†.Όταν ο Θεός παρήγγειλε, σεβασμιώτατε και αγαπητοί μου αδελφοί, εις τους πρωτοπλάστους να μη δοκιμάσουν από τον καρπόν ορισμένου δένδρου, ήθελε να εισαγάγει εις την ζωήν των την πίστιν εις τον Θεόν. «Πίστις» εδώ σημαίνει εξάρτησις. Και η πίστις θα ήτο ἐν ἐλευθερίᾳ. Γιατί αλλιώτικα η εξάρτησις χωρίς ελευθερίαν, παύει να είναι ελευθερία και έτσι εισάγεται ο καταναγκασμός. Έτσι η πίστις εισάγεται από τον Θεό εις τους πρωτοπλάστους, δυστυχώς όμως ηθετήθη. Ηθετήθη γιατί ακριβώς υπήρχε η ελευθερία. Είπα όμως «δυστυχώς», διότι δεν είναι –και προσέξατέ το αυτό- η επιλογή μεταξύ καλού και κακού η ελευθερία αλλά η δυνατότητα του καλού και του κακού, μένοντας όμως εις το αγαθόν. Αυτή είναι η έννοια της ελευθερίας. Παντού. Όχι μόνο στις σχέσεις μας με τον Θεό, αλλά και στις σχέσεις μας μεταξύ μας και στους πολίτες ανάμεσα μιας πολιτείας, μεταξύ πολιτών και πολιτείας κ.ο.κ. Επειδή δε είναι ακριβώς μεταξύ επιλογής καλού ή κακού, γι΄αυτό έχομε πάσαν κακοδαιμονίαν, που απορρέει από μία κακώς νοουμένη ελευθερίαν.
Τι είναι ελευθερία; Η δυνατότητα να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η δυνατότητα. Και όχι να διαλέξεις γιατί θέλεις το κακό. Γιατί αλλιώτικα, γιατί να τιμωρείσαι; Αμέσως εδώ φαίνεται καθαρά ότι δεν είναι η επιλογή, αλλά είναι η δυνατότης. Όταν λοιπόν οι πρωτόπλαστοι ηθέτησαν τον Θεόν, πώς Τον ηθέτησαν; Ηθέτησαν την πίστιν. Δεν εδέχθησαν εκείνο το οποίο ο Θεός τους είπε, τώρα ο Θεός έρχεται πάλι, εν ευδοκία να σώσει τους ανθρώπους και επανεισάγει την πίστιν σαν μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού. Βλέπετε, δεν παραιτείται ο Θεός από τας μεθόδους Του. Την μέθοδον την πρώτην, δηλαδή την πίστιν, αυτήν επανεισάγει πάλι, δια να σώσει τους ανθρώπους. Και η πίστις αυτή, δεν θα ήταν απλώς εις τον λόγον του Θεού, όπως τότε, αλλά θα ήτο εις το Θεανθρώπινον πρόσωπο του Χριστού. Δηλαδή κάτι βαθύτερο. Εκεί πάλι το ίδιο πρόσωπο μίλησε. Ο Θεός Λόγος. Αλλά εδώ είναι κάτι βαθύτερο. Εκεί ήταν η πίστις απλώς σε έναν λόγον. Βέβαια λόγος του Θεού. Εδώ είναι σε ένα πρόσωπον Το οποίον πρόσωπον ομιλεί και η πίστις πρέπει να αποταθεί εις αυτό το πρόσωπο και όχι απλώς σε έναν λόγο. Έτσι η πίστις γίνεται η μεγαλυτέρα αρετή και η βασικοτέρα προϋπόθεσις της σωτηρίας.
Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή του αποστολική περικοπή, όπως θα ακούσατε, που είναι ο ύμνος της πίστεως -είναι στην προς Εβραίους επιστολή στο 11ο κεφάλαιο- ότι «χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς εις τον Θεόν». Προσέξτε, «εὐαρεστῆσαι». Δεν μπορείς να είσαι ευάρεστος εις τον Θεόν, εάν δεν έχεις αυτήν την πίστιν. «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται». «Πρέπει», λέγει, «να πιστεύσει εκείνος που προσέρχεται εις τον Θεόν, ότι υπάρχει, και ακόμη, εις εκείνους οι οποίοι Τον εκζητούν, γίνεται μισθαποδότης». Έτσι βλέπομε εδώ στην προς Εβραίους στο 11ο κεφάλαιο, λέγει ο Απόστολος, ότι η πίστις έχει δύο σκέλη. Πρώτον είναι η πίστις εις την ύπαρξιν του Θεού, «ὅτι ἔστι», ότι υπάρχει, και δεύτερον είναι η αναζήτησις του Θεού -«καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν». Έχομε λοιπόν εδώ δύο σκέλη. Πράγματι δεν είναι αρκετόν να πεις «πιστεύω εις τον Θεόν», αλλά θα πρέπει και να εκζητείς τον Θεόν. Για να μπορείς να γνωρίσεις Ποιος είναι και τι θέλει από σένα. Δηλαδή να γνωρίσεις το θέλημά Του, για να σταθείς σωστά απέναντι στο θέλημά Του, εις το να ευαρεστήσεις τώρα τον Θεόν σε εκείνο το οποίο θέλει Εκείνος, όπως λέγει στην προς Ρωμαίους ο Απόστολος Παύλος.
Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται, αλλά η πίστις προηγείται στην γνώσιν. Πώς γνωρίζω; Οι φιλόσοφοι έλεγαν «διά τῆς διανοίας», «διά τῶν αἰσθήσεων», «διά τῆς διανοίας καί τῶν αἰσθήσεων», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Πώς γνωρίζω; Νέο στοιχείον: Δια της πίστεως. Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται. Γι' αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους: «Πίστει νοοῦμεν(:δια της πίστεως καταλαβαίνομε) κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι». Έτσι, με την πίστιν, καθαρά το βλέπομε, ευαρεστούμε εις τον Θεόν και με την πίστιν γνωρίζομε τον Θεόν.
Η πίστις είναι, συνεπώς, η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θα το επαναλάβω. Η πίστις είναι η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θέλεις ή δεν θέλεις να πιστεύσεις; Αλλά είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη ανάπαυσις της διανοίας. Η διάνοια ξεκουράζεται. Το είπε ο Θεός· δεν έχω τίποτα να αγωνιώ τούτο, για κείνο ή το άλλο πώς είναι. Το είπε ο Θεός! Περιπέτεια λοιπόν της προαιρέσεως, ανάπαυσις της διανοίας. Ο Απόστολος Παύλος θέλει να τονίσει αυτήν τη μεγάλη αξία της πίστεως και ότι γεννά ηρωισμόν και ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση προσεγγίσεως του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού, αναφέρει ένα πλήθος περιπτώσεων, πλήθος ονομάτων που επίστευσαν και δικαιώθησαν, στη σημερινή αποστολική περικοπή. Επιτρέψατέ μου να πάρω δυο τρεις τέσσερις -ό,τι προλάβομε- περιπτώσεις.
Πρώτη περίπτωσις: Είναι πολλές, αναφέρει πάρα πολλές. Αν θέλετε, μάλιστα, ο Συναξαριστής, στο Μηναίον, της Κυριακής των Προπατόρων -αν έχετε Συναξαριστή, κοιτάξτε σπίτι σας- ο Συναξαριστής αναφέρει 95 περιπτώσεις! Λοιπόν, λέγει ο Απόστολος: «Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή: «Δια της πίστεως περισσότερο ο Άβελ από τον Κάιν προσέφερε πιο πολλή θυσία εις τον Θεόν, δια της οποίας θυσίας εμαρτυρήθη ότι είναι δίκαιος». «Δίκαιος» εδώ θα πει ενάρετος. Δεν είναι η δικαιοσύνη με την στενή σημασία της λέξεως. Αλλά με την ευρεία, που θα πει ενάρετος και δίκαιος, ε.., συγνώμη, άγιος.
«Μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ»· που μαρτυράει για τα δώρα του Αυτός ο Θεός. Ναι! Στην Καινή Διαθήκη δε ο Χριστός είπε: «θα ζητηθεί» λέει, «από τη γενεά αυτή κάθε ευθύνη από το αίμα του δικαίου Άβελ, έως του Ζαχαρίου» κ.τ.λ. -του δικαίου Άβελ. Το είπε και ο Χριστός. Αλλά και η Παλαιά Διαθήκη αυτό το καταμαρτυρεί. Γιατί; Επειδή επίστευσαν. Και προσέφερε και σε ποσότητα και σε ποιότητα ό,τι καλύτερο είχε εις τον Θεόν. Γιατί; Γιατί επίστευσε. Τι θα πει «επίστευσε»; Δεν πίστευε ο Κάιν; Κι εκείνος δεν προσέφερε θυσίαν; Τι θα πει «επίστευσε»; Με την προαίρεσή του και την καρδιά του ζητούσε την εξάρτησή του από τον Θεόν. Την εξάρτησή του, το υπογραμμίζω. Το αντίθετον αυτού είναι η αυτονομία. Το αμάρτημα το προπατορικόν. Θα γίνομε Θεοί χωρίς τον Θεό. Και αυτό το προπατορικόν αμάρτημα επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες από όλους τους ανθρώπους, πλην των δικαίων.
Δεύτερο σημείο: «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ». «Δια της πίστεως ο Ενώχ», λέγει, «μετετέθη». Κάπου πήγε. Κάπου τον έβαλε ο Θεός. Πού; Κάπου στον ουρανό. Όχι στη Γη. Κάπου στον ουρανό. Για να μην γνωρίσει θάνατον. Και δεν ευρίσκετο. Ψάχναν να τον βρουν και πουθενά δεν τον έβρισκαν. Διότι τον μετέθεσε ο Θεός. Το λέει η Παλαιά Διαθήκη, το επαναλαμβάνει ο Απόστολος Παύλος. Διότι προ της μεταθέσεώς του, επήρε την μαρτυρίαν ότι είχε ευαρεστήσει εις τον Θεόν. Σε τι ευηρέστησε; Δια της πίστεως. «Πίστει», που λέει εδώ στην αρχή ο Απόστολος Παύλος. Τι επίστευσε; Αληθινά στον Θεό. Κι εδώ τώρα βλέπομε, με τον Άβελ, προσέξτε αυτό το σημείο, ο Θεός δείχνει ότι αυτό που είχε πει…τι είχε πει; Ότι θα εισήγετο ο θάνατος εάν παρέβαιναν την εντολήν Του, ιδού! Είναι ο πρώτος που πεθαίνει ο Άβελ. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που πεθαίνει ο Άβελ. Με την μετάθεση του Ενώχ, που δεν πεθαίνει, θέλει να δείξει ο Θεός ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος πέραν του αισθητού. Ότι μετά της ψυχής θα συνυπάρχει και το σώμα. Και ακόμη ένα τρίτο, ότι εις τους δικαίους επιφυλάσσεται πλουσία αμοιβή. Ιδού. Ώστε λοιπόν δείχνει ότι ο Θεός είναι δυνατός να δώσει τον θάνατον, να επιτρέψει τον θάνατον, γιατί ο Θεός δεν είναι ο εισηγητής του θανάτου, αλλά ο διάβολος, να επιτρέψει τον θάνατον, είναι δυνατός να δώσει την αιώνιον ζωήν. «Γιατί», θα ’λεγε κανείς, «θα ήσαν αιώνιοι πάνω στη Γη οι πρωτόπλαστοι;». Ναι, εάν δεν παρέβαιναν την εντολή. Δεν θα υπήρχε ο θάνατος.
Ας πάμε σε ένα τρίτο σημείο. Συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει -κατ’ επιλογήν τα παίρνω: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον (:κατεδίκασε τον κόσμο), καὶ τῆς κατά πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Τι του είπε ο Θεός; Θα γίνει κατακλυσμός. Ξέρετε, να είναι χαρά Θεού, και να σου πει ο Θεός: «Θα γίνει κατακλυσμός». Σε ποιο βαθμό θα πνιγούν οι άνθρωποι; Όλοι οι άνθρωποι, μα όλοι οι άνθρωποι, εάν δεν μετανοήσουν. Κι αυτό…α, σήμερα έχομε ωραίο καιρό. Και αύριο. Και του χρόνου… Εκατόν είκοσι χρόνια! Ωραίος καιρός. Επίστευσε όμως ο Νώε. Και κατασκευάζει την κιβωτόν. Και σώζεται δια της Κιβωτού. Κι εδώ τι γίνεται; Κληρονόμος της κατά πίστιν δικαιοσύνης. Έγινε κληρονόμος της αρετής, της αγιότητος, που συνίσταται από την πίστιν.
Ένα τέταρτον σημείον. Ξέρετε σήμερα γιορτάζομε, έχομε μνήμη «τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ ἀπό Ἀδάμ ἕως Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος». Το ακούσατε και στην απόλυση. «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». «Δια της πίστεως εκλήθη ο Αβραάμ να βγει από τη χώρα του, την πόλη του και τη χώρα του και ότι επρόκειτο να πάρει κληρονομίαν από τον Θεόν, μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Δεν ήξερε πού πάει». Του είπε ο Θεός: «Φύγε. Θα σου πω Εγώ πού θα πας. Φύγε. Πήγαινε». Και πήγε βορειοδυτικά. Πάνω στη Συρία. Από την Ουρ, πόλιν της Μεσοποταμίας. Μάλιστα κοντά στον Περσικό κόλπο η Ουρ κοντά. Βορειοδυτικά προς Συρίαν. Του λέει ο Θεός: «Κάθισε εδώ». Ύστερα από καιρό του λέει: «Φύγε. Θα σου δείξω πού θα πας. Προς Νότον». Και ήρθε στη γη Χαναάν.
«Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν (: Δια της πίστεως παρώκησε, κατοίκησε, εις την γην της υποσχέσεως, σαν ξένη χώρα), ἐν σκηναῖς κατοικήσας - Δεν έκτισε. Δεν έκανε οικοδομές. Αλλά σε σκηνές. Δια το πρόχειρον. Γιατί πρόχειρο; Αφού ο Θεός του είπε ότι «αυτή η γη είναι δική σου»-. Και κατοίκησε «μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» -της ιδίας επαγγελίας, υποσχέσεως, μαζί με τον γιο του και τον εγγονό του. Γιατί; Γιατί επί σκηνών;-
«Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δεν έδωσε σημασία σε αυτή τη γη. Την είδε γρήγορα ο Αβραάμ και οι απόγονοί του, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, γρήγορα είδαν ότι είναι ένα σύμβολον. Λέει ο Απόστολος Παύλος ότι δεν πήραν ούτε ενός ποδός γη. Πόσο είναι μία πατούσα; Τριάντα εκατοστά. Ούτε 30 εκατοστά γη δεν πήραν... Θέλετε ακόμη; Και τον τάφο που χρειάστηκε να θάψει τη γυναίκα του τη Σάρρα, σε ένα σπήλαιο, το λεγόμενο «διπλοῦν σπήλαιον» κι ήταν ξένη ιδιοκτησία, των κατοίκων της γης Χαναάν, το αγόρασε το σπήλαιο. Και λέει και την τιμή. Τετρακόσια αργυρά δίδραχμα. Γιατί; Δηλαδή ούτε έναν τάφο δεν μπορούσε να έχει; Πού ήτο η επαγγελία του Θεού; Η γη της επαγγελίας πού ήτο; Το προσέξατε; «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Την άκτιστον πατρίδα.
Ύστερα, λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι είχαν καιρό, αν ήθελαν, αν είδαν ότι εξηπατήθησαν ή ό,τι άλλο, είχαν καιρό, ακούστε: «ὅτι ἐξηπατήθησαν» από τον Θεόν, είχαν καιρό να ξαναγυρίσουν πίσω. Δεν γύρισε πίσω ο Αβραάμ. Και όχι μόνον αυτό. Όταν έστειλε τον δούλο του τον Ελεάζαρο εις την Ουρ, του είπε: «Πρόσεξε· θα μου φέρεις από εκεί γυναίκα για τον γιο μου τον Ισαάκ. Πρόσεξε. Ο Ισαάκ δεν πρέπει να επιστρέψει ποτέ εις την Ουρ». Και τον όρκισε τον Ελεάζαρο. Μπορούσε λοιπόν να γυρίσει ο Αβραάμ πίσω. Όταν έβλεπε ότι δεν είχε τίποτα. Είναι ξένοι. Ξένοι λαοί κατοικούσαν στη γη Χαναάν, οι Χαναανίται. «Λοιπόν, είχε καιρό να γυρίσει πίσω», λέει ο Απόστολος. Αλλά είχε πιστέψει· ότι αυτή η χώρα ήτο -θα το πω για δεύτερη φορά- σύμβολον. Σύμβολον μιας άλλης χώρας, μιας άλλης πατρίδος. Εκείνο που θα γράψει αργότερα ο Απόστολος Παύλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μένουσαν ἐπιζητοῦμεν». Την Βασιλεία του Θεού.
Ακόμη ένα σημείο να πάρομε. Μία πέμπτη περίπτωση: «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος (:μάλλον προτιμώντας) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».Ο Μωυσής τι ήτο; Θετός υιός της θυγατρός του Φαραώ. Τι θα εγίνετο; Φαραώ θα εγίνετο μίαν ημέραν. Βασιλιάς της Αιγύπτου. Φαραώ είναι γενικός τίτλος. Όπως θα λέγαμε «Καίσαρ». Θα εγίνετο βασιλιάς της Αιγύπτου. Αλλά τι; Επροτίμησε να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού, να φύγει, παρά να έχει την απόλαυση κάποιων αγαθών. Γιατί λέει: «ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»; Θα μου το βρείτε; Διότι θα ήτο άρνησις της πίστεως. Ενώ τώρα προτιμά να συγκακουχείται, επειδή μπαίνει η πίστις. Ποία πίστις; Ότι «ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Ήτο Εβραίος. Η μάνα του που τον μεγάλωσε, σαν δήθεν παραμάνα, νταντά, σαν δήθεν, του έβαλε μέσα όλο το θέμα του λαού της στον Μωυσή. Και του είπε: «Παιδί μου, ξέρεις το και το, είμεθα απόγονοι του Αβραάμ, ο οποίος δια της πίστεως κατοίκησε εις την γην Χαναάν» κ.λπ. κ.λπ. Επροτίμησε να συγκακουχείται γιατί απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν, δηλαδή στην πίστη και όχι τα αγαθά της Αιγύπτου, που θα ήτο σε αυτήν την περίπτωση. Διότι το να απολαμβάνεις κάποια αγαθά δεν είναι αμαρτία. Διότι θα ηρνείτο την πίστιν, προκειμένου να απολαύσει τα αγαθά της Αιγύπτου. Και δεν θα πήγαινε μαζί με τον λαό του Θεού. Και δεν θα ήτο ο αρχηγός του λαού.
Πολλά παραδείγματα υπάρχουν. Πολλά παραδείγματα που αναφέρει ο Απόστολος στην προς Εβραίους. Σας προκαλώ, πηγαίνετε σπίτι σας να διαβάσετε εις την προς Εβραίους επιστολήν κι εκεί θα τα βρείτε. Γενικώς όμως, χωρίς την πίστη, είναι αδύνατο να υπάρξει το μαρτύριο. Γι' αυτό σημειώνει ο Απόστολος, σήμερα ειπώθηκε και ακούστηκε: «Ἓτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς». «Άλλοι», λέγει, «μαστιγώθηκαν, κοροϊδεύτηκαν, επήραν πείρα φυλακών και δεσμών». «Δεσμά» είναι και οι φυλακές, είναι και οι αλυσίδες. Είναι και τα δυο.· ἐλιθάσθησαν (:πετροβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν(:πριονίστηκαν-Πριστήριο θα πει πριονιστήριο), ἐπειράσθησαν(:Μπήκαν σε δοκιμασίες μεγάλες), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον(:πέθαναν αφού τους εσκότωσαν), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς(:έφυγαν στα βουνά και στα δάση με προβιές ζώων, γιατί δεν είχαν πώς να ντυθούν), ἐν αἰγείοις δέρμασιν(: με δέρματα αιγών), ὑστερούμενοι(:δεν είχαν να φάνε), θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν(:των οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:Δεν συγκρινόταν ο κόσμος σε αξία μπροστά τους), ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι(:στις ερημιές επλανώντο) καὶ ὄρεσι(:στα βουνά) καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης)». Γιατί; Επειδή επίστευαν. Και ο κόσμος δεν ήθελε αυτοί να πιστεύουν. Γι΄αυτό εκυνηγήθησαν.
Αυτή η εικόνα, όπως σας τη διάβασα αυτή την περικοπή, τι σας θυμίζει; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Θα επαναλάβουν την ιδίαν εικόνα οι άγιοι, δηλαδή οι πιστοί, εις τα έσχατα της Ιστορίας επί ημέρες Αντιχρίστου. Γιατί θα διωχθούν; Επειδή θα πιστεύουν. Εκεί το καταλαβαίνομε. Επειδή θα πιστεύουν. Είναι εκπληκτικόν, αγαπητοί. Το αντιλαμβανόμεθα; Ότι αυτά δεν είναι πράγματα τα οποία έγιναν και τώρα διατηρούμε μίαν ακαδημαϊκήν μνήμην. Είναι πράγματα ζωντανά και τρέχοντα και υπαρκτά και σήμερα και αύριο μέχρι πού να τελειώσει η Ιστορία, να τελειώσει αυτός ο αιώνας. Μας ενδιαφέρουν αμεσότατα. Και βλέποντες τι έγινε τότε, θα κάνομε εμείς τι πρέπει να γίνει παρακάτω. Σας είπα, μία εικόνα των εσχάτων.
Αγαπητοί μου, είμεθα προ της εορτής των Χριστουγέννων. Δηλαδή της μνήμης του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Και μας παραθέτει αυτήν την θαυμασία εικόνα, περικοπή, η Εκκλησία, από τον Απόστολο στην προς Εβραίους· που είναι αυτός ο ύμνος της πίστεως. Για να μας θυμίσει την πίστη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η πίστις εστάθη η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Στους ανθρώπους, τότε, από τον αρχαίον Παράδεισον. Η πρώτη αρετή. Η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Γιατί ξέπεσαν οι πρωτόπλαστοι; Επειδή δεν επίστευσαν. Γιατί βγήκαν από τον Παράδεισον; Επειδή δεν επίστευσαν στον λόγο του Θεού. Ότι «θα πεθάνετε εάν δοκιμάσετε τον καρπόν». Γιατί πέθαναν; Γιατί δεν επίστευσαν. Τώρα η πίστις πάλι θα σταθεί η πρώτη εντολή και συνεπώς και η πρώτη αρετή –προσέξτε- των εσχάτων. Έχετε αντιληφθεί ότι περνούμε εσχάτους καιρούς; Φυσικά όλοι οι καιροί και κάθε χρονιά και κάθε στιγμή, μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια, λέγονται έσχατοι. Έχομε βεβαίως αυτήν την ονομασία και τον χαρακτηρισμόν. Όμως όντως έσχατη, με ιδιάζοντα χαρακτηρισμό, είναι η εποχή μας. Και γιατί πολλά σημάδια είναι εκείνα τα οποία μας δείχνουν ότι πράγματι οι καιροί είναι τελευταίοι. Εντούτοις, πάλι η πίστις θα μείνει η κεφαλαιώδης αρετή. Βέβαια προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ρωτάει κάποιος, κάποιοι, έναν γέροντα -είναι από το Γεροντικό: «Εμείς», λέει, «κρατούμε ετούτα, εκείνα, εκείνα, εκείνα, πες μας, ύστερα από μας τι θα κάνουν;». «Το μισόν έργον». «Κι ύστερα απ’ αυτούς;»Δηλαδή το μισόν έργον ως άσκηση αρετής- «Κι ύστερα απ’ αυτούς;» «Δεν θα έχουν πια έργον. Θα έχουν πίστη. Και θα είναι τόσο φοβερή η περίπτωσις να κρατάς την πίστιν τότε, ώστε εκείνοι που τότε θα κρατούν την πίστιν, θα είναι ανώτεροι από μας». Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις την πίστιν. Το βλέπομε στα παιδιά μας, στους ανθρώπους μας:. «Μη συγκοινωνείτε με τα τερτίπια του κόσμου και τις μόδες του κόσμου». «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά»… Δεν έχουν πίστιν. Η πίστις λοιπόν θα είναι και η αρετή των εσχάτων, θα είναι και η πρώτη εντολή των εσχάτων. Το είπε ο Κύριος, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 18,8: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;». «Όταν θα έλθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρει την πίστη επάνω στη Γη;». Να ένα ερώτημα μελαγχολικό.
†.Κάποτε ο Κύριος, αγαπητοί μου, εκλήθη σε ένα δείπνο από κάποιον Φαρισαίον. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Κύριος είπε στον οικοδεσπότη να μην καλεί φίλους και συγγενείς στο τραπέζι του, αλλά αναγκεμένους ανθρώπους, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να του ανταποδώσουν την ευεργεσία.
Μάλιστα προσέθεσε ο Κύριος: «Ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων». Δηλαδή «θα έχεις την αμοιβή σου κατά την ανάσταση των νεκρών. Τώρα μην περιμένεις αμοιβή, γιατί το κάλεσμα συγγενών και φίλων δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά γεμάτο επαίνους: ‘’Ήταν ωραίο το φαγητό. Σε ευχαριστούμε που μας κάλεσες’’» και άλλα τέτοια. Κάποιος ανακείμενος ενθουσιάστηκε και είπε εις τον Κύριον: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή είναι ευτυχισμένος εκείνος ο οποίος θα καθίσει στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Και τότε ο Κύριος, σαν απάντηση και εις επήκοον, μάλιστα, πάντων, είπε την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου, που σήμερα ακούσαμε σαν ευαγγελική περικοπή.
Λέγει: «Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα…». Βέβαια δεν θα επαναλάβουμε την περικοπή, γιατί θα μας καταναλώσει χρόνον. Πιστεύω την προσέξατε την παραβολήν.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ἐποίησεν, έκανε δείπνον μέγα, μεγάλο δείπνο; Ο άνθρωπος της παραβολής, αγαπητοί μου, είναι ο Θεός· που στρώνει το μεγάλο δείπνο στη γη και που είναι η Βασιλεία Του. Είδατε, λέμε «Αγία Τράπεζα», «Σώμα και Αίμα Χριστού», «τά παρατιθέμενα ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης». Πραγματικά είναι ένα δείπνον.
Και ο «παρατιθέμενος μόσχος» που λέγει, ποιος είναι; Ή ο αμνός; Είναι η θυσία του Υιού Του, που με αυτήν βέβαια στρώνεται το τραπέζι. Είναι το δείπνον μέγα, γιατί μεγάλος είναι Εκείνος που το παραθέτει. Είπαμε, ο Θεός. Μεγάλα δε και τα παρατιθέμενα. Όπως είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αλλά και όλα τα άλλα· η Θεία Χάρις, η άφεσις των αμαρτιών, η υιοθεσία, τα μυστήρια της Εκκλησίας, όλα που απορρέουν από αυτήν την τράπεζα, όλα είναι μεγάλα και φοβερά.
Αλλά είναι μεγάλο το δείπνο ακόμη γιατί είναι και οικουμενικό, είναι και παγκόσμιον. Μην το ξεχνούμε αυτό. Ἀεί παρατιθέμενον· το οποίον παρατίθεται πάντοτε. Βλέπετε; Έως ότου έλθει ο Κύριος ξανά εις τον κόσμον αυτόν, το δείπνο αυτό θα παρατίθεται. Και πάντα θα είναι εκείνο που χορταίνει και ευφραίνει και αιωνίζει όποιον σε αυτό το τραπέζι όντως καθίσει.
«Και το δείπνον ετοιμάστηκε», όπως μας λέγει η παραβολή. Και εδώ αρχίζει τώρα το δεύτερο μέρος. Αυτά, το πρώτο μέρος, όσον αφορά τον οικοδεσπότη· τώρα εδώ, στο κάλεσμα των συνδαιτυμόνων. Εδώ έχομε μία περίεργη, αγαπητοί μου, συμπεριφορά, όπως θα δούμε και θα εκπλαγούμε πραγματικά.
«Ἢρξαντο», λέγει η παραβολή, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». «Απ’ την πρώτη στιγμή, οι καλεσμένοι άρχισαν να παραιτούνται». Δηλαδή να ζητούν να μη μετέχουν εις το τραπέζι αυτό. Η αιτία; Λέγει ο πρώτος καλεσμένος: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον». Λέγει: «Αγόρασα ένα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να πάω να το δω το χωράφι αυτό. Γι΄αυτό, σε παρακαλώ, άφησέ με. Δεν θα μπορέσω να έλθω εις το δείπνον που με καλείς». Ο δεύτερος απήντησε εις τον δούλον εκείνον που έστειλε ο οικοδεσπότης βέβαια για το κάλεσμα. Και εκείνος με ανάλογο τρόπο απήντησε ότι είχε να κάνει κάτι αγορές ζώων. Ήθελε με τον τρόπον αυτόν να πάει να τα δοκιμάσει τα βόδια του, ας το πούμε, αν είναι καλά, γερά το όργωμα κ.λπ. Και ο τρίτος; Και ο τρίτος, ο ταλαίπωρος ο τρίτος, έκανε καινούρια οικογένεια και τώρα είχε πολλές βιοτικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να καλύπτει και φυσικά δεν είχε καιρό, δεν είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί εις το μεγάλο αυτό δείπνο…
Πάντως, έτσι, δειγματοληπτικά, αναφερομένη η παραβολή, όλοι δεν ανταποκρίθηκαν εις αυτήν την πρόσκλησιν. Ας προσέξομε τη διατύπωση, γιατί πάνω στη διατύπωση μιας προτασούλας θα μείνομε και θα αναλύσομε το θέμα μας σήμερα, αγαπητοί μου.
«Ἒχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν»· που θα πει: «Έχω ανάγκη να βγω». Ο πρώτος. «Να πάω να δω το χωράφι που θα αγοράσω». Ο δεύτερος: «Να πάω να δω τα ζώα». Ο τρίτος: «Να πάω να δουλέψω, γιατί πώς θα ζήσω την καινούρια μου οικογένεια;». «Ἀνάγκη ἐξελθεῖν». Αυτό το «έχω ανάγκη» μας θυμίζει έναν εξαναγκασμό ακούσιον· που μας ωθεί να πραγματοποιήσομε κάτι. Και αυτό είναι κάθε μέρα, όλη τη μέρα. Είναι κάθε μέρα όλη τη μέρα. Ένας εξαναγκασμός μέσα εις την καθημερινότητα, που κάπου μας θυμίζει την καταναγκαστική ψύχωση. Έχετε ακούσει περί καταναγκαστικής ψυχώσεως;
Η καταναγκαστική ψύχωσις είναι μία ψυχική αρρώστια πολύ βασανιστική. Αυτός που πάσχει από την αρρώστια αυτή, δεν είναι σίγουρος για τις ενέργειές του και διαρκώς επιθεωρεί τις ενέργειές του κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Αυτό είναι η καταναγκαστική ψύχωσις. Π.χ. «Έκλεισα το πετρογκάζ;». Πάμε να κοιμηθούμε. «Έκλεισα το πετρογκάζ; Μπας και το άφησα ανοιχτό; Και τότε κάπου καμία διαρροή και πεθάνομε;». «Κλείδωσα την πόρτα; Μη καμιά φορά ξεχάσομε την πόρτα του σπιτιού μας ανοιχτή και μπει κάποιος κλέφτης;»· κ.ο.κ. Όλα αυτά μας βασανίζουν. Αυτό λέγεται «καταναγκαστική ψύχωσις». Έτσι και ο άνθρωπος της πολλής μερίμνης, σαν να πάσχει από καταναγκαστική ψύχωση, κινείται όλη την ημέρα στις βιοτικές του μέριμνες, κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Βέβαια, η εργασία είναι νόμος πνευματικός και βιολογικός, αν το θέλετε. Και εδόθη στον άνθρωπο μέσα εις τον Παράδεισον. Αυτό το «ἐδόθη» είναι σύμφωνο βέβαια με τη δομή του ανθρώπου να εργάζεται.
Υπάρχει όμως και ένα αλλά. Είπε μεν ο Θεός εις τον Παράδεισον εις τους πρωτοπλάστους: «Ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν τόν Παράδεισον». Και ο Χριστός είπε: «Ὁ Πατήρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι». Όμως δεν πρόκειται για την εργασία καθ’ εαυτήν. Αλλά για έναν ανόητο και επικίνδυνο καταναγκασμό στην εργασία. Είναι γνωστό ότι μετά την απώλεια του Παραδείσου, η εργασία έγινε δουλεία. Γι΄αυτό και το λέμε στη νεοελληνική μας γλώσσα· λέμε: «Έχω δουλειά». Δηλαδή είμαι δούλος σε μία υπόθεση. Αυτό θα πει δουλειά. Είμαι στη δουλεία. Πάω στο χωράφι, πάω στο κατάστημα, πάω οπουδήποτε, από έναν εξαναγκασμόν. Αυτή η δουλεία στην εργασία, γίνεται στον άνθρωπο μία τρόπον τινά και πρέπει να το πούμε, καταναγκαστική ψύχωση. Όχι ότι θα είχαμε τόση προθυμία να δουλέψομε, αλλά γιατί κάτι μας σπρώχνει. Σημαίνει ότι ο κύριος της εργασίας δεν είναι ο άνθρωπος. Αντίστροφα. Η εργασία είναι η αφεντικίνα και ο άνθρωπος είναι δούλος· που θα πάει τώρα σε αυτή τη δουλεία, σε αυτή τη δουλειά. Πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να ερμηνευθεί η συμπεριφορά και των τριών καλεσμένων στον δείπνο που έβαλαν πιο πάνω από το σπουδαίο δείπνο, την εργασία που ο καθένας είχε; Πώς αλλιώτικα μπορεί αυτό να εξηγηθεί; Σαν ένας νόμος να αναγκάζει τον άνθρωπο να μένει μόνον στη μέριμνα του βίου και να μην ατενίζει στον ουρανό, να μη βλέπει τη σωτηρία Του.
Και αυτός ο παράσιτος νόμος είναι η πλεονεξία στον πλουτισμό. Είδατε τι ακούσαμε σήμερα στην αποστολική περικοπή που λέει ο Απόστολος Παύλος, Κολοσσαείς, ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Και δεν μπορείς, όταν είσαι πλεονέκτης και φυσικά αποδεικνύεσαι ότι είσαι ειδωλολάτρης, να μπορείς να εκτιμήσεις τα πνευματικά αγαθά. Δεν είναι δυνατόν.
Είναι ακόμη και η προσκόλληση στην ικανοποίηση των αισθήσεων. Όπως λέμε «Πάω να δω, να δοκιμάσω τα βόδια μου». Οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι είναι η υπηρεσία που κάνει ο άνθρωπος στις πέντε του αισθήσεις. Να ικανοποιεί τις πέντε του αισθήσεις. Αλλά και η ειδωλοποίηση της οικογενείας. «Α, οικογένεια» σου λέει. «Ιερόν πράγμα». Ιερό πράγμα κάνουν και την εργασία, όλα ιερά σαν δικαιολογία, να μην κοιτάξουν, να μην ατενίσουν τίποτε απ’ ό,τι ανήκει εις τον ουρανόν και την σωτηρία.
Η εργασία, αγαπητοί μου, είναι νόμιμος. Αρκεί να μένει στα όριά της. Εκεί που πρέπει να μένει. Στους όρους της, χωρίς να γίνεται σκοπός της ζωής. Το καταλάβαμε; Δεν είναι σκοπός της ζωής η εργασία. Η εργασία είναι ένα μέσον για να υπάρχομε. Είτε βιολογικά, είτε ακόμη και πνευματικά. Και όταν επιτελείται η εργασία, θα γίνεται βεβαίως πάντοτε με την μνήμη του Θεού. Λέμε: «Μπορείς να εργάζεσαι οτιδήποτε. Διανοητική ή χειρονακτική εργασία και να λες την μονολόγιστη ευχή: ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’»; Ή να έχεις την μνήμη του Θεού διαρκώς. Όταν μάλιστα μας λένε οι Πατέρες λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «πιο συχνότερο πρέπει να είναι η μνήμη του Θεού από την αναπνοή!».Τότε βεβαίως δεν παραδοθήκαμε στην εργασία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν ομιλεί εδώ η παραβολή περί γεύματος. Προσέξτε κάτι. Μια λεπτομέρεια είναι. Αλλά περί δείπνου. Γεύμα στην ελληνική γλώσσα λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το μεσημέρι. Δείπνο λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το βραδινό φαγητό. Εδώ λέει ότι έκανε δείπνο μέγα. Άρα λοιπόν η τράπεζα εδώ είναι βραδινή. Προσέξτε, είναι βραδινή. Όταν εσύ λες: «Πάω να δω το χωράφι μου, πάω να δω τα βόδια μου», άνθρωπε, το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Αφού υποτίθεται ότι έχει τελειώσει η εργασία η ημερινή, για να βρεθείς σε ένα δείπνο. Αυτό σημαίνει μας έχει πάρει ο στρόβιλος της μερίμνης και έχομε παραθεωρήσει το δείπνο της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος μάς παρήγγειλε: «Προσέχετε ἑαυτοῖς (:προσέχετε τους εαυτούς σας) μήποτε (:μήπως) βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐκ κραιπάλει καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μη βαρύνουν οι καρδιές σας με την κραιπάλη και τη μέθη». Πράγματι γίνεται μία μέθη η βιοτική φροντίδα και μέριμνα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί από εκεί να ξεκολλήσει.
Πρέπει ακόμη να αναφέρομε και μερικές περιπτώσεις που μας εξαναγκάζουν ή αν θέλετε, καταναγκάζουν, ώστε να μην έχομε ούτε καιρό ούτε διάθεση για πνευματική ζωή. Και πρώτα είναι ο βιοπορισμός αυτός καθ’ εαυτόν. Έχομε την εντύπωση ότι δεν μας φθάνουν τα χρήματα του μισθού και πρέπει να κάνομε και μία δεύτερη δουλειά. Ακόμη… ω, πω, πω, να βγει και η γυναίκα έξω να δουλέψει. Και ναι μεν η γυναίκα βγήκε στο χωράφι μαζί με τον άνδρα της για να βοηθήσει. Τώρα η γυναίκα δεν είναι πια στο χωράφι με τον σύζυγον. Ή στο κατάστημα να βοηθήσει. Αλλά είναι σε ξεχωριστή δουλειά, με ξεχωριστή σύνταξη. Να, αυτές τις μέρες λογαριαζόταν… αν , λέει, ο άνδρας παίρνει σύνταξη, η γυναίκα θα πρέπει να παίρνει κι αυτή; Και το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε: «Βεβαίως». Και πολύ σωστά. Διότι είναι ξεχωριστόν πρόσωπον και πρέπει να πάρει ξεχωριστή σύνταξη. Βλέπετε λοιπόν τι γίνεται εδώ; Ο βιοπορισμός. Κι όμως αν ήξεραν, το ζεύγος, να οργανώνουν τη ζωή τους από πλευράς οικονομικής, δεν θα χρειαζόταν η γυναίκα να βγει έξω να δουλέψει. Πάντως, το ότι βγαίνει και η γυναίκα έξω, εδώ υπάρχει μία δικαιολογία αποφυγής της πνευματικής ζωής. «Δεν έχω καιρό», σου λέει. «Να πάω στην εκκλησία δεν έχω καιρό. Να ακούσω λόγο Θεού δεν έχω καιρό». Κ.λπ. κλπ.
Μετά είναι η μόρφωσίς μας και η μόρφωση των παιδιών μας. Εκεί δα υπάρχει ένας κυριολεκτικά πυρετός. Φροντιστήρια, μουσικές.. «Το παιδί να μην πάρει και μουσικήν κατάρτισιν, να μην πάει στο Ωδείον;». Μετά, γυμναστικές επιδόσεις, ξένες γλώσσες και βάλε και βάλε και βάλε. Όλα αυτά δεν αφήνουν χρόνον ούτε για μας ούτε για τα παιδιά μας. Κι αυτά, δεν νομίζετε ότι αποτελούν μία καταναγκαστικήν ψύχωσιν, ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίον δεν μπορούμε να ξεφύγομε για κάτι το πνευματικόν; Εκείνο που μου κάνει εντύπωση πολλές φορές, παίρνει τηλέφωνο, ας πούμε, κάποιος, πατέρας ή μητέρα, για να ‘ρθει το παιδί για εξομολόγηση, να το δούμε εμείς ιδιαιτέρως…· γιατί το παιδί την ημέρα που έχομε εξομολόγηση έχει φροντιστήριο, έχει ξένες γλώσσες, έχει να πάει στο Γυμναστήριο. Α, δηλαδή εγώ, που είμαι πνευματικός, να υποβληθώ εις τον κόπον να δεχθώ το παιδί σου μία άλλη μέρα και μία άλλη ώρα, μόνο και μόνο για να μην χάσει το …φροντιστήριό του. Βλέπετε παρακαλώ; Κι αν πω εγώ –είναι πολύ φυσικό- «Δεν μπορώ άλλη μέρα», τότε το παιδί θα μείνει χωρίς εξομολόγηση. Φταίω εγώ που είπα: «Δεν μπορώ;». Ή φταις εσύ που δεν θυσιάζεις το φροντιστήριο του παιδιού σου, μόνο και μόνο για να μην το χάσει;
Μετά, οι κοσμικές ενασχολήσεις. Εκεί δα, τελειωμό δεν υπάρχουν. Και οι ψυχαγωγίες. Έχομε να πάμε εδώ, έχομε να πάμε εκεί, ταξίδια, και δεν μπορούμε να σκεφθούμε καν για θέματα πνευματικής ζωής και σωτηρίας.
Μετά, η ικανοποίηση των αισθήσεων. «Πολύ ωραίο έργο προβάλλει ο κινηματογράφος, πρέπει να το δούμε, να πάμε να δούμε». Κι εκείνο, κι εκείνο. «Η τηλεόραση προβάλλει τούτο, πρέπει κι εκεί να το δούμε». Και δεν έχομε χρόνο να κοιτάξομε την πνευματική μας ζωή.
Βέβαια η άρνηση των καλεσμένων δεν σημαίνει και ματαίωσις του δείπνου. Δεν σημαίνει επειδή κάποιοι αρνούνται και τον δείπνο του Θεού, μπορεί αυτό να ματαιωθεί. Αν είναι δυνατόν αυτό ποτέ. Γιατί; Απλούστατα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν την κλήσιν. Δεν είναι όλοι οι οποίοι θα πουν το «όχι». Με μύριες δικαιολογίες «όχι». Υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν και ανταποκρίνονται. Και αυτό είναι βέβαια ένα ευτυχές γεγονός. Είναι οι αποδεχόμενοι λοιπόν το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Και παρακάθηνται εις αυτό το δείπνο. Είναι η μυστηριακή ζωή. Είναι ο εκκλησιασμός. Είναι η μελέτη του λόγου του Θεού. Είναι η άσκησις. Κι αυτοί δουλεύουνε. Δεν είναι τεμπέληδες. Κι αυτοί έχουν οικογένεια. Κι αυτοί έχουν επάγγελμα. Αλλά σου λέει: «Άλλο αυτό, άλλο εκείνο· όλα με τη σειρά τους. Θα πάω και στο μαγαζί, θα πάω και στο χωράφι, αλλά θα πάω και στην Εκκλησία».
Μάλιστα το θέμα της αργίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η Εκκλησία μας έχει αρκετές αργίες μέσα εις το έτος. Το κάνει αυτό, για να σου δώσει την ευκαιρία να αφήσεις τις ενασχολήσεις σου τις βιοτικές και να πας στην Εκκλησία. Και να ακούσεις τον λόγο του Θεού. Θυμούμαι, στη Λάρισα, είχα πει κάποτε στα παιδιά του Κατηχητικού σχολείου.. ένα παιδί το εφήρμοσε, ένα παιδί· ήταν στο Λύκειο. Τι έκανε; Σε μία αργία… σχολείο βέβαια είχαν, γιατί και οι αργίες έχουν δυστυχώς καταργηθεί. Στην εποχή μου είχαμε πολλές αργίες. Αγίου Δημητρίου, να είναι το σχολείο ανοιχτό; Αγίου Αντωνίου; Μπα! Είχαμε αργία. Τι λοιπόν; Το παιδί, όπως του είχα πει…-είχα πει σε όλα τα παιδιά, ένα το εφήρμοσε- τι έκανε το παιδί αυτό; Έπαιρνε τη σάκα του, έτρωγε πρωινό, ερχότανε στην Εκκλησία, όταν έχομε μία αργία, και δεν είναι αργία που να ‘ναι κλειστά όλα, δυστυχώς εκεί βλέπετε, δεν πανηγυρίζει ο ναός, εκεί τελειώνομε και γρήγορα, 9 η ώρα έχει τελειώσει η Εκκλησία. Ε, τότε, τι; Ερχότανε με τη σάκα του το πρωί, εκκλησιαζόταν το παιδί, ευθύς μετά έφευγε και πήγαινε στο σχολείο. Έχανε μόνο μία ώρα. Το πρωί. Μόνο μία ώρα. Ελάτε να μου πείτε τώρα, που καταργήσαμε τις αργίες…-γιατί ξέρετε τι λένε οι εχθροί του Θεού; Είναι στο Ψαλτήρι γραμμένο. «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς». «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς»! Δεν μου λέτε, πόσες ώρες τα παιδιά σήμερα είναι εκτός σχολείου; Πάρα πολλές... Δεκάδες ώρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αυτές τις πέντε ώρες να πάνε στην Εκκλησία. Και έτσι, από άλλο μέρος πληρώνομε τα σπασμένα. Αγαπητοί μου, έτσι είναι. Καταργείς εκείνο που θεσμοθετεί ο Θεός; Αλίμονό σου…
Αγαπητοί, σε λίγες ημέρες θα γιορτάσομε το μεγάλο γεγονός, το μεγαλύτερο γεγονός που είναι η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου. Εκείνος που δημιούργησε τα πάντα, τώρα θα γίνει άνθρωπος. Και θα ΄ρθει ανάμεσά μας. Η παρουσία Του στη γη είναι το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Ορατόν σημείον της Βασιλείας του Θεού στη γη επάνω είναι η Εκκλησία. Και μάλιστα η τέλεσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι όμως από μας γνωρίζουμε το νόημα της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου; Πόσοι από μας έχομε δημιουργήσει προϋποθέσεις υποδοχής, όπως είναι μία Τεσσαρακοστή, όπως τώρα που διερχόμεθα; Πόσοι από μας ετοιμάσαμε την οδόν Κυρίου και κάναμε «εὐθείας τάς τρίβους αὐτοῦ», όπως ειδοποιεί ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος; Μη νομίσομε ότι Χριστούγεννα σημαίνει φαγοπότι και ευκαιρίες ταξιδίων και δώρων και ψυχαγωγίας. Χριστούγεννα σημαίνει ότι κατανοήσαμε Ποιος ήλθε ανάμεσά μας. Αυτό θα πει Χριστούγεννα. Και βέβαια και Τον δεχθήκαμε. Να μη μείνομε λοιπόν σε εκείνο το μελαγχολικό και απογοητευτικό, που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο Α΄ του κεφάλαιο: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήλθε ανάμεσά μας, ήλθε στο σπίτι μας, ήλθε στη γη μας και εμείς δεν Τον παραλάβαμε. Του γυρίσαμε την πλάτη».
Αδελφοί, Χριστούγεννα, και το τραπέζι της Βασιλείας στρώθηκε. Μη χάνομε καιρό. Οι βιοτικές μέριμνες ποτέ δεν τελειώνουν· γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος. Η ζωή μας είναι μία ευθεία. Από τη γη στον ουρανό. Όλες οι συστροφές είναι εκ του πονηρού. Και τώρα μας δίδεται η ευκαιρία. Ο Θεός Πατήρ έστρωσε Μέγα Δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Ανάμεσα στους πολλούς, να σπεύσομε και εμείς. Ίσως αύριο, κατόπιν μιας αναβολής, να είναι πολύ αργά. Ίσως τελεσίδικα αργά… Αμήν.