†. Πῶς μπορεῖ ἡ προσευχή μας νὰ εἶναι εὐάρεστη στὸν Θεόν; Πῶς μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ διαβάζουμε συχνά (ἀληθινὰ μὲ ἐκπλήσσει) ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προσευχὴ ὁμιλεῖ στὸν Θεόν; Ἡ προσευχὴ εἶναι τροφὸς τῆς ψυχῆς; στις δύσκολες στιγμές καταλαβαίνω τὴν ἀνάγκη αὐτῆς τῆς προσευχῆς καὶ τὴν μεγάλη της δύναμι. Καθημερινὰ ὅμως πῶς θὰ τὰ καταφέρουμε ἡ ψυχή μας νὰ ζωογονεῖται ἀπὸ τὴν προσευχή;
Κεντρικό σημεῖο τῆς ἐρωτήσεως εἶναι τό «Πῶς θὰ εἶναι ἡ προσευχή μας εὐάρεστη στὸν Θεό». Ἂν θέλουμε να παρουσιάσουμε την προσευχή, ἡ ὁποία μὲ μία εἰκόνα ἀνεβαίνει πρὸς τὸν Θεόν, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν θυσία τῶν δύο ἀδελφῶν, Κάιν καὶ Ἄβελ. Μάλιστα, εἰκονικῶς, ἡ θυσία τοῦ Ἄβελ πηγαίνει μία εὐθεία πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐνῶ ὁ καπνὸς τῆς θυσίας τοῦ Κάιν δὲν ἀνεβαίνει, ἀλλὰ ὡς νὰ φυσάει ὁ ἀέρας ὁ καπνὸς πηγαίνει πλαγίως. Δηλαδὴ ἕνα εἶδος ἀποστροφῆς, σὰν νὰ μὴν δέχεται ὁ Θεὸς τὴν θυσία τοῦ Κάιν. Πράγματι, ἔτσι ἦταν.
Ἡ προσευχὴ εἶναι μία θυσία, ἀνωτάτης μορφῆς· τί εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ τὴν κάνει σωστή; Οἱ ἀρχαῖοι προσέφεραν πάντοτε την προσευχή τους μὲ θυσία, καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ λέγαμε ὅτι μπορεῖ νὰ προσφέρει τὴν προσευχή του μὲ μερικὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἔχουν τὴν μορφὴ θυσίας. Ἂν ἐπὶ παραδείγματι ἀνάψουμε τὸ κανδήλι μας, ὅταν κάνουμε την προσευχή μας, εἶναι μορφὴ θυσίας. Ἂν ἀνάψουμε ἕνα κεράκι, τὸ θυμιατό μας... εἶναι τὸ ἴδιο, μία θυσία, μία προσφορά. Γι' αὐτὸ ὅταν πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία, ἀνάβουμε τὸ κερί μας. Στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν ἐπιτρέπεται αἱματηρὰ θυσία· αὐτὴ ἅπαξ προσεφέρθη καὶ εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι βλέπουμε καὶ ἕνα ἐξωτερικὸ στοιχεῖο μιᾶς θυσίας. θυσία;
Ἀλλά, ὅταν ἀνάβουμε ἕνα κερί, εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀνάβουμε κερὶ μπορεῖ νὰ λέγουμε μία ευχή, ἢ στὴν Ἐκκλησία, ἢ στὸ σπίτι. Στὴν Ἐκκλησία: «Κύριε δός μου φωτισμόν», ἢ «ὅπως τὸ κερὶ αὐτὸ ἀνάβει, ἔτσι δός μου νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ἕνα φῶς, διότι ἐσὺ ἔτσι τὸ εἶπες· «ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» νὰ γίνω ἕνα φῶς καὶ νὰ μὴν εἶμαι σκοτάδι». Η, «ὅλη ἡ ζωή μου νὰ εἶναι μία προσφορὰ σὲ 'σένα, στὴν ἀγάπη σου· ὅπως τὸ κερὶ αὐτὸ λειώνει, ἔτσι νὰ λειώσει τὴν ὕπαρξί μου ἡ ἀγάπη σου» ἤ, θὰ μποροῦσα, ἀνάβοντας τὸ κερί μου νὰ ζητῶ χρήματα, ἢ νὰ πετύχω ἀνόμους έρωτες. Παρὰ πολλοὶ ἀνάβουν κερὶ παρακαλῶντας γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἀνόμων ἐρώτων! -Τί θὰ ἀκούσει λοιπὸν ὁ Θεός;
Βλέπετε, πῶς διαφοροποιεῖται ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θυσία; Πῶς λοιπὸν θὰ γνωρίσω ὅτι ἡ προσευχή μου εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεόν;
Τὸ πρῶτον: Ὅποιος ἐμφανισθεί προσευχόμενος, πρέπει νὰ ἔχει πνεῦμα ταπεινόν, νὰ εἶναι ταπεινόφρων. Θυμηθεῖτε την παραβολὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· ὁ Θεὸς ἀπωθεῖ τὴν προσευχὴ τοῦ φαρισαίου ἐπειδὴ δὲν ἦταν ταπεινός. Ποιός εἰσακούσθη; ὁ τελώνης; ὁ φαρισαῖος; ποιός; Ὅταν λέγει ὅτι ὁ τελώνης κατέβη δικαιωμένος, σημαίνει ὅτι ἀκούσθηκε ἡ προσευχή του, ὅτι τοῦ φαρισαίου ἡ προσευχὴ δὲν ἀκούσθηκε, ἄρα δὲν κατῆλθε ἀπὸ τὸ ἱερὸ δικαιωμένος. Τί σημαίνει ταπείνωσις; Εἶναι περίεργον νὰ ὑπερηφανεύεται κανεὶς μπροστὰ στὸν Θεόν! Μὴ σᾶς φαίνεται περίεργον.
Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μυστήριον· ὁ ἱερεὺς ἔχει τὴν ἱερωσύνη καὶ τὸ ἐπιτραχήλιον· εἶναι ἐπίσημος ἡ ὥρα. Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ ἐξομολογούμενος, ἐμφανίζεται ἐκ προσώπου Θεοῦ. Ὅταν λέγουν οἱ ἐξομολογούμενοι· Ἐγὼ εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος, δὲν ἔκανα κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο· εἶμαι πάντα δίκαιος, με ἀρέσει τὸ δίκαιον! αὐτὸ τὸ ἀκοῦμε κατὰ πλησμονήν αὐτὸ δείχνει ἔλλειψι αὐτογνωσίας, καὶ παρουσία ὑπερηφανείας. Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ἔλεγε· εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος, προσφέρω ἐλεημοσύνες, δὲν ἀδικῶ, καὶ δὲν εἶμαι σαν ἐκεῖνο τὸν ἀναποδιασμένο, τὸν κακορίζικο, τὸν τελώνη, τὸν ἁμαρτωλόν. Ἀκοῦμε πολλὲς φορές· Δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἐγώ!
-Ἐμένα μοῦ τὸ λὲς αὐτό; Δὲν ἔχω καμμία ὄρεξι να μάθω ποιός εἶσαι! ἦρθες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξομολόγησίς σου θὰ εἶναι εὐάρεστη; - Ὄχι.
Ε, αὐτὸ γίνεται καὶ στὴν προσευχή. Κατὰ δυστυχίαν πολλοὶ ἄνθρωποι προσεύχονται ἔτσι. Πόσο ρεαλιστικὴ εἶναι ἡ παραβολὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου! Πόσο καθρεπτίζει την πραγματικότητα! Πρῶτος λοιπὸν ὅρος εἶναι ἡ ταπείνωσις νὰ ἐμφανισθῶ ταπεινά, μὲ αὐτογνωσία τῆς ἁμαρτωλότητος.
Δεύτερον· ὅταν ἔχω συγχωρήσει τὸν ἐχθρόν μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐμφανισθῶ στὴν προσευχὴ καὶ νὰ ζητῶ ὅ,τι ζητήσω, ἐμφανιζόμενος μὲ κακία γιὰ κάποιον ἄνθρωπο. Βεβαίως καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε ἐχθρούς, καὶ οἱ Ἅγιοι εἶχαν καὶ ἔχουν ἐχθρούς! ἐννοεῖται ὅτι οἱ ἄλλοι ἐχθρεύονται τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ἂν ἐσὺ ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους. Λέγει ὁ Χριστός: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ εἶτα ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρον σου», ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι τὰ ἔχεις χαλασμένα μὲ τὸν ἀδελφόν σου (κυρίως, κυριώτατα ὅτι ἐσὺ εἶσαι ἡ αἰτία), μὴ τὸ προσφέρεις τὸ δῶρο σου· ἄφησε το κάτω, πήγαινε φιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ τότε γύρισε νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου. Δηλαδὴ δὲν θὰ γίνει δεκτὴ ἡ προσφορὰ τῆς προσευχῆς σου, ἂν ἔχεις ἐχθρὸν ποὺ δὲν τὸν συγχωρεῖς.
Νὰ πῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ λέγουν ὅτι μέχρι τὸν ᾅδη, τὸν θάνατον, δὲν θὰ συγχωρήσω. Φοβερόν! Είμαστε ἄνθρωποι, ἔχουμε προστριβές, ζοῦμε σ' ἕνα κόσμον ποὺ ἔχει σκάνδαλα. Ὅμως θὰ πρέπει μέσα σ' αὐτὸν τὸν τριβόμενον κόσμον, γιὰ ὅ,τι συμβαίνει νὰ ζητοῦμε συγνώμη. Ἐμεῖς νὰ μὴν ἔχουμε ἐχθρούς· ἂν δὲν μᾶς χωνεύουν μερικοὶ ἄνθρωποι, αὐτὸ ἀφορᾶ ἐκείνους. Ἐμεῖς νὰ μὴν αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν συγχωρούμε μερικοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἔχουν πειράξει, ἀδικήσει.
Τρίτον· ἡ προσευχὴ εἶναι εὐπρόσδεκτη ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεήμων, ὅταν ἡ προσευχὴ συνοδεύεται ἀπὸ ἐλεημοσύνες. Σας θυμίζω τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον· ἐνεφανίσθη ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει· Κορνήλιε, οἱ ἐλεημοσύνες σου καὶ οἱ προσευχές σου ἀνέβησαν στὸν Θεόν. «Ἀνέβησαν»: εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἄβελ, πηγαίνει πρὸς τὰ πάνω· εἶναι κάθετη μὲ τὴν γῆ μας, ὄχι παράλληλη, πηγαίνει στὸν οὐρανό. Πολὺ σπουδαῖο στοιχεῖο αὐτό.
Τέταρτον· ὅταν ἡ προσευχή συνοδεύεται μὲ νηστεία. Βεβαίως δὲν νηστεύουμε πάντοτε, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὅταν δὲν νηστεύουμε δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε. Π.χ. τὸ Πάσχα, τὴν Διακαινήσιμον. Ἔχουμε ὅμως περιόδους ποὺ νηστεύουμε, ὅπως ἡ Τετάρτη, ἡ Παρασκευή, οἱ Τεσσαρακοστές. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι γιὰ νὰ σχολάζομε στην νηστεία καὶ στὴν προσευχή. Ὅπως λέγουν καὶ οἱ Πατέρες· Ἡ νηστεία κάνει κούφα τὰ φτερὰ τῆς προσευχῆς, δηλαδὴ ἐλαφρά. Δίνει φτερὰ στὴν προσευχὴ ἡ νηστεία. Ὅταν τρῶμε πολύ, ἤπιαμε καὶ κρασί, δὲν ἔχουμε ὄρεξι νὰ προσευχηθοῦμε. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι τρώνε μέρα και νύκτα, ὅλο τὸν χρόνον! Δὲν μποροῦν νὰ προσευχηθοῦν!
Ὅταν λέμε νηστεία δὲν ἐννοοῦμε μόνον τὴν ἀλλαγὴ τῆς τροφῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπουσία τῆς τροφῆς. Ἂν ρωτήσετε· Γιατί τὴν Κυριακή πρωί, ἂν καὶ δὲν θὰ κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε νηστικοὶ στὴν Ἐκκλησία, ὁ λόγος εἶναι αὐτός! ἐκτὸς ἂν εἶναι κάποιος ποὺ λιποθυμᾶ. Προσέξτε γιατὶ τὸ κάνει καὶ ὁ διάβολος καμμιὰ φορά! Τὸ ἐξακριβώνουμε. Ἔτσι νηστεύουμε ὅταν προσευχόμαστε. Αὐτὸ τὸ βρίσκουμε καὶ στὴν Καινή, καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ἀνέλαβε μία ἀποστολή, ἕνα ἔργον, χωρὶς νηστεία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν Βαρνάβα ἐπρόκειτο νὰ πᾶνε στὴν Κύπρο, στην πρώτη ἱεραποστολή τους, καὶ ἐνήστευσαν, καὶ ἡ Ἐκκλησία μαζί τους ἐπίσης.
Ἕνα βιβλίο, «Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων», πανάρχαιο βιβλίο, μιλᾶ γιὰ νηστεία στὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος. Σὲ κάθε μας ἐνέργεια, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στην προσευχή, ἡ νηστεία εἶναι ἀπαραίτητος.
Πέμπτον· ὅταν δὲν ζητοῦμε ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ πνευματικά. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε· «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα», τὰ ὑλικά, «προστεθήσεται ὑμῖν», θὰ σᾶς προστεθοῦν. Νὰ γυρεύουμε τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴ ζωή, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ ἔρθουν. Ὄχι· -Θεέ μου δός μου χρήματα, δός μου γλυκό, δός μου ψωμί... Δὲν πάει! Ἂν γυρεύουμε την δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀρετὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα τὰ ἄλλα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, γιατὶ εἶναι πατέρας μας καὶ ξέρει τί ἔχουμε ἀνάγκη.
Ἕκτον· ὅταν προσευχόμαστε γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Νὰ ξέρουμε, ὑλικὲς ἀνάγκες μποροῦμε νὰ ζητήσουμε, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄλλον. Λέγει κάτι περίφημο ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ σῦρος· «γίνου κοινωνὸς μετὰ τῶν τῇ καρδίᾳ λελυπημένων ἐν τῷ πόνῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῇ συνοχῇ τῆς καρδίας σου, καὶ ἀνοίγεται ἔμπροσθεν τῶν αἰτημάτων σου πηγὴ ἐλέους». Εἴτε πεινᾶ ὁ πλησίον σου, εἴτε πονᾶ, εἴτε πενθεῖ, εἴτε ἔχει μία ἀποτυχία... ὅταν στὴν προσευχή σου πάρεις τὸ ζήτημά του, τότε θὰ δεῖς νὰ ἀνοίγεται πηγὴ ἐλέους· θὰ δίδει ὁ Θεὸς σ᾿ ἐκεῖνον αὐτὸ ποὺ ζητᾶς. Λέμε πολλὲς φορές· -Ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα; -Βεβαίως, γιατὶ οἱ Ἅγιοι προσευχόμενοι ἔκαναν τὰ θαύματα.
-Θέλετε στην ζωή σας να κάνετε θαύματα; (ὄχι βεβαίως ἀπὸ μία κενοδοξία!) -Σταθεῖτε μὲ ταπείνωσι καὶ ζητᾶτε γιὰ τοὺς ἄλλους ἀγαθά· εἴτε ὑλικά, εἴτε πνευματικά.
«Κύριε, ὁ συμμαθητής μου δὲν ἔχει ευστροφία στο μυαλό του προσπαθεῖ ἀλλὰ δὲν μπορεῖ! Δός του φωτισμὸ νὰ καταλαβαίνει τὰ μαθήματα». Ἤ, «Ὁ πατέρας τοῦ συμμαθητοῦ μου εἶναι ἀπρόσεκτος στὴν ζωήν του· σὲ παρακαλῶ, δός του τὸ ἔλεός σου, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοήσει καὶ νὰ μπεῖ στὸν δρόμο τὸν δικό σου». Θὰ δεῖτε, ἂν προσεύχεσθε γιὰ τὰ ξένα αἰτήματα, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, θὰ δεῖτε νὰ ἐπιτελοῦνται μπροστά σας, θαύματα. Τὸ βεβαιώνει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ σῦρος καὶ ἡ πεῖρα τῶν Ἁγίων.
Πρέπει ὅμως νὰ προσευχόμαστε καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Λέγει ὁ Κύριος «προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς», γιὰ 'κείνους ποὺ σᾶς διώκουν, σᾶς ἐπηρεάζουν, δηλαδὴ δημιουργοῦν δυσμενεῖς καταστάσεις σὲ σᾶς. Τότε ἡ προσευχή σας εἶναι πολὺ ὡραία στὸν Θεὸν καὶ εἰσακούεται.
Ἕβδομον· ὅταν ἔχουμε πίστι καὶ ἀγάπη στὸν Θεόν. Ὅταν συναντήσουν τὰ ἀγόρια τοὺς φίλους τους, καὶ τὰ κορίτσια τις φίλες τους, καὶ ἔχετε μία καθαρά ἀγάπη, πῶς μιλᾶτε μεταξύ σας; -Μιλᾶτε ἄσχημα; Βεβαίως ποτὲ δὲν λέμε στὸν ἄλλον· «Ξέρεις σ᾿ ἀγαπῶ»! δὲν τὸ λέμε ποτέ! Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον κινούμαστε καὶ ὁμιλοῦμε, εἶναι τρόπος ἀγάπης. Ἔχουμε εὐγένεια, εἴμαστε εὐχάριστοι, γιατὶ ἀγαποῦμε. Ἔτσι καὶ στὴν προσευχή μας, ὅταν ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν ἔχουμε μια ξεχωριστή στάσι ἀπέναντι στην δική του ἀγάπη. Δὲν ἔχουμε σκληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ ἔχει μία σκληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ ἔχει κάτι τὸ μαλακό, τὸ εὐχάριστο, τὸ ὡραῖο· ἀφήνει κανεὶς νὰ ξεχύνεται ἡ καρδιά του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.
Ὄγδοον· ὅταν ὀρθοδοξοῦμε. Ἡ προσευχὴ τοῦ αἱρετικοῦ δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτη στὸν Θεόν. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Ἐκεῖνο τό «ἀληθείᾳ», σημαίνει μὲ ἀλήθεια, μὲ ὀρθοδοξότητα.
Ἔνατον· ὅταν ἐπιμένουμε στις προσευχές μας. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ νὰ μὴν δίνει ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦμε, γιὰ νὰ νοιώσουμε τὴν χαρὰ τοῦ δώρου ὅταν μᾶς τὸ δώσει. Γιὰ νὰ μᾶς τὸ πεῖ αὐτό· «Μὴ ἐκκακεῖν ἐν ταῖς προσευχαῖς», μὴν ἀποκάμουμε στις προσευχές, μᾶς εἶπε καὶ μία παραβολή, τοῦ Ἀδίκου Κριτοῦ ἦταν μια χήρα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ὑπόθεσί της, νὰ τὴν ἐκδικάσει μὲ τὸν ἀντίδικόν της ποὺ τὴν ἀδικεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἦταν πονηρὸς ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἤθελε, εἶπε ἀπὸ μόνος του «Τὸν Θεὸν δὲν τὸν φοβοῦμαι, τοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς ντρέπομαι», δηλαδὴ κατάντημα ἀνθρώπου. Ἂν φθάνει κανεὶς νὰ λέγει αὐτά, εἶναι τέτοιος ἄνθρωπος. «Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὴν βαρέθηκα αὐτὴν τὴν γυναῖκα νὰ ἔρχεται κάθε ἡμέρα νὰ μὲ ἐνοχλεῖ, θὰ τὴν ἀναλάβω γιὰ νὰ τελειώνω ἀπὸ δαύτην»! Καὶ λέγει ὁ Χριστός - Είδατε πῶς σκέφθηκε αὐτός; Διεκπεραιώνει τὴν ὑπόθεσιν τῆς γυναικός, ἂν καὶ εἶναι καταντημένος ἄνθρωπος, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ κουράστηκε νὰ τὴν ἀκούει. - Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ εἶναι πατέρας καὶ ἀγαθός, δὲν θὰ ἀκούσει τὰ παιδιά του ὅταν προσεύχονται;
Δέκατον· -Τί ζητοῦμε στὴν προσευχή μας; Τὸ κορυφαῖον ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε, ποιό εἶναι; Ἦρθε κάποιος σήμερα στο Μοναστήρι (ὑψηλὸ πρόσωπο), καὶ φεύγοντας γιὰ Λάρισα μοῦ λέγει· Πέστε μου ἕνα λόγο, μία συμβουλή. Τοῦ λέγω· Σᾶς εὔχομαι να καταλάβετε ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ αὐτὸ νὰ ζητᾶτε. Εὐχαριστῶ, τί ἄλλο; -Δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο, γιατὶ ἂν ἔχουμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὰ ἔχουμε ὅλα. Τὸ κορυφαῖον ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε εἶναι αὐτό, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. «Κύριες, δῶσε μου τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον».
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Θεός· εἶναι Πρόσωπον. Λέμε «Πατέρα μας ἐπουράνιε, δῶσε μας τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον», διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται «ἐκ τοῦ Πατρός». Λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ δῶσε μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον», γιατὶ ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν Υἱόν (δὲν ἐκπορεύεται). Λέμε «Πνεῦμα Ἅγιον, ἔλα σε μένα», γιατὶ εἶναι Θεός. Ἔτσι, καὶ στὸν Πατέρα ἀποτινόμεθα, καὶ στὸν Υἱόν, καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ τὸ ζητοῦμε.
Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενίαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθ᾿ ὃ δεῖ», τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔρχεται νὰ ἀντιληφθεῖ τί ἔχουμε ἀνάγκη· ποῦ βρισκόμαστε, σὲ κινδύνους, σὲ δυσκολίες, διότι, τὸ τί θὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως πρέπει, δὲν τὸ ξέρουμε «ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», αὐτὸ ὑπὲρ προσεύχεται γιὰ μᾶς μὲ ἀλαλήτους στεναγμούς· τὸ ἔχουμε ἀνάγκη στην προσευχή μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ζωή μας ὁλόκληρη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἀναντικατάστατον.
Ενδέκατον· ὅταν στην προσευχή μας κλαίμε. Βεβαίως κλαῖνε στην προσευχή! «Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν», αὐτοὶ ποὺ σπέρνουν μὲ δάκρυα, μὲ ἀγαλλίασι θερίζουν. Τὰ δάκρυα εἶναι ὅ,τι ἡ βροχὴ στὸ χωράφι. Δὲν θὰ βγεῖ ὁ σπόρος στο χωράφι, ἂν δὲν βγεῖ ἡ βροχή. Μὲ τὴν ἑξῆς ὅμως διαφορά· δὲν πρέπει νὰ μεταβάλλουμε τὰ δάκρυα σὲ σκοπό. Μερικοί χαίρονται καὶ εὐχαριστοῦνται μὲ τὰ δάκρυα, καὶ προσπαθοῦν νὰ κλαῖνε γιὰ νὰ νιώσουν μία εὐχαρίστησι. Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Λέγει ὁ Ἅγιος Νείλος ὁ Σιναΐτης· «Κέχρησο τοῖς δάκρυσι», νὰ κάνεις χρῆσι τῶν δακρύων «πρὸς παντὸς αἰτήματος κατόρθωσιν», γιὰ νὰ κατορθώσεις ὅ,τι θέλεις «Λίαν γὰρ χαίρει ὁ Δεσπότης ἐν δάκρυσιν προσευχομένου», γιατὶ χαίρεται ὁ Κύριός σου νὰ σὲ βλέπει νὰ προσεύχεσαι μὲ δάκρυα· «μὴ οὖν εἰς πάθος τρέψεις τὸ τῶν παθῶν ἀλέξημα, ἵνα μὴ πλέον παροργίσῃς τὸν δεδωκότα τὴν χάριν», ὅμως πρόσεξε μὴν μετατρέψεις ἐκεῖνο ποὺ ἀπομακρύνει τὰ πάθη, σὲ πάθος, γιατὶ τότε θὰ παροργίσεις τὸν Θεόν, ἐκεῖνον ποὺ σοῦ δίνει τὴν Χάριν. Μὴν κάνεις τὰ δάκρυα σκοπόν· ἁπλῶς εἶναι ἕνα μέσον γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὸν Θεόν.
Τέλος λέγει ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Σιναΐτης· Ποιά προσευχὴ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεόν; -Ὅταν ἀποκτήσουμε το χάρισμα τῆς προσευχῆς. Ναί, ὑπάρχει χάρισμα τῆς προσευχῆς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε· «Αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς». Νὰ ἀγαπᾶ κανεὶς νὰ ἔχει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τὴν ἀναφορά του στον Θεόν, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχουν παρὰ μόνον λίγοι ἄνθρωποι. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας νὰ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ χάρισμα· νὰ γίνουμε ἄνθρωποι προσευχόμενοι. Νὰ μὴν κάνουμε τίποτε χωρίς προσευχή, καὶ αὐτὸ ὅλην τὴν ἡμέραν. Ὄχι μόνον ἡ προσευχὴ τὸ πρωί καὶ τὸ βράδυ, ὄχι μόνον ἡ προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀλλὰ πρέπει νὰ εἴμαστε προσευχόμενοι «ἐν παντὶ τόπῳ καὶ χρόνῳ». Μπαίνεις στὸ λεωφορείο, βγαίνεις ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο, πηγαίνεις σ᾿ ἕνα κατάστημα, σηκώνεσαι γιὰ μάθημα στὸ σχολεῖον, περπατᾶς στον δρόμο... μία διαρκὴς μνήμη τοῦ Θεοῦ. Στοιχεῖο βασικό τῆς προσευχῆς εἶναι αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποίαν λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εἶναι περισσότερον ἀναγκαῖον νὰ θυμόμαστε τὸν Θεὸν παρὰ νὰ ἀναπνέουμε. Αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τὴν καλὴν προσευχή.