†. Η ευλάβεια, αγαπητοί μου, και η κατανυκτικότης των ημερών αυτών πολύ συχνά χρησιμοποιεί την ευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί άργολογίας, μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν». Η μικρή αυτή ευχή, περιέχει, όπως ήδη λέγαμε την περασμένη Παρασκευή, τέσσερις κακίες και τέσσερις αρετές. Στην αγάπη σας, θα κάνουμε προσπάθεια να αναλύσομε σήμερα την πρώτην κακίαν, αυτή που αναφέρεται εις το πνεύμα της αργίας. Πριν όμως δούμε την κακίαν αυτήν της αργίας, λέγει ο όσιος πατήρ: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μὴ μοὶ δῷς πνεῦμα ἀργίας». Τι σημαίνει αυτό το «πνεῦμα ἀργίας»;
«Πνεῦμα» σημαίνει ενέργεια, και πίσω από την ενέργεια, προφανώς υπάρχει ο ενεργών. Συνεπώς όταν λέμε, λέγει εδώ η ευχή «πνεῦμα ἀργίας», σημαίνει την κακίαν της αργίας, την οποίαν ενεργεί ο ενεργών, δηλαδή ο διάβολος. Ώστε «πνεῦμα ἀργίας», θα το λέγαμε έτσι: τον διάβολον, ο οποίος εμπνέει την αργίαν. Είναι δε διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι οι δαίμονες είναι φορείς πονηρών ενεργειών. Γι'αυτό λέμε «πνεύμα ἀργίας», «πνεῦμα περιεργείας», «πνεῦμα πορνείας», «πνεῦμα βλασφημίας», «πνεῦμα ἀκηδίας» κ.ο.κ. Όπως, αντιστοίχως, παρακάτω λέγει: «Δὸς μοὶ πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης» κ.λπ. Τι είναι αυτό το «πνεύμα»; Πάλι είναι μία ενέργεια. Αλλά η ενέργεια του Θεού που σημαίνει την αρετήν της αγάπης που ενεργεί ο Θεός. Άρα, λοιπόν, εδώ ενέργεια, άκτιστος δε ενέργεια, άκτιστος ενέργεια, την οποία ενεργεί ο Θεός, εις τον Οποίον υπάρχουν όλες οι ενέργειες οι αγαθές. Δηλαδή κάθε αρετή. Η κάθε αρετή είναι αποτέλεσμα της ενεργείας, της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Ώστε, λοιπόν, το πνεύμα της αργίας, περί του οποίου ο λόγος σήμερα, αγαπητοί μου, είναι όχι απλώς μία κακία, αλλά είναι μία κακία την οποία φέρει ένας δαίμων. Ο δαίμων της αργίας. Συνεπώς δεν έχομε να παλαίψομε, αν υποτεθεί ότι έχομε έναν πόλεμον, εναντίον της αργίας, δεν έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας αφηρημένης εννοίας, αλλά έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας προσωπικής καταστάσεως. Δηλαδή του δαίμονος, ο οποίος δαίμων φέρει το πάθος της αργίας. Αυτό να το γνωρίζομε, ότι οι κακίες δεν είναι απρόσωπες έννοιες, αλλά είναι απλώς φερόμενα στοιχεία, φερόμενες κακίες από φορείς-πρόσωπα. Και οι φορείς-πρόσωπα είναι οι δαίμονες. Έλεγε ο Απόστολος Παύλος δεν είναι η πάλη μας προς σάρκα και αίμα, αλλά προς αυτές τις δυνάμεις τις επουράνιες. Τις δαιμονικές δυνάμεις, που έχομε πραγματικά να παλαίψομε. Έτσι ένας αγώνας του Χριστιανού δεν είναι ποτέ ένας θεωρητικός ή ένας εννοιολογικός αγώνας. Είναι ένας αγών προσωπικός. Ημείς, τα πρόσωπα, προς τα προσωπικά πνεύματα της πονηρίας. Και αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ότι ο αγών είναι δεινός.
Ως πρώτη, λοιπόν, κακία, ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, όπως είδατε, αναφέρει την αργία. Η αργία είναι δεινή αμαρτία, δεινή κακία. Τι είναι η «αργία»; Βεβαίως δεν πρόκειται δια την «σχολήν», κατά το «σχολάζω». Δεν είναι δηλαδή η ανάπαυσις, δεν είναι εκείνο το οποίον επιβάλλει ο Θεός ως κατάσταση καταπαύσεως από τα έργα μας την εβδόμην ημέρα. Αλλά είναι η αεργία. Δηλαδή το να μη θέλω να κάνω καμία εργασίαν. Το μη εργάζεσθαι. Είναι η φυγοπονία, η οκνηρία, ή όπως λέγουν οι πατέρες, η ακηδία. Δηλαδή ἀ-κήδομαι, δεν φροντίζω, η αμεριμνησία, εκείνο το «Δεν βαριέσαι...». Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη κακία. Και πραγματικά, μπορούμε να πούμε ότι από αυτήν την κακίαν της θα την ονομάζω από δω και μπρος- ακηδίας, απ' αυτήν την κακίαν απορρέουν πλήθος κακιών. Διότι όταν ο άνθρωπος είναι αμελής, ο άνθρωπος είναι οκνηρός, τεμπέλης, δεν φροντίζει, είναι πολύ φυσικό από αυτό να γεννηθούν πολλές άλλες κακίες. Έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -το γνωρίζετε ότι η μητέρα πάσης κακίας είναι η αργία. Είδατε; Η μάνα κάθε κακίας είναι η αργία. Και του ψεύδους και της κλοπής και του φθόνου και του μίσους κ.ο.κ. Ώστε, λοιπόν, πραγματικά, είναι κεφαλάρι, είναι μάνα πολλού κακού.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «Ακηδία ἐστί, πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις» ότι η ακηδία είναι η παράλυση της ψυχής... Πώς ένας ο οποίος παθαίνει ένα είδος παραλύσεως ή από την πείνα ή από τον κόπο ή από κάποια αρρώστια και δεν μπορεί να ορθώσει τα μέλη του, αλλά είναι παραλελυμένα τα μέλη του, έτσι, λέγει, είναι η ακηδία για την ψυχήν. Είναι η παράλυση της ψυχής. Αλλά είναι και η έκλυσις του νοός. Δηλαδή το απόκαμα του νου. Όταν ο νους βαριέται και να σκεφθεί. Είναι δε γνωστό ότι στην εποχή μας το παν γίνεται δυνατόν να τεθεί σε αργία ο νους. Θα το δούμε και λίγο πιο κάτω αυτό. Το παν δυνατόν! Και ξέρετε τι είναι εκείνο το οποίο θέτει σε αργία τον νουν; Ω, αν το καταλαβαίνατε, ω αν το αντιλαμβανόμαστε αγαπητοί μου, θα ετρομάζαμε! Είναι η τηλεόρασις! Διότι η τηλεόρασις προσφέρει εικόνες και συνεπώς ο νους αδρανεί, διότι δεν δημιουργεί έννοιες και μένει σε αυτήν την αεργία,σ΄ αυτήν την αργία δηλαδή και δεν παράγει τίποτε. Γι' αυτό αν προβάλλει κάποιος εικόνες, εκείνες που θέλει, με το περιεχόμενο το επιδιωκόμενον, καταφέρνει να κάνει αυτό που λέμε στην εποχή μας «πλύσιν εγκεφάλου». Γιατί; Γιατί ο εγκέφαλος αφήνεται στα χέρια εκείνου που προβάλλει τις εικόνες. Αδρανεί. Όταν, όμως, ο εγκέφαλος δραστηριοποιείται και σκέπτεται, δεν αφήνει ποτέ να υποστεί πλύσιν. Μα ποτέ, μα ποτέ. Αντιθέτως, κάνει κριτική σε κάθε ενέργεια εξωτερική, που πάει να αποδυναμώσει και να αχρηστεύσει τον νου.
Πραγματικά, λοιπόν, η ακηδία «έστί πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις». Και ακόμα, λέγει ο άγιος Ιωάννης, «περιεκτικός ἐστί θάνατος». Λέμε βέβαια ότι έχομε θάνατο του νου, όταν ο νους δεν καταλαβαίνει· ένας άνθρωπος ο οποίος έχασε το μυαλό του. Ή έχομε θάνατο της καρδιάς, όταν έχομε μία πόρρωσιν. Ή, επιτέλους, θάνατον του σώματος, ή νέκρωσιν ενός μέλους του σώματος. Όλα αυτά είναι επιμέρους θάνατοι. Τι είναι ακηδία; Λέει ο άγιος Ιωάννης. Είναι περιεκτικός θάνατος. Δηλαδή σε όλους τους τομείς της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι θάνατος. Και από σωματικής δηλαδή πλευράς και από πνευματικής πλευράς.
Ώστε, λοιπόν, πρέπει να διακρίνομε τον θάνατον αυτόν και στα σωματικά έργα και εις τα πνευματικά έργα. Αλλά ας δούμε, αγαπητοί μου, πρώτα τα σωματικά έργα. Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος κατασκευάστηκε για να εργάζεται. Ο Θεός ετοποθέτησε τον άνθρωπο εις τον Παράδεισον και την πρώτη εντολή που του έδωκε ήταν αυτή: «Εργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν Παράδεισον». Να εργάζεται και να φυλάττει τον Παράδεισον. Είδατε; Να εργάζεται. Διότι η εργασία είναι μέσα, θα λέγαμε, είναι στοιχείο μέσα εις αυτήν την δομή του ανθρώπου. Δηλαδή θα λέγαμε ότι η εργασία είναι μία ανάγκη, ένας νόμος βιολογικός, ένας νόμος ακόμη, αν θέλετε, πνευματικός, γιατί πρέπει να δουλεύει και ο νους, και ένας νόμος κοινωνικός. Ένας νόμος, λοιπόν, βιολογικός. Ναι! Λέγει ο Οικουμένιος το εξής: «Ο άνθρωπος», λέγει, «έχει έτσι τα μέλη του φτιαγμένα, ακριβώς για να εργάζεται. Διότι γι' αυτόν τον σκοπό έγιναν τα μέλη για να εργάζεται. Αλλιώτικα αχρηστεύονται». Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν δουλεύει, σκουριάζει. Υφίσταται αρρώστιες. Παθαίνει ένα είδος αγκυλώσεως των μελών του και σιγά σιγά αποθνήσκει. Είναι, λοιπόν, ανάγκη βιολογική η εργασία, η κίνησις. Είναι ανάγκη. Γι΄ αυτό εκείνοι οι οποίοι δεν εργάζονται, έχουν επινοήσει την κίνηση και τις εκδρομές, γιατί ακριβώς δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν, έχουν πολλά χρήματα και κινούνται με τον τρόπον αυτόν, των σπορ... Τι να κάνουμε...
Είναι όμως και ανάγκη κοινωνική. Μπορείτε, αγαπητοί μου, να φανταστείτε μία κοινωνία ανθρώπων μέσα στην οποία δεν εργάζονται οι άνθρωποι; Η κοινωνία αυτή πού θα καταλήξει; Ή μάλλον δεν είναι ανάγκη να τρέξουμε μακριά, να βρούμε καμιά ίσως παραδειγματική κοινωνία, η δική μας είναι· είναι πάρα πολλοί νέοι που δεν εργάζονται και τρέπονται εις το έγκλημα. Εάν ένας άνθρωπος έχει ανάγκες κοινωνικές και δεν έχει χρήματα, τι θα κάνει; Θα κλέψει, θα πει ψέματα, θα κάνει ληστεία, θα μετέλθει κάθε τρόπο, για να έλθουν χρήματα στην κυριότητά του. Αλλά οι τρόποι που θα χρησιμοποιήσει είναι οπωσδήποτε παράνομοι. Είναι έξω από τους νόμους εκείνους που διέπουν μια κοινωνία. Ο τεμπέλης άνθρωπος είναι μία πληγή, αγαπητοί μου, είναι μία πληγή. Πολλές φορές δυστυχεί, δεν έχει να φάει. Έτσι θα αναγκαστεί να κλέψει. Θα πει ψέματα. Είναι ένα παράσιτο ο τεμπέλης άνθρωπος.
Θα μου πείτε, πρέπει να τονίζεται αυτό; Μα το τονίζει η Αγία Γραφή, αγαπητοί μου. Ξέρετε τι λέγει εις το βιβλίο των «Παροιμιών»; Είναι στο έκτο κεφάλαιο. Καλεί τον άνθρωπο να κοιτάξει μετά προσοχής και να μελετήσει το μυρμήγκι και την μέλισσα. «Ιθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ όκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος…... ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται». «Έλα εδώ, τεμπέλη άνθρωπε, έλα εδώ οκνηρέ πήγαινε να δεις και να σπουδάσεις την πολιτείαν των μυρμήκων και την κοινωνίαν των μελισσών, κι εκεί θα πάρεις πολλά διδάγματα, και να φανείς σοφότερος», λέγει, «του μύρμηκος και της μελίσσης, που εκτιμά τόσο πολύ την εργασία, άοκνος, ουδέποτε κάθεται η μέλισσα. Και κινείται με έναν τέτοιον τρόπον, εύρυθμον, κοινωνικά, στην δική της την κυψέλη, την δική της την κοινωνία, ώστε να είναι αξιοζήλευτη η ζωή των μελισσών μέσα στην κυψέλη. Έλα, λοιπόν, οκνηρέ, να πάρεις από κει μαθήματα». Είναι υποτιμητικό για τον άνθρωπο, τον βασιλέα των ζώων, να καλείται να πάρει διδάγματα από τα ζώα. Είναι υποτιμητικό και είναι λυπηρό, έφθασε ο άνθρωπος να κατέβει πιο κάτω και από αυτά, αγαπητοί μου, τα ζώα.
Αλλά, εκεί που είναι πραγματικά πολύ χτυπητό, όταν η Αγία Γραφή αναφέρεται στο θέμα της τεμπελιάς, είναι αυτά που λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς. Είχε μάθει ότι κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στους Χριστιανούς ότι ο Χριστός έρχεται. Κι έρχεται γρήγορα. Συνεπώς είναι περιττό να δουλεύουμε. Έκλεισαν τα μαγαζιά τους και περιήρχοντο στους δρόμους ή πήγαιναν στα υπάρχοντα ανοιχτά μαγαζιά και έπιαναν την κουβέντα και τίποτε άλλο. Μέσα σε μία ατέλειωτη τεμπελιά. Τους ελέγχει αυστηρότατα ο Απόστολος Παύλος. Ακούστε τι λέγει: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος (:Σας παραγγέλλομε, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού, να αποχωρίζεσθε από κάθε αδελφόν ο οποίος άτακτα περιπατεί· δηλαδή άτακτα πολιτεύεται» -Τι θα πει «άτακτα»; Θα πει τεμπέλικα. Ο ατάκτως ζων είναι ο τεμπέλης. Διότι ο Θεός, είναι Θεός τάξεως. Και εργασίας. Και εφόσον ο Θεός έθεσε την εργασίαν ως τάξιν, εκείνος αναιρώντας την εργασία και μένοντας στην οκνηρία, ζει ατάκτως. Δηλαδή ζει τεμπέλικα- «καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν (:και δεν ζουν μερικοί κάποιοι όπως εγώ σας είπα, να εργάζεσθε».
Ο Χριστιανός εργάζεται, αγαπητοί μου. Τον κατηγόρησαν κάποτε τον Κύριον ότι και το Σάββατο εργάζεται. Ηργάζετο βέβαια τα έργα όχι τα βιοποριστικά, αλλά την φιλανθρωπία. Και είπε εκείνο το «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι». «Έως τώρα ο Πατέρας μου εργάζεται, κι εγώ εργάζομαι». Η εργασία! Μεγάλο πράγμα! Μεγάλο πράγμα! Τον ανεβάζει τόσο ψηλά τον άνθρωπο και τον κάνει ανενδεή. Εάν ο Θεός ο ανενδεής εργάζεται, εμείς οι ενδεείς, εμείς που έχομε ανάγκες, πόσο περισσότερο πρέπει να εργαζόμεθα, για να καλύπτομε τις ανάγκες μας; Ακούστε: Τις υλικές μας ανάγκες! Τις υλικές μας! Ο Χριστιανισμός δεν ενδιαφέρεται απλώς για ένα δήθεν υψηλό πνεύμα. Ενδιαφέρεται για ολόκληρον τον άνθρωπον, γι'αυτό ακριβώς και παραγγέλλει να εργάζεται και να μην τεμπελιάζει. Και συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει: «Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:Σεις οι ίδιοι γνωρίζετε πώς πρέπει να μας μιμείσθε) ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν (:ότι ανάμεσά σας δεν τεμπελιάσαμε) οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος (:ούτε φάγαμε ψωμί τζάμπα από κάποιον –εννοεί, δηλαδή, ότι δεν καθίσαμε άεργοι ανάμεσά σας, περιμένοντας από σας να φάμε), άλλ' έν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν (:με κόπο και μόχθο, νύκτα και ημέρα δουλεύομε, για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας) οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν (:επήραμε εξουσία από τον Κύριο να τρώμε από σας· όχι, λοιπόν, ότι δεν έχομε εξουσία), ἀλλ᾽ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:να σας δώσομε παράδειγμα για να μας μιμείσθε. Ότι πρέπει, δηλαδή, να εργάζεσθε)». Και συνεχίζει: «Ότε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν (:Όταν ήμασταν ανάμεσά σας, αυτό σας παραγγέλλομε), ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω (:εκείνος που δεν θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει· δεν έχει δικαίωμα να φάει εκείνος που δεν εργάζεται. Δεν έχει δικαίωμα να φάει). Ακούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως (:γιατί ακούμε ανάμεσά σας να υπάρχουν μερικοί που πολιτεύονται τεμπέλικα), μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους (:που δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται. Γυρίζουν από δω, γυρίζουν από κει, κουτσομπολεύουν κ.λπ. -Και την οποία κακία της περιεργείας, πρώτα ο Θεός, αγαπητοί μου, θα αναλύσομε την ερχομένη Παρασκευή)».
Και συνεχίζει ο Απόστολος: «Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ –όχι εγώ ο Παύλος, ο Κύριος, παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν– ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν (:ώστε μετά ησυχίας να δουλεύουν την δουλειά τους και να τρώνε το ψωμί τους)». Εκείνο το «μετὰ ἡσυχίας»... Αυτό το «μετὰ ἡσυχίας»... Πώς να το πω; Χωρίς αναστατώσεις, χωρίς φωνές, χωρίς ατέλειωτα δικαιώματα και ατέλειωτες απεργίες. Αυτό θα πει το «μετά ἡσυχίας».Με ταπεινοφροσύνη. Να σκύψεις και να αρχίσεις να δουλεύεις. Εάν δεν πληρώνεσαι, έχεις το δικαίωμα να ζητήσεις να πληρωθείς. Όταν όμως αρχίσεις να πληρώνεσαι, τότε δούλεψε, αγαπητέ μου. Διότι όταν δουλέψεις, και να φωνάζεις, και να σε πληρώνουν παραπάνω, και πάλι φωνάζεις και σε πληρώνουν παραπάνω, και ζητάς πιο πολλά λεφτά και λιγότερη δουλειά και συνεχώς ποσά αντιστρόφως ανάλογα, τα λεφτά να μεγαλώνουν, η δουλειά να μικραίνει, οι ώρες να μικραίνουν, τότε, τότε, τότε πού θα φτάσομε; Αυτό θα πει «μετὰ ἡσυχίας». «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα (:Εάν κάποιος από σας -λέγει- δεν θέλει να συμμορφωθεί με εκείνα τα οποία γράφω στην επιστολή μου, αυτόν -λέει- να τον σημειώνετε και να τον απομονώνετε, να μην του κάνετε συντροφιά, για να ντραπεί)». Πού σήμερα! Ποιον σήμερα! Να μην κάνομε συντροφιά για να ντραπεί...! Σήμερα, αγαπητοί μου, η τεμπελιά είναι δόξα και τιμή. Καυχιέται κανείς ότι καταφέρνει να έχει χρήματα χωρίς να δουλεύει. Και θεωρείται ανόητος, επιτρέψατέ μου, κορόιδο, εκείνος ο οποίος εργάζεται για να βγάλει το ψωμί του...
Αλλά είναι όμως, αγαπητοί, και η πνευματική εργασία. Δεν είναι μόνο η σωματική εργασία, η βιολογική, εκείνη που είναι ανάγκη του σώματος και που έχομε ανάγκη να δουλέψομε για να φάμε. Αλλά είναι και η πνευματική εργασία. Είναι εκείνο που σας έλεγα προηγουμένως. Είναι η εργασία του νου. Όταν θα πρέπει να αρχίσομε να δουλεύουμε, να σκεφτόμαστε, αλλά προπαντός και κυρίως να εργαζόμεθα το έργο των αρετών. Σας θυμίζω την παραβολή των ταλάντων. Ενθυμείσθε πώς απεκάλεσε εκείνον τον δούλον που πήρε το ένα τάλαντον ο Κύριός του, που το έκρυψε και δεν το δούλεψε; «Δούλε οκνηρέ», «δούλε τεμπέλη». Και τον επιπλήττει δριμύτατα τον δούλον αυτόν. Γιατί; Γιατί δεν δούλεψε το τάλαντό του. Δηλαδή ποιο; Τα προσόντα που του έδωκε ο Θεός, την ικανότητα, το «κατ' εικόνα» και να το δουλέψει και να το κάνει «καθ' ὁμοίωσιν» Να φθάσει, δηλαδή, να ομοιάσει του Θεού στις αρετές.
Το ξέρετε ότι έχομε πολλή δουλειά να κάνομε, αγαπητοί μου, στον τομέα αυτόν; Κι όλο γλυστράμε. Κι όλο ξαναγυρίζομε πίσω, και πάλι πρέπει να σηκωνόμεθα και πάλι δουλειά πρέπει να κάνομε. Χωρίς να σταματούμε μια ζωή ολόκληρη πρέπει να αγωνιζόμαστε για την πνευματική μας οικοδομή. Όχι δια τις οικοδομές τις υλικές, τα σπίτια, τι θα κάνομε . Αλλά για την πνευματική μας οικοδομή. Δια τον οίκον της ψυχής μας, για τις αρετές. Πάρα πολλοί άνθρωποι, μετά δυστυχίας το λέγω, δεν αγωνίζονται. Και δεν οικοδομούν τον οίκον της ψυχής των. Τον αφήνουν έτσι, ερειπωμένον, αραχνιασμένον, και που να περπατούν μέσα πολλά ζωύφια, δηλαδή πολλά πάθη και πολλοί δαίμονες να τον καθιστούν κατοικητήριο τον οίκον της ψυχής των. Πρέπει, λοιπόν, να δουλέψομε. Θυμόσαστε, παρακαλώ, εκεί που λέγει, σας το είπα, που λέγει ο Θεός, έδωκε εντολή εις τους πρωτοπλάστους να εργάζονται και να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Τι έπρεπε να εργάζονται; Να σκάπτουν; Ήταν τόσο εύφορο το έδαφος, ώστε παρήγαγε πλουσιοτάτους καρπούς. Να ποτίζουν; Μας λέγει η Αγία Γραφή ότι ανέβλυζε νερό και επότιζε τον Παράδεισο. Τι έπρεπε να κάνουν; Να κτίσουν σπίτι; Να φτιάξουν ρούχα; Τίποτα. Ανενδεείς ήσαν, δεν είχαν καμία ανάγκη. Ζούσαν μέσα σε μία μακαριότητα υλική. Πού ήταν η εργασία; Κυρίως. Ήταν στον πνευματικό τομέα. Και να φυλάσσουν τι; Να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Ναι. Από ποιον; Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Κλέπται; Λησταί; Κακοποιοί; Καταχρασταί; Καταπατηταί; Δεν υπήρχαν. Τότε από ποίον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον διάβολον; Ναι, από τον διάβολο. Αλλά ο διάβολος είναι πνεύμα. Μπορούσε να μπαίνει παντού. Από ποιον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον Αδάμ έπρεπε να φυλάξει τον Παράδεισο ο Αδάμ! Δηλαδή να φυλάξει τον εαυτό του, για να μη χάσει τον Παράδεισον. Έπρεπε να εργαστεί το έργο των αρετών, την αγιότητα, και να φυλάσσει αυτό το οποίο δουλεύει, το έργο των αρετών, για να μην το χάσει. Το έχασε όμως. Διότι δούλευε μεν, αλλά δεν εφύλαττε όμως. Και έχασε ακριβώς εκείνα που δούλεψε ο Αδάμ. Του τ' άρπαξε ο διάβολος.
Είναι και κάτι άλλο όμως που πρέπει να δουλέψομε, και δεν απαιτεί λίγο κόπο. Είναι η γνώσις του Θεού! Η γνώσις του Θεού, αγαπητοί μου, είναι αναγκαιοτάτη. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Σας το λέω για ντροπή σας. Δεν δουλέψατε να μάθετε Ποιος είναι ο Θεός και τι θέλει από σας;». Ώστε, λοιπόν, έχομε πολύ να δουλέψομε. Και σωματικά και πνευματικά. Και να εξορίσομε, αγαπητοί μου, την κακίαν της αργίας, της ακηδίας.
Αν με ρωτήσετε, πώς θα μπορέσομε να την θεραπεύσουμε; Θα σας απαντούσα: Πρώτον, θα κάνομε αρχή προσπαθείας. Όλα τα πράγματα αρχίζουν με μία προσπάθεια. Και με μίαν αρχήν. Όλα αρχίζουν με μίαν αρχήν. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Θα αρχίσομε. Μα... σταματήσαμε. Θα ξανακάνομε αρχή. Και πάλι σταματήσαμε. Και πάλι αρχή. Πάντα θα κάνομε αρχή προσπαθείας.
Δεύτερον. Θα κάνομε προσευχή. Θα παρακαλέσουμε τον Θεό να μας απαλλάξει απ' αυτό το πάθος.
Τρίτον. Θα απέχομε από την αργολογία. Είναι παρατηρημένο, οι άνθρωποι που λένε πολλές κουβέντες, δεν δουλεύουν. Φερμουάρ, λοιπόν, στο στόμα. Για να μπορέσουμε να κάνουμε λίγο δουλειά. Ακόμη, η δουλειά ξέρετε, θέλει υπομονή. Θα υπομείνομε, θα κάνομε υπομονή στο έργο που εργαζόμεθα. Είτε σωματικό είτε πνευματικό. Θα μελετούμε ακόμη τα λόγια του Θεού, θα μελετούμε την Αγία Γραφή. Και τέλος θα αποκτήσομε την αγία συνήθεια της θεωρίας του νου. Θα δουλεύει το μυαλό μας. Η θεωρία του νου. Θα βαθαίνομε μέσα εις τον λόγο του Θεού. Θα βαθαίνομε εις την αγάπη του Θεού, εις τα μυστήρια του Θεού. Και βαθαίνοντας, αγαπητοί μου, θα έχομε εξορίσει την αργία, πραγματικά, και θα ζούμε όπως ο Θεός θέλει.
12η ομιλία στην κατηγορία : "Ὁμιλίες Χαιρετισμῶν. Ὁμιλίες τῶν πέντε Παρασκευῶν τῶν Χαιρετισμῶν"
†.Κάποτε ο Κύριος, αγαπητοί μου, εκλήθη σε ένα δείπνο από κάποιον Φαρισαίον. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Κύριος είπε στον οικοδεσπότη να μην καλεί φίλους και συγγενείς στο τραπέζι του, αλλά αναγκεμένους ανθρώπους, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να του ανταποδώσουν την ευεργεσία.
Μάλιστα προσέθεσε ο Κύριος: «Ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων». Δηλαδή «θα έχεις την αμοιβή σου κατά την ανάσταση των νεκρών. Τώρα μην περιμένεις αμοιβή, γιατί το κάλεσμα συγγενών και φίλων δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά γεμάτο επαίνους: ‘’Ήταν ωραίο το φαγητό. Σε ευχαριστούμε που μας κάλεσες’’» και άλλα τέτοια. Κάποιος ανακείμενος ενθουσιάστηκε και είπε εις τον Κύριον: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή είναι ευτυχισμένος εκείνος ο οποίος θα καθίσει στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Και τότε ο Κύριος, σαν απάντηση και εις επήκοον, μάλιστα, πάντων, είπε την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου, που σήμερα ακούσαμε σαν ευαγγελική περικοπή.
Λέγει: «Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα…». Βέβαια δεν θα επαναλάβουμε την περικοπή, γιατί θα μας καταναλώσει χρόνον. Πιστεύω την προσέξατε την παραβολήν.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ἐποίησεν, έκανε δείπνον μέγα, μεγάλο δείπνο; Ο άνθρωπος της παραβολής, αγαπητοί μου, είναι ο Θεός· που στρώνει το μεγάλο δείπνο στη γη και που είναι η Βασιλεία Του. Είδατε, λέμε «Αγία Τράπεζα», «Σώμα και Αίμα Χριστού», «τά παρατιθέμενα ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης». Πραγματικά είναι ένα δείπνον.
Και ο «παρατιθέμενος μόσχος» που λέγει, ποιος είναι; Ή ο αμνός; Είναι η θυσία του Υιού Του, που με αυτήν βέβαια στρώνεται το τραπέζι. Είναι το δείπνον μέγα, γιατί μεγάλος είναι Εκείνος που το παραθέτει. Είπαμε, ο Θεός. Μεγάλα δε και τα παρατιθέμενα. Όπως είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αλλά και όλα τα άλλα· η Θεία Χάρις, η άφεσις των αμαρτιών, η υιοθεσία, τα μυστήρια της Εκκλησίας, όλα που απορρέουν από αυτήν την τράπεζα, όλα είναι μεγάλα και φοβερά.
Αλλά είναι μεγάλο το δείπνο ακόμη γιατί είναι και οικουμενικό, είναι και παγκόσμιον. Μην το ξεχνούμε αυτό. Ἀεί παρατιθέμενον· το οποίον παρατίθεται πάντοτε. Βλέπετε; Έως ότου έλθει ο Κύριος ξανά εις τον κόσμον αυτόν, το δείπνο αυτό θα παρατίθεται. Και πάντα θα είναι εκείνο που χορταίνει και ευφραίνει και αιωνίζει όποιον σε αυτό το τραπέζι όντως καθίσει.
«Και το δείπνον ετοιμάστηκε», όπως μας λέγει η παραβολή. Και εδώ αρχίζει τώρα το δεύτερο μέρος. Αυτά, το πρώτο μέρος, όσον αφορά τον οικοδεσπότη· τώρα εδώ, στο κάλεσμα των συνδαιτυμόνων. Εδώ έχομε μία περίεργη, αγαπητοί μου, συμπεριφορά, όπως θα δούμε και θα εκπλαγούμε πραγματικά.
«Ἢρξαντο», λέγει η παραβολή, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». «Απ’ την πρώτη στιγμή, οι καλεσμένοι άρχισαν να παραιτούνται». Δηλαδή να ζητούν να μη μετέχουν εις το τραπέζι αυτό. Η αιτία; Λέγει ο πρώτος καλεσμένος: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον». Λέγει: «Αγόρασα ένα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να πάω να το δω το χωράφι αυτό. Γι΄αυτό, σε παρακαλώ, άφησέ με. Δεν θα μπορέσω να έλθω εις το δείπνον που με καλείς». Ο δεύτερος απήντησε εις τον δούλον εκείνον που έστειλε ο οικοδεσπότης βέβαια για το κάλεσμα. Και εκείνος με ανάλογο τρόπο απήντησε ότι είχε να κάνει κάτι αγορές ζώων. Ήθελε με τον τρόπον αυτόν να πάει να τα δοκιμάσει τα βόδια του, ας το πούμε, αν είναι καλά, γερά το όργωμα κ.λπ. Και ο τρίτος; Και ο τρίτος, ο ταλαίπωρος ο τρίτος, έκανε καινούρια οικογένεια και τώρα είχε πολλές βιοτικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να καλύπτει και φυσικά δεν είχε καιρό, δεν είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί εις το μεγάλο αυτό δείπνο…
Πάντως, έτσι, δειγματοληπτικά, αναφερομένη η παραβολή, όλοι δεν ανταποκρίθηκαν εις αυτήν την πρόσκλησιν. Ας προσέξομε τη διατύπωση, γιατί πάνω στη διατύπωση μιας προτασούλας θα μείνομε και θα αναλύσομε το θέμα μας σήμερα, αγαπητοί μου.
«Ἒχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν»· που θα πει: «Έχω ανάγκη να βγω». Ο πρώτος. «Να πάω να δω το χωράφι που θα αγοράσω». Ο δεύτερος: «Να πάω να δω τα ζώα». Ο τρίτος: «Να πάω να δουλέψω, γιατί πώς θα ζήσω την καινούρια μου οικογένεια;». «Ἀνάγκη ἐξελθεῖν». Αυτό το «έχω ανάγκη» μας θυμίζει έναν εξαναγκασμό ακούσιον· που μας ωθεί να πραγματοποιήσομε κάτι. Και αυτό είναι κάθε μέρα, όλη τη μέρα. Είναι κάθε μέρα όλη τη μέρα. Ένας εξαναγκασμός μέσα εις την καθημερινότητα, που κάπου μας θυμίζει την καταναγκαστική ψύχωση. Έχετε ακούσει περί καταναγκαστικής ψυχώσεως;
Η καταναγκαστική ψύχωσις είναι μία ψυχική αρρώστια πολύ βασανιστική. Αυτός που πάσχει από την αρρώστια αυτή, δεν είναι σίγουρος για τις ενέργειές του και διαρκώς επιθεωρεί τις ενέργειές του κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Αυτό είναι η καταναγκαστική ψύχωσις. Π.χ. «Έκλεισα το πετρογκάζ;». Πάμε να κοιμηθούμε. «Έκλεισα το πετρογκάζ; Μπας και το άφησα ανοιχτό; Και τότε κάπου καμία διαρροή και πεθάνομε;». «Κλείδωσα την πόρτα; Μη καμιά φορά ξεχάσομε την πόρτα του σπιτιού μας ανοιχτή και μπει κάποιος κλέφτης;»· κ.ο.κ. Όλα αυτά μας βασανίζουν. Αυτό λέγεται «καταναγκαστική ψύχωσις». Έτσι και ο άνθρωπος της πολλής μερίμνης, σαν να πάσχει από καταναγκαστική ψύχωση, κινείται όλη την ημέρα στις βιοτικές του μέριμνες, κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Βέβαια, η εργασία είναι νόμος πνευματικός και βιολογικός, αν το θέλετε. Και εδόθη στον άνθρωπο μέσα εις τον Παράδεισον. Αυτό το «ἐδόθη» είναι σύμφωνο βέβαια με τη δομή του ανθρώπου να εργάζεται.
Υπάρχει όμως και ένα αλλά. Είπε μεν ο Θεός εις τον Παράδεισον εις τους πρωτοπλάστους: «Ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν τόν Παράδεισον». Και ο Χριστός είπε: «Ὁ Πατήρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι». Όμως δεν πρόκειται για την εργασία καθ’ εαυτήν. Αλλά για έναν ανόητο και επικίνδυνο καταναγκασμό στην εργασία. Είναι γνωστό ότι μετά την απώλεια του Παραδείσου, η εργασία έγινε δουλεία. Γι΄αυτό και το λέμε στη νεοελληνική μας γλώσσα· λέμε: «Έχω δουλειά». Δηλαδή είμαι δούλος σε μία υπόθεση. Αυτό θα πει δουλειά. Είμαι στη δουλεία. Πάω στο χωράφι, πάω στο κατάστημα, πάω οπουδήποτε, από έναν εξαναγκασμόν. Αυτή η δουλεία στην εργασία, γίνεται στον άνθρωπο μία τρόπον τινά και πρέπει να το πούμε, καταναγκαστική ψύχωση. Όχι ότι θα είχαμε τόση προθυμία να δουλέψομε, αλλά γιατί κάτι μας σπρώχνει. Σημαίνει ότι ο κύριος της εργασίας δεν είναι ο άνθρωπος. Αντίστροφα. Η εργασία είναι η αφεντικίνα και ο άνθρωπος είναι δούλος· που θα πάει τώρα σε αυτή τη δουλεία, σε αυτή τη δουλειά. Πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να ερμηνευθεί η συμπεριφορά και των τριών καλεσμένων στον δείπνο που έβαλαν πιο πάνω από το σπουδαίο δείπνο, την εργασία που ο καθένας είχε; Πώς αλλιώτικα μπορεί αυτό να εξηγηθεί; Σαν ένας νόμος να αναγκάζει τον άνθρωπο να μένει μόνον στη μέριμνα του βίου και να μην ατενίζει στον ουρανό, να μη βλέπει τη σωτηρία Του.
Και αυτός ο παράσιτος νόμος είναι η πλεονεξία στον πλουτισμό. Είδατε τι ακούσαμε σήμερα στην αποστολική περικοπή που λέει ο Απόστολος Παύλος, Κολοσσαείς, ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Και δεν μπορείς, όταν είσαι πλεονέκτης και φυσικά αποδεικνύεσαι ότι είσαι ειδωλολάτρης, να μπορείς να εκτιμήσεις τα πνευματικά αγαθά. Δεν είναι δυνατόν.
Είναι ακόμη και η προσκόλληση στην ικανοποίηση των αισθήσεων. Όπως λέμε «Πάω να δω, να δοκιμάσω τα βόδια μου». Οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι είναι η υπηρεσία που κάνει ο άνθρωπος στις πέντε του αισθήσεις. Να ικανοποιεί τις πέντε του αισθήσεις. Αλλά και η ειδωλοποίηση της οικογενείας. «Α, οικογένεια» σου λέει. «Ιερόν πράγμα». Ιερό πράγμα κάνουν και την εργασία, όλα ιερά σαν δικαιολογία, να μην κοιτάξουν, να μην ατενίσουν τίποτε απ’ ό,τι ανήκει εις τον ουρανόν και την σωτηρία.
Η εργασία, αγαπητοί μου, είναι νόμιμος. Αρκεί να μένει στα όριά της. Εκεί που πρέπει να μένει. Στους όρους της, χωρίς να γίνεται σκοπός της ζωής. Το καταλάβαμε; Δεν είναι σκοπός της ζωής η εργασία. Η εργασία είναι ένα μέσον για να υπάρχομε. Είτε βιολογικά, είτε ακόμη και πνευματικά. Και όταν επιτελείται η εργασία, θα γίνεται βεβαίως πάντοτε με την μνήμη του Θεού. Λέμε: «Μπορείς να εργάζεσαι οτιδήποτε. Διανοητική ή χειρονακτική εργασία και να λες την μονολόγιστη ευχή: ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’»; Ή να έχεις την μνήμη του Θεού διαρκώς. Όταν μάλιστα μας λένε οι Πατέρες λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «πιο συχνότερο πρέπει να είναι η μνήμη του Θεού από την αναπνοή!».Τότε βεβαίως δεν παραδοθήκαμε στην εργασία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν ομιλεί εδώ η παραβολή περί γεύματος. Προσέξτε κάτι. Μια λεπτομέρεια είναι. Αλλά περί δείπνου. Γεύμα στην ελληνική γλώσσα λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το μεσημέρι. Δείπνο λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το βραδινό φαγητό. Εδώ λέει ότι έκανε δείπνο μέγα. Άρα λοιπόν η τράπεζα εδώ είναι βραδινή. Προσέξτε, είναι βραδινή. Όταν εσύ λες: «Πάω να δω το χωράφι μου, πάω να δω τα βόδια μου», άνθρωπε, το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Αφού υποτίθεται ότι έχει τελειώσει η εργασία η ημερινή, για να βρεθείς σε ένα δείπνο. Αυτό σημαίνει μας έχει πάρει ο στρόβιλος της μερίμνης και έχομε παραθεωρήσει το δείπνο της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος μάς παρήγγειλε: «Προσέχετε ἑαυτοῖς (:προσέχετε τους εαυτούς σας) μήποτε (:μήπως) βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐκ κραιπάλει καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μη βαρύνουν οι καρδιές σας με την κραιπάλη και τη μέθη». Πράγματι γίνεται μία μέθη η βιοτική φροντίδα και μέριμνα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί από εκεί να ξεκολλήσει.
Πρέπει ακόμη να αναφέρομε και μερικές περιπτώσεις που μας εξαναγκάζουν ή αν θέλετε, καταναγκάζουν, ώστε να μην έχομε ούτε καιρό ούτε διάθεση για πνευματική ζωή. Και πρώτα είναι ο βιοπορισμός αυτός καθ’ εαυτόν. Έχομε την εντύπωση ότι δεν μας φθάνουν τα χρήματα του μισθού και πρέπει να κάνομε και μία δεύτερη δουλειά. Ακόμη… ω, πω, πω, να βγει και η γυναίκα έξω να δουλέψει. Και ναι μεν η γυναίκα βγήκε στο χωράφι μαζί με τον άνδρα της για να βοηθήσει. Τώρα η γυναίκα δεν είναι πια στο χωράφι με τον σύζυγον. Ή στο κατάστημα να βοηθήσει. Αλλά είναι σε ξεχωριστή δουλειά, με ξεχωριστή σύνταξη. Να, αυτές τις μέρες λογαριαζόταν… αν , λέει, ο άνδρας παίρνει σύνταξη, η γυναίκα θα πρέπει να παίρνει κι αυτή; Και το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε: «Βεβαίως». Και πολύ σωστά. Διότι είναι ξεχωριστόν πρόσωπον και πρέπει να πάρει ξεχωριστή σύνταξη. Βλέπετε λοιπόν τι γίνεται εδώ; Ο βιοπορισμός. Κι όμως αν ήξεραν, το ζεύγος, να οργανώνουν τη ζωή τους από πλευράς οικονομικής, δεν θα χρειαζόταν η γυναίκα να βγει έξω να δουλέψει. Πάντως, το ότι βγαίνει και η γυναίκα έξω, εδώ υπάρχει μία δικαιολογία αποφυγής της πνευματικής ζωής. «Δεν έχω καιρό», σου λέει. «Να πάω στην εκκλησία δεν έχω καιρό. Να ακούσω λόγο Θεού δεν έχω καιρό». Κ.λπ. κλπ.
Μετά είναι η μόρφωσίς μας και η μόρφωση των παιδιών μας. Εκεί δα υπάρχει ένας κυριολεκτικά πυρετός. Φροντιστήρια, μουσικές.. «Το παιδί να μην πάρει και μουσικήν κατάρτισιν, να μην πάει στο Ωδείον;». Μετά, γυμναστικές επιδόσεις, ξένες γλώσσες και βάλε και βάλε και βάλε. Όλα αυτά δεν αφήνουν χρόνον ούτε για μας ούτε για τα παιδιά μας. Κι αυτά, δεν νομίζετε ότι αποτελούν μία καταναγκαστικήν ψύχωσιν, ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίον δεν μπορούμε να ξεφύγομε για κάτι το πνευματικόν; Εκείνο που μου κάνει εντύπωση πολλές φορές, παίρνει τηλέφωνο, ας πούμε, κάποιος, πατέρας ή μητέρα, για να ‘ρθει το παιδί για εξομολόγηση, να το δούμε εμείς ιδιαιτέρως…· γιατί το παιδί την ημέρα που έχομε εξομολόγηση έχει φροντιστήριο, έχει ξένες γλώσσες, έχει να πάει στο Γυμναστήριο. Α, δηλαδή εγώ, που είμαι πνευματικός, να υποβληθώ εις τον κόπον να δεχθώ το παιδί σου μία άλλη μέρα και μία άλλη ώρα, μόνο και μόνο για να μην χάσει το …φροντιστήριό του. Βλέπετε παρακαλώ; Κι αν πω εγώ –είναι πολύ φυσικό- «Δεν μπορώ άλλη μέρα», τότε το παιδί θα μείνει χωρίς εξομολόγηση. Φταίω εγώ που είπα: «Δεν μπορώ;». Ή φταις εσύ που δεν θυσιάζεις το φροντιστήριο του παιδιού σου, μόνο και μόνο για να μην το χάσει;
Μετά, οι κοσμικές ενασχολήσεις. Εκεί δα, τελειωμό δεν υπάρχουν. Και οι ψυχαγωγίες. Έχομε να πάμε εδώ, έχομε να πάμε εκεί, ταξίδια, και δεν μπορούμε να σκεφθούμε καν για θέματα πνευματικής ζωής και σωτηρίας.
Μετά, η ικανοποίηση των αισθήσεων. «Πολύ ωραίο έργο προβάλλει ο κινηματογράφος, πρέπει να το δούμε, να πάμε να δούμε». Κι εκείνο, κι εκείνο. «Η τηλεόραση προβάλλει τούτο, πρέπει κι εκεί να το δούμε». Και δεν έχομε χρόνο να κοιτάξομε την πνευματική μας ζωή.
Βέβαια η άρνηση των καλεσμένων δεν σημαίνει και ματαίωσις του δείπνου. Δεν σημαίνει επειδή κάποιοι αρνούνται και τον δείπνο του Θεού, μπορεί αυτό να ματαιωθεί. Αν είναι δυνατόν αυτό ποτέ. Γιατί; Απλούστατα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν την κλήσιν. Δεν είναι όλοι οι οποίοι θα πουν το «όχι». Με μύριες δικαιολογίες «όχι». Υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν και ανταποκρίνονται. Και αυτό είναι βέβαια ένα ευτυχές γεγονός. Είναι οι αποδεχόμενοι λοιπόν το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Και παρακάθηνται εις αυτό το δείπνο. Είναι η μυστηριακή ζωή. Είναι ο εκκλησιασμός. Είναι η μελέτη του λόγου του Θεού. Είναι η άσκησις. Κι αυτοί δουλεύουνε. Δεν είναι τεμπέληδες. Κι αυτοί έχουν οικογένεια. Κι αυτοί έχουν επάγγελμα. Αλλά σου λέει: «Άλλο αυτό, άλλο εκείνο· όλα με τη σειρά τους. Θα πάω και στο μαγαζί, θα πάω και στο χωράφι, αλλά θα πάω και στην Εκκλησία».
Μάλιστα το θέμα της αργίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η Εκκλησία μας έχει αρκετές αργίες μέσα εις το έτος. Το κάνει αυτό, για να σου δώσει την ευκαιρία να αφήσεις τις ενασχολήσεις σου τις βιοτικές και να πας στην Εκκλησία. Και να ακούσεις τον λόγο του Θεού. Θυμούμαι, στη Λάρισα, είχα πει κάποτε στα παιδιά του Κατηχητικού σχολείου.. ένα παιδί το εφήρμοσε, ένα παιδί· ήταν στο Λύκειο. Τι έκανε; Σε μία αργία… σχολείο βέβαια είχαν, γιατί και οι αργίες έχουν δυστυχώς καταργηθεί. Στην εποχή μου είχαμε πολλές αργίες. Αγίου Δημητρίου, να είναι το σχολείο ανοιχτό; Αγίου Αντωνίου; Μπα! Είχαμε αργία. Τι λοιπόν; Το παιδί, όπως του είχα πει…-είχα πει σε όλα τα παιδιά, ένα το εφήρμοσε- τι έκανε το παιδί αυτό; Έπαιρνε τη σάκα του, έτρωγε πρωινό, ερχότανε στην Εκκλησία, όταν έχομε μία αργία, και δεν είναι αργία που να ‘ναι κλειστά όλα, δυστυχώς εκεί βλέπετε, δεν πανηγυρίζει ο ναός, εκεί τελειώνομε και γρήγορα, 9 η ώρα έχει τελειώσει η Εκκλησία. Ε, τότε, τι; Ερχότανε με τη σάκα του το πρωί, εκκλησιαζόταν το παιδί, ευθύς μετά έφευγε και πήγαινε στο σχολείο. Έχανε μόνο μία ώρα. Το πρωί. Μόνο μία ώρα. Ελάτε να μου πείτε τώρα, που καταργήσαμε τις αργίες…-γιατί ξέρετε τι λένε οι εχθροί του Θεού; Είναι στο Ψαλτήρι γραμμένο. «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς». «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς»! Δεν μου λέτε, πόσες ώρες τα παιδιά σήμερα είναι εκτός σχολείου; Πάρα πολλές... Δεκάδες ώρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αυτές τις πέντε ώρες να πάνε στην Εκκλησία. Και έτσι, από άλλο μέρος πληρώνομε τα σπασμένα. Αγαπητοί μου, έτσι είναι. Καταργείς εκείνο που θεσμοθετεί ο Θεός; Αλίμονό σου…
Αγαπητοί, σε λίγες ημέρες θα γιορτάσομε το μεγάλο γεγονός, το μεγαλύτερο γεγονός που είναι η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου. Εκείνος που δημιούργησε τα πάντα, τώρα θα γίνει άνθρωπος. Και θα ΄ρθει ανάμεσά μας. Η παρουσία Του στη γη είναι το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Ορατόν σημείον της Βασιλείας του Θεού στη γη επάνω είναι η Εκκλησία. Και μάλιστα η τέλεσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι όμως από μας γνωρίζουμε το νόημα της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου; Πόσοι από μας έχομε δημιουργήσει προϋποθέσεις υποδοχής, όπως είναι μία Τεσσαρακοστή, όπως τώρα που διερχόμεθα; Πόσοι από μας ετοιμάσαμε την οδόν Κυρίου και κάναμε «εὐθείας τάς τρίβους αὐτοῦ», όπως ειδοποιεί ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος; Μη νομίσομε ότι Χριστούγεννα σημαίνει φαγοπότι και ευκαιρίες ταξιδίων και δώρων και ψυχαγωγίας. Χριστούγεννα σημαίνει ότι κατανοήσαμε Ποιος ήλθε ανάμεσά μας. Αυτό θα πει Χριστούγεννα. Και βέβαια και Τον δεχθήκαμε. Να μη μείνομε λοιπόν σε εκείνο το μελαγχολικό και απογοητευτικό, που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο Α΄ του κεφάλαιο: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήλθε ανάμεσά μας, ήλθε στο σπίτι μας, ήλθε στη γη μας και εμείς δεν Τον παραλάβαμε. Του γυρίσαμε την πλάτη».
Αδελφοί, Χριστούγεννα, και το τραπέζι της Βασιλείας στρώθηκε. Μη χάνομε καιρό. Οι βιοτικές μέριμνες ποτέ δεν τελειώνουν· γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος. Η ζωή μας είναι μία ευθεία. Από τη γη στον ουρανό. Όλες οι συστροφές είναι εκ του πονηρού. Και τώρα μας δίδεται η ευκαιρία. Ο Θεός Πατήρ έστρωσε Μέγα Δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Ανάμεσα στους πολλούς, να σπεύσομε και εμείς. Ίσως αύριο, κατόπιν μιας αναβολής, να είναι πολύ αργά. Ίσως τελεσίδικα αργά… Αμήν.