†. Πολλοὶ δέχονται τὸν Καζαντζάκη ὡς μεγάλη μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι ἀφορίστηκε, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὸν μελετοῦμε;
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πολλὰ γιὰ τὸν Καζαντζάκη, ὑπὲρ καὶ κατά, ὅσα γράφτηκαν γι᾿ αὐτόν. Βεβαίως ὑπῆρξε βλάσφημος καὶ μισέλλην· ἀποκαλεῖ τοὺς Έλληνες «ἄτιμη ράτσα». Δὲν θὰ ἀσχοληθῶ μὲ αὐτὰ καὶ δὲν θὰ σᾶς πῶ ποιός εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Ἴσως ξέρετε, μπορεῖτε καὶ νὰ διαβάσετε, ἂν δὲν ξέρετε· ὑπάρχουν καὶ βιβλία ποὺ εἶναι ὑπέρ, καὶ βιβλία κατὰ τοῦ Καζαντζάκη. Αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ καὶ ἰσχύει γιὰ κάθε λογοτέχνη τύπου Καζαντζάκη εἶναι τὸ ἑξῆς·
-Ἡ λογοτεχνία (καὶ ἡ ποίησις, καὶ ὁ πεζός λόγος...) εἶναι ἢ δὲν εἶναι αὐτόνομη; -Ξέρετε, ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὴ τὸν δόγμα περὶ τέχνης, ὅτι ἡ τέχνη εἶναι γιὰ τὴν τέχνη, καὶ αὐτὸ δείχνει τὴν αὐτονομία τῆς τέχνης. Εἶναι ἁπλό (ἂν εἶναι ἁπλό! Γιατὶ ἂν ἦταν, τότε γιατί δὲν τὸ καταλαβαίνουν;) καὶ ἐρωτοῦμε· -Ποιός εἶναι σημαντικότερος καὶ σπουδαιότερος: ὁ Ἑρμῆς τοῦ Πραξιτέλους, ποὺ εἶναι ἕνα ἄγαλμα φτιαγμένο σὲ μιὰ ἄφθαστη τελειότητα, καὶ ἡ Ἀφροδίτη της Μήλου, ποὺ εἶναι φτιαγμένη σὲ μιὰ ἄφθαστη τελειότητα, ἢ ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος; -Απλούστατον! Ὅταν ἤμουν νέος, μὲ εἶχε βασανίσει για χρόνια αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Απλούστατον: ἡ τέχνη μιμεῖται τὸ πρωτότυπον, ἢ τὴν φύσιν ἢ τὸν ἄνθρωπον. Ὅσο σπουδαῖο ἔργο καὶ νὰ εἶναι, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ λέγουν καὶ νὰ καυχῶνται, δὲν παύει ἡ τέχνη νὰ εἶναι μίμησις!
Κάποτε μάθαινα λίγο βιολί. Ἔγινε λοιπόν συζήτησις μὲ τὴν δασκάλα μου ποὺ ἦταν διανοουμένη, καὶ σταματούσαμε τὸ μάθημα (μερικές ώρες μόνον ἔκανα μάθημα γιατὶ τὶς πιὸ πολλὲς ὧρες τις κάναμε συζήτησι!) και μιλούσαμε. Κάποτε τῆς ἔκανα τὴν ἐρώτησι· -Τί εἶναι πιὸ σπουδαῖο, ὡραῖο, αὐθεντικό, τὸ βιολὶ ἢ ἡ ἀνθρωπίνη φωνή; -Μοῦ λέγει· ἡ ἀνθρωπίνη φωνή. Μὲ παραξένευσε καὶ δὲν τὸ δεχόμουν ἐπειδὴ τὸ βιολὶ ἔχει δυνατότητες τεχνικές, καὶ εἶναι μαγεία... - Ὄχι, μοῦ λέγει· αὐθεντικό πράγμα εἶναι ἡ φωνή· τὸ βιολί μιμεῖται τὴν φωνήν.
Ἡ τέχνη μιμεῖται τὸν ἄνθρωπο, καὶ εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου. – Ποιός εἶναι ἀνώτερος· ὁ τσουκαλᾶς ἢ τὸ τσουκάλι; Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ εἶναι ἀνώτερο τὸ τσουκάλι, ὅσο καὶ ἂν εἶναι στολισμένο, πολύτιμο... να πουλήσεις ὅλη τὴν γῆ γιὰ νὰ τὸ ἀγοράσεις(!); -Ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸν τσουκαλᾶ ποὺ τὸ ἔφτιαξε. Ὅπως καὶ ἡ κτίσις δὲν εἶναι ἀνωτέρα τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς ἡ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνωτέρα τοῦ καλλιτέχνου, ἄρα ἡ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτόνομη! ἄρα ἡ τέχνη πρέπει νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄνθρωπο. Στὸ γενικότερο αὐτό πλαίσιο λέγω· ἡ λογοτεχνία (τὸ λέγει καὶ ἡ λέξις· ἡ τέχνη τοῦ λόγου –πεζό, ποίησις...-) ἔρχεται νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄνθρωπο. Τώρα, ἂν τελικῶς ἡ τέχνη αὐτὴ τοῦ λόγου τραβᾶ τὰ δικά της μονοπάτια καὶ λέγει· -Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἂν ὠφελήσω τὸν ἄνθρωπο ἢ δὲν τὸν ὠφελήσω· ἐμένα μ᾿ ἀρέσει νὰ τραβῶ τὰ δικά μου μονοπάτια, νὰ γίνω αὐτόνομη! Θὰ γκρεμίσω ἢ θὰ οἰκοδομήσω, μοῦ εἶναι ἀδιάφορον! Τότε σφάλλει!
Ἔτσι καὶ ἡ τέχνη τοῦ Καζαντζάκη, μαζὶ μὲ τὴν τέχνη πολλῶν ἄλλων, στην πραγματικότητα εἶναι μία αὐτονομημένη τέχνη, μια χειραφετημένη τέχνη, ποὺ κοιτάζει μόνον τὸν ἑαυτόν της καὶ δὲν ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο. Στὸ τέλος, εἶναι μία τέχνη ποὺ καταστρέφει. Γίνεται τελικῶς ἕνα εἴδωλο, που στέκεται ὁ ἄνθρωπος στὰ ἔργα τῶν χειρῶν του καὶ θαυμάζει. Ἔχουμε, φέρ᾽ εἰπεῖν, ἕνα ἔργο, ἐν προκειμένῳ τοῦ Καζαντζάκη, καὶ χάσκουμε! ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ λέμε· -Τί θαυμάσιο. - Ἔργο τῶν χειρῶν μας εἶναι· μποροῦμε νὰ τὸ θαυμάσουμε παραπάνω ἀπ᾿ ὅτι εἶμαι ἐγώ; Ἂν ἡ λογοτεχνία μπεῖ στὴν ὑπηρεσία μου νὰ γίνω ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἀνώτερος καὶ ὑψηλός, τότε ἡ τέχνη μὲ ὑπηρετεῖ, εἶναι πιὸ κάτω ἀπὸ ἐμένα, καὶ ἀποδέχομαι τὴν τέχνη.
Λυποῦμαι, ἀλλὰ ἡ τέχνη τοῦ Καζαντζάκη εἶναι αὐτονομημένη, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον πρὸς τὸ τέλος τόν καταδικάζει. Ἂν διαβάσετε -νὰ μὴν διαβάσετε! ἔτυχε καὶ διάβασα τὴν ἀσκητική του σε κάθε γραμμή, ἔξω ἀπὸ τὴν τέχνη, ὡς ἰδέες, θὰ λέτε «Ταλαίπωρε, φτωχέ, πάμπτωχο Καζαντζάκη! Παραπαίεις, δεν ξέρεις ποῦ βρίσκεσαι! Εἶσαι σ᾿ ἕνα πέλαγος ἰδεῶν· πότε πιάνεις τοῦτο, πότε ἐκεῖνο! Σὲ λυπᾶμαι!» Πρέπει κανεὶς νὰ μὴν θαμπώνεται ἀπὸ τὴν τέχνη ἀλλὰ νὰ βλέπει καὶ τὴν οὐσία μπορεῖ νὰ μοῦ δώσεις ἕνα πιάτο με χρυσόχαρτα, ἀλλὰ τὰ χρυσόχαρτα δεν τρώγονται! Στην «ἀσκητική» του ἔχει πιὸ πολὺ τοὺς καημούς του. Δυστύχημα!
Ὕστερα, δὲν εἶναι μόνον ὅτι δὲν ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ὑπηρετεῖ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Τον κάνει ὀρθολογιστή, τον κάνει σκεπτικιστή, δυστυχισμένο, ἀγνωστικιστὴ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν κάνει νὰ στέκεται μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ νὰ λέγει· Δὲν ὑπάρχει τίποτε! νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος στὸ σύμπαν, καὶ νὰ σηκώνει τὸ σύμπαν ὁ ἄνθρωπος. Καὶ συντρίβεται καὶ συνθλίβεται.
Στέκεται καὶ μπροστὰ στὸν θεσμὸ τῆς πατρίδος, ὡς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τίποτε! μποροῦμε νὰ τὸν κατατάξουμε στοὺς γόητες, ὅπως λέγει τὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως (κα' 8)· «γόητες... το μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρὶ καὶ θείῳ». Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Γόητες προκόψουσι ἐπὶ τὰ χείρω», θὰ προκόψουν στο χειρότερο. Γόης θὰ πεῖ μάγος. Λέμε· αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι γόης τόσο ὡραῖος ποὺ σὲ μαγεύει. Εἶναι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ὄχι ποὺ χρησιμοποιεῖ τὰ μαγικά τους σύνεργα, ἀλλὰ ὁ μάγος τῆς πέννας. Κρατῶντας τὴν μαγεία τῆς πέννας, ἂν ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὸ προσὸν νὰ εἶναι πραγματικῶς ἄξιος τῆς πέννας, νὰ καταντᾶ νὰ στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.