδή, ότι δεν καθίσαμε άεργοι ανάμεσά σας, περιμένοντας από σας να φάμε), άλλ' έν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν (:με κόπο και μόχθο, νύκτα και ημέρα δουλεύομε, για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας) οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν (:επήραμε εξουσία από τον Κύριο να τρώμε από σας· όχι, λοιπόν, ότι δεν έχομε εξουσία), ἀλλ᾽ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:να σας δώσομε παράδειγμα για να μας μιμείσθε. Ότι πρέπει, δηλαδή, να εργάζεσθε)». Και συνεχίζει: «Ότε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν (:Όταν ήμασταν ανάμεσά σας, αυτό σας παραγγέλλομε), ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω (:εκείνος που δεν θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει· δεν έχει δικαίωμα να φάει εκείνος που δεν εργάζεται. Δεν έχει δικαίωμα να φάει). Ακούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως (:γιατί ακούμε ανάμεσά σας να υπάρχουν μερικοί που πολιτεύονται τεμπέλικα), μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους (:που δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται. Γυρίζουν από δω, γυρίζουν από κει, κουτσομπολεύουν κ.λπ. -Και την οποία κακία της περιεργείας, πρώτα ο Θεός, αγαπητοί μου, θα αναλύσομε την ερχομένη Παρασκευή)».
Και συνεχίζει ο Απόστολος: «Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ –όχι εγώ ο Παύλος, ο Κύριος, παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν– ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν (:ώστε μετά ησυχίας να δουλεύουν την δουλειά τους και να τρώνε το ψωμί τους)». Εκείνο το «μετὰ ἡσυχίας»... Αυτό το «μετὰ ἡσυχίας»... Πώς να το πω; Χωρίς αναστατώσεις, χωρίς φωνές, χωρίς ατέλειωτα δικαιώματα και ατέλειωτες απεργίες. Αυτό θα πει το «μετά ἡσυχίας».Με ταπεινοφροσύνη. Να σκύψεις και να αρχίσεις να δουλεύεις. Εάν δεν πληρώνεσαι, έχεις το δικαίωμα να ζητήσεις να πληρωθείς. Όταν όμως αρχίσεις να πληρώνεσαι, τότε δούλεψε, αγαπητέ μου. Διότι όταν δουλέψεις, και να φωνάζεις, και να σε πληρώνουν παραπάνω, και πάλι φωνάζεις και σε πληρώνουν παραπάνω, και ζητάς πιο πολλά λεφτά και λιγότερη δουλειά και συνεχώς ποσά αντιστρόφως ανάλογα, τα λεφτά να μεγαλώνουν, η δουλειά να μικραίνει, οι ώρες να μικραίνουν, τότε, τότε, τότε πού θα φτάσομε; Αυτό θα πει «μετὰ ἡσυχίας». «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα (:Εάν κάποιος από σας -λέγει- δεν θέλει να συμμορφωθεί με εκείνα τα οποία γράφω στην επιστολή μου, αυτόν -λέει- να τον σημειώνετε και να τον απομονώνετε, να μην του κάνετε συντροφιά, για να ντραπεί)». Πού σήμερα! Ποιον σήμερα! Να μην κάνομε συντροφιά για να ντραπεί...! Σήμερα, αγαπητοί μου, η τεμπελιά είναι δόξα και τιμή. Καυχιέται κανείς ότι καταφέρνει να έχει χρήματα χωρίς να δουλεύει. Και θεωρείται ανόητος, επιτρέψατέ μου, κορόιδο, εκείνος ο οποίος εργάζεται για να βγάλει το ψωμί του...
Αλλά είναι όμως, αγαπητοί, και η πνευματική εργασία. Δεν είναι μόνο η σωματική εργασία, η βιολογική, εκείνη που είναι ανάγκη του σώματος και που έχομε ανάγκη να δουλέψομε για να φάμε. Αλλά είναι και η πνευματική εργασία. Είναι εκείνο που σας έλεγα προηγουμένως. Είναι η εργασία του νου. Όταν θα πρέπει να αρχίσομε να δουλεύουμε, να σκεφτόμαστε, αλλά προπαντός και κυρίως να εργαζόμεθα το έργο των αρετών. Σας θυμίζω την παραβολή των ταλάντων. Ενθυμείσθε πώς απεκάλεσε εκείνον τον δούλον που πήρε το ένα τάλαντον ο Κύριός του, που το έκρυψε και δεν το δούλεψε; «Δούλε οκνηρέ», «δούλε τεμπέλη». Και τον επιπλήττει δριμύτατα τον δούλον αυτόν. Γιατί; Γιατί δεν δούλεψε το τάλαντό του. Δηλαδή ποιο; Τα προσόντα που του έδωκε ο Θεός, την ικανότητα, το «κατ' εικόνα» και να το δουλέψει και να το κάνει «καθ' ὁμοίωσιν» Να φθάσει, δηλαδή, να ομοιάσει του Θεού στις αρετές.
Το ξέρετε ότι έχομε πολλή δουλειά να κάνομε, αγαπητοί μου, στον τομέα αυτόν; Κι όλο γλυστράμε. Κι όλο ξαναγυρίζομε πίσω, και πάλι πρέπει να σηκωνόμεθα και πάλι δουλειά πρέπει να κάνομε. Χωρίς να σταματούμε μια ζωή ολόκληρη πρέπει να αγωνιζόμαστε για την πνευματική μας οικοδομή. Όχι δια τις οικοδομές τις υλικές, τα σπίτια, τι θα κάνομε . Αλλά για την πνευματική μας οικοδομή. Δια τον οίκον της ψυχής μας, για τις αρετές. Πάρα πολλοί άνθρωποι, μετά δυστυχίας το λέγω, δεν αγωνίζονται. Και δεν οικοδομούν τον οίκον της ψυχής των. Τον αφήνουν έτσι, ερειπωμένον, αραχνιασμένον, και που να περπατούν μέσα πολλά ζωύφια, δηλαδή πολλά πάθη και πολλοί δαίμονες να τον καθιστούν κατοικητήριο τον οίκον της ψυχής των. Πρέπει, λοιπόν, να δουλέψομε. Θυμόσαστε, παρακαλώ, εκεί που λέγει, σας το είπα, που λέγει ο Θεός, έδωκε εντολή εις τους πρωτοπλάστους να εργάζονται και να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Τι έπρεπε να εργάζονται; Να σκάπτουν; Ήταν τόσο εύφορο το έδαφος, ώστε παρήγαγε πλουσιοτάτους καρπούς. Να ποτίζουν; Μας λέγει η Αγία Γραφή ότι ανέβλυζε νερό και επότιζε τον Παράδεισο. Τι έπρεπε να κάνουν; Να κτίσουν σπίτι; Να φτιάξουν ρούχα; Τίποτα. Ανενδεείς ήσαν, δεν είχαν καμία ανάγκη. Ζούσαν μέσα σε μία μακαριότητα υλική. Πού ήταν η εργασία; Κυρίως. Ήταν στον πνευματικό τομέα. Και να φυλάσσουν τι; Να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Ναι. Από ποιον; Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Κλέπται; Λησταί; Κακοποιοί; Καταχρασταί; Καταπατηταί; Δεν υπήρχαν. Τότε από ποίον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον διάβολον; Ναι, από τον διάβολο. Αλλά ο διάβολος είναι πνεύμα. Μπορούσε να μπαίνει παντού. Από ποιον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον Αδάμ έπρεπε να φυλάξει τον Παράδεισο ο Αδάμ! Δηλαδή να φυλάξει τον εαυτό του, για να μη χάσει τον Παράδεισον. Έπρεπε να εργαστεί το έργο των αρετών, την αγιότητα, και να φυλάσσει αυτό το οποίο δουλεύει, το έργο των αρετών, για να μην το χάσει. Το έχασε όμως. Διότι δούλευε μεν, αλλά δεν εφύλαττε όμως. Και έχασε ακριβώς εκείνα που δούλεψε ο Αδάμ. Του τ' άρπαξε ο διάβολος.
Είναι και κάτι άλλο όμως που πρέπει να δουλέψομε, και δεν απαιτεί λίγο κόπο. Είναι η γνώσις του Θεού! Η γνώσις του Θεού, αγαπητοί μου, είναι αναγκαιοτάτη. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Σας το λέω για ντροπή σας. Δεν δουλέψατε να μάθετε Ποιος είναι ο Θεός και τι θέλει από σας;». Ώστε, λοιπόν, έχομε πολύ να δουλέψομε. Και σωματικά και πνευματικά. Και να εξορίσομε, αγαπητοί μου, την κακίαν της αργίας, της ακηδίας.
Αν με ρωτήσετε, πώς θα μπορέσομε να την θεραπεύσουμε; Θα σας απαντούσα: Πρώτον, θα κάνομε αρχή προσπαθείας. Όλα τα πράγματα αρχίζουν με μία προσπάθεια. Και με μίαν αρχήν. Όλα αρχίζουν με μίαν αρχήν. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Θα αρχίσομε. Μα... σταματήσαμε. Θα ξανακάνομε αρχή. Και πάλι σταματήσαμε. Και πάλι αρχή. Πάντα θα κάνομε αρχή προσπαθείας.
Δεύτερον. Θα κάνομε προσευχή. Θα παρακαλέσουμε τον Θεό να μας απαλλάξει απ' αυτό το πάθος.
Τρίτον. Θα απέχομε από την αργολογία. Είναι παρατηρημένο, οι άνθρωποι που λένε πολλές κουβέντες, δεν δουλεύουν. Φερμουάρ, λοιπόν, στο στόμα. Για να μπορέσουμε να κάνουμε λίγο δουλειά. Ακόμη, η δουλειά ξέρετε, θέλει υπομονή. Θα υπομείνομε, θα κάνομε υπομονή στο έργο που εργαζόμεθα. Είτε σωματικό είτε πνευματικό. Θα μελετούμε ακόμη τα λόγια του Θεού, θα μελετούμε την Αγία Γραφή. Και τέλος θα αποκτήσομε την αγία συνήθεια της θεωρίας του νου. Θα δουλεύει το μυαλό μας. Η θεωρία του νου. Θα βαθαίνομε μέσα εις τον λόγο του Θεού. Θα βαθαίνομε εις την αγάπη του Θεού, εις τα μυστήρια του Θεού. Και βαθαίνοντας, αγαπητοί μου, θα έχομε εξορίσει την αργία, πραγματικά, και θα ζούμε όπως ο Θεός θέλει.
12η ομιλία στην κατηγορία : "Ὁμιλίες Χαιρετισμῶν. Ὁμιλίες τῶν πέντε Παρασκευῶν τῶν Χαιρετισμῶν"