†.Ο Κύριος, αγαπητοί μου, βρισκόταν εις την φημισμένην Ιεριχώ, στην πόλη των ρόδων και των φοινίκων. Πλήθος κόσμου έτρεχε στη συνάντησή Του, για να Τον δει. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένας αρχιτελώνης που τον έλεγαν Ζακχαίο. Θα λέγαμε ότι ο Κύριος βρέθηκε στην πόλη αυτή ειδικά για να συναντήσει τον Ζακχαίο. Η πιο κάτω ιστορία μάς το βεβαιώνει αυτό.
Μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι ο Κύριος «εἰσελθὼν εἰς τήν πόλιν διήρχετο τὴν ῾Ιεριχώ». Αφού μπήκε μέσα εις την Ιεριχώ, την «διήρχετο». Δηλαδή από δρόμο σε δρόμο, από δρόμο σε δρόμο. Αυτό θα πει «διήρχετο». Αλλά γιατί «διήρχετο» την πόλιν ο Κύριος; Γιατί ο Κύριος βγήκε εκεί για να σώσει μια ψυχή. Γιατί «ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Και βρήκε την ψυχήν αυτή· που ήταν ο Ζακχαίος. Εάν ο Κύριος επιθυμεί να σώσει μια μόνον ψυχή, όμως και μια ανθρώπινη ψυχή επιθυμεί να γνωρίσει τον Κύριον. Και ο Ματθαίος φλεγόταν από την επιθυμίαν να γνωρίσει τον Ιησούν. Και οι άλλοι μαθηταί το ίδιο.
Εδώ τώρα ο Ζακχαίος είχε ακούσει δια τον Ιησούν. Κι όπως πολλοί έτρεχαν φέροντες τους αρρώστους των, για να τους θεραπεύσει ο Κύριος, έτσι και ο Ζακχαίος ζητά να θεραπεύσει την ψυχή του από την λέπρωση της αμαρτίας και το αβάσταχτο βάρος της. Ήθελε να δει τον Ιησούν ο Ζακχαίος. Αλλά δύο μεγάλα εμπόδια δεν του το επιτρέπουν αυτό. Το ένα, ότι ήταν πολύ κοντός εις το ανάστημα. Και το πλήθος που περιεστοίχιζε τον Ιησούν, στεκόταν εμπόδιο. Το άλλο ήταν η βεβαρυμένη του συνείδηση. Ο Ιησούς ήταν άγιος, αλλά αυτός πολύ αμαρτωλός. Και συνεπώς είχε να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο εμπόδια.
Για να δούμε· το πρώτο εμπόδιο, ότι ήτανε κοντός, «μικρός τῇ ἡλικίᾳ». «Ἡλικία» θα πει ανάστημα. Ήταν πολύ χαμηλός. Γι'αυτό σκέφτηκε, γιατί οπωσδήποτε ήθελε να δει τον Ιησούν, σκέφτηκε να σκαρφαλώσει πάνω σε ένα δέντρο, από εκεί που θα περνούσε ο Ιησούς. Δεν υπολογίζει την κοινωνική του θέση. Μπορεί να ήταν αμαρτωλός, μπορεί να ήταν μισητός εις τον λαόν, πλην όμως είχε διακεκριμένη θέση. Ήταν αρχιτελώνης. Το τι δηλαδή θα πει ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. Ούτε ακόμη αν φορούσε, ασφαλώς φορούσε, τα καλά του ρούχα, που τυχόν θα κινδύνευαν με το να ανέβει επάνω σε ένα δέντρο. Ένα τον ενδιαφέρει τον Ζακχαίο. Να δει τον φημισμένον Ιησούν, τον Διδάσκαλο· που τα πλήθη Τον ακολουθούσαν.
Κι εμείς, βέβαια, θέλομε να γνωρίσομε τον Ιησούν Χριστόν και την διδασκαλία Του, τα μεγάλα γεγονότα, ακόμα, της ζωής Του. Να εμβαθύνομε εις αυτά, να τα βιώσομε. Τι θα πει ότι ο Κύριος μετεμορφώθη; Τι θα πει ότι ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού; Τι θα πει ότι ο Κύριος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν; Θέλομε αυτά όλα τα μεγάλα γεγονότα, τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του Κυρίου να τα ζήσομε, να τα κατανοήσομε, να τα βιώσομε. Και όμως, είμεθα τόσο νάνοι στις σκέψεις και τα αισθήματα… Νάνοι μπροστά, γενικώς, θα έλεγα, στο μυστήριον της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Τι καταλαβαίνομε απ΄ αυτό; Για να μπορέσομε να δούμε και να κατανοήσομε και να βιώσομε, πρέπει να παραδεχθούμε, αγαπητοί μου, ότι όντως είμεθα νάνοι. Σε σκέψεις και βιώματα, επαναλαμβάνω. Να μην υπολογίζομε τον παράγοντα κόσμον. Άμα ο κόσμος σε δει να θέλεις να βαθαίνεις περισσότερο, αμέσως σου κολλάει τη ρετσινιά: «Είσαι φανατικός». Ή την άλλη εκείνη ρετσινιά: «Είσαι θρησκόληπτος». Ε, βέβαια, άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με τον Θεό, άσχετοι –άσχετοι!- πώς μπορούν να δουν τον πνευματικόν άνθρωπο; Θα τον δουν ακριβώς με αυτές τις ρετσινιές. Άκου θρησκόληπτος, εκείνος που θέλει να ανεβεί και να προχωρήσει περισσότερο; Θρησκόληπτος! Δηλαδή δεν ξέρουν ακόμη οι άνθρωποι του κόσμου τούτου, και μορφωμένοι, μη νομίσετε, και την έννοια του θρησκολήπτου. Ενώ θρησκόληπτος τι θα πει; Θα πει «εκείνος ο οποίος είναι προσκολλημένος σε κάποιο γράμμα» και είναι η θρησκοληψία, είναι νοσηρά μορφή της πίστεως. Και όμως δεν διστάζουν να σου πουν: «Είσαι θρησκόληπτος».
Ο Κύριος βλέπομε να λέει στον Ζακχαίο: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». «Ω Ζακχαίε, αφού σπεύσεις -να αναλύσομε την μετοχή για να θυμηθούμε και τις μετοχές- κατέβα από το δέντρο. Δηλαδή σε είδα. Και συ με είδες και Εγώ σε είδα. Κατέβα, λοιπόν, τώρα από το δέντρο. Έλα κοντά μου».
Πρώτιστα βλέπομε ότι ο Κύριος τον καλεί με το όνομά του. Θα ήταν πολύ αστείο να ρωτήσομε από πού θα μπορούσε να ξέρει ο Κύριος το όνομα του Ζακχαίου. Αγαπητοί μου, ο Θεός έχει δώσει ονόματα σε όλα. Και στα αστέρια και εις τα ζώα και εις τα πάντα. Γι'αυτό κάλεσε τον Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον, πριν ακόμη γίνει η Εύα, να ονοματίσει ό,τι έβλεπε γύρω του. Και κυρίως το ζωικό βασίλειο. Να ονοματίσει. Εκείνος που καλεί τον Αδάμ να ονοματίσει τα ζώα, ο Ίδιος δεν έχει ονοματίσει τα πάντα; Μας το λέει η Αγία Γραφή. Ότι και τα αστέρια έχει ονοματίσει· όλα τα αστέρια. Πόσα άραγε είναι τα αστέρια; Δισεκατομμύρια; Τρισεκατομμύρια; Θα σας πω έναν αριθμόν. Βάλτε μια μονάδα και αρχίστε να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα αυτή, όχι μπροστά από την μονάδα, και πάμε στους δεκαδικούς, να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα μηδενικά. Πόσα; Τραβάτε, γράφετε, γράφετε, γράφετε… Τόσα είναι τα αστέρια. Και σε όλα αυτά έχει δώσει ο Θεός ονόματα; Μας το λέγει η Αγία Γραφή, η Παλαιά Διαθήκη. Ότι έδωσε ονόματα, παρακαλώ, σε όλα τα αστέρια! Συνεπώς; Θα ήταν δυνατόν τώρα να αγνοεί τον Ζακχαίον; Που είναι άνθρωπος; Δεν είναι ούτε αστέρι, ούτε ζώο, ούτε φυτό. Κι όμως, εδώ τον καλεί. Το όνομά του το πήρε βέβαια την ογδόη ημέρα της περιτομής του, σαν Εβραίος, σύμφωνα με τον νόμο. Πλην όμως, ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν κανείς καλόπιστα θα ήθελε να δει κάθε βήμα του Ιησού Χριστού, όπως βλέπομε -αφήνω την Παλαιά Διαθήκη αυτήν την στιγμή- στην Καινή Διαθήκη, θα μπορούσε να λέει -χωρίς να πέσει έξω- ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός Λόγος. Είναι Θεός. Ο Ιησούς. Ομοούσιος με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον.
Έτσι, λοιπόν, εδώ τώρα ο Κύριος γνωρίζει και το δικό μας όνομα. Κάθομαι πολλές φορές και σκέπτομαι…: «Αλήθεια, αυτήν την στιγμή με βλέπει ο Κύριος; Ξέρει το όνομά μου; Ξέρει τι κάνω;». Ναι. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι… εάν μεν αγαθά, είναι ωραίο πράγμα. Εάν δε πονηρά, οπωσδήποτε με ενοχλεί. Γιατί δεν θα ήθελα να με ξέρει ο Θεός εάν είμαι πονηρός άνθρωπος. Ούτε θα ήθελα να ξέρει τα πονηρά μου σχέδια.
Και τι του λέγει τώρα εδώ του Ζακχαίου; «Σπεύσας κατάβηθι». «Κάνε γρήγορα. Μην περιμένεις άλλο. Όπως συ ανυπομονούσες, Εγώ, προ καταβολής κόσμου, πριν θεμελιωθεί η Δημιουργία, Εγώ ήθελα να σε συναντήσω. Ναι. Προ καταβολής κόσμου. Γιατί σε ξέρω», όπως λέει σε πολλά σημεία στην Παλαιά Διαθήκη, φερειπείν εις τον προφήτη Ιερεμία: «Σὲ ξέρω ἐκ κοιλίας μητρός σου». «Σε ξέρω».
Και τι σημαίνει «σπεύσας κατάβηθι»; Πρέπει να κατεβούμε κι εμείς από το ύψος, αγαπητοί μου, της υπερηφανείας μας, στη στάθμη της ταπεινοφροσύνης. Ο Ζακχαίος έδειξε ταπεινοφροσύνη. Σας είπα, δεν λογάριασε την γνώμη του κόσμου, τι θα πει. «Εσύ; Που είσαι προύχοντας; Που είσαι σπουδαίος παράγων μέσα εις την πόλη, σαν μικρό παιδί σκαρφάλωσες επάνω σε ένα δέντρο;». Ο Ζακχαίος στην πραγματικότητα τα άφησε στην άκρη αυτά. Και έζησε την ταπεινοφροσύνη. Κι εμείς πρέπει να κατεβούμε από το ύψος του εγωισμού μας. Λέμε πολλές φορές ότι «έχω τη μύτη μου ψηλά. Την μύτη μου ψηλά. Ε, να προσγειωθώ, να κατέβω, να δω την πραγματικότητα». Έτσι, αγαπητοί, ο Κύριος τότε μας θέλει και τότε μας καλεί και τότε μας εκπλήσσει, όταν κατεβούμε σε ένα χαμηλό επίπεδο.
Το δεύτερο εμπόδιο. Αυτό δα στάθηκε κατεξοχήν εσωτερικό. Εξάλλου, ήτανε και κάτι που ο κόσμος μπορούσε να το λέει. Μπορούσε να λέει ο κόσμος: «Είδες;- Στον Ζακχαίο μάλιστα, συγκεκριμένα- Παρὰ ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ (:Σε άνδρα αμαρτωλό) πήγε να μείνει στο σπίτι του, καταλῦσαι (:πήγε να μείνει στο σπίτι του)». Μπα! Και αυτό το περιφρονεί τώρα εδώ ο Ζακχαίος, αγαπητοί μου. Ήταν η αμαρτωλότητά του, κατά κάποιον τρόπον τον εμπόδιζε να προσεγγίσει τον Κύριον που ήταν Άγιος. Είχε συναίσθηση του τι εσήμαινε να είσαι αρχιτελώνης. Εξάλλου οι Εβραίοι είχαν ταυτίσει τον τελώνη, πολλῷ δὲ μᾶλλον τον αρχιτελώνη, τον τελώνη με τον αμαρτωλό άνθρωπο. Γι'αυτό έλεγαν ότι «ο Χριστός πήγαινε στα σπίτια», λέει, «των τελωνών, των πορνών και των αμαρτωλών». Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά ο Ζακχαίος τις αδικίες που είχε κάνει, εις βάρος πάντοτε, βεβαίως, του λαού. Και τώρα στέκεται έτοιμος να αποκαταστήσει πρώτα πρώτα τις αδικίες που έκανε.
Αφού κατέβηκε, ήρθε κοντά εις τον Ιησούν. Ο κόσμος τώρα δεν τον εμποδίζει. Αλλά ο κόσμος τώρα τον πλαισιώνει μαζί με τον Ιησούν. Και τώρα που ήρθε η ώρα της πνευματικής ωριμότητος και της συναισθήσεως, λέγει: «Ἰδού, Κύριε, τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς (:Από τα υπάρχοντά μου, τα μισά τα δίνω εις τους πτωχούς) καὶ εἰ τινος τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:και όποιον τον αδίκησα με κάποια συκοφαντία, τώρα αποκαθιστώ την ζημίαν, δίδοντας εις αυτόν τετραπλή την ζημία που του προκάλεσα)». Αυτό το «τετραπλοῦν», αγαπητοί μου, δεν είναι τυχαίο. Ο νόμος το έλεγε. Λέει: «Όταν θα ήθελες να αποκαταστήσεις μία αδικία σου, θα έπρεπε να την αποκαταστήσεις κατά τετραπλούν τρόπον». Ο νόμος το έλεγε αυτό. Γι'αυτό τώρα ο Ζακχαίος μιλάει όπως μιλάει.
Και το αποτέλεσμα ήταν η θριαμβευτική απάντησις του Κυρίου, παρά το μουρμούρισμα του όχλου: «Σωτήρια τῷ οἴκῳ τούτῳ σήμερον ἐγένετο». «Να», λέει, «σήμερα έγινε σωτηρία εις αυτό το σπίτι, εις αυτό το σπιτικό». Το σπιτικό, δηλαδή, που ήταν του Ζακχαίου. Και είναι απάντησις του Κυρίου, αγαπητοί, από το ίδιο Του το στόμα στον καθένα από μας, όταν μετανοούμε. Ότι μας συγχωρεί. Ότι έγινε, έγινε ανάστασις σ’ αυτό το σπίτι. Έγινε σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι. Και αν είναι άνδρας… -βέβαια, πρώτιστα για τον κάθε άνθρωπο «οἶκος» είναι η ύπαρξή μας. Αλλά αν είναι άνδρας, βεβαίως το σπίτι ανήκει εις τον άνδρα και όταν ο άνδρας γίνει πνευματικός άνθρωπος, τότε συνήθως ακολουθούν η σύζυγος και τα παιδιά. Συνήθως. Γιατί δυστυχώς δεν είναι πάντοτε.
Πρέπει, όμως, ακόμη να συνειδητοποιήσομε ότι είναι αδύνατον να γνωρίσομε τον Χριστόν αν προηγουμένως δεν τακτοποιήσομε τον εσωτερικό μας κόσμον με την μετάνοια. Όπως είπε ο Ζακχαίος: «Να», λέει, «εις τετραπλούν δίδω στους πτωχούς, εκείνα τα οποία έχω. Τα μισά απ’ ό,τι έχω».
Και η ανταπόκρισις του Κυρίου βλέπομε είναι άμεση. Το βλέπει κανείς αυτό από μία ωραία εικόνα που μας δίνει η Αγία Γραφή. Είναι αυτό που ο Κύριος αναφέρει στην επιστολή Του προς τον επίσκοπο της Λαοδικείας. Τι του λέγει; «Ἰδού, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν (: Να, λέγει, έχω σταθεί έξω από την πόρτα σου)· ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου», λέει ο Κύριος - γιατί ταυτοχρόνως κρούει την θύραν, αλλά λέει και Ποιος είναι: «Ἐγὼ εἰμί». Αν κάποια φωνή, από μέσα, ερωτήσει «Ποιος είναι;» - «Ἐγὼ εἰμί, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας»- «ἐὰν» λοιπόν «τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου, καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν» –γιατί το πομολάκι είναι από μέσα. Κάποτε ένας ζωγράφος κάθισε και έφτιαξε αυτήν την σκηνή. Την έχετε δει και την έχω δει κι εγώ πολλές φορές σε μικρές εικόνες. «Α», λέει στον ζωγράφο, «έκανες ένα λάθος. Έβαλες το πόμολο από μέσα». «Όχι», λέει, «δεν έκανα λάθος. Το πόμολο είναι πάντοτε από μέσα». Γιατί δεν θα ανοίξει ο επισκέπτης κρατώντας το πόμολο και να μπει αυθαίρετα μέσα στην ψυχή σου. Αλλά θα ανοίξεις εσύ και θα τον υποδεχθείς. Δεν θα πεις: «Ε, τι γυρεύεις εδώ εσύ;». Αν έμπαινε, υποτίθεται, αυθαιρέτως. Τώρα, όμως, ανοίγεις εσύ το πόμολο. Και λες: «Πέρασε, Κύριε».
Και συνεχίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη να μας λέει αυτά τα λόγια του Χριστού: «… καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτόν (: και θα μπω μέσα στο σπίτι του) καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ (: και θα καθίσουμε στο τραπέζι, θα δειπνήσομε μαζί , Εγώ μαζί του- δεν είναι πλεονασμός, όταν λέει ‘’Εγώ μαζί του και αυτός μαζί μου’’, όχι. Γιατί δείχνει ότι έχει μία αμοιβαία επιθυμία συνδειπνῆσαι, να συνδειπνήσει κανείς με τον Χριστόν και ο Χριστός με εμένα τον άνθρωπο. Μια εικόνα τρυφερότητος, αλλά και συντροφικότητος. Θέλει να κάνει συντροφιά ο Κύριος μαζί μου. Και η γνωριμία με τον Χριστόν είναι προσωπική. Και η συντροφιά του είναι πόθος ψυχής. Αφού και η ψυχή αναζητά τον Κύριον.
Αυτό πολύ ωραία το εκφράζει ένας σύγχρονος ποιητής, μακαρίτης πλέον, που λέγει σε ένα του μακρύ ποίημα: «Συντροφιά με τον Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
ως να φτάσει κι η στερνή
στιγμή να ξεψυχήσω.
Συντροφιά με τον Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω
την αγάπη Του θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω».
Η αναζήτησις, αγαπητοί μου, του Ιησού Χριστού προϋποθέτει πόθον εις την ψυχήν, αλλά και μία καθαρότητα. Ή, την πρόθεση να γίνω καθαρός. Ξέρετε ότι κι ο Ηρώδης, μάς λέει εδώ ο Λουκάς στο 9ο κεφάλαιό του, «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ο Ηρώδης αυτός είναι ο εγγονός εκείνου του Ηρώδου που ήθελε να φονεύσει τον Ιησούν, όταν άκουσε ότι γεννήθηκε από την γενιά του Δαβίδ κ.λπ. κ.λπ. και ότι θα εγείρει δικαιώματα και αξιώσεις. Είναι ο εγγονός. Αλλά και ο εγγονός δεν ήταν καλύτερος -γιατί κι αυτός βασιλεύσε- δεν ήταν καλύτερος, αγαπητοί μου, από τον Ηρώδη τον παππού του. Και «ἐζήτει», ωστόσο, «ἰδεῖν», να δει τον Ιησούν. Και τούτο γιατί είχε ακούσει ότι ο Ιησούς έκανε, λέει, θαύματα. Και αφού ο Ηρώδης ήδη είχε φονεύσει τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, τώρα έρχεται να ιδεί τον Ιησούν. Έλεγε μάλιστα τα εξής: «Μπα! Ξέρω, ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο οποίος κάνει τα θαύματα». Μα, δεν είναι ο Πρόδρομος. Κοιτάξτε, παχυλή αντίληψη, παχυλή άγνοια. «Αυτός», λέει, «αναστήθηκε από τους νεκρούς». Και δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι άλλο είναι ο Πρόδρομος τον οποίον απεκεφάλισε -και βεβαίως δεν ανεστήθη- και άλλος είναι ο Ιησούς που ήδη είναι στη ζωή και κάνει τα θαύματα.
Και η ευκαιρία δόθηκε, αγαπητοί μου, όταν οδήγησαν τον Ιησούν Χριστόν από τον Πιλάτο στον Ηρώδη. Επειδή είπαν «είναι Γαλιλαίος» και ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς στην Γαλιλαία και επειδή ήταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδου, ε, για να είναι τυπικοί, ο Πιλάτος, ο διοικητής των Ιεροσολύμων, για να είναι τυπικός, έστειλε τον Ιησούν να τον δει και να κρίνει και ο Ηρώδης. Ακούστε εδώ τι σημειώνει ο Λουκάς στο 23ο κεφάλαιο: «Ὁ δὲ Ἡρώδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν». Πω, χαρά που έκανε… Αλλά γιατί έκανε χαρά; «Ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζε τί σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον». «Γιατί άκουσε πολλά». Αυτό που σας είπα προηγουμένως. «Και ήλπιζε να δει κάποιο θαύμα μπροστά του». Ξέρετε, εκείνοι που θέλουν να δουν θαύμα, δεν καταλαβαίνουν ότι υποκρύπτεται μία απιστία. Απόδειξις, ο Ηρώδης· που ζητούσε να δει θαύμα. Πίστεψε ο Ηρώδης; Η ιστορία δεν μας καταθέτει ότι ο Ηρώδης, αγαπητοί μου, επίστευσε. Κάθε άλλο. Να το ξέρετε, άμα ακούσουμε κάπου να γίνει ένα θαύμα, να δακρύει κάποια εικόνα, τρέχομε… Όταν ακούσουμε ότι γίνεται κήρυγμα, δεν τρέχομε... Το μεγάλο θαύμα είναι να ακούσεις κήρυγμα και να σου αλλάξει η καρδιά. Να γίνει, όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη, να γίνει από πέτρινη η καρδιά σου, να γίνει «σαρκίνη», μαλακιά, ωραία. Αυτό είναι θαύμα. Ωστόσο: «Ἐπήρωτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς». «Με πολλά λόγια τον ερωτούσε: ‘’Τι τούτο; Τι εκείνο; Πώς αυτό; Πώς εκείνο; Κάνε μου ένα θαύμα να το δω κι εγώ’’». Το αποτέλεσμα: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ». Δεν του έδινε καμία απάντηση. Ακούσατε; Αν θέλετε, θεολογικά, αναλύσατέ την στο μυαλό σας. Γιατί; Διότι ο Ηρώδης δεν είχε καθαρή καρδιά και νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος θαυματοποιός· που μπορούσε να έχει όποιο ήθελε θαύμα, κατά παραγγελία μάλιστα, χωρίς καμία πίστη. Θαύμα κατά παραγγελία...
Ωστόσο, στην ψυχή του Ζακχαίου είχε γίνει μία πραγματική επανάσταση. Ο πόθος να δει τον Ιησούν δεν ήταν ένας πόθος που θα τον γεννούσε η περιέργεια, όπως τον Ηρώδη. Αλλά η ανάγκη της σωτηρίας. Ήταν ο ίδιος πόθος που γεννήθηκε σε δυο άλλους φίλους, που αργότερα έγιναν μαθηταί του Χριστού. Στον Ιωάννη και στον Ανδρέα. Μετά την υπόδειξη του Προδρόμου, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, οι δύο μαθηταί ακολουθούν τον Ιησούν. Κι όταν ο Ιησούς εστράφη, -ήτανε κοντά Του, αλλά από πίσω Του- «Τι θέλετε;», τους ρώτησε. Βρέθηκαν σε αμηχανία. «Κύριε, πού μένεις;». Γιατί αμηχανία; Κάτι άλλο ήθελαν. «Πες μας, Συ που είσαι ο Μεσσίας, πες μας, τι να κάνομε για να σωθούμε;». Και γρήγορα θα γίνουν μαθηταί Του. Το ίδιο συμβαίνει, αγαπητοί μου, και με δυο άλλους φίλους, τον Φίλιππον και τον Ναθαναήλ. Κι αυτοί είχαν λαχτάρα, είχαν πόθο ψυχής. Το ίδιο συμβαίνει τώρα και εις τον Ζακχαίον.
Τι προϋποθέσεις χρειαζόμαστε, λοιπόν, για να βρούμε τον Ιησούν; Να είμεθα εν πορεία στα χνάρια του Ιησού. Ο Ζακχαίος βγήκε στον δρόμο για να συναντήσει τον περιπατούντα μέσα εις την πόλη την δική του. Δεύτερον, να στεκόμαστε ψηλότερα από το πλήθος, τον κόσμο και την νοοτροπία του. Όπως ο Ζακχαίος ανέβηκε επάνω εις την συκομοριά. Και τρίτον, πρέπει να πετύχομε ένα ξεπέρασμα του εαυτού μας. Δεν θα μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Χρειάζεται η εν Χριστώ άσκησις. Εξάλλου, όπως λένε οι Πατέρες: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».
Αγαπητοί, πολλοί ζήτησαν να ιδούν τον Ιησούν. Αλλά τον Λόγον όμως, όπως λέγει ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς, μόνον όσοι επίστευσαν εις Αυτόν, Τον είδαν. Σε πολλούς σήμερα χριστιανούς μας δεν υπάρχουν οι ορθές προϋποθέσεις για να δουν τον Κύριον. Κινούνται ανάμεσα σε σύγχρονα, περίεργα σχήματα και αλλότριες αναζητήσεις, εκτός βέβαια από την γνησία αναζήτηση του Ιησού. Πάντως, η θαυμασία συμπεριφορά του Ζακχαίου στέκεται για μας ένας αληθινός οδοδείκτης. Ας τον μιμηθούμε και δεν θα ζημιώσομε.
†.Καθένας, αγαπητοί μου, που αγαπά και τιμά τον Θεόν, είναι ένας τιμό-θεος. Έτσι, τις δύο αυτές πολύτιμες επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεον, ο κάθε πιστός τις κάνει δικές του. Αισθάνεται ότι προς αυτόν αποτείνονται. Και έτσι είναι. Εξάλλου το Πνεύμα το Άγιον «έγραψε», θα λέγαμε, εντός εισαγωγικών, «έγραψε» τις επιστολές αυτές, για να παραδοθούν στην χρήση της Εκκλησίας. Όποιος, λοιπόν, από τους αγαπητούς ακροατάς μας, είναι τιμό-θεος, τιμά τον Θεό, δηλαδή, ας έλθει να δούμε και να προσέξομε τι μας γράφει το Πνεύμα το Άγιον στη σημερινή αποστολική περικοπή του Παύλου.
Γράφει στον Τιμόθεο: «Ἓως ἔρχομαι, πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει». Δηλαδή «Έως ότου έλθω, να προσέχεις την ανάγνωση των Γραφών». Ο Παύλος, ο διδάσκαλος, γράφει στον μαθητή του, τον Τιμόθεο, να καταγίνεται με την μελέτη της Αγίας Γραφής. Την μελέτη των Γραφών. Έως ότου έλθει. Οπότε, όταν θα είναι παρών ο διδάσκαλος, τότε απλώς θα ακούει την προφορική διδασκαλία ο Τιμόθεος από τον Παύλον. Γι'αυτό λέγει: «ἓως ἔρχομαι». Γιατί ο απόστολος Παύλος συνιστά τη μελέτη, θα λέγαμε, των Γραφών, στον μαθητή του; Για ποιον λόγο; Είναι προφανές, διότι η μελέτη θα είναι εκείνη που θα τον καθοδηγεί στο ποιμαντικό του έργον, ώστε να του γράφει: «Τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου». «Κάνοντας», λέγει, «αυτό, και τον εαυτό σου θα σώσεις, αλλά και εκείνους οι οποίοι σε ακούνε». Δηλαδή όταν μελετάς τον λόγο του Θεού, θα έχεις, θα προσπορίσεις στον εαυτόν σου την σωτηρία, όπως και την σωτηρία των ακροατών σου. Ο λόγος, λοιπόν, είναι για την μελέτη, όπως βλέπομε εδώ, της Αγίας Γραφής.
Έχομε, άραγε, αγαπητοί μου, εκτιμήσει την Αγίαν Γραφήν; Αλήθεια, την έχομε εκτιμήσει; Μελετούμε την Αγίαν Γραφήν; Θα ευχόμουν με την ευκαιρία αυτήν του σημερινού θέματος, να αρχίσομε να εκτιμούμε τα πράγματα και να σημειώνομε προσεγγίσεις στο πολύτιμο, αυτό, βιβλίο του Θεού.
Τι είναι η Αγία Γραφή; Είναι ο λόγος του Θεού. Δεν είναι κατ’ επίνοιαν, κατά επινόηση ανθρώπου, αλλά είναι ο λόγος του Θεού. Είναι δε εξ αποκαλύψεως ο λόγος του Θεού. Μάλιστα η φιλοτιμία του Παύλου τον κάνει να γράφει σε μια του επιστολή δια το θέμα των παρθένων. Λέγει: «Ἐπιταγὴν Κυρίου οὐκ ἔχω· γνώμην δίδωμι». Κοιτάξτε· πόσο ακριβής είναι ο Παύλος! Πόσο έντιμος! «Δεν έχω», λέγει, «καμίαν παραγγελίαν από τον Χριστόν. Αυτό που θα σας πω είναι δικό μου». Είδατε πώς διαχωρίζει το δικό του από τον λόγο του Θεού; Από εκείνο που αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού; Και μάλιστα σημειώνει και λέγει ότι «κι εγώ νομίζω ότι έχω το Πνεύμα του Θεού, που μπορώ να πω μία γνώμη».
Ώστε λοιπόν, διαχωρίζοντας τα πράγματα έτσι, όταν ο Παύλος γράφει και ομιλεί, ομιλεί και γράφει τον λόγο του Θεού. Μάλιστα στην Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, εκεί που αναφέρεται εις το θέμα πως θα ξανάρθει ο Χριστός και πως θα γίνει η ανάστασις των νεκρών, τι λέγει; «Αυτά που θα σας πω είναι ἐν λόγῳ Κυρίου». «Αυτά τα λέγει ο Κύριος».
Ώστε λοιπόν τι είναι η Αγία Γραφή; Ο λόγος του Θεού. Ό,τι λέγει η φράσις. Ο λόγος του Θεού. Και σαν λόγος του Θεού, πρέπει, βεβαίως, να τον προσεγγίζομε. Γράφει στον Τιμόθεο: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Δεν λέγει «κάποιες γραφές». Αλλά «πᾶσα γραφή». Δηλαδή όλη η Γραφή. Τι είναι; Θεόπνευστος. Σπουδαίο! Ωφέλιμος, για να δοθεί για διδασκαλία. Ακόμη: «να ελέγξει», «πρὸς ἔλεγχον· πρὸς ἐπανόρθωσιν· πρός παιδείαν(:πρός παιδαγωγίαν) τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Γράφει στον Τιμόθεο. Η Αγία Γραφή, αγαπητοί μου, είναι θεόπνευστη. Δεν είναι ανθρώπινος λόγος. Είναι θείος λόγος. Και καταλαβαίνετε πόσο κέρδος έχομε, όταν προσεγγίζομε τον λόγο του Θεού, δηλαδή τον θεόπνευστο λόγο του Θεού; Και τούτο σημαίνει ότι μιλάει ο Θεός. Και δεν υπάρχει κανένα λάθος. Ναι, δεν υπάρχει κανένα λάθος. Ό,τι είναι γραμμένο, είναι γραμμένο με ακρίβεια και είναι καθετί πολύ ορθόν.
Λέγει ο απόστολος Πέτρος στη Β΄του επιστολή: «Οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι». «Φερόμενοι από το Πνεύμα του Θεού, ελάλησαν άγιοι άνθρωποι». Θα πείτε… «Μα, άνθρωποι έγραψαν». Ναι. Αλλά πίσω, όμως, από τους συγγραφείς των βιβλίων αυτών, 49 της Παλαιάς, 27 της Καινής, είναι το Πνεύμα το Άγιον. Γι'αυτό ακριβώς και βρίσκομε μίαν καταπληκτικήν συμφωνία. Μας εκπλήσσει. Και να φαντασθείτε ότι το πρώτο βιβλίο γράφτηκε τον 15ον αιώνα προ Χριστού! Και το τελευταίο στο τέλος του 1ου αιώνος μετά Χριστόν! Και σε διαφορετικούς τόπους. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Και ποικίλοι συγγραφείς. Εντούτοις, Ένας είναι ο συγγραφεύς. Το Πνεύμα το Άγιον. Και το Πνεύμα το Άγιον σίγουρα δεν κάνει λάθος.
Με τέτοιες, λοιπόν, προϋποθέσεις θα προσεγγίσομε την Αγία Γραφή. Ο Απόστολος Παύλος εντρυφούσε εις τις Γραφές. Θα μου πείτε: «Ήταν θεόπνευστος». Δεν έχει σημασία. Εντρυφούσε εις τις Γραφές. Πώς μπορούσε να σχολιάζει την Παλαιά Διαθήκη, εάν δεν εντρυφούσε στην Παλαιά Διαθήκη; Μάλιστα εγνώριζε, μετά την κλήση του από τον Χριστόν, να ερμηνεύει πάρα πολύ σωστά την Παλαιά Διαθήκη. Κάτι που δεν το είχε πρώτα, πριν γνωρίσει τον Χριστό. Και παρότι ήτο και αυτός θεόπνευστος και γίνεται όργανο θεοπνεύστων βιβλίων, είναι οι δεκατέσσερις επιστολές του, δεν παραλείπει διαρκώς να μελετά.
Σ΄ αυτό το σημείο γράφει εις τον Τιμόθεον: «Τὸν φαιλόνην, ὃν ἀπέλιπον ἐν Τρῳάδι παρὰ Κάρπῳ- ο «φαιλόνης» ήταν ένα είδος κοντόπαλτο, σαν κοντογούνι, ένα παλτουδάκι ήταν. Και του γράφει λοιπόν:- «Όταν θα έρθεις, ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβάνας». «Πάρ’ τον αυτόν τον φαιλόνην, τον άφησα εις την Τρωάδα, στον Κάρπον -κάποιος Χριστιανός-. Ερχόμενος, λοιπόν, φέρ’ τον μαζί σου, τον φαιλόνην. Και ιδιαιτέρως να μου φέρεις τα βιβλία. Και πιο ιδιαίτατα τις μεμβράνες». Που έγραφαν επάνω σε παπύρους και σε μεμβράνες. Γιατί; Γιατί ο Παύλος διαρκώς μελετούσε. Σαν μελετητής των Γραφών, συνιστά στον Τιμόθεο τώρα με τη σειρά του να προσέχει τις Γραφές.
Αγαπητοί μου, πρέπει συνεχώς να μελετούμε την Αγία Γραφή. Σήμερα δεν έχομε ούτε μεμβράνες, ούτε παπύρους, που την εποχή εκείνη ένα βιβλίο κόστιζε πάρα πολλά χρήματα. Αρκεί να φανταστείτε, η μεμβράνη ξέρετε πώς τύχαινε επεξεργασίας; Ήτανε κατσικίσιο δέρμα, να σας το πω κι αυτό, αλλά έσφαζαν την κατσίκα που εγκυμονούσε, παίρναν τα μικρά κατσικάκια πριν γεννηθούν, παίρναν το δέρμα τους, που ήταν πολύ τρυφερό, το επεξεργάζονταν και έκαναν τα γνωστά φύλλα ενός βιβλίου από περγαμηνή. Ναι. Λέγεται «περγαμηνή», γιατί επενοήθη αυτός ο τρόπος εις την Πέργαμον της Μικράς Ασίας.
Έχομε, λοιπόν, δύο γραφικές ύλες. Τον «πάπυρον» και την «μεμβράνη», την περγαμηνή. Καταλαβαίνετε λοιπόν, για να γίνει ένα ολόκληρο βιβλίο, πόσες κατσίκες έπρεπε να σφαγούν; Γι'αυτό ήταν πανάκριβο την εποχή εκείνη ένα βιβλίο. Και δεν ήταν μόνον η γραφική ύλη. Ήτανε και εκείνος που θα το έγραφε. Με καλλιγραφικά γράμματα, με, με, με…
Ωραιότατα, ο Ιερός Χρυσόστομος στο προοίμιο του υπομνήματός του στο «κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιον μάς λέει τα εξής- σε απόδοση θα σας το πω. «Ότι εμείς έπρεπε να μην έχομε ανάγκη από την βοήθεια των γραμμάτων, αλλά να παρουσιάζομε τόσο καθαρόν βίο, ώστε η χάρη του Αγίου Πνεύματος να παίρνει την θέση βιβλίων στις ψυχές μας. Αφού όμως αποκρούσαμε την χάρη, τουλάχιστον να μελετούμε ό,τι έχει γραφεί. Ο Θεός δεν επικοινωνούσε με τον Νώε, τον Αβραάμ, τον Ιώβ ή τον Μωυσή με γράμματα, δηλαδή με βιβλία. Αλλά μιλούσε ο Ίδιος αυτοπροσώπως. Ακόμη και στους Αποστόλους ο Χριστός, δεν έδωσε τίποτε γραπτό. Τους υπεσχέθη, όμως, ότι θα έστελνε το Πνεύμα Του το Άγιο για να τους διδάξει κάτι καινούριο και να τους υπενθυμίσει ό,τι Εκείνος τους είχε διδάξει. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου, που οι ανθρώπινες καρδιές δεν ήσαν καθαρές, χρειάστηκε πάλι η υπόμνηση με τα γράμματα. Στοχάσου τώρα -συνεχίζει ο Ιερός Χρυσόστομος- τι χάσαμε με το να μην έχομε καθαρή καρδιά. Δεν θα πρέπει τώρα να χρησιμοποιούμε το δεύτερο φάρμακο, που είναι η μελέτη και τα βιβλία; Και πόση θα είναι η κατηγορία μας αν δεν μελετούμε; Ὃπερ -το αρχαίο κείμενο- ἵνα μὴ γένηται –δηλαδή, για να μην έρθει η τιμωρία από τον Θεό- προσέχωμεν- δηλαδή: ας προσέχομε- μετὰ ἀκριβείας τοῖς γεγραμμένοις (:να προσέχομε με ακρίβεια εκείνα τα οποία είναι γραμμένα)». Αυτά λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Εάν, αγαπητοί μου, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κάτω από το μαξιλάρι του την «Ἰλιάδα» και τον ενέπνεε στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του και στις μεθόδους του πολέμου, πόσο περισσότερο εμείς πρέπει να έχομε τον λόγο του Θεού πρόχειρο στα χέρια μας και στα μάτια μας;
Η Αγία Γραφή είναι το λυχνάρι που φωτίζει τον σκοτεινό και κακοτράχαλο δρόμο της ζωής. Τον γεμάτο από παγίδες του πονηρού. Και μας απαλλάσσει από ανθρώπινες ιδέες και κατευθύνσεις στη ζωή. Είχα μία ευλογία εγώ από τον Θεό. Όταν άρχισαν να αναφύονται τα γνωστά εφηβικά προβλήματα, ήμουν 16 ετών. Ήταν Κατοχή. Έκανα μία πολύ απλή σκέψη: Θα πάρω την Αγία Γραφή, θα αρχίσω να διαβάζω, την Καινή Διαθήκη -τότε δεν υπήρχε η Παλαιά Διαθήκη στο σπίτι μας- και κάπου θα βρω την απάντηση. Και τα Αρχαία μου ήταν πανάθλια. Κατοχή και μικρή, όπως σας είπα, τάξη, ήμουν συνεπώς. Αλλά διάβαζα. Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, βρήκα. Έφθασα στην προς Εβραίους επιστολήν, εκεί που λέει ο Απόστολος Παύλος ότι «ἡ κοίτη ἀμίαντος» κ.τ.λ. «πόρνους δὲ καὶ μοιχούς, τίμιος ὁ γάμος καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος, πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός». «Δόξα τῷ Θεῷ», είπα. «Το βρήκα. Το βρήκα!». Η ώρα ήταν 3 το πρωί. Ξημέρωνε. Ξημερωνόμουνα στη μελέτη της Αγίας Γραφής! Ναι. Και είπα: «Όποιος μου πει, ό,τι μου πει, μόνο ο λόγος του Θεού θα είναι ο γνήσιος και ο σωστός». Είχα μία ειλικρινά σοβαρή συζήτηση με έναν συμμαθητή μου. Τι θα έπρεπε να κάνομε. Ήμασταν 16 χρονών. Τι θα έπρεπε να κάνομε; Την απάντηση, όμως, την βρήκα στην Αγία Γραφή. Και η Αγία Γραφή με φύλαξε. Κυριολεκτικά. Και με πληροφόρησε. Βέβαια αργότερα βρήκα και πολλά άλλα χωρία που ήταν σχετικά, μάλιστα, με το γενετήσιο θέμα.
Τι πρέπει να μελετούμε; Ολόκληρη την Αγία Γραφή. Κι άμα λέμε Αγία Γραφή, εννοούμε και την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη. Μερικοί υποτιμούν την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί νομίζουν ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι εκδικητικός, είναι ζηλωτής, είναι τιμωρός. Ενώ στην Καινή Διαθήκη έχομε συμπεριφορά του Θεού… ή άλλη συμπεριφορά του Θεού ή άλλον Θεό! Είδατε πώς πλανάται ο άνθρωπος; Ένας είναι ο Θεός. Και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ο Άγιος Τριαδικός Θεός. Και στην Παλαιά Διαθήκη, αν το θέλετε, κυριότατα ομιλεί ο Θεός Λόγος. Και το βρίσκομε κατατεθειμένο αυτό, πού παρακαλώ; Εις αυτήν την Παλαιά Διαθήκη. Σ’ ένα σωρό σημεία. Στο Σινά Ποιος έδωσε τον Νόμο; Ο Θεός Λόγος. Αυτός που αργότερα Ενηνθρώπησε. Ένας είναι ο Θεός. Και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Στις ημέρες μας, πρέπει να πούμε, και μάλιστα στην Εκπαίδευση, τείνουν να παραμερίσουν την Παλαιά Διαθήκη με το ανόητο σκεπτικόν ότι «δεν μας ενδιαφέρει η ιστορία των Εβραίων». Ακούτε τι λένε; Δεν τους ενδιαφέρει, λένε, η ιστορία των Εβραίων. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η ιστορία των Εβραίων είναι μία ιστορία ενός λαού, τυ-πι-κή. Και όταν λέω τυπική, εννοώ πρότυπος. Βάσει της οποίας ιστορίας κρίνεται και καθοδηγείται κάθε λαός της Γης! Αυτό δεν το καταλαβαίνουν. Κι έτσι την έχουν παραμερίσει κατά κάποιον τρόπο την Παλαιά Διαθήκη και δεν δίνουν σημασία. Και μάλιστα στην Εκπαίδευση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι -και ιεροκήρυκες ακόμη, που σου λέει: «Τι, απ’ την Παλαιά Διαθήκη θα παίρνομε θέματα;». Ξέρετε τι έχει η Παλαιά Διαθήκη; Και τι δεν έχει! Και τι δεν έχει… Αρκεί κανείς να αρχίσει να ανακαλύπτει το τι θησαυρό εγκρύπτει η Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός είναι Ένας. Ξαναλέγω, και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Μηδεὶς χωριζέτω τὴν Παλαιὰν ἀπὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης(: Κανείς -λέει- να μην τα χωρίζει αυτά τα δύο βιβλία). Μηδεὶς λεγέτω ὅτι ἄλλο τὸ Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἄλλο ὦδε. Ἐπεὶ προσκρούει αὐτὸ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ μετὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ τετιμημένον(:Αν κάνεις τον διαχωρισμό, άνθρωπε, προσκρούεις στο Πνεύμα το Άγιον. Γιατί το Πνεύμα το Άγιον εφώτισε να γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη. Όπως και η Καινή Διαθήκη. Προσκρούεις, λοιπόν, εις το Πνεύμα το Άγιον). Εἷς Θεὸς –λέγει ο άγιος Κύριλλος- ὁ Πατήρ, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης δεσπότης. Καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐν Παλαιᾷ προφητευθεὶς καὶ εἰς Καινὴν παραγενόμενος(:ερχόμενος). Καὶ ἕν Πνεῦμᾳ Ἅγιον, διὰ προφητῶν μὲν περὶ τοῦ Χριστοῦ κηρῦξαν, ἐλθόντος δὲ τοῦ Χριστοῦ καταβὰν καὶ ἐπιδεῖξαν Αὐτόν -όπως στην Βάπτιση: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός»-». Τι είναι το Πνεύμα το Άγιον; Ο δάκτυλος του Πατρός.
Πρέπει ακόμη να μελετούμε, αγαπητοί μου, και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Προσέξτε αυτό το σημείο. Ξέρετε γιατί; Διότι τα συγγράμματά των δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Γι' αυτό εκείνοι που απέρριψαν τους Πατέρες, όπως είναι οι Προτεστάνται, πελαγοδρομούν και θα πελαγοδρομούν! Και θα αποδίδουν ερμηνείες όποιες τους κατέβει στο κεφάλι. Οι Πατέρες θεοπνεύστως ερμήνευσαν την Αγίαν Γραφήν. Και έτσι είναι οι Πατέρες απλανείς. Θα μελετώ το πρωτότυπον· την Αγία Γραφή. Και θα χρησιμοποιώ και τους Πατέρες: «Για να δω εδώ, πώς ερμηνεύει ο Ιερός Χρυσόστομος; Ο Μέγας Αθανάσιος; Ο Μέγας Βασίλειος;». Κ.ο.κ. Που είναι τα συγγράμματά τους από ερμηνευτικής πλευράς, ερμηνευτικής πλευράς, θησαυρός. Έτσι που να λέει κανείς, εγώ το έχω πει πάρα πολλές φορές: «Τι μάτια είχαν αυτοί οι Πατέρες; Τι μάτια; Εκείνα τα οποία εγώ δεν βλέπω, εκείνοι τα έβλεπαν. Και ενεβάθυναν». Συνεπώς; «Α», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐστὶν τὸ ποιοῦν ἑτέρους ὀφθαλμούς». «Το Πνεύμα το Άγιον είναι Εκείνο που κάνει τα κάποια ‘’άλλα’’ μάτια». Και επειδή ήταν θεοφόροι οι Πατέρες, γι'αυτό ακριβώς έβλεπαν με τα μάτια του Αγίου Πνεύματος την Αγίαν Γραφήν. Γι’ αυτό θα χρησιμοποιούμε, σας είπα, και τους Πατέρες.
Πώς πρέπει να μελετούμε την Αγία Γραφή; Κάποτε ρώτησε ο διάκονος Φίλιππος τον ευνούχο της Κανδάκης: «Γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;». «Καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;». Για να είναι γόνιμη η μελέτη μας, πρέπει να προηγείται προσευχή φωτισμού. Τα δυσνόητα και η πλάνη, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, είναι πλάι μας. Γι΄αυτό, λοιπόν, πρέπει να προσευχόμεθα και τα δυσνόητα να κατανοούνται αλλά και να μην πέσομε σε πλάνη. Οι Πατέρες λένε: «Ποτέ μη μελετήσεις την Αγία Γραφή χωρίς προσευχή. Ποτέ!». Σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι για να κατέβει ο Θεός στο Σινά, έπρεπε να ανεβεί ο Μωυσής στο Σινά. Ο Θεός κατεβαίνει και ο άνθρωπος, ο Μωυσής ανεβαίνει. Όταν η δική μας φύση ανυψωθεί με την προσευχή, τότε κατέρχεται το Πνεύμα το Άγιον για να μας φωτίσει. Και να μας διδάξει, όπως είπε και ο Κύριος.
Ακόμη εκείνο το «Πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει» σημαίνει την ανάγκη καταβολής πολλής προσοχής. Κάποτε σήκωσε ο καθηγητής μας, Θεός σχωρέσ ‘τον, να πουν τέσσερις-πέντε μαθηταί, Αρχαία. Ανάγνωσις-μετάφρασις. Ένας λοιπόν, μπουρ, μπουρ, μπουρ την μετάφραση. «Στάσου, στάσου, στάσου», του λέει. «Ξέρεις τι διαβάζεις; Τα αρχαία κείμενα τα ελληνικά και η Αγία Γραφή δεν διαβάζονται έτσι». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ τον λόγο του αειμνήστου εκείνου καθηγητού μου.
Ακόμη, η μελέτη θα είναι συστηματική. Θα είναι οργανωμένη. Όχι τυχαία. Με σημειώσεις, υπογραμμίσεις, αναζητήσεις παραλλήλων χωρίων, αγνώστων λέξεων στα λεξικά αλλά και σε άλλα βοηθήματα. «Προσέχομεν» –λέει ο Ιερός Χρυσόστομος- «μετ' ἀκριβείας τοῖς γεγραμμένοις». «Να προσέχομε με ακρίβεια σε αυτά που είναι γραμμένα». Ακόμη, κατά τον αυτόν Πατέρα: «Πολὺς ὁ ἐγκρυπτόμενος πλοῦτος καὶ θησαυρὸς ἐν μιᾷ συλλαβῇ». Μόνο σε μια συλλαβή. Ή ακόμη ο χρόνος που είναι. Μέλλων είναι; Αόριστος είναι; Παρατατικός είναι; Έχει πολλή σημασία. Πάντοτε στη σκέψη μας να υπάρχει ο λόγος του Θεού. Όλη την ημέρα. Ξέρετε τι πρέπει να κάνομε; Να τον μηρυκάζομε. Τα μηρυκαστικά ζώα, κατσίκες, πρόβατα κ.τ.λ. τι κάνουν; Βγάζουν την τροφή από το πρώτο στομάχι, όπως λέμε και αρχίζουν να τελειοποιούν το μάσημα, εκείνο που μάζεψαν ως τροφή και ήταν γρήγορο-γρήγορο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχομε «θεωρία». «Θεωρία», από το «θεωρῶ», το «βλέπω». Και το κέρδος είναι παμμέγιστο. Αυτό σημαίνει ακόμη ότι θεολογώ. «Βλέπω» -εντός εισαγωγικών- και ομιλώ τα μεγαλεία του Θεού. Και τι μεγαλεία έχει ο λόγος του Θεού!
Ακόμα η συζήτηση των όσων διαβάσαμε, ενισχύει και εδραιώνει εκείνα τα οποία διαβάσαμε. Γι'αυτό πρέπει να συζητούμε εκείνα τα οποία μελετούμε. Σε δυσνόητα σημεία να χρησιμοποιούμε την μέθοδο- εγώ την ονόμασα έτσι- της Ιεριχούς. Σιωπηλά, γύρω γύρω, γύρω γύρω, γύρω γύρω η Ιεριχώ και τα τείχη έπεσαν. Θα πολιορκώ μίαν έννοια. Και ξανά! Και αύριο! Και μεθαύριο! Και όταν ανακαλύψω, θα πέσουν τα τείχη, ανακαλύψω την έννοια, τότε, όπως και οι Εβραίοι στον 7ο κύκλο, θα αλαλάξομε. «Το βρήκαμε! Δόξα τῷ Θεῷ!», θα πούμε.
Ακόμη, πρέπει να έχομε πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως. Δεν θα κάνομε τον έξυπνο άμα μελετούμε την Αγία Γραφή. Κατά καιρούς θα επανερχόμεθα στα ίδια και στα ίδια σημεία.
Και τέλος, θα τελειώνομε, αγαπητοί, με μίαν ευχαριστήριον προσευχήν. «Κύριε, Σε ευχαριστώ. Μελέτησα, πήρα, κατάλαβα. Σε ευχαριστώ. Βοήθησε όλα αυτά να γίνουν κτήμα μου». Από ποια ηλικία πρέπει; Από νήπια. Τι λέγει ο Απόστολος στον Τιμόθεο; Τι του γράφει; Ότι «ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας». «Γνωρίζεις», λέει, «τα ιερά γράμματα από βρέφους». «Τὰ δυνάμενά σε σοφῖσαι εἰς σωτηρίαν». Πρέπει να σας πω, τα θηλάζοντα ήταν από 1-3 χρονών. Τα βρέφη ήταν άνω των 3 ετών. Η καλή η μαμά, θα πάρει το παιδάκι- υπάρχει και η Αγία Γραφή εικονογραφημένη, στο τραπέζι- «Έλα εδώ, παιδάκι μου…» Ακούτε; Από 3 χρονών. Και θα δείχνομε τις εικόνες κ.τ.λ., το παιδί να μυηθεί εις τον λόγον του Θεού.
Αγαπητοί μου, τι λέει μετά ο Απόστολος στον Τιμόθεο; «Όταν έτσι μελετάς, πρόσεξε ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν». Για να γίνει η προκοπή σου φανερή. Σε όλους τους τομείς έχει προκοπή ο άνθρωπος, προπαντός στην ερμηνεία του λόγου του Θεού.
†.Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας προβάλλει τη θεραπεία των δέκα λεπρών. Την διήγηση την ακούσατε από το ιερό Ευαγγέλιον. Είναι γεμάτη περιεχομένου, με πολλά διδάγματα και συμπεράσματα. Θα μείνομε ωστόσο σε ένα. Εκείνο που έκανε εντύπωση και εις Αυτόν τον Κύριον. Η αχαριστία των εννέα λεπρών, αλλά και η ευγνωμοσύνη μόνον του ενός λεπρού που εθεραπεύθη και γύρισε να πει το «ευχαριστώ» του εις τον Κύριον. Κι αν πρέπει να δούμε το πράγμα επί τοις εκατό -μας προκαλεί ο αριθμός «δέκα λεπροί»- θα λέγαμε ότι το 90% είναι αχάριστοι οι άνθρωποι μέσα σε μία κοινωνία. Και μόνον το 10% είναι ευγνώμονες. Είναι απογοητευτικό. Και φαίνεται ότι είναι μία πραγματικότητα, την οποία ομολογουμένως ζούμε. Σε κάθε εποχή. Και στην εποχή μας.
Και δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Κύριος εξέφρασε το παράπονό Του, όταν είπε: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». «Μπα, δεν θεραπεύτηκαν οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι;». «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;». «Δεν βρέθηκε κανείς απ’ αυτούς να γυρίσουν και να δοξάσουν και να ευχαριστήσουν τον Θεό; Παρά ήρθε να επιστρέψει και να δοξάσει τον Θεό αυτός ο αλλογενής;». Διότι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Βλέπετε, πολλές φορές η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους. Αλλά η ευτυχία πάλι τους χωρίζει. Αν κάποιος στην Γη αυτή ήπιε όλο το ποτήρι της αχαριστίας, Αυτός είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Και η αχαριστία εκδηλώνεται τόσο στον Θεό, όσο και εις τους συνανθρώπους μας. Ας δούμε λοιπόν το θέμα αυτό της αχαριστίας λίγο πιο κοντά· ώστε πληροφορούμενοι το τι θα πει αχαριστία, να πάψομε να είμεθα, αγαπητοί μου, αχάριστοι και εις τον Θεό και εις τους ανθρώπους.
Και πρώτα να δούμε την αχαριστία προς τον Θεό. Για να το συλλάβομε το θέμα αυτό, δεν έχομε παρά να δούμε τις ευεργεσίες του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλά και την ανθρώπινη ανταπόκριση. Τι μας έδωσε ο Θεός; Πρώτιστα την ύπαρξιν. Αυτήν την στιγμήν δεν θα υπήρχα αν η αγάπη και η ευεργεσία του Θεού δεν με έφερε εις την ύπαρξιν. Είναι το πρώτο, το μέγιστο θέμα, το ότι υπάρχω. Ήλθα στην ύπαρξη. Μια ύπαρξη κατ΄εικόνα δική Του. Κάθομαι και βλέπω πολλές φορές τα ζουζούνια, τις μύγες, τα κουνούπια, όλα εκείνα που εδώ στο βουνό μας έχομε άφθονα από τα έντομα αυτά και λέγω: «Εγώ δεν είμαι ένα από αυτά. Εγώ είμαι κατ’ εικόνα Θεού. Ενώ αυτά υπάρχουν αλλά μετά δεν θα υπάρξουν. Ενώ εγώ υπάρχω. Υπάρχω και θα υπάρχω. Και να επιθυμούσα να επιστρέψω εις το μηδέν, δεν θα μπορούσα αυτό να το πετύχω». Ξέρετε, σχέση με το μηδέν έχει μόνον ο Θεός. Κανένα δημιούργημα, ούτε ο άνθρωπος έχει σχέση με το μηδέν. Και δεν είναι δύσκολο αυτό να το μάθομε. Όταν ξέρομε από την Φυσικήν, αν το θέλετε, ότι δεν μπορούμε να εκμηδενίσουμε τίποτα. Όταν το ζουλάμε κάτι, βγαίνει από την άλλη μεριά· αν ζουλάμε ύλη, βγαίνει από την άλλη μεριά ενέργεια. Αν ζουλάμε την ενέργεια, βγαίνει από την άλλη μεριά ύλη. Δεν μπορούμε να εκμηδενίσομε ούτε…όχι ένα μόριο, ούτε ένα υποστοιχείον του ατόμου. Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε. Πόσο περισσότερο εγώ να λέγω: «Δεν με ενδιαφέρει, δεν θέλω να πάω στην κόλαση, αν υπάρχει κόλαση. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να γίνω μηδέν;». Δεν μπορώ.
Έτσι, λοιπόν, ο Θεός μάς δίνει την ύπαρξη. Και είναι η εικόνα η δική Του. Και με προορισμό την αιωνιότητα. Ακόμα και την θεία μέθεξη και την υιοθεσία. Τον αρχαίο Παράδεισο, ο Θεός τον εφύτευσε για τον άνθρωπο. Μας το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή. Δηλαδή έδειξε μία εξέχουσα και ιδιαιτέρα φροντίδα ο Θεός δια τον Παράδεισον, απ’ ό,τι σε όλα τ’ άλλα σημεία της Γης. Δεν έλειπε από εκεί τίποτε. Από τον αρχαίον Παράδεισον. Παρότι που ήταν εδώ εις την Γην. Ούτε ακόμη και η παρουσία του Θεού. Βλέπομε πως έρχεται ο Θεός να επισκεφθεί τους πρωτοπλάστους. Και αυτό ήταν μία τακτική πράξη εκ μέρους του Θεού. Και όμως οι πρωτόπλαστοι δεν εξετίμησαν την δωρεά αυτή του Θεού. Και ο Θεός παραβλέπει την αχάριστη αυτή στάση του ανθρώπου και του υπόσχεται ότι θα τον σώσει. Αφού προσωρινά έπρεπε να εγκαταλείψει τον Παράδεισον. Και την υπόσχεσή Του ο Θεός την ετήρησε. Ενηνθρώπησε και ήλθε κοντά μας. Μας είπε δια των προφητών Ποιος είναι Αυτός που θα ήρχετο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, Αυτός ο καθαυτό Δημιουργός μας, ο Θεός Λόγος.
Και όμως όταν ήλθε, ενώ προεφώνησαν, προανεφώνησαν οι προφήται εν Πνεύματι Αγίω, όμως όταν ήλθε, ο λαός έστρεψε εις τον Κύριον του Ισραήλ που ενηνθρώπησε, γιατί Αυτός είναι, του έστρεψε τα νώτα. Λέγει ο προφήτης Ησαΐας, εκφράζει το παράπονο του Θεού: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον(:Το βόδι ξέρει τον νοικοκύρη του) καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ(:και το γαϊδουράκι γνωρίζει την φάτνη του κυρίου του)· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν(: αλλά ο Ισραήλ δεν με αναγνώρισε· ο λαός μου. Και δεν συνῆκε, δεν κατενόησε, δεν κατάλαβε)». Να το παράπονο του Θεού. Και τον λαό Του ο Θεός, εν συνεχεία, αφού τον ίδρυσε, διαλέγοντας τον Αβραάμ, τον εξήγαγε από την χώρα της δουλείας, κατά θαυμαστόν τρόπον, από την Αίγυπτο. Και όμως, ο λαός, τα αγαθά της ερήμου δεν τα εξετίμησε. Και εζήτησε να γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Γιατί επεθύμησε -τι φοβερό!- τα σκόρδα και τα κρόμμυα! Τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, λέει, επιθύμησε. Βέβαια δεν υπήρχαν σκόρδα και κρεμμύδια εις την έρημον. Είχαν, όμως, το μάννα, το οποίον κατά την «Σοφία Σολομώντος», το βιβλίον, είχε την γεύση εκείνη, βασικά σαν τηγανίτα με μέλι. Αλλά είχε επιπλέον την γεύση εκείνη, που ο καθένας επιθυμούσε να είχε φάει. Κρέας επιθυμούσες; Όταν έτρωγες το μάννα, είχε την γεύση κρέατος κ.ο.κ. Εντούτοις επεθύμησαν τα σκόρδα και τα κρομμύδια της Αιγύπτου. Δηλαδή να γυρίσουν πίσω εις την γην της αιχμαλωσίας και της δουλείας. Αυτός είναι ο άνθρωπος...
Και για να πει ο Θεός κατοπινά δια του Μωυσέως εις τον λαό Του, που ήταν στην έρημο κι έφαγε και χόρτασε και είναι προ των πυλών της Γης της Επαγγελίας, να πει ο Θεός: «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ – Ιακώβ θα πει: ο λαός του Θεού, ο Ιακώβ, οι απόγονοι του Ιακώβ- (:και έφαγε)καὶ ἐνεπλήσθη(:όχι μονον έφαγε, αλλά και χόρτασε), καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος(:και κλώτσησε ο αγαπημένος. ‘’Ισραήλ’’ θα πει αγαπημένος. Και κλώτσησε, λέγει, ο ηγαπημένος), ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη(: πάχυνε, πλάτυνε, έφαγε, ήπιε, κλώτσησε και εγκατέλειψε τον Θεόν που τον εδημιούργησεν)· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ(: και απεστάτησε από τον Θεόν, τον σωτήρα του)». Αυτά παραπονείται ο Θεός, αγαπητοί μου, δια τον Ισραήλ· ο οποίος έδειξε, πλην ορισμένων προσώπων, θαυμαστών και αγίων, σαν σύνολο έδειξε σε όλο το μέγεθος και την λαμπρότητά του την αχαριστία του.
Και τέλος, Αυτός ο Θεός Λόγος, ο Άγιος του Ισραήλ, όπως σας είπα προηγουμένως, ήλθε ανάμεσά του, ανάμεσα στον λαό Του. Και ο λαός Του δεν τον εδέχθη. Θα μου πείτε: «Τον ανεγνώρισε;». Είχε τους προφήτες. Θα μπορούσε να Τον αναγνωρίσει. Όταν λέγει ότι ο Θεός ότι… λέγει ο Βαρούχ «ότι ανάμεσά μας ήρθε να συναναστραφεί τους ανθρώπους Αυτός που ετάννυσε τον ουρανό και είπε στο φως: ‘’Πήγαινε’’. Και πήγε. Και είπε, ανακαλεί το φως και έρχεται πίσω». Να που ειδοποιείται ο λαός. Εντούτοις, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήρθε στο σπίτι, στο σπίτι τους. Δηλαδή στην πατρίδα τους. Και οι ίδιοι, οι δικοί Του οι άνθρωποι δεν Τον παρέλαβον», λέει στο πρώτο κεφάλαιο ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.
Αλλά και ο λοιπός κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε μέσα στην ιστορική Του διαδρομή. Λέει πάλι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν – δηλαδή ο Θεός Λόγος· εις τον κόσμον ήτο. Πάντοτε. Πριν ενανθρωπήσει-, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο(:και ο κόσμος έγινε από Αυτόν), καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω(:και ο κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε)». Και έφθασε να θυσιαστεί ο Χριστός, ο Άγιος του Ισραήλ. Και ο λαός Του Τον ενέπαιξε. Θα το υπογραμμίσω. Τον ενέπαιξε. Και Τον εμπαίζει δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ο λαός Του αυτός μέχρι σήμερα. Μόνον ο εθνικός κόσμος, δηλαδή ο ειδωλολατρικός, τον εδέχθη, αλλά και πάλι όχι όλοι. Μας συγχωρεί με το αίμα Του. Κι εμείς δεν εξετιμήσαμε την ανεκτίμητη αυτή προσφορά Του. Δηλαδή μέγεθος αχαριστίας...
Μας έδωσε ακόμη έναν θαυμαστόν κόσμον με τόσα φυσικά αγαθά. Μας έδωσε σαν ενδιαίτημα τη Γη. Δεν ξέρομε αν άλλος πλανήτης μέσα στο αχανές σύμπαν μπορεί να είναι κατοικήσιμος ή όχι. Δεν το ξέρομε. Μυστήριον. Ένα ξέρομε. Ή τουλάχιστον οι πλανήται περί τον ήλιον, οι δικοί μας πλανήται δεν είναι κατοικήσιμοι. Το ξέρομε αυτό. Μας έδωσε μία Γη, ενδιαίτημα του ανθρώπου· καταπληκτικός κόσμος η Γη μας. Ο ήλιος και η σελήνη είναι προσφορά δική Του. Τα ωραία της Γης, όλα για μας. Μας έδωσε τις πέντε αισθήσεις και τον νουν, για να απολαμβάνομε και να συνειδητοποιούμε ό,τι μας έδωσε. Και οι άνθρωποι είπαν… είναι στη Σοφία Σολομώντος αυτό που θα σας πω, το λένε και σήμερα στην εποχή μας. Ήδη από τον περασμένο αιώνα το λένε ότι «αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν». «Αὐτοσχεδίως» θα πει «συμπτωματικά». «Συμπτωματικά γεννηθήκαμε…». Εκείνο που λένε οι υλισταί, σας είπα, από τον περασμένο αιώνα, σ’ αυτό το ανακάτωμα της ύλης φθάσαμε να βρεθούμε στην ύπαρξη και δεν ξέρω πώς και γίνεται, πώς και γίνεται –ανόητα πράγματα!- να φθάσομε να έχομε τον άνθρωπο και την πολύ μεγάλη ποικιλία και των φυτών και των ζώων. «Αὐτοσχεδίως, λοιπόν, ἐγεννήθημεν …». «…Καὶ μετὰ τοῦτο(:Και μετά από αυτό) ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες)». «Και μετά από αυτό, είναι σαν να μην υπάρξαμε».
Δεν έλεγε ο Σαρτρ, αυτός ο Γάλλος φιλόσοφος, ο υπαρξιστής, ότι μοιάζομε με έναν πίδακα, με ένα συντριβανάκι σε μία λεκάνη νερού. Πηδάει, ξαναγυρίζει πάλι στη λεκάνη και γίνεται επιφάνεια του νερού. Υπάρχομε και μετά εξαφανιζόμαστε... Και μάλιστα τους πρόλαβε ο λόγος του Θεού μ’ αυτά τα οποία λέγει: «Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως». «Ελάτε λοιπόν, αφού δεν υπάρχει τίποτα παρακάτω, να απολαύσομε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Να φάμε, να πιούμε, να αφροδισιάσομε, να κάνομε χρήση της κτίσεως σαν νέα παιδιά, σαν νέοι άνθρωποι. Με κάθε φροντίδα». «Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ(:Και δεν γνώρισαν οι άνθρωποι τα μυστήρια του Θεού), οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος».
Αγαπητοί, επιπλέον ο Θεός δίδει και τις προσωπικές μας ευεργεσίες. Ας θυμηθούμε την ημέρα που βαπτιστήκαμε. Την ημέρα που γνωρίσαμε τον Θεό. Την ημέραν που επεστράφημεν εις τον Θεόν, ως μετάνοια. Μας γύρισε πίσω από τον δρόμο της απωλείας, στον δρόμο της ζωής. Ατυχήματα, αρρώστιες, οικονομικές δυσπραγίες, τούτα, εκείνα, τόσα και τόσα. Και όμως επιμένομε να μην Του λέμε ένα «ευχαριστώ». Είναι το πιο φτηνό πράγμα να πεις ένα «ευχαριστώ». Αλλά φαίνεται πως είναι και το πιο δύσκολο πράγμα. Έτσι φαίνεται. Τι το καθιστά το «ευχαριστώ» δύσκολο; Ο εγωισμός. «Γιατί να σου πω «ευχαριστώ»; «Γιατί να σου πω ‘’ευχαριστώ’’;». Και ισχυριζόμαστε ότι η ικανότητά μας ή, αν θέλετε, η τύχη πάντοτε μας διασώζει. «Η τύχη», λέει, «με έσωσε». Η τύχη σε έσωσε, αδερφέ; Αλήθεια, καμία αναγνώρισις. Ούτε ένα είπαμε, «ευχαριστώ». Κρίμα! Ούτε ένα «δόξα τῷ Θεῷ». Τίποτα…
Αντίθετα, να φθάνει ο ταλαίπωρος άνθρωπος ή ο ταλαίπωρος και φτωχός Χριστιανός να στρέφεται και εναντίον του Θεού… Φθάνει στην αθεΐα. Φθάνει στη βλασφημία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου –σας το έχω ξαναπεί αυτό, αν το ενθυμείσθε- έναν ασθενή στρατιώτη στο 404 Νοσοκομείο. Στο παρ’ ημίν στρατιωτικό νοσοκομείο. Το παιδί αυτό δεν είχε μιλήσει μέχρι 14 ετών. Τον πήγε λοιπόν η μάνα του στην Τήνο, στην Παναγία, θερμά ευχαριστήθηκε(:προσευχήθηκε) κι έγινε θαύμα. Το παιδί μίλησε. Και τώρα, 20 χρονών στρατιώτης. Βλασφημούσε την Παναγία και τα θεία γενικώς. Ο ίδιος μου είπε την ιστορία. Και μάλιστα μπροστά στους άλλους συναδέλφους του μέσα σε ένα θάλαμο. «Γι'αυτό, παιδάκι μου, σου άνοιξε η Παναγία το στόμα; Για να την βλασφημάς τώρα;». Αυτή είναι η κατάστασις... Ο νέος αυτός, τώρα, άραγε, να έχει μετανοήσει; Ποιος ξέρει; Ο Θεός το ξέρει.
Αλλά ο αγνώμων και αχάριστος απέναντι στον Θεό, τίποτα δεν τον εμποδίζει να είναι αχάριστος και απέναντι στους συνανθρώπους του. Εις εκείνους που τον έχουν ευεργετήσει. Ανάμεσα στα γνωρίσματα των ανθρώπων στα έσχατα, ο Απόστολος Παύλος μάς τονίζει ιδιαιτέρως την αχαριστία. Να πώς το γράφει εις την δευτέραν, προς Τιμόθεον, επιστολή του: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε(:Αυτό να ξέρεις), ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις(:ότι τις έσχατες μέρες της ιστορίας) ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί (:θα σταθούν δύσκολοι καιροί)». Δεν παύω να σας υπενθυμίζω, χωρίς βέβαια να το ξέρομε αυτό, αλλά το διαισθανόμεθα, ότι οι έσχατες ημέρες είναι αυτές που ζούμε. Ναι. Θα είχα και κάποια επιχειρήματα να πω. Αλλά, αγαπητοί μου, ζούμε εις τους εσχάτους καιρούς. Μάλιστα η Εκκλησία, διατηρούσα αυτήν την αίσθηση των εσχάτων, όσοι άγιοι σταθούν, όσοι άγιοι, άγιος Νεκτάριος κ.τ.λ., ξέρετε τι βάζουν μέσα στα τροπάρια αυτά; Ότι φάνηκε, φερειπείν, ο άγιος Νεκτάριος «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς». Είναι μέσα στη συνείδηση της Εκκλησίας ότι περνούμε τους εσχάτους καιρούς. Τους εσχάτους καιρούς όχι ως προς τα γεγονότα ως προς ημάς, αλλά ως προς το τέλος της Ιστορίας. Γιατί τα παλαιά τροπάρια δεν περιέχουν αυτήν την φρασούλα «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς»; Για ποιο λόγο;
«Τοῦτο δὲ γίνωσκε –λέγει ο Απόστολος- ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί. Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι –η πηγή παντός κακού, η φιλαυτία-…, γονεῦσιν ἀπειθεῖς – σε καμία εποχή δεν είδαμε την απείθεια στους γονείς, όσο στην εποχή μας- ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι» κ.λπ. κ.λπ. Είδατε; Αχάριστοι. Ξεχνούμε τους γονείς μας. Και τους κόπους των. Ξεχνούμε και τους κόπους των διδασκάλων μας. Καμία σημασία δεν δίνουμε, όταν τελειώσουμε το σχολειό εις τους παλαιούς μας διδασκάλους και καθηγητάς. Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε ότι το «ζῆν» το χρεωστούσε εις τους γονείς του, αλλά το «εὖ ζῆν» το χρωστούσε εις τον διδάσκαλό του, τον Αριστοτέλη.
Ας θυμηθούμε, ακόμη, ίσως και τον γιατρό που μας εθεράπευσε. Να είμεθα στον κίνδυνο να χάσομε την ζωή μας, κι εκείνος να έβαλε όλα του τα δυνατά να μας θεραπεύσει. Εκείνους ακόμη που κατηνάλωσαν την ζωή τους να ανακαλύψουν ένα σωτήριο φάρμακο. Λέμε «πενικιλίνη». Λέμε «ετούτα», «εκείνα…». Θυμόμαστε άραγε εκείνους οι οποίοι δεν βλέπουν τον ήλιο, την ημέρα, γιατί είναι χωμένοι στα εργαστήριά τους μέσα μέρα-νύχτα (Παστέρ επί παραδείγματι κ.λπ. κ.λπ.) για να δώσουν κάτι σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα; Όλους αυτούς δεν τους θυμόμαστε. Γιατί μας διακρίνει η αχαριστία. Οι σκαπανείς του πολιτισμού, μάς είναι άγνωστοι. Οι εθνικοί μας ήρωες, το ίδιο. Οι άγιοι, που στάθηκαν κυματοθραύσται της ειδωλολατρίας, της αιρέσεως και της αθεΐας. Ποιος τους θυμάται; Και η λησμοσύνη είναι μία μορφή αχαριστίας.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Η αχαριστία εσταύρωσε και διαρκώς ανασταυρώνει τον Θεό μας. Η αχαριστία είναι δείγμα κοινωνικής παρακμής. Η αχαριστία είναι το πιο γνήσιο παιδί του εγωισμού, της υπερηφανείας, της αλαζονείας και της φιλαυτίας. Σήμερα ξεχυλίζει η αχαριστία. Κάποιες νησίδες, μόνον, υπάρχουν, ευγνωμοσύνης, από κάποιους μερικούς ευγενείς και ενθέους ανθρώπους. Όπως ο ένας από τους δέκα λεπρούς.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Θα ήταν προτιμότερο κανείς να ήταν και να παρέμενε λεπρός, παρά αχάριστος. Γιατί η αχαριστία είναι η λέπρα της ψυχής· που κάνει τον Θεό να εξανίσταται και τους σωστούς ανθρώπους να ελεεινολογούν την εποχή τους. Αγαπητοί, τέλος, ποτέ αχάριστοι, μα ποτέ αχάριστοι! Είναι κατάρα. Πάντοτε ευγνώμονες και στον Θεό και στους ανθρώπους.
Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στην Α΄ Προς Κορινθίους ἐπιστολή του. Εγώ καί ὁ Ἀπολλώς δουλέψαμε στο χωράφι τοῦ Θεοῦ· σπείραμε, οργώσαμε, καλλιεργήσαμε, ποτίσαμε· ἐκεῖνος ὅμως που θα αυξήσει εἶναι ὁ Θεός· ὁ Θεός εἶναι ὁ αὐξάνων. (Α΄ Κορ. 3, 6.)
Πραγματικά, ἀγαπητοί μου, κάθε ἔργο ἱεραποστολῆς, νά τό ξέρουμε, αν θέλουμε να έχει μια καρποφορία, θα πρέπει νά ὑπάρχει ὁ κόπος ο δικός μας καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ούτε μόνη ἡ εὐλογία του Χριστού, ἐάν δέν κοπιάσουν οἱ ἐργάτες του, οὔτε μόνος ὁ κόπος τῶν ἐργατῶν, ἐάν δέν εὐλογήσει ὁ Χριστός. Γι' αυτό, οἱ ἐπιτυχίες μας στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ἔνας καρπός κόπου ἢ ἐξυπνάδας, αλλά είναι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. (Πρβλ. Ἰωάν. 15, 4-5.)
Καὶ νὰ τώρα ἡ μεγάλη νίκη για τον ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας. Αὐτή ἡ μερίδα τῶν Ἰουδαίων πού πίστεψε καί πού πρῶτα ἦταν ἀντίθετη καί ἔβριζε καί δέν ἀποδεχόταν τήν Ἐκκλησία, τώρα ὄχι ἁπλῶς πιστεύει, αλλά κυριολεκτικῶς ἔρχεται να προσπέσει στα πόδια τοῦ ἐπισκόπου καί νά τόν προσκυνήσει!
Μας κάνει ἐντύπωση αυτό που λέει ὁ Κύριος: «ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι», θά τούς κάνω νά ἔρθουν, «καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου» (Στο σημεῖο αὐτό φαίνεται πώς ή τιμητική προσκύνηση τῶν ἁγίων –ἐπισκόπων, ἱερέων κλπ– ὄχι μόνο επιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται. Περί προσκυνήσεως, βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Αντιχιλιαστικόν Ἐγχειρίδιον, ἐκδ. Ὁ Σταυρός, Ἀθῆναι 1978, σ. 184-197.), μπροστά στα πόδια σου, «καὶ γνώσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε», καί νά γνωρίσουν ὅτι ἐγώ σε αγάπησα, δηλαδή να καταλάβουν ὅτι ὁ Θεός τώρα δέν ἀγαπᾶ τήν Συναγωγή ἀλλά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Συναγωγή ἔμεινε ἔρημη. Τό εἶχε πεῖ ὁ Κύριος· τό εἶχε πεῖ βλέποντας ἀπό τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔκλαψε γι' αυτήν καί εἶπε: «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ... ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου» καί λοιπά· «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. 23, 37-38. Λουκά 13, 34-35. Στην Π.Δ. αὐτός πού εἶχε τὸν ρόλο να συγκεντρώνει τους νεοσσούς, δηλαδή τα τέκνα τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραήλ, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός (Δευτ. 32, 11). Οἱ πτέρυγες του Θεοῦ προστάτευαν τον λαό (Ψαλμ. 16, 8. 90, 4. Ρούθ 2, 12). Αυτός μόνο μπορούσε να τὸν ἐπισυνάξει σε ένα μέρος, μετά από διασπορά (Ψαλμ. 146, 2. Β' Μακ. 2, 7). Ὅμως ὁ Ἰσραήλ ἀγνοοῦσε απαξιωτικά τόν Θεό (Παρ. 1, 24. Δευτ. 32, 15). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἀποκαλύπτει ἐδῶ, στην Κ.Δ., ὅτι αὐτός πού συγκέντρωνε τότε τούς νεοσσούς, τόν Ἰσραήλ, καί προστάτευε τόν λαό με τις φτερούγες του και μπορούσε να τον συγκεντρώσει, ἦταν ὁ ἴδιος πριν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή του. Οἱ Ἰσραηλίτες όμως αρνήθηκαν να μποῦν κάτω ἀπό τίς προστατευτικές του φτερούγες, καί πριν την ἐνανθρώπησή του καί μετά. Δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός, βάσει τῶν ρόλων πού ἔχει καί βάσει τῶν ἐνεργειῶν του, ταυτίζεται με τον Γιαχβέ, τόν Θεό της Π.Δ.! Μάλιστα οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Χριστοῦ στην Κ.Δ., οἱ πιστοί τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας, θα συναχθούν ἀπό τόν Χριστό, διά τῶν ἀγγέλων του, στό τέλος τῆς Ἱστορίας, και θὰ ζοῦν αἰωνίως μέσα στην μακαριότητά του (Ματθ. 24, 46)). Ἔρημος! Αφήνεται ὁ οἶκος σας, το σπίτι σας, ἡ πόλη σας, ἡ πατρίδα σας ἔρημη!
Κάποτε ὁ Θεός εἶχε τήν πρόνοιά του γύρω ἀπό τά σύνορά τους, γύρω από τα τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ... πού τόσο ἐξυμνήθησαν τά τείχη αὐτά στους Ψαλμούς, αλλά και από ολόκληρη τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό γιατί έξυμνήθηκαν... Βέβαια, μοιάζει παράξενο πῶς ἐξυμνοῦνται τά τείχη. Αλλά δέν ἐξυμνοῦνται τὰ τείχη· ἐξυμνεῖται ὁ Θεός, πού προστατεύει την πόλη. (Βλ. Ψαλμ. 50, 20. Η Γραφή ἀγαπᾶ νά χρησιμοποιεῖ ἐκφραση και λογοτεχνικά σχήματα. Ἐδῶ ἔχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, ἕνα ἀπό τά ὑποβλητικότερα σχήματα για επίτευξη ζωηρού και πυκνού λόγου, κατά τό ὁποῖο ένας όρος αντικαθίσταται ἀπό ἕναν ἄλλο, μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεται σε άμεση σχέση. Μας προβάλλει, δηλαδή, ἕναν όρο (τα τείχη) από ἕνα ὀργανικό σύνολο (την θεία προστασία), παρακινώντας τη φαντασία μας να συλλάβει καί τόν ἄλλο όρο, πού ὑποκρύπτεται και αποσιωπάται (τόν Θεό))
Τώρα όμως, «ἰδοὺ ὁ οἶκος ὑμῶν ἀφίεται ἔρημος»! Το καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, με την σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, (Βλ. Ματθ. 27, 51. Μάρκ. 15, 38. Λουκά 23, 45.) καί αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἱερό(Βλ. Ματθ. 21, 12· 23. Μάρκ. 11,15.) θα βεβηλωθεῖ, διότι ἔφυγε ὁ Θεός, ἔφυγε ἡ χάρη του. Αυτό πιά δέν εἶναι παρά ένα κοινό οικοδόμημα· δεν υπάρχει πλέον ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Θρίαμβος! θρίαμβος γιά τόν Χριστό, αλλά και χαρά γιά τόν ἐπίσκοπο της Φιλαδελφείας, που τόσο κοπίασε! Εἶναι ἕνα πολύ σπουδαίο μάθημα αυτό γιά μᾶς, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅσο τραχύ, ὅσο δύσκολο καί ἄν εἶναι, ὅσους πειρασμούς καί ἂν παρεμβάλλει ὁ Διάβολος, πρέπει νὰ ὑπομένουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε σ' αυτό. Ἂν το θέλετε, οἱ καρποί, γρήγορα ἢ ἀργά, θα φανούν. Αν το θέλετε, ἀκόμη, δέν είναι δικό μας θέμα, δική μας δουλειά να θερίσουμε· ή δική μας δουλειά είναι να δουλέψουμε σε οποιονδήποτε τομέα στην σπορά τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ, στην καλλιέργεια καί ἀνάπτυξη τῶν φυτών, στον θερισμό... όπου μᾶς καλέσει ὁ Χριστός. Το θέμα εἶναι ὅτι ὅλη ἡ καρποφορία καί ἡ συναγωγή τοῦ καρποῦ τοῦ χωραφιού στις ἀποθήκες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή η επιστράτευση πολιτῶν γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἔργο καθαρά τοῦ Χριστοῦ. (Πρβλ. Α' Κορ. 3, 49,)
Ὅσοι ἔχουν δουλέψει στο χωράφι τοῦ Θεοῦ μέ όποιονδήποτε τρόπο, είτε εκτάκτως, βοηθώντας κάποιον που συναντοῦν στον δρόμο τῆς ζωῆς τους, είτε προγραμματισμένα, κάνοντας ένα κατηχητικό σχολείο, ἔναν κύκλο συμμελέτης Αγίας Γραφῆς, ένα κήρυγμα ή οτιδήποτε άλλο, μπορεῖ νά ἔχουν δοκιμάσει –κι ἀσφαλῶς θά ἔχουν δοκιμάσει– αὐτά τά συναισθήματα τῆς χαρᾶς. Κάποτε δοκιμάζουν και συναισθήματα απογοητεύσεως· κάποτε καί μιᾶς βαθειᾶς ἀπογοητεύσεως! ἀλλά, παρά ταῦτα, μιᾶς βαθειάς χαράς... μιᾶς χαρᾶς πού πολλές φορές είναι πίσω από την απογοήτευση, ὅταν αὐτοί κάνουν σωστά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί ξέρουν ότι ὁ Θεός τούς ἐπιστρατεύει να είναι συνεργάτες του. Εἶναι πολύ σπουδαίο αυτό.
Αὐτή ἡ χαρά ἀπό τόν κόπο τῆς ἱεραποστολῆς, για τόν ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας, αλλά και για κάθε ἕναν πού κοπιάζει στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς, εἶναι ἡ πρώτη αμοιβή. (Βλ. Ιωάν. 4, 36: «Καὶ ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει ..., ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων».) Θα ακολουθήσουν άλλες δύο αμοιβές· να η δεύτερη –προσέξτε:
«ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.» (Αποκ. 3, 10.) Επειδή φύλαξες μέ τὴν ὑπομονή τον λόγο τῆς ἐντολῆς μου –που είναι η ιεραποστολή– και εγώ θα σε φυλάξω τώρα από την ώρα ἐκείνη τή φοβερή, πού θά ἔρθει σε όλους τους ανθρώπους τῆς γῆς, τήν ὥρα τοῦ φοβερού πειρασμού, που θα δοκιμάσει και θα πειράξει όλους τους ανθρώπους.
Ποιά είναι αυτή η ώρα του πειρασμού;
Κάποτε μᾶς ἐξαγγέλλεται ένα μελλοντικό κακό, το οποίο βεβαίως πρέπει να περιμένουμε. Ο σκοπός που ἐξαγγέλλεται το κακό δεν είναι παρά η προετοιμασία μας, κατά το «ήτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμ. 118, 60.), που λέει ὁ 118ος Ψαλμός. Να το ξέρετε αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Ἕνα όπλο τοῦ Διαβόλου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός· νά μᾶς αιφνιδιάζει. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει να είμαστε ἑτοιμασμένοι για κάθε πειρασμό, οποιονδήποτε πειρασμό· καί ὅταν ἔλθει, να πούμε: Τον περιμέναμε... τον ξέραμε. (Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται Χριστιανός, μπαίνει σε έναν διαρκή πόλεμο, και πρέπει να είναι ετοιμοπόλεμος. Αυτό λέει καὶ ὁ μέγας Αθανάσιος: «Τέκνον, εἰ προσέρχη δουλεύειν τω Κυρίω, ετοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν· καὶ τοῦτο μελετῶν διαπαντὸς ἐν ταῖς ἐφόδοις οὐκ ἐταραττόμην, άτε μεμελετηκώς αὐτὰς φέρειν γενναίως.» (PG 27, 489D). Βλ. Σοφ. Σολ. Σ. 1.)
Αν θέλετε, γιά νά τό μεταφέρω σε μια πολεμική περίπτωση, ἕνα όπλο τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός. Γι' αὐτό, τί πρέπει να υπάρχει; Να υπάρχει προετοιμασία καί ἀναμονή ἐπιθέσεως. Ὅταν υπάρχει αὐτό, ὅταν θα λέγαμε εἴμαστε με το όπλο στα χέρια και το δάκτυλο στη σκανδάλη, τότε έχουμε μεγάλη πιθανότητα να νικήσουμε. Γιατί; Διότι θά εἴμαστε ἔτοιμοι, θά ἀναμένουμε ἀπό στιγμή σε στιγμή τήν ἐπίθεση. Ὅταν ὅμως κοιμόμαστε στο αντίσκηνό μας, καί το όπλο μας το βάλαμε ἐκεῖ πλάι, χωρίς καν σφαίρες μέσα, καί ἔρθει και ἐπιπέσει ὁ ἐχθρός ἐπάνω στο αντίσκηνό μας, τότε...; Αὐτό εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός. Μεταφέρτε το στόν πνευματικό τομέα, νά δεῖτε πῶς ἐπιπίπτει ἐπάνω μας ὁ Διά-βολος, ὅταν δὲν ἑτοιμαζόμαστε.
Λοιπόν· ποιά εἶναι αὐτή ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ πού πρόκειται νά ἔρθει σε ολόκληρη τήν οἰκουμένη, καί δέν θά ἀφορᾶ μόνο στούς πιστούς, αλλά θά ἀφορᾶ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους;
Ήδη στὴν ἐποχή μας σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί λένε ἐκεῖνο πού ἤδη εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Ἂν ὑπάρχει ὁ Θεός, δέν βλέπει τα χάλια που υπάρχουν πάνω στή γῆ; Ἐὰν ὁ Χριστός εἶναι Θεός, γιατί δεν βάζει μία τάξη στην Εκκλησία του; γιατί δέν βάζει μία τάξη στον κόσμο; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Αὐτός εἶναι ὁ πειρασμός. Δεν υπάρχει αὐτὸς ὁ πειρασμός; Δεν λέγονται αυτά τα λόγια; Κατά κόρον! λέγονται διαρκώς.
Αγαπητοί μου, καί αὐτήν τη στιγμή μέσα στην Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ υπάρχουν φοβικούς καταστάσεις. Και όταν λέμε Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς εἴμαστε. Προσέξτε: ἐμεῖς εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του Χριστού! Δὲν εἶναι... οἱ ἄλλοι· ἐμεῖς εἴμαστε. Υπάρχουν φοβερό χάος, ἄβυσσος κακοῦ. Αφάνταστα μεγάλο κακό υπάρχει στους Χριστιανούς μας, λαό και κλήρο! Διότι και ο ἱερέας Χριστιανός εἶναι, καί ὁ λαϊκός Χριστιανός εἶναι· γι' αὐτό εἶπα στους Χριστιανούς μας, λαό και κληρο. Ἄβυσσος κακοῦ ὑπάρχει!
Λοιπόν, το ξέρετε ὅτι δίνουμε εἰς ἑαυτούς και άλλήλους τήν εἰκόνα ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός; Και ότι δέν εἶναι Θεός, ἐπειδή απουσιάζει από το προσκήνιο τῆς Ἐκκλησίας του; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Δεν βλέπει τι γίνεται; Δεν βλέπει πείνες, πολέμους, κακά, αδικίες...; Δέν βλέπει; Δεν βλέπει, ακόμη, μές στην Εκκλησία να οργιάζει το κακό, καί νά μή το τιμωρεῖ; Αυτός εἶναι ὁ πρῶτος πειρασμός.
Ὁ Χριστός τό εἶπε ὡς ἑξῆς: «ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». (Ματθ. 24, 12) Ποιῶν «πολλῶν»; Ὄχι τῶν ἐθνικῶν, δηλαδή τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ τῶν Χριστιανών! Θα ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τους. Και τότε θα σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί θά λένε: Αυτός; Δεν βλέπεις τι κάνει αὐτός ὁ ἐγωιστής, ὁ φαταούλας –νὰ τὸ πῶ ἔτι με μία λαϊκή έκφραση–, αὐτὸς ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται, αὐτὸς πού προσπαθεῖ νά πλουτίσει με κάθε τρόπο; Αὐτός δέν ἔχει ἀπάνω του ἴχνος ἀγάπης καί ζεστασιά καρδιᾶς, δέν ἔχει τίποτα... εἶναι στυγνός ἐκμεταλλευτής! Και πηγαίνει καί στήν ἐκκλησία! Δεῖτε τὸν πῶς πηγαίνει!... Ἔτσι θά σκανδαλίζονται οἱ ἄνθρωποι καί θά τά βάζουν μέ τόν Χριστό. Τό ἕνα εἶναι αὐτό. Θά λένε οἱ ἄνθρωποι: Ὁ Χριστός απέτυχε! Τόν ἀποδοκιμάζουμε τόν Χριστό, τόν βάζουμε στήν ἄκρη!
Βλέπετε ὅτι πολλές φορές στήν ἐποχή μας λένε ότι πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσουμε να φτιάξουμε τά πράγματα. Καί ἄν μέν πρέπει νά διορθώσουμε τά κακώς κείμενα μες στην Εκκλησία, είναι αναγκαιότατο, γιά νά μή χάνονται ψυχές· ἄν ὅμως πρέπει νά ἀνορθώσουμε τήν Ἐκκλησία με δεκανίκια, ὅπως εἶναι ἡ πολιτική, ὅπως ὁ πολιτισμός ἢ ἄλλα πράγματα, δηλαδή να τήν ἀνορθώσουμε με πολιτιστικές ἤ πολιτικές εκδηλώσεις, αποτύχαμε οικτρά! λάθος! Ὁ Χριστός είπε τοῦτο: Ὅταν θα ξανάρθω, θά βρῶ τήν πίστη στή γῆ; Ἕνα ἐρώτημα· τό θέτει ερωτηματικά. «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα ευρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκά 18, 8.). δηλαδή θά βρεῖ Χριστιανούς ὄρθιους στην πίστη;
Αγαπητοί μου, πῶς τό αἰσθάνεστε αυτό; Πείτε μου, πῶς τό αἰσθάνεστε; Θα θέλατε να μείνουμε ὄρθιοι στην πίστη; Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὅλοι μας αυτή τη στιγμή –όλοι μας!– θα λέγαμε από την καρδιά μας: Μά καί βέβαια θέλουμε να μείνουμε ὄρθιοι στην πίστη!
Προσέξτε ὅμως. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ποῦμε θέλω να μείνω ὄρθιος στην πίστη· πρέπει να δημιουργήσουμε καί τίς προϋποθέσεις. Πρέπει να βαθύνουμε πολύ στον λόγο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει να αποκτήσουμε πολύ βαθειά γνωριμία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅταν θά ἔρθει ὁ πειρασμός, τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας νά μήν πέσει. Καί ὁ πειρασμός θά ἔρθει σαν δυνατή βροχή πάνω στήν οἰκοδομή, στο σπίτι τῆς πίστεώς μας! θά ἔρθει κι ἀπό τά πλάγια σάν ἄνεμος! θά ἔρθει κι από τα θεμέλια σαν ποτάμια! καί πρέπει τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας νά μήν πέσει! Αυτό θά πεῖ μένω ὄρθιος. Γιά νά μήν πέσει ὅμως, σημαίνει ὅτι εἶναι στηριγμένο ἐπάνω στήν πέτρα που λέγεται Χριστός. (Βλ. Ματθ. 16, 18. Πρβλ. Δαν. 2, 34. Πράξ. 4, 11. Α΄ Κορ. 10, 4. Α΄ Πέτρ. 2, 7.) Αυτό σημαίνει ὅτι ἔχω προσωπική γνωριμία με τον Χριστό! Τον γνωρίζω τόν Χριστό, τόν ζῶ τόν Χριστό, ξέρω ποιός εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι ἁπλῶς μόνο τον βλέπω στην εἰκόνα ἢ ἔχω διαβάσει από μιά φυλλάδα κάτι γιά τόν Χριστό. Ἀλλιῶς, ἀγαπητοί μου, μόλις έρθει ἡ πρώτη βροχούλα –τί ρεύματα καί τί ποτάμια λέμε...– ή πρώτη βροχούλα, η πρώτη πνοή τοῦ ἀνέμου, τότε σαν άχυρο θά μᾶς πάρει καί θά μᾶς σωριάσει καί θά μᾶς τσαλαβουτήσει! (Βλ. Ματθ. 7, 24-27)
Λοιπόν, ὄρθιοι! Αλλά, γιά νά μείνουμε ὄρθιοι, θεμελιωμένοι στην πέτρα, στη γνωριμία μας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ξαναλέω, αὐτή ἡ γνωριμία προϋποθέτει δουλειά! δουλειά! δουλειά! Τό θέμα τῆς πίστεως δέν εἶναι μιά υπόθεση τυχαία· δέν εἶναι μία ὑπόθεση ἀκαδημαϊκή· δέν εἶναι ὅπως πάω στο καφενείο για να περάσω τήν ὥρα μου, κι ἄν δέν πάω ἐκεῖ, θά πάω κάπου ἀλλοῦ. Δέν εἶναι ἔτσι ἡ ἀκρόαση ενός κηρύγματος ἢ ὁ ἐκκλησιασμός, Ε, ᾶς πᾶμε καί ἐκεῖ... ᾶς πᾶμε νά ἀκούσουμε λόγο Θεοῦ. Εἶναι δουλειά!
Στο σχολειό πῶς πάμε; Παίρνουμε τη σάκκα μας, παίρνουμε τα βιβλία μας, τά μολύβια μας, καθόμαστε στο θρανίο, μᾶς παίρνουν απουσίες, μᾶς βάζουν βαθμό, σηκωνόμαστε, ἐξεταζόμαστε, γράφουμε εξετάσεις, καί ἔχουμε τήν προαγωγή ή τήν μή προαγωγή. Ἐκεῖ γιατί κάνουμε ἔτσι; Γιατί εἶναι σοβαρή υπόθεση. Ἐδῶ δέν εἶναι σοβαρή; Δέν εἶναι; Ἔχουμε δουλειά, αγαπητοί μου, , καί νά τό πάρουμε στα σοβαρά!
Μή λέμε ἐκείνη τήν συνηθισμένη κουβέντα πού λένε πολλοί, ἅμα τούς πεῖς ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὅτι θά ἀναστηθοῦν καί οἱ νεκροί καί ὅτι πρέπει να ζήσουμε πνευματική ζωή, και αυτοί σοῦ ἀπαντοῦν: Ε, καλά εἶναι αὐτά ὅλα! Μα δεν σε ρωτήσαμε, αδερφέ μου, να μᾶς πεῖς ἄν εἶναι καλά ή όχι· αλλά αυτά που λες καλά, ξεκίνα τα, θέσε τα σε εφαρμογή, βάλε αρχή. Καί ἡ ἀρχή είναι ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια! Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνουμε, ἄν θέλουμε να μένουμε ὄρθιοι.
Αλλά, ακόμη, ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας θά εἶναι καί ὁ ἀπύθμενα διεφθαρμένος βίος, που ή πρόκλησή του θά εἶναι καταλυτική, όπως συμβαίνει όμοίως καί σήμερα. Εἶναι τό δεύτερο σκέλος τοῦ πειρασμοῦ. Τό πρῶτο εἶναι τό θέμα τῆς πίστεως· τό δεύτερο εἶναι ὁ πειρασμός τοῦ ἠθικοῦ καί πνευματικοῦ βίου.
Ἐπάνω σ' αὐτό, ποιός θα μείνει όρθιος, ὅταν σήμερα υπάρχουν Σειρήνες, παντοῦ Σειρήνες; (Οἱ Σειρήνες, γυναικείες θεότητες, σχετίζονταν μέ τό νερό, τον ἔρωτα καί τόν θάνατο. Ακριβέστερα όμως φέρονται ὡς θαλάσσιοι δαίμονες τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Απεικονίζονταν μέ ἀνθρώπινο γυναικείο κεφάλι καί σῶμα αρπακτικού πουλιού.) Σ' ὅποια γωνιά τοῦ δρόμου κι ἂν στρίψετε, οἱ Σειρήνες καλοῦν στήν ἁμαρτία!
Ανοίξτε, παρακαλώ, τήν Σοφία Σολομῶντος και διαβάστε, καί θά δεῖτε ἐκεῖ πῶς περιγράφει κατά έναν ρεαλιστικότατο τρόπο ο σοφός Σολομών αὐτές τίς Σειρήνες.
Παιδί μου, βλέπεις; υἱέ μου, ἄκουσέ με. Αὐτή τήν γυναίκα, τήν «ὕπανδρο», τήν παντρεμένη γυναίκα, τήν βλέπεις; Περιμένει στην πλατεία ἐσένα. Ὅταν θα σέ δεῖ, θά σοῦ πεῖ –θα κάνω μία προσπάθεια περιγραφῆς· ἀλλά ἐκεῖ εἶναι ὁ ρεαλισμός, στο κείμενο– θὰ σοῦ πεῖ: «Εσένα σε περίμενα, καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου πού σέ εἶδα Ξέρεις, ὁ ἄνδρας μου εἶναι σέ μακρινό ταξίδι. Το σπίτι μου τό ἔχω φτιάξει πολύ ὡραῖο· ἔχει μέσα τάπητες τῆς Ἀνατολῆς καί ἀρώματα. Ἔλα ἀπόψε, ὅλη ἡ βραδιά θά εἶναι δική μας, να μεθύσουμε στίς ἡδονές! Ἔλα!». Υἱέ μου –λέει ὁ σοφός Σολομών– πρόσεξε! τά ταμεῖα αὐτῆς εἶναι ταμεῖα θανάτου! (Παρ. Σολ. 7, 1-27.)
Καί ὅπως γράφει συμβολικά σ' ἕνα ποίημα κάποιος ποιητής σύγχρονος, ἤδη μακαρίτης, Να φύγουμε ἀπό τό παλάτι τῆς Λυμπηλαμαλάχ. (Πρόκειται ἴσως γιά τήν μάγισσα Κίρκη, ἡ ὁποία με μαγικά της ηδύποτα προσπάθησε να ξελογιάσει καί σαγηνεύσει τον Οδυσσέα, κρατώντας τον κοντά της στο παλάτι της.) Η Λυμπηλαμαλάχ –συμβολικό όνομα– είναι αυτή πού ξελογιάζει· εἶναι οἱ ηδονές, οι ποικίλες ηδονές! από το μικρό τό ταβερνάκι μέ τό τσιπουράκι, τίς καφετέριες, τίς ντισκοτέκ καί τά πάρτυς, μέχρι τά χαρτοπαίγνια, τα μεθύσια, τά ναρκωτικά καί τίς ποικίλες ασωτίες! Ὅλα αὐτά σήμερα εἶναι οἱ πολλές καί μεγάλες Σειρήνες.
Κι ἀκοῦτε τούς ἀνθρώπους καί σοῦ λένε: Μά ὅλοι αὐτό κάνουν· ἐγώ θα κάνω κάτι το διαφορετικό;
Ξέρετε ὅτι ὁ Μασονισμός, παρακαλώ, είναι ακριβῶς ἕνας τέτοιος πειρασμός καί ὅτι πάρα πολλοί προσέρχονται σ' αὐτόν γιά νά ἔχουν εὔνοια κοινωνική, να ἔχουν ἐπαγγελματική προβολή και επιτυχία και σκαρφάλωμα; Το γνωρίζετε αυτό; Τί εἶναι λοιπόν ὁ Μασονισμός; Ἕνας πειρασμός συμφέροντος εἶναι. Ὅταν πεῖς ἐκεῖνο τό ὄχι στον Μασονισμό, πού σέ καλεῖ νά καταταγείς στίς τάξεις του, μή σε πειράζει ἂν δὲν ἀνεβεῖς, μή σε πειράζει ἂν σου κάνουν οικονομικό αποκλεισμό και σου δημιουργήσουν προβλήματα· ένα έχει σημασία· νά μήν ταραχθεῖς καί πεῖς: Καί πῶς θά ἀποκτήσω ἀξιώματα; Καί πῶς θά ἀποκτήσω κοινωνικές θέσεις καί σχέσεις και κοσμική προβολή; Αὐτά ὅλα εἶναι σκύβαλα. Σκύβαλα! Αν γνωρίζω πραγματικά τόν Χριστό, θὰ πῶ: Κι ἐσεῖς καί οἱ προτάσεις σας στάχτη να γίνετε, σκύβαλα να γίνετε, γιατί τέτοιοι είστε! Εγώ δὲν ἀρνοῦμαι τόν Κύριό μου· μένω ὄρθιος! Χίλιες φορές να πεθάνω στην ψάθα! (Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸ Άσμα Ασμάτων, PG 81, 109C: «Τούτοις (τοῖς λόγοις) ἔοικε τὸ ὑπὸ τοῦ μακαρίου Παύλου· Ἀλλ᾿ ἅτινά μοι ἣν κέρδη, ταῦτα ἤγημαι διὰ Χριστὸν ζημίαν. Τοιοῦτόν ἔστι καὶ τό· Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκ ἔτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός. Τοιοῦτόν ἐστι τό· Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις; ἢ στενοχωρία; ἢ λιμός; ἢ διωγμός; ἢ γυμνότης; ἢ κίνδυνος; ἢ μάχαιρα; καὶ τὰ ἑξῆς.».)
Μεταφέρω ἀκριβῶς μια φράση πού εἶπαν κάποτε οἱ Μασόνοι σὲ ἕνα πρόσωπο, και μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας πρόσωπο, στον Παντελεήμονα Αργυροκάστρου, Βορείου Ηπείρου: Θα πεθάνεις στην ψάθα. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἂς πεθάνω στην ψάθα! Καί πέθανε στην ψάθα! Δέν ἔχει ὅμως σημασία. Ὅ,τι προσφέρει ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, είναι σκύβαλα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ εἶδε και τα κατάλαβε, γιατί γνώρισε το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν γνώρισε το πρόσωπο τοῦ Χριστού, είπε: «τα πάντα ἡγοῦμαι σκαβαλα είναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. 3, 8. Βλ. Γαλ. 2, 19-20.)!
Ἔρχεται τώρα ὁ Κύριος νά δώσει τήν τρίτη υπόσχέση-αμοιβή στόν ἐπίσκοπο τῆς Φιλαδελφείας, που ἔδειξε τόση ἱεραποστολική δράση καί ὑπομονή· είναι ο στέφανος τῆς ζωῆς· καί ὁ στέφανος τῆς ζωῆς εἶναι ὅλο το κέρδος και ο μισθός στη μέλλουσα ζωή.
Λέει ὁ Κύριος, στό βιβλίο της Αποκαλύψεως, στό 22ο κεφάλαιο, στίχος 12: «Ιδού έρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ». Ἔρχομαι γρήγορα· και ο μισθός μου είναι μαζί μου, γιά νά ἀποδώσω ανάλογα με το έργο του καθενός. Καί στό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου πάλι λέει: «καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. 4, 36).
Καί ὁ Κύριος ἔρχεται όντως γρήγορα. Το τέρμα τοῦ κόπου καί τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας τοῦ βίου εἶναι τόσο κοντά γιά τόν καθένα μας... αλλά καί τό τέρμα τῆς Ιστορίας φαίνεται ότι δεν αργεί.
«Κράτει ὃ ἔχεις», κράτα αυτό πού ἔχεις. Τί εἶχε ὁ Επίσκοπος τῆς Φιλαδελφείας; Είχε την πίστη, την καλή ὁμολογία καί τό ἱεραποστολικό έργο.
«Κράτει ὃ ἔχεις.» Μέ αὐτό τό δυνατό ρῆμα, κρατώ, θέλει νά ὑπενθυμίσει στόν ἐπίσκοπο ὅτι ήταν δυνατόν να χάσει ἐκεῖνο πού εἶχε ἐργαστεῖ. Κράτα το καλά, μήν το χάσεις! Καί τί εἶναι αὐτό, ἐν προκειμένων, που μας κάνει να χάσουμε αυτό που δουλέψαμε; Εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς προσοχῆς καί ἡ ἀμέλεια. Θά τά ἐπαναλάβω: ἡ ἀπροσεξία καί ἡ ἀμέλεια!
Γι' αὐτό σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ιωάννης στην δεύτερη ἐπιστολή του, στίχος 8: «Βλέπετε ἑαυτούς, ἵνα μὴ ἀπολέσωμεν ὁ εἰργασάμεθα». Προσέχετε τους εαυτούς σας νά μή χάσουμε ἐκεῖνα πού ἔχουμε δουλέψει, «ἀλλὰ μισθὸν πλήρη απολάβωμεν», αλλά να πάρουμε πλήρη μισθό. Βλέπετε λοιπόν, παρακαλώ, πώς μας είδοποιεῖ, διά γραφίδος εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τὸ Ἅγιο Πνεύμα; Να προσέξουμε να μη χάσουμε αυτά που δουλέψαμε!
Αὐτό φανερώνει ἐξ ἄλλου καί ἡ παραβολή τῶν μισθωμένων εργατῶν· τήν θυμάστε από το Ευαγγέλιο;
Κάποιος κύριος, αφέντης, βγῆκε να μισθώσει ἐργάτες. Βρήκε κάποιους στην αγορά καί τούς λέει: Ἔχετε δουλειά; Ὄχι. Λοιπόν, πηγαίνετε στο αμπέλι μου δουλέψετε. Πόσο θέλετε; Ἕνα δηνάριο.
Στίς ἐννέα βγῆκε πάλι στήν ἀγορά ὁ οἰκοδεσπότης, βρῆκε καί ἄλλους καί τούς εἶπε: Ἔχετε δουλειά; Μήπως σᾶς μίσθωσε κανείς; Ὄχι. Πηγαίνετε στό ἀμπέλι μου, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω.
Το μεσημέρι, στις δώδεκα καί στίς τρεῖς, ἔκανε τό ίδιο.
Τό ἀπόγευμα στις πέντε, μία ὥρα πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος, δηλαδή μία ώρα πριν τελειώσει ή εργατική ημέρα, το μεροκάματο, βρῆκε πάλι εργάτες στην αγορά. Τούς εἶπε κι αυτούς. Πηγαίνετε κι ἐσεῖς στο χωράφι μου καί ὅ,τι εἶναι δίκαιο θα πάρετε.
Όταν πήγε μετά να τους πληρώσει, τους πλήρωσε ὅλους τό ἴδιο. Ἄρχισε δέ νά πληρώνει από τους τελευταίους. Έδωσε ὅσα χρήματα είχε συμφωνήσει με τους πρώτους.
Οι πρώτοι, ὅταν εἶδαν να δίνει στους τελευταίους το ίδιο ημερομίσθιο που είχε συμφωνήσει με αυτούς, εἶπαν ἀπό μέσα τους: Ε, ἐμᾶς τώρα οπωσδήποτε θα μας δώσει περισσότερα. Τούς ἔδωσε όμως το ίδιο.
Ἐκεῖνοι διαμαρτυρήθηκαν καί εἶπαν. Μα ἐμεῖς υποστήκαμε τον κόπο καί τόν καύσωνα ὅλης τῆς ἡμέρας –γιά τόν ὁποῖο καύσωνα σᾶς μίλησα προηγουμένως· εἶναι ὁ κόπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέσα στη ζωή μας– κι ἐσὺ μᾶς πληρώνεις το ἴδιο;
Καί τούς εἶπε ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος: Φίλοι, τοσο δέν σᾶς συμφώνησα; Ἄν ἐγώ θέλω να δώσω τόν ίδιο μισθό, το ίδιο ήμερομίσθιο και στους τελευταίους, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει; Ἐάν τά μάτια τα δικά σας εἶναι πονηρά, ἐγὼ εἶμαι ἀγαθός. Ἐγώ πληρώνω αυτό που νομίζω. Δικά μου δέν εἶναι τά χρήματα; Ἤ μήπως δεν ἔχω δικαίωμα νά χειριστῶ τα δικά μου ὅπως ἐγώ θέλω; Δέν μπορῶ; (Ματθ. 20, 1-6)
Ξέρετε τί σημαίνει ή παραβολή αυτή; Είτε ὡς ἀπόστολος Παύλος μπαίνω στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ είτε ως μόλις σωζόμενος δίκαιος, καί ὁ Παῦλος καὶ ἐγὼ ὁ μόλις σωζόμενος παίρνουμε τον ίδιο μισθό, που λέγεται Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο εἶναι· γιά ὅλους. (Βλ. Τίτ. 1, 4. Ἰούδα 3.)
Γιατί ὅμως ἐδῶ πέρα λέει πρόσεξε μη σου πάρει τό στεφάνι ἄλλος; Τί σημαίνει αυτό; Μήπως πράγματι ὑπῆρχε κίνδυνος να χάσει το στεφάνι του ὁ ἐπίσκοπος τῆς Φιλαδελφείας;
Κατ' αρχάς ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε τό ἑξῆς· ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐδῶ στή γῆ κινδύνευε από κάτι, ὅπως καί κάθε Χριστιανός· μήπως κουραστεῖ! μήπως κουραστεί στην πνευματική ζωή, μήπως αποκάμει! ἐνῶ κάποιος ἄλλος, μέ τούς ἴδιους πειρασμούς, μπορεῖ νά στέκεται.
Ὥστε λοιπόν βλέπουμε ότι πραγματικά υπάρχει κίνδυνος να κουραστοῦμε. Πόσοι, ἀλήθεια, εἶναι ἐκεῖνοι πού πρέπει νά ἐνισχυθοῦν ἀπό τούς ἄλλους, γιατί κινδυνεύουν να μείνουν στον δρόμο... κουράστηκαν! (Βλ. Ματθ. 10, 22. Ρωμ. 14, 1. 15, 1. Α' Κορ. 10, 24· 33. Γαλ. 6, 2.)
Αλλά εἶναι καί κάτι ἄλλο, πού πρέπει νά τό προσέξουμε.
Ὅπως ξέρετε, ὅσοι μπουν στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι πολύ εὐτυχεῖς. Ἕνας μόνο λόγος θά ὑπάρχει πού θά τούς κάνει νά λυποῦνται· μόνο ἕνας. Ξέρετε ποιός εἶναι αὐτός, ἀγαπητοί μου; Τό γιατί στην παροῦσε ζωή δεν είχαν δουλέψει περισσότερο, για να έχουν περισσότερη δόξα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Διότι μᾶς λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξη» (Α΄ Κορ. 15, 41.). Καί ναί μὲν ἡ παραβολή των μισθωμένων ἐργατῶν δείχνει ὅτι ὅλοι θά ἔχουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ –γι' αυτό λέμε ὅτι θά ἔχουν ὅλοι τόν ἴδιο μισθό, πού σημαίνει ὅλοι θά ἔχουν μπεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ–, αλλά μέσα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τά πράγματα θα κλιμακώνονται.
Καί γιατί θα συμβαίνει αυτό;
Εἶναι ποτέ δυνατόν ἐγώ, ἐάν σωθῶ καί μπω στην Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τελευταῖος, να σταθώ μέ τόν ἀπόστολο Παύλο σε δόξα το ίδιο; Είναι δυνατόν ποτέ; Εἶναι και θέμα δικαιοσύνης. Ἤ, ἄν το θέλετε, καί τό ἀντίστροφο, στην Κόλαση: Είναι δυνατόν ἐγώ, πού ἁπλῶς ἔλεγα ψέματα στη ζωή μου, ἔπινα καί λίγο κρασάκι και μεθοῦσα κάπου-κάπου, δεν πείραζα κανέναν άνθρωπο, πού μπαίνω στην Κόλαση, να κολαστῶ τό ἴδιο μ' ἕναν Ἄννα και Καϊάφα καί μ' ἕναν Νέρωνα; Εἶναι δυνατόν ποτέ; Δέν εἶναι θέμα δικαιοσύνης;
«Ὁ νικῶν», ή «τῷ νικῶντι», εἶναι ἐπωδός σε κάθε ἐπιστολή στον επίλογό της, καί σημαίνει αυτόν που νικάει! (Δέν εἶναι τυχαίο τό ὅτι οἱ μετοχές «ὁ νικῶν» και «τῷ νικῶντι» εἶναι ἐνεστωτικές, καί σημαίνουν τους διαρκῶς ἀγωνιζομένους, μέχρι το τέλος τῆς ζωῆς τους. Βλ. Ματθ. 10, 22, 24, 13. Μάρκος 13, 13.)
Ὁ Ναπολέων Λαπαθιώτης, ἕνας ποιητής μας, ἤδη μακαρίτης, σέ μιά συλλογή ποιημάτων του, ἐπιγράφει ἕνα ποίημα: Οι νικημένοι τῆς ζωῆς. Σας διαβάζω ἕνα ἀπόσπασμα από το ποίημά του:
Ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι,
μέ τά βασιλεμένα ιδανικά...
Κι ἐμεῖς, ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει,
μόλις ὁ κάμπος εἶχε κοκκινίσει,
με μάτια πού τά φλόγιζε ἡ χαρά,
κι ὅλοι γεροί κ᾿ ἀγέρωχοι σάν Κροῖσοι!
–μά τα μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει,
μέ καταματωμένα τα φτερά... (Ποιήματα, ἐκδ. Μαλλιάρης, Αθήνα 2016, σ. 23.)
Στο τέλος, αὐτός ὁ ταλαίπωρος Ναπολέων Λαπαθιώτης, ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό τόν Νικητή τῆς ζωῆς, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτοκτόνησε! (Το 1927, μέ ανοιχτή επιστολή που δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη, ζητοῦσε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά τόν διαγράψει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Το 1944 αυτοκτόνησε στο σπίτι του μέ τό πιστόλι τοῦ πατέρα του, ανώτατου στρατιωτικοῦ. Ὁ ἴδιος φιλοξενούσε στο σπίτι του –κατά τα φαινόμενα, ἐν γνώσει τοῦ πατέρα του– νεαρούς ἄνδρες τοῦ ὑποκόσμου. Ὁ ἴδιος θεωροῦσε τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς μιά φυσιολογική, ἂν ὄχι ἀνώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες, Ἕλληνες λογοτέχνες που αὐτοκτόνησαν, Βιβλιοπωλείον τῆς Ἑστίας, Αθήνα 2003, σ. 74). Ὁ ἴδιος καταγράφει στο σημειωματάριό του: Αν ποτέ μου δοθεῖ ἡ εὐκαιρία να γράψω τὴν αὐτοβιογραφία μου, ἐκεῖνο πού πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, εἰναι τό ἑξῆς: ὅτι ποτέ, σε καμία στιγμή τῆς ζωῆς μου, δεν θεώρησα ἐλάττωμα τήν ὑλική αποστροφή μου στη γυναίκα και την έλξη μου ἀπό τό ἴδιο μου το φύλο. Αλλ' απεναντίας, αὐτή τήν ἰδιότητά μου τή θεώρησα πάντα ὄχι σάν ἀδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη καί ἀνώτερη τάση, για τήν ὁποία ἤμουν πάντα περήφανος! Καί οἱ ἄλλοι ἄς νομίζουν ό,τι θέλουν!... (ὅ.π. σ. 84))
Τέτοιους νικημένους τῆς ζωῆς ἔχουμε, αγαπητοί μου, φάλαγγες καί στρατιές στη ζωή μας!... φάλαγγες καί στρατιές, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀρνήθηκαν τον Χριστό. Οι νέοι μέ τά ναρκωτικά, οἱ ρέμπελοι νέοι, οἱ νέοι οἱ παρατημένοι και παραμελημένοι, τί λέτε; εἶναι ἢ δέν εἶναι οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς; Οι νέοι που τρέχουν πίσω ἀπό τίς ἀσωτίες καί τίς ηδονές, τί λέτε; είναι η δέν εἶναι οἱ νικημένοι τῆς ζωῆς;
«Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι.» Δηλαδή, ἐκεῖνον πού νικᾶ θά τόν κάνω στύλο στον ναό τοῦ Θεοῦ μου, καί δέν θά τόν ἀπομακρύνω ποτέ απ' αυτή τη θέση.
Ἐδῶ ἔχουμε μία πολύ εκφραστική εικόνα, που δείχνει ὅτι ὁ πιστός καί νικῶν θά γίνει στῦλος στον ναό τοῦ Θεοῦ.
Κατ' αρχάς ἡ εἰκόνα τοῦ στύλου ἔχει σχέση με την ἐπιγραφὴ τῆς ἐπιστολῆς, όπως είχαμε αναλύσει την περασμένη φορά, ὅπου ὁ Κύριος μιλάει για κλειδί και θύρα. Εγώ εἶμαι ὁ κρατῶν τά κλειδιά τοῦ Δαυΐδ λέει, καί ἐγώ σοῦ ἄνοιξα θύρα. (Αποκ. 3, 7-8.) Όμως κλειδιά και πόρτα σημαίνει οικοδομή· καί συνεπῶς, ἀφοῦ μιλάει για οικοδομή, τότε μιλάει καί γιά στύλο.
Ἡ Φιλαδέλφεια, ὅπως θά ἔχετε ὑπ' ὄψιν, ἦταν κτισμένη ἐπάνω σέ ηφαιστειογενές ἔδαφος, καί εἶχε ὑποστεῖ πολλούς σεισμούς. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, πού ἔγινε το 17 μ.Χ. καί ἦταν τρομερός, είχε κατεδαφισθεῖ ὁλόκληρη ἡ πόλη! Συνεπῶς ἡ εἰκόνα τοῦ στύλου, πού περιέχεται σε μία ἐπιστολή προς μία σεισμογενή περιοχή, εἶναι πάρα πολύ εκφραστική, καί δείχνει ὅτι, καί ἄν ὁ σεισμός τῆς ἀπιστίας καί ποικίλης ἁμαρτίας ισοπεδώνει τά πάντα, ὁ νικητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινός στύλος και δεν πέφτει στους πειρασμούς. («Ὁ γὰρ νικητὴς τῶν ἐναντίων δυνάμεων, στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται, ἀκίνητον ἐν αὐτῇ τὴν βάσιν ἔχων, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον.» (Ανδρέας, σ. 248BC). Βλ. Α΄ Τιμ. 3, 15.)
Αλλά επειδή ακόμη εδώ αναφέρεται ότι ο στύλος εἶναι στον ναό τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν ναό του Σολομώντος, που είχε δύο στύλους χωνευτούς χάλκινους από αιλάμ, δηλαδή στον πρόναο, που ήταν καί οἱ μοναδικοί στύλοι στον ναό. Αυτοί ἦταν ἀπό συμπαγῆ χαλκό, τό ὕψος τους ἦταν 18 πήχεις ὁ καθένας, δηλαδή 9 μέτρα περίπου, καί ἡ περίμετρος 14 πήχεις, δηλαδή 7 μέτρα, ή, ἂν θέλετε, ἡ διάμετρός του ήταν 2,23 μέτρα. Αὐτά τά στοιχεῖα τά βρίσκουμε στο Γ΄ Βασιλειῶν, 7ο κεφάλαιο, στίχοι 3 ἕως 9.
Ἡ εἰκόνα αὐτή τῶν στύλων τοῦ ναοῦ ἔδινε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν γερή στήριξη τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντος. Συνεπώς, ο στόλος, ή κολώνα, είναι το σύμβολο τῆς ἀκλόνητης σταθερότητας ἀλλά καί τῆς ἐξέχουσας θέσεως τῶν ἀκραιφνῶν πιστῶν, καί φανερώνει τό ἀμετάθετο τῆς πίστεώς τους καί τῆς ἀρετῆς τους στο διηνεκές. Δέν πέφτουν ποτέ· είναι στύλοι! (Πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 58.)
Ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἀδύνατον νά ἀφαιρεθεῖ ὁ στύλος από μία οικοδομή χωρίς ἡ οἰκοδομή αυτή να βλαφτεί, ἀφοῦ λέει ὅτι δέν θά βγει αυτός ο στύλος έξω, καί ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται περί τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἐννοεῖται ὅτι δέν πέφτει ποτέ, ἄρα ὁ στύλος αυτός μένει πάντα στη θέση του. Συνεπῶς εἶναι ἀμετάθετος, ἀμετάβλητος καί σε περίοπτη θέση ὁ Χριστιανός.
Ἀλλά πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι ἐδῶ ὁ ναός τοῦ Θεοῦ δεν πρέπει νά ἐκληφθεῖ κατά γράμμα. Αν λάβουμε ὑπ' ὄψιν το 21ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεις, στον στίχο 22, πού μιλάει για τη νέα Ἱερουσαλήμ, πού κατεβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό, ἐκεῖ, στη νέα Ἱερουσαλήμ, δέν ὑπάρχει ναός. Δέν ὑπάρχει. Πρέπει λοιπόν να εννοήσουμε ὅτι ἐδῶ εἶναι εἰκονικό, εἶναι μία εικόνα, μία σκηνή, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία του· δηλαδή ὁ πιστός γίνεται το κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ! (Βλ. Α΄ Κορ. 3, 16-17. 6, 15. 14, 25. Ἰωάν. 14, 20-23. Ρωμ. 8, 9-11. Β΄ Κορ. 6, 16-18. Γαλ. 2, 20. Ἐφεσ. 2, 21-22 3, 17. Β΄ Τιμ. 1, 14. κ.α.)
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπαγγελία μιας τριπλής καταγραφής ὀνομάτων στούς πιστούς. Ποῦ θά γίνει αὐτή ἡ καταγραφή; Θα γίνει στον στύλο ή στο μέτωπο τοῦ πιστοῦ. Λέει: «Καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν –εἴτε στον πιστό εἴτε στόν στύλο, παρομοιάζοντας τον πιστό με στύλο, το ίδιο εἶναι– τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἢ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν.» (Αποκ. 3, 12.)
Υπήρχε ή συνήθεια στην αρχαιότητα οι κύριοι να θέτουν τό ὄνομά τους –κάποτε μέ πυρωμένο σίδηρο– στα μέτωπα ἤ στην πλάτη τῶν δούλων τους, ὥστε αὐτοί νὰ μὴ δραπετεύουν, δηλαδή γίνουν φυγάδες, αλλά να τους βρίσκουν.
Ακόμη, ο φυσικός πατέρας ἐπιθέτει το όνομά του στα παιδιά του· ὅπως: Αθανάσιος Μυτιληναῖος. Αυτό εἶναι τό ἐπίθετό μου, δηλαδή του πατέρα μου· πῆρα το ὄνομα τοῦ πατέρα μου. Ὁ πατέρας μου λοιπόν, ὁ φυσικός μου πατέρας, ἔβαλε επάνω μου τό ὄνομά του, ὥστε να λέει: Αὐτός εἶναι ὁ γιός μου, εἶναι τό παιδί μου. Ὁ σύζυγος, επίσης, δίνει τό ἐπίθετό του στη σύζυγό του. Αλλάζει τό ἐπίθετό της ή κοπέλα καί παίρνει αυτό του συζύγου της. (Μέχρι τόν Φεβρουάριο του 1983, ἡ γυναίκα, μέ τόν γάμο της, ἄλλαζε ἐπίθετο καί ἀποκτοῦσε αυτό τοῦ συζύγου της.) Αλλά και ο ιδιοκτήτης ἐπιθέτει τὸ ὄνομά του ἐπάνω στὰ ζῶα του, σέ ἀντικείμενα, αλλά καί σέ τοποθεσίες ἀκόμη.
Συνεπῶς ἡ ἐπίθεση ονόματος δηλώνει τον ιδιοκτήτη καί τήν κατοχή του. Ὅταν λοιπόν λέει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιθέτει ὀνόματα πάνω στον πιστό, τούτο σημαίνει ότι ὁ πιστός ἀνήκει στον Θεό!
Ὁ Χριστός λοιπόν, βάζοντας ἐδῶ ένα τριπλό όνομα στον πιστό, τί θέλει νά ἐκφράσει;
Πρῶτον. Ὅταν λέει «καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου», θέλει να τονίσει τό ὄνομα τοῦ ἰδιοκτήτου, ὅτι ὁ πιστός ανήκει στον ιδιοκτήτη του, στόν Θεό, ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος.