†.Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας, Κυριακή Α΄των Νηστειών, εορτάζει την νίκη της δια την ακρίβεια και ορθοδοξότητα της πίστεώς της και της παραδόσεώς της. Επάλαισε και παλαίει η Εκκλησία, δια να διατηρήσει την αυθεντία της ερμηνείας του αποκαλυφθέντος λόγου του Θεού, που κατεγράφη εις την Αγίαν Γραφήν υπό θεοπνεύστων ανδρών και παρεδόθη ως πράξις και ως διδασκαλία μέσα εις την Εκκλησίαν.
Μία έκφρασις, ένα στοιχείον Ορθοδοξίας, μεταξύ πολλών άλλων είναι και η εικόνα, ως θεολογία και ως αλήθεια αυτού του λόγου του Θεού. Και το μεν θέμα της εικόνος επολεμήθη από την αίρεσιν των Ανεικονίστων· μία μορφή δηλαδή υποβόσκοντος Μονοφυσιτισμού. Επί εκατόν είκοσι χρόνια. Και είναι γνωστή ως Εικονομαχία, που εξέσπασε εις το Βυζάντιον. Η Ζ΄ όμως Οικουμενική Σύνοδος τελικά επανέφερε και εστερέωσε το θέμα των εικόνων, αφού βεβαίως τούτο το καθόρισε θεολογικά.
Η θεολογία της εικόνος είναι ένα πελώριο θέμα, ένα σπουδαιότατο θέμα, ώστε η Εκκλησία μας, τιμώντας τους Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, να την ονομάσει «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Δηλαδή να θεωρείται, παρότι είναι ένα από τα πολλά θέματα που συνιστούν την Ορθοδοξίαν, να θεωρείται ως ένα κορυφαίον σημείον, ώστε, επαναλαμβάνω, να ονομάσει η Εκκλησία μας την Κυριακήν αυτήν ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Πού όμως είναι αυτή η σπουδαιότης του όλου θέματος; Διότι εκπλήσσει έναν αναγνώστην, έναν ακροατήν ότι… «Τόσα άλλα θέματα, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν κορυφαία ορθοδοξότητος; Πώς η εικόνα;». Αυτό βέβαια κατ’ αρχάς οφείλεται σε μία παραμέριση της θεολογίας που έχομε, της γνώσεως που έχομε δια την εικόνα. Η εικόνα, αγαπητοί μου, φανερώνει ότι ο Λόγος έγινε πράγματι άνθρωπος αληθής. Αυτό πώς το εκφράζει η εικόνα; Το ότι δυνάμεθα να παραστήσομε τον Ιησούν Χριστόν. Και ο τρόπος με τον οποίον μπορούμε να παραστήσομε το πρόσωπον του Ιησού Χριστού, διότι εκεί όλη η μάχη, εκεί όλος ο πόλεμος, εκεί όλη η πάλη, αν δυνάμεθα να εικονίσομε το πρόσωπο του Θεού. Ναι. Δυνάμεθα να εικονίσομε το πρόσωπον του Θεού. Πότε; Εφόσον έγινε άνθρωπος. Συνεπώς η εικόνα, η θεολογία της εικόνας, αναφέρεται και βασίζεται επάνω στο ευαγγελικόν και κεντρικόν σημείον ολοκλήρου της πίστεως. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Και εφόσον «ἐγένετο ὁ Λόγος σάρξ», εφόσον δηλαδή ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, δύναται να απεικονισθεί. Γι'αυτό λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της σημερινής ημέρας: «Σαρκὸς τὸ ἐκτύπωμα, ἀναστηλοῦντές σου Κύριε, σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, τὸ μέγα μυστήριον, τῆς Οἰκονομίας - το μέγα μυστήριον της Οικονομίας είναι η Ενανθρώπησις-, τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες(:Εκδηλώνουμε της δικής Σου, το δικό Σου μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, με το να αναστηλώσομε τις εικόνες)· οὐ γὰρ δοκήσει, ὡς φασίν, οἱ θεομάχοι παῖδες τοῦ Μάνεντος, ἡμῖν ὤφθης φιλάνθρωπε, ἀλλ' ἀληθείᾳ καὶ φύσει σαρκός, δι' αὐτοῦ ἀναγόμενοι, πρὸς σὸν πόθον καὶ ἔρωτα». «Όχι όπως νομίζουν, όπως λέγουν, ότι κατά δόκησιν έγινες άνθρωπος οι θεομάχοι οπαδοί του Μάνεντος. Αλλά πραγματικά και αληθινά μετείχες σαρκός».
Βλέπετε λοιπόν ότι αποτελεί ένα κορυφαίον σημείον· διότι η αποδοχή ή μη αποδοχή της εικόνος, είναι τελικά η αποδοχή της αληθούς σαρκώσεως του Υιού του Θεού. Να γιατί είναι κορυφαίον το θέμα αυτό. Και εάν πράγματι ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, τότε και ο άνθρωπος δύναται να γίνει Λόγος, δηλαδή να θεωθεί. Θέλω να καταλάβομε, αγαπητοί μου, ότι η θεολογία της εικόνος είναι: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα ἡ σάρξ γένηται Λόγος», όπως λέγουν οι Πατέρες. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνοδον ετέθη το θέμα εάν ο Ιησούς είναι Θεός. Εδώ τίθεται το θέμα εάν ο Ιησούς έγινε άνθρωπος. Δηλαδή εάν είναι αληθινός άνθρωπος. Δηλαδή το θέμα της θεότητος ετέθη εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνοδον με τον Άρειον· που τον επολέμησαν οι 318 Πατέρες και ο Άγιος Αθανάσιος. Και τώρα τίθεται το ερώτημα, το θέμα: «Ο Θεός έγινε πράγματι άνθρωπος; Αναγνωρίζομε τη θεότητά Του αλλά αμφιβάλλομε δια την ανθρωπότητά Του». Είναι το ακριβώς αντίστροφο. Γι΄αυτό σας είπα ότι στην πραγματικότητα επολεμήθη για μία ακόμη φορά, κατ’ επανάληψιν βεβαίως με τους πρώτους Δοκήτας, αλλά κατ’ επανάληψιν, δια μίαν ακόμη φορά η Εκκλησία πολεμά τον Μονοφυσιτισμόν στην Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο, με το θέμα «εικόνα». Είναι σπουδαίο· διότι εάν πράγματι ο Υιός του Θεού δεν έγινε άνθρωπος, τότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να γίνει Θεός. Δηλαδή η θέωσις του ανθρώπου είναι αδύνατη. Δηλαδή η σωτηρία του ανθρώπου είναι αδύνατη. Εάν όμως ο Θεός έγινε άνθρωπος, μετείχε της φύσεώς μας, τότε η μετοχή Του αυτή προσπορίζει σε μας τη σωτηρία. Διότι αυτό το πρόσλημμα, δηλαδή πήρε αυτή τη φύση μας και αυτή εθέωσε και αυτή ανέβασε εις τον ουρανόν και αυτή εδόξασε, και δυνάμει αυτής της φύσεώς μας της δεδοξασμένης εις το πρόσωπον το ένα του Θεού Λόγου, θα σωθούμε όλοι· διότι Εκείνος είναι ο πρόδρομός μας εις τους ουρανούς. Εάν όμως δεν έγινε άνθρωπος, τότε Θεός ήτο και Θεός έμεινε και τίποτε άλλο και υπάρχει χάσμα ουσιών. Δεν υπάρχει δηλαδή ένωσις των ουσιών. Αλλά η ένωσις των ουσιών είναι εν προσώπω Ιησού Χριστού. Γιατί; Γιατί έγινε άνθρωπος πραγματικά.
Ξαναλέγω λοιπόν άλλη μία φορά ότι αυτό το εκφράζει η εικόνα. Διότι αν στην εικόνα μπορώ να ζωγραφίσω το πρόσωπο του Χριστού, σημαίνει έγινε άνθρωπος. Αν δεν έγινε άνθρωπος, πώς μπορώ να ζωγραφίσω το θείον; Το θείον είναι ανεικόνιστον. Δεν εικονίζεται το θείον.
Βλέπετε πόσο σπουδαίον θέμα είναι και ότι η εικόνα θεωρείται ότι εκφράζει μία τεραστία, μεγάλη, κεντρικοτάτην αλήθειαν; Αλλά με την ευκαιρία, θα θέλαμε, αγαπητοί μου, να πούμε ότι σήμερα έχομε λησμονήσει το θέμα αυτό. Έχομε λησμονήσει και αγνοούμε την αξίαν της εικόνος και στην πράξη αρνούμεθα εκείνα που θεολογικά κατοχύρωσε τόσον η Α΄Οικουμενική Σύνοδος, όσο και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Ξεχάσαμε το θέμα. Ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και ότι είναι άνθρωπος(Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος) τέλειος. Δηλαδή ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Και ότι αφού είναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, άρα και ο άνθρωπος δύναται να θεωθεί. Σήμερα το ξεχάσαμε. Σήμερα μας έχει φύγει αυτό. Γιατί ακριβώς δεν γνωρίσαμε, ξεχάσαμε, λησμονήσαμε τη θεολογία της εικόνος. Σημειώνω ότι νομίζομε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι τι άλλο παρά ένα σύνολο ηθικών κανόνων που θα βελτιώσομε την ζωή μας. Και αν το θέλετε ακόμα, αγνοούμε την ανάσταση των νεκρών· διότι το στοιχείο «σώμα» το παραμερίζουμε. Και ότι «η ψυχή μας θα πάει εις τον Παράδεισον». Ούτε καν Βασιλεία Θεού. Διότι η Βασιλεία του Θεού είναι ο χώρος των πλήρων υπάρξεών μας. Δεν είναι δηλαδή οι ψυχές. Είναι η ψυχή με το σώμα. Ο Ιησούς Χριστός ανήλθε εις τον ουρανόν με την ανθρωπίνη Του φύση. Αυτό το αγνοούμε. Και αντιλαμβάνεστε, ότι αγνοώντας την θέωσή μας, την θέωση ολοκλήρου της υπάρξεώς μας, ότι πια δεν ρυθμίζομε ορθά και τον βίον μας. Έτσι, γιατί να μην φάω και να μην πιω; «Το σώμα δεν έχει αξία μπροστά στην ψυχή», λέμε. «Γιατί να μην πορνεύσω; Το σώμα δεν έχει καμία θέση». Ενώ το σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, είναι ναός του Αγίου Τριαδικού Θεού. Το σώμα θα θεωθεί. Το σώμα θα ανέβει ψηλά. Και εκφράζεται πάντα, επαναλαμβάνω, με την εικόνα. Διότι η εικόνα εκφράζει την θεανθρωπίνη φύση του Χριστού· ότι ο Θεός έγινε πραγματικά άνθρωπος και συνεπώς και εγώ θα γίνω ένας κατά χάριν Θεός.
Αλλά μπορούμε να πούμε αγαπητοί μου, στα πολύ λίγα λεπτά τα οποία μας μένουν σε ένα λειτουργικό κήρυγμα, μερικά χαρακτηριστικά της εικόνος. Προσέξτε, όχι μόνον δεν εξαντλούνται, ούτε καν θίγεται το θέμα της εικόνος με αυτά τα ελάχιστα που θα πούμε.
Η εικόνα είναι μία γλώσσα. Μία γλώσσα καλλιτεχνική. Ή, αν θέλετε, αισθητική· που εκφράζει δόγματα της Εκκλησίας μας. Δηλαδή έκφρασις δογμάτων της Εκκλησίας με αισθητικόν, καλλιτεχνικόν τρόπον. Είναι συνεπώς θεολογία ορθόδοξος, με σχήματα και χρώματα. Η εικόνα έχει δυο διαστάσεις· κάθε εικόνα ορθόδοξος. Είναι η ένχρονος διάστασις ή ιστορική. Και η υπέρχρονος διάστασις. Είναι αυτές οι δύο διαστάσεις. Έτσι, μία εικών, καταρχάς μας φέρνει κοντά στο ιστορικό γεγονός. Επί παραδείγματι, έχομε την Βάπτισιν του Χριστού. Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός. Και είναι γνωστό ότι η ιστορία, η ιστορία δηλαδή της Ενανθρωπήσεως, η ιστορία, υπογραμμίζω, δεν μπορεί να εξατμιστεί και να εξαφανιστεί. Δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία η ιστορία. Η ιστορία είναι ιστορία, είναι γεγονότα. Και ότι η Ιστορία καθορίζει τη σωτηρία μας. Γιατί κι αυτήν εν χώρω και χρόνω θα τύχει. Η σωτηρία μας δηλαδή. Μην ξεχνάμε ότι το μυστήριον της θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως, είναι γεγονός. Δηλαδή είναι Ιστορία. Προσέξτε, θα το πω δεύτερη, τρίτη φορά. Δεν μπορούμε να εξατμίσομε τα γεγονότα. Δεν μπορούμε να… ιδεαλίσομε λοιπόν, ούτως ειπείν, αν επιτρέπεται αυτή η λέξις, την Ιστορία. Δεν μπορούμε να την κάνομε ιδεαλισμό την Ιστορία. Η Ιστορία είναι Ιστορία. Είναι τα γεγονότα. Αν αφαιρέσομε λοιπόν την Ιστορία, βασικά δεν έχομε εικόνα· διότι η εικόνα εκφράζει μια Ιστορία. Αυτό θα πει εικόνα. Εκφράζει μια ιστορία. Την Ιστορία. Και επιθυμεί τώρα η εικόνα να συνδέσει τον πιστό της κάθε εποχής με το ιστορικό γεγονός που απεικονίζει.
Είπαμε το παράδειγμα της Βαπτίσεως του Χριστού. Κυρίως είναι το πρόσωπο του Χριστού. Είναι και της Θεοτόκου εν συνεχεία, είναι και των αγίων. Αλλά για να μην πολυπραγμονώ, επειδή ο χρόνος, είπαμε, είναι λίγος, μένω στο πρόσωπο του Χριστού. Τι βλέπομε εδώ; Ότι ο πιστός της κάθε εποχής συνδέεται με το γεγονός που εικονίζει η εικόνα. Πώς συνδέεται; Αυτή η σύνδεσις είναι σύνδεσις μνήμης; Όπως ακριβώς αν είχαμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και θα βλέπαμε ένα περιστατικό του περασμένου καιρού; Ή μήπως είναι, θα λέγαμε, μία συναισθηματική προσέγγισις; Βλέποντας την εικόνα, να θυμηθώ κάτι και να νιώσω κάτι. Αγαπητοί μου, δεν είναι παρά προσέγγισις στο αρχικό, στο πρωτότυπο γεγονός! Σημαίνει ότι ο κάθε πιστός της κάθε εποχής, της κάθε ιστορικής στιγμής προσεγγίζει αυτό το ιστορικό γεγονός. Το προσεγγίζει όχι συναισθηματικά, όχι μνημικά, αλλά πραγματικά. Όταν, επί παραδείγματι, λέμε στην Υμνολογία μας: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν Ὑπερούσιον τίκτει» ή «Σήμερον βαπτιζομένου Σου Κύριε ἐν τῷ Ἰορδάνῃ» κ.τ.λ. ή «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» αυτό το «σήμερον» δεν είναι φιλολογικό. Δεν είναι, όπως θα λέγαμε, ο ιστορικός Ενεστώς. Αλλά είναι σήμερον. Διότι σήμερα εγώ προσοικειώνομαι το γεγονός. Το γεγονός από μένα δεν απέχει. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει ένας χρόνος που με χωρίζει εμένα. Δεν απέχω. Προσεγγίζω το γεγονός και το γεγονός εμένα. Συνεπώς κάθε ιστορική στιγμή είναι προσδεμένη με το πρωτότυπον γεγονός. Και αυτό μου το δείχνει η εικόνα, μου το εκφράζει η εικόνα.
Έχομε όμως και την άλλη διάσταση την υπέρχρονη, την δογματική. Μέσα στο εικονιζόμενο ιστορικό γεγονός, ας πούμε, της Βαπτίσεως, πάλι, διαφαίνεται το δογματικό στοιχείο. Βλέπετε, ο Υιός βαπτίζεται, το Πνεύμα το Άγιον επιφοιτά, ο Πατήρ φανερώνει τον Υιόν Του εις τον κόσμον και μαρτυρεί: «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Εδώ τι έχομε; Μέσα σε αυτήν την ιστορική σκηνή, το ιστορικό γεγονός της Βαπτίσεως, ότι ο Χριστός πήγε στον Ιορδάνη, έχομε τώρα ένα.. μία δογματική αλήθεια. Δηλαδή μία υπέρχρονη αλήθεια. Κάτι που στέκεται παραπέρα από το ιστορικό γεγονός. Και συνεπώς βλέπομε ότι η εικόνα δεν μένει μόνο στην ιστορικότητά της, αλλά μας παρουσιάζει κάτι το καινούριο, κάτι το βαθύτερο. Μας παρουσιάζει έναν μεταμορφωμένο κόσμο. Και μας δείχνει την Βασιλεία του Θεού. Η εικόνα είναι ένα παράθυρο, μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε εκείνο που δεν είναι ούτε χώρος ούτε χρόνος. Και ταυτοχρόνως μας δείχνει και τον χώρο και τον χρόνο. Είναι ένχρονος η εικόνα, είναι υπέρχρονος η εικόνα.
Τα πρόσωπα των αγίων, αν θέλετε, όταν εικονίζονται, είναι πραγματικά. Όχι ότι διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους τα φυσικά. Όχι. Ξέρετε, αυτό δεν έχω καιρό να σας πω πιο πολλά, η Εκκλησία το αρνείται. Και θα το δείτε λίγο πιο κάτω. Είναι πραγματικά, είναι ανθρώπινα, αληθινά πρόσωπα τα πρόσωπα των αγίων. Δεν έχομε πελώρια μάτια ή πελώρια αυτιά ή κάτι άλλο ή ένα συμβολικό σχήμα που να πούμε: «Εδώ είναι ο άγιος Γεώργιος, εδώ είναι ο άγιος Δημήτριος». Είναι πραγματικά πρόσωπα, ανθρώπινα πρόσωπα, αληθινά. Ταυτόχρονα όμως είναι υπέρχρονα, είναι μεταμορφωμένα πρόσωπα. Δεν ανήκουν πια παρά στον χώρο της Βασιλεία του Θεού. Στη Βασιλεία του Θεού θα είμεθα ολόκληροι. Όπως με βλέπετε και σας βλέπω. Αλλά ταυτόχρονα θα είμεθα μεταμορφωμένοι. Πώς μεταμορφωμένοι; Απ’ την φθορά στην αφθαρσία, από τον θάνατο στην αθανασία. Έτσι βλέπει κανένας, όταν βλέπει μία εικόνα ενός αγίου, να προσεγγίζει πια προς κάτι που είναι ένχρονο και άχρονο πάλι. Προσεγγίζει τον άγιον, αλλά ο άγιος δεν ζει στην παρούσα πια ζωή. Και συνεπώς τον προσελκύει ο άγιος να ζήσει μια μεταμορφωμένη ζωή. Η ύπαρξίς μας να μεταμορφωθεί. Και να αλλάξει από την παρούσα ήδη ζωή. Για να βρεθούμε ολότελα μεταμορφωμένοι την ημέρα της αναστάσεως των νεκρών.
Οι άγιοι, όπως έχετε παρατηρήσει στις ορθόδοξες εικόνες, κοιτάζουν πάντοτε κατά πρόσωπον, κατ΄ενώπιον. Το πολύ πολύ να κοιτάζουν μόνον κατά τα 3/4, μία ελαφρά κλίση. Όπως έχομε τον άγιο Ιωάννη από δω ή κάποιες άλλες εικόνες. Ποτέ όμως δεν βλέπομε τα οπίσθια ενός αγίου. Βλέπομε το πρόσωπό του. Γιατί; Διότι αυτό φανερώνει ότι ο πιστός με τον άγιον έχει έναν σύνδεσμο. Ο προσκυνητής με τον άγιον που ιστορείται στην εικόνα έχει έναν σύνδεσμο. Αυτός ο σύνδεσμος είναι μεγάλης σημασίας. Διότι ο άγιος δεν είναι αποξενωμένος από τους πιστούς. Στη Λειτουργία αναφέρομε τους αγίους. Έχομε τα λείψανά τους κάτω από την αγία Τράπεζα. Μνημονεύομε τους αγίους μέσα στο άγιο Δισκάριο ,εκεί που βάζομε και τις δικές μας μερίδες. Ο άγιος δεν αποξενώθηκε. Ανέβηκε πιο ψηλά από μας, έφυγε από μας, αλλά μένει δεμένος με μας. Γι΄αυτό βλέπομε τον άγιο ζωγραφισμένο, ιστορημένο, κατ’ ενώπιον.
Ακόμη, μια εικόνα, αγαπητοί μου, μπορεί να γίνει –προσέξτε αυτό- μία θύρα ελέους. Πώς μπορεί να γίνει μία θύρα ελέους; Όταν ξέρω ότι μία πόρτα άμα ανοίξει, από εκεί θα βρω έλεος. Θα βρω το ψωμί μου. Θα βρω την Χάρη, θα βρω τη διευκόλυνση, θα βρω τη θεραπεία. Χτυπώ λοιπόν την πόρτα αυτή. Ε, λοιπόν, η εικόνα είναι μία θύρα ελέους. Μην το ξεχνάτε αυτό. Είναι το φαινόμενον των θαυματουργικών εικόνων. Πηγαίνομε μπροστά σε μία εικόνα και προσευχόμαστε και ζητούμε και μας δίδει ο εικονιζόμενος άγιος εκείνο το οποίο ζητούμε. Ο εικονιζόμενος άγιος. Λέμε: «Παναγία μου, σώσε με». Και δεν το λέμε αφηρημένα βέβαια, οπουδήποτε μπορούμε να προσευχηθούμε, αλλά καλώς εχόντων των πραγμάτων, έχομε την εικόνα της Παναγίας μπροστά. Και λέμε: «Παναγία μου, σώσε με, σώσε μας». Πάμε στην εικόνα του αγίου Δημητρίου: «Άγιέ μου Δημήτριε, σώσε με». Τι σημαίνει αυτό; Θα απλώσει κανένα χέρι ο άγιος να μας σώσει; Ναι! Άγιοι, έχουν δει κάποτε τους αγίους, άγιοι άνθρωποι, έχουν δει τους αγίους κάποτε να απλώνουν και το χέρι τους. Κάτι καταπληκτικό! Η εικόνα, η μπογιά…, εκείνη η μπογιά, η εικόνα είναι, θα λέγαμε, το παράθυρο που ήταν μέχρι τότε κλειστό. Μετά ανοίγει και βγαίνει η χάρις του αγίου.
Πώς γίνεται αυτό; Ακούστε πώς γίνεται αυτό. Είναι διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όταν ο άγιος ζει, στην παρούσα ζωή, είχε το Πνεύμα του Θεού. Όταν πέθανε, έφυγε από τον κόσμον αυτόν, δεν χωρίστηκε από το Πνεύμα του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού το έχει και τώρα που είναι στον Παράδεισον η ψυχή του. Χωρίστηκε ο άνθρωπος. Η ψυχή του πήγε στον Παράδεισον. Ηνωμένη πάντοτε με τον Πνεύμα του Θεού. Το σώμα του κατετέθη εις τον τάφον. Κι εκεί το Πνεύμα του Θεού είναι ηνωμένο με το σώμα του. Διότι ο Κύριος είπε: «Θα ‘ρθούμε να κατοικήσουμε μέσα εις τον άνθρωπο ο οποίος μας δέχεται». Δεν θα κατοικήσουμε στην ψυχή του, προσέξτε. Στην ύπαρξή του. Σε ολόκληρη την ύπαρξή του. Όχι στην ψυχή του μόνο. Στο σώμα του και την ψυχή του μαζί. Με τον θάνατον συνεπώς ο άνθρωπος δεν χωρίζεται του Αγίου Πνεύματος ως προς το σώμα. Έτσι έχομε τα λεγόμενα «άγια λείψανα» που θαυματουργούν. Γιατί θαυματουργούν; Γιατί είναι ηνωμένα με το Πνεύμα του Θεού. Αλλά είναι γνωστό ότι ο άγιος άνθρωπος, ό,τι πιάσει στον κόσμον αυτόν, δίνει χάρη, μεταβιβάζει χάρη. Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, που συνέβη στον Χριστόν… προσέξτε τι λέει: «Καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο -ο Ιησούς- εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς, ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται(:παρακαλούσαν μόνον να αγγίξουν τα ρούχα του Χριστού)· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο(:και όσοι ακουμπούσαν τα ρούχα του Χριστού, εσώζοντο)». Το ίδιο πράγμα ο Χριστός, αγαπητοί μου, δίνει τώρα στους αγίους, στους Αποστόλους, στους αγίους. Ακούστε. Πράξεις 5,15: «Ὣστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες». Όλοι εθεραπεύοντο. Έπαιρναν τα μαντήλια και τις ποδιές του Αποστόλου Παύλου, τα έριχναν επάνω στους ασθενείς και εγίνοντο καλά. Γιατί; Διότι και τα αντικείμενα που ήρχοντο σε επαφή μετά τοῦ χρωτός αὐτῶν, με το δέρμα τους, έπαιρναν αγιασμό. Έτσι, αγιασμένοι άνθρωποι, όταν ιστόρησαν, δηλαδή αγιογράφησαν εικόνες, οι εικόνες αυτές τώρα θαυματουργούν. Αυτός είναι ο λόγος που θαυματουργούν, αγαπητοί μου, οι εικόνες.
Να τονίσομε κάτι όμως. Ότι μόνο η Βυζαντινή αγιογραφία διατηρεί τις προϋποθέσεις δια την δογματικήν και ηθικήν διδασκαλίαν. Μόνο η βυζαντινή εικόνα. Ενώ της Δύσεως η εικόνα, οι δυτικής τεχνοτροπίας εικόνες, δεν εκφράζουν τίποτα. Εκφράζουν στο επίπεδο ένα γεγονός και αυτό μάλιστα πολλές φορές όχι σωστό. Όπως ακριβώς έχομε τον Ιωσήφ με την Θεοτόκον πλάι πλάι. Δεν ήσαν σύζυγοι. Γιατί να τους βάλουμε πλάι πλάι; Λέμε: «Η αγία οικογένεια». Δεν ήσαν σύζυγοι. Η βυζαντινή αγιογραφία βάζει την Παναγία στο κέντρον της εικόνος και πλάι της ο Χριστός. Ο Ιωσήφ; Σε μια γωνιά της εικόνος, κάτω κάτω, με γυρισμένη την πλάτη. Γυρισμένη την πλάτη του στην Θεοτόκον και στον Ιησούν. Τι εκφράζει αυτό; Ότι δεν είναι δικό του παιδί αυτό. Βλέπετε τη διαφορά. Γι΄αυτό με την ευκαιρία, θα σας έλεγα, αγαπητοί μου, να διατηρούμε πάντοτε σπίτι μας, παντού, στους λατρευτικούς μας χώρους, παντού, την βυζαντινή τεχνοτροπία· η οποία είναι δογματική. Η διδασκαλία και η ηθική της εικόνος της βυζαντινής.
Αγαπητοί μου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Χριστός δεν είναι μόνον ο Λόγος του Θεού, ο Λόγος του Πατρός, αλλά είναι και η Εικών του Πατρός. Ακόμη, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι και ο άνθρωπος είναι εικών του Χριστού. Η εικόνα έχει μία βαθιά θεολογία, όπως είδαμε και όσο τη μελετούμε, τόσο βρισκόμεθα εις την περιφέρειά της, χωρίς ποτέ να μπορούμε να την εξαντλήσουμε. Ο κόσμος αυτός ολόκληρος, ο αισθητός αυτός κόσμος με το άπλετον ηλιακόν του φως, είναι μία εικόνα του μελλοντικού ακτίστου κόσμου. Ο ναός που βρισκόμεθα, εδώ μέσα, ακόμα αυτός ο λειτουργικός δηλαδή χώρος, είναι μία εικόνα της ουρανίου Λειτουργίας των Αγίων και της κοινωνίας των μετά του Θεού. Όλα τα σύμβολα τα χριστιανικά που έχομε, είναι εικόνες μελλοντικών αγαθών. «Ἃ ἐστί σκιά τῶν μελλόντων», λέει στους Κολοσσαείς ο Απόστολος Παύλος. Είναι σκιά των μελλοντικών πραγμάτων. Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος: «Οἵτινες -οι ιερείς- ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται Μωϋσῆς μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν· ὅρα γάρ, φησι, ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει» Εβρ.8,5. «Πρόσεξε», του λέει ο Θεός, «ό,τι σου υπεδείχθη στο όρος το Σινά, έτσι θα κατασκευάσεις την Κιβωτό κ.τ.λ.». Τι του έδωσε ο Θεός εκεί; Μοντέλα. Υποδείγματα. Συνεπώς, τι ήταν η σκηνή, ο ναός κ.τ.λ. τα παρακάτω που φτιάχτηκαν; Αντίτυπα των αληθινών, των γνησίων, των επουρανίων. Τι λέγω; Και αυτή η ζωή μας ακόμη, αγαπητοί μου, είναι μία εικόνα.α «Διὰ πίστεως - λέει ο Απόστολος, Β΄Κορινθίους 5,7- περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους». Και τι είναι η πίστις; Μία εικόνα είναι. Μία εικόνα. Δεν βλέπω την πραγματικότητα, αλλά ζω διαμέσου αυτής, δηλαδή δια της πίστεως. «Οὐ διὰ εἴδους». Δεν έχομε την πραγματικότητα. Έχομε την πίστη. Έχομε την εικόνα. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, νίκησε τους αιρετικούς και γιορτάζει σήμερα την νίκη της που είναι η Ορθοδοξία δια της προβολής των αγίων εικόνων.
†.Το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, αγαπητοί μου, που λέγεται «Ἑκκλησιαστής», τελειώνει με τη φράση: «ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν». Δηλαδή: «Ο Θεός, ολόκληρον τον άνθρωπο, τον όλον άνθρωπον, ‘’σύμπαν τό ποίημα’’, δηλαδή τόσο με την ψυχή του, όσο και με το σώμα του, θα οδηγήσει εις την κρίσιν και οτιδήποτε είναι, αγαθόν ή πονηρόν, όσο και αν είναι κρυμμένο και παρεωραμένο», όπως λέγει εδώ, δηλαδή κάπου κρυμμένο, «κάπου σε ένα περιθώριο, θα το βγάλει στο φανερόν». «Σύμπαν τό ποίημα». Ολόκληρο τον άνθρωπο. Τόσο με την ψυχή του, όσο και με το σώμα του. Και επιμένω εις αυτό. Ο όλος λοιπόν άνθρωπος θα οδηγηθεί εις την κρίσιν. Εξάλλου, αφού θα γίνει ανάστασις νεκρών, θα κριθούμε μετά την ανάσταση των νεκρών, αφού φυσικά θα έχομε πάρει τα καινούρια μας σώματα· εννοείται τα παλαιά μας σώματα ανακαινισμένα. Ό,τι και αν διέπραξε ο άνθρωπος, ξεχασμένο, μικρό, παραθεωρημένο, είτε αυτό είναι αγαθόν, είτε αυτό είναι κακόν. Λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ότι: «Ενήστευσες; Θα σου λογαριαστεί. Δεν ενήστευσες; Θα σου λογαριαστεί». Οτιδήποτε. Ο πιο μικρός λόγος. Ο ίδιος ο Κύριος δεν μας είπε: «Σας βεβαιώνω ότι θα δώσετε λόγον δια πάντα αργόν λόγον». Και «αργός λόγος» είναι επιτρέψατέ μου, οι σαχλαμάρες. Καθόμαστε και λέμε σαχλαμάρες και περνάει η ώρα κ.λπ. Αυτά λέγονται «αργός λόγος». Και λέει ο Κύριος: «… και γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο».
Και πράγματι· ότι θα κριθεί ο όλος άνθρωπος, μας το πληροφορεί και ο Παύλος. Λέει στη Β΄προς Κορινθίους επιστολή του: «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ (: Όλοι πρέπει να φανερωθούμε, να σταθούμε) ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε κακόν». «Για να πάρει ο καθένας την αμοιβή του. Ό, τι διέπραξεν με το σώμα του». Το προσέξατε; Με το σώμα του. Βέβαια πολύ παραπάνω με το πνεύμα του. Είτε αγαθόν αυτό είναι, είτε κακόν.
Και η κρίσις ανήκει εις τον Χριστόν. Γιατί Αυτός μας εδημιούργησε, ως Θεός Λόγος. Αυτός έκανε τον Αδάμ και την Εύα. Αυτός και τώρα μας αναδημιουργεί ως Θεάνθρωπος. Έρχεται για να μας αναπλάσει. Λέγει ο Ίδιος: «Οὐδέ γάρ ὁ Πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τήν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ». «Ο Πατήρ δεν κρίνει κανέναν. Όλη την κρίσιν την έχει δώσει εις τα χέρια του Υιού». Γιατί; Εκείνος μας εδημιούργησε, Εκείνος μας αναδημιουργεί. Τρόπον τινά, σαν να είναι, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, σαν να είναι ο υπεύθυνος απέναντι στον Πατέρα, δια την πορεία του πλάσματός Του, που λέγεται άνθρωπος. Και επιπλέον, ο Ίδιος ο Κύριος είπε: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς». Και συνεπώς και η εξουσία της Κρίσεως.
Και πράγματι, ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή να λέγει ο Κύριος ότι θα επανέλθει «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», λέει, «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ΄αυτοῦ, τότε καθίσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καί συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη». Όλοι οι άνθρωποι. Μηδενός εξαιρουμένου. Και ο Αδάμ. Και η Εύα. Άπαντες.
Αυτήν την εικόνα που μας δείχνει ο Κύριος, την είπε ήδη από τον 6ο αιώνα ο προφήτης Δανιήλ, ευρισκόμενος αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα. Είπε τα εξής καταπληκτικά, που είναι όλα καταπληκτικά βεβαίως είναι του Δανιήλ, αλλά εκεί στο 7ο κεφάλαιο, είναι κάτι το…, κάτι το άλλο. Λέγει: «Ἐθεώρουν (:Έβλεπα· λέει ο Δανιήλ) καί παλαιός ἡμερῶν ἐκάθητο - Και παλαιός ἡμερῶν θα πει… είναι ο γέρων κατά λέξη· αλλά είναι ο μεγάλης ηλικίας ή ακριβέστερα αυτός που δεν έχει αρχήν, ο άναρχος-. Ὁ θρόνος αὐτοῦ φλόξ πυρός (:ο θρόνος Του ήταν πύρινος). Ποταμός πυρός εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ(:ποτάμι πύρινο εξεχύνετο από τον θρόνον Του). Χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ (:Τον υπηρέτουν χίλιαι χιλιάδες άγγελοι) καί μύριαι μυριάδες παρειστήκεσαν αὐτῷ (:και παρεστέκοντο. -Αυτό που είπε ο Χριστός: «Θα έλθω με όλη τη δύναμη του ουρανού· δηλαδή με όλους τους αγίους αγγέλους»). Κριτήριον, ἐκάθισε καί βίβλοι ἠνεώχθησαν (:Στήθηκε δικαστήριον και ανοίχτηκαν οι φάκελοι, βιβλία, λέει, ἠνεώχθησαν, ανοίχτηκαν οι ποινικοί φάκελοι)».
Αυτά μας λέγει ο Δανιήλ. Εξάλλου, πολλά σημεία της διδασκαλίας του Κυρίου μας αναφέρονται εις την Δευτέρα Του Παρουσία. Όπως και στην Κρίσιν. Βέβαια ευγνωμονούμε τον Ματθαίον -κατά θείαν πρόνοιαν κατεγράφησαν αυτά. Αλλά εάν δεν κατεγράφοντο αυτά, έχομε πλείστα πλείστα όσα σημεία μέσα εις την αυτήν την Καινή Διαθήκη αν θέλετε, εκτός από την Παλαιά Διαθήκη, που μας αναφέρουν την Κρίσιν που θα κάνει ο Θεός. Επί παραδείγματι, λέγει εις τον Ματθαίον, το καταγράφει ο Ματθαίος: «Περί δέ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί τῆς ὥρας» κ.τ.λ. προϋποθέτει τον ερχομό του Χριστού. Ακόμη είπε την παραβολή των δέκα παρθένων. Και συμπεραίνει: «Γρηγορεῖτε οὖν (:Μένετε λοιπόν ξύπνιοι, πνευματικά ξύπνιοι) ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν (:δεν γνωρίζετε την ημέραν) οὐδέ τήν ὥραν ἐν ἡ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται (:Κατά την οποία ο υιός του ανθρώπου έρχεται)». Λέγεται «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» είναι εβραϊσμός, σημαίνει άνθρωπος. Και σημαίνει ότι πήρε την ανθρωπίνη φύση εκατό τοις εκατό. Είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Αν θέλετε ακόμα, εις την παραβολή των ταλάντων. «Μετά δέ πολύν χρόνον -αφού μοίρασε τα τάλαντα- ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων (:έρχεται) καί συναίρει μετ' αὐτῶν λόγον(:και λογαριάζεται μαζί τους)». Όλα δείχνουν την κρίσιν. Όλη λοιπόν η Καινή Διαθήκη κινείται στον άξονα της πρώτης και της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Ο Χριστός θα ξανάρθει. Και θα κρίνει τον κόσμον. Αποτελεί δε αυτό, δόγμα πίστεως, θεμελιώδες δόγμα πίστεως. «Καί πάλι ἐρχόμενον μετά δόξης -λέμε στο Πιστεύω- κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». «Να κρίνει και ζωντανούς, δηλαδή τους υπάρχοντας τότε, και τους κεκοιμημένους που θα αναστηθούν».
Ας δούμε όμως κάτι από το περιεχόμενον του Κριτηρίου. Λέγει εις τους «δικαίους», εις τους ευσεβείς. «Δίκαιος» είναι μία ονομασία του αγίου, που αναφέρεται κυριότατα εις την Παλαιά Διαθήκη: «Ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοΙ φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ μοί, ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με» κ.λπ. «Ήμουνα πεινασμένος, μου δώσατε να φάω, ήμουν διψασμένος, μου δώσατε να πιω, ήμουνα ξένος και με μαζέψατε, κ.ο.κ. Ήμουν ασθενής, ήμουν ἐν φυλακῇ» κ.λπ. Αναφέρεται δηλαδή εδώ, βλέπομε, εις την αντίληψιν του πλησίον. Κατά πόσο έχετε γίνει αντιλήπτορες του πλησίον. Κατά πόσο τον αντιληφθήκατε τον πλαϊνό σας. Και του συμπαρασταθήκατε. Και μάλιστα αναφέρεται ο Κύριος σε κατώτερα ή, καλύτερα, σε απλοϊκότερα επίπεδα ελεημοσύνης. Τι απλούστερον; Πεινάει κάποιος και του δίνομε ένα κομμάτι ψωμί. Ή, διψάει και του δίνομε ένα ποτήρι νερό. Θυμηθείτε εκείνο που είπε ο Κύριος ότι: «Σας βεβαιώνω, ένα ποτήρι νερό που θα δώσετε εις το όνομά μου -το υπογραμμίζω· κάτι θα πούμε παρακάτω- θα έχετε τον μισθό σας». Άλλος Ευαγγελιστής: «Ποτήριον νεαροῦ -δηλαδή φρέσκο νερό- ὕδατος». «Νεαροῦ ὕδατος» … Έφυγε το «ὕδωρ», έμεινε το «νεαρόν», συγκόπηκε αυτό και έγινε «νερό». Δηλαδή το νερό δεν είναι ουσιαστικό· είναι επίθετο. Είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Λοιπόν. Γιατί λέει «φρέσκο νερό»; Μη βαρεθείς να πας στο πηγάδι να αντλήσεις, δροσερό νερό να δώσεις στον άλλον. Όχι από τη βρύση της κουζίνας που είναι ζεστό, άμα είναι καλοκαίρι. Δηλαδή να το δώσεις με την καρδιά σου. «Βεβαιώνω», λέει ο Κύριος, «θα έχεις τον μισθό σου». Και τούτο γιατί ο Κύριος ξεκινά σαν εύκολη δυνατότητα για όλους να προσφέρουν την ελεημοσύνη τους. Εύκολη δυνατότητα. Δεν μπορείς να δώσεις ένα ποτήρι νερό; Μπορείς να πεις ότι ο Κύριος σου είπε να δώσεις στους φτωχούς, στον κάθε φτωχό από ένα εκατομμύριο δραχμές; «Κύριε, δεν έχω». Θα σου ζητήσει ο Κύριος να θεραπεύσεις τους ασθενείς; «Κύριε, δεν έχω το χάρισμα αυτό». Αλλά τι σου λέει; «Με επισκεφθήκατε». Δεν έχεις τίποτα να ξοδέψεις, όταν επισκεφθείς τον ασθενή· κ.ο.κ. Δηλαδή παίρνει την πιο απλή μορφή ελεημοσύνης που θα εκδηλώσεις την αγάπη σου εις τον συνάνθρωπο.
Ψάχνομε να βρούμε την πίστη σε αυτά τα λόγια που είπε ο Χριστός. Ψάχνομε. Δεν μίλησε τίποτα για την πίστη. Αλλά μίλησε για την αγάπη στη μορφή της ελεημοσύνης και αυτή, όπως σας είπα και το ξαναείπα, σε μία κατώτερη μορφή. Στοιχειώδη δηλαδή μορφή. Απλοϊκή μορφή. Ψάχνομε λοιπόν να βρούμε την πίστη αλλά δεν τη βρίσκομε. Δεν γίνεται λόγος γι' αυτήν. Δηλαδή η πίστις δεν θα είναι στοιχείον που θα κριθεί; Η πίστις είναι σπουδαιοτάτη. Αφού ο ληστής με την πίστη… -γιατί τι είπε ο ληστής; «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». «Είσαι ο Υιός του Θεού. Θυμήσου με»- αυθημερόν εκέρδισε τον Παράδεισον. Ο ληστής δεν έκανε κανένα έργον επί του σταυρού. Έδειξε μόνον πίστη. Δεν αναφέρεται η πίστις, γιατί προϋποτίθεται. Γι΄αυτό όταν ο Απόστολος λέει: «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη». Η ελπίδα προϋποθέτει την πίστιν. Γιατί τι είναι η ελπίδα; Είναι τονισμένη πίστις. Και η αγάπη προϋποθέτει και την ελπίδα και την πίστη. Έτσι, στην έκπληξη των ακουόντων αυτά που ο Κύριος είπε: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, διότι … έτσι κι έτσι, ήμουν πεινασμένος, διψασμένος» κ.τ.λ. στην έκπληξή τους, ο Κύριος προσθέτει: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν (:Σας βεβαιώνω) ἐφόσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποίησατε». «Εφόσον», λέει, «προσφέρατε αυτά στ’ αδέλφια μου τα ελάχιστα, σε μένα τα προσφέρατε». Αυτή είναι η έκπληξις. Τι; Ταυτίζει ο Κύριος τον εαυτόν Του με τον κάθε άνθρωπον. Δεν είναι απλώς η αγάπη προς τον πλησίον. Αλλά είναι η αγάπη εν ονόματι του Χριστού προς τον πλησίον. Να το ξαναπώ: Εν ονομάτι του Χριστού προς τον πλησίον. Γιατί αυτό αποκαλύπτει την πίστη στον Χριστό. Να πού είναι κρυμμένη η πίστις. Εκεί είναι κρυμμένη η πίστις.
Αντίθετα, ένας φιλοσοφικός ανθρωπισμός, ένας αλτρουισμός, ένα απ’ όλα εκείνα τα οποία λέμε, και δικαιώματα ανθρώπων, δεν ξέρω τι και δεν ξέρω τι, αυτά ποτέ δεν δικαιώνονται, όταν απουσιάζει ο Χριστός. Ένας που τρέχει, μέρα- νύχτα, οργώνει τους δρόμους, να μαζέψει χρήματα για κείνους, για κείνους κ.λπ. εάν αυτό δεν το κάνει εν ονόματι του Χριστού, ματαιοπονεί. Γιατί η πράξη του αυτή είναι μία πράξη που δεν έχει τη σφραγίδα της πίστεως. Και είναι γνωστό ότι λέει ο Απόστολος Παύλος ότι: «Πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστίν». Όχι μόνο πέφτει στο κενό και δεν θα λογαριαστεί εν ημέρα κρίσεως, αλλά είναι και αμαρτία· διότι εκείνο το οποίον ο Θεός θέλει να προσφέρεις εν ονόματι του Χριστού δεν το κάνεις, αυτό είναι αμαρτία. Είδατε; Πᾶν, οτιδήποτε, που γίνεται, ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, που δεν γίνεται εν ονόματι της πίστεως, είναι αμαρτία. Και ακόμη θα πει στην προς Εβραίους ο Απόστολος: «Χωρίς δέ πίστεως, ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι (: Είναι αδύνατον να ευαρεστήσεις εις τον Θεόν, χωρίς την πίστιν) πιστεῦσαι γάρ δεῖ τόν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι (: πρώτα πρώτα πρέπει να πιστεύεις στην ύπαρξη του Θεού, ότι υπάρχει, ὅτι ἔστι) καί τοῖς ἐκζητούσιν αὐτόν μισθαποδότης γίνεται». «Κι εκείνοι οι οποίοι Τον εκζητούν», δηλαδή ψάχνουν να μάθουν, να ζήσουν κάτι βαθύτερο και βαθύτερο από τον Θεό. Να θεώνονται διαρκώς. «Γίνεται εις αυτούς μισθαποδότης». Εις αυτούς θα πει: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» κ.λπ. Ώστε η αγάπη από φιλάνθρωπα αισθήματα ή φιλοσοφική διάθεση- προσέξατε, μη χάσομε τον μισθό μας- πέφτει στο κενό. Δεν έχει αξία. Δεν αντέχει στην αιωνιότητα. Είναι εκείνο που λένε…: «Κάνε μια καλή πράξη κάθε μέρα». Το λένε και οι Πρόσκοποι και δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Εν ονόματι τίνος; «Εν ονόματι του εαυτού μου», θα σου απαντήσουν. «Για να νιώσω καλύτερα. Να νιώσω καλύτερα. Να νιώσω εσωτερικά ότι είμαι άνθρωπος». Δεν έχει αξία. Σαφώς δεν έχει αξία.
Αλλά και η γενικοτέρα ηθική μοιάζει να λείπει από το Κριτήριον που στήνεται, από το περιεχόμενον του Κριτηρίου που στήνεται στα έσχατα, την ημέρα τη μεγάλη εκείνη. Δεν λείπει. Διότι αυτός που αγαπά, ούτε θα κλέψει, ούτε θα φονεύσει, ούτε θα αδικήσει, ούτε θα πορνεύσει, ούτε θα μοιχεύσει. Παίρνω τις εντολές: «Οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτύρησεις, οὐ μοιχεύσεις». Διότι αν αγαπάς, θα τα κάνεις αυτά; Προφανώς όχι. Συνεπώς περιττό να τα αναφέρει ο Κύριος. Περιέχονται μέσα εις το περιεχόμενον του Κριτηρίου. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί η αγάπη είναι το πλήρωμα, το γέμισμα του Νόμου. Γι΄αυτό και οι δύο εντολές της αγάπης στον Θεό και της αγάπης στον πλησίον, περιέχουν τα πάντα. Είπα: της αγάπης στον Θεό και της αγάπης στον πλησίον. Ναι. Γιατί η δευτέρα, η αγάπη προς τον πλησίον, έχει κριτήριο την αγάπη την πρώτη, προς τον Θεό. Απλούστατα, μόνη η πρώτη αγάπη, εάν δεν έχεις αγάπη στον πλησίον, μένει άκαρπη· αλλά και μόνη η δευτέρα αγάπη προς τον πλησίον, εάν δεν ξεκινάει από τον Θεό, από την αγάπη προς τον Θεό, ξεκινάει από τον Ουμανισμόν. Και ο Ουμανισμός, ο Ανθρωπισμός δεν σώζει.
Γιατί ο Κύριος, αγαπητοί μου, απεκάλεσε τους ευεργετηθέντας, αυτούς που θα δώσουμε εμείς κάτι, τους απεκάλεσε «ἀδελφούς»; Γιατί κι Εκείνος έχει τον Θεόν βέβαια φύσει Πατέρα, κι εμείς έχομε τον Θεόν Πατέρα κατά χάριν. Κατά το ανθρώπινον εις τον Ιησούν Χριστόν. Αλλά και κατά το θείον, είναι Υιός του Θεού, αλλά είναι όμως ομοούσιος με τον Πατέρα. Κληρονόμος Εκείνος; Γιατί τα παιδιά κληρονομούν τον Πατέρα. Κληρονόμος Εκείνος; Κατά το ανθρώπινον, κληρονόμοι κι εμείς. Θέλετε; Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «συγκληρονόμοι κι εμείς, μαζί με Εκείνον». Γιατί ακόμη είναι αδελφός μας, επειδή έλαβε την ανθρώπινη φύση. Γιατί «Αὐτός πρῶτος ἀνεστήθη καί γίνεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Αλλά γιατί και τους αδελφούς τους απεκάλεσε «ἐλαχίστους»; «Ἐλάχιστος» θα πει «ο τιποτένιος». Είναι οι κατά κόσμον άσημοι άνθρωποι. Είναι οι περιφρονημένοι. Είναι οι περιθωριακοί. Όχι γιατί άλλο, γιατί αυτοί οι ίδιοι αμαρτάνοντες γίνονται περιθωριακοί αλλά γιατί…έντιμοι άνθρωποι είναι, καλοί άνθρωποι είναι, αλλά οι άνθρωποι οι υψηλά ιστάμενοι, δεν τους δίνουν σημασία. Αυτοί που στερούνται την κοσμικήν επιφάνειαν, την δόξα, τον πλούτο, τις κοσμικές προβολές και τα αξιώματα. Αυτοί, ως περιφρονημένοι, λέγονται «ἐλάχιστοι». Δεν είναι «ἐλάχιστοι». Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Επειδή όλοι έχομε το κατ’ εικόνα. Και είμεθα όλοι άνθρωποι. Δεν υπάρχει διαφορά. Οι άνθρωποι δίνουν διαβαθμίσεις και διαφορές. Ο Κύριος όμως κατά τα ανθρώπινα κριτήρια τοποθετεί και λέγει: «Οἱ ἀδελφοί μου οἱ ἐλάχιστοι».
Δεν πρέπει ακόμα να μας διαφεύγει ότι καθετί που πράττομε εις τον άλλον άνθρωπον, είτε αυτό είναι καλό, είτε αυτό είναι κακό, στον Θεό αποτείνεται. Γιατί αποτελεί το πρωτότυπό μας ο Χριστός. Προσέξατέ το: Ο Θεός. Επί παράδειγματι, βρίζεις τον συνάνθρωπό σου; «Εάν προσκυνώ την εικόνα της Παναγίας, του Χριστού», λέγει, δογματική θέση, «ότι η τιμή διαβαίνει επί το πρωτότυπον». Προσκυνώ το ξύλον με τις μπογιές. Έχει το σχήμα του προσώπου του Χριστού. Μάλιστα. Διαβαίνει, περνάει επί το πρωτότυπον. Αλλά ζώσα εικόνα είναι ο πιστός. Γι'αυτό και τους θυμιάζομε τους πιστούς. Είναι εικόνες του Θεού. Θυμιάζομε τις εικόνες και μετά τις ζώσες εικόνες που είναι οι πιστοί. Τον Επίσκοπο, τον ιερέα. Βγαίνει ο διάκονος, ο ιερεύς, να θυμιάσει τον επίσκοπον τους πιστούς όλους. Τι σημαίνει αυτό; Θυμιάζει την εικόνα του Χριστού. Και η τιμή διαβαίνει επί το πρωτότυπον. Έτσι εδώ, ό,τι κάνεις, αν φερειπείν του Προέδρου της Δημοκρατίας κατεβάσεις την εικόνα και την ποδοπατήσεις, το πρόσωπό του δεν έπαθε τίποτα. Είναι εκεί που είναι ο άνθρωπος. Όμως θεωρείται προσβολή. Κι έχεις κυρώσεις. Έτσι κι εδώ, εάν προσβάλεις τον συνάνθρωπό σου, είναι προσβολή κατά του Θεού. Κι έχει κυρώσεις. Εάν περιποιηθείς τον συνάνθρωπό σου, κι αυτό έχει τις επιπτώσεις του. Φθάνει στον Θεό η τιμή αυτή.
Λοιπόν· κάτι περισσότερο: Εάν είναι ο άλλος βαπτισμένος, δεν με συνδέει μόνο το κατ’ εικόνα, αλλά και η οντολογική μου ένωση, ως μέλη Χριστού που είμεθα όλοι. Κάτι πολύ περισσότερο από το κατ’ εικόνα.
Έτσι ο Θεός, καθ’ όλο το μήκος της Αγίας Γραφής, αγαπητοί, βρίσκεται πίσω από τον κάθε άνθρωπο. Λέγει η Γραφή ότι «εκείνος που ελεεί τον φτωχόν - είναι στην Παλαιά Διαθήκη- δανείζει τον Θεόν». Μα πώς; Γιατί πίσω από τον φτωχόν είναι ο Θεός. «Αυτός που παίρνει διαζύγιο ή πέφτει στη μοιχεία, προσβάλλει το μεγάλο μυστήριο της ενώσεως Χριστού και Εκκλησίας». Ή: «Αυτός που αμαρτάνει με σαρκικά αμαρτήματα, πορνεία, μοιχεία κ.τ.λ. προσβάλλει το σώμα του Χριστού. Προσβάλλει και τον ναόν του Αγίου Πνεύματος. Γιατί το σώμα μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Με τον Θεό δηλαδή έχομε μία οντολογική σχέση και διάσταση. Οντολογική. Όχι ηθική. Οντολογική. Όχι καθ’ ομοιότητα. Οντολογική. Πραγματική. Κι αυτό φαίνεται ακόμη στη συσταύρωσή μας με τον Χριστόν, που θα μας δώσει και τη συνανάστασή μας.
Αγαπητοί, η Κρίσις είναι γεγονός. Εξάλλου, καθημερινά κρινόμεθα. Και ο απερχόμενος από τον κόσμον αυτόν, κρίνεται. Με μία διάκριση. Το είπε ο Κύριος: «Ο ευσεβής», λέει, «δεν έρχεται σε κρίση, δεν κρίνεται». «Εἰς κρίσιν», λέγει, «οὐκ ἔρχεται ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Ο ευσεβής. Και προσθέτει ο Κύριος μετά την Κρίση: «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον». Πρέπει να συλλάβομε, αγαπητοί, και να συνειδητοποιήσουμε αυτό το «αἰώνιον». Είναι…, είναι, είναι συγκλονιστικό. Αν προσπαθήσουμε να το καταλάβουμε, αυτό που δεν έχει τέλος, θα καταληφθούμε από έναν ίλιγγο. Όπως δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια του μηδενός. Και την έννοια του απείρου. Έτσι δεν μπορούμε να συλλάβουμε και την έννοια του αιωνίου. Μας αποκαλύπτεται. Και το πιστεύουμε. Δεν το συλλαμβάνομε. Δεν μπορούμε. Και είναι πραγματικότης.
Λοιπόν, αγαπητοί, ας αρχίσομε να ζούμε όπως ο Κύριος θέλει. Γιατί ο Κύριος «ἔρχεται κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Και ακολουθεί η αιωνιότης· είτε της Βασιλείας του Θεού, είτε της κολάσεως. Ο Κύριος μάς θέλει να Του ανήκομε. Από μας εξαρτάται. Εμείς τι θα κάνομε;
†.Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμην του αποστολικού Πατρός και ιερομάρτυρος αγίου Πολυκάρπου. Ο άγιος Πολύκαρπος εγεννήθη κατά το τρίτον τέταρτον του 1ου αιώνος στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Την ελληνική Σμύρνη· γι΄αυτό και το όνομα είναι ελληνικόν: Σμύρνη. Εχειροτονήθη επίσκοπος Σμύρνης υπό του ευαγγελιστού Ιωάννου.
Αγωνίστηκε δε πάρα πολύ εναντίον των αιρέσεων και μάλιστα κατά των Γνωστικών. Οι Γνωστικοί ήσαν εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να ενώσουν όλες τις θρησκείες. Δηλαδή, ένας συγκρητισμός. Πανομοιοτύπως πανομοιότυπα ό,τι έχουμε σήμερα. Σήμερα επικρατεί ο Γνωστικισμός. Σημειώσατε- εάν το θέλετε να το ξέρετε και αυτό- ότι το κυριότερο σύμβολο των Μασόνων είναι το λατινικό G. Και δεν είναι παρά το πρώτο γράμμα της ελληνικής λέξεως «Γνώσις». Της ελληνικής λέξεως «Γνώσις». Προσέξατέ το. Δηλαδή ο Μασωνισμός είναι στηριγμένος επάνω στον Γνωστικισμόν· που σήμερα χρησιμοποιούμε βέβαια τη λέξη Γνωστικισμός, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Συγκρητισμός, γιατί χρησιμοποιούμε και αυτή τη λέξη- το «κρη» με ήτα, Συγ-κρη-τισμός· όχι από το συγ-κρίνω, αλλά από το συγ-Κρήτες, είναι μια ιστορία ολόκληρη αυτό, οπότε είναι η ένωσις όλων των θρησκειών. Πιστεύω, στην εφημερίδα δεν διαβάζετε ούτε πολλά πράγματα, να δείτε πραγματικά τι είναι ο Γνωστικισμός.
Και ο άγιος Πολύκαρπος ήταν εκείνος που πολέμησε τον Γνωστικισμόν. Ένας κύριος θα λέγαμε, εισηγητής του Γνωστικισμού μέσα στην Εκκλησία μας ήταν ο Μαρκίων. Και να φανταστείτε ότι ήταν γιος επισκόπου...
Ο άγιος Πολύκαρπος εμαρτύρησε στη Σμύρνη, επί ανθυπάτου Ασίας Στατίου Κοδράτου και αυτοκράτορος Αντωνίνου Πίου κατά το 156 στις 23 Φεβρουαρίου. Σώζεται μια δική του επιστολή προς Φιλιππησίους. Εγράφη ακόμη και το μαρτυρολόγιό του, που είναι το πρώτο στο είδος του. Μέσα σ’ αυτό, στο μαρτυρολόγιο, βλέπει κανείς το πνευματικόν ύψος του ανδρός. Εγράφη ακόμη και μία επιστολή προς αυτόν, προς τον άγιον Πολύκαρπον, από τον άγιον Ιγνάτιον, επίσκοπον Αντιοχείας, καθ’ οδόν του αγίου Ιγνατίου προς Ρώμην, για να μαρτυρήσει· που ερίφθη εις τα θηρία κ.λπ.
Όταν πλησίαζε στη Σμύρνη, εκεί του έστειλε μίαν επιστολήν, που ήταν ο επίσκοπος Σμύρνης, όπως σας είπα. Η επιστολή αυτή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου προς τον άγιον Πολύκαρπον είναι γεμάτη από εγκωμιασμόν απόλυτα δίκαιον προς το πρόσωπον του αγίου πατρός, αλλά και από παραινέσεις. Θαυμάσια επιστολή! Σας συνιστώ, αν κάπου τη βρείτε, να τη διαβάσετε. Είναι στον τόμο των αποστολικών πατέρων. «Αποστολικοί πατέρες» λέγονται εκείνοι οι οποίοι στάθηκαν κοντά, στην εποχή δηλαδή, των Αποστόλων. Αποστολικοί πατέρες. Μετά έχομε απλώς τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ως προς τους εγκωμιασμούς που του γράφει ο άγιος Ιγνάτιος, ακούστε: «Ἰγνάτιος, ὁ καὶ Θεοφόρος, Πολυκάρπῳ ἐπισκόπῳ ἐκκλησίας Σμυρναίων, μᾶλλον ἐπισκοπημένῳ ὑπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδή «Εγώ ο Ιγνάτιος, ο και Θεοφόρος, γράφω σε σένα»- είδατε, είναι ο γνωστός τύπος αρχαίας επιστολής, από το σχολείο το ξέρομε αυτό, σας θυμίζω: «Ἀλέξανδρος Ἀριστοτέλει χαίρειν»· αυτός είναι ο επιστολικός τύπος. «Και ο οποίος επίσκοπος συ που είσαι επίσκοπος, αλλά μάλλον επισκοπείσαι από τον Θεόν»· δηλαδή «μάλλον είσαι εκείνος ο οποίος επισκοπείσαι από τον Θεόν, δηλαδή είσαι εις την δική Του την εύνοιαν».
Ακόμα του γράφει: «Κατά πάντα σοῦ ἀντίψυχον ἐγώ καί τά δεσμά μου, ἅ ἠγάπησας». «Είσαι μες στην καρδιά μου» δηλαδή, «και τα δεσμά μου, δηλαδή που είμαι κρατούμενος, φυλακισμένος, που τόσο πολύ έχεις αγαπήσει». Ακόμη τον αποκαλεί «θεομακαριστότατον». «Πολύκαρπε», του γράφει, «θεομακαριστότατε». Αυτά είναι τα εγκώμια μέσα στην επιστολή του αγίου Ιγνατίου υπέρ του προσώπου του αγίου Πολυκάρπου. Όμως, του γράφει όχι λίγες παραινέσεις- δεν ήταν κάτι που θα λέγαμε, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ο άγιος Πολύκαρπος, επειδή ένας άλλος επίσκοπος του δίνει παραινέσεις- συμβουλές δηλαδή. Κάθε άλλο. Είχαν ταπείνωση και όταν ο άλλος ήταν έτοιμος να δώσει μια παραίνεση, μια συμβουλή ο αποδέκτης απεδέχετο ευχαρίστως. Και έχει πάρα πολύ σπουδαίες και ωραίες παραινέσεις και επιτρέψατε μερικές από αυτές να δούμε και να αναλύσουμε.
Του γράφει: «Ὁ καιρὸς ἀπαιτεῖ σε»· δηλαδή, «Ο καιρός σε χρειάζεται, η εποχή μας σε απαιτεί, σε χρειάζεται». Οι δύσκολοι καιροί πράγματι απαιτούν τους θαυμαστούς και πνευματικούς ανθρώπους να στέκονται όρθιοι για να μπορούν να στηρίζουν και τους άλλους. Σας είπα η τότε εποχή με τη σημερινή εποχή είναι αντίγραφον. Ποιοι θα είναι εκείνοι οι άντρες οι οποίοι θα σηκωθούν – εκ των κληρικών εννοείται- και να μιλήσουν εναντίον του Γνωστικισμού, εναντίον του Συγκρητισμού; Αλλά βλέπετε, κοινές προσευχές, κοινές συναντήσεις, λέμε «διαθρησκειακές συναντήσεις»… Τι πράγματα είναι αυτά; Τι πράγματα είναι αυτά; «Σε απαιτεί» λοιπόν «ο καιρός. Η εποχή μας σε απαιτεί». Η τότε. Και η τώρα! Ποιοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα ορθώσουν πραγματικά το ανάστημά τους; Ποιοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι δεν θα έχουν εκκοσμικευμένον φρόνημα;
Και προχωρούμε: «Τοὺς καιροὺς καταμάνθανε. Τὸν ὑπὲρ καιρὸν προσδόκα, τὸν ἄχρονον, τὸν ἀόρατον, τὸν δι ̓ ἡμᾶς ὁρατόν, τὸν ἀψηλάφητον, τὸν ἀπαθῆ, τὸν δι ̓ ἡμᾶς παθητόν, τὸν κατὰ πάντα τρόπον δι ̓ ἡμᾶς ὑπομείναντα». Δηλαδή όχι «μάνθανε», αλλά «καταμάνθανε». Δηλαδή «να μελετάς πολύ επισταμένα», τι; Τους καιρούς. Μελέτα τους καιρούς. Επισταμένα. Και Εκείνον που είναι πάνω από τους καιρούς, πάνω από τον χρόνον, που είναι ο Χριστός, προσδόκα. Να Τον περιμένεις. «Τὸν ἄχρονον», Αυτόν ο Οποίος ως Λόγος του Θεού, Υιός του Θεού είναι έξω από τον χρόνον, «τὸν ἀόρατον», Αυτόν ο Οποίος έγινε για μας ορατός· δηλαδή έγινε άνθρωπος. Αυτός που είναι αψηλάφητος· Αυτός που είναι απαθής και για μας έγινε παθητός· «τὸν κατὰ πάντα τρόπον δι ̓ ἡμᾶς ὑπομείναντα», «και υπέμεινε για μας με κάθε τρόπο».
Πράγματι, αγαπητοί μου, η μελέτη των πνευματικών καιρών είναι αναγκαιοτάτη. Αυτή η εσχατολογική ενατένισις σήμερα λείπει από τους Χριστιανούς μας. Κι όταν κανείς ασχολείται με αυτήν την –σας είπα- εσχατολογικήν ενατένισιν, οι άλλοι τον λέγουν υπερβολικόν, τον λέγουν φανατικόν ή ό,τι άλλο. Πρώτα πρώτα, εκείνος ο οποίος ενατενίζει τα έσχατα δεν αμαρτάνει, αποφεύγει την αμαρτίαν. Και ύστερα είναι σε κατάστασιν αφυπνίσεως, σε κατάστασιν εγρηγόρσεως, και είναι πολύ απαραίτητο αυτό. Ο ίδιος ο Κύριος, πάνω σ’ αυτό το σημείο, είπε τα εξής, είναι στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον. «Ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν - δηλαδή τον μετεωρολογικό καιρό. «Να! Το πρωί» - λέει και πιο πολλά εκεί-« το πρωί λέτε είναι κόκκινη η ανατολή, θα ‘χομε καλό καιρό ή θα ΄χομε κακό καιρό»- κι εμείς το κοιτάζουμε αυτό· όταν η δύσις είναι κόκκινη και δεν έχει σύννεφα κ.λπ. λέμε: «Αύριο θα έχομε ωραίο καιρό!»-, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι;». «Τα σημεία όμως των καιρών δεν μπορείτε να τα γνωρίζετε; Δηλαδή δεν έχετε εσχατολογικήν ενατένισιν;». Ελέγχει ο Κύριος. Οι καιροί λοιπόν είναι έσχατοι, περισσότερον έσχατοι από χθες. Κάθε μέρα που περνά είναι μία μέρα κοντύτερα εις το τέλος. Το ακούσατε; Κάθε μέρα που περνάει είναι μία μέρα κοντύτερα εις το τέλος. Έχουν περάσει 2000 χρόνια. Η αυριανή μέρα είναι ακόμη πιο κοντά εις το τέλος. Αυτοί λέγονται «έσχατοι καιροί». Πρέπει λοιπόν να ατενίζομε πάντοτε προς τα έσχατα, για να διατηρούμε ακμαία την πνευματικότητά μας. Και να περιμένομε τον Κύριο να έλθει. Εκείνοι που θα Τον υποδεχτούν, θα είναι εκείνοι που θα έχουν ακέραιο το φρόνημά τους για τον Κύριο και θα είναι άγρυπνοι. Κι αυτό είναι σπουδαίο. Σε πολλά σημεία η Αγία Γραφή το λέει. Μάλιστα ιδιαίτερα στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ότι «Ο Κύριος έρχεται» ή «Ὁ Κύριος ἐγγύς».
Αλλά ας δούμε, όμως, και μερικές ακόμα παραινέσεις. Είναι μια δέσμη, μεγάλη δέσμη, από ωραίες προτροπές. Γράφει στον άγιο Πολύκαρπο ο άγιος Ιγνάτιος: «Πάντας παρακαλεῖν, ἵνα σώζονται»· του λέγει «Φρόντιζε» - τώρα βέβαια αυτό το απαρέμφατο που έχει εκεί είναι γιατί έχει κάποια προηγούμενα εις την σύνταξη του λόγου- ότι δηλαδή «Όλους να τους παρακαλείς να σωθούν». Πουθενά βία. Καμία βία. Αλλά πάντοτε το στοιχείον της παρακλήσεως. «Σε παρακαλώ, άνθρωπέ μου, αδελφέ μου, πρόσεξε να δεις λιγάκι, θέλω να σωθείς, πρέπει να σωθείς». Τι θα πει να σωθώ; Εξηγούμαι. Αλλά όλα αυτά όμως πάντοτε με το στοιχείο της παρακλήσεως.
Πολλές φορές ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την παράκλησιν στο ποιμαντικό του έργο. «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἀδελφοί,-είδατε «παρακαλῶ» σπανίως θα βάλει τη λέξη «ἐντέλλομαι», δηλαδή «σας παραγγέλλω»- πάντοτε βάζει την παράκλησιν· με σκοπό βέβαια τη σωτηρία των άλλων. Κι ο άλλος το καταλαβαίνει αυτό, το βλέπει και πείθεται περισσότερο εάν εννοήσει ότι εμείς κινούμεθα απέναντί του για το δικό του βέβαια το συμφέρον.
Ακόμη γράφει: «Πάντας βάστασαι ὡς καί σε ὁ Κύριος». «Όλους να τους κρατάς, όπως και σε σένα σε κρατάει ο Κύριος». Όταν βάζουμε το ρήμα «βαστάζω» πάντοτε υπονοούμε ότι πρόκειται περί βάρους. Δεν λέμε «σηκώνω»· το «σηκώνω» απλώς ή παίρνω ένα ποτήρι στα χέρια μου, δεν είναι τίποτε αυτό, δεν καταβάλλω κανένα κόπο. Ποτέ δεν λέμε «βαστάζω ένα ποτήρι» με την έννοια που δείχνει κόπο, δείχνει βάρος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο άλλος άνθρωπος, που παίρνω την παραγγελία να τον βαστάζω, είναι βαρύς. Έχει τα προβλήματά του, έχει τις αμαρτίες του και αυτόν πρέπει εγώ τώρα να τον βαστάξω. Και αυτό λέει τώρα ο άγιος Ιγνάτιος στον Άγιο Πολύκαρπον. «Εξάλλου», του γράφει, «και ο Κύριος είναι Εκείνος που βαστάζει εσένα»· διότι πράγματι, αγαπητοί μου, τον καθένα από μας ο Κύριος μάς βαστάζει. Κι εμείς οφείλομε να βαστάζομε τους αδελφούς. Είναι μια ωραία μορφή αγάπης.
Εξάλλου ευθύς θα πει: «Πάντων ἀνέχου –το λέει λίγο πιο κάτω- ἐν ἀγάπῃ». «Όλους», λέει, «να τους ανέχεσαι με αγάπη». Ο καθένας έχει τις ιδιοτροπίες του, τον τρόπο του. «Όλους», λέγει, «να τους ανέχεσαι με αγάπη». «Ὥσπερ καί ποιεῖς» · «όπως και το κάνεις»· λέγει εις τον άγιον Πολύκαρπον.
Και ακόμη πιο κάτω θα γράψει: «Τάς νόσους βάσταζε». Έχομε νοσηρούς ανθρώπους. Όχι με την κοινή αρρώστια, αλλά να έχουν νοσηρό χαρακτήρα, να είναι άνθρωποι κακότροποι. «Όλους αυτούς», λέγει, «να τους βαστάζεις, να τους ανέχεσαι». Με ποιαν έννοια; Να τους βοηθήσεις να σωθούν.
Ακόμη του γράφει ο άγιος Ιγνάτιος του αγίου Πολυκάρπου: «Προσευχαῖς- δοτική πληθυντικού- σχόλαζε ἀδιαλείπτοις». Δηλαδή «να καταγίνεσαι χωρίς διάλειμμα με τις προσευχές». Γιατί; Διότι η προσευχή είναι η κινητήριος δύναμις όλων των προτροπών. Θες να πετύχεις κάτι από μια προτροπή που πήρες; Με την προσευχή θα την πραγματοποιήσεις. Θα κάνεις προσευχή. Γι΄αυτό, όταν δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε στους άλλους ανθρώπους, εμείς, σήμερα, ξέρετε τι λέμε; Έρχεται κάποιος και μου λέει ένα σωρό προβλήματά του. Δεν έχω τίποτε να του προσφέρω ιδιαίτερο παρά μόνο αυτό: «Αδελφέ μου, θα προσευχηθώ για σένα». Μην το πάρετε ότι είναι μικρό αυτό. Είναι πολύ μεγάλο. Αφού δεν έχω τίποτε άλλο… «Ὅ ἔχω, τοῦτο σοί δίδωμι», που είπε κάποτε ο απόστολος Πέτρος σε εκείνον τον κουτσό άνθρωπο που ήταν στα σκαλοπάτια του ναού του Σολομώντος. «Εκείνο που έχω, σου δίνω». Τι είχε ο απόστολος Πέτρος; «Ε, εις το όνομα του Ιησού Χριστού», του λέει, «σήκω και περπάτα». Δεν είναι πολύ πιο πάνω από το να έδινε ένα νόμισμα, έστω και χρυσούν; Κι εμείς δεν έχομε τίποτε άλλο, παρά να του πούμε: «Θα προσευχηθούμε εις τον Κύριον για σένα να σε βοηθήσει και να σε ελεήσει ο Κύριος».
Γι΄αυτό, όπως λέγει ένας Πατέρας, ότι «θεωρώ αμαρτία να μην προσευχηθώ για σας». «Το θεωρώ αμαρτία να μην προσευχηθώ για σας». Πρέπει λοιπόν να προσευχόμεθα για τους άλλους ανθρώπους. Εκείνο δε το «ἀδιαλείπτοις», δηλαδή αδιάλειπτα, χωρίς διάλειμμα, πάντα, διαρκώς, να προσευχόμεθα για τους άλλους ανθρώπους. Οι άνθρωποι έχουνε πολλές ανάγκες. Βρίσκονται μέσα σε ένα όχι πέλαγος, ωκεανό καταστάσεων και παλεύουν εκεί μέσα, μες στα κύματα και μέσα στις τρικυμίες της κοινωνικής ζωής. Με τα πάθη τους, με τα πάθη των άλλων ανθρώπων…Υποφέρουν οι άνθρωποι. Εμείς οφείλομε γι’αυτούς πάντοτε να προσευχόμεθα.
Ακόμη του λέγει: «Αἰτοῦ σύνεσιν πλείονα ᾗς ἔχεις». «Να ζητάς από τον Κύριον να σου δίνει σύνεσιν, περισσότερη από εκείνη την οποία έχεις». Ε, βέβαια, ο άγιος Πολύκαρπος είχε σύνεση, δεν είναι δυνατόν να μην είχε σύνεση. «Ε», του λέει, «να ζητάς πάντοτε να έχεις σύνεση, πιο πολλή και πιο πολλή από εκείνη την οποία έχεις». Είναι μια πολύ ωραία προτροπή να αποκτάει κανείς περισσοτέρα και περισσοτέρα σύνεσιν. Αγαπητοί μου, η σύνεσις είναι καρπός της διακρίσεως· και της φυσικής διακρίσεως αλλά και της πνευματικής διακρίσεως, που η διάκρισις η πνευματική είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος.
Κάποτε ο Κύριος επέπληξε τους μαθητάς Του που παρατήρησε εις αυτούς να μην έχουν σύνεσιν. Τους δώδεκα μαθητάς Του. Και ξέρετε τι τους είπε; «Ἀκμήν καί ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;». «Ώστε λοιπόν και εσείς», λέγει, «είσαστε άμυαλοι; Ασύνετοι; Δεν μπορείτε να καταλάβετε;». Χριστιανός, αγαπητοί μου, και ασύνετος είναι ποσά ασυμβίβαστα. Δεν μπορείς να είσαι Χριστιανός και να μην έχεις σύνεση, είναι αδύνατον. Ύστερα, έγινες Χριστιανός, γιατί ξεκινούσες να έχεις μίαν σύνεσιν. Και η χριστιανική σου ιδιότητα σου αυξάνει και σου αυξάνει διαρκώς την σύνεσιν. Και έτσι πρέπει να καταλάβομε ότι η σύνεσις ακόμα ή προστίθεται ή αφαιρείται. Δεν μας συμφέρει να αφαιρείται η σύνεσις. Μας συμφέρει να προστίθεται η σύνεσις. Και να γινόμεθα συνετότεροι και συνετότεροι, περισσότερο και περισσότερο κάθε μέρα.
Ακόμη κάτι. Λέει μια ακόμη προτροπή. Έκανα μία επιλογή. Έχει πάρα πολλές προτροπές. «Ὅπου πλείων κόπος, πολύ κέρδος». Δηλαδή «Όπου υπάρχει περισσότερος κόπος, εκεί υπάρχει και περισσότερον κέρδος». Ναι, δεν υπάρχει αντίρρησις ότι η διακονία των αδελφών έχει πολύ κόπον. Να διακονείς τους άλλους, να διακονείς τον Κύριον, διακονώντας τους αδελφούς Του, εκείνο που είπε ο Χριστός εις τον Απόστολον Πέτρον: «Μ΄αγαπάς πλεῖον τούτων; Μ’ αγαπάς πιο πολύ από τους άλλους συμμαθητάς σου, όπως κάποτε καυχήθηκες ότι έτσι σου συμβαίνει; Ποίμαινε τα πρόβατά μου. Ποίμαινε τα αρνία μου». Ενθυμείσθε, παρά τῇ λίμνῃ Γεννησαρέτ το είπε αυτό, μετά την Ανάστασή Του. Μπορείς, λοιπόν, να διακονείς τους αδελφούς του Κυρίου, δηλαδή τον Κύριον να διακονείς, είναι το ίδιο, αυτό σημαίνει ότι έχει πολύν κόπο, μα πάρα πολύ κόπο. Αλλά όπου υπάρχει ο πολύς κόπος, εκεί υπάρχει και το πολύ κέρδος… Αχ να μπορούσαμε να το ξέρουμε αυτό, να το ξέρουμε όλοι μας ότι θα πρέπει να διακονούμε τους άλλους, έστω κι αν κουραζόμαστε· κουραζόμαστε, δεν υπάρχει αντίρρησις, να μην αγανακτούμε, απλώς, σαν άνθρωποι, έχουμε όρια αντοχής και κουραζόμαστε. Αλλά όμως να μην αγανακτήσουμε εναντίον των άλλων ανθρώπων. Μην τους διώξουμε. Μην πούμε: «Αχ, φύγε από δω πέρα! Δεν φτάνει που έχω εγώ τα δικά μου προβλήματα, να κουβαλάω και τα δικά σου προβλήματα. Άφησέ με ήσυχο!». Όχι. Όπου λοιπόν είναι πολύς ο κόπος, είναι και πολύ το κέρδος. Πόσο ωραία είπε όλα αυτά τα πράγματα.
Αγαπητοί, τι να πω… Ο άγιος ιερομάρτυς Πολύκαρπος είναι μια μεγάλη και συμπαθεστάτη μορφή της αρχεγόνου Εκκλησίας. Όταν του εζητήθη να αρνηθεί τον Χριστόν μέσα εις το στάδιον της Σμύρνης, είπε: «Ὀγδοήκοντα καί ἕξ ἔτη δουλεύω αὐτῷ καί οὐδέν μοί ἠδίκησεν». «Υπηρετώ», λέει, «τον Χριστόν, ογδονταέξι χρόνια» - τώρα από τον καιρό που γνώρισε τον Χριστόν ή από τη γέννησή του; Αυτό είναι ένα προβληματάκι… «Σε τίποτε, λέει, ο Κύριος δεν με αδίκησε»· «καί πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τόν βασιλέα μου, τόν σώσαντά με;»· «και πώς μπορώ τώρα εγώ όπως εσείς μου ζητάτε να βλασφημήσω τον Κύριό μου τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με έχει σώσει;». Αυτό είναι γραμμένο στο Μαρτυρολόγιο εις την ενάτη παράγραφό του.
Και για να σταθούμε κι εμείς, αγαπητοί μου, σήμερα –σας είπα, οι καιροί είναι όχι παράλληλοι, ταυτόσημοι με την εποχή του αγίου Πολυκάρπου – σήμερα πρέπει να έχομε το μαρτυρικό πνεύμα, αλλά και τη συνείδηση ότι ο Κύριος όχι μόνο δεν μας έβλαψε σε τίποτε, -γιατί αυτό πιστεύουμε, ξέρετε· ότι ήρθε εδώ ο απόστολος Παύλος –ακούστε, ακούστε, ακούστε!- αυτός ο «κακομούτσουνος άνθρωπος»(λένε τον απόστολο Παύλο…), εμείς που αρχίζουμε να γινόμαστε νεοειδωλολάτρες, «ήρθε» λέει «ο κακομούτσουνος άνθρωπος, ο Παύλος, και μας χάλασε την ωραία μας θρησκεία- λέει την ειδωλολατρία- τον δε Ιησού Χριστόν Τον βάζουμε στην άκρη. Δεν Τον χρειαζόμαστε! Θα ξαναγυρίσομε εις τους θεούς του Ολύμπου». Πράγματα που τα ακούτε ευκαίρως ακαίρως. Αυτό θα πούμε; Ο Κύριός μας, ο Οποίος μας ευηργέτησε, γνωρίσαμε την αλήθεια, τον αληθινόν Θεόν, και μας έδωσε τη σωτηρία, που σημαίνει ακεραιότης και μετά θάνατον, αφού έχουμε την ανάσταση των νεκρών, τότε, πώς μπορούμε να υβρίζουμε τον Κύριον, πώς μπορούμε να Τον εγκαταλείψουμε;
Λοιπόν. Μιμηταί του αγίου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου, αγαπητοί μου· που σαν κατάκαρπη ελαία στέκεται ανάμεσά μας στην Εκκλησία του Χριστού. Αμήν.
†.«Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» εχαρακτηρίσθη, αγαπητοί μου, η παραβολή του Ασώτου Υιού, που ακούσαμε σήμερα. Και τούτο γιατί δείχνει την πτώση του ανθρώπου και την αποστασία του από τον Θεό, αλλά και την αγάπη του Θεού για την επιστροφή και σωτηρία του ανθρώπου.
Και η αγάπη του Πατρός εξεδηλώθη σε όλο της το μεγαλείο. Δηλαδή με την προσφορά του Υιού Του, χάριν των ανθρώπων. Και η αγάπη και προσφορά εκφράζεται με τούτα τα λόγια, όπως μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Και η όλη η διαδικασία της σωτηρίας είναι η πίστις εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Είδατε; «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν» θα σωθεί. Δεν θα χαθεί. Δηλαδή ο Θεός οικονομεί την Ενανθρώπηση, που είναι το μέγιστον και ζητά από τον άνθρωπον την πίστιν, που είναι το ελάχιστον. Πρέπει πάντως να υπάρχει αυτή η αμοιβαία προσφορά.
Ένα μικρό παράδειγμα που πολλάκις το έχομε πει. Θέλεις να κοινωνήσεις; Τι θα πάρεις; Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είναι μέγιστον; Σίγουρα. Θα πας όμως το πρόσφορό σου το πρωί. Κι ένα πρόσφορο τι τιμή έχει; Ελαχίστη. Έτσι, θα δώσεις και θα πάρεις. Όχι μόνον απλώς θα πάρεις. Θα δώσεις και θα πάρεις. Θέλεις τη σωτηρία σου; Μάλιστα. Δώσε την πίστη σου. Αμοιβαία, βλέπετε, η προσφορά. Ο Θεός δίδει τη χάρη Του κι εμείς δίδομε την πίστη μας. Μάλιστα, αν έχετε προσέξει, ο Κύριος, από εκείνους που ηδύναντο να ομολογήσουν την πίστη των, τους ερωτούσε: «Εάν πιστεύεις, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει να προσφέρομε. Θα μου πείτε, είναι τόσο απλό; Θα έλεγα πάρα πολύ απλό. Βέβαια, πρέπει να είναι εκ βαθέων αυτό το πιστεύω. Είναι πολύ απλό, είναι δυσκολότατον.
Ένα μικρό παράδειγμα. Λέγει ότι εκείνος που έχει το Πνεύμα του Θεού, λέγει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». «Ἀββᾶ» θα πει «πατήρ». Αλλά εις την συριακήν γλώσσα. Το ίδιο πράγμα σε δύο γλώσσες. Πείτε σε κάποιον άνθρωπο να πει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Να πει τον Θεό: «Πατέρα». Δεν μπορεί να το πει εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Σαφώς το λέγει αυτό ο λόγος του Θεού. Κανείς δεν μπορεί να πει τον Θεόν Πατέρα, εάν δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Είναι λοιπόν εύκολο; «Κανείς», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «δεν μπορεί να πει τον Χριστόν ‘’Κύριον’’», δηλαδή «Θεόν», «εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Είναι δύσκολο; Φοβερά δύσκολο. Έτσι, φοβερά απλό, φοβερά δύσκολο. Αναλόγως ρυθμίζεται το πράγμα από την προαίρεση του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απόδημος της Χάριτος του Θεού. Απόδημος. Αποδημεί. Και, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να επιστρέψει. Και η επιστροφή πραγματοποιείται με την πίστη και τη μετάνοια.
Όλα αυτά, κατά θαυμάσιον φιλολογικόν τρόπον, εικονίζονται με την παραβολή του ασώτου υιού. Αυτή μας διαγράφει την πτώση, την αποστασία, την αποδημία του ανθρώπου από τον Θεό και την επιστροφή του. Η παραβολή του ασώτου υιού. Γι΄αυτό σας είπα ότι είναι «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» η παραβολή του Ασώτου Υιού.
Ο δε συμβολισμός αυτής της παραβολής είναι άφθαστος. Άφθαστος. Και η κάθε λέξις έχει πολλά να πει μέσα εις την απλότητά της η παραβολή και μέσα εις την λιτότητά της. Ο άνθρωπος, ζητώντας την κατάχρηση της ελευθερίας του, αποδημεί από τον Θεόν. Αισθάνεται τον εαυτόν του δέσμιον κοντά στον Θεό. Όπως και το παιδί αισθάνεται ότι είναι δέσμιο της οικογενείας του. Ενώ αν ζυγίσει καλά ο άνθρωπος, θα δει ότι μόνο δέσμευσις δεν είναι αυτό. Είναι ελευθερία. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αισθάνεται κοντά στον Θεό ελεύθερος. Όπως τουλάχιστον καταλαβαίνει και κατανοεί την έννοια της ελευθερίας. Και τι κάνει; Αποδημεί. Φεύγει. Και όπως περιγράφει ο Ψαλμωδός, είναι στον 2ον Ψαλμόν: «Καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ». «Οι άρχοντες, αλλά και πας άνθρωπος, στρέφεται κατά του Κυρίου», εννοεί τον Πατέρα, «και κατά του Χριστού», εννοεί του κεχρισμένου, δηλαδή του Υιού. «Διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν». «Τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν». Μας δεσμεύουν ο Πατήρ και ο Υιός. «Και ελάτε λοιπόν να διαρρήξομε, να κάνομε διάρρηξη αυτής της δεσμεύσεως. Και να απορρίψομε από πάνω μας τον ζυγόν των». Τι ταλαίπωρος που είναι ο άνθρωπος! Τι φτωχός που είναι ο άνθρωπος! Είναι η χειραφέτησις του ανθρώπου από τον Θεό και την αποστασία Του. Δηλαδή η απομάκρυνσή του. Ενώ υπάρχει τόση ασφάλεια, υπάρχει τόση σιγουριά εις την πίστη και εις τη σκέπη του Αγίου Τριαδικού Θεού.
Και γίνεται ο άνθρωπος…, τι γίνεται; Ο άσωτος υιός· που ζητά την «οὐσίαν» του Πατρός, δηλαδή την περιουσία. Λέει: «Δός μοι τό ἐπιβάλλον …». Ποιο «ἐπιβάλλον»; «Δηλαδή είμαι υποχρεωμένος, παιδί μου, να σου δώσω περιουσία;». Το «ἐπιβάλλον»! «Αυτό που μου ανήκει! Δώσε μου το». Και εν προκειμένω τι είναι η περιουσία αυτή; Είναι, αγαπητοί μου, το κατ΄εικόνα. Αυτό που πήραμε από τον Θεόν. Το κατ’ εικόνα. Αυτή είναι η «οὐσία» που έρχεται να μας δώσει ο Θεός. Παίρνει λοιπόν ο άνθρωπος το κατ’ εικόνα και απομακρύνεται διαρκώς και διαρκώς από τον Θεό.
Και αυτό το κατ’ εικόνα ζητά τώρα να το σπαταλήσει στην ασωτία του νου. Μάλιστα με το να σκέφτεται και να γράφει, αν είναι συγγραφεύς κ.τ.λ., τα πιο φοβερά πράγματα εναντίον του Θεού. Έτσι λοιπόν θέλει να σπαταλήσει -και σπαταλά- την «οὐσίαν» του Θεού, δηλαδή το κατ’ εικόνα που έχει ο άνθρωπος στον νου, στην καρδιά, στη βούληση. Σκέπτεται, σχεδιάζει, ιδίως ο σύγχρονος άνθρωπος, ερήμην τα πάντα του Θεού. Στήνοντας το είδωλον της επιστήμης και της τεχνολογίας. «Δεν έχω ανάγκη, δεν σε έχω ανάγκη», έλεγε ένας Γερμανός ποιητής, άπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δεν σε έχω ανάγκη, Θεέ μου! Δεν σε έχω ανάγκη, δεν σε θέλω. Είμαι αυτάρκης». Και προσκυνώντας αυτό το είδωλον ο άνθρωπος, ενθουσιάζεται και αυτοθαυμάζεται. «Είδες τι επέτυχα; Είδες;». Επενέβη ακόμη και εις την γενετικήν του ανθρώπου. «Είδες τι επέτυχα;».
Σύντομα όμως θα αντιληφθεί ο ταλαίπωρος άνθρωπος ότι ο δρόμος που επέλεξε, θα τον οδηγήσει στον «λιμό»-με γιώτα. Και βάζω τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά. Στον λιμό τον πνευματικό. Όσο ο άνθρωπος αλαζονεύεται, τόσο πιο πολύ φτωχαίνει. Και αν θέλετε, σαν αποτέλεσμα αυτού του πνευματικού λιμού, είναι και ο σωματικός λιμός. Όταν γίνονται πόλεμοι και ακαταστασίες, θα έχομε άφθονο το ψωμί να το φάμε; Θα αρχίσει ο άνθρωπος, σε αυτήν του την πείνα, θα αρχίσει να τρώει τα ξυλοκέρατα. Έτσι μας λέει η παραβολή. «Και ήθελε να χορτάσει», λέει, «με τα ξυλοκέρατα». Ποια είναι αυτά τα «ξυλοκέρατα»; Είναι τα χαρούπια, τα κοινώς χαρούπια. Τα ξυλοκέρατα της απιστίας και της φθοράς του ήθους. Εκεί προσπαθεί να βρει μια ικανοποίηση, αλλά, δυστυχώς, είναι γνωστόν, το χαρούπι είναι γλυκό, αλλά μετά είναι στυφό… Έτσι ο άνθρωπος ζει την παρακμή του.
Eίναι η χώρα όπου «λιμός ἰσχυρός» λέγει, αναμένεται στη χώρα που λέγεται- μη σας σοκάρει- «δυτικός πολιτισμός». Αυτή είναι η χώρα του λιμού. Σε εκείνη, λέγει, τη χώρα, «ἐνέσκηψεν λιμός». Δεν ήταν μόνον ένα φαινόμενο προσωπικό, ατομικό του ασώτου υιού, που κατεδαπάνησε την περιουσία την πατρική και τώρα πέφτει στον λιμόν, στην πείνα. Αλλά είναι και ένα εξωτερικόν από τον άσωτον υιόν, φαινόμενον.
«Σε εκείνη τη χώρα», λέγει, «ἐνέσκηψεν λιμός». Και σας ξαναλέγω, δεν διστάζω να το πω και θα είχα πολλά να σας πω και να σας το δείξω ότι αυτή η χώρα του λιμού του πνευματικού είναι η Δύσις. Η Δύσις όχι γεωγραφικώς μόνον. Αλλά η Δύσις σαν τρόπος του σκέπτεσθαι, σαν τρόπος του ζην, σαν πολιτισμός. Ο άνθρωπος της Δύσεως είναι χρεωκοπημένος, βαθιά χρεωκοπημένος. Αλλά ας είναι.
Έτσι, ο απόδημος της χάριτος του Θεού, ο απόδημος άνθρωπος, βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορικής του πορείας. Τι πρέπει να κάνει; Ο άσωτος υιός της παραβολής μάς λέγει ότι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι;». «Πόσοι», λέγει, «από τους δούλους, τους μισθωτούς του πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, εγώ όμως που είμαι ο γιος, λιμῷ ἀπόλλυμαι , χάνομαι από πείνα!». Αλήθεια, κοιτάξτε εδώ τι λέγει: ότι «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν». Ήλθε στον εαυτό του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν». Ήλθε στον εαυτόν του. Μπα! Δεν ήταν στον εαυτόν του; Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι στον εαυτόν του; Αλλά όταν λέγει εδώ η παραβολή «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν», πού ευρίσκετο; Προφανώς εκτός εαυτού. Όταν ο άνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα που δεν ανήκουν στην ίδια του τη φύση, είναι εκτός εαυτού. Ο αποδημών από τον Θεόν, πρώτιστα αποδημεί από τον εαυτόν του. Απόδημος του εαυτού του. Γιατί τι άλλο είναι; Το «γνῶθι σαὐτόν» είναι. Δεν ξέρεις, άνθρωπε, ποιος είσαι; Γιατί αλαζονεύεσαι; «Είμαι Θεός!», λέει ο άνθρωπος. Αλαζονεύεσαι. Και όπως λέγει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς: «ὁ γινώσκων ἑαυτόν εἰς ἑαυτόν ἐστίν». «Αυτός ο οποίος γνωρίζει τον εαυτόν του, ποιος είναι, οι δυνατότητές του και τα όριά του, είναι στον εαυτόν του. Όταν όμως ξεπεράσει τα όριά του, τότε είναι εκτός εαυτού». Βέβαια λέμε σε μία κοινή έκφραση τον τρελόν άνθρωπον ότι είναι εκτός εαυτού. Ή τον θυμώδη άνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, έγινε αυτός ο άνθρωπος εκτός εαυτού». Κι αυτός που γνωρίζει λοιπόν τον εαυτό του, τι κάνει; Γνωρίζει τον Θεό. Και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν αποδημεί.
Αλλά ο άσωτος της παραβολής παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Και μετά την αυτογνωσία του -«ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν»- θέλει να γυρίσει πίσω. Είναι η επάνοδος στον Θεό. Είναι η μετάνοια. «Καί ἀναστὰς- λέγει η παραβολή- πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου-αυτά τα σκέπτεται. Τώρα όμως τα σκέπτεται. Και μάλιστα εμπειρικά- καὶ ἐρῶ αὐτῷ(:και θα του πω)· πάτερ, ἥμαρτον(:έχω αμαρτήσει) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ». «Και αφού σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα αυτή, ήρθε στον πατέρα του».
Παρατηρούμε ότι η μετάνοια στον άσωτο υιό είχε - προσέξτε- συμφεροντολογικόν χαρακτήρα. Γιατί; Τι είπε; «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω πίσω εις τον πατέρα μου». Ώστε λοιπόν επειδή πεινούσε, γι΄αυτό γυρίζει πίσω; Δεν είχε δηλαδή αυτό το «θα επιστρέψω εις τον πατέρα μου», δεν είχε πνευματικό βάθος. Ότι ελύπησε τον πατέρα του ή ότι αναστάτωσε με τη φυγή του το πατρικό σπίτι. Τίποτε από αυτά. «Ἐγώ λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Εγώ πεθαίνω από την πείνα. Θα γυρίσω να πάγω να φάω». Εσκέφτηκε δηλαδή μόνον τον εαυτόν του. Τίποτε άλλο. Εντούτοις, εδώ είναι το καταπληκτικό, γίνεται δεκτή η επιστροφή του. Και πώς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Και όμως εσκέφθη συμφεροντολογικά. Όμως είναι ο πρώτος βαθμός μετανοίας. Από καθαρώς συμφεροντολογικής μορφής διάσταση. Μια μετάνοια που χαρακτηρίζει μόνον τον σαρκικόν άνθρωπο. Κατά τον Απόστολο Παύλο έχομε - προσέξτε- έχομε τον ψυχικό, τον σαρκικό και τον πνευματικό άνθρωπο.
Άλλος λόγος μετανοίας είναι και ο φόβος της τιμωρίας. «Μη με τιμωρήσει ο Θεός. Πρέπει λοιπόν εγώ να γυρίσω πίσω. Μην πεταχτώ στην κόλαση». Ο φόβος είναι εκείνος που πιέζει τον άνθρωπο, πιέζει για να μετανοήσει. Κι αυτό, αυτός ο φόβος, δεν είναι βέβαια γνήσιο στοιχείο. Παρά ταύτα, είναι ανώτερο του «λιμῷ ἀπόλλυμαι» και ακόμη, φυσικά, πολύ περισσότερο από την πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτή η μετάνοια ενός τέτοιου ανθρώπου.
Και τέλος είναι η μετάνοια γιατί ελύπησε τον Θεό. Αυτό είναι το υπέροχον. «Προσέβαλα την αγάπη του Θεού. Εκείνος που τόσο με αγαπά, εγώ Τον προσέβαλα.» Αυτή η λύπη. Ούτε η πείνα, ούτε η κόλασις, τίποτα. Θα μπορούσε να πει ο άνθρωπος που αγαπάει τον Χριστόν, να πει: «Χριστέ μου, με έβαλες στην κόλαση, γιατί είσαι δίκαιος. Το αποδέχομαι. Αλλά σε αγαπώ». Μπορείς να το πεις αυτό αν είσαι στην κόλαση; «Χριστέ μου, σε αγαπώ»; Αυτό είναι το γνήσιο, αγαπητοί. Βέβαια, εάν φθάσεις εκεί, δεν θα πας ποτέ εις την κόλαση. Αναμφίσβητητα. Γιατί έχεις την υψίστη ποιότητα μετανοίας. Και μια τέτοια μετάνοια, είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν ξαναγυρίζει πίσω εις το ίδιον «ἐξέραμα». «Ἐξέραμα» θα πει «ξερατί, ξερατιά». Η φράσις δεν είναι δική μου. Είναι της Καινής Διαθήκης. «Εκείνος», λέει, «ο οποίος επανέρχεται εις την αμαρτίαν, μοιάζει με το σκυλί, λέει η Καινή Διαθήκη, που γυρίζει πίσω στα ξερατιά του». Είναι γνωστό ότι το σκυλί τρώει, τρώει λαίμαργα, σαν ζώο που είναι, και η γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα και τότε κάπου ξερνά. Και όταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, με συμπαθάτε για την εικόνα, αλλά είναι αγιογραφική, για να φάει τα ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω να φάει εκείνα που ξέρασε; Όταν επανέλθει εις την αμαρτίαν.
Έτσι λοιπόν, μια τέτοια μετάνοια που είναι γεμάτη από λύπη γιατί προσέβαλε τον Θεό, δεν ξαναγυρίζει στα ξερατιά της. Δηλαδή δεν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως και οι τρεις αυτές μορφές γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Είναι φιλάνθρωπος, όπως λέει εκεί η ωραία ευχή, ο Κατηχητικός λόγος το Πάσχα, του Ιερού Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «και τον πρώτον, δέχεται και τον έσχατον». Δέχεται δηλαδή της καλής ποιότητος την μετάνοιαν, δέχεται και της πολύ χαμηλής ποιότητος την μετάνοιαν.
Πάντως, αγαπητοί μου, να θέλομε να επανερχόμεθα εις τον Θεόν με ανιδιοτέλεια. Αυτή είναι ωραία αγάπη. «Όχι, Κύριε, γιατί σε φοβάμαι ή δεν σε φοβάμαι. Γιατί σε λύπησα».
Και ο Πατέρας μεγαλόκαρδα, δεν εξετάζει, όπως είπαμε, την ποιότητα της μετανοίας, αποδέχεται, γιατί το παιδί του, ο άνθρωπος, επέστρεψε στο πατρικό σπίτι. Και ο πατέρας, λέγει η παραβολή, «εὐσπλαχνίσθη, καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν». Κοιτάξτε: «Δραμών». Όχι δραμών ο άσωτος. Δραμών ο πατήρ. Πιο πάνω μας είπε η παραβολή ότι διαρκώς παρατηρούσε πότε θα γυρίσει το παιδί του. Δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της επιστροφής του ανθρώπου. Ποτέ. Και εδώ, αυτό το «εὐσπλαχνίσθη», στη συνέχεια, ποιος μπορεί να το προσμετρήσει; «Εὐσπλαχνίσθη». Πώς; Πόσο; Εδώ φαίνεται όλη η μεγαλοσύνη του Θεού και όλο το έλεός Του.
«Καί δραμών…». Είναι πόδες οικτιρμών του Θεού. Τα πόδια του Θεού. Προσέξτε, ανθρωπομορφικά. Είναι τα πόδια του Θεού που δράμουν και είναι πόδια ευσπλαχνίας, πόδια οικτιρμών.
Και μετά, «ἐπέπεσεν», λέει, ««ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ». «Ἐπέπεσεν». Ξέρετε, άλλο το «πίπτω» και άλλο το «ἐπιπίπτω. Ἐπιπίπτω θα πει «με ορμή πέφτω». Έπεσεν εις τον τράχηλον του παιδιού. Γιατί στον τράχηλον και όχι στο πρόσωπον; Γιατί ο υιός δεν είχε κουράγιο να σηκώσει το κεφάλι του. Ήταν σκυμμένο το κεφάλι. Συνεπώς εκρύπτετο το πρόσωπον, προεβάλλετο ο τράχηλος. «Καί κατεφίλησεν», λέει, «τόν τράχηλον αὐτοῦ». Αγκάλες και χέρια οικτιρμών του Θεού. «Καί κατεφίλησεν αὐτόν». Προσέξτε, εδώ έχομε χείλη ελέους και οικτιρμών. Δεν λέει «ἐφίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τον γέμισε με φιλιά. «Καταφιλῶ» θα πει «κατά κράτος, φιλώ». Είναι το φίλημα του Πατρός. Ότι… «Πάρε παιδί μου, τη βεβαίωση ότι είσαι, ό,τι και να’ κανες, ότι είσαι αποδεκτός».
Αλλά δεν σταματάει εδώ ο Πατήρ Θεός. Επιλέγει η παραβολή: «Εἶπε δέ ὁ Πατήρ πρός τούς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν». «Ἐκφέρω», «ἐξενέγκατε», δηλαδή «βγάλτε από το ντουλάπι», να το πούμε έτσι απλά, «βγάλτε από την ιματιοθήκη την πρώτη στολή και ντύσατέ τον». Είναι η στολή του Βαπτίσματος, που αντικατέστησε την δερματίνη στολή, που ήταν στολή ντροπής, που είχε ντύσει ο Θεός τους πρωτοπλάστους. Και έκτοτε ο άνθρωπος φορά την δερματίνη στολή. Είναι μεγάλος ο πλούτος της ερμηνείας του θέματος. Η στολή η πρώτη όμως ποια είναι; Η στολή η πρώτη είναι η στολή του Βαπτίσματος. Αυτή που είχε ο Αδάμ πριν πέσει. Και την οποία επαναποκτούμε με το Άγιον Βάπτισμα. Τώρα αυτή η στολή είναι και στολή χάριτος. Προσπορίζεται ο άνθρωπος τη χάρη του Θεού. Είναι το καταλληλότατον ιμάτιον των βασιλικών γάμων που θα φορέσομε, της ομωνύμου παραβολής. Ποιοι είναι οι γάμοι του υιού του βασιλέως; Είναι η Βασιλεία του Θεού. «Ἑταῖρε», λέει εκεί στην παραβολή «φίλε, πώς μπήκες εδώ; Μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Αυτή είναι η πρώτη στολή. Είναι η στολή της μετανοίας, είναι η στολή της χάριτος. Είναι το ένδυμα για τη Βασιλεία του Θεού.
Και στη συνέχεια μας αναφέρει ο ιερός Ευαγγελιστής, λέγει ο Πατήρ εις τους δούλους: «Καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χείραν αὐτοῦ». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δείγμα εξουσίας. Γιατί; Γιατί επί του δακτυλίου στον αρχαίο κόσμο, ιδίως στην Ανατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, στην Ασσυρία, υπήρχε εκεί μια εγχάρακτη σφραγίδα. Κρατούσες τη σφραγίδα, να το πω έτσι, τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους. Την κρατάς στα χέρια σου. Το δακτυλίδι. Με το οποίο δακτυλίδι εσφράγιζες ένα έγγραφο. Συνεπώς τι σημαίνει; Εξουσία. Τι είπε ο Χριστός εις τους μαθητάς Του; «Θα καθίσετε επάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδή εξουσία. «Κρίνοντες τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ».
«Καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας». «Δώσατέ του και παπούτσια στα πόδια του». Γιατί; Σημείον αληθούς ελευθερίας· διότι τον καιρόν εκείνον οι δούλοι δεν φορούσαν υποδήματα. Παρά μόνον οι ελεύθεροι· που σημαίνει ότι «πια είσαι ελεύθερος». Να η αληθινή ελευθερία. Κοντά στον Χριστόν. Και τέλος η θυσία του μόσχου του σιτευτού· που είναι η θυσία του Χριστού επί του Σταυρού, για τη σωτηρία του κόσμου· που είπε: «Να θυσιάσετε τον μόσχον τον σιτευτόν» κλπ.
Αγαπητοί, μεγάλη υπόθεσις η μετάνοια. Και όπως στο Βάπτισμά μας «Χριστόν ἐνεδύθημεν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τώρα με τη μετάνοια, που είναι το δεύτερον βάπτισμα, πάλι τον Χριστό ενδυόμεθα. Όταν αμαρτάνομε, θα έλεγα, να μελετούμε την παραβολή του ασώτου υιού, για να μην απελπιζόμεθα. Καλόν θα είναι να διατηρούμε βεβαίως τη λαμπρότητα της πρώτης στολής, του Βαπτίσματός μας. Αλλά, αν απροσεκτήσομε, τότε να τρέξομε στη μετάνοια, που είναι η αποκατάστασις της πρώτης στολής. Οι ημέρες που ακολουθούν, αυτές οι ημέρες, ανοίγουν δύο δρόμους. Τον δρόμον της επιτάσεως της αμαρτίας με τις ποικίλες ασωτίες που ξεχυλάν στους δρόμους. Τώρα, τις λεγόμενες «Απόκριες».
Αλλά έχομε και τον άλλον τον δρόμον, τον δρόμον της μετανοίας. Όσοι αληθινά ποθούμε την επιστροφή μας, ας αρχίσομε την κάθαρση νου και καρδιάς, δια της μετανοίας και εξομολογήσεως. Και ας επαναλάβομε το κοντάκιον της ημέρας: «Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Αμήν.