†.Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, την έχει αφιερωμένη εις την οσία Μαρία την Αιγυπτία. Δεν είναι η μνήμη της σήμερα. Είναι την 1η Απριλίου. Αλλά την τοποθετεί, όπως τοποθετεί και τις μνήμες άλλων, τις προηγούμενες Κυριακές, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, έχει μία Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και μία Κυριακή της Ορθοδοξίας, ακριβώς γιατί θέλει κάτι να προβάλει. Και αυτό που θέλει να προβάλει η Εκκλησία, είναι τούτο: Ότι ο βίος της οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας υπήρξε πανάθλιος. Ο καρπός της μετανοίας της και των δακρύων της, όμως, την εισήγαγε εις την Βασιλείαν του Θεού και έγινε αγία. Συνεπώς θέλει να πει με αυτό η Εκκλησία μας: «Μην απογοητεύεστε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένα σκάμμα, είναι ένα στάδιον, είναι ένα πεδίον αγώνος. Αγωνιστείτε, μετανοήσατε, δακρύσατε, κλάψατε και θα συγχωρηθείτε· όχι μόνο θα συγχωρηθείτε, αλλά και θα αγιασθείτε. Όχι μόνο θα αγιασθείτε, αλλά και θα δικαιωθείτε. Δηλαδή θα αναγνωριστείτε παιδιά του Θεού αγαπημένα, ζώντας μέσα στην αιωνιότητα, μαζί με Εκείνον».
Πράγματι, αγαπητοί, αν ερωτήσετε τι ακριβώς ήταν εκείνο που έκανε την οσίαν Μαρίαν να μετανοήσει, είναι τούτο: Κατά τον βίο της -έζησε επί Ιουστινιανού του Μεγάλου, τον 6ο αιώνα- ήτο Αιγυπτία, ήτο ακόλαστος, ζούσε πολλά χρόνια στην αμαρτία και κάποτε με τους φίλους της, τους εραστάς της, ήλθε στα Ιεροσόλυμα κι αυτή να προσκυνήσει. Όπως ακριβώς βλέπουμε και σήμερα αγαπητοί, στον Επιτάφιο, επί παραδείγματι, πηγαίνουνε οι νέοι με τις φιλενάδες τους, πορνικές φιλενάδες εννοείται, ανήθικες φιλενάδες, με την κακή σημασία της λέξεως «φιλενάδες», πηγαίνουν, παρακολουθούν τον Επιτάφιο, πηγαίνουν στην περιφορά, πηγαίνουν στα πανηγύρια, στις περιφορές αγίων εικόνων κ.λπ. κ.λπ. Μη σας φαίνεται παράξενο, είναι ένα ξέφτισμα αυτό πια των Χριστιανών, που ζουν μια ασυνέπεια. Διότι αν έπρεπε λίγο να σκεφθούν, θα έπρεπε να πουν: «Τι κάνω τώρα; Ακολουθώ τι; Τι ακολουθώ; Τον Επιτάφιον του Χριστού; Κι έχω δίπλα μου την φίλη μου, τον φίλο μου, και αμαρτάνω;». Είναι αδιανόητο πράγμα.
Έτσι λοιπόν κάπως εκινείτο και η οσία Μαρία. Πήγε με τους εραστάς της στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει. Ήταν η ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου. Πήγε να μπει μέσα, αλλά ένα αόρατο χέρι την κρατούσε στην πόρτα και δεν μπορούσε να μπει. Προσπαθούσε, αδύνατον. Προσπαθούσε, αδύνατον! Κατάλαβε. Άρχισε να συνέρχεται. «Είμαι αμαρτωλή! Είμαι πόρνη! Παναγία μου», λέγει, «βοήθησέ με να μπω μέσα και θα σταματήσω τον ακόλαστο βίο μου». Και μόλις το είπε αυτό, κατενύγη. Δάκρυα ήρθαν στα μάτια της και τότε σταμάτησε να εμποδίζει εκείνο το αόρατο χέρι. Μπήκε μέσα, προσεκύνησε. Βγήκε μετά έξω, όταν τελείωσε η Λειτουργία και εξαφανίστηκε. Επέρασε τον Ιορδάνη κι εκεί στην έρημο του Ιορδάνου, αγαπητοί μου, ησκήτευσε μόνη προς μόνον τον Θεόν 41 ολόκληρα χρόνια. Και τότε κάποτε εκεί, στο τέλος της ζωής της επέρασε ο όσιος Ζωσιμάς, ιερεύς, προς τον οποίον είπε τον βίο της, την εκοινώνησε και του λέγει: «Έλα και του χρόνου να με κοινωνήσεις». Αλλά την ίδια ημέρα που κοινώνησε η οσία Μαρία, προαισθανθείσα το τέλος της, απέθανε. Βρήκε το λείψανό της και το έθαψε ο Ζωσιμάς ύστερα από ένα χρόνο.
Αυτήν λοιπόν προβάλλει η Εκκλησία μας. Είναι μεγάλο πράγμα, αγαπητοί. Τι ήταν το προκαταρκτικόν της σωτηρίας της; Η κατάνυξις και τα δάκρυα. Πράγματι, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι ο γέροντάς του, ο όσιος Συμεών ο ευλαβής, έλεγε: «Ποτέ μην κοινωνήσετε, εάν δεν έχετε δακρύσει». Είναι πολύ μεγάλο αυτό, ότι πρέπει να προσεγγίζει κανείς τον Θεόν με κατάνυξη. Η κατάνυξις είναι η αφετηρία να προσεγγίσει κανείς τον Θεόν, αλλά είναι και ακόμη, αν θέλετε, και ένας καρπός. Όπως καρπός της κατανύξεως είναι τα δάκρυα.
Πράγματι, θα λέγαμε, ότι η κατάνυξις… -Τι θα πει κατάνυξις, αλήθεια; Πολλές φορές το λέμε. Ξέρετε, πρέπει να το εξηγήσομε. Πολλές φορές νομίζομε κατάνυξη ότι είναι ένα ημίφως, ένας μικρός χώρος, ένας χώρος, ένα περιβάλλον που υποβάλλει. Λέμε: «Κατανυκτικός ναός αυτός· κατανυκτικός ναός»· ή: «Κατανυκτική Θεία Λειτουργία»· ή: «Κατανυκτικοί ήσαν οι ψάλτες». Όλα αυτά αλήθεια τι σημαίνουν; Δεν ξέρω αν προσεγγίζουν την πραγματικότητα. «Κατανύσσω» θα πει κατά+νύττω, νύσσω. Θα πει: κατά+τρυπώ. «Νύττω» θα πει τρυπώ. Κατατρυπώ λοιπόν θα πει κατανύσσω. Δηλαδή είναι το κατατρύπημα της καρδιάς. Όταν η καρδιά, με άλλα λόγια, τρυπηθεί. Από τι τρυπηθεί; Από κάτι. Αυτό το κάτι που θα την τρυπήσει, θα την πληγώσει. Και το πλήγωμα θα επιφέρει τα δάκρυα. Αυτό θα πει κατάνυξις. Τρύπημα και πλήγωμα της καρδιάς, με αποτέλεσμα τα δάκρυα.
Έτσι, η αφετηρία της κατ΄αίσθησιν πνευματικής ζωής, είναι, αγαπητοί μου, η κατάνυξις. Και ο καρπός της, όπως σας είπα, τα δάκρυα. Πράγματι, εγώ προσωπικά είμαι μάρτυς κάπου κάπου τέτοιων ψυχών, που βλέπει κανένας ότι σε αυτούς τους ανθρώπους ήδη επεσκέφθη την καρδιά τους η χάρις του Θεού και έχουν ήδη κατανυγεί. Και το βλέπει κανείς να δημιουργεί στο πρόσωπό τους, γιατί ήδη έχει γίνει στην καρδιά τους, στην ψυχή τους, μία αλλοίωσις. Και αυτή η αλλοίωσις είναι «ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Όταν το χέρι το δεξί του Θεού ακουμπήσει επάνω στην ψυχή και η ψυχή πυρπολείται, πληγώνεται, κατανύσσεται. Τότε έρχονται και τα δάκρυα. Κι όταν δει κανείς αυτό σε μία ψυχή, τότε λέγει: «Αυτή η ψυχή μετενόησε». Επιστρέφει κατ΄αίσθησιν. Δηλαδή κατά συνείδησιν. Καταλαβαίνει, νιώθει. Πιστέψτε με, αγαπητοί μου, δεν ξέρω αν είναι φοβερός ο λόγος που θα πω, φοβάμαι ότι στους εκατό ανθρώπους που μετανοούν, μόνον ο ένας ξεκινάει με κατάνυξιν. Οι πιο πολλοί, ψυχροί έρχονται να μετανοήσουν και ψυχροί φεύγουν… Είναι σαν την κατσαρόλα που την βάλαμε στη φωτιά, αλλά φωτιά από κάτω δεν υπάρχει. Και δεν μπορεί να γίνει μαγείρεμα. Έτσι ακριβώς, όταν δεν υπάρχει το πυρ της θείας, θα λέγαμε, πληγώσεως, δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική ζωή. Δεν είναι δυνατόν.
Γι΄αυτό βλέπει κανείς τους Χριστιανούς μας, ενώ ξεκίνησαν ή ξεκινούν να εξομολογούνται και να κοινωνούν και να πηγαίνουν στην Εκκλησία, στην πραγματικότητα είναι περιφερόμενα ψυγεία. Και είναι φοβερό αυτό το πράγμα… Γι’ αυτό και είναι έτοιμοι σε κάθε περίπτωση πειρασμού, να εγκαταλείψουν την πνευματική τους ζωή, διότι επιτέλους δεν τους εκόστισε… Δεν θ’ αφήσεις ποτέ κάτι που σου έχει κοστίσει. Ένα παιδί που το γέννησες, δεν το εγκαταλείπεις. Γιατί δεν το εγκαταλείπεις; Γιατί πόνεσες. Και μια πνευματική ζωή που βγήκε μέσα από μία πνευματική γέννηση, από έναν πόνο πνευματικό, από ένα πλήγωμα της καρδιάς, δεν την αφήνεις. Γιατί απλούστατα σε έχει πονέσει. Έχεις προκαλέσει πνευματικόν τοκετόν. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ένα θαυμάσιο: Ότι «ο Θεός Πατήρ είναι ο τοξότης· ο Υιός είναι το βέλος. Και τοξεύει με το τόξο Του ο Θεός Πατήρ τις ανθρώπινες καρδιές, ρίπτοντας το βέλος «Ιησούς Χριστός». Και όταν η καρδιά τρωθεί, πληγωθεί, τότε… ω, τότε…!». Πληγωθεί από το βέλος, δηλαδή Ιησούς Χριστός, τότε, αγαπητοί μου, είναι άλλο πράγμα. Είναι πραγματικά άλλο πράγμα…
Θυμηθείτε τον Απόστολο Πέτρο όταν είχε αρνηθεί τον Χριστόν. Τον ηρνήθη με κάποια ευκολία. Όπως με κάποια ευκολία Του είπε ότι δεν θα Τον αρνηθεί. Και μόλις Τον ηρνήθη ο Πέτρος, ο Κύριος ήτο λίγα μέτρα πιο πέρα, ως υπόδικος. Τότε Τον αρνείται ο Πέτρος, φωνάζει ο πετεινός και γυρίζει ο Κύριος και βλέπει τον Πέτρον. Κοιτάξτε· μόνον εγύρισε και Τον κοίταξε. Α, εκείνο το μάτι! Α, εκείνο το μάτι ήταν βέλος. Με κέντρον, στόχο, την καρδιά του Πέτρου. Τόσο επληγώθη, ώστε αμέσως εβγήκε έξω, όπως μας λέει το Ιερόν Ευαγγέλιον, και έκλαυσε πικρώς.
Θυμηθείτε ακόμη εκείνη την πόρνη γυναίκα, όταν ο Κύριος επήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου, Σίμωνος ονόματι, και εκείνη εμπήκε μέσα και με δάκρυα Τού έπλενε τα πόδια, με δάκρυα. Γιατί; Γιατί είχε κατανυγεί από την παρουσία του Κυρίου, αισθανομένη την αμαρτωλή της ζωή. Γι'αυτό και ο Κύριος είπε… αξίζει να το πούμε, στον Σίμωνα, που του λέγει: «Δεν μου λες, Σίμων, να σε ρωτήσω κάτι -Γιατί ο ίδιος διενοήθη και είπε… «Αν ήταν προφήτης»- ούτε καν προφήτη δεν τον είχε ο Σίμων· απλώς έναν διδάσκαλον τον είχε: «θα έπρεπε να ξέρει ποια είναι αυτή τώρα που του πλένει τα πόδια και θα ‘πρεπε να της δώσει μία κλωτσιά και να την αποδοκιμάσει». - «Σίμων, θα σου πω μια ιστορία. Δύο άνθρωποι χρωστούσαν σε ένα αφεντικό χρήματα. Ο ένας χρωστούσε 50 και ο άλλος 500. Επειδή, όμως, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος είχαν να δώσουν, τους εχάρισε και στους δύο το ποσόν. Πες μου, από τους δυο ποιος θα είναι πιο ευγνώμων;». «Ε, προφανώς», λέγει, «εκείνος που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσόν, τα 500 νομίσματα». -«Ε, λοιπόν, αυτή είναι εδώ τώρα που της χαρίστηκαν τα 500 νομίσματα. Αυτή είναι η πόρνη που συγχωρήθηκε. Γι'αυτό κλαίει. Εσύ καημένε, ταλαίπωρε, είσαι των 50. Σου χαρίστηκαν οι αμαρτίες, αλλά δεν έχεις αίσθηση, δεν έχεις αίσθηση…». Είναι καταπληκτικό!
Θυμηθείτε ακόμη, αγαπητοί μου, τα πλήθη την ημέρα της Πεντηκοστής. Όταν ο Απόστολος Πέτρος βγήκε στον εξώστη του υπερώου για να πει ότι αυτό που ακούν και βλέπουν είναι η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος, που ήρθε να μαρτυρήσει ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας, δεν ήταν πλάνος του λαού, δεν ήταν ψευδομεσσίας. Έρχεται να δώσει την μαρτυρία Του ο ουρανός. Διότι εάν ο Ιησούς ήτο πλάνος και ψευδόχριστος, τότε πώς ήρθε η Πεντηκοστή; Το είχε πει ο Χριστός. «Εγώ θα φύγω και θα στείλω το Πνεύμα το Άγιον». Γιατί ο Ίδιος είπε: «Εμένα θα με δείτε εγκληματία, λαοπλάνο, αλλά Εκείνος, ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, θα μαρτυρήσει περί Εμού Ποιος είμαι». Η μαρτυρία του Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός είναι η Πεντηκοστή. Και βγήκε ο Απόστολος Πέτρος στον εξώστη· ακριβώς τέτοια τους έλεγε. Και το πλήθος εκείνο που συγκεντρώθηκε, κατενύγη, πληγώθηκε η καρδιά του. «Καί ἀκούσαντες», λέει το ιερόν κείμενον, «κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ». Πληγώθηκαν στην καρδιά τους. Και είπαν: «Αδελφοί, τι πρέπει να κάνομε, για να σωθούμε;».
Πάντως, όπως αντιλαμβάνεσθε, το θέμα της κατανύξεως είναι ένα έργο του Θεού. Ένα έργο της δεξιάς του Υψίστου. Αλλά δεν είναι μόνον έργο του Θεού. Είναι ένα έργο και της αγαθής προαιρέσεως. Αν ο άνθρωπος δεν διαθέτει αγαθή προαίρεση, τότε ο Θεός δεν μπορεί τίποτα να κάνει. Ακριβώς γιατί μπροστά Του έχει το θέμα της προαιρέσεως, δηλαδή της ελευθερίας. Και βλέπετε, ούτε Αυτός ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη καρδιά, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν ανοίξει. Τι λέγει εκεί στο βιβλίο της Αποκαλύψεως; «Ἰδού, ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στάθηκα στην πόρτα και χτυπώ». Τι θα πει «χτυπώ»; Πληγώνω, έρχομαι να πληγώσω. «Αλλά, αλλά, εάν κανείς ακούσει την φωνή μου, τότε θα μου ανοίξει. Αν δεν ακούσει την φωνή μου, τότε αναμφισβήτητα δεν θα μου ανοίξει».
Λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος κάτι πραγματικά θαυμάσιο, το οποίον, παρακαλώ, ακούσατέ το. Μας ενδιαφέρει: «Επειδή ο Θεός μάς αγαπάει όλους και θέλει όλοι να σωθούμε, τότε έρχεται η Χάρις Του και από πάνω υπερίπταται απ’ την καρδιά μας. Υπερίπταται. Η καρδιά είναι ακάθαρτη, είναι γεμάτη πάθη. Τότε πετάει ένα βέλος. Έρχεται και τρυπά την καρδιά, λίγο. Και δημιουργεί μία κατάνυξη, αλλά χωρίς εμείς να έχομε ίσως αγαθήν προαίρεσιν. Τίποτα. Είμεθα αμαρτωλοί άνθρωποι. Ο Θεός, λοιπόν, πληγώνει λίγο την καρδιά. Από ένα κήρυγμα, από ένα περιβάλλον, από έναν λόγο, από ένα περιστατικό, από μια κατάσταση. Και πληγώνεται η καρδιά, δηλαδή κατα-νύσσεται και τότε αισθάνεται μία γλυκύτητα. Και δίνει ο Θεός ένα δείγμα και σου λέει: ‘’Αυτό θα νιώθεις, όταν καθαρίσεις την καρδιά σου. Εγώ τώρα έριξα το βέλος και φεύγω. Το αποσύρω το βέλος μου. Εσύ, αν θέλεις, να διαθέσεις την προαίρεσή σου και τότε θα δημιουργήσεις προϋποθέσεις και καταστάσεις που θα έχεις μόνιμη γλυκύτητα’’». Δηλαδή, με άλλα λόγια, μας δίνει ένα δείγμα. Ένα δείγμα της δικής Του αγάπης και της δικής Του παρουσίας. Ποιο είναι το έργο το δικό μας παρακάτω; Να καθαρίσομε την καρδιά μας.
Αλλά ας πούμε και δυο λόγια, αγαπητοί μου, και δια τα δάκρυα. Λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 7ο του λόγο: «Ὁ περί τῶν δακρύων λόγος ἐκ πολλῶν καί διαφόρων τρόπων τίκτεσθαι λέγεται (ότι τα δάκρυα, λέει, από διάφορες αιτίες δημιουργούνται)· λέγω δή, ἐκ φύσεως(είναι κάποιος άνθρωπος ο οποίος έτσι έχει εύκολα τα δάκρυα από την φύση του. Είναι μία κυρίως χαλάρωση του νευρικού συστήματος πολλές φορές και με το παραμικρό ο άλλος δακρύει. Με το παραμικρό), ἐκ Θεοῦ, ἐκ θλίψεως ἐναντίας(από μία στενοχώρια), ἐξ ἐπαινουμένης -όταν επαινεθεί ένας άνθρωπος, αμέσως συγκινείται και δακρύζει· όταν τον επαινέσουν, τον ανεβάσουν, του δώσουν ένα παράσημο, δακρύει, κλαίει-, ἐκ κενοδοξίας (μπορεί να δακρύσει), ἐκ πορνείας(μπορεί να δακρύσει), ἐξ ἀγάπης(μπορεί να δακρύσει), ἐκ μετανοίας, ἐκ μνήμης θανάτου (όταν ενθυμείται τον θάνατον. Όχι με την παθητική έννοια. Αλλά με την έννοια ότι: «Τι κάνω εγώ; Τι κάνω εγώ; Αδικώ, αμαρτάνω, σαν να ζήσω στην ζωή αυτή αιώνες αιώνων... Τι κάνω εγώ;». Αυτή είναι η μνήμη του θανάτου, η γόνιμη μνήμη του θανάτου) καί ἑτέρων πολλῶν», λέγει ο άγιος Ιωάννης.
Βλέπετε ότι είναι πολλές οι αιτίες των δακρύων. Ποιες όμως από αυτές είναι οι νόμιμες; Ποιες είναι εκείνες οι οποίες θα καθαρίσουν την καρδιά, οι καταστάσεις; Εκείνες που πραγματικά θα μου δώσουν πνευματικότητα; Είναι τρεις. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας, τα δάκρυα της μνήμης του θανάτου και τα δάκρυα της αγάπης του Θεού. Και τα δάκρυα της μετανοίας, αγαπητοί μου, είναι τα δάκρυα εκείνα τα οποία κανείς χύνει, όταν καταλάβει την κατάστασή του την φοβερή. Ότι υπήρξε αμαρτωλός. Φθάνει να πει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έναν τολμηρόν λόγον. Το λέγει ο ίδιος. Λέγει: «Τολμηρός είναι ο λόγος, αλλά κάπως έτσι είναι. Ότι τα δάκρυα αποτελούν ένα δεύτερο βάπτισμα!». Διότι με το βάπτισμα, το νερό του βαπτίσματος, καθαριζόμεθα από τον ρύπον της αμαρτίας. Και με τα δάκρυα καθαριζόμεθα από τον ρύπον, την βρωμιά της αμαρτίας.
Αλλά είναι και τα δάκρυα από το κατά Θεόν πένθος, από την μνήμη του θανάτου. Όταν ο άνθρωπος βλέπει τις αμαρτίες του και πενθεί για τον εαυτόν του και οδύρεται. Αν κάποιος δει έναν τέτοιον άνθρωπο, θα πει ότι είναι δυστυχισμένος, ότι είναι μελαγχολικός. Δεν είναι. Είναι ευτυχισμένος. Αγαπητοί, μπορείτε να φανταστείτε, πίσω από ένα κατά Θεόν πένθος ότι υπάρχει ευτυχία; Ότι υπάρχει ειρήνη; Αν γνωρίζατε ότι όταν ο άνθρωπος δει τις αμαρτίες του και κλάψει και κλαίει γι’ αυτές, έχει μία ανείπωτη ειρήνη, την ειρήνη του Θεού… Το συλλαμβάνετε αυτό; Νομίζει κάποιος που είναι άγευστος τέτοιων καταστάσεων, ότι μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είναι δυστυχισμένος. Αλλά είναι μία ελπιδοφόρος μνήμη του θανάτου. Δηλαδή είναι τούτο· προσέξατέ το. Αυτό που λέγει ο γέρων Σιλουανός: «Έχε τον νου σου εις τον άδη και μην απελπίζεσαι». Τι θα πει «Έχε τον νου σου στον άδη»;. Γιατί ο άδης είναι ο τόπος των κολασμένων ψυχών, για την ώρα. Μέχρι να ξανάρθει ο Χριστός και να γίνει η ανάστασις των νεκρών. Ο άδης είναι η πρόγευσις της κολάσεως. Όχι κόλασις. Η πρόγευσις της κολάσεως. «Έχε λοιπόν τον νου σου στον άδη» θα πει, «έχε τον νου σου εκεί στον τόπο των τιμωριών και της βασάνου». Να λες: «Δεν θα σωθώ». Είναι μεγάλο πράγμα αυτό. Κλαις και οδύρεσαι για τις αμαρτίες σου. «Δεν θα σωθώ. Είμαι πολύ αμαρτωλός…».
Προσέξτε· μερικοί το λένε υποκριτικά: «Δεν θα σωθώ». Δεν το πιστεύουν στο βάθος. Να το πιστέψει κανείς: «Δεν θα σωθώ». Και ταυτοχρόνως, να μην χάσει την ελπίδα του ότι μπορεί να σωθεί. Διότι αν πενθεί τις αμαρτίες του και χάσει την ελπίδα της σωτηρίας του, τότε πράγματι είναι δυστυχισμένος άνθρωπος. Τότε πράγματι κινδυνεύει ακόμη και από αρρώστια ψυχική να πάθει. Ο άνθρωπος όμως ο οποίος πενθεί, έχει το κατά Θεόν πένθος, αλλά υπάρχει η ελπίδα της σωτηρίας, τότε είναι μακάριος. Είναι εκείνο που λέει ο Κύριος στους Μακαρισμούς: «Μακάριοι οι πενθούντες, γιατί αυτοί θα γελάσουν». Είδατε; Ευτυχίζει τους πενθούντας. Δεν εννοεί βέβαια να σου πεθάνουν οι συγγενείς σου, να χάσεις τα υπάρχοντά σου. Δεν το λέει αυτό. Δεν εννοεί αυτό ο Κύριος. Αλλά εννοεί να πενθήσεις μια κατάστασή σου αμαρτωλή. Τότε αναμφισβήτητα θα έχεις την ειρήνη. Βλέπετε; Μέθοδοι αντίθετοι από εκείνες τις μεθόδους που εισηγείται ο κόσμος. Ο κόσμος τι εισηγείται; «Ρίχ΄το έξω, διασκέδασε, γλέντησε, μην αφήνεις τίποτα που να μην το δοκιμάσεις! Και θα δεις πόσο χαρά θα έχεις!». Εκεί θα αποκτήσεις την κατάθλιψη και την απουσία της ειρήνης… Βλέπετε μέθοδοι; Αντίθετοι! Αντίθετοι αι μέθοδοι του Θεού από τας μεθόδους του κόσμου. Εντελώς αντίθετα πράγματα!
Και τέλος είναι τα δάκρυα από την αγάπη του Θεού. Εκείνος ο οποίος αγαπάει τον Θεό, αγαπάει και τα δημιουργήματά Του. Και τους ανθρώπους και τα πουλιά και τα φυτά και τις πέτρες. Τ’ αγαπάει όλα. Γιατί είναι όλα δημιουργήματα του Θεού και ανακλούν την σοφία Του, την αγάπη Του και την θεία Του δύναμη. Έτσι εκείνος που έχει πραγματικά αγαπήσει τον Θεό, είναι άλλο πράγμα. Λέγει μάλιστα ο Ιερός Χρυσόστομος: «Κοίταξε, όταν προσκρούσεις τον Θεό με μια αμαρτία, να λυπηθείς· όχι γιατί θα τιμωρηθείς, αλλά γιατί ελύπησες τον Θεό». Αυτό μπορεί να το λέγει κανένας μόνο όταν αγαπάει τον Θεό. Όταν Τον αγαπάει πραγματικά τον Θεό. Και τότε, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, σε μία θαυμασία του ομιλία: «Και όταν έχει κανείς αυτήν την θεωρία της κτίσεως(«θεωρία» δηλαδή το να βλέπει την δημιουργία) καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν τῶν κτισμάτων καί τῆς θεωρίας αὐτῶν (με το να τα βλέπει) ῥέουσι ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα!». Και είναι αυτή η αγάπη η ανείπωτη. Η ανείπωτη αγάπη. Η αγάπη προς τον Θεό και τα δημιουργήματά Του. Ημερώνει τον άνθρωπο, τον κάνει Άνθρωπο με Α κεφαλαίο.
Αν έπρεπε να δούμε πρότυπον ανθρώπου, ποιο είναι αυτό το πρότυπον του ανθρώπου; Που προβάλλονται μέσα στην Ιστορία και από τα διάφορα κοινωνικά και φιλοσοφικά συστήματα, πρότυπα ανθρώπων. Θα λέγαμε: Αυτό είναι το πρότυπον του ανθρώπου: Ο αληθινός άνθρωπος· που έχει την χάρη του Θεού και έχει την αγάπη του Θεού, την αγάπη όλων των δημιουργημάτων και είναι αληθινός παράδεισος…
Ω αγαπητοί, η Εκκλησία μας έβαλε την μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας σήμερα, για να μας πει ότι η κατάνυξις και τα δάκρυα είναι η αφετηρία της πνευματικής μας ζωής.
†.Сегодня, дорогие мои, наша Церковь чтит память святителя Григория Богослова. Это великий святой нашей Церкви. Он родился около 328 года либо в Назианзе, либо в Арианзе в Каппадокии. Учился в школах Кесарии Каппадокийской, Кесарии Палестинской и Александрии.
В Александрии он познакомился со святителем Афанасием Великим и преподобным Антонием Великим. Святитель Василий Великий был его соучеником в Афинах, их связывала сердечная и близкая дружба. В дальнейшем святитель Григорий был поставлен архиепископом Константинопольским и председательствовал на Втором Вселенском Соборе. Но вскоре он ушел в отставку, потому что завистники затеяли смуту — видите, как всюду проникает зависть... Они поставили под сомнение каноничность его избрания на Константинопольскую кафедру. Однако, обвинения были напрасны, и он был оправдан.
Так или иначе, он подал в отставку, ушел. Уходя, он сказал, что если он — причина разделения, то пусть лучше он будет брошен в море, как Иона, чтобы остановить бурю.
Святитель Григорий умер, вероятно, в 391 году в возрасте шестидесяти трех лет. Церковь почтила его особым образом, присвоив ему титул, наименование «Богослов». Разве не богословствовал святитель Афанасий Великий? Разве не богословствовал святитель Василий Великий? Все великие отцы богословствовали. И все же, несмотря на то, что было столько богословов, наша Церковь именует богословами только троих: св. Иоанна Богослова, св. Григория Богослова и св. Симеона Нового Богослова. Итак, вы видите, что он удостоился редкостного наименования богословом.
Дорогие мои, по случаю празднования его святой памяти, Церковь приводит в качестве апостольского чтения отрывок из Послания к Евреям апостола Павла, в котором говорится о качествах Иисуса Христа как Великого Архиерея, и апостол Павел сравнивает архиерейство Христа с архиерейством ветхозаветных первосвященников. Церковь предлагает нам этот отрывок, чтобы показать, каким должен быть настоящий архиерей.
Первосвященник Иисус Христос становится прообразом и образцом для духовенства Церкви. Это не в меньшей степени касается иереев и диаконов, но особенно — архиерея, который должен находиться на своем месте «по образу Архиерея Христа» (гр. εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ᾿Αρχιερέως Χριστοῦ). Чтобы быть избранным во архиерея, он должен изначально обладать определенными качествами, это должно быть данностью. Но в нашей церковной истории сложилось так, что это стало искомым, стало целью. Одно дело — данность, и совершенно другое — искомое. Многие современные архиереи выставляют свое высокое положение и требуют, чтобы верующие воздавали им честь только в силу их сана. «О, — говорит он, — я нахожусь на своем месте по образу Христа! А значит ты должен уважать, ты должен почитать меня». Но им нужно сказать, что способность жить и служить по образу Христа не дается автоматически при рукоположении, но это искомое, к этому нужно стремиться. Поэтому наша Церковь сегодня зачитывает отрывок из Послания к Евреям апостола Павла, чтобы охарактеризовать святителя Григория Богослова, который действительно стоял на своем месте по образу Христа.
В своем Послании апостол Павел пишет:
«Таков бо нам подобаше Архиерей: преподобен, незлобив, безсквернен, отлучен от грешник и вышше небес бывый. Такова имамы Первосвященника, иже седе одесную Престола величествия на Небесех».
Первый признак Великого Архиерея Христа — это «преподобен». Слово «преподобный» в данном контексте означает: благочестивый перед Богом. «Преподобный» означает совокупность всех добродетелей, которые могут быть у человека, и в данном случае у первосвященника: благоговение, послушание, верность, всецелая преданность Богу, полное посвящение себя Богу. Это касается любого священнослужителя, вне зависимости от семейного положения.
А еще это значит — свободный от порочных наклонностей, от стремления к различным грехам, будь то плотские страсти, сребролюбие, эгоизм и прочие. Все это включает в себя понятие «преподобный».
Трагической противоположностью настоящего архиерея были первосвященники времен Христа. Например, первосвященник Анна был в высшей степени коварен и лукав. Когда Христос был осужден, Анна уже не был действительным членом синедриона, но он был его «душой». Он стоял за кулисами и влиял на все решения синедриона — он был, повторяю вам, лукавейшим архиереем. Как и его зять Каиафа («зять по дочери»); они оба полностью перешли на сторону римских властей, то есть это были люди, смотревшие не на интересы народа, а на свою личную выгоду и свой личный престиж. Они прежде всего заботились о том, чтобы быть в хороших отношениях с властями, потому что римляне вмешивались в назначение первосвященника, то есть очень легко и часто меняли первосвященников (что было запрещено по закону).
А еще эти двое были саддукеями. Знаете ли вы, что это значит? У них не было должной веры. Они не верили в существование Ангелов, не верили в бессмертие души, не верили в воскресение мертвых, не верили в вечное воздаяние — Рай, Царствие Божие, ад... Они верили в Бога как это делают деисты: «Бог где-то там наверху, а мы здесь на земле. Бог на Небе пусть присматривает за Своими делами, а мы здесь, на земле, будем заботиться о своем». Таковы были саддукеи... Однако, смотрите, и они тоже приняли сан архиерея...
Глядя на них, еще раз поражаешься величайшей любви Христа и поразительной глубине Его смирения. Он позволяет осудить Себя как человека таким негодным первосвященникам, которых трудно даже назвать людьми... Будучи саддукеями, они не способны были понять божественного происхождения Христа, хотя это было их прямой обязанностью в силу их сана, занимаемого ими места и служения. Они просто обязаны были узнать Его, чтобы защитить людей от лжемессий и указать им на истинного Мессию. Поэтому Каиафа, бывший в то время действующим первосвященником, спросил у Христа (конечно же, лицемерно, как всегда): «Заклинаю Тя Богом живым, да речеши нам, аще Ты еси Христос, Сын Божий?» (Мф. 26, 63). И Христос на это ответил знаменитое «Ты рекл еси: Аз есмь», что означает «Да, это так, как ты сказал, Я — Мессия».
И Христос добавляет к Своим словам видение и пророчество Даниила: «Отселе узрите Сына Человеческаго, седяща одесную Силы и грядуща на облацех небесных, со святыми Ангелами» (Мф. 26, 24). Лицемерно Каиафа рвет на себе одежды: «Вы слышали, Он богохульствовал...». Но разве ты не просил своего Обвиняемого сказать тебе, кто Он такой? Он сказал тебе об этом… Ты брал с него клятву говорить только правду? Вот Он и сказал ее тебе! Почему же ты не продолжаешь дознание, а лицемерно рвешь на себе одежду? И Каиафа, и синедрион — за исключением некоторых — осудили Христа на смерть как лжеспасителя, как лжемессию... Повторюсь еще раз: по своему положению Каиафа был обязан удерживать народ от заблуждения, он должен был сам свидетельствовать о Спасителе, но вместо этого он свидетельствует так, чтобы Иисуса предали смерти.
Давайте еще рассмотрим слово «незлоблив», как говорит апостол Павел в описании Великого Архиерея Христа. Что означает «незлоблив»? Как говорит св. Иоанн Златоуст, это «не лукавый, не причастный злу, не коварный». «Свободный от зла, — говорит нам другой толкователь, Евфимий Зигабен, — не льстивый». «Не было лести в устах Его», — отмечает Икумений. А святой Иаков, брат Господень говорит: «Не искушенный злом» (ср. Иак. 1, 13).
И «безсквернен» — третье определение. «Что такое безсквернен — спрашивает Зигабен, — как не усиление слова незлоблив?». Чтобы больше подчеркнуть то, что мы называем незлобием, он использует характеристику «безсквернен» — свободный от греха, позора, нравственных пятен, всяческой скверны.
Но когда мы сегодня слышим, дорогие мои, о неслыханных сквернах в нашем духовенстве — и у дьяконов, и у пресвитеров, и у архиереев — поистине, просто голова идет кругом...
Еще одна характеристика: «Отлучен от грешник». Он спасает грешников, но Он не смешивается с ними, стоит отдельно от них. А поскольку Христос всегда является образцом для подражания, можно сказать, что духовенство, особенно архиереи, не должны впадать в обмирщение. Вот что означают слова «отлучен от грешник» — быть отделенным от мирского. Не использовать методы мира сего, такие как дипломатия и компромиссы.
Святитель Григорий Богослов не знал об этих маневрах. Один современный ему биограф говорит: «Это было его слабое место»; а я бы сказал — «сильное место». Он не умел маневрировать, он не знал дипломатических компромиссов, поэтому, как только ему было предъявлено обвинение в неканоничности, он тут же сложил с себя полномочия председателя Второго Вселенского Собора.
Церковь, дорогие мои, всегда искала священников и архиереев, которые являли бы образ Иисуса Христа. Например, в книге «Дидахе», в разделе 15 (это очень старинная книга) говорится следующее:
«Рукополагайте себе (то есть для своей Поместной Церкви) епископов и диаконов, достойных Господа, мужей кротких и несребролюбивых, и истинных». Под словом «истинный» имеется в виду человек прямой и бесхитростный. Это то, что Спаситель сказал о Нафанаиле: «Се, воистинну израильтянин, в немже льсти несть» (Ин. 1, 47).
«И испытанных» — они должны быть проверенными, сначала пройти испытание, а затем уже рукополагаться. Какой была его жизнь? Как этот человек жил среди нас, можем ли мы теперь рукоположить его и сделать своим священником?
Когда св. Игнатий Богоносец уезжал из Антиохии, своей епархии, и отправился сухопутным путем в Рим, чтобы принять мученическую смерть, по пути он заехал в Смирну, епархию святого Поликарпа, а потом направился на север, в Филиппы. Оттуда, из Филипп, он написал послание к епископу Поликарпу Смирнскому:
«Тебе, богоблаженнейший Поликарп, надобно созвать боголепнейший совет (то есть Собор) и избрать кого-нибудь особенно вам любезного (человека из вашего окружения, который был бы вам дорог) и усердного (старательного, трудолюбивого человека, который любит Бога и дела Божии), кто бы мог называться боготечным (шествующим, живущим по воле Божией): ему поручить, чтобы, отправившись в Сирию, он прославил там неослабную любовь вашу к славе Божией»[1].
Дорогие мои! Всё это было сказано для того, чтобы люди знали, каковы должны быть пастыри и учителя Церкви. Невежество недопустимо, ибо тогда будут править волки, которые вас раздерут и нанесут великий ущерб вашей душе. Господь нас учил, что «пастырь добрый душу свою полагает за овцы, и овцы по нем идут (следуют за ним), яко ведят глас его (ибо знают его учение). По чуждем же не идут (за чужим, за тем, кому чуждо учение Божие, они не следуют), но бежат от него, яко не знают чуждаго гласа».
Но устами пророка Иеремии Господь говорит и нечто иное:
«Пастырие мнози растлиша виноград Мой (многие пастыри испортили, развратили Мой виноградник, народ Божий), оскверниша часть мою (избранный народ, «участок (часть) Бога»), даша часть желаемую мою в пустыню непроходную (и Мое владение, говорит Господь, Мой народ, они сделали пустыней, опустошили его).
Обратите внимание на фразу, которую говорит пророк Иеремия в двенадцатой главе (стихи 10–11):
«Яко ни един есть, иже размышляет сердцем» — однако никто не принимает этого близко к сердцу, не слышит увещеваний Бога и не сознает, что могут быть священники, которые истребляют стадо народа Божия.
И пророк добавляет: «Горе пастырем, иже погубляют и расточают овцы паствы Моея! Сего ради вы расточили есте овцы Моя, и отвергосте я, и не посетисте их, се, Аз посещу на вас по лукавству умышлений ваших. Понеже пророк и священник осквернишася, и в дому Моем обретох лукавство их», — говорит Господь.
Дорогие мои! Наша Церковь почитает святых мужей, таких как прославляемый ныне святитель Григорий Богослов, чтобы мы, глядя как в зеркало на их житие по образу Иисуса Христа, могли увидеть себя, немощных, чтобы прославлялся Христос и созидалась Церковь Его Святая. Аминь.
†.Апостол Павел, будучи узником в Риме, пишет Тимофею в своем 2-м послании, среди многих скорбей и страданий по причине пребывания в заточении, преследований и гонений: «Вем бо, Емуже веровах» (2 Тим. 1, 12). Я прохожу через все это, потому что знаю, в Кого я уверовал. И это того стоит, потому что я знаю, Кто такой Иисус Христос. А можем ли мы, среди каких-то встречающихся нам злоключений, сказать то же самое? Можем ли мы сказать: «Я знаю, в Кого я уверовал»? Откуда мы получаем знание о Боге? Через Православие. Через нашу Православную веру мы узнаем, каков в действительности Господь и Спаситель наш Иисус Христос.
Для нас, православных греков, — великое благословение, что мы родились в православной стране и имеем правую веру. Отсутствие православного образа мыслей ведет к уклонению в ересь, к искажению образа Спасителя, когда у верующих нет ясного представления о личности Иисуса Христа. Потому что если ты знаешь, кто такой Христос, то ты можешь умереть за Него. Но если ты не знаешь, каков Он, и имеешь неправильное представление о Нем, плохой, искаженный до неузнаваемости отпечаток Его Лика, то тогда ты умрешь не за Него, а за того, кого ты ошибочно принимаешь за Христа. Православие означает именно это — иметь правую веру и верный образ, верное представление о Богочеловеческой личности Иисуса Христа. Бывает и субъективное восприятие Евангелия, то есть личности Иисуса Христа, которое все меняет коренным образом.
Недавно у нас была Неделя о сеятеле, посвященная Отцам Седьмого Вселенского Собора, который поддержал православную позицию по вопросу о святых иконах. И дело не просто в том, ставить или не ставить иконы в храме… Мы, православные, веруем, что Иисус Христос есть Слово Божие, ставшее человеком. «И слово Плоть бысть и вселися в ны» (Ин. 1, 14). Отстаивать и поддерживать истинное учение о природе Христа — это важнейшая задача Православной Церкви. У Христа была не одна, а две природы: божественная и человеческая. Напротив, арианство, с которым боролся Первый Вселенский Собор, говорило, что Христос — это не Бог, а только человек. Арианство сохраняет только человеческую природу Христа, а не Божественную. Но Православие учит не так. Христос есть совершенный Бог и совершенный человек.
I и VII Вселенские Соборы — это две крайности, два полюса, вращающиеся вокруг Богочеловеческой личности Христа. После многих дискуссий становится ясно, что правильный лик Христа имеется только у православных. Какой он? Богочеловеческий. Христос — это совершенный Бог и совершенный человек.
В нашей Церкви имеется Священное Писание и Священное Предание, они равноправны между собой. Что такое Священное Предание? Все, что было сказано об Иисусе Христе. По времени Священное Предание предшествует Священному Писанию. Благодаря ему до нас дошли сведения о том, какой евангелист написал каждое Евангелие (Евангелие от Матфея, Евангелие от Луки), и о том, что Деяния Апостолов — это труд Луки, что Послание к Римлянам написано апостолом Павлом и т. п. Кто сохранил для нас и кто подтверждает подлинность этих книг? Священное Предание. Можно с уверенностью говорить о том, что Священное Писание основано на Священном Предании, особенно если учесть, что Святая Библия начала писаться через много лет после сотворения мира. А до тех пор существовало только Священное Предание.
Что такое Священное Предание? Это то, что апостолы получили и передали Церкви. Апостол Павел говорит коринфянам: «Аз бо приях от Господа, еже и предах вам» (1 Кор. 11, 23). Что он принял? Он принял Таинство Божественной Евхаристии. Но Таинство Божественной Евхаристии — это Христос. Следовательно, его слова можно перефразировать так: я принял Христа и я передал вам Христа. Вот почему Предание — это принятие и передача Христа.
Священное Писание было написано, чтобы показать нам, Кто такой Иисус Христос. Но как мы сможем толковать Библию? Именно здесь кроется большой подводный камень, с которым сталкиваются многие люди. Христос однажды спросил: «Что говорят обо Мне люди?». И отвечают ученики Его: «Один говорит, что Ты — пророк, другой, что Ты — воскресший Предтеча (как сказал Ирод), и так все говорят то одно, то другое». «А вы за кого почитаете Меня?». И апостол Петр говорит: «Ты — Христос, Сын Бога Живаго» (ср. Мф. 16, 13-16).
Хотя у нас и есть Священное Писание, кто способен растолковать его верно? Священное Предание, Отцы Церкви. Следовательно, для того, чтобы иметь ясное представление о лице Иисуса Христа, нам нужны две вещи. Священное Писание и Священное Предание. Это то, что Апостольские Отцы и все прочие Святые Отцы говорили о личности Иисуса Христа, давая верное толкование Библии в Духе Святом. Это две важнейшие составляющие нашей веры.
Расскажу вам теперь подробнее, что такое Священное Предание, потому что оно заключается во многом. И, в первую очередь, это:
I) Семь Вселенских Соборов, а также Поместные Соборы
Наша Церковь имеет соборное устроение, то есть Отцы Церкви все вместе, в Духе Святом, вынесли определение о личности Иисуса Христа. Все Отцы на Первом Вселенском Соборе в 318 году от Р. Х. единогласно сказали, что Христос есть Бог Слово, Который воспринял человеческую природу. На Седьмом Вселенском Соборе они провозгласили, что Христос является также и совершенным человеком. Соборное решение принимается тогда, когда для разъяснения спорных вопросов собирается вся Церковь. Вселенские и Поместные Соборы есть не что иное, как выражение Православия. Вселенский Собор имеет компетенцию разрешать любые вопросы.
Приведу вам один пример. Был ли апостол Павел богодухновенным апостолом? Да. Анания получил от Христа повеление только крестить его в Дамаске, но вере его научил Сам Христос (ср. Деян. 9, 16-17). Но и он не желает говорить чего-то такого, с чем была бы не согласна вся Церковь. В Послании к Галатам он пишет, что через четырнадцать лет он снова ходил в Иерусалим, ходил по откровению. Он изложил свои взгляды апостолу Петру, евангелисту Иоанну и святому Иакову, и предложил им рассмотреть и проверить благовествование, проповедуемое им язычникам. «Наедине же мнимым, да не како вотще теку, или текох» (Гал. 2, 2). «Я обратился к тем, которые считаются столпами веры, и сказал им: вот чему я учу. Правильно ли я говорю? Пусть это услышит и одобрит Церковь, чтобы я не подвизался напрасно, впустую», — это говорит богодухновенный апостол Павел. Итак, вы видите, что соборная система очень важна. Нельзя утверждать что-то просто потому, что это пришло кому-то в голову. Согласна ли с этим вся Церковь? Конечно, мы принимаем и частные мнения Отцов. Но опять-таки только в том случае, если их одобрила Церковь. Что-то сказал святой Златоуст, что-то сказал Василий Великий. Они учили этому по отдельности, сами. Но поскольку Церковь принимает их учение, оно является частью Предания.
II) Божественная Литургия
Божественная Литургия передана нам посредством священства: Таинство Божественной Евхаристии совершается через канонически рукоположенных лиц, наделенных благодатью священства. Таинство Причащения передано нам Самим Спасителем через святых апостолов, и оно тоже является частью Предания. Без Божественной Литургии Церковь не мыслима. Например, у протестантов нет священства, поскольку у них отсутствует апостольская преемственность. Не имея священства, они не имеют и Тела и Крови Христовых, следовательно, у них нет Церкви, и они падают в пустоту. Даже если они говорят пару добрых слов и выдают себя за спокойных и добродетельных «овец», это ничего не значит. Это второстепенно. Веруешь ли ты в Тело и Кровь Христовы? Совершается ли у тебя Таинство Божественной Евхаристии? Если у тебя этого нет, ты — ничто. У тебя нет Церкви. Поэтому протестанты раздроблены и разрознены, ведь они — не Церковь.
III) Мудрые, боговдохновенные писания Отцов Церкви, содержащие толкование Библии, принятое Церковью, без которых мы не можем правильно интерпретировать Священное Писание.
IV) Православное монашество
Как вы знаете, у протестантов нет монашества. Монашество — это то, с чем борются даже некоторые православные, несведущие в вере и не знающие, что это такое. Монашество — это наилучшее выражение Церкви. Монашество уходит своими корнями в Ветхий Завет. Известно, что все пророки — и Моисей, и Аарон, и Исаия (все, кроме двух) — были женаты. В те времена нужно было делать особый акцент на браке, чтобы народ Божий продолжал свое историческое существование, не был потерян, чтобы пришел Мессия. Должны были быть обеспечены определенные исторические рамки. Народ Израиля — это те рамки, в которых Мессия пришел как человек. Два пророка не были женаты — Илия и Елисей. Пророк Илия обладал всеми добродетелями, характерными для монашества: это нестяжание, послушание Богу и целомудрие. Его учеником был Елисей, и они стали родоначальниками монашеских общин — тех людей, которые жили совместно, в общежитии, и вели монашеский образ жизни. Возможно, вы слышите об этом впервые. Обратитесь к Четвертой книге Царств и вы увидите, что эти люди, числом около 400-500 человек, назывались «сыновьями пророков» (4 Цар. 2, 15). Они были свидетелями вознесения пророка Илии, жили в лесах у реки Иордан. Нам известен случай с топором, который у одного из них сорвался и упал в реку, а он и говорит: «топор не мой (одолженный)» — имущества у них было. Эти люди написали несколько книг Ветхого Завета, так называемые «Хроники» (Паралипоменон). Так что корни монашества — еще в Ветхом Завете.
А еще правильнее будет сказать, что корни монашества — в Раю. Первозданные люди жили в целомудрии. Обратите внимание: Бог благословляет их на рождение детей перед грехопадением. Он сотворил человека обоих полов, и поскольку в его жизнь должна была войти смерть, чтобы человеческий род не погиб, вводится брак. Однако в Раю брака еще не было, и у первозданных людей были три добродетели, характерные для монашества. Во-первых, нестяжание. Было у них имущество? Нет. Во-вторых, целомудрие. И, в-третьих, послушание Богу. Послушание «дало сбой», и они вышли из Рая, после чего начинается путь человечества на земле. Так что корни монашества берут свое начало в Раю.
Когда мы воскреснем, брака, конечно же, не будет. Христос сказал, что в Царстве Божием не женятся, не выходят замуж. Будет послушание Богу и, конечно же, нестяжание. Итак, вы видите, что человечество возвращается к этим трем элементам, составляющим монашество? И это — Царствие Божие. Что такое монашество в современном мире? Это предвкушение Царствия Божия. Монашество, безусловно, является наилучшим выражением Церкви. К сожалению, многие недооценивают его и не понимают: противники монашества есть не только среди мирян, но даже среди священников и епископов. Как только откроется какой-нибудь монастырь, так сразу начинают «бить» по нему. Телевидение, журналы, газеты. Это показывает, насколько мы далеки от Православия. Я говорю вам все это, чтобы вы могли понять, что означает быть православным христианином.
V) Православная аскетическая духовность
Аскетический (гр. ασκητικός) означает то, что приобретается с подвигом, с трудом. С чего начинается православная аскетика? С Креста Христова. А Крест Христов — это страдание, это жертва, это прободение гвоздями. Сам Христос сказал: «Царствие Небесное нудится, и нуждницы восхищают е» (Мф. 11, 12). Ты хочешь стяжать Царство Божие в сердце своем? Значит придется совершать усилие над собой. Для чего всё это нужно? Сам по себе человек инертен, ленив, поэтому нам приходится прилагать усилие, чтобы стать способными обрести Царствие Божие. А если мы не делаем этого и хотим пребывать в беспечности, лености и комфорте, значит нашей жизни коснулось обмирщение. Жизнь по духу мира сего, обмирщение — это великая язва нашей Церкви, великий гонитель нашей Церкви. Когда человек утрачивает духовное содержание, он не спасается, потому что православная духовность начинается с Креста. Иначе нет нам спасения. Бог не запрещает нам есть или пить. Но наша святая Церковь установила посты: по средам и пятницам, в Великий пост и т. д. Пост — это напоминание о крестной жизни и подвиге, которые лежат в основании православной аскетической духовности. Нам следует поститься в те дни, когда это установлено Церковью, и подавать от своего имущества милостыню нуждающимся, ибо это угодно Богу.
Апостол Павел пишет филиппийцам: «Мнози бо ходят, ихже многажды глаголах вам, ныне же и плача глаголю, враги Креста Христова» (Фил. 3, 18). «Многие из вас действуют и живут как враги Креста Христова, о чем я вам много раз говорил и сейчас опять пишу со слезами». Кого апостол Павел называет «врагами Креста Христова»? Неужели христиан? Да, именно их. В чем заключается их враждебность Кресту? Дело в том, что крест является символом подвижничества и жертвенности. Но когда ты отвергаешь подвижничество, отвергаешь жертвенность, разве ты не становишься врагом Креста? И апостол Павел добавляет: «имже кончина погибель»: их конец — погибель, то есть ад, «имже бог чрево»: их бог — это чрево, то есть комфорт, отсутствие аскезы, «и слава в студе их» — и слава их в постыдных вещах. Сегодня наблюдается такая картина. Современный христианин говорит: я буду есть и пить, заводить подружек и веселиться. Он даже может быть женат, но развлекаться на стороне. То же самое касается и женщин, которые не желают хранить верность супругу. Вот почему прелюбодеяние столь актуально сегодня. Около 80% разводов происходит из-за супружеской неверности. Это показывает, что люди ошибочно полагают свою славу, честь или свое «мужество» (когда речь идет о мужчинах) в тех вещах, которых они должны были бы стыдиться, и «земная мудрствуют» — думают о земных, плотских вещах. Эти христиане, конечно, не являются богоборцами, но они называются врагами Креста Христова, потому что их духовность не начинается с Крестной жертвы. Они даже могут подать кому-то милостыню, но это не имеет основополагающего значения. Они даже могут внешне иметь любовь к ближним (если это можно назвать чистой любовью). И все же, этого мало, чтобы называться христианами. Наша духовная жизнь должна начинаться с Креста Христова.
Однажды апостола Павла так жестоко побили камнями в Листре, что думали, будто убили его. Его вытащили, вытянули за ногу, как собаку, за город. Ночью христиане пошли, чтобы взять его и похоронить. А Павел был жив. Он встал и знаете, что он сказал? Нечто удивительное! Одно дело — говорить об этом в зале, в храме, в аудитории богословского факультета, в компании, и совсем другое — жить этим. «Многими скорбьми подобает нам внити в Царствие Божие» (Деян. 14, 22). «Подобает» означает «нужно, должно». Мы должны через многие скорби войти в Царствие Божие, по-другому мы не войдем...
VI) Постоянное славословие, как в богослужении, так и в нашей личной молитве
В своей личной молитве мы говорим: «Господи Иисусе Христе, помилуй мя», и это помогает нам постоянно помнить о Боге. Молитва должна приводить к этому: к памятованию о Боге. В Церкви есть традиция совершать непрерывное богослужение в храмах. В Византии были монастыри с круглосуточным славословием. Монахи делились на три части, три группы. Каждая группа прославляла Бога, то есть читала молитвы по восемь часов. Они уходили, и их сразу сменяла другая группа, затем — третья группа и т. д. Именно поэтому у нас, православных, службы достаточно долгие. Русские, взявшие богослужение от Византии, сохранили его точнее; мы урезали некоторые его части, а у них Божественная Литургия длится 2, 3, 4 часа. Утреня у них продолжается дольше. Совершая непрестанное славословие, Церковь подражает Небесным Силам, Херувимам и Серафимам, которые не умолкая прославляют Бога. Как говорит пророк Исаия в своем видении в 6-й главе: «Видел я там Серафимов, воспевающих Бога неумолкающими устами», т. е. постоянно и непрестанно.
VII) Догматическая иконография
Икона должна быть написана таким образом, чтобы выражать догматические истины. Иконописец может иметь некоторую свободу выражения, отсюда и разнообразие, но он не должен отклоняться от того, что определено Священным Преданием и, конечно же, Седьмым Вселенским Собором. Он должен изображать Христа так, как это принято в Православии, а не иначе. Что выражает икона? Каждый фрагмент иконы является не просто изображением, но содержит некую догматическую истину. В отличие от нас, православных, Запад изображает мир в духе реализма, то есть так, как он видит мир естественный. Западные иконы Мадонны (Матери Божией) — это не что иное, как лица натурщиц, подруг художников. Это известный факт. Православные иконописцы никогда не писали икону с человека, чтобы создать, например, образ Девы Марии. Православная Церковь изображает обóженный мир. В то время как Запад рисует мир падший и обреченный на смерть. Поэтому у них — реализм, а у нас антиреализм. Реализм означает нечто реальное. Мы же выходим за пределы того, что мы видим, натуралистичного и естественного. Посмотрите на образ святого Иоанна Крестителя. Можно ли встретить человека, подобного ему, на улице? Нет. Это обóженный человек, который находится вне этого мира.
VIII) Гимнография Церкви
Это поэзия, которая, подобно краскам в иконографии, с помощью слов выражает догматы и духовный опыт. Когда мы читаем тропари, читаем каноны нашей Церкви, это способствует нашему духовному росту. Их содержание исполнено непостижимого величия, которое в нескольких словах выражается литературным, поэтическим способом.
IX) Гимнология, восхваление Бога.
Так называемая «византийская музыка», которая звучит во время православного богослужения — это величавая и прекрасная музыка, достойная священного места. Это ни в коем случае не сценическая и не театральная музыка. Что можно сказать о западной церковной гимнологии, такой как «Страсти по Иоанну» Баха, «Мессия» Генделя? Хорошая музыка, но не церковная, а светская. Если вы послушаете православную гимнологию, она действительно возносит тебя к Небу. Вот почему гимнология так важна. И она уникальна. Не забывайте, что русские стали православными, потому что их очаровала православная византийская гимнология. Все это, повторюсь, является способом выражения Православного Предания.
X) Мученики и святые, окружающие Престол Христа
Известно, что протестанты отвергают и уничижают, оскорбляют святых; говорят, что не следует почитать не только святых, но даже Деву Марию. Однако святые — это друзья Христовы, и их почитают, потому что их почитает Сам Бог. И прославляются они потому, что их прославляет Сам Бог. В 1-й Книге Царств, глава 2, стих 30, сказано: «Зане токмо прославляющыя мя прославлю»: «Тех, кто прославляет Меня, Я прославлю, — так говорит Бог. И поскольку Бог прославляет Своих святых, то и мы прославляем их крестными ходами, тропарями, праздниками, каждением. Православное богослужение содержит богатейшую гимнографию в честь святых. Но это далеко не все. Существует и неопубликованная гимнография, очень большая. Прежде всего Романа Сладкопевца. Нам известна лишь ничтожная малость. Пожалуй, тысячная часть от того, что написал этот великий светильник Церкви. Все это относится к почитанию наших святых.
XI) Мощи святых
Протестанты говорят: «Уберите отсюда эти кости». Но, увы, есть и православные, которые не чтут мощи святых. Святой Николай Кавасила Фессалоникийский говорит, что еще при своей земной жизни святые были обóженными, едиными со Святым Духом. И их тело, и душа. Когда они умирали, тело отправлялось в могилу, а душа попадала в Рай. Но несмотря на разлучение души и тела, во Христе Иисусе и в Святом Духе они соединены, потому что Святой Дух есть и в душе, которая на Небе, и в теле, которое во гробе. Смерть не отделила их ни от Христа, ни от Святого Духа. И их мощи продолжают оставаться обóженными, потому что они уже были таковыми при жизни, они были соединены со Святым Духом. Мощи творят чудеса, они даруют благодать, стоит только прикоснуться к ним. Святитель Иоанн Златоуст говорит, что даже рака, в которой находятся мощи, имеет благодать. Когда Христос шел исцелить слугу сотника, по дороге женщина, страдавшая кровотечением, подошла и прикоснулась к краю Его одежды. Она подумала: «Если только прикоснусь хотя бы к краю, то выздоровею». И Христос после этого сказал: «Сила изошла из Меня» (Лк. 8, 46). Эта сила исходит даже от одежды. У апостола Павла в Эфесе брали фартуки, которые были у него на ткацком станке, и платки, которыми он вытирал пот «от тела своего», с кожи. Даже когда их просто возлагали на одержимых и больных, те выздоравливали. Достаточно было, чтобы на больного упала хотя бы тень апостола Петра, и он получал исцеление. Вот что такое святые мощи. Всё уходит корнями в Священное Писание.
XII) Несмешение Церкви и мира
Церковь делает все возможное, чтобы не смешаться, не объединиться с тем, что называется «миром», в смысле нравственности. Святой Исаак Сирин говорит, что «мир» есть имя собирательное, объединяющее в себе все страсти. То есть одно слово, которое показывает все страсти. Если ты хочешь проанализировать слово «мир», ты можешь говорить названия отдельных страстей. Но возможно ли когда-нибудь, чтобы Церковь соединилась с «миром»? Евангелист Иоанн говорит: «Кто любит мир, в том нет любви Отчей» (1 Ин. 2, 15). Что это значит? Это не касается мира, как материально-духовного творения Божия, потому что в Библии сказано, что Бог так возлюбил мир, что отдал Сына Своего Единородного... и т. д. Не следует жить по законам и обычаям сего падшего, греховного мира. Если мы будем поступать таким образом, то смешаем Церковь с миром. Вместо того, чтобы Церковь воцерковляла мир, происходит обратное — мир проникает в Церковь. Это называется обмирщением. Такое состояние не может, не может спасать. Например, Рим — западная «церковь» — в высшей степени обмирщен. Когда Папа владеет банком и он называется «банком Святого Духа» — это великое богохульство. Он поддерживает и войны против православных. Недавно, когда началась война в Сербии, в светских газетах писали: «Папа Римский и Ватикан поддерживают войну в Сербии… Ватикан посылает оружие». Церковь поставляет оружие для убийства? Господи помилуй! Итак, вы видите, что «западная церковь» полностью обмирщена!
Мы должны обратить внимание и на кое-что другое, это очень актуально. В настоящее время происходит спекуляция Православием со стороны политики. Говорят, что православные народы должны объединиться для борьбы с «исламской дугой» и т. д. Будьте осторожны, потому что те, кто говорит такие вещи, не живут по-православному и не верят по-православному. Наоборот, они борются с Православной Церковью, но только иначе… Грядут трудные дни. Черной тучей надвигается католицизм, то есть папская «церковь». Черной тучей падет он на Православие и Православные Церкви Востока, на Грецию, Болгарию, Румынию, Украину. Об этом известно также из газет. Вы знаете, что происходит на Украине? Настоящая битва между униатами-католиками и православными. Как папские хорваты бились с православными сербами, когда посреди Второй мировой войны хорваты вырезали от 800 тысяч до 1 миллиона православных сербов. Существует лютая ненависть против Православных. Это все описано и является правдой. Мы должны выстоять любой ценой, и ничто не должно лишить нас нашей Православной веры.
Давайте будем хранить наше Православие, как самое драгоценное сокровище. А также наше праводеяние. Недостаточно только лишь верить православно. Нужно и жить православно. Правоверие (гр. Ορθοδοξία) и праводеяние (гр. Ορθοπραξία). И давайте не будем забывать, что Православие — это Сам Христос. Который в книге Откровение передает послание двум из семи исторических Церквей Малой Азии. Первой, Фиатирской Церкви, Он говорит: «Еже имате, держите, дондеже приду» (Откр. 2, 25). Храните (держите) вашу Православную веру, пока Я не приду снова. Когда? Во время Его Второго Пришествия.
Филадельфийской же Церкви Христос заповедует: «Держи, еже имаши» (Откр. 3, 11). Держи, что имеешь: свое правоверие и свое праводеяние — ту православную духовность, которая берет свое начало от Креста Христова. «Да никтоже приимет венца твоего» (Откр. 3,11). Чтобы никто не отнял твой венец, чтобы твою награду не забрал никто другой.
Такова Православная духовность. Всё это — Священное Писание вместо со Священным Преданием, которое является православным толкованием Священного Писания, мы и называем НАШЕ ПРАВОСЛАВИЕ.
77η ομιλία στην κατηγορία « Ομιλίες εις προσκυνητὰς ».
†. Ευρισκόμεθα αγαπητοί μου είς το 31ον κεφάλαιο της Γενέσεως.
Οπως θα ενθυμείσθαι, ο Ιακώβ είχε πολύ πλουτίσει, επειδή ακριβώς ο Θεός τον ευνόησε και τον βοήθησε, επειδή αδικούνταν από τον πεθερό του το Λάβαν. Και παρατήρησε ότι τα παιδιά του Λάβαν, τα αγόρια, άρχισαν να μεμψιμοιρούν με τον πλουτισμό αυτόν του Ιακώβ, του γαμπρού τους, διότι είχαν φθονίσει. Έλεγαν δηλαδή: «εἴληφεν Ἰακὼβ πάντα τὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν τοῦ πατρὸς ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν τὴν δόξαν ταύτην.»(Γεν. 31,1) πήρε, λέγει, από τον πατέρα μας, πήρε ό,τι πήρε, και με τα πράγματα και την περιουσία του πατέρα μας, έχει ο Ιακώβ πλουτίσει. Αυτό, βεβαίως, ήταν αποτέλεσμα ενός φθόνου. Διότι, απλούστατα, ο Ιακώβ εργαζόταν, και αφού εργαζόταν, μέρα-νύχτα εργαζόταν, ήταν επόμενο να έχει μία προκοπή. Αλλά το σπουδαίο, δεν ήταν ότι εργάζονταν ο Ιακώβ πολύ, το σπουδαίο ήταν ότι είχε την ευλογία του Θεού, και όταν κάνεις έχει την ευλογία του Θεού, τότε, αντιλαμβάνεστε, μπορεί να έχει μία πάρα πολύ προκοπή. Αλλά και επιπλέον, ο Ιακώβ παρατήρησε ότι, το πρόσωπο του πεθερού του του Λάβαν, δεν ήταν όπως εχθές, και την τρίτη ημέρα, όπως λέει εδώ. Δηλαδή, το πρόσωπο του πεθερού του ήταν άσχημο, ήταν κατσούφικο. Αρχισε πλέον να φέρεται προς τον γαμπρό του άσχημα. Δηλαδή μουτρωμένο. Εκανε μούτρα, όπως λένε στην κοινή γλώσσα. Αλλά, ακριβώς πάνω σε αυτήν την κατάσταση, μιας δυσαρέσκειας εκ μέρους του σπιτιού του Λάβαν, έρχεται ο Θεός και λέγει στον Ιακώβ: «ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ.» (Γεν. 31,3) Άντε, του λέγει, σήκω φύγε και πήγαινε στην πατρίδα σου, και εγώ θα είμαι μαζί σου. Βλέπετε ότι ο Θεός αφήνει τον Ιακώβ 20 χρόνια εκεί. Πότε βρίσκει την ευκαιρία ο Θεός να πει αυτό που λέει; Όταν μέσα στην ψυχή του Ιακώβ, θα έχει ωριμάσει αυτή η επιθυμία της επιστροφής. Βλέπετε πως ο Θεός, χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα στοιχεία, για να επέμβει στη ζωή του ανθρώπου; Ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει, κατά αφύσικο τρόπο, στην ιστορία, στη ζωή ενός ανθρώπου, ποτέ. Αφήνει λοιπόν να ωριμάσει, μέσα στον Ιακώβ, η επιθυμία, ο πόθος της επιστροφής. Αλλά σε τούτο, θα συντελέσει και το όχι ευχάριστο περιβάλλον· και αυτό το εκμεταλλεύεται ο Θεός. Διότι, ζώντας σε ένα περιβάλλον, που αρχίζει να δείχνει τα μούτρα του, τότε επεμβαίνει ο Θεός και λέει στον Ιακώβ, σήκω φύγε. Επρεπε να φύγει, αλλά σας είπα, ότι η περίπτωση ενός που είναι σώγαμπρος, παρουσιάζει πάντοτε κάποιες δυσκολίες. Πώς να φύγει; Γι' αυτό το λόγο, σκέφτηκε να ενεργήσει κρυφά. Ητανε στα πρόβατά του, στα δικά του τα πρόβατα, τα οποία απείχαν τρεις μέρες δρόμο, από τα ποίμνια του πεθερού του του Λάβαν. Και κάλεσε, εκεί ευρισκόμενος, τις δύο του γυναίκες, κατά μυστικό τρόπο όμως. Τη Λία και τη Ραχήλ. Και όταν ήρθαν λέει σε αυτές: «ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός μου ἦν μετ᾿ ἐμοῦ.» (Γεν. 31,5) Παρατηρώ ότι, οι διαθέσεις του πατέρα σας δεν είναι εκείνες, που ήταν παλιότερα, είναι διαφορετικές, δείχνει απέναντί μου μία δυσαρέσκεια. Είναι αυτό που λέμε "δε μου μιλάει". Συνηθισμένη κατάσταση μέσα στα σπίτια μας. Και αρχίζει να λέει στις γυναίκες του οτι, εν προκειμένου δεν έχει δίκιο ο πατέρας τους. Διότι, ο Ιακώβ στάθηκε πολύ εντάξει, απέναντι στον πεθερό του. Λέγει ακόμη ότι, εγώ έχω δουλέψει με όλη μου την δύναμη στον πατέρα σας, «ἐν πάσῃ τῇ ἰσχύϊ μου δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν.» (Γεν. 31,6), δηλαδή κατασπαταλήθηκα, εξαντλήθηκα, υπηρετώντας στην υπηρεσία του πατέρα σας. Εχει κάποιο παράπονο μαζί μου; Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο πατέρας σας με αδικούσε. «ὁ δὲ πατὴρ ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί με.» (Γεν. 31,7) με εξαπατούσε κατ επανάληψη, και άλλαξε τον μισθό μου. Διότι πράγματι, όπως θα το πει λίγο πιο κάτω, πρόκειται περί το εξής. Θυμάστε τον όρο μισθού; Τι είχε πει ο Ιακώβ στον Λάβαν; Όταν τα πρόβατα τα λευκά, γεννήσουν διάστικτα, μαύρα, σκούρα, αυτά θα είναι δικά μου. Και όταν οι γίδες οι σκούρες, γεννήσουν άσπρα κατσίκια, αυτά θα είναι δικά μου. Και είχε συμφωνήσει πάρα πολύ ο Λάβαν, διότι, ένα ποίμνιο με κριάρια και με πρόβατα άσπρα, υπήρχε πιθανότητα να γεννηθούν, σκούρα προβατάκια; Όχι. Αυτό, το ξέρουνε πάρα πολύ καλά, οι τσοπάνηδες. Σπάνια να γεννηθεί κανένα σκούρο. Και είχε αποδεχθεί την πρόταση, γιατί την έβρισκε πολύ συμφέρουσα. Που όπως σας έλεγα, θα έπρεπε να πει στον γαμπρό του: "όχι παιδί μου, αυτό που ζητάς είναι πολύ λίγο, και αδικείς τον εαυτό σου, δεν είναι σωστό. Διότι, το να πάρεις από ένα κοπάδι που είναι όλα άσπρα, να πάρεις εσύ τα σκούρα;" ο Θεός όμως τι έκανε; Επειδή ακριβώς έβλεπε τη δικαιοσύνη, και έπρεπε να αποδώσει τη δικαιοσύνη, γέννησε το άσπρο κοπάδι, σκούρα πρόβατα. Οπότε, αμέσως έγινε αρκετός ο μισθός του Ιακώβ. Βλέποντας αυτό, ο Λάβαν, αισθάνθηκε άσχημα. Και επειδή τα πρόβατα γεννούσανε δύο φορές τον χρόνο, λέει, κοίταξε, στην άλλη δόση, στην άλλη φουρνιά, τα πρόβατα τα άσπρα θα είναι δικά σου. Εντάξει λέει ο Ιακώβ, όπως το είπες πατέρα. Οταν γεννούσαν την προσεχή φορά, τα πρόβατα ήταν άσπρα. Οταν έβλεπε ότι πάλι ήτανε τα πολλά εκείνα που έπαιρνε ο Ιακώβ, κοίταξε του έλεγε, την άλλη φορά θα είναι τα σκούρα που θα πάρεις εσύ. Γι' αυτό λέει εδώ «καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί με». Δεν είναι πολύ σαφές το κείμενο των εβδομήκοντα, το κείμενο το εβραϊκό είναι σαφέστερο. Γι' αυτό σας είπα αυτή την ιστορία. Εδώ, όταν το μεταφράσουμε ακριβώς, δεν το βγάζουμε, ενώ στο εβραϊκό κείμενο, δείχνει αυτήν την παλινδρόμηση της συμφωνίας, που έκανε ο Λαβάν με τον γαμπρό του τον Ιακώβ, και είναι πολύ άσχημο πράγμα, δείχνει εδώ μία συμφεροντολογία. Βλέπετε, παίρνετε έναν μάστορα, και του λέτε, πόσο θες να μου φτιάξεις αυτό; Σου λέει τόσο. Δεν του λες τίποτα, ούτε του κόβεις τίποτα. Εντάξει. Ερχεται, αρχίζει να δουλεύει, και εκεί αρχίζει να μεμψιμοιρή. Γιατί; θέλει πιο πολλά. Και τον βλέπεις και δεν δουλεύει με την καρδιά του. Και του λες τι συμβαίνει; Και σου λέει, μά ... ξέρεις, δεν βγαίνω, δεν κάνω, δεν δείχνω ... Μα εγώ σου είπα τίποτα; Εγώ σε ρώτησα πόσο θέλεις, και μου είπες τόσα. Ούτε σου έκοψα, ούτε τίποτα. Τώρα γιατί μεμψιμοιρής, γιατί; Είναι η πλεονεξία. Ειλικρινά, είναι φοβερό πράγμα. Είναι κάτι που το συναντάμε, όχι μόνο στις συγγενικές σχέσεις, αλλά και γενικά στις σχέσεις των ανθρώπων, όταν έχουν δοσοληψίες. Αγαπητοί μου άς το προσέχουμε το σημείο αυτό. Λίγο-πολύ εργαζόμενοι άνθρωποι είσαστε ... όλοι μας έχουμε κάποιες δοσοληψίες. Εγώ θα πάρω μάστορα, εσένα θα σε πάρουνε σαν μάστορα, κ.ο.κ. Εκείνο που συμφωνάμε να είναι αυτό. Mα εάν δούμε ότι πέφτουμε έξω, να πούμε με απλότητα, να με συγχωρέσεις πάρα πολύ, στο λογαριασμό μου έπεσα έξω, να, το βλέπεις και μόνος σου. Λοιπόν θα σε παρακαλέσω πολύ, είναι δυνατόν -επειδή έγινε συμφωνία- είναι δυνατόν να μου δώσεις, κάτι παραπάνω; το βλέπεις... Θα δουλεύω με την ψυχή μου όμως! Κι αν εκείνος το δει πραγματικά και είναι και δίκαιος άνθρωπος, θα πει, δεν έχω αντίρρηση, το βλέπω και εγώ, εντάξει, θα σου δώσω παραπάνω. Αν όμως είναι, όχι σωστός, και μας πει,α, αυτό συμφωνήσαμε, ή επιτέλους, είναι μία υπηρεσία, και δεν μπορεί να δώσει παραπάνω, έτσι έγινε, έκλεισε ο διαγωνισμός, τότε, θα υποστούμε τη ζημία, και θα είμαστε προσεκτικότεροι, σε άλλη προσφορά μας, κ.ο.κ. Για να μην έχουμε αυτές τις παλινδρομήσεις, γιατί σας είπα δεν είναι καλό. Τώρα ο Ιακώβ, σας είπα, παραπονιέται στις γυναίκες του εναντίον του πεθερού του. Και λέει ακόμη ότι, εγώ δεν αδίκησα σε τίποτα τον πατέρα σας, εγώ ήμουν εντάξει απέναντί του, γι' αυτό και ο Θεός με ευόδωσε, με βοήθησε, επειδή ακριβώς εγώ δεν ήθελα να αδικήσω τον πατέρα σας. Συν τοις άλλοις, διηγείται στις γυναίκες του ότι, όφθει ο Θεός, μου είπε, λέει, «ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν· νῦν οὖν ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ.» (Γεν. 31,13) Εγώ είμαι εκείνος ο οποίος παρουσιάστηκα είς τόπον Θεού, εκεί, όταν ερχόσουνα πρό εικοσαετίας εδώ στην γη Χαρράν, και εγώ είμαι εκείνος ο οποίος, παρουσιάστηκα στον ύπνο σου και είδες εκείνο το όνειρο με την κλίμακα, τη γνωστή που έχουμε στο παρελθόν αναλύσει. Εσύ ευχήθηκες εκεί, αλείφοντας μία πέτρα ότι, εάν εγώ σε προστατέψω, τότε εκεί θα μου προσφέρεις θυσία. Λοιπόν εγώ σε προστάτεψα, και θα σε προστατέψω πάλι, και πάντα θα σε προστατεύω. Σήκω φύγε, πάρε τα πρόβατά σου, και τα υπάρχοντά σου, και πήγαινε εις τον τόπο σου και εις την γενεά σου. Συνεπώς, αυτά μου είπε ο Θεός και πρέπει να φύγουμε.
Τι έπρεπε τώρα να απαντήσουν οι γυναίκες του Ιακώβ; ή μάλλον τι απάντησαν; Εδώ ειπώθηκε ένα κατηγορητήριο, βεβαίως βασισμένο πάνω σε μία δικαιοσύνη, εναντίον του πατέρα τους.
Και εδώ, κάποτε ξέρετε μία γυναίκα έχουμε και κατηγορούμε τον πατέρα της και γίνεται θηρίο, εδώ, ο Ιακώβ είχε δύο γυναίκες, που είχαν τον ίδιο πατέρα. Αντιλαμβάνεστε τι θα μπορούσε να γίνει... Το ευτύχημα είναι το εξής, ότι η Ραχήλ και η Λία μ' ένα στόμα είπαν: «μή ἐστιν ἡμῖν ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν;» (Γεν. 31,14) Μήπως έχουμε τίποτε άλλο να παίρνουμε από τον πατέρα μας; Δεν μας συνδέει πλέον τίποτα με τον πατέρα μας· και όχι μόνο δεν μας συνδέει τίποτα με τον πατέρα μας, αλλά μας εκμεταλλεύτηκε ο πατέρας μας, και μας θεώρησε σαν ξένες, ότι δεν είμαστε παιδιά του. Ακούστε εδώ τώρα τα παράπονα των γυναικών «οὐχ ὡς αἱ ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ ἡμᾶς καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν.» (Γεν. 31,15) Δε λογαριαστήκαμε εκ μέρους του πατέρα μας σαν ξένες; Μας πούλησε! Που το στηρίζουν αυτό και το λέγουν οι γυναίκες, ότι μας πούλησε; Δεν ήταν έθιμο η περίπτωση, να πληρώνει ο υποψήφιος γαμπρός τον πεθερό του, να πάρει μία κοπέλα; Ηταν έθιμο. Πού βρίσκεται αυτή η θέση ότι μας πούλησε ο πατέρας μας, "πέπρακε γὰρ ἡμᾶς", σε τούτο, ότι έκανε εκμετάλλευση άγρια ο Λάβαν, εις βάρος του γαμπρού του. Συνεπώς αυτό αντιστοιχούσε, ώς να πούλησε τελικά τις κόρες του. Γιατί βρήκε τη ράχη του Ιακώβ να εκμεταλλευτεί όσο περισσότερο μπορούσε ο Λαβάν. Γι' αυτό λένε οι γυναίκες ότι, μας πούλησε ο πατέρας μας. Αλλά πάλι καλά που είπαν αυτό, οι γυναίκες του Ιακώβ. Διότι, λέγουν ακόμα ότι, ο πλούτος τον οποίο έχουμε, ο Θεός τον πήρε από τον πατέρα μας και τον έδωσε σ' εσένανε, διότι ήτανε πάρα πολύ δίκαιο. Συμφωνούν με τον Ιακώβ. Αλλά ας δούμε το θέμα από κάπως πιο κοντά. Ο Ιακώβ ζήτησε να κάνει ένα οικογενειακό συμβούλιο. Κάλεσε τις γυναίκες του μυστικά, να κουβεντιάσει μαζί, να τις πει πως έχει η κατάσταση, και ότι έπρεπε να πάρουν την απόφαση να αναχωρήσουν πλέον από το σπίτι του πατέρα των, και να πάνε εις την γη Χαναάν.
Αυτό το οικογενειακό συμβούλιο, ήταν αυστηρά μεταξύ του Ιακώβ και των γυναικών του. Αλλα πρόσωπα, δεν υπάρχουν στη μέση. Οταν εμείς τυχαίνει, να έχουμε κάποιο σπουδαίο θέμα που μας απασχολεί, κάνουμε οικογενειακό συμβούλιο; Κάνουμε, αλλά είναι παρατηρημένο ότι, πολλές φορές όταν μία οικογένεια κάνει ένα οικογενειακό συμβούλιο, καλεί και άλλους συγγενείς. Καλεί ξαδέρφια, θειούς, θειές ...κ.λ.π, κάποτε και φίλους, οικογενειακούς φίλους καλεί, προκειμένου να ληφθεί μία απόφαση. Είναι καλός αυτός ο τρόπος; Αγαπητοί μου έρχομαι να σας πω ότι, εκ των αποτελεσμάτων κρινόμενος ο τρόπος αυτός, δεν είναι καλός. Διότι ο κάθε ένας θα πει μία γνώμη, και το χειρότερο απ' όλα ότι, ο κάθε ένας θα επιμείνει να πραγματοποιηθεί η δική του η γνώμη. Και παρατηρείται εκεί ένα κομφούζιο. Μία σύγχυση άνευ προηγουμένου. Και το χειρότερο ακόμη ότι, όταν δεν γίνει η γνώμη κάποιου, κάποιων, που επέμεναν μέσα στο οικογενειακό συμβούλιο, αυτός βγαίνει έξω και μας κατηγορεί. Γίνεται εχθρός μας, δεν μας μιλάει, πάντα με το επιχείρημα ότι δεν ακούσαμε την γνώμη του. Δε συμβαίνουν αυτά; Συμβαίνουν αυτά. Και θα πάρω μία τυπική περίπτωση, την οποία όλοι γνωρίζετε.
Οταν επί παραδείγματι, γίνεται ένα συνοικέσιο σε ένα κορίτσι. Υποτίθεται ότι οι γονείς, πρέπει να μην αρκεστούν στον εαυτό τους, στο περιβάλλον του στενού τους οίκου, αλλά θα πρέπει να ρωτήσουν και το ευρύτερο περιβάλλον, δηλαδή το ευρύτερο συγγενολόι. Και τότε καλούν και ρωτούν: "Τι γνώμη έχετε; Μας έκαναν πρόταση για το κορίτσι για αυτό το παιδί, τι γνώμη έχετε;" Τι γνώμη μπορεί να έχουν; ο ένας θα έχει το μακρύ του, και ο άλλος το κοντό του! Ο άλλος θα πει ναι και ο άλλος θα πει όχι, είναι πολύ φυσικό, διότι υπάρχουν ποικίλες γνώμες. Ε, λοιπόν αγαπητοί, αν υποτεθεί τώρα οτι θα ακολουθήσουμε τη γνώμη κάποιου, βεβαίως, δεν θα ακολουθήσουμε την γνώμη την αντίθετη κάποιου άλλου. Θα θυμώσει ο άλλος. Θέλετε ακόμη κάτι άλλο; Εάν δεν καλέσουμε το συγγενολόι μας να τον ρωτήσουμε, το συγγενολόι θυμώνει· και λέγουν "Γιατί δεν μας ρώτησαν όταν παντρεύουν την κόρη τους; Όταν γίνονταν το συνοικέσιο;" Μα αγαπητέ μου, γιατί να σε ρωτήσει; Τι είσαι εσύ; Είσαι ο προστάτης της κοπέλας; Μα, είμαστε λέει συγγενείς ... . Αλίμονο αν καθόμαστε να ρωτάμε το συγγενολόι μας. Το λέω, γιατί υπάρχει αυτή η συνήθεια, όχι βέβαια σε όλους, αλλά υπάρχει σε κάποιες οικογένειες αυτή η συνήθεια, να ρωτούν το ευρύ συγγενολόι για ένα θέμα. Αν νομίζετε, εγώ έτσι το κρίνω, και το βλέπουμε και από εδώ, ότι δεν χρειαζόμαστε τους συγγενείς μας. Μόνο εάν κάποτε είναι κάτι το εντελώς έκτακτο, δεν ξέρω τι, μεταξύ ζωής και θανάτου, για μία στιγμή μπορούμε να ρωτήσουμε και όταν θα ρωτήσουμε τους συγγενείς μας ή φίλους μας, αυτό, θα είναι και θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και όχι παρεμβατικό. Οταν θα ρωτήσω τον ξάδερφό μου και τον θειό μου, δεν θα τον ρωτήσω με την έννοια ότι αυτός θα παρέμβει στην υπόθεση μου, αλλά απλώς θα με συμβουλέψει. Εάν αντιληφθώ ότι παρεμβαίνει και το ξέρω ότι μπορεί να παρεμβαίνει, δεν θα πάω καθόλου, ή εάν δω ότι κάνει κατάχρηση τότε θα τον αποκλείσω, δεν θα τον αφήσω παρακάτω να μπει στην υπόθεση μου. Εγώ έτσι το νομίζω και όπως το βλέπετε εδώ αυτό έκανε και ο Ιακώβ.
Αλλά είναι ακόμη και μία άλλη πλευρά στο θέμα, την οποία πρέπει να προσέξουμε. Οταν πρέπει να ληφθούν κάποιες αποφάσεις στο εντελώς στενό περιβάλλον του σπιτιού, και εν προκειμένω ποιο είναι το στενό περιβάλλον του σπιτιού; Είναι ο σύζυγος και η σύζυγος, είναι το πρώτο στενό περιβάλλον. Εάν τώρα τα παιδιά μας είναι μεγάλα και πρόκειται για μία υπόθεση εξαιρετική, βεβαίως, τότε μπορούμε να ρωτήσουμε και τα παιδιά μας. Μπορούμε να πούμε "παιδιά ξέρετε, να, έχουμε μία κόρη, έχουνε μεγάλα παλικάρια, τι γνώμη έχετε; Πώς βλέπετε την υπόθεση;" Είναι πολύ φυσικό. Αλλά όμως κάποτε υπάρχει η εξής κατάσταση, είπα κάποτε, είναι συχνοτάτη δυστυχώς. Το ζεύγος να μην μπόρεσε ποτέ να ενωθεί ψυχικά και να είναι διασπασμένο, από τον καιρό που παντρεύτηκε. Και έτσι να υπάρχει μία προσκόλληση εκ μέρους της γυναικός προς το σπίτι το πατρικό της, ή εκ μέρους του ανδρός προς το πατρικό του σπίτι. Και όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις, να μην συζητάει το ζεύγος μεταξύ του το θέμα, αλλά η γυναίκα να καταφεύγει στον πατέρα της και τη μάνα της εκείνους να ρωτήσει, ή ο άντρας να πηγαίνει να ρωτάει τον πατέρα του και τη μάνα του, και αυτό που θα πει η μάνα του θα κάνει, και αυτό που θα πει ο πατέρας του θα κάνει, και όχι αυτό που θα κουβεντιάσει με τη γυναίκα του. Αν θέλετε δε κουβεντιάζει καθόλου με τη γυναίκα του. Είναι ένα παράπονο πολλών γυναικών και θα παρακαλέσω ας το προσέξουμε αγαπητοί μου το σημείο αυτό. Πολλών γυναικών ότι, ο άντρας μου δεν κουβεντιάζει μαζί μου τίποτα, πάει στη μάνα του και εκεί κουβεντιάζει και παίρνει αποφάσεις μαζί με τη μάνα του, εμένα με παραθεωρεί. Τι κακό πράγμα είναι αυτό αγαπητοί μου. Θα πω άλλη μία φορά εκείνο που σας έχω πει, η γραφή λέγει, ο λόγος του Θεού, το πνεύμα του Θεού, δια στόματος Αδάμ, για να δείτε πόσο παλιό είναι και ανανεώνεται από τον Ιησού Χριστό στην Καινή Διαθήκη: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.» (Γεν. 2,24)/(Ματθ. 19,5) Βλέπετε παρακαλώ; Εκείνο το «καταλείψει».
Κάποτε μου φαίνεται σας έχω πει οτι, είχα μία συζήτηση με έναν αξιωματικό, είχε έρθει στο μοναστήρι, και ο όποιος πάντα ερχόταν χωρίς να φέρνει τη γυναίκα του, και τον ρώτησα αν είναι παντρεμένος, και μου είπε βέβαια. Λέω "δεν σας είδα ποτέ να φέρετε και τη γυναίκα σας;" Ερχόταν όμως πάντα με τη μάνα του, περίεργο, πήγαινε κυνήγι. Περνούσε από το μοναστήρι και πάντα είχε μαζί του τη μάνα του, και μέσα στο αυτοκίνητο την άφηνε την καημένη τη μάνα, να περιμένει αυτή πότε θα τελείωνε το κυνήγι ο γιός της, για να φύγουν. Παράξενο σχήμα, πολύ παράξενο σχήμα. Κάποτε λοιπόν του είπα γιατί δεν παίρνει τη γυναίκα του; Και άρχισε εκεί κάτι θεολογικά να μου λέει ... Τα 'χε βάλει με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος, -ο Απόστολος Παύλος- χρησιμοποιούσε αυτό: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα»κ.λ.π το χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος, και τα είχε με τον Απόστολο Παύλο. Γιατί ήταν φανερό ότι δεν είχε αγαθές σχέσεις με τη γυναίκα του, είχε με τη μάνα του. Και αφού έπαιρνε πάντα τη μάνα του, ηταν πολύ φυσικό να υπάρχει αυτή η κατάσταση. Και του εξηγούσα ότι αυτό το «καταλείψει», δεν σημαίνει ότι, θα εγκαταλείψει τη μάνα και τον πατέρα από ηθικής πλευράς, διότι θα προσέκρουε στην εντολή τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, αλλά το καταλείψει αναφέρεται απο ψυχολογικής πλευράς. Πλέον παντρεύτηκες την γυναίκα σου, παντρεύτηκε η γυναίκα σου εσένα, αποτελείτε άλλο κύτταρο πλέον. Κάθε τι θα γίνεται μεταξύ σας. Θα συνεννοείστε πάντοτε μεταξύ σας. Δεν μπορείτε να έχετε προσκολλήσεις ψυχολογικές στον πατέρα σας και στη μάνα σας. Θα ρωτήσετε βεβαίως τους γονείς σας ως εμπειροτέρους, αλλά δεν θα τους επιτρέψετε να παρέμβουν μέσα στη ζωή σας και μέσα στις αποφάσεις σας. Αυτό το πράγμα δεν μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να το καταλάβει, και είχε θυμώσει, και λοιπά ..., ας είναι όμως, πέρασε, είναι πολλά χρόνια αυτή η δουλειά.
Εν συνεχεία, βλέπουμε ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι καλή και υπάρχει σας είπα αυτό το λάθος. Με την ευκαιρία θα σας πω και κάτι ακόμα, είναι λίγο έξω από το θέμα μου, αλλά είναι μία ευκαιρία να σας το πω. Οταν κάποια παιδιά αφήνουν τους γονείς τους για να πάνε να αφιερωθούν στο Θεό, με την μοναχική ιδιότητα κ.λ.π, ή αγόρι, ή κορίτσι. Οι γονείς ξέρετε τι επικαλούνται; Επικαλούνται την εντολή "Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου". Δεν αντιλαμβάνονται ότι, όπως στο γάμο υπάρχει ο λόγος «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα»(Ματθ. 19,5) έτσι και στην αφιέρωση υπάρχει κάτι άλλο, που λέει «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·» (Ματθ. 10,37) Εκείνος που αγαπάει τη μητέρα του και τον πατέρα του πιο πάνω από εμένα τον Θεό, δε μου είναι άξιος λέει ο Χριστός. Αυτό το πράγμα δεν μπορούν να το καταλάβουν οι άνθρωποι. Και δε σημαίνει, ένας που πηγαίνει να αφιερωθεί ότι υποτιμά τους γονείς του, ότι δεν τους αγαπά. Εγώ θα έλεγα ότι αν κάποιος από τα παιδιά, θα μπορούσε να εύχεται για τους γονείς του μέρα-νύχτα, θα ήταν ακριβώς εκείνος που θα πήγαινε να αφιερωθεί στο Θεό, και όχι εκείνος στον οποίο θα δίναμε πολύ περιουσία, χωράφια και σπίτια και λεφτά, και όποιος στο τέλος-τέλος μπορεί να μας αφήσει να πεθάνουμε και στο δρόμο, να μας δώσει και μία κλωτσιά. Δεν μπορούν οι γονείς αυτό να το καταλάβουν· ότι άλλο είναι η εντολή της τιμής προς τους γονείς, κι' άλλο είναι η ψυχολογική αποκόλληση. Και αυτή η προσκόλληση, δημιουργεί τόσα προβλήματα, διότι μπορώ να σας πω, ένα μέρος από τα διαζύγια την αιτία την έχουν εδώ, το ότι υπάρχει αυτή η προσκόλληση, ή της γυναικός ή του ανδρός, προς το πατρικό σπίτι. Θα παρακαλούσα λοιπόν ας το προσέχουμε το σημείο αυτό. Εσείς μεν σαν σύζυγοι, αλλά και στα παιδιά σας, προσέξτε όταν θα μεγαλώσουν, βέβαια, η αγωγή που θα τους δώσετε θα είναι τέτοια που θα σας αγαπούν. Δεν θα τους πείτε να σας αγαπούν, θα ήτανε πολύ αστείο να λέγατε στα παιδιά σας να σας αγαπούν. Η αγωγή που θα τους δώσετε θα τους κάνετε να σας αγαπούν. Οταν δείτε όμως μία προσκόλληση στα παιδιά σας, που είναι μία αδυναμία αυτό, τότε θα φροντίσετε να τις σπάσετε την προσκόλληση αυτή, και θα σεβαστείτε την ελευθερία τους ότι πια θα φτιάξουν το δικό τους το σπιτικό και δεν έχετε να επεμβαίνετε στο σπιτικό το δικό τους. Θα συμβουλέψετε, θα πείτε ό,τι σωστό, αλλά έως εκεί και τίποτα περισσότερο.
Ευτυχώς εδώ λοιπόν που οι γυναίκες του Ιακώβ, συμφώνησαν με το σύζυγο, ενώ θα μπορούσαν να είχαν διαφωνήσει και τότε καταλαβαίνετε, το πράγμα θα ήτανε πολύ οδυνηρό για τον Ιακώβ. Αφού έγινε αυτό τότε λήφθηκε και η απόφαση και η αναχώρηση. Ετοίμασαν τις αποσκευές τους, όλα γίνονται κρυφά, φορτώνουν και αναχωρούν. Όσο γι' αυτή την κρυφή αποχώρηση, η οποία δεν ήταν άλλο παρά, μία δραπέτευση, είναι κάτι σωστό; Να σας εξηγήσω. Θα το επικαλεστεί αυτό το επιχείρημα ο Λάβαν, ύστερα από λίγο όταν θα τους συναντήσει στο δρόμο, με σκοπό να τους κακοποιήσει και να τους γυρίσει πίσω. Αυτό θα πει ο Λάβαν ότι, γιατί δραπέτευσες; Μα είναι φυσικό. Την στιγμή που δημιούργησες κύριε πεθερέ, τέτοιες προϋποθέσεις μέσα στο σπίτι σου και ο γαμπρός σου ήτανε δέσμιός σου, και ουσιαστικά ψυχολογικά αιχμάλωτός σου, ήταν πολύ φυσικό, ο άνθρωπος, θέλοντας ακριβώς να προβάλει την ωριμότητα της προσωπικότητάς του, να κάνει αυτό, να δραπετεύσει. Θα μου πείτε το εγκρίνει η γραφή αυτό; Διότι η γραφή παρα πολλές φορές αναφέρει πράγματα τα οποία, απλώς τα αναφέρει για την ιστορία, δεν σημαίνει αυτό οτι και το εγκρίνει. Αν επί παραδείγματι είπε η Σάρα ένα ψέμα, δεν σημαίνει πως ο Θεός το εγκρίνει το ψέμα, ή ο Αβραάμ στην Αίγυπτο θα πει ένα ψέμα, δεν το εγκρίνει ο Θεός, απλώς το γράφει η γραφή γιατί έγινε, σαν γεγονός. Ο Θεός όμως, εγκρίνει τη δραπέτευση του Ιακώβ; Την εγκρίνει αγαπητοί μου ο Θεός. Διότι, ποιος είπε σε αυτήν την κατάλληλη ψυχολογική στιγμή, ποιος είπε, που είναι μουτρωμένος Λάβαν και οι γιοι του, ποιος είπε παρακαλώ να φύγει ο Ιακώβ; Το είπε ο Θεός. Και όχι μόνον αυτό [...]
Εδώ μπορούμε να αγγίξουμε την ερμηνεία εκείνου του χωρίου του Αποστόλου Παύλου που λέει το εξής «οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν,» (Εφ. 6,4) Οι γονείς, λέει, μη παροργίζετε τα τέκνα σας. Ποιος είναι αυτός ο παροργισμός; Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που τα παιδιά θα θυμώσουν με τους γονείς, όταν δεχτούν μία κακοποίηση. Αυτή όμως η κακοποίηση να έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Αυτό εννοεί ο λόγος του Θεού; Μήπως δεν υπάρχει περίπτωση ο Θεός να δίνει μάστιγα και οι άνθρωποι να βλασφημούν; Ο Θεός εδώ τώρα παροργίζει τους ανθρώπους; Άπαγε! Άπαγε! Κάποτε, θυμάμαι ο πατέρας μου με είχε δείρει, κάτι είχα κάνει και με είχε δείρει, και από μέσα μου είπα "ααα, τι θα σου κάνω ..." Τι θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πέρα; Οτι ο πατέρας μου δημιούργησε παροργισμό, και εδώ πέρα, βρίσκεται στην απαγόρευση του λόγου του Θεού που λέει, οι γονείς να μην παροργίζουν τα παιδιά τους; Δεν είναι αυτό αγαπητοί μου. Αλλά είναι μία τακτική που μπορούν να έχουν οι γονείς, έναντι των παιδιών τους, η οποία να οδηγεί τα παιδιά σ' έναν παροργισμό. Αυτό είναι. Να σας πω παραδείγματα.
Καταρχάς το προκείμενο παράδειγμα, όταν αυτός ο άνθρωπος, ο Λάβαν, φτάνει στο σημείο να έχει μία τέτοια σκληρή συμπεριφορά, αλλά σκεπασμένη με πολλή υποκρισία και με ευγένεια, σκληρή στην πραγματικότητα και συμφεροντολογική, ε, κάνει τον γαμπρό του να αγανακτήσει, αυτό θα πει παροργισμός, αγανάκτησε ο άνθρωπος, αγανάκτησαν και οι κόρες του, είπαν, επιτέλους, φτάνει! Είδατε τι είπαν εδώ; «πέπρακε γὰρ ἡμᾶς» και ακόμη «καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν», μας κατέφαγε, μας καταβρόχθισε ο πατέρας μας.
Αλλη περίπτωση.
Οταν έρχεται ο πατέρας κάθε μέρα μεθυσμένος και δέρνει τη γυναίκα του, τα παιδιά αυτά θα φτάσουν στον παροργισμό· να σιχαθούν και να μισήσουν τον πατέρα τους.
Οταν ο πατέρας βλάσφημα μέσα στο σπίτι, οδηγεί τα παιδιά του σε παροργισμό.
Οταν ο πατέρας γυρίζει από 'δω και από κει με τη μία και με την άλλη, φτάνει να παροργίσει τα παιδιά του. Οταν ο πατέρας είναι σπάταλος ή τεμπέλης, και δεν βάζει μία οικονομία στην άκρη, έχοντας κορίτσια να παντρέψει, παιδιά να μορφώσει, και αφήνει τα παιδιά του όπως λάχει, σου λέει, δε βαριέσαι ... . Υπάρχουν γονείς, παράξενο πράγμα, άντρες υπάρχουν, οι οποίοι κοιτάζουνε να πάνε να τρώνε έξω, να καλοπερνάνε και στο σπίτι δε δίνουν τίποτα· οσο για να αφήσουν μία δραχμή για τα κορίτσια να παντρευτούν, ούτε κουβέντα γι' αυτό το πράγμα, ούτε κουβέντα! Πέστε μου λοιπόν, όταν τέτοια παιδιά έχουν τέτοιο πατέρα που θα φτάσουν; στον παροργισμό. Οταν μία κοπέλα βλέπει ότι δεν παντρεύεται επειδή ο πατέρας της και η μάνα της δεν φρόντισαν, με ποια έννοια δεν φρόντισαν, με αυτή που λέμε τώρα, γιατί είναι πολύ φυσικό κάποια παιδιά να μην παντρευτούν, κάποια κορίτσια να μην παντρευτούν, είναι πολύ φυσικό, χωρίς να φταίνε όμως σε αυτό οι γονείς, να μην πει το παιδί δεν φρόντισες πατέρα μου. Οταν όμως φτάνει το κορίτσι να λέει, δεν φρόντισες πατέρα μου και ήσουνα ο άνθρωπος ο σπάταλος και τα λοιπά .... και δεν έβαλες μία δραχμή στην άκρη και έρχονται άνθρωποι και δεν με παίρνουν γιατί δεν έχουμε τίποτα να δώσουμε, ε, η κοπέλα αυτή δε φτάνει σε παροργισμό;
Αυτό νομίζω εννοεί εδώ ο λόγος του Θεού όταν όταν λέει "οἱ πατέρες (γονείς) μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν". Δεν εννοεί το να δώσεις κάποτε ένα ξύλο στο παιδί σου, ή να το βάλεις μια τιμωρία για λόγους παιδαγωγικούς· είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Βέβαια δεν θέλω να πω ότι πρέπει να δέρνουμε το παιδί μας από το πρωί ως το βράδυ, γιατί και τότε θα πέσουμε στον παροργισμό, δε τίθεται θέμα· γιατί πια εδώ δεν έχουμε αυστηρότητα, δεν έχουμε παιδαγωγία, εδώ πια έχουμε μία σκληρότητα και αυτό, ομοίως αποδοκιμάζεται.
Αφού λοιπόν ετοιμάστηκαν, «Ἀναστὰς δὲ Ἰακὼβ ἔλαβε τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰ παιδία αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καμήλους. καὶ ἀπήγαγε πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ, καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ » (Γεν. 31, 17 - 18) Όλη την κινητή περιουσία και το κοπάδι, όλα μαζί, είχε και αρκετούς υπηρέτες και αναχωρεί από τον τόπο του πεθερού του. Κατά την αναχώρηση η Ραχήλ, έκλεψε κάποια αγαλματάκια του πατέρα της, αυτά έχουνε μία σημασία, προσέξτε τα. «Λάβαν δὲ ᾤχετο κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ» (Γεν. 31,19) Πώς βρήκε την ευκαιρία η Ραχήλ να το κάνει αυτό, και επιπλέον χωρίς να τους πάρει είδηση ο πατέρας;
Βρήκαν την εξής ευκαιρία. Είχε πάει ο Λάβαν να κουρέψει τα πρόβατα του, και επειδή απείχε τριών ημερών δρόμο το ποίμνιό του, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία σε αυτές τις τρεις μέρες, στα γρήγορα να ετοιμαστούν και να φύγουν. Επειδή δε απουσίαζε ο πατέρας της από το σπίτι, αυτή έκλεψε τα είδωλα του πατέρα της. «ἔκλεψε δὲ Ῥαχὴλ τὰ εἴδωλα τοῦ πατρὸς αὐτῆς.» (31, 19)
Τι ήταν αυτά τα είδωλα; Ήτανε αγαλματάκια με ανθρώπινη μορφή φυσικά, ανδρός ή γυναικός, όπως είναι η θεά Αστάρτη, ή ο Βάαλ θα λέγαμε, λέω αυτές τις θεότητες οι οποίες είναι γνωστές μετέπειτα.
Τί λάτρευαν εκεί στη γη Χαρράν, στη Μεσοποταμία, δεν μπορώ να σας πω αυτή τη στιγμή, δεν ξέρω, και ήταν εφέστιοι θεοί, δηλαδή ήταν θεοί οικογενείας. Και λατρευόταν από την οικογένεια και θεωρούνταν ιερά σύμβολα, η παρουσία των οποίων εξασφάλιζε την προστασία και την ευλογία του σπιτιού. Αυτή τη συνήθεια, την είχαν όλοι οι ειδωλολάτρες, και οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν, είχανε και οι αρχαίοι Έλληνες τους εφεστίους θεούς, και μέχρι σήμερα έχει διατηρηθεί σε μερικά σύμβολα μέσα στο σπίτι μας. Βλέπετε είμαστε χριστιανοί, αλλά έχουν περάσει αυτά και στην χριστιανική μας ζωή. Οπως η Ραχήλ έχει άντρα ο οποίος πιστεύει στον αληθινό Θεό, εντούτοις κλέβει αυτά τα αγαλματάκια. Γιατί τα έκλεψε; Θα σας πω αυτήν τη στιγμή μόνο τον έναν λόγο, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος, θα τον πούμε λίγο πιο κάτω. Διότι απλούστατα ήταν ειδωλολάτρης η Ραχήλ.
Ισως θα διαμαρτυρηθείτε και θα πείτε "ειδωλολάτρης η Ραχήλ; Που ο σύζυγός της ήταν ...", εδώ είναι το δυστύχημα. Το δυστύχημα είναι όταν η γυναίκα δεν πιστεύει όπως πιστεύει ο άντρας, ή το αντίστροφο. Είναι πραγματικά ένα δυστύχημα μέσα στο σπίτι οταν δεν υπάρχει συμφωνία πίστεως. Είναι φοβερό, είναι δυστύχημα! Αλλά ας μην το αναλύσω περισσότερο το σημείο αυτό, παρά θα μείνω μόνο σε ένα άλλο. Οταν η γυναίκα ή ο άνδρας, κυρίως οι γυναίκες, μπερδεύουν την πίστη στο Θεό με μαγικά σύμβολα, με πράγματα αλλότρια, με πράγματα ειδωλολατρικά τα οποία, ό,τι να τους πείτε, ό,τι να τους κάνετε, δεν μπορούν να αποβάλλουν. 2.000 χρόνια Χριστιανισμό, στον ελληνικό χώρο, δε μιλάω για παραπέρα, δεν μπόρεσαν ακόμη να ξεριζώσουν αυτές τις παγανιστικές συνήθειες και αυτές τις παγανιστικές - ειδωλολατρικές προσκολλήσεις. Έχουμε δε στην εποχή μας, και λόγους αναβιώσεως αυτών των καταστάσεων. Μεγάλοι πατέρες όπως ο ιερός Χρυσόστομος, διαβάστε στις ομιλίες του θα δείτε ότι, συνεχώς στρέφεται εναντίον αυτών των συνηθειών, και οδύρεται. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας οδύρονται, για ένα ποίμνιο χριστιανικό το οποίο, ακόμη δεν έχει τελείως εκχριστιανιστεί. Στην εποχή μας, αυτό το λεγόμενο "έτος παραδόσεως", το διαβόητο "έτος παραδόσεως" το οποίο είναι αφάνταστα ελλιπές, δε γίνεται τίποτε άλλο παρά, μία προσπάθεια (αναδείξεως) πραγμάτων, που πραγματικά θα έπρεπε να είχαν πεθάνει. Σας λέω μόνο ένα χαρακτηριστικό, τα "Αναστενάρια", για να μη προχωρήσω σε πολλά άλλα, πλήθος άλλα, τα οποία και χρηματοδοτούνται από την Πολιτεία. Τα "Αναστενάρια" είναι ένα απομεινάρι ειδωλολατρικό πέρα για πέρα και όμως χρηματοδοτείται για να υπάρχει. Μια άλλη συνήθεια, στην Κοζάνη - Βέροια κάπου εκεί, έγινε τώρα τα φώτα, πού είναι η καθαρά ειδωλολατρικό, ενα είδος καρναβαλιού. Ολα αυτά τα πράγματα που χρηματοδοτούνται, θεωρούνται Παράδοση. Αγαπητοι μου, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν Παράδοση, αλλά εκείνο το παλιό ωραίο τραγουδάκι που λέει: "κάθε σάπια θε να κάψει και κακή κληρονομιά", που έλεγε ένα παλιό τραγούδι του κατηχητικού σχολείου, αυτή είναι η κακή κληρονομία την οποία οπωσδήποτε πρέπει να εξαφανίσουμε.
Μπορεί να υπάρχει στην ιστορία μας, μπορεί να υπάρχει στα μουσεία μας, όπως στα μουσεία μας υπάρχουν και οι θεοί που λάτρευαν οι πρόγονοί μας, δεν διανοήθηκε κανείς να πάει βεβαίως να καταστρέψει αντικείμενα ενός μουσείου μόνο και μόνο γιατί αυτά κάποτε ήταν αντικείμενα λατρείας, όχι, σήμερα για μας δεν είναι αντικείμενα λατρείας, δύνανται να είναι αντικείμενα τέχνης, αντικείμενα ιστορίας, έτερον εκάτερον, δεν υπάρχει σήμερα αυτός ο κίνδυνος, παραταύτα, τον προκαλούμε να υπάρξει αυτός ο κίνδυνος, τον προκαλούμε και τον φέρνουμε στην επιφάνεια. Πρόκειται περί μιας κακώς νοουμένης Παραδόσεως.
Κάτι που μας γυρίζει πίσω στην αμαρτία, την ειδωλολατρεία, είναι από πλευράς χριστιανικής, απαράδεκτη Παράδοση.
Ετσι, η Ραχήλ κλέβει τα είδωλα του πατέρα της, αλλά δεν το είπε στον άντρα της, το έκρυψε. Γιατί το έκρυψε; Για ευνόητους λόγους. Ο άνθρωπος δεν ήταν ειδωλολάτρης και για δυο λόγους, θα της απαγόρευε να το κάνει αυτό. Πρώτον, διότι δεν ήταν ειδωλολάτρης. Δεύτερον, ήταν κλοπή. Θα έλεγε στη γυναίκα του "κλέβεις τον πατέρα σου;" Βλέπετε εδώ παρακαλώ τιμιότητα! Μία τιμιότητα την οποία θα προβάλλει στον Λάβαν παρακάτω, όταν ο Λάβαν θα του κάνει παρατηρήσεις, και θα αγνοεί τελείως ο Ιακώβ την κλοπή της γυναίκας του.
Κλέβουν οι γυναίκες χωρίς να ξέρει ο σύζυγος; Κλέβουν. Βέβαια λίγο ανοίγω το θέμα αλλα δε πειράζει, μέσα σ' αυτό βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες να πούμε το εξής, το να κλέψει η γυναίκα από τον άντρα χρήματα, αυτό πρέπει να βάλει σε μία σκέψη τον σύζυγο, μήπως η στάση του μέσα στο σπίτι δεν είναι η ενδεδειγμένη. Μήπως δηλαδή φτάνει στο σημείο να αναγκάζει τη γυναίκα να κάνει αυτό. Θα παρακαλούσα εδώ μία αναθεώρηση της στάσεώς μας έναντι της συμπεριφοράς μας μέσα στο σπίτι. Θα μου πείτε "μα η γυναίκα μου είναι σπατάλη!", ίσως θα μου πείτε το επιχείρημα αυτό. Αλλά θα μπορούσαμε πάλι να πούμε "και ποιο είναι το κριτήριο που εσύ λες ότι η γυναίκα σου είναι σπάταλη;"
θα σας πω ένα μικρό παράδειγμα, εκ του φυσικού τα παραδείγματα. Λέει φερειπείν η γυναίκα "δως μου 200-300δρχ να πάω να πάρω καλύμματα να βάλω στις καρέκλες, στους καναπέδες να μη λερώνονται". Είναι τα γνωστά καλύμματα που βάζουν οι γυναίκες στα έπιπλα τους. Και λέει ο σύζυγος "δεν χρειάζεται!". Ε, μα, το κριτήριό σου τώρα, δεν χρειάζεται ..., δεν είναι σωστό. Για να σου λέει η γυναίκα σου κάτι που αφορά στο σπιτικό της ότι χρειάζεται, χρειάζεται. Δεύτερο επιχείρημα, σπατάλη. Ξοδεύεις τα λεφτά από εδώ και από εκεί!
Εγώ σας πληροφορώ, άντρας είμαι προς άντρες το λέω, δεν είναι σπατάλη. Να έχετε δε το εξής κριτήριο: Η γυναίκα, πάντοτε θέλει να έχει ένα όμορφο και νοικοκυρεμένο σπίτι. Είναι στη φύση της, είναι στο αίμα της. Τι θα θέλατε να μην έχει νοικοκυρεμένο σπίτι; Για να το κάνει όμως νοικοκυρεμένο το σπίτι, βεβαίως θα χρειαστεί και κάποια χρήματα, ένα μόνο, αν θα πρέπει να στέκεται με τα χρήματα στο χέρι πάντοτε, για να φτιάξει κάτι. Αυτό οπωσδήποτε δεν είναι σωστό. Γιατί πάρα πολλά πράγματα μπορούν να φτιαχτούν, χωρίς να κρατάμε χρήματα στο χέρι. Εκείνο που είχε πει ο Περικλής «Φιλοκαλούμεν μετ’ευτελείας». Οταν η γυναίκα έχει τον τρόπο, -να αγοράζει βεβαίως πρώτη ύλη-, να αγοράσει επί παραδείγματι ύφασμα, χαρτί, δεν ξέρω τι ..., και να φτιάξει από την πρώτη ύλη πράγματα που θα τα αγόραζε έξω περισσότερο ακριβά, αυτό είναι μία αληθινή ευλογία για το σπίτι, εκεί μη πείτε ότι πρόκειται περί σπατάλης.
Δηλαδή το κριτήριό μας κάποτε δεν είναι σωστό. Ας το προσέξουμε λοιπόν αυτό το σημείο.
Πολλές φορές όμως, για να μείνω στο θέμα της Ραχήλ που έκλεψε, μία γυναίκα μπορεί να κλέψει τον άντρα της για να κάνεις σπατάλη, να κάνει πράγματα που αυτή θέλει, ή για λούσα, αυτό είναι κυριολεκτικά απαράδεκτο. Η, αν κλέβει από άλλους τόπους, κι' αυτό βεβαίως είναι απαράδεκτο. Πάρα πολλές γυναίκες όταν βγαίνουν να ψωνίσουν στα καταστήματα κλέβουν, αυτό είναι πασίγνωστο. Γι' αυτό και τα καταστήματα λαβαίνουν τα μέτρα τους στο σημείο αυτό.
Πάρα πολλές φορές εγώ το έχω αντιληφθεί αυτό το θέμα, στο παζάρι που γίνεται επί παραδείγματι στη Λάρισα, ουυ, εκεί να ξέρετε τι γίνεται ..., τι κλέβεται ..., από άνδρες και γυναίκες, τι κλέβεται ...! Είναι φοβερό!
Η, άλλες συνήθειες, να πάμε σε ένα εστιατόριο να κλέψουμε ένα πιρούνι, ένα μαχαίρι, ένα τασάκι και να λέμε την δικαιολογία ότι "το παίρνουμε για σουβενίρ, για ενθύμιο". Αγαπητοί μου τέτοια συνήθειες ας τις βάλουμε στην άκρη. Αληθινοί χριστιανοί δεν σκέφτονται έτσι, είναι τίμιοι, είναι ανοξείδωτοι, όπου και να βρεθούν. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι οι τίμιοι άνθρωποι και δεν επικαλούνται ούτε συνήθειες, ούτε σουβενίρ, ούτε έθιμα, ούτε παραδόσεις, ούτε τίποτα προκειμένου να ασκήσουν ολόκληρη και σωστή την πνευματική τους ζωή.
«ἔκρυψε δὲ Ἰακὼβ Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ, ὅτι ἀποδιδράσκει.» (Γεν. 31,20) Βλέπετε το ρήμα "ἀποδιδράσκει", δραπετεύει. Γιατί το έκρυψε; Το έκρυψε γιατί δεν θα τον άφηνε ο Λάβαν να φύγει, απλούστατα.
, έκανε δηλαδή ένα ηρωικό άλμα.
«καὶ ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ.» (Γεν. 31,21) Προχώρησε, έφυγε, και πέρασε τον Ευφράτη ποταμό και κατευθύνθηκε, όρμησε, εις το όρος Γαλαάδ. Εκεί αναγγέλθηκε στον Λάβαν, την τρίτη ημέρα από την αναχώρηση του Ιακώβ, ότι ο Ιακώβ έφυγε, «ἀνηγγέλη δὲ Λάβαν τῷ Σύρῳ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτι ἀπέδρα Ἰακώβ,» (Γεν. 31,22) οτι ο Ιακώβ δραπέτευσε. Βλέπετε κατ επανάληψη βάζει το ρήμα αποδιδράσκω. Και τότε ο Λάβαν «παραλαβὼν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ, ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ.» (Γεν. 31,23) Μόλις το έμαθε επιστρατεύει τα αδέρφια του, είναι τώρα το μεγάλο συγγενολόι που έρχεται εις επικουρία του θέματος του Λάβαν και τρέχουν ξοπίσω -ασφαλώς σε ζώα επάνω- να συλλάβουν, να κακοποιήσουν και να γυρίσουν πίσω τον Ιακώβ. Διότι τί άλλη έννοια είχε ότι, ο Λάβαν τρέχει από πίσω με ολόκληρη συνοδεία, συγγενολόι, για να βρει τον Ιακώβ, τι έννοια θα είχε; Προφανώς, όπως θα το δούμε στη συνέχεια, ήταν η κακοποίηση και η επιστροφή. Δηλαδή θα έδινε ένα γερό ξύλο στο γαμπρό του, ένα γερό ξύλο στις κόρες του γιατί έφυγαν.
Ιδού τα αποτελέσματα του εθίμου να υπάρχει σώγαμπρος. Θα μου πείτε "μπορεί να φάει ο γαμπρός ξύλο από τον πεθερό;" Ξέρω 'γω, έτσι φαίνεται, καμιά φορά ... . Θα μου πείτε "πάντα αυτό μπορεί να συμβαίνει;" Όχι βεβαίως! Αλλά να εδώ το βλέπετε, συμβαίνει. Ότι δηλαδή δεν έχει προσωπικότητα ο Ιακώβ, δεν μπορεί να κάνει εκείνο το οποίο θέλει, τελείωσε. Είναι φοβερό!
Αλλά εδώ η επικουρία τους συγγενολογιού έχει μία ιδιαίτερη σημασία.
Οταν, πάλι θα έρθω στο θέμα, ένα παιδί, ένα αγόρι ενα κορίτσι, θέλει να αφιερωθεί στο Θεό και δεν το αφήνουν οι γονείς, αποδιδράσκει, δραπετεύει. Καλώς; Κακώς; Ε, μα είπαμε, να μην τα ξαναλέμε πάλι. Βεβαίως καλώς! Γιατί; Τα αναφέραμε προηγουμένως τα γιατί. Αποδιδράσκει λοιπόν, και τι κάνει τώρα ο πατέρας; Επιστρατεύει όλο το συγγενολόι, φίλους και γνωστούς, εναντίον τώρα του παιδιού που δραπέτευσε. Και γυρίζουν από δω και γυρίζουν από κει, κακοποιούν, δέρνουν, χτυπούν, απειλούν, φτάνουν στα δικαστήρια ..., μόνο και μόνο για να επιστρέψουν πίσω το παιδί τους, με χίλια επιχειρήματα και κεντρικό επιχείρημα ότι, το παιδί δεν σεβάστηκε το σπίτι του, ότι κ.τ.λ, κ.τ.λ, ότι δεν έχει την τιμή στο σπίτι, πάντα βέβαια εκείνο το "τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου". Πήγαινες, λέει να γίνεις μοναχός και παρέλειψες την εντολή αυτή ..., και πώς θα σε ευλογήσει ο Θεός ..., και άλλα πολλά ανόητα επιχειρήματα που δεν έχουν άκρη.
Αυτό λοιπόν κάνει τώρα και ο Λάβαν, επιστρατεύει το συγγενολόι να επιτεθεί.
Μία ημέρα πριν φτάσει στη συνάντηση του Ιακώβ, εμφανίζεται ο Θεός στο Λάβαν και του λέει: «ἦλθε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Λάβαν τὸν Σύρον καθ᾿ ὕπνον τὴν νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.» (31,24) Πρόσεξε του λέει, μη πείς κουβέντα κακή στον Ιακώβ. Πρόσεξε! Εδώ βλέπουμε τον Θεό αγαπητοί μου, να έρχεται λίγο πριν συναντήσει ο Λάβαν τον Ιακώβ. Δεν θα μπορούσε ο Θεός να εμποδίσει τον Λάβαν, να μην φύγει καθόλου από την πατρίδα του; Δεν το κάνει αυτό. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος, "πως θα γνώριζε ο Ιακώβ και οι γυναίκες του ότι ο Θεός τους προστατεύει;" Με το να φτάσει ο Λάβαν μέχρι εκεί, να υποστούν την τρομάρα όλοι αυτοί βλέποντας τον Λάβαν με την συνοδεία του, γιατί υπέστησαν μία τρομάρα, και εκεί να ομολογήσει ο ίδιος ο Λάβαν ότι δεν μπορώ να σας κακοποιήσω, επειδή ο Θεός σου, λέει στον Ιακώβ, απόψε με εμπόδισε να σε κακοποιήσω. Αλλιώτικα, θα σου 'χα ρίξει ξύλο ..., και το είπε αυτό. Έδειξε το χέρι του και του λέει «καὶ νῦν ἰσχύει ἡ χείρ μου κακοποιῆσαί σε» (Γεν. 31,29) Μπορεί το χέρι μου να σου κάνει κακό, αλλά τι να σου κάνω ... «ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή ποτε λαλήσῃς μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.» (Γεν. 31,29) Βλέπουμε λοιπόν αγαπητοί μου ο Θεός να επεμβαίνει ακριβώς εκεί, για να φανεί το θαύμα. Και φτάνει ο Λάβαν και λέει στον Ιακώβ:
«τί ἐποίησας;» απότομα, μόλις συναντήθηκαν. Βλέπετε όταν έχουμε τέτοιες συνθήκες, τέτοιες καταστάσεις, δεν υπάρχει ο χαιρετισμός. Χαίρετε παιδί μου, καλημέρα, τι κάνετε, πώς περνάτε ..., τίποτα, κατευθείαν στο θέμα, και πώς, έτσι σκληρά «τί ἐποίησας;»
«ἱνατί κρυφῇ ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ;» (Γεν. 31,26) Τι είναι, λέει αυτό που έκανες, γιατί δραπετεύσεις κρυφά; Γιατί με έκλεψες; Και γιατί πήρε στις κόρες μου σαν αιχμάλωτες πολέμου; Ιδού οι κατηγορίες. Ο Θεός δεν είπε μην πεις κουβέντα πονηρή; Δε παρέβηκε το θέλημα του Θεού ο Λάβαν, διότι ο Θεός εννοούσε το εξής, αυτό που θα έκανε ο Λάβαν, το ξύλο, την κακοποίηση. Το λέει πιο κάτω, σας το είπα προηγουμένως, αλλά τα λόγια όμως τα είπε ο Λάβαν. Ωστε λοιπόν τον κατηγορεί τον Ιακώβ με δύο κατηγορίες. Πρώτον, ότι δραπετεύει χωρίς να του πει ότι φεύγει, και το δεύτερον, ότι τον έκλεψε ο Ιακώβ. Και συμπληρώνει τώρα ο Λάβαν, γιατί μη ξεχνάμε ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει το μείγμα της απειλής αλλά και το καλοπιάσματος, πάντοτε υπάρχει αυτό. Μας θυμίζει, τι να σας πω, εντελώς με ακρίβεια, αυτό που λέγεται όταν ένα παιδί φύγε από το σπίτι του και το βρούν, γιατί θέλει να αφιερωθεί στο Θεό, να αναμειγνύουν απειλές και πολλά κολακευτικά πράγματα. Ακούστε λοιπόν, ενώ του λέει «τί ἐποίησας; ἱνατί κρυφῇ ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ;» (Γεν. 31,26)
με έκλεψες κ.λ.π, και αμέσως:
«καὶ εἰ ἀνήγγειλάς μοι, ἐξαπέστειλα ἄν σε μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ μετὰ μουσικῶν καὶ τυμπάνων καὶ κιθάρας,» (Γεν. 31,27) Αν μου το 'λεγες, λέει, εγώ θα σε προέπεμπα να πας στο σπίτι του πατέρα σου με μουσικές και όργανα. Είδατε παρακαλώ. Τώρα το λες, ω Λάβαν, ότι θα εξαπέστελνες τον γαμπρό σου με μουσικές και όργανα;
Θυμάμαι κάποτε κάποια μάνα, που έλεγε στον γιο της, -αρκεί να τον ξεκολλήσει-, θα σε στείλω στην Ευρώπη, αρκεί να φύγεις απ' το μοναστήρι. Βέβαια περιττό να σας πω ότι, ούτε στην Ευρώπη τον έστειλε όταν έφυγε απ' το μοναστήρι, ούτε πουθενά. Είναι όλες εκείνες οι μεγάλες οι κουβέντες, μόνο και μόνο να πετύχουν το σκοπό τους. Οτι έκαναν και οι διώκτες εναντίον των χριστιανών. Αναμείγνυαν την απειλή με την κολακεία. Δε πιάνει η απειλή; θα πιάσει η κολακεία. Δε πιάνει η κολακεία; θα πιάσει η απειλή. Ευτυχισμένος ο χριστιανός που θα μπορεί να προσέχει και στην απειλή και στην κολακεία.
Αλλά Αγαπητοι μου η ώρα πέρασε, και πρώτα ο Θεός θα συνεχίσουμε την ερχομένη Δευτέρα.
36η ομιλία στο βιβλίο της Π. Διαθήκης " Γένεσις ".