30 Νοεμβρίου 2021

Εὕρεσις συνοδοῦ τοῦ Τωβία. Περί δανεισμοῦ, περιουσίας, κ.λ.π.

†.Συνεχίζομε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί στήν καινούρια μας χρονιά, δηλαδή ἐννοῶ ὄχι κατηχητική χρονιά ἀλλά μέ τήν ἀλλαγή τοῦ καινούριου χρόνου, συνεχίζομε τήν ἀνάλυσι τοῦ βιβλίου τοῦ «Τωβίτ». Ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε ἀναφερθεῖ εἰς τό 4ον κεφάλαιον, πού ἐκεῖ ὁ Τωβίτ ἐν ὄψει ὅτι ἠδύνατο νά πεθάνη, ἄφησε πνευματικές παρακαταθῆκες στό γιό του· ἔκανε δηλαδή μιά πνευματική διαθήκη. Καί ἐκεῖ τοῦ εἶπε θαυμάσια πράγματα, τά ὁποῖα εἴχαμε ἀναλύσει σέ δυό θέματα πρό τῶν Χριστουγέννων.

       Ὁ Τωβίας, ὁ γιός τ’ ἀκούει ὅλα αὐτά. Ἐδῶ φαίνεται τό θαυμάσιο παιδί, ὁ θαυμάσιος νεανίσκος ἤ ὁ νεανίας. Πόσο ἐτῶν ἦτο δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή˙ νά ποῦμε εἴκοσι χρονῶν, νά ποῦμε κάτι παραπάνω; δέν μᾶς καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἕνα μόνο, ὅτι εἶναι ὁ ὑπάκουος υἱός, ὁ πειθαρχημένος υἱός, ὁ ὁποῖος ἀκούει τόν πατέρα του. Σήμερα δέν ξέρω ἕνα παιδί εἴκοσι καί εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἕνας νέος ἄν θά μποροῦσε ἀκόμη νά ἀκούη τούς γονεῖς του. Ἂς εἶναι.

       «Καί ἀποκριθείς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ˙ πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι˙» (Τωβ. 5, 1) Πατέρα μου, θά τά κάνω ὅλα, ὅσα μοῦ εἶπες.

       Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά καί μεγαλύτερη εὐλογία γιά ἕναν πατέρα καί γιά μιά μητέρα ὅταν ἀκοῦνε ἀπό τά παιδιά τους ὅτι θά ἐφαρμόσουν ὅλες τίς παρακαταθῆκες τους. Εἶναι μιά ἀληθινή εὐλογία. Μάλιστα στήν ἐποχή μας πολλοί γονεῖς ἔχουνε μία ἀγωνία ἀπό τώρα πού τά παιδιά τους εἶναι μικρά, πολύ μικρά, νήπια στήν κούνια ἴσως ἀκόμη, καί λέγουν: «Τά παιδιά μας αὐτά στίς δύσκολες μέρες πού ζοῦμε τί θά γίνουν; Ποῦ θά φθάσουν;».

       Ἐγώ μάλιστα, ἄν δέν εἶναι τολμηρό αὐτό πού κάνω, τούς λέγω ὅτι ἴσως εἶναι εὐτυχέστεροι ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς πού σήμερα δέν ἔχουν παιδιά. Βεβαίως τολμηρό -εἶπα- ἀλλά δέν εἶναι τελείως ξεκάρφωτο. Ὑπάρχουν ἐποχές πού ὁπωσδήποτε μία δυσκολία γιά τήν νέα γενεά θά ’τανε τόσο φοβερή, ἡ διαστροφή τόσο φοβερή, πού θά ηὔχετο κανείς νά μήν εἶχε παιδιά. Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν ἐποχές…

        Μία ἐποχή τέτοια φοβερή εἶναι ἡ ἐποχή μας. Ποῦ τό στηρίζω; Ὅταν ὁ Κύριος ἐπήγαινε πρός τόν Γολγοθᾶ καί ἀπό πίσω βέβαια ὁ ὄχλος, οἱ στρατιῶτες καί λοιπά, διά νά τόν σταυρώσουν, στό δρόμο μερικές εὐλαβεῖς γυναῖκες ἔκλαιγαν καί ὀδύρωντο· καί τότε ὁ Κύριος στρέφεται πρός αὐτές καί τίς λέγει: «Θυγατέρες τοῦ λαοῦ, μή κλαῖτε γιά μένα. Ἐάν αὐτά τά ὁποῖα βλέπετε γίνωνται σέ ’μένα πού εἶμαι τό χλωρό, στό ξερό τί θά γίνη;» Δηλαδή, ἄν ἔφθασε ἡ ἐποχή μας ἐμένα νά μέ σταυρώση, ἐσεῖς πού εἶστε ὁ κόσμος ἐν ἐννοίᾳ ἠθικῇ μακράν ἀπό τό Θεό, τί ἔχετε νά πάθετε! Καί μή κλαῖτε γιά μένα ἀλλά γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά τά παιδιά σας. Γιατί θά πῆτε: «εὐτυχισμένες οἱ μάνες ἐκεῖνες πού δέν ἐγκυμόνησαν καί δέν ἐθήλασαν». Καί πράγματι ἐκείνη ἡ γενεά! δηλαδή ποιά γενεά; Ἄν ἐπί παραδείγματι αὐτές οἱ γυναῖκες κάνανε παιδιά, τά παιδιά τους ἐγίνοντο τριάντα χρονῶν, γιατί ὕστερα ἀπό μία γενεά, ἢ μᾶλλον πρίν περάση ἐκείνη ἡ γενεά ἦλθε ἡ φοβερή καταστροφή τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ὁμοία της καταστροφή δέν ἔχει στήν ἱστορία, προηγούμενό της ἡ πόλις δέν ἔχει στήν ἱστορία.

       Εἴδατε λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξε μιά ἐποχή γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ’ταν προτιμότερο νά μήν εἲχανε παιδιά γεννήση καί θηλάση; Ἢ ἐκεῖνο τό ἄλλο πού εἶπε ἐν προφητείᾳ λίγο πρίν σταυρωθῆ, ὅτι «καί νά εὔχεσθε, λέγει, νά μή γίνη ἡ φυγή σας ἐν καιρῷ χειμῶνος»· ἐννοεῖ πάλι τήν ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ. Καί ἀλλοίμονο στίς γυναῖκες ἐκεῖνες πού ἔχουν μικρά παιδιά ἢ πού ἐγκυμονοῦν· διότι πῶς θά τρέξουν; Πῶς θά φύγουν; Καί ἀκόμη αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἰώσηππος στήν ἀρχαιολογία του ὅτι σημειώθηκαν καί συμπτώματα κανιβαλισμοῦ μέσα στήν πόλι· μητέρες πού ἔφαγαν τά παιδιά τους ἀπό τήν πεῖνα.

       Εἴδατε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν ἐποχές πού θά λέγαμε ὅτι θά ’ταν καλύτερα οἱ ἄνθρωποι νά μήν εἶχαν παιδιά; Τό βλέπετε αὐτό; Ἐγώ θά ’λεγα -ἔτσι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά τό λέγω αὐτό-  ὅτι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν παιδιά, ἀπ’ αὐτή καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις καί ἀπό πολλές ἄλλες πού δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω τώρα καί ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός δέν τούς ἔδωσε παιδιά ἐννοεῖται, ὄχι ὅτι θά φροντίζουν νά μή κάνουν παιδιά, ἀλλά δέν τούς ἔδωσε ὁ Θεός παιδιά, ἀπό μίαν ἄποψι εἶναι εὐτυχεῖς. Ναί! σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Θά σᾶς παρακαλέσω αὐτό νά τό κρατήσετε πού σᾶς λέγω, γιατί συναντῶ ἀνθρώπους -μή ξεχνᾶτε ὅτι ἕνα ποσοστό τῶν ἀνθρώπων μας δέν κάνουν παιδιά- εἴτε οἱ ἄνδρες εἴτε οἱ γυναῖκες, ὅπου εἶναι ἡ αἰτία, δέν κάνουν παιδιά. Δέν ἀποκλείεται ἀπ’ αὐτόν τόν κύκλο τῶν κοριτσιῶν πού ἔχω ἐδῶ πέρα, κάποιες νά μή γίνουν μητέρες, νά μήν ἀποκτήσουν παιδιά. Νά μήν τό πάρουν ἐπί πόνου τό θέμα αὐτό, νά μή τό θεωρήσουν τόσο φοβερό ὅτι δέν ἀπέκτησαν παιδιά. Θά παρακαλέσω αὐτό νά τό θυμόσαστε. Ἐξ ἄλλου αὐτά πού λέμε ἐδῶ δέν εἶναι γιά σήμερα εἶναι γιά ὅλη  σας τή ζωή. 

        Ὁ Τωβίας ὅμως εἶναι ἕνα πειθαρχημένο παιδί, παρ’ ὅλου πού ἡ ἐποχή του εἶναι φοβερή, ὅπως ἢδη ἔχομε σημειώσει πιό μπροστά στό πρῶτο θέμα, ἀλλά καί ἐδῶ κάτι πάλι θά μᾶς ἀναφέρη ὁ ἱερός συγγραφεύς, διότι εἶναι ἐν αἰχμαλωσίᾳ. Ὁ λαός τοῦ Βορείου Βασιλείου εἶχε φοβερά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό, εἶχε πέσει στήν εἰδωλολατρία καί εἰς τήν ἔκκλησιν τῶν ἠθῶν. 

       Ἦταν λοιπόν, μιά φοβερά ἐποχή· καί ἐκείνη φοβερή ἐποχή! ἀλλά ὁ Τωβίας παραμένει τό πειθαρχημένο παιδί, τό ἐκλεκτό παιδί. Ἕνας τύπος νέου ἢ νέας θά λέγαμε -ὅπως εἶναι ἡ Σάρρα ἡ ὁποία θά ξαναμπῆ τώρα εἰς τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας μας- ἕνας τύπος νέου ἤ νέας πού θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά στέκεται καλούπι γιά τόν σύγχρονο νέο, καί γιά τήν σύγχρονη νέα στήν ἐποχή μας.

       Καί «πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τό ἀργύριον καί οὐ γινώσκω αὐτόν;» Διότι ἀναφέρεται σέ δύο σημεῖα. Τί εἶπες πατέρα μου; Μοῦ ἔδωσες πολλές συμβουλές. Ἒ, σοῦ λέγω τοῦτο: «θά τά ἐφαρμόσω ὅλα.» Τό παρακάτω, μοῦ εἶπες ὅτι «ἔχεις ἐμπιστευθεῖ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας εἰς τόν Ραγουήλ καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, ἔχεις ἐμπιστευθεῖ ἕνα ποσόν δέκα ἀργυρῶν ταλάντων» -αὐτό ἦτο τό τελευταῖο σημεῖο τῆς ὅλης διαθήκης- «πές μου τώρα πῶς θά μπορέσω αὐτό νά τό πάρω;», γιατί «οὐ γινώσκω αὐτόν»· δέν τόν γνωρίζω τόν ἄνθρωπον αὐτόν.

        Φαίνεται δέ ὅτι ὁ Τωβίας οὔτε κἄν ἐγνώριζε ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ἒτσι φαίνεται· διότι ἄν εἰς τό παρελθόν εἶχε γίνει λόγος γιά τά χρήματα αὐτά, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἔτσι ἡ διατύπωσις αὐτῆς τῆς προτάσεως.

       Τίθεται ἕνα ἐρώτημα -βέβαια ἄν ἔπρεπε νά παίρνωμε στίχο στίχο, στίχο στίχο, λέξι λέξι δέν θά τελειώναμε παρά σέ τρία χρόνια τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ»· ἀλλά παρατρέχω ὅμως. Τί νά κάνω;- τίθεται τό ἐρώτημα: «τά παιδιά πρέπει νά ξέρουν τί ἔχουν οἱ γονεῖς ἀπό πλευρᾶς περιουσίας;»

         Λοιπόν παιδιά, νομίζω ὄχι. Προσέξτε μέ, νομίζω ὄχι! Μπορεῖ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μέ πολύ κόπο νά ἀπέκτησαν κάποια περιουσία, ἴσως κάποτε καί μεγάλη περιουσία, ἀλλ’ ὅταν τά παιδιά συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ γονεῖς των εἶναι πλούσιοι, δηλαδή ὅτι αὐτοί εἶναι πλούσιοι, τά παιδιά εἶναι πλούσια διότι στά παιδιά θά περιέλθουν ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀρχίζουν καί πέφτουν σέ μία… σέ μία ὀκνηρία καί πνευματική, οὔτε γράμματα θέλουν νά μάθουν πολλά, ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ἐργασίας, ἐργατικότητας. Καί ξέρετε τί λέγουν; «Ἔχει ὁ πατέρας μου!».

         Γι’ αὐτό πολλές φορές παιδιά πλουσίων ἀνθρώπων δέν βγαίνουν καλά παιδιά. Ἕνας λόγος, ὄχι βέβαια ὁ μοναδικός, ἕνας λόγος εἶναι καί αὐτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος σιγουριᾶς, ἕνα εἶδος ἀσφαλείας. «Ἀφοῦ ἔχουν οἱ γονεῖς μου, ἀφοῦ ἔχει ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου, γιατί λοιπόν ἐγώ τώρα πρέπει νά ἀνησυχῶ;» Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι οὔτε πρέπει στά παιδιά νά λέμε τί ἔχομε. Βέβαια θά μοῦ πῆτε εἶναι δυνατόν ὅλα νά κρυφτοῦν; Βεβαίως ὄχι. Ἂν ὑποτεθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα πελώριο κτῆμα, μπορεῖς νά τό κρύψης αὐτό; ὄχι. Ἀλλά ὑπάρχουν ὅμως καί πράγματα τά ὁποῖα δυνάμεθα νά κρύψωμε καί νά μή λέμε στά παιδιά μας.

         Κι ἕνα ἄλλο· παρά τόν πλοῦτον, τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν νά ἐργάζωνται καί προπαντός νά ζοῦν μέ λιτότητα· μέ λιτότητα.

         Κάποτε εἶχα διαβάσει ἕνα ἀνέκδοτο· βέβαια ἀνέκδοτο… δέν ἤτανε ἀνέκδοτο ἤτανε -στήν ἐφημερίδα τό εἶχα διαβάσει πρό πολλῶν ἐτῶν- ὡς αὐτά πού λέγονται πρό τριακονταετίας καί τά λοιπά, καί τά λοιπά. Εἶχε ἐκλεγεῖ ἕνας νέος πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν -εἶναι γνωστό ὅτι τό ἀξίωμα τοῦ προέδρου τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν εἶναι πολύ μεγάλο ἀξίωμα καί ἰδίως στήν ἐποχή μας εἶναι ἴσως τό μεγαλύτερο ἀξίωμα πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἤ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀξιώματα- καί ὁ γιός αὐτοῦ τοῦ προέδρου ὁ ὁποῖος ἐξελέγη, εἰργάζετο -αὐτά πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια· γιατί αὐτό τό ἔχω διαβάσει καί πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, βάλτε ἄλλα τριάντα χρόνια πίσω, πρίν ἀπό ἑξήντα χρόνια- εἰργάζετο σ’ ἕνα ὑπόστεγο μέ καπνά, κατεργασία καπνοῦ. Ὅταν ἐξελέγη ὁ πατέρας του πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ὁ γιός εἰργάζετο εἰς τό ὑπόστεγο κόβοντας καπνό. Πᾶνε καί τοῦ λένε: «ὁ πατέρας σου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἐκεῖνος ὅταν τό ἄκουσε εἶπε: «Πολύ καλά, πέστε μου τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω τώρα; Πολύ καλά ὁ πατέρας μου ἐξελέγη πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, αὐτά γιά τόν πατέρα μου. Γιά μένα ὅμως τώρα σέ ποιό ὑπόστεγο θά πάω νά δουλέψω;» Ἔτσι πρέπει νά σκέπτωνται οἱ νέοι· ἀλλά γιά νά φθάσουν νά σκέπτωνται οἱ νέοι ἔτσι, πρέπει οἱ γονεῖς νά καταρτίσουν τά παιδιά τους ἔτσι, πού νά σκέπτωνται τά παιδιά τους μ’ αὐτό τόν τρόπο.

       «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον καί εἶπεν αὐτῷ˙ ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὅς συμπορεύσεταί σοι, καί δώσω αὐτῷ μισθόν ἕως ζῶ˙ καί λαβέ πορευθείς τό ἀργύριον.» (Τωβ. 5, 3) «καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον»· τί ἦτο; Ἦτο παρακαλῶ ἡ ἀπόδειξις· ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὑπῆρχαν τά χρήματα αὐτά. Ὅταν τά ἐνεπιστεύθη τά χρήματα αὐτά εἰς τόν συγγενῆ του ὁ Τωβίτ πῆρε μίαν ἀπόδειξι τήν ὁποίαν φύλαξε καί τήν ὁποία ὁ Τωβίας, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν ἐγνώριζε καί τώρα τοῦ τήν ἐγχειρίζει, τοῦ τήν δίνει˙ τοῦ λέγει πάρ’ την, πάρε τήν ἀπόδειξι καί θά πᾶς νά πάρης τά χρήματα αὐτά. 

        Νά μείνω στό σημεῖο αὐτό. Θέλω νά μείνω λιγάκι. Ὅπως θά ξέρετε οἱ δοσοληψίες μέ χρήματα εἶναι πάντοτε κάτι τό πολύ πολύ ἐπικίνδυνο. Τό φαινόμενο δέ «τόκος καί τοκογλυφία» εἶναι φοβερό. Ἡ Ἁγία Γραφή καταδικάζει ὄχι μόνο τήν τοκογλυφία ἀλλά καί τό φαινόμενον τοῦ τόκου. Λέει ἐκεῖ ἕνας ψαλμός, ὅπου λέει: «ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν τόκος καί δόλος». Τόκος καί δόλος!

       Ὁ δέ Μ. Βασίλειος κάνοντας μιά ὁμιλία του εἰς τούς ψαλμούς -εἶναι ἡ δευτέρα του ὁμιλία, σ’ ἕναν ψαλμόν αὐτῶν τῶν περί οὗ ὁ λόγος- ἐκεῖ ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ τόκου καί λέγει ὅτι δέν πρέπει κανείς οὔτε νά δανείζη, οὔτε νά δανείζεται. Θά μοῦ πῆτε: «νά μή δανείζη;» Δέν εἶπε ὁ Χριστός «δανείζετε μηδέ ἀπελπίζοντες»; Παιδιά, ναί· ἀλλά τό ρῆμα δανείζω σημαίνει: «δίνω χρήματα μέ προοπτική νά τά πάρω πίσω». Ποῖα; Τό κεφαλαῖον. «Μηδέν ἀπελπίζοντες» εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἀπό καί ἐλπίζω. Σημαίνει ἐλπίζω ἀπό. Συνεπῶς σημαίνει ἔχω κάποιο διάφορον ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐδάνεισα. Εἶναι ὁ τόκος. Κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι ὁ τόκος, καί πάρω ἴσο τό κεφαλαῖο χωρίς τόκο, ὅμως ἐάν ἐδάνεισα τά χρήματά μου μέ μιά ὑστεροβουλία ὅτι «δέν ξέρεις, αὐτός τώρα πού μᾶς ζητάει χρήματα, ἄς τοῦ δώσωμε· μήπως αὔριο ἐμεῖς πᾶμε καί τοῦ ζητήσομε, ἄν ὄχι χρήματα, ἴσως μιά διευκόλυνσι σέ κάποια θέσι, μιά ἐξυπηρέτησι, ἕνα κάτι».

        Ὁ Χριστός ἀποκλύει τίς περιπτώσεις αὐτές καί λέγει: «δῶσε χρήματα νά διευκολυνθῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά δέν θά περιμένης οὔτε ἐξυπηρέτησι, οὔτε τόκο». Προσέξτε ὅμως κάτι! σέ ποιούς τότε θά δανείσωμε; Θά δανείσωμε σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ψωμί κι ἀπό γιατρό κι ἀπό ροῦχα. Δηλαδή ἤ κρυώνουν οἱ ἄνθρωποι, νά πάρουν κάτι νά ντυθοῦν· ἤ πεινοῦν, νά πάρουν ψωμί νά φᾶνε· ἤ εἶναι ἄρρωστοι, νά πᾶνε στό γιατρό ἤ νά πάρουν φάρμακα. Νά δώσωμε χρήματα γιά νά κάνη ὁ ἄλλος ἐπιχειρήσεις καί σοῦ ’πα καί μοῦ πες, ὁπωσδήποτε αὐτός ὁ δανεισμός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖον λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «οὔτε θά δανείζης, οὔτε θά δανείζεσαι». Καί ὁ δανεισμός πού ἀναφέρεται στό νά μή πεθάνη ὁ ἄλλος ἤ νά μή κρυώνη, ἤ νά γίνη καλά ἤ νά μή πεινᾶ, εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες».

        Διότι μέσα σ’ αὐτό τό «δοῦνε λαβεῖν» ὁπωσδήποτε θά ὑπάρξη ἁμαρτία. Καί ἀκόμη ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού νομίζομε δανείζοντάς του χρήματα -ὄχι γιά τόκο, νά φυλάξη ὁ Θεός, ποτέ!- ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μᾶς τά δώση. Καί αὐτά πού θά δώσωμε δέν θά εἶναι τόσα, ὥστε νά εἶναι πολλά· πόσο; ἑκατό δραχμές, χίλιες, δυό χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, πέντε χιλιάδες· τί εἶναι; Δέν εἶναι τίποτα σπουδαῖα πράγματα. Θά τοῦ λέγαμε: «κοίταξε! Σοῦ τά χαρίζω»· «μά…» «καλά, ἄν ἔχης δῶσε μου τα, ἀλλιώτικα δέν πειράζει· σοῦ τά χαρίζω»· ὥστε ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἔχει καί μᾶς βλέπει ἀπό μακριά στό δρόμο, νά μή στρίβη δρόμο καί νά μᾶς λέη καλημέρα καί μᾶς ντρέπεται. Τουλάχιστον νά αἰσθάνεται ἄνετα ὁ ἄνθρωπος. Δέν εἶχε νά μᾶς τά δώση, δέ χάλασε ὁ κόσμος· τοῦ τά χαρίζομε. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια κινεῖται τό ρῆμα «δανείζω» κατά τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ· μ’ αὐτήν τήν ἔννοια.

        Μέ τήν ἄλλην ἔννοια εἶναι ὅπως τήν λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Δέν θά δανεισθῆς, δέν θά δανείσης»· γιά νά τρῶς καλά, νά πίνης καλά, καί μετά νά μή ἔχης νά πληρώσης. Καί νά κάνωμε γάμο μέ τραπέζια καί φιέστες καί δέν ξέρω τί, γιατί δέν μποροῦμε νά παντρέψωμε τά παιδιά μας μέ λίγα χρήματα. Πρέπει νά κάνωμε ἐπίδειξι. Καί γιά νά κάνωμε ἐπίδειξι, ἀφοῦ δέν ἔχομε, πρέπει νά δανεισθοῦμε. Αὐτά δέν τά θέλει ὁ Θεός· δέν τά θέλει ὁ Θεός.

        Ἀλλά σ’ ἐκεῖνο τό «δοῦνε λαβεῖν», ὅταν μάλιστα ὑπάρχει μιά καλή λεγομένη πίστις, δέν ὑπάρχει ἀπόδειξις. «Ἒ, πάρε χρήματα, τώρα καί συγγενεῖς εἴμαστε, καί δέν ξέρω τι, καί πατριῶτες εἴμαστε!» καί δέν παίρνεις ἀπόδειξι. Κι ὕστερα ἀπό λίγο καιρό σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: «πότε μοῦ ’δωσες χρήματα;» «Βρέ παιδάκι μου, δέ σοῦ ’δωσα χρήματα;» «Ἐμένα; Πότε;» Τά ἀγνοεῖ… καί ἐκεῖ ἀρχίζει ὁ καυγάς, κι ὁ τσακωμός, καί τά δικαστήρια, καί οἱ μάρτυρες, καί οἱ ὅρκοι, πού ὅλα αὐτά τ’ ἀπαγορεύει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Γιατί δέν πῆρε ἕνα χαρτί, δέν πῆρε μία ἀπόδειξι.

         Βλέπετε λοιπόν ἐδῶ; «Καί ἔδωκεν αὐτῷ τό χειρόγραφον.» Ἔδωσε τήν ἀπόδειξι. Γι’ αὐτό θά σᾶς ἔλεγα ἐάν μέν κάτι σᾶς ἐμπιστευθοῦν, ἤ δώσετε ἐσεῖς καί τά λοιπά, πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί. Προσέξτε με! πάντα νά ὑπάρχη ἕνα χαρτί· πάντα νά ὑπάρχη μιά κατοχύρωσι. Θά μοῦ πῆτε: «δέν ὑπάρχει καλή πίστις;» Μά ἄν ὑπῆρχε καί εἴμεθα στόν παράδεισο, οὔτε χαρτιά θά ’χαμε ἀνάγκη οὔτε ἀπό τίποτε. Ἐφ’ ὅσον, παιδιά μου, οὔτε στόν παράδεισο εἴμαστε -εἴμαστε ἔξω ἀπ’ τόν παράδεισο- οὔτε καλή πίστις ὑπάρχει, καί ἐφ’ ὅσον αὐτά ὅλα μποροῦν νά δημιουργήσουν προβλήματα μετέπειτα στή ζωή μας, γιατί νά μή ὑπάρχη μία κατοχύρωσις; Ἐγώ ἔτσι τό πιστεύω -καί βλέπετε καί στήν Ἁγία Γραφή πῶς ἔχει τό πρᾶγμα- ἔτσι τό πιστεύω, ἀκριβῶς γιά νά μή φθάσουν οἱ ἄνθρωποι σέ τσακωμούς καί δικαστήρια.

      Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀπόδειξι τοῦ εἶπε καί κάτι ἄλλο ὁ πατέρας: «Ψάξε βρές ἕναν ἄνθρωπο σύντροφό σου, ὁδηγό σου, πού νά ξέρη τό δρόμο, πού τυχόν ἤ θά πηγαίνη πρός τά ’κεῖ ἤ ἐπιτέλους ἄν δέν πηγαίνη πρός τά ’κεῖ, νά τόν πληρώσωμε μέ μισθόν, ὅσο θά κρατήση νά πᾶτε καί νά γυρίσετε καί νά σοῦ δείξη τό δρόμο. Εἶσαι καί νέο παιδί ἐσύ, δέν ξέρεις τίποτα παρακάτω, ὥστε νά πᾶτε παρέα μαζί». Σημειώσατε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ποτέ ἕνας ἄνθρωπος δέν ταξίδευε. Καί δύο ἦσαν κάτι πολύ, πολύ λίγο. Ταξίδευαν συνήθως καραβάνια καραβάνια διά τήν ἀντιμετώπισιν ληστῶν καί ποικίλων κινδύνων τοῦ ταξιδιοῦ˙ μιά θύελλα, μιά κακουχία, ἕνα θηρίο, ἕνα φίδι, ἕνα λιοντάρι, ἕνα... ἕνα… ξέρω ’γώ· χίλια πράγματα. Γι’ αὐτό ποτέ ἕνας μόνος του δέν ταξίδευε. Τό ξέρετε ἀπό τήν ἱστορία αὐτό.

       Καί τότε ἐβγῆκε ὁ Τωβίας νά πάη νά βρῆ ἕναν ἄνθρωπο στήν ἀγορά. Ἐβγῆκε ἔξω νά βρῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἄρχισε νά ἐρωτᾶ στήν ἀγορά «μήπως κανείς πηγαίνει πρός τά μέρη ἐκεῖνα πρός τούς Ράγους τῆς Μηδίας;», ἦταν ἀρκετά μακριά, ἦταν πολυήμερο ταξίδι, «μήπως… μήπως;» Νά! μπροστά του βλέπει κάποιον ἄνθρωπο, κάποιον νέον, ὥριμον ἄνθρωπον· νέον, ἀλλά ὥριμον ἄνθρωπον. Τοῦ λέει: «ἐγώ πηγαίνω ἐκεῖ. Ἐγώ ἔρχομαι βοηθός σου». Ὄχι ὅτι πηγαίνω καί μέ τήν εὐκαιρία νά πᾶμε μαζί, ἀλλά ἐγώ διατίθεμαι -διατίθεμαι- νά σέ συνοδέψω.

       Καί λέγει ἐδῶ: «καί ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καί εὗρε τόν Ραφαήλ, ὅς ἦν ἄγγελος, καί οὐκ ᾔδει˙» (Τωβ. 5, 4) Ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς δέν μᾶς ἀφήνει μέ τήν ἀγωνία «ποιός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός». Ἀμέσως μᾶς  λέγει ποιός εἶναι ὁ ὁδηγός, ἀλλά τό κρύβει ὅμως ἀπό τόν ἥρωα τῆς διηγήσεως, τόν Τωβία. Αὐτόν πού βρῆκε οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἦτο Ἄγγελος· ἤτανε ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Δέν τόν ἐγνώρισε. Σημειώσατε ὅτι ὀνόματα Ἀγγέλων στήν Ἁγία Γραφή ἔχομε μόνον τρία˙ Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ. Μόνο τά τρία αὐτά ὀνόματα ἔχομε. Κανένα ἄλλο ὄνομα δέν γνωρίζομε τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι λοιπόν, ἐμφανίζεται ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ ὡς ὁδηγός. Μπροστά του ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα ὁ Τωβίας καί δέν μποροῦσε καθόλου νά ὑποπτευθῆ ποῖος ἦτο αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος˙ πορεύσομαι μετά σοῦ καί τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καί παρά Γαβαήλ τόν ἀδελφόν ἡμῶν ηὐλίσθην.» (Τωβ. 5, 6) Λέγει, θά ’ρθω μαζί σου. Τόν δρόμο τόν γνωρίζω πολύ καλά καί εἰς τόν Γαβαήλ τόν ἀδελφόν μας ἔχω ἐκεῖ πάει, καί ξέρω καί τό σπίτι του. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Γαβαήλ; Προσέξτε! δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε τά χρήματα, ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε τήν κόρη του τήν Σάρρα, πού εἶχε συμβεῖ ἐκεῖνο τό περιστατικό πού εἴχαμε πεῖ σ’ ἕνα περασμένο μας μάθημα. Γιατί ὅμως ἀναφέρει τόν Γαβαήλ; Τόν ἀναφέρει διότι ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἕνας σταθμός καί μετά θά πήγαιναν παρακάτω γιά νά πάρουν τά χρήματα. Καί πράγματι στό παρακάτω ταξίδι ὁ Τωβίας δέν πῆγε, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίας˙ ὑπόμεινόν με, καί ἐρῶ τῷ πατρί.» (Τωβ. 5, 7) Βλέπει κανένας σέ κάθε σημεῖο τήν ὑπακοή, τήν ταπείνωσι καί τήν πειθαρχία τοῦ υἱοῦ Τωβία. Τί εἶπε στόν συνοδόν του; «Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά πῶ ὅλα αὐτά στόν πατέρα μου· νά τοῦ πῶ ὅτι βρῆκα ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι αὐτός κι αὐτός καί τά λοιπά». Δηλαδή μ’ ἀλλά λόγια νά θέσω ὑπό τήν ἔγκρισι τοῦ πατέρα μου τήν παρουσία σου, τό πρόσωπό σου.

        «Καί εἶπεν αὐτῷ˙ πορεύου καί μή χρονίσης.» (Τωβ. 5, 8) Πήγαινε, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἀλλά μήν ἀργήσης. «Καί εἰσελθών εἶπε τῷ πατρί˙ ἰδού εὕρηκα ὅς συμπορεύσεταί μοι. Ὁ δέ εἶπε˙ φώνησον αὐτόν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καί εἰ πιστός τοῦ πορευθῆναι μετά σου.» (Τωβ. 5, 9) Πατέρα βρῆκα συνοδόν. Μπράβο, παιδί μου, ἀλλά φώναξε τον νά τόν δῶ κι ἐγώ ποιός εἶναι, νά δῶ ἀπό ποιά φυλή εἶναι, ἐάν εἶναι ἀξιόπιστον πρόσωπον.

           Τί εἶπε; «Νά τόν δῶ!». Μά ὁ Τωβίτ δέν ἦταν τυφλός; Μά νομίζετε ὅτι μόνο μέ τά μάτια βλέπομε; Ἢ θά πιστεύατε ὅτι βλέπουν μόνον αὐτοί πού ἔχουν μάτια; Παιδιά, εἶναι μιά ἄλλη ὅρασις· μιά ἄλλη ὅρασις, τῆς ψυχῆς ἡ ὅρασις, πού μπορεῖς νά βλέπης τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά καταλαβαίνης. Ἐάν ἦταν μόνον τά μάτια, πῶς τήν παθαίνουν παρά πολλοί ἄνθρωποι; Εἶναι μιά ἀπόδειξις αὐτό. Καί τώρα ὁ Τωβίτ πῶς λέγει νά τόν δῶ, ἀφοῦ εἶναι τυφλός; Σήμαινε ὅτι μέ τίς κάποιες ἐρωτήσεις, μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς, μέ τίς ἀπαντήσεις πού θά ἔδινε ὁ ξένος αὐτός, θά μποροῦσε πολλά πράγματα νά καταλάβη ὁ γερο-Τωβίτ. Γι’ αὐτό πολλές φορές θά πρέπη νά βλέπωμε ἕναν ἄνθρωπο· νά τόν βλέπωμε. Νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Καί πάλι ἐπειδή δέν εἴμαθα καρδιογνῶσται, θά ἔχωμε ἕνα κρατούμενο. Ποτέ δέν θά ποῦμε ὅτι «ἂ, ξέρεις ἔνταξει· τόν εἶδα, εἶναι θαυμάσιος ἄνθρωπος»· ἕνα κρατούμενο! Δέν εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ἐμπνέει μιά γενική δυσπιστία, πού ἔχουνε κάποιοι ἄνθρωποι γενικά στή ζωή τους, ἀλλά ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς μᾶς διδάσκει ὅτι δέν πρέπει πάντοτε νά παραδιδώμεθα· πρέπει νά κρατοῦμε πάντα νά κρατοῦμε˙ νά λέμε: «αὐτά μέχρι τώρα, θά ἰδοῦμε παρακάτω»˙ πάντα θά ὑπάρχη ἕνα κρατούμενο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραδίδονται, ἐκεῖνοι πέφτουν πολλές φορές ἔξω καί παθαίνουν καί ζημιές.

         «Καί ἐκάλεσεν αὐτόν, καί εἰσῆλθε, καί ἠσπάσαντο ἀλλήλους» (Τωβ. 5,10) Τόν φώναξε τόν συνοδόν καί αὐτός πῆγε στό σπίτι τοῦ Τωβίτ. Καί τότε χαιρετήθηκαν μέ τόν Τωβίτ ὁ ξένος αὐτός, ὁ Ραφαήλ, ὁ Ἄγγελος.   

        «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καί ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.» (Τωβ. 5, 11) «Ἀδελφέ»· γιατί τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν»; Οἱ Ἑβραῖοι μεταξύ των ὀνομάζοντο «ἀδελφοί». Θυμηθεῖτε τόν Ἀπ. Παῦλο, ὅταν ἔγινε ἐκεῖνο τό φοβερό λυντσάρισμα εἰς τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἀνέβηκε στά σκαλοπάτια ἐκεῖ τοῦ διοικητηρίου τί εἶπε: «ἀδελφοί καί πατέρες». Ἀλλά καί σ’ ὅποια συναγωγή νά πήγαινε, πάντοτε ἔτσι ἄρχιζε τόν λόγον του: «ἀδελφοί καί πατέρες». «Ἀδελφοί» εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν αὐτή περίπου ἡλικία καί «πατέρες» εἶναι οἱ πρεσβύτεροι˙ αὐτοί πού ἔχουνε μεγάλη ἡλικία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντοτε ἐλέγοντο «ἀδελφοί», ἐπειδή οἱ πάντες κατήγοντο ἀπό ἕναν προγονόν, τόν Ἀβραάμ· γι’ αὐτό ἐλέγοντο ἀδελφοί. Γι’ αὐτό καί ἐδῶ ὁ Τωβίτ ἀποκαλεῖ τόν ξένον, τόν συνοδόν, τόν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν».

           Ἀλλά γιατί τόν ἐρώτησε ἀπό ποιά φυλή εἶναι καί ἀπό ποιά γενιά; Προσέξτε! ἡ φυλή εἶναι τό γενικόν· ἡ πατριά, ἡ γενιά, δηλαδή ἡ οἰκογένεια θά λέγαμε, εἶναι τό εἰδικόν. Νά μέν, εἶσαι ἀπ’ αὐτή τή φυλή, τώρα ἀπό τή φυλή πού μοῦ εἶπες ἀπό ποιά πατριά, ἀπό ποιά οἰκογένεια εἶσαι; Γιατί ἐρώτησε τή φυλή καί τήν οἰκογένεια; Διότι οἱ πιό πολλές φυλές εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν. Ἀλλά καί ἐκεῖνες οἱ φυλές πού δέν εἶχαν ἀποστατήσει, δέν ἦσαν ὅλοι ἀπό τήν φυλήν ἐκείνην πιστοί ἄνθρωποι. Συνεπῶς τί ἐνδιέφερε ἐδῶ τόν Τωβίτ; Τόν ἐνδιέφερε: ὁ συνοδός πιστεύει στό Θεό ἤ δέν πιστεύει στόν Θεό; Εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος ἤ δέν εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος;

          Νομίζω ὅτι ἡ ἐκλογή μιᾶς φιλενάδας -ἀφοῦ μιλάω σέ κοπέλες- μιᾶς φιλενάδας ἡ ἐκλογή αὐτό τό κριτήριο πρέπει νά ἔχη. Ξέρετε πῶς τό ἔθεσε ὁ Χριστος αὐτό; «ὑμεῖς φίλοι μου ἐσται, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ἡμῖν» εἴσαστε φίλοι μου, λέγει, ἐάν κάνετε ὅσα σᾶς λέγω. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε φίλους, ὅταν τηροῦμε ἐκεῖνα πού μᾶς λέγει. Ὅταν ὁ δίπλα μου ἄνθρωπος τηρεῖ καί αὐτός ὅσα ὁ Χριστός λέγει, τότε καί ἐγώ εἶμαι φίλος τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα μπορεῖ νά γίνη καί φίλος μου. Τό καταλάβατε αὐτό; Μπορεῖ νά γίνη καί δικός μου φίλος. Ἐάν αὐτός δέν τηρεῖ ὅσα ὁ Χριστός λέγει καί συνεπῶς δέν εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ νά γίνη δικός μου φίλος;

          Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλο κριτήριο ἔξω ἀπό τό κριτήριο αὐτό. Πολλές φορές ἀκοῦμε ποικίλα κριτήρια. Θυμοῦμαι κάποτε μιά μικρή κοπέλα, χρόνια πολλά εἶναι, ἔλεγα στή μητέρα της -ἤμουνα μαζί μέ τήν μητέρα της, ἤμουνα παιδί ἐγώ ἀκόμη- μπαίνει μέσα καί λέει: «ξέρεις, μαμά, κάνω παρέα μέ τήν τάδε συμμαθήτρια καί τά λοιπά» «Εἶναι καλή κοπέλα;» λέει ἡ μητέρα. Λέει ἡ μικρή: «μαμά, εἶναι πολύ καλή κοπέλα, φοράει καί ρολόϊ». Ποιό ἦταν τό κριτήριο; Ὅτι φοροῦσε ρολόϊ. Αὐτό ἦταν τό κριτήριο ὅτι εἶναι καλή κοπέλα. Ἀλλά αὐτό πού γελάσατε καί πού μοιάζει ἀστεῖο στήν πραγματικότητα, δυστυχῶς αὐτό παραμένει τό κριτήριο: ὅτι ξέρει ξένες γλῶσσες, ὅτι εἶναι καλή μαθήτρια, ὅτι εἶναι πλουσία, ὅτι εἶναι ἀπό μεγάλο τζάκι, ὅτι οἱ γονεῖς της τό καί το. Καί τό κριτήριον «ἐάν ἡ κοπέλα αὐτή ἔχει εὐσέβεια», δυστυχῶς δέν ἐξετάζεται. Ἀκούσατε παιδιά, ποιό εἶναι τό κριτήριον τῆς φιλίας; Τό ἀκούσατε, παιδιά; Προσέχετε πολύ στό σχολεῖο σας! Καί πολλές φορές λέμε: «παιδί μου, μή κάνεις παρέα μ’ ἐκείνη τήν κοπέλα, θά σέ καταστρέψη». Δυστυχῶς δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τήν κακή παρέα -γιατί;- διότι δέν κατενόησαν τό ἀληθινό κριτήριο τῆς φιλίας. Προσέξτε, λοιπόν, παρά πολύ παιδιά.

       «Καί εἶπεν αὐτῷ» καί ἀπαντάει ὁ συνοδός, ὁ Ραφαήλ «φυλήν καί πατριάν σύ ζητεῖς ἤ μίσθιον, ὅς συμπορεύσεται μετά τοῦ υἱοῦ σου;» Τώρα ἐσύ τί μοῦ γυρεύεις; λέει ὁ Ἄγγελος, φυλή καί γενιά ἤ μισθωτόν ἄνθρωπον πού θά σταθῆ συνοδός τοῦ γιοῦ σου; «Καί εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ˙ βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τό γένος σου καί τό ὄνομα.» Ὄχι, παιδί μου, θά μοῦ πῆς ἀπό ποιά γενιά εἶσαι. Θά μοῦ πῆς καί τ’ ὄνομά σου. Ἐπιμένω. Βλέπετε;

        «ὅς δέ εἶπεν˙ ἐγώ Ἀζαρίας Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.» (Τωβ. 5, 12-13) Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ Ραφαήλ; Ἐδῶ προσέξτε, θά κάνω ἕνα σχόλιο. Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου τοῦ μεγάλου τοῦ ὀνομαστοῦ πού εἶναι ἀπό τή δική σου τή φυλή, ἀπό τ’ ἀδέλφια σου. Ἀλλά τό σχόλιο· περιμένετε. Θά πῆτε  εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Περιμένετε. «καί εἶπεν αὐτῷ˙» -γιά νά μή κόψω τή συνέχεια τοῦ θέματος- «ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καί μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου καί τήν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καί σύ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς; ἐπεγίνωσκον γάρ ἐγώ Ἀνανίαν καί Ἰωνάθαν τούς υἱούς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τά πρωτότοκα καί τάς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καί οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ρίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ.» (Τωβ. 5, 14) Τί ὡραῖα πράγματα! Κοιτάξτε! κοιτάξτε ἐδῶ! Νά μέ συμπαθᾶς ἀδελφέ μου, μή ὀργισθῆς λέγει ὅτι ἐζήτησα τήν φυλήν σου, νά μέ συμπαθᾶς· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι. Πάρε τό γιό μου καί πηγαίνετε. «καί ὑγιαίνων ἔλθοις» τό «ἔλθοις» μέ «οι», εἴθε νά ἔλθης, καί σύ κι ὁ γιός μου νά ’ρθῆτε καλά· δηλαδή σοῦ ἐμπιστεύομαι, ἔνταξει˙ καί νά μέ συμπαθᾶς μή μέ κακίσεις πού ἤμουνα περίεργος νά  μάθω τή γενιά σου καί τ’ ὄνομά σου, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνη. Καί βλέπω ὅτι πράγματι εἶσαι  ἀπό καλή γενιά. Ἀπό καλή φυλή, ἀπό καλή γενιά. Εἶσαι ἐκ τῆς καλῆς καί ἀγαθῆς γενεᾶς. Ποιᾶς; Ἐκείνης πού δέν ἀπεστάτησε ἀπό τόν Θεόν. Ἐγώ θυμᾶμαι, λέγει, καί τούς ἐγνώριζα αὐτούς καί τόν Ἀνανία καί τόν Ἰωνάθαν πού ’ταν παιδιά τοῦ Σεμεΐ τοῦ μεγάλου καί πηγαίναμε στά Ἱεροσόλυμα πρίν γίνει ἡ αἰχμαλωσία καί πηγαίναμε τά πρωτότοκα ἀπό τά γεννήματά μας, νά προσκυνήσωμε εἰς τόν ναόν τοῦ Σολομῶντος καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρόγονοί σου, παιδί μου, δέν πλανήθηκαν νά πέσουν στήν εἰδωλολατρία.

           Εἴδατε τί τόν ἐνδιέφερε τόν Τωβίτ; Ἄν εἶχε αὐτός ὁ νέος πέσει στήν εἰδωλολατρία, ἄν ἦταν εὐσεβής ἤ ἀσεβής˙ δέν πέσαν στήν εἰδωλολατρία αὐτοί. «οὐκ ἐπλανήθηκαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἀδελφέ ἐκ καλῆς ρίζης εἶ» Εἶσαι ἀπό καλή ρίζα. Ὄχι ἀπό ψηλό τζάκι, μέ τήν ἔννοια πλούσιος ἤ δυνατός ἤ σπουδαῖος· ἀπό καλή ρίζα. Αὐτή ἡ ρίζα τί; Ρίζα εὐσεβείας. Ἀφοῦ λοιπόν ἔχεις ρίζα εὐσεβείας, τότε σοῦ ἐμπιστεύομαι τόν γιό μου τόν Τωβία νά πᾶτε ταξίδι.

        Πραγματικά ὑπέροχα πράγματα, ἀλλά νά κάνωμε ἕνα μικρό σχόλιο ἐδῶ. Εἶπε ψέματα ὁ Ἄγγελος; Δέν ἦτο ὁ Ἀζαρίας ὁ γιός τοῦ Ἀνανίου· ἦταν ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ. Ἔ, λοιπόν παιδιά, προσέξτε ἐδῶ ἕνα σημεῖο, πού ἐκεῖνοι πού δέν ξέρουν τήν Ἁγία Γραφή ἤ πού θέλουν πάντα νά βρίσκουν γιά νά κατηγοροῦν τήν Ἁγία Γραφή, εἶπαν ἀμέσως: «ψεῦδος! Ὁ Ἄγγελος εἶπε ψέματα!» Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν ἕνα σημεῖο πού πάρα πολλές φορές σ’ αὐτό ἐπανέρχεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός στέλνει τούς Ἀγγέλους Του ἤ ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων προσώπων. Καί ὅταν εἶναι ἐξ ὀνόματός Του ἤ ἐξ ὀνόματος ἄλλων ἀνθρώπων τότε χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνο τό ὄνομα ἤ τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου οἱ Ἄγγελοι, χωρίς αὐτό νά εἶναι ψεῦδος.

           Καί σᾶς ἀναφέρω παραδείγματα, πλησμονῆ παραδείγματα. Πρῶτα πρῶτα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή· -βέβαια ὅλα ἀπ’ τήν Ἁγία Γραφή-. Ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Ἰακώβ ὅλη νύχτα -σέ ὅραμά του νύχτα, σ’ ὄνειρό του- ἐπάλευε μέ κάποιον ἄνθρωπον; Ἦταν, λέει, Ἄγγελος Κυρίου μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε. Ἐντούτοις λέγεται ὅτι ἦταν ὁ Θεός μέ τόν ὁποῖον ἐπάλευε, διότι ἐκεῖ ὁ Θεός τόν εὐλόγησε. Λέγει: «δέν θά σέ ἀφήσω, ἐάν δέν μέ εὐλογήσεις». Καί τότε τόν εὐλόγησε καί τόν ἄφησε ὁ Ἰακώβ· τόν εὐλόγησε τόν Ἰακώβ καί ὁ Ἰακώβ τόν ἄφησε αὐτόν πού πάλευαν ὅλη νύχτα στόν ὕπνο του. Ὄνειρο ἦταν. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται ὁ Θεός, ἀλλά λέγεται ὅτι εἶναι Ἄγγελος.

       Ἄλλο, στή βάτο· στή βατό τήν φλεγομένην καί μή κατακαιόμενην. Μᾶς τό λέγει αὐτό καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἰς τήν ἀπολογία του. Μᾶς λέγει ὅτι ἐκεῖ «Ἄγγελος ὤφθη», Ἄγγελος. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε Ἄγγελος εἰς τήν βάτον. Τί λέγει ὅμως ἐκεῖ ὁ Ἄγγελος; Ἄλλο ὅτι δύναται νά εἶναι καί ὁ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί λέγει ἐκεῖ; «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». Θά μποροῦσε ποτέ νά πῆ ὁ Ἄγγελος «ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου»; Ὁ Ἑωσφόρος εἶπε ὅτι εἶναι Θεός καί ξέπεσε. Πῶς λοιπόν θά ἔπεφταν στό ἴδιο ἁμάρτημα οἱ Ἄγγελοι λέγοντας ὅτι εἶναι Θεοί; Ποτέ· ἀλλά ἀποστέλλονται ἀπό τό Θεό, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί λέγουν: «εἶμαι ὁ Θεός σου».

         Ὅπως καί στό ὄρος Σινᾶ. Ξέρετε τί λέγει ἐκεῖ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος; «Σεῖς πού λάβατε τό νόμον εἰς διαταγάς Ἀγγέλων». Κι ὅμως ἔχομε καί τούτη τή μαρτύρια ὅτι ὁ Θεός ἐλάλησε ἐπάνω εἰς τό ὄρος Σινᾶ. Ἄγγελοι ἦσαν· ὑπηρέτησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὥστε λοιπόν -κι ἐκεῖ μάλιστα τί λέγει: «Ἐγώ» γράφει τώρα ὁ Μωυσῆς· τήν πρώτη φορά ἔγραψε δακτύλῳ Θεοῦ. Ἐγράφησαν στήν πλάκα! Μετά ὅμως τή δεύτερη φορά ὅταν ἔσπασαν οἱ πλάκες καί τά λοιπά, καί τά λοιπά, τότε πλέον γράφει ὁ Μωυσῆς «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου καί λοιπά, καί λοιπά. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»- ὣστε βλέπετε πῶς ἀκριβῶς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεός;

         Οἱ Ἄγγελοι οἱ τρεῖς -οἱ τρεῖς!- πού πῆγαν εἰς τόν Ἀβραάμ· τότε τούς προσκυνᾶ ὁ Ἀβραάμ καί μάλιστα λέγει «Κύριε», τό ὁποῖον ἀποδίδεται …  

        Ἕνα ἀκόμη τώρα, αὐτό ὡς πρός τό Θεό, ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο σου καί σοῦ λέγει «τό καί τό»· ἤ σέ ὅραμα καί σοῦ λέγει «τό καί τό» ἡ Παναγία ἤ ὁ Ἃγιος Νικόλαος, ἤ ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Προσέξτε! δέν εἶναι οὔτε ἡ Παναγία, οὔτε ὁ Ἃγιος Νικόλαος, οὔτε ὁ Ἃγιος Ἀχίλλιος. Εἶναι Ἄγγελοι πού ὑπηρετοῦν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ Ἁγίου Νικόλαου. Καί τί λέγει ὁ Ἄγγελος ἐκεῖ; «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος», «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἀχίλλιος». Δέ λέγει ψέματα· γιατί ἀποστέλλεται ἀπό τόν Θεόν ἐξ ὀνόματος τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου.

         Θέλετε ἀκόμη κάτι ἄλλο; Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν βλέπη ἕνα ὅραμα στήν Τρωάδα. Ἐκεῖ ἔκανε τήν προσευχή του, ἤτανε ξυπνητός· ἔκανε προσευχή. Μές στό δωμάτιο του βλέπει ἕναν ἄντρα καί τοῦ λέγει: «Παῦλε, διαβάς εἰς Μακεδόνιαν βοήθησον ἡμῖν». Δηλαδή ἀφοῦ περάσεις τόν Ἑλλήσποντο καί ἔρθεις στήν Μακεδόνια, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης. Τί λέγει ἐκεῖ; «εἶδα» λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἄνδρα Μακεδόνα· εἶδα ἄνδρα Μακεδόνα». Ἀπό πού ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἕνας ἄνδρας Μακεδών; Ἀπό τόν τρόπο τοῦ ντυσίματος. Ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα «εἶδα ἕναν Ἀφρικανό». Ἀπό ποῦ θά τόν γνωρίζαμε ἕναν Ἀφρικανό; Ξέρω ’γώ, ἀπό τήν κελεμπία, ἀπό τά σγουρά τά μαλλιά τά μαῦρα, ἀπ’ τό μαῦρο πρόσωπο. Ὅπως ἀπό τήν ἐνδυμασία ἢ τά χαρακτηριστικά γνωρίζομε ἕναν ἄνθρωπο καί λέμε αὐτός εἶναι -ἄ, τώρα νά μπῆ κάποιος- λέμε αὐτός εἶναι Γερμανός. Ἀμέσως τόν γνωρίζομε. Εἶναι… Ἀφρικανός· ἀμέσως. Ἔτσι λοιπόν ἀναγνωρίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι αὐτός πού στάθηκε μπροστά του εἶναι Μακεδόνας καί τοῦ λέγει: «ἀφοῦ περάσεις τή Μακεδονία, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης». Ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἄνδρας ὁ Μακεδών; Ἦτο Ἄγγελος μέ ἐνδυμασία Μακεδονική.

      Βλέπετε λοιπόν ὅτι -προφανῶς δέν ἦταν κάποιος Μακεδόνας. Ἔ; Ἄγγελος, ἐξ ὀνόματος Μακεδόνος· ἐξ ὀνόματος- δέν ὑπάρχει ψεῦδος. Κανένα ψεῦδος. Ὁ Θεός ὑπηρετεῖ τά σχέδιά Του διά τῶν Ἀγγέλων· διά τῶν Ἀγγέλων! Ἐξ ἄλλου οἱ Ἄγγελοι -θά τό δοῦμε στό βιβλίο αὐτό, ὄχι σήμερα λίγο παρακάτω- οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τίς προσευχές μας στόν Θεό -καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τό ἔχομε αὐτό καί λοιπά, καί λοιπά- οἱ Ἄγγελοι. Ὅπως καί τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ Ἄγγελοι τά φέρουν. Δέν πλανῶνται οἱ Ἅγιοι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Δέν εἶναι ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ Ἁγία Μαρίνα. Δέν γυρίζουν ἐδῶ, οὔτε στόν ὕπνο μας νά τούς βλέπωμε. Οἱ Ἄγγελοι ἐξ ὀνόματος τῶν Ἁγίων!

       «Γιατί αὐτό;» θά ἐρωτήσετε. «Γιατί αὐτό;» Κατ’ ἀρχάς πιστεύω ὅτι καταλάβατε ὅτι δέν πρόκειται περί ψεύδους, διότι τό ψεῦδος ἀναφέρεται στήν πηγή τῶν πραγμάτων· διότι, ἀφοῦ ὁ Θεός στέλνει τόν ἄνθρωπον αὐτόν ἐξ ὀνόματός Του -ἐξ ὀνόματός Του, ἔτσι; Ἐξ ὀνόματός Του- τό ψεῦδος πάντα ἀναφέρεται στό Θεό. Δέν εἶναι λοιπόν ψεῦδος. Καί ἀκόμη δέν εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐκεῖνοι πού μέ τιμοῦν θά τούς τιμήσω;» Δέν ἐμφανίζεται σ’ ἕνα θαῦμα πού γίνεται -τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἕνα θαῦμα- δέν ἐμφανίζεται ὁ Χριστός· ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Γεώργιος, δηλαδή ὁ Ἄγγελος ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί τό θαῦμα γίνεται γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος· γιά νά τιμηθῆ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εἰς τήν ζωήν του ἐτίμησε τόν Χριστόν· καί τώρα ὁ Χριστός τιμᾶ τόν Ἅγιον Γεώργιον, καί τόν τιμᾶ στέλνοντας Ἄγγελο νά κάνη τό θαῦμα.

       Καταλάβατε λοιπόν παιδιά, πῶς ἔχει τό πρᾶγμα;

       Ἀλλά ἐπειδή ἡ ὥρα ἐκτύπησε ἕξι, ἐδῶ θά σταματήσωμε καί θά δοῦμε τή συνέχεια τῶν πραγμάτων παρακάτω. Ἐδῶ τώρα θά ξεκινήσουν νά φύγουν καί εἶναι μιά χαριτωμένη πορεία μέ περιστατικά εἰς τό δρόμο καί περιπέτειες, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.


8η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

29 Νοεμβρίου 2021

Η διαρκής μνήμη του Θεού.

†.Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

   Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

    Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

   Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

  Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

   Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή.


Απόσπασμα από την 7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ Πνευματική Διαθήκη τοῦ Τωβίτ, συνέχεια.

†.Παιδιά, ἐνθυμεῖσθε εἴχαμε μείνει σέ ἕνα τρίτο ὑπόλοιπο, ἀναφερόμενο εἰς τήν θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τό γιό του τόν Τωβία. Καί ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά θέματα -τοῦ εἶπε τό θέμα τοῦ γάμου νά προσέξη, τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης, τό θέμα τῆς σπατάλης, τό θέμα τῆς τιμῆς πρός τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τῆς ἀρετῆς ἐν γένει- τώρα ἔρχεται νά συμπληρώση ἕνα τρίτο καί τελευταῖο τμῆμα τῆς ὅλης διαθήκης του.

            «Καί ὅ μισεῖς, μηδενί ποιήσεις» (Τωβ. 4, 15) Aὐτή ἡ φράσις θυμίζει ἐκεῖνο τό τοῦ Εὐαγγελίου «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης». Τό ἐνθυμεῖσθε; ἔ;… «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσης» Ἐκεῖνο πού μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης. Ἐγώ θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό τοῦ Τωβίτ μόνο γι’ αὐτή τή φράσι θά μποροῦσε νά ἔχη μία -γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε- μία ἀπεριόριστη ἀξία, πολύ μεγάλη ἀξία, μόνο γι’ αὐτή τή φράσι τήν ὁποία φυσικά ὁ ἀρχαῖος κόσμος δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ, δηλαδή νά φιλοσοφήση. Εἶναι πραγματικά προϊόν ἀποκαλύψεως φυσικά, ἐφ’ ὅσον περιέχεται βεβαίως καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Αὐτή ἡ θέσις εἶναι ἀρνητική, δέν εἶναι θετική, δέν εἶναι «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἡμῶν», ἡ ὁποία εἶναι θετική ὄψις, ἀλλά λέγει τί δέν πρέπει νά κάνης. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐσύ μισεῖς, σέ ἄλλον νά μή τό κάνης.

          Ἐπί παραδείγματι, δέν θέλεις νά σέ ἐνοχλοῦν σέ μεσημεριανές ὧρες καί βραδινές ὧρες πού κοιμᾶσαι ἀνοίγοντας ραδιόφωνο ἤ νά φωνάζουν ἀπ’ ἔξω. Καί σύ τό ἴδιο! ὧρες πού κοιμοῦνται ἄλλοι ἄνθρωποι μή τούς ἐνοχλεῖς. Εἶναι πραγματικά ἕνας χρυσοῦς κανών, ἀλλά ἀρνητικός. Σᾶς εἶπα: «ἐκεῖνο πού δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, μή τό κάνεις».

           Ὁ θετικός κανών εἶναι ὁ ἑξῆς: «ἐκεῖνο πού θέλεις νά σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτό νά κάνης». Ἐπί παραδείγματι: «θέλω νά μέ ἀγαποῦν», «ἀγάπα τούς ἄλλους». «Θέλω νά μέ εὐεργετοῦν», «εὐεργέτει τούς ἄλλους» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ὁπότε βλέπετε τί μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτή ἡ θέσις ἐδῶ. Ἕνας ἄνθρωπος κρατῶντας αὐτό, θά μπορῆ νά ζῆ τό πενήντα τοῖς ἑκατό τῆς εὐσεβείας του.

          «οἶνον εἰς μέθην μή πίῃς καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου» (Τωβ. 4,15) Κρασί πού νά φτάσης σέ μέθη νά μή πιῆς· νά μή πίνης! καί ἀνθρώπους μεθυσμένους παρέα νά μή κάνης. Αὐτό σημαίνει «καί μή πορευθήτω μετά σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου». Κατά λέξι μεταφραζόμενο σημαίνει: νά μή  περπατήση μαζί σου μέθη στό δρόμο σου. Ἐννοεῖται δηλαδή, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μπεκρής, ἀγαπάει τό κρασί· μή κάνεις παρέα μέ μπεκρῆδες· αὐτό θέλει νά πῆ.

           Νά μείνω λίγο σέ αὐτό. Εἶναι δυνατόν οἱ γυναῖκες νά πίνουν κρασί ἤ νά πίνουν οἰνοπνευματώδη ποτά; Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει εἰς τήν πρός Τίτον ἐπιστολήν του γιά τίς Κρητικές, καί δή τίς ἡλικιωμένες γυναῖκες: «νά παραγγείλης νά μή προσέχουν τό πολύ κρασί!».(Ττ β΄ 3)  Ἔτσι λέγει εἰς τόν Τίτον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

           Δυστυχῶς τό θέμα τοῦ κρασιοῦ ἤ τῶν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν δέν προσβάλλει μόνον τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τίς γυναῖκες, καί τίς νέες γυναῖκες, καί τίς κοπέλες. Πάρα πολλές κοπέλες βγαίνουν ἀπό κέντρα διασκεδάσεως μεθυσμένες. Φυσικά στήν ἐποχή μας ἐδόθηκε ἕνας μεγαλύτερος τόνος· ὄχι μόνον ἡ μέθη ἀπό τά οἰνοπνευματώδη, ἀλλά καί ἡ μέθη ἀπό τά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι ἡ χαριστική βολή. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχη τίποτε χειρότερο. Εἶναι τό τελευταῖο σακαλοπάτι, πού ἔχει νά κατεβῆ ὁ ἄνθρωπος, τά ναρκωτικά. Διότι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά δημιουργῆ  ἕναν παράδεισο, ψεύτικον παράδεισο φυσικά, μέ τά οἰνοπνευματώδη ποτά, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά τοῦ δημιουργοῦσαν μίαν ἄλλη ἀτμόσφαιρα, θά τόν μετέφεραν σέ ἕναν ἄλλον κόσμο, φυσικά ψευδῆ· φυσικά ὅλα αὐτά εἶναι ψευδαισθήσεις. Ἐν γνώσει του ὁ ἄνθρωπος  δημιουργεῖ αὐτές τίς ψευδαισθήσεις, γιά νά δημιουργῆ μία φυγή ἀπό τόν κόσμο τῆς πραγματικότητος.

          Βρῆκε, ἀνεκάλυψε, ὅτι ὑπάρχει ἕνας τρόπος ἀκόμη ἐντονότερος, καί αὐτός εἶναι τά ναρκωτικά. Καί πάρα πολλές κοπέλες -γιατί πρός κοπέλες ὁμιλῶ φυσικά γι’ αὐτό λέω γιά τίς κοπέλες- πάρα πολλές κοπέλες, μαθήτριες ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου χρησιμοποιοῦν καί τά οἰνοπνευματώδη ποτά, καί τά ναρκωτικά. Μάλιστα μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν κάνουν κακό, δέν βλάπτουν. Βλάπτουν φοβερά! Μία κοπέλα μία ἤ δυό φορές…, μία ἤ δυό φορές νά πῆρε ναρκωτικό, τότε θά τό ἀναζητήση πάλι. Φοβερό πρᾶγμα!

            Δέν ξέρω πῶς νά μιλήσω, μέ τί γλῶσσα νά ἐκφραστῶ γιά τό μεγάλο κεφάλαιο αὐτό τῶν ναρκωτικῶν, πού δόλιοι ἐχθροί προσπαθοῦν νά καταστρέψουν ὄχι τούς Ἕλληνες, τήν ὑφήλιο ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνα ὀργανωμένο σχέδιο ἡ ὑπόθεσις αὐτή.

           Γνωρίζετε ὅτι στήν Κίνα, πού κάποτε οἱ Κινέζοι ἔπιναν χασίς, ἀπαγορεύεται νά πιοῦν ναρκωτικά ἐπί ποινῇ θανάτου; Κι ὅμως ἡ μεγαλυτέρα παραγωγή ναρκωτικῶν, χασίς καί λοιπά, παράγεται στήν Κίνα μέ προοπτική τήν ἐξαγωγή! Καί ἐξάγεται παρακαλῶ, στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική μέ σκοπό νά καταστρέψουν τόν δυτικόν κόσμον. Καί ὁ δυτικός κόσμος καταστρέφεται μέ τά ναρκωτικά. Σάν τά χαζοπούλια οἱ ἄνθρωποι, οἱ δυτικοί ἄνθρωποι, πίνουν τά ναρκωτικά καί μή ἀντιλαμβανόμενοι τόν φοβερό κίνδυνο πού ἀπειλεῖ τόν δυτικό κόσμον. Ὁ δυτικός κόσμος θά πέση ἀμαχητί μία ἡμέρα, γιατί θά ἔχη κυλισθῆ εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά καί εἰς τά ναρκωτικά.

         Ἤδη ἕνας φιλόσοφος ὁ Σπράνκερ, Γερμανός, τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό στό πρῶτο τέταρτο τοῦ αἰῶνος μας· τό εἶχε προαναγγείλει αὐτό τό πρᾶγμα: «ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀργοπεθαίνει γιατί εἶναι βουτηγμένη στήν ἀνηθικότητα καί εἰς τά οἰνοπνευματώδη ποτά». Ἄν σήμερα ζοῦσε ὁ Σπράνκερ κι ἔβλεπε ὅτι ἡ Εὐρώπη καί ἡ Ἀμερική χρησιμοποιοῦν τά ναρκωτικά, δέν ξέρω τί θά ἔγραφε. Δέν θά ἔγραφε πλέον «ἀργοπεθαίνει ἡ Δύσις», ἀλλά θά ἔγραφε «γοργοπεθαίνει ἡ Δύσις»!

          Παιδιά, κοπέλες, προσέξτε πολύ τό θέμα τῶν ναρκωτικῶν. Προσέξτε πολύ, πάρα πολύ προσέξτε! Τό πρᾶγμα ξεκινάει ἀπό τό τσιγάρο. Μές στό τσιγάρο θά σᾶς βάλουνε κάτι· θά σᾶς βάλουνε χασίς. Καί τότε, ὅταν δῆτε ὅτι σᾶς ἄρεσε τό τσιγάρο αὐτό, θά ζητήσετε καί δεύτερο· καί ἄν πήρατε καί δεύτερο, πλέον εἴσαστε στόν δρόμο νά κάνετε χρήσι τῶν ναρκωτικῶν. Γιά νά μή πῶ ὅτι αὐτό τό ἴδιο τό τσιγάρο εἶναι ἕνας πρόδρομος τῶν ναρκωτικῶν, διότι τό ἴδιο περιέχει ναρκωτικό. Ἡ νικοτίνη τί εἶναι; Ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος «καπνίζω γιατί στεναχωριέμαι», σημαίνει ὅτι μέ τό τσιγάρο, ὅταν στεναχωριέται, βρίσκει μία διέξοδο· μεταφέρεται ἔστω ἐλαφρά σέ ἕναν ἄλλον κόσμον. Δημιουργεῖται μία, τρόπον τινά λήθη, μία ἄμβλυνσι τῶν προβλημάτων καί τῆς ἀγωνίας πού διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος. Μέ τό τσιγάρο! πού σημαίνει καί ἀπόδειξι διότι ἀκόμη δέν μπορεῖ νά τό κόψη ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος τό πίνει.

           Ἄν σᾶς ποῦν ὅτι «τά σῦκα πού τρώγατε μέχρι τώρα ἦταν σκουληκιασμένα» καί ὅτι «πάντα στό ἐμπόριο τώρα ὅλα σκουληκιασμένα ἔχουν», θά ξαναφᾶτε σῦκα; Ὄχι! Γιατί; Δέν ἔχουν μέσα τίποτε πού νά διεγείρη τό νευρικό σύστημα, καί μέ πολλή εὐκολία τά ἀφήνομε. Ὁποιαδήποτε τροφή μποροῦμε νά ποῦμε δέν τήν ξανατρῶμε αὐτή, μέ πειράζει… τή σιχάθηκα… Ἀλλά τά ναρκωτικά;… Τά ναρκωτικά  δημιουργοῦν ἐθισμόν!

          Κοπέλες μου προσέξτε! κάνω ἔκκλησι στή νοημοσύνη σας· προσέξτε πολύ! μή πῆτε «ἂς πάρω ἕνα τσιγάρο νά καπνίσω!» Θά βρεθῆτε ἐκτεθημένες στόν φοβερότερο κίνδυνο πού μπορεῖ νά βρεθῆ μία κοπέλα, καί ἕνας ἄνθρωπος γενικά.

          Ἀλλά ἐδῶ λέγει ὄχι μόνο πρόσεχε νά μή φθάσης στό θέμα τῆς μέθης -διότι ἐπιτέλους λίγο κρασί δέν ἀπαγορεύεται νά πιῆ κανείς· δέν εἶναι ἁμαρτία τό κρασί αὐτό κάθ’ ἑαυτό, ἀρκεῖ νά μή φτάσωμε νά μεθύσωμε. Ἄν καί θά σᾶς συνιστοῦσα, ὄχι γιατί εἴσαστε κοπέλες, καί ἀγόρια νά εἶχα μπροστά μου, μέχρι πού νά τελειώσετε καί σχολεῖο, Γυμνάσιο, νά μεγαλώσετε, νά μή πίνετε· μή τό συνηθίσετε. Πίνετε νεράκι, τίποτε ἄλλο. Ἀργότερα, ἔ… καμμιά φορά σέ καμμιά γιορτή, λίγο στό τραπέζι, ἕνα ποτήρι κάπου καί ποῦ δέν εἶναι ἁμαρτία· ξαναλέγω δέν εἶναι ἁμαρτία!- ἀλλά ποτέ μή πιεῖτε παραπάνω ἀπό ἕνα ποτήρι τοῦ κρασιοῦ! Ποτέ μά ποτέ! Εἴτε σᾶς πιάνει, εἴτε δέν σᾶς πιάνει. Φυσικά ἄν κάποια κοπέλα ἐζαλίζετο μέ ἕνα ποτήρι, μισό ἤ καθόλου· ἀλλά ποτέ μήν ὑπερβεῖτε τό ἕνα ποτήρι κρασί, ποτέ!

          Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «οἴνῳ ὀλίγῳ  χρῶ διά τόν στόμαχόν σου καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας» (Τιμ. Α΄ 5, 23) «μηκέτι ὑδροπότει». Ἔτσι ἀρχίζει. «Μή πίνεις νερό ἀλλά νά χρησιμοποιεῖς λίγο κρασί γιά τό στομάχι σου καί τίς πυκνές σου ἀρρώστιες»· πού δείχνει ὅτι τό κρασί εἶναι τονωτικό ἐφόσον τό πιεῖ κανείς πολύ λίγο κι ὅπως πρέπει.

           Ὄχι μόνον λοιπόν αὐτό, ἀλλά καί κάτι ἄλλο: «μή κάνεις παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί». Ἕνας πού κάνει παρέα μέ ἀνθρώπους πού πίνουν κρασί, ὁπωσδήποτε θά φτάση κι ἐκεῖνος νά πίνη κρασί. Ἔτσι δέν εἶναι; «Ἐάν κάνη κανείς παρέα μέ στραβό, τό πρωί θά ἀλληθωρίζη». Ἔτσι λέει ἡ παροιμία ἡ ἑλληνική, πού δείχνει τήν ἐπίδρασι τῆς παρέας στή ζωή μας ὁπωσδήποτε. Γι’ αὐτό ἄς προσέξωμε, παιδιά, τό σημεῖο αὐτό παρά πολύ, τῆς κακῆς συναναστροφῆς. Κοπέλα πού καπνίζει ἤ μιλάει γιά τσιγάρα ἤ μιλάει γιά ναρκωτικά ἤ μιλάει γιά ἀνήθικα πράγματα ἤ λέει πράγματα πού ὁ Θεός δέν τά θέλει, νά μήν τήν κάνετε παρέα, γιατί θά χαλάσετε. Τό θέμα τῆς συναναστροφῆς εἶναι πολύ ἰσχυρό. Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος; καί τό ἔχει πάρει ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες: «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄, 33) Καταστρέφουν λέει τά χρηστά ἤθη, οἱ κακές συναναστροφές. -ὁμιλία θά πῆ συναναστροφή-.

          Καί πάλι θά ἐπαναλάβη τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐνῶ πιό πάνω τό εἶπε καί τό ξανάπε καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνει, διότι δείχνει ὅτι τόν συνέχει. Κάτι πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο τό ἀναφέρει πολλές φορές. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐλεήμονα καρδιά, γι’ αὐτό πάλι θά ἐπαναλάβη: «ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καί ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς. Πᾶν ὅ ἐάν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.» (Τωβ. 4, 16)  Δέν τό ἀναλύω, γιατί τό ἔχομε ἀναλύσει τήν περασμένη φορά.

          Καί συνεχίζει: «Συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον καί μή καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης» (Τωβ. 4, 18) Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο, τό ὁποῖον πρέπει ὁμοίως νά προσέξωμε. Λέγει «ἀπό κάθε φρόνιμον ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή». Τό νά μή κάνωμε κάτι μέ μόνη τή γνώμη μας, αὐτό δείχνει μία ἀσφάλεια. Τό νά ἐρωτοῦμε πάντοτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι γνῶσται, εἶναι πάντα μία ἀσφάλεια.

          Πῶς τό ἔλεγε αὐτό ὁ Σωκράτης εἰς τόν Ἱπποκράτη -τό γράφει ὁ Πλάτων στόν Πρωταγόρα ἴσως καί ἀλλοῦ νά τό ἀναφέρη αὐτό- ὅτι τήν γνώμη τήν σωστή τήν ἔχουν οἱ εἰδήμονες, οἱ ἔχοντες γνῶσιν. Διότι, γιά ἕνα θέμα ὁ μή εἰδήμων δέν μπορεῖ νά δώση γνώμη. Ὁ εἰδήμων μόνον, ὁ γνώστης, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά δώση σωστή γνώμη.

           Θά πᾶμε ἐκεῖ -θά ζητήσωμε συμβουλή- πού ξέρομε ὅτι θά πάρωμε σωστή συμβουλή. Ἔτσι μή κάνετε τίποτε, προπαντός σημαντικό, ὄχι ἀσήμαντα πράγματα, ἀλλά κάτι τό σημαντικό, χωρίς νά πάρετε μία γνώμη ἑνός μεγαλυτέρου. Ἀλλά αὐτός ὁ μεγαλύτερος θά διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ. Διότι ἄν δέν ἔχη εὐσέβεια, τότε ἡ γνώμη πού θά πάρετε θά εἶναι μωρή, θά εἶναι ἴσως καταστρεπτική. Μή βλέπετε, γιά νά πάρετε γνώμη, ἄσπρα μαλλιά· γιατί ὑπάρχουν ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι καί ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουνε γεράσει, ἔχουνε ἀσπρίσει, ἀλλά μυαλό δέν ἔχουνε βάλει. Εἶναι δυστύχημα καί μπορεῖ νά συμβουλεύσουν τίς νεώτερες κοπέλες φοβερά πράγματα, καταστρεπτικά πράγματα! Μπορεῖ νά βρῆτε σύνεσι σέ μία κοπέλα δεκαπέντε χρονῶν καί νά μή βρῆτε σύνεσι σέ μία ἡλικιωμένη κυρία τῶν ἑξήντα καί ἑβδομήντα ἐτῶν. Γι’ αὐτό μή βλέπετε πάντοτε τά ἄσπρα μαλλιά. Αὐτό τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐκεῖ ἡ «Σοφία Σολομῶντος»· λέει ὅτι: «ἡ σοφία καί ἡ γνῶσις καί ἡ σύνεσις δέν εἶναι ἀπό τά ἄσπρα μαλλιά». Ἀλλά θά δῆτε, θά μετρήσετε, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐσεβής; Ἔχει βαρύτητα;» Θά πᾶτε νά ἐρωτήσετε μόνον ἐάν διακρίνεται ἐπί εὐσεβείᾳ καί ἐπί διακριτηκότητι, νά εἶναι διακριτικός ἄνθρωπος, νά ξεχωρίζη τό σωστό καί νά μπορῆ νά σᾶς δώση στήν πρέπουσα περίπτωσι, τήν πρέπουσαν ἀπάντησι.

          Ἔτσι τό νά ἐρωτοῦμε εἶναι ἀσφαλές. Καί νά μήν περιφρονήσης, λέγει ἐδῶ, τήν γνώμη τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου.

          «Καί ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καί πᾶσαι αἱ τρίβοι καί βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τά ἀγαθά καί ὅν ἐάν θέλῃ, ταπεινοῖ καθώς βούλεται» (Τωβ. 4, 19) Καί κάθε στιγμή νά δοξολογῆς τόν Κύριον καί Θεόν σου, καί ἀπό αὐτόν ζήτησε ὅ,τι θέλεις, ὥστε οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου νά σταθοῦν ἴσιοι, καί τά μονοπάτια σου, καί ἡ σκέψις σου, νά εὐοδωθοῦν. Γιατί κάθε λαός δέν ἔχει δική του κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά, καί ὅποιον θέλει ταπεινώνει κι ὅποιον θέλει εὐοδώνει.

           Γιά νά τό ἀναλύσωμε αὐτό.

           Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πρέπει μέ τήν ἀναπνοή σου νά συνδέσης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί μᾶλλον πιό συχνά ἀπό τήν ἀναπνοή σου πρέπει νά ἔχης τή μνήμη τοῦ Θεοῦ». Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀναφέρω τούς παλαιούς, οἱ νεώτεροι οἱ πατέρες ὁπωσδήποτε κάνουν ὁλόκληρες πραγματεῖες πάνω στό θέμα αὐτό: τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

           Λέγει ἕνας στίχος ψαλμικός: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί ἐφράνθην». (Ψλ οστ΄(76),4)  Θυμήθηκα, λέει, τόν Θεό καί χάρηκα.

           Παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν σηκώνουν, ὅπως λένε, πολλή πνευματική ζωή· τούς κουράζει καί τούς νευριάζει. Τούς ἔρχεται δέ πλήξι, ἂν πρέπη πάντοτε νά θυμῶνται τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ξεπέρασαν ἕνα ὅριο πνευματικότητος γιά νά φτάσουν νά αἰσθάνωνται αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός. Ποιό; Τό νά χαίρωνται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ! -Θά τό ποῦμε τό βράδυ αὐτό εἰς τήν ἄλλη ὁμιλία, εἶναι ἕνα σημαντικό σημεῖο, καί ὅσες κοπέλες θά μείνετε, θά τό ἀκούσετε αὐτό τό σημεῖο.- Ποιό δηλαδή; Πρέπει παιδιά, νά ξεπεράσωμε ἕνα ἐπίπεδο πνευματικότητος· κάτω ἀπό τό ὅριο αὐτό πνευματικότητος ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἀνυπόφορη.

           Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ὅπως θά ξέρετε τά παλαιά ἀεροπλάνα, τά ὁποῖα ἐκινοῦντο μέ ἕλικα… ἕλικα μπροστά… –αὐτό τό βίδωμα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα καί τό προχώρημα- ὅταν ἀνέπτυσσαν μία ταχύτητα πού προσήγγιζε τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου -ξέρετε πόσο τρέχει ὁ ἦχος τό δευτερόλεπτο, ἔτσι;- ἐάν, λοιπόν, προσήγγιζαν τήν ταχύτητα τοῦ ἤχου, τότε, ὅσο ηὔξανε δηλαδή ἡ ταχύτητα τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ ἀέρας ἄρχιζε νά ἀποκτᾶ ἰδιότητες στερεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα πρό τῆς ταχύτητος τοῦ ἤχου νά συντρίβωνται τά ἀεροπλάνα αὐτά· διότι εἶναι σάν νά προσέκρουαν ἐπάνω σέ ἕνα βουνό, σέ ἕνα βράχο. Οἱ τεχνικοί κατάφεραν -τά λεγόμενα ὑπερηχητικά ἀεροπλάνα- νά σπάζεται τό φράγμα τοῦ ἤχου, νά τό περνᾶμε, καί περνῶντας το πλέον τό ἀεροπλάνο δέν κινδυνεύει νά συντριβῆ· ἀντιθέτως κινεῖται μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα καί ἀνέτως.

           Τό ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει καί εἰς τήν πνευματική ζωή. Ἐάν προσεγγίζης κάποιο ὅριον, τό ὁποῖον θά σ’ ἔκανε νά γίνεσαι πνευματικότερη καί πνευματικότερη, ἐάν δέν τό ξεπεράσης τό ὅριο αὐτό, τότε κινδυνεύεις νά συντριβῆς. Κινδυνεύεις νά πῆς ὅτι ἔπληξα, δέν μπορῶ νά ἀντέχω πολλή πνευματική ζωή, θέλω νά κλωτσήσω. Ὅταν τό περάσης αὐτό τό ὅριο, τότε πλέον βαδίζεις μετά ἡρεμίας καί γαλήνης τή ζωή σου. Τότε… τότε αἰσθάνεσαι σάν… σάν ἀνάγκη τό Θεό, τόν αἰσθάνεσαι ὅπως αἰσθάνονται τά πνευμόνια σου τό ὀξυγόνο, τήν ἀτμόσφαιρα. Δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος, σέ ἕνα χῶρο πού δέν ὑπάρχει ἀέρας, καλά· θέλει νά ἀναπνεύση. Ἔτσι ἀκριβῶς αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀέρας τῆς ψυχῆς!

           Συνεπῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι διαρκής· ἀλλά γιά νά εἶναι διαρκής καί νά δίνη τή χαρά, μία χαρά ἡ ὁποία νά εἶναι ξέχειλη καί νά βάζη τή σφραγῖδα της στή ζωή μας -νά εἴμαστε χαρούμενοι ἄνθρωποι· προσέξτε! χαρούμενοι ἄνθρωποι!- τότε μποροῦμε νά ποῦμε: «ὅτι θυμήθηκα τό Θεό καί χάρηκα», ὅτι αὐτή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἔχει πλέον μέσα στή ζωή μου μία γονιμότητα. Προσέξτε το! λίγο πρίν ἀπό τό ὅριο αὐτό τῆς πνευματικότητος ὑπάρχει ἕνα βαθύ σκοτάδι στήν ψυχή, πού ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός νά τό ξεπεράση ἡ ψυχή. Ἀλλά πιό πολλά θά πῶ τό βράδυ· ὅσες κοπέλες μείνετε θ’ ἀκούσετε πάνω στό σημεῖο αὐτό.

            Πάντως κάθε στιγμή πρέπει νά δοξάζωμε τόν Θεό· «ἐν παντί καιρῷ εὐλόγει Κύριον τόν Θεόν». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! νά ἔλεγε κανείς, γιά τό κάθε τί «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἐκεῖ πού βλέπετε ἀνθρώπους νά ἀναστενάζουν, ἰδίως οἱ γυναῖκες μέσα στό σπίτι τους, γιά τό α΄ ἤ β΄ θέμα ἤ πρόβλημα, νά ἀναστενάζουν ἐκ βαθέων, ἔτσι νά καταρῶνται κάποτε, νά ἀγκομαχοῦν. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά μή λέη κανείς «δόξα τῷ Θεῷ»; Τί ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· «δόξα τῷ Θεῷ» γιά ὁ,τιδήποτε, μά εἴτε εὐχάριστο εἶναι, εἴτε δυσάρεστο εἶναι. Ξέρετε τί ὡραῖο κλῖμα δημιουργεῖ ἡ ψυχή, ὅταν δοξάζη πάντα τόν Θεό;

         «Καί παρ’ αὐτοῦ αἴτησον», νά ζητῆς, λέγει, ἀπό τόν Θεόν πάντοτε ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχεις ἀνάγκη. Ἐάν, παιδιά,  ὁ Θεός δέν εἶναι γιά μᾶς ὁ Πατήρ, τότε τί εἶναι; Τότε ποιός εἶναι ὁ πατέρας μας; Ποιά εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας; Ἡ σιγουριά μας, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας ποιό εἶναι, ἐάν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ προνοητής μας, ὁ προστάτης μας, δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας; Πρός ἐκεῖνον θά στρεφώμεθα πάντοτε.

          «Γιά νά εὐοδωθοῦν, λέει, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς σου, γιά νά πᾶς καλά στή ζωή σου». Ὅταν λέμε τό «καλά» μή πηγαίνει τό μυαλό σας στά ὑλικά πράγματα. Πολλοί ἄνθρωποι εὐσεβοῦν, γιατί λέτε; Γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές τους· οἱ ὑποθέσεις τους· νά ἔχουν ὑγεία· πρῶτα πρῶτα νά ἔχουν ὑγεία, ὕστερα… ὕστερα νά ἔχουν ὑλικά ἀγαθά.

          Δέν ξέρω πῶς θά ἄκουγαν ἐκεῖνο τό πατερικό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Πῶς τό ἀκοῦτε αὐτό; Οἱ Πατέρες τό λένε αὐτό: «καί νά εὔχεσαι νά μήν ἔχης πολύ καλή ὑγεία». Γιατί; Διότι πολλές φορές μία πάρα πολύ καλή ὑγεία δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα αὐτονομίας καί αὐτοσιγουριᾶς. Σάν νά μήν ἔχωμεν ἀνάγκη τόν Θεό. Μπορεῖς νά δοξάζης τόν Θεό, λοιπόν, ὅταν κάτι πάντα ἔχης; Ἤ τουλάχιστον νά εὐλαβῆσαι τόν Θεό, νά Τόν ἀγαπᾶς, ὄχι γιατί θά σοῦ δίνη τήν ὑγεία; Ἤ ἀκόμα ὄχι διότι θά σοῦ δίνη ὑλικά ἀγαθά; Αὐτό ἔχει ἀξία! Ἐκεῖ φαίνεται, ὅταν ἔρθη ἕνας πειρασμός, ἐάν τό κριτήριό μας, τό ἐλαττήριό μας ἤτανε τά ὑλικά ἀγαθά. Τότε τί γίνεται; Σέ ἕνα πειρασμό ἐγκαταλείπομε τόν Θεό, στρεφόμεθα ἐναντίον Του, καί ὑβρίζομε τόν Θεόν. Θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά λέγουν: «δέν ὑπάρχει Θεός· γιατί ἄν ὑπῆρχε, λέει, ὁ Θεός θά μέ ἔβλεπε πόσο ἐγώ ὑποφέρω καί θά μέ βοηθοῦσε». Ἀκοῦτε βλάσφημα λόγια; Ἀκοῦτε; Παιδιά, ἡ μεμετριασμένη πτωχεία εἶναι ἀγαθόν.

           Ἄν τό θέλετε μέ τήν εὐκαιρία, ὁ πρῶτος μακαρισμός τό λέγει αὐτό. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὁπωσδήποτε ἔχετε ἀκούσει τήν ἑρμηνεία ὅτι «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες· ἴσως καί στό σχολεῖο σας. Δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Βέβαια πατέρες τό ἑρμηνεύουν καί αὐτό, ὅτι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες. Ἀλλά εἶναι ἄν πάρωμε τό παράλληλον τοῦ Λουκᾶ, πού λέγει ἁπλῶς: «μακάριοι οἱ πτωχοί», δέν λέει «πτωχοί τῷ πνεύματι», «μακάριοι οἱ πτωχοί», παρακάτω λέει: «οὐαί τοῖς πλουσίοις», δέν λέει «τοῖς ὑπερηφάνοις», ἄν ὑποτεθῆ ὅτι πτωχός εἶναι ὁ ταπεινός.

            Συνεπῶς ἀκοῦστε πῶς θά τό ἑρμηνεύσω τώρα. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» θά πῆ: διά τοῦ ἰδίου των πνεύματος, δηλαδή διά τῆς ἰδίας των προαιρέσεως. Εἶναι μετοχή τοῦ μέσου, τοῦ τρόπου ἄν θέλετε. Μέ ποιόν τρόπο θά γίνω μακάριος; Μέ τό νά εἶμαι φτωχός μέ τήν προαίρεσί μου. Νά εἶμαι πτωχός μέ τήν προαίρεσί μου, μέ τή θέλησί μου, δηλαδή νά μή θέλω νά εἶμαι πλούσιος. Ἔτσι, ὅταν δέν θέλω νά εἶμαι πλούσιος, τότε ἡ εὐλάβειά μου δέν θά ἔχη ἐλαττήρια ταπεινά. Δέν θά εὐλαβοῦμαι τό Θεό γιά νά ἔχω ὑγεία, γιά νά ἔχω πλούτη. Δέν θά ἀνάβω τό κεράκι μου γιά νά παρακαλῶ τόν Θεό νά πηγαίνουν ὅλα καλά. Ἀλλά ἡ εὐόδωσις πού λέγει ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται; Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἀκεραιότητα καί στήν ἁγιότητα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ: νά προκόβη ἡ ψυχή! νά προκόβη ἡ ψυχή!

           Καί ἑρμηνεύει καί λέγει ὅτι: «οἱ λαοί δέν ἔχουν δική τους, λέει, κρίσι, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος δίνει τά ἀγαθά ὅπου θέλει, καί ὅπου θέλει ταπεινώνει»· πού σημαίνει ὅτι ὅσο νά τρέχη, ὅσο νά θέλη, «οὐ τοῦ τρέχοντος, οὐδέ τοῦ θέλοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ». Ὅ,τι θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός, καί ὅσο θέλει θά σοῦ δώση ὁ Θεός. Ἐσύ ζήτα τήν ἁγιότητα. «Ζητεῖτε, λέγει, πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄, 33). Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια πού ἦρθε νά μᾶς κηρύξη ὁ Χριστός, καί πού ὁ Τωβίτ τώρα τά λέγει αὐτά στό γιό του τόν Τωβία.

            «Καί νῦν παιδίον μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καί μή ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου». (Τώβ. 4, 19) Ἐδῶ τελειώνει. Καί τελειώνει μέ αὐτήν τήν φράσιν τήν ἀνακεφαλαιωτικήν: «καί τώρα, παιδί μου, νά θυμᾶσαι αὐτά πού σοῦ εἶπα. Νά θυμᾶσαι τίς ἐντολές μου, καί νά μή σβήσουν ἀπό τήν καρδιά σου. Γράψε αὐτά πού σοῦ εἶπα βαθειά μέσα στήν καρδιά σου, καί μή τά ξεχάσεις. Γιατί ἄν ἡ καρδιά σου γίνη ὁ πίνακας πού θά γραφτοῦν, τότε θά μπορέσης νά ζήσης ἀληθινά κατά Θεόν εὐτυχισμένος».

            Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική διαθήκη τοῦ Τωβίτ. Ἐνῶ εἶπε τόσα πράγματα -τρεῖς ὧρες μιλήσαμε, τρία θέματα κάναμε γιά τήν διαθήκη αὐτή- δειλά δειλά βάζει κάτω κάτω καί τό ὑλικό στοιχεῖο· δειλά δειλά γιά νά δείξη πόσο κατώτερο εἶναι τό ὑλικό στοιχεῖο πού δέν ἔχει καί πάρα πολλή σημασία.

          «Καί νῦν ὑποδεικνύω σοι τά δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἅ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας». (Τωβ. 4, 20) Κοίταξε, παιδί μου, τώρα σοῦ ὑπενθυμίζω, σοῦ ὑποδεικνύω τά δέκα τάλαντα. Ἐνθυμεῖσθε, πού ὅταν ἠργάζετο στό παλάτι τοῦ Βασιλέως εὐθύς μετά τήν αἰχμαλωσία του -λέγαμε στό πρῶτο κεφάλαιο, καί σᾶς εἶπα νά ἐνθυμεῖσθε αὐτό τό σημεῖο- ὅτι εἶχε κερδίσει ἀρκετά χρήματα. Ἔδινε ἐλεημοσύνες… ἐλεημοσύνες…. ἐλεημοσύνες… ἐντούτοις τοῦ ἐπερίσσευσαν δέκα τάλαντα. Δέκα τάλαντα εἶναι παραπάνω ἀπό τριακόσιες ὀκάδες ἀσήμι. Δηλαδή ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό ποσόν. Τό ἕνα τάλαντο ἦτο περίπου τριάντα ὀκάδες -περίπου- ἀσήμι. Αὐτά τά εἶχε ἐμπιστευτεῖ σέ ἕνα του πατριώτη καί συγγενῆ εἰς τόν Γαβαήλ εἰς τούς Ράγους τῆς Μηδίας, ἐνῶ τώρα αὐτοί εὑρίσκονται εἰς τήν Ἀσσυρία, στή Νινευή. Ἡ Μηδία εἶναι βορειοανατολικά τῆς Νινευή, πολύ μακρινό ταξίδι, ἀρκετές ἡμέρες ταξίδι, μέ τά πόδια ἐννοεῖται. Ὥστε, ἐκεῖ εἶχε ἐμπιστευτεῖ αὐτά του τά χρήματα.

            Βεβαίως εἶχε πτωχύνει. Δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πάη νά τά πάρη. Τώρα ὅμως τά λέγει στό παιδί τά χρήματα αὐτά, τά ἀποκαλύπτει. Καί λέγει: «παιδί μου, ἐκεῖ ἔχω τά χρήματα αὐτά· θά ἰδοῦμε τώρα πῶς θά γίνη νά πᾶς νά τά πάρης. Ἐγώ πάντως σοῦ λέγω ὅτι ὑπάρχουν τά χρήματα αὐτά· δέν ἔχομε ἄλλη περιουσία παρά μόνον αὐτή». Εἴδατε ποῦ τήν ἔβαλε τήν περιουσία τήν ὑλική; Κάτω κάτω.

             Σέ διαθῆκες πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ περασμένου αἰῶνος, καί τοῦ πρό περασμένου, καί τοῦ πρό πρό περασμένου, δηλαδή  17ου, 18ου, 19ου αἰῶνος καί πολύ πίσω, ὄχι τοῦ 20ου αἰῶνος- καί πού σώζονται τέτοιες διαθῆκες ἐντελῶς ἰδιωτικές, ἂς ποῦμε σέ νησιά, σέ χωριά, σέ ἀρχεῖα ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία, σέ μοναστήρια -σώζονται τέτοια ἀρχεῖα πολλά- θά λέγαμε ἰδιωτικῆς χρήσεως διαθῆκες, ξέρετε πῶς ἄρχιζαν; «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγώ ὁ τάδε, ἔχοντας σωστά τά μυαλά μου -δέν εἶμαι τρελλός δηλαδή νά κάνω ὥστε νά ἀκυρωθῆ ἡ διαθήκη μου, ἔχοντας σῶες τίς φρένες μου- γράφω σήμερα μπροστά στούς τάδε καί τάδε μαρτύρους τή διαθήκη μου. Ἀφήνω ἐκεῖνο τό χωράφι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό ἀμπέλι μου ἐκεῖ, ἐκεῖνο τό σπίτι μου ἐκεῖ». Ἔδιναν στά παιδιά τους, ἔδιναν στά μοναστήρια, ἔδιναν στίς Ἐκκλησίες, ἔδιναν στούς φτωχούς. Καί μετά στό τέλος λέει: «ἔχομε μπροστά μας τούς μάρτυρες πού θά βάλουν τήν ὑπογραφή τους, ἀλλά ἔχομε καί μάρτυρά μας τόν Θεόν· ἔχομε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο, τόν Ἅγιο τοῦ χωριοῦ, τήν Παναγία». Βλέπετε ὅτι δέν ὑπῆρχε μόνο τό ὑλικό στοιχεῖο. Καί ξεκινοῦσε ἡ διαθήκη μέ τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.

           Σήμερα ἔτσι γράφονται ἄραγε οἱ διαθῆκες; ἔτσι γράφονται; Γι’ αὐτό σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι καί τά παιδιά γίνονται ἀπό πολλά χωριά· ὅσα παιδιά τόσα χωριά γίνονται, πάνω στό θέμα τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας!

           Μέ τήν εὐκαιρία -εἴσαστε πολύ μικρές κοπέλες, ἀλλά ὄχι καί πάρα πολύ μικρές, ἄν λάβη κανείς ὑπόψιν ὅτι μπορεῖ νά ἔχω ἐδῶ κοπέλες τῶν 16, 17 χρόνων, καί ὅτι μπορεῖ τοῦ  χρόνου, τοῦ παραχρόνου νά παντρευτῆτε- παιδιά, προσέξτε μή ζητᾶτε ἀπό τόν πατέρα σας νά σᾶς δίνη ἐκεῖνο πού ἐσεῖς θέλετε. Ἄστε νά σᾶς δώση ὅ,τι θέλει ὁ ἄνθρωπος καί ὅπως εὐκολύνεται· ποτέ μή ζητᾶτε, εἴτε τά ἀγόρια εἴτε τά κορίτσια. Καί ἄν ὁ πατέρας σας ἀφήση διαθήκη, καί κάνει διανομή, ποτέ μήν πῆτε ὅτι στόν τάδε μου ἀδελφό, ἤ στήν τάδε μου ἀδελφή ἔδωσε περισσότερα. Αὐτά σοῦ ἔδωσε, τελείωσε. Κάποτε τά χωράφια δέν εἶναι στάρι νά τά βάλωμε στή ζυγαριά, νά βγάλωμε ἴσια κομμάτια. Ἔ…, αὐτό τό χωράφι μπορεῖ νά εἶναι λίγο πιό μεγάλο ἀπό ἐκεῖνο· ἔ…, τώρα πῶς θά τό κάνωμε; Ἄν τό ἔδινε σέ σένα, θά ζήλευε ἡ ἄλλη ἤ ὁ ἄλλος· ἔ…, πῶς νά γίνη τώρα;

           Προσέξτε! ποτέ μή ζηλέψετε. Καί ποτέ μή φτάσετε σέ κακία μέ τά ἀδέλφια σας, ἤ σέ δικαστήρια. Φοβερό πρᾶγμα! Ἀλλά μέ πολλή ἀγάπη δεχτεῖτε ἐκεῖνο πού θά σᾶς δώσουν οἱ γονεῖς σας, καί τίποτε ἄλλο. Καί τίποτε νά μή σας δώσουν, νά μείνετε εὐχαριστημένοι, γιατί θά ἔχετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Θά ἤξιζε -ἐρωτῶ- θά ἤξιζε σάν ἀδέλφια καί σάν γονεῖς μέ  παιδιά νά εἶναι τσακωμένοι μία ὁλόκληρη ζωή, πού εἶναι τόσο μικρή ἡ ζωή μας, καί νά χάσωμε τήν εἰρήνη μας, καί νά χάσωμε τήν ἀγάπη μας γιά πέντε καί δέκα στρέμματα; Θά ἤξιζε; Ἐρωτῶ! Γι’ αὐτό νά εἴσαστε ἀνώτεροι χρημάτων, ἀνώτεροι κτημάτων, ἀνώτεροι προίκας· ὅ,τι δώσει ὁ πατέρας, τίποτε ἄλλο· κι ἄν δώση, ξαναλέω, ἕως ἐκεῖ· τίποτε ἄλλο! Μή σᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά. Ἀκοῦμε πολλά, γι’ αὐτό λέμε αὐτά τά συμπεράσματα, ἔχοντας δέ καί πάντοτε φυσικά ὁδηγό μας αὐτόν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

            Καί τώρα, ἐνῶ τοῦ ὑποδεικνύει τά χρήματα -τά ὁποῖα σᾶς εἶπα, ἦταν ἕνα σεβαστό ποσόν- τοῦ λέγει κάτι πού νομίζω ὅτι θά ἦταν ἀποπνευμάτωσι τῆς ὑποδείξεως τῶν χρημάτων· ἀποπνευμάτωσι! Αὐτά τά χρήματα πού τοῦ τά ὑποδεικνύει, τώρα τά κάνει καί αὐτά πνεῦμα. Κάτι, πού δέν ξέρω πόσοι γονεῖς θά μποροῦσαν αὐτό νά τό ποῦν στά παιδιά τους σάν ἕνα προνόμιο κάποτε, καί σάν κάτι πού νά τούς κάνη νά ἔχουν τό κεφάλι τους ψηλά.

              Ἀκοῦστε: «καί μή φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν». Καί μή φοβᾶσαι, παιδάκι μου, πού ἔχομε πτωχεύσει· μή φοβᾶσαι. Ἀκούσατε; Τρέμουν τά παιδιά, ὅταν δοῦν τούς γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη· ἤ οἱ γονεῖς νά ἔχουν φτωχύνη γιά τά παιδιά τους τρέμουν. Τί θά κάνωμε; εἴμαστε φτωχοί! «Μή φοβᾶσαι, λέγει παιδί μου, γιατί ἔχομε φτωχύνει». Καί τό σπουδαῖο; «Μή ντρέπεσαι!» Ντρέπονται οἱ ἄνθρωποι νά φανοῦν ὅτι εἶναι φτωχοί. Ντρέπονται.

            Γιατί νά μή φοβηθῆς ἤ νά μή ντραπῆς; «ὑπάρχει σοι πολλά, ἐάν φοβηθῇς τόν Θεόν». Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ὑπέροχον πρᾶγμα! Ἔτσι νά τά διαβάζη κανείς, καί νά συνταράσσεται. «Γιατί σέ σένα ὑπάρχουν πολλά, ὑπάρχει πολλή περιουσία». «Ποιά περιουσία, πατέρα;» θά ἔλεγε ὁ Τωβίας. Προσέξτε! «μή φοβᾶσαι ὅτι φτωχύναμε», καί τώρα «σέ σένα ὑπάρχουν πολλά. Ναί, ὑπάρχουν πολλά, ἔχεις μεγάλο θησαυρό!». Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός; Ὄχι τά δέκα τάλαντα. «Ἐάν φοβηθῆς τόν Θεό, ἐάν ἔχης φόβο Θεοῦ, εἶσαι πλούσιος, παιδί μου». Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει φόβο Θεοῦ, δέν θά πεινάση! δέν θά πεινάση.

           «Καί ἀποστῇς ἀπό πάσης ἁμαρτίας καί ποιήσῃς τό ἀρεστόν ἐνώπιον αὐτοῦ.»  (Τωβ. 4, 21) Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας· ἐάν φοβῆσαι τόν Θεόν, ἐάν ἀπέχης ἀπό κάθε ἁμαρτία, κι ἄν κάνης ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος! Μή γιά μία στιγμή πῆς: «ἄ!... ὥστε πατέρα, ἔχω δέκα τάλαντα; Ὥστε ἡ περιουσία μου ἐμένα εἶναι δέκα τάλαντα;» Ὄχι, μή φοβηθεῖς, μή πεῖς τέτοια πράγματα· τά ἀποπνευματώνει ὁ Θεός. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πλοῦτος σου καί τό κεφάλαιό σου.

           Ἐδῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, τελειώνει ἡ θαυμασία αὐτή διαθήκη τοῦ Τωβίτ πρός τόν Τωβία. Καί ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, γιά μᾶς εἶχε νά μᾶς πῆ τόσα… τόσα πολλά πράγματα.

            Ἄς τή διαβάσωμε τώρα ὁλόκληρη σέ μία ἀπόδοσι τρέχουσα, σέ μία μετάφρασι, ὥστε νά πάρωμε μία εἰκόνα ὁλοκλήρου της διαθήκης:

           «Παιδί μου, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνω, φρόντισε γιά τήν ταφή μου. Καί τή μητέρα σου μετά τό θάνατό μου μή τήν περιφρονήσεις, νά τήν τιμᾶς ὅσο ζεῖς. Δῶσε της χαρά κάνοντας αὐτό πού θέλει, καί μή τήν πικροχολιάσεις. Θυμήσου, παιδί μου, πόσο κινδύνεψε ὅσο στά σπλάχνα της σέ κυοφοροῦσε. Ὅταν πεθάνη, φρόντισε γιά τήν ταφή της, καί θάψε την στόν ἴδιο τάφο μέ μένα.

            Παιδί μου, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά ἔχης στή μνήμη σου καί στή καρδιά σου τόν Θεό. Μή θελήσεις νά ἁμαρτάνης καί νά παραβαίνης τίς ἐντολές Του. Τήν ἁγιότητα νά ἀκολουθῆς καί τῆς κακίας τά μονοπάτια μή βαδίσεις. Γιατί, ὅταν κάνης τό ἀγαθό, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά σφραγίζη τά ἔργα σου, ὅπως καί ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται τό καλό.

            Ἀπό τά ὑπάρχοντά σου κάνε ἐλεημοσύνη καί μή τσιγκουνευτεῖ τό μάτι σου σ’ αὐτό πού δίνεις. Μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπό σου ἀπό κάθε φτωχό, γιά νά μήν ἀποστρέψη καί ὁ Θεός τό πρόσωπό Του ἀπό ἐσένα. Ἀνάλογα μέ τήν εὐλογία πού ἔχεις, τά ἀγαθά σου, κάνε τήν ἐλεημοσύνη σου· κι ἄν ἔχης λίγα, ἀπό τά λίγα μή φοβηθεῖς νά δώσης. Ξέρε τό· πρᾶγμα καλό γιά τόν ἑαυτό σου ἀποταμιεύεις γιά τίς δύσκολες πού τυχόν ἡμέρες θά ἔλθουν. Ἡ ἐλεημοσύνη ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο γλιτώνει, καί δέν σ’ ἀφήνει στό σκοτάδι νά μπῆς τῆς κολάσεως· καί τοῦτο, γιατί δῶρο ἀγαθό εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη γιά ὅσους τήν κάνουν μπροστά στό Θεό.

            Παιδί μου, πρόσεξε τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε λογῆς ἁμάρτημα σαρκικό.

            Πάρε σύζυγο ἀπό τήν πατρίδα σου καί ἀπό τή γενιά σου, καί ἀπό χώρα ξενική μή πάρης. Εἴμαστε παιδιά ἁγίων καί προφητῶν: τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ. Θυμήσου, παιδί μου, τό γάμο τό δικό τους καί πόση εὐλογία πῆραν αὐτοί καί τά παιδιά τους, ὥστε οἱ ἀπόγονοί τους φτιάξαν πατρίδα. Καί τώρα, παιδί μου, ἀγάπα τούς συμπατριῶτες σου, καί μή στήνεις καρδιά ὑπερήφανη νά θέλης ἀπό ξενομανία νά πάρης σύζυγο ἀπό χώρα ξενική. Μή ξεχνᾶς ὅτι στήν περηφάνεια χαμός καί ἀκαταστασία ὑπάρχει.

            Στή σπατάλη πάντα λιγόστεμα καί φτώχεια μεγάλη θά βρῆς, γιατί σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας.

           Ὅταν ἄνθρωπος σοῦ δουλέψη, μή τοῦ κατακρατήσεις τή δούλεψί του, ἀλλά εὐθύς νά τόν πληρώσης. Ἐάν δουλέψης τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σου, μισθός θά σοῦ ἀποδοθῆ.

            Παιδί μου, πρόσεχε σέ ὅλες σου τίς πράξεις. Νά εἶσαι εὐγενικός καί πολιτισμένος στίς κοινωνικές σου σχέσεις. Αὐτό πού μισεῖς, σέ κανέναν μή τό κάνεις. Μή πιῆς κρασί γιά νά μεθύσης. Ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶνε τό κρασί μή πορευθεῖς μαζί τους.

            Μοίραζε τό ψωμί σου μέ αὐτόν πού πεινᾶ, καί τά ροῦχα σου μέ αὐτόν πού κρυώνει. Ὅ,τι σοῦ περισσεύει, κάνε το ἐλεημοσύνη χωρίς τσιγκουνιά.

            Ἀπό φρόνιμο ἄνθρωπο ζήτησε συμβουλή καί ποτέ σου μή τήν περιφρονήσεις.

            Κάθε στιγμή δοξολόγει Κύριον τό Θεό σου. Κάνε Του γνωστά τά ζητήματά σου, καί νά περπατᾶς σωστά καί προκομμένα στή ζωή σου. Κάθε λαός δέν ἔχει ἀπό μόνος του γνώμη σωστή. Ὁ Κύριος δίνει ὅλα τά ἀγαθά ἤ κατά τήν κρίσι Του ταπεινώνει.

            Καί τώρα παιδί μου, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα, καί ἀπό τήν καρδιά σου ποτέ νά μήν σβηστοῦν.»     

            Αὐτά.

            Ἀλλά πρίν κλείσωμε θά σᾶς ἔλεγα ἀκόμα δυό λόγια μένοντας ἀκόμη λίγα λεπτά. Βεβαίως θά συνεχίσωμε 8 Ἰανουαρίου, πρῶτα ὁ Θεός.

             Ἀλλά τώρα λίγα λόγια ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν πού ἔρχονται. Θά γιορτάσωμε τά Χριστούγεννα· θά γιορτάσωμε κι ἄλλες γιορτές· καί τήν Πρωτοχρονιά· θά γιορτάσωμε καί τῶν Θεοφανείων· κι ἄλλες γιορτές… καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί τοῦ Ἁγίου Γεδεών -στόν Τύρναβο πού εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος Γεδεών-. Ὅλες αὐτές οἱ γιορτές ὁπωσδήποτε εἶναι πλαισιωμένες μέ ἕνα πανυγηρικό τόνο. Σχολεῖα δέν ἔχετε· πολλά γλυκά ὑπάρχουν, δῶρα πολλά… Τέλος πάντων, αὐτό τό δεκαπενθήμερο ἔχει ἕναν ξεχωριστό τόνο ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες. Πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές; Πῶς θά τίς περάσωμε;

            Ὁ γνώμων, τό κριτήριο, πού θά πρέπη νά στέκεται γιά μᾶς «πῶς θά περάσωμε τίς ἡμέρες αὐτές» εἶναι τό μεγάλο γεγονός, πού θά γιορτάσωμε, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αἰσθανώμαστε τί θά γιορτάσωμε, δέν μπορεῖ νά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά· διότι, ὅταν αἰσθανώμεθα ὅτι αὐτός ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, καί αὐτό τό μεγάλο γεγονός πρέπει νά τό μεταφέρωμε στή ζωή μας, πῶς θά γιορτάσωμε ἁμαρτωλά;

           Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς βρίσκουν τήν ἀφορμή τῶν Χριστιανικῶν γιορτῶν, νά γιορτάσουν τίς κοσμικές τους γιορτές. Δέν ἔχουν οἱ διασκεδάσεις τῶν ἀνθρώπων καμμιά σχέσι μέ τίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας. Λυποῦμαι πού τό λέγω· δέν ἔχουν καμμία σχέσι! Θά ἔλεγα ὅτι, οἱ πιό ἁμαρτωλές ἡμέρες εἶναι ἐκεῖνες, πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι νά ἁγιάζωνται, πού εἶναι οἱ Χριστιανικές ἑορτές. Καί αὐτές τίς γιορτές τίς βεβηλώνουν οἱ ἄνθρωποι. Φοβερό! Καί τό χειρότερο, μαθαίνουν τά παιδιά τους ἀπό μικρά νά βεβηλώνουν καί αὐτά τίς ἡμέρες αὐτές, καί τά εἰσάγουν στόν τρόπον αὐτόν τῆς ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο θά δώσουν οἱ γονεῖς πολύ μεγάλο λόγο εἰς τόν Θεό.

           Θά ἤθελα τρία σημεῖα νά ὑπογραμμίσω· μόνο τρία σημεῖα ἀπό ἐκεῖνα πού ἐπικρατοῦν, δυστυχῶς, τίς ἡμέρες αὐτές κατά κόρον.

            Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ σπατάλη. Εἴδατε τί λέει ἐδῶ ὁ Τωβίτ στόν Τωβία; Ὅτι ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ξέρετε πόσα χρήματα θά ξοδευθοῦν τίς ἡμέρες αὐτές γιά τελείως ἄχρηστα πράγματα; Καί νά ξοδέψωμε τά χρήματά μας σέ κάτι πού εἶναι χρήσιμο; Χαλάλι! δέν τίθεται θέμα. Σέ μία περίοδο γιορτῶν νά ξοδέψωμε κάτι παραπάνω; Χαλάλι! Τό τραπέζι μας νά εἶναι πλουσιότερο ἀπό τίς ἄλλες μέρες; Σωστό! τό θέλει κι ὁ Θεός! Νά πάρωμε ἕνα ροῦχο, ἕνα παπούτσι; ναί· τό θέλει ὁ Θεός! Ἀλλά νά κάνωμε σπατάλη χρημάτων γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἀξία καί πού τήν ἄλλη μέρα θά τά πετάξωμε στό σκουπιδοτενεκέ…, ὡς πρός τί;

            Πόσα πράγματα θά ἀγοραστοῦν! ἀπό χρυσόχαρτα, ἀπό μπαλάκια χρυσᾶ, ἀπό ἐκεῖνα πού στολίζουν τά δένδρα, δωράκια… Ὅλα αὐτά εἶναι ἄχρηστα χρήματα. Πηγαίνετε νά ἰδῆτε ἕνα ἔλατο, φέρ’ εἰπεῖν, πόσο μπορεῖ νά πουλιέται; πολύ ἀκριβά! Καί ὅλα ἐκεῖνα τά στολίδια, νά τά δῆτε στούς σκουπιδοτενεκέδες τῶν σπιτιῶν μετά τίς γιορτές! Πόσα θά μαζεύη ὁ σκουπιδιάρης γιά νά τά πετάξη στά σκουπίδια. Ὅλα αὐτά πᾶνε χαμένα· ὅλα αὐτά! ὅταν μέ ἐκεῖνα τά χρήματα θά μπορούσαμε νά ἀγοράσωμε ἕνα χρήσιμο πρᾶγμα γιά φτωχούς ἀνθρώπους. Ἄν δίνατε ἐπί παραδείγματι πεντακόσιες δραχμές γιά τέτοια ἄχρηστα πράγματα, νά πάρετε ἕνα πουλόβερ, μία ζακέτα καί νά τή δώσετε σέ ἕνα φτωχό κοριτσάκι, ἕνα φτωχό παιδάκι.

            Ναί, παιδιά, προσοχή τή σπατάλη! Σᾶς ξανατονίζω! εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Ἄν αὐτό γίνεται, κάποια μέρα, νά τό ξέρετε, γιατί θά ἔχετε μάθει στή σπατάλη, κάποια μέρα θά πεινάσετε.

            Ἕνα δεύτερο σημεῖο εἶναι τό χαρτοπαίγνιο. Τίς ἡμέρες αὐτές τό χαρτοπαίγνιο ὀργιάζει. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει. Δέν εἶναι βεβαίως ἡ περίπτωσι νά παίξωνε τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί νά τελειώνη ἡ ἱστορία. Ἀλλά ἔχει ἤδη ἀρχίσει. Δέν λέγω γιά τήν πόλι, λέω γιά τά χωριά μας. Στά χωριά μας, ξαναλέγω, τό χαρτοπαίγνιο ἤδη ἔχει ξεφαντώσει· ὄχι στά καφενεῖα μόνο ἀλλά καί στά σπίτια. Καί χάνονται πάρα πολλά χρήματα.

          Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου συγκεκριμένο χωριό μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, ὅπου χάνονται εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, ἑβδομήντα, ἑκατό χιλιάδες δραχμές σέ μία περίοδο ὄχι τῆς Πρωτοχρονιᾶς, πιό μεγάλη· ἕνα μῆνα νά παίζουν χαρτιά… δυό μῆνες νά παίζουν χαρτιά… καί νά χάνωνται τόσα χρήματα. Ναί! Παιδιά, πάρα πολλά χρήματα χάνονται. Θά ἔλεγα οἱ χωρικοί μας, οἱ ὁποῖοι  μαζεύουν ἀπό τά χωράφια τους τά προϊόντα τους καί τά πωλοῦν, αὐτή τήν περίοδο τά χάνουν στά χαρτιά. Εἶναι μία φοβερή πληγή.

           Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό χαρτοπαίγνιο πού ἔχουν οἱ μεγάλοι, ἔχουν καί οἱ μικροί. Ἔχουν καί τά παιδιά· καί παίζουν καί οἱ κοπέλες· παίζουν χαρτιά! Βέβαια μία κοπέλα ἄν ἀρχίση νά μαθαίνη νά παίζη χαρτιά, ἐάν γίνη γυναῖκα μεγάλη, θά παίζη ὁμοίως χαρτιά. Πολλές λεγόμενες ἀριστοκράτισσες -λεγόμενες ἀριστοκράτισσες· δέν εἶναι· δέν εἶναι! Ἀριστοκράτισσα εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ξέρει νά κρατάη τό σπίτι της· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτό θά πῆ ἀριστοκράτισσα· νά κρατάη τά ἄριστα. Αὐτές κρατοῦν τίς λάσπες- οἱ λεγόμενες λοιπόν ἀριστοκράτισσες, πολλές γυναῖκες καί ἐδῶ στήν πόλι μας καί ἀλλοῦ, σέ ὅλες τίς πόλεις, παίζουν ὅλο τό χρόνο χαρτιά· μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τσιγάρο καί χαρτί!

           Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάξη, μή ποτέ φτάσετε στό σημεῖο, ἔστω καί μία κοπέλα ἀπό σᾶς, νά καταλήξη νά εἶναι μέ τό τσιγάρο καί τό χαρτί. Νά σᾶς φυλάξη ὁ Θεός!

           Ἀναφέρει ἕνας καθηγητής ἐγκληματολογίας -εἶχα πολλά νά σᾶς πῶ ἀλλά δέν χρειάζεται- ἀναφέρει τό ἑξῆς περιστατικόν. Ἐγώ δέ προσωπικά -προσωπικά!- ἔχω ζήσει, ὄχι ὅτι ἔχω παίξει χαρτιά, νά φυλάξη ὁ Θεός, ἀλλά ἔχω δεῖ τέτοιες καταστάσεις. Ἔχω δεῖ σέ σπίτια στήν Κηφισιά, πού ἔπαιζαν χαρτιά, τό κατάντημά τους… τά παιδιά τους… καί τά λοιπά!... Τό ἔχω δεῖ αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶμαι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ πράγματος· ὅσο μποροῦσα νά εἶμαι αὐτόπτης φυσικά γι’ αὐτό τό κατάντημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

           Λοιπόν· ἀναφέρει αὐτός ὁ καθηγητής ἐγκληματολογίας τό ἑξῆς περιστατικό. Παίζουν σέ ἕνα σπίτι οἱ μεγάλοι χαρτιά, παίζουν καί τά παιδιά τους· μαθηταί Γυμνασίου, παίζουν καί αὐτά χαρτιά σ’ ἕνα ἄλλο τραπέζι, σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο. Ἡ μάνα χάνει στά χαρτιά, ὁ γιός κερδίζει στά χαρτιά. Πηγαίνει καί τοῦ ζητάει δανεικά γιά νά συνεχίση νά παίξη. Ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στή μάνα του -ὅτι δίνοντας τά δανεικά χρήματα, θά τοῦ τά ἐπιστρέψη πίσω- τῆς ζητάει ἐνέχειρο τό δαχτυλίδι της, τό ὁποῖο ἐκείνη εὐχαρίστως τοῦ τό δίνει γιά νά πάρη δανεικά ἀπό τό γιό. Καί τήν ἄλλη μέρα στό σχολεῖο ὁ γιός κόμπαζε, ὑπερηφανεύετο, κρατῶντας τό δαχτυλίδι τῆς μάνας του, ὅτι εἶχε δανείσει χρήματα στή μάνα του, ἒ,… γιατί αὐτός εἶχε κερδίσει στά χαρτιά!

          Πέστε μου, κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, τί ἐπίδρασις θά ὑπάρχη τῶν γονιῶν στό παιδί; Πέστε μου; Καί νά πῆ αὐτή ἡ μάνα στό παιδί,… τί; «μήν πᾶς, παιδί μου, σέ ἐκεῖνον τόν κακό τόν τόπο;» Ποιόν;… Ἀφοῦ τό σπίτι της τό μετέβαλε σέ κακό τόπο, σέ βρώμικο τόπο.

          Προσέξτε, αὐτό πού λέμε ἔθιμο ἁγιοβασιλιάτικο, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία εὐκαιρία, ἀφορμή, ἁπλῶς νά κάνωμε τό κέφι μας. Λένε καί ἐκείνη τήν βρώμικη ἱστορία ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, λέγει, ἦταν χαρτοπαίχτης κάποτε, καί σάν χαρτοπαίχτης μετά μετενόησε καί ἔγινε καλός χριστιανός. Καί τώρα εἰς ἀνάμνησιν τῆς χαρτοπαιξίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου παίζομε καί ἐμεῖς χαρτιά, δῆθεν ἴσως γιά νά κλείσωμε τόν κύκλο πού ξεκίνησε, δῆθεν, ὁ Μέγας Βασίλειος.     

          Ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; Ὁ σοφός αὐτός τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε χαρτοπαίκτης; πού ἦταν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Χριστιανός καί ἡ οἰκογένειά του ἔβγαλε τρεῖς ἁγίους; Τρεῖς ἁγίους! Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἡ ἀδελφή του ἡ Μακρίνα ἦσαν τρεῖς ἅγιοι πού βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του καί ἐκεῖνος ἐλέγετο Βασίλειος, ἦταν κι ἐκεῖνος ἐπίσκοπος. Καί ἦταν λοιπόν, ὁ Μέγας Βασίλειος χαρτοπαίκτης; Φοβερά πράγματα αὐτά! Καί οἱ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἀπό αὐτό τό ἔθιμο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ξεκίνησαν. 

            Ἄς προσέξωμε, παιδιά! Μή πιάσετε στά χέρια σας, οὔτε νά τήν ἀγγίξετε τήν τράπουλα. Νά αἰσθάνεσθε ὅτι ἔχει ἐπάνω φοβερά μικρόβια. Μακριά λοιπόν ἀπό τά χαρτιά! Λυπηθεῖτε, ὅταν δῆτε μέσα στό σπίτι σας νά παίζουν χαρτιά. Θά σᾶς πιέσουν ἐνδεχομένως νά παίξετε χαρτιά, δῆθεν γιά τό καλό του χρόνου. Ἀλλά ἐρωτῶ: «τί θά πῆ γιά τό καλό του χρόνου;» Δηλαδή ὅταν παίξω χαρτιά, θά ἔχω καλό μέσα στό χρόνο;

          Τό ξέρετε ὅτι αὐτό εἶναι μία μαγική πρᾶξις; Τί σημαίνει μαγική πρᾶξις; Μαγική πρᾶξις σημαίνει: μέ κάποιο τρόπο νά ἐπιτύχω μίαν εὔνοιαν ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐάν λοιπόν τώρα παίξω χαρτιά, θά πετύχω -αὐτό λέτε: «γιά τό καλό τοῦ χρόνου»- θά πετύχω τήν εὔνοιαν τοῦ καλοῦ, τήν εὔνοιαν τῆς χρονιᾶς.

          Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Ἀπό κεῖ ξεκινάει τό καλό; Ἀπό τά χαρτιά; Εἶναι μαγικός αὐτός ὁ τρόπος. Δηλαδή κατά μαγικόν τρόπον προσπαθῶ νά πετύχω τήν εὐτυχία καί τή χαρά μέσα στή χρονιά. Λοιπόν, μακριά ἀπό αὐτά τά πράγματα! μακριά.

          Καί ἀκόμη κάτι ἄλλο· ἕνα τρίτο σημεῖο εἶναι οἱ χοροί, τά πάρτυ· τώρα ἔχομε καί τίς ντισκοτέκ… -αὐτά τά φραγκοχιώτικα! εἶναι ἡ λέξις ἑλληνική «δισκοθήκη» καί τή λέμε ντισκοτέκ· φραγκοχιώτικα εἶναι αὐτά. Ἔχετε πάει στή Χίο νά δῆτε πῶς μιλᾶνε τά Φράγκικα; Ἔτσι: μισά Χιώτικα, καί μισά Φράγκικα.- Λοιπόν, θά σᾶς πάρουν συγγενεῖς σας, οἱ γονεῖς σας ἴσως, ξαδέλφια σας, ἀδέλφια σας,… νά πᾶτε σέ δισκοθῆκες, σέ πάρτυ, βεγγέρες καί λοιπά … Πρός Θεοῦ! Μήν πατήσετε σέ τόπους διασκεδάσεων τέτοιους! Ἄλλο μία οἰκογενειακή συντροφιά. Ἄν στό σπίτι σας ἔρθουν συγγενεῖς σας, φίλοι σας, στρῶστε τραπέζι, φᾶτε, πιεῖτε, κουβεντιάστε· ἀλλά ὄχι χορούς…, ὄχι πάρτυ…

 Δέν βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ στήν ἁμαρτία ἀπό ἐκεῖνο πού εἶδε, ὡς ἀπό ἐκεῖνο πού ἤγγισε, πού ἄγγιξε, πού ἔπιασε. Καί πολύ ὀλιγότερο μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνη ἐγκρατής -πολύ ὀλιγότερο- ἄν  ἤγγιξε ξένο σῶμα, ἀπ’ ὅτι ἄν εἶδε ἤ ἀκόμη περισσότερο ἐάν ἤκουσε. Δηλαδή πρῶτα εἶναι ἡ ἁφή σέ βασανισμό, μετά εἶναι ἡ ὅρασις, καί μετά εἶναι ἡ ἀκοή. Εἶναι τόσο βασανιστική αὐτή ἡ αἴσθησις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη καί τήν ἀφήσει νά δοκιμάση, νά ἀποκτήση ἐμπειρίες ἁμαρτίας.

          Ἔχοντες αὐτά τά πράγματα ὑπ’ ὄψιν, τότε θά τά ἀποφύγωμε. Καί ἀποφεύγοντάς τα θά ἀσκήσωμε τήν ἀρετήν. Θά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, θά ἐξομολογηθοῦμε, θά κοινωνήσωμε, θά παρακολουθήσωμε ὅλες τίς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μέ τό πάρα πολύ πλούσιο ὑμνολογικό τους ὑλικό.

           Θά φᾶμε κάτι περισσότερο, θά χαροῦμε περισσότερο στό σπίτι μας. Θά διαβάσωμε κάτι, θά ξεκουραστοῦμε -θά ξεκουραστῆτε, ἄν ἔχετε κουρασθῆ ἀπό μαθήματα-. Θά συμπληρώσετε μαθήματα ἐκεῖνα πού δέν προλάβατε μέχρι τώρα. Θά καθίσετε κάτι νά διαβάσετε, γιά νά ἀνανεωθῆτε γιά τούς παρακάτω μῆνες στό σχολείο.

            Εἶναι ἕνας θαυμάσιος σταθμός, ἄν ξέρετε ἀπό σχολικῆς πλευρᾶς τώρα, νά τόν ἐκμεταλλευτῆτε. Καί ὅταν θά ἔχουν τελειώση οἱ γιορτές, τότε θά ἔχετε ἕνα πολύ πολύ μεγάλο κέρδος στό ἐνεργητικό σας.

            Σᾶς εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά «Καλές Γιορτές!»   

          Φεύγοντας ὅποια κοπέλα … νά ἑτοιμάσωμε τόν ἑαυτό μας, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά πάρωμε καινούριες ἀποφάσεις γιά τήν καινούρια χρονιά, πού ἔρχεται. Νά ἀρχίση νά γεννιέται μέσα στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη. Ὄχι ἡ πίστις· ἡ ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν! αὐτή πού συντηρεῖ τήν πίστι· αὐτή πού περιφρουρεῖ τήν πίστι. Ἡ ἀγάπη! μία ἰδιαίτερη ἀγάπη, μυστική. Αὐτή πού τή σφραγίζει ἡ χαρά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δίνει τή χαρά! ἀπ’ αὐτή σφραγίζεται ἡ ἀγάπη, ἀπό τή χαρά!

          Εὔχομαι μ’ ὅλη μου τήν καρδιά αὐτά τά Χριστούγεννα νά εἶναι «ἀληθινά Χριστούγεννα» γιά ὅλους μας, νά εἶναι «ἀφετηριακά Χριστούγεννα».

          Εὔχομαι ἀκόμη ἡ καινούρια χρονιά νά εἶναι «χρονιά μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τόν Χριστόν». Πῶς ἀλλιῶς θά εὐχηθῆ κανείς καλύτερα ἔ;…

           «Καλά Χριστούγεννα!», «Καλή χρονιά!». Ἀμήν.

 
7η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐκλογή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου κ.λ.π.

†.Συνεχίζουμε ἀπό τήν πνευματικήν Διαθήκην τοῦ Τωβίτ πρός τόν γιό του τόν Τωβία. Ἀσφαλῶς ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ἐδῶ, καί τά ὁποῖα ἀναλύομε καί ἐσεῖς ἀκοῦτε καί ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νά ἀκολουθῆτε, μή νομίζετε ὅτι ὅ,τι ἀκοῦτε, θά εἶναι τῆς ἀμέσου ἐνεργείας. Πάρα πολλά πράγματα φυσικά δέν εἶναι στό ἄμεσο ἐνδιαφέρον σας, γι’ αὐτό νά μήν πῆτε ὅτι «ἔ,…τί μ’ ἐνδιαφέρει ἄν πρέπη ἐγώ νά θάψω τόν πατέρα μου». Θά μεγαλώσετε, αὐτά ὅλα παίρνετε δέν θά τά ἐφαρμόσετε τώρα, ἀλλά σέ ὅλην σας τήν ζωή.  Συνεπῶς θά πρέπη ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκοῦτε νά τά ἀποταμιεύετε μέσα σας, ὅπως ἀκριβῶς κάνει ἕνας οἰκονομολόγος ἄνθρωπος. Ἀποταμιεύει χρήματα ὥστε νά ἔχη σέ καιρό πού ἔχει κάποιες ἀνάγκες. Ἔτσι κι ἐσεῖς θά ἀποταμιεύετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέμε γιά νά μπορεῖτε νά θυμηθῆτε καί νά ἀποδώσετε ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάποτε τά εἴχατε ἀκούσει.

        Καί συνεχίζει ὁ Τωβίτ καί λέγει: παιδί μου, «δικαιοσύνην ποίει πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καί μή πορευθῆς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας˙» (Τωβ. 4, 5) «Δικαιοσύνην» στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὅρος, ἡ λέξις «δικαιοσύνη», ὅπως καί εἰς τήν Καινήν Διαθήκην δέν εἶναι ἡ ἀρετή ἡ γνωστή τῆς δικαιοσύνης μέ τήν στενήν σημασίαν, ἀλλά ὁ ὄρος «δικαιοσύνη» ἔχει μίαν εὐρείαν σημασίαν καί σημαίνει γενικά ἀρετή˙ σημαίνει ἁγιότης. Συνεπῶς ἐδῶ συμβουλεύει καί λέγει ὅτι ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά μετέρχεσαι τήν ἀρετήν, τήν ἁγιότητα καί νά μή πορευθῆς, νά μή βαδίσης τά  μονοπάτια τῆς κακίας.

       Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ἐδῶ εἰσάγει δύο δρόμους ζωῆς. Ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ μῦθος τοῦ Ἡρακλέους εἶχε ἠθοπλαστικόν χαρακτῆρα πού τοῦ προεβλήθη «ποιό δρόμο ἔπρεπε νά βαδίση», ἔτσι καί ἐδῶ βλέπομε ὅτι ἀναφέρονται δύο δρόμοι. Μάλιστα ἕνα πανάρχαιο βιβλίο πού λέγεται «Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» -εἶναι γραμμένο στά τέλη τοῦ πρώτου αἰῶνος ἢ στίς ἀρχές τοῦ δευτέρου αἰῶνος, πανάρχαιο βιβλίο, βρέθηκε τόν περάσμενον αἰῶνα σάν ἡ πιό μεγαλύτερη ἀνακάλυψις τοῦ αἰῶνος στό εἶδος τοῦτο, τῆς ἀρχαιολογίας- λέγει δυό δρόμοι ὑπάρχουν, λέγει τό βιβλίον ἐκεῖνο, ὁ δρόμος τῆς ζωῆς καί ὁ δρόμος τοῦ θανάτου.

        Κι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς παιδιά, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητος, ἐνῶ ὁ δρόμος τοῦ θανάτου εἶναι ὁ δρόμος πάσης κακίας. Εἰς ἐσᾶς προβάλλεται αὐτή τή στιγμή τό ἴδιο πρᾶγμα: «ποιό δρόμο πρέπει νά βαδίσωμε».

        Θυμᾶμαι σέ μιά συγκεκριμένη περίπτωσι κάπου στά δεκάξι μου χρόνια μοῦ ἐτέθη καί ἐμένα αὐτό τό ἐρώτημα. Προσέξτε, μέ συγκεκριμένη μορφή «τί δρόμο ἔπρεπε νά ἀκολουθήσω». Βέβαια, δέν δυσκολεύτηκα καί ἀσφαλῶς κρίσιν δέν πέρασα μέ τήν ἔννοια ὅπως θά δοῦν πολλές φορές οἱ ἔφηβοι, καί κάποτε μάλιστα τρῶνε καί τά μοῦτρα τους σέ μερικά πράγματα, ἀλλά ὡστόσο ἔστω καί θεωρητικά ἐτέθη· «τί δρόμο πρέπει νά ἀκολουθήση κανείς;».

       Σᾶς εἶπα σέ εἰδική περίπτωσι˙ διότι πολλές φορές -ἐδῶ μιλᾶμε τώρα γιά μιά γενική περίπτωσι καί βεβαίως γιά τή γενική περίπτωσι νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ξεκινᾶμε ἀπό παιδάκια, νά λατρεύωμε τόν Θεόν, νά ζοῦμε τήν πνευματική ζωή- νομίζω ὅτι δέν θά ἐτίθετο θέμα νά ἀναθεωρήσωμε καί νά ποῦμε: ἄν ζῆτε ἢ ὄχι πνευματική ζωή· ἐκτός ἄν ἔχουν δημιουργηθεῖ θέματα τέτοια μές στήν ψυχήν μας, πού νά θέσουν ὑπό ἀμφισβήτησιν ἐκεῖνο τό  ὁποῖον βαδίζομεν.

      Ἀλλά παιδιά, εἰλικρινά θά πρέπει χωρίς δισταγμόν νά βαδίσωμετόν δρόμο τῆς ἀγάπης, τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Εἶναι κάτι πού δέν θέλει οὔτε σοφία νά τό καταλάβη κανείς οὔτε πολλές ἀποδείξεις. Οἱ ἀποδείξεις εἶναι μπροστά μας, εἶναι μέσα στήν ἴδια τή ζωή, πού βλέπομε: «ποιό δρόμο ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα», διότι βλέπομε καί τό δρόμο, βλέπομε καί τό τέρμα. Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο πῶς ἐξελίχθηκε στήν ζωή του, ἐπειδή βάδισε ἕναν δρόμον ἢ καλόν ἢ κακόν, εἶναι δύσκολο νά βγάλη κανείς τά συμπεράσματά του; Ἅμα δῆτε κάποιον ὁ ὁποῖος μεθάει καί ἔγινε ἄσωτος ἄνθρωπος καί διέλυσε ἡ οἰκογένειά του καί λοιπά καί λοιπά, θέλει φιλοσοφία στό σημεῖο αὐτό γιά νά κρίνωμε ἄν πρέπη νά εἴμεθα κι ἐμεῖς τέτοιοι τύποι ἢ ὄχι; Δέν θέλει φιλοσοφία.

     «Διότι» συνεχίζει ὁ Τωβίτ «ποιοῦντός σου τήν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καί πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τήν δικαιοσύνην.» (Τωβ. 4, 6) Προσέξτε μίαν φράσι: «ποιοῦντός σου την ἀλήθειαν». Στήν ἑλληνικήν φιλολογία δέν ὑπάρχει ἡ φράσις «ποιῶ τήν ἀλήθεια», ἀλλά «λέγω τήν ἀλήθεια» ἢ «σκέφτομαι τήν ἀλήθεια». Τό ρῆμα «ποιῶ» νά συνοδεύη τό οὐσιαστικόν «ἀλήθεια», αὐτό δέν εἶναι στήν ἑλληνικήν σύνταξιν· εἶναι τῆς ἑβραϊκῆς συντάξεως.

        Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πολλές φορές τό χρησιμοποιεῖ αὐτό: «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν», δέν λέγει «ὁ λέγων τήν ἀλήθειαν»· ἢ «πᾶς ὁ ποιῶν ψεῦδος». «Κάμνω ψεῦδος» νά τό πάρω τώρα στήν νεοελληνική νά δῆτε πόσο χτυπάει παράξενα. «Κάμνω τήν ἀλήθεια»· δέν λέμε ποτέ «κάμνω τήν ἀλήθεια» ἢ «κάμνω τό ψέμα», ἀλλά λέμε «λέγω τήν ἀλήθεια». Ἐπειδή ἡ ἑβραϊκή φιλολογία δέν εἶναι ἄμοιρη στό σημεῖο αὐτό ὅταν χρησιμοποιῆ τό ρῆμα «ποιῶ», διότι τό θέμα τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ἕνα γνώρισμα μιᾶς διανοητικῆς καταστάσεως, ὅπως ἦταν πάντοτε στούς Ἕλληνες. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία πρᾶξις. Γιά τόν Ἑβραῖο ποτέ δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια προϊόν του νοῦ, ἀλλά εἶναι προϊόν τῆς πράξεως. Καί ἀφοῦ εἶναι προϊόν τῆς πράξεως, εἶναι πρακτική, θά βάλη … τό ρῆμα «ποιῶ». Καί εἶναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχεῖο αὐτό, διότι θέλει νά τονίση ἐδῶ, ὅτι δέν πρέπει νά μείνη κανείς στό διανοητικό ἐπίπεδο τῆς ἀληθείας, ἀλλά πρέπει νά κατέβη καί εἰς τό πρακτικό ἐπίπεδό της. 

      Ἄν, λέγει, κάμνης τήν  ἀλήθειαν, μετέλθεις τίς ἀρετές στήν πρᾶξι πιά, τότε θά εὐοδώσουν τά ἔργα σου. Ἔλεγα σέ μία κυρία: «βάλτε ἕναν δρόμον στήν πνευματική ζωή, νά δῆτε προκοπή». Καί μοῦ λέγει… μοῦ λέγει: «πόσοι ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν βάλει ἀρχή πνευματικῆς ζωῆς καί ἔχουνε πολλή προκοπή». Τό μυαλό της πήγαινε στήν προκοπή τήν ὑλική, δηλαδή νά πηγαίνουν ὅλα καλά στή ζωή τούς· ὅλα καλά σάν ἕνα κουρδισμένο ρολόϊ. Παιδιά, δέν εἶναι αὐτό προκοπή. Δέν ξέρω μάλιστα κάποτε, ὅταν ὅλα πηγαίνουν ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς καλά, ἄν αὐτό πάντοτε εἶναι καί μία εὐλογία. Δέν τό ξέρω. Μήν τό ξεχνᾶτε! ἡ προκοπή εἶναι πνευματική πρωτίστως καί κυρίως. Πρέπει λοιπόν νά βάλωμεν μιάν ἀρχήν ζοῦμε μία πνευματική ζωή γιά νά κάνωμε πνευματική προκοπή. 

         Μπορεῖ νά μείνωμε πτωχοί, ὅπως τό λέγει ἐδῶ στό τέλος. «Μή φοβηθεῖς, παιδί μου, γιατί πτωχεύσαμε, μήν τό φοβηθεῖς αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι χωρίς σημασία ἐάν ἔχωμε φτωχύνει. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά μή φτωχύνωμε ἀπό Θεό, κι ἔτσι ἡ προκοπή μας νά εἶναι ἐν Θεῷ»

      «Ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καί μή φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμός ἐν τῷ ποεῖν σέ ἐλεημοσύνην· μή ἀποστρέψης τό πρόσωπον σου ἀπό παντός πτωχοῦ, καί ἀπό σοῦ οὐ μή ἀποστραφῇ τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ» (Τωβ. 4, 7) Θά ἐπανέλθη καί θά ἐπανέλθη στό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ἐδῶ ὁ Τωβίτ μιλάει -ἐξ ἄλλου σ’ ὅλα αὐτά πού λέγει, ἀλλά ἰδιαίτερα γιά τό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης- ἀπό τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Αὐτές οἱ ὑποθῆκες πού λέγει εἰς τό παιδί του, ἡ διαθήκη  του ἡ πνευματική, δέν εἶναι κάτι τό θεωρητικό, ὅπως θά λέγαμε «ἔ,.. κάτι διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο πνευματικό, καί τώρα λέγω στό παιδί μου τό καί τό.» Ὄχι παιδιά, περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ εἶχε ζήσει ὅπως συμβουλεύει τό παιδί του. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα πού ἔχουνε γονεῖς πού ἡ πρακτική τους ζωή εἶναι συνεπής. Εὐτυχισμένα τά παιδιά ἐκεῖνα!

         Λοιπόν· Ἀπό τά ὑπάρχοντα σου νά κάνης ἐλεημοσύνη καί τό μάτι σου νά μή τσιγγουνευτῆ καί πεῖ: «σάν πολλά δέν ἔδωσα!» Μήν τό πῆτε ἔτσι αὐτό. Δῶσε καί μήν ἀποστρέψεις τό πρόσωπο σου ποτέ ἀπό κάθε πτωχόν, γιά νά μήν γυρίση κι ὁ Θεός τό δικό του τό πρόσωπο ἀπό σένα. Τί ὡραῖα!

     «Ὡς σοί ὑπάρχει κατά τό πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐάν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατά τό ὀλίγον μή φοβοῦ ποεῖν ἐλεημοσύνην· θέμα γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·»  (Τωβ. 4, 8-9) Ἔχεις πολλά, δῶσε πολλά. Ἔχεις λίγα, δῶσε λίγα. Ἔχεις πολύ λίγα, δῶσε πολύ λίγα. Ἀνάλογα μέ τό τί ἔχεις, δῶσε.

        Θυμόσαστε ἐκείνην τήν γυναῖκα στό γαζοφυλάκιο, στό ταμεῖο τοῦ ναοῦ, στό παγκάρι θά λέγαμε, στό ταμεῖο πού οἱ εἰσερχόμενοι ἔβαλον, λέγει, χαλκόν; Ἄλλος νομίσματα ἀργυρά, καί λοιπά... ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τοῦ καθενός; Ἐκείνη ἡ γυναῖκα, ἡ χήρα γυναῖκα ἔβαλε ἕνα δίλεπτον· ὄχι δυό δεκάρες· δυό λεπτά. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας. Τό ἐν πέμπτον τῆς δεκάρας τό ἔριξε εἰς τόν ναόν καί τό μάτι τοῦ Κυρίου -ὄχι ἐκεῖνο τό μάτι πού ἔχουν ὅταν σέ κοιτάζουν κάποιοι τί δίνεις, ἀλλά τό μάτι τοῦ Κυρίου πού βλέπει τήν καρδιά- τί εἶδε; Αὐτή ἡ γυναῖκα ἔβαλε περισσότερο ἀπ’ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ρίψανε εἰς τό ταμεῖον τοῦ ναοῦ, διότι ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της. Δέν εἶχε ἄλλα χρήματα· ὄχι στήν τσέπη της, δέν εἶχε ἄλλα χρήματα, οὔτε στό σπίτι της! Ἔβαλε, λέει, ὅλη της τήν περιουσία: δυό λεπτά. Καί συνεπῶς ἔβαλε κατ’ ἀναλογία, ἔβαλε ὁλόκληρη τήν περιουσία της, καί πῆρε τόν ἔπαινον ἀπό τόν Χριστόν. Δέν ξέρω βέβαια ἄν αὐτή ἡ γυναῖκα τό ἀντελήφθη, πιθανότερον δέν τό ἀντελήφθη. Ἁπλῶς ἔριξε τόν ὀβολόν της, τούς ὀβολούς της, καί ἔφυγε. Καί ἔφυγε. Καί ὁ Κύριος ἔκανε τήν παρατήρησι αὐτή στούς μαθητάς Του.

       Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ· «μή φοβηθεῖς, λέγει, νά κάνης ἐλεημοσύνη ἔστω ἀπό ἐκεῖνο τό λίγο, τό ὁποῖον ἔχεις». Θυμοῦμαι ἕνα ἄρθρο, λέγεται, ... λόγοι χρυσοί, ἴσως πρέπει νά σᾶς τό διαβάσω … τρία-τέσσερα εἶναι· «παιδί μου, κάνε ἐλεημοσύνη, λέγει, μή φοβηθεῖς· ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχό». Ἡ ἐλεημοσύνη δέν θά σέ κάνη φτωχόν. Πολλοί νομίζουν ὅτι ὅταν κάνουν ἐλεημοσύνη θά φτωχύνουν. Εἶναι μία ἀρκετά ἐσφαλμένη ἀντίληψις.

        Καί λέγει ἐδῶ: μέ αὐτό πού κάνεις θησαυρίζεις ἀγαθό πρᾶγμα στόν ἑαυτόν σου ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης. Θά ’ρθη κάποια μέρα καί γιά σένα, γιατί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἕνας τροχός, μήν τό ξεχνοῦμε ποτέ αὐτό. Ξέρετε μετά τήν Ρωσική ἐπανάστασι πόσοι ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπό τήν Ρωσία πρίγκιπες, διανοούμενοι, σπουδαῖοι, τρανοί καί ἔγιναν πάμπτωχοι; Στήν Ἑλλάδα πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε ἀπό τότε· πάρα πολλούς Ρώσους ἔχομε. Εἴχαμε δέ περισσοτέρους, τώρα ἔχουνε πεθάνει πάρα πολλοί οἱ ὁποῖοι -ἐγώ τοὐλάχιστον ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου- οἱ ὁποῖοι, ἄλλος ἤτανε σωφέρ, ἄλλος ἦταν ξέρω ’γώ … παρακάτω ἄλλο ἐπάγγελμα, ἄλλος τοῦτο, ἐκεῖνο... δηλαδή φτωχικά ἐπαγγέλματα, χειρονακτικά ἐπαγγέλματα, κι ὅμως αὐτοί ἦταν πρίγκιπες κάποτε. Ἡ ζωή, παιδιά, εἶναι μία ρόδα καί κυλάει. Δέν στέκεται ποτέ της. Σήμερα εἶσαι ἐπάνω, αὔριο θά εἶσαι κάτω. Καί πάλι θά εἶσαι ἐπάνω. Δέν ξέρεις λοιπόν ἡ αὐριανή ἡμέρα πῶς θά σοῦ φέρει τά πράγματα.

        Γι’ αὐτό τό λόγο, ὅταν κάνωμε ἐλεημοσύνη, καταθέτομε  εἰς τήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖ πού λέγει ὁ Κύριος «δέν ὑπάρχουν οὔτε κλέφτες, οὔτε σκουλήκια καί σκουριά γιά νά καταστρέψουν τά κατατεθέντα. Καί τραπεζίτης ὄχι κάποιος πού μπορεῖ νά κηρύξη πτώχευσιν, ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος Θεός». Καί Τοῦ ἐμπιστευόμεθα εἰς τά χέρια, τά δικά Του χέρια, τοῦ ἐμπιστευόμεθα ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάμνομε ἐλεημοσύνη. Ὡς σ' ἕνα ἄλλο χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν πτωχόν, δανείζει τόν Θεόν». Ὁ Θεός δηλαδή εἶναι χρεώστης. Ποιός; Ὁ Θεός χρεώστης; Σέ ποῖον; Στόν φτωχόν ἄνθρωπον. Χρεώστης στόν φτωχόν ἄνθρωπον! Καί ὁ Θεός ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης θά ἔλθη νά σοῦ πῆ. Γιατί; Γιατί θά ἔχεις ἐσύ ἀπό τά δικά σου ὑπάρχοντα καταθέσει διά τῆς ἐλεημοσύνης εἰς τήν τράπεζα τοῦ Θεοῦ.

       Ἀλλά καί κάτι ἄλλο. «Διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καί οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τό σκότος·» (Τωβ. 4, 10) Αὐτό τό χωρίον εἶναι πάρα πολύ ἐξαιρετικό. Λέγει· «διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον καί δέν ἀφήνει νά μπῆ κανείς στό σκοτάδι». Δέν ξέρω ἄν ἀντιλαμβάνεστε· εὑρισκόμεθα στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔχομε ἐδῶ δυό πράγματα: τόν θάνατον, λέγει, καί τό σκότος. Ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον, δέν ἀφήνει νά μπῆ στό σκοτάδι. Τί εἶναι; Εἶναι ἡ κόλασις· εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος καί ἡ κόλασις. Βλέπετε ὅτι τό θέμα τῆς κολάσεως -τά προανακρούσματά της- φαίνεται καί εἰς αὐτήν τήν Παλαιά Διαθήκη; Ὅπως καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ  Βασιλεία. Ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως -ἡ ἔννοια τῆς κολάσεως!- ὑπάρχει καί  εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι φανερό ἀπό πάρα πολλά χωρία, καί ἀπό τό χωρίο αὐτό, πού ἐξηγήσαμε πιό πάνω.

       Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὅτι τό ἔλεος πού θά κάνη ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἐλεημοσύνη ἐν εὐρείᾳ καί ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Εἴδατε! Νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά τοῦ μή ποιήσαντι τό ἔλεος, ἡ κρίσις ἀνέλεος. Γιά κεῖνον πού δέν ἔκανε ἔλεος, ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέλεος, χωρίς ἔλεος. Ἐνῶ γιά κεῖνον πού ἔκανε ἔλεος, νικᾶ τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε λοιπόν, τί θά πῆ μέ τήν ἐλεημοσύνη σου εἴτε ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, εἴτε ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, νά νικήσης τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι μικρόν πρᾶγμα!

     Ἡ ἐλεημοσύνη ὅπως τήν λέμε ἐμεῖς τήν λέξιν αὐτή καί ὅπως ἐδῶ τήν λέγει, ἔχει τήν ἔννοια ἁπλῶς «νά δώσης ὑλικά πράγματα σ’ ἕναν φτωχόν ἄνθρωπον». Εἶναι σαφές. Τό εἶπε, μᾶς τό διεσάφησε. Ὁ ὄρος ἐλεημοσύνη εἶναι ἐδῶ πολύ σαφής. Ἀλλά ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ εἶναι καί ἔλεος. Καί σημαίνει «ποιῶ ἔλεος μετά τοῦ πλησίον μου». Τί σημαίνει αὐτό; Μέ κάθε τρόπο δείχνω τό ἔλεός μου, ὄχι μόνο τό ὑλικόν, ὄχι δηλαδή νά τοῦ δώσω ὑλικά πράγματα μόνον, ἀλλά ἀκόμη νά τόν συγχωρήσω, νά φανῶ ἐπιεικής, νά τόν βοηθήσω καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, νά τόν ἀπαλλάξω ἀπό μία δυσκολία, νά τόν παρηγορήσω καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

      Ὅπως βλέπετε λοιπόν, τό ἔλεος ἔχει εὐρεία σημασία. Ἐγώ θά ἔλεγα -σήμερα ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι φτωχοί πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ὁπωσδήποτε- ἀλλά ἄν ἔπρεπε ὅμως ὅλοι νά ἀσκοῦσαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, τότε αὐτοί οἱ κάποιοι φτωχοί δέν θά εἶχαν πλέον ἀνάγκη, καί τότε θά λέγαμε: «πῶς θά ἀσκήσωμε τήν ἐλεημοσύνη;» Ἡ ἀρετή αὐτή σέ κάθε ἐποχή ἔχει τήν θέσιν της. Ἁπλούστατα διότι δέν ἔχει πάντοτε ὑλική διάστασι, ἔχει καί πνευματική διάστασι.

        Ἄν πάρης μέ τά χρήματα σου αὐτά πού διαθέτεις -δέκα δραχμές- ἀγοράσεις ἕνα βιβλίο, ἕνα Εὐαγγέλιο, καί τό δώσεις σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος -προσέξτε!- ἔχει χρήματα, δέν εἶναι πτωχός, ἀλλά τοῦ τό δώσεις, τρόπον τινά τόν ὑποχρεώσεις μέ αὐτό τό δωράκι σου αὐτόν τόν ἄνθρωπο -πού δέν θά πήγαινε ποτέ νά τό ἀγοράση- αὐτόν τόν ἄνθρωπο τόν ἐλεεῖς· γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πιό πολλή ἀνάγκη ἔλεος μέ πνευματική διάστασι, παρά μέ ὑλική διάστασι. Ἤ ἄν δώσης μία συμβουλή ἄν δέν ἔχης χρήματα, καί αὐτό εἶναι ἔλεος. Ἄν ὁδηγήσης τόν ἄλλον στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι ἔλεος, εἶναι ἐλεημοσύνη. Μή νομίσομε δηλαδή ὅτι πρέπει νά εἴμεθα πλούσιοι γιά νά κάνωμε ἐλεημοσύνη· κάθε ἄλλο. Ἔχει εὐρύ φάσμα ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

        «Δῶρον γάρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου» (Τωβ. 4, 11) Λέει ὅτι εἶναι δῶρον ἀγαθόν ἡ ἐλεημοσύνη γιά ἐκείνους πού τήν κάνουν μπροστά στόν Θεό.

          Ἀφήνει τώρα τό θέμα αὐτό, θά ἐπανέλθη πάλι, γιατί τόν συνέχει. Καί αὐτό πού συνέχει ἕναν ἄνθρωπο ξαναγυρίζει καί ξαναγυρίζει. Καί αὐτό καί ἀπό τή ζωή του τό βλέπομε, ἀλλά καί στή διαθήκη του βρίσκεται· τῶν ὑποθηκῶν αὐτῶν τῆς διαθήκης βλέπομε ὅτι ἐκεῖνο πού συνεῖχε τήν ψυχήν τοῦ Τωβίτ ἦταν ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης.

       Μπαίνει σ’ ἄλλο θέμα. Πολύ σπουδαῖο!

       «Πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον, ἀπό πάσης πορνείας». Τί ὡραῖο! Παιδί μου, πρόσεξε ἀπό κάθε μορφή σαρκικόν ἁμάρτημα. Δέν ξέρω τί νά πῶ πάνω σ’ αὐτό. Μόνο γι’ αὐτό θά ἔπρεπε νά ἐξαντλήσω μία ὥρα· μόνο γι’ αὐτό. Ζοῦμε σέ μία ἐποχή ἡ ὁποία εἶναι τρομερή. Κι εἶναι τρομερή γιατί ἔχει δημιουργήσει μία διαστροφή τῆς ἀληθείας. Εἶναι μία ἐποχή πού τό ψέμα τό λέγει ἀλήθεια, καί τήν ἀλήθεια τή λέγει ψέμα. Μία ἐποχή πού τό μαῦρο τό λέγει ἄσπρο, καί τό ἄσπρο μαῦρο. Τό πικρό γλυκύ, καί τό γλυκύ πικρό. Ἡ περικοπή αὐτή δέν εἶναι δική μου εἶναι ἀπ’ τόν Προφήτη Ἡσαΐα. Καί λέγει ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου: «ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους πού κάνουν τό μαῦρο, ἄσπρο καί τό ἄσπρο, μαῦρο· τό ἀγαθό, κακό καί τό κακό, ἀγαθό· καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἀλλοίμονο!»

       Ἔ, λοιπόν ἡ ἐποχή μας δέν ἔχει ἁπλῶς τά προβλήματά της, ὅπως εἶχαν οἱ προηγούμενες ἐποχές, πού μποροῦσε ἕνας νέος, μία νέα νά ἔχη τά προβλήματά του καί νά πάρη μία συμβουλή. Μία συμβουλή σχετικά σίγουρη καί ἐπιτυχημένη νά πατήση καλά. Εἶναι αὐτό πού ἡ ἐποχή μας τό λέγει κατεστημένο. Αὐτό τό σίγουρο τό λέγει ἡ ἐποχή μας κατεστημένο, πού τό κλώτσησε ἡ ἐποχή μας αὐτό τό λεγόμενο κατεστημένο, καί κλωτσώντας το, δημιουργεῖ μία ἀνατροπή αὐτῶν τῶν ἀξιῶν καί λέγει: «ἐάν εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τῶν σαρκικῶν ὁρμῶν καί ἐπιθυμιῶν καί ἱκανοποιήσεων, τῆς πορνείας, τότε εἶσαι ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος. Ἄν ἀντιθέτως μετέρχεσαι τήν ἐγκράτειαν, τήν σωφροσύνην, τήν παρθενίαν, τότε εἶσαι ἀνώμαλος.»

       Ἄν θά μποροῦσε νά προβάλη μία κοπέλα ἕναν τίμιον θησαυρόν, πολύτιμο θησαυρό αὐτόν ἐννοῶ τίμιον, πολύτιμο θησαυρό στό περιβάλλον της, στά μάτια τοῦ κόσμου καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὁ θησαυρός θά ἐλέγετο: παρθενία ἁγνότητα, σωφροσύνη. Αὐτός σήμερα ὁ θησαυρός ἐμπαίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπό τίς συνομήλικές σας κοπέλες ἐμπαίζεται, χλευάζεται· κατέβηκε στό πεζοδρόμιο καί ποδοπατήθηκε καί γίνεται ἀντικείμενον φοβερῆς εἰρωνείας, ἀλλά καί κακογλωσσιᾶς καί συκοφαντίας. Καί μποροῦν νά ποῦν μία κοπέλα πού μετέρχεται τήν ζωή τῆς σωφροσύνης, τῆς ἁγνότητος, νά ποῦν ὅτι αὐτή ἡ κοπέλα εἶναι ἀνώμαλη.

      Εἶχα πεῖ πέρυσι ἤ πρόπερσι, δέν θυμᾶμαι, στήν ὁμιλία τῶν μεγάλων τήν ἑξῆς περίπτωσι: Μοῦ ’λεγε μία μητέρα -ἴσως καί σέ σᾶς νά τό ’χω πεῖ, δέν θυμοῦμαι- μοῦ ’λεγε μία μητέρα γιά τήν κόρη της, ἔβγαλε τό Γυμνάσιο καί ἔκανε παρέα μέ νέους ὄχι καλῆς ποιότητος, καί λέει ἡ μητέρα στήν κόρη της «παιδάκι μου, δέν ὑπάρχουν κοπέλες νά κάνης παρέα; Κάνεις παρέα μέ ἀγόρια, μέ νέους βγαίνεις ἔξω; Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Δέν φοβεῖσαι; Δέν ντρέπεσαι; Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ξέρεις τί ἐξέλιξι μπορεῖς νά ἔχης; Ποῦ νά φτάσης;» Καί τί ἀπήντησε ἡ κόρη: «Τί, εἶμαι ἀνώμαλη νά κάνω παρέα μέ κορίτσια;» Ἀκοῦστε! Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ!

        Καί δέν σᾶς λέω πράγματα τά ὁποῖα δέ λέγονται στό Γυμνάσιό σας, λέγονται καί στό Δημοτικό Σχολεῖο. Πιστέψτε με, ἄν εἶχα μαθήτριες τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, δέν ξέρω ἴσως... ἴσως... -ἐκεῖ φτάσαμε- θά μιλοῦσα μέ τέτοια γλῶσσα. Γιατί; Διότι εἶναι ξεφτέρια οἱ μαθήτριες πιά καί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Καθαρό πρᾶγμα.

      Λοιπόν· ἀκοῦστε κοπέλες μου, ἀκοῦστε παιδιά μου. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἀναλλοίωτος. Ἐδῶ λέει ὁ Τωβίτ στό παιδί του: «παιδί μου, λέει, πρόσεχε ἀπό κάθε μορφή ἀνηθικότητος».

       «Ἀπό πάσης πορνείας, πρόσεχε!» Αὐτό εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἐντολή ἀναλλοίωτη, ἐντολή μή μεταβαλλομένη εἰς τούς αἰῶνας. Δέν ὑφίσταται φθοράν καί μεταβολή· δέν εἶναι κατεστημένο, ἕνα κατεστημένο πού βούλιαξε, πού μούχλιασε, πού πρέπει νά ἀναθεωρηθῆ, νά πεταχτῆ γιά νά ’ρθη κάτι καινούριο στή θέσι του. Εἶναι αἰώνια αὐτά, μέ αἰώνιο κῦρος. Δέν βγαίνομε ἐκεῖ νά ποῦμε ποτέ ὅτι πάλιωσε ὁ ἥλιος ἤ πάλιωσε τό νερό ἤ πάλιωσε τό ψωμί. Πάντα ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς ψωμί τρώγει, νερό πίνει καί τόν ἥλιο βλέπει. Δέν βγαίνει ἔξω καί νά πῆ ὅτι αὐτά τά πράγματα ἐπάλιωσαν καί πρέπει νά πεταχτοῦν σάν πεπαλαιωμένα. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο· γιατί ἐπιτέλους ἐπιτέλους μία κάποια τῶν ἡμερῶν ὁ ἥλιος θά τελειώσει, ἀλλά ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα.

       Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ἔτσι δέ περνοῦν αὐτά. Λέει: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθουν». Αὐτό εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτά πού εἶπα δέν θά περάσουν, θά μείνουν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἐνῶ τό σύμπαν θά περάση. Γι’ αὐτό μήν ξιπάζεστε, καί λέτε ὅτι πρέπει νά προσαρμόζεστε σέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν οἱ συμμαθήτριές σας καί τό περιβάλλον σας ἤ καί οἱ καθηγητές σας ἴσως, δέν ξέρω τί... ἤ ἔντυπα πού διαβάζετε, ἤ ξέρω ’γω οἱ γύρω πού πιπιλίζουν τό μυαλό σας κάθε μέρα μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγουν· καί λέγουν καί λέγουν καί προβάλλουν μέ ἔντυπα, μέ εἰκόνες, μέ τήν τηλεόρασι, μέ τόσα πράγματα γιά νά προβάλλουν τήν ἁμαρτία.

      Μή φοβῆσθε· μήν ξεχνᾶτε ὅτι γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ: νά γίνη ἀντικείμενον εἰρωνείας. Εἶναι ὁ τελευταῖος μακαρισμός. «Μακάριοι, λέγει, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί ἐκβάλλουσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν».(Λουκ. στ΄ 22) Θά βγάλουν τό ὄνομά σας, λέγει, πονηρόν. Τί θά πῆ πονηρόν; Ὅτι εἴσαστε διεστραμμένοι ἄνθρωποι, ὅτι δέν στέκεστε καλά, ὅτι... ποιός ξέρει τί μετέρχεστε, καί τά λοιπά, καί θά σᾶς κοροϊδέψουν, θά σᾶς ὀνειδίσουν. Ὅλα αὐτά βέβαια, λέγει, «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου», γιατί πιστεύετε σ’ Ἐμένα, γιατί ποιεῖτε ἐκεῖνα τά ὁποῖα Ἐγώ ἔχω πεῖ. «Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε» νά ‘χετε χαρά, νά ‘χετε ἀγαλλίασι, γιατί ὁ μισθός σας εἶναι πολύς.

        Ἕνα πρᾶγμα δέν μποροῦν νά καταλάβουν οἱ σύγχρονοι χριστιανοί: τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό χωνέψουν. Μόλις κάποια κοπέλα σᾶς κοροϊδέψει γι’ αὐτά τά ὁποῖα πιστεύετε, ἀμέσως ταράζεστε. .

       Θά ’θελες νά τό ζῆς αὐτό κρυφά; Δέν θά ἤθελες νά τό ξέρουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Ἐάν αὐτό τό πρᾶγμα συνέβαινε, τότε δέν ὁμολογεῖς τήν πίστιν σου.

        Καί μή νομίσετε ὅτι θά πρέπει νά κρύψω τόν τρόπο τῆς ζωῆς μου ἤ νά βγῶ νά τόν διαλαλήσω· ἀλλά δέν θά τόν κρύψω ἄν χρειαστῆ. Ὁ Χριστός εἶπε βάζουν τό λυχνάρι, βάζουν τήν φλόγα ἐπάνω, λέγει, στόν λύχνον, στό λυχνοστάτη, καί λάμπει ὅλους πού εἶναι μέσα τό σπίτι. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός πού πρέπει νά λάμψη μέ τά ἔργα του, μέ τή ζωή του, μέ τόν τρόπο του. Ἐάν λοιπόν κρύψω ἐγώ, ὑποστείλω τήν μαρτυρία μου τήν χριστιανικήν, τότε τί χριστιανός εἶμαι;

      Σᾶς παρακαλῶ πολύ, αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἕνα σφάλμα πολλῶν, εἶναι τῶν πολλῶν τό σφάλμα· γι’ αὐτό δέν ἔχομε σήμερα σωστούς χριστιανούς. Τρέμουνε μπροστά στήν κοινή γνώμη. Τί θά πῆ ὁ κόσμος! Τί θά πῆ ὁ κόσμος; Ἄς πεῖ ὅ,τι θέλει ὁ κόσμος. Ὅ,τι θέλει. Ἤ σέ ἐπαινεῖ ἤ σέ κατηγορεῖ· ἤ σέ ἀνεβάζει ἤ σέ κατεβάζει· ἤ σέ κάνει ὕπαρξι ἤ σέ κάνει μηδέν· ὅ,τι καί νά σέ κάνη ὁ κόσμος, ἐσύ πρέπει νά σταθῆς στή θέσι σου.

       Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ποῖος μπορεῖ νά μᾶς χωρίση, λέγει, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ποιός; Βάθος; Ὕψος; Δυνάμεις; Ἐνεστῶτα; Μέλλοντα; Ἀρχαί; Ἐξουσίαι; ἤ... ἤ... ἤ... Τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἴτε ἄν μᾶς ἀνεβάσουν, εἴτε ἄν μᾶς κατεβάσουν. Δηλαδή μᾶς ὑψώσουν καί μᾶς ἐπαινέσουν, ἤ μᾶς κατεβάσουν καί μᾶς  κατηγορήσουν. Οὔτε ἀκόμα οἱ δαίμονες, οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε τά παρόντα, οὔτε τά μελλοντικά, οὔτε τό ξήλωμα τῶν ἀξιωμάτων ἤ τό χάρισμα τῶν ἀξιωμάτων, τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Αὐτός εἶναι.

        Προσέξτε, λοιπόν. Εἶναι ἕνα ἐπίκαιρο σημεῖο, ἕνα λεπτό σημεῖο, ἕνα σημεῖο πού πονάει τόν σύγχρονο νέο, αὐτό τό θέμα τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων. Νά φυλάξω τήν παρθενία μου, νά φυλάξω τήν τιμή μου, τήν ἀξιοπρέπειά μου, τήν σωφροσύνη μου πιό πολύ ἀπό τά μάτια μου. Ἐπιτέλους ἐπιτέλους ὁ τυφλός πηγαίνει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει σημασία ἄν τυφλώθηκε. Ἀλλά αὐτός πού ἔβγαλε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, αὐτός δέν πηγαίνει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μήν πεῖτε «θά δοκιμάσω». Μία δοκιμή σημαίνει ἀπώλεια πού δέν ἐπανακτᾶται πλέον. Μήν πεῖς «θά μετανοήσω». Πολλοί εἶπαν ὅτι «θά γυρίσω». Δέν τά κατάφεραν. Εἶναι μία χάρις τοῦ Θεοῦ νά γυρίση κανείς καί μάλιστα ἐκεῖνος πού δέν ἔβαλε στό μυαλό του γιά νά γυρίση. Ἐκεῖνος πού εἶπε «γιά νά δοκιμάσω καί θά γυρίσω», αὐτός φοβᾶμαι ὅτι ὁριστικά ἐχάθη.

        Φυλάξτε λοιπόν, πολύ τόν ἑαυτό σας, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «πρόσεχε σεαυτῷ παιδίον ἀπό πάσης πορνείας».

       Καί κατόπιν ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ γάμου. Σᾶς τό διαβάζω, καί θά τό πῶ μέ δικά μου λόγια: «Καί γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπό τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μή λάβης γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἥ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοί προφητῶν ἐσμέν. Νῶε, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπό τοῦ αἰῶνος· μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοί πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καί εὐλογήθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καί τό σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν. Καί νῦν, παιδίον, ἀγάπα τούς ἀδελφούς σου καί μή ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπό τῶν ἀδελφῶν σου καί τῶν υἱῶν καί θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα.» (Τωβ. 4, 12-13)

     Μέ δικά μου λόγια· Γιά τούς Ἑβραίους ἀπηγορεύετο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, καί εἰδικότερα βέβαια ἔξω τῆς φυλῆς των. Αὐτό ὅμως δέν ἦτο ἀπόλυτο. Ἀπόλυτο ὅμως ἦτο νά παντρευτοῦν γυναῖκα ἔξω τοῦ λαοῦ των. Καί τοῦτο διότι ἔπρεπε νά προφυλαχθοῦν ἀπό τήν εἰδωλολατρία.

     Ἕνα φοβερό κακό πού μπῆκε μέσα στούς Ἰσραηλίτας -τί ἦταν, λέτε;-  ἕνας μικτός γάμος. Ὁ γάμος τοῦ Βασιλέως Σολομῶντος. Ἔκανε μικτούς γάμους· μικτούς γάμους. Σήμερα μικτόν γάμο λέμε τόν γάμον πού, ἄς ποῦμε ἕνας Ἕλληνας παίρνει μία Ἰταλίδα, ἤ ἕνας ὀρθόδοξος παίρνει μίαν καθολικήν ἤ μία προτεστάντισσα καί οὕτω καθ’ ἑξῆς· λέγονται μικτοί γάμοι. Ἀπηγορεύετο στούς Ἑβραίους νά πάρουν γυναῖκα ἔξω ἀπό τό λαό τους. Ἀποτέλεσμα: αὐτές οἱ γυναῖκες ἐπηρέασαν τόν Σολομῶντα καί κατά τή διάρκεια τῆς Βασιλείας του -παράξενο, περίεργο, ἀπίθανο, ἀπροσδόκητο!- ἐλατρεύοντο καί ξένες θεότητες πλάι στόν μεγαλοπρεπῆ ναό πού εἶχε κτίσει ὁ Σολομῶν πρός τιμήν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

        Καί ὁ Θεός τόν ἐτιμώρησε τόν Σολομῶντα· χάριν τοῦ πατέρα του ὁ ἴδιος δέν ὑπέστη κακόν. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι «τά παιδιά σου δέν θά κληρονομήσουν τό ἀπέραντο Βασίλειόν σου, ἀλλά θά διαιρεθῆ γιά θά γίνη πολύ πολύ μικρό τό Βασίλειό σου, θά μείνη μόνο μέ δυό φυλές. Καί τό ἄλλο Βασίλειο θά ἔχη δέκα φυλές. Καί Βασιλιάς τοῦ ἄλλου Βασιλείου θά γίνη δοῦλος σου! Θά ἀνακηρυχθῆ Βασιλεύς ἕνας ἀπό τούς δούλους σου». Ἦταν ἕνα φοβερό πλῆγμα! Ἀντί δηλαδή παιδί του νά πάρη τήν Βασιλεία, δοῦλος του θά ἔπαιρνε τήν Βασιλεία. Καί ὅλα αὐτά γιατί; Γιατί ὁ Σολομῶν εἶχε πέσει στήν ἁμαρτία -ἀπό τί;- τῶν ἐπιμίκτων γάμων.

     Ἀκοῦστε, παιδιά, νά τό ξέρετε -δέν εἶναι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά νά τό ξέρετε- ποτέ, ὅταν ὁ Θεός θέλη νά παντρευτῆτε, νά μήν πάρετε ξένον ἄνθρωπο. Σᾶς τό συνιστῶ θερμά. Μπορεῖ -δέν ξέρω σήμερα τά ταξίδια στό ἐξωτερικό εἶναι τόσο εὔκολα, εἴτε ξένοι ἔρχονται ἐδῶ, ἤ ἐσεῖς μπορεῖτε νά πᾶτε ἔξω, ἤ γιά συνέδριο καμμιά φορά –πού θά τό εὐχόμουν ποτέ νά μήν πᾶτε γιά συνέδριο Εὐρώπη καί Ἀμερική καί τά λοιπά, ποτέ!- ἤ… ἤ… ἤ… δέν ξέρω… δέν ξέρω κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες μπορεῖ νά βρεθῆ κανείς ὡς μετανάστης καί λοιπά καί λοιπά, ξένον νά μήν πάρετε. Νά εἶναι Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος.

       Τό πόσα προβλήματα δημιουργοῦνται μέσα σ’ ἕνα σπίτι, πού μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄλλος ὄχι Ἕλληνας ἤ ἑτερόδοξος, μόλις καί ἀνάγκη νά τό πῶ. Ὕστερα εἶναι κι ἕνα κρύο πρᾶγμα, νά αἰσθάνεσαι τόν ἄλλον νά μήν ταιριάζουν τά ἤθη καί ἔθιμα σου, ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάνουν δυό ἀνθρώπους νά αἰσθάνωνται ὄμορφα καί ζεστά μέσα στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ τόπου τους. Τί ὡραῖο πρᾶγμα!  Νά πῆς παίρνω ἕναν Ρωμαιοκαθολικό καί αὐτός ἔχει Πάσχα μία βδομάδα πιό μπροστά ἤ ἐμεῖς νηστεύομε τήν Μεγάλη Βδομάδα, αὐτοί τρῶνε... ξέρω ’γώ τί. Εἶναι πάρα πολύ κρύο πρᾶγμα! Καί γενικά νά ποῦμε, εἶναι ἄσχημο. Προσέξτε! Βλέπετε ὅτι εἶναι καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἕλληνας καί ὀρθόδοξος ἤ Ἑλληνίδα -πᾶμε ἀπό γυναῖκα σέ ἄνδρα- καί ὀρθόδοξος. Ὄχι ἑτερόδοξος, ὄχι ἀλλοεθνής. Αὐτό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς περικοπῆς.

      Καί λέγει στή συνέχεια: «Διότι ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καί ἀκαταστασία πολλή, καί ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καί ἔνδεια μεγάλη· ἡ γάρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστί τοῦ λιμοῦ.» (Τωβ. 4, 13) Ὅταν εἶσαι ὑπερήφανος ἄνθρωπος, γιατί  πολλές φορές  -ἀναφέρεται στό εἶδος τῶν ἐπιμίκτων γάμων- ὑπάρχει μία ὑπερηφάνεια «νά πάρω ξένον ἄνθρωπον» καί νά λέγω «ξέρετε, ὁ σύζυγός μου -μία κοπέλα- εἶναι… εἶναι Ἀμερικανός! Εἶναι… Γάλλος!  Ἄγγλος!» καί μ’ ἕναν ἔτσι ὑπερήφανο τρόπο τό λέγει αὐτό. Μέσα σ’ αὐτή τήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει καταστροφή καί ἀκαταστασία! Αὐτό τό «ἀπώλεια καί ἀκαταστασία» εἶναι αὐτά πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, πού… πού μπορεῖς νά στήσης ἕνα σπιτικό σωστό, ὅπως θά τό ἔνιωθες, ἄν ἦταν τῆς αὐτῆς φυλῆς, τῆς αὐτῆς γενιᾶς καί τῆς αὐτῆς πίστεως, ἐκεῖνος τόν ὁποῖον θά κάνης σύζυγον τῆς ζωῆς σου.

     Ἀκόμη λέγει «ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις». Ἡ ἀχρειότης ἐδῶ μεταφράζεται ἡ σπατάλη. Ὑπάρχει, λέγει, στή σπατάλη ἡ ἐλάττωσις «καί ἔνδεια μεγάλη», καί φτώχεια πολλή. «Ἡ γάρ ἀχρειότης» διότι ἡ σπατάλη «μήτηρ ἔστι τοῦ λιμοῦ» εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας. Τό θέμα αὐτό τῆς σπατάλης μέσα στό σπίτι, παιδιά, εἶναι πάρα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Θά ’παιρνα ἕνα χωρίο θύραθεν, ἀπ’ ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐκεῖνο τό γνωστό: «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Τό ἐνθυμεῖστε; Τό γνωρίζετε; Νά σᾶς βάλλω ἕναν μικρό διαγωνισμό νά μοῦ πῆτε τήν ἑπομένη φορά ποῖος τό εἶπε αὐτό; Ἒ; Λοιπόν, θά σᾶς ἐρωτήσω νά μοῦ τό πῆτε, μόνο νά μήν τό ξεχάσω. Ρωτῆστε καί τόν καθηγητήν τόν φιλόλογον. «Ποῖος τό εἶπε, κύριε καθηγητά, αὐτό: φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας;» Ἀλλά γιά νά τό πῆτε πρέπει νά τό γράψετε, νά τό θυμόσαστε. Κοιτάζοντάς το θά τό μάθετε, καί μαθαίνοντάς το θά τό ἐκτιμήσετε, καί ἐκτιμῶντας το, θά τό ἐφαρμόσετε.

     Λοιπόν, «Φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας». Φιλοκαλῶ, τί θά πῆ; Κάνω κάτι ὄμορφο. Μετ’ εὐτελείας, τί θά πῆ; Ἀπό τό τίποτα, μέ λίγα πράγματα. Μπορεῖς νά στολίσης τό σπίτι σου μέ τό τίποτα; Τό ξαναλέγω. Τί νομίζετε, παιδιά, γιά νά στολιστῆ ἕνα σπίτι, θέλει πολλά χρήματα; Αὐτό νομίζετε; Ὅτι θέλει πολλά χρήματα; Βαριά ἔπιπλα; Καί ὅτι, ἄν βάλλωμε βαριά ἔπιπλα, πραγματικά στολίσαμε τό σπίτι μας; Λάθος! Λάθος.

      Ὅταν ὑπάρχη μία δεξιοτεχνία, τήν ὁποία θά σᾶς συνιστοῦσα ἀπό μικρές νά καταγίνεστε, τήν δεξιοτεχνία γύρω ἀπό χειροτεχνικά πράγματα ποικίλης μορφῆς καί φύσεως -ποικίλης μορφῆς καί φύσεως!- τότε μπορεῖτε νά στολίσετε τό σπίτι σας ἀπό τό τίποτα, καί νά τό κάνετε θαυμάσιο, περίφημο μέ φτηνά πράγματα, μέ κουρελάκια μέ τοῦτο μ’ ἐκεῖνο. Ἔχω προσέξει -γιατί ἔχουν ἔρθει καί στό Μοναστήρι ἕνα δυό κυρίες, καί μοῦ ἔχει κάνει πολλή ἐντύπωσι- τίς σακκοῦλες νάϋλον, τίς ἀγοράζουνε, τίς κόβουνε ὅπως παλιά τίς κουρελοῦδες, καί  τίς πλέκουνε καί τίς κάνουνε πατάκια. Δέν ξέρω βέβαια ἄν εἶναι ὄμορφο αὐτό ἤ ἄσχημο. Ἕνα πρᾶγμα ἐκτιμῶ: τήν ἀξιοποίησι τοῦ πράγματος. Αὐτό θά πῆ «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας», φτιάχνομε κάτι ὄμορφο ἀπό τό τίποτα.

        Ἐκεῖ εἶναι ἡ πραγματική ἀξία τῶν γυναικῶν. Νά μπορῆ, ὄχι νά λέγη στόν σύζυγόν της, «δῶσε μου καί δῶσε μου χρήματα» νά πηγαίνη στήν ἀγορά καί νά τά παίρνη ὅλα ἕτοιμα καί ἀκριβά καί βαριά πράγματα, ἀλλά νά μπορῆ μέ τό μυαλό της ἀπό ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν νά φτιάξη χίλια δυό πράγματα.

      Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἡ καλή κοπέλα πού ἔχει μάθει ἔτσι, ὅ,τι ἔρχεται σπίτι της τό φυλάσσει. Χρυσόχαρτα, ξυλάκια, πράματα… ὅ,τι… ὅ,τι μποῦν στό σπίτι της τό φυλάσσει, καί ἀπ’ αὐτά φτιάχνει χίλια δυό πράγματα.

        Ἐνθυμοῦμαι σ’ ἕνα σπίτι γνωστό μου, πολύ γνωστό μου, ἀπό μικρό παιδί εἴμαστε μαζί, γείτονες καί τά λοιπά, ἐπήγαινα -εἶχε ἐργοστάσιο ὁ σύζυγος, προσέξτε, εἶχε βιομηχανία- πήγαινε ἐκεῖ ἡ σύζυγος καί ἀγόραζε -σάν κι αὐτές τίς ἡμέρες τώρα Χριστούγεννα καί Πρωτοχρονιά- καί ἀγόραζε… δέν ξέρω τί ἀγόραζε γιά τά παιδιά της: καλουδάκια… γλυκά… στολίδια… πράγματα…  Λεφτά πεταμένα! Περιττόν νά σᾶς πῶ ὅτι καί ἡ βιομηχανία πῆγε στό σφυρί, καί τό σπίτι πού μένουν πῆγε στό σφυρί, ἀφοῦ πέθανε κι ἐκεῖνος, πέθανε κι ἐκείνος … τό σπίτι τους τό πήρανε τά χρέη. Εἶχαν ἕνα αὐτοκίνητο, τό ’χασαν κι αὐτό. Καί μένει τώρα ἡ μάνα μέ τίς κόρες σέ ἐνοίκιο· πολύ πτωχοί ἄνθρωποι. Εἴχανε κάποτε βιομηχανία, καί τόν καιρό ἐκεῖνο τά βλέπαμε καί λέγαμε «αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά πτωχύνουν». Θυμᾶμαι ἡ μητέρα μου τό ’λεγε αὐτό γιά τή σπατάλη -μέ συγχωρεῖτε, τώρα φεύγω λίγο ἀπό τό θέμα «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας»- ἔβαζε στό ψωμί ἐπάνω βούτυρο φρέσκο κι ἀπό πάνω τυρί. Καί μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «τούς βλέπεις αὐτούς; Μία μέρα θά ποῦνε τό ψωμί ψωμάκι». «Γιατί, μαμά;» ἔλεγα. «Γιατί τρῶνε καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί. Ἤ τό βούτυρο, ἤ τό τυρί. Ὄχι καί τό βούτυρο καί τό τυρί μαζί! Γιατί αὐτή εἶναι σπατάλη!» Ἀποτέλεσμα: πραγματικά, ἡ μητέρα μου πέθανε, ἀλλά ἐγώ τό εἶδα αὐτό μέ τά μάτια μου, φτώχυναν καί ἡ φτώχεια τους……….  

        Ὄχι σπατάλη! Εἴδατε τί λέει ἐδῶ; «Ἡ σπατάλη εἶναι ἡ μάνα τῆς πείνας». Δέν εἶναι ἀνάγκη νά μᾶς τό πῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό βλέπομε ἀπό τήν πραγματικότητα. Κάθε μέρα ἡ πεῖρα μας τό διδάσκει.

    Λοιπόν. Τότε θά σᾶς παραδεχθῶ, ὅταν κάποτε μάθω, ἀντιληφθῶ, δῶ στό σπίτι σας ὅτι «φιλοκαλεῖτε μετ’ εὐτελείας», ὅτι ἀπό τό τίποτα φτιάχνετε ὡραῖα πράγματα. Τότε θά σᾶς πῶ ὅτι πράγματι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκούσατε κάποτε τά βάλατε  σέ ἐφαρμογή.

      Καί νά κλείσωμε γρήγορα, πολύ γρήγορα, γιά νά μή χάσωμε ἄλλο……

      «Μισθός παντός ἀνθρώπου ὅς ἐάν ἐργάσηται παρά σοί, μή αὐλισθήτω, ἀλλ’ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα» (Τωβ. 4, 14) Δούλεψε ὁ ἄνθρωπός σου, πλήρωσέ τον. Αὐτή ἡ κακή συνήθεια, νά μήν πληρώνης αὐτόν πού σέ δουλεύει! Καθαρά πράγματα. Μάθετε παιδιά, νά μή χρωστᾶτε. Προσέξτε μέ! Μάθετε νά μή χρωστᾶτε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βάζουν στό χέρι τά χρέη καί τήν ἀγορά ὁλόκληρη! Δέν τούς νοιάζει. Ἀρκεῖ αὐτοί στό σπίτι τους νά περνᾶνε πολύ καλά! Κι ἄς χρωστοῦν καί ἄς διαμαρτύρονται καί οἱ ἄνθρωποι· αὐτοί νά περνᾶνε καλά!

     Λοιπόν, ἀκοῦστε με, κι αὐτή τή διαθήκη: Φᾶτε ψωμί κι ἐλιές, χρέος νά μήν κάνετε ποτέ. Ψωμί κι ἐλιές νά φᾶτε. Ξέρετε μόνο πότε νά δανειστῆτε; Μόνο σέ δυό περιπτώσεις. Πρῶτον· ὅταν δέν ἔχετε οὔτε τό ψωμί, γιατί ἄν δέν ἔχομε τό ψωμί, θά πεθάνωμε. Γιά νά πάρετε κρέας, νά μήν δανειστῆτε. Νά πάρετε ὁ,τιδήποτε, νά μήν δανειστῆτε. Μόνο γιά ψωμί δανειστεῖτε, γιά νά μήν πεθάνετε. Καί μόνο γιά φάρμακα, ἤ νά πᾶμε στό γιατρό. Γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία μή δανειστεῖτε. Ὅσο φτάνετε, θά κάνετε … Παραπέρα μήν προχωρεῖτε. Ἀκοῦστε αὐτή τή χρυσῆ συμβουλή. Ἀκούσατε τήν καί δέν θά χάσετε ποτέ στή ζωή σας. Νά βγαίνετε στή ζωή σας ἔξω, στό δρόμο, στή γειτονιά, στήν ἀγορά καί νά ξέρετε ὅτι δέν χρωστᾶτε σέ κανέναν. Κι ἄν καμμιά φορά -ἄνθρωποι!- πότε; γιά μία στιγμή κάτι πήρατε, κάτι δανειστήκατε -μικρό ποσόν!- ὄχι πολλά πράγματα, τότε φροντίσατε γρήγορα γρήγορα νά τό ἀποδώσετε.

      Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μηδενί μηδέν ὀφείλετε, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλλοις» (Ρωμ ιγ΄ 8)], σέ κανέναν τίποτα νά μή χρωστᾶτε, ἕνα θά εἶναι τό χρέος σας, νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Τίποτε ἄλλο. Αὐτό εἶναι τό μόνο χρέος, τό ἀνεξώφλητον χρέος.

      «Καί ἐάν δουλεύσης τῷ Θεῷ ἀποδοθήσεταί σοι.» (Τωβ. 4,14) Ἐάν στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, λέγει, πορευθῆς, θά σοῦ ἀποδοθεῖ. Ξέρετε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ; Εἴμεθα στήν Καινή Διαθήκη, εἶναι ὁ εὐαγγελισμός τῶν ψυχῶν. Κοπέλες ἀπό σᾶς, νά πᾶτε στό νοσοκομεῖο νά δῆτε τούς ἀρρώστους ἀνθρώπους, νά πᾶτε σέ σπίτια πού ὑπάρχει ἡ φτώχεια καί ἡ θλῖψις, νά πᾶτε ὄχι μόνες σας -προσέξτε!- μέ μεγάλους, ὄχι μόνες σας ,προσέξτε τό σημεῖο αὐτό, νά κάνετε μεγαλώνοντας κατηχητικό σχολεῖο, νά προσφέρετε τίς ὑπηρεσίες σας καί στήν ἐνορία σας καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Μία ἐξαίρεσι ἐδῶ -λυποῦμαι πού θά τό πῶ, ἀλλά θά τό πῶ, ἂς  μέ κατηγορήσουνε, ἀλλά θά τό πῶ- αὐτόν τόν τρόπο πού ἔχουνε νά μαζεύουν χρήματα στά πανηγύρια καί νά βάζουν τίς κοπέλες νά καρφιτσώνουν στά πέτα τῶν διαβατῶν στούς δρόμους ἕνα χαρτάκι καί τήν σφραγῖδα τοῦ ναοῦ καί νά μαζεύουν χρήματα, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ, εἶναι πολύ κακό. Ποτέ νά μή δεχθῆτε νά κάνετε αὐτή τή διακονία. Δέν εἶναι σωστό. Κι ἔτσι καρφιτσώνοντας στόν κάθε διαβάτη ἐσεῖς οἱ κοπέλες αὐτό τό χαρτάκι νά πάρετε χρήματα, κινδυνεύετε. Κινδυνεύετε ὑλικά. Αὐτό λοιπόν νά μήν τό κάνετε ποτέ. Κατά τά ἄλλα ἡ ἐνορία σας στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσες ἀνάγκες, ὀφείλετε νά δώσετε τίς ὑπηρεσίες σας.

      Καί ἕνα πολύ ὡραῖο: «πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καί ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου» ( Τωβ. 4, 14)…. παιδί μου, λέγει πρόσεχε σέ ὅλα σου τά ἔργα, καί νά εἶσαι πεπαιδευμένος, μορφωμένος σέ κάθε σου συναναστροφή.

      Αὐτό τό πεπαιδευμένος δέν εἶναι διανοητική παίδευσις, μόρφωσις. Ὅπως θά ξέρετε ἡ λέξις «μόρφωσις» καί «μόρφωμα» παράγεται ἀπό τό ρῆμα «μορφώνω», τό οὐσιαστικό «μορφή» εἶναι τό καλούπι εἶναι ἡ φόρμα. Ἄν βάλωμε μέσα σέ μία φόρμα ζυμάρι καί τό βάλομε στό φοῦρνο, μετά τί βγαίνει; Βγαίνει ἕνα ὁμοίωμα τῆς φόρμας.

        Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ΄, 19) ] πονῶ, λέει, παιδάκι μου, πονῶ ἕως ὅτου μορφωθεῖ -τί θά πῆ μορφωθεῖ; σχηματοποιηθεῖ- σχηματοποιηθεῖ ὁ Χριστός μέ σᾶς. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια σάν νά εἶναι ὁ Χριστός ἕνα καλούπι -ἕνα καλούπι- καί ἐσεῖς νά εἶστε μία ρευστή οὐσία καί νά μπῆτε μέσα σ’ αὐτό τό κολούπι, νά βγάλωμε τό καλούπι καί τότε τό σχῆμα σας νά εἶναι ἐκεῖνο πού θά ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτό θά πῆ «ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστός ἐν ὑμῖν». Συνεπῶς ὅταν λέη ἐδῶ πεπαιδευμένος -καί θά λέγαμε ἐμεῖς μορφωμένος- δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ξέρει πολλά, ἀλλά θά τό λέγαμε μέ μία σύντομη λέξι, ἡ ὁποία δέν ξέρω ἄν μπορῆ νά ἀποδώση τό πραγματικό νόημα, δεδομένου ὅτι ἡ λέξι αὐτή δέν εἶναι ἑλληνική εἶναι το: «πολιτισμός», εἶναι καί τό «πολιτισμένος» ἀπό τό civilisation πού θά πῆ:  πόλις,  πολίτης, πολιτισμός …


6η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ)." εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.