†.Συνεχίζομε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί στήν καινούρια μας χρονιά, δηλαδή ἐννοῶ ὄχι κατηχητική χρονιά ἀλλά μέ τήν ἀλλαγή τοῦ καινούριου χρόνου, συνεχίζομε τήν ἀνάλυσι τοῦ βιβλίου τοῦ «Τωβίτ». Ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τό 4ον κεφάλαιον, πού ἐκεῖ ὁ Τωβίτ ἐν ὄψει ὅτι ἠδύνατο νά πεθάνη, ἄφησε πνευματικές παρακαταθῆκες στό γιό του· ἔκανε δηλαδή μιά πνευματική διαθήκη. Καί ἐκεῖ τοῦ εἶπε θαυμάσια πράγματα, τά ὁποῖα εἴχαμε ἀναλύσει σέ δυό θέματα πρό τῶν Χριστουγέννων.
Ὁ Τωβίας, ὁ γιός τ’ ἀκούει ὅλα αὐτά. Ἐδῶ φαίνεται τό θαυμάσιο παιδί, ὁ θαυμάσιος νεανίσκος ἤ ὁ νεανίας. Πόσο ἐτῶν ἦτο δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή˙ νά ποῦμε εἴκοσι χρονῶν, νά ποῦμε κάτι παραπάνω; δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἕνα μόνο, ὅτι εἶναι ὁ ὑπάκουος υἱός, ὁ πειθαρχημένος υἱός, ὁ ὁποῖος ἀκούει τόν πατέρα του. Σήμερα δέν ξέρω ἕνα παιδί εἴκοσι καί εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἕνας νέος ἄν θά μποροῦσε ἀκόμη νά ἀκούη τούς γονεῖς του. Ἂς εἶναι.
«Καί ἀποκριθείς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ˙ πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι˙» (Τωβ. 5, 1) Πατέρα μου, θά τά κάνω ὅλα, ὅσα μοῦ εἶπες.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά καί μεγαλύτερη εὐλογία γιά ἕναν πατέρα καί γιά μιά μητέρα ὅταν ἀκοῦνε ἀπό τά παιδιά τους ὅτι θά ἐφαρμόσουν ὅλες τίς παρακαταθῆκες τους. Εἶναι μιά ἀληθινή εὐλογία. Μάλιστα στήν ἐποχή μας πολλοί γονεῖς ἔχουνε μία ἀγωνία ἀπό τώρα πού τά παιδιά τους εἶναι μικρά, πολύ μικρά, νήπια στήν κούνια ἴσως ἀκόμη, καί λέγουν: «Τά παιδιά μας αὐτά στίς δύσκολες μέρες πού ζοῦμε τί θά γίνουν; Ποῦ θά φθάσουν;».
Ἐγώ μάλιστα, ἄν δέν εἶναι τολμηρό αὐτό πού κάνω, τούς λέγω ὅτι ἴσως εἶναι εὐτυχέστεροι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς πού σήμερα δέν ἔχουν παιδιά. Βεβαίως τολμηρό -εἶπα- ἀλλά δέν εἶναι τελείως ξεκάρφωτο. Ὑπάρχουν ἐποχές πού ὁπωσδήποτε μία δυσκολία γιά τήν νέα γενεά θά ’τανε τόσο φοβερή, ἡ διαστροφή τόσο φοβερή, πού θά ηὔχετο κανείς νά μήν εἶχε παιδιά. Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν ἐποχές…
Μία ἐποχή τέτοια φοβερή εἶναι ἡ ἐποχή μας. Ποῦ τό στηρίζω; Ὅταν ὁ Κύριος ἐπήγαινε πρός τόν Γολγοθᾶ καί ἀπό πίσω βέβαια ὁ ὄχλος, οἱ στρατιῶτες καί λοιπά, διά νά τόν σταυρώσουν, στό δρόμο μερικές εὐλαβεῖς γυναῖκες ἔκλαιγαν καί ὀδύρωντο· καί τότε ὁ Κύριος στρέφεται πρός αὐτές καί τίς λέγει: «Θυγατέρες τοῦ λαοῦ, μή κλαῖτε γιά μένα. Ἐάν αὐτά τά ὁποῖα βλέπετε γίνωνται σέ ’μένα πού εἶμαι τό χλωρό, στό ξερό τί θά γίνη;» Δηλαδή, ἄν ἔφθασε ἡ ἐποχή μας ἐμένα νά μέ σταυρώση, ἐσεῖς πού εἶστε ὁ κόσμος ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ μακράν ἀπό τό Θεό, τί ἔχετε νά πάθετε! Καί μή κλαῖτε γιά μένα ἀλλά γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά τά παιδιά σας. Γιατί θά πῆτε: «εὐτυχισμένες οἱ μάνες ἐκεῖνες πού δέν ἐγκυμόνησαν καί δέν ἐθήλασαν». Καί πράγματι ἐκείνη ἡ γενεά! δηλαδή ποιά γενεά; Ἄν ἐπί παραδείγματι αὐτές οἱ γυναῖκες κάνανε παιδιά, τά παιδιά τους ἐγίνοντο τριάντα χρονῶν, γιατί ὕστερα ἀπό μία γενεά, ἢ μᾶλλον πρίν περάση ἐκείνη ἡ γενεά ἦλθε ἡ φοβερή καταστροφή τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ὁμοία της καταστροφή δέν ἔχει στήν ἱστορία, προηγούμενό της ἡ πόλις δέν ἔχει στήν ἱστορία.
Εἴδατε λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξε μιά ἐποχή γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ’ταν προτιμότερο νά μήν εἲχανε παιδιά γεννήση καί θηλάση; Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο πού εἶπε ἐν προφητείᾳ λίγο πρίν σταυρωθῆ, ὅτι «καί νά εὔχεσθε, λέγει, νά μή γίνη ἡ φυγή σας ἐν καιρῷ χειμῶνος»· ἐννοεῖ πάλι τήν ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ. Καί ἀλλοίμονο στίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού ἔχουν μικρά παιδιά ἢ πού ἐγκυμονοῦν· διότι πῶς θά τρέξουν; Πῶς θά φύγουν; Καί ἀκόμη αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἰώσηππος στήν ἀρχαιολογία του ὅτι σημειώθηκαν καί συμπτώματα κανιβαλισμοῦ μέσα στήν πόλι· μητέρες πού ἔφαγαν τά παιδιά τους ἀπό τήν πεῖνα.
Εἴδατε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν ἐποχές πού θά λέγαμε ὅτι θά ’ταν καλύτερα οἱ ἄνθρωποι νά μήν εἶχαν παιδιά; Τό βλέπετε αὐτό; Ἐγώ θά ’λεγα -ἔτσι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά τό λέγω αὐτό- ὅτι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν παιδιά, ἀπ’ αὐτή καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις καί ἀπό πολλές ἄλλες πού δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω τώρα καί ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός δέν τούς ἔδωσε παιδιά ἐννοεῖται, ὄχι ὅτι θά φροντίζουν νά μή κάνουν παιδιά, ἀλλά δέν τούς ἔδωσε ὁ Θεός παιδιά, ἀπό μίαν ἄποψι εἶναι εὐτυχεῖς. Ναί! σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Θά σᾶς παρακαλέσω αὐτό νά τό κρατήσετε πού σᾶς λέγω, γιατί συναντῶ ἀνθρώπους -μή ξεχνᾶτε ὅτι ἕνα ποσοστό τῶν ἀνθρώπων μας δέν κάνουν παιδιά- εἴτε οἱ ἄνδρες εἴτε οἱ γυναῖκες, ὅπου εἶναι ἡ αἰτία, δέν κάνουν παιδιά. Δέν ἀποκλείεται ἀπ’ αὐτόν τόν κύκλο τῶν κοριτσιῶν πού ἔχω ἐδῶ πέρα, κάποιες νά μή γίνουν μητέρες, νά μήν ἀποκτήσουν παιδιά. Νά μήν τό πάρουν ἐπί πόνου τό θέμα αὐτό, νά μή τό θεωρήσουν τόσο φοβερό ὅτι δέν ἀπέκτησαν παιδιά. Θά παρακαλέσω αὐτό νά τό θυμόσαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτά πού λέμε ἐδῶ δέν εἶναι γιά σήμερα εἶναι γιά ὅλη σας τή ζωή.
Ὁ Τωβίας ὅμως εἶναι ἕνα πειθαρχημένο παιδί, παρ’ ὅλου πού ἡ ἐποχή του εἶναι φοβερή, ὅπως ἢδη ἔχομε σημειώσει πιό μπροστά στό πρῶτο θέμα, ἀλλά καί ἐδῶ κάτι πάλι θά μᾶς ἀναφέρη ὁ ἱερός συγγραφεύς, διότι εἶναι ἐν αἰχμαλωσίᾳ. Ὁ λαός τοῦ Βορείου Βασιλείου εἶχε φοβερά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό, εἶχε πέσει στήν εἰδωλολατρία καί εἰς τήν ἔκκλησιν τῶν ἠθῶν.
Ἦταν λοιπόν, μιά φοβερά ἐποχή· καί ἐκείνη φοβερή ἐποχή! ἀλλά ὁ Τωβίας παραμένει τό πειθαρχημένο παιδί, τό ἐκλεκτό παιδί. Ἕνας τύπος νέου ἢ νέας θά λέγαμε -ὅπως εἶναι ἡ Σάρρα ἡ ὁποία θά ξαναμπῆ τώρα εἰς τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας μας- ἕνας τύπος νέου ἤ νέας πού θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά στέκεται καλούπι γιά τόν σύγχρονο νέο, καί γιά τήν σύγχρονη νέα στήν ἐποχή μας.
Καί «πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τό ἀργύριον καί οὐ γινώσκω αὐτόν;» Διότι ἀναφέρεται σέ δύο σημεῖα. Τί εἶπες πατέρα μου; Μοῦ ἔδωσες πολλές συμβουλές. Ἒ, σοῦ λέγω τοῦτο: «θά τά ἐφαρμόσω ὅλα.» Τό παρακάτω, μοῦ εἶπες ὅτι «ἔχεις ἐμπιστευθεῖ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας εἰς τόν Ραγουήλ καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, ἔχεις ἐμπιστευθεῖ ἕνα ποσόν δέκα ἀργυρῶν ταλάντων» -αὐτό ἦτο τό τελευταῖο σημεῖο τῆς ὅλης διαθήκης- «πές μου τώρα πῶς θά μπορέσω αὐτό νά τό πάρω;», γιατί «οὐ γινώσκω αὐτόν»· δέν τόν γνωρίζω τόν ἄνθρωπον αὐτόν.
Φαίνεται δέ ὅτι ὁ Τωβίας οὔτε κἄν ἐγνώριζε ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ἒτσι φαίνεται· διότι ἄν εἰς τό παρελθόν εἶχε γίνει λόγος γιά τά χρήματα αὐτά, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἔτσι ἡ διατύπωσις αὐτῆς τῆς προτάσεως.
Τίθεται ἕνα ἐρώτημα -βέβαια ἄν ἔπρεπε νά παίρνωμε στίχο στίχο, στίχο στίχο, λέξι λέξι δέν θά τελειώναμε παρά σέ τρία χρόνια τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ»· ἀλλά παρατρέχω ὅμως. Τί νά κάνω;- τίθεται τό ἐρώτημα: «τά παιδιά πρέπει νά ξέρουν τί ἔχουν οἱ γονεῖς ἀπό πλευρᾶς περιουσίας;»
Λοιπόν παιδιά, νομίζω ὄχι. Προσέξτε μέ, νομίζω ὄχι! Μπορεῖ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μέ πολύ κόπο νά ἀπέκτησαν κάποια περιουσία, ἴσως κάποτε καί μεγάλη περιουσία, ἀλλ’ ὅταν τά παιδιά συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ γονεῖς των εἶναι πλούσιοι, δηλαδή ὅτι αὐτοί εἶναι πλούσιοι, τά παιδιά εἶναι πλούσια διότι στά παιδιά θά περιέλθουν ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀρχίζουν καί πέφτουν σέ μία… σέ μία ὀκνηρία καί πνευματική, οὔτε γράμματα θέλουν νά μάθουν πολλά, ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ἐργασίας, ἐργατικότητας. Καί ξέρετε τί λέγουν; «Ἔχει ὁ πατέρας μου!».
Γι’ αὐτό πολλές φορές παιδιά πλουσίων ἀνθρώπων δέν βγαίνουν καλά παιδιά. Ἕνας λόγος, ὄχι βέβαια ὁ μοναδικός, ἕνας λόγος εἶναι καί αὐτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος σιγουριᾶς, ἕνα εἶδος ἀσφαλείας. «Ἀφοῦ ἔχουν οἱ γονεῖς μου, ἀφοῦ ἔχει ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου, γιατί λοιπόν ἐγώ τώρα πρέπει νά ἀνησυχῶ;» Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι οὔτε πρέπει στά παιδιά νά λέμε τί ἔχομε. Βέβαια θά μοῦ πῆτε εἶναι δυνατόν ὅλα νά κρυφτοῦν; Βεβαίως ὄχι. Ἂν ὑποτεθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα πελώριο κτῆμα, μπορεῖς νά τό κρύψης αὐτό; ὄχι. Ἀλλά ὑπάρχουν ὅμως καί πράγματα τά ὁποῖα δυνάμεθα νά κρύψωμε καί νά μή λέμε στά παιδιά μας.
Κι ἕνα ἄλλο· παρά τόν πλοῦτον, τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν νά ἐργάζωνται καί προπαντός νά ζοῦν μέ λιτότητα· μέ λιτότητα.
Κάποτε εἶχα διαβάσει ἕνα ἀνέκδοτο· βέβαια ἀνέκδοτο… δέν ἤτανε ἀνέκδοτο ἤτανε -στήν ἐφημερίδα τό εἶχα διαβάσει πρό πολλῶν ἐτῶν- ὡς αὐτά πού λέγονται πρό τριακονταετίας καί τά λοιπά, καί τά λοιπά. Εἶχε ἐκλεγεῖ ἕνας νέος πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν -εἶναι γνωστό ὅτι τό ἀξίωμα τοῦ προέδρου τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν εἶναι πολύ μεγάλο ἀξίωμα καί ἰδίως στήν ἐποχή μας εἶναι ἴσως τό μεγαλύτερο ἀξίωμα πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἤ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀξιώματα- καί ὁ γιός αὐτοῦ τοῦ προέδρου ὁ ὁποῖος ἐξελέγη, εἰργάζετο -αὐτά πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια· γιατί αὐτό τό ἔχω διαβάσει καί πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, βάλτε ἄλλα τριάντα χρόνια πίσω, πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια- εἰργάζετο σ’ ἕνα ὑπόστεγο μέ καπνά, κατεργασία καπνοῦ. Ὅταν ἐξελέγη ὁ πατέρας του πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ὁ γιός εἰργάζετο εἰς τό ὑπόστεγο κόβοντας καπνό. Πᾶνε καί τοῦ λένε: «ὁ πατέρας σου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἐκεῖνος ὅταν τό ἄκουσε εἶπε: «Πολύ καλά, πέστε μου τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω τώρα; Πολύ καλά ὁ πατέρας μου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, αὐτά γιά τόν πατέρα μου. Γιά μένα ὅμως τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω;» Ἔτσι πρέπει νά σκέπτωνται οἱ νέοι· ἀλλά γιά νά φθάσουν νά σκέπτωνται οἱ νέοι ἔτσι, πρέπει οἱ γονεῖς νά καταρτίσουν τά παιδιά τους ἔτσι, πού νά σκέπτωνται τά παιδιά τους μ’ αὐτό τόν τρόπο.
«Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον καί εἶπεν αὐτῷ˙ ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὅς συμπορεύσεταί σοι, καί δώσω αὐτῷ μισθόν ἕως ζῶ˙ καί λαβέ πορευθείς τό ἀργύριον.» (Τωβ. 5, 3) «καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον»· τί ἦτο; Ἦτο παρακαλῶ ἡ ἀπόδειξις· ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ὅταν τά ἐνεπιστεύθη τά χρήματα αὐτά εἰς τόν συγγενῆ του ὁ Τωβίτ πῆρε μίαν ἀπόδειξι τήν ὁποίαν φύλαξε καί τήν ὁποία ὁ Τωβίας, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν ἐγνώριζε καί τώρα τοῦ τήν ἐγχειρίζει, τοῦ τήν δίνει˙ τοῦ λέγει πάρ’ την, πάρε τήν ἀπόδειξι καί θά πᾶς νά πάρης τά χρήματα αὐτά.
Νά μείνω στό σημεῖο αὐτό. Θέλω νά μείνω λιγάκι. Ὅπως θά ξέρετε οἱ δοσοληψίες μέ χρήματα εἶναι πάντοτε κάτι τό πολύ πολύ ἐπικίνδυνο. Τό φαινόμενο δέ «τόκος καί τοκογλυφία» εἶναι φοβερό. Ἡ Ἁγία Γραφή καταδικάζει ὄχι μόνο τήν τοκογλυφία ἀλλά καί τό φαινόμενον τοῦ τόκου. Λέει ἐκεῖ ἕνας ψαλμός, ὅπου λέει: «ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν τόκος καί δόλος». Τόκος καί δόλος!
Ὁ δέ Μ. Βασίλειος κάνοντας μιά ὁμιλία του εἰς τούς ψαλμούς -εἶναι ἡ δευτέρα του ὁμιλία, σ’ ἕναν ψαλμόν αὐτῶν τῶν περί οὗ ὁ λόγος- ἐκεῖ ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ τόκου καί λέγει ὅτι δέν πρέπει κανείς οὔτε νά δανείζη, οὔτε νά δανείζεται. Θά μοῦ πῆτε: «νά μή δανείζη;» Δέν εἶπε ὁ Χριστός «δανείζετε μηδέ ἀπελπίζοντες»; Παιδιά, ναί· ἀλλά τό ρῆμα δανείζω σημαίνει: «δίνω χρήματα μέ προοπτική νά τά πάρω πίσω». Ποῖα; Τό κεφαλαῖον. «Μηδέν ἀπελπίζοντες» εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἀπό καί ἐλπίζω. Σημαίνει ἐλπίζω ἀπό. Συνεπῶς σημαίνει ἔχω κάποιο διάφορον ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐδάνεισα. Εἶναι ὁ τόκος. Κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι ὁ τόκος, καί πάρω ἴσο τό κεφαλαῖο χωρίς τόκο, ὅμως ἐάν ἐδάνεισα τά χρήματά μου μέ μιά ὑστεροβουλία ὅτι «δέν ξέρεις, αὐτός τώρα πού μᾶς ζητάει χρήματα, ἄς τοῦ δώσωμε· μήπως αὔριο ἐμεῖς πᾶμε καί τοῦ ζητήσομε, ἄν ὄχι χρήματα, ἴσως μιά διευκόλυνσι σέ κάποια θέσι, μιά ἐξυπηρέτησι, ἕνα κάτι».
Ὁ Χριστός ἀποκλύει τίς περιπτώσεις αὐτές καί λέγει: «δῶσε χρήματα νά διευκολυνθῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά δέν θά περιμένης οὔτε ἐξυπηρέτησι, οὔτε τόκο». Προσέξτε ὅμως κάτι! σέ ποιούς τότε θά δανείσωμε; Θά δανείσωμε σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ψωμί κι ἀπό γιατρό κι ἀπό ροῦχα. Δηλαδή ἤ κρυώνουν οἱ ἄνθρωποι, νά πάρουν κάτι νά ντυθοῦν· ἤ πεινοῦν, νά πάρουν ψωμί νά φᾶνε· ἤ εἶναι ἄρρωστοι, νά πᾶνε στό γιατρό ἤ νά πάρουν φάρμακα. Νά δώσωμε χρήματα γιά νά κάνη ὁ ἄλλος ἐπιχειρήσεις καί σοῦ ’πα καί μοῦ πες, ὁπωσδήποτε αὐτός ὁ δανεισμός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖον λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «οὔτε θά δανείζης, οὔτε θά δανείζεσαι». Καί ὁ δανεισμός πού ἀναφέρεται στό νά μή πεθάνη ὁ ἄλλος ἤ νά μή κρυώνη, ἤ νά γίνη καλά ἤ νά μή πεινᾶ, εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες».
Διότι μέσα σ’ αὐτό τό «δοῦνε λαβεῖν» ὁπωσδήποτε θά ὑπάρξη ἁμαρτία. Καί ἀκόμη ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού νομίζομε δανείζοντάς του χρήματα -ὄχι γιά τόκο, νά φυλάξη ὁ Θεός, ποτέ!- ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μᾶς τά δώση. Καί αὐτά πού θά δώσωμε δέν θά εἶναι τόσα, ὥστε νά εἶναι πολλά· πόσο; ἑκατό δραχμές, χίλιες, δυό χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, πέντε χιλιάδες· τί εἶναι; Δέν εἶναι τίποτα σπουδαῖα πράγματα. Θά τοῦ λέγαμε: «κοίταξε! Σοῦ τά χαρίζω»· «μά…» «καλά, ἄν ἔχης δῶσε μου τα, ἀλλιώτικα δέν πειράζει· σοῦ τά χαρίζω»· ὥστε ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἔχει καί μᾶς βλέπει ἀπό μακριά στό δρόμο, νά μή στρίβη δρόμο καί νά μᾶς λέη καλημέρα καί μᾶς ντρέπεται. Τουλάχιστον νά αἰσθάνεται ἄνετα ὁ ἄνθρωπος. Δέν εἶχε νά μᾶς τά δώση, δέ χάλασε ὁ κόσμος· τοῦ τά χαρίζομε. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια κινεῖται τό ρῆμα «δανείζω» κατά τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ· μ’ αὐτήν τήν ἔννοια.
Μέ τήν ἄλλην ἔννοια εἶναι ὅπως τήν λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Δέν θά δανεισθῆς, δέν θά δανείσης»· γιά νά τρῶς καλά, νά πίνης καλά, καί μετά νά μή ἔχης νά πληρώσης. Καί νά κάνωμε γάμο μέ τραπέζια καί φιέστες καί δέν ξέρω τί, γιατί δέν μποροῦμε νά παντρέψωμε τά παιδιά μας μέ λίγα χρήματα. Πρέπει νά κάνωμε ἐπίδειξι. Καί γιά νά κάνωμε ἐπίδειξι, ἀφοῦ δέν ἔχομε, πρέπει νά δανεισθοῦμε. Αὐτά δέν τά θέλει ὁ Θεός· δέν τά θέλει ὁ Θεός.
Ἀλλά σ’ ἐκεῖνο τό «δοῦνε λαβεῖν», ὅταν μάλιστα ὑπάρχει μιά καλή λεγομένη πίστις, δέν ὑπάρχει ἀπόδειξις. «Ἒ, πάρε χρήματα, τώρα καί συγγενεῖς εἴμαστε, καί δέν ξέρω τι, καί πατριῶτες εἴμαστε!» καί δέν παίρνεις ἀπόδειξι. Κι ὕστερα ἀπό λίγο καιρό σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: «πότε μοῦ ’δωσες χρήματα;» «Βρέ παιδάκι μου, δέ σοῦ ’δωσα χρήματα;» «Ἐμένα; Πότε;» Τά ἀγνοεῖ… καί ἐκεῖ ἀρχίζει ὁ καυγάς, κι ὁ τσακωμός, καί τά δικαστήρια, καί οἱ μάρτυρες, καί οἱ ὅρκοι, πού ὅλα αὐτά τ’ ἀπαγορεύει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Γιατί δέν πῆρε ἕνα χαρτί, δέν πῆρε μία ἀπόδειξι.
Βλέπετε λοιπόν ἐδῶ; «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον.» Ἔδωσε τήν ἀπόδειξι. Γι’ αὐτό θά σᾶς ἔλεγα ἐάν μέν κάτι σᾶς ἐμπιστευθοῦν, ἤ δώσετε ἐσεῖς καί τά λοιπά, πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί. Προσέξτε με! πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί· πάντα νά ὑπάρχη μιά κατοχύρωσι. Θά μοῦ πῆτε: «δέν ὑπάρχει καλή πίστις;» Μά ἄν ὑπῆρχε καί εἴμεθα στόν παράδεισο, οὔτε χαρτιά θά ’χαμε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τίποτε. Ἐφ’ ὅσον, παιδιά μου, οὔτε στόν παράδεισο εἴμαστε -εἴμαστε ἔξω ἀπ’ τόν παράδεισο- οὔτε καλή πίστις ὑπάρχει, καί ἐφ’ ὅσον αὐτά ὅλα μποροῦν νά δημιουργήσουν προβλήματα μετέπειτα στή ζωή μας, γιατί νά μή ὑπάρχη μία κατοχύρωσις; Ἐγώ ἔτσι τό πιστεύω -καί βλέπετε καί στήν Ἁγία Γραφή πῶς ἔχει τό πρᾶγμα- ἔτσι τό πιστεύω, ἀκριβῶς γιά νά μή φθάσουν οἱ ἄνθρωποι σέ τσακωμούς καί δικαστήρια.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀπόδειξι τοῦ εἶπε καί κάτι ἄλλο ὁ πατέρας: «Ψάξε βρές ἕναν ἄνθρωπο σύντροφό σου, ὁδηγό σου, πού νά ξέρη τό δρόμο, πού τυχόν ἤ θά πηγαίνη πρός τά ’κεῖ ἤ ἐπιτέλους ἄν δέν πηγαίνη πρός τά ’κεῖ, νά τόν πληρώσωμε μέ μισθόν, ὅσο θά κρατήση νά πᾶτε καί νά γυρίσετε καί νά σοῦ δείξη τό δρόμο. Εἶσαι καί νέο παιδί ἐσύ, δέν ξέρεις τίποτα παρακάτω, ὥστε νά πᾶτε παρέα μαζί». Σημειώσατε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ποτέ ἕνας ἄνθρωπος δέν ταξίδευε. Καί δύο ἦσαν κάτι πολύ, πολύ λίγο. Ταξίδευαν συνήθως καραβάνια καραβάνια διά τήν ἀντιμετώπισιν ληστῶν καί ποικίλων κινδύνων τοῦ ταξιδιοῦ˙ μιά θύελλα, μιά κακουχία, ἕνα θηρίο, ἕνα φίδι, ἕνα λιοντάρι, ἕνα... ἕνα… ξέρω ’γώ· χίλια πράγματα. Γι’ αὐτό ποτέ ἕνας μόνος του δέν ταξίδευε. Τό ξέρετε ἀπό τήν ἱστορία αὐτό.
Καί τότε ἐβγῆκε ὁ Τωβίας νά πάη νά βρῆ ἕναν ἄνθρωπο στήν ἀγορά. Ἐβγῆκε ἔξω νά βρῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἄρχισε νά ἐρωτᾶ στήν ἀγορά «μήπως κανείς πηγαίνει πρός τά μέρη ἐκεῖνα πρός τούς Ράγους τῆς Μηδίας;», ἦταν ἀρκετά μακριά, ἦταν πολυήμερο ταξίδι, «μήπως… μήπως;» Νά! μπροστά του βλέπει κάποιον ἄνθρωπο, κάποιον νέον, ὥριμον ἄνθρωπον· νέον, ἀλλά ὥριμον ἄνθρωπον. Τοῦ λέει: «ἐγώ πηγαίνω ἐκεῖ. Ἐγώ ἔρχομαι βοηθός σου». Ὄχι ὅτι πηγαίνω καί μέ τήν εὐκαιρία νά πᾶμε μαζί, ἀλλά ἐγώ διατίθεμαι -διατίθεμαι- νά σέ συνοδέψω.
Καί λέγει ἐδῶ: «καί ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καί εὗρε τόν Ραφαήλ, ὅς ἦν ἄγγελος, καί οὐκ ᾔδει˙» (Τωβ. 5, 4) Ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν μᾶς ἀφήνει μέ τήν ἀγωνία «ποιός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός». Ἀμέσως μᾶς λέγει ποιός εἶναι ὁ ὁδηγός, ἀλλά τό κρύβει ὅμως ἀπό τόν ἥρωα τῆς διηγήσεως, τόν Τωβία. Αὐτόν πού βρῆκε οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἦτο Ἄγγελος· ἤτανε ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Δέν τόν ἐγνώρισε. Σημειώσατε ὅτι ὀνόματα Ἀγγέλων στήν Ἁγία Γραφή ἔχομε μόνον τρία˙ Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ. Μόνο τά τρία αὐτά ὀνόματα ἔχομε. Κανένα ἄλλο ὄνομα δέν γνωρίζομε τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι λοιπόν, ἐμφανίζεται ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ ὡς ὁδηγός. Μπροστά του ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα ὁ Τωβίας καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ὑποπτευθῆ ποῖος ἦτο αὐτός ὁ ἄνθρωπος.
«Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος˙ πορεύσομαι μετά σοῦ καί τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καί παρά Γαβαήλ τόν ἀδελφόν ἡμῶν ηὐλίσθην.» (Τωβ. 5, 6) Λέγει, θά ’ρθω μαζί σου. Τόν δρόμο τόν γνωρίζω πολύ καλά καί εἰς τόν Γαβαήλ τόν ἀδελφόν μας ἔχω ἐκεῖ πάει, καί ξέρω καί τό σπίτι του. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Γαβαήλ; Προσέξτε! δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε τά χρήματα, ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε τήν κόρη του τήν Σάρρα, πού εἶχε συμβεῖ ἐκεῖνο τό περιστατικό πού εἴχαμε πεῖ σ’ ἕνα περασμένο μας μάθημα. Γιατί ὅμως ἀναφέρει τόν Γαβαήλ; Τόν ἀναφέρει διότι ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἕνας σταθμός καί μετά θά πήγαιναν παρακάτω γιά νά πάρουν τά χρήματα. Καί πράγματι στό παρακάτω ταξίδι ὁ Τωβίας δέν πῆγε, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.
«Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίας˙ ὑπόμεινόν με, καί ἐρῶ τῷ πατρί.» (Τωβ. 5, 7) Βλέπει κανένας σέ κάθε σημεῖο τήν ὑπακοή, τήν ταπείνωσι καί τήν πειθαρχία τοῦ υἱοῦ Τωβία. Τί εἶπε στόν συνοδόν του; «Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά πῶ ὅλα αὐτά στόν πατέρα μου· νά τοῦ πῶ ὅτι βρῆκα ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι αὐτός κι αὐτός καί τά λοιπά». Δηλαδή μ’ ἀλλά λόγια νά θέσω ὑπό τήν ἔγκρισι τοῦ πατέρα μου τήν παρουσία σου, τό πρόσωπό σου.
«Καί εἶπεν αὐτῷ˙ πορεύου καί μή χρονίσης.» (Τωβ. 5, 8) Πήγαινε, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἀλλά μήν ἀργήσης. «Καί εἰσελθών εἶπε τῷ πατρί˙ ἰδού εὕρηκα ὅς συμπορεύσεταί μοι. Ὁ δέ εἶπε˙ φώνησον αὐτόν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καί εἰ πιστός τοῦ πορευθῆναι μετά σου.» (Τωβ. 5, 9) Πατέρα βρῆκα συνοδόν. Μπράβο, παιδί μου, ἀλλά φώναξε τον νά τόν δῶ κι ἐγώ ποιός εἶναι, νά δῶ ἀπό ποιά φυλή εἶναι, ἐάν εἶναι ἀξιόπιστον πρόσωπον.
Τί εἶπε; «Νά τόν δῶ!». Μά ὁ Τωβίτ δέν ἦταν τυφλός; Μά νομίζετε ὅτι μόνο μέ τά μάτια βλέπομε; Ἢ θά πιστεύατε ὅτι βλέπουν μόνον αὐτοί πού ἔχουν μάτια; Παιδιά, εἶναι μιά ἄλλη ὅρασις· μιά ἄλλη ὅρασις, τῆς ψυχῆς ἡ ὅρασις, πού μπορεῖς νά βλέπης τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά καταλαβαίνης. Ἐάν ἦταν μόνον τά μάτια, πῶς τήν παθαίνουν παρά πολλοί ἄνθρωποι; Εἶναι μιά ἀπόδειξις αὐτό. Καί τώρα ὁ Τωβίτ πῶς λέγει νά τόν δῶ, ἀφοῦ εἶναι τυφλός; Σήμαινε ὅτι μέ τίς κάποιες ἐρωτήσεις, μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς, μέ τίς ἀπαντήσεις πού θά ἔδινε ὁ ξένος αὐτός, θά μποροῦσε πολλά πράγματα νά καταλάβη ὁ γερο-Τωβίτ. Γι’ αὐτό πολλές φορές θά πρέπη νά βλέπωμε ἕναν ἄνθρωπο· νά τόν βλέπωμε. Νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Καί πάλι ἐπειδή δέν εἴμαθα καρδιογνῶσται, θά ἔχωμε ἕνα κρατούμενο. Ποτέ δέν θά ποῦμε ὅτι «ἂ, ξέρεις ἔνταξει· τόν εἶδα, εἶναι θαυμάσιος ἄνθρωπος»· ἕνα κρατούμενο! Δέν εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ἐμπνέει μιά γενική δυσπιστία, πού ἔχουνε κάποιοι ἄνθρωποι γενικά στή ζωή τους, ἀλλά ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς μᾶς διδάσκει ὅτι δέν πρέπει πάντοτε νά παραδιδώμεθα· πρέπει νά κρατοῦμε πάντα νά κρατοῦμε˙ νά λέμε: «αὐτά μέχρι τώρα, θά ἰδοῦμε παρακάτω»˙ πάντα θά ὑπάρχη ἕνα κρατούμενο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραδίδονται, ἐκεῖνοι πέφτουν πολλές φορές ἔξω καί παθαίνουν καί ζημιές.
«Καί ἐκάλεσεν αὐτόν, καί εἰσῆλθε, καί ἠσπάσαντο ἀλλήλους» (Τωβ. 5,10) Τόν φώναξε τόν συνοδόν καί αὐτός πῆγε στό σπίτι τοῦ Τωβίτ. Καί τότε χαιρετήθηκαν μέ τόν Τωβίτ ὁ ξένος αὐτός, ὁ Ραφαήλ, ὁ Ἄγγελος.
«Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καί ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.» (Τωβ. 5, 11) «Ἀδελφέ»· γιατί τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν»; Οἱ Ἑβραῖοι μεταξύ των ὀνομάζοντο «ἀδελφοί». Θυμηθεῖτε τόν Ἀπ. Παῦλο, ὅταν ἔγινε ἐκεῖνο τό φοβερό λυντσάρισμα εἰς τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἀνέβηκε στά σκαλοπάτια ἐκεῖ τοῦ διοικητηρίου τί εἶπε: «ἀδελφοί καί πατέρες». Ἀλλά καί σ’ ὅποια συναγωγή νά πήγαινε, πάντοτε ἔτσι ἄρχιζε τόν λόγον του: «ἀδελφοί καί πατέρες». «Ἀδελφοί» εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν αὐτή περίπου ἡλικία καί «πατέρες» εἶναι οἱ πρεσβύτεροι˙ αὐτοί πού ἔχουνε μεγάλη ἡλικία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντοτε ἐλέγοντο «ἀδελφοί», ἐπειδή οἱ πάντες κατήγοντο ἀπό ἕναν προγονόν, τόν Ἀβραάμ· γι’ αὐτό ἐλέγοντο ἀδελφοί. Γι’ αὐτό καί ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀποκαλεῖ τόν ξένον, τόν συνοδόν, τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν».
Ἀλλά γιατί τόν ἐρώτησε ἀπό ποιά φυλή εἶναι καί ἀπό ποιά γενιά; Προσέξτε! ἡ φυλή εἶναι τό γενικόν· ἡ πατριά, ἡ γενιά, δηλαδή ἡ οἰκογένεια θά λέγαμε, εἶναι τό εἰδικόν. Νά μέν, εἶσαι ἀπ’ αὐτή τή φυλή, τώρα ἀπό τή φυλή πού μοῦ εἶπες ἀπό ποιά πατριά, ἀπό ποιά οἰκογένεια εἶσαι; Γιατί ἐρώτησε τή φυλή καί τήν οἰκογένεια; Διότι οἱ πιό πολλές φυλές εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν. Ἀλλά καί ἐκεῖνες οἱ φυλές πού δέν εἶχαν ἀποστατήσει, δέν ἦσαν ὅλοι ἀπό τήν φυλήν ἐκείνην πιστοί ἄνθρωποι. Συνεπῶς τί ἐνδιέφερε ἐδῶ τόν Τωβίτ; Τόν ἐνδιέφερε: ὁ συνοδός πιστεύει στό Θεό ἤ δέν πιστεύει στόν Θεό; Εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος ἤ δέν εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος;
Νομίζω ὅτι ἡ ἐκλογή μιᾶς φιλενάδας -ἀφοῦ μιλάω σέ κοπέλες- μιᾶς φιλενάδας ἡ ἐκλογή αὐτό τό κριτήριο πρέπει νά ἔχη. Ξέρετε πῶς τό ἔθεσε ὁ Χριστος αὐτό; «ὑμεῖς φίλοι μου ἐσται, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ἡμῖν» εἴσαστε φίλοι μου, λέγει, ἐάν κάνετε ὅσα σᾶς λέγω. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε φίλους, ὅταν τηροῦμε ἐκεῖνα πού μᾶς λέγει. Ὅταν ὁ δίπλα μου ἄνθρωπος τηρεῖ καί αὐτός ὅσα ὁ Χριστός λέγει, τότε καί ἐγώ εἶμαι φίλος τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα μπορεῖ νά γίνη καί φίλος μου. Τό καταλάβατε αὐτό; Μπορεῖ νά γίνη καί δικός μου φίλος. Ἐάν αὐτός δέν τηρεῖ ὅσα ὁ Χριστός λέγει καί συνεπῶς δέν εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ νά γίνη δικός μου φίλος;
Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλο κριτήριο ἔξω ἀπό τό κριτήριο αὐτό. Πολλές φορές ἀκοῦμε ποικίλα κριτήρια. Θυμοῦμαι κάποτε μιά μικρή κοπέλα, χρόνια πολλά εἶναι, ἔλεγα στή μητέρα της -ἤμουνα μαζί μέ τήν μητέρα της, ἤμουνα παιδί ἐγώ ἀκόμη- μπαίνει μέσα καί λέει: «ξέρεις, μαμά, κάνω παρέα μέ τήν τάδε συμμαθήτρια καί τά λοιπά» «Εἶναι καλή κοπέλα;» λέει ἡ μητέρα. Λέει ἡ μικρή: «μαμά, εἶναι πολύ καλή κοπέλα, φοράει καί ρολόϊ». Ποιό ἦταν τό κριτήριο; Ὅτι φοροῦσε ρολόϊ. Αὐτό ἦταν τό κριτήριο ὅτι εἶναι καλή κοπέλα. Ἀλλά αὐτό πού γελάσατε καί πού μοιάζει ἀστεῖο στήν πραγματικότητα, δυστυχῶς αὐτό παραμένει τό κριτήριο: ὅτι ξέρει ξένες γλῶσσες, ὅτι εἶναι καλή μαθήτρια, ὅτι εἶναι πλουσία, ὅτι εἶναι ἀπό μεγάλο τζάκι, ὅτι οἱ γονεῖς της τό καί το. Καί τό κριτήριον «ἐάν ἡ κοπέλα αὐτή ἔχει εὐσέβεια», δυστυχῶς δέν ἐξετάζεται. Ἀκούσατε παιδιά, ποιό εἶναι τό κριτήριον τῆς φιλίας; Τό ἀκούσατε, παιδιά; Προσέχετε πολύ στό σχολεῖο σας! Καί πολλές φορές λέμε: «παιδί μου, μή κάνεις παρέα μ’ ἐκείνη τήν κοπέλα, θά σέ καταστρέψη». Δυστυχῶς δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τήν κακή παρέα -γιατί;- διότι δέν κατενόησαν τό ἀληθινό κριτήριο τῆς φιλίας. Προσέξτε, λοιπόν, παρά πολύ παιδιά.
«Καί εἶπεν αὐτῷ» καί ἀπαντάει ὁ συνοδός, ὁ Ραφαήλ «φυλήν καί πατριάν σύ ζητεῖς ἤ μίσθιον, ὅς συμπορεύσεται μετά τοῦ υἱοῦ σου;» Τώρα ἐσύ τί μοῦ γυρεύεις; λέει ὁ Ἄγγελος, φυλή καί γενιά ἤ μισθωτόν ἄνθρωπον πού θά σταθῆ συνοδός τοῦ γιοῦ σου; «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τό γένος σου καί τό ὄνομα.» Ὄχι, παιδί μου, θά μοῦ πῆς ἀπό ποιά γενιά εἶσαι. Θά μοῦ πῆς καί τ’ ὄνομά σου. Ἐπιμένω. Βλέπετε;
«ὅς δέ εἶπεν˙ ἐγώ Ἀζαρίας Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.» (Τωβ. 5, 12-13) Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ Ραφαήλ; Ἐδῶ προσέξτε, θά κάνω ἕνα σχόλιο. Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου τοῦ μεγάλου τοῦ ὀνομαστοῦ πού εἶναι ἀπό τή δική σου τή φυλή, ἀπό τ’ ἀδέλφια σου. Ἀλλά τό σχόλιο· περιμένετε. Θά πῆτε εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Περιμένετε. «καί εἶπεν αὐτῷ˙» -γιά νά μή κόψω τή συνέχεια τοῦ θέματος- «ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καί μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου καί τήν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καί σύ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς; ἐπεγίνωσκον γάρ ἐγώ Ἀνανίαν καί Ἰωνάθαν τούς υἱούς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τά πρωτότοκα καί τάς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καί οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ρίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ.» (Τωβ. 5, 14) Τί ὡραῖα πράγματα! Κοιτάξτε! κοιτάξτε ἐδῶ! Νά μέ συμπαθᾶς ἀδελφέ μου, μή ὀργισθῆς λέγει ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου, νά μέ συμπαθᾶς· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι. Πάρε τό γιό μου καί πηγαίνετε. «καί ὑγιαίνων ἔλθοις» τό «ἔλθοις» μέ «οι», εἴθε νά ἔλθης, καί σύ κι ὁ γιός μου νά ’ρθῆτε καλά· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι, ἔνταξει˙ καί νά μέ συμπαθᾶς μή μέ κακίσεις πού ἤμουνα περίεργος νά μάθω τή γενιά σου καί τ’ ὄνομά σου, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνη. Καί βλέπω ὅτι πράγματι εἶσαι ἀπό καλή γενιά. Ἀπό καλή φυλή, ἀπό καλή γενιά. Εἶσαι ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς. Ποιᾶς; Ἐκείνης πού δέν ἀπεστάτησε ἀπό τόν Θεόν. Ἐγώ θυμᾶμαι, λέγει, καί τούς ἐγνώριζα αὐτούς καί τόν Ἀνανία καί τόν Ἰωνάθαν πού ’ταν παιδιά τοῦ Σεμεΐ τοῦ μεγάλου καί πηγαίναμε στά Ἱεροσόλυμα πρίν γίνει ἡ αἰχμαλωσία καί πηγαίναμε τά πρωτότοκα ἀπό τά γεννήματά μας, νά προσκυνήσωμε εἰς τόν ναόν τοῦ Σολομῶντος καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρόγονοί σου, παιδί μου, δέν πλανήθηκαν νά πέσουν στήν εἰδωλολατρία.
Εἴδατε τί τόν ἐνδιέφερε τόν Τωβίτ; Ἄν εἶχε αὐτός ὁ νέος πέσει στήν εἰδωλολατρία, ἄν ἦταν εὐσεβής ἤ ἀσεβής˙ δέν πέσαν στήν εἰδωλολατρία αὐτοί. «οὐκ ἐπλανήθηκαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἀδελφέ ἐκ καλῆς ρίζης εἶ» Εἶσαι ἀπό καλή ρίζα. Ὄχι ἀπό ψηλό τζάκι, μέ τήν ἔννοια πλούσιος ἤ δυνατός ἤ σπουδαῖος· ἀπό καλή ρίζα. Αὐτή ἡ ρίζα τί; Ρίζα εὐσεβείας. Ἀφοῦ λοιπόν ἔχεις ρίζα εὐσεβείας, τότε σοῦ ἐμπιστεύομαι τόν γιό μου τόν Τωβία νά πᾶτε ταξίδι.
Πραγματικά ὑπέροχα πράγματα, ἀλλά νά κάνωμε ἕνα μικρό σχόλιο ἐδῶ. Εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Δέν ἦτο ὁ Ἀζαρίας ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου· ἦταν ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Ἔ, λοιπόν παιδιά, προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο, πού ἐκεῖνοι πού δέν ξέρουν τήν Ἁγία Γραφή ἤ πού θέλουν πάντα νά βρίσκουν γιά νά κατηγοροῦν τήν Ἁγία Γραφή, εἶπαν ἀμέσως: «ψεῦδος! Ὁ Ἄγγελος εἶπε ψέματα!» Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν ἕνα σημεῖο πού πάρα πολλές φορές σ’ αὐτό ἐπανέρχεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός στέλνει τούς Ἀγγέλους Του ἤ ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων προσώπων. Καί ὅταν εἶναι ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων ἀνθρώπων τότε χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνο τό ὄνομα ἤ τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου οἱ Ἄγγελοι, χωρίς αὐτό νά εἶναι ψεῦδος.
Καί σᾶς ἀναφέρω παραδείγματα, πλησμονῆ παραδείγματα. Πρῶτα πρῶτα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή· -βέβαια ὅλα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή-. Ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Ἰακώβ ὅλη νύχτα -σέ ὅραμά του νύχτα, σ’ ὄνειρό του- ἐπάλευε μέ κάποιον ἄνθρωπον; Ἦταν, λέει, Ἄγγελος Κυρίου μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε. Ἐντούτοις λέγεται ὅτι ἦταν ὁ Θεός μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε, διότι ἐκεῖ ὁ Θεός τόν εὐλόγησε. Λέγει: «δέν θά σέ ἀφήσω, ἐάν δέν μέ εὐλογήσεις». Καί τότε τόν εὐλόγησε καί τόν ἄφησε ὁ Ἰακώβ· τόν εὐλόγησε τόν Ἰακώβ καί ὁ Ἰακώβ τόν ἄφησε αὐτόν πού πάλευαν ὅλη νύχτα στόν ὕπνο του. Ὄνειρο ἦταν. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται ὁ Θεός, ἀλλά λέγεται ὅτι εἶναι Ἄγγελος.
Ἄλλο, στή βάτο· στή βατό τήν φλεγομένην καί μή κατακαιόμενην. Μᾶς τό λέγει αὐτό καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἰς τήν ἀπολογία του. Μᾶς λέγει ὅτι ἐκεῖ «Ἄγγελος ὤφθη», Ἄγγελος. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε Ἄγγελος εἰς τήν βάτον. Τί λέγει ὅμως ἐκεῖ ὁ Ἄγγελος; Ἄλλο ὅτι δύναται νά εἶναι καί ὁ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί λέγει ἐκεῖ; «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». Θά μποροῦσε ποτέ νά πῆ ὁ Ἄγγελος «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου»; Ὁ Ἑωσφόρος εἶπε ὅτι εἶναι Θεός καί ξέπεσε. Πῶς λοιπόν θά ἔπεφταν στό ἴδιο ἁμάρτημα οἱ Ἄγγελοι λέγοντας ὅτι εἶναι Θεοί; Ποτέ· ἀλλά ἀποστέλλονται ἀπό τό Θεό, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί λέγουν: «εἶμαι ὁ Θεός σου».
Ὅπως καί στό ὄρος Σινᾶ. Ξέρετε τί λέγει ἐκεῖ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος; «Σεῖς πού λάβατε τό νόμον εἰς διαταγάς Ἀγγέλων». Κι ὅμως ἔχομε καί τούτη τή μαρτύρια ὅτι ὁ Θεός ἐλάλησε ἐπάνω εἰς τό ὄρος Σινᾶ. Ἄγγελοι ἦσαν· ὑπηρέτησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὥστε λοιπόν -κι ἐκεῖ μάλιστα τί λέγει: «Ἐγώ» γράφει τώρα ὁ Μωυσῆς· τήν πρώτη φορά ἔγραψε δακτύλῳ Θεοῦ. Ἐγράφησαν στήν πλάκα! Μετά ὅμως τή δεύτερη φορά ὅταν ἔσπασαν οἱ πλάκες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, τότε πλέον γράφει ὁ Μωυσῆς «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου καί λοιπά, καί λοιπά. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»- ὣστε βλέπετε πῶς ἀκριβῶς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεός;
Οἱ Ἄγγελοι οἱ τρεῖς -οἱ τρεῖς!- πού πῆγαν εἰς τόν Ἀβραάμ· τότε τούς προσκυνᾶ ὁ Ἀβραάμ καί μάλιστα λέγει «Κύριε», τό ὁποῖον ἀποδίδεται …
Ἕνα ἀκόμη τώρα, αὐτό ὡς πρός τό Θεό, ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο σου καί σοῦ λέγει «τό καί τό»· ἤ σέ ὅραμα καί σοῦ λέγει «τό καί τό» ἡ Παναγία ἤ ὁ Ἃγιος Νικόλαος, ἤ ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Προσέξτε! δέν εἶναι οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε ὁ Ἃγιος Νικόλαος, οὔτε ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Εἶναι Ἄγγελοι πού ὑπηρετοῦν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ Ἁγίου Νικόλαου. Καί τί λέγει ὁ Ἄγγελος ἐκεῖ; «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος», «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀχίλλιος». Δέ λέγει ψέματα· γιατί ἀποστέλλεται ἀπό τόν Θεόν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου.
Θέλετε ἀκόμη κάτι ἄλλο; Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν βλέπη ἕνα ὅραμα στήν Τρωάδα. Ἐκεῖ ἔκανε τήν προσευχή του, ἤτανε ξυπνητός· ἔκανε προσευχή. Μές στό δωμάτιο του βλέπει ἕναν ἄντρα καί τοῦ λέγει: «Παῦλε, διαβάς εἰς Μακεδόνιαν βοήθησον ἡμῖν». Δηλαδή ἀφοῦ περάσεις τόν Ἑλλήσποντο καί ἔρθεις στήν Μακεδόνια, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης. Τί λέγει ἐκεῖ; «εἶδα» λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἄνδρα Μακεδόνα· εἶδα ἄνδρα Μακεδόνα». Ἀπό πού ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἕνας ἄνδρας Μακεδών; Ἀπό τόν τρόπο τοῦ ντυσίματος. Ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα «εἶδα ἕναν Ἀφρικανό». Ἀπό ποῦ θά τόν γνωρίζαμε ἕναν Ἀφρικανό; Ξέρω ’γώ, ἀπό τήν κελεμπία, ἀπό τά σγουρά τά μαλλιά τά μαῦρα, ἀπ’ τό μαῦρο πρόσωπο. Ὅπως ἀπό τήν ἐνδυμασία ἢ τά χαρακτηριστικά γνωρίζομε ἕναν ἄνθρωπο καί λέμε αὐτός εἶναι -ἄ, τώρα νά μπῆ κάποιος- λέμε αὐτός εἶναι Γερμανός. Ἀμέσως τόν γνωρίζομε. Εἶναι… Ἀφρικανός· ἀμέσως. Ἔτσι λοιπόν ἀναγνωρίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι αὐτός πού στάθηκε μπροστά του εἶναι Μακεδόνας καί τοῦ λέγει: «ἀφοῦ περάσεις τή Μακεδονία, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης». Ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἄνδρας ὁ Μακεδών; Ἦτο Ἄγγελος μέ ἐνδυμασία Μακεδονική.
Βλέπετε λοιπόν ὅτι -προφανῶς δέν ἦταν κάποιος Μακεδόνας. Ἔ; Ἄγγελος, ἐξ ὀνόματος Μακεδόνος· ἐξ ὀνόματος- δέν ὑπάρχει ψεῦδος. Κανένα ψεῦδος. Ὁ Θεός ὑπηρετεῖ τά σχέδιά Του διά τῶν Ἀγγέλων· διά τῶν Ἀγγέλων! Ἐξ ἄλλου οἱ Ἄγγελοι -θά τό δοῦμε στό βιβλίο αὐτό, ὄχι σήμερα λίγο παρακάτω- οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τίς προσευχές μας στόν Θεό -καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τό ἔχομε αὐτό καί λοιπά, καί λοιπά- οἱ Ἄγγελοι. Ὅπως καί τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ Ἄγγελοι τά φέρουν. Δέν πλανῶνται οἱ Ἅγιοι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Δέν εἶναι ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ Ἁγία Μαρίνα. Δέν γυρίζουν ἐδῶ, οὔτε στόν ὕπνο μας νά τούς βλέπωμε. Οἱ Ἄγγελοι ἐξ ὀνόματος τῶν Ἁγίων!
«Γιατί αὐτό;» θά ἐρωτήσετε. «Γιατί αὐτό;» Κατ’ ἀρχάς πιστεύω ὅτι καταλάβατε ὅτι δέν πρόκειται περί ψεύδους, διότι τό ψεῦδος ἀναφέρεται στήν πηγή τῶν πραγμάτων· διότι, ἀφοῦ ὁ Θεός στέλνει τόν ἄνθρωπον αὐτόν ἐξ ὀνόματός Του -ἐξ ὀνόματός Του, ἔτσι; Ἐξ ὀνόματός Του- τό ψεῦδος πάντα ἀναφέρεται στό Θεό. Δέν εἶναι λοιπόν ψεῦδος. Καί ἀκόμη δέν εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐκεῖνοι πού μέ τιμοῦν θά τούς τιμήσω;» Δέν ἐμφανίζεται σ’ ἕνα θαῦμα πού γίνεται -τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἕνα θαῦμα- δέν ἐμφανίζεται ὁ Χριστός· ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Γεώργιος, δηλαδή ὁ Ἄγγελος ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί τό θαῦμα γίνεται γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος· γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εἰς τήν ζωήν του ἐτίμησε τόν Χριστόν· καί τώρα ὁ Χριστός τιμᾶ τόν Ἅγιον Γεώργιον, καί τόν τιμᾶ στέλνοντας Ἄγγελο νά κάνη τό θαῦμα.
Καταλάβατε λοιπόν παιδιά, πῶς ἔχει τό πρᾶγμα;
Ἀλλά ἐπειδή ἡ ὥρα ἐκτύπησε ἕξι, ἐδῶ θά σταματήσωμε καί θά δοῦμε τή συνέχεια τῶν πραγμάτων παρακάτω. Ἐδῶ τώρα θά ξεκινήσουν νά φύγουν καί εἶναι μιά χαριτωμένη πορεία μέ περιστατικά εἰς τό δρόμο καί περιπέτειες, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.
8η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».
►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.
Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.
__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0
📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1
📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0
__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share
Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk
†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.