†.Η παραβολή του σπορέως, αγαπητοί μου, που κάθε χρόνο τέτοιο καιρό μας δίνει την ευκαιρία να κοιτάξομε τον εαυτό μας, το πώς ακούμε τον λόγο του Θεού και πώς ο λόγος του Θεού, που μοιάζει κατά την παραβολή, με σπόρο, μπορεί να καρποφορεί ή να τελεσφορεί στο χωράφι της ψυχής μας. Είναι λοιπόν μία ευκαιρία να ξανακαθρεπτιστούμε. Και βέβαια η ποιότητα του σπόρου είναι μία. Και δεν υπάρχει καμία αμφισβήτησις, αφού είναι ο λόγος του Θεού.
Αλλά στην αμφισβήτηση μπαίνει το έδαφος. Το τι έδαφος διαθέτει ο κάθε ένας εκ των ακροατών. Δηλαδή τι έδαφος καρδιάς διαθέτει. Και το έδαφος αυτό είναι ποικίλο και συνεπώς τα αποτελέσματα του σπόρου, δηλαδή του θείου λόγου, είναι ποικίλα. Έτσι, ο Κύριος στην παραβολή αυτή αναφέρει τέσσερις κατηγορίες ακροατών.
Είναι οι αναίσθητοι και οι πωρωμένοι που ακούνε τον λόγο του Θεού. Είναι ακόμα οι επιπόλαιοι, που αλλάζουν πάρα πολύ εύκολα αισθήματα. Είναι κι εκείνοι που θέλουν να συμβιβάζουν τον Χριστόν με τον κόσμον. Και είναι, τέλος, τέταρτοι, οι σοβαροί, εκείνοι που έχουν ένα αίσθημα ευθύνης, όταν ακούνε τον λόγο του Θεού, για την αθάνατη ψυχή τους και για την σωτηρία τους. Αυτοί αποδέχονται, -«κατέχουσι», λέει στην παραβολή- αποδέχονται και κρατούν τον λόγον του Θεού. Όχι «έχουν», κατέχουν. Κρατούν τον λόγον του Θεού. Και αποδίδουν καρπόν, με υπομονήν βεβαίως πολλήν, όπως σημειώνει ο Κύριος.
Είναι λοιπόν, αγαπητοί μου, σήμερα μια καλή ευκαιρία να δούμε αυτήν την εδαφικήν ποιότητα της πρώτης κατηγορίας των ακροατών. Δηλαδή ο σπόρος, λέγει, όπως μας σημειώνει εδώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς «Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν…». Ποιος σπέρνει; Σπέρνει το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ως Ενανθρωπήσαν, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που ωμίλει στα πλήθη. Και βγήκε να σπείρει τον σπόρον Αυτού. Βγήκε. Βγήκε. Σημαίνει, βγήκε από την αορασία ο Θεός Λόγος. Και γίνεται ορατός με την Ενανθρώπησή Του. Εξέρχεται από τον εαυτόν Του και έρχεται εις τον κόσμον αυτόν, για να σπείρει τον λόγο Του.
«Ὃ μὲν ἔπεσε …». «Ὃ » θα πει μέρος, όχι ο σπόρος. Θα έπρεπε να πει «ὃς». Μέρος του σπόρου από εκείνο που εσπάρη. Είναι η γνωστή παλιά εικόνα, που ο γεωργός με το δισάκι βάζει το χέρι μέσα στο δισάκι, παίρνει μία χούφτα καρπό, σιτάρι και το σκορπά, το πετά. Ε, αυτό όπως πετιέται, πέφτει σε ποικίλα σημεία στο χωράφι, που το χωράφι αυτό διαφοροποιείται. Ένα, λοιπόν, μέρος από το χωράφι, «ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη». «Έπεσε», λέγει, «πλάι στον δρόμο». Τα χωράφια έχουν πλάι τους κάποια μονοπάτια, που περνούν οι άνθρωποι. Και τα μονοπάτια αυτά βεβαίως είναι πατημένα. Σκληρή γη δηλαδή. Αλλά και επιπλέον εκείνοι που περνούν, πατούν τον σπόρον αυτόν. «Και κατεπατήθη», λέει, «το μέρος αυτό». Εννοείται από τους ανθρώπους. «Καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό». Αυτό δε το μέρος του σπόρου τελικά ήρθαν τα πουλιά και το φάγανε. Το βρήκαν άθαφτο, το βρήκαν στην επιφάνεια και φυσικά το έφαγαν.
Τι σημαίνει αυτό; Την ερμηνεία την δίδει ο ίδιος ο Κύριος. Αφού ερωτήθη από τους μαθητάς Του τι σημαίνει αυτή η παραβολή, είπε: «Οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες». Είναι μια κατηγορία ακροατών που ακούνε τον λόγο του Θεού, που μοιάζουνε με τον σπόρο που είναι «παρὰ τὴν ὁδόν», πλάι στο χωράφι, αλλά στον δρόμο επάνω. «Εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν (:Ύστερα, κατοπινά, έρχεται ο διάβολος) καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν (:Δεν φυτρώνει τίποτα. Παίρνει τον λόγον από την καρδιά τους) ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν(:ώστε να μη φθάσει ο λόγος να τους δημιουργήσει μέσα τους την πίστιν για να σωθούν)».
Είναι οι ακροαταί εκείνοι του λόγου του Θεού, που ακούν μόνο με τα εξωτερικά τους αυτιά, αγαπητοί μου, αλλά τίποτα δεν εισδύει μέσα στην καρδιά τους, μέσα στην ψυχή τους. Δεν γεννιέται μες στην καρδιά τους κανένα αίσθημα συγκινήσεως ή εκπλήξεως ή χαράς, όπως βλέπομε στην δευτέρα κατηγορία των επιπολαίων βέβαια, ανθρώπων. Χαίρονται, εκπλήσσουν, δακρύουν, κατανύγονται, κατανύσσονται· βέβαια σαν επιπόλαιοι το χάνουν αυτό... Η πρώτη κατηγορία, οι πωρωμένοι άνθρωποι, αυτοί δεν αισθάνονται τίποτε απολύτως, μα τίποτε απολύτως. Και θα λέγαμε, έστω και φευγαλέα να ησθάνοντο μία συγκίνηση, μιαν έκπληξη. Τίποτε απολύτως. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Ὅσοι τὸν νοῦν ἔχουσι σκληρόν (: Όσοι έχουν –λέει- τον νουν σκληρόν, την καρδίαν) οὐκ εἰσδύεται ἐν αὐτοῖς θεῖον τί καὶ ἱερὸν νουθέτημα (:δεν μπορεί να μπει τίποτα το ιερό και θείον μέσα στην καρδιά τους. Μα τίποτα). Στείραν καὶ ἄγονον ἔχοντες τὴν καρδίαν (:Έχουν την καρδιά τους –λέει- στείρα και άγονη)». Φοβερό! Φοβερό! Είναι μία κατάστασις της ανθρωπίνης ψυχής, που, πώς να την χαρακτηρίσει κανείς; Πλέον να μην υπάρχει γι’ αυτήν την καρδιά σωτηρία. Δηλαδή η καρδιά τους είναι γη πεπατημένη. Είναι γη πατημένη. Είναι μια καρδιά που δεν φυτρώνει τίποτα, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και το έργον της καταστροφής, το συμπληρώνει αυτός ο διάβολος, που έρχεται και παίρνει από την καρδιά, ό,τι θεϊκό έχει σπαρεί. Τα δε πουλιά που παίρνουν τον υπόλοιπο σπόρο, είναι οι διάφορες θεωρίες· φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, που έρχονται και δεν τους αφήνουν να μείνει στην καρδιά ο θείος σπόρος. Σαρώνουν σαν μια άλλη σκούπα αυτές όλες οι θεωρίες των ανθρώπων, ώστε την ώρα που ακούν, κάνουν κριτική· την ίδια στιγμή. Και δεν αποδέχονται, την ίδια στιγμή. Είναι «τα πουλιά», δηλαδή οι θεωρίες που αρπάζουν τον λόγο του Θεού. Σας είπα, κάνοντας δυσμενή κριτική στον λόγο του Θεού. Κι ο διάβολος τελικά παίρνει κάθε ευκαιρία πίστεως για να σωθεί ο άνθρωπος.
Δύο, λοιπόν, παράγοντες βλέπομε ότι διαμορφώνουν αυτήν την εδαφικήν ποιότητα, αυτής της πρώτης κατηγορίας των ακροατών. Είναι η κακή προαίρεσις και η αναίσθητη καρδιά και ο διάβολος. Εδώ μάλιστα, επιτρέψατέ μου μία παρένθεση, έχομε ένα ισχυρόν επιχείρημα ότι ο διάβολος είναι πρόσωπον. Γιατί αμφισβητούν κάποιοι ότι ο διάβολος δεν είναι πρόσωπον, αλλά είναι απλώς μία προσωποποίησις των κακών δυνάμεων ή των δυνάμεων που έρχονται σε αντίθεση από μέσα μας, μέσα μας. Από μέσα μας, μέσα μας. Δηλαδή καταστάσεις που αναφύονται κι έρχονται σε μία σύγκρουση μέσα στην ίδια την ψυχή μας, την ύπαρξή μας. Όχι. Ο διάβολος είναι απέξω. Είναι πρόσωπον. Έρχεται απέξω. Και ενεργεί μέσα εις τον άνθρωπον. Σας είπα αυτό το σημείο, είναι ένα ισχυρόν επιχείρημα, υπέρ της προσωπικότητος, δηλαδή του προσώπου του διαβόλου, υπέρ του προσωπικού διαβόλου.
Και βλέπομε ότι είναι μια κατηγορία που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατάσταση. Αν με ρωτήσετε, γιατί θίγομε το θέμα αυτό; Οίκοθεν νοείται ότι εσείς που ήρθατε να ακούσετε τον λόγο του Θεού, ε, δεν είσαστε πατημένη γη. Υποτίθεται. Είσαστε με μία καρδιά έτοιμη να δεχθεί τον λόγο του Θεού. Και νομίζω ότι έρχεστε εδώ για να ακούσετε και τον λόγο του Θεού, γιατί φεύγετε πολλά χιλιόμετρα από το σπίτι σας, για να ‘ρθείτε να ακούσετε, πιστεύω ακριβώς τον λόγο του Θεού· και τον λόγο του Θεού. Παραλλήλως με την Θεία Λειτουργία. Άρα λοιπόν ίσως μου πείτε ότι… «Σε μας δεν υπάρχει ούτε ένας πιθανώς, που να έχει καρδίαν αναίσθητη, γη πεπατημένη, το χωράφι του να είναι τέτοιο που να μη φυτρώσει τίποτα. Αντιθέτως έχομε μία πρόσφορη καρδιά». Θα με ρωτήσετε, επαναλαμβάνω, γιατί τότε διαλέξαμε το θέμα αυτό; Αγαπητοί μου, το ξέρετε ότι… σήμερα είμαι χωράφι εύφορον και αύριο ανοίγεται ένα μονοπάτι μέσα στο χωράφι αυτό, όπως συμβαίνει στα φυσικά χωράφια. Όταν κάποια χρονιά δεν σπαρεί, και δεύτερη χρονιά, οι άνθρωποι, για να συντομεύουν κάποιον δρόμον, να μην κάνουν γωνία, μέσα απ’ αυτό το χωράφι που τώρα δεν σπέρνεται, κάνουν μονοπάτι. Περίεργο; Φυσικότατον. Ποιος ξέρει, λοιπόν, αν αύριο, αυτό το καλό χωράφι της καρδιάς μου γίνει μια πατημένη γη; Συνεπώς αυτό που λέμε, δεν είναι για να θεραπεύσει. Γιατί η πατημένη γη δεν θεραπεύεται. Αλλά είναι για να προλάβει. Είναι μία πρόληψις ιατρική. Πρόληψις. Όχι ιατρική θεραπεία. Και το έδαφος αυτό της καρδιάς μπορεί, που σήμερα είναι μαλακό, ωραίο, αύριο να σκληρύνει με μια επίμονη επανάληψη της αμαρτίας, μέσα σε μια απρόσεκτη, χρονίζουσα κοινωνία μας μέσα εις αυτόν τον κόσμον και με μια προοδευτικήν α-θεοφοβία μας· που να φθάσομε να μην έχομε πια τον φόβο του Θεού. Γι'αυτό ας τ’ ακούσουμε, τι μπορούμε να πάθομε εάν δεν προσέξομε: Η καρδιά πρώτα κρυώνει. Δηλαδή σκανδαλίζεται. Ύστερα, αρρωσταίνει. Δηλαδή γεμίζει από πάθη. Κατόπιν σκληραίνει, γίνεται δηλαδή αναίσθητη. Και τέλος, νεκρώνεται.
Αλλά τι είναι αυτή η πνευματική αναισθησία που μπορεί να υπάρχει μες στην καρδιά σαν μία κατάσταση, η οποία βεβαίως επισημαίνεται έντονα από τον Κύριον; Είναι μία νόσος, αγαπητοί μου, βαρυτάτη. Νόσος βαρυτάτη. «Ἀναισθησία ἐστὶ νενεκρωμένη αἴσθησις ἐκ χρονίας νόσου καὶ ἀμελείας εἰς ἀναισθησίαν καταλήξασα», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. «Τι είναι», λέγει, «αναισθησία»; Μια νεκρωμένη αίσθησις, από μια χρόνια αρρώστια, που με τη συνεργία της αμελείας, καταλήγει στην αναισθησία. Αυτό είναι, λέγει. Ο Ιούδας, αγαπητοί μου, ο Ιούδας, ο μαθητής –μαθητής!- είχε τη μεγάλη τιμή, το μέγα προνόμιο να είναι ανάμεσα στους δώδεκα, της πρώτης σειράς απόστολος. Βεβαίως άκουγε την διδασκαλίαν του Κυρίου. Αλλά το πάθος της φιλαργυρίας τον έκανε να μην την προσέχει την διδασκαλίαν του Κυρίου. Γιατί η φιλαργυρία σιγά σιγά του σκλήρυνε την καρδιά. Κι αυτή η κατάστασις, που δεν φρόντιζε να την διορθώσει, δηλαδή από αμέλεια, άρχισε να χρονίζει. Έτσι η καρδιά του νεκρώθηκε και δεν δίστασε, ο ταλαίπωρος αυτός, τραγικός άνθρωπος να προδώσει τον Διδάσκαλον. Σας ανέφερα σαν ένα πολύ χαρακτηριστικό, το παράδειγμα του Ιούδα, για να αντιληφθούμε αυτά τα στάδια, από μια πολύ μεγάλη καλοσύνη να φθάσεις σε μια πολύ μεγάλη κακότητα.
Η αναισθησία, αγαπητοί μου, έχει δύο φάσεις. Και θα ήθελα να τις προσέξομε αυτές τις δύο φάσεις. Η τελευταία φάσις λέγεται πώρωσις. Λέμε: «πωρωμένος άνθρωπος». Σ’ αυτήν την φράση, την τελευταία, δεν υπάρχει πλέον καμία διάκρισις καλού και κακού. Είναι ισοπεδωμένες αυτές οι θέσεις, οι έννοιες, μέσα στην καρδιά του πωρωμένου ανθρώπου. «Τι θα πει καλό, τι θα πει κακό;». Καμία διάκρισις. Μας είναι ακατανόητο. Αν έχομε εμείς λίγη ευαισθησία καρδιάς, να πούμε: «Μα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι, που να μην κάνουν ουδεμία διάκρισιν μεταξύ καλού και κακού;». Είναι περίεργο. Είναι πραγματικά περίεργο. Αλλά είναι πραγματικότης. Είναι αληθινό. Κι ακόμη, δεν διαθέτουν ουδεμίαν αυτογνωσίαν. Διάκρισις και αυτογνωσία είναι στο μηδέν.Αυτή λοιπόν η δευτέρα φάσις, η φοβερή -την βάζομε στην άκρη- είναι αθεράπευτη. Είναι νέκρωσις πριν από την νέκρωση, είναι θάνατος πριν από τον θάνατο, είναι κόλασις πριν από την κόλαση.
Ας έρθομε όμως εις την πρώτην φάσιν της αναισθησίας, διότι αυτή μας ενδιαφέρει πολύ. Εμφανίζεται βέβαια σαν μία πρακτική αμετανοησία. Λέμε στον άλλον να μετανοήσει. Έρχεται στην Εκκλησία, ακούει κήρυγμα, κάθεται, κάθε Κυριακή μπορεί να έρχεται, δεν αποφασίζει όμως να μετανοήσει, να εξομολογηθεί κ.τ.λ. Έχουμε λοιπόν μία κατάσταση πρακτικής αμετανοησίας. Λέω «πρακτικής» γιατί δεν προχωράει να κάνει κάτι που να δείχνει αυτή την επιστροφή του. Ακόμη, σαν μία έλλειψη- παρακαλώ προσέξτε να ιδείτε πόσο θα βρούμε τον εαυτόν μας- σαν μία έλλειψη πνευματικής προόδου. Όταν δηλαδή παρουσιάζομε μια απουσία, θα λέγαμε, προόδου στην πνευματική μας ζωή, μια τελμάτωση. Δηλαδή κάποτε ξεκινήσαμε, εξομολογηθήκαμε πιθανώς, ξέρω ‘γω, αρχίσαμε να κοινωνούμε και μετά μένομε εκεί. Προσέξτε, δεν προχωρούμε. Κι έχομε αυτήν την εικόνα του τελματώδους πνευματικά ανθρώπου. Και αυτή η αμετανοησία, θα λέγαμε, αυτή η ακινησία της ψυχής, περιγράφεται από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, κατά έναν αριστοτεχνικόν τρόπον. Έκανα μία επιλογή, δεν πήρα όλα γιατί έχει πολλά και σας διαβάζω σε μια απόδοση, αυτά που γράφει.
Λέει ο άνθρωπος, ο οποίος υποτίθεται εξωτερικά ότι έχει μία ευσέβεια -αλλά είναι τελματώδης, σας είπα, ε;- λέει αυτός: «Άσχημα κάνω» φωνάζει και με ευχαρίστηση επιμένει στην αμαρτία. Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους, του όποιου πάθους, αλλά το σώμα εύχεται γι'αυτό το πάθος. Περί θανάτου φιλοσοφεί και συμπεριφέρεται σαν να μείνει αθάνατος. Ομιλεί για την εγκράτεια και δίνει αγώνες για τη γαστριμαργία. Μακαρίζει την υπακοή και πρώτος αυτός παρακούει. Διαβάζει για την Κρίση και αρχίζει και χαμογελά. -Ξέρετε πόσες φορές μιλάμε για την κόλαση, για την Κρίση με μία ειρωνεία; «Α! Εσύ… Εμείς… θα πάμε, ουουου… θα πάμε στην Κόλαση». Και γελάμε. Και γελάμε. Κοιτάξτε, θα βρούμε τον εαυτό μας σε όλα αυτά τα σημεία. Εδώ θα πιαστούμε, θα μας πιάσει αυτή η ανάλυση που κάνει ο λόγος του Θεού δια του αγίου πατρός. Θα μας πιάσει… Και γελάμε και αστειευόμεθα και λέμε ανέκδοτα για την κόλαση. Σαν να ‘ναι κάτι που μπορούμε να γελάμε, να αστειευόμεθα-… «Με εμπάθεια ατενίζει στα όμορφα πρόσωπα και ομιλεί για τη σωφροσύνη και την αγνότητα. Πάντοτε γίνεται κατήγορος του εαυτού του, αλλά να συνέλθει δεν θέλει, για να μην πω, δεν μπορεί», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Και ο άγιος Ιωάννης, προσωποποιώντας την αναισθησία, είναι μία συνήθειά του σε όλους τους λόγους του αυτούς, στο τέλος της ομιλίας να προσωποποιεί το κάθε πάθος ή την κάθε αρετή και να δίδει έμφαση σε εκείνα που γράφει. Προσωποποιώντας λοιπόν και λέγει ότι… «Έκανα πολλή προσευχή, να την ζουλήξω να ομολογήσει κι άλλα πράγματα. Έλα εδώ, αναισθησία! Θα μου ομολογήσεις κι άλλα». Κι εκείνη λέει: «Οι δικοί μου οι σύντροφοι όταν βλέπουν νεκρούς, γελούν. ‘’Πάει κι αυτός, ξόφλησε κι αυτός…!’’. Και γελούν. Ενώ βρίσκονται στην προσευχή, είναι πέτρινοι και σκληροί και σκοτεινοί -Αυτό και στην Εκκλησία μέσα στην Λειτουργία- . Αντικρίζουν την αγία Τράπεζα και μένουν αναίσθητοι. Μεταλαμβάνουν τα άγια Δώρα και μοιάζουν σαν να γεύτηκαν απλό ψωμί. Εγώ, η αναισθησία, όταν βλέπω κάποιον να κατανύσσεται, τον περιγελώ. Εγώ, η αναισθησία, είμαι η μάνα του αναίσθητου γέλιου. Εγώ, η αναισθησία, τρέφω τον πολύν ύπνον. Εγώ είμαι η φιλενάδα του χορτασμού. Εγώ, όταν ελέγχομαι, δεν πονάω. Εγώ είμαι σφιχταγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια». Αυτό το τελευταίο, πόσα πράγματα λέει!
Μέσα λοιπόν σε όλα αυτά, τι λέτε; Τι λέτε, αγαπητοί μου; Βρίσκετε τον εαυτό σας; Εγώ τον βρίσκω. Δηλαδή όλοι μας βρίσκουμε τον εαυτό μας. Α, ώστε λοιπόν έχομε μία δόσιν αναισθησίας. Όταν πρωτοδιάβασα αυτόν τον λόγον, δεν είχα την δύναμη, εδώ και χρόνια, να τον τελειώσω, γιατί σας βεβαιώνω, δεν άντεχα. Έβρισκα σε κάθε βήμα τον εαυτό μου. Και είπα: «Είμαι αναίσθητος;». Φαίνεται έχομε μίαν δόσιν, λίγο ή πολύ, μιας κάποιας αναισθησίας.
Και ερωτάμε, σύμφωνα με την παραβολή που είπε ο Κύριος: «Κάτω από τέτοιες συνθήκες αναισθησίας, πώς μπορεί κανείς να ακούει τον λόγο του Θεού; Και τι μπορεί να αποδώσει;». Θα πρέπει να ρωτήσομε, τι πρέπει να κάνομε; Εξαναγκάζει πάλι την αναισθησία κατά τον τρόπο που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, να ομολογήσει και πάλι τι μπορεί να κάνομε για να την διώξομε: «Εμένα», λέγει, «με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει, στερεώσει, η κακή συνήθεια».
Ώστε, λοιπόν, ευρισκόμενοι σε αυτήν την πρώτην φάσιν της αναισθησίας όλοι μας, αγαπητοί, σημαίνει ότι αντιλαμβανόμεθα μεν την κατάστασή μας, παρατηρούμε όμως να εδραιώνονται μέσα μας δύο πράγματα. Να εδραιώνονται αυτά τα δύο. Ποια; Ο πολυκαιρισμός, κάτι που χρονίζει, και η συνήθεια. Και αυτά τα δυο είναι τα φοβερά όπλα της αναισθησίας, που ζει, κινείται και κραταιώνεται. Γι'αυτό πρέπει να πολεμούμε, αγαπητοί μου, αμέσως μόλις κάποιο κακό παρατηρήσουμε στον εαυτό μας και να μην το αφήνουμε ούτε να χρονίζει, ούτε να περνά μέσα εις τον χώρον της συνηθείας. Αυτό που πολλοί λένε: «Συνήθειά μου». Να την κόψεις. «Μα…». Να την κόψεις την συνήθειά σου. Αλλά είναι τόσο δυνατή η συνήθεια, σχοινί, παλαμάρι, που δεν μπορούμε να την κόψομε. Κόβεται. Θέλεις; Στο βάθος - ακούστε με, σας λέω αλήθεια- δεν θέλομε. Γιατί; Αγαπάμε την συνήθειά μας ή τις συνήθειές μας. Τις αγαπούμε.
Και συμπληρώνει εδώ ο άγιος Ιωάννης, δηλαδή η αναισθησία: «Εάν μελετάς επίμονα και με πολλή αγρυπνία την αιωνία Κρίση, ίσως με κάνεις να χαλαρώσω λίγο. Βρες την αιτία που σου συμβαίνουν αυτά. Κοντά στα φέρετρα να προσεύχεσαι συχνά. Έχε έντονη την εικόνα τους. Μένε στην αδιάλειπτη προσευχή, στη νηστεία, στον φόβο του Θεού. Ίσως κάτι καταφέρεις».
Αυτή η αναισθησία, αγαπητοί μου, πρέπει να πούμε ότι κάποτε πιάνει ολόκληρο λαό. Οι Εβραίοι δυστυχώς, δυστυχώς ήταν ένας λαός πωρωμένος. Γι'αυτό, σε μετάφραση σάς διαβάζω αυτό που λέει ο Ησαΐας: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος την δύναμή Του; Ο Θεός παρεχώρησε, από την αναισθησία τους να τυφλωθούν τα μάτια τους και σκότισε τον νου τους έτσι, που να μην μπορούν να δουν τα μάτια τους και με τον νου τους να καταλάβουν και επιστρέψουν σε εμένα για να τους γιατρέψω».
Με μελαγχολία λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο ευαγγέλιό του για τον Χριστό: «Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν». Ήταν πωρωμένοι. Εξάλλου αυτήν την προφητείαν χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για να το δείξει το θέμα.
Και ο απόστολος Παύλος τι λέει για τους Εβραίους; «Ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν ἄχρι της σήμερον(:πωρώθηκαν). Τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει». Τίθεται όμως το ερώτημα, αγαπητοί: Αν και στον νέον Ισραήλ, της χάριτος, δηλαδή στην Εκκλησία, υπάρχει μια τέτοια αναισθησία, θα πρέπει να προσέξουμε ότι υπάρχει σε απελπιστικό βαθμό αυτή η αναισθησία στον λαό μας, τον ορθόδοξο λαό μας… Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ονομάζει την αναισθησία «λιθώδη»-πέτρινη-, «μαινάδα»- δηλαδή μανιασμένη- και «μωράν»-ανόητη. Σήμερα, τον λαό μας, τον ορθόδοξο λαό μας τον βλέπομε να μένει ασυγκίνητος και λιθώδης σε θέματα πίστεως και ζωής. Προσβάλλεται η πίστις; Δεν συγκινείται ο λαός μας. Προσβάλλεται και υπονομεύεται η Εκκλησία του; Τίποτα δεν τον συγκινεί. Δηλαδή λιθώδης. Όσοι δεν είναι ανυποψίαστοι και διαμαρτύρονται για την κατάσταση, θεωρούνται παρεκκλησιαστικοί και φανατικοί. Θα είχα πολλά να πω στο σημείο αυτό αλλά δεν έχω χρόνο. Ακόμη, βλέπομε τον λαό μας να μαίνεται, να είναι τρελός για ό,τι υγιές έχει απομείνει σ’ αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο. Ζητά την αλλαγή, πάντα στο χειρότερο, εν ονόματι όμως της προόδου. Και προσβάλλει κάθε πιστόν που αντιστέκεται, κρατώντας τις παραδόσεις της πίστεως. Ακόμη τον λαό μας τον διακρίνει και μια μωρία, που είναι συνέπεια αυτής του της αναισθησίας. Βλέπει ότι πηγαίνει κατά κρημνού ο λαός μας και δεν ανησυχεί. Αρκεί να έχει να φάει. Εχθροί μας υπονομεύουν μεθοδευμένα και την πατρίδα μας και την Ορθοδοξία μας και ο λαός μας μένει ανυποψίαστος. Αρκεί που έχει να τρώει… Είχε δίκαιο λοιπόν ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος όταν αποκαλεί την αναισθησία «λιθώδη καί μαινάδα καί μωράν».
Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα μας μίλησε για τους αναισθήτους ακροατάς του θείου λόγου. Είναι η χειρότερη κατηγορία ακροατών. Θα σας υπενθυμίσω ότι σε κάποιο βαθμό, το είπαμε, αναισθησίας έχομε όλοι μας. Ας σπεύσομε να την θεραπεύσομε. Ίσως αύριο να φθάσομε στην πώρωσιν, που δεν θεραπεύεται. Ίσως αύριο είναι αργά. Ίσως αύριο είναι πολύ αργά…
413η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
†.Βεβαίως ο Κύριος, αγαπητοί μου, είχε πάντοτε ένα πυκνό ακροατήριο. Όλοι εκρέμοντο από τα χείλη Του. Κάποιοι, όμως, απεσταλμένοι των Φαρισαίων που θέλησαν να Τον συλλάβουν, όταν Τον άκουσαν -κι αυτό είναι ένα δείγμα- γύρισαν και είπαν στους άρχοντές των, τους Φαρισαίους: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». «Ποτέ», λέγει, «δεν λάλησε άνθρωπος, σαν κι αυτόν τον άνθρωπον».
Εντούτοις ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, δεν έβλεπε τα ίδια αποτελέσματα του λόγου Του στις καρδιές των ακροατών Του. Γι'αυτό ακριβώς και είπε την παραβολή του σπορέως, που ακούσαμε σήμερα. Και με αυτήν θέλησε να δείξει ότι οι ακροαταί Του και μάλιστα διαχρονικά μέσα εις τους αιώνας, όλοι οι ακροαταί Του, διαχρονικά, το υπογραμμίζω, μοιράζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία, μας είπε ο Κύριος και όπως ο Ίδιος ηρμήνευσε την παραβολήν εις τους μαθητάς, που εζήτησαν την ερμηνεία της, είναι εκείνοι οι «παρὰ τὴν ὁδόν». «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Σπείρεται ο λόγος του Θεού. Και πάρτε την παλιά αυτήν εικόνα που είχαμε στα χωράφια μας. Χαριτωμένη εικόνα, όσο κι αν είναι ίσως πεζή, ίσως όχι πάρα πολύ πρακτική, αλλά χαριτωμένη εικόνα, που κρατάει, έχει το δισάκι, παίρνει τον σπόρο με την φούχτα και αρχίζει να σπέρνει. Πολύ φυσικό είναι ο σπόρος αυτός να πέσει σε διάφορα σημεία του εδάφους, του χωραφιού. Και λέγει ότι ένα μέρος αυτού του σπόρου έπεσε παρὰ τὴν ὁδόν. Δηλαδή στο δίπλα μονοπάτι· που ήταν πατημένη γη. Και αυτό θέλει να δείξει -όπως μας ερμηνεύει, ξαναλέγω, ο Κύριος εις τους μαθητάς Του- τους ανθρώπους, οι οποίοι ακούνε τον λόγο του Θεού, έχουνε πωρωμένη καρδίαν και ουδεμία αίσθηση τούς κάνει. Όχι μόνον δεν τους συγκλονίζει, καμία αίσθηση, τίποτε, απολύτως τίποτε, και έτσι η χάρις του Θεού δεν αγγίζει αυτές τις καρδιές. «Ο διάβολος παίρνει από την καρδιά τους», λέει στη συνέχεια ο Κύριος, «τον θείον λόγον». Πάει ο διάβολος, επιτρέψατέ μου την λέξη, βουτάει, αρπάζει, βουτάει τον λόγον του Θεού «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν». Για να μην πιστεύσουν κι έτσι να μη σωθούν.
Αυτοί στο βάθος δείχνουν απιστία. Η δευτέρα κατηγορία, μας λέγει ο Κύριος, είναι ο σπόρος που έπεσε «ἐπὶ τὴν πέτραν». Δηλαδή όπως έπεσε ο σπόρος, είχε μεν λίγο χωματάκι από πάνω, αλλά από κάτω ήταν πέτρα. Και δεν μπόρεσε φυσικά εκεί να αναπτυχθεί ο σπόρος αυτός· «διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα». Με το να μην υπάρχει εκεί υγρασία. Γιατί η πέτρα δεν κρατάει την υγρασία· χάνεται. Είναι εκείνοι οι οποίοι δέχονται με χαρά τον λόγο του Θεού, αλλά δεν έχουν βάθος. Και έτσι τελικά τον χάνουν τον λόγο του Θεού. Είναι οι επιπόλαιοι άνθρωποι αυτοί.
Είναι και η τρίτη κατηγορία, μας λέει ο Κύριος, που ο θείος σπόρος πέφτει μέσα στις καρδιές κατά τρόπον τέτοιον, που δεν μπορεί κι εκεί να καρποφορήσει. «Έπεσε», λέει, «στις αγκαθιές». Γιατί δίπλα εκεί, κάπου στον δρόμο, έχει αγκαθιές το χωράφι. Και φυσικά έπεσε ο σπόρος, φύτρωσε, πήγε να αναπτυχθεί, αλλά τα αγκάθια δεν τον άφησαν να αναπτυχθεί. Τον απέπνιξαν. Προσέξτε την λέξη: απέπνιξαν. «Είναι», λέγει, «οι φροντίδες του βίου τούτου: ‘’Τι θα κάνομε, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, πώς θα κινηθούμε, πώς θα δουλέψομε, τι λεφτά θα βγάλομε’’. Το κοσμικό φρόνημα σε μία υπερθετική του θέση, που τελικά δεν αφήνουν όλα αυτά τα πράγματα να αναπτυχθεί μες στην καρδιά ο λόγος του Θεού».
Και τέλος, μας λέγει ο Κύριος, υπάρχει και η κατηγορία της αγαθής γης. Όταν ο σπόρος πέφτει «εἰς τὴν ἀγαθήν γῆν», δηλαδή την καλή γη, την καρποφόρον γη· που ετοιμάστηκε ακριβώς για να αποδώσει καρπόν. Κι εκεί πράγματι αποδίδει καρπόν άλλοτε τριακονταπλάσιον, εξηκονταπλάσιον και άλλοτε εκατονταπλάσιον.
Βλέπομε εδώ όμως ότι από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες, που θα θέλαμε πολύν χρόνον δια να τις αναλύσουμε, θα πάρομε μόνον μία. Θα πάρομε την δεύτερη κατηγορία των ακροατών· oι οποίοι ακούνε τον λόγο του Θεού με χαράν, έχουν όμως αυτήν την επιπολαιότητα, που τελικά δεν μπορεί να καρποφορήσει, να αναπτυχθεί και να καρποφορήσει ο λόγος του Θεού. Να πώς το λέγει ο Κύριος: «Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ(:οι οποίοι ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν(:δεν έχουνε ρίζα), οἳ(:οι οποίοι) πρὸς καιρὸν πιστεύουσι(:εντυπωσιάζονται, προς καιρόν -λέει- πιστεύουν) καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται(:Μόλις έρθει όμως κάποιος πειρασμός -θα δούμε τι είδους πειρασμός- φεύγουν από την πίστιν)». «Ἀφίστανται».
Αυτή η κατηγορία είναι βέβαια αξιοσυμπάθητη, αλλά και εξοργιστική ταυτοχρόνως. Έχουν όλα τα καλά γνωρίσματα της αρχής της πίστεως. Και της προκοπής της πνευματικής. Ακούν με πολλή προθυμία. Αποδέχονται με χαρά. Στην αρχή νομίζεις ότι μέσα σε λίγες μέρες οι άνθρωποι αυτοί θα ανεβούν σε μεγάλα ύψη αρετής. Την κλίμακα, δηλαδή, των αρετών θα αρχίσουν να ανεβαίνουν γρήγορα- γρήγορα. Αλλά όχι όμως έτσι. Τρέχουν να ακούσουν τον λόγο του Θεού όπου λαλείται. Βέβαια καταβροχθίζουν τον λόγο του Θεού με πολλήν όρεξιν, όλη την χριστιανική γραμματεία και το Ευαγγέλιον βεβαίως, κινούν τον φθόνον, ναι, ναι, ή αν θέλετε την λέξη την βάζω μέσα σε εισαγωγικά «τον φθόνον». Είναι εκείνοι που ζηλεύουνε: «Πώς αυτός προκόβει κι εγώ δεν έχω προκόψει;». Ή τον θαυμασμόν του περιβάλλοντός των: «Πώς τόσο απότομα, πώς τόσο γρήγορα έφθασαν σε τόσα μέτρα υψηλά!». Εντούτοις είναι άριζοι. Έχετε δει στην ζωή σας εσείς τέτοιους ακροατάς; Δυστυχώς. Είναι ίσως ίσως οι περισσότεροι εκ των χριστιανών μας. Δεν έχουνε ρίζα. Δεν έχουνε βάθος. Είναι ρηχοί. Είναι αβαθείς.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή των η κατάστασις; Με το να είναι ρηχοί και αβαθείς, ώστε όταν έλθει ένας πειρασμός τα πράγματα να αναποδογυριστούν; Λοιπόν, στη δομή τους, όταν… κατασκεύαζαν τον εαυτό τους, στη δομή τους… Μην πει κανείς: «Τέτοιος είμαι». Τέτοιος έγινες- ο κάθε άνθρωπος γίνεται, δεν είναι, γίνεται. Είναι εκείνο που έθεσε σαν ερώτημα ο Σωκράτης στον Πρωταγόρα, εάν είναι διδακτή η αρετή. Αν το θυμόσαστε από το σχολείο σας. Αν είναι διδακτή η αρετή. Είναι διδακτή η αρετή. Βέβαια υπάρχουν κάποιες, ίσως έμφυτες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει αντίρρηση γι'αυτό. Αλλά κυρίως, δεν είναι ποιος είσαι, αλλά ποιος έγινες. Έτσι λοιπόν, δεν πρόσεξαν εις την δομή τους. Επειδή χρησιμοποιώ την λέξη δομή, γι’ αυτόν τον λόγο είπα αυτά που τώρα σας είπα.
Απουσιάζει σε αυτούς, πείτε από το σπίτι, πείτε από το σχολείο, πείτε από την κοινωνία, πείτε όπως θέλετε, απουσιάζει απ’ αυτούς η σοβαρότητα στη σκέψη. Αυτό τα λέει όλα. Εδώ να σταματούσα, αγαπητοί μου, και σας έλεγα: «Δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· τελειώσαμε» · θα καταλαβαίνατε πολλά. Όταν λείπει αυτή η σοβαρότητα στη σκέψη. Δεν σκέπτονται σοβαρά. Δεν σκέπτονται σωστά. Δηλαδή παρέρχονται τα πράγματα στην επιφάνειά τους. Τα βλέπουν όλα επιφανειακά. Δεν κάνουν τον κόπο να βαθύνουν. Δεν επιμένουν. Δεν βασανίζονται. Ένα κείμενο, μια λέξη, δεν την βασανίζουν, τι θα πει αυτή η λέξη, γιατί; Και τι σημαίνει; Και πώς μπορεί να διαφοροποιηθεί από μίαν άλλη λέξη, που πιθανώς πιθανώς να είναι συνώνυμος. Δηλαδή σε αυτούς υπάρχει η απουσία καταρτισμού σε βάθος. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα πράγματα. Και στο επάγγελμα και στην εργασία και στην τέχνη. Στην επιστήμη, αν είναι επιστήμων, αλίμονό του, αλίμονό του... Επιπόλαιος επιστήμων; Δεν υπάρχει χειροτέρα εικόνα. Στα Γράμματα, στις κουβέντες του, στις συνεντεύξεις του, στα λόγια του, στις υποσχέσεις του, σε όλα είναι επιπόλαιος. Κι αυτό είναι το δυστύχημά του. Ό,τι έμαθε το έμαθε και συνεχίζει να το μαθαίνει, ό,τι μαθαίνει καινούριο, επιδερμικά. Εξάλλου αυτό θα πει επιπόλαιος. Δηλαδή ο άνθρωπος που επιπολάζει, δηλαδή είναι στο δέρμα επάνω, είναι στην επιφάνεια. Δεν έχει βάθος. Το βάθος, όπως λέει ο ίδιος, όταν τον πουν επιπόλαιο, ξέρετε τι απαντάει; «Ω, το βάθος με κουράζει». Έτσι λένε. Θέλουν να δουν ένα ελαφρύ κινηματογραφικό έργο. Ένα σοβαρό, δεν μπορούν... Θέλουν να διαβάσουν ένα ελαφρύ βιβλίο. Το σοβαρό δεν μπορούν... Γιατί; Τους κουράζει, λέει. Ποιος φταίει σ’ αυτό;
Συνήθως σ’ αυτούς υπάρχει μία έωλος συναισθηματική κατάστασις. Αγαπούν και σε λίγο δεν αγαπούν. Μάλιστα κινούνται επάνω εις τον συναισθηματικόν άξονα. Πάρτε τον αλγεβρικό άξονα, θυμάστε απ’ το σχολείο, από την Άλγεβρα. Το μηδέν· εδώ είναι τα αρνητικά, εδώ τα θετικά. Εδώ είναι η αγάπη, εδώ είναι το μίσος. Και βλέπετε, μπορεί να κινηθούν με πάσαν άνεσιν. Αυτή τη στιγμή μου ΄ρχεται… ένα πρόσωπον, μία κυρία είναι, πω, πω, πω, το λέει και η ίδια: «Εγώ», λέει, «άμα αγαπώ, αγαπώ πολύ. Αλλά εάν μισώ, μισώ πολύ». Έτσι έλεγε αυτή η ταλαίπωρη κυρία. Αχ, να ΄φθανε καμία φορά αυτή η ομιλία να την ακούσει! Έτσι λοιπόν κινούνται στον συναισθηματικόν άξονα της αγάπης, όλος ο άξονας είναι συναισθηματικός, αγαπούν, με λαχτάρα, βλέπετε, λέτε: «Πω, πω..!» και κάτι να συμβεί, κάτι το ελάχιστον, δεν λογαριάζουν τίποτε για να φθάσουν στην άλλη πλευρά που είναι το μίσος. Δεν νομίζετε πως είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό; Τέτοιοι άνθρωποι, αγαπητοί μου, να φυλάγει ο Θεός! Κι αν συμβαίνει το θέμα αυτό μέσα εις τον γάμον; Να έχει ο άνδρας ή η γυναίκα, τέτοια ευκολία κινήσεως επάνω εις τον συναισθηματικόν άξονα; Τότε τι γίνεται; Μια τέτοια ψυχολογία, επόμενον είναι να στερείται εκείνο που σας είχα πει, σοβαρότητος. Και σταθεράς βουλήσεως. Λέει και ξελέει. Έχομε ανθρώπους που λένε και ξελένε. «Είπα, ξείπα», σου λέει. Διότι όταν είπε, δεν λογάριασε, δεν βυθομέτρησε. Δείχνει μία ορμή, έναν ενθουσιασμό και ξαφνικά όλα αδρανοποιούνται. Θα λέγαμε, ανεπιφύλακτα, ότι έχομε απουσία μίας σοβαράς προσωπικότητος. Δεν έχομε σοβαρή προσωπικότητα.
Και ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που αποκαλύπτει αυτήν την επιπολαία και ακατάστατη ψυχολογία; Χμ, εδώ είναι τώρα. Ο Κύριος μάς το αποκαλύπτει. «Είναι», λέει, «ο πειρασμός». Τι θα πει «πειρασμός»; Ο γενικός πειρασμός. Γενικός πειρασμός θα πει οτιδήποτε που μπορεί να με πειράξει. Οτιδήποτε που μπορεί να με ενοχλήσει. Μπορεί να με ενοχλήσει η ζέστη, το κρύο, μια κουβέντα του αλλουνού. Οτιδήποτε που μπορεί να με πειράξει, αυτό είναι ικανό να με κάνει να αφίσταμαι, να αλλάξω. Το λέγει, όπως είπαμε, ο Κύριος. Και πρέπει ιδιαιτέρως να το προσέξομε. Στον χώρο της πίστεως ο πειρασμός είναι, αγαπητοί μου, πωωω…, πάρα πολύ εύκολος. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο εύκολος είναι, μέσα εις αυτήν την καθημερινότητα. Κάτι να δούμε στον άλλον, κάτι ξέρω γω στον ιερέα να δούμε κάτι κ.λπ., αμέσως αρπαζόμαστε, σκανδαλιζόμαστε και λέμε…ό,τι θα πούμε. Τον ιερέα τον οποίον εθαυμάζαμε και επαινούσαμε, τώρα είμεθα έτοιμοι να τον κατηγορήσομε. Το Ευαγγέλιο το ίδιο, τι να πάω στον ιερέα, που δεν τον καταλαβαίνομε και πολλές φορές νομίζομε ότι αντιφάσκει το Ευαγγέλιο. Από τη μια δηλαδή λέει αυγά, από την άλλη καλάθια. Το Ευαγγέλιο αντιφάσκει; Η αγραμματοσύνη σου αντιφάσκει, αδελφέ μου, και όχι το Ευαγγέλιον. Αλλά εάν είχες σκέψη και έλεγες: «Είναι δυνατόν ποτέ;». Θα το πάρεις δεδομένον ότι το Ευαγγέλιον δεν αντιφάσκει. Τότε τα πράγματα θα τα βρεις. Τότε σημαίνει αρχίζεις να γίνεσαι σοβαρός άνθρωπος. Ακούσατε; Τότε αρχίζεις να γίνεσαι σοβαρός άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, ο επιπόλαιος άνθρωπος διαμαρτύρεται ακόμη και μπροστά εις τον Θεό και μπροστά εις τους ανθρώπους. Επιρρίπτει ευθύνες εις τον πειρασμόν -τον όποιον πειρασμόν- απαντά δε σ’ αυτό ωραιότατα ο Ωριγένης. Εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον εις το υπόμνημά του λέει το εξής, αγαπητοί μου: «Δεν φταίει», λέει, «ο άνεμος του πειρασμού - προσέξτε να δείτε- όταν εσύ αποδεικνύεσαι άχυρο και όχι σίτος». Είδατε το λίκνισμα, ε; Κι αυτή παλιά εικόνα· που λιχνίζομε το σιτάρι. Και το μεν άχυρο το παίρνει ο άνεμος, αυτό επωφελούμεθα, ότι ο άνεμος παίρνει το άχυρο, ο δε σίτος πέφτει μέσα εις το αλώνι. «Αμ», λέει, «δεν φταίει ο άνεμος. Φταις εσύ, που δεν είσαι σιτάρι, αλλά είσαι άχυρο». Αυτό λοιπόν ένας άνθρωπος ο οποίος αρχίζει να θέλει να είναι σοβαρός, να κάνει ερώτημα στον εαυτό του: «Μήπως είμαι άχυρον;».
Και ποιος είναι αυτός ο πειρασμός; Είναι ο κόσμος. Πρώτα πρώτα, πρώτα πρώτα ο κόσμος. Δεν είναι ο διάβολος. Ο διάβολος είναι τελευταίος, αγαπητοί μου. Είναι ο κόσμος. Εν εννοία ηθική. Εν εννοία πνευματική. Που άλλοτε συνοφρυώνεται όταν δεν του αρέσεις και άλλοτε σου χαμογελά ο κόσμος, όταν του αρέσεις. Αν του αρέσεις, όλα έχουν καλά. Αν δεν του αρέσεις… Και τότε εσύ θέλεις να συμμορφώνεσαι με την γνώμη του κόσμου. Κι αν βεβαίως στραφείς στο τι θα πει ο κόσμος σε εκείνο που ξεκίνησε, ε, βέβαια, είσαι επιπόλαιος. Ε, βέβαια δεν έχεις σοβαρότητα. Ε, βέβαια δεν έχεις δική σου γνώμη. Δεν είσαι άνθρωπος με βαρύτητα, αλλά είσαι πράγματι άχυρο, ελαφρύς και σε παίρνει ο άνεμος. Πόσο περισσότερο αν κάποτε ο κόσμος σου δείξει γροθιά. Ότι θα σε πολεμήσει. «Α, θα με πολεμήσει;». Κι αρχίζεις να φοβάσαι. Η δειλία. Η δειλία. Ξέρετε; Όπως λέει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, οι πρώτοι που θα πάνε στην κόλαση, θα είναι οι δειλοί. «Τοῖς δὲ δειλοῖς -λέει προς το τέλος της Αποκαλύψεως- τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος». «Το μέρος», λέει, «των δειλών, σε θέματα, πρώτα πρώτα πίστεως». Πρώτα πρώτα πίστεως. Να απαρνηθείς, να απαρνηθείς πραγματικά τον Χριστόν, γιατί φοβήθηκες. Γιατί θα σε κακοποιήσει ο κόσμος. Γιατί θα σε κακοχαρακτηρίσει ο κόσμος. Κ.ο.κ. Τι δείχνει εδώ; Δείχνει μία πίστη, η οποία είναι αβαθής. Είναι μία πίστη άριζος.
Ακόμη, είναι ο εγωισμός. Εκείνος ο οποίος θα σε κάνει να αποτραπείς από την πίστη. Είναι πειρασμός ο εγωισμός· ο οποίος και αυτός με τη σειρά του μας πλήττει. Και όταν ακόμα η άνεσις μάς λείψει… σ’ αυτό δα… δεν μπορούμε να αντέξουμε ποικίλες κακοπάθειες της ζωής. Γι'αυτό στην αρχή, σας είπα, ακόμα και του ότι κάνει ζέστη, τα βάζουμε με τον Θεόν. Και λέμε: «Ουφ…». Αλλά δεν έχομε την εικόνα των μαρτύρων. Αγαπητοί μου, όταν πηγαίνω να προσκυνήσω τις εικόνες μου και είναι εικόνες μαρτύρων, άγιος Γεώργιος, άγιος Δημήτριος κ.τ.λ. σας βεβαιώνω, κάθε φορά ντρέπομαι. Ντρέπομαι...: «Εκείνοι έτσι· εγώ πώς;»… Και πρέπει πράγματι η συμπεριφορά των αγίων, και μάλιστα των μαρτύρων, πρέπει όντως να μας ελέγχει. Εδώ δηλαδή με άλλα λόγια υπάρχει η απόρριψις του λεγομένου σταυρικού ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιον είναι σταυρικόν. Διότι από τη στιγμή που θα το ακολουθήσεις, είναι σταυρός. Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να σηκώσει τον σταυρό του και να με ακολουθήσει» κ.τ.λ.
Όταν ακόμα αφαιρούνται, τι με κάνει επιπόλαιο και κυρίως σε θέματα πίστεως, όταν αφαιρούνται τα συμφέροντα. Τα κακώς νομιζόμενα συμφέροντα. Όπως φερειπείν αν απειλείται η περιουσία μου και δεν ξέρω τι άλλο. Γι' αυτό γράφει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος μια περίφημη περικοπή. Λέγει σ’ αυτούς: «Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας(:Θυμηθείτε τις πρώτες μέρες, θυμηθείτε τον παλιό καιρό), ἐν αἷς (:εν τις οποίαις ημέραις) φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων(:αφού σας φώτισε ο Θεός, υπομείνατε πολλήν άθλησιν), εν αις φωτισθέντες πολλήν άθλησιν υπεμείνατε παθημάτων. Τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι (:Από τη μια μεριά να σας θεατρίζουν οι άνθρωποι, να σας ονειδίζουν. Απ’ την άλλη μεριά), τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες (:αφού γίνατε κοινωνοί όλων εκείνων που έτσι συμπεριφέρονται) καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε(:και δεχθήκατε την αρπαγή των υπαρχόντων σας)». Θυμόσαστε, μέχρι τώρα, μέχρι τώρα, φερειπείν στην Ρωσία, δεν ξέρω πού αλλού, επί καθεστώτος κομμουνιστικού, τι δηλαδή; Δήμευσις της περιουσίας σου! Δημεύεται η περιουσία σου. Αυτό θα πει εδώ. «Μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε». «Μετά χαράς», λέει, «προσεδέξασθε(: Το δεχθήκατε αυτό με πολλή χαρά), γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν(: -ὕπαρξις θα πει περιουσία-: γνωρίζοντες ότι έχετε καλύτερη περιουσία) ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν(:που την έχετε στον ουρανό και η οποία δεν μπορεί να αρπαχθεί από κανέναν)».
Ακόμη είναι, αγαπητοί μου, και η αγωνιστικότητα, που έχει πεθάνει. Όταν πεθάνει η αγωνιστικότητα στον άνθρωπο, τότε κι αυτή συντελεί εις το να γίνει ο άνθρωπος επιπόλαιος. Η υπομονή είναι ανύπαρκτη ή εξηντλημένη.
Και τέλος, αυτοκαλλιέργεια δεν γίνεται. Όλα αυτά συνιστούν την εικόνα του επιπολαίου ανθρώπου, του ρηχού ανθρώπου, του αβαθούς, του άριζου ανθρώπου. Και είναι κρίμα, πολύ κρίμα, όταν υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία που συνιστούν μίαν προσωπικότητα τέτοια, που δεν είναι, επαναλαμβάνω, μόνον εις τον χώρον της πίστεως, αλλά είναι εις όλους τους χώρους της ζωής.
Αγαπητοί, ένα καλό καθρέπτισμα μάς έκανε σήμερα ο Κύριος με τη σημερινή Του παραβολή του σπορέως. Αν διαθέτομε επιπόλαιον χαρακτήρα, στο χέρι μας είναι να διορθωθούμε. Αρκεί να το θέλομε. Μπορούμε να διορθωθούμε. Ο Κύριος το θέλει· και είναι έτοιμος να μας βοηθήσει.
852η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
†.Όταν μιλούσε ο Κύριος, αγαπητοί μου, είχε πάντοτε μπροστά Του ένα πυκνό ακροατήριον. Και ο λόγος του Θεού έπεφτε στις καρδιές άλλοτε απαλά, άλλοτε συγκλονιστικά και άλλοτε υποκριτικά και αδιάφορα. Και ο λόγος ήταν πάντοτε ο ίδιος για όλους. Οι καρδιές, όμως, των ακροατών ήταν διαφορετικές. Ο σπόρος του λόγου έπεφτε σε διαφορετικά εδάφη. Γι'αυτό ο Κύριος είπε την παραβολή του σπορέως, που ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ήθελε οι ακροαταί Του να συνειδητοποιήσουν την ποιότητα του εδάφους που ο καθένας είχε.
Και ο Κύριος μίλησε για τέσσερις κατηγορίες «εδαφών»-ακροατών. Στην πρώτη κατηγορία, μας πληροφορεί ο Κύριος, ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, πέφτει, λέει, «παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό». Δεν έπεσε ένα μέρος του σπόρου εις το χωράφι. Αλλά στο μονοπάτι δίπλα, εις τον δρόμον, που ήταν πατημένη γη. Ήρθαν όμως και τα πουλιά, αφού δεν μπόρεσε αυτός ο σπόρος να ανακατευθεί με το χώμα και το μέρος αυτό του σπόρου, το κατέφαγαν, λέγει, τα πουλιά του ουρανού. Πρόκειται για τους ανθρώπους εκείνους που η καρδιά τους είναι γη πατημένη. Δηλαδή δεν φυτρώνει τίποτα. Είναι οι πωρωμένοι άνθρωποι. Τίποτε δεν εγγίζει την καρδιά τους. Ούτε κι αυτή ακόμη δύναται να εγγίσει η χάρις του Θεού. Γιατί ο άνθρωπος είναι ελεύθερος.
Επιπλέον, κι αν έμεινε κάτι μέσα στην καρδιά, έρχεται, λέγει η παραβολή, έρχεται ο διάβολος και παίρνει από την καρδιά τους ό,τι άκουσαν. Και συμπληρώνει ο Κύριος ερμηνεύοντας την παραβολή: «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν». Για να φθάσουν, αφού δεν θα άκουγαν ή δεν θα ήθελαν να ακούσουν ή δεν θα ήθελαν να κατανοήσουν, ώστε να φθάσουν να μην πιστέψουν κι έτσι να μη σωθούν. Στο βάθος οι άνθρωποι αυτοί είναι άνθρωποι άπιστοι. Αυτό το έδειξαν τελευταία -μην σας κάνει εντύπωση, πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου- οι γιορτές της Πάτμου. Μαζεύτηκαν άνθρωποι, είπαν, έκαναν, έδειξαν, προεβλήθησαν και μοιάζουν όλοι αυτοί σαν την πρώτη κατηγορία, που έπεσε ο σπόρος παρά την οδόν, από την γιορτή -όπως τουλάχιστον φάνηκε- δεν άγγιξε τίποτα την καρδιά τους. Από το βιβλίο της Αποκαλύψεως δεν ήγγισε τίποτα στην καρδιά τους… Αντίθετα μάλιστα, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την γιορτή χωρίς να πάρουν τίποτε. Κρίμα…
Έχομε και την δευτέρα κατηγορία ακροατών. Είναι οι «ἐπὶ τὴν πέτραν», μας λέγει ο Κύριος, που ο σπόρος γίνεται δεκτός, αλλά γρήγορα χάνεται η ικμάδα, η υγρασία. Γιατί πάνω στην πέτρα έχει λίγο χώμα, εκεί πήγε να φυτρώσει, κάτω από το χώμα αυτό το λίγο δεν μπορούσε να διατηρηθεί υγρασία, ικμάδα, και ξηραίνεται ο σπόρος αυτός. Δηλαδή με άλλα λόγια είναι οι άνθρωποι, οι επιπόλαιοι άνθρωποι, που δεν διαθέτουν βάθος ψυχής και ακούν, χαίρονται, αλλά γρήγορα ξεχνούν.
Είναι και η τρίτη κατηγορία ακροατών. Εκεί, μας λέγει ο Κύριος ότι ο σπόρος πέφτει «ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό». Ήταν ένα μέρος που στο χωράφι, που εκεί φύτρωσαν και αγκάθια. Μεγάλωσε ο σίτος, μεγάλωσαν και τα αγκάθια και επειδή τα αγκάθια, τα αγριόχορτα, μεγαλώνουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα, έπνιξαν, λέγει, τα βλαστάρια του σίτου. Ο λόγος του Θεού εκεί δεν μπορεί να αναπτυχθεί, όπως ερμηνεύει ο Κύριος, γιατί οι ποικίλες βιοτικές φροντίδες αποπνίγουν κάθε αγαθή προαίρεση. Και τέλος, μας λέγει η παραβολή, ότι υπάρχει και η τέταρτη κατηγορία, που είναι η γη η αγαθή· που καρποφορεί τριακονταπλάσια, εξηκονταπλάσια και εκατονταπλάσια.
Από τις τρεις πρώτες στείρες κατηγορίες που δεν καρποφορούν, η τρίτη ίσως θα πρέπει να είναι και η πιο χαρακτηριστική. Αλλά ας δούμε. Η τρίτη κατηγορία είναι εκείνη που, όπως σας είπα, ακούν, αλλά η θέλησή τους συμπνίγεται με τα αγκάθια της βιοτικής μερίμνης. Αυτοί οι Χριστιανοί έχουν δυνάμεις και νοητικές και συναισθηματικές και βουλητικές. Εντούτοις έχουν κάνει ένα κάποιο λάθος, μια λανθασμένη εκτίμηση. Δεν ιεράρχησαν σωστά όλες τις αξίες της ζωής. Και βέβαια πολλά πράγματα στη ζωή είναι αξίες. Το επάγγελμα, ο γάμος, οι ποικίλες επιτυχίες. Όλα αυτά είναι αξίες. Αλλά δεν μπόρεσαν να εννοήσουν ότι η αξία της σωτηρίας είναι πιο πάνω απ΄ όλες τις αξίες της ζωής. Ότι κατέχει την κορυφή, θα λέγαμε, των αξιών η σωτηρία. Είναι εκείνο που κάποτε είπε ο Κύριος: «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, ἀλλά ζημιώσῃ εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Τι ωφελεί;
Γι΄αυτό λοιπόν τα πράγματα έχουν μία ιεράρχηση. Πρέπει να μπει πάνω πάνω η αξία της σωτηρίας. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί, αξιόλογοι άνθρωποι, αλλά έκαναν και κάνουν αυτό το λάθος, να μην ιεραρχούν σωστά τα πράγματα. Έτσι θυσιάζουν πολλές φορές την σωτηρία τους, με πολύ κατώτερα πράγματα. Ή αν θέλετε, απολυτοποιούν κατώτερα πράγματα. Φερειπείν, σου λέει: «Για να μεγαλώσω τα παιδιά μου και δεν φθάνει ο μισθός, μισθός λιτότητος, πρέπει και να… καταχραστώ το ταμείον εις το οποίο εργάζομαι. Ή στα εμπορεύματα που εγώ κινούμαι ή δεν ξέρω τι. Δηλαδή να κλέψω. Αλλά αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι κακό, γιατί θα μεγαλώσω τα παιδιά μου». Εδώ τι κάνω; Απολυτοποιώ μερικά πράγματα. Όπως, φερειπείν, την οικογένεια. Απολυτοποιώ τα παιδιά. Και παραβαίνω τον νόμο του Θεού. Πολύ συχνά το λέγουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Δεν έχει σημασία αν παραβαίνω κάτι. Σημασία έχει τι επιτυγχάνω. Μία χήρα γυναίκα, μπορεί ακόμη να δοθεί εις την ανηθικότητα, μόνο και μόνο για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Και μπορεί να σου λέγει: «Τι να κάνω; Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά». Εδώ λοιπόν, τι κάνομε; Βάζουν οι άνθρωποι αυτοί πράγματα κοσμικά, πράγματα κατώτερα, πιο κάτω από το θέμα της σωτηρίας. Είναι ο άνθρωπος που θέτει ακόμα και αυτήν την θρησκευτικότητα σαν μέσο για να αποκτήσει κοσμικά οφέλη. Όπως έγινε, θα επαναλάβω, όπως έγινε με τις γιορτές της Πάτμου. Πάρα πολλοί από αυτούς, τίποτα δεν πιστεύουν. Βρήκαν την ευκαιρία ή να προβληθούν -θα επαναλάβω τι είπα προηγουμένως- ή να κερδίσουν χρήματα ή ό,τι άλλο.
Όλα αυτά όμως τι είναι; Πρόκειται για τον εκκοσμικευμένο Χριστιανό, που θέλει να ακούει μεν τον λόγο του Θεού, αλλά με μέτρο. Και ο καθένας βέβαια διατηρεί το δικό του μέτρο. Δεν υπάρχει εξ αντικειμένου μέτρον. Αλλά μέτρον εξ υποκειμένου. Γιατί φοβάται την πνευματική ανάπτυξη, μήπως στερηθεί κοσμικές χαρές. Είναι… αθλιότης. Έτσι, αν δουν κάποτε οι γονείς τα παιδιά τους ή το παιδί τους να αυξάνει πνευματικά, αμέσως έρχονται και το εμποδίζουν. Αυτοί οι ίδιοι που έστειλαν το παιδί τους στην Εκκλησία, στην εξομολόγηση, στο κατηχητικό σχολείο. Όταν δουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν παραπανίσια... «Α! Έλα δω». Γιατί; Φοβούνται το παιδί τους να αναπτυχθεί πνευματικά. Το θέλουν εγκλωβισμένο μέσα στο κλουβί της κοσμικότητος. Ότι το παιδί τους θα στερηθεί τα αγαθά του κόσμου τούτου. Έτσι κορυφαία αξία οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι έχουν μόνο επίχρισμα Χριστιανισμού, όχι βάθος, τοποθετούν την κοσμικότητα, και πιο κάτω, τον λόγο του Θεού, που σώζει…
Ακόμη και η νόμιμη μέριμνα μπορεί να γίνει εμπόδιο. Η νόμιμη μέριμνα είναι να φροντίσω για το σπίτι μου, για την διατροφή μου, για την εργασία μου, για τις σπουδές μου. Είναι μια νόμιμη μέριμνα. Κι αυτή ακόμη μπορεί να σταθεί εμπόδιο όταν ο άνθρωπος δεν προσέξει. Ο Κύριος παρέστησε αυτήν την κατάσταση με αγκαθιές που μεγαλώνουν και συμπνίγουν το νόημα της σωτηρίας του ανθρώπου. Αλλά αυτή η κατάσταση αν συνεχιστεί, τότε οι άνθρωποι της τρίτης αυτής κατηγορίας, γρήγορα περνούν στις δύο πρώτες κατηγορίες. Δηλαδή στον επιπόλαιο τύπο και εις τον λιθώδη τύπο, τον πωρωμένον άνθρωπο. Αρκεί η κατάσταση αυτή να χρονίσει. Κι εκεί ο κίνδυνος είναι μέγιστος. Γιατί εγγίζει πλέον την αμετανοησία. Και μόνο γιατί θα μπορούσαμε να το σκεφθούμε αυτό αγαπητοί μου, θα μας έπρεπε να μας τρομάζει.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσομε τους ανθρώπους της τρίτης κατηγορίας, τον άνθρωπο, τον ακροατή της τρίτης κατηγορίας, που έχει εκκοσμικευθεί, θα βρίσκαμε ότι στο βάθος έχει απιστία. Ναι. Όχι απιστία στην ύπαρξη του Θεού, ομνύει ότι «Δεν έχω απιστία, πιστεύω στον Θεό», αλλά απιστία στην πρόνοια του Θεού, εις την φροντίδα του Θεού. «Τι περισσότερο», θα μπορούσε να του πει κανείς, «άνθρωπέ μου, θα προσέθετες σε όλο εκείνο το βάρος της βιοτικής μερίμνης; Τι θα μπορούσες περισσότερο; Μάλλον θα κέρδιζες το γνωστό άγχος της εποχής. Και κάθε κέρδος θα έμενε τότε, αν έτσι τοποθετείς τα πράγματα, θα έμενε ανευλόγητο». Θυμάμαι μια φορά έναν άνθρωπο, τσαγκάρης ήταν, δεν πήγαινε ποτέ την Κυριακή στην Εκκλησία και του λέγω: «Α, δεν κάνετε καλά. Παρακαλώ να πηγαίνετε στην Εκκλησία». «Α», μου λέει, έτσι, με αυτό το ύφος- «α, η εργασία είναι ιερόν πράγμα». Τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Απολυτοποίησε την εργασία. Κι έχασε τη σωτηρία. Και αν κάθε μας προσπάθεια μένει ανευλόγητη, θα επαναλάβω, τότε ποιο θα είναι το κέρδος; Εδώ ας θυμηθούμε, αγαπητοί μου, τον Ψαλμωδό που λέγει: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Είναι ο 126ος Ψαλμός. «Εάν», λέει, ο Κύριος, «δεν οικοδομήσει σπίτι και σπιτικό, μάταια κοπιάζουν εκείνοι που οικοδομούν». Το σπιτικό είναι η οικογένεια, είναι ο γάμος, είναι η γυναίκα και τα παιδιά, είναι ο σύζυγος και τα παιδιά. Οἶκος είναι και το ντουβάρι, τα ντουβάρια. Πόσες φορές δεν έχομε δει ανθρώπους, κατά ιδιωτικόν τρόπον, ή να κτίζουν το σπίτι τους σήμερα Κυριακή ή να σοφατίζουν ή να ασπρίζουν ή να διορθώνουν κάτι. Περνάς, τους βλέπεις και λες: «Καημένοι άνθρωποι, αυτό που κάνετε, είναι ανευλόγητο. Και είναι ανευλόγητο γιατί ο Θεός είπε να μην κάνομε τέτοιες δουλειές εν ημέρα Κυριακή».
«Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων». Εάν ο Κύριος δεν φυλάξει μια πόλη, ένα κράτος, δεν είναι δυνατόν ποτέ να φυλάξεις την πόλη σου. Εάν ο Κύριος δεν φυλάξει. « Εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης, ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕπνον». Δηλαδή ματαίως σηκώνεσαι πολύ πρωί για να πας στην δουλειά σου και όταν καθίσεις να φας, γρήγορα πάλι σηκώνεσαι, για να τρέξεις στη δουλειά σου, και τρως ψωμί οδύνης, γρήγορα γρήγορα, δεν πάει στο στομάχι σου το ψωμί, το φαΐ, δεν πετυχαίνεις τίποτα. «Όταν ο Κύριος», λέει, «δίδει σε εκείνους που τους αγαπά, ύπνον». Εκείνον τον ύπνον τον μακάριον να κοιμηθούν ήσυχα την νύχτα, χωρίς εφιάλτες, χωρίς προβλήματα, χωρίς αγωνίες και άγχος.
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, μας ειδοποίησε: «Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς, μήποτε βαρυνθῶσι ὑμῶν αἱ καρδίαι, ἐν κρεπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μη βαρύνουν οι καρδιές σας, οι ψυχές σας, με την κραιπάλη, με τη μέθη και με τις βιοτικές μέριμνες». Α, ώστε λοιπόν αυτά βαραίνουν τον άνθρωπο. Ναι. Μας θυμίζει ακόμη την παραγγελία του Θεού, που λέγει… στην Παλαιά Διαθήκη: «Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχὴν σοῦ σφόδρα». Πρόσεξε τον εαυτόν σου. Και φύλαξε πάρα πολύ την ψυχή σου. Οι βιοτικές μέριμνες -για να μείνω σ’ αυτές- εμποδίζουν να καθίσεις στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Θυμηθείτε εκείνη την άλλη παραβολή, αγαπητοί, που ο Κύριος στέλνει τον δούλο Του να παραγγείλει: «Το τραπέζι είναι έτοιμο, το τραπέζι της Βασιλείας», τι λέγει ο πρώτος; «Ἀγρόν ἠγόρασα». Τι λέγει ο δεύτερος; «Ζεύγη βοῶν πέντε ἠγόρασα». Τι λέγει ο τρίτος; «Γυναῖκα ἔγημα». Παντρεύτηκα. Και οι τρεις δεν είχαν καιρό. Είχαν εμπλακεί μέσα στις βιοτικές μέριμνες. Νόμιμον είναι να αγοράσεις χωράφι. Νόμιμον είναι να αγοράσεις βόδια να πας να οργώσεις το χωράφι του. Νόμιμον είναι να παντρευτείς. Αλλά δεν μπορούν αυτά να γίνουν εμπόδιο. Και ο λόγος του Θεού να πηγαίνει χαμένος. Αλλά αν η μέθη και η κραιπάλη παραλύουν και βαραίνουν την βούληση του ανθρώπου, εξίσου ενεργούν και οι βιοτικές μέριμνες. Παραλύουν την βούληση του ανθρώπου. Δεν έχει διάθεση για κάτι άλλο.
Ο Κύριος, αναλύοντας την παραβολή, είπε ότι αυτή η κατηγορία ακροατών, που ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο, είναι οι άνθρωποι που ακούν μεν τον λόγο του Θεού, στην ερμηνεία τώρα ο Κύριος, «ἀλλ΄ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι». Τις αγκαθιές τώρα τις αναλύει ο Κύριος. Οι μέριμνες, ο πλούτος και οι ηδονές. Τελικά δεν μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να φέρουν καρπόν. Αναφέρει, δηλαδή, τρία εμπόδια, τρεις «πέδες», τρία φρένα. Τις βιοτικές μέριμνες, τον πλούτο και τις ηδονές.
Η επιθυμία του πλουτισμού ομοίως δεν βοηθάει τον άνθρωπο στην εφαρμογή των όσων θα ακούσει. Γιατί πάντοτε δεν έχει καιρό. Γράφει ο Απόστολος Παύλος εις την Α΄προς Τιμόθεον επιστολήν του: «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν(:Εκείνοι που θέλουν να πλουτίσουν) ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες(:οι οποίες)βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν(:τους βυθίζουν στην καταστροφή). Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία -Όχι ως τσιγκουνιά. Ως αγάπη προς τα χρήματα. Δηλαδή, η φιλοχρηματία-, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν(:Μερικοί -λέγει- επεθύμησαν την φιλοχρηματία και πλανήθηκαν) ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:έφυγαν από την πίστη και ‘’περιέπειραν’’, θα πει εκάρφωσαν τον εαυτό τους με καρφιά πολλών οδυνών)».
Αλλά και οι ποικίλες ανέσεις και ηδονές, που είπε ο Κύριος, από τον πλούτο, λέει, και τις ηδονές, είναι το ίδιο πράγμα. Αρκεί να σκεφθεί κανένας ότι ο πλούτος, οι ανέσεις και οι ηδονές, έχουν, προσέξτε, αντισταυρικό χαρακτήρα. Αντισταυρικό χαρακτήρα· που δεν σε αφήνουν να ακούσεις και να ζήσεις το σταυρικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Και όχι μόνο, αλλά και σε μεταβάλλουν σε εχθρό του Ευαγγελίου, εχθρό του Χριστού. Να πώς το λέγει: «Εχθρό του Χριστού». Να πώς το λέγει ο Απόστολος Παύλος, το γράφει εις τους Φιλιππησίους: «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν(:Πολλοί, λέει, εκ των Χριστιανών μας ζουν), οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν(:για τους οποίους πολλές φορές σας είχα πει), νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω(:τώρα δε που σας γράφω, το χαρτί -να το πω έτσι με μία σύγχρονη έκφραση- βρέχεται από τα δάκρυά μου), τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια(:που το τέλος τους είναι η απώλεια, η καταστροφή), ὧν(:των οποίων) ὁ θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν(:κάνουν πορνείες, μοιχείες, ασωτίες, γλέντια, διασκεδάσεις), οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες(:αυτοί οι οποίοι φρονούν τα επίγεια)!». Πώς τους είπε; «Ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ». Συνεπώς η ζωή τους… ναι μεν, Χριστιανοί βαφτίστηκαν, είναι αντισταυρική. Και λέγονται «εχθροί του σταυρού του Χριστού».
Αγαπητοί, η κατηγορία των εκκοσμικευμένων ακροατών, δηλαδή η τρίτη κατηγορία, είναι όντως αξιολύπητη. Είναι αξιόλογοι άνθρωποι. Το είπαμε. Αλλά οι μέριμνες του βίου, η επιθυμία του πλουτισμού και οι ηδονές της ζωής τούς ανακόπτουν. Κι αν ακούσουν ή ακούουν, ίσως κάποτε χρόνια ολόκληρα να ακούουν τον λόγο του Θεού, όμως δεν τελεσφορούν, δεν φέρουν τέλος, δηλαδή σκοπόν. Δεν καρποφορούν. Αλλά κινδυνεύουν και να απολιθωθούν κάποια φορά. Παγιώνεται μία περίεργη κατάσταση μες στην ψυχή τους. Αν κάποια στιγμή τους πεις ότι είναι απολιθωμένοι άνθρωποι, θα σου πουν ότι χρόνια ακούν λόγο Θεού. Κι όμως είναι απολιθωμένοι άνθρωποι. Γιατί δεν παρουσιάζουν καμίαν αύξησιν.
Εμείς, αγαπητοί μου, εμείς, ας εξετάσομε σε ποια κατηγορία ακροατών βρισκόμαστε. Ας προσπαθήσομε, με πολλή φιλοτιμία να καταστήσομε τον εαυτό μας γη αγαθή. Δεν είναι εύκολο. Είναι κοπιαστικόν. Δεν είναι εύκολο. Κι εκεί θα πέφτει άφθονος ο θείος σπόρος. Και θα φυτρώνει το φυτό της θεολογίας και της πρακτικής. Κι εμείς θα έχομε την χαρά της καρποφορίας. Μια χαρά που κανείς δεν μπορεί να μας την κλέψει ή να μας την αφαιρέσει. Η δοκιμή θα μας πείσει.
651η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
†.Όταν αγαπητοί μου, ο Κύριος περιήρχετο όλην την χώραν του Ισραήλ, εκήρυττε και εθεράπευε τους ανθρώπους που είχαν ή ασθένεια ή αναπηρία. Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό να τρέχει ο κόσμος από κοντά, ξοπίσω Του. Αλλά γιατί έτρεχε; Γιατί εθεραπεύετο. Όχι λοιπόν διότι ήθελε να ακούσει την διδασκαλία Του, αλλά γιατί εθεραπεύετο. Το τονίζω αυτό. Αυτή όμως η περίπτωσις, του ότι εθεραπεύετο, ήτο δευτερεύουσα. Δεν ήτο η πρωτεύουσα. Ο Κύριος ήθελε να ακούσουν την διδασκαλία Του. Αν θέλετε, ένας τρόπος προσελκύσεως ήτο η θεραπεία.
Αν ο σκοπός ήτο η θεραπεία, τότε θα έπρεπε να θεραπεύσει όλους τους ανθρώπους του Ισραήλ ή ακόμη θα έπρεπε να αναστήσει όλους τους νεκρούς του Ισραήλ. Ύστερα δεν θα μπορούσε να τέλειωνε ο Χριστιανισμός όσο ο Κύριος ήταν στην Γη. Θα πρέπει λοιπόν κατά τη διάρκεια του Χριστιανισμού μες στους αιώνες να εθεραπεύοντο όσοι ήσαν Χριστιανοί και να μην πέθαινε κανείς από όσοι ήσαν Χριστιανοί. Άτοπον... Εδώ βλέπει κανείς πραγματικά ότι το θέμα της θεραπείας, της αποκαταστάσεως της υγείας ή της ολοκληρίας, αν κανείς ήτο χωλός, τυφλός κ.λπ. παράλυτος, είναι δευτερεύον. Θα ήθελα να το υπογραμμίσω. Είναι δευτερεύον. Το πρώτον είναι η διδασκαλία και το Θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Είδατε, αγαπητοί μου, όταν κάπου ακουστεί ένα θαύμα πώς τρέχουν οι άνθρωποι; Θα έπρεπε τουλάχιστον με την ίδια προθυμία να έτρεχαν οι άνθρωποι όταν ηκούετο και λόγος Θεού. Με την ίδια προθυμία, το ξαναλέγω.
Ο ιερός Ευαγγελιστής σημειώνει το περιστατικόν. Λέγει: «Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς». Γιατί είπε δια παραβολής; Της γνωστής παραβολής του σπείροντος γεωργού, του σπορέως. Γιατί δια παραβολής είπε αυτά που ήθελε να πει; Γιατί ήταν κόσμος που έτρεχε ξωπίσω Του. Εγύρισε προς τον κόσμον και τους είπε την παραβολή. Και η παραβολή αυτή του σπορέως, δεν είναι παρά μια παραβολή με εικόνα που έρχεται να δείξει και να καταδείξει τις ποικίλες διαθέσεις του ακροατηρίου Του. «Τρέχετε -σαν να τους έλεγε- από πίσω μου; Θα σας πω Εγώ ποια είναι η καρδιά σας». Και βέβαια, όλων των ακροατών δεν ήτο ιδία η καρδία· ήτο ποικίλη. Ε, αυτήν την ποικίλη κατάσταση την εκθέτει εις την παραβολή του σπορέως.
Είναι γνωστή η παραβολή. Την ακούσαμε και προηγουμένως. «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». «Εβγήκε αυτός που σπέρνει, να σπείρει τον σπόρο του και ένα μέρος του σπόρου», λέγει, «έπεσε κατά την οδόν και ένα μέρος έπεσε», λέγει, «εις την πέτραν». Δηλαδή σε έδαφος που από κάτω είχε πέτρα. Ένα μέρος έπεσε μέσα σε τόπο που βγήκαν και αγκαθιές και ένα μέρος έπεσε εις την γην την αγαθήν.
Η πρώτη κατηγορία είναι εκείνη, που έπεσε, λέει, «παρὰ τὴν ὁδόν». Η οδός είναι το μονοπάτι δίπλα στο χωράφι. Είναι πατημένη γη. Δεν φυτρώνει τίποτα. Είναι πατημένη γη. Είναι αυτός ο σπόρος ο «παρὰ τὴν ὁδόν», είναι οι πωρωμένοι άνθρωποι. «Έρχεται», λέει, «ο διάβολος, παίρνει από την καρδιά ό,τι άκουσαν». Δεν μένει τίποτα. Δεν μένει τίποτα…
Κατόπιν είναι η δευτέρα κατηγορία, που ο σπόρος πέφτει, αλλά δεν έχει ικμάδα, δεν έχει υγρασία. Και τότε ξεραίνεται. Δηλαδή είναι οι επιπόλαιοι άνθρωποι. Χαίρονται, ακούν τον λόγο του Θεού. Μπορεί να δακρύσουν, να κλάψουν, να πουν: «Τι ωραίος που ήτο ο λόγος του Θεού!». Αλλά σε λίγο όλα έχουνε φύγει. Γιατί ήτο επιπολαία αυτή η επίδρασις του λόγου του Θεού στην καρδιά τους.
Και ακόμη είναι εκείνοι που ο σπόρος πέφτει στις αγκαθιές. Δηλαδή καλή γη, αλλά ταυτόχρονα φυτρώνουν και αγκαθιές. Φυτρώνει ο σπόρος, φυτρώνουν και τ’ αγκάθια. Μεγαλώνει ο σπόρος, μεγαλώνουν και τα αγκάθια. Είναι εκείνοι που συμπνίγονται -χαρακτηριστικό ρήμα που ο Κύριος ερμηνεύει- συμπνίγονται μαζί με τις αγκαθιές· ο σπόρος συμπνίγεται. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν καλή διάθεση, αλλά οι βιοτικές μέριμνες δεν τους αφήνουν περιθώρια να φροντίσουν για την ανάπτυξη της πνευματικής των ζωής.
Τέλος, είναι και η τετάρτη κατηγορία. Είναι εκείνη «ἡ γῆ ἡ ἀγαθή». Λέει ο Κύριος ότι αυτή η γη είναι αγαθή. «Ἀγαθή» θα πει καλή. Και αποφέρει, όταν εκεί πέσει ο σπόρος, καρπόν εκατονταπλασίονα, πολλήν καρποφορίαν.
Ας μείνομε, αγαπητοί μου, στην αγάπη σας, στην τετάρτη κατηγορία των ακροατών. Σ’ αυτήν την γη την αγαθή. Όταν ο Κύριος έμεινε με τους μαθητάς Του, Του εζήτησαν να τους ερμηνεύσει την παραβολή. Και ο Κύριος την ηρμήνευσεν. Γι’ αυτή την τετάρτη κατηγορία είπε το εξής: «Τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ». «Τι είναι», λέγει, «ο σπόρος που πέφτει στην καλή γη; Είναι που πέφτει στην καρδιά την καλή και την αγαθή. Και ακούουν, κρατάνε τον λόγο και καρποφορούν με πολλή υπομονή».
Ας δούμε, αγαπητοί μου, αυτήν την κατηγορία, όπως σας είπα, σε μια κάποια ανάλυσή της. Και πρώτα πρώτα ομιλεί περί καλής γης. Τι είναι αυτή η καλή γη; Είναι η καλή και αγαθή καρδία, όπως ο Κύριος ερμηνεύει. Συνεπώς είναι κάτι έξω από την ποιότητα του σπόρου. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας ότι ο σπόρος ήταν μιας και της αυτής ποιότητος. Τι διαφοροποιείτο; Διαφοροποιείτο το έδαφος. Ο σπόρος ο ίδιος. Το έδαφος διαφοροποιείται. Δηλαδή οι καρδιές. Έτσι το πρόβλημα δεν υπάρχει στον σπόρο, υπάρχει στη γη. Εκεί είναι το πρόβλημα που έχομε διαφορετικήν απόδοσιν. Είναι οι ποικίλες ποιότητες των καρδιών.
«Και πώς διαμορφώνεται μια καρδιά;», θα θέλατε ασφαλώς να ερωτήσετε. Πώς μπορεί να διαμορφωθεί και να γίνει αυτή η καρδιά εκείνο που πρέπει; Τι είναι οι παράγοντες εκείνοι που συντελούν στο να γίνει μία α ή β ή γ ή δ ποιότητα καρδιάς; Τι είναι; Προσέξτε. Καταρχάς είναι η κληρονομικότητα. Είναι οι πρόγονοι. Είναι πολύ σπουδαίος παράγων η κληρονομικότης. Γι'αυτό λέει κάποιος σύγχρονος συγγραφεύς, ο Τίχαμερ Τοθ (Tihamer Toht) ότι όταν, λέει, κάνεις ένα γερό παιδί, όταν αύριο θα παντρευτείς και κάνεις ένα γερό, καλό παιδί, εισπράττεις συγχαρητήρια από τους άλλους. Γιατί; Κληροδότησες καλά στοιχεία στο παιδί σου. Αγαπητοί μου, το θέμα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Επιτρέψατέ μου μόνο μία μικρή παρένθεση. Σήμερα έχομε και κάποιους παράγοντες παρελκυστικούς της κληρονομικότητος. Εάν η μητέρα πάρει κάποιο φάρμακο κατά τη διάρκεια της κυήσεως και το παιδί δεν βγει σωστό, βεβαίως δεν έχομε θέμα κληρονομικότητος. Έχομε θέμα επιδράσεως του φαρμάκου. Θα ‘θελα λοιπόν αυτό να το σημειώσω, για να μην πιστεύει κανείς ότι… «Μα ποιοι στάθηκαν οι πρόγονοί μου, ώστε το παιδί μου να είναι έτσι κι έτσι;». Σας ξαναλέγω, έχομε επίδραση των φαρμάκων. Τι απλούστερον της ασπιρίνης; Κι όμως, είναι πολύ μεγάλη η επίδραση της ασπιρίνης. Ναι! Εν τοιαύτη περιπτώσει έχομε την κληρονομικότητα. Έχομε τους προγόνους.
Ακόμη, είναι η περίοδος της κυήσεως του εμβρύου, που δέχεται ποικίλες επιδράσεις, από τις ποικίλες ψυχικές καταστάσεις της μητέρας. Αν η μητέρα είναι σε ευχάριστη κατάσταση ή δυσάρεστη. Αν έχει πικρία, αν έχει αδημονία, αν έχει άγχος, αν έχει ειρήνη, όλα αυτά ενσταλάζουν εις το έμβρυον, τον αυριανό άνθρωπο.
Ακόμα, είναι η αγωγή στα πολύ βρεφικά χρόνια. Δηλαδή από την πρώτη ημέρα της γεννήσεως. Μην σας κάνει εντύπωση. Έχει διαπιστωθεί αυτό. Το παιδί, επί παραδείγματι, δεν μπορεί να ακούει φωνές! Όταν οι γονείς μαλώνουν πάνω από την κούνια θα πίστευαν ότι… πού το παιδί καταλαβαίνει; Κι όμως το παιδί δεν μπορεί να ακούει φωνές. Δεν θα σας πει βέβαια ότι «Πάψτε επιτέλους, δεν μπορώ να σας ακούω». Δεν μπορεί το παιδί αυτό να σας το πει. Δέχεται όμως επιδράσεις. Είναι, λοιπόν, αυτά τα πρώτα, τα καταπρώτα βρεφικά χρόνια της ζωής του ως αγωγή, ως περιβάλλον.
Κατόπιν είναι και η αγωγή των μετέπειτα χρόνων. Και έρχεται και η αγωγή του σχολείου, η αγωγή της οικογενείας, η αγωγή του σχολείου και η αγωγή της κοινωνίας. Όλα αυτά, όπως αντιλαμβάνεσθε, χωρίς να παραλείψομε και την ιστορική εποχή στην οποία ζει ο κάθε άνθρωπος. Άλλη είναι η εποχή των παππούδων μας και άλλη η εποχή η σύγχρονη· που ένα σύγχρονο παιδί μεγαλώνει σε μία κοινωνία… αυτή που γνωρίζομε όλοι σήμερα. Είναι λοιπόν και η ιστορική εποχή. Όλα αυτά, αντιλαμβάνεσθε, έρχονται να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου, την καρδιά του, το έδαφος επί του οποίου θα δεχθεί ο άνθρωπος τον σπόρον του Θεού.
Όμως πρέπει να σας πω ότι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά, τον λόγον τον έχει η προαίρεσις. Και η προαίρεσις είναι το μυστήριον των μυστηρίων. Μπορεί να είναι οι πιο δυσμενείς καταστάσεις, κι όμως να έχομε μίαν αγαθή προαίρεσιν και το αντίστροφο. Τι είναι αυτή η προαίρεσις; Είναι εκπληκτικόν! Σας είπα, είναι το μυστηριωδέστερο μυστήριο, αν επιτρέπεται η έκφρασή μου αυτή. Είναι αυτό που με δύο λόγια, με μια παροιμία ο λαός λέγει: «Από το ρόδο βγαίνει αγκάθι, αλλά και από το αγκάθι βγαίνει ρόδο». Τι είναι αυτό; Πάνε όλα στην άκρη. Και η κληρονομικότητα και η αγωγή, όλα πάνε στην άκρη. Και προβάλλει η προαίρεση. Γι΄αυτό, αγαπητοί μου, τελικά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτόν του, έξω από την εποχή του και το περιβάλλον του και τις αγωγές τις οποίες έχει υποστεί.
Έτσι η καρδιά του ανθρώπου συνιστά τη γη που θα δεχθεί τον σπόρο του Θεού. Ή θα τον δεχθεί σωστά ή δεν θα τον δεχθεί σωστά. Και κάθε καρδιά, όπως σας είπα, είναι υπεύθυνη γι’ αυτήν της την διαμόρφωση. Γι'αυτό δεν θα ερωτηθεί ο κάθε άνθρωπος εν ημέρα κρίσεως, ούτε θα θεωρηθούν ελαφρυντικά ότι… «Σε ποια εποχή έζησες; Πώς διαμορφώθηκες;». Τέτοια πράγματα δεν μας αναφέρει πουθενά ο λόγος του Θεού. Μάλιστα μια μαρτυρία είναι οι άγιοι του 20ού αιώνος. Θα ειπωθεί: «Πώς ο Νεκτάριος έγινε άγιος; Έζησε τον 20όν αιώνα. Εσύ γιατί επικαλείσαι την διεφθαρμένη εποχή σου;». Επιμένω πάρα πολύ, όπως αντιλαμβάνεσθε, εις τον παράγοντα προαίρεση.
Αλλά μία αγαθή και καλή καρδιά, πώς δέχεται τον λόγο του Θεού; Για να δούμε τις διαδικασίες περνά. Καταρχάς λέει: «Ἀκούσαντες τόν λόγον». Σε πληθυντικό αριθμό. Είναι εκείνοι που ακούνε τον λόγο του Θεού. Είναι η ακρόασις. Είναι και η μελέτη του λόγου του Θεού. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο που ακούει, γίνεται αναζήτησις όχι μόνο αυτού καθ’ εαυτόν του λόγου του Θεού, αλλά και η εμβάθυνσις. Όχι δηλαδή να αναζητήσει να ακούσει, αλλά και αναζητώντας και βρίσκοντας, να εμβαθύνει εις τον λόγον του Θεού. Σ’ αυτές, αγαπητοί μου, τις καρδιές, ο λόγος του Θεού ασκεί μια γοητεία. Θέλγονται από τον λόγο του Θεού, εκθαμβώνονται. Όπως πολύ συχνά μας λέγουν τα Ευαγγέλια, ότι ακούγοντας τον λόγον του Θεού, κάποιοι ακροαταί εθαμβούντο, εξεπλήσσοντο, ανοίγουν τα μάτια, η ψυχή εξίσταται. Τι είναι αυτά! Τα οποία ακούγονται! Και τίποτα μία τέτοια ψυχή δεν βάζει τον λόγο του Θεού, τίποτα ίσο της, ίσο του. Ποτέ ίσο του, τίποτα δεν βάζει. Όλα είναι κατώτερα από τον λόγο του Θεού.
Γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Νόει μοι (:Κατανόησέ μου, δηλαδή, κατάλαβέ με) οὗν κιβώτιον τόν Χριστοῦ Εὐαγγέλιον καὶ τὰς λοιπὰς θείας γραφάς(:ότι… τι είναι το ευαγγέλιον του Χριστού; Ένα κιβωτίδιον), ἐχούσας ἐν αὐταῖς ἐγκεκλεισμένην καὶ ἐσφραγισμένην τὴν αἰώνιον ζωὴν(:εκεί κλεισμένη και σφραγισμένη είναι η αιώνιος ζωή) καὶ σὺν αὐτῇ τά ἐν αὐτῇ ἄρρητα(:εκεί είναι τα ανείπωτα, τα άρρητα λόγια του Θεού, οι άρρητες έννοιες) καὶ αἰσθητοῖς ὄμμασι μὴ καθορώμενα αἰώνια ἀγαθὰ κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνὴν (:εκεί που δεν τα βλέπουν τα αισθητά μάτια αυτά τα αγαθά, όπως ο Κύριος είπε: «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς». Είδατε τι ρήμα βάζει; «Ἐρευνᾶτε») ὃτι ἐν αὐταῖς (:ταῖς γραφαῖς) ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος». Και έτσι κανείς το αντιληφθεί, όπως σας είπα, μένει έκθαμβος. Έχουν οι άνθρωποι αυτοί την αίσθηση της ευωδίας. Και διαρκώς έλκονται, όπως οι μέλισσες από τις οσμές των λουλουδιών. Ανακαλύπτουν χρυσόν και πολύτιμα μαργαριτάρια. Θυμηθείτε και την ανάλογη παραβολή του πολυτίμου μαργαρίτου και του θησαυρού. Αισθάνονται όπως εκείνος που βλέπει έργα τέχνης εκπληκτικά μέσα σε ένα μουσείο. Δεν μπορεί να φύγει η σκέψη του, γιατί ελκύεται από εκείνα που βλέπει. Και ο λόγος του Θεού μένει διαρκώς στην ακοή τους και στην καρδιά τους.
Ένα δεύτερο στάδιο. «Καί ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι». Τι θα πει «κατέχω»; Κρατώ, συγκρατώ. Δεν είναι… επιτραπείτω μοι, εκείνο το «Μπαινάκης και βγαινάκης» που λέει ο λαός. Από δω μπήκε και από δω βγήκε. Όχι. Κρατιέται ο λόγος του Θεού. Συγκρατείται ο λόγος του Θεού. Τον συγκρατούν τον λόγον του Θεού, χωρίς διαρροές. Κρίνουν ότι είναι ολόκληρος χρυσάφι. Δεν έχει σκουριά για να αποβληθεί κάτι. Ακόμη, δεν κάνουν στον λόγο του Θεού επιλογή. Κρατώ αυτό και πετάω εκείνο. Σαν λόγος Θεού, γίνεται ολότελα αποδεκτός, χωρίς κριτική. Δεν κάνουν κριτική, γιατί έτσι και γιατί αλλιώς. Αν θα κάνουν ερώτημα «Γιατί άραγε το λέει έτσι;» είναι για να βαθύνουν περισσότερο. Όχι για να κριτικάρουν και να απορρίψουν. Πιστεύουν απόλυτα εις τον λόγον του Θεού. Λέγουν αυτό που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Ο λόγος του Θεού είναι αξιόπιστος και ακόμη άξιος πάσης αποδοχής».
Βέβαια είναι γνωστό ότι η εκκοσμίκευσις σακατεύει τον λόγο του Θεού. Κυριολεκτικά. Γιατί τον νοθεύει με τις ιδέες του κόσμου τούτου. Όμως, εκείνος που προσλαμβάνει τον λόγο του Θεού, δεν θέλει το κοσμικό φρόνημα, ακριβώς για να μην κατακομματιαστεί και νοθευτεί και χαλάσει ο λόγος του Θεού. Ακόμη «κατέχουσι» σημαίνει ότι δεν αφήνουν τίποτε να παρερμηνευθεί απ’ ό,τι εγράφη στα Ευαγγέλια και απ’ ό,τι οι Πατέρες σαν ερμηνεία μας παρέδωκαν. Σήμερα είναι των Αγίων Πατέρων της 7ης εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Δεν θέλουν παρά μόνον τι είναι γραμμένο και πώς οι Πατέρες ερμηνεύουν αυτό που είναι γραμμένο. Δεν αφήνουν τίποτε από έξω ιδέες, από εκκοσμικευμένες τοποθετήσεις να ερμηνευθεί ο λόγος του Θεού. «Κατέχουσι» ακόμη σημαίνει ότι ιδιοποίησαν, έκαναν δικό τους, θυμηθείτε την πρόθεση «κατά», «ἔχω+κατά», «κατέχουσι», έκαναν καταδικό τους, ιδιοποίησαν τον λόγο του Θεού.
Ακόμη, έχοντας στην κατοχή τους τον λόγο του Θεού, μια τρίτη φάσις, «καρποφοροῦσιν». Είναι ο λόγος του Θεού γόνιμος μέσα εις την ψυχή τους. Είδατε τι είπε ο Κύριος; Αποφέρει εκατονταπλασίονα καρπόν. Δηλαδή τι; Μες στην ψυχή τους, ο λόγος του Θεού διαρκώς γεννά, γεννά αρετές. Και όταν ο αναγνώστης μάλιστα προσέχει στον λόγο του Θεού και κάθε λεπτομέρεια, μεταφέρει αυτήν την λεπτομέρεια μέσα εις την ψυχή του και τότε γίνεται «ὀσμὴ Χριστοῦ εἰς ζωήν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Δηλαδή οι λεπτομέρειες είναι οι ψηφίδες που απαρτίζουν το μωσαϊκό της προσωπικότητος του Χριστού μέσα στο δικό τους το πρόσωπο. Έτσι γίνονται ζωντανή εικόνα του Χριστού. Γίνονται, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «ἐπιστολὴ Χριστοῦ γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων». Πουθενά δεν σταματούν. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μηδαμοῦ ἵστασθε». Δεν πιστεύουν κάποια στιγμή ότι έφθασαν, ότι είναι φτασμένοι ποτέ. Αλλά διαρκώς ανεβαίνουν, προκόβουν, αισθάνονται έλλειψιν. Και όσο πιο πολύ αισθάνονται αυτήν την έλλειψιν, τόσο και πιο πολύ προκόπτουν. Κυριολεκτικά καρποφορούν τον λόγο του Θεού με μια ολοφάνερη προκοπή, αγαπητοί μου.
Και τα τρία, η ακρόασις του λόγου του Θεού, η κατοχή του και η καρποφορία του, γίνονται βεβαίως πάντοτε, όπως λέγει ο Κύριος στην παραβολή, «ἐν ὑπομονῇ». Είναι το μυστικό της επιτυχίας. Μέσα στην κτίση, αγαπητοί, τίποτα δεν γίνεται απότομα. Τα πάντα έχουν συνάρτηση τον χρόνον. Είτε είναι μικρός, είτε είναι μακρύς, είτε είναι αιώνες. Έχουν συνάρτηση τον χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική καρποφορία. Θες να καρποφορήσεις; Θα δέσεις την προσπάθειά σου με την υπομονή. Χρειάζεται λοιπόν υπομονή και επιμονή. Ο Κύριος μάς είπε: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». «Αποκτήσατε, κερδίσατε τις ψυχές σας με την υπομονή σας». Ακόμη, «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». «Αυτός που θα υπομείνει έως το τέλος, αυτός θα σωθεί». Ο Θεός είναι γνωστό ότι αγαπά να κρύπτεται σε εκείνους που Τον αναζητούν. Και μόνο σε εκείνους που έχουν επιμονή και υπομονή, αποκαλύπτεται και παραδίδεται.
Αγαπητοί μου, ο Κύριος σήμερα μας εδίδαξε την πορεία της σωτηρίας. Μας είπε να ακούμε τον λόγο του Θεού. Μας είπε να τον κρατούμε. Και να καρποφορούμε, με το εργαλείον της υπομονής. Όποιος νομίζει ότι η γη της καρδιάς του θέλει μια προετοιμασία για να δεχθεί τον σπόρο του Θεού, μη διστάσει. Ας ξεκινήσει. Και θα επιτύχει πολλά. Γι’ αυτό εξάλλου ο Κύριος είπε και την παραβολήν αυτήν, για να αφυπνίσει. Και θα επιτύχει πολλά. Όταν το θέλει. Η χάρις του Θεού, σίγουρα, αγαπητοί μου, είναι έτοιμη να τον βοηθήσει.
486η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
†.Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, γράφει στην Β΄ του προς Τιμόθεον επιστολή του που ακούσαμε σήμερα, από την Ρώμη, κάπου στα 66-67 μ.Χ. φυσικά. Είναι η τελευταία του επιστολή. Και θεωρείται το κύκνειον άσμα του, γιατί ο Απόστολος Παύλος μετά εμαρτύρησε στη Ρώμη, την ιδίαν χρονολογία, δηλαδή το 67 με 68.
Στην επιστολή του αυτή στον Τιμόθεο, που πολύ αγαπούσε και ήταν ήδη επίσκοπος Εφέσου, του γράφει πολύ σπουδαία από ποιμαντικής πλευράς πράγματα. Μεταξύ άλλων του τονίζει την επικειμένη αποστασία και μάλιστα παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο, που κατά τις έσχατες ημέρες θα φθάσουν εκεί. Κατάλογο χαρακτηρισμών. Θα φθάσουν εκεί ως κατάντημα οι Χριστιανοί.
«Τοῦτο δὲ γίνωσκε»,του γράφει, «ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί (:Θα ‘ρθουν, θα σταθούν δύσκολοι καιροί)·ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι». Και παραθέτει, αγαπητοί μου, και απαριθμεί είκοσι δύο χαρακτηρισμούς! Όταν λέει «οι άνθρωποι» εννοεί οι Χριστιανοί! Θα είναι τέτοιοι, τέτοιοι, τέτοιοι. Βαρύτατα δε αμαρτήματα και πολύ δικαιολογημένα βάζει πρώτα το «φίλαυτοι». Διότι εκ της φιλαυτίας, είναι εκείνη η νοσηρά αγάπη του ανθρώπου προς τον εαυτόν του, απορρέουν όλα τα κακά, όλα τα πάθη, όλες οι κακίες, απορρέουν από την φιλαυτία. Μην το ξεχνούμε αυτό ποτέ.
Έναντι αυτής της φοβεράς καταστάσεως που ανεμένετο και φυσικά καταστάσεως αποστασίας, και φυσικά αυτή αρχίζει, κάθε κατάσταση, στους προφήτας, από την στιγμή που γράφουν την προφητεία· αρχίζει. Βεβαίως προοδευτικά, για να φθάσει εις το αποκορύφωμα. Έναντι λοιπόν αυτής της καταστάσεως, ο Απόστολος Παύλος γράφει εις τον Τιμόθεον, δια να τον καταστήσει ενήμερον και έτοιμον να προσέχει τόσο τον εαυτό του να μην πέσει, αλλά και το ποίμνιο που του ενεπιστεύθη ο Κύριος, να το επιμεληθεί και να το στηρίξει και να το προσέξει. Γι'αυτό γράφει: «Σύ δέ παρηκολούθηκάς μου…» κ.τ.λ. από τη σημερινή αποστολική περικοπή, «εν αντιθέσει με εκείνα που σου γράφω πιο πάνω», που δεν τα ακούσαμε σήμερα στην αποστολική περικοπή, «Σύ δέ», αυτό το «δέ» το αντιθετικόν, «αυτά μεν για κείνους, συ όμως, ‘’σύ δε’’, μου έχεις παρακολουθήσει τον τρόπο μου, την ζωή μου, τους διωγμούς μου και μάλιστα τον διωγμόν στα Λύστρα», από τα οποία Λύστρα κατήγετο ο Τιμόθεος, και ήτο αυτόπτης μάρτυς του λιθοβολισμού του Στεφάνου, «και ότι απ΄ όλα αυτά με απήλλαξεν ο Κύριος», αλλά επιπροσθέτει: «Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται(:Και όποιος θέλει πραγματικά να ζήσει την ευσέβεια, θα διωχθεί)· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι(:Αλλά πονηροί άνθρωποι και γόητες- ἐπαοιδοί, ἐπαοιδός, δηλαδή μάγος- αυτοί, λέγει, θα προκόψουν στο χειρότερο. Πλανώντες και πλανώμενοι. Πλανούν και πλανώνται). Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης». «Συ όμως, πρόσεξε, Τιμόθεε. Θα μείνεις σε εκείνα που έμαθες και σε εκείνα που πήρες την πίστωσιν ότι είναι αληθή)».
Και ποιοι θα ασκούσαν, παρακαλώ, τον διωγμό εναντίον των ευσεβών; Διότι ως να του λέγει ο Παύλος του Τιμοθέου: «Εγώ μεν εδιώχθην εις την ζωήν μου». Είναι δε μόλις εις την δύσιν του βίου του. Σας είπα, η τελευταία επιστολή. «Κι εσύ θα διωχθείς». Έμμεσα του το υπενθυμίζει. Και πράγματι ο Τιμόθεος, αγαπητοί μου, μαρτυρικά ετελείωσε την ζωή του εις την Έφεσον. Ποιοι όμως θα ασκούσαν αυτόν τον διωγμόν των ευσεβών; «Πονηροί ἄνθρωποι καὶ γόητες». Δηλαδή κακοί άνθρωποι και άνθρωποι μετερχόμενοι τη μαγεία, με την ενέργειαν του σατανά. Θα έλεγε κανείς: «Υπάρχουν κακοί άνθρωποι εις τον κόσμον αυτόν; Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μετέρχονται τις τέχνες του διαβόλου ή τις κακοτεχνίες, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων; Εις βάρος των ευσεβών ανθρώπων;». Βεβαιότατα, ναι. Δυστυχώς, αγαπητοί μου, ναι! Και ουδέποτε οι άνθρωποι αυτοί θα λείψουν. Και όχι μόνον δεν θα λείψουν, αλλά προϊόντος του χρόνου και φθάνοντας στο τέλος της Ιστορίας, θα πυκνώσουν.
Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να μείνομε, στην αγάπη σας, αγαπητοί μου, να ιδούμε ποιοι είναι αυτοί οι πονηροί άνθρωποι και οι γόητες. «Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Αυτό θα είναι το θέμα μας.
Ποιοι είναι αυτοί οι πονηροί άνθρωποι; Είναι αυτοί που σπρώχνονται από μια μοχθηρή κακότητα να διώκουν ό,τι ανήκει εις τον Θεόν. Θα γράψει ο Απόστολος Παύλος, ήδη είχε γράψει, γιατί οι προς Θεσσαλονικείς επιστολές, μάλιστα η πρώτη είναι και η πρώτη επιστολή του, εδώ γράφει στην δευτέρα του επιστολή, γράφει: «Τὸ λοιπόν, προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων· οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις». «Σας παρακαλώ, αδελφοί, προσευχηθείτε για μας, για να απαλλαγούμε από τους ατόπους και πονηρούς ανθρώπους. Διότι δεν ανήκει σε όλους η πίστις».
Ποιοι είναι αυτοί οι «ἂτοποι»; Είναι μοναδική περίπτωση που συναντάται στην Αγία Γραφή, δεν ξέρω σε άλλα φιλολογικά κείμενα, που το «ἂτοπος» δεν αναφέρεται σε πράγματα αλλά σε πρόσωπα. Γιατί λέμε: «Αυτό είναι άτοπο πράγμα». Άτοπο. Δηλαδή δεν είναι σε τόπο. Δεν είναι θεμελιωμένο. Είναι ξεκάρφωτο. Είναι μετέωρον. Εδώ αναφέρεται σε ανθρώπους· αυτό το «ἂτοποι». Δηλαδή είναι οι απρεπείς, είναι οι άδικοι, είναι κυριολεκτικά οι παράλογοι. Αυτός που είναι έξω χώρου και χρόνου, θα λέγαμε. Ο παράλογος άνθρωπος. Όχι ότι είναι για τα σίδερα. Όχι ότι είναι για τρελοκομείο. Αλλά γιατί θέλει να σκέπτεται έτσι. Δεν έπαθε τίποτε το μυαλό. Αλλά έχει πάθει διαστροφή ηθική. Όχι οργανική. Αλλά ηθική διαστροφή. Και ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι οι άτοποι και οι πονηροί; «Οἱ ἀντιλέγοντες τῷ κηρύγματι» λέγει ο Χρυσόστομος. Εκείνοι οι οποίοι διαρκώς θέλουν να αντιλέγουν εις τον λόγον του Θεού. Και φαίνεται ότι τέτοιοι ήσαν γνωστοί εις τους Θεσσαλονικείς, για να τους τα γράφει αυτά ο Απόστολος Παύλος. Ο Λουκάς στις Πράξεις μάς σημειώνει τούτο. Ότι όταν έφθασε ο Παύλος και ο Σίλας εις την Θεσσαλονίκην προερχόμενοι από τους Φιλίππους, πέρασαν την Αμφίπολιν και ήρθαν εις την Θεσσαλονίκην, εκεί άρχισαν να κηρύσσουν, οι Ιουδαίοι ζήλεψαν όταν είδαν τους Έλληνας να πιστεύουν, έστριψαν πραγματικά, ήταν κάτι φοβερό, και ακούστε τι σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις στο 17ο κεφάλαιο: «Προσλαβόμενοι οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν». «Πήγαν και βρήκαν», λέει, «αγοραίους ανθρώπους». «Ἀγοραῖοι» είναι οι … «ἀγοραῖοι», ε; Οι αγοραίοι άνθρωποι… Εκείνοι που δεν έχουν όχι απλώς μόρφωσιν γραμματική, εκείνοι οι οποίοι έχουν έναν τρόπο, ένα χαρακτήρα χυδαίον. Αυτούς, λέει, βρήκαν. Τους αποκαλεί «ἀγοραίους καί πονηρούς». Και τους είπαν να οχλοποιήσουν και να θορυβούν την πόλιν. Να μαζέψουν κόσμο, να αρχίσουν να φωνάζουν εις βάρος του Παύλου και του Σίλα. Αυτοί είναι οι πονηροί άνθρωποι.
Τους είχε λοιπόν υπόψιν ο Παύλος, τους είχαν όμως υπόψιν και οι Θεσσαλονικείς. Γι'αυτό ακριβώς φυγαδεύεται ο Παύλος από την Θεσσαλονίκην και πήγε εις την Βέροιαν, για να πει ότι εκεί οι άνθρωποι ήσαν ευγενέστεροι εκείνου του φοβερού όχλου των πονηρών, των πονηρευομένων ανθρώπων εις την Θεσσαλονίκην. Και κάτι ανάλογο συνέβη εις τον Παύλον όταν ήταν και εις την Έφεσον. Αυτή τη φορά κάποιος ειδωλολάτρης, Δημήτριος, αργυροκόπος, το λέει η λέξη, αργυροκόπος, έκανε νομίσματα ή έκανε μικρά ομοιώματα του ναού της Αρτέμιδος, αργυρά ή από άλλο μέταλλο, κυρίως αργυρά, τα οποία πουλούσε εις τους προσκυνητάς που ήρχοντο εις την Έφεσον. Και είχε πολλή δουλειά. Είχε μια βιοτεχνία, θα λέγαμε. Όταν είδε τον Παύλο να κηρύσσει ότι τα είδωλα δεν είναι τίποτε, ξεσήκωσε την πόλιν εις υπερθετικόν βαθμόν. Διαβάστε, παρακαλώ, εκεί εις το 19ον κεφάλαιον να δείτε τι έκανε αυτός ο άνθρωπος και σε τι δύσκολη θέση βρέθηκε ο Απόστολος Παύλος.
Έτσι λοιπόν ο Απόστολος Παύλος θα σημειώσει και την αιτίαν γιατί υπάρχουν αυτοί οι πονηροί άνθρωποι. Τι λέγει; Ότι: «Οὐ γάρ πάντων ἡ πίστις». Διότι δεν είναι για όλους η πίστις. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι αυτοί, ένεκα της κακής των προαιρέσεως, δεν θέλουν να δεχθούν την πίστιν και μεταβάλλονται σε πονηρούς και κακούς και σε ατόπους ανθρώπους. Έτσι γίνονται, αγαπητοί μου, οι άνθρωποι αυτοί οι άτοποι και οι πονηροί, με πολλήν ευκολίαν, όργανα του διαβόλου. Γίνονται, όπως λέγει ο Κύριος, «υἱοί τοῦ πονηροῦ». Είναι πονηροί αυτοί γιατί ο πάτρωνάς τους ο διάβολος είναι πονηρός. Δεν λέμε εξάλλου: «καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ»; Πονηρός λοιπόν είναι ο διάβολος, πονηροί και τα όργανά του. Έτσι, ακόμη αποκαλούνται από τον Κύριον και «ζιζάνια» οι άνθρωποι αυτοί. Πίσω λοιπόν από τους πονηρούς ανθρώπους κρύπτεται και ενεργεί εκ του ασφαλούς ο διάβολος.
Στην εποχή μας, αγαπητοί μου, υπάρχουν πονηροί άνθρωποι και στρέφονται κατά της πίστεώς μας. Προσέξτε. Είναι πολλοί. Είναι ένα φαινόμενο ίσως περισσότερο τονισμένο από κάθε άλλη εποχή. Και οι άνθρωποι αυτοί οι πονηροί, στρέφονται εναντίον της πίστεως και είναι οργανωμένοι. Στην παλιά εποχή δεν ήσαν οργανωμένοι. Μπορούσε η οργάνωσις να γίνει πρόχειρα επί τόπου. Τώρα, οι πονηροί κατά της Εκκλησίας άνθρωποι είναι οργανωμένοι και αν θέλετε, σε μία παγκοσμία κλίμακα. Και χρησιμοποιούν μεθόδους εναντίον των πιστών, κατ’ επιστήμην.
Ακόμη, υπό το σχήμα κοινωνικών συστημάτων, δρουν ανενόχλητοι κατά της Εκκλησίας και των πιστών. Τώρα αν, ένδον του κάστρου, του φρουρίου, των τειχών, δηλαδή πιστοί ή κληρικοί, σε όποιο βαθμό, μπορούν να συμμαχούν με τους απέξω, αυτό είναι άλλη παράγραφος και δυστυχώς συμβαίνει κι αυτό… Χρησιμοποιούν οι πονηροί άνθρωποι κατά της Εκκλησίας την προπαγάνδα. Προπαγάνδα δεν είναι ελληνική λέξις, όπως ξέρετε, αλλά συνηθίστηκε και λέγεται πια στη γλώσσα μας, θα πει διάδοσις. Propagate είναι ιταλική λέξις, αλλά αγγλικά σας το είπα, θα πει διαδίδω. Είναι η διάδοσις. Είναι εκείνο που κάνουν για να πετύχουν κάτι με σύστημα και με υπομονή. Και αυτή ακριβώς η προπαγάνδα έρχεται να καλύψει όλα τα Μέσα Ενημερώσεως. Και το χειρότερο, να εισβάλει μέσα στην οικογένεια, μέσα στην παιδεία και μέσα εις την πολιτεία. Είναι διώκται της Εκκλησίας, του Χριστού, κρυφοί και φανεροί. Στον αιώνα μας έχουν πιάσει όλα τα πόστα της κοινωνικής ζωής. Όλα τα πόστα. Και δρουν και ενεργούν με φανατισμό και με μανία. Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε εκείνο που λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του, ότι είναι δηλαδή αυτό γραμμένο το φαινόμενον: «Οὐαὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν (:Αλίμονο στη γη και τη θάλασσα), ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει». Είναι στο 12ο κεφάλαιο, στον 12ο στίχο. Δηλαδή «Αλίμονο πια στη Γη και την θάλασσα, δηλαδή στην Υφήλιο, γιατί κατέβηκε ο διάβολος· ασχολείται επίμονα με τους ανθρώπους. Και έχει μεγάλο θυμό. Γιατί βλέπει ότι λίγος καιρός τού μένει». Τελειώνει δηλαδή η Ιστορία. Θα μπορούσαμε να πούμε, αγαπητοί μου, ότι το φαινόμενον αυτό της οργανωμένης μανίας, δεν είναι παρά ο μέγας θυμός του διαβόλου. Αβίαστο είναι. Ερμηνευτικά αβίαστο. Το καταλαβαίνετε. Και μπορεί να θεωρηθεί όταν λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι λίγος καιρός του μένει, ως ένα φαινόμενον εσχατολογικόν. Τα εσχατολογικά φαινόμενα δεν είναι επτά, όπως λέγουν μερικοί. Είναι πάμπολλα! Είναι πάμπολλα, είναι πάμπολλα. Αρκεί να ψάξει κανείς στην Γραφή και θα βρει πάρα πολλά. Να λοιπόν ένα εσχατολογικόν στοιχείον, σημείον.
Ακόμα, οι πονηροί άνθρωποι ενεργούν με την κακότητά τους και διαμέσου της αιρέσεως. Τι λέμε; Πασίγνωστο. Λέμε ότι ο Χιλιασμός δεν είναι παρά ο Σιωνισμός ο οποίος δρα μέσα στους λαούς δια της θρησκείας και δια της αιρέσεως ακριβέστερα και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επικράτησις του Σιωνισμού, μάλιστα από τα κατώτερα στρώματα. Τι είναι ο Μασονισμός; Θρησκεία είναι. Ειδωλολατρική. Τι είναι; Κι αυτό, του Σιωνισμού κατασκεύασμα είναι. Εδώ και δυόμισι αιώνες η ιστορία του είναι στη μορφή που έχομε σήμερα, με σκοπό να… - επιτρέψατέ μου την λέξη- να γραπώσει τα ανώτερα στρώματα, τους μορφωμένους, τους έχοντας τον πλούτον ή τα αξιώματα. Έτσι βλέπομε ότι η αίρεσις είναι ένα σημαντικό όπλο του σατανά. Και παν ό,τι στρέφεται κατά του Χριστού, εξ ορισμού είναι αντίχριστον. Αφού στέκεται κατά του Χριστού, εξ ορισμού λοιπόν είναι αντίχριστον. Και ο έσχατος Αντίχριστος, ως πρόσωπον πια τι θα κάνει; Τι άλλο παρά θα ενεργήσει κατά του Χριστού και θα εξαπολύσει εκείνον τον φοβερόν διωγμόν κατά των Χριστιανών. Και αυτό είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή και μάλιστα εις το βιβλίον του Δανιήλ. Ο απόστολος Παύλος γράφει ότι «ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ» οι άνθρωποι αυτοί. «Ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι περί τήν πίστιν». Πώς τους αποκαλεί; Κατεφθαρμένους εις τον νουν. Χαλασμένους. Κατεφθαρμένος, όχι απλώς εφθαρμένος αλλά κατεφθαρμένος, σημαίνει ο χαλασμένος. Είναι χαλασμένοι άνθρωποι αυτοί. Δεν έχουν ελπίδα να αλλάξουν. Γι'αυτό λέγει: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν, παραιτοῦ, εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπτεν» (εκ του ἐκ-στρέφω). Δηλαδή εδώ βλέπει κανένας ότι οι άνθρωποι αυτοί πράγματι είναι κατεφθαρμένοι. Είναι σε μία εκστροφή, σε ένα εκτροχίασμα. Δεν έχουν ποτέ μα ποτέ την ελπίδα να σωθούν, να καταλάβουν την αλήθειαν. Είτε λοιπόν πούμε κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν, είτε πούμε ότι «ἐξέστραπτε», να πάρω την λέξη, την φράση, όπως είναι στη σύνταξή του «ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος» δηλαδή ο αιρετικός, έχει εκ-στραφεί, είναι το ίδιο πράγμα. Ο Κύριος το βεβαιώνει και λέγει: «Ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά». Είναι πονηρός. Πονηρή παρακαταθήκη, πονηρή αποθήκη, πονηρός νους, πονηρή καρδιά. Όλα είναι πονηρά. Τα μάτια του γυαλίζουν πονηρά, η γλώσσα του είναι πονηρή, κάθε του ενέργεια είναι πονηρή. Από πού τα αντλεί; Από τον πονηρόν εαυτόν του.
Ακόμη χειρότεροι είναι, αγαπητοί μου, οι μετερχόμενοι τις κακοτεχνίες, την μαγεία, που λέει: «γόητες». Γοητεύω, γητεύω, γητειά, γόης, γόητες, είναι οι μάγοι. Κατά μεταφορά σήμερα λέμε, κάποιος που είναι πολύ ωραίος ή είναι θαυμάσιος, ξέρω ‘γω, «γοητεύει» λέει αυτός, δηλαδή μαγεύει. Δηλαδή επιβάλλεται.
Αυτοί οι άνθρωποι, τη αιτήσει άλλων ανθρώπων, ομοίως πονηρών, έρχονται να δημιουργήσουν τις φοβερές αυτές κακοτεχνίες. «Πάει», λέγει, «στα μάγια». Κι όχι να χαλάσει, αλλά και να φτιάξει μάγια, εναντίον τρίτου. Τι να σας πω πάνω σ΄αυτό; Το θέμα μου δεν είναι… -η ώρα περνά. Είναι οι ασκούντες την μαγεία σε όλο της το φάσμα. Από την Αστρολογία, την Αριθμοσοφία, τις ποικίλες μορφές της μαντείας, καφεμαντεία, χειρομαντεία, χαρτομαντεία κ.λπ. τη μαγεία έως τον Πνευματισμό. Όλο αυτό το φάσμα είναι φάσμα που μετέρχονται οι άνθρωποι αυτοί οι πονηροί. Όλα αυτά τα πονηρά κατασκευάσματα σκοπόν έχουν, αγαπητοί μου, να τρικλοποδίσουν τον πιστόν. Και είναι πολλοί αυτοί, δυστυχώς, που τα δέχονται. Δυστυχώς...
Οι μετερχόμενοι αυτά τα μηνύματα κι αυτές τις κακοτεχνίες, σας είπα είναι άνθρωποι πονηρότατοι, γνήσια παιδιά του διαβόλου. Εκείνον τον Ελύμα τον μάγον, πώς τον είπε ο Απόστολος Παύλος στην Κύπρο; «Υιέ διαβόλου». Έτσι τον απεκάλεσε. «Που αντιστέκεσαι στην αλήθεια». Για να εμποδίσει τον Σέργιον Παύλον, τον διοικητήν της Κύπρου να μην πιστεύσει εις Χριστόν. Ακόμη ο Απόστολος Παύλος αναφέρει δύο μάγους. Το αναφέρει λίγο πιο πάνω από την περικοπή που είπαμε σήμερα την αποστολική. Που αναφέρεται η περίπτωσις στην εναντίωσίν των κατά του Μωυσέως. Όταν ενεμφανίσθη προ του Φαραώ κλπ. κλπ. Διαβάσατέ τα στο βιβλίο της Ἐξόδου: «Ὃν τρόπον δὲ Ἰαννῆς καὶ Ἰαμβρῆς -:Με τον ίδιο τρόπο που ο Ιαννής και ο Ιαμβρής…- Τα ονόματα δεν είναι γραμμένα στην Παλαιά Διαθήκη εκ παραδόσεως τα χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος- ἀντέστησαν Μωΰσεῖ, οὕτω καὶ οὗτοι(:έτσι, κατά τον ίδιον τρόπον) ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ. ἀλλ᾿ οὐ προκόψουσιν ἐπὶ πλεῖον (:Αλλά δεν θα προκόψουν πιο πολύ)· ἡ γὰρ ἄνοια αὐτῶν ἔκδηλος ἔσται πᾶσιν (:η αμυαλοσύνη τους, η αφροσύνη τους, θα γίνει γρήγορα φανερή), ὡς καὶ ἡ ἐκείνων ἐγένετο (:όπως έγινε και σε εκείνους)». «Προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Όπως ακούσαμε σήμερα να λέγει ο Απόστολος.
Πονηροί άνθρωποι είναι, αγαπητοί μου, και όσοι προσπαθούν να διαστρέψουν την αλήθεια δια της τέχνης ή της φιλοσοφίας. Θα το πούμε κι αυτό. Αποπροσανατολίζουν τους πιστούς και τους ρίπτουν στα πηγάδια της αμφιβολίας,της απιστίας, της ανηθικότητος, του υλισμού και της αυτοθεώσεως, που είναι το προπατορικόν αμάρτημα, διαμέσου των μέσων ενημερώσεως, ραδιόφωνο, τηλεόραση, βιβλία κ.ο.κ. Είναι οι σύγχρονοι κουλτουριάρηδες που προβάλλουν με όλον τον οχετόν της καρδιάς των, που εκτοξεύουν προς πάσαν κατεύθυνσιν και ρυπαίνουν τα πάντα και τους πάντας. Προσβάλλουν, εν ονόματι της κουλτούρας, όπως λένε, κάθε όσιο και ιερό που εσεβάσθησαν οι αιώνες. Ούτε ο Ιησούς Χριστός δεν απετέλεσε εξαίρεσιν. Είναι οι προαγωγοί- ξέρετε τι θα πει προαγωγός- της απιστίας, της αθεΐας και της αποστασίας. Όλοι αυτοί πάλι «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Γι'αυτό ακούστε πώς χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους ο Απόστολος Πέτρος. Δεν ερμηνεύω γιατί περνά η ώρα. «Οὗτοί εἰσι πηγαὶ ἄνυδροι, νεφέλαι ὑπὸ λαίλαπος ἐλαυνόμεναι, ὑπέρογκα ματαιότητος φθεγγόμενοι, δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις τοὺς ὄντως ἀποφυγόντας(:εκείνοι που είναι αγνοί άνθρωποι, τους παρασύρουν στην αμαρτία) τοὺς ἐν πλάνῃ ἀναστρεφομένους, ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι(:τους υπόσχονται ελευθερία), αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς». Και πράγματι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι αυτοί αλληλοϋποστηρίζονται μεταξύ των. Θα το έχετε αντιληφθεί πολύ καλά πόσο αλληλοϋποστηρίζονται. Κι αν κάποιος απ’ αυτούς πεθάνει, πώς τον προβάλλουν... Ο νοών νοείτω. Αποτελούν, κατά το Ψαλτήρι, «συναγωγή πονηρευομένων».
Αλλά και οι πιστοί καθημερινά αντιμετωπίζουν, αγαπητοί μου, τους πονηρούς ανθρώπους· που με κάθε τρόπο επιθυμούν να τους βλάψουν. Κάποια φορά όμως μπορεί να ζηλέψει ο πιστός τη ζωή του πονηρού ανθρώπου, επειδή οι πονηροί γίνηκαν πάρα πολλοί σήμερα, υπερτερούν και δίδουν μία ψευδή εικόνα ευτυχούντων ανθρώπων, ελευθερωμένων και χειραφετημένων ανθρώπων, αλλά και των…εξηρτημένων στο κατάντημά τους. Ξεκινάς, αδελφέ μου, να είσαι χειραφετημένος; Θα γίνεις εξηρτημένος. Και ξέρετε ποιοι λέγονται «εξηρτημένα πρόσωπα». Οι ναρκομανείς… Αυτοί έτσι ξεκίνησαν, με ελευθερία. Και είναι εξηρτημένα πρόσωπα. Εξαρτώνται από άλλους. Εξαρτώνται πρώτα πρώτα από τα ναρκωτικά και μετά από άλλους ανθρώπους. Εντούτοις, οι άνθρωποι αυτοί, οι εξηρτημένοι, γίνονται ινδάλματα δυστυχώς της νεολαίας μας. Γι'αυτό παραγγέλλει το Πνεύμα το Άγιον: «Μή παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν· ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται». «Πρόσεξε», λέει, «μην τους ζηλέψεις». Γι΄αυτό συνεχίζει να λέγει το Πνεύμα το Άγιον και να παραγγέλλει: «Οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος (:Μη μείνει κανείς κοντά σου πονηρός άνθρωπος)». Ο πιστός πρέπει να λέγει αυτό που λέγει ο Ψαλμωδός: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ, οἱ πονηρευόμενοι». Φύγετε από δω πέρα, από μπροστά μου, σεις που είσαστε πονηροί. Έτσι, αγαπητοί μου, στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ποτέ ο πιστός δεν πρέπει να κάνει κακές συναναστροφές ή πονηρές συναλλαγές και συμφωνίες πάσης φύσεως και πάσης μορφής. Διότι «οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται», όπως λέγει ο 36ος Ψαλμός.
Ακόμη, σε σύναξη πιστών ο πονηρός δεν πρέπει να έχει καμίαν θέσιν. Γι'αυτό η Γραφή παραγγέλλει και δια του Δευτερονομίου και το ανανεώνει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄προς Κορινθίους επιστολή του: «Καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν». «Θα τον βγάλετε τον πονηρόν από ανάμεσά σας. Δεν μπορεί να υπάρχει και να κινείται ο πονηρός ανάμεσά σας». Και τι; Πώς αυτό; Υπενθυμίζει ο Απόστολος τι εννοεί πονηρούς: «Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ -εις Κορινθίους- μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις(:μην έχετε παρέα με πόρνους). Νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν». Ούτε να τρώτε με τέτοιους ανθρώπους. Γιατί; Γιατί είναι πονηροί.
Αγαπητοί μου, έτσι χαρακτηρίζεται το ήθος των πονηρών ανθρώπων. Γι'αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας σημειώνει ότι «καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια».
Αγαπητοί μου, ας προσέξομε. Τι σας είπα; Λέμε στο Πάτερ ἡμῶν: «ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Τελειώνοντας την προσευχή της η Εσθήρ, αγαπητοί μου, παρακαλεί τον Θεόν και λέγει… η Εσθήρ. Να γλυτώσει από εκείνον τον Αμάν τον φοβερόν: «Ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ χειρὸς τῶν πονηρευομένων». Αυτό πρέπει να το λέγει ο κάθε πιστός.
452η ομιλία στην κατηγορία
« Ὁμιλίαι Κυριακῶν ».
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.