Μας σημειώνει το βιβλίο τῆς Γενέσεως: «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γέν. 3, 7). Δηλαδή, μόλις έφαγαν από τόν καρπό, ἀνοίχθηκαν τά μάτια καί τῶν δύο καί κατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί, καί τότε ἔρραψαν φύλλα συκιᾶς καί ἔκαναν γιά τόν ἑαυτό τους περιζώματα, ποδιές. Περίζωμα, κατά κυριολεξία, εἶναι ἡ ποδιά. Ἔφτιαξαν ἕνα πρόχειρο ντύσιμο με φύλλα συκιᾶς.
Πράγματι, ὁ διάβολος τούς εἶχε πεῖ ὅτι ὅταν θά ἔτρωγαν τόν καρπό του δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, θ' ἄνοιγαν τα μάτια τους. Ἄνοιξαν λοιπόν τά μάτια τους· ὅμως ἄνοιξαν ὄχι γιά νά δοῦν τήν ἰσοθεΐα, πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπατηλότατα, ἀλλά ἄνοιξαν γιά νά ἀντιληφθοῦν τήν παντελῆ γύμνωσή τους ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔμειναν γυμνοί! ἡ ψυχή τους ἔμεινε γυμνή!
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς γυμνωθέντες τῆς ἄνωθεν ῥοπῆς, αἴσθησιν λαμβάνουσι καὶ τῆς αἰσθητῆς γυμνότητος» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Ομιλία ΙϚ', PG 53, 131). Ἐπειδή παρέβησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γυμνώθηκαν ἀπό τήν ἄνωθεν ροπή, ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄνωθεν ροπή εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία χάρη. Καί τότε ἔλαβαν καί αἰσθητή γνώση ὅτι γυμνώθηκαν ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἀντιληφθοῦν ὅτι ἦσαν καί σωματικά γυμνοί.
Ἔτσι, παιδιά, ἀνοίχθηκαν τά μάτια τῶν πρωτοπλάστων, καί γνώρισαν τό καλό καί τό κακό έμπειρικά. Καί κατανόησαν ὅτι ἔχασαν τό καλό, ὅ,τι δηλαδή ἀφοροῦσε στά πρό τῆς πτώσεως ἀγαθά, καί ἔμειναν στο κακό, δηλαδή σέ ὅ,τι ἀφοροῦσε στά μετά τήν πτώση· καί μάλιστα ἔγιναν αἰχμάλωτοι τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο πῆρε πλέον σ' αυτούς διαστάσεις ὄχι μόνον ἠθικές ἀλλά καί ὀντολογικές –θά δοῦμε λίγο πιό κάτω τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἠθικές καί τί οἱ ὀντολογικές διαστάσεις, ἀλλά κι ἐδῶ μποροῦμε μόνο κάτι λίγο νά ποῦμε.
Ἠθική διάσταση εἶναι ὅταν ἐνῶ πρῶτα δέν ἤθελα να κλέβω, τώρα θέλω. Αὐτό εἶναι μιά ἠθική διάσταση τοῦ κακοῦ μέσα μου, μία ροπή. Βλέπετε, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν μία ροπή προς τό κακό, μία κλίση. Αὐτή ἡ ροπή ὅμως εἶναι ἠθικῆς διαστάσεως. Καί ποιά εἶναι ἡ ὀντολογική διάσταση τοῦ κακοῦ; Ὁ θάνατος. Τότε πιά, αὐτό πού εἶμαι, τό εἶναι μου, μεταβάλλεται σε τέτοιο βαθμό, πού δέν μπορῶ ἐπ᾽ οὐδενί λόγω νά τό διορθώσω. Μπορῶ νά μήν κλέβω, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι θά μπορούσα να κάνω κάτι στόν ἑαυτό μου καί νά ύπερνικήσω τήν ἠθική ροπή· ἀλλά τήν ὀντολογική διάσταση, δηλαδή τόν θάνατο, πῶς γίνεται νά τή νικήσω; Καί λέγεται ὀντολογική γιατί είναι κάτι πού ἀναφέρεται στην ὕπαρξή μου· δηλαδή τό κακό εἶναι πιά ὑπαρξιακό.
Βέβαια καί ὁ Θεός γνωρίζει το καλό καί τό κακό· ἀλλά δέν γνωρίζει ἐμπειρικά τό κακό. Ὁ Θεός δέν ἔχει ζήσει ποτέ τό κακό, ἀλλά τό γνωρίζει θεωρητικά, ἂς τό ποῦμε ἔτσι. Ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά γνωρίζει το κακό ὅπως καί ὁ Θεός, δηλαδή θεωρητικά. Ὅταν δηλαδή εἶπε στούς πρωτοπλάστους ὅτι αὐτό εἶναι τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τί θά πιστεύατε; ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δέν θά μποροῦσαν νά ἐννοήσουν τό κακό; Θά ἦταν ἀδιανόητο πράγμα αυτό. Διότι τότε πῶς θά προστατεύονταν, ἐάν δέν γνώριζαν τί εἶναι τό κακό; Το γνώριζαν λοιπόν.
Τό μικρό παιδί δέν ξέρει τί εἶναι τό κακό, γιατί δέν ξέρει καί τί εἶναι τό καλό· καί τοῦτο γιατί δέν ἔχει ἀνεπτυγμένη λογική. Δέν ἔχει ἀκόμη οὔτε γνωστική, οὔτε ἠθική συνείδηση ἀνεπτυγμένη, δέν γνωρίζει. Ἐνῶ ὁ μεγάλος γνωρίζει· γνωρίζει ποιός εἶναι· ἐγώ εἶμαι ἐγώ. Αὐτή εἶναι ἡ γνωστική συνείδηση –θα μιλήσουμε στό ἑπόμενο μάθημα γι' αυτό. Εγώ εἶμαι ἐγώ, δηλαδή ἐγώ δέν εἶμαι ἐσύ· ἔχω συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου, δηλαδή ἔχω αὐτοσυνειδησία. Δέν ἔχω ἀπώλεια τοῦ ἐγώ. Ἄν εἶχα ἀπώλεια τῆς συνειδήσεως τοῦ ἐγώ, τότε δέν θά ἤμουν καλά, θά ἤμουν ἄρρωστος. Αλλά, ἐκτός ἀπ' αὐτό, γνωρίζω τί εἶναι τό καλό καί τό κακό, χωρίς προηγουμένως νά τό κάνω.
Ὁ Θεός λοιπόν δεν γνωρίζει τό κακό ἐμπειρικά. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν θά τό γνώριζε ἐμπειρικά. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως προχώρησε καί γνώρισε ἐμπειρικά τό κακό, ἀφοῦ παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ θά ἤθελα νά σᾶς πῶ κάτι, πού θά παρακαλέσω πάρα πολύ νά τό προσέξετε.
Ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, ἀλλά καί παλαιότερα, ὑπάρχει μία τάση για απόκτηση εμπειριών. Μάλιστα σήμερα λέγεται καί σάν ἔκφραση, ἀκόμα καί στήν παιδική ἡλικία! Ὄχι μόνο στην νεανική ἤ τήν ἐφηβική, ἀλλά καί σ' αὐτήν ἀκόμη την παιδική ηλικία! Σου λέει θέλω νά ἔχω ἐμπειρίες. Τί θά πεῖ ὅμως θέλω νά ἔχω ἐμπειρίες; Θά πεῖ θέλω να δοκιμάσω οτιδήποτε στήν πραγματικότητα!
Μά δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἂν δοκιμάσεις, αὐτό θά σοῦ βγεῖ σέ κακό; Ὄχι· θέλω να δοκιμάσω!...
Ἐπειδή τό ρεῦμα τοῦ κακοῦ ὡς ἐμπειρία πιά –ὄχι ὡς θεωρία– εἶναι πάρα πολύ ἔντονο, ὅλοι γύρω μας θέλουν να δοκιμάζουν τό κακό.
Παλαιότερα, θυμᾶμαι, ὡς μαθητές πού ἤμασταν, ὄχι μόνο στο Δημοτικό αλλά και στο Γυμνάσιο τό ἑξατάξιο, ἐάν ὁ πατέρας μας κάπνιζε τσιγάρο, ἐμεῖς δέν μπαίναμε στον πειρασμό νά τόν μιμηθοῦμε, να καπνίσουμε κι ἐμεῖς τσιγάρο, γιατί ἦταν ἀδιανόητο γιά μᾶς, μαθητές τῆς ἕκτης Γυμνασίου, δηλαδή δεκαοχτώ χρονῶν, τήν ἐποχή ἐκείνη, να καπνίσουμε!... Τό θεωρούσαμε ὅτι δέν ἦταν ἀπαραίτητο. Δηλαδή δέν ὑπῆρχε ἡ ροπή, ή τάση τῆς ἐμπειρίας.
Κάποτε μποροῦσε νά πιαστεῖ ἕνας μαθητής μέσα στο σχολεῖο, ἕνας μόνο μαθητής, ἐκεῖ στα αποδυτήρια, στα αποχωρητήρια, κάπου ἐκεῖ, νά βρεθεῖ νά καπνίζει, σούσουρο σέ ὅλο τό Γυμνάσιο... ὅτι πιάστηκε ὁ τάδε να καπνίζει! Περίεργο!... Εἴδηση ἦταν τό ὅτι πιάστηκε κάποιος να καπνίζει, γιατί δέν εἴχαμε την τάση να ἔχουμε ἐμπειρίες. Σᾶς εἶπα ὅτι ἀρκετοί γονεῖς τῶν μαθητῶν, ἄν ὄχι ὅλοι, κάπνιζαν· ἐμεῖς ὅμως δέν μπαίναμε στην περιέργεια να δοκιμάσουμε.
Σήμερα, ὄχι γιατί ὁ πατέρας σας μπορεῖ νά καπνίζει, ὄχι γιατί ἡ μητέρα σας μπορεῖ νά καπνίζει, ἀλλά γιατί ἡ ἐποχή εἶναι τέτοια, ὅλοι θέλουν να καπνίζουν!
Οἱ γυναῖκες, μάλιστα, ἦταν ἀδιανόητο να καπνίζουν. Εἰδικά σε δημόσιο χῶρο, να καπνίσει γυναίκα...; Ἦταν τελείως ἀδιανόητο πράγμα, πρίν ἀπό τριάντα, σαράντα χρόνια! Αδιανόητο πράγμα... ἀδιανόητο! Σήμερα ὅμως δέν εἶναι ἀδιανόητο.
Σήμερα καί ἡ νεαρή κοπέλα, ἡ ἔφηβη, σοῦ λέει ὅτι ἀφοῦ ὅλες οἱ γυναῖκες καπνίζουν, θέλω να δοκιμάσω καί ἐγώ τί εἶναι τό τσιγάρο. Θέλουν να δοκιμάσουν! Ὄχι πιά γιατί καπνίζουν οἱ γονεῖς τους, αλλά γιατί καπνίζουν οἱ συμμαθήτριές τους ἢ οἱ συμμαθητές τους· για αὐτό θέλουν νά τό δοκιμάσουν κι αὐτές.
Ποῦ νομίζετε ὅτι ὀφείλεται ἡ διάδοση τῶν ναρκωτικῶν, πού ἀρχίζει να παίρνει διαστάσεις ἐπιδημίας; Κι ἀκόμα τοῦ θά φτάσουμε; τί θα γίνει; Ἄν φτάσουμε στα μέτρα τῶν νέων τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀλλοίμονό μας... Αλλοίμονό μας, πραγματικά! Που λέτε ὅτι ὀφείλεται; Ὀφείλεται στήν ἀναζήτηση τῆς ἐμπειρίας. Ὁ σημερινός μας νέος ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι ὑστερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων. Γιατί;
Σᾶς τό ἔλεγα και μια περασμένη φορά ότι σήμερα, γιά νά εἶσαι λογοτέχνης, πρέπει να έχεις δοκιμάσει κάποιες εμπειρίες, καί μάλιστα γενετήσιες εμπειρίες, κάποιες εμπειρίες ἀπό τό οινόπνευμα, ἀπό τά ναρκωτικά, ἀκόμα καί ἀπό ἀποτυχίες καί τά λοιπά. Πρέπει νά τά ἔχεις δοκιμάσει αυτά, για να θεωρηθεῖς καλός λογοτέχνης!
Μοῦ ἔλεγε μία φοιτήτρια τῆς φιλολογίας –σήμεραμοῦ τό ἔλεγε– ὅτι στο Πανεπιστήμιο κάνουν ἀνάλυση ἑνός μυθιστορήματος από ἕνα βιβλίο πού είναι πολύ αἰσχρό... μά πάρα πολύ αἰσχρό! Καί κάνουν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, από φιλολογικής πλέον πλευρᾶς, ὡς μάθημα! Καί λέει κανείς: Γιατί ἀπ' αὐτό; Χάθηκαν ἄλλα βιβλία;... κείμενα ὡραῖα, σπουδαῖα, με σημαντικότατη λογοτεχνική αξία;... Εἶναι αὐτό πού σᾶς λέω· εἴμαστε στήν ἐποχή τῶν ἐμπειριών. Εὐτυχισμένος ὅμως ὁ νέος ἐκεῖνος πού θά πεῖ: Δεν θέλω τέτοιου εἴδους ἐμπειρίες φτηνές καί ἐπικίνδυνες.
Ἐμπειρία δέν εἶναι, παιδιά, να φυτέψει κανείς μία σφαίρα μέσα στο κεφάλι του; Αλλά ἂν φυτέψει μία σφαίρα στο κεφάλι του, μετά τί θά ἔχει να σκεφτεί γι' αὐτήν τήν ἐμπειρία; Δέν ἔχει τίποτα να σκεφτεί, γιατί θά ἔχει πεθάνει. Ἔτσι, ἄν δοκιμάσει κανείς πράγματα πού θά ὁδηγήσουν ὄχι μόνο τήν ψυχή του στον θάνατο ἀλλά καί τό σῶμα του, τότε τί γίνεται; Ἄν κάποιος νέοος –εὔχομαι κανείς από σᾶς νά μήν εἶναι– ἔχει δοκιμάσει ναρκωτικά, ἔκανε ἀρχή, ποιός μᾶς βεβαιώνει ὅτι δέν θά βάλει καί δεύτερη καί τρίτη καί δέκατη καί ἐκατοστή φορά στο στόμα του ή στη φλέβα του ναρκωτικά; Ποιός μᾶς βεβαιώνει; Εἶναι νά μήν γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔγινε ἡ ἀρχή; συνέβη κάτι πάρα πολύ κακό.
Δέν θά ἤθελα βέβαια να απογοητεύσω κάποιον νέο ἤ νέα, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι κάτι δοκίμασε –να φυλάξει ὁ Θεός! γιατί ἡ ἀπογοήτευση είναι δηλητήριο πραγματτικά– αλλά θέλω νά σᾶς ἐπισημάνω πόσο φοβερό εἶναι το κακό, ὅταν θέλουμε νά ἔχουμε μια εμπειρία του. Παρακαλώ, λοιπόν, μπορούμε πολλά πράγματα να γνωρίζουμε –καί νά τά γνωρίζουμε εκόντες-ἄκοντες, θέλουμε δέν θέλουμε– αλλά ὄχι ἐμπειρικά.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφαγε ἀπό τόν καρπό, ἄνοιξαν τα μάτια του. Το κείμενο λέει «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί»· ἀνοίχθηκαν τα μάτια τῶν πρωτοπλάστων. Στην πραγματικότητα δέν ἄνοιξαν τα μάτια τους, ἀλλά ἔκλεισαν τά μάτια τους! δηλαδή ἐπῆλθε σκοτισμός τοῦ νοῦ τους. Αὐτός ὅμως ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ –πού εἶναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό– είχε άσχημα αποτελέσματα. Πρώτα-πρώτα, ἔπαψε πιά ὁ νοῦς νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό· δηλαδή, μ' ἄλλα λόγια, ἔχασε την ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Ὅπως θά ξέρετε, ἡ διάκριση χωρίζεται σε φυσική καί σέ πνευματική. Ποιά εἶναι ἡ φυσική διάκριση; Εκ κατασκευῆς μας, ἀπό τή φύση μας, να μπορούμε να διακρίνουμε το μαύρο ἀπό τό ἄσπρο, τό γλυκό ἀπό τό πικρό.
Αὐτό, θά μοῦ πεῖτε, ἔγκειται στις αἰσθήσεις μας.
Μάλιστα. Αλλά μπορούμε να διακρίνουμε καὶ τὸ κακό ἀπό τό καλό στις γενικές, στις αδρές του γραμμές. Μή μοῦ πεῖτε ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ὅτι ὁ φόνος εἶναι κάτι κακό, ὅτι ἡ κλοπή είναι κάτι κακό! Μή μοῦ πεῖτε ὅτι αὐτό δέν τό ξεχωρίζουμε! Υπάρχουν ὅμως καί λεπτά σημεῖα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ κανείς νά τά δεῖ μέ τή φυσική του διάκριση.
Ἐδῶ πρέπει νά σᾶς ἐπισημάνω ὅτι ἡ φυσική διάκριση ἐξασκεῖται· καί ἐξασκεῖται μέ τή μελέτη, μέ τήν παρατηρητικότητα, μέ τή γνώση γενικά καί μέ τήν πεῖρα τῆς ζωῆς. Πᾶμε σ' ἕναν ἡλικιωμένο ἄνθρωπο, ἤ σ' ἕναν ὥριμο ἄνθρωπο, καί τόν ρωτάμε κάτι. Γιατί τόν ρωτᾶμε; Διότι ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀκόμη διάκριση· ἐκεῖνος ὅμως ἔχει. Ἔτσι, πρίν ἀκόμη ἐμεῖς τελειώσουμε τήν κουβέντα μας, ἐκεῖνος ἔχει βγάλει το συμπέρασμά του, καί μᾶς λέει δέν θά τό κάνεις αὐτό ἤ θά τό κάνεις αὐτό. Γιατί; Διότι ἔχει διάκριση, ἔχει τή δυνατότητα καί ξεχωρίζει, βλέπει. Ἐμεῖς δέν βλέπουμε· γι' αὐτό καί πήγαμε νά τόν ρωτήσουμε. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική διάκριση, καί τό πῶς ἀποκτᾶται σᾶς τό ἐξήγησα.
Ἔχουμε ὅμως καί τήν πνευματική διάκριση. Αὐτή τή χαρίζει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο σ' ἐκείνους πού εἶναι πνευματικοί ἄνθρωποι. Πραγματικά εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ πνευματική διάκριση εἶναι δυσεύρετη. Σᾶς εἶπα εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μ' αὐτήν μπορεῖς νά διακρίνεις ἕναν ἄνθρωπο ἄν ἔχει δαιμόνιο καί τί δαιμόνιο εἶναι. Κάποιος κάποτε φαίνεται νορμάλ ἄνθρωπος, κανονικός, θαυμάσιος, καί μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ γι' αυτόν ὅτι ἔχει δαιμόνιο!
Μοῦ ἔκανε φοβερή ἐντύπωση ἕνα περιστατικό μέ κάποιον ἀσκητή πού εἶναι στήν Αττική καί λέγεται πατήρ Πορφύριος (Πρόκειται περί τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου) –ἴσως θά ἔχετε ἀκούσει γι' αὐτόν. Ἔχει τό χάρισμα ὄχι μόνο τῆς διακρίσεως, ἀλλά καί τῆς διοράσεως, μπορεί να βλέπει. Τοῦ ἔστειλα λοιπόν μία οικογένεια –συγκεκριμένα ἕνα ζεῦγος μαζί μέ ἕνα ἀπό τα παιδιά τους– γιά ἕνα θέμα πολύ σοβαρό. Εγώ ἤδη εἶχα διακρίνει στο παιδί σοβαρά συμπτώματα δαιμονισμοῦ –ἦταν ὅμως ὁλοφάνερα, θά τα βλέπατε κι ἐσεῖς αὐτά. Τούς ἔστειλα, πῆγαν, καί μετά μου τηλεφώνησε ὁ πατήρ Πορφύριος καί μέ κατέπληξε, ὅταν τόν ἄκουσα νά μοῦ λέει: Πές τους –εγώ στήν ἀρχή δέν τούς τό εἶπα– ὅτι καί τό ἄλλο τους παιδί, τό δεύτερο, ἔχει δαιμόνιο –μιά κοπέλα, μικρή, δεκαπέντε χρονῶν– ἀλλά καί οἱ γονεῖς ἔχουν δαιμόνιο!
Του λέω: Γέροντα, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν...
Ἄκουσε πού σου λέω· ἔχουν δαιμόνιο!
Μά, γέροντα... τοῦ λέω.
Ἔχουν δαιμόνιο!... ἐπιμένει για τρίτη καί τέταρτη φορά.
Βέβαια μετά τούς τό εἶπα, γιατί μοῦ τό ζήτησε, καί οἱ ἄνθρωποι ἐξεπλάγησαν. Δεν πέρασε πολύς καιρός, καί πράγματι ἡ κοπέλα ἐκδήλωσε ἕνα βαρύτατο ἁμάρτημα, καί ἐπιμένει να μένει σ' αὐτό τό ἁμάρτημα, πράγμα πού δείχνει ὅτι εἶχε τό ἀντίστοιχο δαιμόνιο αὐτοῦ τοῦ ἁμαρτήματος. Μοῦ ἔκανε κατάπληξη. Αὐτό ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό δῶ· τό ἔβλεπε ὅμως ἐκεῖνος. Καί ἄλλα πολλά ἔβλεπε, παιδιά, καταπληκτικά.
Αὐτό εἶναι ἡ πνευματική διάκριση. Καί ἐδῶ ἐπιπλέον –ὄχι ὅτι εἶναι τό ἴδιο– ανήκει καί ἡ διόραση· τό να μπορεῖ κανείς να βλέπει, να ξεχωρίζει, καί ἀπό μακριά ἀκόμη, χωρίς νά ἔλθει σε επαφή μέ ἕνα πρόσωπο. Αὐτή, ξαναλέω, λέγεται πνευματική διάκριση, καί δέν ἔχουμε παρά νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς τή δίνει, γιατί εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο, πολύ σπουδαῖο δῶρο. Μάλιστα γιά τήν ἐποχή μας εἶναι πολύ χρήσιμη! (Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Σιναΐτης μᾶς βοηθᾶ νὰ βροῦμε τίς ρίζες τῶν πνευματικῶν αὐτῶν χαρισμάτων: Από τήν πίστη γεννιέται ὁ φόβος, ἀπό αὐτόν τό πένθος, μέσῳ αὐτοῦ ἔρχεται ἡ ταπείνωση, ἀπό τήν ὁποία ἔρχεται ἡ διάκριση, καί ἀπό αὐτήν ή διόραση και κατά χάριν ή προόραση. (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Γ΄, Λόγος ω', μτφρ. Αντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τό περιβόλι τῆς Πανναγίας, 1986, σ. 238)
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής λέει: «Μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 1) (ἐδῶ ἔχουμε καί ἀττική σύνταξη). Μήν πιστεύετε σε κάθε πνεῦμα, ἀλλά νά ἐξετάζετε τα πνεύματα ἂν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Πῶς μπορῶ ἐγώ νά διακρίνω ἂν κάτι εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ δέν εἶναι; Ἕνα ὄνειρο, ἄς ποῦμε, ἕνα όραμα, εἶναι ἤ δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό; Πῶς μπορῶ αὐτό νά τό ξέρω;
Ὅπως λοιπόν ἀντιλαμβάνεστε, παιδιά, τό θέμα εἶναι πολύ σημαντικό.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίσθηκε· καί, σκοτισμένος, δέν ἔχει πιά τή δυνατότητα, ὄχι τήν πνευματική, ἀλλά οὔτε κἄν τή φυσική διάκριση νά ἔχει. (Βλ. Ρωμ. 1, 21· 28. Πρβλ. Μάθημα 50ο) Βλέπετε χονδρά πράγματα, καί οἱ ἄνθρωποι δέν τά βλέπουν! Τοῦ λές: Αὐτό εἶναι βαρύ, εἶναι χονδρό, εἶναι φοβερό! δέν τό βλέπεις;... Δέν τό βλέπει· σκοτίσθηκε ὁ νοῦς.
Ακόμη, ὁ ἄνθρωπος βλέπει το σύμπαν διπλό, ἐνῶ εἶναι ἁπλό. Αὐτό σᾶς τό εἶχα ἐξηγήσει μία ἄλλη φορά, ὅταν μιλήσαμε γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ διαβόλου στούς πρωτοπλάστους ὅτι θά ἀνοιχθοῦν τά μάτια τους. (Βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Δ', Μάθημα 48ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 283 κ.έ.) Δηλαδή τό σύμπαν είναι απλό δέν μποροῦμε νά τό βλέπουμε διπλό. Αν στραβώσει κανείς τα μάτια του, τότε ἐνδεχομένως να βλέπει τά ἀντικείμενα διπλά. Αλλά κάτι ἔχουν πάθει τά μάτια του· τά ἀντικείμενα δέν εἶναι διπλά.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος μία διαρχική αντίληψη τοῦ κόσμου· νά βλέπει δηλαδή ὅτι τό καλό καί τό κακό υπάρχουν μέσα στη δημιουργία, καί μάλιστα νά τά βλέπει καί τά δύο ὅτι εἶναι ὄντολογικά· ὅτι τό καλό ὑπάρχει ὡς ὄν, ἀλλά καί τό κακό ύπάρχει ὡς ὄν!... ἐνῶ εἶναι γνωστό ὅτι τό κακό δέν εἶναι ὄν. Ακόμη βλέπει τό κακό να εδράζεται ἐπάνω στήν ϋλη καί ἐπάνω στό σῶμα· γι' αὐτό ἀκριβῶς θεώρησε τήν ὕλη σάν κάτι κακό. (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Β΄, Μάθημα 14ο, ἐκδ. Ι. Μ. Κομνηνείου, Στόμιον 2018, σ. 49 κ.έ., και Τόμος Δ΄, Μάθημα 48ο, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 283)
Ὁ Πλάτων (ὁ σοφός Πλάτων!) ἔβλεπε τήν ὕλη σάν κάτι κακό. Τό σῶμα, τήν ὕλη, ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καί ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, εἴτε στα φιλοσοφικά τους συστήματα εἴτε στα θρησκευτικά τους, τά ἔβλεπαν πάντοτε σάν κάτι κακό. Ὁ Βουδδισμός καί ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες –που δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἔχουν εἰσβάλει καί στη Δύση– θεωροῦν τό σῶμα κακό, καί γι' αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σῶμα!... Καί αὐτό γιατί νόμισε πώς τό κακό ἑδράζεται στήν ὕλη καί τό σῶμα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἑδράζεται στην προαίρεση. (Πουθενά στη Γένεση δέν γίνεται αναφορά γιά δημιουργία τοῦ κακοῦ· ὅ,τι δημιουργεῖ ὁ Θεός εἶναι «καλό λίαν». Οἱ Πατέρες τό τονίζουν αὐτό, ενώ στρέφονται κατά τῶν Μανιχαίων, που θεωροῦσαν ὅτι τό κακό υπάρχει αυθύπαρκτο. Γιά τόν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, τό κακό αποτελεῖ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ· δέν εἶναι αὐθύπαρκτο, δέν ἔχει δική του φύση οὔτε ὑπόσταση. (Βλ. Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 184C. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἐστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 841Β: «Ὅλως δὲ μήτε Θεὸν αἴτιον ἡγοῦ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ, μήτε ἰδίαν ὑπόστασιν εἶναι τοῦ κακοῦ φαντάζου. Στέρησις γὰρ ἀγαθοῦ ἐστι τὸ κακόν... Οὔτε γὰρ ἀγέννητόν ἐστιν, ὡς ὁ τῶν ἀσεβῶν λόγος, ὁμότιμονποιούντων τῇ ἀγαθῇ φύσει τὴν πονηράν».) Ὁ Μ. Αθανάσιος τονίζει πώς τό κακό δέν προϋπῆρχε προέρχεται· δευτερογενῶς (Βλ. Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 6C). Ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στήν αὐτεξούσια κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό μή ὄν. (Κατὰ Αρειανών, 1, PG 26, 117B: «Ἐπειδὴ γὰρ τῶν γενητῶν ἡ φύσις ἐστί τρεπτή.» Πρβλ. Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 81C: «Τῶν μὲν γὰρ γενητῶν ἐστιν ἡ φύσις, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων ὑποστάσα, ρευστή τις καὶ ἀσθενὴς καὶ θνητὴ καθ᾿ ἑαυτὴν συγκρινομένη τυγχάνει»). Ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός παρομοιάζει το κακό μέ τό σκότος, ἐνῶ τό καλό μέ τό φῶς. Πηγή φωτός ὑπάρχει, αλλά πηγή σκότους σίγουρα όχι· ἄρα τό καλό είναι αυθύπαρκτο και υπαρκτό, το κακό ὅμως ὄχι. (Βλ. Κατὰ Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1525 CD)
Αλλά τό σῶμα ὁ Θεός τό ἔπλασε, καί τήν ὕλη ο Θεός την έκανε· δὲν εἶναι δυνατόν λοιπόΤν αυτά τα πράγματα νά εἶναι κακά. Ξέρετε τί ἔγινε δηλαδή; Ακοῦστε· ἔγινε ἐξωτερική προβολή αὐτοῦ πού λάμβανε χώρα ἐσωτερικά στόν ἄνθρωπο ὡς δράμα.
Γιά νά τό καταλάβετε αυτό, σᾶς λέω ένα παράδειγμα. Αρχίζω νά μήν τρώω. Αλλά ὅταν δεν τρώω, βέβαια πεινάω. Ἄν περάσει μιά μέρα, ἁπλῶς πεινάω. Ἄν περάσουν δυό-τρεῖς μέρες, πεινάω φοβερά, κοντεύω να πεθάνω ἀπό τήν πείνα. Ὅταν ὅμως περάσουν περισσότερες μέρες, αρχίζω να βλέπω παραισθήσεις, οράματα... δηλαδή να βλέπω μπροστά μου ψωμιά! Στην υπερβολική μου ἐπιθυμία να φάω ψωμί, βλέπω ψωμιά! Αυτό δείχνει ότι ἡ ἐπιθυμία, ή εσωτερική δηλαδή κατάσταση, δημιούργησε ἐξωτερική προβολή βγῆκε κάτι από μέσα μου, και τώρα αὐτό εἶναι σάν νά το βλέπουν τα μάτια μου.
Παρομοίως, ναυαγοί, στη σφοδρή τους ἐπιθυμία νὰ δοῦν κάπου νησί, βλέπουν στη θάλασσα ὅτι κάπου διακρίνεται ἕνα νησί, μιά ξέρα, χωρίς όμως νά εἶναι. Δεν μιλάω για το γνωστό φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ, πού τό ἔχουμε συνήθως στὴν ἔρημο, που βλέπει κανείς μιά ὄαση, ἄς ποῦμε, ἀλλά δέν εἶναι. (Αντικατοπτρισμός εἶναι ἕνα ὀπτικό φαινόμενο κατά τό ὁποῖο ἕνα ἀντικείμενο, που βρίσκεται μακριά μας, δημιουργεί είδωλο σε κοντινή απόσταση. Παρατηρείται σε θερμά κλίματα καί ὀφείλεται στη διαφορά πυκνότητας των στρωμάτων τοῦ ἀέρα, ἡ ὁποία προκαλεῖ διάθλαση και ολική ανάκλαση των φωτεινών ακτίνων) Αὐτό πού λέμε τώρα δημιουργεῖται πολλές φορές ἀπό μιά υπερβολική ἐπιθυμία να αποκτήσουν ἐκεῖνο πού θέλουν.
Γίνεται λοιπόν τοῦτο· ὅτι τό κακό, ὑπάρχοντας μέσσα στην προαίρεσή μας και θέλοντας νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' αὐτό, τὸ βλέπουμε απ' έξω μας καί θεωρούμε ότιεἶναι ἐπάνω στο σώμα, πάνω στην ύλη· ἐνῶ τό κακόδέν εἶναι οὔτε στο σώμα οὔτε στην ύλη. Ἔτσι, θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα εἶδος –πῶς νά τὸ ὀνομάσω δέν ξέρω– μιας κληρονομημένης σχιζοφρένειας. Ξέρετε τί εἶναι ἡ σχιζοφρένεια· είναι μια ψυχική διαταραχή, ὅταν ἀποσχίζεται κανείς ἀπό τήν πραγματικότητα καί βλέπει ὡς πραγματικό κάτι πού δέν εἶναι πραγματικό. Ἔτσι λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε να βλέπει το κακό στην ύλη, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι, δέν ὑπάρχει ἐκεῖ τό κακό.
Ὁ νοῦς ἔχασε, ὄχι βεβαίως τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ· γι᾿ αὐτό καί θεοποίησε ὅ,τι ἔβλεπε μπροστά του, εἴτε ἦταν ἀνώτερό του εἴτε ἦταν πολύ χρήσιμο γι' αυτόν. Θεοποίησε τόν ἥλιο, θεοποίησε τή φωτιά, θεοποίησε τό φῶς, θεοποίησε τό νερό, θεοποίησε τα πάντα. Γιατί; Διότι αισθανόταν ὅτι τοῦ ἦταν χρήσιμα αὐτά, ἢ ἀνώτερά του, ἢ δέν μποροῦσε νά τά ἐξηγήσει, καί ἔτσι ἀμέσως τά θεοποίησε. Δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἔφθασε σε τέτοιο σκοτισμό, ὥστε νά γίνει εἰδωλολάτρης. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι τό ὑπ' ἀριθμόν ἕνα σύμπτωμα τοῦ σκοτισμένου νοῦ. (Βλ. Ρωμ. 1, 21-23)
Γιά νά μή νομίσετε δέ ὅτι εἰδωλολατροῦσαν μόνο οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, παιδιά, σᾶς λέω ὅτι καί σήμερα εἰδωλολατροῦν, ὄχι μόνο ἔμμεσα, ἀλλά καί ἄμεσα.
Σᾶς τό ἔχω πεῖ καί ἄλλοτε, ὅτι γίνεται ἀπόπειρα ἐπαναφορᾶς τοῦ δωδεκαθέου τοῦ Ὀλύμπου! Τί ἄλλο θέλετε; Στον Βόλο υπάρχει μία τέτοια κίνηση. Ἐδῶ καί δυό βδομάδες είχα ειδοποιήσει σχετικά και στην ὁμιλία τῶν μεγάλων, λέγοντάς τους να προσέχουν. (Τά κατηχητικά μαθήματα γίνονταν κάθε Κυριακή στον υπόγειο ναό της Αγίας Παρασκευής –κάτωθεν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους– καί ἀμέσως μετά ὁ π. Αθανάσιος συνέχιζε μέ τήν κύρια ομιλία του στον ισόγειο ναό σε μικτό ἀκροατήριο ενηλίκων) Μάλιστα μοίρασαν καί κάποιο ἔντυπο, στό ὁποῖο ἔγραφαν ὅτι ἐκεῖνα πού κάποτε λέγαμε ότι εἶναι μύθοι, ότι υπήρχαν θεοί καί τά λοιπά, αυτά δέν εἶναι μύθοι, ἀλλά εἶναι φοβερές μεγάλες βαθειές πραγματικότητες. Καί δέν έχουν άδικο. Βλέπουν μέ τόν τρόπο πού τόσην ὥρα ἀναλύουμε. Από την στιγμή πού ὁ νοῦς θά σκοτισθεῖ, ἔτσι βλέπει. Καί μή σας κάνει καθόλου ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ νά ξαγυρίζουμε σε μια ωμή, πραγματικά ωμή εἰδωλολατρία!
Ακόμα, ἡ φράση ἄνοιξαν τά μάτια τῶν πρωτοπλάστων –ἀπό τήν ἀνάποδη πάντοτε– σημαίνει ὅτι ἐξασθένησε ἡ βούλησή τους, ή θέλησή τους. Ὁ ἄνθρωπος, ὅποτε διακρίνει τό ὀρθό, θέλει νά τό φθάσει, διότι δέν τυφλώθηκε ὁλότελα, αλλά τελικά δέν τό κατορθώνει. Δηλαδή, μή ἔχοντας βαθειά, οξεία όραση, μπορεί κάτι να βλέπει, κάτι λίγο, ἔστω καί μυωπικά. Ὅ,τι μπορεῖ νά βλέπει, ἄν εἶναι καλό, θέλει νά τό φθάσει· ὅμως δέν τα καταφέρνει. Ἔτσι, βλέπουμε τόν ἄνθρωπο νά γίνεται αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος!... ποιός θά με απαλλάξει ἀπό τό σῶμα τοῦτο τοῦ θανάτου; Δέν τό λέει βεβαίως γιά τόν ἑαυτό του ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά τό λέει ὡς ἐκπροσωπῶν τήν ἀνθρωπότητα. Ναί, παιδιά· ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἀπαλλαγεῖ, ἀλλά δέν μπορεί!
Επίσης διαστράφηκε καί τό συναίσθημά του. Εἶναι γνωστό ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8' 16), καί δέν μποροῦσε νά μήν κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἔχει ἀγάπη, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα δική Του. Αλλά μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, μετά τη νόηση καί τή βούληση, διαστράφηκε καί τό συναίσθημά του. Πῶς διαστράφηκε, Ὁ ἄνθρωπος τώρα χαίρεται στο κακό καί λυπᾶται στο καλό! Αὐτό εἶναι μία διαστροφή του συναισθήματος.
Θά δεῖτε ἀργότερα νά ἔρχεται ἡ Καινή Διαθήκη, διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καί νά λέει: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πολύ φυσικό να χαίρεται κανείς μ' αυτούς πού χαίρονται καί νά κλαίει μ' αὐτούς πού κλαῖνε. Αν πᾶμε σέ μία κηδεία, δεν θα βάλουμε τα γέλια... καί ἄν πᾶμε σέ ἕναν γάμο ή σέ μιά ἐπιτυχία ενός φίλου μας, δέν θά βάλουμε τα κλάματα... αναμφισβήτητα! Καί ὅμως, παιδιά, μπορεῖ νά μή βάλουμε τα γέλια σε μία κηδεία, αλλά από μέσα μας πολλές φορές μπορεί νά ποῦμε: καλά συνέβη αυτό... καλά τό έπαθε αὐτός... ἤ ἀπαλλαχτήκαμε ἀπό τό πρόσωπο αὐτό!
Αλλά δέν εἶναι τόσο δύσκολο νά κλαῖμε μ' αυτούς πού κλαῖνε, ὅσο να χαιρόμαστε μ' αὐτούς πού χαίρονται. Ἐκεῖ εἶναι τό φοβερό, ὅταν εἰσχωρεῖ ὁ φθόνος!... Φοβερό! Ἐμεῖς πολλές φορές, ὡς πνευματικοί, ἀκοῦμε πού μᾶς λένε: Πῆγα να συγχαρώ τόν τάδε, ἀλλά μέσα μου είχα μαραθεί. Βέβαια είχε μαραθεί γιατί ζήλεψε, φθόνησε, γιατί ἤθελε να είχε αὐτός ἐκείνη τήν ἐπιτυχία, ὅποια καί νά ἦταν, ἀλλά δέν τήν είχε. Συνεπῶς δέν χαίρεται μέ ἐκείνους πού χαίρονται, ἀλλά, τό ἀντίθετο, λυπᾶται μέ ἐκείνους πού χαίρονται. Αὐτό ὅμως εἶναι μία διαστροφή του συναισθήματος.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μισεῖ, φθονεῖ, ἀδιαφορεῖ γιά τόν πόνο τοῦ ἄλλου, γίνεται φίλαυτος, γίνεται ἰδιοτελής, γίνεται εγωιστής, μένει στον εαυτό του, δεν θέλει νά ἔχει κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Παρότι εἶναι κοινωνικό ὄν, δέν θέλει νά ἔχει κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Σάρτρ λέει: Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι ἡ κόλασή μου. (Ὁ Ζάν -Πώλ Σάρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 1905-1980) ἦταν ἕνας ἀπό τούς κύριους εκπροσώπους τοῦ ὑπαρξισμού. Τήν περίφημη φράση του ἡ κόλαση εἶναι οἱ ἄλλοι (l' enfer, c' est les autres), στό ἔργο Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν (Huis clos) (1944), ο Σάρτρ τήν ἐξηγεῖ: Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀποτελοῦν τήν κόλαση ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἀπό τή στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σέ μιά κατάσταση στήν ὁποία εἶστε αναγκασμένος νά ὑποταχθεῖτε. Γεννιέστε σαν γιός ἑνός πλουσίου, ἢ ἑνός Αλγερινοῦ ἢ ἑνός γιατροῦ ἢ ἑνός Ἀμερικάνου. Καί τό μέλλον σας εἶναι αὐστηρά προσχεδιασμένο, ἕνα μέλλον πού τό ἔφτιαξαν οἱ ἄλλοι γιά ἐσᾶς. Δέν τό δημιούργησαν ἄμεσα, ἀλλά ἀποτελοῦν ἕνα μέρος μιᾶς κοινωνικῆς τάξης που κάνουν αὐτό πού εἶστε. Ὅλα αὐτά σωριάστηκαν πάνω σας ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ἡ σωστή περιγραφή τῆς ὕπαρξης αὐτῆς εἶναι κόλαση) Ἐπιγραμματικό· ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου! Δηλαδή ποιός εἶναι ὁ παράδεισός του; Ὁ παράδεισός του εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου! Μά, ὅταν ἔχουμε ἀπουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, ἔχουμε αλλοτρίωση πιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀποξένωσή του, καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος έχει διαστραφεῖ καί στό συναίσθημά του.
Αλλά, ἀκόμα, στις καλές τέχνες, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ πιά ὡραῖο ὅ,τι εἶναι ὑποκατάστατο τοῦ ὡραίου.
Ἐγώ, για παράδειγμα, ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς τό πῶ, πρωτάκουσα τζαζ μουσική ὅταν ἤμουν στρατιώτης. Ἐννοεῖται πώς δέν εἶναι τόσο πρόσφατη ἡ τζάζ· εἶναι πολύ παλαιότερη. Ωστόσο γενικά ἡ τζαζ μουσική ἔχει τις αποχρώσεις της· κάθε τόσο θά ἐμφανίζεται μέ πολλές παραλλαγές, θά ἐμφανίζεται ὡς ρόκ... καί λοιπά. (Ή τζάζ εἶναι ἕνα μουσικό εἶδος πού ἀποτέλεσε εξέλιξη της λαϊκής αμερικανικής μουσικῆς κατά τον 19ο αιώνα, μέ ἔντονες αφρικανικές καταβολές. Περιλαμβάνει αρκετά μουσικά είδη, πού στηρίχτηκαν σε ένα κοινό σκεπτικό κατασκευῆς· τόν μερικό ή και ολικό αυτοσχεδιασμό)Λοιπόν, θυμᾶμαι, τότε που ήμουν στρατιώτης, κάποιος ἐκεῖ στὸν θάλαμο είχε ἕνα ραδιόφωνο πού ἔπαιζε μουσική. Γιά μιά στιγμή βλέπω τούς συναδέλφους μου να πετάγονται ἀπό τά κρεβάτια τους καί νά ἀρχίζουν να χορεύουν! Καράμπα ἦταν τότε· εἶναι ἕνας χορός τύπου τζάζ. Ἐγώ ἔμεινα κατάπληκτος. Θυμάμαι πού εἶπα σ' ἕναν ἄλλο συναδελφό μου: Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς σᾶς ἀρέσει αὐτή ἡ μουσική... Μου λέει: Σπουδαία μελωδία!... Δέν τήν βλέπω, τοῦ λέω.
Από τότε ἔχουν περάσει τριάντα, τριανταπέντε χρόνια, καί σᾶς βεβαιώνω πως ακόμη δεν κατάφερα, μέσα σ' αὐτά τά χρόνια, νά βρῶ μελωδία!... Που βρίσκουν τη μελωδία καί πῶς τούς ἀρέσει αυτή η μουσική, πού γίνεται ὅλο καί χειρότερη;... Ἄν ἀκούσει κανείς καμμιά φορά ἀπό τό ραδιόφωνο, από καμμιά πλάκα βινυλίου, δέν ξέρω τί, ἐκεῖνες τίς ἄναρθρες κραυγές, τις πνιγηρές, σάν νά τούς πιάνει κάποιος ἀπό τόν λαιμό τους καί νά βγάζουν φωνές βοηθείας: Τρέξτε, σῶστε... Σώστε, πνίγομαι... Με πνίγουν, με σκοτώνουν!... Βραχνές φωνές, ἀπό τά ναρκωτικά, ἀπό τό οἰνόπνευμα καί τά λοιπά! Καί αὐτά θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἡ ἀφρόκρεμα τῆς μουσικῆς!... Δεν μπόρεσα να το καταλάβω.
Ξέρετε τί σημαίνει αυτό; σημαίνει διαστροφή του ὡραίου πού ὑπάρχει μέσα μας. Ξέρετε, αὐτά ὅλα εἶναι μέσα μας. Ἐάν ἔχω ἕναν καθρέφτη, θά ἀνακλαστεῖ τό φῶς· ἐάν δέν ἔχω, δέν θά ἀνακλαστεῖ τό φῶς. Ἐάν ἔχω ἀγάπη μέσα μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά ἀνακλαστεί στη δική μου τήν ἀγάπη καί θά ἀνταποδοθεῖ. Ἐάν ὅ-μως δέν ἔχω;... Τό ἴδιο καί γιά τό ὡραῖο. Ἡ ἀξία του ὡραίου, ἡ αἴσθηση τοῦ ὡραίου εἶναι μέσα μου. Αν δέν ἔχω μέσα μου τήν αἴσθηση τοῦ ὡραίου, τότε θα θεωρήσω ὡραῖο ἐκεῖνο πού δέν εἶναι ὡραῖο. Δηλαδή τα υποκατάστατα τοῦ ὡραίου θά τά θεωρήσω ὡραῖα. Εἶναι φοβερό πράγμα, είναι φοβερή διαστροφή!
Πάντως θα λέγαμε ὅτι γενικά μέσα στὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου –δυστυχῶς δέν ἔχουμε πολύ χρόνο νά σᾶς τό ἀναλύσω– διακρίνει κανείς τόν ἄρχοντα-άνθρωπο, πού ξέπεσε, και προσπαθεῖ νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά δέν τό κατορθώνει.
Ἔτσι, παιδιά, ἡ ἁγιότητα καί ἡ ἀθωότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου χάθηκαν, ἀπωλέσθηκαν.
Στο βάθος ὅμως αὐτῆς τῆς γυμνώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή χάθηκε, ἔφυγε τό Ἅγιο Πνεῦμα!
Διαβάζουμε λίγο πιο κάτω στο βιβλίο τῆς Γενέσεως για τη γενεά τοῦ Νῶε, πού ἐκεῖ λέει ὁ Θεός: «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ τὸ εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γέν. 6, 3). Δὲν θὰ μείνει τό Ἅγιο μου Πνεῦμα σ' αὐτούς, γιατί εἶναι σαρκικοί ἄνθρωποι, εἶναι ὑλιστές, είναι διεστραμμένοι!... Βλέπετε; ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σάν μιά τραγική αντανάκλαση αὐτῆς τῆς πνευματικῆς γυμνώσεως τῶν πρωτοπλάστων ήταν ή σωματική τους γύμνωση. Δηλαδή, βλέποντας τή σωματική τους γύμνωση οἱ πρωτόπλαστοι, μπορούσαν να καταλαβαίνουν τήν πνευματική τους γύμνωση.
Ακόμα, στό σῶμα προσκολλήθηκαν ἀρρώστιες, προπαντός δέ ὁ θάνατος και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ ἀρρώστιες, καί κυρίως ὁ θάνατος, νά θεωροῦνται ὅτι εἶναι συμφυεῖς μέ τό σῶμα. Ἔτσι, λέμε ὅτι ἕνα σῶμα, ἀφοῦ γεννήθηκε, θα πεθάνει· δηλαδή λέμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι σύμφυτος μέ τό σῶμα, ὅτι τό σῶμα κατασκευάστηκε γιά νά πεθαίνει.
Τό σῶμα ὅμως δέν ἔγινε γιά νά πεθαίνει· «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησε» (Σοφ. Σολ. 1, 13) λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Απόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὁ Χριστός γι' αὐτό ἀναστήθηκε· γιά νά νικήσει τόν θάνατο· καί αὐτό ἐπειδή δέν ἦταν συμφυής μέ τήν αρχική κατασκευή, αλλά ἦταν ἐπίκτητη κατάσταση. Αλλά γιά τόν θάνατο θα μιλήσουμε αργότερα, ὅταν ὁ Θεός θά πεῖ στόν Ἀδάμ «γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3, 19), χωματένιος είσαι καί στό χῶμα θα γυρίσεις.
Ὁ Θεός, παιδιά, ὅταν δημιούργησε το υλικό σύμπαν (τό ὁποῖο εἶναι ἐξωτερική προβολή τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέμε), ἤθελε νά τό ξαναγυρίσει στόν ἑαυτό του, αλλά οἰκείᾳ βουλήσει, μέ τή δική του θέληση. (Βλ. Ρωμ. 11, 36. Α΄ Κορ. 8, 6. 10, 31. Κολ. 1, 16. Ανδρούτσου Χρήστου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κεφ. β΄, §16, Ἀθῆναι 1907, σελ. 92: «Τὸ δόγμα τῆς δημιουργίας αποτελεῖ τὴν βάσιν καὶ προϋπόθεσιν τῶν λοιπῶν ἐξωτερικῶν ἢ μεταβατικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης βλ. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμος Α΄, Μάθημα 2ο, σ. 46. Μάθημα 12ο, σ. 288 κ.έ. Στόμιον 2017, καί Τόμος Γ΄, Μάθημα 29ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2019, σσ. 107-109) Ὅμως εἶναι γνωστό ὅτι τό σύμπαν δέν ἔχει συνείδηση οὔτε θέληση. Ἔκανε λοιπόν ὁ Θεός ἕνα ὄν, τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει του σύμπαντος, ἐκπροσωπεῖ τό σύμπαν. Καί τώρα ὁ ἄνθρωπος, μέ τή θέλησή του, ἔπρεπε νά ἐπιστρέψει τό σύμπαν εὐχαριστιακά πίσω στον Θεό.
Ἐδῶ δηλαδή βλέπουμε τό ἑξῆς –προσέξτε αὐτό τό σημεῖο. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό Α καί το Ω. Αυτό σημαίνει πώς ὅ,τι ἀρχίζει ἀπό τόν Θεό, τό Α, πρέπει να καταλήγει στο ίδιο σημεῖο, τόν Θεό, τό Ω. «Ἐγώ εἰμι το Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» (Aлoκ. 1, 8. 21, 6. 22, 13)Δηλαδή, ἡ δημιουργία ξεκινᾶ ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ δημιουργική Αρχή, καί πρέπει να καταλήξει πάλι στον Θεό, πού εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός της, το Τέλος. (Βλ. Κολ. 1, 16: «τὰ πάντα δι' αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται») Πῶς ὅμως θά καταλήξει ἐκεῖ; Γιά νά γίνει αὐτός ὁ κύκλος, πρέπει νά ὑπάρξει ένας συνδετικός κρίκος. Ὅπως σᾶς ἐξήγησα, αὐτός ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός κάνει τόν κόσμο, τη δημιουργία, άψυχη καί ἔμψυχη ὕλη, ζώα, φυτά, μετά κάνει τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἴδια ὕλη· ὁ ἄνθρωπος τώρα προσφέρεται στον Θεό, καί κλείνει ὁ κύκλος, τό σύμπαν ξαναγυρίζει πάλι πίσω στον Θεό.
Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν πτώση του, ἔσπασε αυτόν τόν κρίκο, καί ὁ κύκλος ἔμεινε ἀνοικτός.
Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἀκοῦστε πῶς ἔγινε.
Ὁ Ἀδάμ, οἱ πρωτόπλαστοι, μέ τό να παραβοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔδειξαν ὅτι τό πνεύμα τους, ἡ ψυχή τους ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ, γυρεύοντας ισοθεΐα καί αὐτονομία. Αυτό σημαίνει ὅτι ἔσπασε ὁ κύκλος, ὁ κρίκος ἔσπασε, τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ, καί ἔτσι ἔσπασε αὐτή ἡ σχέση. Μόλις ἔσπασε ἡ σχέση ἀνθρώπου καί Θεοῦ, ἀμέσως ἔσπασε καί ἡ σχέση σώματος και ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Σῶμα καί ψυχή ἦταν ἑνωμένα καί τά δυό. Αλλά τί θά πεῖ ἔσπασε ἡ σχέση τους; Δημιουργήθηκε ὁ θάνατος. Θυμᾶστε τί εἶχε πεῖ ὁ Θεός; Τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε θα πεθάνετε. Δηλαδή ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι τώρα τό σῶμα στρέφεται έναντίον τοῦ πνεύματος.
Ἀλλά δέν σταματᾶμε ἐδῶ. Ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο, στρέφεται τώρα εναντίον τοῦ ἀνθρώπου, καί τί κάνει; ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του καί στό τέλος σκοτώνει τόν ἄνθρωπο. Ναί, ἡ δημιουργία ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ κεραυνός, ἡ βροχή, τό κρύο, ἡ ζέστη, τά ποικίλα ἀτυχήματα πού μπορεῖ νά συμβαίνουν μέσα στη δημιουργία. Η φύση σκοτώνει τόν ἄνθρωπο! Τα θηρία ἄγρια στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου... καί τά μικρόβια στρέφονται ἐναντίον του!
Ξέρετε, τα μικρόβια δέν ἔγιναν γιά νά σκοτώνουν τόν ἄνθρωπο, οὔτε ἔγιναν μετά τήν πτώση. Τά μικρόβια είναι πολύ μικροί ὀργανισμοί, δυσθεώρητοι, δέν βλέπονται με γυμνό μάτι, καί ἔγιναν ὅταν ἔγιναν τα φυτά καί τά ζῶα. Ἄλλα ἀπ' αὐτά ἀνήκουν στο φυτικό βασίλειο καί ἄλλα στο ζωικό. Τότε ἔγιναν. Αλλά τότε δέν πείραζαν τόν ἄνθρωπο· τώρα ὅμως στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου. (Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, σχολιάζοντας την Αποκάλυψη, στο κεφ. 6, στίχ. 8, ἔλεγε πώς τά "θηρία τῆς γῆς” δέν εἶναι μόνο τα γνωστά μας ἄγρια ζώα, τα λιοντάρια καί ἄλλα, ἀλλά εἶναι καὶ τὰ μικρόβια! Ἔλεγε: Σᾶς φαίνεται παράξενο, ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ δεν φαίνονται;... Σας βεβαιώνω ότι το "θηρίο" που λέγεται μικρόβιο είναι πολύ πιο φοβερό από το θηρίο που λέγεται λιοντάρι! (Από τόν υπό έκδοση Τόμο Α΄, Ενότητα 8η)
Ἔτσι, ἔσπασε ἡ σχέση Θεοῦ καί ψυχῆς, ἔσπασε ἡ σχέση ψυχῆς καί σώματος, ἔσπασε καί ἡ σχέση σώματος καί κόσμου, σύμπαντος.
Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός, παιδιά, ἦρθε ἀκριβῶς γιά νὰ ἀποκαταστήσει αὐτόν τόν κρίκο, ἦρθε νά ἀποκαταστήσει αὐτό πού ἔσπασε. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ ένανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Να το πετύχαινε μόνος του ὁ ἄνθρωπος, ήταν τελείως ἀδύνατο, γιατί εἶχε μπεῖ ὁ θάνατος, τό ὀντολογικό αυτό στοιχεῖο τῆς πτώσεως πού εἴπαμε, ἡ ὀντολογική της διάσταση, πού δέν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος να υπερνικήσει. Ἔτσι, ὁ Χριστός νικᾶ τόν θάνατο μέ τήν ἀνάστασή Του, διορθώνει την ὀντολογική διάσταση τῆς πτώσεως –γιατί ανασταίνεται ἐκ τῶν νεκρῶν· δέν ξαναπεθαίνει πιά ὡς ἄνθρωπος– ἀλλά καί μέ τήν ὑπακοή του στο θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός αποκαθιστά, διορθώνει καί τήν ἠθική διάστασή της.
Ὅπως βλέπετε λοιπόν, παιδιά, μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς σώζει. Μόνο! Ὄχι μόνο ἠθικά, ἀλλά καί ὀντολογικά, ὅπως σᾶς ἐξήγησα.
Βλέποντας τή σωματική τους γύμνωση οι πρωτόπλαστοι, σπεύδουν να ντυθοῦν. Μόλις κατάλαβαν ότι ἦταν γυμνοί, ἔσπευσαν να ντυθοῦν. Γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία γίνεται προσπάθεια ἀμφιέσεως, ντυσίματος. Το ντύσιμο τῶν πρωτοπλάστων θα λέγαμε πως ἦταν μιά σπασμωδική εξωτερική κίνηση, γιά νά καλυφθεῖ ἡ ἐσωτερική γύμνωση. Ἤδη σᾶς ἔχω πεῖ γιά τήν ἀμφίεση παλαιότερα, πιο μπροστά, σέ ἄλλα μαθήματά μας, (Βλ. π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ Γένεσις, Τόμ. Γ', Μαθήματα 33ο καί 34ο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον 2019, και Τόμ. Δ΄, Μάθημα 48ο, Στόμιον Λαρίσης 2020, σ. 276) ὅπως ἐπίσης ὅτι ἡ ἀμφίεση προστατεύει κυρίως τή ντροπή, ἀκριβῶς γιά νά προλάβει τήν ἐκτροπή στην γενετήσια σφαίρα. (Βλ. Γενναδίου Κων/πόλεως, Αποσπάσματα εἰς τὴν Γένεσιν, PG 85, 1637C: «Ἐγὼ νομίζω τὸν Δεσπότην Θεὸν ἐνθεῖναι αὐτοῖς τὴν αἰσχύνην μετὰ τὴν παράβασιν, ὡς ἂν καὶ ταύτῃ πρὸς τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ανακόπτωνται ἐπίδοσιν») Γι' αὐτό καί ὁ γυμνισμός εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνο πράγμα.