12 Νοεμβρίου 2024

Ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως (Β΄). Αἰσθήσεις - ἡδονή - οδύνη (Α΄)

†.Λέγαμε την περασμένη φορά ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχή στό ἔπακρον ἡδονιστική. Αναφερθήκαμε στήν αἴσθηση τῆς γεύσεως, ἀφοῦ πρῶτα εἴχαμε μιλήσει γιά τήν ὅραση, ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι εἶδαν τόν καρπό και κατόπιν ἡ Εὔα ἅπλωσε το χέρι της σ' αὐτόν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ γυναίκα ἔβαλε πρώτη τό χέρι της στον καρπό, τόν πῆρε τόν ἔφαγε και μετά τόν ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της. Δέν ἅπλωσε ὁ Ἀδάμ τό χέρι του να κόψει τον καρπό. Αὐτό ἔχει πολλή σημασία, καθώς δείχνει μία προπέτεια ἐκ μέρους τῆς γυναικός, ἡ ὁποία προτρέχει, χωρίς πολλή σκέψη. Ὡστόσο ἅπλωσε το χέρι της καί ἔφαγε.

   Εἴχαμε λοιπόν ἀναφερθεῖ στήν αἴσθηση τῆς γεύσεως, καί εἴπαμε πώς ἄν δέν προσέξουμε, μπορεῖ αὐτή να δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα· δηλαδή μπορεῖ νά ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ὁλότελα ἀπό τήν πνευματική ζωή. Μπορεῖ ἀκόμα, ἐάν ἡ αἴσθηση αυτή δέν φυλαχθεῖ, νά γίνει ἡ πύλη γιά νά μπουν στην ψυχή σωρηδόν ὅλα τά ἁμαρτήματα! Γι' αὐτό καί ἡ γαστριμαργία –καί ἡ λαιμαργία–  θεωρεῖται ὡς τό ἁμάρτημα πύλη τῶν ὑπολοίπων θανάσιμων ἁμαρτημάτων. (Βλ. Κλίμαξ Ἰωάννου, Λόγος ΙΔ΄, Περὶ Γαστριμαργίας, ἔκδ. Ίερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1985, σσ. 185-193) Αυτό μήν τό ξεχάσετε· νά τό θυμόσαστε πάντοτε.

   Ἔτσι, εἴχαμε πεῖ ὅτι σέ κάθε ἐποχή ὑπῆρξε ἡ ἀθεΐα. Ἰδιαιτέρως ὅμως ὑπάρχει στήν ἐποχή μας, μέ τήν εὐημερία πού τήν χαρακτηρίζει, σε μια παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστον ὡς πρός τόν δυτικό κόσμο –μέ τήν ἔννοια τήν πολιτιστική– γιατί υπάρχει ἕνας ἄλλος τόσος κόσμος, ἴσως και περισσότερος, πού τήν ἴδια ὥρα πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα· εἶναι καταπληκτικό. Σκεφτεῖτε, παιδιά, ἄκουσα τελευταῖα πώς ἐνενήντα χιλιάδες παιδιά τήν ἡμέρα πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα!

   Ωστόσο, σᾶς εἶπα, ὁ δυτικός μας πολιτισμός ἔχει αὐτή τήν εὐημερία, τουλάχιστον αὐτά τά τελευταῖα χρόνια, τίς τελευταῖες μεταπολεμικές δεκαετίες, μέ ἀποτέλεσμα να θεωρεῖται ἡ ἐποχή μας ἡδονιστική στο ἔπακρον. Γι' αὐτό ἀκριβῶς κι ἀπό τόν ὀπτικό ὁρίζοντα τῆς ἐποχῆς μας ὁ Θεός ἔχει ἐξαφανισθεῖ. Διότι, ὅπως λέει θαυμάσια ὁ Θεός, διά τοῦ Μωϋσέως στή β΄ Ὠδή του, ὁ λαός ἔφαγε, ἤπιε, χόρτασε, κλώτσησε· «ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη, καί ἀπελάκτισε» (Βλ. Δευτ. 32, 15)· λιπάνθηκε, πάχυνε, πλάτυνε καί κλώτσησε. Αὐτό τό κλώτσησε, καί ὅπως παρακάτω λέει «καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ», ὅτι ἔφυγε ἀπό τόν Θεό τόν Σωτήρα του, δείχνει τήν ἀποστασία, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, πού συνιστᾶ τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας. 

   Ἐμεῖς οἱ κάπως μεγαλύτεροι, ἡ περασμένη γενιά ἄς ποῦμε, βλέπουμε το φαινόμενο αυτό στούς νεωτέρους και τρίβουμε τα μάτια μας. Φυσικά δέν εἶναι φαινόμενο τῶν νεωτέρων· εἶναι φαινόμενο τῆς δικῆς μας γενιᾶς· γιατί ὁ τρόπος πού ἐμεῖς ἀναθρέψαμε και παιδαγωγήσαμε τη νεώτερη γενιά μας ἦταν ὁ τρόπος που ὁδηγεῖ στήν ἀθεΐα. Ὁ Θεός ἔχει ἐξαφανιστεῖ πιά ἀπο τόν ὀπτικό ὁρίζοντα τῆς ἐποχῆς μας.

   Αὐτό φυσικά δέν εἶναι ἀπόλυτο, διότι ὅπου περισσεύει ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀθεΐα, ἐκεῖ ὑπερπερισσεύει καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ρωμ. 5, 20) Τήν ἴδια στιγμή μπορεῖ νά ἔχουμε καί πολύ πιστούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα ἀπό τήν νέα γενιά, καί μάλιστα σέ καθεστῶτα ἀθεϊστικά, οἱ ὁποῖοι νὰ ζοῦν τόν πρωτοχριστιανικό ἀρχαῖο Χριστιανισμό, τήν πρωτοχριστιανική πνευματικότητα, ἔχοντας πρωτοχριστιανικό ζῆλο καί ἐνθουσιασμό. Τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο μπορεῖ νά εἶναι πλούσιο σ᾽ ἐκείνους τούς νέους μας σήμερα πού ζοῦν ἀκριβῶς κάτω ἀπό πιεστικές ἀθεϊστικές καταστάσεις.

   Σήμερα κάθε πνευματική και φιλόσοφη ἐργασία συναντᾶ τήν πνευματική ὀκνηρία. Ὁ ἄλλος βαρύνεται ὅταν τοῦ πεῖς νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν πνευματική ζωή· σου λέει: Δε βαριέσαι τώρα... αὐτά εἶναι παρωχημένα πράγματα!... 

   Πολύ χαρακτηριστικά ἔγραφε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Νοῦν λεπτὸν ὄγκος ἐκδιώκει γαστέρος» (Επη Ἠθικά, PG 37, 918. Βλ. ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 54, 581 και 602)· τόν λεπτό νοῦ τόν διώχνει ὁ ὄγκος τῆς κοιλιᾶς, δηλαδή ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τρῶς καί φορτώνεσαι. Ἡ λέξη γαστήρ νοεῖται μέ εὐρεῖα ἔννοια· γιατί δέν εἶναι μόνο τό θέμα τῆς κοιλιᾶς, ἀλλά εἶναι ἡ ὅλη εὐδαιμονία καί ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν· ὄχι μόνο εκείνων πού τρῶμε, ἀλλά καί ἐκείνων πού γενικά ἀπολαμβάνουμε. Ὅλα αὐτά λοιπόν διώχνουν τόν λεπτό νοῦν. Βεβαίως! γιατί ὁ τρόπος πού ζοῦμε σήμερα, ἡ ἐποχή μας, διώχνει τόν λεπτό νοῦν, δηλαδή τό να σκεφτεῖς φιλόσοφα, τό να σκεφτεῖς λεπτά. (Ὁ Αἴσωπος, μέ τόν μύθο τῶν Μυιῶν, μᾶς διδάσκει τό σοφό: ή λιχνεία (γαστριμαργία) πολλῶν κακῶν αἰτία γίνεται» (Fabulae 82.3.5). Ο Ξενοφῶν, στον Οικονομικό του, γράφει ὅτι ἡ λιχνεία, ἡ λαγνεία καί ἡ οἰνοφλυγία εἶναι «χαλεποὶ δεσπόται», δηλαδή δυσβάστακτοι τύραννοι· γι' αυτό συνιστούσε: «μήτε κενὸς μήτε ἄγαν πλήρης διημερεύειν» (Oeconomicus 11.18.5-6)· οὔτε νηστικός οὔτε πολύ χορτασμένος να περνᾶς τήν ἡμέρα σου. Καί ὡς πρός τήν κατανάλωση κρέατος καί κρασιοῦ ὁ Πλούταρχος, στο Περί Εὐθυμίας βιβλίο του, γράφει: «οἶνοί τε καὶ σαρκῶν ἐμφορήσεις σῶμα μὲν ἰσχυρὸν ποιοῦσι καὶ ῥωμαλέον, ψυχὴν δ᾽ ἀσθενῆ» (Ανθολόγιον, 3.21.16)· τό κρασί καί ἡ καταβρόχθιση κρεάτων μπορεῖ νά κάνουν τό σῶμα ρωμαλέο, κάνουν όμως τήν ψυχή ασθενική. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος συμπληρώνει: «παχεῖα γαστήρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον» (PG 62, 569). Βλ. ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, Περὶ γαστριμαργίας καὶ κόρου (PG 95, 1332 κ.ε.)

   Σήμερα οἱ νέοι μας δέν σκέπτονται λεπτά, δέν σκέπτονται βαθιά· εἶναι πραγματικά ἕνα δυστύχημα. Βεβαίως φταῖνε καί ἄλλα πράγματα φταίει ἕνας γενικότερος αποπροσανατολισμός τῆς νεολαίας μας. Ἐπί παραδείγματι, βλέπουμε χιλιάδες νέους πού πᾶνε στο γήπεδο και βλέπουν ποδόσφαιρο. Θά μοῦ πεῖτε: νά μήν παίξουμε; Δέν θέλω νά πῶ αὐτό. Θά ἤθελα νά πῶ ὅμως ὅτι ὑπάρχει μιά ἀποκλειστική ενασχόληση μέ πράγματα τά ὁποῖα, στο κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, εἶναι ἀπαξίες, δέν ἔχουν ἀξία. Πᾶς καί βλέπεις ἕνα παιχνίδι. Ε, καί τί βγῆκε ἀπ' αὐτό; Τί βγήκε;... Καί ὅταν μάλιστα διεξάγεται μέ τόσο φανατισμό! Όταν ὑπάρχουν ομαδικά παιχνίδια πού ἔχουν τζόγο, δηλαδή στοιχήματα, καί ὑπάρχει ὁ φανατισμός καί οἱ φατρίες, ὅτι ἐμεῖς νικήσαμε, ἐνῶ ἐσεῖς δέν νικήσατε, ὅλα αὐτά δημιουργοῦν, ὅπως καταλαβαίνετε, ἕναν ἀποπροσανατολισμό ἀπό εὐγενῆ καί ἀνώτερα πράγματα, μέ τά ὁποῖα θάμποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ ἡ νεολαία μας.

   Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχει καί ἡ τηλεόραση, οἱ καφετέριες, οἱ ποικίλες διασκεδάσεις καί λοιπά καί λοιπά, πού τελικά αποπροσανατολίζουν τούς νέους μας από τά λεπτά, βαθιά καί σπουδαῖα πράγματα, ἀπό τίς ἀξίες. Καί αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι δυστύχημα, που δείχνει ὡστόσο καί τήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς μας. 

   Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής λέει κάτι πολύ ὡραῖο, πού θά ἐπιθυμοῦσα νά τό θυμόσαστε· εἶναι μία μικρή φράση: «εἰσροὴ αἵματος, ἐκροὴν πνεύματος ἀπεργάζεται» (Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, Επιστολή πρός τόν μονάζοντα Νικόλαον, ἐκδ. Παναγ. Τζελάτη, Εν Αθήναις 1893, σ. 78). Αἷμα εἶναι ὅταν τρῶς, ὅταν καλοπερνᾶς... δηλαδή βάζεις αἷμα, ζεῖς τή φυσιολογική σου ζωή· ἔχεις δώσει τόν τόνο στη βιολογική σου ζωή, καί ὄχι στην πνευματική. Ὅσο αἷμα βάζεις, τόσο πνεῦμα βγάζεις. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ὅσο πιό βιολογικός, ζωικός, ζωώδης δηλαδή, ἄνθρωπος γίνεσαι, τόσο λιγότερο πνευματικός ἄνθρωπος ἀπομένεις.

   Θα λέγαμε ἀκόμα, παιδιά, ὅτι ἔχουμε καί κάποιες συνέπειες σ᾿ ὅλα αὐτά τά πράγματα καί αὐτές εἶναι πολλές. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἀναφέρω μερικά παραδείγματα ἀπό τήν Ἱστορία γενικά, πού ἔχουν ἐπισημανθεί αὐτά σαν συνέπειες αὐτῆς τῆς καταστάσεως τῆς γαστριμαργίας, τῆς ἀφθονίας τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

   Τα παιδιά τοῦ Ἰώβ, ὅταν συναντιοῦνταν –καί αὐτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα– ἐκδηλώνοντας τήν μεταξύ τους ὁμόνοια καί ἀγάπη, ἔκαναν ἀπό κοινοῦ συμπόσια· μάλιστα πότε ἔτρωγαν στοῦ ἑνός τό σπίτι και πότε στοῦ ἄλλου. Κάποια φορά ἔτρωγαν στο σπίτι τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ· κι ἐκεῖ ἦλθε ἡ καταστροφή. Ὁ διάβολος ζήτησε ἄδεια ἀπό τόν Θεό νά γκρεμίσει το σπίτι, να πέσει ἡ σκεπή καί νά τούς σκοτώσει ὅλους. Παρότι δέν ἦταν ἀνήθικο το συμπόσιο, ωστόσο ἦταν ἕνα συμπόσιο.

   Ὁ σοφός Ωριγένης ἑρμηνεύει πάνω σ' αὐτό καί λέει: «Καιρὸν ἐζήτει (ὁ διάβολος) τοῦ αὐτοὺς ἀπωλέσαι. Εἰ εὑρήκει ἀναγινώσκοντας, οὐκ ἂν ἥψατο τῆς οἰκίας, οὐδὲ τόπον εἶχε τοῦ αὐτοὺς ἀποκτεῖναι. Εἰ εύρήκει προσευχομένους, οὐδὲν ἠδύνατο ποιῆσαι κατ' αὐτῶν. Ἀλλ' ὅτε εὗρεν εὐκαιρίαν, ἴσχυσε. Ποῖος ἦν ὁ καιρός, μέθη ἦν, συμπόσιον ἦν.» (PG 12, 1032, και PG 17, 60). Λέει δηλαδή ὅτι ὁ διάβολος ζητοῦσε μία ευκαιρία γιά νά καταστρέψει τά παιδιά τοῦ Ἰώβ. Ἐάν τά εὕρισκε νά προσεύχονται ἤ να μελετοῦν, δέν θά μποροῦσε νά ἀκουμπήσει τό σπίτι, οὔτε θά εἶχε τόπο γιά νά τά σκοτώσει τά παιδιά· δέν θα μποροῦσε τίποτα να κάνει ἐναντίον τους. Ὅταν ὅμως βρῆκε τήν εὐκαιρία, τά κατάφερε. Ποιά ἦταν ἡ εὐκαιρία; Ήταν ἡ μέθη, ήταν τό συμπόσιο. Τήν εὐκαιρία λοιπόν τή βρῆκε ὁ διάβολος σ' ἕνα συμπόσιο πού εἶχαν τα παιδιά. Ζητούσε καιρό, ευκαιρία, κι αυτός ο καιρός ἦταν τῆς μέθης. Δηλαδή, ἐκεῖ, ὅπως γινόταν το συμπόσιο, ἔτρωγαν βεβαίως καί ἔπιναν και τραγουδούσαν και φυσικά βρίσκονταν σε μία κατάσταση πού ἔδωσε λαβή στον διάβολο.

   Ἕνα ἄλλο φοβερό παράδειγμα εἶναι τοῦ Βαλτάσαρ. Αὐτός ἦταν ἕνας ἀπόγονος, πιθανότατα εγγονός, τοῦ Ναβουχοδονόσορος, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς λαμπρής βαβυλωνιακῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶχε πέσει στίς ἡδονές. Κάποια φορά είχε καλέσει στο τραπέζι του ὅλους τούς μεγιστάνες και χιλιάρχους και σπουδαίους στο παλάτι. Ζήτησε δέ νά φέρουν ἀπό τήν κειμηλιοθήκη τά ἱερά σκεύη –ποτήρια καί ἄλλα σκεύη χρυσά καί ἀργυρά– πού είχε συλήσει ὁ παππούς του ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, ὅταν κατέλαβε τήν Ἰουδαία, τούς Ἰσραηλῖτες. Καί βέβαια αὐτό ἦταν ἡ ἐσχάτη ἀσέβεια, τό νά χρησιμοποιοῦν οἱ συνδαιτυμόνες του συμποσίου τά ἱερά σκεύη! Όπως ἀκριβῶς σήμερα τό νά γίνει μιά ἀναμπουμπούλα, νά ἀ ναποδογυρισθοῦν τά πάντα, τά ἱερά σκεύη τῶν ναῶν να περιέλθουν σε χέρια ἀσεβῆ, καί κάποτε να δοθεῖ ἕνα τραπέζι μεγάλο καί νά φέρουν ἐκεῖ τά ἅγια ποτήρια ἀπό τούς ναούς πού ἐσύλησαν!... Καταλαβαίνετε πράγματι ὅτι αὐτό εἶναι ἐσχάτη ἀσέβεια. Αὐτό λοιπόν συνέβη καί τότε· τά ἱερά σκεύη ἔπεσαν σε χέρια ἀσεβῆ, καί οἱ συνδαιτυμόνες τοῦ συμποσίου ἔπιναν μ' αὐτά τό κρασί τους καί διασκέδαζαν ἐκεῖ μέ γυναῖκες κατωτέρου ἤθους!

   Τότε ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, λίγο πρίν τά μεσάνυχτα, φάνηκε ἕνα κομμένο χέρι να γράφει στον τοῖχο  μία ἐπιγραφή. Κοκκάλωσαν ὅλοι. Ήταν τρεῖς λέξεις, ἀνερμήνευτες: «μανή, θεκέλ, φάρες». Καί τότε ὁ Βαλτάσαρ ζήτησε ἀπό τούς σοφούς νά τίς ἑρμηνεύσουν. Ἐμφανίστηκε λοιπόν ὁ Δανιήλ, ερμήνευσε τί σήμαιναν αὐτές, λέγοντάς του: Βασιλιά, αὐτές οἱ λέξεις σημαίνουν ὅτι ζυγίσθηκες, μετρήθηκες, αλλά βρέθηκες λειψός, ἐλλιπής, γι' αυτό καί θά τιμωρηθεῖς. (Δαν. 5, 25) Παιδιά, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, οἱ Μηδοπέρσες μπῆκαν μέσα στη Βαβυλώνα, καί μέχρι το πρωί ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ συνδαιτυμόνες εἶχαν σφαγεῖ. Ἡ πόλη περιῆλθε ὁριστικά στα χέρια τῶν Μηδοπερσῶν, καί ἡ βαβυλωνιακή αυτοκρατορία δέν ξανάζησε πλέον στήν Ἱστορία. Εἴδατε; Αφορμή στάθηκε ἕνα συμπόσιο!

   Ακόμη, θυμηθεῖτε ἐκεῖνο τό ἀσεβέστατο τραπέζι πού παρέθεσε ὁ Ἡρώδης, κατά τη διάρκεια τοῦ ὁποίου χόρεψε ἡ Σαλώμη, ἡ νομιζόμενη κόρη του –κόρη του καί ἀνηψιά του... παράξενα συμπλέγματα– μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκεφαλιστεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Βρωμερό συμπόσιο, βρωμερός χορός, μέ ἐλατήρια καί κίνητρα βρώμικα, ανήθικα, ἐλεεινά, γεμᾶτα ἀπό μίσος καί κακία, ἐκ μέρους τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς φοβερῆς ἐκείνης γυναίκας τοῦ Ἡρώδη, πού δέν ἦταν γυναίκα του, αλλά γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του. Δηλαδή, παιδιά, ὅπως καταλαβαίνετε, ἁμαρτωλές καταστάσεις, μέ αποτελέσματα οδυνηρά και φοβερά.

   Θά τό ξέρετε –πολλές φορές τό ἔχουμε δεῖ καί τό ἔχουμε ζήσει καί τό διαβάζουμε καί στίς ἐφημερίδες– στα φαγοπότια, τά άσεμνα φαγοπότια, γίνονται παρεξηγήσεις, φόνοι και φοβερές σαρκικές ἁμαρτίες. 

   Τί πρέπει λοιπόν να κάνουμε;

   Εφόσον, παιδιά, ή βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ μᾶς ἔβγαλε από τον παράδεισο, θα πρέπει τώρα, για να ξαναμπούμε στον Παράδεισο, νά ὑπάρξει ή νηστεία.

   Καί βέβαια, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ καιρός τῆς νηστείας δέν εἶναι πάντοτε, αλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε. (Βλ. Κατήχησις ἐσχάτη, Λόγος Ε΄, 1.2, series tertia: «Εἰ καὶ ἡ νηστεία παρῆλθεν, ἀγαπητοί, ἀλλὰ μενέτω ἡ εὐλάβεια. Εἰ καὶ ὁ τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς καιρὸς παρέδραμε, τὴν γοῦν μνήμην αὐτῆς μὴ ἀποθώμεθα. Ἔστι γὰρ καὶ μὴ νηστεύοντα νηστεύειν. Καὶ πῶς; Ἐγὼ λέγω· ὅταν βρωμάτων μὲν μεταλαμβάνωμεν, άμαρτημάτων δὲ ἀπεχώμεθα». «Παρῆλθεν ἡ νηστεία ή σωματική, ἀλλ᾽ οὐ παρῆλθεν ἡ νηστεία ή πνευματική αὕτη βελτίων ἐκείνης, κἀκείνη διὰ ταύτην ἐγένετο.» (Κατὰ μεθυόντων, PG 50, 433)) Δηλαδή δένἀπαγορεύεται να φάει κανείς σ' ἕνα τραπέζι. Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ· ὅταν ἔχουμε κάποια γιορτή, ένα γάμο, ἤ Πάσχα και Χριστούγεννα, καί μᾶς καλοῦν ἤ ἐμεῖς καλοῦμε, δέν μποροῦμε να φάμε, να κάνουμε ἔνα τραπέζι; Ἀσφαλῶς· δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἀλλοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τόν Κύριο δέν τόν κάλεσαν πολλές φορές σε γεύματα καί σέ δεῖπνα; Αναμφισβήτητα, ναί. Αλλά ποῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία; Ὅταν αὐτό τό δεῖπνο, αὐτό τό τραπέζι, τό συμπόσιο, καταλήγει σε ἁμαρτία, σε μέθη, σε γαστριμαργία καί λοιπά, αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Μποροῦμε λοιπόν, ἀναμφισβήτητα μποροῦμε, να παραθέσουμε τραπέζι ἤ νά παρακαθήσουμε σε τραπέζι, αλλά θέλει προσοχή.

   Αὐτό ἐννοεῖ τώρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγοντας ὅτι ὁ καιρός τῆς νηστείας δέν εἶναι πάντοτε. Τό Πάσχα δεν νηστεύουμε, καί πάρα πολλές ἡμέρες μέσα στον χρόνο δεν νηστεύουμε· ἀλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε. Δέν θά πιῶ πολύ ὥστε να μεθύσω, οὔτε θα φάω τόσο, πού να φτάσω ν' ἀρρωστήσω ἤ νά σκάσω! Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ὅτι πρέπει νά μπεῖ τό μέτρο τῆς ἐγκρατείας· ἀλλά γιά νά γίνει αυτό, πρέπει νά ἀσκηθοῦμε στο θέμα τῆς νηστείας.

   Ὁ μέγας Βασίλειος λέει: «Ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσαμεν τοῦ παραδείσου νηστεύσωμεν τοίνυν, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν.» (PG 31, 168). Ἐπειδή δέν νηστέψαμε, χάσαμε τόν παράδεισο· ἄς νηστέψουμε λοιπόν, γιά νά ξαναγυρίσουμε πίσω στον Παράδεισο.

   Βλέπουμε λοιπόν, καί εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ὁ χαλινός, τό χαλινάρι τῆς σωφροσύνης, τῆς πίστεως, τῆς φρονήσεως καί τῆς ἀνδρείας. (Βλ. Χρυσοστόμου, Περὶ νηστείας, PG 62, 732: «Καλὸς ὁ τῆς νηστείας χαλινὸς τοῖς ἀγαπῶσι τὴν ἀπὸ τῆς νηστείας ὠφέλειαν»)Παίρνω αὐτές τίς βασικές αρετές, πού ἤδη εἶχαν ἐπισημάνει καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.

   Να θυμόμαστε πάντοτε ὅτι ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του, «καὶ ταύτην (τήν γαστέρα) καὶ ταῦτα (τά βρώματα) καταργήσει» (Α΄ Κορ. 6, 13). Μή ξεχνᾶμε ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν γάμο. Γι' αὐτό μή ρίχνουμε τό βάρος στόν γάμο κάνοντάς τον σκοπό τῆς ζωῆς μας –πολλές φορές σᾶς τό ἔχω πεῖ– ἐπειδή εἶναι ἕνα σχῆμα τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως καί πολλά ἄλλα πράγματα. Ἔτσι καί ἡ κοιλιά, τό νά φᾶμε γιά νά ζήσουμε, εἶναι ἕνα σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. (Βλ. Α΄ Κορ. 7, 31) Δέν θά ζούμε στον αιώνα τρώγοντας. Ο Χριστός εἶχε πεῖ: «οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ  μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον» (Ἰωάν. 6, 49)· ἔφαγαν τοῦτο το μάννα, πού ὁ Θεός τούς ἔριχνε στήν ἔρημο, αλλά στο τέλος πέθαναν· ἔζησαν μόνο βιολογικά. Συνεπῶς δέν θα ζήσουμε αἰωνίως τρώγοντας, ἀλλά θα ζήσουμε ὅταν θά ἔχουμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ματθ. 4, 4. Λουκᾶ 4, 4)

   Δεν πρέπει λοιπόν νά ξεχνᾶμε ὅτι, ἀφοῦ ζοῦμε σ αὐτό τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου, στο σχῆμα γάμος καί τό σχῆμα κοιλιά, γαστέρα, θα πρέπει νὰ τρῶμε· ἀναμφισβήτητα θα πρέπει νά τρῶμε, γιά νά ζοῦμε νά ζοῦμε ὅμως τήν βιολογική μας ζωή μ' ἕνα μέτρο, ὅπως Θεός θέλει, γιατί Ἐκεῖνος τό ὅρισε ἔτσι. Επίσης δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν θά ἀναστηθοῦμε καί θά πάρουμε τα καινούργια μας σώματα, δέν θά ὑπάρχει πιά τό πεπτικό σύστημα ὡς λειτουργία γιά νά ζοῦμε. Γι' αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος, ὅπως σᾶς ἐξήγησα, «ὁ Θεὸς καὶ ταύτην (τήν γαστέρα) καὶ ταῦτα (τά βρώματα) καταργήσει», θά τά καταργήσει.

   Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τάξεις γιά τό φαγητό: εἶναι ἡ ἐγκράτεια, εἶναι ἡ αὐτάρκεια, εἶναι καί ὁ κόρος. Τί εἶναι αὐτά; 

   Ἐγκράτεια εἶναι ὅταν κάθεσαι νά φᾶς, καί σηκώνεσαι ὄχι χορτασμένος. Αὐτό θεωρεῖται ἀρετή. Ὅταν δηλαδή φᾶς, ἀλλὰ φᾶς λίγο, καί δέν ἔχεις χορτάσει, σηκώνεσαι κάπως πεινασμένος. Θά μποροῦσες καί ἄλλο νά φᾶς· δέν τρῶς ὅμως, ἀλλά ἐγκρατεύεσαι. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη τάξη, καί θεωρεῖται ἀρετή. 

   Ἡ δεύτερη τάξη εἶναι ἡ αὐτάρκεια· νά φᾶς τόσο, πού οὔτε νὰ πεινᾶς οὔτε νὰ αἰσθάνεσαι πλήρως χορτάτος. Μάλιστα να φᾶς τόσο, όπως λένε οἱ Πατέρες, που θὰ ἤθελες να φᾶς πέντε - δέκα ἀκόμα κουταλιές για να πεῖς χόρτασα, δηλαδή να νιώθεις μία αὐτάρκεια. Δέν πεινᾶς, καί αἰσθάνεσαι πολύ καλά. Αυτό οὔτε ἀρετή εἶναι οὔτε κακία, ἁμαρτία.

   Η τρίτη τάξη εἶναι ὁ κόρος. Κόρος –ἀπό τό κορέννυμι, πού σημαίνει χορταίνω- εἶναι ὁ χορτασμός. Θυμηθεῖτε τοὺς ἀνθρώπους στήν ἔρημο, πού ὅταν ὁ Κύριος τούς παρέθεσε γεῦμα μέ τά ψάρια καί τά ψωμιά, «ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14, 20. Μάρκ. 6, 42. Λουκά 9, 17), δηλαδή ἔφαγαν καλά. Ὁ κόρος λοιπόν δείχνει ὅτι ἔφαγες κι αὐτές τίς πέντε-δέκα κουταλιές, τις πέντε-δέκα παραπάνω πηρουνιές, και χόρτασες. Ἐδῶ βεβαίως δέν ὑπάρχει ἀρετή· δέν ὑπάρχει ὅμως καί ἁμαρτία· μόνο πού λίγο ἀκόμα, καί βρίσκεσαι στήν ἁμαρτία. Ἔτσι, οὔτε στον κόρο ὑπάρχει αμαρτία. 

   Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὅπως τό σημειώνει ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἂν δὲν ἠμπορῆς νὰ φυλάξης τὰ δύω», ἄν δηλαδή δέν μπορεῖς να μείνεις οὔτε στην εγκράτεια οὔτε στήν αὐτάρκεια, τότε «κἂν ἂς σταθῆς μέχρι τοῦ τρίτου», να σταθεῖς στον κόρο, «καὶ ἂς μὴ γίνεσαι ὑπερκορής», καί νά μήν τόν ξεπεράσεις, «ἐνθυμούμενος τὸ τοῦ Κυρίου ὁποῦ λέγει: “Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε"» (Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Ὅτι τρεῖς τάξεις ἔχει τὸ φαγητόν, σ. 81. Βλ. Φιλοκαλία, όσ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Πῶς πρέπει τινὰς νὰ τρώγῃ, σ. 1193, καί Λουκά 6, 25), ἀλλοίμονο σ' ἐσᾶς πού ἔχετε χορτάσει, γιατί θά πεινάσετε. Ὑπερκορεῖς εἶναι οἱ χορτάτοι, αυτοί πού ἔφαγαν παραπάνω. Αυτοί θά πεινάσουν κάποτε και στην παρούσα ζωή, αλλά προπαντός στη μέλλουσα ζωή, μέ τήν έννοια δηλαδή ὅτι θά στερηθοῦν τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ ἄνθρωποι πού ὑπερφορτώνουν τόν ἑαυτό τους μέ ἐπίγεια ἀγαθά, αναμφισβήτητα αὐτοί δέν μποροῦν νά ἔχουν τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

   Σημειώστε το αὐτό, παιδιά, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, τρῶς καί ξανατρῶς, και γυρίζεις και ξανατρῶς καί πηγαίνεις καί κάνεις ἐμετό, καί μετά ξανατρῶς καί πίνεις καί συνεχίζεις τό ίδιο, αυτό βεβαίως, καταλαβαίνετε, εἶναι ὑπερκορεσμός· ἤ, ὅταν σ' ἕνα συμπόσιο, ὅπως σᾶς ἔλεγα τήν περασμένη φορά, τρῶς καί πίνεις λίγο-λίγο, ὅλη τή νύχτα τρῶς καί πίνεις, τρῶς καί πίνεις... Αὐτό δέν εἶναι στήν πραγματικότητα τό φαγητό για να χορτάσεις, ἀλλά εἶναι γιά νά ἔχεις μία τρυφή, μία απόλαυση, μία ἡδονή.

   Θά ἔλεγα ὅμως, εἰδικά γιά τήν νεότητα, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως πρέπει να χρησιμοποιεῖται μέ πάρα πολλή προσοχή· διότι ἤδη ὁ κάθε νέος εἶναι ἕνα καμίνι... ἕνα καμίνι ἐπιθυμιῶν καί ὁρμῶν. Ἄν λοιπόν τό καμίνι αὐτό τό ἐνισχύουμε καί μέ εὔφλεκτη ὕλη, ἀντιλαμβάνεστε τί μπορεῖ νά γίνει! (Ὁ μέγας Βασίλειος ὅμως, ὄχι μόνον δὲν συγχωρεῖ τοὺς νέους νὰ χορταίνουν, ἀλλὰ οὐδὲ νὰ τρώγουν πρὸς αὐτάρκειαν, ἀλλὰ νὰ τρώγουν μὲ ἐγκράτειαν. Λέγει γάρ: «ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματτος καὶ ἡ δουλαγωγία ὑπ᾽ οὐδενὸς ἄλλου τοσοῦτον, ὡς ὑπὸ τῆς ἐγκρατείας κατορθοῦται· τὸ γὰρ βράζον τῆς νεότητος καὶ πρὸς τὰς ὁρμὰς δυσκάθεκτον, οἷον χαλινῷ τινι τῇ ἐγκρατείᾳ κατείργεται». (Όσ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Περὶ φυλακῆς τῆς Γεύσεως, σ. 81))

    Γι' αὐτόν τόν λόγο, ὅπως λέει τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «οὐ συμφέρει ἄφρονι τρυφή» (Παρ. 19, 10)δεν συμφέρει στον ἄφρονα ή τρυφή, ή απόλαυση. Και ὅπως ἑρμηνεύει ὁ μέγας Βασίλειος, ἄφρων εἶναι ἡ σάρκα τοῦ νέου. Δηλαδή δέν συμφέρει στον νέο ἄνθρωπο νὰ ἐπιδιώκει τήν τρυφή, τήν ἀπόλαυση. Θέλει πάρα πολλή προσοχή. (Βλ. Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. Γ', Ὅτι ἡ τρυφὴ βλάπτει μάλιστα τοὺς Νέους, σ. 80)

   Τό θέμα τοῦ φαγητοῦ γιά τούς νέους είναι πολύ ἐπικίνδυνο, ὄχι τόσο από βιολογικῆς πλευρᾶς, ὅσο από πνευματικῆς πλευρᾶς. Γι' αὐτό θά σᾶς ἔκανα μιά ἔκκληση. Παιδιά, να κάνετε μιά ἀρχή να νηστεύετε! Θα ξεκινήσετε ἀπό τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Πεῖτε στη μητέρα σας ὅτι ἐπιθυμεῖτε να νηστεύετε. Καί ἄν στο σπίτι σας δέν νηστεύουν –θά ἐπιμείνετε ὡστόσο– ἐάν ἡ μητέρα σας προβάλει δικαιολογίες τεχνικῆς φύσεως, ὅτι δέν εἶναι εὔκολο πράγμα να βάζουμε δύο κατσαρόλες γιά φαΐ καί λοιπά καί λοιπά, αὐτά πολύ γρήγορα ξεπερνιούνται, γιατί εἶναι πάρα πολύ εὔκολο να βάλει κανείς δίπλα καί μιά ἄλλη κατσαρόλα μέ ἕνα νηστίσιμο φαγητό, ἕνα λαδερό ή καί ἀλάδωτο, ἀναλόγως τήν περίπτωση. Οπότε, παιδιά, θα παρακαλέσω πάρα πολύ, ξεκινήστε, επιμείνετε στο σημεῖο τοῦτο, νά νηστεύετε Τετάρτη καί Παρασκευή.

   Απευθύνομαι καί σ' ἐκεῖνες τις κοπέλες πού φοιτοῦν στό Πανεπιστήμιο, πού εἶναι δηλαδή ἔξω ἀπό τό σπίτι τους καί τρῶνε στις φοιτητικές λέσχες. Σᾶς ὑπενθυμίζω ότι τα τελευταία χρόνια –καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ ευχάριστο– επειδή μαζεύτηκαν στίς φοιτητικές ἑστίες πάρα πολλοί νέοι που νηστεύουν, τούς προσφέρουν και φαγητό νηστίσιμο· αὐτό νά τό ἔχετε υπόψη σας. Καί ἄν ἀκόμη δεν προσφερόταν, ἕνας νέος, ἕνας φοιτητής, μπορεῖ νά βρεῖ τόν τρόπο να νηστεύει και να κρατάει την Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Δέν εἶναι δύσκολο πράγμα. Σας λέω μόνο τοῦτο, ὅτι καί στρατιῶτες ἀκόμη, παρότι εἶναι καθορισμένο το συσσίτιο τους, μποροῦν καί νηστεύουν. Ἔχω πολλές μαρτυρίες στρατιωτῶν πού νηστεύουν. Πολύ δέ παραπάνω ἕνας  πού εἶναι καί σέ φοιτητική Εστία, καί μπορεῖ νά βγεῖ  καί ἔξω νά φάει, ἤ νά ἔχει μαζί του, στο δωμάτιό του κάτι νά φάει, ἤ νά ἔχει ἴσως ἕνα καμινέτο, να ψήσει κάτι πρόχειρο καί τά λοιπά. Είναι πολύ απλό πράγμα, ὅταν κανείς θέλει να νηστέψει· ἀρκεῖ μόνο νά θέλει. 

   Λοιπόν, παιδιά, να βάλουμε τήν ἀρχή τῆς νηστείας Τετάρτης καί Παρασκευῆς, καί σιγά-σιγά να βάλουμε καί τίς Τεσσαρακοστές. Θά δεῖτε ὅτι θά ἀποκτήσετε στα χέρια σας ἕνα ὅπλο, τό ὅπλο τῆς ἐγκρατείας.

   Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ἐγκράτεια τῆς κοιλιᾶς, τῆς γαστέρας, τοῦ φαγητοῦ, ἀλλά ἡ ἐγκράτεια εἶναι καί σέ ἄλλα θέματα. Θα μάθει κανείς νά λέει τό ὄχι ἐκεῖ πού πρέπει νά λέει τό ὄχι, καί αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο· δηλαδή θα χαλυβδώσετε μία ωραία βούληση. Γιατί σήμερα οἱ νέοι μας δυστυχῶς, παραδομένοι αισθησιακά στίς ἡδονές τῆς ἐποχῆς, μόνο βούληση δέν διαθέτουν. Τούς δίνεις μιά μυρωδιά, μιά λιχουδιά, καί πέφτουν ἀμέσως, καί παραδίνονται... δέν ἔχουν ἰσχυρή βούληση νά ποῦν ὄχι. 

   Σᾶς θυμίζω μόνο μία περίπτωση που κάποτε ἕναν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ τόν εἶχαν βάλει σ' ἕναν κήπο, πολύ νέο παιδί, τόν εἶχαν δέσει, καί πῆγε μιά ἀνήθικη γυναίκα ἐκεῖ καί μέ κάθε τρόπο προσπαθούσε να του δημιουργήσει πειρασμό. Καί ἐκεῖνος —ὤ, τί βούληση!– ἔκανε κάτι τό καταπληκτικό· δεν ξέρω ποιός από μᾶς θά τό ἔκανε. Δάγκωσε τή γλώσσα του μέ τά δόντια του, τήν ἔκοψε, γιά νά πονάει καί νά ὑπερνικήσει μέ τόν τρόπο αὐτόν τίς ἐπιθυμίες που μποροῦσαν νά δημιουργηθοῦν ἀπό τόν πειρασμό πού τοῦ προκαλεῖτο. Καί μέ το στόμα του γεμάτο αἷμα ἀπό τήν κομμένη γλώσσα, ἔφτυσε αὐτήν τή γυναίκα! Καί ἔτσι, παραιτήθηκαν οἱ διώκτες του ἀπό τήν μέθοδο αυτή, γιά νά κάνουν τόν νέο αὐτόν νά ἁμαρτήσει. 

   Εἴδατε που φθάνει ἡ βούληση, σέ τί μέτρα ύψηλά; Πότε ὅμως; ὅταν ἔχουμε χαλυβδώσει τη θέλησή μας! Καί ἡ νηστεία πραγματικά χαλυβδώνει τήν βούληση, κάνει ἀνδρείους ἀνθρώπους. Οἱ τρεῖς Παῖδες τό ἴδιο ἔκαναν. Οἱ τρεῖς Παῖδες, ἄν καί αἰχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, δέν ἔτρωγαν από τό βασιλικό παλάτι, μέ τά χοιρινά ἐκεῖνα κρέατα καί τά εἰδωλόθυτα. (Βλ. Δαν. 1) Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο, νά σᾶς διηγηθῶ πλῆθος παραδειγμάτων, γιά νά δεῖτε πόσο ἀξίζει ἡ νηστεία! 

   Καί τώρα, παιδιά, ἐρχόμαστε νά δοῦμε κάτι ἄλλο. Ὑπάρχει μία αλυσίδα. Μέχρι τώρα μιλήσαμε γιά τίς αἰσθήσεις, μιλήσαμε καί γιά τήν ἡδονή. Οἱ αἰσθήσεις παρέχουν τήν ἡδονή. Δεν τελειώνει ὅμως τό θέμα ἐκεῖ. Μετά τήν ἡδονή ἔρχεται ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, πού λέγεται ὀδύνη, πόνος, θλίψη. Ἔτσι ἐδῶ ἔχουμε τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἁλυσίδας: αἰσθήσεις - ἡδονή-ὀδύνη.

   Πράγματι· ἐνῶ πρῶτα οἱ πρωτόπλαστοι ἔβλεπαν τον καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως ἀπαθῶς, χωρίς πάθος, τώρα τόν βλέπουν ἐμπαθῶς, μέ πάθος. Οἱ αισθήσεις, ξέρετε, πάντοτε ζητοῦν τήν ἱκανοποίησή τους· πίσω ὅμως ἀπό τίς αἰσθήσεις εἶναι ἡ ψυχή. Κίνητρο αὐτῆς τῆς ἱκανοποιήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἡδονή· ὅτι ἄν δοκιμάσω, ἄν δῶ, ἂν ἀκούσω, θά εὐχαριστηθώ. 

   Τί εἶναι ἡ ἡδονή; Ἡ ἡδονή εἶναι ἕνα αἴσθημα εὐχαριστήσεως. Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: ἡ ἡδονή –ή ή τρυφή ἢ ἡ ἀπόλαυση· ὅλα αὐτά εἶναι συνώνυμα– εἶναι μία αίσθηση εὐχαριστήσεως. 

   Αὐτή διακρίνεται στην πνευματική ηδονή καί στή σωματική ήδονή. Ἡ πνευματική ηδονή, ἡ πνευματική εὐχαρίστηση, εἶναι ἐκείνη πού ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο μία ἄφατη, μία ανείπωτη χαρά, καί στή καρδιά και στόν νοῦ· ἀκόμη θα λέγαμε καί στίς αἰσθήσεις, ὅταν οἱ αἰσθήσεις εἶναι καθαρμένες, δηλαδή καθαρές. Ὅταν δηλαδή ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεοειδής, τότε αὐτή ἡ πνευματική εὐχαρίστηση εἶναι καί στήν ψυχή, εἶναι καί στό σῶμα. Γι' αὐτό καί ὁ ἀρχαῖος παράδεισος (εἶναι στό ἴδιο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως πού τώρα ἀναλύουμε, στο 23ο χωρίο) λεγόταν παράδεισος τῆς τρυφῆς. (Βλ. Γέν. 2, 15. 3, 23-24) Διότι αὐτή ἡ τρυφή, ἡ ἀπόλαυση, δέν ἦταν μόνο στό πνεῦμα τῶν πρωτοπλάστων, αλλά ἦταν καί στό σῶμα τους. Αὐτό ὅμως γίνεται μέ τόν ὅρο, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ὑπάρχει κάθαρση, καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐμπαθής. Τότε ὁλόκληρος αἰσθάνεται αὐτήν τήν εὐχαρίστηση.

   Αὐτή ἡ τρυφή, ἡ ἡδονή, εἶναι συμφυής μέ τήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή εἶναι μέσα στο κύτταρό του, καί εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στη θεία εὐφροσύνη, στη θεία χαρά, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

   Μη ξεχνᾶμε ὅτι στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά χαίρεται μόνο ἡ ψυχή μας, αλλά θά χαίρεται καί τό σώμα μας. Ολόκληρος ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι μέσα σέ μία απόλαυση, σε μία εὐφροσύνη ἀνείπωτη. Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε τί ἀκριβῶς θά εἶναι αὐτό. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. 2, 9. Βλ. Ησ. 52, 15. 64, 4). Ἐκεῖ δηλαδή θά εἶναι ὅλα ἐκεῖνα πού μάτι ποτέ δέν εἶδε καί αὐτί ποτέ δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινη καρδιά –ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν μας– ποτέ δέν μπόρεσε να φαντασθεῖ. Δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πῶς ἀκριβῶς θά εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ εὐφροσύνη αυτή θά εἶναι στον ὅλο ἄνθρωπο, καί στό σῶμα του καί στήν ψυχή του.

   Θά σᾶς διαβάσω μια μικρή περικοπή ἀπό τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, γιά νά σᾶς δείξω πῶς ἀκριβῶς συμβαίνει αυτό στόν ἄνθρωπο. Λέει στον 8ο λόγο του τά ἑξῆς:

   «Ανεπαισθήτως κατὰ καιρὸν καὶ καιρὸν ἐμπίπτει εἰς ὅλον τὸ σῶμα τρυφή τις καὶ ἀγαλλίασις, ἅπερ  γλώσσα σαρκίνη οὐ δύναται αὐτὰ ἐξειπεῖν, ἕως ἂν πάντα τὰ ἐπίγεια σποδὸν καὶ σκύβαλα ἡγήσηται, ἐν τῇ μνήμῃ ταύτῃ». Χωρίς να το καταλάβει ὁ ἄνθρωπος, κάπου-κάπου πέφτει επάνω σέ ὅλο τό σῶμα του –συμπεριλαμβανομένης ἐννοεῖται καί τῆς ψυχῆς– μιά απόλαυση καί μία ἀγαλλίαση, πού σάρκινη γλώσσα, ἀνθρώπινη, δέν μπορεῖ νά περιγράψει, ἔτσι ὥστε όλα τα ἐπίγεια νά τά θεωρεῖ ὡς στάχτη καί σκύβαλα, σ' αυτή τήν ἀνάμνηση.

   »ἐν καιρῷ, ἐν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ ἐν καιρῷ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐν καιρῷ πάλιν ἐκ τῆς διηνεκούς μελέτης καὶ τοῦ μήκους τῆς διανοίας, θερμαίνεται ὁ νοῦς»· δηλαδή, στή στιγμή αυτή, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά καί τήν ὥρα τῆς συνεχούς μελέτης καί τῆς ἀφοσιώσεως τοῦ νοῦ, δηλαδή ἀπό τήν παρατεταμένη εργασία τοῦ νοῦ πάνω σε πνευματικά θέματα, ζεσταίνεται ὁ νοῦς.

   »Ὅταν δὲ ἐπιδημήσῃ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνη ἡ τρυφὴ ἡ σφύζουσα ἐν ὅλῳ τῷ σώματι αὐτοῦ, οὕτω νομίζει ὅτι ὁ τοιοῦτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ὡς οὐκ ἔστιν ἄλλο τι ή τῶν οὐρανῶν βασιλεία ἢ τοῦτο» (Φιλοκαλία, Λόγοι Ασκητικοί, Λόγος Η΄, 6, ΕΠΕ 8Α, ἐκδ. οικος Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 204-205. Βλ. ύποσ. 10 τοῦ ἐκδότου: Σύμφωνα μέ αὐτά, ὑπάρχουν δύο εἴδη πνευματικῆς τρυφῆς. Πρώτη εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς, που συμβαίνει σε συγκεκριμένες εὐκαιρίες, τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης, τοῦ διαλογισμοῦ, καί διαβιβάζεται στον νοῦ. Δεύτερη εἶναι ἡ αισθητική εμπειρία, πού καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἐκτός τοῦ νοῦ καί συγκλονίζει τό σῶμα, καί εἶναι μία όλική εμπειρία που φέρει τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. (ὅ.π.)) Ὅταν δέ ἔλθει ἐκείνη ἡ ἀπόλαυση μέσα στόν ἄνθρωπο, πού γεμίζει ὁλόκληρη την ύπαρξή του, αἰσθάνεται πραγματικά ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτό πού ζεῖ. Ἔχει μία πρόγευση αὐτῆς, γιατί αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα προοίμιο. Πράγματι, εἶναι μία πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 

   Ὥστε λοιπόν, παιδιά, θα λέγαμε ὅτι ἡ ἡδονή εἶναι συμφυής μέ τόν ἄνθρωπο. Κατασκεύασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νὰ αἰσθάνεται αὐτή τήν ἀπόλαυση. Δηλαδή εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ εὐχαρίστηση, πού χαίρεσαι μέ τόν Θεό, χαίρεσαι μέ ὅ,τι ἀνήκει στον Θεό. Αὐτά ὅμως ὅλα, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἔχουν διαστραφεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τώρα, ἀντί νά στρέφεται προς τόν Θεό καί στὰ τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρός τήν κτίση, καί ἔτσι ἔχουμε τήν ἐμπάθεια· τώρα ἔχουμε τήν σαρκική ἡδονή, χωρίς τήν πνευματική τρυφή.

   Αλλά αυτή ή σαρκική ηδονή καταχρηστικῶς λέγεται ἡδονή· δέν τῆς ἀνήκει τό ὄνομα αὐτό.

   Ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει: «Ἡ δὲ αἰσθητὴ καὶ κατὰ σάρκα ἡδονή, δέν εἶναι, οὔτε λέγεται ἡδονή, ἀλλὰ ψεύδεται τὸ ἑαυτῆς ὄνομα». Δηλαδή, ἡ αἰσθητή καί σαρκική ἡδονή δέν εἶναι οὔτε λέγεται ἡδονή, ἀλλά τό ὄνομά της είναι ψεύτικο, το δικό της όνομα ψεύτικα τό ἔχει, ἀφοῦ δέν εἶναι ἡδονή. Όταν τώρα αἰσθάνεσαι κάποια ἡδονή τοῦ σώματος, καθ' οιονδήποτε τρόπο, αὐτή εἶναι ψεύτικο πράγμα· δέν εἶναι ἡ ἀληθινή ἡδονή. Καί γιατί είναι ψεύτικη; γιατί αὐτή ἡ ἡδονή συνδέθηκε μέ τήν ὀδύνη, συνδέθηκε μέ τόν πόνο. Καί αὐτό εἶναι το πάρα πολύ σημαντικό· ὅτι, μετά τήν ήδονή, ἔρχεται ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος!

   Καί ὅπως λέει στη συνέχεια ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ή γὰρ αἴσθησις, ἀφοῦ γνωρίσῃ.. τὴν αἰσθητὴν ἡδονήν, συμπεπλεγμένως, δοκιμάζει καὶ τὸ πονηρόν, δηλαδή τὴν τῆς ἡδονῆς ἀδελφὴν ὀδύνην. καὶ διὰ τοῦτο κοινώς ὅλαι αἱ αἰσθηταὶ ἡδοναὶ συνηθίζονται νὰ ὀνομάζωνται –ἀκοῦστε ἕναν τίτλο:– ἐνώδυνοι ἡδοναί» (Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, σ. 45). Διότι ή αἴσθηση, ἀφοῦ γνωρίσει τήν αἰσθητή ηδονή συμπεπλεγμένα, δοκιμάζει καί τό κακό, δηλαδή τήν ἀδελφή τῆς ἡδονῆς, τήν ὀδύνη. Καί γι' αὐτό ὅλες οἱ αισθητές ἡδονές συνηθίζεται νά ὀνομάζονται ἐπώδυνες ήδονές, ἡδονές πού ἔχουν τόν πόνο. Ὅλες οἱ ἡδονὲς ἔχουν τόν πόνο.

   Δέν ξέρω ἄν μπορείτε να μπείτε στο νόημα αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ἄν μπορεῖτε νά θυμηθείτε ἡδονικές καταστάσεις, τί πικρία καί θλίψη και πόνο φέρουν. Μάλιστα υπάρχει καί μία παρεκτροπή, ὁ μαζοχισμός, πού αἰσθάνεται κανείς εὐχαρίστηση ὅταν κακοποιεῖται!... πού αἰσθάνεται ἡδονή ὅταν καθ' οιονδήποτε τρόπο ὑποφέρει καί πονάει!... Αὐτό πιά εἶναι τό ἄκρον ἄωτον δεσίματος ἡδονῆς καί ὀδύνης. Πραγματικά εἶναι καταπληκτικό, είναι φοβερό, εἶναι ἐνδεικτικότατο τῆς ὅλης αὐτῆς καταστάσεως! 

   Ἔτσι, παιδιά, οἱ πρωτόπλαστοι εἶδαν τον καρπό, τόν ἐπιθύμησαν ἐμπαθῶς, τόν γεύθηκαν, δηλαδή ίκανοποίησαν τίς αἰσθήσεις τους, καί κατόπιν ἦρθε ἡ ὀδύνη, δηλαδή ὁ θάνατος. Προσέξτε: ὁ θάνατος! Τό ἄκρον ἄωτον τῆς ὀδύνης εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Θεός τούς εἶχε προειδοποιήσει: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2, 17). μέ ἄλλα λόγια, ἄν διαστρέψετε τήν αἴσθησή σας, ἄν διαστρέψετε τήν ἡδονή σας, τότε, νά τό ξέρετε, θά μπεῖ ὁ θάνατος, θὰ μπεῖ ἡ οδύνη. Έτσι λοιπόν ἔχουμε τὸ σχῆμα αἴσθηση (όραση, ἀκοή, γεύση), ἡδονή καί μετά ὀδύνη, δηλαδή θάνατος, 

   Ἡ ἡδονή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μοιάζει μέ ἕνα ρινίον, μία λίμα -ή γνωστή, πού λιμάρουμε τα σίδερα– ἡ ὁποία εἶναι ἀλειμμένη μέ λάδι' καί πηγαίνει μια γάτα για να γλείψει τό λάδι ἐπάνω στή λίμα. Ὅπως ὅμως γλείφει ἡ γάτα τή λίμα, πληγώνεται ἡ γλώσσα της και τρέχει αίμα. Αλλά τό αἷμα είναι γλυκό, καί ἔτσι αἰσθάνεται τώρα μια γλύκα πάνω στή λίμα, πέρα ἀπό τήν εὐχαρίστηση τοῦ λαδιοῦ πού ἦταν ἐκεῖ. Καί προσπαθεί ακόμα πιο πολύ να γλείψει, ἀλλά ὅλο καί πιό πολύ αἷμα τῆς φεύγει, καί ἔτσι γίνεται ἕνας φαύλος κύκλος εὐχαριστήσεως καί ὀδύνης. Χάνει τό αίμα της ή γάτα γλείφοντας τή λίμα –πού εἶναι γλυκιά, ἀφοῦ εἶναι τό ἴδιο της τό αἷμα– και τελικά πεθαίνει. (Καὶ ἵνα μὲ ὁμοίωσιν ἐδικήν μου καὶ ἐγὼ εἴπω: ἡ ἡδονὴ ὁμοιάζει μὲ τὸ ῥινὶ τὸ ἀλειμμένον μὲ ἔλαιον, τὸ ὁποῖον λείχουσα ἡ γαλῇ, ἔλειχεν ἐν ταυτῷ καὶ τὸ αἷμα τῆς γλώσσης της. (Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, σ. 46) Εὐθύς παρακάτω ἀναφέρεται ἀκόμη ἕνα παράδειγμα: Αὐτὴ εἶναι μυῖα εἰς τὸ μέλι, ἡ ὁποία, πίνουσα τὴν γλυκύτητα τοῦ μέλιτος, παγιδεύεται ὁμοῦ εἰς τὸ μέλι καὶ ἀποθνήσκει· καὶ αὐτὴ εἶναι δέλεαρ, εἰς τὴν ἐπιφάνειαν γλυκύ, αλλὰ καταπινόμενον, θάνατος οδυνηρῶς εὑρισκόμενον. (ὅ.π.))

   Πραγματικά, ἔτσι εἶναι καί οἱ σαρκικές ἡδονές, ἀφοῦ εἶναι μέσα σ' ἕναν κλειστό κύκλο ξεκινοῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο καί καταλήγουν πάλι στόν ἄνθρωπο –θά σᾶς τό πῶ λίγο πιο κάτω. Και τελικά τί κάνει ἡ ἡδονή; ἐπιφέρει τήν καταστροφή. 

   Τό ὅτι εἶναι κυκλική ἡ ἡδονή, τό καταλαβαίνουμε ὡς ἑξῆς. Αν λογαριάσετε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἡδονή –η αισθησιακή ἡδονή· ὄχι ἡ πνευματική, γιά τήν οποία σᾶς μίλησα– θα τρομάξετε, παιδιά. Θά δεῖτε ὅτι στις άκρες τῶν αἰσθήσεών μας –ἄς ποῦμε, στη γεύση, στην όραση καί λοιπά– υπάρχει ἕνα εἰδικό νεύρο –τό γευστικό στη γεύση, τό οπτικό στήν ὅραση– πού θά μεταφέρει τήν πληροφορία στον εγκέφαλο, ὅτι τώρα κάτι γίνεται στη γλώσσα, κάτι γίνεται στα μάτια. Ἔτσι ὁ ἐγκέφαλος παίρνει μιά εἴδηση, που λέγεται εὐχαρίστηση. Μιά εἴδηση εἶναι. Αὐτή ἡ εἴδηση μεταδίδεται μέ νευρικές ὤσεις, μέ ἠλεκτρικά κύματα. Αλλά ὅση εὐχαρίστηση μπορεῖ νά αἰσθάνεται κανείς βλέποντας τήν εἰκόνα ἑνός τραπεζιοῦ μέ φαγητά στην τηλεόραση, πού μεταδίδεται μέ τά ἑρτζιανά κύματα –στην πραγματικότητα δέν ὑπάρχει τό φαγητό· αὐτό εἶναι μόνο μία εικόνα– ἄλλο τόσο μπορεῖ νά αἰσθάνεται μιά εὐχαρίστηση, ἀληθινή και πραγματική, ὅταν δίνεται κάποια κυματική εἰδοποίηση στόν ἐγκέφαλο ὅτι κάτι συμβαίνει σε μία αἴσθηση. Ἄρα, σέ τελευταία ανάλυση, ἡ εὐχαρίστηση πού νιώθει κανείς εἶναι μία απάτη... πραγματικά μία ἀπάτη!

   Αλλά αὐτό, παιδιά, θά τό δοῦμε στη συνέχεια, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 1984


52η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

08 Νοεμβρίου 2024

Ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως (Α΄).

†.Πολύ συχνά, παιδιά, θά ἔχετε ἀκούσει τήν σύγχρονη ἔκφραση ὅτι πρέπει νά ἐξετάζουμε ἕνα θέμα σφαιρικά. Τοῦτο σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀναλύουμε κάτι ἀπό ὅλες του τις πλευρές, ἀπ' ὅλες του τίς πτυχές. Κι ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, θα πρέπει κι ἐμεῖς νά ἐπανέλθουμε στο χωρίο ἐκεῖνο πού ἤδη εἴχαμε ἀναλύσει την περασμένη καί τήν προπερασμένη φορά. Καί μάλιστα οὔτε σήμερα θά τό τελειώσουμε αυτό τό χωρίο. «Καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς  βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστόν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον». Εἶναι στο 3ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, χωρίο 6.

   Ὅπως θά θυμόσαστε, εἴδαμε ὅτι ὁ διάβολος ὑπέβαλε στήν Εὔα να δοκιμάσει τόν καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως. Μέχρι τότε, φυσικά, ἡ Εὔα ἔβλεπε πολύ ἁπλᾶ ἐκεῖνο τό δένδρο καί τόν καρπό του. Τώρα ὅμως, μετά ἀπό αὐτήν τήν ὑποβολή, οἱ αἰσθήσεις τῆς Εὔας ἄρχισαν να δραστηριοποιοῦνται, νά ἀλλάζουν, νά μήν εἶναι ὅπως ἦταν πρῶτα, ἀλλά νά εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι το διαφορετικό, δηλαδή δημιουργήθηκε μέσα της μία  περιέργεια, οπότε ἄρχισε νά βλέπει τόν καρπό αὐτοῦ τοῦ δένδρου ὁπωσδήποτε διαφορετικά, καί τοῦτο διότι μέσα της κάτι χάλασε.

   Τί χάλασε; Ὁ νοῦς, ὁ ἡγεμών νοῦς, ἀφοῦ, ὅπως λέει ἡ γνωστή μας παροιμία, νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει, ὁ νοῦς βλέπει καί ὁ νοῦς ἀκούει. Ἄν διεφθάρη ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως στην Εὔα, εἶναι γιατί, πίσω ἀπό τά μάτια, διεφθάρη ὁ ὑπάρχων νοῦς, ὁ βασιλεύς νοῦς. Αὐτός πρέπει να κυβερνάει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται ὁ Δαβίδ στόν ψαλμό του· «καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμ. 50, 14). Ποιό εἶναι αὐτό τό ἡγεμονικόν πνεῦμα; Εἶναι ὁ ἡγεμών νοῦς, ὁ ὀρθός νοῦς, ὁ σωστός νοῦς. Ἐάν ὁ νοῦς προδοθεῖ, θά προδώσει.

   Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι μετά τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, πού διεφθάρη στην Εὔα καί ἄρχισε νά βλέπει διαφορετικά, ἄρχισε νά δραστηριοποιεῖται καί μία ἄλλη αἴσθηση· ἡ γεύση. Ἡ Εὔα ἐπιθύμησε να δοκιμάσει τόν καρπό. Λέει ἐδῶ πώς τό ξύλον ἦταν ἀρεστό στα μάτια της νά τό βλέπει καί νά τό τρώει, αλλά «καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι»· ἦταν καί ὡραῖος αὐτός ὁ καρπός, πολύ ὡραῖος, νά τόν ἀπολαύσει –κατανοῶ ἐδῶ σημαίνει ἀπολαμβάνω. Συνεπῶς μπαίνει τώρα καί μία δεύτερη αἴσθηση, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως,

   Είναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πάρει μία απόφαση καί θέλει κάτι να δοκιμάσει, θέλει ὅλες του οἱ αἰσθήσεις να μετέχουν σ' αυτό πού θά δοκιμάσει. Αὐτό εἶναι ἐκ φύσεως. Προσέξτε ἕνα παράδειγμα.

   Ξέρετε ὅλοι πώς ὅταν πίνουμε κρασί, θέλουμε να δοκιμάσουν καί οἱ πέντε αισθήσεις μας το κρασί. Κατ' ἀρχάς τό βλέπουμε στο ποτήρι· ὕστερα μπορούμε να το μυρίσουμε· κατόπιν τό γευόμαστε· ἀλλά ἀκόμη καί το πιάνουμε το κρασί, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό κρατάμε στο ποτήρι. Ὅμως δέν μετέχει ἡ ἀκοή· γι' αυτό τσουγκρίζουμε τα ποτήρια, γιά νά μετέχει καί ἡ ἀκοή στην πόση του κρασιού. Δηλαδή θέλει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει σ' αὐτή τήν εὐχαρίστηση.

   Βέβαια, ξαναλέω, αὐτό εἶναι στή δομή τοῦ ἀνθρώπου· ἔτσι κατασκεύασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι καθόλου ἐκπληκτικό ή παράξενο τό ὅτι ἡ Εὔα, ὅταν βλέπει τόν καρπό –ἔστω καί ἄν τόν βλέπει περίεργα, ἔστω καί ἄν τόν βλέπει ἐπιθυμητά– τόν κόβει και τόν τρώει· αὐτό εἶναι πολύ φυσικό, ἔρχεται ὡς συνέχεια.

   Γιατί ὅμως θέλουμε να μετέχουν ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας; Διότι ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ἀπολαμβάνει μέ ὅλες του τίς αἰσθήσεις –καί μέ τό σῶμα του καί μέ τήν ψυχή του, καί μέ τίς δυό του ουσίες, μέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του– τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό! Αὐτό ἤθελε ὁ Θεός. Γι' αὐτόν τόν λόγο ὁ Ἰησοῦς Χριστός θεράπευε ἐκείνους πού ὑστεροῦσαν σέ μιά τους αἴσθηση. Ἐπί παραδείγματι, κάποιον πού ἦταν κουφός, τόν ἔκανε καλά· γιατί; γιά νά μπορεῖ νά ἀκούει τόν Λόγο –μέ λάμδα κεφαλαῖο. Ὅταν θά μιλοῦσε ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μποροῦσε ὁ πρώην κουφός νά Τὸν ἀκούει. Ἀλλά καί στόν τυφλό ἀποκαθιστοῦσε τά μάτια του, για να μπορεῖ νά βλέπει τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ.

   Γι' αὐτόν λοιπόν τόν λόγο ὁ Κύριος θεράπευε τις ἀσθένειες, καί ὄχι φυσικά γιατί αντιλαμβανόταν τό θέμα ἀπό μιά ἀνθρωπιστική ἤ κοινωνική διάσταση, ὅπως ἐμεῖς σήμερα. Ἔχουμε παρεξηγήσει τα πράγματα, και νομίζουμε ὅτι ὁ Χριστός θα πρέπει νά ἱκανοποιεῖ τίς ποικίλες ανάγκες μας –νά μᾶς θεραπεύει, νά μᾶς δίνει νὰ τρῶμε καί νά πίνουμε– μόνο σέ ἕνα κοινωνικό ἐπίπεδο, σύμφωνα μέ τήν κοινωνική αντίληψη τοῦ πῶς οἱ ἄνθρωποι να περνοῦν καλά. Δέν εἶναι ὅμως ἐκεῖ τό θέμα. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος δημιούργησε έτσι τόν ἄνθρωπο, γιά νά μπορεῖ νά ἀντιλαμβάνεται τόν Δημιουργό του, νά Τόν βλέπει.

   Καί δέν εἶναι τυχαῖο ἐκεῖνο πού λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν πρώτη του επιστολή, ὅτι «οψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι»  (Α' Ιωάν. 3, 2. Βλ. Αποκ. 22, 4), θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι, καί θά μᾶς δεῖ κι Ἐκεῖνος ὅπως εἴμαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία μας, αὐτό συνιστᾶ τή σωτηρία μας· ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ! Πῶς ὅμως θα γίνει αυτό; Θά ἀναστηθοῦμε. Θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ἀναστήθηκε Ἐκεῖνος. Θα πάρουμε πάλι τό σῶμα μας, καινούργιο, δηλαδή ή ψυχή μας θα ενωθεῖ μ' αὐτό, ὅπως καί ἡ δική Του ή ψυχή ἑνώθηκε μέ τό σῶμα Του, πού αὐτά καί τά δύο δέν χωρίστηκαν ποτέ από τόν Θεό Λόγο. (Αὐτή τήν ἀλήθεια εκφράζει τό γνωστό τροπάριο τῆς Διακαινησίμου «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ ληστοῦ, καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος.») Ἔτσι λοιπόν θά Τόν δοῦμε «καθώς ἐστι». Εἶναι καταπληκτικό!

   Ὥστε αὐτός εἶναι ὁ λόγος που θέλει ὁ ἄνθρωπος να μετέχουν ὅλες του οἱ αισθήσεις σε κάτι που δοκιμάζει.

   Βέβαια, καταλαβαίνετε ὅτι μέ τήν πτώση των πρωτοπλάστων οἱ αἰσθήσεις πιά ἔπαθαν μία διαστροφή, καί ἀντί ὁ ἄνθρωπος να τείνει τίς αἰσθήσεις του πρός τά αληθινά καί τά μόνιμα, τις στρέφει πρός τίς ἡδονές, πού φέρνουν τήν ὀδύνη καί εἶναι φευγαλέες.

   Ἡ Εὔα λοιπόν εἶδε τόν καρπό, ἅπλωσε το χέρι της καί τόν ἔφαγε. Ἀλλά ἀφοῦ ἅπλωσε το χέρι της καί τόν ἔφαγε, τότε ἀντελήφθη ὅτι ἦταν «ὡραῖος τοῦ κατανοῆσαι», ἦταν δηλαδή απολαυστικός. Προσέξτε αὐτήν τή λέξη ἀπολαυστικός! Ἔτσι, θα λέγαμε, πλάι στην παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς ὁράσεως, ἔρχεται ἡ παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς γεύσεως.

   Τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτή ἡ παρέκκλιση στο θέμα τῆς γεύσεως;

   Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ γεύση εἶναι φτιαγμένη ἀπό τόν Θεό γιά νά δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι ἀκριβῶς τρώει, εὐχάριστο ἢ δυσάρεστο, να δοκιμάζει τό γλυκό καί τό πικρό. Αὐτή ἡ αἴσθηση συνοδεύει την τροφή, δηλαδή συνοδεύει τή θρέψη. Ἡ θρέψη είναι μία βασική λειτουργία τοῦ σώματος· γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος πρέπει να φάει. Ἀλλά ὁ Θεός στη θρέψη ἔβαλε καί τήν γεύση· ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζητάει να φάει για να τραφεῖ, ταυτοχρόνως αἰσθάνεται καί τήν εὐχάριστη γεύση ἐκείνου πού τρώει. Ὥστε τί κάνει ἡ γεύση; Η γεύση συνοδεύει τήν τροφή, καί ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχάριστα.

   Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ παρέκκλιση τῆς γεύσεως; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει, σ' ἐκεῖνο πού τρώει, ὄχι ἁπλῶς νὰ αἰσθάνεται τὸ εὐχάριστο, ἀλλά τό ἀπολαυστικό· δηλαδή τί; ὅταν ἐπιδιώκει την τρυφή. Ἡ τρυφή, ὅπως θά δοῦμε, εἶναι ἡ ἀπόλαυση. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ζητάει να ἱκανοποιεῖ ὄχι ἐκεῖνο πού ὑπάρχει ὡς ἀνάγκη, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι ἀνάγκη, δηλαδή τήν ἀπόλαυση.

   Νὰ σᾶς θυμίσω τί γίνονταν στήν ἐποχή του Νέρωνος, ἀλλά καί ἄλλων αὐτοκρατόρων, στη Ρώμη. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἡ Ρώμη ἦταν ἐκεῖνο τό μεγάλο πηγάδι, πού τῆς ἔριχναν μέσα –καί τί δέν τῆς ἔριχναν... καί ἀπό τοῦ δέν ἔφερναν....!– ἀπό ὅλα τὰ σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας, τά πιό ἐκλεκτά πράγματα, καί ἔτρωγε, ἔτρωγε καί ἔτρωγε και τρώει! («Αὐτὸ τὸ αἰσθητήριον παρομοιάζει πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέγα χάσμα, ὁποῦ αἰφνιδίως ἠνοίχθη εἰς τὸν τόπον τῆς Ῥώμης, τόσον βαθύ, ὁποῦ, ὅση ὕλη καὶ ἂν ἐρρίπτετο μέσα, ὅλη κατεβυθίζετο, καὶ οὐδέποτε τὸ ἐγέμιζεν, ὡς γράφουσιν οἱ Ἱστορικοί. Διὰ τί αὐτὸ τὸ αἰσθητήριον εἶναι ἕνας κόλπος τόσον πλατύς, ὁποῦ χωρεῖ ὅσα ἐδώδιμα ἐξάγει ἡ Γῆ καὶ ἡ Θάλασσα·  είναι πίθος τετρημμέννος, κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος πάντοτε πληροῦται, καὶ πάντοτε μένει κενός· καὶ ἑνὶ λόγῳ εἰπεῖν, εἶναι Ἅδης ἀχόρταγος.» (Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. ς', Περὶ φυλακῆς τῆς Γεύσεως, σσ. 76-77.) Αλλά αὐτό, παιδιά, γίνεται καί στήν ἐποχή μας καί πάντοτε. Τί ἔκαναν λοιπόν τότε; Ἔτρωγαν καί ἔπιναν. Αλλά ἐπειδή ή χωρητικότητα του στομαχιού εἶναι περιορισμένη –καί φυσικά δέν ἦταν ἡ θρέψη ὁ σκοπός εκείνων πού ἔτρωγαν, δέν ἔτρωγαν για να τραφοῦν, ἀλλά ἦταν ή τρυφή, ή γεύση μόνο, ἡ ἀπόλαυση– γι' αὐτό ἔκαναν ἐμετό, καί συνέχιζαν πάλι να τρώνε!... καί πάλι ἔκαναν ἐμετό, καί συνέχιζαν πάλι να τρώνε!

   Ἐδῶ βλέπει κανείς μέ σαφήνεια ὅτι ἡ φυσική γεύση, πού συνοδεύει την τροφή όπως ο Θεός τήν δημιούργησε, παρεκκλίνει. Αὐτή εἶναι ἡ παρέκκλισή της· τό νά ἀναζητᾶται ή τρυφή, ἡ ἀπόλαυση. Δηλαδή ὁ σκοπός, πού εἶναι ἡ τροφή, μεταβάλλεται σέ μέσον, καί ἡ ἴδια ἡ ἀπόλαυση, πού εἶναι τό μέσον, γίνεται σκοπός. Αλλά, ὅπως θά ξέρετε, ὅταν ἕνα μέσον μεταβάλλεται σέ σκοπό, τότε ἔχουμε παρέκκλιση, ἔχουμε διαστροφή. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ παρέκκλιση τῆς αἰσθήσεως τῆς γεύσεως; Τό ὅτι ἡ τρυφή ἔγινε σκοπός, καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέσο.

   Ἴσως ρωτήσετε: Μήπως εἶναι ἁμαρτία να δοκιμάζουμε ἕνα φαγητό, ἕνα φροῦτο, ἢ ὅ,τι ἄλλο, καί εἶναι νόστιμο, εἶναι ὄμορφο;

   Ὄχι, σ᾽ αὐτή τήν δοκιμή δέν ὑπάρχει ἁμαρτία. Μάλιστα γι' αὐτό ρωτήθηκε κάποτε ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος: «Ἐπειδὴ ἐν ἑκάστῃ τροφῇ ἐστί τις φυσικὴ ἡδύτης, μὴ βλάβην ἐργάζεται τῷ μεταλαμβάνοντι;». Ἐπειδή σέ ὅ,τι τρῶμε ὑπάρχει μιά φυσική γλυκύτητα, μήπως παθαίνουμε πνευματική ζημιά ὅταν παίρνουμε μιά νόστιμη τροφή νά τή φάμε; Καί ἀπάντησε ὁ Ὅσιος: «Ο Δεσπότης Θεὸς τὴν τοιαύτην ἡδύτητα ἐν ἑκάστη τροφῇ ἐδημιούργησε· καὶ οὐκ ἔστι βλάβος τῷ μετ' εὐχαριστίας μεταλαμβάνοντι· τὴν δὲ προσπάθειαν ἀεὶ παραφυλάττεσθαι χρή· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ βλάβη τῆς ψυχῆς» (Αποσπάσματα από το Γεροντικόν, ψογ΄, σ. 337). Εἶπε δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔβαλε τήν γλυκύτητα μέσα στούς καρπούς, μέσα στα τρόφιμα· συνεπῶς δέν ὑπάρχει βλάβη πνευματική ὅταν τρῶμε μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ εὐχαριστία ἐκεῖνα πού ἔκανε ὁ Θεός για μᾶς. Σ' αὐτό δέν ὑπάρχει βλάβη.

   Ποῦ εἶναι ἡ βλάβη; Ἐκεῖ πού ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἡ προσπάθεια. Στη γλώσσα τῶν Πατέρων, προσπάθεια θὰ πεῖ προσκόλληση στό ἐξεζητημένο. Υπάρχει καί τό ἀντίθετο ἀπροσπάθεια, δηλαδή νά μή ζητᾶμε τό ἐξεζητημένο. Προσπάθεια λοιπόν εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ κίνησή μας πρός κάτι τό ἐξεζητημένο. Ὅταν ζητᾶμε το  ἐξεζητημένο στις τροφές γιά νά ἀπολαύσουμε γεύσεις, κάνοντας τήν γεύση σκοπό καί ὄχι μέσο, αὐτό εἶναι βλάβη τῆς ψυχῆς, καί πρέπει νά τό προσέξουμε.

   Ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, παιδιά, πρέπει ἁπλᾶ νά τρῶμε· ὅ,τι ἔχει τό τραπέζι μας. Θα μαγειρεύουμε βεβαίως τό φαγητό μας· δέν θά τρῶμε ὠμές τίς τροφές. Θα μαγειρεύουμε μέ κάποια απλότητα· ὄχι κάτι τό μυθῶδες, τό ὑπερβολικό. Χωρίς πολυπλοκότητα· ὅπως θά μαγείρευε κανείς ἕνα λιτό φαγητό. Δέν θά γυρεύουμε ἰδιαίτερες γεύσεις πάντοτε. Μπορεῖ κάποτε νά μᾶς δώσουν κάτι πολύ ὡραῖο καί πολύ απολαυστικό. Ἐμεῖς δέν θά κυνηγήσουμε αυτήν τήν εὐχαρίστηση· θά τό φᾶμε, θά δοξάσουμε τόν Θεό, καί τίποτε ἄλλο·  βλάβη στην ψυχή μας δέν θά ἔχουμε. Ὅταν ὅμως γίνουμε κυνηγοί τῆς ἡδονῆς τῆς γεύσεως, τότε ἀναμφισβήτητα ἁμαρτάνουμε καί ἔχουμε βλάβη. Βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι τρέχουν ἐκεῖ πού ἀκούγονται συμπόσια, πού ἀκούγονται τραπέζια και μεζέδες. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀναζήτηση γεύσεων, καί εἶναι πολύ κακό.

   Τί εἶναι λοιπόν ἡ τρυφή; Εἶναι ἡ ἀπόλαυση, εἶναι ἡ πολυτέλεια, εἶναι ἡ ἡδονοθηρία, εἶναι ἡ φιληδονία.

   Μάλιστα, γιά νά τό καταλάβετε ακόμα καλύτερα, θά ἔχετε προσέξει ἴσως μερικούς ανθρώπους, ἰδίως γυναῖκες, πῶς καπνίζουν! Προσέξτε. Πάρα πολλοί αν θρωποι, κυρίως ἄνδρες, ἁπλῶς βάζουν τό τσιγάρο στο στόμα, ρουφοῦν αὐτό πού ρουφοῦν, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτόν τόν καπνό, καί ἁπλῶς καπνίζουν. Ἔχω δεῖ ὅμως γυναῖκες να καπνίζουν με πάθος, να ρουφοῦν ἀπολαυστικά τόν καπνό! Αυτό τώρα τί εἶναι; Εἶναι ἡ ἀναζήτηση θα λέγαμε αὐτῆς τῆς ἡδονῆς, αὐτῆς τῆς τρυφῆς.

   Ἔχετε δεῖ, ἀκόμη, πῶς τρώμε ἕνα φαγητό, κυρίως ἕνα παγωτό; Τό τρώμε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, γιά νά τό ἀπολαύσουμε. Ὄχι γιατί είναι παγωμένο· ὄχι... αλλά γιατί θέλουμε νά τό ἀπολαύσουμε. Καί γιά νά μή πεῖτε ὅτι τό παγωτό τό τρῶμε αργά ἐπειδή εἶναι παγωμένο, πάω σέ ἄλλο.

   Ἔχετε προσέξει, σ᾿ ἕνα συμπόσιο, σ' ἕνα τραπέζι, σέ ἕνα γλέντι, σέ ἕνα πάρτυ ἢ ἀλλοῦ, ἔχετε δεῖ ὅτι ὅλη νύχτα τρῶνε, καί ὅλο κουβαλάνε στο τραπέζι και κρασιά καί ποτά; Μά πῶς μποροῦν συνέχεια να τρῶνε;... Ἐδῶ, σ' ἕνα τέταρτο, φάγαμε, χορτάσαμε, τελειώσαμε κατελήφθη ὁ χῶρος τοῦ στομαχιού μας. Ἐκεῖ ὅμως ὅχι· δέν τρῶνε γιά νά χορτάσουν, αλλά τρῶνε καί πίνουν λίγο-λίγο, ὅλη νύχτα τρῶνε καί πίνουν, γιά νά γλεντήσουν. Ἐδῶ τί ἔχουμε; τήν ἀναζήτηση τῆς ἀπολαύσεως· δηλαδή δέν καθόμαστε στο τραπέζι μας γιά νά φᾶμε τό φαγητό μας καί νά ποῦμε ἁπλὰ εἶναι ὡραῖο τό φαγητό, δόξα τῷ Θεῷ!

   Ἡ τρυφή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὀνομάζεται κόπρος. Ἔτσι ἐγώ ξέρω να τιμῶ τήν τρυφή μ' αὐτό τό ὄνομα· κοπριά! («Μὴ τιμήσωμεν οἴνων τοὺς ἀνθοσμίας, οψοποιῶν μαγγανείας, μύρων πολυτελείας. Μὴ γῆ καὶ θάλασσα τὴν τιμίαν ἡμῖν κόπρον δωροφορείτωσαν· οὕτω γὰρ ἐγὼ τιμᾷν οἶδα τρυφήν.» (Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνια, PG 36, 316CD)

   Βέβαια, στό ἴδιο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, ὁ παράδεισος ὀνομάζεται παράδεισος τρυφῆς. Λέει: «καὶ ἐξἔβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς».(Γέν. 3, 24)  Δέν ἔχει ὅμως καμμία σχέση ἐδῶ ἡ λέξη τρυφή μέ ὅ,τι λέμε τόσην ώρα, γιατί ἐδῶ ἔχει μία κακή σημασία, ἐνῶ ἐκεῖ, στον παράδεισο, δέν ἔχει καμμία σημασία κακή. Ἐδῶ εἴπαμε ὅτι τρυφή εἶναι ὅταν ἡ γεύση, ἢ ὅ,τι ἄλλο, γίνεται αυτοσκοπός. Έκεῖ, ὁ παράδεισος, ἦταν μέν πάρα πολύ εὐχάριστος, ἀλλά δέν θά γινόταν αυτοσκοπός, δέν θά προσκολλοῦνταν οἱ πρωτόπλαστοι στον παράδεισο, ἀλλά θά εἶχαν αναγωγή στόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέμε ἐντρύφησα στη μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἤ κατατρυφῶ στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή βαθιά ἀπολαμβάνω μέσα στη μελέτη της Αγίας Γραφῆς. Βλέπετε, ἐδῶ τό ρῆμα τρυφῶ ἔχει καλή σημασία.

   Πάντως –γιά νά ξαναγυρίσουμε στην τρυφή μέ τήν κακή σημασία– ὅπως ἀντιλαμβάνεστε μέ αὐτά πού εἴπαμε, ἀφοῦ ἡ γεύση γίνεται σκοπός, τότε, ἀντί νά τρῶμε γιά νά ζοῦμε, ζοῦμε γιά νά τρώμε! Εἶναι φοβερό! Εἶναι ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων.

   Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγαν οἱ Ἐπικούρειοι, καί πού μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ μιά ἐπιστολή του, Προς Κορινθίους, «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. 15, 32). Δε βαριέσαι... δέν ὑπάρχει τίποτα... ὅ,τι φᾶς καί ὅ,τι πιεῖς! Ας φάμε λοιπόν καί ἄς πιοῦμε σήμερα, γιατί αύριο θα πεθάνουμε!

   Θέλετε να δείτε πόσο ωραία, με πόση λεπτότητα καί πόσο χαρακτηριστικά περιγράφει το θέμα αὐτό τό βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος; Ακούστε το· εἶναι ἀπό το 2ο κεφάλαιο (δέν ἔχω πάρει ὅλο τό κείμενο, για να μήν ἀργήσουμε):

   «Ὀλίγος ἐστὶ καὶ λυπηρὸς ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τελευτῇ ἀνθρώπου»· λίγη εἶναι ἡ ζωή μας καί θλιβερή, καί δέν ὑπάρχει θεραπεία μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή μας, λέει, εἶναι μικρή καί γεμάτη από βάσανα, καί ὅταν πεθάνει κανείς δέν ὑπάρχει ἀποκατάσταση, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ξαναγυρίσει πίσω.

   »Τέφρα ἀποβήσεται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα διαχυθήσεται ὡς χαῦνος ἀήρ»· τό σῶμα γίνεται στάχτη, χῶμα, καί ἡ ψυχή θα σκορπιστεῖ ἁπλῶς σάν ἕνας λεπτός ἀδύναμος αέρας· δηλαδή υλισμός πέρα για πέρα! 

   »Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν». Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τα πράγματα, να ἀπολαύσουμε τά ὑπάρχοντα ἀγαθά. Ποιά εἶναι τά ὑπάρχοντα ἀγαθά; Εἶναι αὐτά πού βλέπουμε, αὐτά πού εἶναι φευγαλέα, αὐτά πού εἶναι μάταια· «καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως», καί ἐλᾶτε να χρησιμοποιήσουμε τά κτίσματα, τά δημιουργήματα, σάν νά εἴμαστε νέοι ἄνθρωποι, γρήγορα-γρήγορα, δηλαδή χωρίς να χάνουμε καιρό· ἐλᾶτε... ἐλᾶτε νὰ φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ἀπολαύσουμε. 

   »Οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων πλησθῶμεν»· ἄς χορτάσουμε μέ τά πολυτελῆ κρασιά καί ἄς γεμίσουμε ἀπό ἀρώματα. Πῶς τα λέμε σήμερα αὐτά τά ποτά; Κοκτέιλ, ουίσκι, ὅ,τι θέλετε, ὅλα αὐτά... Καί λέω αὐτά τά  ακριβά, γιατί τέτοια πάμε και αγοράζουμε.

   Ξέρετε, ἐκεῖ στό πάρκο πάνω στόν Ἅγιο Αχίλλιο, πού εἶναι τά δοχεῖα ἀπορριμμάτων, ἅμα θά πᾶτε πρωί, θὰ βρεῖτε μέσα μπουκάλια από ουίσκι· τά πίνουν τήν νύχτα ἐκεῖ στό πάρκο, κυρίως νέοι ἄνθρωποι, καί πᾶνε καί πετᾶνε ἐκεῖ τά μπουκάλια. Ουίσκι, παρακαλῶ, οὐίσκι... πού ἔχει οἰνόπνευμα 90%, φοβερό πράγμα!... Παίρνεις φωτιά ὅταν πίνεις ἐκεῖνο τό πράγμα... νερό τῆς φωτιᾶς τό ἔλεγαν κάποτε οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Ἀμερικῆς! Νερό τῆς φωτιᾶς πραγματικά... φωτιά υγρή, πού κατακαίει τόν ἄνθρωπο! Λοιπόν, βλέπετε τί πίνουμε;... Ὅλα αὐτά τά πράγματα είναι γιατί θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας...!

   »Πανταχή καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης», παντοῦ νά ἀφήσουμε σημάδια τῆς πολυτελοῦς καί ἀπολαυστικῆς ζωῆς μας. Ἔμειναν στήν Ἱστορία τά συμπόσια! Φανταστείτε ότι στη Ρώμη κάθε βράδυ, στα αὐτοκρατορικά σκηνώματα, παραθέτονταν γεύματα σε πολύ κόσμο, ἐπισήμους καί ἄλλους ἀξιωματούχους, ἀξίας εἴκοσι χιλιάδων χρυσῶν λιρῶν στερλινών Αγγλίας. Φοβερό!... «ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν καὶ ὁ κλῆρος οὗτος»· αὐτό εἶναι πού θά μᾶς μείνει· ὅλα τ' ἄλλα, δέ βαριέσαι... αὐτό θά μᾶς μείνει· να φάμε καί νά πιοῦμε! 

   Καί ἐφόσον, παιδιά, ή τροφή γίνεται ἐφεξῆς μιά ἀπόλαυση καί ἕνας σκοπός τῆς ζωῆς, ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως μεταβάλλεται πιά στο πάθος τῆς λαιμαργίας καί τῆς γαστριμαργίας. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά ανάμεσα στη λαιμαργία καί τή γαστριμαργία; Το λένε οἱ λέξεις· λαιμαργία εἶναι ἡ ἐπιθυμία νά ἱκανοποιήσω τον λαιμό, ἐνῶ γαστριμαργία εἶναι ἡ ἐπιθυμία να ικανοποιήσω τόν χορτασμό στο στομάχι μου, να φάω πολύ. Η λοιπόν νά ἱκανοποιήσω τόν λαιμό μου ἤ τήν γαστέρα, τό στομάχι μου.

   Ἔτσι ἡ γαστριμαργία γίνεται ή πύλη κάθε κακοῦ. 

   Ἐφόσον ἡ Εὔα ἅπλωσε το χέρι καί ἔφαγε ἀπό τόν καρπό με παράλογον ὄρεξιν –ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ανδρέας Κρήτης στον Μεγάλο Κανόνα του, («Τὸν ἐμπρησμόν, ὥσπερ Λώτ, φεύγε, ψυχή μου, τῆς ἁμαρτίας φεύγε Σόδομα καὶ Γόμορρα· φεύγε φλόγα πάσης παραλόγου ορέξεως.» (Πέμπτη Μεγάλου Κανόνος, Ὄρθρος, Ὠδή γ)) ἤ ὅπως λέει ὁ Ωσηέ, «ἐφάγετε καρπὸν ψευδή» (Ωσηέ 10, 13), φάγατε ψεύτικο καρπό– από τότε, παιδιά, ή γαστριμαργία πλέον γίνεται ἡ πύλη παντός κακοῦ. 

   Τό λένε οἱ Πατέρες αὐτό, ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ πύλη παντός κακοῦ· ὅπως καί τό ἀντίθετο, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἡ πύλη παντός ἀγαθοῦ· θά τό δοῦμε ὅμως στη συνέχεια.

   Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα κάθε κακοῦ. «Ἡ δὲ κατὰ τὴν γεῦσιν ἀπόλαυσις, μήτηρ, ὡς ἂν εἴποι τις, τῶν καθ᾿ ἕκαστόν ἐστι κακῶν.» Δηλαδή, ἡ ἀπόλαυση πού ἀφορᾶ στή γεύση εἶναι ἡ μάνα τῶν ἐπιμέρους κακῶν· «τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι ρίζα σχεδόν ἐστι τῶν περὶ τὸν βίον πλημμελημάτων ἡ περὶ τὸν λαιμὸν ἀσχολία;» Ποιός δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ρίζα σχεδόν κάθε παρεκτροπῆς στή ζωή ἔγκειται στό νά ἀσχολεῖται κανείς περί τόν λαιμό του, δηλαδή μέ τήν λαιμαργία; «Ταύτης γὰρ ἐξήρτηται ἡ τρυφή, ἡ μέθη, ἡ γαστριμαργία, ἡ περὶ τὴν δίαιταν ἀσωτία, ἡ πληθώρα, ὁ κόρος, ὁ κῶμος, ἡ κτηνώδης καὶ ἄλογος περὶ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καταφορά.» (Εἰς τὴν προσευχήν, Λόγος Ε΄, PG 44, 1185CD) γιατί ἀπό αὐτήν, τή λαιμαργία, ἐξαρτᾶται, δηλαδή ἀπορρέει, ἡ τρυφή, ἡ μέθη, ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀσωτία που σχετίζεται μέ τό φαγητό, ἡ ἀφθονία, ὁ κορεσμός, οἱ άσεμνες γιορτές του τρύγου, ἡ κτηνώδης καί ἡ ἀπερίγραπτη κατάπτωση ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὅλα ἐκεῖνα τά ἀκατονόμαστα πάθη τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν ὕστερα ἀπό ἕνα γερό φαγοπότι. 

   Βλέπετε λοιπόν ὅτι τά πάθη ξεκινοῦν ἀπό τήν πύλη τῆς γαστριμαργίας. Απλωσε το χέρι της ἡ Εὔα καί ἔφαγε, καί ἀπό τότε μπήκαν ὅλα τά κακά στη ζωή μας, ἀφοῦ ἡ αἴσθηση τῆς γεύσεως διαστράφηκε, παρεξέκλινε.

   Ἔτσι, παιδιά, ἔχουμε τά φοβερά πάθη τῶν Σοδομιτῶν –φοβερά πάθη! ποῦ νά τά πεῖ κανείς! «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν», καί μόνο νά τά πεῖ κανείς εἶναι φοβερό πράγμα, εἶναι αἰσχρό!– ξεκίνησαν τά φοβερά αὐτά πάθη τῶν πέντε πόλεων ἀπό τήν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ἀφθονία ἔκανε τους Σοδομίτες τρυφηλούς, δηλαδή νά ἀγαποῦν τήν καλοπέραση, τίς ἀνέσεις καί τίς σαρκικές απολαύσεις. 

   Ἀπευθύνεται ὁ Ἰεζεκιήλ πρός τήν Ἱερουσαλήμ, τήν ὁποία παρομοιάζει μέ ἀδελφή τῆς πόλεως Σοδόμων καί λέει: «Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς.» (Ιεζ. 16, 49) . Ποιό εἶναι τό ἀνόμημα; Τί ἔκαναν τα Σόδομα, ὅπως τώρα κάνουν καί τά Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖ ἀπευθύνεται ὁ Προφήτης; Βρίσκονταν «ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ» –εὐθηνία εἶναι ἡ αὐθονία. Εἶχαν πολλά ἀγαθά, ἄφθονα· καί τί ἔκαναν, σπαταλούσαν, σπαταλούσαν, σπαταλούσαν! Καί οἱ θυγατέρες αὐτῆς εἶναι οἱ ἄλλες τέσσερις πόλεις, εἶναι ἡ περίοικος τῶν Σοδόμων, οἱ γειτονικές πόλεις.

   Βλέπει κανείς λοιπόν ὅτι τά φοβερά ἐκεῖνα πάθη πού ἄνοιξαν τόν δρόμο να καταστραφοῦν οἱ πόλεις αὐτές μέ πῦρ καί θεῖο –τύπος τῆς μελλοντικῆς κολάσεως τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων– (Βλ. Λουκά 17, 28-30, Β΄ Πέτρ. 2, 6. Ἰούδα 7) ξεκίνησαν ἀπό τήν γαστριμαργία, ἀπό τήν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν. 

   Παιδιά, πολύ φοβᾶμαι, πάρα πολύ φοβάμαι, ὅτι καί ἡ ἐποχή μας εἶναι ἴδια, γιατί μετερχόμαστε τά ἴδια ἁμαρτήματα πού μετέρχονταν καί οἱ Σοδομίτες! Ναί! 

   Διότι τά ἁμαρτήματα ἐκεῖνα, πού δέν εἶχαν ντροπή, καί ξεχύνονταν στους δρόμους ἐκείνης τῆς ἁμαρτωλῆς πόλεως, ξεχειλίζουν καί στήν ἐποχή μας... καί στήν Εὐρώπη, καί στήν Αμερική, ἀλλά καί στήν Ἑλλάδα δυστυχῶς! Γιατί; γιατί υπάρχει πλησμονή ἀγαθῶν, καί δέν στρέφουμε το πρόσωπό μας, τα μάτια μας, πρός τόν Θεό, γιά νά τοῦ ποῦμε εὐχαριστοῦμε γιά τά ἀγαθά πού Ἐσύ μᾶς ἔδωσες! Ὁ Θεός μᾶς δίνει τά ἀγαθά. Αλλά ἐμεῖς τί κάνουμε; ἀλλάζουμε προσανατολισμό. Δέν χρειαζόμαστε πιά τόν Θεό· τά ἀγαθά Του μόνο θέλουμε. Καί ἔχοντας τά ἀγαθά Του, στο τέλος φτάνουμε να γίνουμε υλιστές, να γίνουμε σάρκες, δηλαδή σαρκικοί ἄνθρωποι, καί ἔτσι χάνουμε ἀπό τόν ὀπτικό μας ορίζοντα τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα να συμβεῖ ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχή τοῦ Νῶε καί στήν ἐποχή τῶν Σοδό.μων και Γομόρρας.

   Σᾶς εἶπα ὅτι φοβᾶμαι πολύ· φοβάμαι πάρα πολύ μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή. Να με θυμόσαστε. Εκτός ἂν μετανοήσουμε. Προσέξτε ἐκτός ἂν μετανοήσουμε! Αλλά πολύ τό φοβᾶμαι! Ὅλος αὐτός ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν –πού φτάνουμε να πετάμε και στα σκουπίδια τα υλικά μας αγαθά!– πολύ μέ φοβίζει. Να σας θυμίσω πως σ' αὐτή τήν σπατάλη μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε πεῖ «ἵνα μή τι ἀπόληται» (Ιωάν. 6, 13), τίποτα να μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. 

   Ποιός κάνει οἰκονομία σήμερα; Κανένας· μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι. Καί ὅταν λέμε οἰκονομία, δέν ἐννοοῦμε βεβαίως τήν τσιγκουνιά· ἐννοοῦμε τήν καλή διαχείριση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν· νά μήν ἀγοράζουμε από τα μαγαζιά περιττά πράγματα, και μετά τά πετάμε καί γεμίζουμε τούς σκουπιδοτενεκέδες μας. Αὐτό εἶναι σπατάλη. Δέν θά γεμίζουμε τους σκουπιδοτενεκέδες, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀγοράζουμε θά τό χρησιμοποιοῦμε, ἤ θά τό δωρίζουμε, ὥστε νά μήν πάει χαμένο αὐτό πού δέν χρειαζόμαστε. Δέν εἶναι τσιγκουνιά ή καλή διαχείριση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν· εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἐντολή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας.

   Ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι στήν ἔρημο, παιδιά, συνέδεσαν τήν εἰδωλολατρία μέ τά φαγητά. Θυμόσαστε τί ἔκαναν ὅταν ἔφτιαξαν ἐκεῖνο τό χρυσό ἄγαλμα, τό χρυσό μοσχάρι; Κάθησαν να φάνε· αλλά ἔφαγαν ἄσωτα. Καί τί ἔγινε; «Μετὰ τὸ φαγεῖν καὶ πιεῖν, λέει το βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ἀνέστησαν παίζειν» (Εξοδ. 32, 6). Μετά το φαγητό καί τό πιστό τους, σηκώθηκαν καί ἔκαναν βρώμικες πράξεις. Αὐτό ἐννοεῖ τό «παίζειν»· βρώμικες πράξεις, ἀσωτία σε υπερθετικό βαθμό! Είδατε δέ τήν καταστροφή πού ἐπῆλθε καί πῶς ὀργίσθηκε ὁ Θεός ὅταν εἶδε αὐτή τήν κατάσταση; Μά κι ὁ Μωυσῆς ὀργίσθηκε καί εἶπε: Ἕνας λαός τόσο παχυλός, τόσο βορβορώδης, πού κάνει σκοπό την κοιλιά του καί τά ὑπογάστριά του, αὐτός ὁ λαός εἶναι ἀνάξιος να κρατήσει νόμους πνευματικούς, ὅπως ἦταν οἱ δέκα ἐντολές στις δυό πλάκες πού κρατοῦσε. Ἔριξε κάτω τις πλάκες καί τίς ἔσπασε, ἀκριβῶς γιατί ἡ ἀγανάκτηση του Μωυσέως ἦταν σε ὑπερθετικό βαθμό.

   Ἀλλά ἄν ρωτήσετε γιά τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας πῶς ἐξηγεῖται, θά σᾶς ἔλεγα τό ἑξῆς. Παρακαλῶ προσέξτε. Τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας στήν ἐποχή μας, ἀκόμα καί στή χώρα μας, είναι διάχυτο. Σᾶς ἔχει ἀπασχολήσει τό γιατί τάχα οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ἦταν πιστοί, τώρα μεταβάλλονται σέ ἀπίστους; Πολλοί ἐκπαιδευτικοί μας στα σχολεῖα εἶναι ἄθεοι· πολλοί μαθητές μας εἶναι ἄθεοι, στα σπίτια τους εἶναι ἄθεοι. Ρωτήσατε ποιά άκριβῶς εἶναι ἡ αἰτία πού σήμερα εἶναι ἄθεοι οἱ ἄνθρωποί μας; Λοιπόν, παιδιά, καί τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας ἀπό ἐδῶ ἔχει τήν ἀρχή του· ἀπό τήν αἴσθηση τῆς γεύσεως!

   Θά μοῦ πεῖτε πῶς γίνεται αὐτό;... πῶς;

   Ἀκοῦστε· μάρτυς ἡ Ἁγία Γραφή. Παραπονεῖται ὁ Θεός, διά μέσου τῆς ᾠδῆς τοῦ Μωυσέως, καί λέει τό ἑξῆς:

   «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ –Ἰακώβ εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, δηλαδή οἱ Ἰσραηλῖτες– καὶ ἐνεπλήσθη», ἔφαγε καί χόρτασε. Ἕως ἐδῶ ὑπάρχει ἁμαρτία; Ὄχι.  Θα μποροῦσε νά πεῖ ὁ Ἰσραήλ: Κύριε, μᾶς ἔδωσες τά ἀγαθά τῆς γῆς. Μᾶς εἶπες ὅτι θά μᾶς βάλεις σέ μία χώρα, τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου ρέει μέλι και γάλα. Πράγματι, ἔτσι ἔγινε. Σημειώστε ὅτι ἡ Παλαιστίνη δέν ἦταν ὅπως εἶναι σήμερα, πού εἶναι ξερή γῆ, χωρίς δάση καί λοιπά· ἦταν εύφορη γῆ, εὐφορότατη, γύρω στα 1500 π.Χ.. (Ἡ ἐρημοποίηση τῆς γῆς εἶναι ἕνα εἶδος υποβαθμίσεώς της, ὅπου μιά σχετικά εύφορη περιοχή γίνεται ὅλο καί πιό άγονη, λόγω ἐλλείψεως νερού, βλαστήσεως καί ἄγριας ζωής (Geist H., The Causes and Progression of Desertification. Ashgate, 2005, p. 2). Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι σοβαρή καί ἐκτεταμένη υποβάθμιση τῆς γῆς συνέβη πριν από πολλούς αιώνες σε κάποιες περιοχές τῆς Κίνας, τῆς Μεσογείου καί τῆς Μεσοποταμίας (https://en. wikipedia.org/wiki/Desertification). 

https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://en.wikipedia.org/wiki/Desertification&ved=2ahUKEwiBvZW4yc2JAxXFgSoKHf3rK6oQFnoECBkQAQ&usg=AOvVaw3PVz85hzpaXyedTukEa6YO

Η ερημοποίηση προκαλεῖται ἀπό τήν κλιματική αλλαγή καί ἄλλες ἀνθρώπινες δραστηριότητες)

   »Καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος», καί κλώτσησε ὁ ἀγαπημένος. Προσέξτε: Πότε «απελάκτισεν»; πότε κλώτσησε; Ὅταν ἔφαγε καί ἐνεπλήσθη· ὅταν ἔφαγε και χόρτασε.

   »Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη». Κοιτάξτε τά τρία αυτά συνώνυμα: «ἐλιπάνθη», γέμισε μέ λίπος, «ἐπαχύνθη», πάχυνε, «ἐπλατύνθη», χόντρυνε.

   »Καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ» (Δευτ. 32, 15), καί ἐγκατέλειψε τόν Θεό, πού τόν δημιούργησε, καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό τόν Σωτῆρα του.

   Τό «ἀπέστη», ἔφυγε, σημαίνει ἀθεΐα. Ὄχι ἀπιστία· ἄλλο ἡ ἀπιστία καί ἄλλο ἡ ἀθεία. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τό νά μή δέχεται κανείς πιά τίποτα, νά μή δέχεται τίποτα ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, τήν αὐθεντία του, νά ίκανοποιεἰ τίς ἡδονές του καί τίποτε ἄλλο. Πότε γίνεται αυτό; Ὅταν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος να τρώει καλά καί νά πίνει καλά. Ἐδῶ εἶναι τό φοβερό, παιδιά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀθεΐας.

   Ὅσο καιρό δέν εἴχαμε πλεονασμό ἀγαθῶν, στήν Δύση ολόκληρη, τότε λέγαμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός· τώρα πού χορτάσαμε, λέμε ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Εἶναι τραγικό τό φαινόμενο αυτό. Αλλά δέν εἶναι μόνο τό σημεῖο τοῦτο. Ὅταν ἀρνηθοῦμε τό Εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἀκριβῶς θεοποιήσαμε τήν κοιλιά μας, τότε εἴμαστε οἱ πιό δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. 

   Προηγουμένως γινόταν μία Βάπτιση ἐπάνω στόν Ναό, (Εννοεῖ τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, στο υπόγειο τοῦ ὁποίου γίνονταν τά κατηχητικά αυτά μαθήματα) καί σκέφτεται κανείς τί νά εὐχηθεῖ σ' αὐτό τό παιδάκι. Ἂς εὐχηθοῦμε νά γίνει καλός Χριστιανός, νά μείνει στον δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι ἐμεῖς πού παρευρισκόμασταν γύρω εἴμαστε βαπτισμένοι, καί ὅλα τά παιδιά, ἐσεῖς πού μέ ἀκοῦτε, εἶστε ὅλοι βαπτισμένοι. Ἄραγε, ποῦ θά καταλήξουμε; ποῦ θά φτάσουμε;

   Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Πολλοὶ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ῶν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία» (Φιλιπ. 3, 18-19). Πολλοί συμπεριφέρονται ἄσχημα, γιά τούς ὁποίους πολλές φορές σᾶς μιλοῦσα καί πού τώρα κλαίγοντας σᾶς λέω, τοὺς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τῶν ὁποίων τό τέλος εἶναι ἡ καταστροφή, τῶν ὁποίων θεός εἶναι ἡ κοιλιά τους!

   Εχθροί;... Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ; Μήπως τίποτα ἐχθροί πού ἔρχονται νὰ μᾶς χτυπήσουν; Ὄχι. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ κοιλιά τους εἶναι ὁ θεός τους! Από την στιγμή δηλαδή πού ὁ Χριστιανός μεταβάλλει την κοιλιά του σέ μέσον ποικίλης ἱκανοποιήσεως, γίνεται ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

   Γιατί δέν λέει ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ; Διότι τό Εὐαγγέλιο, παιδιά, είναι σταυρικό· δηλαδή ἀπαιτεῖ θυσία, ἀπαιτεῖ κόπο, ἀπαιτεῖ ἀγώνα, ἄσκηση. Ο σταυρός εἶναι σύμβολο τῆς ἀσκήσεως, τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας. Γι' αυτό λέει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἄν καί βαπτίστηκαν, ἀρνοῦνται πλέον τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἱκανοποιοῦν τίς αἰσθήσεις τους, καί μάλιστα τήν κοιλιά τους τήν ἔκαναν θεό! Είναι φοβερό!

   Τήν ἐποχή μας, παιδιά, τη φοβερή εποχή μας, θά μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μέ δύο χωρία τῆς Αγίας Γραφῆς.

   Τό πρῶτο: «Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς» (Ιακ. 5, 5). Ζήσατε πάνω στή γῆ μέ ἀπολαύσεις, καί σπατάλες, θρέψατε τις καρδιές σας, σάν νά πηγαίνατε για σφάξιμο, όπως –με συγχωρεῖτε– τα γουρούνια πού τὰ πᾶνε για σφάξιμο! Καί πράγματι για σφάξιμο πηγαίνουμε! Ἕνας πόλεμος εἶναι τό σφάξιμο αὐτῶν τῶν καλοθρεμμένων γουρουνιῶν, ἐκεῖ πού φτάσαμε! 

   Καί τό δεύτερο χωρίο: «Ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις ἐμπαίζει, ψυχῇ δὲ ἐνδεεῖ καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται» (Παρ. 27, 7). Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι χορτασμένος ἀπό ἀγαθά, ἀηδιάζει ἀκόμα καί τήν κηρήθρα μέ τό μέλι· ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού πεινάει, καί τά πικρά τοῦ φαίνονται γλυκά. Βλέπετε τί κάνουν τα παιδιά στο σχολεῖο, πού πετάνε στα σκουπίδια τις σοκολάτες, τά γλυκά, τά πάντα!... Σερβίρουμε στο Μοναστήρι μας στα μικρά παιδιά ἕνα γλυκό, που δίνουμε ὅταν πάει κάποιος ἐπίσκεψη... Δέν τό θέλω λένε! Γιατί; Εἶναι χορτάτα τά παιδιά! Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Παροιμίες, ὅτι βλέπουν ἀκόμα καί τήν κηρήθρα μέ τό μέλι, καί ἀηδιάζουν. Αλλά, στούς φτωχούς, καί τά πικρά εἶναι γλυκά. Ξερό να εἶναι τό ψωμί· ἐάν πεινᾶς, τό βλέπεις πολύ ὡραῖο. 

   Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐποχή μας. Καί τά μαθητικά ἀκόμη πάρτυς, πού παίρνουν μέρος μέχρι καί παιδιά τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, τοῦτο φανερώνει.

   Ἡ ἐποχή μας δηλαδή εἶναι στο έπακρο ἡδονιστική. Το κάπνισμα τί εἶναι; τά ναρκωτικά τί εἶναι; τά ποτά τί εἶναι; Φανερώνουν ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι πέρα για πέρα ἡδονιστική.

   Στήν ἐποχή μας, ἄν θέλαμε νά τῆς βάλουμε μιά ἐπιγραφή, ξέρετε ποιά θά ἦταν μᾶλλον ἡ πιό κατάλληλη; ἐκείνη ἡ ἐπιγραφή πού μπήκε στον τάφο τοῦ Σαρδανάπαλου, πού ἔγραφε τά ἑξῆς: «Ταῦτ᾽ ἔχω ὅσσ᾽ ἔφαγον καὶ ἐφύβρισα καὶ μετ᾽ ἔρωτος τέρπν᾽ ἔπαθον, τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια κεῖνα λέλειπται» (Βλ. Διοδώρου Σικελιώτου Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς, 2.23.3.11-12, ἔκδ. Teubner, Leipzig 1888, καί Πλουτάρχου, Περὶ τοῦ ἑαυτὸνἐπαινεῖν ἀνεπιφθόνως, 17 p.546 a-b). Αὐτά ἔχω, ὅσα ἔφαγα καί ὅσα ἤπια καί ὅσα ἀφροδισίασα, ἔκανα κακές καί ἀνήθικες πράξεις· αυτά μοῦ ἔμειναν, τίποτα ἄλλο· τά πολλά ὅμως καί μακάρια, ἐκεῖνα ἔχουν φύγει. Και κάποιος περαστικός πού πέρασε καί εἶδε τήν έπιγραφή εἶπε: Αὐτή ἡ ἐπιγραφή δέν ἀνήκει σ' ἕναν βασιλιά ἤ σ' ἕναν ἄνθρωπο, αλλά σέ ἕνα γουρούνι!...

   Παιδιά, αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή μας! Γι' αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐσεῖς νά γίνετε ἄψογοι καί ἀκέραιοι, παιδιά τοῦ Θεοῦ καθαρά, μέσα σέ μιά γενεά διεφθαρμένη και διεστραμμένη. Σπεύσατε λοιπόν νά σωθεῖτε ἀπ' αὐτήν τήν σκολιά, τήν δύσκολη και διεστραμμένη ἐποχή μας. (Βλ. Φιλιπ. 2, 15)

   Αλλά τό θέμα τῆς γεύσεως ακόμα δεν τελείωσε. Θα συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ερχόμενη Κυριακή.

   Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 1984


51η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως τῶν πρωτοπλάστων ἀπό ἀπαθής σέ ἐμπαθή.

†.Επανερχόμαστε, παιδιά, στο 6ο χωρίο του 3ου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως, πού λέει: «καὶ εἶδεν ἡ γυνὴ ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι». Ἡ Εὔα εἶδε ὅτι ἦταν πολύ ὡραῖο τό δένδρο γιά νά φάει κανείς τούς καρπούς του καί ἐπιθυμητό να το βλέπει στα μάτια του καί ὡραῖο νά τό δοκιμάσει γιά νά ἔχει γνώση.

   Ὅπως λέγαμε τήν περασμένη φορά, πέραν τοῦ διαλόγου πού διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τῆς Εὔας, σημαντικότατο ρόλο στην πτώση έπαιξαν καί οἱ αἰσθήσεις τῶν πρωτοπλάστων, και συγκεκριμένα ἡ ὅραση καί ἡ γεύση. Όπως βλέπουμε, τό χωρίο αυτό εἶναι γεμᾶτο ἀπό ἐκφράσεις, ὅπως «εἶδεν», «καλόν», πού σημαίνει ὡραῖο, «ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς», πάλι «ἰδεῖν» καί πάλι «ὡραῖον τοῦ κατανοῆσαι». Βλέπετε πόσες φορές ἐπαναλαμβάνει λέξεις συνώνυμες πού ἀναφέρονται στήν ὅραση; Αλλά καί τό «εἰς βρῶσιν», τό νά φάει κανείς τόν καρπό, ἀναφέρεται στήν αἴσθηση τῆς γεύσεως.

   Σημαντικό ρόλο καί ἄξιο προσοχῆς, ὅπως εἴπαμε, ἔπαιξαν οἱ αἰσθήσεις στήν ὅλη αὐτή ὑπόθεση της πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ αἰτία λοιπόν δέν ἦταν μόνο ὁ διάλογος πού ἀναπτύχθηκε ανάμεσα στην Εύα καί τόν διάβολο, ἀλλά ἦταν καί οἱ αἰσθήσεις, πού πρόδωσαν τους πρωτοπλάστους. Βέβαια, οἱ ἴδιοι οἱ πρωτόπλαστοι ἤθελαν καί προδόθηκαν ἀπό τίς αἰσθήσεις τους.

   Ωστόσο τίθεται τό ἐρώτημα: Ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν αἰσθήσεων στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου;

   Ὅπως θά δοῦμε σέ ἕνα προσεχές μάθημά μας, ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου να λάβει γνώση τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβάλλοντος, χρησιμοποιεῖ τίς αἰσθήσεις του. Συνεπῶς οἱ αἰσθήσεις είναι τά μέσα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ὁ νοῦς πληροφορεῖται ὅ,τι συμβαίνει στο εξωτερικό του περιβάλλον. Ἐάν δέν βλέπω, ἐάν δέν ἀκούω, ἐάν δέν μυρίζω καί δέν ἀγγίζω, ἀντιλαμβάνεστε ὅτι δέν μπορῶ νά σχηματίσω εἰκόνα τοῦ ἐξωτερικού μου περιβάλλοντος.

   Ὅμως, μετά ἀπό τίς αἰσθήσεις, εἶναι ἡ φαντασία, καί μετά τή φαντασία εἶναι ὁ νοῦς. Οἱ αἰσθήσεις εἶναι αὐτές πού ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ ότιδήποτε ύλικο· συνεπῶς ἔχουν κάτι τό παχύ. Ἡ φαντασία εἶναι λεπτότερη ἀπό τίς αισθήσεις, ἀλλά εἶναι παχύτερη από τόν νοῦ. Καί τέλος εἶναι ὁ νοῦς. Ὥστε, γιά νά πληροφορηθῶ κάτι πού ὑπάρχει ἔξω ἀπό μένα, ὑπάρχει αυτή ἡ διαδικασία, αὐτή ἡ πορεία, κατά τήν ὁποία αυτό θα φθάσει στόν νοῦ μου διαμέσου τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας, καί ἔτσι θα λάβω γνώση τοῦ περιβάλλοντός μου.

   Πρός τό παρόν δέν θά πῶ τίποτα γιά τή φαντασία· εἶναι ἕνα θέμα πού ἀνήκει σ' ἕνα μάθημα πιο κάτω. Σήμερα θα μιλήσουμε μόνο γιά τίς αἰσθήσεις.

   Ἀφοῦ λοιπόν ὁ νοῦς γνωρίζει μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις τό ἐξωτερικό περιβάλλον, τότε οἱ αἰσθήσεις εἶναι τά παράθυρα τοῦ νοῦ. Ὅπως πάω στο παράθυρο και σκύβω νά δῶ τί συμβαίνει ἔξω, ἔτσι ἀκριβῶς κι ὁ νοῦς σκύβει ἀπό τά πέντε παράθυρα τῶν πέντε αισθήσεων γιά νά πληροφορηθεῖ τά περί τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου.

   Οἱ αἰσθήσεις ὅμως μόνο γι' αὐτό ἔγιναν; Βεβαίως ἂν ρωτήσουμε γιατί ο Θεός δημιούργησε τίς αἰσθήσεις, θα λέγαμε τά ἑξῆς. Καταρχάς οἱ αἰσθήσεις θά ὑπάρχουν καί στόν καινούργιο κόσμο τῆς Βασιλείας του Θεοῦ, διότι θα πάρουμε πάλι τό σῶμα μας πίσω, αὐτό πού μέ τόν θάνατο χάνουμε. Αὐτό δέν πρέπει ποτέ να τό ξεχνάμε. Ἄρα λοιπόν πάλι θά ἔχουμε τίς αἰσθήσεις, μέ τή διαφορά πώς θά εἶναι καινούργιες, μόνο πού δέν μποροῦμε νά ξέρουμε τί μορφή θά ἔχουν, πῶς ἀκριβῶς θα είναι.

   Πρῶτος λόγος πού ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο μέ τίς πέντε του αἰσθήσεις εἶναι γιά νά μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Δηλαδή ὁ Θεός Λόγος, πού μᾶς δημιούργησε καί κάποτε πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση, μᾶς ἔδωσε τίς αἰσθήσεις γιά νά μποροῦμε νά Τόν δοῦμε καί νά Τόν ἀκούσουμε. Ὁ πρῶτος καί βασικός λόγος εἶναι αὐτός.

   Ἄν λοιπόν ρωτήσετε γιατί ὁ Χριστός, ὅπως διαβάζουμε στὰ εὐαγγέλια, ἄνοιγε τά μάτια τῶν τυφλῶν καί γιατί ἄνοιγε τα αφτιά τῶν κουφῶν, θά σᾶς ἀπαντήσω: γιὰ νὰ Τὸν δοῦν καί νά Τόν ἀκούσουν! Τώρα, στον κόσμο αὐτόν, σ' ἕναν κόσμο με διεφθαρμένη φύση και διεστραμμένες αἰσθήσεις, δέν μποροῦμε νά δοῦμε καθαρά τόν Χριστό· ὅταν ὅμως βρεθούμε στη Βασιλεία Του, τότε θὰ Τὸν δοῦμε μέ τά μάτια μας. Γι' αυτό λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, στην πρώτη του ἐπιστολή, στο 3ο κεφάλαιο, ὅτι «οψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστιν» (Α΄ Ιωάν. 3, 2. Βλ. Αποκ. 22, 4.), θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι.

   Μή σᾶς κάνει ἐντύπωση. Πῶς εἶδαν οἱ τρεῖς μαθητές τόν Χριστό στό ὄρος Θαβώρ, στη Μεταμόρφωση; Ἔτσι θά Τόν δοῦμε κι ἐμεῖς, ἀλλά μέ τήν ἑξῆς διαφορά. Οἱ μαθητές, ἐπειδή δέν διέθεταν ἀκόμη καινούργια μάτια, Τόν εἶδαν «καθὼς ἡδύναντο», ὅπως λέει τό ἀπολυτίκιο τῆς Μεταμορφώσεως, δηλαδή ὅσο μποροῦσαν νά Τόν δοῦν· ὅταν ὅμως βρεθοῦμε στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε βεβαίως «ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι», θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι.

   Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος λόγος. Υπάρχει καί ἕνας ἀκόμη λόγος. Οἱ αισθήσεις ἔγιναν, δημιουργήθηκαν, γιά νά δοῦμε τό κάλλος, τήν ὀμορφιά τῆς δημιουργίας καί ἔτσι, διά τῆς δημιουργίας, να γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά Τόν δοξάσουμε. («Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐνθυμηθῇς, ὦ ἀναγνῶστα, ὅτι ὁ τὸν ἀόρατον πρώτον Κόσμον καὶ τὸν ὁρατὸν δεύτερον δημιουργήσας Θεός, "διὰ νὰ δείξῃ σοφίας μείζονος γνώρισμα καὶ τῆς περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας", ὡς εἶπεν ή θεολόγος του Γρηγορίου φωνή.» (Οσ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Α΄, Διατὶ ἐγένοντο αἱ Αἰσθήσεις, ἐπιστασίᾳ ἀρχιμ. Ανθίμου Γαζή, 1801, σ. 26.). Βλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΜΕ', Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 32, 624-664.)

   Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο πού εἶπα· ὅτι θά δοῦμε τήν δημιουργία καί τήν ὀμορφιά της· δέν θά μείνουμε ὅμως σ' αὐτή, ἀλλά διά τῆς δημιουργίας θά ἀναχθοῦμε στόν Θεό, θά Τόν γνωρίσουμε καί θά Τόν δοξάσουμε. Συνεπῶς ὁ ρόλος τῶν αἰσθήσεων, σε σχέση μέ τήν δημιουργία, εἶναι ρόλος αναγωγικός· οἱ αἰσθήσεις μᾶς ἀνάγουν, μᾶς ἀναφέρουν, δηλαδή μᾶς ἀνεβάζουν στον Θεό Δημιουργό. Δηλαδή, ἀπό τά αἰσθητά κάλλη, τίς αἰσθητές ὀμορφιές τῆς δημιουργίας, αναγόμαστε στα νοητά κάλλη. (Βλ. ὁσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. Α΄, Ὅτι διὰ τῆς θεωρίας τῶν κτισμάτων ἀναβαίνει ὁ νοὺς εἰς τὴν γνῶσιν καὶ ἀγάπην τοῦ Κτίστου, ἐπιστασίᾳ ἀρχιμ. Ανθίμου Γαζή, 1801, σ. 21. Πρβλ. Ρωμ. 1, 20,)

   Βέβαια οἱ αισθήσεις στην πραγματικότητα εἶναι ἕνα μέσον· εἶναι ἀκριβῶς ὅπως οἱ σωλήνες τοῦ νεροῦ πού μᾶς φέρνουν τό νερό από τό ὑδραγωγεῖο. Ἄρα αὐτές από μόνες τους δέν εὐθύνονται γιά κάτι, καί γι' αὐτό δέν πρέπει οὔτε νὰ ἐπαινεθοῦν οὔτε νά κατηγορηθοῦν. Πίσω ἀπό τίς αισθήσεις εἶναι ὁ νοῦς· γι' αὐτό ὑπάρχει καί ἡ ἔκφραση «νοῦς ὁρᾶ καὶ νοῦς ἀκούει» (Αριστοτέλους, Προβλήματα, 9301.20.) στην πραγματικότητα δηλαδή ὁ νοῦς βλέπει καί ὁ νοῦς ἀκούει.

   Νά σᾶς πῶ ἕνα πολύ απλό παράδειγμα. Πολλές φορές κοιτάζουμε ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά δέν τό βλέπουμε. Ἄν μᾶς δεῖ κάποιος ἄλλος δίπλα, θά βεβαιώσει πώς τό κοιτάζουμε συνεχῶς τό ἀντικείμενο αὐτό. Αναμφισβήτητα, στόν ἀμφιβληστροειδή μας σχηματίζονται οἱ εἰκόνες τοῦ ἀντικειμένου καί μάλιστα ἀλλεπάλληλες εἰκόνες, γιατί ἂν ἐμεῖς κάνουμε κάποια κίνηση ἢ τὸ ἀντικείμενο, ἔχουμε ἀλλεπάλληλες εἰκόνες. Ἀλλά ὁ νοῦς μας μπορεῖ νά εἶναι ἀπασχολημένος σέ ἄλλη σκέψη, καί νά μή καταγράφει τίς εἰκόνες πού τοῦ δίνουν τά μάτια μας. Ἄρα ποιός βλέπει στην πραγματικότητα; Τα μάτια μας; Ὄχι. Ὁ νοῦς λοιπόν ὁρᾶ, βλέπει, καί ὁ νοῦς ἀκούει.

   Ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού ὁ νοῦς τῶν πρωτοπλάστων διαστράφηκε –καί ἀπό τί διαστράφηκε; ἀπό μία σκέψη· ὅτι μποροῦν νά θεωθοῦν· τούς ὑπέβαλε ὁ διάβολος τήν ἰδέα ὅτι μποροῦν νά γίνουν θεοί– ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη ἀμέσως διαστράφηκαν καί οἱ αἰσθήσεις, καί δέν μποροῦσαν πιά νά βλέπουν ὅπως ἔβλεπαν πρῶτα.

   Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Θεός εἶπε στούς πρωτοπλάστους ἀπό τούς καρπούς αὐτοῦ τοῦ δένδρου δέν θά δοκιμάσετε, ἀναμφισβήτητα οι πρωτόπλαστοι εἶδαν τό δένδρο πού τούς ἔδειξε ὁ Κύριος. Τό εἶδαν. Αλλά πῶς τό εἶδαν; Ἐδῶ θέλω να προσέξετε. Τό εἶδαν ἀπαθῶς, δηλαδή χωρίς πάθος. Ἁπλῶς τό εἶδαν. Εἶπαν: Αὐτό εἶναι ένα δένδρο. Ὁ Θεός μᾶς εἶπε νά μήν τό πλησιάσουμε. Δέν θά γευθοῦμε τίποτα από τό δένδρο αυτό. Από τήν στιγμή όμως πού τούς ὑποβλήθηκε ἀπό τόν διάβολο ἡ ἰδέα τῆς αὐτοθεώσεως, ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη οἱ αἰσθήσεις διαστράφηκαν καί ἄρχισαν να βλέπουν ἐμπαθῶς. Από ἀπαθῶς, τώρα βλέπουν ἐμπαθῶς, δηλαδή βλέπουν πλέον μέ πάθος.

   Αὐτό εἶναι ἕνα κεντρικό σημείο, γιά τό πῶς οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἔπαθαν αὐτήν τήν διαστροφή. Καί θέλω αὐτό νά τό προσέξουμε ἰδιαιτέρως.

   Ὁ Θεόδωρος Ἐδέσσης λέει πώς ὁ Ἀδάμ «κακῶς τῇ αἰσθήσει χρησάμενος, τὸ αἰσθητὸν ἐθαύμαζε κάλλος, ὡραίου δόξαντος αὐτῷ τοῦ καρποῦ πρὸς ὅρασιν, καὶ καλοῦ εἰς βρῶσιν, οὗ γευσάμενος, ἀφῆκε τὴν ἀπόλαυσιν τῶν νοητῶν.  (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Θεωρητικόν, Ενετίησιν 1782, σελ. 285.) Ὁ Ἀδάμ, δηλαδή, κάνοντας κακή χρήση τῶν αἰσθήσεων, θαύμασε τό αἰσθητό κάλλος, εἶδε τόν καρπό, καί ἀφοῦ τοῦ φάνηκε ὡραῖος στήν ἐμφάνιση ὁ καρπός ἀλλά καί ἐκλεκτός γιά νά τόν φάει, δοκιμάζοντάς τον, ἐγκατέλειψε τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν, δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Διότι, λέει ἡ Γένεση, τότε εἶδαν οἱ πρωτόπλαστοι, εἶδε ἡ Εὐα, ὅτι ἦταν πολύ ὡραῖος αὐτός ὁ καρπός. Τάχα δέν ήταν ὡραῖος καί πρίν; Τώρα τόν βλέπουν ὅτι εἶναι ὡραῖος; Τί ἔγινε στα μάτια; ἄλλαξε κάτι; Δέν ἄλλαξε τίποτε στα μάτια τους· ἄλλαξε στόν νοῦ. Τώρα ὅμως ὁ νοῦς βλέπει χρησιμοποιώντας τά μάτια διεστραμμένα, δηλαδή ἐμπαθῶς. Καί ἔτσι, μόλις γεύθηκαν, ἄφησαν τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν.

   Ποιά εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῶν νοητῶν πού ἄφησαν;

   Απόλαυση τῶν νοητῶν, πρῶτα- πρῶτα, εἶναι ὁ Θεός, κι ὕστερα ὅ,τι ἄλλο. Αὐτό τό ἀφήνουν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί τελικά μένουν καί κολλούν στη δημιουργία.

   Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέει: «Τὸ ξύλον ἐκεῖνο τὸ γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, ἡ ἐμπαθὴς αἴσθησίς ἐστιν τῆς φαινομένης κτίσεως» (Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Β΄, Τίς ἡ τοῦ Ἀδὰμ πτώσις, σελ. 26.)· τό δένδρο τῆς γνώσεως εἶναι μιά ἐμπαθής αἴσθηση τῆς φαινομενικῆς φύσεως, τῆς φύσεως ὅπως φαίνεται. (Βλ. ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογικά, έκατοντάς α΄, νε΄: «Καὶ τάχα ξύλον εἶναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὴν φαινομένην κτίσιν εἰπών τις, οὐχ ἁμαρτήσει τῆς ἀληθείας» καί ἑκατοντάς β΄, λβ΄: «Ξύλον δὲ γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ ἡ τοῦ σώματος αἴσθησις, ἐν ᾗ τῆς ἀλογίας υπάρχει σαφῶς ἡ κίνησις, ἧς κατὰ τὴν πεῖραν, μὴ ἅψασθαι δι' ἐνεργείας ὁ ἄνθρωπος τὴν θείαν λαβὼν ἐντολήν, οὐκ ἐφύλαξεν».)

   Τι ήταν λοιπόν τό δένδρο τῆς γνώσεως ἐν προκειμένῳ; Ήταν μία ἐμπάθεια στίς αἰσθήσεις τῶν πρωτοπλάστων, που στρέφεται στην φαινομένην κτίσιν ὄχι στην νοητήν. Συνεπῶς ἐδῶ πρόκειται περί μιᾶς προσκολλήσεως τοῦ νοῦ διά τῶν αἰσθήσεων στην φαινομένην κτίσιν, ἡ ὁποία προσκόλληση εἶναι τό ποιητικό αἴτιο τῆς εἰδωλολατρίας, δηλαδή ἐκεῖνο πού δημιουργεί τήν εἰδωλολατρία.

   Τί εἶναι ἡ εἰδωλολατρία; Εἰδωλολατρία εἶναι ὅταν βλέπουμε μέ τίς αἰσθήσεις μας τήν κτίση, καί δέν ἀναγόμαστε μέ τόν νοῦ μας στόν Θεό, ἀλλά μένουμε σ' αυτό που βλέπουμε. Οι πρωτόπλαστοι δέν ἔπεσαν στην εἰδωλολατρία, γιατί είχαν γνώση τοῦ Θεοῦ· ἀλλά οἱ ταλαίπωροι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ ἔπεσαν στήν εἰδωλολατρία, γιατί δέν ἔβλεπαν πιά τόν Θεό. Οἱ αἰσθήσεις τους διαστράφηκαν, καί ἄρχισαν να βλέπουν μόνο αὐτό πού ἔβλεπαν, χωρίς να κάνουν ἀναγωγή στόν Θεό. Αὐτό τό κόλλημα, αὐτή ἡ προσκόλληση τῶν αἰσθήσεων σέ ὅ,τι βλέπουμε μέσα στην κτίση, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ποιητική αἰτία τῆς εἰδωλολατρίας, δηλαδή αὐτό πού τήν δημιουργεῖ.

   Θά ἤθελα αὐτό ἰδιαιτέρως νά τό ξέρετε καί νά τό θυμόσαστε. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἐμπαθής γίνεται εἰδωλολάτρης. Βλέπετε τούς ἀρχαίους Έλληνες λάτρεψαν τήν Αφροδίτη, γιατί ήταν γεμάτοι ἀπό ἐπιθυμίες σαρκικές· λάτρεψαν τόν Βάκχο, τον Διόνυσο, γιατί ἦταν κολλημένοι στα οινοπνευματώδη ποτά· λάτρεψαν τόν Ἑρμῆ, γιατί ἦταν κολλημένοι στα χρήματα, στο κέρδος, καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Λάτρεψαν την κτίση διότι ἦταν ρυπαρή ή καρδιά τους, καί δέν μποροῦσαν νὰ ἀναχθοῦν στόν Θεό Δημιουργό.

   Εἶναι πολύ σοβαρό αυτό. Γι' αυτό και σύγχρονοι φιλόσοφοι, ὅταν ἔχουν ὑλιστικές αντιλήψεις, δέν βλέπουν παρά μόνο την δημιουργία. Πέραν τῆς δημιουργίας, δέν βλέπουν τίποτε ἄλλο. Αν ρωτήσετε τί ἀκριβῶς εἶναι τό φαινόμενο τῆς ἀθεΐας, θά μπορούσαμε βέβαια νά ποῦμε πολλά πράγματα, αλλά κυρίως θα λέγαμε ὅτι ἡ καρδιά, ἐπειδή εἶναι ρυπαρή, βρώμικη, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Δηλαδή ἀδυνατεῖ ὁ νοῦς νά κάνει ἀναγωγή καί νά ἀνεβεῖ διά τῶν αἰσθήσεών του στόν Θεό, ἀλλά μένει σέ ὅ,τι βλέπει, κολλάει σ' αὐτά πού βλέπει καί τά θεοποιεῖ.

   Γι' αὐτό, παιδιά, προσέξτε. Θέλετε νά μή φθάσετε ποτέ στήν ἀθεΐα; Προσέχετε νά μή κάνετε ἁμαρτίες, καί μάλιστα σαρκικές ἁμαρτίες. Αν κάνουμε ἁμαρτίες, μέ τίς ὁποῖες συνθηκολογοῦμε καί τίς δικαιολογούμε, τότε εἴμαστε κοντά στην ειδωλολατρία. Ὅμως μπορεῖ να κάνουμε ἁμαρτίες, αλλά νά μετανοοῦμε. Προσέξτε με, να μετανοοῦμε, καί νά μή δεχόμαστε ποτέ ὅτι αὐτό πού κάναμε ἦταν σωστό. Ανά πάσα στιγμή νά λέμε: Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Το κάνω, αλλά εἶναι ἁμαρτία. Τότε βεβαίως δέν πᾶμε στήν εἰδωλολατρία, γιατί ύπολογίζουμε και σκεπτόμαστε τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι σε σχέση πάντα με τον Θεό.

   Από την στιγμή ὅμως πού θά συνθηκολογήσουμε καὶ θὰ ἀντιτάξουμε, γιατί αὐτό νά εἶναι ἁμαρτία; τότε γλιστράμε πρός τήν ἀθεΐα. Βλέπετε, οἱ συμμαθητές σας στο σχολείο, παιδιά του Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου –σε λίγο θα μιλᾶμε καί γιά παιδιά τοῦ Δημοτικού!– ἀναρωτιοῦνται καί λένε: Γιατί νά εἶναι αὐτό ἁμαρτία; Ποῦ τό βλέπεις το κακό... Αυτό σημαίνει ὅτι συνθηκο λογοῦν μέ τήν ἁμαρτία. Τα παιδιά αὐτά γρήγορα θά ὁδηγηθοῦν στήν ἀθεΐα, ἐπειδή χάνουν ἀπό τόν ὀπτικό τους ορίζοντα τόν Θεό, καθώς οἱ αἰσθήσεις τους ἔχουν κολλήσει στην κτίση.

   Ἔτσι, σαφῶς λέει ἐδῶ τό ἱερό κείμενο ὅτι ἡ Εὐα εἶδε τόν καρπό του δένδρου. Τί θά πεῖ εἶδε; Θά πεῖ ὅτι ἔκανε χρήση τῆς αἰσθήσεως τῆς ὁράσεως.

   Γι' αυτό, καιρός εἶναι νά δοῦμε, μέ λίγα λόγια, πῶς μποροῦμε νά ξαναγυρίσουμε στήν ἐν Χριστῷ ἀπλότητα, δηλαδή οἱ αισθήσεις μας, καί ἰδιαιτέρως τά μάτια, να βλέπουν ὅπως ἔβλεπαν οἱ πρωτόπλαστοι πρίν ἁμαρτήσουν. Πρέπει να μάθουμε λοιπόν τί μετέρχεται αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως, γιά νά φυλαχτοῦμε και να προσέξουμε.

   Εἶπα ἡ ἐν Χριστῷ ἁπλότης. Ναί. Ὅ,τι χάσαμε μέ τόν Ἀδάμ, τό κερδίζουμε, καί κάποτε πολλαπλῶς, μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Όχι φυσικά χωρίς κόπο· ἀλλά καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ· κόπος και χάρη Θεοῦ. Μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό τό κερδίζουμε πάλι. Γι' αὐτό μᾶς χρειάζεται ὁ Χριστός.

   Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού λένε ὅτι ὅταν θα γεράσουν, τότε θα γίνουν Χριστιανοί, θά ἀγωνιστούν, θα μετανοήσουν;... Παιδιά, ἔχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Το καταλαβαίνετε; Ἔχουμε πολλή δουλειά! Ξέρετε πόση, για όσο χρόνο μᾶς πίστωσε ὁ Θεός, δηλαδή για ὅσο θα ζήσουμε. Δέν μποροῦμε νά ἀναβάλλουμε για το μέλλον, καί νά λέμε ἅμα θα γεράσω, ἅμα θά... Ὄχι· πρέπει ν' ἀρχίσουμε. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός ἐξ ἄλλου πού κάνουμε τήν κατήχηση ἐδῶ καί σέ νέα παιδιά, σε νέους ἀνθρώπους· γιά νά ἀρχίσουν από τώρα τή δουλειά, τό ἔργο τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς.

   Αρχικά λοιπόν ἄς ἀναφερθοῦμε στη δραση.

   Ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως ἔχει ἀρκετούς χαρακτηρισμούς. Λέγεται βασιλικωτάτη αἴσθησις. Διότι, ἀπό τίς πέντε αισθήσεις μας, ἂν μᾶς ἔλεγαν ὅτι θά μᾶς ἀφήσουν μόνο μία καί θά μᾶς ἀφαιρέσουν τις τέσσερις, ποιά θά προτιμούσαμε; Αναμφισβήτητα θα προτιμούσαμε νά εἴμαστε κουφοί, θα προτιμούσαμε νά μήν ἔχουμε γεύση ἢ ὄσφρηση, αλλά τά μάτια μας τά θέλουμε· γι᾿ αὐτό καί λέγεται βασιλικωτάτη αἴσθησις.

   Ακόμη, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας εἶπε ὅτι τά μάτια εἶναι οἱ λύχνοι τοῦ σώματος (Βλ. Ματθ. 6, 22.), εἶναι τά λυχνάρια τοῦ σώματος, μέ τά ὁποῖα μπορεῖ κανείς να βλέπει, δηλαδή σάν νά ἔχει ἀνάψει φῶς· διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει τα μάτια του, τότε έχει φῶς καί βλέπει τί γίνεται γύρω του. (Στόν ἀρχαῖο κόσμο τό φῶς εἶχε θεοποιηθεῖ, σε συνδυασμό μέ τήν ὅραση, καί τόση σημασία ἀπεδιδόταν στη σχέση αυτή, ὥστε τό ζῆν θεωρεῖτο ἰσότιμο τοῦ ὁρᾶν. Ὁ Ὅμηρος υποστήριζε πως ή ὄραση ἐπιτελεῖται διά ἀκτίνων λεπτοφυούς πυρός, τὸ ὁποῖο ἐκε πέμπεται ἀπό τό ἐσωτερικό τοῦ ὀφθαλμοῦ πρὸς τὰ ἔξω. Ὁ Ἀλκμαίων ὁ Κροτωνιάτης, γιά τήν ἑρμηνεία τῆς ὁράσεως, ὑπέθετε τήν ὕπαρξη εσωτερικοῦ πυρὸς ἐντός τοῦ ὀφθαλμοῦ, τό ὁποῖο ἐκβάλλεται πρός τά ἔξω. Ὁ Πλάτων, στο έργο του Τίμαιος, αναφέρει ὅτι οἱ ἀκτίνες τοῦ φωτός ἐκπέμπονται από τον οφθαλμό (τό οπτικό πύρ), καί μέ τό ἐξωτερικό φως (τό ρευστό πυρ) σχηματίζουν το σῶμα τῆς ὁράσεως (τον οπτικό κῶνο), τό ὁποῖο, ἀνακλώμενο πάλι στον οφθαλμό, μεταφέρεται στον εγκέφαλο. Πρβλ. «ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι» (Σ. Σειρ. 23, 19)  

   Ακόμη, τα μάτια ὀνομάστηκαν οἱ δύο φωστήρες τοῦ προσώπου. Εἶναι κατ' ἀπομίμηση, κατ' αναλογίαν τῶν δύο φωστήρων τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἡλίου καί τῆς σελήνης (Βλ. Γέν. 1, 14-16). Το πρόσωπο θεωρεῖται σάν ἕνας οὐρανός, καί ἔχει δύο φωστῆρες, δηλαδή δύο ἀστέρια να φωτίζουν. Αὐτά τά δύο ἀστέρια εἶναι τά δύο μάτια.

   Ακόμη, τά μάτια ὀνομάστηκαν οἱ δύο πρώτοι κλέπται τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί εἶναι οἱ πρῶτοι που κλέβουν τήν ἁμαρτία· θά τό δοῦμε λίγο πιο κάτω πῶς.

   Ὀνομάστηκαν ἐπίσης καί οἱ πλόκαμοι τῆς ψυχῆς. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ χαμαιλέων βγάζει μιά γλώσσα μεγάλου μήκους, ἁρπάζει τό ἔντομο καί τό φέρνει πίσω στο στόμα του, ἤ ὅπως τό χταπόδι απλώνει τα πλοκάμια του καί πιάνει τό θύμα του, τη λεία του, ἔτσι καί τά μάτια εἶναι οἱ ἀόρατοι πλόκαμοι τῆς ψυχῆς, μέ τούς ὁποίους συλλαμβάνει ή ψυχή ἐκεῖνο πού θέλει.

   Ακόμη, τά μάτια ὀνομάστηκαν τα δύο ἀόρατα χέρια. Οἱ τρεῖς μάλιστα τελευταῖοι χαρακτηρισμοί εἶναι τῆς αὐτῆς κατηγορίας. Δηλαδή, σάν νά βγαίνουν από τα μάτια δυό μεγάλα χέρια καί ἀρχίζουν να κλέβουν, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως. Πῶς κλέβουν; Βλέπω τούς θησαυρούς τοῦ ἄλλου, βλέπω τίς ὀμορφιές τοῦ ἄλλου... καί τίς κλέβω. Ὅταν ὁ ἄλλος μοῦ πεῖ εἶσαι κλέφτης, θά πῶ: Μέ εἶδες να μετακινήσω κάτι; εἶδες τίποτα να κλέψω; Καί ὅμως κλέβουμε τα ξένα κάλλη, τις ξένες ὀμορφιές, τά ξένα πράγματα, τα πάντα κλέβουμε. Από τά μάτια βγαίνουν αὐτά τά δύο χέρια και κλέβουν τα πάντα.

   Αλλά τά μάτια θεωροῦνται ἐπίσης ὅτι ἔχουν καί αφή λεπτότερη ἀπό τήν αφή. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅταν πιάσω κάτι μέ τό χέρι μου, αντιλαμβάνομαι τί πιάνω. Καί τά μάτια μου πιάνουν, ἀλλά μέ μία λεπτότερη αφή. Βλέπετε, πηγαίνουν σέ πρόσωπα, σέ ἀντικείμενα, καί τά πιάνουν! Πῶς; Βλέποντας, μέ αὐτήν τή λεπτή αφή. Καί ἔτσι ἡ αἴσθηση τῶν ματιῶν εἶναι πράγματι καταπληκτική.

   Τί πρέπει να κάνουμε λοιπόν, ἄν τά μάτια μας εἶναι δύο κλέφτες τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μέ αὐτά ἁμαρτάνουμε; Πρέπει νά τά φυλάξουμε τα μάτια μας. Διότι, ἄν δέν τά φυλάξουμε, τότε θα πάθουμε πολύ κακό.

   Θά ἤθελα νά σᾶς πῶ μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων ἤ λαῶν πού δέν φύλαξαν τα μάτια τους, γιά νά δεῖτε τί ἔχουν πάθει.

   Σᾶς θυμίζω πρῶτα πρῶτα τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα· δέν φύλαξαν τα μάτια τους, καί ἔχασαν τόν παράδεισο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει: «Ακούεις; εἶδε φησίν, εἶδεν, ἔπαθεν, ἔλαβεν, ἔφαγεν, ἔθανεν (Βλ. όσ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Γ΄, Παραδείγματα τῶν μὴ φυλαξάντων τοὺς ὀφθαλμούς, σ. 55.). Ακούς; Εἶδε, λέει, ἡ Εὔα· εἶδε τόν καρπό, ἔπαθε, δηλαδή ἐμπαθῶς κινήθηκε, πῆρε μέ τό χέρι της, ἔφαγε καί πέθανε. Εἴδατε ἀπό που ξεκίνησε;

   Ἄλλο παράδειγμα εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ.

   Ὁ Σήθ γεννήθηκε σέ ἀντικατάσταση τοῦ Ἄβελ. Όπως θα ξέρετε, ὁ Θεός εἶχε πεῖ στοὺς ἀπογόνους τοῦ Σήθ νά μή μιγοῦν μέ τούς ἀπογόνους τοῦ Κάιν, οι ὁποῖοι εἶχαν διαφθαρεῖ. Ἀλλά, λέει ἐκεῖ ἡ Γένεση, «ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας...» (Γέν. 6, 2.). Εἶδαν οἱ ἄνδρες, ἀπόγονοι του Σήθ, τίς γυναῖκες τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν ὅτι ἦταν ὡραῖες, καί παρά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή μιγοῦν αὐτοί οἱ δύο κλάδοι, ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, παντρεύτηκαν τίς γυναῖκες αὐτές, ὑπέστησαν ἠθική φθορά, καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀναμείξεως αὐτῆς, αὐτῶν τῶν γάμων, ἦταν ὁ κατακλυσμός τοῦ Νῶε. Ὁ Θεός, ρίχνοντας μιά ματιά μετά σ' αυτούς τοὺς ἀνθρώπους, εἶπε: «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γέν. 6, 3.). Δέν θά μείνει πιά τό Πνεῦμα μου τό Ἅγιο σ' αὐτούς, γιατί ἔγιναν σαρκικοί ἄνθρωποι.

   Εἴδατε; Καί ἦλθε ὁ κατακλυσμός! Θα γινόταν ὁ κατακλυσμός, ἐάν οἱ ἀπόγονοι του Σήθ πρόσεχαν, καί δέν ἔβλεπαν τίς γυναῖκες τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν μέ ἐμπάθεια; Δέν θά γινόταν. Αλλά δέν πρόσεξαν. Τί δέν πρόσεξαν; Τα μάτια τους δεν πρόσεξαν γι' αὐτό ἔγινε ὁ κατακλυσμός.

   Ακόμη, σᾶς θυμίζω τους κατοίκους Σοδόμων και Γομόρρας. Αὐτοί εἶδαν, λέει ἡ Γένεση, ἐκείνους τούς δύο ἀγγέλους, τούς δύο ἄνδρες, πού στην πραγματικότητα ἦταν ἄγγελοι εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συγκεκριμένα, τα δύο πρόσωπα που κατέβηκαν στα Σόδομα ἦταν εἰς τύπον τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Η τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιά Διαθήκη δέν ἀναφέρεται ξεκάθαρα, γιά νά μή νομισθεῖ ἀπό τούς Εβραίους ὅτι υπάρχουν πολλοί θεοί, ἀλλά υπαινίσσεται ἤδη ἀπό τό πρῶτο βιβλίο της (Γέν. 1,1-2. 1,26. 3,22. 11,7. 19,24). Το εβραϊκό κείμενο στα σημεῖα αὐτά –καί σέ πολλά άλλα- γιά τή λέξη Θεός χρησιμοποιεί τή λέξη Ἐλοχείμ, πού ὅμως εἶναι σε πληθυντικό αριθμό, παρ' όλο πού τονίζεται ὅτι ἕνας μόνο Θεός υπάρχει. Βλ. Μεγ. Αθανασίου, PG 28, 1216-1227, π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμοι Α΄ και Β΄, Μαθήματα 3ο και 13ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης, 2017-2018, Νικολάου Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικών Εγχειρίδιον, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Αθήναι 1978, σσ. 32-34, τοῦ ἰδίου, Ἰησοῦς Γιαχβέ, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 21988, σσ. 81-82, καί Τό Ἅγιον Πνεῦμα Γιαχβέ, Τα Μυστηριώδη Κεφάλαια τῆς Γενέσεως 18-19, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 2006, σσ. 21-23.). Ὅταν εἶδαν λοιπόν αὐτούς τούς ωραίους ἄνδρες, πῆγαν καί χτυποῦσαν τήν πόρτα τοῦ Λώτ ζητώντας τους νά ἁμαρτήσουν! Εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες που στην ἐποχή μας γίνονται τόσο πληθωρικά!... Παιδάκια, προσέξτε πάρα πολύ!... Καί οἱ ἄγγελοι εἶπαν στον Λώτ. Ἑτοιμάσου να βγεῖς ἀπό τήν πόλη, γιατί μέχρι το πρωί οἱ πόλεις αὐτές θά ἔχουν καταστραφεί (Γέν. 19, 15.). Καί δέν σώθηκε οὔτε ἕνας!

   Τί λέτε; ἐάν πρόσεχαν τά μάτια τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, θά ἔπεφταν σ' αὐτά τά βαριά ἁμαρτήματα;

   Σᾶς θυμίζω ἀκόμη τόν Συχέμ, πού ἦταν δίπλα στην κατασκήνωση τοῦ Ἰακώβ. Ὅπως ξέρετε, ὁ Ἰακώβ εἶχε δώδεκα αγόρια, εἶχε καί πολλά κορίτσια· ἀναφέρεται ὅμως μόνο ένα κορίτσι, γιατί έγινε μιά ἱστορία μέ τό κορίτσι αὐτό, ποὺ τὸ ἔλεγαν Δείνα. Αυτή λοιπόν εἶχε περιέργεια να πάει νὰ δεῖ τί κάνουν οἱ Συχεμίτες. Την είδε ο γιος του βασιλέως τῶν Συχεμιτῶν, πού τόν ἐλεγαν Συχέμ, καί τήν άρπαξε, τήν ἀπήγαγε. Τό ἔμαθαν τ' ἀδέλφια της, καί χωρίς να ρωτήσουν τον πατέρα τους, ἰδίως μάλιστα δύο ἀδέλφια –δέν σᾶς λέω πιό πολλά εἶναι μεγάλη ἱστορία-, πῆγαν καί ἔσφαξαν τόν Συχέμ

καί μαζί ὅλους τούς ἄνδρες τῆς πόλεως, για να πάρουν πίσω τήν ἀδελφή τους. (Βλ. Γέν. κεφ. 34).

   Ἂν ἐκείνη δέν ἦταν περίεργη καί ἄν ὁ Συχέμ δέν ἔβλεπε αὐτήν ὅτι ἦταν ὡραία κοπέλα, θά γινόταν αὐτή ἡ ἱστορία; θά πάθαιναν αὐτό πού ἔπαθαν;

   Καί τέλος, σᾶς θυμίζω τόν Δαβίδ, πού ἔκανε διπλό ἁμάρτημα, φόνο καί μοιχεία, γιατί κάποτε κοίταξε ἀπό την ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο, την Βηρσαβεέ. (Βλ. Α΄ Βασ. κεφ. 11).

   Οπότε βλέπει κανείς πόσο σπουδαῖο πράγμα εἶναι το φύλαγμα τῶν ματιῶν· γι' αὐτό, παιδιά, ἂς προσέχουμε.

   Υπάρχει μία ἔκφραση πού λέει ὅτι ἐκ τοῦ ὁρᾷν τίκτεται τό ἐρᾷν. Ἀπό τά μάτια γεννιέται ὁ ἔρωτας. Τό ὁρᾶν εἶναι ἀπαρέμφατο τοῦ ὁρῶ, βλέπω, καί τό ἐρᾶν εἶναι ἀπαρέμφατο τοῦ ἐρῶμαι, ἐρωτεύομαι. Δηλαδή, μέ τό νά βλέπω, ἐρωτεύομαι. (Βλ. όσ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Γ΄, Ὅτι ἐκ τοῦ ὁρᾷν τίκτεται τὸ ἐρᾷν· καὶ ἀντιστρόφως, σ. 56-58).

   Γι' αὐτό ὁ μέγας Αλέξανδρος, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν νίκησε καί κατέλαβε τούς Πέρσες, τότε, ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ μίλησαν για τον γυναικωνίτη του βασιλέως τῶν Περσῶν, «οὐδὲ προσβλέψαι ἠξίωσε» («Ὁ τῶν Μακεδόνων Αλέξανδρος, τὰς θυγατέρας Δαρείου αἰχμαλώτους λαβών, θαυμαστόν τι οἷον τὸ κάλλος παρέχειν μαρτυρουμένας, οὐδὲ προσιδεῖν ἠξίωσεν, αἰσχρὸν εἶναι, λέγων, τὸν ἄνδρας ἑλόντα, ὑπὸ γυναικῶν ἡττηθῆναι.» (PG 32, 1345). «Αλλ Αλέξανδρος, ὡς ἔοικε τοῦ νικᾶν τοὺς πολεμίους τὸ κρατεῖν ἑαυτοῦ βασιλικώτερον ἡγούμενος, οὔτε τούτων ἔθιγεν, οὔτ᾽ ἄλλην ἔγνω γυναῖκα πρὸ γάμου ... τὰς δ᾽ ἄλλας αἰχμαλώτους ὁρῶν ὁ Αλέξανδρος, κάλλει καὶ μεγέθει διαφερούσας, ἔλεγε παίζων ὡς εἰσὶν ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες, ἀντεπιδεικνύμενος δὲ πρὸς τὴν ἰδέαν τὴν ἐκείνων, τὸ τῆς ἰδίας ἐγκρατείας καὶ σωφροσύνης κάλλος, ὥσπερ ἀψύχους εἰκόνας ἀγαλμάτων παρέπεμπεν» (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος καὶ Καίσαρ, 21.7-11) Βλ. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, Περὶ παρθενίας... PG 96, 245) απαξίωσε να ρίξει οὔτε μιά ματιά!... Δεν θέλησε οὔτε καν να κοιτάξει, γιατί ἀκριβῶς γνώριζε ὅτι μπορούσε νά αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τά μάτια του.

   Γι' αὐτό, παιδιά, η Αγία Γραφή, στο βιβλίο των Παροιμιῶν, μᾶς εἰδοποιεῖ: «οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4, 25), τα μάτια σου νά βλέπουν σωστά.

   Ὁ δέ Ἰώβ μᾶς σημειώνει: «Διαθήκην ἐθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ οὐ μὴ συνήσω ἐπὶ παρθένον» (Ιώβ 31, 1). Εκανα συμφωνία μέ τά μάτια μου, λέει, νά τά προσέχω νά μή κοιτάξουν περίεργα τις νεαρές κοπέλες. Εἴδατε; ἔκανα συμφωνία!

   Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, λέει ὅτι γι' αὐτό ἀκριβῶς ἡ ἴριδα τοῦ ματιοῦ λέγεται κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ –καί κόρη θά πεῖ παρθένος– γιά νά διατηροῦμε τήν κόρη του ματιού μας παρθενική. Θά ἦταν περίεργο, λέει, νά τήν ὀνομάζεις κόρη, δηλαδή παρθένα, καὶ νὰ μὴ βλέπεις παρθενικά, να μή βλέπεις σωστά, να βλέπεις βρώμικα. («Οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀνέπαφον, ἀλλὰ καὶ τὰς βολὰς τῶν ὀ φθαλμῶν, ὡς κόρας διὰ τοῦτο καλοῦμεν, παρθένους εἶναι χρή, καὶ μὴ πιστεύειν αὐταῖς ἀναισχύντως καὶ ἀκρατῶς ἐστιάσθαι τοῖς ἀλλοτρίοις κάλλεσιν, ἵνα μὴ ἀπὸ τῆς θέας ἐπὶ τὴν πρᾶξιν παιδαγωγηθῶσιν.» (Παύλω πρεσβυτέρω, Βιβλ. Ε΄, ΜΕ, PG 78, 1353BC). «Αἱ κόραι αἱ εἴσω τῶν ὀφθαλμῶν, καθάπερ παρθένοι ἐν θαλάμοις ἱδρυμέναι καὶ τοῖς βλεφάροις καθάπερ παραπετάσμασι κεκαλυμμέναι, δίκαιαι ἂν εἶεν ὑπὸ σώφρονος λογισμοῦ ἐπιτροπεύεσθαι, ἵνα ἐρυθριῶσι μὲν ἀεὶ καὶ αἰσχύνωνται ἃ δεῖ. Εἰ γὰρ τοῦτο δράσαιεν, φυλάξαιεν ἀληθῶς τὸ πρέπον παρθένοις· εἰ δὲ ἀκρατῶς καὶ ἀναισχύντως καθορῷεν, κύνες ἀντὶ παρθένων εὑρεθήσονται, τοῖς ἀλλοτρίοις κάλλεσιν ἐπιλυττῶσαι.» (Ηλία διακόνῳ, Βιβλ. Ε΄, PMG, PG 78, 1412C)

   Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς εἰδοποιεῖ καί μᾶς λέει: «Μὴ συναρπασθῇς σοῖς βλεφάροις, εἰ δυνατόν, μέχρι καὶ παροράματος. (Λόγος ΜΔ', Εἰς τὴν καινὴν Κυριακήν, Ϛ', PG 36, 613BC). Μή παρασυρθεῖς ἀπὸ τὰ μάτια σου, οὔτε καί μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου, ἂν εἶναι δυνατόν. Αὐτό εἶναι τό παρόραμα· ἡ ἄκρη τοῦ ματιού μου κάτι να πάρει.

   Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει τό ἁπλῶς ὁρᾶν, νὰ βλέπω ἁπλᾶ, ὑπάρχει τό ἑκατέρωθεν καί περιἔργως ὁρᾶν, να βλέπω ἀπό ἐδῶ κι ἀπό ἐκεῖ μέ περιέργεια, υπάρχει καί τό παρορᾶν, να βλέπω κάπως πλάγια, δηλαδή νά μήν προσέχω μέν, ἀλλά κάτι νά ἁρπάζω.

Πολλές φορές το κάνουμε κι αὐτό.

   Τί πρέπει να κάνουμε;

   Ὅπως θά ξέρετε, τα μάτια μας πολλές φορές μᾶς προδίδουν. Τα μάτια, μέσα στήν ἡμέρα πού κινούμαστε, φωτογραφίζουν χιλιάδες εικόνες. Κινοῦνται ἐλεύθερα τά μάτια. Αλλά, ἀφοῦ κινοῦνται ἐλεύθερα, καί δεν ξέρουμε πάντοτε τί θά δοῦμε, καί πολλές φορές τά μάτια μπορεῖ νά προδώσουν τόν νοῦ μας, θα πρέπει να προσέχει ἡ καρδιά. Γι' αυτό λέει ἡ Ἁγία Γραφή «πάση φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν» (Παροιμ. 4, 23). με κάθε τρόπο φύλαγε τήν καρδιά σου. Ναί. Μπορεί βεβαίως κάτι νά εἶδες, ὄχι γυρεύοντάς το, ἀλλά ἄθελά σου· αὐτό ὅμως πού εἶδες -προσοχή! – πέταξέ το γρήγορα μήν κατέβει στην καρδιά σου, μήν τό καλλιεργήσεις μέσα σου.

   Γι' αὐτό, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, δέν λέει πάσῃ φυλακῇ τήρει σοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλά «πάση φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν» («Τούτου χάριν καὶ ἡ σοφὴ παροιμία οὐ λέγει "πάσῃ φυλακή τήρει τοὺς ὀφθαλμούς", ἀλλὰ "πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν" ἐκείνῃ μάλιστα ἐπιθεῖσα τὴν ἰατρείαν τῆς φυλακῆς, τῇ κεχρημένῃ τοῖς ὀφθαλμοῖς εἰς ἃ βούλεται» (Μεγ. Αθανασίου, Περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμών, PG 28, 877C). Δεν λέει μέ κάθε τρόπο να φυλᾶς τά μάτια σου, γιατί εἶναι ἀδύνατον αὐτό, ἀλλά μέ κάθε τρόπο να φυλᾶς τήν καρδιά σου. Ὥστε ἐκεῖνο πού γιά μιά στιγμή εἶδες –δέν τό παρασκεύασες ἐσύ· τυχαῖο ἦταν– νά μήν κατέβει στην καρδιά σου, νά μή στηθεῖ ἐκεῖ, γιά νά μή σου κάνει κακό.

   Γι' αὐτό πάλι λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Εἴδωλον οὐκ ἔστησα τῆς ἁμαρτίας. Εἴδωλον ἔστης πρᾶξιν ἐκπεφεύγαμεν.» (Εἰς εὐγενὴ δύστροπον, PG 37, 932-933). Δηλαδή, δέν ἔστησα τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Εἴδατε; Τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας! Καί τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας ξέρετε που στήνεται, στην φαντασία.

   Έχασα τό ἀντικείμενο ἀπό τό ὀπτικό μου πεδίο· τό εἶδα, ἔφυγε. Τώρα είμαι μόνος μου, καί στή φαντασία μου κάνω αναπαραγωγή. Για τη φαντασία θα μιλήσουμε προσεχῶς. Κατόπιν αρχίζει να καλλιεργεῖται μέσα μας αὐτό τό κάτι, ἡ καρδιά αρχίζει νά τό ἐπιθυμεῖ, καί ἔτσι ξεκινᾶ ἡ διαδικασία τῆς ἁμαρτίας.

   Ἀλλά δέν ἔστησα, λέει, τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως αὐτό στήθηκε, τότε ἀμέσως παίρνω δρόμο να φύγω, γιά νά μήν κάνω καμμία δοκιμή τῆς ἁμαρτίας· «πεῖραν ἐκπεφεύγαμεν», δηλαδή τήν πράξη τήν ἔχουμε ἀποφύγει. Μή δοκιμάσουμε ἐκεῖνο πού εἴδαμε.

   Προσέξτε: μή δοκιμάσουμε ἐκεῖνο πού εἴδαμε! Εἶδα να καπνίζει ὁ ἄλλος; μή δώσω σημασία. Μήν πάρω κι ἐγώ τό τσιγάρο νά τό καπνίσω. Βεβαίως εἶπα τό πιό τό ἐλαφρύ παράδειγμα, το τσιγάρο· ὑπάρχουν ἄλλα πολύ πιό βαριά.

   Πῶς ἀκόμη μπορῶ νά φυλαχθῶ;

   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ἕναν θαυμάσιο τρόπο ἀκοῦστε τον: «Μὴ τοίνυν μηδὲ ἐνταῦθα τῷ ἄνθει πρόσεχε· ἀλλ᾽ ἐνδότερον διάβηθι τῷ λογισμῷ, καὶ τὸ δέρμα τὸ καλὸν ἐκεῖνο περιελὼν τῷ λογισμῷ, περιεργάζου τὰ ὑπὸ τοῦτο κείμενα.» (Ομιλία Ζ΄, PG 61, 453. Βλ. καί Λόγος ΙΔ΄, Περὶ γυναικῶν καὶ κάλλους, PG 63, 659). Μήν προσέχεις λοιπόν ἐδῶ τό ἄνθος, τήν ἐμφάνισή του, αλλά να προχωρήσεις τόν λογισμό σου στα βαθύτερα, καί ἄν συλλάβεις μέ τόν λογισμό σου τό δέρμα ἐκεῖνο τό ὡραῖο, νά ἐξετάζεις αὐτά πού εἶναι κάτω ἀπό αὐτό.

   Ἐδῶ ἔχουμε τό ἄνθος τῆς νεότητος· πολλές φορές ἔχουμε ὡραῖα πρόσωπα, ὡραία ἐπιδερμίδα, ὡραῖα μάτια, ὡραῖο σῶμα, ἔχουμε ὡραῖα χαρακτηριστικά. Πρόσεξε, λέει· ὅταν δεῖς ἕνα ὡραῖο πρόσωπο και νομίζεις ὅτι αυτό σέ ἐνόχλησε –γιατί, ἐπιτέλους, ὁ Θεός ἔκανε ὡραίους τούς ἀνθρώπους– τότε πρόσεξε! Είπαμε πώς ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως πλέον εἶναι ἐμπαθής· δέν εἶναι ἀπαθής· γι' αυτό πρέπει να προσέξουμε. Θα γυρίσεις τά μάτια σου ἀλλοῦ· δέν θά κοιτάζεις πολύ, γιά νά μήν αἰχμαλωτισθεῖ ἡ καρδιά σου. Ωστόσο, ἄν πάει νά αἰχμαλωτισθεῖ ἡ καρδιά σου, ἂν πειράχτηκες ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδες, τότε, λέει, προσπάθησε να δεις κάτω από τό δέρμα, πού σου φάνηκε πολύ ὡραῖο. Τί θά δεῖς; Θά δεῖς κρέας, λέει, αἷμα, σάρκες... θά δεῖς δηλαδή κάτι πού εἶναι ἄσχημο. Αν δείτε ένα πρόσωπο πολύ ὡραῖο, καί κάποια στιγμή, ἀπό ἕνα ἀτύχημα, τό δεῖτε αἱμόφυρτο καί νά εἶναι κρεμασμένα τά κρέατα ἐπάνω στό πρόσωπο, πῶς θά αἰσθανόσαστε; θα λέγατε τί ὡραῖο πρόσωπο;...

   Λοιπόν, ὅταν βλέπεις ὡραῖο πρόσωπο και νομίζεις ὅτι θά σε πειράξει, κάνε αυτό· νά μεταφέρεις τη σκέψη σου καί νά πεῖς: Τί εἶναι τό ὡραῖο; Χῶμα εἶναι! Ἄν σκαλίσω λίγο πιό μέσα ἀπό τό δέρμα, είναι κάτι ἄσχημο. Ὁ μέγας Βασίλειος λέει πήγαινε κοντά νά δεῖς. Θα λέγαμε σήμερα πάρε ἕναν φακό νά δεῖς. Πόσο ἄσχημο είναι... ἔχει λακκούβες τό δέρμα! Αυτό λοιπόν εἶναι πού σέ ἔκανε νά ἐρωτευτείς;... Ἄν ἔχουμε αυτήν τήν εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, τότε θά ἀποφύγουμε τούς πειρασμούς.

   Ὅμως, ἀφοῦ καλούμαστε να φυλάξουμε τα μάτια μας, παιδιά, σύμφωνα μ' αὐτά πού εἴπαμε, σᾶς ἐρωτῶ: Τί θά εἴχαμε νά ποῦμε γιά ὅλα ἐκεῖνα τά διεφθαρμένα ἀνήθικα περιοδικά, μέ τίς βρώμικες φωτογραφίες, πού πολλές φορές τὰ ἀγοράζουμε γιά νά τά δοῦμε; Τί θα εἴχαμε ἀκόμη νά ποῦμε γιά τίς εικόνες του κινηματογράφους ἤ γιά τίς εἰκόνες τῆς τηλεοράσεως; μάλιστα καί πληρώνουμε γιά νά δοῦμε τίς εἰκόνες αυτές! Κι όμως, παιδιά, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μας λέει πρόσεχε τα μάτια σου, πρόσεχε μή σε προδώσουν! Σημαίνει λοιπόν ὅτι, πράγματι, πρέπει να προσέχουμε.

   Θά σᾶς συνιστοῦσα, ἐάν δέν ἔχετε τηλεόραση στο σπίτι σας –εἶναι κάτι πού τό λέω μερικά χρόνια τώρα- μή ἐπιμένετε στούς γονεῖς σας νά ἀγοράσουν. Εάν τό σπίτι σας δέν ἔχει τηλεόραση, μήν πηγαίνετε να βλέπετε σέ ἕνα γειτονικό ή συγγενικό σπίτι. Ἐάν ὅμως τό σπίτι σας ἔχει τηλεόραση, καί μέ βάση αὐτά πού ἀκούσατε σήμερα, ὅτι πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ τις αἰσθήσεις μας, καί μάλιστα τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, τότε θά πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί σ' αὐτό τό διεφθαρμένο κουτί που λέγεται τηλεόραση καί νά μή βλέπουμε ἀδιάκριτα.

   Θά μοῦ πεῖτε πώς χρειάζεται πολύ ισχυρή θέληση, ὅταν σήμερα δέν ὑπάρχει σχεδόν σπίτι χωρίς τηλεόραση, καί ὁ πειρασμός είναι πολύ μεγάλος. Ρίχνει κανείς μιά ματιά ἐπάνω στις ταράτσες τῶν πολυκατοικιῶν καί βλέπει τό δάσος τῶν κεραιῶν τῆς τηλεοράσεως! Αὐτά δέν εἶναι παρά τά τεχνικά ἐκεῖνα μάτια, πού κατεβάζουν τίς βρώμικες εικόνες μέσα στα διαμερίσματα, και οἱ ἄνθρωποι βλέπουν στήν ὀθόνη τῶν τηλεοράσεών τους ὅ,τι βρώμικο, γιά νά τό ἀναπαράγουν κατόπιν στη φαντασία τους και να πέφτουν στήν ἁμαρτία. (Πρώτη ή Αποκάλυψις, στο 11ο κεφάλαιο, ἐδῶ καί 1900 χρόνια, υπαινίσσεται την τηλεόραση. Αλλά καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰττωλός μίλησε γι' αυτήν, ἐδῶ καί 250 χρόνια, με δύο προφητείες. Ἡ πρώτη: Θα βγεῖ ἕνα μαγικό κουτί πού θά τρελλάνει τόν κόσμο! Καί ἡ δεύτερη: Θά 'ρθεῖ καιρός πού μέσα στα σπίτια θα μπεῖ ὁ καταραμένος διάβολος, καὶ τὰ κέρατά του θά εἶναι στα κεραμίδια! Προφανῶς ὁ Ἅγιος δὲν κατηγορούσε την τηλεόραση καθεαυτήν, ὡς ἕνα καταπληκτικό επίτευγμα, ἀλλά τήν κακή χρήση της, γιά ὅ,τι κακό σήμερα προβάλλεται ἀπ' αὐτήν.)

   Ἐσεῖς πείτε: Δεν θέλω να δω τηλεόραση!... Ακούστε το, ἄν πραγματικά καί σοβαρά σκέπτεστε να έχετε μια καθαρή καρδιά. Σας βεβαιώνω ὅτι εἶναι ἀδύνατον, μὰ ἀδύνατον νά ἔχουμε καθαρότητα καρδιάς, ἄν ἔχουμε πλάι μας ένα κουτί τηλεοράσεως. Εἶναι ἀδύνατον...Ἐάν λοιπόν πραγματικά θέλετε νά ἔχετε καθαρότητα καρδιᾶς –γιατί ἀπό τήν ὅραση ξεκινάει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς–, μή βλέπετε τηλεόραση. Σᾶς τό λέω μέ κάθε συνέπεια και με κάθε ευθύνη αυτό.

   Ἔτσι, θα κλείσουμε το σημερινό μας μάθημα, παιδιά, στό ὁποῖο εἶδαμε πῶς ἡ Εὐα, αλλά κι ὁ Ἀδάμ στη συνέχεια, εἶδαν ἐμπαθῶς τόν καρπό, πῶς ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως διεστράφη, ὕστερα ἀπό τή διαφθορά του νοῦ, πού πίστεψε στην ισοθεία, καί πῶς τελικά αποφά σισαν ν' απλώσουν το χέρι να δοκιμάσουν τον καρπό πού ὁ Θεός εἶπε νά μή δοκιμάσουν.

   Ὁ σοφός Σειράχ, σέ μιά πολύ μικρή ἀλλά καί πολύ ωραία προσευχή του, μᾶς λέει: «Κύριε, πάτερ καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου, μετεωρισμὸν ὀφθαλμῶν μὴ δῷς μοι καὶ ἐπιθυμίαν ἀπόστρεψον ἀπ' ἐμοῦ.» (Σοφ. Σειράχ 23, 4-5). Δηλαδή: Κύριε, Πατέρα και Θεέ τῆς ζωῆς μου, μήν ἐπιτρέψεις να ἔχω μετεωρισμό τῶν ματιῶν μου, καί διῶξε μακριά ἀπό μένα κάθε ἐπιθυμία. Μετεωρισμός εἶναι νά γυρίζουν ἀνεξέλεγκτα τά μάτια δεξιά καί ἀριστερά, καί νά βλέπουν ὅ,τι βρεθεί μπροστά τους. Ἄν λοιπόν ὑποτεθεῖ ὅτι εἴδαμε κάποια εἰκόνα ἄσχημη, παρακαλοῦμε να φύγει μακριά μας, μαζί μέ κάθε ἐπιθυμία κακή πού τυχόν δημιουργήθηκε μέσα μας ἀπό αὐτήν τήν εἰκόνα. Αὐτό εἶναι σύμφωνο μ' ἐκεῖνο τό «πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν».

   Ἔχοντας λοιπόν αυτά ὑπ' ὄψιν, παιδιά, ἄς προσέχουμε πολύ τα μάτια μας. Θα συνεχίσουμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή, πρῶτα ὁ Θεός.

Κυριακή, 7 Οκτωβρίου 1984


50η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.