16 Νοεμβρίου 2024

Ἡ διαδικασία τῆς ἁμαρτίας. Τα πάθη (Α΄).

†.Εκείνη τήν κρίσιμη στιγμή, παιδιά, πού οἱ πρωτόπλαστοι ἀποφάσισαν να παραβοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἱκανοποιήσουν το δικό τους θέλημα, πού ἤδη συντονίστηκε μέ τό θέλημα τοῦ σατανᾶ, δημιουργήθηκε στήν ψυχή τους ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο, στά ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα, το στοιχεῖο τοῦ πάθους· τό πάθος.

   Εἶναι γνωστό ὅτι εὐθύς μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἔμεινε ὡς μόνιμη πλέον κατάσταση σε ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ ἡ κλίση πρός τό κακό. Εἶναι αὐτό πού λέμε προπατορικό ἁμάρτημα, πού ἐμφανίζεται ὡς κλίση, ὡς ροπή, σέ ὅλους μας. Τό λέει ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεός αυτό στο βιβλίο τῆς Γενέσεως, στο 6ο κεφάλαιο, στον 5ο στίχο, ὅταν ἤδη, στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, εἶχαν ὅλοι ἐξαχρειωθεῖ. Σημειώνει ἐκεῖ ὁ Θεός, διά τοῦ θεοπνεύστου Μωυσέως: «Ἰδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπῶν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας».

   Εἶδε, λέει, ὁ Θεός ὅτι πληθύνθηκαν οἱ κακίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στή γῆ, καί ὁ καθένας διανοεῖται καθημερινά μέσα στην ψυχή του τήν πονηριά μέ πολλή ἐπιμέλεια.

   Ὥστε, πράγματι, ἕνα κουσούρι –νά τό πῶ ἔτσι, ἁπλοελληνικά– πού ἔμεινε πλάι στήν ἐνοχή τῶν πρωτοπλάστων καί τῶν ἀπογόνων τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αυτό, αὐτή ἡ ροπή, αὐτή ἡ κλίση προς το κακό.

   Γι' αυτό βλέπουμε ἀκόμη καί μικρά παιδάκια, ἀπό τήν κούνια τους μικρά παιδιά, τά βλέπουμε νά εἶναι θηριάκια! Βλέπουμε το μικρό παιδί νά εἶναι ἕνα μικρό θηρίο, δηλαδή νά ἔχει ἕναν ἀτομισμό καί ἕναν εγωισμό... ἄλλο πράγμα! Ὅταν τό μικρό παιδί ἀντιληφθεί ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἄλλο παιδάκι ἀντίζηλος, πού μπορεί κάποιοι νά τοῦ ἔχουν δώσει κάτι, αυτό θα ζηλέψει, θα πάει νά τοῦ βγάλει τα μάτια... μέ κάθε τρόπο θα προσπαθήσει νά ἐπικρατήσει!

   Θά ἀναρρωτιόταν κανείς: Μήπως τό μικρό παιδί εἶδε κάποιο κακό παράδειγμα;

   Βεβαίως, παιδιά, τό κακό απλώνεται καί ἐκ τοῦ παραδείγματος· ἀλλά τό κακό είναι πιά φωλιασμένο μέσα σ' αὐτή τήν ύπαρξή μας, το κακό ἔγινε συμφυές, δηλαδή υπάρχει μαζί μέ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, αὐτή ἡ κλίση πρός τό κακό βεβαίως δέν εἶναι ἐκ κατασκευῆς, ἀλλά ἐπίκτητη, καί δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ψυχῆς καί σώματος. Θα λέγαμε ὅτι τό κακό έχει γίνει μια δευτέρα φύσις στόν ἄνθρωπο.

   Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέει: «Τὸ κακόν, οὔτε ἐν φύσει ἐστίν, οὔτε μὴν ἐν φύσει τίς ἐστι κακός· κακὸν γάρ τι ὁ Θεὸς οὐκ ἐποίησεν» (Φιλοκαλία, Α' Τόμ. Λόγος ἀσκητικός γ΄, ἐκδ. Παναγιώτου Αθ. Τζελάτη, Ἀθῆναι 1893, σ. 141). Το κακό δέν εἶναι οὔτε φυσικό, οὔτε κανείς εἶναι ἐκ κατασκευῆς κακός, διότι τίποτα κακό δεν δημιούργησε ὁ Θεός. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός δέν δημιούργησε το κακό, προφανῶς αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει. Αν υπάρχει, πρέπει να αναζητήσουμε κάπου άλλου τήν αἰτία του. 

   Όταν λοιπόν λέμε κλίση προς το κακό, τό ἐπαναλαμβάνω, δέν εἶναι αὐτή ἡ κλίση οὔτε στην ουσία του ἀνθρώπου οὔτε στην κατασκευή του. Αὐτό νά τό θυμόμαστε καί νά τό γνωρίζουμε πολύ καλά. Γιατί; Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι δημιουργός τοῦ κακοῦ, ὁλοτελῶς!

   Γι' αυτό ποτέ κανείς νά μήν πεῖ αὐτήν τή συνηθισμένη κουβέντα πού ἀκοῦμε, ὅτι ἐγώ ἔτσι γεννήθηκα, αὐτή εἶναι ἡ φύση μου. Γιατί, ἄνθρωπε, εἶσαι θυμώδης; Ετσι γεννήθηκα λέει! Γιατί είσαι τέτοιος τύπος; Γιατί αὐτή εἶναι ἡ φύση μου!

   Πολλές φορές τό προβάλλουν αυτό οἱ ἄνθρωποι, γιατί θέλουν βεβαίως να δικαιολογηθοῦν, ἐνῶ στήν πραγματικότητα είναι αδικαιολόγητοι. Διότι, ἁπλούστατα, ἐάν παρουσιάζει κανείς κάτι κακό, αυτό εἴτε εἶναι κληρονομικό από τους γονεῖς του –καθώς αὐτή ἡ κλίση, ή ροπή, κληροδοτεῖται στούς ἀπογόνους, πού βεβαίως μποροῦμε νά θεραπεύσουμε, ὅπως θὰ δοῦμε πιό κάτω– εἴτε ἀκόμη εἶναι ἐπίκτητο, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀπέκτησε μέ τόν τρόπο πού ζεί.

   Πάντως ὅ,τι καί νά εἶναι, ὅπως καί νά εἶναι, εἴτε ἐπίκτητες εἶναι αὐτές οἱ καταστάσεις εἴτε κληρονομικές προδιαθέσεις, τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρά ταῦτα, μπορεῖ νά ἐπιτύχει πολλά πράγματα· διότι, στο τέλος-τέλος, διασώζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πράγματι μπορεῖ νά διορθώσει πολλά.

   Ποῦ εἶναι λοιπόν τό κακό, αυτό πού τό κληρονομοῦμε ἀπό τούς προγόνους μας; Τό κακό, εἴπαμε, δέν ὑπάρχει στην ουσία οὔτε στήν κατασκευή, αλλά, ὅπως λέει πάλι ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς καρδίας», στήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ἐκεῖ εἶναι το κακό, «καὶ μόνον ἐν τῷ πράττεσθαι» (Βλ. Φιλοκαλία, Α΄ Τόμ. Λόγος ἀσκητικός γ΄, ἐκδ. Παναγιώτου Αθ. Τζελάτη, Ἀθῆναι 1893, σ. 141). Δηλαδή είναι στην προαίρεση, σ' αὐτό πού λέμε θέλω ἤ δέν θέλω, κι ἀκόμη στην πράξη. Ὅταν δηλαδή ἐπιτελῶ μία κακή πράξη, τό κακό είναι στην πράξη, καί ὄχι στην ουσία μου οὔτε στήν κατασκευή μου –τό εἶπα τρεῖς φορές. Ἄρα τό κακό είναι μία κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, δέν εἶναι δικό μου, εἶναι παρείσακτο, καί ἄρα είναι μία νόσος, μιά αρρώστια τῆς ὑπάρξεως.

   Ἐρχόμαστε ἔτσι να ρωτήσουμε: Τί εἶναι λοιπόν τό πάθος; Τί εἶναι τά πάθη, αὐτά πού λέμε ὅτι μαστίζουν τόν ἄνθρωπο; Το πάθος εἶναι τό τελευταῖο σκαλοπάτι μιᾶς διαδικασίας που συμβαίνει μέσα στην ψυχή. Αυτό τό ἐνυπάρχον κακό, ὡς ἀφετηρία, είναι το ξεκίνημα, ὥστε νά φθάσει κανείς σ' ἕνα τελευταῖο σκαλοπάτι, ἀφοῦ θά ἔχει γίνει αυτή η διαδικασία μέσα στην ψυχή. Καί τό τελευταῖο αὐτό σκαλοπάτι είναι αυτό ἀκριβῶς πού λέμε πάθος.

   Αλλά ας τα πάρουμε μέ τή σειρά. Ας δοῦμε πῶς ξεκινάει το αμάρτημα και γίνεται πάθος, όπως μας εξηγεῖ ὡραιότατα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

   Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους, παιδιά. Έχει πολλή σημασία. Διότι οἱ πρωτόπλαστοι δέν εἶχαν καμμία ἁμαρτία· πολύ δέ παραπάνω δέν είχαν κανένα πάθος. Ἔτσι, ὅταν  ξεκινοῦν, ὅπως σας είπα στην αρχή, καί ἀποφασίζουν να παραβούν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ γίνεται μια ἁμαρτία. Αὐτή ἡ ἁμαρτία, επαναλαμβανόμενη και χρονίζουσα, ὅπως θὰ δοῦμε λίγο πιο κάτω, φθάνει να γίνει πάθος.

   Ἀλλά ἂς δοῦμε τώρα τί διαδικασία μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Σᾶς ἐξήγησα ὅτι θά χρησιμοποιήσουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.

   Πρῶτο σημεῖο· εἶναι ἡ προσβολή.

   Λέει γι' αυτήν: «Καὶ προσβολὴ μέν ἐστιν ἡ ἁπλῶς γινομένη παρὰ τοῦ ἐχθροῦ ὑπόμνησις· οἷον ποίησον τόδε ἢ τόδε. Ὡς ἐπὶ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἡμῶν, Εἰπέ, ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. Τοῦτο, ὡς εἴρηται, οὐκ ἐφ' ἡμῖν ἐστι.» (Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικών, σ. 235). Δηλαδή: Καί προσβολή μέν είναι αὐτή πού γίνεται ἁπλῶς ἀπό τόν ἐχθρό, τόν διάβολο, ὡς ὑπόμνηση, πού λέει κάνε αὐτό ἢ ἐκεῖνο, ὅπως ἔγινε καί μέ τόν Κύριο καί Θεό μας, πού τοῦ εἶπε Πές να γίνουν αὐτές οἱ πέτρες ἄρτοι. (Ματθ. 4, 3) Αὐτό δέν προέρχεται από ἐμᾶς.

   Τί εἶναι ἡ προσβολή λοιπόν; Εἶναι τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἁμαρτίας, χωρίς όμως νά εἶναι ἁμαρτία. Δέν ἀποτελεῖ ἁμαρτία ή προσβολή, αλλά ἁπλῶς μία ύπόμνηση ἐκ μέρους τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου.

   Πρέπει νά σᾶς πῶ ἐδῶ ὅτι οἱ πηγές τοῦ κακοῦ κατέληξαν να είναι τρεις: ο διάβολος, ο κόσμος –που «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ιωάν. 5, 19), ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης– καί ἡ διεφθαρμένη μας φύση. Μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ἢ ὁ διάβολος νά μήν μᾶς ὑποβάλλουν κάποια ἁμαρτία, κάποιο πειρασμό, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι –πού διαθέτουμε διεφθαρμένη φύση– μπορεῖ νά γινόμαστε πηγή ύποβολῶν τοῦ κακοῦ. (Πρβλ. Ματθ. 15, 18-19)

   Δέν τό ἐξετάζω ὅμως αὐτή τή στιγμή αυτό, ούτε θά τό ἀναλύσω περισσότερο, παρά μόνο σᾶς λέω ὅτι ὅταν δεχθοῦμε μία προσβολή, αδιάφορο από ποῦ, ἡ προσβολή αὐτή εἶναι το πρώτο σκαλοπάτι τῆς ἁμαρτίας, χωρίς νά εἶναι ἁμαρτία· ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς νά καταλήξει σέ ἁμαρτία. Την προσβολή τή δεχόμαστε εἴτε ἀπό τόν διάβολο εἴτε ἀπό τόν κόσμο εἴτε ἀπό τόν διεφθαρμένο ἑαυτό μας, αλλά καί ἀπό τό υποσυνείδητό μας, πού εἶναι χῶρος περιέργων καταστάσεων. Διότι, ὅπως ή φαντασία δημιουργήθηκε λίγο πριν πέσουν οἱ πρωτόπλαστοι για πρώτη φορά, ἔτσι καί τό υποσυνείδητο –πού δέν ὑπῆρχε πρῶτα στούς πρωτοπλάστους– δημιουργήθηκε μόλις ἔπεσαν. Αὐτά ὅμως θά τά δοῦμε λίγο πιό κάτω, ἄλλη φορά.

   Ἡ προσβολή ἔρχεται ἀπό τόν εχθρό νά μᾶς ὑπενθυμίσει κάτι, νά μᾶς πεῖ κάτι, νά μᾶς ὑποβάλει κάτι, να μᾶς πεῖ κάνε αὐτό ἤ κάνε ἐκεῖνο. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέχθηκε προσβολή ἐκ μέρους τοῦ πειρασμοῦ, ἐπειδή ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος.

   Για σκεφτείτε –είναι κάτι ακατανόητο– ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός του παντός, γίνεται τώρα ἀντικείμενο πειρασμοῦ ἐκ μέρους τοῦ σατανά... ὁ ὁποῖος βεβαίως δέν μποροῦσε νά βλέπει τόν Θεό Λόγο, τή θεότητά Του, παρά ἔβλεπε μόνο τήν ἀνθρώπινη φύση Του. (Πρβλ. Ἰωάν. 1, 18. Α΄ Ἰωάν. 4, 12)

   Ἔτσι, γράφει ἐκεῖ τό ἱερό κείμενο στο Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς «ἀνήχθη ὑπὸ τοῦ Πνεύματτος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Ματθ. 4, 1), ὁδηγήθηκε από τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ἔρημο γιά νά πειρασθεῖ ἀπό τόν διάβολο. Φαίνεται περίεργο αὐτό. Θά σᾶς τό ἐξηγήσω μέ δύο μόνο λόγια. 

   Στον παράδεισο ήταν οἱ πρωτόπλαστοι –γιά τούς ὁποίους τόσος λόγος ἔχουν γίνει καί τόσα μαθήματα, ἐπειδή ἀποτελοῦν ἕνα ὑπόδειγμα καταστάσεων– και ἦρθε καί τούς βρῆκε ἐκεῖ ὁ διάβολος. Ὁ παράδεισος πλέον ἔγινε ἔρημος· αλλά τώρα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν Ἰησοῦ στήν ἔρημο. Δέν εἶναι πιά ὁ παράδεισος· εἶναι ἡ ἔρημος. Ἐκεῖ λοιπόν, στήν ἔρημο, δέν πηγαίνει ὁ διάβολος νά βρεῖ τόν Ἰησοῦ, ἀλλά πηγαίνει ὁ Ἰησοῦς νά βρεῖ τόν διάβολο· γίνεται δηλαδή μία ἀντίστροφη κίνηση. Ὁ παλαιός Ἀδάμ δέχθηκε τόν διάβολο· ὁ νέος Ἀδάμ πηγαίνει να συναντήσει τον διάβολο. Θά σᾶς τό ἐξηγήσω μ' ἕνα απλό παράδειγμα.

   Ἕνα μικρό παιδί τρώει ξύλο από ἕνα μεγάλο παιδί, κάπου στο σχολεῖο, στον δρόμο, στη γειτονιά. Τό μικρό παιδί τρέχει στο σπίτι του κλαίγοντας, ὅτι ἔφαγε ξύλο ἀπό τό τάδε μεγάλο παιδί. Και βγαίνει τώρα ὁ πατέρας να δείρει τό παιδί πού ἔδειρε τό παιδί του. Δηλαδή ὁ πατέρας πηγαίνει γυρεύοντας τώρα να βρεῖ ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού κακοποίησε το παιδί του.

   Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός ἦρθε να συναντήσει τόν διάβολο, να παλέψει μαζί του· ἀλλά θά τόν συναντοῦσε μέ ἕναν τρόπο δόλιο! Μή σᾶς φαίνεται παράξενη ἡ λέξη δόλιο. Δόλο δέν χρημιμοποίησε ὁ διάβολος στούς πρωτοπλάστους; δόλο λοιπόν θα χρησιμοποιήσει καί ὁ Χριστός. Ποῦ εἶναι ὁ δόλος; Ὁ δόλος εἶναι στὸ ἑξῆς σημεῖο· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχει τή θεότητά Του, αλλά δέν φαίνεται· ἔχει ὅμως καί τήν ἀνθρωπότητά Του, πού φαίνεται. Αλλά τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση, πού εἶναι ἀναμάρτητη, τελικά θα νικήσει τον διάβολο. Καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό δόλωμα για τόν διάβολο, πού θά ἔρθει νά Τόν πειράξει. Ἀλλά ὁ διάβολος τελικά θα νικηθεῖ. Νίκησε τότε τούς πρωτοπλάστους, τόν πρῶτο Ἀδάμ, αλλά τώρα θα νικηθεῖ ἀπό τόν δεύτερο Αδάμ.

   Γιατί ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ λέγεται δόλωμα; Ωραιότατα, πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας παρομοιάζουν τήν ὅλη υπόθεση ὡς ἑξῆς· λένε ὅτι ὁ δεύτερος Ἀδάμ χρησιμοποίησε τή θεότητά Του ὡς ἄγκιστρο, καί τήν ἀνθρώπινη φύση Του ως δόλωμα. Ἦρθε λοιπόν ὁ διάβολος να φάει τό δόλωμα, νά πειράξει τόν Ἰησοῦ, τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, καί ἀγκιστρώθηκε ἀπό τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ· τήν ἔπαθε! Αυτό δέ κυριολεκτικά συνέβη ὅταν ὁ Χριστός κατέβηκε στον Αδη. Ἐκεῖ κατέβηκε ἡ ἀνθρώπινη ψυχή του, έννωμένη πάντοτε μέ τή θεότητά Του. Νόμισε ὁ διάβολος ὅτι κέρδισε τόν Ἰησοῦ καί χάρηκε. Αλλά ἔβλεπε μόνο το δόλωμα· δέν ἔβλεπε το άγκιστρο. Και όταν ή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνωμένη πάντα μέ τήν ἀνθρώπινη ψυχή Του, κατέβηκε στον Ἅδη, τότε ἀχρήστευσε τόν Ἅδη καί πῆρε τούς δικαίους ἀπό ἐκεῖ. Εἰναι κάτι τό καταπληκτικό! («Καὶ τούτου χάριν τὸ τῆς σαρκὸς δέλεαρ περιχανὼν τῷ τῆς θεότητος ἀγκίστρῳ περιεπάρη καὶ οὕτως ἤχθη ὁ δράκων διὰ τοῦ ἀγκίστρου, καθώς φησιν τῷ Ἰὼβ ὁ προαναφωνήσας δι᾿ ἑαυτοῦ τὸ ἐσόμενον, λέγων ὅτι "ἄξεις τὸν δράκοντα ἐν ἀγκίστρω» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, ΕΠΕ 103, 10, 454. Βλ. Ιώβ 40, 25). «Προγινώσκων οὖν πάλιν ὁ σοφὸς Θεὸς ὅτι οὐκ ἠδύνατο μόνη ἡ ἀνθρωπότης νικήσαι χωρὶς τῆς θεότητος, ἐκρύβη ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ ἡ θεότης, ὅπως ὁ διάβολος, θεωρῶν τὴν σάρκα, καὶ μὴ γινώσκων ὅτι ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ ἡ θεότης ἐστὶ κεκρυμμένη, προσέλθῃ καὶ προσπαλαίσῃ τῷ Χριστῷ, καὶ οὕτως νικηθῇ ὑπὸ τῆς κεκρυμμένης θεότητος. Ωσπερ γὰρ ὁ ἁλιεύς, βουλόμενος κυνηγῆσαι ἰχθύν, οὐ γυμνὸν τὸ ἄγκιστρον βάλλει εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ᾽ ἐνδύει ἔξωθεν σκώληκα δόλῳ τὸ ἄγκιστρον, καὶ οὕτως ῥίπτει αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν ἐνδεδυμένον τὸν σκώληκα... Θεωρήσας οὖν ὁ διάβολος ἔξωθεν τὸ ἀνθρώπινον καὶ μὴ νοήσας τὴν ἐν αὐτῷ ἔσωθεν ἐγκεκρυμμένην θεότητα, ἐπλανήθη, καὶ προσελθὼν τῇ ἀνθρωπότητι, ἐκρατήθη ὑπὸ τοῦ ἀνεικάστου καὶ ἀκατανικήτου ἀγκίστρου τῆς θεότητος· καὶ οὕτως ἐνικήθη ὁ μέγας δράκων διάβολος.» (Αγ. Αθανασίου, Ερωτήσεις, ιη', PG 28, 793ABC). Βλ. καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος: «Ὁ ᾅδης ἐπικράνθη. Συναντήσας σοι κάτω ἐπικράνθη· καὶ γὰρ καθηρέθη· ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ· ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νίκος;...» (PG 59, 723-724). Πρβλ. Ήσ. 14, 9. Α' Κορ. 15, 55)

   Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι ὁ Χριστός δέχεται μία προσβολή στήν ἔρημο. Ποιά ήταν αυτή ή προσβολή; Οι γνωστοί τρεῖς πειρασμοί, τούς ὁποίους θά δοῦμε λίγο πιο κάτω. Ὁ Χριστός αντέκρουσε τούς πειρασμούς· τούς ἀντέκρουσε ὡς προσβολή, καί προφανῶς δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία.

   Συμπέρασμα. Τό πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας, πού ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω, ἔρχεται ὡς προσβολή. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ αὐτό πού τοῦ ὑποβάλλεται, δέν ἁμαρτάνει.

   Ξέρετε πόση ἀξία ἔχει αὐτό; Εἶναι πάρα πολλοί ἄνθρωποι αὐτοί πού αἰσθάνονται πολύ άσχημα μέσατους ὅταν ἔρχονται λογισμοί βρώμικοι, περίεργοι, παράξενοι· καί λένε: Εγώ πρέπει νά εἶμαι πάρα πολύ άμαρτωλός ἄνθρωπος... Ὄχι, δέν εἶσαι· αὐτά εἶναι ὑποβολές, αὐτά εἶναι προσβολές. Μή φοβᾶσαι· δέν εἶσαιτόσο ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ὅσο θά πίστευες. Διότι γιά ἐκεῖνα πού σοῦ ἔρχονται στο μυαλό, ἐνῶ ἐσύ δέν τά θέλεις –προσέξτε, δέν θέλεις!–, δέν εἶσαι ὑπεύθυνος· καί ἔτσι προσπάθησε να ησυχάσεις καί νά ἠρεμήσεις.

   Νά πῶς τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τοῦτο, ὡς εἴρηται, οὐκ ἐφ' ἡμῖν ἐστι» (Στό Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικών, Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 235, καί PG 95, 93). Τοῦτο, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, δέν εἶναι ἀπό μέσα μας, δέν ἔχουμε καμμία ευθύνη ἐμεῖς. 

   Δεύτερο στάδιο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ συνδυασμός. Εἶναι μιά διαδικασία, ὥσπου να φτάσουμε στο πάθος, το τελευταῖο στάδιο. Οἱ λέξεις, οἱ χαρακτηρισμοί, δέν εἶναι δικοί μου· εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

   Τί εἶναι ὁ συνδυασμός; Εἶναι, λέει ὁ ἅγιος πατήρ, «ἡ παραδοχὴ τοῦ ὑποβαλλομένου λογισμοῦ παρὰ τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οἷον μετ' αὐτοῦ μελέτη καὶ ἐνήδονος ὁμιλία ἡ παρὰ τῆς προαιρέσεως ἡμῶν». Δηλαδή συνδυασμός εἶναι ὅταν ἀρχίσει να γίνεται παραδοχή τοῦ λογισμοῦ πού ὑποβάλλεται ἀπό τόν ἐχθρό, καί μάλιστα μελέτη καί ἡδονική συντροφιά μαζί του, ἀπό τή δική μας προαίρεση.

   Ὅταν ἀρχίσει, δηλαδή, να γίνεται μία παραδοχή, να δέχομαι αὐτό πού μοῦ ὑποβλήθηκε. Ὅταν ἀρχίσω ἀκόμη νά τό μελετῶ καί ν᾿ ἀνοίγω διάλογο μαζί μέ τόν διάβολο –εἶδα κάτι, καί μοῦ ἄρεσε– καί μάλιστα όταν δέχομαι εὐχάριστα μία συντροφιά μαζί του καί νιώθω τήν ὑποβολή του εὐχάριστη, ἡδονική. Ὅταν μοῦ ἀρέσει ἐκεῖνο πού εἶδα, ἄκουσα ἤ διάβασα, καί ὑπάρχει, ὅπως σᾶς εἶπα, μία παραδοχή, δηλαδή μία κατάσταση, ὅπως λένε ἄλλοι Πατέρες, ἀποδοχῆς τῆς ἁμαρτίας.

   Από ποῦ ἀρχίζει ἡ ἁμαρτία; Από αὐτό τό σημεῖο. Ὄχι ἀπό τό προηγούμενο, τῆς προσβολῆς, ἀλλά ἀπό αὐτό τό σημεῖο, τοῦ συνδυασμοῦ.

   Τρίτο στάδιο εἶναι ἡ συγκατάθεση.

   Τί εἶναι ἡ συγκατάθεση; Λέει ὁ ἅγιος Πατήρ: «ἡ κατάνευσις πρὸς τὸ πάθος τοῦ λογισμοῦ»· εἶναι ἡ συγκατάθεση πρός τό πάθος τοῦ λογισμοῦ, ἡ συναίνεση, δηλαδή, τό νά πῶ τό ναί. Ναί, τό δέχομαι, ἐντάξει, τελείωσε, πάει. Το δέχομαι.

   Τέταρτο στάδιο εἶναι ἡ πάλη.

   Πάλη εἶναι, ὅπως γράφει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «ἡ ἀντίστασις τοῦ λογισμοῦ, ἡ πρὸς ἀναίρεσιν τοῦ ἐν τῷ λογισμῷ πάθους, ἤτοι τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ, ἢ πρὸς συγκατάθεσιν καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τό δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα δὲ ἀλλήλοις ἀντίκειται». Δηλαδή ἡ ἀντίσταση τοῦ λογισμοῦ γιά τήν ἀναστολή τοῦ πάθους πού εἶναι στον λογισμό, δηλαδή τοῦ ἐμπαθούς λογισμοῦ, ἤ γιά τήν συγκατάθεση, όπως λέει ὁ Ἀπόστολος, γιατί ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ τά ἀντίθετα τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα τά ἀντίθετα τῆς σάρκας, αὐτά δέ εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους. (Βλ. Γαλ. 5, 17)

   Κάποια στιγμή, ἐνῶ εἶπα τό ναί, συνθηκολόγησα μέ τόν ἐχθρό καί τώρα πηγαίνω πρός τήν ἁμαρτία, κάτι μέ ἐνοχλεῖ. Ἂς ποῦμε, εἶδα μία κατάσταση, καί ἀφοῦ τήν ἀποδέχθηκα μέσα μου, θέλω τώρα νά τή βάλω σέ ἐφαρμογή, σε πράξη· ἀλλά... Ὑπάρχουν μερικά αλλά. Αὐτά τά ἀλλά εἶναι μερικά ανασταλτικά στοιχεία. 

   Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἡ συνείδηση· ὕστερα εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ· ὕστερα εἶναι καί μερικά ἄλλα, ὅπως τό γενικό ἦθος που υπάρχει, δηλαδή τί θά πεῖ ἡ κοινωνία, τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ἂν τό μάθει ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου, ἐάν το μάθουν στο σχολεῖο, τί θα γίνει... καί ἔτσι, στήν ἐπιθυμία πού ἤδη ἄρχισε νά ἐγκαθιδρύεται μέσα μου, ἀρχίζω να βάζω σέ ἐφαρμογή τήν ἀναστολή, καί νά λέω ὄχι, δεν πρέπει... δέν πρέπει!

   Πάρτε τήν περίπτωση πού θέλω να κλέψω κάτι. Συμφώνησα μέ τόν ἑαυτό μου, δηλαδή ἀποδέχθηκα τήν ὑποβολή να κλέψω· ἐντάξει. Τώρα ξεκινάω αὐτό νά τό κάνω πράξη, να πάω να κλέψω. Ναί, ἀλλά εἶναι καί ἁμαρτία. Ναί, αλλά εάν μέ πιάσουν; Εάν τό μάθουν οἱ γονεῖς μας; Εάν πάω φυλακή; Ἐάν...; Ἐάν..; Καί τότε αὐτά τά ἐάν δημιουργοῦν μία κατάσταση πού μέ κάνει να παλεύω μέ τήν προηγούμενη συγκατάθεσή μου. Δηλαδή ἐγώ ὁ ἴδιος παλεύω μέ τόν ἑαυτό μου να τό κάνω; ἤ νά μή τό κάνω; 

   Βέβαια, υπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν βιώνουν καθόλου αὐτή τήν πάλη· εἶναι αὐτοί πού λέμε αδίστακτοι ἄνθρωποι. Λέμε πολλές φορές: Μά, καλά, μέσα σου δὲν ἔνιωσες ἕνα κάτι;... Μέσα σου δέν δημιουργήθηκε ένα φρενάρισμα, νά πεῖς: ποῦ πάω; τί πάω να κάνω;... Εγώ τό ἔχω συναντήσει αυτό, καί μάλιστα σέ νέους ἀνθρώπους, πού μέ το παραμικρό, με την πιο μικρή προσβολή, ἀμέσως συγκατατίθενται, καί δέν γίνεται καμμία πάλη μέσα στην ψυχή τους. Καλά, μέ τόση εὐκολία συγκατατέθηκες, χωρίς να κοντοσταθεῖς λιγάκι; Καμμία δυσκολία! Αυτό βέβαια εἶναι θλιβερό· σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή πιά ἔχει πάθει κάτι κακό, ἔχει διαστραφεῖ. Ἂς τό προσέξουμε. Αντίθετα, μια ψυχή που παλεύει, δείχνει ὅτι ἔχει μέσα της υγεία. Καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, νά ἔχει ἡ ψυχή μέσα της υγεία.

   Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἄλλο σημεῖο πού δημιουργεῖ πάλη μέσα στόν ἄνθρωπο· εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι τό πνεῦμα στρέφεται κατά τῆς σάρκας καί ἀντιστρόφως. Αὐτό βέβαια δέν θά τό ἀναλύσουμε, παιδιά, γιατί ἂν ἔπρεπε νά τό κάνουμε αυτό μέ ὅσα συνέβησαν μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, θα βγάζαμε πολλά πράγματα· παίρνω τα κυριότερα. 

   Από τήν στιγμή λοιπόν πού οἱ πρωτόπλαστοι ἔπεσαν στήν ἁμαρτία, στην παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἐπῆλθε μέσα στην ψυχή τους ἕνας διχασμός. Ο διχασμός αυτός ήταν ἠθικός καί ὀντολογικός. Οντολογικός εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός· «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2, 17). Τί εἶναι θάνατος; Εἶναι ὁ χωρισμός ψυχῆς καί σώματος. Τί ὑφίσταται τώρα ἡ ὕπαρξη; Ἕνα χώρισμα, μία διάσπαση·  ἡ ψυχή καί τό σῶμα χωρίζουν. Και ποιός εἶναι ὁ ἠθικός αυτός χωρισμός; Ὁ ἠθικός εἶναι ὅτι ἀρχίζει νά στρέφεται ἡ σάρκα κατά τοῦ πνεύματος καί τό πνεῦμα κατά τῆς σάρκας. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδιανόητο. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει μιά άρμονία, μια συνεργασία ανάμεσα στη σάρκα καί τό πνεύμα. Ἐάν ὑπάρχει τώρα μία αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά τά δύο, αὐτό συμβαίνει γιατί εἶναι καρπός τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, ὅπως σᾶς ἐξήγησα.

   Μάλιστα, ἐδῶ νά κάνω μία παρέκβαση. Ὅλα τά ἀρχαῖα φιλοσοφικά συστήματα, ὅλες οἱ ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἀλλά καί οἱ σύγχρονες φιλοσοφικές κατευθύνσεις πού ὑπάρχουν, τα φιλοσοφικά συστήματα, ἀκόμα καί σύγχρονα, πού ἀγνοοῦν τόν Χριστιανισμό, ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους πάντοτε τόν ἄνθρωπο. Ποιόν ἄνθρωπο ὅμως ἐξετάζουν; Τόν πεπτωκότα, τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Καί προσπαθοῦν νά μάθουν ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί ἰδιότητες ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Αλλά τό ἀντικείμενό τους εἶναι χαλασμένο.

   Θά μοῦ πεῖτε: Κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί δέν παίρνουμε νά ἐξετάσουμε τό ἴδιο ἀντικείμενο, δηλαδή τόν ἄνθρωπο;

   Ναί, ἀλλά ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως. Αλλά το σημαντικότερο εἶναι τό ἑξῆς –σᾶς τό εἶχα πεῖ καί σέ ἕνα παλιό μάθημα, πέρσι, πρόπερσι, δέν θυμᾶμαι– (Βλ. Ἡ Γένεσις, Τόμος Γ΄, Μάθημα 31ο, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2018) ὅτι ἐξετάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Ἔτσι, τό ἀντικείμενο τῆς ἀνθρωπολογικῆς μας μελέτης δέν εἶναι ὁ χαλασμένος ἄνθρωπος, ο πεπτωκός, ἀλλά εἶναι ὁ καινούργιος άνθρωπος, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί ἔτσι μπορούμε να διορθωθοῦμε.

   Τί γίνεται λοιπόν μέ ὅλα τά φιλοσοφικά συστήματτα, παλαιά και σύγχρονα, καί μέ ὅλες τίς θρησκείες, παλαιές και σύγχρονες; Βλέποντας τόν ἄνθρωπο χαλασμένο καί νομίζοντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κατασκευή του, παρατηροῦν νὰ ὑπάρχει μιά ἀντίθεση ανάμεσα στήν ψυχή καί στό σῶμα. Καί πάνω σ' αὐτή τήν ἀντίθεση, τήν σύγκρουση, κινεῖται, παιδιά, σάν σέ ἄλλο ἄξονα,  ὅ,τι συμπέρασμα θα βγάλουμε. Θέλετε ἀκόμη; ὅλη ἡ τέχνη, ὅλη ἡ φιλολογία, ὅ,τι ἐκλεκτό ὑπάρχει ἀπό ἀνθρώπινης παραγωγής, περιστρέφεται γύρω ἀπ' αὐτόν τόν ἄξονα, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει μιά ἀντίθεση ανάμεσα στο πνεῦμα καί τήν ὕλη, στην ψυχή καί τό σῶμα.

   Μάλιστα θά σᾶς πῶ κάτι, πού εἶναι προϊόν αὐτῆς τῆς ὅλης θέσεως. Ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη ὅτι γιά νά γίνει κανείς –παρακαλῶ, προσέξτε αυτό το σημεῖο– καλός λογοτέχνης, να γράψει σπουδαῖα μυθιστορήματα και διηγήματα, πρέπει να ζήσει καταστάσεις βρώμικες, πρέπει να γευθεῖ τή ζωή ὅπως προσφέρεται σε όλο της τό κατακάθι! Γιά νά γίνει μουσικός, τό ἴδιο πράγμα· πρέπει να δοκιμάσεις ὅλα τά τερτίπια τῆς ἁμαρτίας... –νά μή σᾶς τά λέω καί βρωμίζω τ' αυτιά σας! 

   Ἔτσι, βλέπετε, ὅταν κάποιος ποιητής, καλλιτέχνης ἤ μουσικός εἶναι ἁγνός ἄνθρωπος, ἐπειδή δέν γνώρισε τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, δέν θεωρεῖται ὅτι εἶναι σπουδαῖος. Απεναντίας, βλέπετε τούς λογοτεχνίζοντες πολλές φορές να παίρνουν ὕφος σχετικό, μέ τά μαλλιά τους, μέ τό ντύσιμό τους, μέ τόν τρόπο τους. Μιά τους βλέπετε να καπνίζουν, τήν ἄλλη τούς βλέπετε να έχουν φιλενάδες... μιά τούς βλέπετε να πίνουν ναρκωτικά, τήν ἄλλη νά εἶναι σε κέντρα διαφθορᾶς καί ἁμαρτίας... Ἔτσι, πολλές φορές, σέ ἐκπομπές τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ ραδιοφώνου, προβάλλουν τέτοια πρότυπα, τῶν ὁποίων ἡ ζωή είναι τέτοια καί τέτοια, λέγοντας ότι συχνάζουν σ' ἐκεῖνα τά κέντρα, ὅτι ἔχουν μπερδευτεί μ' ἐκείνους τούς φίλους καί ἐκεῖνες τίς φιλενάδες, ὅτι μ' ἐκεῖνες τίς βρώμικες υποθέσεις ἔχουν ἀνακατευτεί... Καί παρουσιάζουν ὡς πρότυπα αὐτούς τούς τύπους!

   Καταλάβατε γιατί καί ἀπό που ξεκινοῦν ὅλα αὐτά τα πράγματα; Ξεκινοῦν ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀντίθεση ψυχῆς καί σώματος. Ἡ ἀντίθεση ὅμως αὐτή δέν εἶναι ἐκ κατασκευῆς, ἀπό τή φύση μας, αλλά προῆλθε ἀπό ἕνα γεγονός θλιβερό. Αν γιά μιά στιγμή λοιπόν ή σάρκα σου, παιδάκι μου, αἰσθάνεται κάποια ὁρμή πρός τήν ἁμαρτία, ἡ ψυχή σου ὅμως σου λέει ὄχι, δέν τό θέλω αὐτό, βλέπεις νά ὑπάρχει μία ἀντίθεση. Αὐτή ἡ ἀντίθεση εἴπαμε ὅτι ὀφείλεται σ' αὐτόν τόν χωρισμό, σ' αὐτή τήν ἀντιδικία, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ψυχῆς καί σώματος· εἶναι προϊόν τῶν πρωτοπλάστων, τῆς ἁμαρτίας, της πτώσεως. Τότε θα γίνει πάλη, θα παλέψεις, καί ἀναμφίβολα πρέπει να νικήσει τό ἀγαθό, νά νικήσει τό καλό. 

   Μετά τήν πάλη ἔχουμε τήν ἐνέργεια.

   Τί εἶναι ἡ ἐνέργεια; Εἶναι ἡ ἴδια ἡ πράξη πιά. Ἐαν δηλαδή τελικά δεν κατάφερες να νικήσεις κατά τη διάρκεια τῆς πάλης αλλά νικήθηκες, τότε προχωρεῖς στο πέμπτο στάδιο, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια.

   Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Αὕτη ἡ πρᾶξις τοῦ ἐν συγκαταθέσει ἐμπαθούς λογισμοῦ»· αὐτή εἶναι ἡ ἐφαρμογή τοῦ ἐμπαθούς λογισμοῦ πού ἔδωσες την συγκατάθεσή σου. Ὅ,τι σκέφτηκες, ὅ,τι ἀποφάσισες το βάζεις πιά σέ ἐφαρμογή. Εἶναι ἡ πράξη.

   Μετά την πράξη –βλέπετε, δεν τελειώσαμε– εἶναι καί κάτι ἄλλο. Ἡ πράξη θά ἐπαναληφθεῖ, θα γίνει καί δεύτερη φορά. Τη δεύτερη φορά θά εἶναι εὐκολότερη, καί τήν τρίτη φορά ἀκόμη πιό εὔκολη. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι, ὅταν κάποιος έκανε μια ἁμαρτία πέντε, δέκα, εἴκοσι, πενήντα φορές, νά μήν ἔχει πλέον δισταγμό, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, νά μήν ὑπάρχει ἡ πάλη, ἀλλά ἄνετα πλέον νά ἀκολουθεῖ τήν ἁμαρτία· ἄνετα! 

   Θέλετε νά σᾶς πῶ κάτι ἀκόμη; Ένα φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, πού δυστυχῶς εἶναι δυσοίωνο γιά τήν ἐπιβίωσή μας τήν πνευματική, εἶναι τό νά θεωρούμε πιά, αὐτό ἀπό τό ὁποῖο νικηθήκαμε ὅτι εἶναι ἀρετή, ὅτι εἶναι φυσικό πράγμα, ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνεται! Μά στήν ἀρχή, ὅταν τό πρωτόκανες, αναμφισβήτητα είχες ἕνα δισταγμό, μετῆλθες ὅλα τά στάδια πού ἀναφέραμε ἐδῶ· τώρα γιατί ἔφτασες νά λές ὅτι αὐτή ἡ πράξη είναι φυσική;... καί ὄχι μόνο, ἀλλά εἶναι καί ἀρετή;... καί φθάνεις μάλιστα να υποδεικνύεις καί στούς ἄλλους ὅτιπρέπει να κάνουν τό ἴδιο;... Θυμίζει λιγάκι τόν μύθο τοῦ Αἰσώπου μέ τήν κολοβή αλεπού, ὅπως θά ξέρετε. Πῶς φτάσαμε ἐκεῖ; Φτάσαμε, παιδιά, γιατί ἔγινε μία διαστροφή μέσα μας. Εάν, για μιά στιγμή, θα θέλαμε νὰ ἀναστείλουμε ἐκεῖνο πού ἤδη κάνουμε, θά δοῦμε ὅτι δέν μποροῦμε· ἔχει γίνει μία συνήθεια. Αὐτό λοιπόν πού ἔγινε συνήθεια ὡς ἁμαρτία λέγεται πάθος. 

   Καί λέει τώρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τί εἶναι πάθος: «ἡ ὑπὸ τοῦ συνδυασμοῦ ἕξις γινομένη τοῦ παρὰ τοῦ ἐχθροῦ ὑποβαλλομένου πάθους καὶ οἱονεὶ συνεχὴς μελέτη καὶ φαντασία»· εἶναι ἡ συνήθεια πού ἔγινε ἀπό τόν συνδυασμό του πάθους πού ὑποβλήθηκε ἀπό τόν ἐχθρό καί εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, μιά συνεχής μελέτη καί φαντασία.

   Αὐτό εἶναι τό πάθος· εἶναι πιά μιά συνήθεια, τήν ὁποία διαρκῶς μετέρχεσαι, ἔχεις μία συνεχή μελέτη, δηλαδή συνεχῶς τό πράγμα αὐτό τό βάζεις σέ ἐφαρμογή, καί ἔχεις μία διαρκή φαντασία, δηλαδή μία εικόνα μπροστά σου. Ὅπως ὁ μπεκρής, για παράδειγμα, όταν μέθυσε για πρώτη φορά, έκανε μιά ἁμαρτία· ὅταν τό ἐπανέλαβε αυτό δέκα, εἴκοσι, πενήντα φορές, τώρα πιά τοῦ ἔγινε πάθος. Ὁ ἄνθρωπος αυτός τώρα δεν βλέπει μπροστά του παρά τό ποτήρι καί τή μποτίλια μέ τό κρασί! ἔχει δηλαδή μία συνεχή μελέτη καί φαντασία τοῦ ἀντικειμένου του.

   Καί ὅταν χρονίσει καί παραχρονίσει τό πάθος, ἀλλοίμονο, ἔχουμε ἀκόμη ἕνα στάδιο, ἕβδομο, πού λέγεται αἰχμαλωσία.

   Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅτι ἡ αἰχμαλωσία «ἔστι βιαία καὶ ἀκούσιος τῆς καρδίας ἀπαγωγὴ ἀπὸ προλήψεως καὶ μακρᾶς συνηθείας τυραννουμένης». Τί εἶναι αἰχμαλωσία; Εἶναι ἡ βίαιη καί ἡ χωρίς τη θέλησή μας ἁρπαγή τῆς καρδιᾶς πού τυραννιέται ἀπό ἐξάρτηση καί συνήθεια μακράς διαρκείας. Τί εἶναι αἰχμαλωσία; Σέ ἁρπάζει αὐτό τό πάθος, αὐτή ἡ αἰχμαλωσία, ἁρπάζει τήν καρδιά σου, ἀπό μιά συνήθεια πού σέ τυραννᾶ, καί τήν πηγαίνει ὅπου θέλει αὐτό τό πάθος, εἴτε τό θέλεις εἴτε δέν τό θέλεις.

   Αυτά λοιπόν, παιδιά, εἶναι τά στάδια πού μετέρχεται τό κακό που ξεκινά μέσα στον άνθρωπο.

   Τί θα λέγατε ὅμως, συνέβησαν ἄραγε στούς πρωτοπλάστους τα στάδια αυτά, ἂν ὄχι τά δύο τελευταία, το πάθος καί ἡ αἰχμαλωσία, αλλά τουλάχιστον τά πρῶτα; Αναμφισβήτητα, ναί. Συνέβη προσβολή; Βεβαίως, από τον διάβολο. Κατόπιν, συνέβη ὁ συνδυασμός; δηλαδή νά ἀποδεχθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι αὐτό πού τους ἔλεγε ὁ διάβολος; Βεβαίως. Συγκατετέθηκαν; εἶπαν τό ναί; Βεβαίως. Συνέβη σ' αυτούς μία πάλη; Ἀσφαλῶς. Μά, για στάσου, είχε πεῖ ἡ Εὔα στόν ὄφι, ναί, ἀλλά μᾶς εἶπε ὁ Θεός νά φᾶμε ἀπό τούς καρπούς ὅλων τῶν δένδρων, ἐκτός ἀπό τό δένδρο αυτό. Ὑπῆρξε λοιπόν ἕνας δισταγμός. Κατόπιν ὅμως αὐτός ὁ δισταγμός, αυτή ἡ πάλη ἔφυγε καί ἔγινε ἡ πράξη· ἡ Εὔα άπλωσε τό χέρι της, ἔφαγε τόν καρπό. Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι συγκατατέθηκε.

   Ὅμως τό προπατορικό ἁμάρτημα επαναλαμβάνεται μέσα στούς αἰῶνες. Ποιό εἶναι αὐτό τό ἁμάρτημα; Τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές· εἶναι ἡ αὐτονομία, ὁ αὐτονομισμός· τό δικό μου τό θέλημα, ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό προπατορικό αμάρτημα, τό διαρκῶς καί διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο ἀπό ὅλους πιά τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ. Καί ἔτσι ἔγινε πάθος, ἔγινε αἰχμαλωσία. Βλέπετε;

   Σήμερα, ἄν κάποιος θά ἤθελε νά μᾶς ἐμποδίσει να κάνουμε τό κακό, θά ἀντιδρούσαμε, θα προβάλλαμε ὅλους ἐκείνους τούς χαρακτηρισμούς, καί θά λέγαμε: Μή με καταπιέζεις... Μή τοῦτο... μή ἐκεῖνο...! Γιατί; Θέλουμε να μένουμε στα πάθη μας! Τα πάθη μας τά ἀγαπᾶμε, τά χαϊδεύουμε! Δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι τυραννικά σ' ἐμᾶς. Ζοῦμε αὐτήν τήν τυραννία τῶν παθῶν, καί τήν ἀγαπᾶμε! Ας μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ ὅτι  ζοῦμε ἕνα εἶδος πνευματικοῦ μαζοχισμού... νά ἀγαπῶ να τυραννιέμαι, νά ἀγαπῶ νά βασανίζομαι! 

   Σᾶς τό εἶπα καί προηγουμένως· ὅλη ἡ φιλολογία μας –καί ὄχι μόνο ἡ ἀρχαία ἑλληνική, ἀλλά ἡ παγκόσμια– τί εἶναι; (Επειδή ὅλη ἡ παγκόσμια φιλολογική καί φιλοσοφική πνευματική παραγωγή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασισμένη σε λάθος δεδομέννα, λάθος θά εἶναι καί τά ἐξαγόμενα ἐξ αὐτῆς συμπεράσματα. Γι' αὐτό λοιπόν ὅλη αὐτή ἡ πνευματική παραγωγή τελικά όχι μόνο δέν βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη του, ἀλλά, τό ἀντίθετο, τόν ὠθεῖ πρός αὐτά, ἀφοῦ τά θεωρεῖ μάλιστα καί τά δικαιολογεῖ ὡς φυσιολογικές καταστάσεις.) Αγαπῶ νά βασανίζομαι. Εἶναι φοβερό πράγμα, ἀγαπᾶμε τά πάθη μας· καί ὅταν θά ἔρθει κάποιος νά μᾶς σώσει, νά μᾶς λυτρώσει, τοῦ τό ἀρνούμαστε γιατί ἀγαπᾶμε αὐτό πού εἴμαστε. 

   Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὡραιότατα καί ψυχολογικότατα λέει ὅτι παρακαλούσε τόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά πάθη του· αλλά στο βάθος εὐχόταν νά ἀργήσει νά ἔλθει ἡ σωτηρία, κι αυτό γιατί ακόμα ἀγαποῦσε τά πάθη του! (Ἔτσι, δύο θελήσεις μάχονταν σ' ἐμένα· ἡ μια παλιά, ἡ ἄλλη νέα· ή μιά σαρκική, ἡ ἄλλη πνευματική· ή μιά ἐναντίον τῆς ἄλλης· καί, ανταγωνιζόμενες μεταξύ των, διέσχιζαν την ψυχή μου. Ἔτσι, το βάρος τοῦ αἰῶνα βάρυνε μέ γλυκύτητα επάνω μου ὅπως σ' ἕνα ὄνειρο· οἱ δέ στοχασμοί μου ἔμοιαζαν μ' ἐκείνους πού προσπαθοῦν ν' ἀφυπνισθοῦν, ἀλλά,  νικώμενοι ἀπό τήν νάρκη των, βυθίζονται πάλι σ' αὐτήν. Μοῦ ἄρεσε, μέ κατακτούσε ἡ ἀγάπη Σου· ἀλλ᾽ ἀγαποῦσα καί τό πάθος μου, πού μ᾽ ἐξουσίαζε. Δέν μποροῦσα να δώσω καμμιά απάντηση ὅταν μοῦ ἔλεγες «ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Εβρ. 5, 14). Παντού μοῦ ἔδειχνες τήν ἀλήθειά Σου· καί ἡ ἀλήθειά Σου μέ καθυπέταξε, καί δέν ἤμουν πιά ἱκανός ν' ἀπαντήσω παρά μέ λέξεις μαλθακές καί ὑπναλέες. «Αμέσως... παρευθύς... Ἀλλά περίμενε λίγο!... Ἀλλ᾿ αὐτό τό "παρευθύς" καί τό "αμέσως" δέν ἐρχόταν ἀμέσως και παρευθύς. Μάταια «συνηδόμην κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον τῷ νόμῳ Σου», ἀφοῦ ἕνας ἄλλος νόμος στα μέλη μου ἀντιστρατευόταν «τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ ἠχμαλώτιζέ με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας», ὁ ὁποῖος βρισκόταν στα μέλη μου. «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 22-25), ἐάν ὄχι ἡ χάρις Σου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν; (Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, Αἶ ἐξομολογήσεις, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σημειώσεις Ἀνδρέα Δαλεζίου, ἐκδ. Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, Ἀθῆναι 1951)

   Βλέπετε λοιπόν, παιδιά, ὅτι αὐτό εἶναι τό ὀδυνηρό γιά τόν ἄνθρωπο, τό ὅτι ἀγαπᾶ τά πάθη του!

   Τί εἶναι λοιπόν τό πάθος; Εἶναι ἡ συνήθεια σ' ἐκεῖνο πού συγκατατεθήκαμε, καί εἶναι γιά μᾶς μιά συνεχής μελέτη καί συνεχής ἐπιθυμία του! Εἶναι ἀκόμη ἡ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενη ἁμαρτία, που χρονίζει στήν ἐπιτέλεσή της, καί γίνεται ἕξις, γίνεται δευτέρα φύσις.

   Ο Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς λέει: «πάθη, ἃ δὴ ψυχῆς νόσοι» (Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, 2.11.115.2). Τί εἶναι τά πάθη; Εἶναι ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς. Καί κάπου ἀλλοῦ πάλι λέει: «παρὰ φύσιν οὖν κίνησις ψυχῆς κατὰ τὴν πρὸς τὸν λόγον ἀπείθειαν τὰ πάθη» (Κλήμεντος Στρωματέων, 2.13.59.6, PG 8, 997Β). Τά πάθη εἶναι ἡ ἀφύσικη κίνηση τῆς ψυχῆς, πού ἀπειθεῖ στή λογική. Εἴδατε; δέν ὑπακούουν τά πάθη· ἀπειθοῦν στη λογική!

   Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «ὕστερον ἐπεισήχθη τὸ πάθος αὐτῷ (τῷ ἀνθρώπῳ) μετὰ τὴν πρώτην κατασκευήν» (Περὶ παρθενίας, Κεφ. ΙΒ΄, Περὶ τῆς τοῦ κακοῦ αἰτίας, 12.10, PG 46, 369C). Κατοπινά μπῆκε τό πάθος στόν ἄνθρωπο, μετά τήν πρώτη κατασκευή πού εἶχε ἀπό τόν Θεό.

   Καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει: «Τὰ πάθη αὐτὰ τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων προηγουμένως οὐ συνεκτίσθη». Τα πάθη αὐτά δέν δημιουργήθηκαν μαζί μέ τήν πρώτη κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, «ἐπεὶ καὶ εἰς τὸν ὅρον ἂν συνετέλουν τῆς φύσεως ... ἐπεισήχθη ταῦτα, τῷ ἀλογοτέρῳ μέρει προσφυέντα τῆς φύσεως». (Αγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον τὸν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καὶ ἡγούμενον, περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῆς θείας Γραφῆς, PG 90, 269) Δηλαδή, μ' ἄλλα λόγια, ἔχουμε πλέον καί μία δεύτερη φύση. Ναί, μία δεύτερη φύση!

   Ὅπως καταλαβαίνετε, παιδιά, τά πάθη εἶναι πλέον μία κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε ὅλοι μας καί πάσχουμε ὅλοι μας!

   Αλλά τό θέμα τῶν παθῶν εἶναι μεγάλο γι' αυτό, ἐπειδή σήμερα δεν τελειώνουμε, ὅπως βλέπω, μένει ἀκόμη κάτι νά ποῦμε, πού πρῶτα ὁ Θεός θά τό ποῦμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή.

Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 1984


56η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

14 Νοεμβρίου 2024

Ἡ φαντασία ὡς μεταπτωτικό φαινόμενο.

†.Από τήν στιγμή, παιδιά, πού οἱ πρωτόπλαστοι κοίταξαν μέ ἄλλο μάτι τόν καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀπέκτησαν ἕνα στοιχεῖο, πού πρίν δέν εἶχαν· καί τό στοιχεῖο αὐτό λέγεται φαντασία.

   Ἴσως σᾶς φανεί πολύ παράξενο τό πῶς ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε πρῶτα φαντασία, ἀλλά τήν ἀπέκτησε μεταπτωτικά· σᾶς βεβαιώνω πώς κι ἐγώ δέν μπορῶ νά τό καταλάβω αὐτό. Από τότε ἀκριβῶς, ὄχι μόνο ὁ Ἀδάμ, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του αναπτύσσουμε τη φαντασία, δηλαδή ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς φαντασίας. Ὥστε λοιπόν ἡ φαντασία εἶναι ἕνα μεταπτωτικό φαινόμενο.

   Αλλά ὅταν λέμε φαντασία, τί ἐννοοῦμε;

   Ἡ φαντασία εἶναι ἕνας χῶρος πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων. Ἀπό τή μία εἶναι ὁ νοῦς κι ἀπό τήν ἄλλη εἶναι οἱ αισθήσεις. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι ὁ νοῦς παίρνει τίς πληροφορίες ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο μέσω τῶν αἰσθήσεων. Πῶς θά πληροφορηθεῖ ὁ νοῦς, ἂν κάτι δέν τό δοῦμε, δέν τό ἀκούσουμε, δέν τό μυρίσουμε, δέν τό γευθοῦμε καί δέν τό ψηλαφήσουμε, δέν τό ἀγγίξουμε; Ἔτσι λοιπόν ὁ νοῦς πληροφορεῖται τά τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου διά μέσου τῶν αἰσθήσεων. Τώρα όμως, μετά την πτώση τῶν πρωτοπλάστων, μεταξύ τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ νοῦ παρεμβάλλεται ἡ φαντασία. Συνεπῶς ἡ φαντασία εἶναι παχύτερη μέν ἀπό τόν νοῦ, λεπτότερη ὅμως ἀπό τίς αισθήσεις, καί εἶναι ὁ ἀποθηκευτικός χώρος, τόσο τοῦ νοῦ, ὅσο καί τῶν αἰσθήσεων. Δηλαδή εἶναι ἡ ἀποθήκη τοῦ νοῦ. Ἐκεῖ στοιβάζει τις εντυπώσεις του καί τίς εἰκόνες του ὁ νοῦς· στη φαντασία. Οἱ αισθήσεις ὅμως, καί αὐτές, ἐκ τῶν ὑστέρων μπορεί να χρησιμοποιήσουν το υλικό τῆς φαντασίας πού προμηθεύτηκαν –θά τό δοῦμε αὐτό στη συνέχεια.

   Συνεπῶς, ὅσες φορές ὁ νοῦς θέλει νά ἀντλήσει ὑλικό, τό ἀντλεῖ ἀπό τή φαντασία· τό ἴδιο κάνουν καί οἱ αἰσθήσεις. Αλλά τότε θα λέγαμε ὅτι ἡ φαντασία εἶναι το μεθόριον, δηλαδή τό σύνορο τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. («Τοῦτο δὴ τὸ τῆς ψυχῆς φανταστικὸν ἐν τῷ λογικῷ ζώῳ νοῦ καὶ αἰσθήσεως μεθόριον γίνεται» (150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά καὶ πρακτικὰ κεφάλαια, ΙΖ΄, ΕΠΕ 121, 8, σ. 92). Βλ. Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Θ΄, Περὶ φυλακῆς τῆς φαντασίας, σ. 138)

   Ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ τήν φαντασία κοινήν αἴσθησιν, («... καὶ τὸ φάντασμα τῆς κοινῆς αἰσθήσεως πάθος ἐστίν» (Περἱ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, 450a.13a) ἐπειδή εἶναι ὁ κοινός χώρος καί τῶν πέντε αἰσθήσεων. Δηλαδή, ὅλες οἱ αισθήσεις, ὅ,τι ἐμπειρία μποροῦν νά ἔχουν, την στέλνουν στη φαντασία· καί οἱ πέντε δηλαδή αἰσθήσεις ἀποθέτουν τό ὑλικό τους στη φαντασία.

   Θά σᾶς πῶ ἐδῶ ἕνα παράδειγμα γιά νά δεῖτε πῶς ἡ φαντασία εἶναι ἀποθηκευτικός χώρος.

   Όταν δημιουργήσαμε τον κινηματογράφο –ἄν καί περί εἰκόνων θά μιλήσουμε λίγο πιο κάτω–  θελήσαμε να βάλουμε καί ἄλλα στοιχεῖα, ἐκτός τῆς εἰκόνας. Τά μάτια μας ἔβλεπαν τίς εἰκόνες νά κινοῦνται, ἀλλά τά αὐτιά μας στεροῦνταν ἤχου· ἦταν βουβός, ὅπως λέμε, ὁ κινηματογράφος. Τόν κάναμε ὁμιλοῦντα τον κινηματογράφο, βάζοντας καί ἦχο, ὥστε νά ἔχουμε μία καλύτερη εἰκόνα· δηλαδή αυτό που βλέπουμε, στη φαντασία μας, νά εἶναι πιό ζωηρό.

   Κάποτε μάλιστα, πρό πολλῶν πολλῶν ἐτῶν, ἔγινε μία απόπειρα, ἕνα πείραμα, ὄχι στην Ελλάδα, ὥστε μέσα στήν αἴθουσα του κινηματογράφου να δημιουροῦνται ἀληθοφανεῖς συνθήκες πού να προσομοιάζουν στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ἐάν ἡ ταινία ἔδειχνε ἕνα λιβάδι ἤ ἕνα δάσος, να σκορποῦν στόν χῶρο ἕνα συναφές άρωμα. Ακόμη, ἂν ἔδειχνε χιόνι, να παγώνει για μια στιγμή μέσα ἡ αἴθουσα· ἤ, ἄν ἔδειχνε καλοκαίρι, να ζεσταίνεται ἡ αἴθουσα. Βεβαίως, πολλές φορές, αὐτές οἱ εἰκόνες που προβάλλονται εἶναι τόσο φευγαλέες, πού δέν θά προλάβαινε ἡ αἴθουσα νά δεχθεῖ τέτοιες μεταβολές.

   Ωστόσο σᾶς λέω ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζήτησε να προσθέσει καί ἄλλα στοιχεῖα, γιά νά ἔχει μία πληρέστερη εἰκόνα ἡ φαντασία. Διότι ἐπί τῆς ὀθόνης δέν ὑπάρχει καμμία πραγματικότητα· ὅλα αὐτά εἶναι μία απάτη, μια ψευδαίσθηση, για να σχηματισθεῖ τελικά μια πολύ καλή εικόνα μέσα στη φαντασία. (Ἡ λειτουργία τοῦ κινηματογράφου στηρίζεται στο μετείκασμα, ἕνα ἀντιληπτικό φαινόμενο κατά τό ὁποῖο ἕνας ὀπτικός έρεθισμός ἐξακολουθεῖ νά διαρκεῖ στόν ἐγκέφαλο ελάχιστο χρονικό διάστημα, ἀφότου ἐξαφανιστεῖ ἡ αἰτία πού τόν προκάλεσε) Δηλαδή σᾶς ἐξηγῶ γιατί ἡ φαντασία εἶναι κοινός αποθηκευτικός χώρος, κοινή αίσθηση, όπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης. 

   Ἡ φαντασία ἀκόμη ἔχει μιά ἀναπλαστική ἱκανότητα. Αὐτή ἡ ἱκανότητά της στην πραγματικότητα εἶναι ἱκανότητα τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς ἔχει αὐτήν τήν αναπλαστικότητα να προσθέτει καί νά ἀφαιρεῖ· ἀλλά τήν ἔχει καί ἡ φαντασία, γιατί σᾶς εἶπα ὅτι βρίσκεται στο μεθόριο τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων. Ἡ αἴσθηση δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τίποτα ἀπό ἐκεῖνο πού ἀντιλαμβάνεται. 

   Για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή μέ τά μάτια μου βλέπω ἐσᾶς. Δέν μπορῶ νά προσθέσω περισσότερες καρέκλες, οὔτε νά ἀφαιρέσω κάποιους ἀπό σᾶς τούς ἀκροατές καί τίς ακροάτριες ἀπό τόν χῶρο αὐτόν· τά μάτια μου βλέπουν αὐτό πού εἶναι.

   Ἡ φαντασία μου ὅμως μπορεῖ νά ἀναπλάθει, καί να προσθέτει καί νά ἀφαιρεῖ. Μέ τήν φαντασία μου, αὐτήν τή στιγμή, μπορῶ νά δῶ ὅτι εἶναι μία αἴθουσα τεράστια, ὅτι εἶναι τό στάδιο του Αλκαζάρ (Είναι το ιστορικό γήπεδο-ἕδρα τῆς Α.Ε.Λ., τῆς μεγαλύτερης ποδοσφαιρικῆς ὁμάδος τῆς Λαρίσης), καί ὅλος αὐτός ὁ χῶρος εἶναι γεμάτος από καρέκλες καί εἶναι παιδιά καί ἀκοῦν· ἤ ἀκόμη, τό ἀντίστροφο, ὅτι ἔχουμε μία μικρή ομάδα, από δέκα μόνο παιδιά, και κάνουμε το μάθημά μας. Αυτά, τήν ἴδια ὥρα πού ἐγώ βλέπω ἐσᾶς, μπορῶ νά τά μετασχηματίσω. Αὐτό ὅμως δέν τό κάνουν οἱ αἰσθήσεις μου, ἐν προκειμένω ἡ ὅρασή μου, αλλά τα μετασχηματίζει ή φαντασία μου. Αὐτή ἡ ἀναπλαστική ικανότητα της φαντασίας, εκτός από τό ὅτι ἔχει βεβαίως κάποια αξία, ἔχει ὅμως καί πολύ κίνδυνο από ἠθικῆς πλευρᾶς, ὅπως θά δοῦμε λίγο πιο κάτω. 

   Ακόμη, ή φαντασία κινεῖται καί στόν χρόνο τοῦ ϋπνου. Όταν ο άνθρωπος κοιμάται, η φαντασία του συνεχίζει νά ἐργάζεται, ἐνῶ οἱ αἰσθήσεις του ἀδρανοῦν. Δεν βλέπουν τα μάτια μας, ἀφοῦ τά ἔχουμε κλειστά, ἀλλά καί τά αυτιά μας τίποτα δέν μποροῦν νά ἀκούσουν, οὔτε καί ἡ μύτη μας να μυρίσει, εκτός βέβαια καί ἄν γιά μιά στιγμή ξυπνήσουμε ἀπό ἕνα πολύ έντονο αἴσθημα. Αλλά τήν ὥρα πού κοιμόμαστε οἱ αἰσθήσεις μας ἀδρανοῦν. Ποιός εργάζεται; Ἡ φαντασία.

   Βεβαίως καί ὁ νοῦς ἐργάζεται· πρέπει νά σᾶς τό πῶ καί αὐτό. Ὁ νοῦς δεν κοιμᾶται· ὁ ἐγκέφαλος κοιμᾶται. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὄργανο τοῦ νευρικού συστήματος. Ἄλλο εἶναι ὁ ἐγκέφαλος καί ἄλλο ὁ νοῦς· ὅπως ἄλλο εἶναι ἡ κιθάρα καί ἄλλο ὁ κιθαρίστας. Νομίζω πώς υπάρχει διαφορά. Η κιθάρα είναι ένα ξύλινο κατασκεύασμα, ἕνα ἠχεῖο πού ἔχει μερικές χορδές, πού μποροῦν νά παράγουν κάποιους ήχους. Μπορεῖ ὅμως ὁ κιθαρίστας, πλήττοντας καταλλήλως τις χορδές, να δημιουργήσει μία μελωδία. Ἄλλο πράγμα λοιπόν ὁ κιθαρίστας καί ἄλλο εἶναι ἡ κιθάρα. Ἔτσι θα λέγαμε καί ἐδῶ, ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο πράγμα ὁ ἐγκέφαλος. (Σύμφωνα μέ τό λεξικό Merriam - Webster, νοῦς (mind) εἶναι ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ἑνός ατόμου πού τοῦ ἐπιτρέπει νά ἔχει ἐπίγνωση τοῦ κόσμου καί τῶν ἐμπειριῶν του, να σκέφτεται καί να αισθάνεται, εἶναι ὁ τομέας τῆς συνειδητότητος καί τῆς σκέψεως. Αντίθετα, ἐγκέφαλος (brain) εἶναι ἕνα ὄργανο πού ἀποτελεῖται ἀπό μαλακό νευρικό ιστό, περιέχεται στο κρανίο των σπονδυλωτών καί λειτουργεῖ ὡς συντονιστικό κέντρο τῶν αἰσθήσεων καί τῆς διαανοητικής και νευρικής δραστηριότητος)

   Τί εἶναι ὁ ἐγκέφαλος; Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὄργανο τοῦ νοῦ. Μέσω τοῦ ἐγκεφάλου ὁ νοῦς ἐκφράζεται. Τί ἀκριβῶς εἶναι; Ἂν ἀνοίξουμε μιά κρανιακή κάψα, θά δοῦμε μέσα αυτό που λέμε μυαλό. Παίρνουμε ένα κεφαλάκι κατσίκας, προβάτου, το βράζουμε καί τρώμε τό μυαλό. Αὐτό τό μυαλό εἶναι ὁ ἐγκέφαλος· αὐτή δηλαδή ἡ μαλακιά ουσία συνιστᾶ τόν ἐγκέφαλο. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ὁ νοῦς· τό καταλαβαίνετε. Προσέξτε μήν κάνετε ποτέ αὐτήν τή σύγχυση.

   Ὁ νοῦς ἐκφράζεται διά μέσου τῶν λεγομένων κέντρων τοῦ ἐγκεφάλου. Γι' αὐτόν τόν λόγο, ἂν κτυπήσουμε σε κάποιο σημεῖο ἢ κάνουμε ἐγχείρηση κι ἀφαιρέσουμε μέρος τοῦ ἐγκεφάλου γιατί έχει πάθει ἕνα αἰμάτωμα ἢ ὅ,τι ἄλλο, ἐκεῖ βεβαίως μπορεῖ νά ἔχουμε μία ἀνάλογη ἤ ἀντίστοιχη βλάβη. Επειδή ὁ ἐγκέφαλος εἶναι τό ὄργανο πού κινητοποιεῖ καί ὅ,τι ὑπάρχει στο ὑπόλοιπο σῶμα, κινεῖ καί τό μυοσκελετικό σύστημα. Τώρα πού κινῶ τό χέρι μου καί κάνω αὐτές τίς κινήσεις, τό χέρι μου ποιός τό διατάζει; ὁ νοῦς διά μέσου τοῦ ἐγκεφάλου. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνας πίνακας ἐλέγχου πού ἔχει πολλά κουμπιά· ἔτσι, ἐάν κάποιο κουμπί δέν λειτουργεῖ, δέν θά μπορῶ νά κουνήσω το χέρι μου. Λέω θέλω να σηκώσω το χέρι μου, ὁ νοῦς θέλει νά τό σηκώσει· ἀλλά δέν μπορῶ, γιατί ὁ ἐγκέφαλός μου σ' ἐκεῖνο τό σημεῖο ἔπαθε βλάβη. Η, ἂν θέλω νά ἀνακαλέσω στη μνήμη μου κάτι που γνώριζα, δέν ἀνακαλεῖται στη μνήμη γιατί το έχω ξεχάσει· καί τό ἔχω ξεχάσει γιατί καταστράφηκε ἕνα ἀντίστοιχο σημεῖο τῆς μνήμης στον εγκέφαλο· καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

   Τὰ ὄνειρα λοιπόν εἶναι κυρίως στόν χῶρο τῆς φαντασίας. Δέν εἶναι ὅμως μόνο στόν χῶρο τῆς φαντασίας· εἶναι καί ὁ νοῦς πού μπορεῖ νά ἐπιδράσει σ' αὐτά. Ἄν ἔχετε προσέξει, στα ὄνειρά μας μποροῦμε νά ἔχουμε ἕναν λόγο, ἕναν ἔλεγχο καί μία κριτική. Στο ὄνειρό μας, ἄς ποῦμε, θά μᾶς πεῖ κάποιος να κάνουμε κάποια ἁμαρτία, καί ἐμεῖς τοῦ ἀπαντοῦμε ὅτι διαβάσαμε στην Αγία Γραφή, ἤ ὅτι μᾶς εἶπε ὁ πατέρας μας ἤ ὁ πνευματικός μας, ὅτι δέν πρέπει νά τό κάνουμε αυτό. Κοιτάξτε αὐτό, τό δέν πρέπει νά τό κάνω αὐτό, ποιός τό λέει; Ἡ φαντασία μας; Ὄχι. Αλλά ποιός τό λέει; Τό λέει ὁ νοῦς μας. Συνεπώς, θα λέγαμε ὅτι ὁ νοῦς ἐπεμβαίνει καί στά ὄνειρα· αὐτά ὅμως κινοῦνται κυρίως μέσα στόν χῶρο τῆς φαντασίας. Γιά τά ὄνειρα θά σᾶς μιλήσω λίγο πιο κάτω.

   Πρέπει νά σᾶς πῶ ἀκόμη ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι, μέχρι ἐκείνη τή στιγμή πού εἶχαν ἀνοίξει διάλογο μέ τόν διάβολο καί πλανήθηκαν, δέν εἶχαν φαντασία· δηλαδή αὐτό πού ἔβλεπαν, αὐτό ἦταν· σ' αὐτούς ὑπῆρχαν μόνο οἱ αἰσθήσεις καί ὁ νοῦς. Ἔρχεται ὅμως ὁ διάβολος καί τούς προτείνει τήν ἰσοθεΐα, λέγοντάς τους μπορεῖτε να γίνετε θεοί. Ἀλλά αὐτό δέν ἦταν κάτι πού φαινόταν· συνεπῶς ἔπρεπε νά τό φανταστεῖ ὁ Ἀδάμ. Καί πῶς τό φαντάστηκε, ἀλήθεια; Σκέφτηκε: Αν φάω ἀπό τόν καρπό αὐτόν –ακόμα δέν εἶχε φάει–  τότε θα γίνω σάν θεός. Ποῦ δούλεψε αυτή τήν εἰκόνα; Αὐτή τήν εἰκόνα τή δούλεψε μέσα στόν χῶρο τῆς φαντασίας. Ὅμως δέν ἦταν ἀμέτοχος ὁ νοῦς –γιατί ὁ νοῦς ἔχει τόν λόγο του, εἶναι ὁ ἡγεμών νοῦς– ἀλλά ἡ ἐπεξεργασία ὡς εἰκόνα έγινε μέσα στη φαντασία. Συνεπῶς ὁ διάβολος ἔβαλε μέσα στη φαντασία τῶν πρωτοπλάστων, πού ἐκείνη τή στιγμή δημιουργήθηκε, τήν εἰκόνα τῆς ἰσοθείας, (Βλ. άγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Ζ΄, Περὶ φυλακῆς τῆς Φαντασίας. Ὅτι ὁ Διάβολος μεταχειρίζεται ὄργανον τῆς πλάνης τὴν Φαντασία, σ. 144)

   Αλλά στη φαντασία βλέπουμε καί κάτι ακόμη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, για κάποιον λόγο, δέν ἔχει καιρό για νά ἐπεξεργαστεί κάτι, τότε βιαστικά μαζεύει το υλικό του, τό ἀποθηκεύει στη φαντασία· ὅταν ὅμως βρεῖ τόν χρόνο, τότε ἐκεῖνο το υλικό τό ξεδιπλώνει καί ἀρχίζει νά τό ἀπολαμβάνει. Νά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα.

   Κατεβαίνω στην πόλη και βγαίνω για να ψωνίσω. Ἔχω πολλές ὑποθέσεις, βλέπω πολλά πράγματα, και πολλά ἀπό αὐτά ἁμαρτωλά, γαργαλιστικά, βρώμικα, ἀνήθικα. Αὐτά οἱ αἰσθήσεις μου τά μαζεύουν. Για μια στιγμή, ἐκεῖ πού περπατῶ, βλέπω κάτι· ἀλλά δέν μπορῶ νά μείνω πολύ νά τό ἀπολαύσω· ἁπλῶς τό βλέπω, τό πετάω ἐκεῖ στό υποσυνείδητό μου καί προχωρῶ, χάνοντας ἀπό τίς αισθήσεις τήν εἰκόνα πού ἔβλεπα. Παρακάτω βλέπω ἄλλη εἰκόνα, παρακάτω τρίτη εἰκόνα. Γιά μιά στιγμή τ' αυτιά μου κάτι ἀκοῦνε, κάτι βρώμικο, ἀνήθικο, ἄσχημο· τό παίρνω καί αὐτό πού ἄκουσαν τ' αὐτιά καί τό πετάω στο υποσυνείδητο· ἐγώ ὁ ἄνθρωπος τά πετάω ἐκεῖ, τά ἀποθηκεύω. Ὅταν θα πάω στο σπίτι μου –τώρα έχω καιρό, πάω να ξαπλώσω, να διαβάσω τήν ἐφημερίδα, ἔχω μιά ἄνεση· δέν μέ κυνηγοῦν καί πάλι οἱ δουλειές!– ἀρχίζω να βγάζω ἀπό τή μνήμη μου ἐκεῖνα πού ἤδη είχα συλλέξει, προβάλλοντάς τα στη φαντασία μου. Καί ἐδῶ μιμούμαι τα μηρυκαστικά ζώα.

   Ξέρετε ὅτι ὅλα τά μηρυκαστικά ζῶα –ἔτσι τά ἔκανε ὁ Θεός–, ἐπειδή ἔχουν πολλούς ἐχθρούς, παίρνουν γρήγορα-γρήγορα την τροφή τους, αρπαχτά, χωρίς να κάνουν την τελική μάσηση, μαζεύουν το χορτάρι, καί ὅταν βρεθοῦν σέ ἕνα ἀσφαλές μέρος, στον στάβλο ἄς ποῦμε, ἐκεῖ βγάζουν από το πρώτο στομάχι την τροφή που κατάπιαν σχεδόν αμάσητη καί ἀρχίζουν μέ τήν ἡσυχία τους νά ἀναχαράζουν, να μηρυκάζουν ἐκεῖνο τό ὁποῖο μάζεψαν ἀπό τό λιβάδι.

   Τό ἴδιο κάνω κι ἐγώ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ. Μέ τήν ἡσυχία μου τώρα ἐγώ ἀνακαλῶ στή φαντασία μου ἐκεῖνα πού ἡ μνήμη μου αποθήκευσε. Δεν πειράζει πού μπορεῖ νά ἔχω τά μάτια μου καί τ' αυτιά μου κλειστά, δέν ἔχει σημασία· ἀνακαλῶ τώρα ἀπό τή μνήμη μου όλα ἐκεῖνα πού ἄκουσα καί εἶδα. Καί ἐπειδή ἡ φαντασία ἔχει τήν προσθαφαιρετική ικανότητα, δηλαδή μπορεῖ να προσθέτει, νά ἀφαιρεῖ καί νά ἀλλοιώνει, τότε ἐδῶ ἀρχίζω να δημιουργῶ εἰκόνες.

   Δίπλα μου ὅμως ἔρχεται ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἔχει τρομερά μεγάλη πρόσβαση στη φαντασία, ἔχει μεγάλη συγγένεια μ' αὐτή. Ὁ διάβολος κινεῖται περισσότερο στη φαντασία καί λιγότερο στόν νοῦ ἤ στίς αἰσθήσεις. Καί ἐκεῖ τώρα κάθεται δίπλα μου, κρατάει ἕνα πινέλο, ἕναν χρωστήρα μέ χρώματα πλούσια, καί ἀρχίζει να ζωγραφίζει ἐκεῖνο πού ἐγώ εἶδα, νά τό φτιάχνει, νά τό καλλιτεχνεῖ καί νά μοῦ τό παρουσιάζει, πολύ πέρα ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδα. Εἶδα κάτι; εἶδα ἕναν ὑπαινιγμό; τώρα στη φαντασία μου τό πράγμα ἁπλώνεται ζωγραφισμένο, πολύχρωμο, ζωντανό, καί ἀρχίζω νά τό ἀπολαμβάνω.

   Τί γίνεται ὅμως στη συνέχεια; Απολαμβάνοντας τό ὑλικό τῆς φαντασίας, οἱ αἰσθήσεις καί τά ἔνστικτα ξαναμπαίνουν σε ενέργεια, καί μπορῶ νά δημιουργήσω καταστάσεις δυσάρεστες σ' αὐτό πιά τό σῶμα μου, μέ τή δύναμη τῶν εἰκόνων τῆς φαντασίας. Εάν λοιπόν πῆρα κακό υλικό, πῆρα βρώμικο υλικό, αντιλαμβάνεστε τί δύναμη ἔχει ἡ φαντασία καί που μπορῶ νά φθάσω καί τί μπορῶ νά κάνω, μέ μόνη τή φαντασία μου; Τό ἀναλογίζεστε.

   Ἔτσι λοιπόν ὁ διάβολος εκμεταλλεύεται τή φαντασία μας. Καί τά ὄνειρα πού προβάλλονται, ἄλλα μέν εἶναι δικά μας, δηλαδή ἀπό τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας, ἄλλα ὅμως τα προβάλλει ὁ ἴδιος ὁ διάβολος· γι' αυτό καί ἔχουμε τά λεγόμενα δαιμονικά ὄνειρα.

   Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ διάβολος πλάστηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄγγελοι, νοῦς ἁπλός, ἀσχημάτιστος καί ἀφάνταστος, δηλαδή χωρίς φαντασία. Σκέφθηκε τήν ἰσοθεΐα καί κατόπιν τήν ἐπεξεργάσθηκε σ' ἕναν χώρο που δημιουργήθηκε τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή πού τό σκέφτηκε, δηλαδή στη φαντασία του. Ετσι λοιπόν ὁ διάβολος δημιούργησε φαντασία, καί ὁ ἴδιος κινεῖται μέσα σ' ἕναν χώρο φαντασίας. Από τότε ὁ διάβολος ἀγάπησε τή φαντασία καί τά σχήματα. 

   Ξέρετε ὅτι ὁ νοῦς, ἐπειδή εἶναι ἀσχημάτιστος, δέν μπορεῖ νὰ δεῖ σχήματα. Αὐτά πού σᾶς λέω βέβαια δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε γιατί εἴμαστε κάτω από τήν ἐπιρροή τῆς φαντασίας, κάτω από τήν ἐμπειρία τῆς φαντασίας. Ὁ νοῦς μας δουλεύει διά μέσου τῆς φαντασίας, καί δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε αυτά. Μή ξεχνᾶμε δέ ὅτι εἴμαστε μεταπτωτικοί. Ἔτσι ὁ διάβολος από τότε ἀγαπᾶ τη φαντασία καί ὅλα τά σχήματα, καί τρέφεται μάλιστα μέ αὐτά.

   Θά δοῦμε ὅτι ὅταν θα πάρει τήν κατάρα ἀπό τόν Θεό, θά τοῦ πεῖ ὁ Θεός: σέ ὅλη σου τή ζωή νά τρῶς χῶμα. (Βλ. Γέν. 3, 14) Ξέρετε ποιό εἶναι αὐτό τό χῶμα; Βέβαια τό λέᾧ ἀπό τώρα, δέν πειράζει, θα το ξαναποῦμε ἀργότερα ἀναλυτικά· τό χῶμα εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, παιδιά· εἶναι τα σχήματα, εἶναι ὅ,τι κακό ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται. Διά μέσου αὐτοῦ ὁ διάβολος ἀπολαμβάνει. Ὅταν ἐγώ κάνω μιά ἁμαρτία, ὁ διάβολος, ἀκοῦστε, ἀπολαμβάνει τήν ἁμαρτία μου, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος δέν ἔχει σῶμα. 

   Ἐγώ κάνω μία σαρκική ἁμαρτία, καί ὁ διάβολος, πού δέν ἔχει σάρκα, ἀπολαμβάνει τή σαρκική ἁμαρτία μέσω ἐμοῦ! Αὐτά ὅμως ὅλα ἀποτελοῦν τά πάθη, τό χῶμα, τήν ὕλη, μέ τήν κακή σημασία ἐδῶ. Καί ὅταν λέει ὁ Θεός σέ ὅλη σου τή ζωή θά τρῶς χῶμα, αὐτό ἐννοεῖ, ὅτι θά κινεῖται πάντοτε μέσα στήν ὕλη, μέσα στα σχήματα τῆς ὕλης καί μέσα στα πάθη. Εἶναι φοβερό! εἶναι ἡ καταδίκη του αυτή!

   Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέει: «Τί τὸ ἐν δαίμοσι κακόν; θυμὸς ἄλογος, ἄνους ἐπιθυμία καὶ φαντασία προπετής» (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ'). Αὐτό κρατήστε το·  εἶναι ἕνα χωρίο ιδιαίτερα πολύτιμο, πού ἐξηγεῖ πολλά πράγματα· θά σᾶς τό ἐξηγήσω. Τι κακό υπάρχει στούς δαίμονες; Εἶναι τρία κακά: ὁ ἄλογος θυμός, ἡ παράλογη ἐπιθυμία καί ἡ ἀπερίσκεπτη φαντασία.

   Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄλογος θυμός; Ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἔλλογο θυμό μέσα στόν ἄνθρωπο. Δηλαδή, ὅταν προβάλλεται τό κακό, νά λέει ὁ ἄνθρωπος τό ὄχι. Αὐτό εἶναι ἔμφυτο μέσα στόν ἄνθρωπο. Τώρα ἐδῶ ὁ ἔλλογος θυμός γίνεται ἄλογος, χωρίς λογική θυμώνω σ' έκεῖνο πού δέν πρέπει να θυμώσω· ἀντιδρῶ σ' ἐκεῖνο πού εἶναι ἀγαθό, πού εἶναι καλό. Ὅταν μου δίνεται μία συμβουλή, όταν δέχομαι μία ἐντολή, ἐγώ θυμώνω· αὐτός εἶναι ὁ ἄλογος θυμός. Τό πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο εἶναι αὐτό. Ἄν θυμώνω ἄλογα, στο σημεῖο αὐτό μοιάζω μέ τόν διάβολο.

   Αλλά προχωρῶ παρακάτω. Το δεύτερο κακό στον διάβολο εἶναι ἡ ἄνους ἐπιθυμία· ἄνους θά πεῖ χωρίς νοῦ, δηλαδή ἄμυαλη, παράλογη ἐπιθυμία.

   Ὑπάρχουν παράλογες ἐπιθυμίες; Ὤ, ἀλλοίμονο, ναί!... Καί ὅσο απομακρύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό, τόσο οἱ παράλογες επιθυμίες του αὐξάνονται. Τό τσιγάρο, ἄς ποῦμε, είναι παράλογη ἐπιθυμία. Παράλογο ἦταν κι ἐκεῖνο πού ἐπιθύμησαν οἱ πρωτόπλαστοι, τό να δοκιμάσουν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, πού δέν ἔπρεπε να δοκιμάσουν. Γι' αὐτό καί ὁ ἅγιος Ανδρέας Κρήτης ὀνομάζει ἐκείνη τήν ἐπιθυμία παράλογον ὄρεξιν, («Τὸν ἐμπρησμόν, ὥσπερ Λώτ, φεύγε, ψυχή μου, τῆς ἁμαρτίας φεύγε Σόδομα καὶ Γόμορρα φεύγε φλόγα πάσης παραλόγου ὀρέξεως.» (Μέγας Κανών, Ὠδή γ΄) παράλογη ἐπιθυμία, νά ἐπιθυμεῖ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πράγματα πού δέν εἶναι λογικά.

   Σᾶς εἶπα σάν παράδειγμα τό τσιγάρο. Καί δέν εἶναι τό μόνο! Αλλά τί ἄλλο νά πῶ;... τί νά πῶ;... Θέλω νά πῶ, θέλω ν' ἀνοίξω το στόμα μου, θέλω να βγάλω από μέσα καί νά πῷ πολλά... αλλά εὐλαβοῦμαι τ' αυτιά σας, σέβομαι τά αὐτιά σας! Ε, ὅσοι ξέρετε καί ὅσοι μπορείτε να καταλάβετε, καταλαβαίνετε τί μπορεί να εἶναι οἱ παράλογες ἐπιθυμίες.

   Ἐάν λοιπόν ἔχω παράλογες επιθυμίες, αυτό σημαίνει ὅτι παίρνω καί τό δεύτερο στοιχεῖο τοῦ Σατανᾶ καί τοῦ μοιάζω.

   Τρίτο στοιχεῖο εἶναι ἡ προπετής φαντασία. Ποιά εἶναι αὐτή; Εἶναι τό νά φαντάζομαι πράγματα πού ἀληθινά εἶναι προπετῆ, αὐθάδη καί ἀπερίσκεπτα. Προπέτεια δέν εἶναι νά πῶ θά γίνω θεός; Προπέτεια δέν εἶναι νά φαντάζομαι καί νά σκέφτομαι ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ Θεός; Προπέτεια δέν εἶναι ὅταν βλέπω τόν ἄλλο καί λέω θά τόν γκρεμίσω αὐτόν γιά νά σταθῶ ἐγώ; Προπέτεια εἶναι. Ὅλα αὐτά εἶναι ὁμοίως δαιμονικά. Καί τό τρίτο λοιπόν στοιχεῖο εἶναι δαιμονικό. Αν τό ἔχω –ἢ ἔχω καί τά τρία ἐνδεχομένως– τότε ἐξομοιώνομαι, ὅπως βλέπετε, μέ τόν διάβολο.

   Αὐτά σᾶς τά εἶπα λίγο πιό αναλυτικά, γιατί ἐγώ, δέν ξέρω, εἰλικρινά τρομάζω, τί εἶναι ἐκεῖνο πού μέ ἐξομοιώνει μέ τόν διάβολο.

   Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης σημειώνει: «Νόες γὰρ ὄντες ποτε καὶ αὐτοὶ καὶ τῆς ἀϋλίας ἐκείνης καὶ λεπτότητος ἐκπεσόντες, υλικήν τινα παχύτητα ἔκαστος κέκτηται» (Φιλοκαλία, κεφ. Πάνυ ὠφέλημα ρκγ' σ. 56). Μιλάει γιά τούς δαίμονες, ὅτι πῆραν μία παχύτητα ὑλική ὅταν ἔπεσαν. Ἦταν νόες, ἄυλοι, ἄγγελοι· ἀλλά ἔχασαν τήν ἀϋλία ἐκείνη καί λεπτότητα.

   Γράφει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής για τον άνθρωπο ότι δεν πλάστηκε έχοντας φαντασία. «Οὔτε τῇ σαρκὶ κατ᾿ ἀρχὰς συνεκτίσθη ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ ὀδύνη· οὔτε τῇ ψυχῇ ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια· οὔτε τῷ νῷ τὸ τυποῦσθαι καὶ μετατυποῦσθαι τοῖς εἴδεσι τῶν γεγονότων. Τούτων γὰρ ἡ παράβασις ἐξῆρε τὴν γένεσιν» (Κεφ. οε΄, β΄ ἑκατοντὰς τῶν θεολογικών. Βλ. Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Εγχειρίδιον, Κεφ. Θ΄, Περὶ φυλακῆς τῆς Φαντασίας, Ὅτι ὁ Διάβολος μεταχειρίζεται ὄργανον τῆς πλάνης τὴν Φαντασίαν, σ. 144). Οὔτε μαζί μέ τή σάρκα  δημιουργήθηκε ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη, οὔτε μαζί μέ τήν ψυχή ή λήθη καί ἡ ἄγνοια, οὔτε μαζί μέ τόν νοῦ τό νά ἐντυπώνονται καί νά μεττασχηματίζονται στις μορφές τους τά γεγονότα, δηλαδή ἡ φαντασία. Ὅλα αὐτά παρουσιάστηκαν μέ τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων· γιατί μόλις οἱ πρωτόπλαστοι παρέβησαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε παρουσιάστηκαν αὐτά.

   Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὁ νέος Αδάμ. Προφανῶς λοιπόν δέν ἔχει τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού εἶχε αποκτήσει ὁ Ἀδάμ μέ τήν πτώση του –εκτός ἀπό τήν φθαρτότητα καί τή θνητότητα, πού πῆρε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς δώσει τήν ἀφθαρσία καί τήν ἀθανασία, μέ τήν σταυρική Του θυσία καί τήν ἀνάστασή Του. Ὁ νέος Ἀδάμ λοιπόν, ὁ Χριστός, δέν εἶχε φαντασία. (Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Κεφ. Θ΄, Περὶ φυλακῆς τῆς Φαντασίας, σσ. 144-146)

   Ἐπάνω σ' αὐτό θά λέγαμε κάτι ἀκόμη.

   Σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι ἡ φαντασία ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἀλλοιώνει το υλικό της, να προσθέτει και νά ἀφαιρεῖ· γι' αὐτό ἔχει πάρα πολύ μεγάλη δύναμη ή συγγένεια, με την εικόνα, γιατί μέσα της έχει εικόνα. Συνεπῶς ἡ εἰκόνα περιέχεται μέσα στη φαντασία καί εἶναι συγγενής μέ αὐτήν, περικλείει πάρα πολλή δύναμη. Ἡ εἰκόνα, γενικά ἡ εἰκόνα, περικλείει πολλή δύναμη. (Εἶναι γνωστή ἡ φράση μία εἰκόνα ἀξίζει όσο χίλιες λέξεις)

   Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα, που αναφέρει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅταν βλέπω κάποιον να τρώει ἕνα λεμόνι μέ τόν χυμό του ὅπως εἶναι, νά τό μασάει, ἀμέσως ἀπό τούς σιελογόνους αδένες μου παράγεται σάλιο, καί τό στόμα μου γεμίζει από σάλιο. Πῶς γίνεται αὐτό; Πῶς γίνεται, ἀφοῦ δέν τρώω ἐγώ τό λεμόνι ἀλλά ὁ ἄλλος; Ναί, ἀλλά ἐγώ εἶδα ἐκεῖνον πού τό ἔτρωγε, σχηματίστηκε ἡ εἰκόνα μέσα στη φαντασία μου πῶς θά ἤμουν ἐγώ ἂν ἔτρωγα τό λεμόνι, κι ἀμέσως μέσα στο στόμα μου δημιουργήθηκε αφθονία σάλιου. (Βλ. Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, σ. 138) Η περνᾶμε ἔξω ἀπό ἕνα ψητοπωλεῖο καί μυρίζει και κορέτσι ἢ ὅ,τι ἄλλο. Η μυρωδιά αυτή δημιουργεῖ εἰκόνα στή φαντασία, καί ἀμέσως μᾶς διεγείρεται ἡ ὄρεξη· πάλι ἐκκρίνεται σάλιο στο στόμα μας! Αυτό σημαίνει ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει πολλή δύναμη μέσα στη φαντασία μας.

   Ἔτσι, ἔχουμε τή ζωντανή εἰκόνα, ἔχουμε τήν εἰκόνα τήν ἔντυπη, ἔχουμε καί τήν εἰκόνα τήν κινούμενη. Ἡ ζωντανή εἰκόνα εἶναι ὅταν βλέπουμε πράγματα ἔξω στη ζωή μας· ἡ ἔντυπη εἶναι στα βιβλία, τα περιοδικά, πού ἔχουν εἰκόνες· καί ἡ κινούμενη εἰκόνα –νεκρή μέν ἀλλά κινούμενη– εἶναι στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Φυσικά, ἐπάνω στην οθόνη δέν εἶναι τά πρόσωπα αλλά τά εἴδωλά τους· είτε εἶναι στήν τηλεόραση, ὅταν αὐτά προβάλλονται τήν ἴδια ὥρα πού ἐμεῖς παρακολουθοῦμε, εἴτε εἶναι στον κινηματογράφο, ὅταν αὐτά εἶναι ἀποτυπωμένα σε φίλμ· σε κάθε περίπτωση ἐμεῖς μπροστά μας ἔχουμε κινούμενη εικόνα. Καταλαβαίνετε ἐδῶ τί δύναμη μπορεῖ νά ἀσκήσει αυτή ἡ εἰκόνα πού εἰσέρχεται μέσα στη φαντασία μας; Τό φαντάζεστε αὐτό;...

   Γι' αὐτό μεγάλη καταστροφή κάνει, παιδιά, όταν βλέπουμε βρώμικες εἰκόνες, εἴτε σε περιοδικά εἴτε σε ἐφημερίδες, δηλαδή ἔντυπες εἰκόνες, εἴτε ὅταν βγαίνουμε περίπατο ἔξω καί βλέπουμε άσχημα πράγματα. Γι' αὐτό θά σᾶς ἔλεγα, καί τό δικαιολογῶ, ὅτι τό νά βγεῖτε να κάνετε τις δουλειές σας μέσα στην πόλη είναι θεμιτό· τό νά βγεῖτε ὅμως τήν ὥρα πού βγαίνουν οἱ Λαρισαῖοι γιά να κάνουν τόν περίπατό τους, στην οδό Κούμα, στην πλατεία καί ὅπου ἀλλοῦ, θά σᾶς ἔλεγα ὄχι, νά μήν τό κάνετε. Τις ώρες που βγαίνουν για περίπατο ἐσεῖς μή βγαίνετε· γιατί ἐκεῖνος ὁ περίπατος δέν εἶναι περίπατος· ἐκεῖνος ὁ περίπατος εἶναι νά μέ δοῦν καί νά τούς δῶ, νά τούς δῶ καί νά μέ δοῦν. Ἐκεῖ ὄχι· εἶναι ἐπικίνδυνο πράγμα.

   Να γιατί φωνάζουμε καί σᾶς λέμε ὄχι στην τηλεόραση. Μή μοῦ πεῖτε ὅτι θά δεῖτε τό παιδικό, θά δεῖτε αὐτό τό ἀνώδυνο. Από τό ανώδυνο θά πᾶτε στό ἐπώδυνο. Σήμερα μένετε στο ανώδυνο· ποιός θά σᾶς ἐμποδίσει αὔριο να πατήσετε το κουμπί καί νά πᾶτε πιό πέρα, ἤ νά μείνετε περισσότερο στην οθόνη σας μπροστά καί νά δεῖτε τό ἐπώδυνο, ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ξεπεσμένος εαυτός μας ζητᾶ τήν ἁμαρτία με οποιονδήποτε τρόπο;

   Παιδιά, δέν ὑπάρχει οὔτε ἡλικία ασφαλείας· νά τό ξέρετε. Αυτά δέν τά λέω σ' ἐσᾶς μόνο· καί ἐγώ ἐάν σταθώ μπροστά σε μία τηλεόραση, καί ἕνας πού εἶναι ἐκατό χρονῶν ἄν σταθεί μπροστά σε μια τηλεόραση, καί δοῦμε πράγματα πού εἶναι βρώμικα, ὅλοι θὰ πάθουμε ζημιά. Προσέξτε το· ὅλοι θα πάθουμε ζημιά, μηδενός εξαιρουμένου! Κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ἐγώ δεν θα πάθω τίποτα. Καί ἄν κάποιος –εἶναι καί νέος– ἐπιμένει πώς δέν παθαίνει ζημιά, εἴτε δέν γνωρίζει τήν πραγματικότητα καί δέν ἔχει ίχνος αὐτογνωσίας εἴτε λέει ψέματα. Γι' αὐτό λοιπόν, παιδιά, ἄς προσέξουμε στο σημεῖο αὐτό πάρα πολύ τή δύναμη τῆς εἰκόνας. 

   Ὅπως ξέρετε, ὑπάρχει ἕνα βιβλίο γραμμένο από τους Σιωνιστές, τά Πρωτόκολλα τῶν σοφῶν τῆς Σιῶν. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνα Πρωτόκολλο που λέει ὅτι μποροῦννα φθείρουν τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν πλησμονή, μέ τό πλῆθος τῶν εἰκόνων. (Θά ἀπορροφήσωμεν καί θά προσαρμόσωμεν πρός τό συμφέρον μας τάς τελευταίας αναλαμπάς τῆς ἐλευθέρας σκέψεως, τήν ὁποίαν ἀπό μακροῦ χρόνου ἤδη κατηυθύνομεν πρός τά πράγματτα καί ἰδέας αἵτινες μᾶς χρειάζονται. Τό σύστημα τῆς καταπνίξειως τῆς σκέψεως ἐτέθη ἤδη ἐν ἐφαρμογῇ διά τῆς μεθόδου ἥτις ἐκλήθη "διδασκαλία δι᾿ εἰκόνων" καί ἥτις θα μεταβάλῃ τούς χριστιανούς εἰς πειθήνια ζώα μή σκεπτόμενα καί ἀναμένοντα τήν δι εἰκόνων παράστασιν τῶν πραγμάτων διά νά τά ἀντιληφθῶσιν... (Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιῶν, κεφ. ΙϚ', ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 1932, σ. 135)

   Ξέρετε τί σημαίνει αυτό; Ἄν εἴχαμε πολύ χρόνο, θά σᾶς ἔλεγα περισσότερα πάνω στο σημεῖο αὐτό. Ὅταν σέ ένα βιβλίο βλέπω μερικές εικόνες, αὐτές εἶναι πολύ χρήσιμες, καθώς ἀποτελοῦν μία εσωτερική εποπτεία. Ὅταν ἔχω κάποια ἀντικείμενα να παρουσιάσω εποπτικά σέ ἕνα μάθημα, αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ὅταν προβάλλεται μία ταινία ντοκιμαντέρ που δείχνει τήν πραγματικότητα, χωρίς ηθοποιούς, καί τήν δοῦν οἱ θεατές, αὐτοί ἀσφαλῶς ὠφελοῦνται πολύ. Ὅταν ὅμως χρησιμοποιῶ καθ' ὑπερβολήν τήν εἰκόνα, ὅπως σέ μερικά βιβλία ή περιοδικά, πού εἶναι ἐντελῶς εἰκονογραφημένα, μέ ἐλάχιστο κείμενο, ἤ ὅπως στην τηλεόραση –ὄχι στο ραδιόφωνο–, που προβάλλει διαρκῶς εἰκόνες, δηλαδή υπάρχει μία υπερβολή προβολῆς εἰκόνων, τότε ξέρετε τί γίνεται; ὁ νοῦς ἀδρανοποιείται.

   Αντίθετα, ὅταν ὁ νοῦς διαβάζει τά γράμματα ἑνός κειμένου ἀπό ἕνα βιβλίο, θα πρέπει ὁ ἴδιος να σχηματτίσει τίς εἰκόνες. Διαβάζω ἕνα μυθιστόρημα· δέν ἔχει φωτογραφίες καί εἰκόνες μέσα, καθόλου. Εγώ τώρα μέ τό μυαλό μου, θέλω δέν θέλω, ἀμέσως θα σχηματίσω εἰκόνες· ὅτι πῆγε αὐτός ἐκεῖ, ἔκανε ἐκεῖνο, ἔκανε  τό ἄλλο... περιπέτεια· αμέσως φτιάχνω εικόνες. Ὅταν στο βιβλίο υπάρχει πλησμονή εἰκόνων, ὁ νοῦς δέν ἔχει πιά τίποτα να φτιάξει, και σιγά-σιγά μπαίνει σέ μία ἀδράνεια, συνηθίζει σε μία ὀκνηρία.

   Συμπέρασμα: ἡ πληθώρα τῶν εἰκόνων δημιουργεῖ ὀκνηρία στόν νοῦ. Γι' αὐτό ἀκριβῶς οἱ Σιωνιστές –πού θέλουν να καταστρέψουν τη σκέψη τῶν ἀνθρώπων, μέ σκοπό να κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα, να βασιλέψουν σ' ὅλη τήν ἀνθρωπότητα– γράφουν ὅτι θά προσφέρουν πλησμονή εἰκόνων! Καί νά φανταστεῖτε ὅτι αὐτά γράφτηκαν πρίν ἀπό ἑκατό χρόνια, όταν δέν ὑπῆρχε ἀκόμα ἡ τηλεόραση!

   Γι' αυτό γίνεται ἀληθινή πλύση εγκεφάλου μέ τήν τηλεόραση, σ' ὅλους τούς λαούς, καί στον δικό μας τόν λαό, καί τόν κίνδυνο τον καταλαβαίνετε πάρα πολύ. Μπαίνει ὁ νοῦς σέ μία ἀχρηστία. Γι' αὐτό, ἄν ποῦμε σέ ἕναν νέο διάβασε ἕνα βιβλίο, δέν μπορεῖ πιά νά σκεφθεῖ, δέν θέλει, κουράζεται, γιατί ὁ νοῦς του ἄρχισε να μπαίνει σε μια κατάσταση αχρηστίας καί ὀκνηρίας, ὅπως σᾶς εἶπα.

   Τί πρέπει να κάνουμε πάνω σ' αυτό; Νά τί πρέπει να κάνουμε· δέν πρέπει καί δέν ἐπιτρέπεται ποτέ να βλέπουμε αἰσχρές εἰκόνες.

   Θα πρέπει ἀκόμη, ἂν πέρασε μία εικόνα στη φαντασία μας, ἄνθρωποι εἴμαστε, νά μή χρονίσει μέσα στη φαντασία μας, νά τήν πετάξουμε γρήγορα. Πῶς αὐτό; Ἐάν δέν χρονίσει, καί τήν ἴδια ὥρα βάλουμε μία ἄλλη εἰκόνα, μιά ἀγαθή εικόνα, μιά καλή, τότε ή βλαβερή εἰκόνα φεύγει. Σοῦ ἦρθε, για παράδειγμα, μία πονηρή σκέψη, πονηρή ἐπιθυμία ἀπό μία φανταστική εἰκόνα σαρκική, τότε σκέψου ὅτι εἶσαι μέ τούς φίλους σου ἢ μέ τίς φίλες σου στήν ἐκκλησία, ὅτι εἶσαι μαζί μέ τούς γονεῖς σου·  ἀμέσως θά ἀναστείλεις ἐκεῖνο πού σκέφτηκες καί θά γλυτώσεις.

   Πρέπει λοιπόν μέ κάθε τρόπο νά ἐμποδίζουμε τήν εἴσοδο αἰσχρῶν εἰκόνων μέσα μας, ἀπό ἔντυπα, ὅπως εἴπαμε, τηλεοράσεις καί τά λοιπά, καί νά μή φανταζόμαστε, καί ἄν κάτι μπῆκε στή φαντασία μας, γρήγορα να το βγάζουμε χωρίς να χρονίσει.

   Ἐπειδή ὅμως, θέλουμε δέν θέλουμε, ἔχουμε πιά φαντασία, θα πρέπει αυτή νά τή χρησιμοποιούμε για ἀγαθά πράγματα. Για παράδειγμα, στη θεωρία τῶν ὄντων· νά βλέπουμε δηλαδή τή δημιουργία, νά τήν ἐξετάζουμε καί νά τή χαιρόμαστε. Μόνο πού ἐκεῖ, γιά νά δεῖ κάποιος σωστά τη δημιουργία, πρέπει νά ἔχει καθαρή καρδιά. Δέν εἶναι ὅμως τῆς ὥρας νά τό ἀναλύσουμε αὐτό τώρα.

   Ομοίως, μέ τή φαντασία μας νά ἐντρυφοῦμε στην θεωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· πῶς κήρυττε, πῶς ζοῦσε, πῶς κινεῖτο· ὅπως ἀκόμη καί νά φανταζόμαστε θέματα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά, ἀναμφισβήτητα, μποροῦμε νά τά φανταζόμαστε.

   Θα πρέπει ἀκόμη να προσέξουμε, ὅπως σᾶς εἶπα, καί τό θέμα τῶν ὀνείρων. Τά ὄνειρα είναι πολύ επικίνδυνα. Ακόμα καί ὅταν κοιμόμαστε δουλεύει ή φαντασία.

   Διαβάζουμε στη Σοφία Σειράχ ὅτι «ενύπνια ἀναπτεροῦσιν ἄφρονας»· τά ὄνειρα δίνουν φτερά στούς ἄμυαλους ἀνθρώπους· εἶδα ὅτι θά γίνω πλούσιος... εἶδα ὅτι θά πετύχω τοῦτο ἡ ἐκεῖνο· «ὡς δρασσόμενος σκιᾶς καὶ διώκων ἄνεμον, οὕτως ὁ ἐπέχων ἐνυπνίοις»· αὐτός πού προσέχει στά ὄνειρα μοιάζει μ' ἐκεῖνον πού κυνηγάει μιά σκιά καί διώκει τόν ἄνεμο· «τοῦτο κατὰ τούτου ὅρασις ἐνυπνίων, κατέναντι προσώπου ὁμοίωμα προσώπου». Ξέρετε τί εἶναι τό ὄνειρο; μία εσωτερική ανακύκλωση ὅσων προβάλλει ἡ φαντασία. Εἶναι σάν νὰ σταθῶ σ' ἕναν καθρέφτη και να βλέπω τό πρόσωπό μου. Τί θά μοῦ προβάλει ὁ καθρέφτης; Το πρόσωπό μου. Ἔτσι, ὅταν κοιμᾶμαι, ἡ φαντασία θά μου προβάλει μέ μορφή ὀνείρου ὅσα ὑπάρχουν μέσα μου· βεβαίως καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν στο υποσυνείδητό μου.

   Δέν μιλάω ὅμως περί ὀνείρων αυτήν τη στιγμή για νὰ ἐξαντλήσω τό θέμα, παρά μόνο σᾶς λέω ὅτι ἡ φαντασία χρησιμοποιείται στον ύπνο γιά νά μᾶς προκαλέσει ὄνειρα. Γι' αὐτό πάρα πολλές φορές ἐκεῖνα πού εἴδαμε τήν ἡμέρα, τα βλέπουμε καί το βράδυ στον ύπνο μας, μάλιστα πολλές φορές αλλόκοτα καί περίεργα.

   Καί συνεχίζει το κείμενο: «ἐνύπνια μάταιά ἐστι», τά ὄνειρα εἶναι μάταια· «πολλοὺς γὰρ ἐπλάνησαν τὰ ἐνύπνια, καὶ ἐξέπεσον ἐλπίζοντες ἐπ' αὐτοῖς» (Σοφ. Σειράχ 34, 1-7). Πλάνησαν πολλούς τά ὄνειρα, καί διαψεύστηκαν ἐκεῖνοι πού ἤλπιζαν σ' αυτά.

   Ἄρα δέν πρέπει να προσέχουμε στα ὄνειρα. 

   Θά μοῦ πεῖτε: Καί ἄν κάτι εἶναι ἀπό τόν Θεό; 

   Ἄς εἶναι ἀπό τόν Θεό· μήν τό πιστέψουμε εύκολα.

   Πιθανότατα ὅμως δέν εἶναι· ἀπό τόν διάβολο θά εἶναι. Ὁ Θεός μᾶς εἶπε, μέσω τῆς Ἁγίας Γραφῆς, νά μήν προσέχουμε στα ὄνειρα. Κι ἀφοῦ αὐτό τό εἶπε ὁ Θεός, τελείωσε. (Βλ. Σοφ. Σειράχ 34, 1-7. Ἐκκλ. 5, 2-6)

   Ἐγώ σᾶς δίνω μία συμβουλή δοκιμάστε τη, καί θά τή δεῖτε: Για μία ἑβδομάδα το πρωί που θα ξυπνήσετε, ἀδιαφορῆστε γιά ἐκεῖνα πού εἴδατε το βράδυ· ἤ, τουλάχιστον, ἄν καί τά θυμόσαστε, προσπαθῆστε νά μή τά δώσετε σημασία. Μόλις ξυπνήσετε, ἄν σηκωθεῖτε νά κάνετε μερικές δουλειές, χωρίς νά τά ἀνακαλέσετε στη μνήμη σας, καί σᾶς ρωτήσει κάποιος ὕστερα ἀπό λίγο τί ὄνειρα εἴδατε, δέν θά εἶστε σε θέση νά πεῖτε σαφῆ πράγματα. Μέσα σέ μιά ἑβδομάδα θά ἔχει φύγει αυτή ἡ ἱκανότητα να συγκρατεῖτε τά ὄνειρά σας όταν ξυπνάτε. Δοκιμάστε το, καί θά τό δεῖτε. Ποτέ μην προσέχετε τά ὄνειρα, καί λέτε εἶδα αὐτό, καί θά μοῦ συμβεῖ ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο.

   Ἄν κάποτε βγαίνει αληθινό –γιατί μπορεῖ νά μοῦ πεῖτε ὅτι βγαίνει– βγαίνει αληθινό γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει να βγεῖ. Νά· μοῦ ἔλεγε μία κυρία πρό ἡμερῶν τό ἑξῆς. Ἐγώ δέν ξέρω να ρίχνω το φλιτζάνι του καφέ· ἀλλά ὅταν πῶ στούς ἄλλους κάτι, ἔτσι, στήν τύχη, στον βρόντο –ἀκοῦστε στον βρόντο! δεν ξέρει να κοιτάζει τό φιλτζάνι τοῦ καφέ– ἔρχονται μετά καί μοῦ λένε ὅτι τούς βγαίνουν ἐκεῖνα πού τούς λέω. Και ξέρετε γιατί; διότι πιστεύουν σ' αὐτά, καί ὁ Θεός τούς τιμωρεῖ μέ πνεῦμα πλάνης. (Βλ. Ήσ. 19, 14. Ίερ. 4, 11. Σοφ. Σειράχ 34, 7. κ.ά) Ἔτσι καί στά ὄνειρα· ἄν ἀρχίσεις να τα βλέπεις, νά τά παρατηρεῖς καί νά τά ἑρμηνεύεις, θα  σοῦ δώσει ὁ Θεός πνεῦμα πλάνης. Θά ἐπιτρέψει να ἀποκτήσεις πνεῦμα πλάνης, καί θά σοῦ βγαίνουν. Καί τότε τί θά γίνεται; θά ἀρχίσεις να πιστεύεις ὅτι τά ὅνειρα εἶναι ἀληθινά. Ας προσέξουμε λοιπόν στο θέμα αὐτό. (Τήν ὁλοκληρωτική απόρριψη τῶν ὀνείρων συνιστοῦν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνιστᾶ τήν ἀποστροφή καί ἄρνηση στα οράματα, διότι, ὅπως λέει, ἄν τα οράματα αὐτά εἶναι ἀπό τόν Θεό, Αυτός ξέρει καλά πῶς νά μᾶς τό ξεκαθαρίσει, καί δέν θά Τοῦ κακοφανεῖ ἄν δέν τά δεχθοῦμε (Αόρατος Πόλεμος, ΙΓ΄, Περὶ προσβολῆς τῶν φαντασμάτων καὶ περὶ τῆς ἰατρείας αὐτῶν, σσ. 238-239). Επίσης στο Εξομολογητάριό του συνιστά στον πνευματικό να θέτει στόν ἐξομολογούμενο τό ἐρώτημα, ἄν, πέραν τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, δίνει προσοχή καί στά ὄνειρα. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος γράφει: «Κατὰ πολλοὺς τρόπους παρουσιάζονται τὰ ὄνειρα· διὰ τοῦτο ἀσφαλέστερον εἶναι νὰ μὴ δίδωμεν πίστιν εἰς αὐτά, καὶ ὅτι οὐδὲν ἀπὸ τὰ μέλλοντα γνωρίζουν οἱ δαίμονες, ἔστω καὶ ἂν προσποιοῦνται ὅτι γνωρίζουν μερικὰ καὶ τὰ προλέγουν δῆθεν ἀπὸ ἰδικήν των γνῶσιν.» (Εὐεργετινός, τόμος Δ', ὑπόθεσις Κ.). Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος αὐτούς πού δίνουν σημασία στὰ ὄνειρα τοὺς ἀποκαλεῖ εἰδωλολάτρες, καί προσθέτει μέ κάποια εἰρωνεία: «κἂν ἐνύπνιόν σε ἐκταράξῃ, πρὸς τὸν ὀνειροσκόπον τρέχεις» (PG 29, 417D)

   Εἴπαμε λοιπόν σήμερα, παιδιά, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο τῶν πρωτοπλάστων. Ἔχει πολλή δύναμη ή φαντασία, καί πρέπει πάρα πολύ να τήν προσέχουμε. Οι πρωτόπλαστοι εἶδαν τόν καρπό, φαντάστηκαν τήν ἰσοθεΐα, καί ἀπό ἐκεῖ ξέπεσαν. Ἐμεῖς λοιπόν ἄς προσέχουμε· ἄς στήνουμε πάντα τόν νοῦ μας φρουρό ἄγρυπνο, ἐπί εἰκοσιτετραώρου βάσεως, γιά νά μήν εἰσέρχεται τίποτε ἀκάθαρτο στη φαντασία μας. Ἔτσι, θα γλυτώσουμε ἀπό τή δύναμή της και ἀπό τόν φοβερό ἐκεῖνον ζωγράφο, τόν διάβολο, που διαζωγραφίζει εικόνες φοβερές μέσα στη φαντασία. Καί τότε πραγματικά, σιγά-σιγά, ή φαντασία μας θα βρεῖ τόν δρόμο της μόνο σέ ἀγαθά πράγματα.

   Πρῶτα ὁ Θεός, θα συνεχίσουμε.

Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 1984


55η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Περί τοῦ ἰδίου θελήματος (Β΄).

†.Ένα βασικό μεταπτωτικό φαινόμενο, ὅπως λέγαμε την περασμένη φορά, παιδιά, πού ἐμφανίστηκε στους πρωτοπλάστους, ἦταν καί τό ἴδιον θέλημα.

   Δηλαδή, θά κάνω αὐτό πού θέλω ἐγώ… ! Ὄχι αὐτό πού θέλεις Ἐσύ, ὁ Θεός, ἀλλά αὐτό πού θέλω ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος! Αντιλαμβάνεστε ὅτι αὐτό εἶναι θεμελιώδους σημασίας, καί ἀπό αὐτό τό ἴδιον θέλημα, δηλαδή το προσωπικό, τό δικό μας θέλημα, δημιουργεῖται ἕνα πλῆθος καταστάσεων, πού θά ἀναφέρουμε σήμερα.

   Λέγαμε ἀκόμη ὅτι τό ἴδιον θέλημα ἐκφράζεται σάν μία ἀρρώστια τῆς προσωπικότητος, πού λέγεται ἐγωισμός. Καί ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἐγωισμός ἀποτελεῖ τό κεφαλάρι κάθε ἁμαρτίας, κάθε κακοῦ. (Οἱ Πατέρες λένε πώς ὁ ἐγωισμός, ἤ φιλαυτία, εἶναι μητέρα-τροφός ὅλων τῶν παθῶν. Ἡ φιλαυτία ὀνομάζεται ἀρχή καί μητέρα τῶν κακῶν (ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), «ἡ τῶν κακῶν γεννήτρια» (άγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, PG 95,88), βασίλισσα τῶν ἁμαρτιῶν (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος) καί νέκρωση τῆς θείας ζωῆς (ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Αόρατος Πόλεμος)

   Τό ἴδιον θέλημα, ἀκόμη λέγαμε, στρέφεται ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ θελήματος τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού εἶναι σέ κάποια υπεροχή, ὅπως τῶν γονέων, τῶν μεγαλυτέρων μας, ἡ ἁπλῶς ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας, πού άπλᾶ τούς λέμε ὄχι αυτό που λες εσύ, ὄχι αὐτό πού θέλεις ἐσύ, αλλά αυτό που θέλω εγώ θα κάνω.

   Εἴχαμε πεῖ ἐπίσης πώς όταν πιεζόμαστε ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἢ ἀπό τούς νόμους ἀνθρώπων πού ἔχουν κάποια ἐξουσία καί ἀναγκαζόμαστε να κάνουμε αὐτό πού λένε (ὅπως σε μια πολιτεία, πού ὁ νομοθέτης θεσπίζει νόμους καί σέ ὑποχρεώνει νά τούς τηρήσεις, ἀκόμα καί οἱ γονεῖς μέ τίς ἐντολές τους, ἤ ὅπου ὑπάρχουν ἐντολές, σ' οποιονδήποτε χώρο, σε ένα ἵδρυμα μέ τόν κανονισμό του, σε μια σχολή, πού λέει πῶς νά κινηθοῦμε, σε ποιά αἴθουσα νά πᾶμε, πως να καθήσουμε  καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς) ὅλα αὐτά στόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἴδιον θέλημα, καί μάλιστα επαυξημένο, δημιουργούν τό αἴσθημα τῆς καταπιέσεως καί τό φαινόμενο τῆς ἀντιδράσεως· ἐνῶ δέν είναι σωστό.

   Ὅταν χρονίσει αὐτή ἡ κατάσταση, τότε δημιουργεῖται μία σκλήρυνση τῆς προσωπικότητος. Φεύγει ἡ ντροπή ὁλότελα, δεν αισθάνεται κανείς καμμία αναστολή (πῶς νά τό πῶ ἐγώ αυτό;... πῶς νά ἀντιδράσω στον δάσκαλό μου;...) κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος αὐτός μιλάει ἀναιδῶς στον δάσκαλό του, ἀναιδώς στον γονιό του, ἀναιδῶς σ' οποιονδήποτε· ἀκόμα καί σ' αὐτόν τόν Θεό μιλάει ἀναιδῶς!...

   Καί μάλιστα, πολύ συχνά, στήν ἐποχή μας ἰδιαίτερα, έχουμε και φαινόμενα νευροψυχικών διαταραχών. Γιά νά ἀντιληφθεῖτε τό μέγεθος του προβλήματος, ἀρκεῖ νά σᾶς πῶ ὅτι ἀπό τήν Πέμπτη πού μᾶς πέρασε ἕως την Κυριακή, σήμερα, πέρασαν από μένα ἕξι περιπτώσεις ψυχοπαθείας. (Εννοεῖ στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἐξομολογοῦσε πλήθη πιστών κάθε Πέμπτη στήν Ἱερά Μονή, ἀλλά καί κάθε Δευτέρα στον ναό τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ Λαρίσης, ἐκτός τῶν ἀλλων, μεμονωμένων περιπτώσεων) Ναί! Καταλαβαίνετε δηλαδή ότι το φαινόμενο είναι πάρα πολύ σοβαρό, ἀφοῦ τόνοι ὁλόκληροι από ψυχοφάρμακα καταναλώνονται, δυστυχῶς ὄχι μόνο στην Ελλάδα, ἀλλά σ' ολόκληρο τον κόσμο.

   Αὐτά λέγαμε την περασμένη φορά.

   Αλλά τά ἴδια αυτά φαινόμενα –τά φαινόμενα τῆς ἀντιδράσεως, τοῦ αἰσθήματος τῆς καταπιέσεως καί τά λοιπά– μποροῦν νά συμβοῦν καί ἀπό ἐνδογενεῖς αἰτίες, εσωτερικές. Ὄχι δηλαδή επειδή υπάρχει κάποιος νομοθέτης, ὑπάρχει ἕνας Θεός, υπάρχει ένας γονιός ἦ ὑπάρχει ἕνας δάσκαλος, ἀλλά ἀπό ἐνδογενεῖς αἰτίες, οἱ ὁποῖες φυσικά δέχονται ἐπιδράσεις εξωτερικές. Πάντοτε ὅμως τό αἴτιο, τόσο τῶν ἐξωτερικῶν ὅσο καί τῶν ἐνδογενῶν, εἶναι ὁ ἐγωισμός. Αὐτός, πρέπει να ποῦμε, καί θά τό λέμε, ὅτι γεννήθηκε στόν ἄνθρωπο μόλις θέλησε νά ἱκανοποιήσει το δικό του τό θέλημα· ὅταν δηλαδή οι πρωτόπλαστοι εἶπαν Θα κάνουμε αυτό πού θέλουμε ἐμεῖς... θα δοκιμάσουμε τον καρπό· δέν μᾶς νοιάζει ἐάν ὁ Θεός μᾶς εἶπε νά μή τόν δοκιμάσουμε. Αὐτό εἶναι τό ἴδιον θέλημα.

   Στόν μοναστικό χῶρο, ὁ μοναχός πού ἔχει ἴδιον θέλημα λέγεται θεληματάρης· δηλαδή αυτός που προβάλλει τό θέλημά του, κι αυτό θέλει πάντα να γίνεται, καί δέν ἔχει ὑπακοή.

   Ἔτσι, παιδιά, ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἴδιον θέλημα παρουσιάζει κάποια φαινόμενα, ὅπως τὰ ἑξῆς.

   Πρῶτον, εἶναι τά αἰσθήματα μειονεκτικότητος. 

   Θὰ σᾶς φανεί παράξενο αυτό, πῶς τὰ αἰσθήματα μειονεκτικότητος εἶναι γέννημα τοῦ ἰδίου θελήματος. Ὅπως θα γνωρίζετε, τά αἰσθήματα μειονεκτικότητος, πού συνήθως σήμερα τα λέμε και κατωτερότητος, λέγονται και κόμπλεξ. Βέβαια, τό αἴσθημα μειονεκτικότητος εἶναι ἕνα κόμπλεξ. Στα ελληνικά λέγεται σύμπλεγμα. Λέμε: ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι κομπλεξικός, δηλαδή συμπλεγματικός. Τό λέμε καί ἔτσι ἐπειδή συνηθίσαμε νά μιλᾶμε μέ πολλές ξένες λέξεις –κακῶς. Μέχρις ενός βαθμοῦ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μία ξένη λέξη, αλλά όχι μέ ὑπερβολή. 

   Ο κομπλεξικός λοιπόν, δηλαδή ο συμπλεγματικός ἄνθρωπος, παρουσιάζει πολλά χαρακτηριστικά. Δέν θα μιλήσουμε ἀκόμη γι' αυτό τώρα, αλλά σ' ἕνα παρακάτω μάθημα. Ὅταν ὁ Ἀδάμ είπε ὄχι ἐγώ, ἀλλά ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες μοῦ ἔδωκε καί ἔφαγα, τήν στιγμή ἐκείνη γεννήθηκε το σύμπλεγμα. Αλλά διεξοδικά θα μιλήσουμε ὅταν θα φθάσουμε στόν οἰκεῖο τόπο. Τώρα μιλᾶμε γιά τά αισθήματα μειονεκτικότητος, τά ὁποῖα βεβαίως στην πραγματικότητα εἶναι ἕνα σύμπλεγμα. 

   Τί εἶναι αὐτά τά αἰσθήματα;

   Αὐτά δημιουργοῦνται πάντοτε ἀπό τήν σύγκριση μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἅμα ἀνοίξετε ἕνα βιβλίο ψυχολογίας, θά δεῖτε μέσα ὅτι ἀπό τήν στιγμή που θα βρεθοῦν δύο ἄνθρωποι πάνω στή γῆ, θά ἀρχίσουν νά γεννιοῦνται αισθήματα μειονεκτικότητος. Αυτό δείχνει ότι ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου, ἢ τῶν ἄλλων, δημιουργεῖ τά αἱσθήματα αυτά. Ὅσο ζει κανείς μόνος του, δεν γίνεται αναπτύξει αισθήματα μειονεκτικότητο·ς συνεπῶς αυτά δημιουργούνται ύστερα από κάποια σύγκριση. 

   Τα αισθήματα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα κυρίως τῆς στάσεώς μου έναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· πως στέκομαι απέναντι στους άλλους·  δηλαδή, στέκομαι μειονεκτικά –είτε ὑπεροπτικά είτε ὑποτιμητικά, τό ἴδιο εἶναι– ἤ στέκομαι μέ ἁπλότητα; Αν σταθῶ μέ ἁπλότητα, τότε βεβαίως δέν ἔχω αισθήματα μειονεκτικότητος, ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ ἄλλος, ἢ κατώτερός μου ἢ ἀνώτερός μου.

   Ἡ στάση πού θα πάρουμε ἀπέναντι στόν ἄλλον ἢ στούς ἄλλους ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ψυχισμό που διαθέτει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Δηλαδή μπορεῖ ἡ στάση μας απέναντι στόν ἄλλο νά εἶναι ἤ δυναμική ἤ παθητική. Αν εἶναι δυναμική, δηλαδή ἔχουμε ἕναν δυναμικό ψυχισμό, έναν δυναμικό χαρακτήρα, καί πάσχουμε ἀπό αἰσθήματα μειονεκτικότητος, τότε τά αἰσθήματα αὐτά ντύνονται κάποια ἐνδύματα: τό ἔνδυμα τοῦ αὐταρχισμοῦ –ἐγώ νά ἄρχω–, τῆς ἐπιβολῆς –νά σ' ἔχω κατώτερό μου–, τῆς κατεξουσιάσεως –νά ἐπιβάλλομαι ἐγώ σ' ἐσένα–, τῆς εἰρωνείας, τῆς προκλήσεως τοῦ κακοῦ –νά σου κάνω κακό–, τοῦ φθόνου, τοῦ μίσους, καί ἄν θέλετε καί του φόνου –να σε σκοτώσω!

   Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα τυπικό παράδειγμα δύο ἀνθρώπων, τοῦ Κάιν καί τοῦ Ἄβελ. Αὐτοί οἱ δύο ἄνθρωποι εἶναι ἀδέλφια. Εἶναι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι μετά από τους πρωτοπλάστους. Καί αὐτοί οἱ δύο, πρίν ἀκόμη γεννηθοῦν ἄλλα παιδιά στον Αδάμ καί τήν Εύα –γιατί ὁ Κάιν εἶναι ὁ πρωτότοκος–, ἔχουν πιά μέσα τους σαν κληροδότημα ὅ,τι ἀκριβῶς δημιουργήθηκε στους γονείς τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς τους στάθηκαν απέναντι στον Θεό μέ τή γνωστή στάση, τοῦ παραβάτη. Αμέσως μετά τήν παράβαση πῆραν αὐτά τά κομπλεξικὰ στοιχεῖα, τα συμπλεγματικά, ὅπως τό σύμπλεγμα τῆς ἐνοχῆς, καί βλέπουμε να τα διοχετεύουν μέ ἕναν κληρονομικό τρόπο πιά και στα παιδιά τους. 

   Βεβαίως παίζει ρόλο καί ἡ προαίρεση· αλλά έφεξῆς θα παίζει ρόλο καί ἡ κληρονομικότητα, ἡ ὁποία στους πρωτοπλάστους δέν ὑπῆρχε. Οἱ πρωτόπλαστοι ἀρχικά δέν εἶχαν θέμα κληρονομικότητος, διότι εἶναι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι· αλλά μ' αυτούς ξεκινοῦν τά προβλήματα τῆς κληρονομικότητος· τά παιδιά τους εἶναι ἤδη ἐπιβαρυμένα κληρονομικά. Σκεφθεῖτε, εἴμαστε στήν ἀνατολή του ανθρώπινου γένους, καί ἤδη ἔχουμε  κληρονομική ἐπιβάρυνση... εἶναι καταπληκτικό! 

   Ἔχουμε λοιπόν καί τήν προαίρεση, καί τήν κληρονομική επιβάρυνση. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἐμφανίζονται βεβαίως μέ τόν ἴδιο χαρακτήρα. Ἴσως θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὅλοι θά ἔπρεπε νά εἶναι τό ἴδιο. Ὄχι· ἔχουμε ἀνθρώπους μέ ἀγαθή προαίρεση, χωρίς να φαίνεται ἡ κληρονομική τους επιβάρυνση, ἀλλά ἔχουμε κι ἀνθρώπους μέ φανερή τήν κληρονομική τους ἐπιβάρυνση, πού ὅταν συμβεῖ νά ἔχουν καί μία κακή προαίρεση, τό κακό ολοκληρώνεται σ' αὐτούς.

   Τί ἔγινε μέ τόν Κάιν; Ο Κάιν εἶδε ὅτι ἡ θυσία τοῦ Ἄβελ, τοῦ ἀδελφοῦ του, ήταν ευπρόσδεκτη στόν Θεό, καί αὐτό του κακοφάνηκε. Αμέσως γεννήθηκε τό σύμπλεγμα, τό αἴσθημα τῆς κατωτερότητος. Αμέσως. Καί ἐπειδή ὁ Κάιν εἶχε δυναμικό ψυχισμό, γι᾿ αὐτόν τόν λόγο δεν μένει μόνο παραπονεμένος ἔναντι τοῦ ἀδελφου του καί ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποφασίζει νά δράσει.

   Βεβαίως ὁ Κάιν θα πρέπει να πέρασε ὅλα ἐκεῖνα πού σᾶς περιέγραψα προηγουμένως. Φυσικά ή Αγία Γραφή δέν μᾶς τά ἀναφέρει·  όμως πιθανότα νά ἔδειξε έναν αυταρχισμό απέναντι στόν ἀδελφό του, καί μάλιστα νὰ ἐκμεταλλευόταν τό γεγονός ὅτι εἶναι ὁ πρωτότοκος, ἤ ἀκόμη ἴσως θέλησε νά τοῦ ἐπιβληθεῖ ἤ νά τόν κατεξουσιάσει... καί ἀναμφισβήτητα θά τόν εἰρωνευόταν. Σᾶς εἶπα ὅτι δέν ἀναφέρονται στην Αγία Γραφή, ἀλλά τά ὑπονοοῦμε. Ξέρετε γιατί τά ύπονοοῦμε; γιατί ὁ Κάιν ἔφθασε στό ἔσχατο στάδιο σκότωσε τόν ἀδελφό του. Καί τόν φόνευσε γιατί δέν μποροῦσε νά ἀντέξει αὐτήν τήν σύγκριση, δέν μποροῦσε νά αἰσθάνεται κατώτερος ἀπό τόν ἀδελφό του.

   Ὥστε λοιπόν ἐδῶ βλέπουμε τη δυναμικότητα τῶν αἰσθημάτων μειονεκτικότητος ἤ, καλύτερα, βλέπουμε τά αἰσθήματα μειονεκτικότητος να προβάλλονται μέ ἕναν δυναμικό ψυχισμό.

   Ἔχουμε ὅμως καί τήν παθητική στάση πού ἔχει ἕνας ἄνθρωπος, πού ὀφείλεται καί πάλι στον ψυχισμό του. Ἐδῶ, στόν παθητικά ευρισκόμενο με αισθήματα μειονεκτικότητος ἄνθρωπο, λείπει βεβαίως ἡ ἐπιθετικότητα κατά τόν δυναμικό της τρόπο, αλλά ὑπάρχει μέ τόν παθητικό. Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο. Δηλαδή: Ἐγώ θὰ ἀντιδράσω ἀπέναντί σου. Ὅμως δέν θά κάνω κακό σ᾿ ἐσένα, ἀλλά θά κάνω κακό στόν ἑαυτό μου.

   Καί αὐτό εἶναι τό πρῶτο στάδιο, δηλαδή ἡ ὑποτίμηση τοῦ ἐγώ· τό νά λέει κανείς ανά πᾶσα στιγμή: ἐγώ δὲν ἀξίζω, ἐγώ δέν εἶμαι σωστός άνθρωπος· ἐσύ ὅμως εἶσαι. Εγώ δέν εἶμαι· εἶσαι ἐσύ. Αυτό βέβαια τόν τρώει τόν ἄνθρωπο ἀπό μέσα. Ἐσύ φοράς καλά ροῦχα· ἐγώ δέν φορῶ. Ἐσύ φορᾶς παντελόνι· ἐγώ ὄχι.

   Εἶπα αὐτό τό τελευταῖο ἐπειδή τό παντελόνι κατέκλυσε πιά τόν μαθητόκοσμο τῶν κοριτσιῶν, καί κοπέλες πού δείχνουν μια συντηρητικότητα, καί δέν τό φοροῦν, αἰσθάνονται μειονεκτικά! Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι πάσχουν ἀπό αἰσθήματα κατωτερότητος. Ναί!

   Μία ὑγιής στάση ὅμως ξέρετε ποιά θά ἦταν; τό νά πεῖ ἡ κοπέλα αὐτή: Δέν μέ ἐνδιαφέρει τί φορᾶς ἐσύ· ἐγώ φορῶ ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός. (Πρβλ. Δευτ. 22, 5: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐστι πᾶς ὁ ποιῶν ταῦτα.») Το δικό μου τό θέλημα τό ἔχω ὑποταγμένο στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐσύ μπορεῖς νά φορᾶς ὅ,τι θέλεις. Ἄκουσε, συμμαθήτριά μου, ἄκουσε, φίλη μου· στον δρόμο σου και στον δρόμο μου. Δέν μέ ἐνδιαφέρει καθόλου τί κάνεις ἐσύ. Αὐτά θά ἔλεγε μία κοπέλα, σ' αὐτό τό συγκεκριμένο παράδειγμα. Αὐτή εἶναι μία υγιής στάση. Καί βεβαίως δέν εἶναι μόνο τό θέμα τοῦ παντελονιοῦ· εἶναι πλῆθος ἄλλων περιπτώσεων.

   Τί νομίζετε ὅτι εἶναι τό κοσμικό φρόνημα; Κάποιοι φίλοι μας κάνουν ἕνα τραπέζι καί μᾶς καλοῦν στό σπίτι τους. Τώρα καί ἐμεῖς πρέπει νά τούς καλέσουμε μιά άλλη φορά και να προβάλουμε τόν ἑαυτό μας, ὄχι κατώτερό τους αλλά ανώτερο! Φυσικά θα φροντίσουμε νά ἔχουμε κάτι περισσότερο στο τραπέζι μας ἀπό ὅ,τι εἶχαν ἐκεῖνοι. Καί τό πράγμα πάει λέγοντας, καταλήγοντας σέ ἕναν ἀνταγωνισμό ἐπιδείξεως. Ὅταν ὅμως  ὑπάρχει αὐτός ὁ ἀνταγωνισμός, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητος.

   Για ποιόν λόγο νά ἔχουμε ἀνταγωνισμό;... Απλά μᾶς κάλεσαν, μᾶς περιποιήθηκαν. Δηλαδή ή περιποίηση πάντα εἶναι ἕνα μέσο για προβολή ὑλικῶν ἀγαθῶν; Το να προσφέρεις μια καλή καρδιά, με πολλή απλότητα, εἶναι κάτι κατώτερο; Καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε φτωχότεροι, γιατί πρέπει να φθάσουμε ἐκείνους καί νά ἀγοράσουμε ἀκριβά φαγητά γιά νά τούς περιποιηθοῦμε; Κι ἄν δηλαδή κάποια φορά ἔλθουν ἐπίσκεψη στο σπίτι μας (δεν πειράζει ἂν λέω καί μερικά πρακτικά πράγματα· εἶναι βγαλμένα μέσα ἀπό τήν πραγματικότητα) καί τούς ποῦμε Κάθεστε να φᾶμε ἀπόψε; Δέν ἔχουμε βέβαια τίποτα σπουδαῖο· ἁπλά πράγματα, καί τηγανίσουμε αὐγά καί τά φᾶμε μέ ψωμί και τυρί, τί τό περίεργο; Λείπει ἡ ἁπλότητα. Ὅταν ὅμως λέμε ὄχι, πρέπει να προσφέρουμε κάτι ἐντυπωσιακό, πάσχουμε ἀπό αἰσθήματα κατωτερότητος.

   Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ἔχουμε μία παθητική στάση, τότε ὑποτιμοῦμε τό ἴδιο μας τό ἐγώ. 

   Ἀλλά ἀκόμη προκαλούμε διαρκεῖς γκρίνιες στους ἄλλους, στο περιβάλλον μας, γκρινιάζουμε διαρκῶς. Γιατί ἡ τάδε ἔτσι; Γιατί ὁ τάδε ἔτσι;... Καί ἀπό τή μάνα μας ζητᾶμε κάτι περισσότερο. Δῶσε μας χρήματα να ντυθοῦμε ὅπως καί οἱ ἄλλοι... καί τά λοιπά.

   Ακόμη ἐκδηλώνουμε ζήλιες. Είναι φοβερό... πολύ φοβερό πράγμα ή ζηλοτυπία! Ἡ ζηλοτυπία είναι καρπός αἰσθημάτων μειονεκτικότητος, πέρα για πέρα! 

   Ἔχουμε καί ἕναν ἀρνητισμό μεγάλου φάσματος. Ξέρετε τί εἶναι ὁ ἀρνητισμός; Βρέ, παιδάκι μου, φάε. Ὄχι, δεν θέλω να φάω!... Βάλε αὐτό τό ρούχο, το φουστάνι, τό κουστούμι. Ὄχι, δέν τό βάζω· θα βάλω κάτι ἄλλο!... Πήγαινε σχολεῖο. Ὄχι, δεν πάω!... Πήγαινε να κάνεις καμμιά δουλειά. Ὄχι, δεν πάω!... Αὐτός ὁ ἀρνητισμός, παιδιά, εἶναι κάτι πραγματικά φοβερό, και διακρίνει αὐτούς πού πάσχουν ἀπό αἰσθήματα μειονεκτικότητος.

   Τέλος, οἱ ἄνθρωποι αυτοί, προκαλοῦν καί βλάβη στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη. Για παράδειγμα, δέν τρῶνε, ἔτσι, ἀπό ἀρνητισμό... καί βέβαια ἀρχίζουν νά ἀδυνατίζουν. Θέλουν νά ἀρρωστήσουν, για να προκαλέσουν στούς ἄλλους τόν οἶκτο. Ναί, νά ἀρρωστήσουν! Βέβαια, ἡ τελευταία βαθμίδα αὐτῆς τῆς βλάβης στην ἴδια τους τήν ὕπαρξη εἶναι ἡ αὐτοκτονία. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι, ἀπό τέτοια αἰσθήματα, μειονεκτικότητος, φθάνουν ἀκόμη καί στήν αὐτοκτονία!

   Ἐδῶ λοιπόν βλέπουμε να προκαλεῖται ζημιά στον ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Αὐτά εἶναι τά αἰσθήματα μειονεκτικότητος στην παθητική τους μορφή. 

   Για παράδειγμα, κάποιος νέος θέλει νά αὐτοκτονήσει ἐπειδή δέν μπορεῖ νά παντρευτεί μία κοπέλα. Ἄν τόν ρωτήσουμε γιατί θέλει νά τό κάνει αὐτό, θά μᾶς ἀπαντήσει: Γιά νά τήν ἐκδικηθώ!... Μά δέν τήν ἐκδικεῖται· τόν ἑαυτό του καταστρέφει. Βέβαια περιττό νά πῶ ὅτι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μία τύφλωση, πού δέν μπορεῖ κανείς να δεῖ τήν πραγματικότητα. 

   Βλέπουμε λοιπόν πώς τά αισθήματα μειονεκτικότητος προκαλοῦν ἄλλοτε τόν αυταρχισμό, δηλαδή τήν δυναμικότητα, καί ἄλλοτε τήν παθητική στάση. Στήν πραγματικότητα όμως είναι το ίδιο συναίσθημα. Λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας –τό ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες αυτό– ὅτι τά ἄκρα συναντώνται. Ἔφυγες από τη φυσιολογική σου στάση; ὅ,τι και να κάνεις, ἢ πᾶς πρός τά δεξιά ή πρός τα αριστερά, αυτά τα δύο ἄκρα συναντώνται. (Οι πρόγονοί μας συνιστοῦσαν τήν ἀποφυγή τῶν ὑπερβολῶν («μηδὲν ἄγαν» ἔλεγε ὁ Χείλων ο Λακεδαιμόνιος) καί τό μέτρον («μέτρον ἄριστον»), λέγοντας πως «ἡ ἀρετὴ κεῖται εἰς τὸ μέσον» (Αριστοτέλους, Πρὸς τὸν Πλάτωνα ὑπὲρ τῶν τεττάρων 170.28), τό in medio virtus τῶν Λατίνων. Καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπαινοῦν τήν μέση οδό, τήν βασιλική οδό. Ο Μ. Βασίλειος λέει: «Πρόσεχε σεαυτῷ μὴ παρατραπῆς τῆς ὁδοῦ, μὴ ἐκκλίνης δεξιὰ ἢ ἀριστερά· ὁδῷ μέσῃ καὶ βασιλικῇ πορεύου» (Λόγος εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ, κεφ. Δ΄). Πρβλ. «ὁδῷ βασιλικῇ πορευσόμεθα, οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ οὐδὲ εὐώνυμα» (Αριθμ. 20, 17)

   Καί ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό τό φαινόμενο τῶν αἰσθημάτων τῆς μειονεκτικότητος υπάρχει στις κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων σέ κάθε ἐποχή, οἱ ὁποῖες πάσχουν ἀπ' αὐτά τά ἐγωιστικά φαινόμενα, πού πάντοτε  τα τρέφει τό ἐγωιστικό ἴδιον θέλημα. Θέλω να περάσει το δικό μου! Θέλω να κάνω αυτό! Θέλω να πετύχω αὐτό!... Βλέπετε τί μορφές παίρνει τό ἴδιον θέλημα; 

   Αλλά, σᾶς εἶπα, τό ἴδιον θέλημα είναι πολύπτυχο, ἔχει πολλές ἐκδηλώσεις. 

   Μιά ἄλλη ἐκδήλωση τοῦ ἰδίου θελήματος εἶναι καί ἡ ἰδιορρυθμία· εἶναι ὁ ἰδιόρρυθμος ἄνθρωπος, ὁ sui generis, ὅπως λέγεται λατινικά, εἶναι αὐτός δηλαδή πού ἀνήκει σέ ἕνα ἴδιον γένος, σε μία ιδιαίτερη τάξη, σε μία ιδιαίτερη κατηγορία, σέ μιά κατηγορία διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού ζοῦν καί κινοῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.

   Τό ἴδιον θέλημα, ἀκόμη, ἐμφανίζεται ὡς ἰδιοτροπία, ὡς ἰδιοτυπία· ὄχι μέ τή γόνιμη μορφή ιδιοτυπία, ὅπως ἡ πρωτοτυπία, ἀλλὰ ἰδιοτυπία ὡς καπρίτσιο (caprice), καί γενικά –προσέξτε αὐτό τό σημεῖο– ὡς ἔλλειψη προσαρμογῆς σε κάθε λογική, νόμιμη καί φυσική κατάσταση· υπάρχει μία άρνηση.

   Ἔτσι, ἕνας ἰδιόρρυθμος ἄνδρας δεν περνάει καλά όταν πάει στρατιώτης·  τον πειράζει το συσσίτιο, τόν πειράζει ὁ θάλαμος, τον πειράζουν οι συνάδελφοι, τόν πειράζουν τα καψόνια, τον πειράζει ἡ πειθαρχία, τόν ἐνοχλοῦν ὅλα!

   Ἕνας ἰδιόρρυθμος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ κάπου να φιλοξενηθεῖ· αισθάνεται ὅτι ἔχει βγεῖ ἀπό τά νερά του. Δέν θέλει να πάει κάπου, γιατί δέν ἔχει αὐτήν τήν προσαρμοστικότητα· θέλει νά ζεῖ πάντοτε σ᾽ ἐκεῖνο πού ὁ ἴδιος ἔχει φτιάξει μέσα στον δικό του τόν χῶρο. 

   Ὅπως καταλαβαίνετε, ὁ ἰδιόρρυθμος ἄνθρωπος κατά βάση εἶναι ἐγωιστής βεβαίως, εἶναι ἀντικοινωνικός, είναι κουραστικός, καί γιά τόν ἑαυτό του αλλά και γιά τό περιβάλλον του. Πόσες φορές τέτοιους τύπους τούς παρακαλούμε για κάτι: κάνε αυτό, μεῖνε ἔτσι, τοποθετήσου ἔτσι... καί ἀρνοῦνται. Μᾶς κουράζουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Μας κουράζουν καί μέσα στήν οίκογένεια, καί μέσα στην κοινωνία, στην εργασία μας, και παντού.

   Ἕνα τρίτο σημεῖο, πού είναι καί αὐτό προϊόν του ἰδίου θελήματος, εἶναι ἡ ὑπερβολή.

   Ὅπως θά ξέρετε, οἱ πρωτόπλαστοι, μέ τήν πτώση τους, ἔχασαν τή φυσικότητα –ὦ, αὐτή ἡ φυσικότητα...– ἔχασαν τήν ἁπλότητα, ἔχασαν καί τό μέτρον· καί ἀφοῦ ἔχασαν το μέτρο, δέν μποροῦν πιά νά μετρήσουν.

   Ξέρετε τί σημαίνει εἶμαι Χριστιανός; Ξαναγυρίζω στη φυσικότητα, τήν ὄντως φυσικότητα· ξαναγυρίζω στην απλότητα. Μή νομίζετε ὅτι ἡ ἁπλότητα εἶναι κάτι εύκολο.

   Ἡ ἁπλότητα δέν εἶναι ἀρετή· είναι ἡ συνισταμένη τῶν ἀρετῶν. Μόνο ὁ ἅγιος ἔχει ἁπλότητα. Εἶναι μεγάλο πράγμα ή απλότητα· είναι επιστροφή, γύρισμα πίσω στήν ἀρχέγονη κατάσταση, εκείνη πού εἶχαν οἱ πρωτόπλαστοι μέσα στον παράδεισο. Σήμερα ὅμως λέμε άπλό ἕναν ἄνθρωπο ὅταν φοράει μπλου τζήν, καί δέν φοράει κουστούμι! Τον λέμε ἀκόμη ἁπλό ὅταν μπορεῖ να κάθεται στο πεζοδρόμιο και να μασουλάει πασατέμπο ἤ στραγάλια... να τρώει σουβλάκια ἢ ὅ,τι ἄλλο, κατά ἕναν τρόπο ανάρμοστο, ἁπλώνοντας καί  τίς ποδάρες του ἀδιάφορα!... Αὐτός, λέμε, ἔχει ἁπλότητα!

   Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἁπλότητα. Θά τό πῶ ἄλλη μία φορά: αὐτό δέν εἶναι ἁπλότητα! Αν δηλαδή μιλᾶς μέ τόν ὁποιονδήποτε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, καί ἁπλώνεσαι καί γελᾶς καί κινεῖσαι ξεδιάντροπα, αὐτό δέν εἰναι ἁπλότητα. Πρός Θεοῦ! Αὐτό εἶναι θρασύτητα, εἰναι αυθάδεια, εἶναι κάτι που φανερώνει ὅτι εἶσαι ἀνάγωγος ἄνθρωπος, δέν ἔχεις ἀγωγή ἀπό τό σπίτι σου· δέν εἶναι ἁπλότητα. Ὤ, να ξέραμε τί εἶναι ἡ ἁπλότητα! Δύσκολο πράγμα! Είναι τό νά βλέπεις τά πράγματα ὅπως εἶναι, καί ὄχι ὅπως θά ἤθελες εσύ νά τά βλέπεις. Ἀλλά αὐτό, σᾶς ξαναλέω, εἶναι καρπός τῆς ἁγιότητος.

   Ἔτσι λοιπόν, χάνοντας οἱ πρωτόπλαστοι τή φυσικότητά τους, τήν ἁπλότητά τους, ἔχασαν καί τό μέτρο· δὲν μποροῦν πιά να κρίνουν. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν «μέτρον ἄριστον». (Τό «μέτρον ἄριστον» εἶναι ἀπό τά πιό γνωστά δελφικά παραγγέλματα καί ἀνήκει στον Κλεόβουλο τόν Λίνδιο (6ος αι. π.Χ.). Τά παραγγέλματα αυτά ἦταν ὑποθῆκες πού παρέδωσαν οἱ ἑπτά σοφοί στίς ἐπερχόμενες γενιές, ὠφελήματα ἀνθρώποις ἐς βίον) Ὥστε τό μέτρον εἶναι τό ἄριστον, τό καλύτερο. Εάν δέν ἔχει κανείς τό μέτρον, πέφτει σέ ἀκρότητες. Τότε ὅμως πῶς θά ξαναβρεῖ κανείς τόν ἑαυτό του; Μόνο ἄν γίνει Χριστιανός· ἀλλιῶς θά κινεῖται πάντα στήν ὑπερβολή ή στήν ἔλλειψη, δηλαδή στό μή μέτρο, στό ἄμετρο. Καί ὅπως θά ξέρετε, στήν ὑπερβολή ἤ στήν ἔλλειψη ὑπάρχει πάντοτε ἡ ἀκρότητα.

   Ἡ ὑπερβολή εἶναι καρπός τοῦ ἰδίου θελήματος, ὅπως σᾶς εἶπα, καί πολύ γρήγορα ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο σύγχυση, κόπωση, καί πνευματική, ψυχική, καί σωματική κόπωση –πολύ φυσικό, ἀφοῦ στερεῖται τοῦ μέτρου– ἀλλά καί μετά ἀπό τήν κόπωση, ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει τό μέτρο, πέφτει στήν ἀδιαφορία.

   Θά σᾶς πῶ ἕνα πολύ μικρό παράδειγμα.

   Ὅταν διαβάζουμε πολύ, γιά πάρα πολλές ὧρες, ὅταν δηλαδή ἔχουμε μία υπερβολή στο διάβασμα (ὅταν λέω ὑπερβολή, ὄχι ὅτι δέν πρέπει να διαβάσουμε, ἀλλά ὅταν ξεπεράσουμε τις δυνατότητές μας, ὅταν φτάσουμε πιά νά ἔχουμε μία κόπωση στόν ἐγκέφαλό μας, στο νευρικό μας σύστημα), τότε ἀπό τήν ὑπερβολή φθάνουμε στην κόπωση, καί ἀπό τήν κόπωση στήν ἀδιαφορία καί στήν ἀπέχθεια· δέν θέλουμε μετά νά δοῦμε βιβλίο στα μάτια μας! Πῶς συνέβη αυτό;

   Αὐτό συνέβη γιατί ξεπεράσαμε ἕνα μέτρο. Θά ἔπρεπε να σταματήσουμε, νά πᾶμε νά κοιμηθοῦμε· ἤ νά κάνουμε ἕνα διάλειμμα καί νά ἀσχοληθοῦμε μέ κάτι χειρονακτικό· νά πᾶμε νά κάνουμε μιά δουλειά, οἱ κοιπέλες στο σπίτι, τ' αγόρια λίγο να τρέξουν, να παίξουν, να σκάψουν τόν κῆπο τους, να κάνουν κάτι. Δηλαδή χρειάζεται νά ὑπάρχει μία ισορροπία μεταξύ τῶν διανοητικῶν καί τῶν σωματικῶν δυνάμεων.

   Ξέρετε, ὁ μέγας Ἀντώνιος, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο, ἔκανε μόνο προσευχή καί μελέτη· ἦρθε ὅμως σέ ἕνα σημεῖο κοπώσεως. Σημειῶστε δέ ὅτι ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔφυγε εἴκοσι χρονῶν γιά τήν ἔρημο, ἔμενε μόνος του, καί πέθανε, κοιμήθηκε ἑκατόν πέντε ἐτῶν. Ἔμεινε λοιπόν στήν ἔρημο ὀγδόντα πέντε χρόνια. Γιά ζῆσε, ἄν μπορεῖς, ὀγδόντα πέντε χρόνια στήν ἔρημο!...

   Τόν πρῶτο καιρό λοιπόν ἀσχολεῖτο μόνο μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη· μέ τίποτε ἄλλο· δηλαδή εἶχε ἀποκλειστικά πνευματική ενασχόληση, ὄχι σωματική. Κουράστηκε ὅμως καί ἔπεσε σέ μιά ἀδιαφορία, σέ μιά ἀκηδία, ὅπως λέγεται στη γλώσσα τήν ἀσκητική, σέ  μία πνευματική τεμπελιά, σέ μιά χαύνωση. Εἶδε λοιπόν μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού τοῦ ἔμοιαζε, θα λέγαμε τόν σωσία του, ὁ ὁποῖος δέν μιλοῦσε, ἀλλά ἔκανε χειρονακτική ἐργασία· ἔσκαβε, φύτευε καί τά λοιπά· ὕστερα ἄφηνε τό ἐργόχειρό του καί προσευχόταν. Τόν κοιτοῦσε ὁ ἅγιος Αντώνιος. Ἦταν ἄγγελος, πού πῆρε τήν μορφή τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου, γιά νά τοῦ διδάξει ὅτι ἔπρεπε νά βάλει στο πρόγραμμά του καί τήν χειρονακτική εργασία. Ἔτσι, κατάλαβε ὁ μέγας Ἀντώνιος ὅτι ἔπρεπε νά κάνει καί χειρονακτική εργασία. (Βλ. Εἶπε Γέρων, ἐκδ. οἶκος Αστήρ, Ἀθῆναι 1974, σ. 9)

   Βλέπετε τί φοβερό πράγμα εἶναι ἡ μονομέρεια; Φοβερό πράγμα!

   Μιά κοπέλα που σπουδάζει δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει να κάνει νοικοκυριό. Ἕνας νέος πού σπουδάζει δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει να βοηθήσει τόν πατέρα του στήν ἐργασία του, καί γενικά σε μία εργασία χειρονακτική. Καί τότε ὁ μέγας Αντώνιος εἰσήγαγε στή ζωή του καί τή χειρονακτική εργασία, καί ἔτσι ἐπῆλθε ἰσορροπία καί ἁρμονία τῶν ψυχοσωματικῶν του δυνάμεων. Ὡραιότατα!

   Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ἐργάζεται καί σωματικά καί πνευματικά· οὔτε μόνο τό ἕνα, οὔτε μόνο τό ἄλλο. Ἔτσι βλέπει κανείς ὅτι μποροῦμε νά φυλαχτοῦμε ἀπό τό θέμα τῆς μονομέρειας. Αν δέν ἦταν τά πράγματα ἔτσι, νά ρέπει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος στήν ὑπερβολή ἤ στήν ἔλλειψη, δέν θά ἔλεγε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ «καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοιΚύριος ὁ Θεός σου· οὐκ ἐκκλινεῖτε εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερά» (Δευτ. 5, 32), δέν θά ἀποκλίνετε οὔτε ἀριστερά οὔτε δεξιά. Ποιό εἶναι τό ἀριστερά; Ἡ ἔλλειψη, ἡ παράβαση. Ποιό εἶναι τό δεξιά; Ἡ ὑπέρβαση. Στό ἴδιο παράδειγμα, το διάβασμα: Τί σημαίνει κλίνω ἀριστερά; Δέν διαβάζω. Τί σημαίνει κλίνω δεξιά; Διαβάζω παραπάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, ὑπερβολικά. Τί πρέπει νά κάνω; Να διαβάζω σωστά· οὔτε παράβαση οὔτε ὑπέρβαση.

   Ὁ μέγας Βασίλειος λέει: «Μεσότης καὶ συμμετρία τις ἡ ἀρετή»· ἡ μεσότητα καί ἡ συμμετρία εἶναι ἡ ἀρετή. Δέν λέει ἀκρότης· λέει μεσότης· τά ἄκρα συναντῶνται. Κάθε ἀρετή ἔχει τή μεσότητα, εἶναι στή μέση δηλαδή, καί τήν συμμετρία. «Αἱ δὲ ἐφ' ἑκάτερα τὴν ἀρετὴν ἐκβαίνουσαι ὑπερβολαὶ καὶ ἐλλείψεις, ἀμετρία καὶ αἶσχος» (Εἰς τὸν προφήτην Ησαΐαν, 174, PG 30, 409C)· οἱ ὑπερβολές ὅμως καί οἱ ἐλλείψεις πού ξεφεύγουν ἀπό τά δεξιά καί τά ἀριστερά τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀμετρία καί αἶσχος. Ὅταν ὅμως ἀπό ἀριστερά καί ἀπό δεξιά τήν ἀρετή τήν ξεπερνοῦν οἱ ὑπερβολές καί οἱ ἐλλείψεις, τότε αὐτό εἶναι ἀμετρία καί αἶσχος, εἶναι καταστροφή καί ἀποτυχία.

   Ὅπως καταλαβαίνετε, τό θέμα του μέτρου εἶναι πολύ σημαντικό. Ἡ Ἁγία Γραφή δέ, στο βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, τό λέει ὡς ἑξῆς: «Μέλι εὑρὼν φάγε τὸ ἱκανόν, μήποτε πλησθεὶς ἐξεμέσῃς» (Παρ. 25, 16· 27). Ὅταν βρεῖς μέλι, φάε ἀρκετό, ὅσο σου χρειάζεται, μήπως, γεμίζοντας ἐντελῶς τό στομάχι σου, κάνεις εμετό. Αὐτό εἶναι κάτι πού τό χρησιμοποιοῦν πάρα πολύ οἱ νηπτικοί Πατέρες. Φάε ἀρκετό, ὅσο θέλεις. Πρόσεξε ὅμως· μή φᾶς παραπάνω ἀπό ἐκεῖνο πού μπορεῖς νά φᾶς, γιατί θά τό ξεράσεις. Καί παρακάτω: «ἐσθίειν μέλι πολὺ οὐ καλόν»· τό να τρώει κανείς πολύ μέλι δέν εἶναι καλό.

   Θά ἔλεγε κανείς: Μά εἶναι κακό να φάω μέλι;... Ὄχι· ἀλλά μή φᾶς πολύ, γιατί θά ξεράσεις.

   Σᾶς ἐξήγησα λοιπόν ὅτι καί τά καλά, ὅταν κάποτε τα κάνουμε παραπάνω ἀπ' ὅ,τι πρέπει, δέν εἶναι κάτι καλό. (Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α', PG 36, 16D : «... ἢ μέλιτος μὲν πλησμονὴ καὶ κόρος ἔμετον ἐργάζεται, καίπερ ὄντος μέλιτος, ... καὶ τὸ καλὸν οὐ καλόν, ὅταν μὴ καλῶς γίνηται», ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἱερά Παράλληλα, Ϛ', PG 96, 169Β) Ἂς ποῦμε, τί λέει ἡ Ἐκκλησία; Ξέρετε, ἡ Ἐκκλησία μας κρατάει τό μέτρο· μᾶς λέει θά νηστεύεις Τετάρτη, Παρασκευή και Σαρακοστές. Εάν τώρα ἐσύ θέλεις να νηστεύεις παραπάνω, χρειάζονται προϋποθέσεις. Αν κάνεις κάτι παραπάνω, θα πάθεις ζημιά, θα χαθεῖς! Τό παραπάνω ὑπάρχει μέν, ἀλλά μέ προϋποθέσεις. Ἄν θα γίνει, θα πρέπει νά ἔχει τήν ἔγκριση πάλι τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ  πνευματικοῦ.

   Λέγεται ὅτι κάποτε ἕνας ἀσκητής δέν πήγαινε τό Πάσχα, παρακαλῶ, να φάει μέ τούς ἄλλους μοναχούς γιά νά μή φάει λάδι! Τό Πάσχα!... Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔκανε μία ὑπερβολή, καί ἔφθασε βέβαια στο σημείο νά δεχθεῖ ἀπό τόν διάβολο ἕνα ὅραμα, ὅτι βρισκόταν πιά σέ ἀκρότητα ἁγιότητος, καί ὅτι ἂν ἔπεφτε μέσα σ' ἕνα πηγάδι –ὅπως εἶχε πεῖ κάποτε ὁ διάβολος καί στόν Ἰησοῦ Χριστό πέσε ἀπό τό αέτωμα τοῦ ναοῦ–(Ματθ. 4, 6. Λουκᾶ 4, 10) ὅτι δέν θα πάθαινε τίποτα· καί πῆγε ὁ ταλαίπωρος, ὁ φτωχός ἀσκητής στο πηγάδι κι ἔπεσε, καί βέβαια σκοτώθηκε. 

   Βλέπετε τί εἶναι ἡ ὑπερβολή;... Ὅταν δέν ὑπάρχει το φάρμακό της, δηλαδή ή διάκριση, νά ξεχωρίσω τί πρέπει να κάνω, σέ ποιά ὅρια θα φτάσω, κινδυνεύω.

   Βέβαια περιττό νά σᾶς πῶ ὅτι τήν ὑπερβολή τήν ἔχουμε ἐμεῖς ἀπό τήν ἄλλη μεριά. Ἂς ποῦμε, νά πιεῖς κρασί. Τό νά πιεῖς κρασί εἶναι νόμιμο ἀλλά ἐάν πίνεις πολύ, θά γίνεις μέθυσος. 

   Ἴσως μερικές καί μερικοί νά παρανοήσετε αὐτά πού λέω, καί νά πεῖτε στους γονεῖς σας: Μᾶς εἶπε ὁ πατήρ Αθανάσιος πώς ὅ,τι κάνουμε νά μήν εἶναι πολύ ἀλλά μέ μέτρο, ὅπως ἀκριβῶς ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, «μέτρον ἄριστον». Μπορῶ λοιπόν να παίξω καί λίγο χαρτιά... μπορῶ νά κάνω καί λίγη παρέα μέ κάποιους πού δέν πρέπει... μπορῶ νά δῶ καί λίγο τηλεόραση... ὄχι πολύ!

   Προσέξτε· αὐτό τό ὄχι πολύ η Αγία Γραφή τό λέει στο μέλι, δηλαδή στα καλά πράγματα. Γιά τά κακά πράγματα δεν τίθεται θέμα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ποῦμε ὅτι μπορεῖς νά παίζεις λίγο χαρτιά, νά ἔχεις για λίγο κάποια κακή συναναστροφή, να κάνεις λίγο ἐκεῖνο πού δέν πρέπει... Αλλοίμονο! Μόνο ἐπί καλῶν πραγμάτων ἐπιδιώκουμε τό μέτρο· ὄχι ἐπί κακῶν.

   Παρεμφερῶς τώρα σᾶς λέω ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖνο τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀπό τήν Α΄ Πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του, πού λέει «πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε» (Α΄ Θεσ. 5, 21), καί μερικοί τό ἔχουν σάν καραμέλα καί λένε: Κοίταξε νά δεῖς· τά πάντα να δοκιμάζετε, τό καλό να κατέχετε. Αν δέν γνωρίσεις τόν κόσμο... Καί πῶς θά γνωρίσεις τόν κόσμο; Θά πᾶς καί στον χορό, θα πέσεις καί στήν ἁμαρτία, καί θά μεθύσεις... Τί ἄνδρας εἶσαι; τί γυναίκα εἶσαι, ἄν δέν δοκιμάσεις αὐτά τά πράγματα;...

   Παιδιά, τό «πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε» σημαίνει νά ἐξετάζετε τά πάντα, καί τό καλό να κρατᾶτε. Αμέσως παρακάτω λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἀπὸ παντὸς εἶδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α' Θεσ. 5, 22). Εἴδατε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τί ὑπαγορεύει παρακάτω; Από κάθε πονηρό πράγμα θά ἀπέχετε!

   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στις προφητεῖες πού λέγονταν μέσα στήν ἐκκλησία. Ὅσοι δηλαδή εἶχαν προφητικό χάρισμα ἀνέβαιναν στόν ἄμβωνα –ἄς τό πῶ ἔτσι ἁπλᾶ– καί ἔλεγε ὁ καθένας ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὅμως πάντοτε από τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Καί λέει τώρα: Τα πάντα πού λέγονται να τα δοκιμάζετε· ἀκοῦστε το καί κρίνετέ το ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό ἢ δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Θα κρατήσετε τό καλό· ἐκεῖνο ὅμως πού δέν εἶναι καλό θά τό πετάξετε. Δέν ἀναφέρεται λοιπόν ἐπί κακῶν πράξεων. Προσέξτε το· ὁ Θεός να φυλάξει. 

   Καί βέβαια περιττό εἶναι νά σᾶς πῶ ὅτι τήν ὑπερβολή τήν κινεῖ πάντοτε ὁ ἐγωισμός, τό ἴδιον θέλημα, ὁ διάβολος.

   Υπάρχει καί ἕνα τέταρτο· εἶναι ἡ ἀπολυτότητα· ὅταν δηλαδή κανείς θέλει να γενικεύει τά πάντα. Καί ὅπως ξέρετε, ἡ γενίκευση εἶναι ἁμάρτημα τῆς διανοίας. Δυστυχῶς δέν μᾶς μένει πολύς χρόνος νά τά ἐξηγήσουμε πολύ καθαρά αυτά.

   Ἂς ποῦμε, εἶδα ἕναν ἱερέα να κάνει κάτι κακό. Αμέσως σπεύδω νά πῶ: Ὅλοι οἱ ἱερεῖς εἶναι ἴδιοι, ὅλοι κάνουν τό ἴδιο...! Γιατί ὅλοι οἱ ἱερεῖς...; Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ λαός: τά ποντίκια ἔφαγαν τό τυρί. Μά ἕνας ποντικός ἔφαγε τό τυρί· γιατί λέμε τα ποντίκια ἔφαγαν τό τυρί; Αὐτό λέγεται γενίκευση, καί ἡ γενίκευση εἶναι καρπός τῆς ἀπολυτότητος.

   Βέβαια, περιττό νά σᾶς πῶ, ἡ ἀπολυτότητα προδίδει πολύ ἐγωισμό, μιά ακαμψία, μια μονομέρεια, μια ἀπουσία διακρίσεως, μιά ἔλλειψη σοφίας, ἔλλειψη συνέσεως, ἔλλειψη φρονήσεως. Ὡς πνευματικοί, λέμε σέ κάποιον: Κοίταξε να δεῖς, αὐτό πού ἔκανες δέν ἦταν σωστό. Κι ἐκεῖνος ἀμέσως: Ἄ, δέν ξαναπάω ἐκεῖ, σ' αὐτόν!... Μά, για στάσου, μπορεῖ νά μήν εἶναι ἔτσι, μήν εἶσαι απόλυτος. Τό ἀκοῦμε αὐτό καθημερινά.

   Ἡ ἀπολυτότητα λοιπόν εἶναι ἐπικίνδυνο πράγμα.

   Ὅλα, ὅπως σᾶς εἶπα, παιδιά, καλλιεργοῦν τό ἴδιον θέλημα.

   Και τώρα τίθεται τό ἐρώτημα, στα πολύ λίγα λεφτά πού μᾶς μένουν: ποιό είναι τό φάρμακο;

   Παιδιά, τό φάρμακο εἶναι ἡ ταπείνωση, εἶναι ἡ ὑπακοή, εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἰδίου θελήματος, τοῦ προσωπικού μας θελήματος. Πότε ἔχω ταπείνωση καί ύπακοή; ὅταν ἔχω ἐξορίσει τό ἴδιον θέλημά μου.

   Τό μέτρο μᾶς τό δίνει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδή ὁ Ἀδάμ εἰσήγαγε τό ἴδιον θέλημα, ἔρχεται ὁ νέος Ἀδάμ νά τό ἀποβάλει, γιά νά διορθώσει τόν παλαιό Αδάμ καί τούς ἀπογόνους του. 

   Ἀκοῦστε τί γράφει στην Προς Φιλιππησίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος. τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ἢ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἐαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.» (Φίλιπ. 2, 4-8)

   Δηλαδή: Μή σκέπτεται ὁ καθένας μόνο γιά τό δικό του συμφέρον, ἀλλά καί γιά τά συμφέροντα τῶν ἄλλων. Ἄς ὑπάρχει μέσα σας αὐτό τό φρόνημα τῆς ταπεινώσεως, αὐτό πού ὑπάρχει καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος, ἄν καί εἶχε τήν ἴδια ουσία μέ τόν Θεό, δέν θεώρησε τήν ἰσότητά Του μέ τόν Θεό ὡς ἁρπαγή, ἀλλά ἄδειασε τόν ἑαυτό του ἀπό τή δόξα Του, παίρνοντας τή μορφή δούλου, ἀφοῦ ἔγινε ὅμοιος μέ τούς ἀνθρώπους, καί, παρουσιαζόμενος ὡς ἄνθρωπος, ταπείνωσε τόν ἑαυτό του δείχνοντας ὑπακοή μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ!

   Να λοιπόν τό ὑπόδειγμά μας, παιδιά.

   Οἱ πρωτόπλαστοι απέρριψαν τό θεῖο θέλημα καί εἰσήγαγαν τό ἴδιον θέλημα. Ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλες οἱ ἀκαταστασίες, ὅλοι οἱ ἐγωισμοί, ὅλες οἱ αἱρέσεις, ὅλες οἱ φατρίες καί ὅλες οἱ διαιρέσεις.

   Σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, το παιδαγωγικό καί τό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα εὐνοεῖ τήν καλλιέργεια τοῦ ἰδίου θελήματος. Προσέξτε αυτό πού σᾶς εἶπα. Τά σχολεῖα μας εὐνοοῦν τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἰδίου θελήματος, πάντοτε ὑπό τό πρόσχημα μιᾶς κακῶς νοουμένης ἐλευθερίας.

   Καιρός λοιπόν νά ἐπισημάνουμε τά πράγματα, γι' αὐτό κάνουμε καί τά μαθήματα αυτά, γιά νά διορθωθοῦμε. Κι ἂς τό ξέρουμε: ἁγιότητα μέ παρουσία ἰδίου θελήματος εἶναι παντελῶς-παντελῶς ἀδύνατη!

   Θα συνεχίσουμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή, πρῶτα ὁ Θεός.

Κυριακή, 4 Νοεμβρίου 1984


54η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία " εδώ ⬇️
https://arnion.gr/index.php/palaia-diauhkh/xristianikh-kosmologia-anurvpologia
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40pgmRsIiRCioth8a5E4bM7r

Απομαγνητοφώνηση :
Ιερά μονή Κομνηνείου.
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://drive.google.com/file/d/1PKTpnYb1nptUbWKH5jo6DJwk7IVel9BA/view?usp=drivesdk

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Χριστιανική Κοσμολογία - Ἀνθρωπολογία.».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20~%20%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️ https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__ 

https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου. https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.